Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

To be or not to be

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 3 Δεκεμβρίου 2009.

  1. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    ΥΠΕΡ ΠΑΘΟΥΣ
    Σύντομη καταγραφή

    Το Πάθος είναι συνώνυμο του Ανομολόγητου. Ο,τι ομολογείται, ό,τι κατατίθεται ρητά παύει να είναι Πάθος. Γίνεται η περιγραφή του, αποτελεί το σχεδίασμά του, τη μορφή του που λυώνει μέσα στην επανάληψη. Το Πάθος μόνον διαισθητικά μπορεί να αγγιχθεί [προσέξτε όχι μεταδοθεί] από τον Αλλον. Οταν παθαίνομαι ανοίγουν οι φλέβες μου και το αίμα ρέει προς τα μέσα σπλάχνα μου.

    Αν ο άλλος διαθέτει δυνατή όσφρηση μυρίζει τη μυρωδιά του Αίματος και μόνον έτσι μπορεί να φαντασιωθεί το Πάθος μου. Ποτέ όμως το Πάθος μου δεν μπορεί να γίνει Πάθος του. Όπως και το αντίθετο. Γιατί το Πάθος είναι περίκλειστο και μοναχικό. Τα βήματά του τ' ακούει μόνον αυτός που το νιώθει όπως ο μοναχικός Λύκος περπατάει στο δάσος κι ακούει τη φλογισμένη ανάσα του.

    Το Πάθος είναι ό,τι δεν μπορεί να κατοικηθεί. Η απορία του απέναντι σώματος. Ο τρόμος του άλλου βλέμματος. Το ανοίκειο της αλλότριας εικόνας. Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο αγριότερο κι από το Αγριο. Για να ησυχάσει πρέπει να κατοικήσει άλλα σώματα, να αλώσει άλλες ψυχές. Να τραφεί με το αίμα τους. Τότε αποκτά την αυταπάτη του εξαγνισμού και ησυχάζει. Το αίμα του γίνεται νερό που σβήνει τις φωτιές και καταλαγιάζει τις πληγές. Παθαίνομαι θα πει κατοικώ τον τρόμο μου για σένα. Θα πει ιερουργώ το σώμα μου με το είδωλο του δικού σου. Θα πει εξομοιώνω την επιθυμία μου με την τρέλα.

    Το αντικείμενο του Πάθους είναι εχθρικό. Γιατί δεν είναι αλώσιμο. Είναι ένας εχθρός από άθραυστο σκούρο γυαλί. Δεν μπορείς να δεις πίσω του παρά μόνον κάποιες σκιές. Η κατάσταση χειροτερεύει όσο νομίζεις ότι μπορείς να τις γνωρίσεις, άρα να τις οικειοποιηθείς, άρα να απαλλαγείς από το Πάθος σου. Οταν ο Παθιασμένος υποπέσει σ' αυτό το τρομερό λάθος, τότε ο όλεθρος δεν είναι μακριά. Γιατί οι σκιές αρχίζουν να παίζουν μαζί του. Πότε πλησιάζουν στην επιφάνεια του γυαλιού και πότε απομακρύνονται. Ποτέ όμως δεν γίνονται απτές, αναγνωρίσιμες. Το σκούρο γυαλί παραμένει άθραυστο και πολύ σύντομα αρχίζει να κοκκινίζει. Είναι το αίμα του Παθιασμένου που στάζει σταγόνα σταγόνα επάνω του. Οταν το γυαλί καλυφθεί απ' αυτό, τότε επιτέλους σπάει. Ο Παθιασμένος έχει απαλλαγεί από το Πάθος του αφού το πλήρωσε με το αίμα του.

    Έλενα Χουζούρη
    από το ηλεκτρονικό περιοδικό (.poema..)
    e-poema.eu ||| poetry e-zine
    (compliments to Fanshawe)
     
  2. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Γυναίκες

    Οι τρεις αδελφές μου κάθονται
    σε βράχους μαύρου οψιανού
    Πρώτη φορά, σ' αυτό το φως, μπορώ να δω ποιες είναι.

    Η πρώτη μου αδελφή ράβει στολή για την παρέλαση.
    Θα πάει ντυμένη Διάφανη κυρία
    με όλα τα νεύρα ορατά κάτω από το δέρμα.

    Η δεύτερη αδελφή μου μαντάρει,
    τη ραφή στην καρδιά της που δεν γιατρεύτηκε ποτέ,
    Κι ελπίζει να μαλακώσει, επιτέλους, κείνο το σφίξιμο στο στήθος.

    Η τρίτη αδελφή μου ατενίζει
    το άπλωμα στα δυτικά μιας φλούδας σκουροκόκκινης πέρα μακριά στη θάλασσα.
    Οι κάλτσες της έχουν σκιστεί αλλά είναι όμορφη.


    Andrienne Rich
     
  3. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    "Human beings need to dream. Disillusioned persons, who are incapable of investing and transforming reality with their imagination, are the unhappiest of all, most likely to succumb under the cruel weight of existence. This is perhaps because, besides lacking access to the magic sphere of dreams, they lack the ability to plan. The power of utopia is that it induces the individual to act and function in the world, without being overwhelmed by real difficulties. When the patient invests the analyst with miraculous powers, what he is actually doing is attempting to recuperate his own capacity to plan, passing from the dimension of impossibility and paralysis - characteristic of psychic discomfort - to a new condition of possibility and transformation...

    In a frenetic society that has given up dreams and fantasy, that is characterized by people rushing vertiginously ahead, like guinea pigs continually bombarded with stimuli rushing madly around their cage, the analyst's task is to recover the imaginary, the poetry of the soul, of the psyche. In this sense, the therapist must necessarily be portrayed as a wayfarer who lives life as if it were a never-ending voyage. Every stop is marked by an encounter, at every stop a face awaits. And in that lost and bewildered stranger who asks to be shown the way, one begins traveling down a new stretch of the road. It is in the patient that the analyst finds the eagerly awaited fellow traveller. Responding to Miguel Serrano, who marveled that after so long a voyage he had been fortunate enough to have found him again, the German writer Hesse responded: 'Nothing ever happens by chance...only the right guests arrive here. This is the Hermetic Circle...' "

    Aldo Carotenuto, The difficult Art: A Critical Discourse on Psychotherapy
     
  4. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Πριν από 200 χρόνια, στις 12 Φεβρουαρίου του 1804, πέθανε στο Κένινσμπεργκ ο Ιμάνουελ Καντ. Είναι εύκολο να πέσουμε στην απεραντολογία μιλώντας γι' αυτόν και για το έργο του. Ακόμη και τα πιο γνωστά αποφθέγματά του αποτελούν ήδη το νήμα με το οποίο υφαίνονται οι μύθοι: «Οφείλουμε να καθοδηγούμαστε από την απαισιοδοξία του λόγου και από την αισιοδοξία της βούλησης». «Οι μέγιστες βεβαιότητές μας είναι ο έναστρος ουρανός πάνω από μας και ο ηθικός νόμος μέσα μας». «Ο λόγος είναι καταδικασμένος να θέτει ερωτήματα στα οποία γνωρίζει ότι δεν μπορεί να απαντήσει». «Ο άνθρωπος είναι για μας πάντοτε και μόνον ένας σκοπός και ποτέ ένα μέσο».

    Έπειτα είναι οι επίμονα επαναληπτικές και αυστηρά χρονομετρημένες κινήσεις του, το ότι ανοίχτηκε στον κόσμο χωρίς ποτέ να μετακινηθεί από την πόλη του. Αλλά θα τον αδικούσαμε αν αφήναμε να μας παρασύρει ο θαυμασμός (έστω και αν είναι δικαιολογημένος) ή αν στεκόμασταν στα ανέκδοτα (έστω και αν είναι πολυάριθμα και διασκεδαστικά). Ας μείνουμε μόνο μέσα στο πλαίσιο του λόγου, όπως πιστεύω και ο ίδιος θα επιθυμούσε.

    Πολλοί -μεταξύ των οποίων τοποθετώ και τον εαυτό μου- θεωρούν ότι η ιστορία της φιλοσοφίας τέμνεται από μια διαχωριστική γραμμή το 1781, τη χρονιά της δημοσίευσης του πιο σημαντικού έργου του, της «Κριτικής του καθαρού λόγου». Υπάρχει ένα πριν και ένα μετά. Και μετά τίποτα πλέον δεν ήταν το ίδιο. Πράγματι, είμαστε όλοι λίγο ως πολύ καντιανοί, ακόμα και αν δεν το αντιλαμβανόμαστε. Δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη τιμή για ένα στοχαστή από το να έχουν επηρεαστεί όλοι από αυτόν χωρίς να το αντιλαμβάνονται.

    Ποιος σκέφτεται πλέον σήμερα ότι ο κόσμος είναι μόνον ένας σωρός από αισθήσεις;

    Κανείς, επειδή ο Καντ μας δίδαξε να στηρίζουμε σταθερά τον κόσμο πάνω σε στέρεες δομές: τον χρόνο, τον χώρο, την αιτιότητα, την κρίση που σταθμίζει την αλήθεια. Χωρίς αυτά τα στηρίγματα δεν θα μπορούσαμε ούτε να αποκτήσουμε εμπειρία του κόσμου, ούτε να τον σκεφτούμε, ούτε και να έχουμε συνείδηση του εαυτού μας.

    Ποιος αντιλαμβάνεται πλέον σήμερα την ηθική ως υποχρέωση να υπακούμε σε ένα κατάλογο -λογικών έστω- εντολών; Κανείς, επειδή ο Καντ μετατόπισε τον άξονα της ηθικότητας πάνω σε διαφορετικές αρχές, πάνω σε μια μορφή που πρέπει να είναι και αυτή τέλεια και όχι πλέον μόνον στα περιεχόμενα. Είναι ηθικό αυτό που πηγάζει από ένα εσωτερικό κριτήριο, το οποίο αναγορεύεται σε οικουμενικό νομοθέτη. Ο ηθικός κανόνας που ορίζω για τον εαυτό μου πρέπει να είναι τέτοιος ώστε να μπορεί να γίνει κανόνας για όλους παντού και πάντοτε.

    Ποιος σήμερα, είτε είναι πιστός είτε όχι, μπορεί να διανοηθεί μια θρησκεία η οποία θα απορρίπτει όλους τους κανόνες του λόγου; Θα ήθελα να μπορούσα να πω κανείς, αλλά ας πούμε σίγουρα κανείς στα δικά μας μέρη. Ο Καντ μάς δίδαξε να τοποθετούμε και τη θρησκεία μέσα στους κανόνες του λόγου, για να την υπερβαίνουμε έστω, αν έτσι αποφασίσουμε, αλλά ποτέ για να την αρνούμαστε.

    Ποιος πιστεύει πλέον σήμερα ότι εμείς ερχόμαστε στον κόσμο σαν tabula rasa και ότι όλα αυτά που μαθαίνουμε μας έρχονται παθητικά, επειδή μας τα προμηθεύει η εμπειρία; Κανείς, επειδή ο Καντ κατέδειξε ότι οι κανονικότητες του κόσμου, οι νόμοι της φύσης δεν θα μας φαίνονταν ως κανονικότητες, ως νόμοι, αν ήδη δεν είχαμε μέσα μας την ίδια την ιδέα του νόμου, της κανονικότητας.

    Όλα αυτά εμείς τα προβάλλουμε στην εμπειρία σαν μια δέσμη φωτός και δεν τα παίρνουμε παθητικά από την εμπειρία. Ακριβώς από τον Καντ μάθαμε να αναρωτιόμαστε πάντοτε κάτω από ποιες προϋποθέσεις η εμπειρία είναι δυνατή.

    Όταν έπειτα μετατοπιζόμαστε σε προβλήματα πολύ κοντινά σε εκείνα που μας απασχολούν όλους, αγγίζοντας ορισμένα πολύ κεντρικά για την ψυχολογία, τις φυσικές επιστήμες και προφανώς τη φιλοσοφία, η καντιανή κληρονομιά είναι μια μέθοδος για να τα θέτουμε και ακόμη περισσότερο για να τα λύνουμε. Ανέκαθεν οι φιλόσοφοι μελετούσαν τις έννοιες σαν να ήσαν πολύτιμα μαργαριτάρια. Ο Καντ αποφάσισε να μελετήσει μάλλον τα περιδέραια στα οποία τοποθετούνται από μας τα μαργαριτάρια, δηλαδή τις κρίσεις. Από αυτόν προέρχεται η επιμέλεια με την οποία μεγάλο μέρος της σύγχρονης φιλοσοφίας μελετά τις «γλώσσες» (τη γλώσσα της επιστήμης, τη γλώσσα της τέχνης, τη γλώσσα της εξουσίας και προφανώς την αληθινή γλώσσα καθεαυτή). Είναι απόγονος του Καντ όποιος θεωρεί ότι η γλώσσα είναι μια λεπτή συναρμολόγηση μερών και ότι το νόημα μιας φράσης είναι το προϊόν του νοήματος των μερών της και του τρόπου συνδυασμού τους (...).

    Τέλειο από κάθε άποψη είναι το απόφθεγμα που σηματοδοτεί τη διαφορά ανάμεσα σε αυτόν και στην αμέσως προηγούμενη φιλοσοφία, τον λεγόμενο εμπειρισμό. Για τους εμπειριστές τίποτα δεν μπορούσε να υπάρχει στη νόηση, που δεν θα είχε προηγούμενα περάσει από τις πόρτες της εμπειρίας. Ο Καντ συγκατένευσε. Αλλά προσέθεσε: «Τίποτα, εκτός από την ίδια τη νόηση». Εδώ και δύο αιώνες προσπαθούμε να καταλάβουμε αυτό το αστραποβόλο και καταραμένο «εκτός...».

    Ελευθεροτυπία 18-10-2004

    Ο ιταλός φυσικός και φιλόσοφος Μάσιμο Πιατέλι Παλμαρίνι είναι καθηγητής γνωστικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο της Αριζόνα. Αυτό το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Corriere della Sera».

    Πηγή: http://users.dra.sch.gr/symfo/sholio/filosofia/kant.htm
     
  5. vautrin

    vautrin Contributor


    Το καλύτερο ποστ που έχω διαβάσει εδώ και καιρό στο φόρουμ. Εύγε. 

    Αλλά εκτός απ' τον Καντ υπάρχει κι ο ... ορνιθόρυγχος, έτσι δεν είναι;
     
  6. Syrah

    Syrah Contributor

    The cruel weight of the existence, indeed...
     
  7. vautrin

    vautrin Contributor

    Ο Ιμάνουελ Καντ και το πρόβλημα των δύο κόσμων

    Από τον Δήμο Μαρουδή - Ελευθεροτυπία 19-2-2010


    ...ως εξ ενός μέν καί πολλών όντων τών αεί λεγομένων είναι, πέρας δέ καί απειρίαν εν αυτοίς σύμφυτον εχόντων.

    Πλάτων, Φίληβος, 16c

    ...ότι όσα κάθε φορά λέγεται ότι υπάρχουν αποτελούνται από ένα και από πολλά και ότι το πέρας και το άπειρο ενυπάρχουν σ' αυτά σαν σύμφυτες ιδιότητες.

    μτφρ.: Μ. Ανδρόνικος

    Είναι μια θέση κοινά παραδεκτή πως το πρόγραμμα του Διαφωτισμού, που συνίστατο σε μεγάλο βαθμό στην απελευθέρωση της ανθρώπινης σκέψης από την κατασταλτική επίδραση της μαγείας, συνέβαλε στην ωρίμανση της συμβολικής γλώσσας της ανθρωπότητας, καθώς τούτη τώρα, όπως διατεινόταν η Aufklarung (ο Διαφωτισμός), θα προσπαθούσε να θέσει τη γνώση ως στέρεο υπόβαθρο της φαντασίας. Δεν θα 'ταν ίσως άστοχο να παρατηρήσουμε πως καθώς τούτη η συμβολική γλώσσα δυνάμωνε σε καιριότητα ακολουθώντας σαν τρόπος σκέψης τα ολοένα και πιο λαμπρά επιστημονικά επιτεύγματα της νέας εποχής, κληρονομιά τούτα εδώ με τη σειρά τους των επιτευγμάτων της Αναγέννησης και του Ουμανισμού, από την άλλη πλευρά, όμως, φτώχαινε σε περιεχόμενο, καθώς ο πλήρης αρχετύπων συμβολικός χώρος της μαγείας, του αποκρυφισμού και σύμπας ο χώρος του ανορθολογισμού καταδικάζονταν στο πυρ το εξώτερον. Από τη στιγμή που η πραγματικότητα του ανορθολογικού, ακόμα και με την αμιγώς πλατωνική του έννοια, που κι αυτή τείνει να εξοβελιστεί από το καρτεσιανό πρόγραμμα, η πραγματικότητα του αποκρυφισμού, της αλχημείας, συνελόντι ειπείν της λογικής με τη μορφή που τούτη παίρνει ως συμβολική έκφραση του χώρου του ανορθολογικού, κατηγοριοποιείται ως δεισιδαιμονία και ως αποτέλεσμα της κακής παιδείας του ευρωπαίου πολίτη, ο μεσαιωνικός τρόπος σκέψης που δεν παύει να επιβιώνει στην ευρωπαϊκή ιστορία σε καμία στιγμή της, όχι μόνο μένει ανέστιος, αφού το οργιώδες μεσαιωνικό φαντασιακό δεν έχει πλέον επαρκή μέσα για να εκφραστεί, αλλά και η ανθρώπινη ψυχή, οι ψυχές των πολιτών της νεωτερικότητας, θα στερούνται στο εξής κατάλληλων εργαλείων για να εκφράσουν τα σκοτεινότερά τους υποστρώματα και κομμάτια.

    Οι μεσαιωνικές καταβολές της ευρωπαϊκής σκέψης, οι οποίες θα επανακάμψουν με τελείως διαφορετικό τρόπο κατά το τέλος του 19ου αιώνα, θα είναι αδιάλειπτα, μα υπόρρητα παρούσες σε κάθε προσπάθεια της διαφωτιστικής σκέψης να διατυπώσει λογοκρατούμενες κατηγορίες, ενίοτε ως σκοτάδι, κίνδυνος, ασάφεια και αμηχανία που υφέρπουν κάθε μεγάλου μεταφυσικού συστήματος της νεωτερικότητας, ενίοτε δε ως Ρήγμα ερωτημάτων όσον αφορά την επάρκεια των δοκιμαζόμενων κατηγοριών, αλλά και το ίδιο το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, που απειλεί να καταπιεί τόσο το εκάστοτε έργο όσο και την ίδια την προσωπικότητα του νεότερου φιλοσόφου.

    Στο αποκορύφωμα του εγχειρήματος του Διαφωτισμού εμφανίζεται η επιβλητική μορφή του Ιμάνουελ Καντ (Immanuel Kant), του φιλοσόφου της Κενιξβέργης. Με την Κριτική του Καθαρού Λόγου, το 1781, ο Καντ δίνει στην ανθρώπινη φαντασία μια συνετή οξυδερκή όσο και περίοπτη θέση· στον κόσμο του «των τριών επιπέδων» (Εποπτεία, Νόηση, Λόγος) θα διακρίνει δύο κεντρικές περιοχές των αντικειμένων: των Φαινομένων και των Πραγμάτων καθ' Εαυτά, δύο σαφώς οριοθετημένες μεταξύ τους περιοχές, για την προέλευση των οποίων έχει χυθεί όχι και λίγη μελάνη, «δύο κόσμους» θα λέγαμε που θα καθορίσουν τη σύγχρονη σκέψη του απ' άκρον εις άκρον. Ο Καντ που στο δοκίμιό του «Τι είναι Διαφωτισμός» στρέφεται ρητά ενάντια σε κάθε λογής αυθεντία, θα στηρίξει την όλη θεώρησή του στις «συνθετικές κρίσεις a priori, στις υπερεμπειρικές λογικές αρχές, βάσει των οποίων ερμηνεύεται η εμπειρία, οι οποίες θα συστήσουν το θεμέλιο της υποκειμενοκεντρικής του επανάστασης: της κοπερνίκειας επανάστασης - η οποία υποδηλώνει προτεραιότητα του υποκειμένου έναντι του αντικειμένου, και εισάγει στη σύγχρονη σκέψη.

    Κάποιες παραγνωρισμένες καταβολές της καντιανής προβληματικής

    Η έννοια της «απροσδιοριστίας» παίρνει στη θεωρητική σκέψη του 20ού αιώνα μια όλως δεσπόζουσα θέση, λόγω της Κβαντικής Φυσικής Θεωρίας του Χάιζενμπεργκ (Heisenberg), σύμφωνα με την οποία «η αρχή της απροσδιοριστίας» -έννοια σχετική με τη μέτρηση της θέσης και της ορμής ενός σωματιδίου σε δεδομένες συνθήκες- αναλαμβάνει ρυθμιστικό ρόλο στη Θεωρητική Φυσική του περασμένου αιώνα.

    Πιστεύουμε πως η έννοια της απροσδιοριστίας έχει έναν ιδιαίτερα εξέχοντα ρόλο, κατά τη διάρκεια της τρισχιλιετούς πορείας τής μεταφυσικής, αδιάλειπτα, μα ρόλο «συγκεκαλυμμένο». Συνιστά πραγματικότητα των μαθηματικών, της γεωμετρίας (ανιχνεύσιμη ακόμα και στα παμπάλαια παράδοξα «του λαγωού και της χελώνης» ή του βέλους του Ζήνωνα), καθώς και έννοια δίχως τη συνεισφορά της οποίας ίσως η νόηση της έννοιας του αναξιμάνδρειου «απείρου» είναι αδύνατη. Πέραν τούτου, η έννοια της απροσδιοριστίας αφορά την καντιανή (και όχι μόνον) παράσταση (Vorstellung - η αισθητηριακή πρόσληψη της εξωτερικής πραγματικότητας, η νοερή εικόνα ενός ή κάποιων πραγμάτων), αλλά και τον χώρο των καντιανών Πραγμάτων καθ' Εαυτών - αφού αυτά συνιστούν όντα απαλλαγμένα προσδιορισμών.

    Η έννοια της απροσδιοριστίας ανιχνεύεται, κατά τη γνώμη μας, κατεξοχήν, όπου θεμελιωδώς και «κατοικεί», στην 3η υπόθεση του πλατωνικού Παρμενίδη, υπόθεση σκοτεινή και δυσανάγνωστη, η αποσφράγιση της οποίας δεν πραγματοποιείται δίχως «φιλοσοφικό κόστος». Στον συγκεκριμένο διάλογο -εστιάζουμε την 3η υπόθεση του διαλόγου- συνιστά κεντρικό προσανατολισμό του Πλάτωνα, ο οποίος προσδιορισμός για πολλούς και συγκεκριμένους λόγους στο κατοπινό του έργο, όπως και στη συνέχεια του διαλόγου, εγκαταλείπεται, ως πυρήνας προγραμματικής διακήρυξης -στην 3η υπόθεση του διαλόγου κάτι τέτοιο θέλει να είναι- με ασύλληπτο κόστος και επιπτώσεις για όλη τη μεταγενέστερη φιλοσοφική παράδοση. (Ο Πλάτων καταπιάνεται με την έννοια της απροσδιοριστίας στους περισσότερους όψιμους διαδόχους του, όπως στον Σοφιστή, στον Φίληβο, στον Τίμαιο, παρουσιάζοντας την προβληματική του με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο.)

    Αν ο πλατωνικός Παρμενίδης συνιστά εν πολλοίς το πρόγραμμα της δυτικής μεταφυσικής στο σύνολό της, με μία δυναμική που μόνον ο μεγάλος έλληνας στοχαστής μπορεί από την εποχή του να διακρίνει, δεν παύει πάντως να συνιστά και μια πραγματεία που αφορά «τη συγκρότηση της Εννοιας», αυτής της θεμελιακής κεντρικής κατηγορίας της δυτικής σκέψης (η γερμανική Begriff), για την οποία θα γράφει πολύ αργότερα ο Χέγκελ (Hegel) στη Λογική του.

    Στον εν λόγω διάλογο ο Πλάτων, κάνοντας χρήση της υποθετικής μεθόδου, επιχειρεί να σκιαγραφήσει τη σχέση «του ενός με τα πολλά», μ' αυτό το εγχείρημα όμως δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εκθέτει, με τις εννέα (9) υποθέσεις του διαλόγου, τα εγγενή στάδια της σκέψης που θα πρέπει να θεματοποιηθούν για να φτάσουμε να μιλάμε για ό,τι αργότερα θα εκθέσει ο Χέγκελ (Hegel) στη Λογική του με τη θεωρία της έννοιας» (Lehre von Begriff).

    Ο Πλάτων στην 3η υπόθεση του διαλόγου μιλά ούτε λίγο ούτε πολύ για «τη μορφή τού Είναι», για τη μορφή του ελάχιστου, του πυρηνικού συστατικού των πραγμάτων· σ' αυτό το Είναι, το οποίο δένει άρρηκτα με τον όρο - αρχή «εξαίφνης», διακρίνει «δύο στιγμές», τη μία όταν η ύπαρξη επιβεβαιώνεται και τη δεύτερη όταν η ύπαρξη αναιρείται· τούτες δε οι δύο στιγμές είναι αξεχώριστα «δεμένες» μεταξύ τους, δίχως διαχωριστική γραμμή, δίχως «όριο» -μια εκδοχή «της ενιαίας διπλής φάσης» του Γκαίτε (Goethe). Το πνεύμα τη στιγμή που επιβεβαιώνεται ως ύπαρξη, ως «Είναι», είναι «δίσημο», τούτος ο πυρήνας κάθε πραγματικότητας είναι «δίσημος», ενέχει «ουσιώδη απροσδιοριστία»· μέχρις εδώ όμως σχετικά με τον πλατωνικό Παρμενίδη.

    Κάποια στοιχεία του καντιανού κόσμου και το Πράγμα καθ' Εαυτό

    Η καντιανή Κριτική του Καθαρού Λόγου, η οποία εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1781, αποτελεί ένα εξόχως καινοτόμο έργο. Οι «συνθετικές κρίσεις a priori, το ακρογωνιαίο θεμέλιο της Κριτικής του Καθαρού Λόγου, συνιστούν υπερεμπειρικές λογικές αρχές, με τις οποίες προσεγγίζεται και ερμηνεύεται ο κόσμος της εμπειρίας, στην καντιανή γλώσσα ο κόσμος των φαινομένων (Erscheinungen). Αυτή δε καθεαυτήν η Φύση, στο σύνολό της, συνίσταται σε «αλληλουχία φαινομένων διατεταγμένων κάτω από νόμους». Η γνωστική ικανότητα του ανθρώπου, τη στιγμή που αυτός θέλει να προσεγγίσει την πραγματικότητα που τον περιβάλλει, βασίζεται σε δύο πηγές: στην Αισθητικότητα (Sinnlichkeit) και στη Διάνοια (Verstand, η ικανότητα σύνδεσης του παραστασιακού υλικού, σύμφωνα με κανόνες), δύο δυνάμεις που, όπως βεβαιώνει ο ίδιος ο Καντ, ίσως να ξεφυτρώνουν από μια κοινή, μα άγνωστη σε εμάς ρίζα.

    Για να απαντήσει στο επιστημολογικό ερώτημα «Πώς είναι δυνατή η σκέψη», ο Καντ, συγκροτεί την κριτική του φιλοσοφία, η οποία θα καθοδηγείται από τη μέθοδο την οποία αυτός εφάρμοσε: την Υπερβατολογική Μέθοδο (Tranzendental).

    Με τον όρο υπερβατολογικός ο Καντ αναφέρεται σε ό,τι προηγείται, σαν γεγονός, κάθε εμπειρίας, συνιστά δε προϋπόθεση της εμπειρικής γνώσης. Από την πλευρά της, η εμπειρία (Erfahrung) είναι η συνένωση δύο στοιχείων: της αισθητηριακής αντίληψης και της Διάνοιας. Από εδώ πρέπει εξάλλου να ξεκινήσουμε για να πραγματευτούμε τα δύο κεντρικά καντιανά ερωτήματα: «Πώς είναι δυνατές οι συνθετικές κρίσεις a priori;» και «Πώς είναι δυνατή η μεταφυσική ως επιστήμη;». Οσο και αν είναι σχεδόν βέβαιο πως ο αναγνώστης θα αισθανθεί αμηχανία προσπαθώντας να εισδύσει στη σκοτεινή Υπερβατολογική παραγωγή των κατηγοριών (πρώτη και δεύτερη Deduktion) ή στον βαθυστόχαστο Σχηματισμό (Schematismuslehre), ξεκάθαρο γίνεται τόσο το ότι δίχως τις κατηγορίες δεν θα είχαμε συνείδηση αντικειμένων, μα μονάχα αταξινόμητο και χαοτικό περιστασιακό υλικό, όσο και ότι «η φαντασία» είναι ο τόπος του περίφημου Υπερβατολογικού Σχήματος (Schema), το οποίο μας οδηγεί στη δυνατότητα της γνώσης της φύσης, σύμφωνα με αξιώματα, στην υπερεμπειρική καθαρή φυσική επιστήμη.

    Η πολυδαίδαλη Κριτική του Καθαρού λόγου ολοκληρώνει την οικοδόμηση του καντιανού κόσμου με τη θέσπιση δύο σαφώς διακεκριμένων μεταξύ τους περιοχών της πραγματικότητας των αντικειμένων. Ο Καντ δανείζεται από την αρχαία φιλοσοφία τη διάκριση φαινομένων και νοουμένων. Ο καντιανός κόσμος των Φαινομένων -ο κόσμος της εμπειρίας- αντιδιαστέλλεται προς τον κόσμο των Πραγμάτων καθ' Εαυτά, τα οποία συνιστούν αντικείμενα παντελώς ανεπίδεκτα λόγου, που υπάρχουν μονάχα για τον εαυτό τους και δεν είναι προσπελάσιμα από την ανθρώπινη εμπειρία.

    Η ύπαρξη των Πραγμάτων καθ' Εαυτών συνιστά μέσα στην καντιανή κατασκευή προϋπόθεση απολύτως αναγκαία για να υπάρξει ο κόσμος των Φαινομένων -τα Φαινόμενα συνιστούν εκφάνσεις των Πραγμάτων καθ' Εαυτά- και το Πράγμα καθ' Εαυτό κρύβεται πίσω από το Φαινόμενο, καταδικασμένο στην παντοτινή σιωπή, μα ρυθμίζοντας καίρια την καντιανή συλλογιστική, καθώς ανοίγει τον δρόμο για την ηθική καντιανή φιλοσοφία και για την έννοια της ελευθερίας, η οποία μέσα από την Κριτική του Πρακτικού Λόγου ολοκληρώνει το πρόγραμμα της πρώτης κριτικής.

    Η προβληματική του Πράγματος καθ' Εαυτού έχει σημαδέψει τη νεότερη σκέψη - πρώτα απ' όλα ο Χέγκελ αισθάνεται την υποχρέωση να ανακατασκευάσει τούτη την «προβληματική» κατ' αυτόν έννοια και ίσως θ' αποτελούσε ματαιοπονία να αρκεστεί κανείς μονάχα στην τάδε ή στη δείνα προσέγγιση, τη στιγμή που σύμπασα η σύγχρονη σκέψη ξεπηδά, σε μεγάλο βαθμό, μέσα από τούτη τη βαθυστόχαστη προβληματική· αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε είναι πως το καντιανό Πράγμα καθ' Εαυτό χαρακτηρίζεται από την απουσία προσδιορισμών, ανοίγει τον δρόμο προς το «μη προσδιορισμένο», κάτι που στη συγκεκριμένη περίπτωση τίθεται εκ μέρους του Καντ ως αίτημα. Ο καντιανός κόσμος και η καντιανή έννοια της ελευθερίας της Κριτικής του Πρακτικού Λόγου ρυθμίζονται από τούτον τον χώρο της απουσίας προσδιορισμών. Η έννοια της απροσδιοριστίας -την οποία σχολιάσαμε ήδη σε σχέση με την 3η υπόθεση του πλατωνικού Παρμενίδη- δεν είναι μεν ρητά παρούσα στην καντιανή προβληματική (αν εξαιρέσουμε τη θεματική της παράστασης στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια), μα ο δρόμος για την απροσδιοριστία, θα λέγαμε, προλειαίνεται μέσα από τη θεματοποίηση του αχανούς χώρου του Πράγματος καθ' Εαυτού, η οποία συνιστά ακραία διαστολή των καντιανών κατηγοριών στα όριά τους και ίσως και διεύρυνσή τους ακόμα και πέραν των ορίων τους. Η θεματοποίηση του Πράγματος καθ' Εαυτού συνιστά, κατά τη γνώμη μας, ρητό υπαινιγμό για έναν ολόκληρο χώρο αρχετύπων, σημασιών, ψυχικών και πολιτισμικά προσδιορισμένων ενορμήσεων και γλωσσικών παραπομπών, χώρος ο οποίος υφέρπει της ratio (της συνολικής παράδοσης του ορθού λόγου) και μένει μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα επτασφράγιστος, κυριολεκτικά «άρρητος». Ενας χώρος που σφραγίζεται από την προβληματική της παράστασης (Vorstellung).

    Σχετικά με την προβληματική της παράστασης

    Ας κλείσουμε τα μάτια και ας φανταστούμε ένα λιβάδι ή το εσωτερικό ενός δωματίου. Η εικόνα που έχουμε στη φαντασία μας είναι ό,τι καλούμε παράσταση (Vorstellung). Από την παράσταση -από την παράσταση του εσωτερικού ενός δωματίου π.χ.- απουσιάζουν παντελώς τα περιγράμματα των αντικειμένων· η παράσταση είναι κατεξοχήν ένας τόπος όπου εδράζει η απροσδιοριστία. Η ανάδυση ολοένα και νέων παραστάσεων από την ανθρώπινη ψυχή συνιστά ανάδυση της ετερότητας, γένεση μορφών, αμιγή οντογένεση, τόπο της «απερίσταλτης ετερότητας», σύμφωνα με τη θέση του Καστοριάδη. Ο Πλάτων μιλά για τη «θολή εικόνα» μέσα από την οποία εμφανίζεται η ιδέα - μ' αυτόν τον τρόπο θέτει τα δάκτυλά του «επί τον τύπο των ήλων» συνεισφέροντας στη διατύπωση κάποιων καίριων ερωτημάτων: Υποβαστάζει πράγματι η παράσταση τη σκέψη; Σε ποιο βαθμό συνιστά η παράσταση έδαφος στήριξης των εννοιών; Ο Καστοριάδης, ο οποίος αφιερώνει μεγάλο μέρος του έργου του στη διεξοδική πραγμάτευση της προβληματικής του παράστασης, πιστεύει πως «το πρόβλημα της παράστασης» συνιστά και «το πρόβλημα της φιλοσοφίας» εν γένει, ένα πρόβλημα όμως που συγκαλύπτεται κατά τους περισσότερους αιώνες που συγκροτούν τη μεγάλη δυτική φιλοσοφική παράδοση. Ο Καστοριάδης συνδέει την παράσταση με «το φαντασιακό» (ο γνωστός δικός του όρος), και βλέπει την πραγματικότητα των μορφών ν' αναδύονται υπό τη μορφή παραστασιακού ρου μέσα από την ανθρώπινη φαντασία, η οποία με τη σειρά της συνιστά την κύρια ικανότητα, την κύρια δεξιότητα, με την οποία είναι προικισμένη η ανθρώπινη ψυχή.

    Ασχετα από το αν «το πρόβλημα της παράστασης» συνιστά αυτόχρημα και «το πρόβλημα της φιλοσοφίας» εν γένει -ένα ζήτημα που φυσικά δεν είναι δυνατόν να πραγματευθούμε στο παρόν κείμενο-, ωστόσο ένα είναι βέβαιο: η θεματική της παράστασης θέτει μία σειρά από ερωτήματα, τα οποία δεν είναι εύκολο ν' απαντηθούν, τούτα όμως τα ερωτήματα διαγράφουν έναν δρόμο που είναι δυνατόν να οδηγήσει σε αξιοπρόσεκτα μονοπάτια.

    Αυτή καθεαυτήν η παράσταση ασκεί πάνω στο ανθρώπινο Ον μια αδιανόητη εξουσία. Συγκεκριμένες παραστάσεις είναι δυνατόν να τρελάνουν κάποιον ή να τον οδηγήσουν στον φόνο ή στην αυτοκτονία. Παρατηρήσιμο είναι επίσης πως οι άνθρωποι δίνουν τις σκληρότερες μάχες τους για να υπερασπιστούν «τον παραστασιακό τους χώρο», το περιεχόμενο του παραστασιακού τους ρου - μ' αυτό εννοούμε πως μάχεται κανείς για συγκεκριμένα πράγματα που έχει στο μυαλό του και τα οποία αντιλαμβάνεται με τη φαντασία του και όχι χάριν κενών εννοιών. Οι παραστάσεις, θα λέγαμε, είναι κύριο εργαλείο της ανθρώπινης ψυχής, ή όνομα καλύτερα, οι παραστάσεις ορίζουν, προσδιορίζουν και οριοθετούν την ανθρώπινη ψυχική λειτουργία. Μ' αυτήν την έννοια συνιστούν «όριο» ενορμήσεων, ενστικτικών ώσεων και βιολογικών παραμέτρων της ανθρώπινης ψυχής - αποτελούν την άλλοτε ήρεμη και άλλοτε ταραγμένη επιφάνεια μιας τεράστιας, μιας απύθμενης δεξαμενής. Οι άνθρωποι δρουν και αντιδρούν, χαίρονται και λυπούνται, γεννιούνται και πεθαίνουν, διηγούνται ιστορίες, ονειρεύονται και ερωτεύονται κάτω από την αδιάλειπτη ισχύ του παραστασιακού ρου, που οριοθετεί την ψυχική τους άβυσσο. Οταν μιλά όμως κανείς για ανθρώπινη ψυχή μιλά αυτόχρημα και για ανθρώπινη σκέψη. Ο κόσμος αποτυπώνεται στην ανθρώπινη ψυχή και τα ανθρώπινα γνωστικά σχήματα εγχαράσσονται με τη σειρά τους στην εξωτερική πραγματικότητα σε μια διαλεκτική διαδικασία, με αποτέλεσμα ό,τι καλούμε γνώση - σε οριακές στιγμές μιλάμε για κοσμοείδωλο και το κοσμοείδωλο είναι συνάμα και εικόνα, είδωλο, παράσταση.

    Σύνοψη και επίλογος

    Στον παραστασιακό ρου ενός ανθρώπου συνοψίζεται η ψυχική του πραγματικότητα στο σύνολό της. Η ροή και η εναλλαγή των παραστάσεων, όμως, δεν αφορά αποκλειστικά μεμονωμένα άτομα αλλά και κοινωνικές ομάδες και κοινωνικά σύνολα, που δρουν σε συγκεκριμένες ιστορικές φάσεις. Η παράσταση «σφραγίζει» έναν αχανή χώρο αρχετύπων, σημασιών, ψυχικών και πολιτισμικά προσδιορισμένων ενορμήσεων και γλωσσικών παραπομπών, έναν χώρο τον οποίο υπαινίσσεται το καντιανό Πράγμα καθ' Εαυτό, ο οποίος υφέρπει του καντιανού Πράγματος καθ' Εαυτού - χώρος για τον οποίο μιλά ο Πλάτων γεμάτος περίσκεψη, μα με εξαιρετική ενάργεια και αξιοπρόσεκτη αποφασιστικότητα στην 3η υπόθεση του Παρμενίδη, θεματοποιώντας προφητικά ίσως την έννοια της απροσδιοριστίας και παραβιάζοντας το αυστηρό πρόγραμμα «του πέρατος», τα οποίο τραγικά θα υποστηρίζει ώς το τέλος της ζωής του. Ας αναρωτηθούμε μονάχα: πού ανήκει γλωσσικά και νοηματικά -σε ποιον χώρο σημασιών, ένα ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη ή ακόμα, που ανιχνεύεται η απίστευτη εμβέλεια της «αναλυτικής φιλοσοφίας» στα φιλοσοφικά συστήματα του 19ου αιώνα;

    Καθώς διαπιστώνουμε την τρομακτική ρήξη των πλαισίων της παραδοσιακής σκέψης κατά τον 20ό αιώνα και τη γέννηση πλήθους δεδομένων, αν όχι ενός νέου κόσμου, θα 'ταν ίσως σκόπιμο να δούμε πως τούτη η ρήξη είναι αποτέλεσμα μιας αργής διαδικασίας κυοφορίας, ίχνη γενεσιουργά της οποίας διακρίνονται σ' όλη την ιστορία της δυτικής μεταφυσικής.

    Στην παράσταση συνοψίζεται και εκφράζεται όλο το αρχέγονο (και μη αρχέγονο) ψυχικό και ενορμησιακό, άρρητο, μα υπόρρητο στις κατηγορίες τής ratio, υπόβαθρο των κατηγοριών του Αριστοτέλη, υλικό το οποίο ωθεί τούτες τις κατηγορίες σε εκ των ένδον διάρρηξη. Η εγελειανή Begriff καθώς και η πρόγονός της, η πλατωνική ιδέα, κλείνουν μέσα τους περιεχόμενα σημασιακά, τα οποία μένουν ανενεργά για χιλιετίες και σφραγίζονται κάτω από την παγίωση της παραστάσεων σε έννοιες. Τα προαιώνια οικουμενικά αυτά περιεχόμενα των εννοιών κινητοποιούνται υπό τη μορφή ροής παραστάσεων, παραστασιακού ρου, άλλοτε ως ιστορική δυναμική (πόλεμοι, επαναστάσεις, κοινωνικές αλλαγές), άλλοτε δε ως δυναμική των ίδιων των εννοιών της δυτικής μεταφυσικής - μιλάμε για έννοιες που κρύβουν μέσα τους, ούτε λίγο ούτε πολύ, και την πραγματικότητα της τρέλας που αφορά όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους [ας θυμηθούμε τον Φουκώ (Foucault)]. Τούτο το υπόρρητο στη ratio και φυλακισμένο στην εγελιανή έννοια (Begriff) υλικό -ένα υλικό που γεννήθηκε από «ανορθολογικές μήτρες»- διαρρηγνύει τα περιβλήματα των κεντρικών κατηγοριών της δυτικής σκέψης και τις ωθεί στην αυτοαναίρεσή τους απελευθερώνοντας τα ουσιαστικά και ουσιώδη τους περιεχόμενα -περιεχόμενα γεμάτα απροσδιοριστία, μα απροσδιοριστία «δομημένη»- έναν νέο κόσμο.

    Προσβλέποντας σ' ένα δύσκολο, μα ίσως εφικτό καλύτερο μέλλον, θα λέγαμε πως αν η μαγεία δεν κατόρθωσε να ερμηνεύσει τον κόσμο, εντούτοις, προσέφερε μια ενδιαφέρουσα συμβολική γλώσσα για να μιληθούν αρχέγονα και μεγάλης εμβέλειας υποστρώματα της ανθρώπινης ψυχής - αυτός άλλωστε υπήρξε και ο ρόλος της αλχημείας, που είχε στόχο την αυτογνωσία. Καθώς τα θεμέλια της δυτικής ορθολογικότητας δεν παύουν σε καμία στιγμή της υπερδισχιλιετούς τους διαδρομής να τροφοδοτούνται από περιοχές της σκέψης που είναι δύσκολο να εκφραστούν με ρητά εννοιολογικά μέσα, πολύ δύσκολα το θεωρητικό οπλοστάσιο της παραδοσιακής μεταφυσικής θα επαρκεί στο εξής για να εκφράσει τις σκοτεινότερες περιοχές της ανθρώπινης ψυχής, διαίσθησης και φαντασίας.

    Σε απόσταση από χαρτορίχτρες και φιλοχρήματους μάγους, ίσως μπορέσουμε ν' ανακαλύψουμε ακόμα και σαν όριο του ορθού Λόγου και «τη μυστική διάσταση» του κόσμου και της πραγματικότητας. Ενός κόσμου που, τελικά, ίσως μόνον ως «μωσαϊκό σημασιών» μπορούμε να τον δούμε.
     
  8. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Democritus plucked his eye out because he could not look at a woman without thinking of her as a woman...

    Wallace Stevens
     
  9. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Οι αναίσθητοι με ρωτούν: - γιατί δεν γυρίζετε στην Ελλάδα;

    Βεβαίως τυγχάνω υποχρεωτικώς Έλλην, αλλά η χώρα μου με κουρελιάζει. Δεν θάθελα να ξαναπατήσω στην Αθήνα. Και είπα στη γυναίκα μου: -όταν ψοφήσω, εδώ, στο Παρίσι, να κάψεις το κουφάρι μου στο κρεματόριο και να ρίξεις τις στάχτες στον υπόνομο. Τέτοια είναι η διαθήκη μου.

    Ηλίας Πετρόπουλος
     
  10. vautrin

    vautrin Contributor

    Ουίλιαμ Σέξπιρ Αμλετ
    Η τραγική ιστορία του Αμλετ πρίγκιπα της Δανιμαρκίας
    μτφρ.: Παύλος Μάτεσις


    Είμαστε από την ύλη που' ναι
    φτιαγμένα τα όνειρα και τη ζωούλα μας την περιβάλλει ολόγυρα ύπνος
    («Τρικυμία», Πράξη IV, Σκηνή Ι)

    Η τραγική ιστορία του πρίγκιπα Αμλετ αποτελεί, πολύ περισσότερο από δράμα και τραγική αναπαράσταση, ίσως το κορυφαίο φιλοσοφικό ποίημα που γράφτηκε ποτέ. Η ιστορία του φαντάζει σαν πνευματικός καρπός μιας υπερβατικής-απόκοσμης δύναμης, που από μια στιγμιαία παρόρμηση γενναιοδωρίας χαρίστηκε στην ανθρωπότητα. Στις μύχιες πτυχές των σημαινομένων του κειμένου συγκρούονται διαλεκτικά το είναι και το φαίνεσθαι, η υπέρτατη γνώση και η άγνοια, η απόλυτη αλήθεια και η πλασματική απεικόνιση του κόσμου, η δράση και η αδράνεια, «η ύπαρξη και η ανυπαρξία». Το έργο κατακλύζεται από την οργή και την εκδικητική μήνι του Αμλετ, συναρθρώνοντας έναν στοχασμό για την αιματηρή πορεία της ανθρωπότητας, μια διαλεκτική περί αυτοδικίας. Ο Αμλετ, όμοια με τους περισσότερους τραγικούς ήρωες του Σαίξπηρ (βλ. Οθέλλο, Μακμπέθ, Εμπορο της Βενετίας) καταβάλλεται από το ισχυρό εκείνο συναίσθημα, που, λαμβάνοντας μορφή πάθους, υπερκερνά τη λογική και τον καταβαραθρώνει.

    Το μείζον, και ίσως αναπάντητο, ερώτημα που γεννάται στον «Αμλετ» έγκειται στο κατά πόσον αναπτύσσει μια διαλεκτική περί ηθικής και πολιτικής με υπαρξιακό φόντο ή, αντιθέτως, η ηθική, η πολιτική και ο στοχασμός περί αυτοδικίας συμπληρώνουν απλώς την προβληματική του Σαίξπηρ για τη ζωή και τον θάνατο, το σύμπαν και την ύπαρξη. Με άλλα λόγια, ο Αμλετ πεθαίνει εξαιτίας των πράξεών του και της συνακόλουθης θείας πρόνοιας -μιας ηθικής τάξης που επηρεάζεται από το χριστιανικό περιβάλλον της ελισαβετιανής εποχής- ή εξαιτίας της «μετάληψής» του στην απόλυτη-υπερβατική γνώση, που εντέλει τον συντρίβει όμοια με τον «επίγονό» του, Φάουστ;
    Η εμφάνιση του πνεύματος-φαντάσματος του νεκρού βασιλιά στον Αμλετ κρίνεται κομβικής σημασίας, τόσο για την πλοκή του έργου όσο και για την ορθή προσέγγιση της διαλεκτικής που αναπτύσσεται. Η συνάντησή τους και η αποκάλυψη του απόκοσμου μηνύματος σηματοδοτούν τη μοιραία κατάληξη του πρωταγωνιστή και τη «μετάληψή» του στην απόλυτη αλήθεια, την υπέρτατη γνώση, που μοιραία θα τον συντρίψει, καθώς ως θνητός αδυνατεί να αντεπεξέλθει στο «επαχθές φορτίο» της. Η απόλυτη γνώση του Αμλετ, που αποτελεί «ύβρη», εκφράζεται ως «τρέλα» και αντιμάχεται την ανθρώπινη - φαινομενική σοφία. Ο Πολώνιος αναφέρει χαρακτηριστικά για τη νοητική κατάσταση του Αμλετ:
    «Πάλι καλά που συχνά η τρέλα βρίσκει τον στόχο, εκεί όπου υγεία και μυαλό αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα τόσο τέλεια».
    Η αδράνειά του, στη συνέχεια, πολύ περισσότερο από ηθικό ενδοιασμό, εκφράζει την παραίτησή του και την κατανόηση της ματαιοπονίας του ανθρώπινου γένους. Στον «Αμλετ», περισσότερο από οποιοδήποτε έργο του Σαίξπηρ, διαφαίνεται η σύζευξη του κλασικισμού και του μπαρόκ, των δύο κυρίαρχων λογοτεχνικών κινημάτων του 17ου αιώνα. Ο κλασικισμός θέτει τον άνθρωπο να κατοικεί ένα σύμπαν άτεγκτο, δομημένο από πάγιους και απαράβατους νόμους, που τον υποτάσσουν αναπόφευκτα στη μοίρα του, ενώ αντιθέτως στο μπαρόκ δεν εκλαμβάνεται τίποτα ως προειρημένο και απόλυτο, παρουσιάζοντας τον άνθρωπο κυρίαρχο του εαυτού του και της ειμαρμένης. Πράγματι, ο Αμλετ αποτελεί τον κατεξοχήν αναποφάσιστο ήρωα, που βρίσκεται μεταξύ δράσης και αδράνειας, αποδοχής και άρνησης της μοίρας. Το παράδοξο, ωστόσο, έγκειται στο γεγονός ότι η δράση του Αμλετ σηματοδοτεί την αποδοχή της μοίρας του, ενώ η αδράνεια ταυτίζεται ουσιαστικά με την άρνησή του να υποταχτεί στο μοιραίο. Στις τελευταίες σκηνές ωστόσο ωθείται σε δράση και μέσα από ένα κατακλυσμιαίο κύμα βίας, οδύνης και θανάτου βρίσκει τελικά και ο ίδιος τραγικό-μοιραίο θάνατο.
    Η σύγκρουση της γνώσης και της άγνοιας θεωρούμε ότι αντιπαραβάλλεται έμμεσα στο κείμενο μέσα από την παρουσία και τη σχέση του θεάτρου και της θρησκείας. Οι σκηνές θεάτρου εν θεάτρω και ειδικότερα η αναπαράσταση από τους ηθοποιούς της δολοφονίας του βασιλιά αποκαλύπτουν την αλήθεια, ενώ αντιθέτως η θρησκεία αποτελεί σύμμαχο και σημείο αναφοράς όσων αγνοούν την πραγματικότητα. Στο τέλος της πρώτης πράξης, ο Αμλετ αποκρύπτει το απόκοσμο μήνυμα του πνεύματος (απόλυτη γνώση) στους παριστάμενους φίλους του που αγνοούν την αλήθεια, αναφέροντάς τους χαρακτηριστικά: «...να 'χετε τον Θεό πάντα βοηθό σας...». Το θέατρο και οι ηθοποιοί λαμβάνουν στον «Αμλετ» τη μορφή ενός κατόπτρου αλήθειας και σοφίας και η άφιξή τους περιγράφεται από τον δραματουργό σαν την άφιξη του Χριστού και των μαθητών του: «Επί πώλου όνου καθήμενος καθένας» (Πράξη ΙΙ, Σκηνή ΙΙ).

    Ο Σαίξπηρ υπήρξε αναμφισβήτητα ευσεβής χριστιανός, ωστόσο στον «Αμλετ» διαφαίνεται καθαρά ότι η πίστη του έχει περιέλθει σε βαθιά κρίση. Ο αιφνίδιος θάνατος του γιου του, Χάμνετ, σε ηλικία μόλις έντεκα ετών, υπήρξε το πρωταίτιο αυτής της αμφισβήτησης και της συνακόλουθης εσωτερικότητας που διαπνέει το έργο. Η μετάβαση εξάλλου από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση, και με ό,τι αυτή συνεπάγεται στη δραματουργία του Σαίξπηρ, πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Ο πόνος του στον «Αμλετ», τέσσερα μόλις έτη μετά τον πρόωρο χαμό του γιου του, έχει ωριμάσει εντός του, λαμβάνοντας μορφή έντονου σκεπτικισμού και φιλοσοφικού διαλογισμού, περιορίζοντας το αίσθημα οδύνης που εκφράστηκε άμεσα από τον μεγάλο δραματουργό στον «Βασιλιά Ιωάννη» (Πράξη ΙΙΙ, Σκηνή IV). Ο Αμλετ δεν χαρακτηρίζεται ως ο καταθλιπτικός αντιήρωας που θα αναφωνήσει το περίφημο «Να ζει κανείς ή να μη ζει», φράση που, με πρώτο τον Γρυπάρη, αποδόθηκε λανθασμένα και ανορθόδοξα από την πλειονότητα των ελλήνων μεταφραστών. Αντιθέτως, ο Παύλος Μάτεσις στην παρούσα απόδοση του κειμένου αναφέρει χαρακτηριστικά «Υπαρξη; Ανυπαρξία; Ιδού το ερώτημα».

    Η δαιδαλώδης πολυσημία του «Αμλετ» καθιστά τη μετάφρασή του πρόκληση και «πρωτογενή» δημιουργική διαδικασία, κατά την οποία ο μεταφραστής οφείλει, δίχως να παρεκκλίνει από τη γλώσσα, το ύφος και το πνεύμα του συγγραφέα, να ανασύρει με δεξιοτεχνία τους μύχιους λογισμούς του, να επικαλύψει αριστοτεχνικά το φαίνεσθαι με το είναι, φέρνοντας στην επιφάνεια τα στοιχεία εκείνα που κατέστησαν το έργο αθάνατο. Ο Παύλος Μάτεσις αντιλαμβάνεται ότι ο «Αμλετ» αποτελεί κυρίως και πάνω απ' όλα την τραγωδία του σκεπτόμενου ανθρώπου, δίχως να προδώσει τη δαιδαλώδη διαλεκτική, τα σημαινόμενα και το ποιητικό ύφος του Σαίξπηρ, του μεγαλύτερου ζωοδότη της αγγλικής γλώσσας. Η μετάφρασή του ξεχωρίζει για την εύστοχη σημασιολογική απόδοση του πρωτότυπου, την πιστότητα και την ποιητική λιτότητά της, απορρίπτοντας τις περιττές φιοριτούρες προηγούμενων - αναγνωρισμένων μεταφράσεων. Ο τίτλος του έργου αποκαθίσταται από τον μεταφραστή και αποδίδεται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα ορθά και ολοκληρωμένα, γεγονός που προϊδεάζει τον αναγνώστη αναφορικά με την πιστότητα και την ακρίβεια της μετάφρασης. Η πένα του δημιουργού, Παύλου Μάτεσι, συμπληρώνει τα ερμηνευτικά διάκενα του κλασικού κειμένου, καθιστώντας τον αναγνώστη συνένοχο στο θελκτικό και μαγικό παιχνίδι της προσέγγισης του τραγικού αντιήρωα.
    Η τραγική ιστορία του πρίγκιπα Αμλετ είναι η ίδια η ανύψωσή του σε κορυφές ερμητικές και απρόσιτες, καταδικασμένος να απαυγάζει αιώνια εκτυφλωτικό φως κι εμείς καταδικασμένοι μέσα από τη σκιά του να σκιαγραφούμε τη μορφή του.

    «Πνεύμα αιώνιο, γλυκιά αναψυχή μας/ Μέγα θαύμα εσύ του θεάτρου, / μαυσωλείο είσαι δίχως τάφο, πάντα θα ζεις / όσο θα ζουν τα γραπτά σου και όσο εμείς θα / σε μελετάμε και θα σε δοξάζουμε»
    Μπεν Τζόνσον

    Ελευθεροτυπία - 26/02/2010
    Από τον Γιάννη Ε. Στάμο
     
  11. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Σ' όλη μου τη ζωή, δεν πέρασε ούτε μία μέρα που να μη σκεφτώ την πιθανότητα της αυτοκτονίας.

    Βιττγκενστάιν
     
  12. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    What woman means by love is clear enough: total devotion [Hingabe] (not mere
    surrender [Hingebung]) with soul and body, without any consideration or reserve,
    rather with shame and horror at the thought of a devotion that might be subject to
    special clauses or conditions. In this absence of conditions her love is a faith; woman
    has no other faith.

    Nietzsche