Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

To be or not to be

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 3 Δεκεμβρίου 2009.

  1. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  2. echo

    echo ***

    Τι είναι οι λοιπόν τελικά οι αλήθειες του ανθρώπου;-Είναι οι ακαταμάχητες πλάνες του.(Νίτσε)
     
  3. Να είναι κανείς ή να μην είναι ;
    Έτσι τίθεται το ερώτημα απο έναν μεταφραστή του Άμλετ και θεωρώ ποιο σωστή την ερώτηση
    Για να είναι όμως κανείς πρέπει να γνωρίζει το είναι του
    Απο τι καθορίζεται ; Είναι ένα ή χωρίζεται σε μέρη ; Αλλάζει η απλά καμουφλάρεται ; Προσαρμόζεται ;
    Ανακαλύπτεται στην πορεία
    κι η αλήθεια είναι ότι όσο πιο πιστά το ακολουθείς τόσο δεν θα σε προδώσει
     
  4. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  5. vautrin

    vautrin Contributor

    Θέλω ένα ζώο. Οι κούκλες δεν μιλάνε. Δεν είναι ζεστές ούτε αναπνέουν. Ούτε με αγαπάνε. Ούτε με γλείφουν. Θέλω ένα ζώο. Να μ’ αγαπάει, να τ’ αγαπάω κι εγώ. Θέλω ένα γατάκι. Θα το βάζω δίπλα μου και θα το κοιτάω. Θα είναι δικό μου, θα του δώσω ένα όνομα, θα ξέρει κι αυτό το δικό μου.
    Τη νύχτα στο κρεβάτι μου το σκέφτομαι. Ένα γατάκι, στρογγυλό σαν αβγό, να κοιμάται στα πόδια μου, να με ζεσταίνει, να το ζεσταίνω κι εγώ.
    Το είπα στη γιαγιά, Παρασκευή.
    «Όχι, θα λερώνει το σπίτι, θα κάνει πιπί και κακά στο σαλόνι, θα γδάρει και τις πολυθρόνες».
    «Γιαγιά, θέλω ένα γατάκι».
    «Όχι».
    «Γιαγιά, ένα γατάκι, το θέλω, γιαγιά, θέλω ένα γατάκι».
    «Όχι».
    Θα μου το πληρώσει.
    Το πρωί όταν ξύπνησα, Σάββατο, πήρα γάλα εβαπορέ και κατάβρεξα το σπίτι. Έκανα και κακά μου στο τζάκι, πιπί μου πάνω στον καναπέ «empire». Δεν με μάλωσε κανείς, απ’ τη σιχαμάρα.
    Την άλλη μέρα, Κυριακή, ένα γατάκι κίτρινο σαν μέλι με περίμενε στην τραπεζαρία. Άρχισα να τρέμω από αγάπη. Το πήρα στα γόνατά μου και κάθισα έτσι ως το βράδυ.
    «Μόνο για μια εβδομάδα σ’ το έφερα», μου είπε η γιαγιά. «Είναι δανεικό».
    Ποτέ δεν θα το δώσω πίσω. Καλύτερα να το σκοτώσω.
    Πρώτη φορά που είμαι «ευτυχισμένη», όπως λένε οι μεγάλοι στο σαλόνι. Του αγόρασα ένα καλαθάκι κι έγινα η μαμά του. Το ’βγαλα και Δανειστούλη, κι αυτό με λέει μαμά. Το πάω περίπατο μες στο καρότσι για τις κούκλες, κι όταν έχει ήλιο ανεβάζω την κουκούλα για σκιά. Δεν έχει λερώσει το σπίτι μία φορά. Κάνει το πιπί του μέσα σ’ ένα κουτί που το ’βαψα χρυσό με ασημένιες ρίγες.
    Αισθάνομαι μαμά, καμιά φορά γάλα τρέχει απ’ το στήθος μου, και λιώνω από γλύκα. Δεν βλέπω πια κανέναν. Οι μέρες με το Δανειστούλη περνάν σαν ζάχαρη, είναι Πέμπτη, οι μέρες με το Δανειστούλη περνάν σαν σαντιγί, είναι Παρασκευή. Το στόμα μου μένει χαμογελαστό, αδύνατον να το κλείσω. Τα βράδια κοιμάται μέσα στα σεντόνια μου, απάνω στην κοιλιά μου.
    «Σ’ αγαπώ», του λέω, πριν πω τις προσευχές μου. Γουργουρίζει κι η κοιλιά μου ιδρώνει απ’ την αγάπη.
    «Την Κυριακή θα το δώσω», μου λέει η γιαγιά. «Κυριακή το πήρες, Κυριακή θα σ’ το πάρω».
    Η βδομάδα τελειώνει.
    «Δανειστούλη μου». Το νανουρίζω σαν μωρό.
    Άρχισα την άλλη μέρα, Σάββατο. Πρώτη φορά το ’δειρα πολύ. Δεν έκλαιγε, με κοίταζε και γουργούριζε. Νόμιζε πως το χαϊδεύω. Πήρα τα μανταλάκια για τα ρούχα και του τα ’βαλα για σκουλαρίκια. Με κοιτούσε. Καταλάβαινε πόσο τ’ αγαπώ. Ανάμεσα σε δυο κλοτσιές, έκλαιγα και το φιλούσα.
    Το ’πιασα απ’ την ουρά κι άρχισα να το στριφογυρίζω σαν τ’ αλογάκια του λούνα παρκ. Δεν φώναζε. Με κοιτούσε και γουργούριζε. Το βράδυ το πέταξα αργά και ρυθμικά πάνω στον τοίχο. Έσπασε η ραχοκοκαλιά του, κι αυτό, σούρνοντας, ανέβηκε στα γόνατά μου και γουργούριζε.
    Την άλλη μέρα, Κυριακή, το κρέμασα με το κεφάλι κάτω, και του ’μπηξα βελόνες μες στα μάτια.
    «Δανειστούλη μου», του έλεγα, «Δανειστούλη μου».
    Τ’ απόγευμα, γέμισα το μπάνιο και το βάστηξα πολλή ώρα κάτω απ’ το νερό. Τα πόδια του χτυπούσαν την μπανιέρα για ν’ ανέβει ν’ ανασάνει, απ’ τα μάτια του τρέχανε κίτρινα ζουμιά.
    Σαν δεν κουνούσε πια, το ’βαλα στο καλαθάκι του και το σκέπασα με τη ροζ κουβερτούλα, το πήγα στη γιαγιά.
    Το άφησα στην τραπεζαρία. Κυριακή το βράδυ.

    Μαργαρίτα Καραπάνου

    «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος»
     
  6. vautrin

    vautrin Contributor

    Σ’ ένα κουρείο, ένα θέαμα κτηνώδες: Κάποιος «κύριος ανθυπολοχαγός» είχε σε μια φάκα ένα δύστυχο μικρό ποντίκι και το τυραννούσε, χύνοντας στάλα – στάλα, καφτό νερό πάνω του, και ρίχνοντάς του έπειτα χιόνι! Το δόλιο κείνο σπάραζε…
    Μ’ έπιασε μια τρεμούλα αλλόκοτη κ’ ένα ρίγος, σαν από πυρετό – από μίσος! Δεν άντεξα:
    ̶ Ποιανού είν’ η φάκα;
    ̶ Δικιά μου! απάντησε ο κουρέας.
    ̶ Το πουλάς το ποντίκι;
    ̶ Τι το θές;
    ̶ Το θέλω! Πόσο;
    ̶ Δίχως τη φάκα;
    ̶ Δίχως.
    ̶ Δώσ’ ένα χιλιάρικο!..
    (Με την άκρη του ματιού μου κοιτούσα πάντα τον ανθυπολοχαγό, που συνέχιζε εμπαθέστερα τα βασανιστήριά του. Είχε πια υποψιαστεί!)
    ̶ Πάρε το χιλιάρικό σου!.. Δόσμου εμένα τη φάκα!..
    Είχε σκυλιάσει!
    Τι θα το κάνεις; - ρώτησε θυμωμένα.
    Μα εγώ είχα πάρει πια τη φάκα και την είχα ανοίξει!.. Το ζωάκι, κατάπληχτο και ζαλισμένο, δεν έβγαινε!..
    ̶ Τι κάνεις, κτήνος, εκεί!
    ̶ Δικό μου είναι – ό,τι θέλω!..
    Τότε όρμησε κι άδραξε βίαια το χέρι μου ν’ αρπάξει τη φάκα! Το ζωάκι σάλταρε μια – και χάθηκε!..
    Βρεθήκαμε σώμα με σώμα!
    ̶ Κύριε ανθυπολοχαγέ, σου συνιστώ να ηρεμίσεις!..
    ̶ Γιατί άνοιξες τη φάκα, παλιόσκυλο; Δεν είχες δικαίωμα να τον αμολήσεις!
    ̶ Μήτε όμως κ’ εσύ να τον βασανίζεις!.. Κύριε ανθυπολοχαγέ, καλύτερα να ηρεμίσεις!..
    ̶ Τον λυπήθηκες, παλιόσκυλο;
    ̶ Ναι.
    ̶ Μήπως λυπάσαι και τους συμμορίτες, κάθαρμα;
    ̶ Δε θα το καταφέρεις να με στείλεις στρατοδικείο για ένα ποντίκι, κύριε ανθυπολοχαγέ!.. Μην κοπιάζεις μάταια!..
    ̶ Σε ρωτάω: Λυπάσαι μήπως και τους συμμορίτες;
    ̶ Κ’ εγώ σε ρωτάω, κύριε ανθυπολοχαγέ, μήπως είσαι τόσο γενναίος κι απέναντί τους, όσο με το ποντίκι – κι αυτό στη φάκα;..
    ̶ Θα σου δείξω εγώ! – κ’ έφυγε έξαλλος.
    Σε τρία λεφτά έν’ αυτοκίνητο της ΕΣΑ σταματούσε απ’ έξω. Μου είπαν να τους ακολουθήσω και με πήγαν στο φρούραρχο.
    Ήταν ένας εξηντάρης συνταγματάρχης, λεπτός, ξεραγκιανός και γερασμένος:
    ̶ Εσύ είσαι που έκανες το επεισόδιο;.. Και πώς μπορείς εσύ να προσβάλλεις έτσι έναν αξιωματικό;
    ̶ Κύριε συνταγματάρχα, αυτός πρόσβαλε την αξιοπρέπεια του αξιωματικού, τυραννώντας σε δημόσιο χώρο ένα ποντίκι!
    Έμεινε απορημένος και με κοίταζε… «- Πέντε μέρες φυλακή!» είπε, τέλος. «Θα ειδοποιήσω τη μονάδα σου. Πήγαινε!»
    Δεν ειδοποίησε ποτέ.


    ***


    Κι όμως αυτοί πάντα θάβρουν κάποιον τρόπο για να σ’ ερεθίσουν! Έχουν ολάκερη αποθήκη τεχνασμάτων, για να σε κρατάν σε μόνιμη εξάρτηση, κι όταν ακόμα οι ώρες είναι για ανάπαψη!.. (Χτες δεν τα καθαρίσαμε τα όπλα; Ε, και σήμερα ξανά!.. Κι αν τελειώσαν γρήγορα, νάσου πάλι κείνο τ’ «- Όλοι εδώ»… Σου διαβάζουνε μια λίστα ονόματα καπεταναίων που πιάστηκαν ή ξέφυγαν! Να πάρει ο διάβολος, τι ενδιαφέρουν;.. Τάκης, Χρήστος, Βασίλης – ο ένας επίτροπος, ο άλλος υπεύθυνος, ο τρίτος αρχηγός συγκροτήματος. Ε, και; Αν δεν ήταν αυτοί δηλαδή, παρά ο Νίκος, ο Κώστας, ο Αστέρης, θ’ άλλαζε τίποτα;..)

    Ύστερα την ώρα που χαρτόπαιζαν, και χρειάστηκε αγγαρεία για τις πατάτες, σένα πάλι στείλανε!.. Μα γιατί αμφέβαλλες; Πιο σεβαστό απ’ την πόκα τους το γράμμα σου, θαρρούσες; )
    Αποθήκη ολάκερη από τεχνάσματα! Δεν πιάνει το ένα βγάζουν άλλο. Κ’ έχουν κ’ ένα τρόπο να ξεφεύγουν άμα τους στριμώχνεις! Κάτι στερεότυπες φράσεις, ψυχολογικά σοφές: «- Έλα, έλα˙ ας τα λούσα τώρα!»˙ ή μια επιφανειακή σοφιστεία, όσο για να φαντάξει τάχα με κάποιο περιεχόμενο, ή υψωμένη φωνή (που γι’ αυτό, ίσα ίσα, είναι υψωμένη: για να ακούγεται καυγατζίδικη ως τ’ αντίσκηνο του λοχαγού και να φοβάσαι συ την επέμβασή του!..)

    Πώς, διάβολο, τόση εμπειρία κατεξουσίασης μες σ’ αυτούς τους άξεστους, τους στούρνους; Μια τεχνική κατακυριάρχησης, λες κ’ είναι μαντρόσκυλα από ράτσα!.. Και τι πλούσια γκαρνταρόμπα! Τι ανεξάντλητη ποικιλία!.. Να το επιταχτικό της φωνής! Να η κατάπνιξη με τη γοργή απαρίθμηση παραλογισμών! Να το ήπιο – το εκβιαστικότατα ήπιο!.. (Κι όλα τούτα καταφέρνουν, εν τέλει, όσα το κύρος το αληθινό, η δικαιοσύνη η αδέκαστη, η λογική, δε θα κατάφερναν ποτέ τόσο καλά!..)

    Φτηνά πράματα, φτηνά μέσα!.. Το φτηνό, ωστόσο, και το πρόστυχο είν’ ακριβώς τ’ αποτελεσματικότερα για τη συντριβή του ατομικού!..


    Ρένος Αποστολίδης

    «Πυραμίδα 67 – Το βιβλίο του εμφυλίου»
     
  7. ...






    To B to D to S or to M?
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  8. vautrin

    vautrin Contributor

    Το κωμικοτραγικό είναι ίσως ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος για να προσεγγίσει κανείς την πολυπλοκότητα της ζωής. Εδώ, χάρις σ’ ένα ελπίζω όχι αυθαίρετο κολάζ, η Μάρω Δούκα παρωδεί, συνομιλεί αλλά κι αποτίει φόρο τιμής σ’ ένα φημισμένο απόσπασμα από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα.



    Την άλλη μέρα ο Φωτερός μου ζήτησε τσιγάρο. Αυτό ήτανε καλό σημάδι γιατί ως τότε δεν εννοούσε να βάλει τίποτε στο στόμα του. Από τα ξημερώματα είχε πιάσει να ρίχνει ψιλό ψιλό κι ο κόσμος έξω ήτανε πλυμένος κι άστραφτε γλυκός μέσα στον γκρίζο αέρα. Η διάθεση του ανθρώπου ήτανε για τζάκι και σπιτίσια ζεστασιά. Είχαμε κολλήσει κι οι δυο το κούτελο στο τζάμι. Το δωμάτιό μας έβλεπε μέσα στο αράπικο κοιμητήριο. «Για κοίτα, μου λέει, σταυροδρόμια, δεντροστοιχίες. Σωστά σπιτάκια τους κάνουνε, με πορτοπαράθυρα, λιακωτό και αυλή. Και το δικό μας στη Μασσαλία είχε ταράτσα και κηπαράκι για σαλατικά».

    Στις αρχές του Ισπανικού μπάρκαρε μ’ ένα σκυλοπνίχτη που κουβαλούσε πυρομαχικά του Μποδοσάκη στη Μπαρκελώνα, στη Μάλαγα, στο Σανταντέρ, σ’ όποιο λιμάνι τους στέλνανε. Δεν είχαν βγει ακόμη «τ’ άγνωστα υποβρύχια» του Μουσσολίνι να τους βουλιάζουν. Για νάχει το κεφάλι του ήσυχο τράβηξε τη γυναίκα του από τον Πειραιά και την έφερε στη Μασσαλία. Κάποιος γραικός μπακάλης της Κουτελερί έτυχε να νοικιάζει ένα εξοχικό σπιτάκι στις Μαρτίγκες μισή ώρα με το τραμ, και τους το έδωσε με τα έπιπλα. Μια κάμαρα τη φύλαξαν για τους περαστικούς, που δρομολογούσε η οργάνωση για τη Διεθνή Ταξιαρχία. Η γυναίκα του τους μαγείρευε και τους έπλενε, κάνανε ρεφενέ κι έτσι τα βγάζανε πέρα με τα έξοδα. Αυτός, όποτε πιάνανε Μασσαλία, έτρεχε ν’ αρπάξει το τραμ και δρόμο για το σπιτάκι. Πλάι περνούσε ένα κανάλι με θολό νερό, είχε κάτι κοντούτσικες μυρτιές, κι αυτοί νομίζανε πια πως κάνανε Λαμπροδευτέρα. Στις αρχές η γυναίκα του τάβρισκε δύσκολα, δεν τα μιλούσε τα γαλλικά, μα σιγά σιγά ξεθάρρεψε, γνωρίστηκε με τις γειτόνισσες και με τον ιδιοχτήτη του μπιστρό στη στάση του τραμ και τα πήγαινε φίνα. Όταν αργούσε να πάρει νέα του, ανέβαινε στο τραμ και πήγαινε στον υπεύθυνο της Ναυτεργατικής και κει συνέρχονταν. Στα τέλη του 1937 βρήκε ο Φωτερός εγκαταστημένο στο σπιτάκι του ένα στέλεχος. Είχανε κόψει τα σούρτα φέρτα των περαστικών. Το στέλεχος το είχανε βγάλει παράνομα από την Ελλάδα κι η αστυνομία του Νταλαντιέ, που στη Μασσαλία βρισκόταν στα χέρια των γκάγκστερς και των σωματεμπόρων, είχε πάρει μήνυμα από τον Παξινό και τον καταζητούσε. Αλλ’ αυτός ήτανε μαθημένος από τέτοια.

    Οργάνωσε τη ζωή του και τις συνδέσεις του κι όταν το ζητούσε η δουλειά έπαιρνε τα ρίσκα του, που λένε· ξεπόρτιζε, μα πάντοτε νύχτα. Σημειώματα και παραγγελιές μέσα στη μέρα τα πηγαινόφερνε η γυναίκα του Φωτερού. Ε, πως τα πάτε τη ρώτησε αυτός. Θαυμάσια, του λέει, δε μπορείς να φανταστείς τι σοβαρός και πολύξερος που είναι. Με ξεποδαριάζει, μα χαλάλι, αφού είναι για τον αγώνα. Έτσι σε θέλω, της λέει. Κι οι γειτόνισσες; Στεναχωρήθηκε που τη ρωτούσε μα του είπε πως αυτές ας λέγανε το κοντό τους και το μακρύ τους, τι μας νοιάζει αφού δεν είναι αλήθεια; Σωστά. Οι αγωνιστές τις μισούνε σαν τα κρίματά τους τις μουρνταριές της είπε. Το άλλο βράδυ το στέλεχος ζήτησε από το Φωτερό να βγούνε για δουλειά και στο δρόμο του έβαλε τα κανονικά ρωτήματα: Πώς γνώρισε τη γυναίκα του, πόση εμπιστοσύνη της είχε και τα γνωστά. Μπήκε και στα ιδιαίτερά τους κι ο Φωτερός του είπε πως μ’ όλο που του ερχόταν δύσκολο, τα έλεγε όλα στη γυναίκα του, για τις αρρώστιες, κατάλαβες, μπας και μας βρει κανένας μπελάς από δική μου ανοησία. Το στέλεχος τον ρώτησε τότε αν τη θεωρούσε ικανή να τον απατήσει με άλλον άντρα. Όχι απάντησε ο Φωτερός. Μην είσαι τόσο κατηγορηματικός, του λέει το στέλεχος. Άκουσε να σου πω, σύντροφε, αποκρίθηκε ο Φωτερός. Τέτοιο πράμα δεν το φοβάμαι και μήτε θέλω να το σκέφτομαι. Θα μου πεις άνθρωπος είναι κι αυτή, κρέας και το κρέας σαπίζει. Μπορεί. Αλλά δε θέλω να το σκέφτομαι γιατί τότε θα πάψω να ζω. Αν με κερατώσει ποτέ θα είναι σαν κεραμίδα. Μπορείς να περπατάς στους δρόμους και να φυλάγεσαι από την κεραμίδα; Θα πάψεις να περπατάς από το φόβο σου.

    Την άλλη φορά που ξανάπιασε Μασσαλία ήτανε Μάης, η Μαδρίτη βαστούσε, μα στα υπόλοιπα μέτωπα τα πράματα δεν πήγαιναν καθόλου όπως τα περίμεναν. Η συνωμοσία Τσάμπερλαιν – Νταλαντιέ – Μουσσολίνι και Χίτλερ πήγαινε να την πνίξει την Ισπανική Δημοκρατία. Στο σπιτάκι βασίλευε κατήφεια κι εκνευρισμός κι ο Φωτερός το βρήκε φυσικό. Τη νύχτα στο κρεβάτι ρώτησε τη γυναίκα του πώς τα πήγαινε με το συγκάτοικο. Καλά, πολύ καλά, του λέει. Πάντα ο ίδιος. Μόνο ας έπαυε λιγάκι τη μουρμούρα του ολημέρα. Τι μουρμούρα; ρώτησε ο Φωτερός. Να το διάβασμα, τη διδαχή. Ο κόσμος ξέρω, μιλάει και γι’ άλλα πράματα. Αυτός εκεί, το γουδί το γουδοχέρι. Ο αγώνας, η πίστη και τα λοιπά. Δε θα πάει να μείνει και σε κανενός άλλου; Τότε τον πιάσαν τα διαόλια του το φωτερό και της έφεξε μια μες τα ρουθούνια. Ως τότε δεν είχε σηκώσει ποτέ χέρι πάνω της. Αυτή όμως το πήρε από την καλή. Και θες γιατί κατάλαβε, θες γιατί είχε μήνες να τον χαρεί, όλη τη βδομάδα ήτανε με το τραγουδάκι, τα χάδια και τις λιχουδιές της. Έφυγε ο Φωτερός ήσυχος πως όλα πήγαιναν ρολόι. Άργησε να ξαναγυρίσει, Γενάρη. Από το φθινόπωρο είχε πάψει να παίρνει γράμματα, αλλά τούτο ήταν συνηθισμένο. Ποιος ξέρει σε ποιο πόρτο θα τον περίμεναν μαζεμένα κι αυτός δεν ξαναπέρασε. Τηλεγράφημα δεν ήτανε φρόνιμο να στείλει, σκεφτόταν το στέλεχος και πως δεν έπρεπε να τραβήξει την προσοχή πάνω στο σπιτάκι. Δεν πέρασε απ’ τη Ναυτεργατική μόνο τράβηξε γραμμή. Χιόνιζε, φυσούσε ο Μιστράλ κι έσχιζε την πέτρα και το μικρό κανάλι είχε πήξει στους πάγους. Βρήκε το στέλεχος μόνο του να μεγειρεύει φασόλια με χοιρινό. Έφυγε του λέει, πήρε τα ρούχα της κι έφυγε μια νύχτα που έλειπα, πάνε δυο μήνες τώρα.

    Δεν πίστευε τ’ αυτιά του ο Φωτερός. Ώσπου κάθησε υπομονετικά ο άλλος και του διηγήθηκε τα καθέκαστα: Με τον καιρό, κι όσο χειροτέρευε η κατάσταση και λιγόστευαν οι έμπιστοι σύντροφοι, τόσο ήταν αναγκασμένος να της αναθέτει και πιο επικίνδυνες δουλειές. Απ’ αυτό ξεπηδούσε η υποχρέωση να ξέρει μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια τι πάστας άνθρωπο μεταχειριζόταν κι ως πιο σημείο μπορούσε να την εμπιστεύεται. Άρχισε να τη δοκιμάζει. Με πειραγματάκια στην αρχή για να μη ξαφνιαστεί κι ύστερα πιο ξεκάθαρα, αγωνιστικά, τη ρώτησε τι σκεφτόταν για τις απιστίες του Φωτερού. Τις ήξερε και του τις συγχωρούσε, ήταν η απάντηση. Και δε σκέφτηκε ποτέ να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα; Ποτέ, με κανένα, ποτέ. Μα ο σύντροφος δεν ήταν από κείνους που χορταίνουν με βιαστικές απαντήσεις. Ήξερε να πηγαίνει ως το βάθος του ανθρώπου, να ξεσκεπάζει και τα πιο κρυφά του αισθήματα. Άφησε να περάσουν μερικές μέρες και την ξαναρώτησε. Πήρε την ίδια απάντηση. Καλά της λέει, δε λέω πως θα πας, σε ρωτάω αν σου περνάει ποτέ απ’ το νου να πας με άλλον άντρα. Ποτέ, του λέει. Τότε γιατί όταν κάθεσαι αντίκρυ μου στον καναπέ αφήνεις ξεκούμπωτη τη ρόμπα σου και μου δείχνεις τα μπούτια σου; Κοκκίνισε, του είπε πως δεν ήξερε τι έλεγε, πως αν έγινε αυτό καμιά φορά, θα ήτανε από αφηρημάδα, γιατί δεν τον λογάριαζε, τον είχε σαν αδερφό της. Μα ο σύντροφος είχε πείρα από γυναίκες. Της είπε πως αυτά να τα λέει αλλού, ποτέ η γυναίκα δεν ξεχνάει ποιον έχει μπρος της, ακόμα και στις πιο ακατάλληλες στιγμές. Τότε κείνη έκανε τη θυμωμένη για καλά και του είπε πως αν δεν ήξερε τις αρχές του και πόσο αυστηρός ήταν στις σχέσεις του, θα έλεγε πως εκείνος είναι ο χαλασμένος, αφού βάζει τέτοιες ιδέες στο μυαλό του. Άλλωστε, του λέει, όταν η γυναίκα τα θέλει, δεν έχει ανάγκη να το πει, ο άντρας το αισθάνεται μόνος του. Βάλε το χέρι στην καρδιά και πες αν σ’ άφησα ποτέ να αιστανθείς τέτοιο πράγμα. Δεν περίμενε ν’ ακούσει την απόκριση μόνο πήγε και κλειδώθηκε στην κάμαρά της.

    Πέρασαν δυο βδομάδες με μούτρα. Ύστερα ο σύντροφος, από δω την είχε από κει την είχε, την ξανάφερε στο προκείμενο. Υπάρχουν άντρες της λέει που δεν το καταλαβαίνουν αυτό. Θέλουν να τους το πει η γυναίκα καθαρά και παστρικά. Όχι, το καταλαβαίνουν, του λέει, από χίλια δυο πράματα. Μπορεί να το καταλάβουν, της λέει, και να μην αποφασίζουν. Γιατί, του λέει. Γιατί, της λέει, μπορεί να είναι γυναικεία πονηριά κι όταν τολμήσουν, να τους έρθει η προσβολή κατάμουτρα. Ώστε εσύ, του λέει, για να πας με γυναίκα, πρέπει αυτή ν’ ανοίξει πρώτα τα σκέλια της και να σου πει έλα, έτσι; Ναι έτσι, της λέει. Σήκωσε η σκρόφα τα φουστάνια της, όπως καθόταν στον καναπέ, άνοιξε τα σκέλια της και του λέει: Έλα μωρέ βλακέντιε, με πέθανες να περιμένω. Τότε σηκώθηκε ο σύντροφος. Όχι κυρά μου, της λέει, έπεσες έξω. Εμείς δεν είμαστε απ’ αυτούς. Εμείς την ανθρώπινη σαπίλα την τσαλαπατούμε για να μπορούμε ν’ αγωνιζόμαστε με καθαρή συνείδηση. Δεν κερατώνουμε το σύντροφο που μας εμπιστεύτηκε την τιμή του, μόνο προστατεύουμε την οικογένειά του και σεβόμαστε τη στέγη που μας πρόσφερε. Άντε σκεπάσου γρήγορα και γκρεμίσου από δω μη σηκώσω το χέρι μου.

    ― Τι άβυσσος, πρόφερα με σφιγμένες μασέλες.
    ― Πώς τόπες αυτό; Ο σύντροφος ήταν εν τάξει. Είχε χρέος να τη δοκιμάσει. Δεν τόκανε για δική του ευχαρίστηση. Κι ό,τι έκανε για τον αγώνα ήταν καλώς καμωμένο. Εκείνη φταίει. Επειδή έλειψα δυο μήνες παραπάνω, πήγε κι άνοιξε τα σκέλια της. Σα σκύλα. Κι απόδειξη πως σωστά έκανε ο σύντροφος να την ξεσκεπάσει είναι πως έφυγε. Αν ήτανε δικιά μας, αυτό που λέμε ως το μεδούλι δικιά μας, ένα τέτοιο πάθημα θα τη συνέφερνε. Θα την έκανε πιο πιστή κι αφοσιωμένη συντρόφισσα, γιατί σ’ όλη της τη ζωή θα δούλευε για να ξεπλύνει το σφάλμα της. Αυτό ήθελε ο σύντροφος, μου το είπε. Μα ο δαίμονας μέσα της την έβαλε αποκάτω και να η κατάληξή της: Καζαμπλάνκα. Το πιο χαμηλό σκαλοπάτι του εξευτελισμού. Τα είδα και ξέρω τι σου λέω.
    ― Πώς λεγόταν το στέλεχος; ρώτησα.
    Δε θέλησε να μου πει.



    Στρατής Τσίρκας

    «Ακυβέρνητες πολιτείες – Αριάγνη»


    ***


    Ήταν λέει μια φορά ένας κομματικός καθοδηγητής. Κι όταν λέμε καθοδηγητής εννοούμε κομμουνιστής κάργα. Πάει λοιπόν ο καθοδηγητής, σ’ ένα χωριό να ελέγξει τα πράγματα πώς έχουν, τι κάνουν. Τον υποδέχεται ο υπεύθυνος της ομάδας του χωριού. Το και το, όλα καλά. Βλέπει ο καθοδηγητής πως όλα πράγματι πήγαιναν ρολόι. Εργατικοί οι σύντροφοι, μαχητικοί και ορεξάτοι. Καταχάρηκε ο καθοδηγητής, αλλά βεβαίως δεν το ’δειξε. Γιατί οι καθοδηγητές έχουν κομματικό καθήκον να είναι φειδωλοί στους επαίνους, ο κομματικός καθοδηγητής σπανίως χαμογελά. Ανακεφαλαίωσε τη γραμμή του κόμματος, ανάφερε τα επιτεύγματα της ΕΣΣΔ. Εκεί, σύντροφοι, προσοχή, εδώ πειθαρχία και λοιπά και λοιπά. Κι όταν έφαγαν κι όταν ήπιαν, έμεινε να ρυθμίσουν πώς θα κοιμίσουν τον καθοδηγητή. Δυστυχώς φτωχοί άνθρωποι, κανείς δεν μπορούσε να τον βολέψει κάπου. Όλοι τους μ’ ένα τσούρμο παιδιά, κοιμόνταν ο ένας πάνω στον άλλο. Και αναγκάζεται ο υπεύθυνος του χωριού να τον πάρει ο ίδιος στο σπίτι του, ως άτεκνος. Έστρωσαν τα κιλίμια, όπως όπως βολεύτηκαν κι οι τρεις κατάχαμα, γιατί δεν είχε ούτε ένα κρεβάτι στο καλύβι του ο υπεύθυνος, φτωχός άνθρωπος, είπαμε. Ένα βράδυ ήταν αυτό, πέρασε. Τ’ άλλο πρωί, την ώρα του αποχαιρετισμού, στο έβγα του χωριού, όπως τον κατευόδωναν, τραβά παράμερα τον υπεύθυνο και του ψιθυρίζει συντροφικά: Σύντροφε, βασική αρετή είναι η ηθικότης. Σου συνιστώ λοιπόν να προσέχεις τη γυναίκα σου. Γυνή, πυρ, θάλασσα. Όλη νύχτα ξέρεις τι μου ’κανε; Όλη νύχτα μου κρατούσε το πέος. Τότε ο υπεύθυνος γέλασε και του απάντησε: Σύντροφε καθοδηγητή, πάνω από την ηθική, πρώτη κομματική αρετή είναι η επαγρύπνηση. Εγώ, άφεριμ, σου βαστούσα όλη νύχτα τον πούτσο.


    Μάρω Δούκα

    «Η αρχαία σκουριά»
     
  9. Απάντηση: Re: To be or not to be


    Χαχαχα τη θυμάμαι τη σκηνή. Και μετά ξενερώνει η αφηγήτρια που η παρέα γελάει με το πάθημα του σταλινικού καθοδηγητή.

    Επίσης ωραία η σκηνή που της λένε ότι ο διανοούμενος φασίστας πηδάει τον πατέρα της.


    .
     
  10. vautrin

    vautrin Contributor

    Σκαλίζοντας σήμερα τα τοιχώματα τ’ αμπριού ανακάλυψα μια τρύπα με μια τρίγωνη πέτρα. Είναι σχεδόν ένα ντουλαπάκι. Βρήκα μέσα ξεχασμένα δυο πούρα, κι άλλο κινίνο (πόσο κινίνο τρων οι Φράγκοι!) κ’ ένα βιβλιαράκι φραντσέζικο. Λαχτάρα που το πήρα!

    Έχω να δω βιβλίο στο μάτι μήνες τώρα. Είναι μια πορνογραφική φυλλάδα τούτο δω, απ’ αυτές που αποτείνουνται στα πρώτα νιάτα και πίσω από την πρόφαση της επιστήμης δηγούνται στον έφηβο με παράξενες λεπτομέρειες τις πιο άσχημες διαστροφές του γενετήσιου ένστιχτου. Αυτό το βιβλίο με κάνει να συλλογιούμαι πως κ’ οι φραντσέζοι φαντάροι κι όλοι οι φαντάροι όλων των φυλών του κόσμου περνάν τις μακριές κι αβράδιαστες μέρες του χαρακώματος αισχρολογώντας. Σαν και μας. Είναι εκατομμύρια άντρες. Κάθουνται λεροί και βρωμιάρηδες, γεμάτοι γένια και ψείρες, είναι ξαπλωμένοι κάτου από τη γης, μέσα στο χώμα και παραλαλούν για γυναίκα!

    Ντρέπουμαι τόσο για τη χαρά που δοκίμασα, βρίσκοντας τούτη τη φυλλάδα. Όμως τη διαβάζω και την ξαναδιαβάζω και τη χαίρουμαι και δεν τη χορταίνω. Στην αρχή ψευτογελούσα τον εαυτό μου. Έλεγα είναι το «βιβλίο», είναι η «τυπωμένη σκέψη» που τη στερήθηκε η ψυχή μου τόσον καιρό. Τώρα βλέπω πολύ καθαρά πως δεν ήταν η πείνα του βιβλίου που ξεφώνησε από χαρούμενη λαιμαργία σαν άρπαξε στα πεταχτά τούτο το σάπιο κόκκαλο που της πέταξε η τύχη κι άρχισε να το πιπιλίζει σαν λιχουδιά. Είναι η «πείνα της θηλυκής σάρκας», είναι η αποθυμιά που αναφλογίζεται με τις αδιάντροπες κουβέντες. Είναι το ανικανοποίητο ένστιχτο που, μόλις πάει να λουφάξει μέσα στο τυραγνισμένο κορμί, το αναφυσά η λαγγεμένη φαντασία και φουσκώνει τις κόκκινες φλόγες του μεσούρανα. Είναι ένα πάθος που μεγαλώνει από τη στέρηση τρώγοντας τις σάρκες του.

    Οι αξιωματικοί, κ’ οι υπαξιωματικοί ακόμα, όσοι μπήκανε στ’ αμπριά του φραντσέζικου τομέα στο διπλανό λόφο, φέραν απ’ εκεί ένα σωρό χρωματιστές ζουγραφιές από παριζιάνικα περιοδικά. Τις καρφιτσώσανε στα ντουβάρια τους. Και πρι να κοιμηθούνε, πρι να φάνε, και κάθε φορά που θα ξυπνήσουν, κάνουν – μισοσοβαρά, μισοαστεία – το σταυρό τους και δίνουν απανωτά μεγάλα φιλιά στις ζουγραφισμένες γυμνές γυναίκες. Στα στήθια τους και στα σκέλια τους και στην κοιλιά τους. Μακριά σαλιάρικα φιλιά. Όμως κλείνουν ηδονικά τα μάτια τους την ώρα που κάνουν αυτό το «αστείο». Εγώ ο ίδιος πολλές φορές έπιασα τον εαυτό μου να βρίσκει χίλιες προφάσεις για να πάει υπερεσία στο αμπρί του επιλοχία. Κ’ ήταν κυρίως για να κάτσω με τρόπο να χαζέψω αντίκρυ σ’ αυτές τις ξετσίπωτες ζουγραφιές. Μια προπάντων.

    Όλοι φιδοσέρνουνται και χαμοπαλεύουν με το σπασμό της οδύνης και της ηδονής στο μούτρο κάτω από τον ίσκιο του Θανάτου. Τόνε νιώθουν όλοι να πέφτει ασήκωτος πάνου στο χαράκωμα. Απλώνεται αόρατος μέσα στον αγέρα που ανεσαίνουμε, μπαίνει μαζί με την ανάσα μέσα στο στήθος. Είναι ο ίσκιος από ένα πηχτό σύννεφο που ρίχνει τη φοβέρα του ασάλευτα κρεμασμένο πάνουθέ μας, ανάμεσα από μας κι από τον ήλιο του Θεού. Η παρουσία του Θανάτου είναι παντού. Αγγίζει όλα, τα τυλίγει όλα μέσα στην πικρή ουσία του, τους δίνει μιαν ιδιαίτερη όψη και μια σημασία συμβολική. Η γέψη του είναι αδιάκοπα στα χείλη μας. Είμαστε όλοι υποταχτικοί του. Ζούμε στο βασίλειό του από παραχώρεσή του, κάθε στιγμή μπορεί να φυσήξει μέσα στις μονιές μας το κρύο χνώτο του. Τότες όλα τούτα τα νέα κορμιά που αγκομαχούν από ερωτικό ξεφρένιασμα, θα τεντώσουν μονομιάς τα μέλη τους, αποξυλιασμένα και κίτρινα. Θα κοκκαλώσουν στην υπέρτατη «στάση της προσοχής» που παίρνει το κορμί σαν βαρέσει το προσκλητήριο του Θανάτου. Θάχουν αλύγιστα τα δάχτυλα, λυτές τις μασέλες και πηγμένα τα μάτια. Τότες θάναι πια δίχως καμιάν αποθυμιά. Για πάντα.


    Στρατής Μυριβήλης

    Η ζωή εν τάφω
     
  11. Απάντηση: To be or not to be



    «Η ευκαιρία υπήρχε, η ευκαιρία χάθηκε».
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  12. vautrin

    vautrin Contributor

    Ο Καντ και ο καφές του.

    Ξέροντας καλά τι θα συμβεί, φρόντιζα να είναι όλα προπαρασκευασμένα: ο καφές ήταν ήδη αλεσμένος· το νερό ήταν στη φωτιά και, την ίδια στιγμή κατά την οποίαν η λέξη προφερόταν, ο υπηρέτης του έφευγε σαν αστραπή και βύθιζε τον καφέ στο νερό.
    Ωστε δεν απέμενε παρά να δώσουμε στο νερό το χρόνο να βράσει. Ομως αυτήν την ελαχίστη καθυστέρηση ο Καντ την εύρισκε ανυπόφορη. Οιαδήποτε παρηγορία του επιδαψίλευε κανείς ήταν μάταιη· όσο επιτήδειος και αν ήσουν στην παραλλαγή της διατυπώσεώς της, εκείνος είχε πάντοτε έτοιμη την απάντηση. Εάν του έλεγες: «Αγαπητέ κύριε καθηγητά, ο καφές θα σερβιρισθεί σε μία στιγμή». «Θα» απεκρίνετο, «μα τούτο ακριβώς είναι το επώδυνον σημείον, αυτό το θα: "Ποτέ ο άνθρωπος δεν είναι ευτυχής, αλλά πάντοτε θα είναι"». Και εάν ένας άλλος αναφωνούσε: «Ο καφές φθάνει αμέσως», εκείνος απαντούσε: «Ναι, όπως και η επομένη ώρα· άλλωστε, είναι λίγο έως πολύ ο χρόνος που κάθομαι και τον περιμένω». Κατόπιν, συγκεντρωνόταν στον εαυτόν του με στωικό ύφος και έλεγε: «Ε λοιπόν, εν τέλει, ημπορεί και να αποθάνει κανείς· απλώς, να αποθάνει· στον άλλον κόσμο, δόξα τω Θεώ, δεν θα πίνει καφέ και, κατά συνέπειαν, δεν θα τον περιμένει».

    Οι τελευταίες ημέρες του Ιμάνουελ Καντ, του Τόμας ντε Κουίνσι, μτφρ.: Παναγιώτης Σκόνδρας, Αστάρτη