Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

To be or not to be

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 3 Δεκεμβρίου 2009.

  1. Nesaea

    Nesaea Guest

    Απάντηση: To be or not to be

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  2. Model Master

    Model Master New Member

    Απάντηση: Re: To be or not to be

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  3. Απάντηση: To be or not to be

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  4. vautrin

    vautrin Contributor

    Οι πρώτοι συνεργασθέντες δοσίλογοι που την πλήρωσαν ήταν η κυρία Ρίτα και η Σιλωάμ.
    Η κυρία Ρίτα ήταν επαγγέλματος πουτάνα. Ψευδώνυμο ήταν το Ρίτα, Βασιλική τη λέγανε. Η κυρία Ρίτα ήταν η πλέον σεβαστή πουτάνα των Επάλξεων. Πολύ βεντέττα, από κείνην αντέγραψα εγώ μερικά κολπάκια μετέπειτα στην καρριέρα μου ως ηθοποιός. Είχε και δικό της μπορντέλο, όμως έπαιρνε και έξω δουλειά. Κυρίως Γερμανούς, στο εστιατόριον «Το Συντριβάνι», όπου της είχα πάει το πρόσφορο του παπα-Ντίνου επί Κατοχής. Μάλιστα διαδόθηκε τότε πως είχαν σχέσεις, ο παπα-Ντίνος ήτανε μπήχτης, με παπαδιά πολύ θεούσα και άχαρη.

    Όταν περνούσε η Ρίτα, οι τίμιες έκαναν τον σταυρό τους. Παρθένα μου, φύλαγέ μας από τέτοια πτώση, είπε κάποτε η μάνα μου μπροστά στην κυρία Κανέλλω. Αυτά, επί κυρ Άλφιο. Η κυρία Κανέλλω δεν ειρωνεύτηκε, ποτέ της δεν θεώρησε παλιογυναίκα και τη μάνα μου επειδή δεχόταν τους δύο Ιταλούς.
    Η κυρία Ρίτα ήταν επίσημος άνθρωπος. Περπατούσε σαν αρχιερέας. Την καλημέριζαν όλοι στον δρόμο, ακόμη και οι δικαστικοί, η ματιά της παντού, να κάνει έλεγχο ποιος δεν τη χαιρετάει. Οποιανού του βάσταγε, ας την αγνοούσε· η κυρία Ρίτα τον άρχιζε μπροστά σε όλη την αγορά κάτι βλαστήμιες να σου σηκώνεται η πέτσα. Και μετά του θύμιζε πόσες φορές τον είχαν πάρει βίζιτα τα κορίτσια της, και μάλιστα μισοτιμής. Η ίδια έπαιρνε μόνο ανωτέρους υπαλλήλους. Και στρατιωτικούς, μόνο από λοχαγό και πάνω.

    Εγώ προπολεμικώς, όταν την έβλεπα, ανατρίχιαζα απ’ το πολύ μεγαλείο της. Με δύο ανθρώπους έχω ανατριχιάσει ως παιδάκι: με την κυρία Ρίτα, και τη βασίλισσά μας, όταν την είδα πρώτη φορά. Δυστυχώς δεν ξανασυναντηθήκαμε. Είχε έρθει περιοδεία στας Επάλξεις, σύζυγος διαδόχου μονάχα ήταν ακόμη, και τη γύριζαν τουρνέ να την αγαπήσει ο κοσμάκης. Είχε πολύ κόσμο στην υποδοχή της, χάσαμε τη μάνα μου. Το πλήθος μας έσπρωχνε, εγώ με τον μπαμπά μου βρεθήκαμε στην πίσω-πίσω σειρά, ο μπαμπάς με σήκωσε στους ώμους του, κοίτα τη βασίλισσα, κοίτα τη βασίλισσα μου φώναζε. Ήταν πολύς ο κόσμος και μεις πίσω, ο μπαμπάς μου τελικώς δεν κατάφερε να την αντικρύσει, ήταν και κοντός, όμως έκλαιγε από αφοσίωση. Ήταν και η Ρίτα στην υποδοχή, αν και όχι μαζί με τους επισήμους. Χαιρέτησε μάλιστα τον κύριο νομάρχη· ξύπνιος άνθρωπος αυτός, την αντιχαιρέτησε, τι κάνετε μαντάμ Ρίτα, της είπε, πώς πάνε οι δουλειές.

    Με την Απελευθέρωση, της γκρεμίσανε το μισό μπορντέλο προς παραδειγματισμόν, και της αφαίρεσαν την άδεια εργασίας για έναν ολόκληρο μήνα. Το άνοιξε πάλι όμως μόλις έφτασαν οι Σύμμαχοι, συνέβαλε ο βουλευτής μας ο κύριος Μανώλαρος, γιατρός ακόμη τότε. Μάλιστα μεταγενεστέρως πρόσθεσε στο κυρίως μπορντέλο και τρία δωμάτια αυθαίρετο, με ενίσχυση από το σχέδιο Μάρσαλ είπανε, από κονδύλι για πολεμικές αποζημιώσεις, το παρουσίασε ως κατεδαφισθέν από βομβαρδισμό, επί Τσαλδάρη αυτά.
    Και έτσι τιμωρήθηκε για τη συνεργασία της με τον Κατακτητή η κυρία Ρίτα.



    Παύλος Μάτεσις

    «Η μητέρα του σκύλου»
     
  5. vautrin

    vautrin Contributor

    Δυο ώρες πικρές περάσαμε σ’ αυτό το καταραμένο παγκάκι, χωρίς να μπορούμε να σπάσουμε τη σιωπή που μας κρατάει απ’ το σβέρκο.
    ― Έρικα, αγάπη μου, λέω σε μια στιγμή κ’ είναι σα μια πνιγμένη κραυγή.
    Δε λέει τίποτα, δεν ρίχνεται στην αγκαλιά μου να κλάψουμε, σε λίγο σηκώνεται.
    ― Είσαι εντάξει, Κώστας, λέει. Την έκανες για μένα την αγγαρεία. Εσύ δεν ήθελες να ’ρθεις.
    ― Και πειράζει, που την έκανα για σένα; ρωτάω.
    ― Πειράζει. Άλλο θα ’ταν να το θέλαμε κ’ οι δυο, λέει πεισματωμένη και ξεκινάει να φύγουμε.
    Δεν μιλήσαμε σ’ όλο το δρόμο – ξέρουμε κ’ οι δυο μας. Είναι το τέλος.




    Πόσο το πήγαμε αυτό το τέλος; Δυο μήνες, τρεις μήνες; Μήτε να ’μαστε σαν πρώτα μήτε να χωρίζουμε. Σερνόμασταν. Εμείς που αγαπηθήκαμε τόσο… Την έκανα εγώ την αρχή. Δεν πέρασα ένα βράδι στο κατάστημα να την πάρω. Εκείνη δεν ήρθε το Σάββατο σπίτι – είμουνα μέσα και την περίμενα. Εγώ δεν πήγα την Κυριακή στο δικό της σπίτι – εκείνη θα ’τανε μέσα και θα περίμενε.




    Πέντε μήνες όλο κι όλο βάσταξε ο δικός μας έρωτας. Τόσο, λέω, να ’ναι η νόρμα του και για τους άλλους; Ή μήπως ο έρωτας δεν είναι για τους φτωχούς – τα μπερδεύουν όλα και πεινασμένοι γι’ αυτό που λέγαμε, την αληθινή ζωή – τα περιμένουν όλα μονάχα απ’ τον έρωτα; Ή μήπως ακόμα, έτσι είναι ο κόσμος αυτός ο σημερινός μας – ξεμάθαμε ν’ αγαπούμε, δεν ξέρουμε τι μας φταίει – και διαολιζόμαστε με τον έρωτα, όσο να τον χαλάσουμε, να δούμε τι έχει από μέσα;




    Έτσι τον έμαθα και τον έρωτα. Έμαθα, πως είναι μεγαλύτερος απ’ τον άνθρωπο, είναι λοιπόν, ακατόρθωτος. Μια φαντασία για κάποιον καιρό και καταλαγιάζει, σκορπίζεται. Και πρέπει, λέω, να ’ναι πολύ σπάνιο πράμα – της τύχης ολότελα – τα δυο πλάσματα να μπορούν να μείνουν ενωμένα, έτσι που τα θέλαμε εμείς. Ο συμβιβασμός που μπορούν να κάνουν – ορίστε, τον έκανα εγώ – δεν είναι για να σώσουν τον έρωτα, είναι για να τον ξεφύγουν, να παραιτηθούν απ’ αυτόν. Και πάλι δεν σώζεται τίποτα. Άλλοι μένουνε παραιτημένοι, μαζί και χωρίς τον έρωτα. Οι άλλοι χωρίζουν – να μην τον προδώσουν. Κ’ έτσι κι αλλιώς η πίκρα πάντα μένει. Για πάντα. Δεν είναι που λείπει τ’ αγαπημένο πρόσωπο, αυτό που φάνηκε πως είταν ο έρωτας. Είναι για την γνωριμιά του ακατόρθωτου. Γι’ αυτή την αίσθηση του άφθαστου που έχω και εγώ. Η Έρικα και κείνα τα τραίνα τα μισητά μου που δεν πάνε πουθενά, γίναν ένα πράμα. Είναι ο μεγάλος, ο άπιαστος κόσμος – που δεν υπάρχει. Η φαντασία μας τον άγγιξε μια στιγμή με τον έρωτα. Μια στιγμή μονάχα – και χάθηκε.


    Η Έρικα που ’ταν ο έρωτας έφυγε. Η άλλη η Έρικα είναι μια κοπέλα που δουλεύει χαμάλισσα σ’ ένα κατάστημα λίγο πιο κάτω απ’ το Ντομ. Γλυκιά, φτωχή, βολικιά. Είναι μια τίμια κοπέλα – τίμια στο φίφτυ-φίφτυ, τίμια στον έρωτα, τίμια στο χωρισμό. Από μας τους φτωχούς – και γω πολύ την αγάπησα. Άμα θέλω, μπορώ να πάω, στέκομαι και περιμένω την ώρα που θα σκολάσουν, την παίρνω στο σπίτι, ξαναπηγαίνουμε στο δικό της. Για το φίφτυ-φίφτυ, χωρίς τον έρωτα. Και πάω την Κυριακή το πρωί και στα μανιτάρια της – για τον αέρα τον καθαρό, για να σκοτώνουμε τον καιρό – αφού δεν έχουμε και τι να τον κάνουμε. Και παντρευόμαστε κιόλας – για το γάμο, χωρίς τον έρωτα. Κ’ έχουμε και δύο μιστούς. Και κάνουμε και δύο παιδιά, από τα δώδεκα που ’θελε. Έτσι δεν είναι; Έτσι δε γίνεται μ’ όλους;
    Ε, λοιπόν, όχι του κερατά… Μένω με την άλλη – που δεν θα ξανάρθει. Εκείνη την Έρικα που ’χε τον τρόμο στα μάτια. Να πικραίνομαι, να μετανιώνω, ν’ αποδιώχνω το βράδι την αγαπημένη της θύμηση, να την ονειρεύομαι μέσα στον άπιαστο κόσμο – ναι, ναι, εγώ το τίποτα των ανθρώπων, ο Κώστας εκείνος ο ανύπαρκτος…


    Δημήτρης Χατζής "Το διπλό βιβλίο"
     
  6. mona

    mona mea_maxima_culpa

    Απάντηση: To be or not to be

    "Aραγε πώς γεννιέται
    από ένα τίποτα η επιθυμία;
    Πώς η επιθυμία γίνεται έρωτας,
    ο έρωτας πώς αλλάζει
    σε μακρινή ανάμνηση;
    Aραγε πώς μπορεί
    η ανάμνηση να σβήνει
    μες στο τίποτα;"




    «Ίσως να το'βρα. Αλλά δεν θα σας το πω. Γιατί τότε εσείς, τι θα ψάχνετε;…"

    Τίτος Πατρίκιος «Κυκλικό»,
    από τη συλλογή: Η Νέα χάραξη (2007)
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  7. To be...

    ...91 εκατοστά μακρυά από τον εαυτό σου.

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  8. dreams

    dreams Regular Member

    Απάντηση: To be or not to be

    to be
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  9. vautrin

    vautrin Contributor

    Re: To be...




    Η ταινία μικρού μήκους του Santiago "Bou" Grasso από την Αργεντινή, περιγράφει χωρίς λόγια αυτό που βλέπουν όλοι στο καθεστώς της εργασιακής ρουτίνας. Άνθρωποι οι οποίοι έχουν αναγκαστεί να εργάζονται τόσο μηχανικά, που στο τέλος δε διαφέρουν και πολύ από τα αντικείμενα. Το animation αυτό υπογραμμίζει με συμβολικό και έντονο τρόπο, πως η διαφορά μεταξύ δουλειάς και δουλείας είναι ίσως μικρότερη από έναν τόνο.
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  10. Απάντηση: To be or not to be

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  11. vautrin

    vautrin Contributor

    …Σχεδόν στα τυφλά.
    Έχω ένα καθήκον να επιτελέσω.

    Στ’ αυτιά μου, ήδη τρύπια από τα κανόνια αντηχούν ουρλιαχτά, κορμιά που με σφυροκοπούν. Κονιορτός από αίμα και ιδρώτα μου κλείνει το φάρυγγα, ο βήχας μου γδέρνει το λαιμό.

    Τα βλέμματα των προσφύγων: φρίκη. Κεφάλια φασκιωμένα, μέλη κοπανισμένα… Στρέφομαι διαρκώς πίσω μου. Ο Ελίας με ακολουθεί. Ανοίγει δρόμο μέσα στο πλήθος, πελώριος, σωστός γίγαντας. Κουβαλάει στις πλάτες του τον Δάσκαλο Τόμας, απαθή, αναίσθητο.
    Που είναι ο Θεός ο πανταχού παρών; Το ποίμνιό του οδηγείται επί σφαγήν.

    Έχω ένα καθήκον να επιτελέσω. Οι σάκοι κρατημένοι σφιχτά. Δε σταματάω πουθενά. Το μικρό ξίφος μου με χτυπάει στο πλευρό μου.
    Ο Ελίας πάντα πίσω μου.

    Μια ρευστή μορφή, μια σκιά τρέχει προς το μέρος μου. Το μισό πρόσωπο καλυμμένο με επιδέσμους, σάρκα κακοπαθημένη, βασανισμένη. Μια γυναίκα. Μας αναγνωρίζει. Έω ένα καθήκον να επιτελέσω: η παρουσία του Δασκάλου πρέπει να μείνει μυστική. Την αρπάζω:

    -Μη μιλάς!
    Φωνάζει πίσω απ’ την πλάτη μου:
    -Στρατιώτες! στρατιώτες!

    Τη διώχνω, να φύγουμε, να σωθούμε. Στα δεξιά ένα στενό. Τρέχοντας, ο Ελίας πισω, σκυφτός. Έω ένα καθήκον να επιτελέσω: οι πόρτες. Η πρώτη, η δεύτερη, η τρίτη. Ανοίγει. Επιτέλους μέσα.

    Κλείνουμε πίσω μας τη βαριά εξώπορτα. Ο θόρυβος καταλαγιάζει. Το φως εισχωρεί αδύναμο από ένα παράθυρο. Η γριά κάθεται σε μια γωνία στο βάθος του δωματίου, πάνω σε μια μισοξεπατωμένη ψάθινη καρέκλα. Ελάχιστα ευτελή πράγματα: ένας πάγκος βαλμένος στραβά, ένα τραπέζι, δαυλιά που θυμίζουν μια πρόσφατη φωτιά, αποκαΐδια σ’ ένα τζάκι μαυρισμένο από την καπνιά. Πλησιάζω:


    - Αδελφή, φέρνουμε έναν λαβωμένο. Χρειάζεται επειγόντως κρεβάτι και νερό, για όνομα του Θεού…

    Ο Ελίας μένει ακίνητος στην πόρτα, τη φράζει ολόκληρη. Εξακολουθεί να έχει τον Δάσκαλο στις πλάτες του.

    - Μόνο για λίγο, αδελφή.

    Τα μάτια της είναι υγρά και δεν βλέπουν τίποτα. Το κεφάλι κουνιέται πέρα-δώθε. Τα αυτιά στηρίζουν ακόμη. Η φωνή του Ελίας:

    -Τι λέει;

    Πηγαίνω κοντά της. Μέσα στο βουητό του κόσμου, ένα μοιρολόι σαν μουρμουρητό. Δεν ξεωρίζει τα λόγια. Η γριά ούτε έχει πάρει χαμπάρι ότι είμαστε εδώ.

    Έχω ένα καθήκον να επιτελέσω. Να μη χάσουμε χρόνο. Μια σκάλα οδηγεί επάνω, ένα νεύμα στον Ελίας, ανεβαίνουμε, επιτέλους ένα κρεβάτι για να ξαπλώσουμε τον Δάσκαλο Τόμας.

    Ο Ελίας σκουπίζει τον ιδρώτα από τα μάτια του. Με κοιτάζει: – Πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε τον Τζάκομπ και τον Ματίας.

    Πιάνω το μικρό ξίφος και κάνω να φύγω.

    -Όχι, πάω εγώ, εσύ μείνε με το Δάσκαλο.


    Δεν αποσώνω να απαντήσω και ήδη κατεβαίνει τις σκάλες. Ο Δάσκαλος Τόμας ακίνητος, με το βλέμμα του καρφωμένο στην οροφή. Βλέμμα άδειο, απλανές, μόλις που κουιούνται τα βλέφαρα. Φαίνεται να μην αναπνέει.

    Κοιτάζω έξω: Από το παράθυρο τα πσίτια μοιάζουν μικρραφίες. Το παράθυρο βλέπει στο δρόμο, μα το άλμα θα είναι μεγάλο -βρισκόμαστε στον πρώτο όροφο. Ευτυχώς υπάρχει μια σοφίτα. Παρατηρώ την οροφή και μόλις και μετά βίας καταφέρνω να διακρίνω τις σχισμές μιας γκαλβανής. Χάμω υπάρχει μια σκάλα. Σκοροφαγωμένη, αλλά φαίνεται να κρατάει.

    Χώνομαι με τα τέσσερα, η στέγη της σοφίτας είναι αρκετά χαμηλή, το πάτωμα σκεπασμένο με άχυρα. Τα δοκάρια τρίζουν με την παραμικρή κίνηση. Κανένα παράθυρο, ελάχιστες ακτίνες φωτός τρυπώνουν ανάμεσα απ’ τα σανίδια: να κρυφτώ κάτω απ’ τη στέγη.

    Κι άλλα σανίδια, κι άλλο άχυρο. Δε χωράω και αναγκάζομαι να μένω ξαπλωμένος. Ένα άνοιγμα βλέπει τις στέγες. Επικλινείς. Αδύνατον για τον Δάσκαλο Τόμας.

    Επιστρέφω κοντά του. Τα χείλη του στεγνά, το μέτωπο ζεματάει. Ψάχνω για λίγο νερό. Στον κάτω όροφο πάνω στο τραπέζι υπάρχουν καρύδια και μια κανάτα. Το αργόσυρτο μοιρολόι συνεχίζεται αδιάκοπα. Μόλις φτάνω στο νερό, βλέπω τους σάκους: καλύτερα να τους κρύψω.

    Κάθομαι στο σκαμνί. Τα πόδια μου ποάνε. Κρατάω το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια μου, μόνο για μια στιγμή, ύστερα το βουητό γίνεται ένας εκκωφαντικός θόρυβος από κραυγές, άλογα και σιδερικά. Οι μπάσταρδοι λακέδες των ηγεμόνων μπαίνουν στην πόλη. Τρέχω στο παράθυρο. Δεξιά στον κεντρικό δρόμο: ιππότες, με τα κοντάρια να σημαδεύουν, σβαρνίζουν το δρόμο με τα όπλα, μαζεύουν κόσμο. Με φοβερή αγριότητα και λύσσα, ορμάνε μαινόμενοι σε οτιδήποτε κινείται.

    Α[‘ την άλλη πλευρά: Ο Ελίας ξεπροβάλλει από το στενό. Βλέπει τ’ άλογα: σταματά. Κάτι πεζικάριοι εμφανίζονται πίσω του. Δεν μπορεί να ξεφύγει. Κοιτάζει γύρω του. Που είναι ο Θεός ο πανταχού παρών;

    Τον σημαδεύουν. Σηκώνει τα μάτια. Με βλέπει.

    Έχει ένα καθήκον να επιτελέσει. Βγάζει απ’ το θηκάρι του το σπαθί και ορμάει ουρλιάζοντας καταπάνω τους. Ξεκοιλιάζει έναν από δαύτους, έναν άλλο τον ρίχνει καταγής με μια κουτουλιά. Πέφτουν τρεις επάνω του. Δε χαμπαρίζει από χτυπήματα, πιάνει τη λαβή του σπαθιού σα να ‘τανε δρεπάνι, σπαθίζει όπου βρει.

    Παραμερίζουν.

    Από πίσω: ένας καλπασμός αργός, βαρύς, ο καβαλάρης έρχεται και του επιτίθεται. Το χτύπημα τον σωριάζει. Τελείωσε.

    Όχι, να τον που ξανασηκώνεται: μια μάσκα αίματος και μανίας. Το σπαθί ακόμη στο χέρι του. Κανένας δεν κοιτάει να πλησιάσει. Τον ακούω να αγκομαχά. Τα γκέμια τραβιούνται βίαια, το άλογο κάνει στροφή. Το τσεκούρι υψώνεται. Ξανά καλπασμός. Ο Ελίας ανοίγει τα πόδια του, σαν δυο ρίζες στο χώμα. Χέρια και κεφάλι στρέφονται στον ουρανό, αφήνει να του πέσει το σπαθί.

    Το ύστατο χτύπημα:

    -Omnia sunt communia, καριόληδες.

    Το κεφάλι του εκσφενδονίζεται, κατρακυλάει στη σκόνη…




    Λούθερ Μπλισέτ, Εκκλησιαστής, Εκδόσεις Τραυλός
     
  12. vautrin

    vautrin Contributor

    Ο Νόμος και το Δίκιο.

    Το 1836 ο Ραλφ Εμερσον ήταν ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας στις ΗΠΑ. Τότε γνώρισε τον Χένρι Ντέηβιντ Θορώ, ανερχόμενο και αυτόν συγγραφικό «αστέρα». Ο τελευταίος, όμως, δεν επαναπαύτηκε στον ακαδημαϊσμό του πρώτου.

    Με εμμανή τρυφερότητα υπερασπίστηκε την ελευθερία και ανεξαρτησία του ανθρώπου και ήρθε σε πλήρη σύγκρουση με την κρατική εξουσία, που φορολογούσε άγρια τους απλούς πολίτες για να χρηματοδοτεί έναν άδικο πόλεμο. Κάποια στιγμή ο Θορώ αρνήθηκε να πληρώνει πλέον τους άδικους φόρους και, ω του θαύματος, κατέληξε στη φυλακή.

    Εκπληκτος ο Εμερσον τον επισκέφτηκε και με περισσή αφέλεια τον ρώτησε: «Ντέιβιντ, γιατί είσαι εδώ;». Και ο υπέροχος Ντέιβιντ απάντησε, ερωτώντας: «Ραλφ, γιατί εσύ δεν είσαι εδώ;».


    Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ Ελευθεροτυπία, Σάββατο 19 Μαρτίου 2011