Dismiss Notice

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Χάραμα

Discussion in 'Τέχνη' started by Arioch, 16 August 2010.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Άνοιξε τα μάτια του. Η νύχτα είχε έρθει.

    "Απόψε" σκέφτηκε.

    Σηκώθηκε και βγήκε έξω. Οι ήχοι της πόλης πλημμύριζαν τ' αφτιά του. Φωτισμένοι δρόμοι, λαμπερές βιτρίνες. Σε ένα άθλιο σοκάκι μαζεμένοι κάμποσοι άστεγοι. Βρώμα και δυσωδία. Ένας αρουραίος πετάχτηκε πανικόβλητος και από πίσω του ένας μαύρος γάτος έκανε το τελευταίο απελπισμένο άλμα για να τον πιάσει. Χαμογέλασε βλέποντας τον γάτο να σκάει σ' ένα σκουπιδοτενεκέ. Live to fright another day, σκέφτηκε χαμογελώντας ειρωνικά. Κυνηγός και ο ίδιος καταλάβαινε την έξαψη του κυνηγιού και τον τρόμο του θύματος. Ανατριχιάζοντας από ηδονή θυμήθηκε τ' αμέτρητα θύματά του καθώς σπαρταρούσαν από κάτω του, νιώθοντας τη ζωή τους να ρουφιέται στάλα-στάλα.

    Ποτέ πια.

    Θυμήθηκε το τελευταίο του κυνήγι. Η κοπέλα στη γέφυρα. Είχε σκαρφαλώσει στο πεζούλι και ήταν έτοιμη να κάνει τη βουτιά στο κενό. Είχε κάνει το βήμα αλλά αυτός την πρόλαβε. Κανένα ανθρώπινο μάτι δεν μπορούσε να πιάσει την απίστευτης ταχύτητας κίνηση που είχε κάνει. Αυτός όμως δεν ήταν άνθρωπος.

    Η κοπέλα τον είχε κοιτάξει σαστισμένη. Βλέποντας τους κυνόδοντές του, τα ένστικτα της, τα ίδια ένστικτα που είχε πριν καταπνίξει κάνοντας το βήμα προς το κενό την έκαναν να πάει να ουρλιάξει. Πριν καν προλάβει η ίδια να το καταλάβει ότι πήγαινε να βάλει τις φωνές είχε βυθιστεί στο βλέμμα του. Ξέχασε ποια ήταν, που ήταν και τι πήγαινε να κάνει, το μόνο που είχε σημασία ήταν αυτό το απίστευτο χρυσαφί βλέμμα που αντίκριζε.

    Γητεμένη όπως ένα πουλί από ένα φίδι εξακολούθησε να τον κοιτάει καθώς το μυαλό της είχε μπλοκάρει τελείως. Μάζεψε τους κυνόδοντές του. Με μια απλή κίνηση έσπασε τη γητειά, όσο χρειαζόταν ώστε η κοπέλα να μπορεί να μιλήσει.

    - "Ποιος... τι είσαι;" ρώτησε παρόλο που βαθιά μέσα της ήξερε την απάντηση.

    - "Είμαι αυτό που λέτε βρικόλακας" της απάντησε. "Όσο για το ποιος είμαι είναι μεγάλη ιστορία".

    - "Ας είναι" του απάντησε. Θυμήθηκε τι πήγε να κάνει στη γέφυρα. "Αφού είναι να πεθάνω ας βγει τουλάχιστον και κάτι καλό από αυτό".

    Την κοίταξε εξεταστικά στα μάτια. Μπήκε στο μυαλό της και διάβασε τις πιο μύχιες σκέψεις της και τα πιο κρυφά της αισθήματα. Ήξερε.

    - "Δεν είναι έτσι" της είπε. "Τίποτα καλό δεν βγαίνει από το θάνατο."

    - "Δε με νοιάζει" απάντησε η κοπέλα. "Σκότωσέ με ή άσε με να το κάνω μόνη μου".

    "Ανόητη μικρή" σκέφτηκε από μέσα του. Αποζητούσε το θάνατο σαν εραστή αλλά δεν ήξερε... κανείς εκτός από αυτόν τον ίδιον και τους ελάχιστους ομοίους του που βαδίζουν πάνω σ' αυτή τη γη δεν ήξερε.

    - "Όλα αυτά για ένα χαμένο έρωτα;" τη ρώτησε

    - "Τι ξέρεις εσύ από αυτό;" του ανταπάντησε.

    Χαμογέλασε πικρά. Τριάντα χιλιάδες χρόνια κυκλοφορούσε ανάμεσά τους. Τριάντα χιλιάδες χρόνια ζωής μα η κοπέλα είχε δίκιο. Δεν ήξερε.

    - "Δεν έχω συναισθήματα εκτός από ένα." της είπε. "Είναι το τίμημα της αθανασίας."

    - "Είσαι αθάνατος;" τον ρώτησε με ξαφνική περιέργεια.

    - "Όχι ακριβώς. Μπορώ ωστόσο να ζήσω όσο το επιθυμώ."

    - "Δεν φοβάσαι το σταυρό; Δεν σε σκοτώνει μια σφήνα στην καρδιά;"

    Έβαλε τα γέλια. "Μικρούλα μου, υπάρχω στη Γη πολύ πολύ πριν το είδος σου σχεδιάσει τον πρώτο σταυρό. Όσο για τη σφήνα στην καρδιά... το μόνο που θα μου προκαλέσει είναι το μόνο συναίσθημα που μπορώ ναι νιώσω: Οργή."

    Η κοπέλα τον κοίταξε εξεταστικά. Ο βρικόλακας είχε λύσει τελείως τη γητειά χωρίς ο ίδιος να το καταλάβει μα η κοπέλα τον κοίταξε περισσότερο με περιέργεια και λύπηση παρά με φόβο.

    - "Άξιζε το τίμημα;" τον ρώτησε.

    - "Δεν ήταν επιλογή μου. Έτσι γεννήθηκα" της αποκρίθηκε. "Έτσι γεννήθηκα σε μια σπηλιά στη Βασκονία πριν από τριάντα χιλιάδες χρόνια. Είμαι σχεδόν τόσο παλιός όσο το είδος σου. Μεγάλωσα μαζί του. Έζησα τις δόξες του και τις καταστροφές του, περπάτησα ανάμεσα στους σοφούς του, τράφηκα με το αίμα του και τον φόβο του. Δεν έχω συναισθήματα ή για την ακρίβεια δεν μπορώ να βιώσω κανένα συναίσθημα από μόνος μου. Η μέρα που θα νιώσω -για να το θέσω ποιητικά- την καρδιά μου να χτυπάει είναι η μέρα που θα καταλάβω ότι οι μέρες μου σ' αυτή τη Γη είναι μετρημένες. Ωστόσο δεν επιθυμώ το θάνατο. Δεν... δεν ξέρεις τι είναι. Το είδος σου είναι ευλογημένο με την άγνοια που προέρχεται από την ίδια του την εφήμερη ύπαρξη. Τίποτα καλό δεν βγαίνει από τον θάνατο."

    Και τότε συνέβη το απίστευτο. Η κοπέλα ελεύθερη από τη γητειά του τον κοίταξε με λύπη και με κάτι... κάτι άλλο, κάτι άγνωστο, τρομαχτικό και ταυτόχρονα υπέροχο. Έψαξε βαθιά μέσα στο μυαλό της. Αγάπη! Αγάπη γι αυτόν! Αδύνατο. Αδύνατο. Βυθίστηκε ξανά στο μυαλό της. Και είδε. Αδύνατο! Αδύνατο!

    - "Μπορεί να είναι κι έτσι" του αποκρίθηκε η κοπέλα.

    Το μυαλό του είχε μουδιάσει. Η κοπέλα τον κοίταξε με αγάπη. Η καρδιά του σκίρτησε. Αδύνατο! Αδύνατο!

    - "Μπορεί να μην είμαι τίποτα περισσότερο από μια σύντομη λάμψη στα σκοτάδια της αιωνιότητας αλλά-" και ξαφνικά πάγωσε. Ξαναβυθίστηκε σ' αυτό το απίστευτο χρυσαφί βλέμμα. Μάζεψε ξανά τους κυνόδοντές του. Η ζωή είχε σβήσει από τα μάτια της.

    Γύρισε στο διαμέρισμά του ταραγμένος με την Δίψα να μην έχει σβήσει μέσα του. Μπήκε στην κρύπτη του πολύ πριν έρθει το χάραμα.

    ...

    Ξαναγύρισε στο παρόν. "Απόψε" σκέφτηκε.

    Με την καταπληκτική του ταχύτητα γύρισε όλη την πόλη ρουφώντας κάθε ήχο, κάθε οσμή της.

    Ήξερε τι σήμαινε αυτό το σκίρτημα που είχε νιώσει. Ήταν μια άλλη Δίψα, μια Δίψα που ποτέ δε θα έσβηνε... Μια Δίψα που δε θα μπορούσε να τη χορτάσει με ζεστό, γλυκό αίμα.

    Μια άγνωστη κοπέλα, ένα από τα αμέτρητα θύματά του τον είχε κοιτάξει με αγάπη.

    Για μια στιγμή! Για μια στιγμή είχε νιώσει την καρδιά του να χτυπάει.

    Τριάντα χιλιάδες χρόνια ζωής για μια στιγμή.

    Απόψε... απόψε η νύχτα θα περνούσε και για πρώτη φορά μετά από τριάντα χιλιάδες χρόνια θα αντίκριζε το χάραμα.

    Γύρισε στο διαμέρισμά του. Έβαλε ένα CD να παίζει και άνοιξε τα παράθυρα και στάθηκε αντικριστός προς τον ήλιο που ανέτειλε.

    We starve-look
    At one another
    Short of breath
    Walking proudly in our winter coats
    Wearing smells from laboratories
    Facing a dying nation
    Of moving paper fantasy
    Listening for the new told lies
    With supreme visions of lonely tunes

    Τι όμορφα που ήταν! Το δέρμα του άρχισε να βγάζει καπνούς καθώς ο Ήλιος, ο αρχαίος προστάτης του ανθρώπινου είδους σκότωνε το πλάσμα που συμβόλιζε τη Νύχτα και το Θάνατο.

    Τι όμορφα που ήταν!

    Singing our space songs on a spider web sitar
    Life is around you and in you
    Answer for Timothy Leary, dearie

    Τον πόνο τον καλωσόρισε. Τον περίμενε, είχε ελπίσει πως θα τον νιώσει. Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή πριν παραδωθεί στο θάνατο η Δίψα έσβησε και μέσα από τον αφόρητο πόνο ένιωσε ζωντανός.

    Για μια στιγμή!

    Let the sunshine, let the sunshine in, The sunshine in.

    Το χάραμα είχε έρθει.
     
  2. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Απάντηση: Χάραμα

    Αυτό είναι!

    Παιδικίστικη και χιλιοειπωμένη σε σημείο που προκαλεί νοσταλγία, αυτή η ιστορία είναι το απόλυτο pulp fiction. Σε κρατάει να το διαβάσεις μέχρι το φινάλε, και στο τέλος αναρωτιέσαι γιατί σου έχει σηκωθεί.

    I love it.

    Υ.Γ. Μια μέρα είχα +1 celerity και ξέχασα να το χρησιμοποιήσω.
     
  3. Ninevi

    Ninevi Regular Member

    Απάντηση: Χάραμα

    Thanks για την ιστορία, ψοφάω για βαμπίρια!
    Toreador για Brujah; ;-)