Dismiss Notice

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Opera

Discussion in 'Τέχνη' started by vautrin, 20 September 2010.

  1. vautrin

    vautrin Contributor





    Ελευθεροτυπία, Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

    «Ριέντσι»: η ζοφερή όπερα της Ιστορίας

    Πέρυσι η Γερμανική Οπερα του Βερολίνου πρόσφερε μια ενδιαφέρουσα σειρά νέων παραγωγών. Μεταξύ αυτών ξεχώρισε το τολμηρό στην εκσυγχρονιστική του ανάγνωση ανέβασμα της όπερας του Βάγκνερ «Ριέντσι, ο τελευταίος των τριβούνων» (1840).

    Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο-κλειδί στην εξέλιξη της βαγκνερικής γραφής που παρουσιάζεται σπάνια και ακόμη σπανιότερα ηχογραφείται λόγω των εξοντωτικά δύσκολων ρόλων και της μεγάλης του διάρκειας. Η προτεινόμενη καταγραφή σε DVD έγινε «ζωντανά» το 2010 στη Γερμανική Οπερα. Ο σκηνοθέτης Φίλιπ Στελτς προτείνει μια πειστική, δραστικά συνεπτυγμένη εκδοχή διάρκειας περίπου δυόμισι ωρών, η οποία επικεντρώνεται στη δράση και στο εύφλεκτο ιδεολογικό στίγμα του έργου. Οδηγός του υπήρξε η ακατανίκητη έλξη που ασκεί η κατ' αυτόν αυτονόητη συνάφεια του έργου με την πρόσφατη γερμανική ιστορία. Αυτός και οι ταλαντούχοι συνεργάτες του μεταφέρουν τη δράση από τη Ρώμη του 14ου αιώνα στο περιβάλλον των ολοκληρωτικών καθεστώτων του ευρωπαϊκού Μεσοπολέμου. Η άνοδος και η τραγική πτώση του χαρισματικού, άκρατα λαϊκιστή ηγέτη Κόλα ντι Ριέντσι (1313-1354), που ξεσηκώνει του πληβείους της Ρώμης ενάντια στη διεφθαρμένη αριστοκρατία των πατρικίων, μεταφέρεται στο έκφυλο περιβάλλον της φθίνουσας Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και της ανόδου του φασισμού.

    Ο πρωταγωνιστικός ρόλος συνδυάζει με τρομακτική πειστικότητα στοιχεία από Χίτλερ, Μουσολίνι και Στάλιν: κραταιός μαχητής, «πατέρας του έθνους», δεινός ρήτορας εκμαυλιστής του πλήθους, τυραννικός δεσπότης. Αψογα χτισμένο με γρήγορους ρυθμούς και στιλιζάρισμα κινηματογραφικής ταινίας, το θέαμα κυριολεκτικά κόβει την ανάσα: ξεκινά με σκηνές αλά-Φριτς Λανγκ, που αντλούν από την αντιρρεαλιστική εικονογραφία των Γερμανών εξπρεσιονιστών και των Ιταλών φουτουριστών του Μεσοπολέμου, για να καταλήξει σε ένα εφιαλτικό πανόραμα φασιστικής στρατοκρατίας με φόντο κολοσσιαία, ρυθμικά χορογραφημένα χορωδιακά και αριστοτεχνικές απομιμήσεις των προπαγανδιστικών ταινιών που γύρισε η Ρίφενσταλ για τον Χίτλερ!

    Ομοια επιτυχημένο είναι το δύσκολο μουσικό μέρος. Αδιαφιλονίκητος άξονας της παράστασης είναι ο εκπληκτικός Ριέντσι του ακμαίου Γερμανού τενόρου Τόρστεν Κερλ. Το στεντόρειο τραγούδι του συνδυάζει απίστευτη άνεση, αρρενωπό σφρίγος, αψεγάδιαστη ορθοτονία και λυρικούς τόνους που συγκινούν. Τον πλαισιώνουν η υποβλητική Ιρένε της δραματικής υψιφώνου Καμίλα Νίλουντ και ο σπαρακτικός Αντριάνο της εξαιρετικής μεσοφώνου Κέιτ Ολντριτς. Την Ορχήστρα και τη Χορωδία της Γερμανικής Οπερας του Βερολίνου διευθύνει ρωμαλέα και με νεύρο ο Σεμπάστιαν Λανγκ-Λέσινγκ. Αριστούργημα εύστοχα πολιτικοποιημένης σκηνοθεσίας στην όπερα. (Διπλό DVD ArtHauss/Unitel)
     
    Last edited by a moderator: 17 April 2014
  2. MisstressAmaranth

    MisstressAmaranth Regular Member

    Απάντηση: Opera

     
    Last edited by a moderator: 17 April 2014
  3. vautrin

    vautrin Contributor

    Παρακαλώ τους συμμετέχοντες στο εξής να περιορίζονται αποκλειστικά στο χώρο του μελοδράματος. Το κλασικό τραγούδι, το λιντ, το ορατόριο, αποτελούν εξαιρετικές μορφές μουσικής τέχνης, πλην όμως η όπερα σαφώς συνιστά διακριτό είδος με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

    Στους αγαπητούς παραβάτες αφιερώνω την σκηνή της εκτέλεσης από την Τόσκα του Πουτσίνι, έτσι για να ξέρουν ποια τιμωρία τους περιμένει… :rollinglaugh:


     
    Last edited by a moderator: 17 April 2014
  4. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    Απάντηση: Opera

     
    Last edited by a moderator: 17 April 2014
  5. MisstressAmaranth

    MisstressAmaranth Regular Member

    Απάντηση: Opera

     
    Last edited by a moderator: 17 April 2014
  6. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    Απάντηση: Opera

     
    Last edited by a moderator: 17 April 2014
  7. vautrin

    vautrin Contributor

     


     


     


     


    http://videos.arte.tv/fr/videos/_parsifal_de_wagner_a_bruxelles-3693098.html



    Όχι, οι φωτογραφίες και το βίντεο δεν προέρχονται από φετίχ σόου αλλά από παράσταση όπερας...



    Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

    Καστελούτσι με ολίγη από Βάγκνερ

    Το 2008, με την τριλογία του πάνω στη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, ήταν η αποκάλυψη του Φεστιβάλ της Αβινιόν.

    Το επόμενο καλοκαίρι ο Ιταλός σκηνοθέτης Ρομέο Καστελούτσι την έφερε στο Φεστιβάλ Αθηνών. Για να αναδειχτεί στην πιο δημοφιλή παράσταση των θεατών.

    Εδώ και μερικές μέρες η θεατρική Ευρώπη ξαναασχολείται με τον ταυτισμένο με το μεγάλο και τολμηρό θέαμα σκηνοθέτη. Μόνο που αυτή τη φορά ο Καστελούτσι μετακόμισε -για πρώτη φορά- στην όπερα. Πήρε το βάπτισμα του πυρός ανεβάζοντας τον «Πάρσιφαλ» του Βάγκνερ στο Theatre de la Monnaie των Βρυξελλών. Η «Μοντ» γράφει ότι ο Καστελούτσι «συνέλαβε ένα θέαμα ανοιχτό, που θέτει τα ίδια, θεμελιώδη, ερωτήματα του Βάγκνερ -επιθυμία, αγάπη, αμαρτία, σοφία, θυσία, εξιλέωση- χωρίς να δίνει απάντηση».

    Το μόνο που, σύμφωνα με τη γαλλική εφημερίδα, δεν αγγίζει ο σκηνοθέτης είναι το θέμα του πόνου. «Σε κανένα σημείο δεν νιώθουμε ότι μας αφορούν το πάσχον σώμα του Αμφόρτας, η μετάνοια της Κούντρι ή ο Πάρσιφαλ, που παίρνει πάνω του τις αμαρτίες του κόσμου. Ο Καστελούτσι ξεγύμνωσε τον Βάγκνερ από όλα τα ιδεολογικά όπλα του: το χριστιανισμό, το βουδισμό, τον παγανιστικό μύθο του Γκράαλ, τη σοπενχαρική απόσυρση. Ο δικός του μυστικισμός αποθεώνει το κενό -ούτε μια σταγόνα αίμα δεν υπάρχει στο κύπελλο του Γκράαλ- και την περιπλάνηση».

    Η κριτική δεν είναι, όμως, διθυραμβική. Γιατί, όπως ακριβώς κάνει και στο θέατρο, όπου δίνει περισσότερη σημασία στα σώματα των ηθοποιών παρά στο κείμενο, έτσι κι εδώ φαίνεται ότι αμέλησε τη μουσική για να δώσει βάρος στην εντυπωσιακή σκηνική εικόνα. «Ο Καστελούτσι απέφυγε την αναμέτρηση με τη φόρμα της όπερας κι έκανε τη μουσική ένα αόρατο σκηνικό», γράφει η «Μοντ».

    Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Ιταλός σκηνοθέτης διάλεξε για το οπερατικό ντεμπούτο του τον «Πάρσιφαλ». Ο Βάγκνερ ήταν ένας μάστορας των θεατρικών εφέ. Και σ' αυτό το έργο του το θέαμα περισσεύει. Παρελάσεις ιπποτών του Αγίου Δισκοπότηρου κι ένας μαγικός κήπος. Ιδανικό πλαίσιο για τον Καστελούτσι, που έγινε με την ευκαιρία σκηνογράφος, ενδυματολόγος και φωτιστής. Ετοίμαζε, άλλωστε, την παράσταση δύο χρόνια.

    Εστησε πάνω στη σκηνή ένα ολόκληρο δάσος φωτισμένο με έναν «ποιητικό τρόπο, που σου κόβει την ανάσα», σύμφωνα με τη «Μοντ». Στο δεύτερο μέρος, το μαγικό και αισθησιακό βασίλειο του Κλίνγκσορ γίνεται μια ψυχρή, παγωμένη αίθουσα. Γυμνές, δεμένες γυναίκες, μιμούμενες τα ερπετά, τριγυρίζουν την εκμαυλίστρια Κούντρι, που δεν θα καταφέρει να κατακτήσει τον Πάρσιφαλ. Τριακόσιοι χορωδοί και κομπάρσοι υπακούουν στις οδηγίες του σκηνοθέτη.

    Οσο για το καθαρά μουσικό μέρος, αυτό ανήκει στον μαέστρο Χάρτμουτ Χένχεν. Πάρσιφαλ ο Αμερικανός Αντριου Ρίτσαρντς, Κούντρι η Αννα Λάρσον.
     
    Last edited: 10 February 2011
  8. vautrin

    vautrin Contributor

     



    Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

    Η ζωή της Αννα Νικόλ Σμιθ έγινε όπερα από τον Μαρκ Αντονι Τέρνετζ

    Ενα κουνελάκι στο Κόβεντ Γκάρντεν

    «Ποτέ δεν είχαμε τόσα πολλά δημοσιεύματα για παραγωγή μας», λέει στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» η διευθύντρια της Royal Opera, Ελέιν Πάντμορ.
    Φυσικό δεν είναι; Πότε άλλοτε βαγκνερική σοπράνο, στην προκειμένη περίπτωση η Εβα-Μαρία Βέστμπρεκ, στάθηκε στη σκηνή του Κόβεντ Γκάρντεν, στο Λονδίνο, φορώντας τεράστια ψεύτικα στήθη, ερμηνεύοντας ένα κουνελάκι, μια στρίπερ, μια σταρ των ταμπλόιντ, μια ναρκομανή, μια γυναίκα που παντρεύτηκε στα 26 της έναν 89χρονο δισεκατομμυριούχο και πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών στα 39 της; Κι ας είναι η ιστορία της όπερας γεμάτη από δυστυχισμένες, παραστρατημένες γυναίκες.

    Η Royal Opera πρωτοπόρησε. Και την Πέμπτη δίνει την πρεμιέρα της η πολυαναμενόμενη όπερα «Anna Nicole» του 51χρονου Βρετανού συνθέτη Μαρκ-Αντονι Τέρνετζ, με το σάιτ του θεάτρου να προειδοποιεί ότι περιέχει «ακραία γλώσσα, χρήση ναρκωτικών και σεξουαλικές σκηνές».

    Η ιδέα να γίνει το διάσημο κουνελάκι με τη σκανδαλώδη και τραγική, εντέλει, ζωή ηρωίδα σύγχρονης όπερας ανήκει στο συνθέτη και στο λιμπρετίστα του, τον Ρίτσαρντ Τόμας, διάσημο για την επίσης τολμηρή «Jerry Springer: The Opera».

    «Θέλαμε κάτι σύγχρονο και πραγματικό, όχι μυθικό», λέει. Και η διευθύντρια της Royal Opera, που τον κυνήγαγε χρόνια να της γράψει νέο έργο, το χαρακτηρίζει «μια παραβολή, ένα κακό παραμύθι για ένα χαρακτήρα μεγαλύτερο από τη ζωή, τόσο που καταλήγει σουρεαλιστικός».

    Αλλωστε, ο 50χρονος Μαρκ-Αντονι Τέρνετζ, προστατευόμενος του Σάιμον Ρατλ, κι ένας από τους πιο επιτυχημένους κλασικούς συνθέτες της Μ. Βρετανίας, δεν αγαπάει την όπερα. «Τη βρίσκω βαρετή, ειδικά το μπελ κάντο», λέει στους «Νιου Γιορκ Τάιμς». Εγραψε, λέει, μια μουσική «που κλείνει το μάτι στο Μπρόντγουεϊ, με μια μπαλάντα που θα μπορούσε να την τραγουδήσει η Σούζαν Μπόιλ, αλλά και αναφορές στην τζαζ». Αλλα μέχρις εκεί. «Είναι πολύ σύνθετο έργο, χρειάζεται φουλ ορχήστρα και φωνές που δεν υπάρχουν στο Μπρόντγουεϊ», ξεκαθαρίζει. Σαν την Εβα-Μαρία Βέστμπρεκ, που ετοιμάζεται για το ντεμπούτο της στη Μετροπόλιταν της Ν. Υόρκης με τις «Βαλκυρίες» του Βάγκνερ.

    «Πήρα σαφείς οδηγίες: Δεν έπρεπε να μιμηθώ την Αννα, και ευτυχώς, γιατί δεν της μοιάζω καθόλου. Ηταν πολύ όμορφη και είχε κι αυτά τα στήθη», λέει. Παραδέχεται ότι ο θώρακας με την «περιουσία» της Αννα Νικόλ, που θα φοράει όλη την ώρα, έκανε τη δουλειά της πιο δύσκολη. Το ίδιο και η μουσική του Τέρνετζ, καινούργια γι' αυτήν εμπειρία. «Κατέληξα, όμως, να αγαπήσω την Αννα σαν χαρακτήρα. Απλώς δεν είχε όρια. Αυτό δεν την κάνει τέρας», λέει.

    Η πρεμιέρα δίνεται χωρίς κανείς δημοσιογράφος να έχει παρακολουθήσει πρόβες ή να έχει διαβάσει το λιμπρέτο. Οι δικηγόροι της Royal Opera το έχουν ξεψαχνίσει. Αλλά κανείς δεν ξέρει πώς θα αντιδράσουν από την Αμερική οι συγγενείς της Αννα Νικόλ Σμιθ.
     
  9. vautrin

    vautrin Contributor

    Η σύγχρονη όπερα στην Ελλάδα και τον κόσμο. Μια μελαγχολική σύγκριση…

    Επτά, Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

    Από τα ταμπλόιντ στην όπερα

    ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ

    Πώς θα μας φαινόταν άραγε εάν η Λυρική Σκηνή ή το Μέγαρο παράγγελναν μια νέα όπερα με θέμα βγαλμένο κατ' ευθείαν από τις πικάντικες σελίδες των ελληνικών ταμπλόιντ;

    Τι θα λέγαμε για ένα λυρικό έργο με πρωταγωνίστρια τη Ζωζώ Σαπουντζάκη, «βασίλισσα της νύχτας» των 60s την εποχή της Πειραϊκής Πατραϊκής; Ακόμα καλύτερα: τι άποψη θα είχαμε για μια όπερα με θέμα την εξωσυζυγική σχέση του Ανδρέα Παπανδρέου με την μελλοντική, τρίτη σύζυγό του την εποχή του «βρόμικου» '89; Και, γιατί όχι, ένα έργο που θα εστιάζει στην πρόσφατη ιστορία του Τόλη Βοσκόπουλου, της Τζούλιας Παπαδημητρίου και της Αντζελας Γκερέκου ως εκρηκτικό κοκτέιλ φτιαγμένο από glamour αθηναϊκής νύχτας, ερωτική εκδίκηση, και παραίτηση από υπουργικό θώκο λόγω φοροδιαφυγής; Σίγουρα οι σοβαροί φίλοι της όπερας θα έφριτταν. Μια άλλη μερίδα κοινού όμως θα αγαλλιούσε βλέποντας το τσιμπούσι του μιντιακού κανιβαλισμού να κερδίζει ορατότητα ανεβαίνοντας από τα ταμπλόιντ στα ευγενή σανίδια της Τέχνης. Καλώς ή κακώς, τίποτε από αυτά δεν θα επιβεβαιωθεί διότι μάλλον δεν πρέπει να περιμένουμε τέτοιες παραγγελίες. Αλλού, όμως, σε τόπους που έχουν κάνει με συνέπεια τις διαδρομές τους στον πολιτισμό δίχως ν' αφήνουν κενά πίσω, τα πράγματα μπορεί να είναι τελείως διαφορετικά.

    Αφορμή για τις σκέψεις προσφέρει το παράδειγμα της Βασιλικής Οπερας του Κόβεντ Γκάρντεν, όπου και η «Αν Νικόλ», η καινούρια όπερα του 50χρονου Μαρκ-Αντονι Τέρνεϊτζ, που άντλησε από την αληθινή ιστορία του διάσημου πρώην μοντέλου και τηλεοπτικής περσόνας από το Τέξας. Η Αν Νικόλ Σμιθ είχε ως πρότυπο τη Μέριλιν Μονρόε, διέθετε προϋπηρεσία σε στριπτιζάδικο του Χιούστον, έκανε εμφυτεύματα στο στήθος και είχε απολαύσει μεγάλη δημοσιότητα ποζάροντας για το περιοδικό «Playboy» τον Μάιο του 1992. Στα 27 της, το 1994 γνώρισε και παντρεύτηκε τον 89χρονο δισεκατομμυριούχο Τζον Χάουαρντ Μάρσαλ Β'. Εναν χρόνο αργότερα έμεινε χήρα, αλλά δυστυχώς γι' αυτήν δεν μπόρεσε να βάλει χέρι στην κολοσσιαία κληρονομιά: όπως ήταν αναμενόμενο, ο προγονός της, γιος του υπερήλικα συζύγου από προηγούμενο γάμο, ήγειρε επίσης αξιώσεις επί της πατρικής περιουσίας. Η δικαστική διεκδίκηση τραβούσε ήδη σε μάκρος, όταν το 2007 η Νικόλ βρέθηκε νεκρή από υπερβολική δόση ναρκωτικών ακριβώς όπως το άτυχο είδωλό της, ενώ πιο πρόσφατα, ο δικηγόρος της, που είχε κατηγορηθεί ως ύποπτος για το θάνατό της, αθωώθηκε.

    Σε πρόσφατη συνέντευξη, ο άγγλος συνθέτης διευκρίνισε ότι αντιμετώπισε τη «φριχτή αλλ' όχι θλιμμένη» ιστορία της ηρωίδας του με συμπάθεια, προτείνοντας ένα έργο όπου, παρά την τραγική απόληξη, κυριαρχεί το χιούμορ! Το γεμάτο κωμικές καταστάσεις πρώτο μισό εκτυλίσσεται ως flash-back στον πρότερο, ελαφρύ βίο της Νικόλ, ενώ το δεύτερο αποτυπώνει την πτώση και το μοιραίο τέλος, καθώς αυτή γλιστρά στην ακρότητα και την υπερβολή. Η φωνητική γραφή προβλέπει τραγουδιστές όπερας, ενώ η μουσική κινείται στο γνωστό, ερεθιστικά υβριδικό ύφος του συνθέτη, με αναφορές στην τζαζ, στο ροκ -προβλέπεται συμμετοχή του παλιού μπασίστα των Led Zeppelin!- αλλά κυρίως στον χυμώδη μελωδισμό του Πουτσίνι.

    Αραγε θα πείσει η νέα όπερα το λονδρέζικο κοινό; Και αν ναι, γιατί; Τι καθιστά μια όπερα σύγχρονη; Απλώς το ότι γράφεται σήμερα, ένα θέμα παρμένο από την πολιτική ή κοινωνική επικαιρότητα ή μια μελοποίηση σε σύγχρονη μουσική γλώσσα; Και τι είναι αυτό που μπορεί να εγγυηθεί τη μόνιμη θέση της στο βασικό ρεπερτόριο; Ερωτήσεις ουσιαστικές, που οι συνθέτες όπερας θέτουν και ξαναθέτουν στον εαυτό τους με ανανεούμενη έγνοια από την μακρινή εποχή του Μοντεβέρντι έως σήμερα. Πάντως, τον τελευταίο μήνα τα διεθνούς κυκλοφορίας περιοδικά όπερας και βεβαίως σύσσωμος ο αγγλικός τύπος ασχολούνται αδιάκοπα με την «Αν Νικόλ», το δε σύντομο διαφημιστικό φιλμάκι στο site της Βασιλικής Οπερας του Κόβεντ Γκάρντεν -μπορείτε να το δείτε στο http://www.roh.org.uk/video/index.html?bcpid=1733261711&bclid=1740131613&bctid=745460661001
    αποτελεί υπόδειγμα σύγχρονου πολιτιστικού marketing, αδιανόητο στα καθ' ημάς πουριτανικά ιδρύματα.

    Οσο κι αν ξαφνιάζει στην Ελλάδα, η περίπτωση της «Αν Νικόλ» δεν είναι καινούρια: ειδικά στον αγγλοσαξονικό χώρο με την υπερτροφική κουλτούρα του κουτσομπολίστικου κοινωνικού σχολιασμού, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν προηγηθεί αρκετές όπερες αντίστοιχης ή συναφούς θεματικής. Σχεδόν όλες είναι επικεντρωμένες σε διάσημες δημόσιες προσωπικότητες οι οποίες, αφού πρώτα λατρεύτηκαν, στη συνέχεια κατασπαράχτηκαν από τα αδηφάγα μίντια. Την αυλαία είχε σηκώσει ο ίδιος ο Τέρνεϊτζ με το πρωτόλειό του, το περίφημο «Greek» (Μόναχο 1988), μια σύγχρονη μεταφορά της τραγωδίας του Οιδίποδα (προσ)γειωμένη στο μεσοαστικό αγγλοσαξονικό περιβάλλον των 80s. Ομως, ασυζητητί διασημότερος πρόδρομος είναι η όπερα-καμπαρέ του τρομερού παιδιού της βρετανικής μουσικής, Τόμας Αντές, «Πούδραρε το πρόσωπό της» (Λονδίνο, 1995). Πρόκειται για μια σουρεαλιστική συρραφή επεισοδίων flash-back από τον διαβόητα έκλυτο βίο της Δούκισσας του Αρτζιλ, Μαργαρίτας, κατά τη δεκαετία του '60. Το έργο προκάλεσε αίσθηση διότι, μεταξύ άλλων ανεκδιήγητων, περιλαμβάνει την πρώτη σκηνή στοματικού έρωτα στην ιστορία της όπερας, στην οποία η πρωταγωνίστρια τραγουδά με το στόμα... μπουκωμένο.



    Αντίστοιχα αβάσταχτης ελαφρότητας είναι η «Τζάκι Ο» (1997, Χιούστον) του Μάικλ Ντόερτι. Ως επίκεντρό της έχει τη «μυθική» προσωπικότητα της Τζάκι -εδώ καρτουνίστικα μονοδιάστατη- παρουσιασμένη μέσα από γουορχολικά επιχρωματισμένες πτυχές της σχέσης της με τον Ωνάση, ενώ στο φόντο παρελαύνουν όλες οι αναπόφευκτες θεότητες των αδηφάγων ταμπλόιντ των 60s: Μαρία Κάλλας, Τζ. Φ. Κένεντι, Αριστοτέλης Ωνάσης, Αντι Γουόρχολ.

    Βεβαίως, οι παραπάνω απλώς ακολούθησαν δρόμους που άνοιξαν άλλοι πολύ νωρίτερα. Στην «Παραστρατημένη» («Τραβιάτα», 1853) ο Βέρντι διασκευάζει σε όπερα την «Κυρία με τις καμέλιες» (1852) του Δουμά υιού, που με την σειρά του είχε δραματοποιήσει την ιστορία της Μαρί Ντιπλεσί (1824-1847), διάσημης εταίρας της εποχής του, με την οποία μάλιστα είχε συζήσει. Παρ' ότι η λογοκρισία υποχρέωσε αμφοτέρους να «προχρονολογήσουν» τις αφηγήσεις τους κατά... εκατό χρόνια, συγγραφέας και συνθέτης ταυτίστηκαν στο ενδιαφέρον τους να θίξουν ένα καυτό θέμα από το οικείο τους κοινωνικό παρόν: την άνθηση της πορνείας στο Παρίσι της ακμάζουσας βιομηχανικής επανάστασης.

    Από τους νεότερους επιγόνους ασφαλώς ξεχωρίζει η «Λούλου» (1935) του Αλμπαν Μπεργκ, όμοια κυνική και τραγική ιστορία μιας Αν Νικόλ των αρχών του 20ού αιώνα, που συνθλίβεται στα γρανάζια της γκαζωμένης κοινωνικής κρεατομηχανής του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου. Η απόσταση που χωρίζει τις δύο ηρωίδες ασφαλώς μετριέται περισσότερο σε αλλαγή βάθους οπτικής παρά σε χρόνια, όμως το θέμα παραμένει ουσιαστικά ίδιο. Μόνο που την ερμητική, υψηλής αισθητικής μουσική του Μπεργκ αντικαθιστά εδώ η αριστοτεχνική μετανεωτερική αποδιοργάνωση της μουσικής γλώσσας από τον Τέρνεϊτζ.



    Από τη χαρακτηριστικά μεταμοντέρνα συνάντηση όπερας-παρόντος δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι σοβαρές εκδοχές όπου ρίχνει βαριά σκιά η Ιστορία. Μοναχικό, ασυναγώνιστη υπεροχής αριστούργημα προβάλλει η πασίγνωστη πλέον όπερα «Ο Νίξον στην Κίνα» (1987) του αμερικανού μινιμαλιστή Τζον Ανταμς. Το 2007 είχαμε την απροσδόκητη τύχη να την απολαύσουμε και στην Αθήνα, ενώ στη νεοϋορκέζικη Μητροπολιτική Οπερα πρωτοπαρουσιάζεται μόλις εφέτος.

    Στον «Αϊνστάιν στην ακρογιαλιά» (1976) και στη «Σατιαγκράχα» (1980), όπου εκτυλίσσεται η ζωή του Μαχάτμα Γκάντι, ο Φίλιπ Γκλας χτίζει σύγχρονα μουσικά πορτρέτα δύο ανθρώπων που με τις ιδέες τους άλλαξαν τον κόσμο. Παρ' ότι έγινε ευρύτερα γνωστή μόλις πέρυσι, η όπερα του Πολωνοεβραίου Μιετσισλάβ Βάινμπεργκ «Η επιβάτισσα» (1968) φέρνει για πρώτη -ίσως και τελευταία φορά- στην οπερατική σκηνή το ζοφερό τόπο των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ακόμη τολμηρότερος, στην «Ζωή με έναν ηλίθιο» (1992) ο κορυφαίος σοβιετικός μεταμοντέρνος Αλφρεντ Σνίτκε προτείνει μια διάφανη, δηλητηριώδη αλληγορία που καταγγέλλει την καταπίεση όσων έζησαν υπό το μόλις καταρρεύσαν σοβιετικό καθεστώς. Ολες αυτές οι όπερες συνιστούν επιτυχημένα παραδείγματα καινούριων έργων, που εκτός από δυνατό ιστορικό χρονισμό και θαυμαστή ισορροπία σύγχρονης σκηνικής δραματουργίας διαθέτουν -όπως και η «Λούλου»- μουσική με υπογραφή, που άγγιξε το κοινό. Αντίθετα: ποιος θυμάται σήμερα τον ανέμπνευστο «Καντάφι» του συγκροτήματος Asian Dub Collective (2006) ή τη μετριότατη όπερα που συνέθεσε ο πολύς Λορίν Μαζέλ επάνω στο «1984» του Οργουελ;

    Επανερχόμενοι στα καθ' ημάς, μάταια θα αναζητούσαμε έστω μία όπερα σοβαρών μουσικοαισθητικών αξιώσεων -δηλαδή όχι δήθεν σοσιαλιστικού ρεαλισμού- εμπνευσμένη από την ελληνική πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα. Αραγε, ποιος έλληνας συνθέτης θα τολμούσε να πατήσει σ' αυτό το -και μουσικό- ναρκοπέδιο, αντλώντας θέμα από την ιστορική ήττα της αριστεράς, τις αγριότητες των πολιτικών εξοριών, τη δολοφονία του Λαμπράκη ή την υπόθεση της Κούνεβα; Ιδού μια ενδιαφέρουσα, διόλου ρητορική ερώτηση! Πάντως, όποιος νομίζει ότι η σύγχρονη όπερα εξαντλείται μόνο σε μιντιακούς κανιβαλισμούς και παιχνίδια μεταμφιέσεων με διάφανες πλαστικές περσόνες είναι γελασμένος.


    ***


    Ελευθεροτυπία, Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

    ΕΔΩΣΑΝ ΣΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ 150 ευρώ ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΜΙΣΘΟ

    Λυρική όπερα της πεντάρας


    Της ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΜΠΑΡΚΑ

    Με ένα φιλοδώρημα... 150 ευρώ έφυγαν χθες από την Εθνική Λυρική Σκηνή οι απλήρωτοι εργαζόμενοί της. Διακόσια άτομα, μαζί και εκπρόσωποι σχεδόν όλων των σωματείων (Χορωδών, Μπαλέτου, Συντελεστών, Τεχνικών, Διοικητικών), εισέβαλαν χθες το μεσημέρι στα γραφεία όπου συνεδρίαζε το διοικητικό συμβούλιο απαιτώντας να ενημερωθούν πότε θα πληρωθούν.

    «Ευτυχώς, είμαστε γεμάτοι», ψιθύριζαν οι υπάλληλοι Παραμένουν απλήρωτοι από τις 15 Φεβρουαρίου καθώς δύο τράπεζες απαίτησαν και πέτυχαν την κατάσχεση των κρατικών επιχορηγήσεων και των χρηματικών διαθεσίμων με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ούτε ένα ευρώ για τη μισθοδοσία. Και παραμένει άγνωστο πότε θα ξαναπληρωθούν κανονικά.

    Τα μέλη του Δ.Σ. ζήτησαν από τους διαμαρτυρόμενους εργαζομένους να τους αφήσουν να συνεδριάσουν για να τους ενημερώσουν σχετικά. Σε περίπου μισή ώρα ο πρόεδρος του Δ.Σ. Νίκος Μουρκογιάννης, ο αντιπρόεδρος Αθ. Θεοδωρόπουλος και ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής Μύρωνας Μιχαηλίδης διάβασαν την έκτακτη ανακοίνωσή τους. Ουσιαστικά «πέταξαν» το μπαλάκι στα αρμόδια υπουργεία Πολιτισμού και Οικονομικών. Δήλωσαν ότι αναλαμβάνουν μεν την ευθύνη για την καθυστέρηση της μισθοδοσίας, αλλά δεν ήταν σε θέση να δεσμευθούν με ακριβή ημερομηνία για την καταβολή της. «Για να το κάνουμε πρέπει κι εμείς να γνωρίζουμε την ημερομηνία καταβολής των κρατικών επιχορηγήσεων».

    Πώς φτάσαμε ώς εδώ; Αρμόδιος για να απαντήσει είναι ο Νίκος Μουρκογιάννης που ανέλαβε την οικονομική εξυγίανση και τις διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες. Τα δάνεια εκταμιεύτηκαν από την προηγούμενη διοίκηση (βλ. Οδ. Κυριακόπουλος), οι εργαζόμενοι όμως καταγγέλλουν ότι ο νυν πρόεδρος τους τελευταίους 10 μήνες από τότε που ανέλαβε δεν κατέβαλλε τις οφειλές που υπολογίζονται σε 4 εκατομμύρια συν τους τόκους. Δεν είναι όμως μόνο οι τράπεζες που «βομβαρδίζουν» με αγωγές κατάσχεσης τη Λυρική. Προμηθευτές και άλλοι μικροί οφειλέτες φτάνουν στην έσχατη λύση.

    «Πάτε να φουντάρετε τη Λυρική;», ήταν η κραυγή αγωνίας των εργαζομένων προς τον πρόεδρο του Δ.Σ. «Απαιτούμε ενημέρωση για την οικονομική κατάσταση της Λυρικής. Προχώρησε η εξυγίανση; Μειώθηκε το χρέος; Εμείς πάμε από το κακό στο χειρότερο. Πεινάμε, φτάνει πια. Ως πότε θα μας ταΐζει η τέχνη;», φώναζαν, ζητώντας την παραίτησή του.

    Ο αντιπρόεδρος Θ. Θεοδωρόπουλος προσπαθώντας να κατευνάσει τα οξυμένα πνεύματα αναφέρθηκε στην εξόφληση του χρέους προς το ΙΚΑ (4 εκατ. ευρώ), αλλά και στις προσπάθειες να εκταμιευθούν μέσα στον μήνα 2 εκατ. ευρώ ως έκτακτη επιχορήγηση από το ΥΠΠΟΤ.

    Ο γραμματέας του Δ.Σ. Θόδωρος Μαυρομμάτης κατήγγειλε ότι στο προγραμματισμένο στις 7/2 Δ.Σ. είχε ζητήσει εκτός ημερήσιας διάταξης (στη διάταξη ως θέμα ήταν η παραγωγικότητα των εργαζομένων) να συζητηθεί το πρόβλημα με τις αγωγές των τραπεζών. Ομως ο πρόεδρος ανέβαλε τη συνεδρίαση για χθες.

    Την «καυτή» πατάτα καλείται να βγάλει από τη φωτιά ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής, αρχιμουσικός Μύρωνας Μιχαηλίδης. Θα ξεκινήσει από την αρχή τις διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες ώστε να βρεθεί το συντομότερο δυνατό λύση. «Από σήμερα τρέχω», ήταν οι πρώτες λέξεις που απηύθυνε στους εργαζομένους. «Θα σας ενημερώνω διαρκώς για τις κινήσεις μου. Θέλω να ξέρετε ότι είμαι άνθρωπος που ανακοινώνει τι έκανε και όχι τι θα κάνει».

    Ρωτήσαμε τον πρόεδρο γιατί έφτασαν οι τράπεζες σε τέτοιες ακραίες λύσεις. «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος. Προτεραιότητά μας όλο αυτό το διάστημα ήταν οι εργαζόμενοι», είπε και αποχώρησε εξοργίζοντας ακόμη πιο πολύ τους παρευρισκομένους.

    Τα 150 ευρώ που έλαβαν χθες, προήλθαν από τα πωληθέντα εισιτήρια της νέας παραγωγής του «Κουρέα της Σεβίλλης». «Ευτυχώς είμαστε γεμάτοι», ψιθύρισε εργαζόμενος περιμένοντας στην ουρά. Η εκταμίευσή τους ήταν πρόταση των ίδιων των εργαζομένων για όσους συναδέλφους αντιμετωπίζουν επείγοντα οικονομικά προβλήματα. Αλλωστε και η απόφαση του Δ.Σ. καθόριζε ρητά ότι τα δικαιούνται όσοι λαμβάνουν λιγότερα από 2.500 ευρώ μικτά τον μήνα.
     
    Last edited by a moderator: 17 April 2014
  10. lara

    lara Αυτοδεσποζόμενη Contributor

    Ευγένιος Ονέγκιν

    Δεν είμαι γνώστης της Όπερας.
    Αν και πάντα αγαπούσα και άκουγα/έπαιζα κλασσική μουσική, η όπερα μου «διέφευγε».
    Και κάποτε, όταν ειδικά άκουγα καμιά δραματική σοπράνο με έπιανε πονοκέφαλος.

    Όταν η κόρη μου 17 χρονών τώρα, η οποία τραγουδούσε από μικρό κάνα 12ωρο τη μέρα στα 15 της αποφάσισε να περάσει ακρόαση σε μια γνωστή Βουλγάρα Σοπράνο, η οποία δίδασκε στην Κύπρο κι εκείνη είπε πως έχει τα φόντα να ακολουθήσει όπερα και την ανέλαβε, άρχισα αναγκαστικά να προσπαθώ να μάθω περισσότερα για την Όπερα γενικότερα. Τώρα που αποφάσισε πως θα ακολουθήσει στις σπουδές της την Όπερα, όλη η οικογένεια άρχισε να συνηθίζει στα ακούσματα και μου έκανε εντύπωση που η μικρή μου κόρη τις προάλλες που έβαλα ένα cd με διάφορα αποσπάσματα μου ζήτησε να το δυναμώσω και να κάνω μερικές βόλτες με το αμάξι ακόμα μέχρι να το ακούσουμε όλο!

    Η μοναδική θετική εμπειρία που είχα πριν ν ασχοληθεί η κόρη μου, ήταν όταν είχα την τύχη να παρακολουθήσω στο Μπαλσόι Θέατρο στη Μόσχα, τον Ευγένιο Ονέγκιν.
    Δεν μπορώ να περιγράψω τι ένιωσα τότε πέρα από την αίσθηση πως ήρθα σε επαφή με το Θείο.
    Αυτή λοιπόν την όπερα επέλεξα να μοιραστώ μαζί σας  
    ______________________________________________________________________

    Ευγένιος Ονέγκιν του Τσαϊκόβσκυ -Πούσκιν

    Το εμμετρο μυθιστορημα του Αλεξαντερ Πουσκιν “Ευγενιος Ονεγκιν (ΕΟ)” αποτελει ισως το πιο γνωστο και σημαντικο εργο του. Ο μεγας Ρωσο-Αμερικανος συγγραφεας Vladimir Nabokov ισχυριζεται οτι ο Πουσκιν ειναι ο Σαιξπηρ της Ρωσιας και ο ΕΟ ειναι ο Αμλετ του.

    Ο Ναμποκοφ εχει μεταφρασει τον ΕΟ και μαλιστα αυτη η μεταφραση θεωρειται μαζι με τη Λολιτα το αριστουργημα του συγγραφεα!

    Υπόθεση:
    Η Τατιανα, κορη της επαρχιας, ερωτευεται τον Ευγενιο Ονεγκιν, φιλο του αρραβωνιαστικου της αδελφης της Ολγας, Λενσκι, και του απευθυνει επιστολη στην οποια ο Ευγενιος παραμενει αδιαφορος, αναφεροντας οτι δεν μπορει να δεσμευθει.

    Ο αμοραλισμος του Ευγενιου τον οδηγει σε μονομαχια με τον φιλο του Λενσκι, στην οποια ο Ευγενιος σκοτωνει τον φιλο του.

    Ο Ευγενιος συναντα χρονια αργοτερα την Ταιτιανα σε μια δεξιωση στη Μοσχα, και συνειδητοποιει οτι ειναι τρελα ερωτευμενος μαζι της.Της απευθυνει επιστολες απανωτες, στις οποιες η Τατιανα παραμενει αρνητικη. Ενω δεχεται οτι και αυτη τον αγαπα, τον διωχνει λεγοντας του οτι τωρα η θεση της ειναι διπλα τον αντρα της, και οτι το νεο ενδιαφερον του προς αυτην οφειλεται στην οικονομικη της ευμαρεια.

    Ο μεγάλος Ρώσος μουσουργός Πιοτρ Ιλιίτς Τσαϊκόβσκυ (1840-1893) έχει συνθέσει μερικές από τις πλέον αγαπημένες μελωδίες της λεγόμενης «κλασικής» μουσικής, με πιο γνωστές αυτές από τα μπαλέτα του «Η λίμνη των κύκνων» και «Ο Καρυοθραύστης».
    Ο Τσαϊκόβσκυ είναι επίσης γνωστός και για τις συμφωνίες του, τα συμφωνικά του ποιήματα και τα κοντσέρτα του.
    Αυτός ο σπουδαίος συνθέτης άφησε πίσω του και πολύ σημαντικές όπερες όπως είναι η «Ντάμα Πίκα» και ο «Ευγένιος Ονέγκιν».

    Ο «Ευγένιος Ονέγκιν» ήταν μια από τις όπερες που αγαπούσε περισσότερο, καθώς γράφηκε σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής του. Ηταν η εποχή που ο γάμος του με μια μαθήτριά του κατέληγε σε τραγωδία και η νεαρή σύζυγός του στο άσυλο. Ο Τσαϊκόβσκυ επεξεργαζόταν το υλικό του όταν ζούσε αυτό το δράμα, φεύγοντας μάλιστα από τη Ρωσία για να ξεπεράσει την τραυματική του εμπειρία. Είχε ο ίδιος συμπράξει στη συγγραφή του λιμπρέτου, ωστόσο, η πρεμιέρα στη Μόσχα τον Μάρτιο του 1879 ήταν μια αποτυχία. Χρειάστηκε να περάσουν πέντε χρόνια ώσπου μια νέα παρουσίαση να καθιερώσει το έργο στη θέση που του αξίζει.






    Links:

    Ρωσικός ρομαντισμός - TO BHMA
    kathimerini.gr | «Ευγένιος Ονέγκιν» του Τσαϊκόβσκυ
    http://1gym-pylaias.thess.sch.gr/onegkin.htm
    Eugene Onegin: Tatiana’s Letter – Ευγενιος Ονεγκιν: Το γραμμα της Τατιανας
     
    Last edited by a moderator: 17 April 2014
  11. vautrin

    vautrin Contributor










    Giuseppe Verdi, UN BALLO IN MASCHERA, atto III

    GUSTAVO III, re di Svezia(RICCARDO): Placido Domingo
    IL CONTE ANCKARSTROEM (RENATO): Leo Nucci
    AMELIA: Josephine Barstow
    ULRICA: Florence Quivar
    OSCAR: Sumi Jo

    Konzertvereinigung Wiener Staastsopernchor (Helmut Froschauer)
    Wiener Philarmoniker
    Sir Georg Solti

    Prod. John Schlesinger
    Salzburger Festspiele, 28 July 1990


    Οι μεταμφιέσεις κι οι παρενδυσίες είναι εξαιρετικά δημοφιλείς στον κόσμο της όπερας. Σίγουρα αποτέλεσαν μιας πρώτης τάξης ευκαιρία για τους συνθέτες ν’ αναφερθούν έμμεσα στην ομοφυλοφιλία αλλά και στην ρευστότητα των ταυτοτήτων των δύο φύλων, παρακάμπτοντας τον σκόπελο της λογοκρισίας.

    Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι βέβαια ο Χορός Μεταμφιεσμένων του Βέρντι, εμπνευσμένο από την δολοφονία του Γουσταύου του 3ου, Βασιλιά της Σουηδίας. Ο φωτισμένος, φιλελεύθερος αλλά συγκεντρωτικός μονάρχης έπεσε θύμα πολιτικής συνομωσίας αριστοκρατών και πυροβολήθηκε κατά τη διάρκεια ενός αποκριάτικου χορού, για να υποκύψει στα τραύματά του δύο μήνες αργότερα. Η είδηση του θανάτου του συγκλόνισε την Ευρώπη σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσαμε να την παραλληλίσουμε με τη δολοφονία του Κέννεντυ.

    Η όπερα δίνει μια ρομαντική εκδοχή των γεγονότων. Ο ομοφυλόφιλος μονάρχης εμφανίζεται εδώ ως ερωτευμένος με τη γυναίκα ενός ευγενή, ο οποίος για να εκδικηθεί, προσχωρεί στην ομάδα των συνομωτών και αναλαμβάνει ρόλο εκτελεστή. Εντούτοις δεν λείπουν οι νύξεις για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό: ο ακόλουθος του Όσκαρ, ρόλος γραμμένος για κολορατούρα σοπράνο, είναι ένα εύθυμο και έκδηλα θηλυπρεπές αγόρι. Στο φινάλε του έργου που επισυνάπτω, πεθαίνοντας ο βασιλιάς απονέμει χάρη στον φονιά• στην πραγματικότητα όμως βασανίστηκε, ακρωτηριάστηκε κι αποκεφαλίστηκε.

    Παρά τα στρογγυλέματα αυτά, η όπερα δεν γλίτωσε τελικά από τα ψαλίδια της λογοκρισίας που υποχρέωσε λιμπρετίστα και συνθέτη ν’ αλλάξουν τα ονόματα των ηρώων και να μεταφέρουν τη δράση στην μακρινή Βοστώνη. Χρειάστηκε να έρθει το 1990 για ν’ απολαύσουμε μια παράσταση με την αυθεντική μορφή του έργου.
     
    Last edited by a moderator: 17 April 2014
  12. vautrin

    vautrin Contributor









    Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

    Αυλή των θαυμάτων

    Της ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

    Αυστηρότητα και λιτότητα στη σκηνοθετική άποψη. Ελευθερία έκφρασης στους ερμηνευτές. Ενδυματολογικές αντιθέσεις μεταξύ της πολυτελούς, αποτυπωμένης με θερμά χρώματα και υπερβολή αγγλικής αυλής της Ελισάβετ Ι και της φτωχής, σκουρόχρωμης, αξιοπρεπούς καθημερινότητας της βασίλισσας της Σκοτίας. Αλλά, κοινό σκηνικό: μια φυλακή για τις δύο βασίλισσες.



    Αυτές είναι οι βασικές κατευθυντήριες γραμμές του Πιερ Λουίτζι Πίτσι, σκηνοθέτη, ενδυματολόγου και σκηνογράφου στην παραγωγή της όπερας «Μαρία Στουάρντα» του Γκαετάνο Ντονιτσέτι (1797-1848), με την οποία εγκαινιάζεται η συνεργασία της Σκάλα του Μιλάνου με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Η πρεμιέρα γίνεται αύριο και ακολουθούν τέσσερις παραστάσεις (12, 14, 16, 18/3), οι οποίες εντάσσονται στους εορτασμούς για τα 150 χρόνια της Ιταλικής Δημοκρατίας.

    Εξ ου και η χθεσινή παρουσία στην Αθήνα όλων των συντελεστών, «προεξάρχοντος» του σπουδαίου Ιταλού σκηνοθέτη αλλά και του Αγγλου αρχιμουσικού Ρίτσαρντ Μπόνινγκ, που θα διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Ο πρώτος έχει μια φορτισμένη προσωπική συναισθηματική σχέση με τη συγκεκριμένη όπερα του Ντονιτσέτι. Και ο δεύτερος θεωρείται ένας από τους ειδήμονες του μπελκάντο. Και οι δύο συνεργάζονται μ' ένα εξαιρετικό καστ, που προτείνει για το ρόλο της Μαρία Στουάρντα σε εναλλάξ διανομές την Ιταλίδα σοπράνο Πατρίτσια Τσόφι (10,12/3) και τη νεαρή Ρωσίδα Ιρίνα Λούνγκου (14,16,18/3), για το ρόλο της Ελιζαμπέτα τη μέτζο-σοπράνο Ελένα Μπελφιόρε, ως Ρομπέρτο Λέστερ τον τενόρο Φραντσέσκο Ντεμούρο και στους άλλους ρόλους τους Ελένη Βουδουράκη (Αννα Κένεντι), Μίρκο Παλάτσι (Τζόρτζο Τάλμποτ), Σιμόνε Πιατσόλα (λόρδος Γκουλιέλμο Σέσιλ). Συμμετέχει και η Χορωδία της ΕΡΤ υπό τον Δημήτρη Μπουζάνη.

    Από το 1967

    Ο Πίτσι, γνωστός του Μεγάρου από τις παραστάσεις του «Ορφέα» του Μοντεβέρντι (1997) και της «Αΐντα» του Βέρντι (2001), πρωτοήρθε σε επαφή με τη «Μαρία Στουάρντα» το 1967, όταν είχε επιμεληθεί το εικαστικό μέρος της ιστορικής παραγωγής που ανέβασε για το Μουσικό Μάιο της Φλωρεντίας ο Τζόρτζο ντε Λούλο, με Μαρία και Ελιζαμπέτα τις Λεϊλά Γκεντζέρ και Σίρλεϊ Βέρετ. Πρώτη φορά σκηνοθέτησε την όπερα πολλά χρόνια μετά, το 2007, για μια παράσταση ανοιχτού χώρου ενταγμένη στο Φεστιβάλ Οπερας του Σφαιριστηρίου στη Ματσεράτα κι ένα χρόνο αργότερα για τη Σκάλα του Μιλάνου.

    Γραμμένη το 1834, η όπερα του Ντονιτσέτι είναι σε λιμπρέτο του Τζουζέπε Μπαρντάρι, βασισμένο στην ομώνυμη τραγωδία του Σίλερ. Στρέφεται βέβαια στη συγκρουσιακή σχέση εξουσίας της βασίλισσας της Αγγλίας με τη βασίλισσα της Σκοτίας, που οδήγησε στον αποκεφαλισμό της τελευταίας. «Καθεμία αντιμετωπίζεται με την προσωπικότητα αλλά και τα γυναικεία της πάθη, τα οποία αναζωπυρώνει η παρουσία ανάμεσά τους του εραστή Ρομπέρτο Λέστερ», τονίζει ο Πίτσι. Εχει μελετήσει σε βάθος το ρεπερτόριο του Ντονιτσέτι, που εκτός από «υπέροχη μουσική, έχει εκπληκτικό θεατρικό αισθητήριο». Μέγιστη απόδειξη στη «Μαρία Στουάρντα» είναι η κορύφωση της δράσης με τη συνάντηση Ελισάβετ και Μαρίας -πράγμα που δεν αποτελεί ιστορικό γεγονός.

    Το έργο, «αυστηρό και λιτό, ξετυλίγει την πλοκή μόνο μέσω του τραγουδιού». Αναλόγως οφείλει να το αντιμετωπίσει και ο σκηνοθέτης, «αφήνοντας χώρο στο τραγούδι και ελευθερία έκφρασης στους τραγουδιστές, ώστε να αναδεικνύεται η προσωπικότητα καθενός». Γι' αυτό και Τσόφι και Λούνγκου προτείνουν «δύο εντελώς διαφορετικές ερμηνείες του ρόλου της Στουάρντα».

    Σκηνογραφικά «η δουλειά μου ήταν», εξήγησε ο Πίτσι, «να φανταστώ την ατμόσφαιρα. Επέλεξα ως κοινό χώρο δράσης μια φυλακή, αφού πράγματι η Στιούαρτ πέρασε 19 από τα 45 χρόνια της ζωής της έγκλειστη. Αλλά και η Ελισάβετ έζησε στη χρυσή "φυλακή" της βασιλικής Αυλής».

    Ενδυματολογικά, τα κοστούμια της Ελισάβετ φέρουν μια «βασιλική» υπερβολή και θερμά χρώματα, εν είδει σχολίου για τη «μεγαλομανία της εξουσίας». Αντίθετα, «στον κόσμο της Μαρίας επικρατεί μια φτώχεια γεμάτη αξιοπρέπεια και σχεδόν ανύπαρκτο χρώμα». Στόχος είναι «ήδη από την πρώτη της ενδυματολογική προσέγγιση να δίνεται η αίσθηση του επικείμενου θανάτου της».

    Μπελκάντο

    Γνώριμος του Μεγάρου από την παραγωγή της «Τραβιάτα» (2004), ο αρχιμουσικός Ρίτσαρντ Μπόνινγκ αφοσιώθηκε από τη δεκαετία του '60 στους μεγάλους συνθέτες του ιταλικού μπελκάντο. Ξεχωρίζει τον Ντονιτσέτι «για τους μουσικούς θησαυρούς του». Βεβαιώνει ότι το καστ, διαψεύδοντας την εποχή που λέει ότι λιγοστεύουν οι καλοί ερμηνευτές του μπελκάντο, είναι «σπουδαίο». Και, λακωνικός, προτιμά να μιλά για τη μουσική «μόνο πάνω στο πόντιουμ».
     
    Last edited by a moderator: 17 April 2014