Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Virginia Woolf

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Storm, στις 10 Σεπτεμβρίου 2010.

  1. Storm

    Storm Regular Member

     ​


    Από τις πρωτοπόρους συγγραφείς του 20ου αιώνα, η Βιρτζίνια Γουλφ συνέβαλε στον επαναπροσδιορισμό της τέχνης του μυθιστορήματος, εξελίσσοντας τον επιφανειακό ρεαλισμό, που στηριζόταν στις εξωτερικές λεπτομέρειες, σε μια βαθύτερη έρευνα του συνειδητού εσωτερικού κόσμου. Με τα μυθιστορήματα και τα δοκίμιά της, η Βιρτζίνια Γουλφ άσκησε μεγάλη επίδραση στην αναδιοργάνωση των δυνατοτήτων του μυθιστορήματος και του ρόλου που όφειλαν να διαδραματίσουν οι γυναίκες συγγραφείς στη δημιουργική ζωή. Όντας στην καρδιά της λογοτεχνικής επανάστασης, στην οποία βοήθησε και η ίδια, δηλώνει: «Γύρω στο Δεκέμβριο του 1910, ο ανθρώπινος χαρακτήρας άλλαξε». Μπορεί ν’ αναφερόταν στο θάνατο του Εδουάρδου και στο τέλος της Βικτοριανής περιόδου αλλά και στα εγκαίνια της πρώτης έκθεσης μετα-ιμπρεσιονιστών στο Λονδίνο με έργα Ματίς, Μανέ, Πικάσο, Βαν Γκογκ, Γκογκέν και Σεζάν, τα οποία εξήγγελλαν μια ριζικά διαφορετική άποψη της πραγματικότητας και έγιναν απρόθυμα δεκτά από το βρετανικό κοινό.
    Τα μυθιστορήματα και τα δοκίμια της Γουλφ σηματοδοτούν την εξερεύνηση αυτής της νέας πραγματικότητας και την αναζήτηση της καταλληλότερης φόρμας για να την εκφράσει.
    Η Βιρτζίνια Γουλφ γεννήθηκε στο Λονδίνο. Ήταν το τρίτο από τα Τέσσερα παιδιά της οικογένειάς της· είχε δυο αδελφούς και μια αδελφή. Πατέρας της ήταν ο γνωστός Βικτοριανός κριτικός, βιογράφος και φιλόσοφος σερ Λέσλι Στέφεν, συγγραφέας της μελέτης Η Ιστορία της Αγγλικής Διανόησης κατά τον Δέκατο Όγδοο Αιώνα και εκδότης του Λεξικού Εθνικής Βιογραφίας. Η μητέρα της, Τζούλια, υπήρξε διάσημη καλλονή και οικοδέσποινα του διακεκριμένου κύκλου των διανοουμένων που σύχναζαν στο σπίτι των Στέφεν. Και οι δυο γονείς ενθάρρυναν τα παιδιά τους Βιρτζίνια, Βανέσα, Τόμπι και Έιντριαν να καλλιεργήσουν τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις τους ήταν όμως η διδασκαλία του πατέρα της αυτό που επηρέασε ιδιαίτερα τη Βιρτζίνια. Στα μαθήματα που της έκανε καθημερινά εκείνος, η Βιρτζίνια έμαθε να διαβάζει με ευαισθησία και να εκτιμάει το καλό γράψιμο. Όπως θυμόταν αργότερα η ίδια για τον πατέρα της: «Καθώς ξάπλωνε πίσω στην καρέκλα του και απάγγελλε με κλειστά μάτια, νιώθαμε πως δεν απάγγελλε απλά τους στίχους του Τένισον ή του Ουέρντζγουερθ αλλά αυτά που ένιωθε και γνώριζε ο ίδιος. Γι’ αυτό, πολλοί από τους μεγάλους Άγγλους ποιητές είναι σήμερα για μένα αναπόσπαστα συνδεδεμένοι με τον πατέρα μου. Διαβάζοντάς τους, ακούω όχι μόνο τη φωνή του, αλλά κατά κάποιο τρόπο και τις διδασκαλίες και τα πιστεύω του».
    Η Τζούλια Στέφεν πέθανε όταν η Βιρτζίνια ήταν δεκατριών χρόνων. Ο χαμός της και το βαθύ πένθος του πατέρα της την οδήγησαν στον πρώτο από τους πολλούς νευρικούς κλονισμούς που θα βίωνε κατά τη διάρκεια της ζωής της. Το 1904, ο θάνατος του πατέρα της οδήγησε σε δεύτερο νευρικό κλονισμό και σε μια απόπειρα αυτοκτονίας. Όταν η Βιρτζίνια ανάρρωσε, μετακόμισε με τ’ αδέλφια της σ’ ένα δικό τους σπίτι στην μποέμικη συνοικία του Μπλούμσμπερι. Εκεί βρέθηκε στην καρδιά ενός κύκλου εκκεντρικών και ταλαντούχων καλλιτεχνών, κριτικών και συγγραφέων, όπως ο Λίτον Στράτσεϊ η Βίτα Σάκβιλ-Ουέστ, ο Ε. Μ. Φόρστερ και ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, που έγιναν όλοι τους γνωστοί ως η Ομάδα του Μπλούμσμπερι.
    Το 1912, η Βιρτζίνια παντρεύτηκε τον Λέοναρντ Γουλφ, κριτικό και πολιτικό αναλυτή. Τον επόμενο χρόνο ολοκλήρωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, Μακρινό Ταξίδι (The Voyage Out), το οποίο είχε αρχίσει να δουλεύει πριν από έξι χρόνια. Το δεύτερο μυθιστόρημά της Νύχτα και Μέρα κυκλοφόρησε το 19Ι9. Και τα δύο αυτά μυθιστορήματα είναι παραδοσιακά και στο ύφος και στο περιεχόμενο· στη συλλογή διηγημάτων, όμως, με τον τίτλο Δευτέρα ή Τρίτη αρχίζει να πειραματίζεται σ’ ένα πιο ελεύθερο, ποιητικό, προσωπικά στιλ για ν’ αποδώσει τη συνειδητοποίηση του χαρακτήρα, τις σκέψεις και τα μύχια συναισθήματα. Τα επόμενα μυθιστορήματά της, Το Δωμάτιο του Ιάκωβου (1922), Κυρία Νταλογουέι (1925) και το αριστούργημά της Μέχρι το Φάρο (1927), είναι γραμμένα όλα στο πειραματικό ύφος της Γουλφ· η συμβατική πλοκή αντικαθίσταται από την έμφαση στην εσωτερική, ψυχολογική κατάσταση των ηρώων της, ενώ ο χρόνος και ο τόπος αντικατοπτρίζουν μια βαθιά υποκειμενική αντίληψη. Στο βιβλίο της, Κυρία Νταλογουέι, η τραυματική εμπειρία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου εξετάζεται σε μια μόνο μέρα, καθώς η ηρωίδα ετοιμάζεται για ένα πάρτι την ώρα που ο τσακισμένος βετεράνος οδεύει προς την αυτοκτονία. Το παρελθόν επηρεάζει το παρόν, και οι σχέσεις δεκάδων ηρώων αποκαλύπτονται αποσπασματικά μέσα από συνεχείς μεταφορές και καλολογικά στοιχεία. Το αποτέλεσμα είναι μια δυνατή και συγκινητική αναδημιουργία της πραγματικότητας γεμάτη νόημα και συναισθηματικό απόηχο.
    Στο βιβλίο της Μέχρι το Φάρο, η Γουλφ επιχειρεί μια ακόμα μεγαλύτερη ενορχήστρωση των πειραματισμών της, σε τρία μέρη: ένας απολογισμός μιας και μόνο μέρας της ζωής τής οικογένειας Ράμζι και των φιλοξενουμένων τους μια ποιητική ανασκόπηση των τελευταίων δέκα χρόνων· η τελική περιγραφή της απόπειρας της ζωγράφου Λίλι Μπρίσκοου ν’ αποτελειώσει έναν πίνακα και να λύσει το αίνιγμα που θέτει η κυρία Ράμζι. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολύπλοκο σύμπλεγμα εννοιών και σχέσεων και μια έκθεση του τρόπου με τον οποίον τα αντιλαμβάνεται ο νους. Η Βιρτζίνια Γουλφ πετυχαίνει ν’ αντικαταστήσει την υλιστική, όπως θεωρεί, πλευρά των άλλων μυθιστοριογράφων, την επίπεδη και άνευ σημασίας εμπειρία, με μια πιο ηχηρή, ποιητική εσωτερική εμπειρία της ίδιας της συνείδησης.
    Ανάμεσα στα τελευταία βιβλία της Γουλφ είναι: ο Ορλάντο (1928)—μια κωμική βιογραφία που ξεκινάει την Ελισαβετιανή εποχή και φτάνει μέχρι το παρόν, οπόταν ο πρωταγωνιστής αλλάζει φύλλο για να ταιριάζει με την εποχή-, Φλας (1933)—μια φανταστική βιογραφία των Μπράουνινγκ, δοσμένη μέσα από τα μάτια του σκύλου της Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ—, μια βιογραφία του κριτικού τέχνης Ρίτσαρντ Φράι (1940) και τα μυθιστορήματα Τα Κύματα (1931), Τα Χρόνια (1937) και το Between the Acts (1941). Τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 η Γουλφ έγραψε επίσης αρκετά βιβλία με κριτικές, όπως και το Ένα Δικό σου Δωμάτιο (1929) και το Τρεις Γκινέες (1938), στα οποία αναπτύσσει τη φιλοσοφία της για την τέχνη, ξεκινώντας μια εμπνευσμένη καμπάνια υπέρ των γυναικών συγγραφέων. Καταπιεσμένη και αγνοημένη πολλά χρόνια, η γυναικεία προοπτική, σύμφωνα με την πασίγνωστη συνταγή της Γουλφ, χρειάζεται «πεντακόσιες λίρες το χρόνο και δικό της Χώρο» για ν’ αναπτυχθεί. Ο αγώνας της για την ανεξαρτησία των γυναικών και την αναγνώριση της μοναδικής συνεισφοράς τους συνέβαλε ώστε να θεωρηθεί μεγάλη φεμινίστρια και αγωνίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών.​

    Μετά από την ολοκλήρωση του τελευταίου (μεταθανάτια δημοσιευμένου) μυθιστορήματός της, έπεσε σε βαριά κατάθλιψη. Ο πόλεμος κι η καταστροφή των σπιτιών της στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια των αεροπορικών επιδρομών της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας, καθώς επίσης κι η ψυχρή υποδοχή της βιογραφίας της από τον πρώην φίλο της Ρότζερ Φράι επιδείνωσαν την κατάσταση, σε βαθμό που κατέστη ανίκανη να γράψει. Στις 28 Μάρτη του 1941, υπό την επήρεια άλλης μιας νευρικής, καταθλιπτικής κρίσης, ρίχτηκε στον ποταμό Ouse, έχοντας βάλει στις τσέπες της πέτρες, και πνίγηκε. Η σορός της βρέθηκε στις 18 Απρίλη κι ο σύζυγός της τήν έθαψε κάτω από ένα δέντρο, στον κήπο του σπιτιού τους, στο Ρόντμελ του Σάσσεξ. Σ' αυτό που θεωρείται από τους περισσότερους η τελευταία σημείωσή της προς τον σύζυγό της έγραψε:​
    Αισθάνομαι σίγουρα πως τρελαίνομαι πάλι. Αισθάνομαι ότι δε μπορούμε να ξαναπεράσουμε άλλον ένα σαν εκείνους τους φοβερούς χρόνους. Και δεν θα συνέλθω ξανά τούτη τη φορά. Αρχίζω ν' ακούω φωνές και δε μπορώ να συγκεντρωθώ. Έτσι κάνω κείνο που μου φαίνεται καλύτερο για όλους μας. Μου 'χεις δώσει τη μέγιστη δυνατή ευτυχία. Ήσουν με κάθε τρόπο όλ' αυτά ο που κανείς δε θα μπορούσε να 'ναι. Δε γνωρίζω δυο ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι ευτυχέστεροι, μέχρι που με χτύπησε τούτη η φοβερή αρρώστια. Δεν μπορώ να τη παλεψω άλλο. Ξέρω ότι χαλώ τη ζωή σου, που χωρίς εμένα θα μπορούσες να κάνεις. Και το ξέρεις πως το ξέρω. Βλέπεις δεν μπορώ μήτε να γράψω... ακόμη κι αυτό. Δε μπορώ να διαβάσω. Θέλω να πω πως οφείλω όλη την ευτυχία της ζωής μου σε σένα. Ήσουν ολότελα υπομονετικός μαζί μου και καλός σ' απίστευτο βαθμό. Θέλω να στο πω αυτό -ο καθένας το ξέρει. Αν κάποιος θα μπορούσε να μ' είχε σώσει, αυτός θα 'σουν εσύ. Όλα έχουνε χαθεί για μένα μα βεβαιώνω τη καλοσύνης σου. Δεν μπορώ να συνεχίσω να χαλώ τη ζωή σου άλλο. Δεν σκέφτομαι ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να 'ναι ευτυχέστεροι απ' όσο ήμασταν εμείς.
     
  2. Storm

    Storm Regular Member

    Το σημάδι στον τοίχο


    Πρέπει να 'τανε φέτος το Γενάρη, όταν για πρώτη φορά πρόσεξα το σημάδι στον τοίχο. Για να καθορίσει κανείς μιαν ημερομηνία είναι απαραίτητο να τη συνδυάσει με τα πράματα που 'χε τότε προσέξει. Έτσι τώρα σκέφτομαι τη φωτιά, αυτή τη σταθερή γραμμή κίτρινου φωτός πάνω στη σελίδα του βιβλίου μου, τα τρία χρυσάνθεμα στο στρογγυλό γυάλινο μπολ πάνω στο μάρμαρο του τζακιού. Ναι πρέπει να 'τανε χειμώνας και μόλις είχαμε τελειώσει το τσάι μας, γιατί θυμάμαι ότι κάπνιζα ένα τσιγάρο, όταν το μάτι μου έπεσε για πρώτη φορά πάνω στο σημάδι του τοίχου. Κοίταξα ψηλά, μέσα από τον καπνό του τσιγάρου μου κι η ματιά μου συγκεντρώθηκε για μια στιγμή στη κάφτρα κι αυτή η παλιά πορφυρή σημαία που ανέμιζε στον πύργο του κάστρου μ' έκανε να φανταστώ κόκκινους ιππότες να παρελαύνουνε πάνω στ' άλογά τους, ανεβαίνοντας τη πλαγιά του σκοτεινού βράχου. Προς μεγάλη μου ανακούφιση, η φαντασίωση αυτή διακόπηκε όταν η προσοχή μου στράφηκε στο σημάδι του τοίχου, γιατί ήτανε παλιά φαντασίωση, που την είχα φτιάξει μάλλον όταν ήμουν παιδί και μου 'ρχεται αυτόματα στο νου. Το σημάδι ήταν μικρό και στρογγυλό, μαύρο πάνω στον άσπρο τοίχο και βρισκότανε δεκαπέντε ή δεκαοκτώ πόντους πάνω από το μάρμαρο του τζακιού.
    Πόσο γρήγορα οι σκέψεις μας συγκεντρώνονται πάνω σε καινούργιο αντικείμενο, εξυψώνοντάς το λιγάκι, σα τα μυρμήγκια που κουβαλούν ένα αχυράκι με τόσο ζήλο και μετά το αφήνουν. Αν το σημάδι είχε γίνει από καρφί, αυτό δε μπορεί να προοριζότανε για φωτογραφία αλλά για μικρογραφία -τη μικρογραφία μιας κυρίας με άσπρες μπούκλες, πουδραρισμενα μάγουλα και χείλια σα κόκκινα γαρίφαλα. Απομίμηση φυσικά γιατί οι άνθρωποι που μένανε πριν από μας εδώ, έτσι θα διαλέγανε πίνακες -παλιός πίνακας, για παλιό δωμάτιο. Τέτοιοι άνθρωποι ήτανε, πολύ ενδιαφέροντες και τους σκέφτομαι πολύ συχνά σε τέτοια παράξενα μέρη, μια και κανείς δε θα τους ξαναδεί και δε θα μάθει τι απέγιναν. Ήθελαν ν' αφήσουνε το σπίτι αυτό επειδή θέλαν ν' αλλάξουν στυλ επίπλωσης, έτσι είπε κείνος κι ήταν έτοιμος να πει ότι κατά τη γνώμη του, η τέχνη πρέπει να κρύβει κάποιες ιδέες, όταν η προσοχή μας διασπάστηκε όπως συμβαίνει όταν μια ηλικιωμένη γυναίκα πάει να σερβίρει τσάι κι ένας νεαρός χτυπάει το μπαλάκι του τένις στη πίσω αυλή της εξοχικής βίλας, καθώς κάποιος τρέχει να προλάβει το τρένο. 'Οσο για το σημάδι, δεν είμαι σίγουρη. Δεν πιστεύω πως έχει γίνει από καρφί, τελικά. Είναι πολύ μεγάλο, πολύ στρογγυλό για τρύπα από καρφί, θα μπορούσα να σηκωθώ, αλλά αν σηκωνόμουν να το δω, οι πιθανότητες να μπορέσω να πω με σιγουριά τι είναι, θα ήταν μια στις δέκα γιατί κανείς ποτέ δεν μαθαίνει πώς ακριβώς συμβαίνουν τα πράγματα. Αχ! ψυχή μου, το μυστήριο της ζωής! Η ανακρίβεια της σκέψης! Η άγνοια της ανθρωπότητας! Για να δείξω πόσο λίγο κατέχουμε τα πράγματα -πόσο συμπτωματική είναι η ζωή μας παρ' όλο τον πολιτισμό μας-, αφήστε με να απαριθμήσω μερικά από τα πράγματα που χάνουμε κατά τη διάρκειά της, αρχίζοντας από μια απώλεια που δεν θα πάψει να μου φαίνεται η πιο μυστηριώδης -τι θα μπορούσε να μασήσει η γάτα, τι να ροκανίσει το ποντίκι -κείνα τα τρία γαλάζια κουτιά μ' εργαλεία βιβλιοδεσίας. Είναι όμως και τα κλουβιά των πουλιών, οι σιδερένιοι κρίκοι, τα ατσάλινα παγοπέδιλα, τα αμπάρια του 'Κουήν Ανν', η σανίδα του μπιλιάρδου -όλα χάθηκαν, μαζί και τα κοσμήματα. Οπάλια και σμαράγδια κείτονται στις ρίζες των γογγυλιών. Δύσκολη υπόθεση η Βεβαιότης! Είναι να αμφιβάλλεις ακόμα και για το αν αυτή τη στιγμή φορώ κάποια ρούχα πάνω μου και για το αν κάθομαι περιτριγυρισμένη από υπαρκτά έπιπλα. Γιατί, αν ήθελε κάποιος να συγκρίνει τη ζωή με κάτι, θα έλεγε πως είναι σαν να εκσφενδονίζεσαι μέσα σε μια σήραγγα του μετρό, κινούμενος με πενήντα μιλία την ώρα και να προσγειώνεσαι στην άλλη άκρη χωρίς να σου έχει μείνει ούτε ένα τσιμπιδάκι στα μαλλιά! Σαν να 'χεις εκτοξευτεί στα πόδια του θεού, ολόγυμνος! Σαν κεφάλι που κατρακυλά σε λιβάδια ασφόδελων μοιάζοντας με πακέτο τυλιγμένο σε στρατσόχαρτο, που ξέφυγε από το σωρό του ταχυδρομείου! Σαν τα μαλλιά που ανεμίζουν, θυμίζοντας την ουρά ενός αλόγου ιπποδρομιών. Ναι, όλα αυτά φαίνεται να εκφράζουν την ταχύτητα της ζωής, την αδιάκοπη φθορά και ανανέωση. 'Ολα είναι τόσο τυχαία, τόσο συμπτωματικά... Αλλά στον άλλο κόσμο.
    Το αργό ξερίζωμα των χοντρών πράσινων μίσχων έτσι που τ' άνθη καθώς πέφτουν, μας πλημμυρίζουνε πορφυρό φως. Γιατί, τελικά, να μη γεννιέται κανείς εκεί, όπως γεννιέται δω, αβοήθητος, ανίκανος να μιλήσει, ανίκανος να συγκεντρώσει κάπου το βλέμμα του, ψηλαφώντας τις ρίζες των χόρτων, τα δάχτυλα των ποδιών των Γιγάντων; 'Οσο για να διακρίνεις ποια είναι τα δεντρα και ποιοι οι άντρες κι οι γυναίκες, ή να πεις αν υπάρχουν τέτοια πράγματα, αυτό δεν θα μπορέσει κανείς να το κάνει, για πενήντα χρόνια, πάνω-κάτω. Δεν θα υπάρχει τίποτε άλλο, παρά μόνο διαστήματα φωτός και σκότους, τεμνόμενα από χοντρούς μίσχους κι ίσως λιγάκι πιο ψηλά, από κηλίδες ακαθόριστου χρώματος, σε σχήμα τριαντάφυλλου -θολές αποχρώσεις του ροζ και του γαλάζιου- που με το χρόνο θα γίνονται πιο ξεκάθαρες, θα γίνονται κι εγώ δεν ξέρω τι ακριβώς...
    Αλλά το σημάδι στον τοίχο αποκλείεται να είναι τρύπα. Μπορεί να έχει προκληθεί από κάποια στρογγυλή μαύρη ουσία, μπορεί ένα μικρό φύλλο τριαντάφυλλου, ξεχασμένο από το καλοκαίρι, κι εγώ καθώς δεν είμαι πολύ καλή νοικοκυρά - κοίτα τη σκόνη πάνω στο μάρμαρο του τζακιού, ας πούμε, σκόνη που θα μπορούσε να θάψει την Τροία τρεις φορές, όπου, καθώς πιστεύεται, μοναχά κομμάτια κεραμικών αντιστέκονται στον τέλειο αφανισμό τους.
    Tο δέντρο έξω από το παράθυρο χτυπά απαλά το τζάμι... Θέλω να σκεφτώ ήσυχα, ήρεμα, άνετα, να μην ενοχληθώ ποτέ, να μη χρειαστεί ποτέ να σηκωθώ από τη καρέκλα μου, να γλυστρώ με ευκολία από το ένα πράγμα στο άλλο, χωρίς τίποτα να μ' εμποδίζει ή να με ενοχλεί, θέλω να βυθίζομαι ολοένα και βαθύτερα, πέρα από την επιφάνεια, με τα αδρά περιγεγραμμένα, τα ξεχωριστά γεγονότα της. Και για να ισορροπήσω, ας αρπάξω την πρώτη ιδέα που περνά... Σαίξπηρ. 'Η αυτός ή κάποιος άλλος, το ίδιο κάνει. 'Ενας μοναδικός άνθρωπος που στρώθηκε σε μια πολυθρόνα, κοίταξε τη φωτιά και ένας καταιγισμός ιδεών κατέκλυσε το μυαλό του. χωρίς διακοπή, ερχόμενος από τους Ουρανούς. Στήριξε το μέτωπό του στο χέρι του κι οι άνθρωποι, που βλέπαν μες από την ανοιχτή πόρτα -γιατί αυτή η σκηνή υποτίθεται ότι διαδραματίζεται ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα... Αλλά τι ανιαρή αυτή η ιστορική φαντασίωση! Δεν τη βρίσκω καθόλου ενδιαφέρουσα. Μακάρι να έπεφτα πάνω σ' ένα ευχάριστο μονοπάτι της σκέψης, ένα μονοπάτι που έμμεσα ν' αφορά εμένα, γιατί αυτές είναι οι πιο ευχάριστες σκέψεις και μάλιστα πολύ συχνές, ακόμη και για τα μυαλά των μέτριων γκρίζων ανθρώπων, που πιστεύουν ειλικρινά ότι απεχθάνονται ν' ακούν επαίνους για τον εαυτό τους. Είναι σκέψεις που δεν επαινούν ευθέως κάποιον κι εκεί βρίσκεται η ομορφιά τους, είναι σκέψεις όπως:
    "Και τότε μπήκα στο δωμάτιο. Συζητούσαν για βοτανολογία. Είπα πως είχα δει ένα λουλούδι να μεγαλώνει σ' ένα λοφάκι σκόνης στο μέρος όπου βρισκόταν ένα παλιό σπίτι στο Κίνγκσγουεη. Ο σπόρος είπα, πρέπει να είχε φυτευτεί επί της βασιλείας του Καρόλου του Πρώτου. Τι είδους λουλούδια φύτρωναν την εποχή του Καρόλου του Πρώτου; ρώτησα (αλλά δεν θυμάμαι την απάντηση). Ψηλά λουλούδια με πορφυρούς θυσάνους, ίσως". Και πάει λέγοντας. 'Ολη την ώρα που φτιάχνω την εικόνα μου στο μυαλό μου, στοργικά, κρυφά, χωρίς να τη λατρεύω απροκάλυπτα, γιατί αν το έκανα, θα έπιανα τον εαυτό μου επ' αυτοφώρω και θα άπλωνα αμέσως το χέρι μου να πιάσω ένα βιβλίο για αυτοπροστασία. Είναι πράγματι περίεργο με πόσο ενστικτώδη τρόπο προστατεύει κανείς την εικόνα του από την ειδωλολατρεία ή οποιαδήποτε άλλη μεταχείριση θα μπορούσε να τη γελοιοποιήσει ή να τη διαφοροποιήσει τόσο από το πρωτότυπο, ώστε να μη την εμπιστεύεται πια κανείς.
    Ή μήπως δεν είναι και τόσο περίεργο τελικά; Είναι ένα ζήτημα υψίστης σημασίας. Ας υποθέσουμε ότι ο καθρέφτης σπάει, η εικόνα εξαφανίζεται και η ρομαντική μορφή με το πράσινο των δασών γύρω της δεν υπάρχει πια, παρά μόνο κείνο το κέλυφος του ανθρώπου που είναι ορατό στους άλλους -τι ασφυκτικός, ρηχός, απογυμνωμένος που γίνεται ο κόσμος! 'Ενας κόσμος αφόρητος. Όταν αντικρύζουμε ο ένας τον άλλο στα λεωφορεία και τον υπόγειο σιδηρόδρομο, κοιτάζουμε τον καθρέφτη -αυτό εξηγεί το απλανές βλέμμα μας, που αντανακλά τη λάμψη του γυαλιού. Οι μυθιστοριογράφοι του μέλλοντος θα συνειδητοποιούν ολοένα και περισσότερο τη σημασία αυτών των αντανακλάσεων, γιατί φυσικά δεν υπάρχει μία αντανάκλαση αλλ' άπειρες. Αυτά είναι τα βάθη που θα εξερευνήσουνε, τα φαντάσματα που θα κυνηγήσουν, αφήνοντας τη περιγραφή της πραγματικότητας ολοένα και περισσότερο έξω από τις ιστορίες τους, θεωρώντας τη γνώση της δεδομένη, όπως έκαναν οι Έλληνες κι ίσως ο Σέξπιρ -αλλά αυτές οι γενικεύσεις δεν έχουνε καμίαν αξία. Ο επίσημος ήχος της λέξης αρκεί. Παραπέμπει σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων, υπουργούς -μια ολόκληρη τάξη πραγμάτων που όταν είναι κανείς παιδί, συνδυάζει με το πράγμα αυτό καθ' αυτό, το καθιερωμένο, το ουσιαστικό από το οποίο δε θα μπορούσε κανείς να ξεφύγει χωρίς να κινδυνεύει να καταδικαστεί. Οι γενικεύσεις ανακαλούν, μ' ένα περίεργο τρόπο, Κυριακές στο Λονδίνο, κυριακάτικους απογευματινούς περίπατους, κυριακάτικα γεύματα, συζητήσεις για νεκρούς, ρούχα και συνήθειες -όπως η συνήθεια να καθόμαστε όλοι μαζί σ' ένα δωμάτιο μέχρι μιαν ορισμένη ώρα, παρόλο που σε κανένα δεν άρεσε αυτό. Για τα πάντα υπήρχαν κανόνες. Ο κανόνας για τα τραπεζομάντηλα, κείνη την εποχή, ήταν ότι θα 'πρεπε να 'ναι βαριά, φτιαγμένα με τη τεχνική της ταπετσαρίας, με μικρά κίτρινα σχεδία, σαν κι αυτά που μπορείτε να δείτε στις φωτογραφίες των χαλιών που βρίσκονται στους διαδρόμους του βασιλικού παλατιού. Τα άλλα τραπεζομάντηλα δεν θεωρούνταν πραγματικά τραπεζομάντηλα. Πόσον αναπάντεχα υπέροχο ήταν ν' ανακαλύπτεις ότι αυτά τ' αληθινά πράματα, κυριακάτικα γεύματα και περίπατοι, εξοχικά σπίτια και τραπεζομάντηλα, δεν ήταν εντελώς αληθινά, στη πραγματικότητα ήταν κατά το ήμισυ φανταστικά κι η καταδίκη που συνόδευε τον αμφισβητία δεν ήταν παρά η αίσθηση μιας παράνομης ελευθερίας. Αναρωτιέμαι τί πήρε τη θέση αυτών των πραγμάτων, αυτών των γνήσιων, καθιερωμένων πραγμάτων; Οι άνδρες ίσως, αν τύχει να είσαι γυναίκα· η ανδρική ματιά που κυριαρχεί στη ζωή μας, που θέτει θεσμούς, που καθιερώνει τη Βίβλο των Ευγενών του Γουίτακερ που, από την εποχή του πολέμου υποθέτω, έχει γίνει το φάντασμα που καταδιώκει πολλούς άνδρες και γυναίκες και που ελπίζω να γίνει καταγέλαστη και να βρεθεί μέσα στη γενική κατακραυγή στον τάφο που πάνε όλα τα φαντάσματα, οι μαονένιοι μπουφέδες, τα αντίγραφα των πινάκων του Λάντσιρ, Θεοί και Δαίμονες, Κολαστήρια και πάει λέγοντας, αφήνοντας όλους εμάς με μια μεθυστικήν αίσθηση παράνομης ελευθερίας -αν βέβαια υπάρχει ελευθερία...
    Πότε-πότε, όταν το φως πέφτει από μια ορισμένη γωνία, το σημάδι στον τοίχο μοιάζει σαν να προεξέχει από τον τοίχο. Ούτε και είναι τελείως σφαιρικό. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη, αλλά φαίνεται να ρίχνει κάποια σκιά, κι αυτό σημαίνει πως αν έσερνα το δάχτυλο μου κατά μήκος εκείνου του ξεφλουδίσματος του τοίχου, σε κάποιο σημείο το δάχτυλό μου θ' ανέβαινε και θα κατέβαινε σ' ένα μικρό εξόγκωμα σαν εκείνα τα υψώματα στο Σάουθ Ντάουνς που λένε ότι είναι ή τάφοι ή στρατόπεδα. Από τα δύο θα προτιμούσα να είναι τάφοι, γιατί αγαπώ, όπως κι οι περισσότεροι Εγγλέζοι, τη μελαγχολία και το βρίσκω φυσικό στο τέλος ενός περιπάτου να σκέφτομαι τα κόκαλα που αναπαύονται κάτω από την τύρφη. Πρέπει να υπάρχει και κάποιο σχετικό βιβλίο. Κάποιοι αρχαιολόγοι πρέπει να ξέθαψαν εκείνα τα κόκαλα και να τους έδωσαν όνομα... Αναρωτιέμαι τι είδους άνθρωποι είναι οι αρχαιολόγοι. Συνταγματάρχες εν αποστρατεία θα έλεγα, οι περισσότεροι, οδηγούν ομάδες γέρων εργατών σε τούτη τη κορφή, εξετάζουν πέτρες και σβώλους από χώμα, ανταλλάσσουν επιστολές με τους ιερωμένους των γειτονικών χωριών, που, όταν ανοίγονται την ώρα του πρωινού, τους δίνουνε την αίσθηση πως είναι σημαντικοί και συγκρίνουν αιχμές από βέλη, πράμα που καθιστά αναγκαία τα ταξίδια ανά την ύπαιθρο και τις επαρχιακές πόλεις, ευχάριστη αναγκαιότητα για τους ίδιους και τις ηλικιωμένες συζύγους τους, που θέλουν να φτιάξουν μαρμελάδα δαμάσκηνο ή να κάνουνε γενική καθαριότητα στο γραφείο κι έχουνε κάθε λόγο να κρατάνε σε συνεχή εκκρεμότητα το μεγάλο ερώτημα, -τάφοι ή στρατόπεδα;- ενώ ο συνταγματάρχης έχει μιαν ευχάριστη φιλοσοφική διάθεση καθώς συγκεντρώνει στοιχεία κι υπέρ της μιας κι υπέρ της άλλης εκδοχής. Είναι αλήθεια ότι τελικά κλίνει προς την εκδοχή του στρατοπέδου, μα επειδή πολλοί βρέθηκαν να τον αντικρούσουνε, συντάσσει ένα φυλλάδιο και σχεδιάζει να το διαβάσει στη συγκέντρωση της τοπικής αρχαιολογικής εταιρείας που γίνεται κάθε τρίμηνο, όταν προσβάλλεται από εγκεφαλικό κι οι τελευταίες συνειδητές του σκέψεις δεν αφορούνε σύζυγο και παιδί, αλλά το στρατόπεδο και την αιχμή του βέλους που βρέθηκε κει και τώρα φυλάσσεται στο τοπικό μουσείο μαζί με το πόδι μιας Κινέζας φόνισσας, μια χούφτα νυχιών της Ελισάβετ, πολλές πήλινες πίπες Τυδόρ, ένα ρωμαϊκό κομμάτι κεραμικής κι ένα ποτήρι κρασιού από το οποίο έπινε ο Νέλσον -που αποδείκνυε κι εγώ δε ξέρω τι.
    Όχι, όχι, τίποτα δεν έχει αποδειχθεί, τίποτα δεν είναι γνωστό. Κι αν επρόκειτο να σηκωθώ αυτήν ακριβώς τη στιγμή και να βεβαιώσω τι είναι πραγματικά αυτό το σημάδι στον τοίχο, τι θα έλεγα; Το κεφάλι ενός γιγάντιου παλιού καρφιού, που καρφώθηκε πριν από δυο αιώνες και τώρα χάρη στο υπομονετικό τρίψιμο γενεών ολόκληρων υπηρετριών, προβάλλει το κεφάλι του πάνω από το στρώμα της μπογιάς κι αντικρύζει για πρώτη φορά τον σύγχρονο κόσμο σ' ένα δωμάτιο μ' άσπρους τοίχους, με μόνο φωτισμό τη φωτιά στο τζάκι; Τι θα κέρδιζα; Γνώση; Υλικό για παραπέρα αναζήτηση; Τις ίδιες σκέψεις κάνει κανείς, είτε είναι καθιστός είτε όρθιος. Και τι είναι γνώση; Τι άλλο είναι οι σοφοί μας, εκτός από απόγονοι μάγων κι ερημιτών που κουρνιάζανε σε σπηλιές και δάση, καλλιεργώντας βότανα, συνομιλώντας με ποντίκια και καταγράφοντας τη γλώσσα των αστεριών; Και όσο οι προλήψεις φυλλορροούν κι ο σεβασμός μας για την ομορφιά και τη πνευματική υγεία μεγαλώνουνε τόσο λιγότερο τους εκτιμάμε...
    Ναι, θα μπορούσε να φανταστεί κανείς έναν πολύ ευχάριστο κόσμο. Έναν ήσυχο απλόχωρο κόσμο με κατακόκκινα και βαθυγάλαζα λουλούδια, σπαρμένα στα ανοιχτά λιβάδια. Ένα κόσμο χωρίς καθηγητές, ειδικούς ή επιστάτες με προϋπηρεσία στην αστυνομία, έναν κόσμο που θα μπορούσε κανείς να τον σχίσει με τη σκέψη του, όπως το ψάρι σχίζει το νερό με το πτερύγιό του, αγγίζοντας τους μίσχους των νούφαρων που αιωρούνται πάνω από φωλιές γεμάτες λευκά, θαλασσινά αυγά. Πόσο γαλήνια είναι εδώ κάτω, να 'μαστε ριζωμένοι στο κέντρο του κόσμου και ν' ατενίζουμε προς τα πάνω, μέσα από τα γκρίζα νερά με τις ξαφνικές τους λάμψεις και αντανακλάσεις -αν δεν υπήρχε ο Καζαμίας του Γουίτακερ- αν δεν υπήρχε η Βίβλος των Ευγενών!
    Πρέπει να σηκωθώ και να δω η ίδια τι είναι στ' αλήθεια αυτό το σημάδι στον τοίχο -ένα καρφί, ένα φύλλο τριανταφυλλιάς, μια ρωγμή στο ξύλο; Εδώ έχουμε να κάνουμε, για μιαν ακόμα φορά, με τη Φύση και τον αέναο αγώνα της αυτοσυντήρησης. Καταλαβαίνει πως αυτός ο συνειρμός οδηγεί απλά σε χάσιμο ενεργείας ή σε κάποια σύγκρουση με την πραγματικότητα, γιατί ποιος θα μπορούσε ποτέ να τα βάλει με τη Βίβλο των Ευγενών του Γουίτακερ; Ο αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι ακολουθείται από τον πρόεδρο της Βουλής των Λόρδων ο οποίος ακολουθείται από τον αρχιεπίσκοπο του Γιορκ. Όλοι ακολουθούνε κάποιον, αυτή είναι η φιλοσοφία του Γουίτακερ κι είναι σημαντικό να γνωρίζεις ποιος ακολουθεί ποιον. Ας αφήσουμε τον Γουίτακερ να γνωρίζει ό,τι θέλει και τη Φύση να μας κατευθύνει και να μας παρηγορεί αντί να μας εξοργίζει. Κι αν δε μπορείς να παρηγορηθείς, αν πρέπει να χαλάσεις αυτή τη στιγμή της ηρεμίας, σκέψου το σημάδι στον τοίχο. Καταλαβαίνω το παιχνίδι της Φύσης -τη τάση της ν' αναλαμβάνει δράση για να βάζει τέλος σε όποια σκέψη απειλεί να προκαλέσει ταραχή ή πόνο. Από κει υποθέτω ότι προέρχεται η ελαφρά περιφρόνησή μας για τους ανθρώπους της δράσης -ανθρώπους, συμπεραίνουμε, που δε σκέφτονται. Παρολαυτά δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να βάζει κανείς τελεία στις δυσάρεστες σκέψεις του, κοιτάζοντας ένα σημάδι στον τοίχο.
    Πράγματι, τώρα που προσήλωσα τη ματιά μου πάνω του, νιώθω σαν να πιάστηκα από σανίδα σωτηρίας. Νιώθω μια ικανοποιητική αίσθηση πραγματικότητας που μεμιάς στέλνει στο έρεβος τους δύο αρχιεπισκόπους και τον πρόεδρο της Βουλής των Λόρδων. Εδώ υπάρχει κάτι συγκεκριμένο, κάτι αληθινό. 'Οπως όταν ξυπνά κανείς μεσονυχτίς από κάποιον εφιάλτη, ανάβει βιαστικά το φως και ξαπλώνει πάλι γαληνεμένος, λατρεύοντας τη σιφονιέρα, λατρεύοντας τη σταθερότητα, λατρεύοντας τη πραγματικότητα, λατρεύοντας τον απρόσωπο κόσμο που είναι απόδειξη μιας ύπαρξης διαφορετικής από τη δική μας. Γι' αυτά τα πράγματα θέλει κανείς να είναι σίγουρος...
    Το ξύλο είναι ένα ευχάριστο πράγμα, να το σκέφτεσαι. Προέρχεται από ένα δέντρο και τα δέντρα μεγαλώνουν κι εμείς δεν ξέρουμε πώς μεγαλώνουν. Χρόνια και χρόνια μεγαλώνουν, χωρίς να μας δίνουν καμία σημασία, σε λιβάδια, σε δάση, στις όχθες των ποταμών -σ' όλ' αυτά τα πράματα που χαίρεται να σκέφτεται κανείς. Οι αγελάδες κουνάνε τις ουρές τους, εκεί πέρα, τα ζεστά απογεύματα. Αυτά είναι που βάφουν τόσο πράσινους τους ποταμούς και όταν κάποιο πουλί βουτάει στο νερό, νομίζεις ότι όταν ξαναβγεί, τα φτερά του θα είναι καταπράσινα. Μου αρέσει να σκέφτομαι τα ψαριά που ισορροπούν εναντία στο ρεύμα όπως οι σημαίες στον άνεμο. και τα σκαθάρια που σχηματίζουν αργά αργά βουναλάκια λάσπης στην όχθη του ποταμού. Μου αρέσει να σκέφτομαι το δέντρο το ίδιο: πρώτα την οικεία, στεγνή αίσθηση του ξύλου. μετά το τρίξιμο κάτω απ' την καταιγίδα. μετά, την παχύρρευστη, ευχάριστη λάσπη του ρετσινιού. Μου αρέσει ακόμα να το σκέφτομαι τα χειμωνιάτικα βράδια όρθιο, στο γυμνό χωράφι, με όλα του τα φύλλα συρρικνωμένα, χωρίς να εκθέτει τίποτα το τρυφερό στις σιδερένιες σφαίρες του φεγγαριού, ένα γυμνό κατάρτι πάνω στη γη που γυρίζει, γυρίζει όλη νύχτα. Το τραγούδι των πουλιών πρέπει ν' ακούγεται πολύ δυνατά και παράξενα τον Ιούνιο και πόσο κρύα πρέπει να νιώθει τα πόδια των εντόμων πάνω του, καθώς εκείνα σκαρφαλώνουν με κόπο στον ζαρωμένο του κορμό ή λιάζονται πάνω στις λεπτές πτυχές των φύλλων του και κοιτάζουν ίσια μπροστά τους με κείνα τα διαμαντένια κόκκινα μάτια τους... Μία προς μία οι ρίζες σπάνε κάτω από την τεράστια κρύα πίεση της γης, μετά έρχεται η τελευταία καταιγίδα και πέφτοντας τα ψηλότερα κλαδιά χώνονται, και πάλι βαθιά μέσα στο χώμα. Μα ακόμα και τότε, η ζωή του δε σταματά δω. Υπάρχουν ακόμα εκατομμύρια ζωές γεμάτες εγκαρτέρηση και παρατήρηση για ένα δέντρο, σ' ολόκληρο τον κόσμο, σε κρεβατοκάμαρες, σε πλοία, στους δρόμους. σαν επένδυση σε δωμάτια όπου άνδρες και γυναίκες κάθονται μετά το τσάι και καπνίζουν τσιγάρα. Είναι γεμάτο ήρεμες σκέψεις, χαρούμενες σκέψεις, αυτό το δέντρο, θα ήθελα να εξετάσω καθεμιά τους ξεχωριστά - αλλά κάτι με εμποδίζει...
    Πού είχα μείνει; Περί τίνος επρόκειτο; Για ένα δέντρο; 'Ενα ποτάμι; Τα υψώματα; Τον Καζαμία του Γουίτακερ; Τα λιβάδια των ασφόδελων. Δεν μπορώ να θυμηθώ το παραμικρό. 'Ολα κινούνται, πέφτουν, γλυστρούν, εξαφανίζονται... Υπάρχει μια τεράστια συσσώρευση ύλης.
    Κάποιος στέκεται από πάνω μου λέγοντας:
    -"Θα βγω ν' αγοράσω εφημερίδα".
    -"Ναι";
    -"Αν και δεν ωφελεί να αγοράζει κανείς εφημερίδες... Δε συμβαίνει ποτέ τίποτα το ιδιαίτερο. Ανάθεμα τον πόλεμο, που να τονε πάρει!... Πάντως, δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο πρέπει να 'χουμε ένα σαλιγκάρι πάνω στον τοίχο μας".
    Α! το σημάδι στον τοίχο! 'Ηταν ένα σαλιγκάρι.