Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Οι Δράκοι

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 4 Ιουνίου 2025.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Οι Δράκοι (The end/War F)

    Κάποιοι τον φώναζαν Θεό, εγώ απλώς μπαμπάκα. Το όνομα μου Ελευθερία…

    Θεριά τα πόδια του, βουνά που πόλεις καταπίνουν.

    Τέρατα τα πέλματα του, σε ανθρώπους, αλήθειες, φυλακές με πύλες τώρα ανοιχτές, αναμμένοι γεμιστήρες με ψέματα τις ψυχές πυροβολούν. Ο Αδόλφος, σε στέπα από κόκκινη λάσπη το κορμί του σέρνει. Κάθε τι που σκοτώνει, την επόμενη στιγμή ζωντανό είναι ξανά. Στο κόσμο των τεσσάρων, η ζωή και ο θάνατος νόημα δεν έχει, σαν ψευδαίσθηση γελά και φέγγει για αυτούς που θυμούνται τη ζωή στις τρεις.

    Μπροστά του 9 παιδία παίζουν «Μου» με ιου κ ρανία, για μπάλα. Στα δεξιά του Τανκ σερ με κάνη 5 μέτρα μήκος. Στα δάχτυλα του, μολύβι μοιάζει και μολύβι βγάζει με γεύση ου pανί ου. Με ένα χτύπημα κεφάλια, εννιά οι καρίνες που τρυπούν.

    Strike.

    Πανογελά, αλλά κεφάλια 9 ακόμη σε σώματα παιδικά ξανά φυτρώνουν. Θλίψη, πλήξη, λήξη.

    Ποίηση ικανή ποτέ ξανά.

    Στο κόσμο των ζωντανών, σε συμμαχίες διαστάσεις τρεις καμβάς, όταν πέθαινες, πέθαινες. Μία και καλή.

    Τώρα, δεν έχει νόημα ο πόλεμος. Κανένας κερδισμένος. Ο θύτης, πως θύτης να ‘ ναι, αν θύμα δεν μπορεί να έχει.

    Στα αριστερά του γυναίκες, σε βουνό με σπασμένα γυαλιά ξ υπό λυτες με μπούρκα ανεβαίνουν, χορεύουν και πέφτουν. Θρυμματίζονται. Γυαλιά αφήνουν και άλλες την θέση τους παίρνουν.

    Και ξανά, ξανά. Ο άνθρωπος ξεχνά, μαθαίνει, ξεχνά, μαθαίνει και ξεχνά.

    Δεν έχει άλλους να σκοτώσει. Τι νόημα έχει ο θάνατος, αν οριστικός δεν είναι;

    Περνά μέσα από το Δ άσος. Μανιτριάρια διφορούμενων μεγεθών, σχημάτων και φλογών.

    Να ένα εμπρός του, μέτρο 1 και 69.

    Στο θηριώδη του κεφάλι, γυναίκα ερεθισμένη από την χρόνια απουσία αγάπης που την στέγνωσε στο χρόνο, pro σπαθί τώρα να μου σκέψη. Να και ένα δεύτερο, ύψος 33,5 χείλια μέτρα.

    Δεκάδες τα χείλια που αποκολλημένα από το στόμα των αφεντικών τους, πάνω του σέρνονται. Ανθρώπινα, γατίσια, φαλαινοθηρικά του Βασιλιά και άλλων καλλονών σαρκώδη και άτριχα. Να και τρίτο ένα. Πάχος, όσο η υδρόγειος, πάνω του ουρά και ίρα κανα στηριγμένα στα πολλά τους πόδια.

    Ο Αδόλφως επιτέλους ζωγραφίζει ένα χαμόγελο, πάνω από το στραβό του χείλος και κάτω από το Ορθόδοξο μους Τάκη του. Σαν νύμφη που το Πάνα γυμνό analζητά, χοροπηδεί στο ένα πόδι κάθε φορά. Αριστερό, δεξί, αριστερό, δεξί, αχχ ένα βατόμουνο.

    Κόκκινο βατόμουνο, σκύβει και το δοκιμάζει. Ψάρι νεκροζώντανο που στον ήλιο σκιάζεται και στο πουθενά φοβέρα. Συνεχίζει να χορό πηδεί και γαμιέται, σαν ανόητη παρθένα…

    …από τα μάτια μόνο. Αχχ ένα πορτοκαλεί π τέως. Τα οπίσθια του γυρνά και με τα χείλια τα τυφλά στο στόμα του το βάζει.

    Μιαμ, μιαμ, μία μμμμ. Να χρονοπηδεί δεν σταματά και πάντα σε μονό χρόνο το πόδι στο ΕΔαφΩς βυθίζει, σπλούτς.

    Χώμα, υγρό και στη λάσπη καυλωμένο. Αχχχ μία Δράκαινα με πού τσα θηριώδης. Μέτρα δύο και 31, στον κώλω του Αλέξανδρου, βυθίζει…

    -Μα τον gay Κουκεφάλα. Η πόρνη με αρνήθηκε. Τόσες φορές ικέτεψα σε Ξ να κάνουμε και όχι Ξ ανά πόλεμο. Και αυτή μου αρνί θηκε. Ξανά και Ξ ανά και Ξανά… Ο Αδόλφως, πληγωμένος, στα γόVατα τώρα πέφτει σιμά τους λιγώνει.

    Ο Αλέξανδρος ο Αίγας, στα τέσσερα στημένος, σουβλάκι σε κορμό και όχι καλάμι, μήτε καλά Μάκη, της Δράκαινας το όργανο, στάζει και φωνάζει, στάζει και ουρλιάζει.

    Η Δράκαινα με το χέρι της, το πέος της περί στρέφει και τον Αλέξανδρο ξε σκίζει

    -Να ‘μια και εγώ. Ο Αδόλφως, το στόμα του στη πάριζα του Αλέξανδρου κουμπώνει και τη μικρή του σβάστικα στο στόμα του το Μέγα λυτρώνει…

    Λύ τρωσεις…

    βυθίζει…

    Μερικά επί και σοδειά πιο πίσω…

    Το φεγγάρι μοιρολογά βιασμένο. Στο πάτωμα από το μπρίκι που έβρασε με τη βία σου χυμένο.

    Η Δράκαινα συνέρχεται και με δύναμη ουρλιάζει.

    -Σταμάτα!!!

    Οι αθώοι λιώνουν και στο χώμα χάνονται. Οι κλώνοι Xitler όλοι μαζί ενώνονται.

    Ένας άνδρας, με ψέματα στα μάτια που απατά να δείχνουν, εκδηλώνεται μπροστά της.

    Ο αδολΦΩΣ.

    -Τι θα μου προσφέρεις για να σταματήσω;

    -Τι θέλεις;

    -Να με φιλήσεις.

    -Μόνο αυτό;

    -Και να με αγαπήσεις…

    -Όχι.

    -Μην τολμήσεις!

    -Όχι, όχι!!

    -Θα εισβάλλω!!!

    -Όχι, όχι, το όχι, είναι όχι και μόν ο ΧΙ!!!!

    -Ακούω πατήματα βαριά και νύχια από γυαλί, να σέρνονται στη σάρκα σου ομορφούλα μου. Η γη γλεντάει με το αίμα σου. Έρχονται!!!!!

    -Ωχ ι!!!!!!

    -Μαστιγώσατε τα Άλογα!!!!!!!

    Λέξεις πολεμιστές, στοχεύουν την σιωπή.

    Η Δράκαινα το βάζει στα χέρια. Τρέχει να ξεφύγει από τη βρώμικη του Αδελφού σκιά.

    βΡώμικες ανάσες, γαμάνε στο σκοτάδι δίχως έλεος τη μοναξιά..

    Στα μακριά της μόνα τα κανιά μπερδεύεται και η αξία της πέφτει..

    Αίμα θα το φως που χάνεται και θύματα ένας Τροβαδούρος, ένας Στρατηγός, μία Μάγισσα και μία Μπαλαρίνα…

    Σηκώνεται μουσκεμένη από τα υγρά της μοναξιάς και η Δράκαινα βρέχει να ξεφύγει. Πηδάει τα βουνά, τις λίμνες, τα λαγκάδια και τα ξερά χορτάρια, τέτοιο πήδημα είχε η Γαία να βιώσει από την εποχή της δημιουργίας…

    Ένα σάλπισμα και τα Άλογα ξεχύνονται από πίσω της με τις ψηλές ψηλά σκληρές και στις Πόλεις Ορθό με μένος….

    Η Δράκαινα τρελή από τον μανιακό των λέξεων βιαστή να ξεφύγει και τρέχει σαν τρελή, αφήνοντας τις φλόγες σαν ορδές να δραπετεύουν από το κ ορμή της….

    Σκασμένα κουφάρια, οι σκιές πετούν τις μάσκες, λαχανιασμένες. Τα σπαθιά τραβούν. Με το λίγο στο φως λουφάζουν πίσω από τα βουνά. Από εμπρός η Δράκαινα και στη μέση του βουνά. Τα Ζα Do Na Πούτιν τα Ζα και του Παρισιού τα οΥΖα.

    Η Δράκαινα ξεφεύγει από του Χάρου τις ψωλές και πάνω σε τρίο πέφτει.

    Ο Άλεξ άνδρος ο Αίγος, γυμνός από τη μέση και κάτω είναι. Όρθιος και στα Πάντα ανοιχτός.

    Εμπρός του η αδερφή του η Μεσσαλονίκη, γονατιστή να πίνει από το αθάνατο νερό του.

    Από πίσω του η μάνα του η Λαμπάδα. Η 28η Λαμπάδα, από πίσω του με κουτάλα να ξεστρώνει το κώλο του Αλέξανδρου του Αίγα.

    -Πάρε και αυτή, πάρε κι εκείνη. Με στρατιωτάκια μου ήθελες παιχνίδια.

    Σταματά και την κουτάλα μέσα στον πρωκτό του χώνει και ανακατεύει. Την τραβά και στο στόμα φέρνει και δοκιμάζει.

    -Νόστιμα, φρέσκα υγρά, παλιά υγρά, όλα του Άλεξunder ο κόλος τα νοστιμεύει. Πάρε και αυτόν, πάρε και εκείνον, παλούκια γύρευες αλλά δεν παλουκωνόσουν. Το γύρο της σφαίρας ήθελες να κάνεις, κυνηγώντας την ούρα σου. Έκανες τους Μέλιονες να παραμιλούν στα όνειρα τους και χύνουν σε κάθε τους βιασμό.

    -Μα μανούλα μου γλυκιά, εγώ δεν σκότωνα…

    Μόρφωνα, εγώ δεν βίαζα…

    Εκπολίτιζα, δεν χώριζα τις μανάδες από τα νεκρά παιδιά τους….

    Εξάπλωνα το αίμα, το Μελλονικό, το αθάνατο!

    -Δεν έχει άλλο μπρε Αλέξ. Το ήπια οΛο. Η Μεσσαλονίκη λάμπει μουσκεμένη στη νύχτα και η Δράκαινα ψάχνει τα λόγια της.

    Μένει εκεί. Στρατιωτάκι ακούνητο, μέρα ή νύχτα; Η Λαμπάδα και η Μεσσαλονίκη αποχωρούν ερεθισμένες. Η κόρη, το κεφάλαιο της γέρνει τρυφερά στο ώμο της μητέρας.

    Ο Λεξ, μένει, ανοιχτός και δεμένος. Η Α Η δράκαινα, μένει, γυμνή με την βρεφική κλειτορίδα να την ταΐζουν οι Λύκοι.

    Με το γάλα τους. Η Κλείτο γατάκι γίνεται και μεγαλώνει.

    Με το αίμα τους. Η Κλείτο τίγρης μοιάζει και τις τεράστιες πατούσες της γλύφει.

    Με το σπέρμα τους. Η Κλείτο γατόσαυρος τώρα και καπνούς από την τρύπα σαν την πύλη Αξιού βγάζει.

    -Πάρε με. Η φωνή του Αίγα;

    -Πήγαινε με την τρομερή σου πάριζα, στα πέρατα του κόσμου. Του Αλέξανδρου του Αίγα;

    -Ένα με την Κλείτο σου θα γίνω, σαν τον άλλο Κουκεφάλα και θα αρμενίσουμε σε όλες τις θάλασσες τούτου του πλανήτη. Θα υψώσουμε σε κάθε σπίτι την μπλε σημαία μας.

    -Σε παράκαλώ πάρε με.

    Η Δράκαινα με τα γυμνά της πέλματα βαδίζει στο πεδίο της μάχης. Να ξεφύγει προσπαθεί, να τους πατήσει δεν θέλει. Και ας είναι νεκροί και συνάμα ζωντανοί.

    Ένα 7άκης εκατομμύρια μικροί στρατιώτες, σπαρμένοι στο έδαφος. Πλαστικοί δεν είναι. Αλλά μήτε από μολύβι. Σάρκα το δώμα της ψυχής τους ήταν μέχρι χθες. Τώρα δέρμα το μπαλόνι με άχυρα γεμάτο.

    Χρώματα δύο, στολές μαύρες οι δεξιές, λευκές αριστερές. Σκοπό μονάχα έχουν. Να στο δύο να χωρίζονται.

    Στο καλό και στο καλό. Στο κακό και στο κακό. Στο άσπρο και στο λευκό, στο μαύρο και στο βλάκα.

    Δύο αφεντικά, δύο σκύλοι σαν θεοί.

    Στον Βορρά ο Αδελφώς Heat ler, στον Νότο ο Alex under the great.

    Δύο οι προσανατολισμοί, στολισμένοι με το μισός του ένας από το άλλον.

    Στην Analτολή η φοράδα του Αδώλ φου, η RussChi. Μεγάλη αρχόντισσα. Άνθρωπος η μισή, άλογο η μισή και από χρήμα μαύρο η υπόλοιπη μισή.

    Stεί δύση μαύρη Γ άτα του Αλέξανδρου, η NaUsa. Μεγάλη σκύλα. Άνθρωπος το τέτ art το ένα, Cut το αλλήθωρο το τετarto και Shark το τελευταίο τετατετartο.

    Η Δρά κενα, στο κέντρο του πεδίου μένει. Παγωμένη, τα δόντια της μπήγει στη γλώσσα που ζωντανή χτυπιέται από κάτω τους και σπαρταρά.

    Τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Δύο οι στρατηγοί, δύο οι υπό, δύο οι στρατοί και 7άκις εκατομμύρια τα πιόνια. Κανείς πανταλόνι δεν φορά. Τις κινήσεις εμποδίζει.

    Το χέρι σηκώνει ο Αλέξ. Το πόδι ο Αδόφλως, την ουρά η NaUsa, τα αυτιά η RussChi.

    Τα αεροπλάνα, βάρη, γαλέρες, δίκρανα, έφεδρους, Ζήτα(πληθυντικός του Ζήτω), ήρωες, θηρία, ιερά(τα όσια στο όμικρον), καλά σνικωφ, λάστιχα, μαχέρια(μάχη, χέρι και μαχαίρι, τρεις les se μία), να( από το Να κι σένα, Να κι εμένα Νατο το παρά λογο Μελά το, γαμώτο το αυγό ξέχασα), ξύλα, όσια, παιδιά(νέο όπλο, σηκώνεις ένα παιδί και χτυπάς με αυτό τον αντίπαλο), ράδιο(και αυτό που παίζει μουσική και αυτό που έπαιζε η Κιουρί και τώρα στις Μπόμπες βάζουν), στάμνες, τορπίλες, υπουργούς(νέο πυροβόλο όπλο, τον βάζεις στον ώμο σου, σημαδεύεις και όποιον πάρει ο χάρος), φάλαινες, χημικά, ψιλά( τα πετάς πέφτει ο φτωχός αντίπαλος στο έδαφος να τα μαζέψει και εσύ τον σκοτώνεις), Ωάρια(από ένα τέτοιο βγήκε και ο Αδόλφος και ο Αλέξανδρος και ο κάθε «Α» Αρχηγός και του Ω το παιδί), σηκώνουν ψηλά οι στρατιώτες και περιμένουν το σάλπισμα.

    Βορράς, Νότος, Ανατολή και Δύση, κανείς δεν πρόκειται από αυτή τη μάχη να επιζήσει.

    Η Δράκαινα καρφώνει τη γλώσσα της, με τα δόντια στο σταυρό. Αυτή σπάει και αρχίζει να ουρλιάζει!!!!

    Το σύνθημα, μύριες οι σταγόνες της ανοησίας από παντού ξεχύνονται και στο κέντρο κανονί ζουν να βρεθούν. Για καφέ;

    ΟΧΙ. Για το θάνατο του ενός από τον άλλον…

    Και από πίσω οι υπό RussChi NaUsa.

    Και από μπροστά οι δύο Αρχηγοί. Ο Αδόλφος και ο Άλεξ. Πάντα εμπρός αυτοί οι δύο, λες και ξέρουν που πάνε.

    Στο δρόμο, το αίμα χύνεται από τη κατσαρόλα που βράζει. Το χώμα λάσπη κόκκινη, πηλός να χτίσουμε ξανά από την αρχή. Κεφάλια, μαζί με τα κεφάλαια, μάτια, να σκίζουν τα άτια, τα έντερα, σκοινάκια για παιδιά που με το μονάκριβο τους πόδι τώρα πηδάνε. Ο πα Τέρας όλων των μαχών ξεκίνησε…

    Είναι το Τέλος, η ευκαιρία για μία Νέα αρχή;

    Η Δράκαινα είδε την στιγμή να έρχεται. Οι πρώτες που την έφτασαν ήταν οι σειρήνες. Στα χέρια τους σφεντόνες. Ιερά οστά ο σκελετός για τις σφεντόνες, λάστιχα από ξεχειλωμένες συνειδήσεις. Τους δίδυμους ήλιους σημαδεύουνε και αρχίζουν να ρίχνουν δίχως ερμά στη γλώσσα.

    Δεκάδες τα βότσαλα στην άμμο των ήλιων σκάνε και κομμάτια με καρδιά, γυαλιά από τον ουρανό τώρα, στο δρόμο πέφτουν. Βροχή τα φωτοκρύσταλλα , ληστεύουν της σκιάς το αρνητικό και στο έδαφος μικροί μετεωρίτες που προσγειώνονται απαλά κι τρυφερά με βία.

    Θύματα δεκάδες. Ονόματα γνωστά που στη φωτιά γράφονται με ξύλινα γράμματα.

    Τα φώτα σβήνουν.

    Σκοτάδι φέγγει και οι σειρήνες τις γάτες καίνε. Από πίσω τους τα φανάρια. Θεόρατα, με σπαθιά φτιαγμένα από κλείδες, στη μάχη ρίχνονται.

    Ένα κόκκινο το κορμί του σε δύο πράσινα έπος βάζει. Τα πράσινα με ξίφη, στα πόδια του ρίχνουν και σάρκες από μέταλλο από ψυχή του βγαίνουν. Γονατίζει, αλλά δεν λυγίζει. Το σπαθί του στο κόκκινο της βίας βουλιάζει και τσεκούρι είναι αυτό που βρίσκει το πράσινο μικρό στο στομάχι.

    Πάγκρεας, νεφρά συκώτι από πράσινο χορτάρι, σημεία στίξης στο μαύρο της μάχης, παιδιά της βιάσης που πεθαίνουν δίχως άμα. Το πράσινο που μένει ουρλιάζει στο λυκόφως, ο αδερφός του νεκρός κείτεται στο δρόμο στρώμα, το ξίφος του φτυάρι, τ ης ώρα ς πλάσμα. Νατο θάψει ή να blάψει;

    Με λαχτάρα απλώνει τα πράσινα της χάρου, να σε χαρώ χαρά μου και στη μοναδικό μάτι του φαναριού βυθίζει. Κόκκινο το χρώμα που απλώνεται στο χώμα.

    -Το όνομα σου, ρωτά ο Κόκκινος…

    -Κανένας.

    Τα πράσινο να χαρεί δεν προ λαβώνει, ένα πέτρινο περιστέρι που του χεῖμά με ρήμα, ψίχουλα το κάνει. Τα ψύχουλα μου, αέρα στέκονται, αναπο φάσιστα.

    -Κάτω ή πάνω; Αριστερά ή δεξιά; Αλλά άνω, κάποιο κάτω, δύο αριστερά και ένα δεξιά.

    Στο πέρις ταίρι, τούβλα επί t ειθονται. Ένα υπό και ένα υπερηχητικό, από κουρασμένη από το θέμα πολύ κατοικοι Ααα με αργό ρυθμό πέφτουν. Το περιστέρι τα βλέπει που το σιμώνουν, αλλά παγώνι. Τρώει κάτι στα όρθια. Τούτα ακόμα πέφτουν. Πίνει καφέ στα αστέρια, ακόμα. Χτίζει φωλιά, φλερτάρει, πατέρας γίνεται, τα αυγά μικρά του, τα κλωσάει και αφού μεγαλώσουν τα κλωτσάει. Ακόμα. Ανάβει τσιγάρο. Τα τούβλα τον βρίσκουν στο στόμα. Καπνός, δόντια, στάχτη, θράψαλα, αίμα, από πέτρα, στον ουράνο φυτίλι ανάβουν. Η νύχτα μέρα γένεται. Μία λάμψη, το παδί ωΦω τίζει και η Δράκαινα βλέπει.

    Βρέφη, κουτάβια, μωρά, ποντίκια, άνθρωποι και λέρες, ένα μάτσο κρέας στην μηχανή του πολέμου κιμάς, για τους γιους του αερίου. Και αυτού που από πίσω βγαίνει Φυσικά και αυτού που παρά φύση σαν έλαιο το μαύρο το πρωσικό Ποτέμκιν σέρνει.

    Η Δράκαινα τη θλίψη καταπίνει και η κοιλιά φουσκώνει.

    Τα δάκρυα της λίμνες με φτερά, της κρύβουν την εικόνα. Κλείνει τα μάτια…

    Για λίγο. Ακούει κλάματα, να λένε στα κάλαντα για Παιδιά pou μοιράζουν δώρα.

    Ακούει τη Φρίκη να λέει στη αδερφή της, ότι ο άντρας το μικρό της πούλησε για λίγο ψωμί. Για να φάνε τα υπόλοιπα. Να μη πεθάνουν όλα.

    Μυρίζεται την υποκρισία που κραδαίνει το λάβαρο της οργής. Δεν είμαι εγώ η ένοχη!

    Αυτή τη φορά. Νιώθει στο δέρμα της τα γράμματα από Νήπια, με μολύβι και σφαίρες να ζητούν ειρήνη.

    Ανοίγει τις κουρτίνες και από το παράθυρο βλέπει αρκουδάκια παιδικά να πετούν δίχως φτερά, με το πύρ για φορεσιά να καβαλούν αυλούς. Ένα γούνινο γατάκι με σπασμένο γυάλινο μπιμ περό, ξεματιάζει ένα δερμάτινο σκυλάκι. Φτου φτού μικρό μου…

    Με ένα πόνο να σβήσεις. Μόνο.

    Κόσμος δια δηλώνει κρατώντας Σημαίες, κατά του πολέμου και των Ξένων. Όχι των Φίλων Ξένων, των Αντί Μπάλα Ξένων. Η Δράκαινα, τα χέρια απλώνει στα σχοινιά για να στεγνώσουν από το αίμα και κολυμπάει ανάμεσα στα πώματα.

    Πρέπει να φτάσει. Ο πόνος που νιώθει είναι γλυκός και αβάσταχτος. Δεν μένουν ακόμα πολύ ζωντανοί, εμπόδια μπροστά της. Οι άνθρωποι είναι αρκετά έξυπνοι για να το επιτρέψουν.

    Τρία μικρά αδερφάκια αγγα λια, βαφτισμένα στο αίμα, νεκρά σα ψέμα, κρέμονται με μαναλάκια από την κάνη ενός τανκ. Από πάνω τους σύννεφα από ταλκ, με άχνη στολίζουν τη γιορτή που ήρωες από Χαμέ, Ντενά, Ζελέ και Πουτίγκα γιομίζουν.

    Ένα χέρι, τέρας ή θηρίο, το τάνκ σηκώνει. Που που λο και με τρυφερότητα δίπλα απιθώνει. Σους σους, τα παιδιά «κοιμούνται»

    Η μηθική φοράδα του Αδόφλου. Η RussChi. Στα χέρια της βελόνες. Σύριγγες, ραψίματος, πλεξίματος, τη Δράκαινα σήμα δεύουν. Στο δέρμα το Λευκό πασπαλισμένο με φακίδες θέλουν, να βουτήξουν. Να κάνουν Μάκρον βούτια. Να σκάψουν για χαμένους θησαυρούς. Να βρούνε αίμα ή τον πέτρε.

    Η Δράκαινα, πιάνει τη κοιλιά της. Φουσκωμένη, σαν μπαλόν “i”

    -Σους σους και μάννα του γλυκιά. Proστάτεψε με και από εμένα όπως θες !i!

    Η Δράκαινα χαμένη νιώθει. Που είναι Αυτός;

    Ο Αυτός ακόμα δεν κάνει την εμφάνιση του αλλά…

    Ανά μεσα τους και μπροστά στη RussChi H NaUsa..

    Η Μεγάλη Γάτα.