Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Εν Σοφία εποίησεν

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 22 Ιουνίου 2025.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Contributor

    Μέρος 13ο - Incontinentia Buttocks

    Ο Maurice με άφησε απαλά στο κρεββάτι και έβγαλε τα ρούχα του. Ανακάθισα στο κρεβάτι με τα πόδια στο πάτωμα και τον τράβηξα προς το μέρος μου. Σήκωσα τα μάτια μου προς τα πάνω και τον κοίταξα για μερικές στιγμές πριν τον πάρω σχεδόν πλήρως ορθωμένο στο στόμα μου. Τα μάτια μου έκλεισαν από μόνα τους και κούνησα το κεφάλι μου μπροστά παίρνοντάς τον όλο μέσα μου.

    Τον ρούφηξα μερικές φορές από το κεφαλάκι μέχρι τη ρίζα του και μετά τραβήχτηκα και άρχισα απλά να τον γλείφω ακολουθώντας την ίδια διαδρομή. Του ξέφυγε ένα σιγανό βογγητό—το παιχνίδι με τη γλώσσα μου του άρεσε—οπότε συνέχισα να του το κάνω για λίγη ώρα, και μετά τον πήρα ξανά όλο μέσα στο στόμα μου.

    Με το στόμα γεμάτο, και με κάποια δυσκολία άνοιξα τα μάτια μου και προσπάθησα να τον κοιτάξω. Είχε τα μάτια του κλειστά και απολάμβανε την πίπα με όλη του την ψυχή, οπότε αποφάσισα να το πάω μέχρι τέλους. Δεν πειράζει, σεξ μπορούσαμε να κάνουμε και πιο μετά.

    Τραβήχτηκα και πάλι. «Μωρό μου, κάτσε στο κρεββάτι.»

    Χαμογέλασε και με κοίταξε. «Αν συνεχίσουμε έτσι δεν… δεν θ’ αντέξω!»

    «Αυτή είναι η ιδέα,» του απάντησα κλείνοντάς του παιχνιδιάρικα το μάτι.

    “Nope!” μου έκανε κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά.

    “Yup!” του είπα χασκογελώντας και μετά το συμπλήρωσα με όσο πιο αισθησιακή φωνή γινόταν. “Please Sir, let me pleasure you with my mouth!”

    Του έπιασα το χέρι απαλά και τον τράβηξα να κάτσει στο κρεββάτι. Με το που έκατσε γονάτισα μπροστά του, έπιασα το ορθωμένο του όργανο στα χέρια μου και άρχισα και πάλι να το γλείφω από το κεφαλάκι μέχρι τη βάση. Μόνο που αυτή τη φορά δε σταμάτησα, χαμήλωσα κι άλλο και άρχισα να του γλείφω τα μπαλάκια, κάνοντάς τον να ανατριχιάσει.

    “Do you like it Sir?” τον ρώτησα με την ίδια φωνή.

    “I love it, my sorceress!” μου απάντησε με βραχνή φωνή από τον ερεθισμό.

    Δεν χρειαζόμουν τίποτα περισσότερο, ανασηκώθηκα ελαφρά και τον πήρα ξανά όλο μέσα στο στόμα μου και άρχισα να ανεβοκατεβάζω το κεφάλι μου αργά και αισθησιακά. Ένιωσα το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου. Στην αρχή το είχε απλά ακουμπήσει πάνω του, αλλά στη συνέχεια σφίγγοντάς με προσεκτικά από τα μαλλιά, ξεκίνησε να μου δίνει τον ρυθμό που ήθελε. Αυτή τη φορά δεν ξεκίνησα να τον παίζω με το χέρι μου, απλά αφέθηκα στο ρυθμό του χρησιμοποιώντας μόνο χείλη και γλώσσα.

    Είχα τα μάτια μου σφαλιστά κλειστά απολαμβάνοντας, πραγματικά απολαμβάνοντας, την πίπα που του έκανα με όλη μου την ψυχή. Μου άρεσε να προσφέρω ικανοποίηση στους παρτενέρ μου, πάντα το έκανα, αλλά όταν ήμουν ερωτευμένη η αίσθηση απογειωνόταν.

    Και με τον Maurice είχα δαγκώσει τη λαμαρίνα τόσο δυνατά όσο με κανέναν άλλο στη ζωή μου!

    Η γεύση του και η μυρωδιά του με ξετρέλεναν και οι σιγανοί του στεναγμοί—που σιγά-σιγά είχαν αρχίσει να γίνονται βογγητά—το απογείωσαν. Το αγόρι μου το ευχαριστιόταν με όλη του την ψυχή, κάνοντας την δική μου να βγάλει φτερά. Με έσφιξε ακόμα πιο δυνατά από τα μαλλιά και επιτάχυνε ακόμα περισσότερο το ρυθμό του, κι εγώ τον ακολούθησα υπάκουα.

    Ένιωσα του προσπερματικά υγρά και σε λίγο τα γνώριμα πρώτα τινάγματα καθώς πλησίαζε στην κορύφωση του οργασμού του. Με κράτησε ακίνητη και τα τινάγματα έγιναν σπασμοί και ένιωσα το στόμα μου να πλημμυρίζει. Δεν περίμενα να τα μαζέψω αυτή τη φορά, κατάπια την κάθε του ριπή, και συνέχισα να τον χαϊδεύω τρυφερά με τη γλώσσα μου, μέχρι που οι σπασμοί καταλάγιασαν και τελικά σταμάτησαν τελείως.

    Ένιωσα το χέρι του να αφήνει τα μαλλιά μου και τραβήχτηκα απαλά. Μόλις βγήκε έξω, τον ξαναπήρα στο στόμα μου και τον καθάρισα προσεκτικά από τα σάλια μου. Τραβήχτηκα ξανά και σήκωσα το βλέμμα μου προς τον αρκούδο μου, που είχε ακόμα κλειστά τα μάτια και πάσχιζε να βρει τις ανάσες του.

    Χαμογέλασα σαν το χαζό και εκείνη τη στιγμή άνοιξε τα μάτια του και με κοίταξε. “Woah… Just woah…”

    «Σου άρεσε μωρό μου;» τον ρώτησα, ακόμα γονατιστή δίπλα του. Παρά το ότι η απάντηση ήταν ολοφάνερη—το πρόσωπό του έλαμπε από ικανοποίηση—ήθελα να την ακούσω. «Το απόλαυσες;»

    Με κοίταξε με αυτό το παιχνιδιάρικο βλέμμα του, σηκώνοντας ελαφρά το ένα φρύδι. “Dear lady, could you be so kind to remind me of my name?”

    Ίσιωσα την πλάτη μου και πήρα ένα επίσημο ύφος. “Most certainly, Sir,” του απάντησα εξίσου παιχνιδιάρικα, βάζοντας το χέρι μου στην καρδιά μου. “You are Sir Maurice Mertens, an H-SYNC wizard, Rupture enthusiast, Indian tamer and beer bearing bear!”

    «ΧΑΧΑΧΑ, δεν είμαι Sir!» μου απάντησε, το σώμα του τραντάχτηκε από το γέλιο.

    «Για μένα είσαι!» του απάντησα κλείνοντας παιχνιδιάρικα το μάτι.

    Άπλωσε τα χέρια του και με βοήθησε να σηκωθώ από το πάτωμα. Τα γόνατά μου διαμαρτυρήθηκαν ελαφρά. Σκαρφάλωσα στα γόνατά του, βολεύοντας τα πόδια μου εκατέρωθεν. Με άρπαξε από τη μέση—τα δάχτυλά του βυθίστηκαν στη σάρκα μου—και με τράβηξε προς το μέρος του. Βρέθηκα να χάνω και πάλι τον εαυτό μου μέσα σε ένα αργό, βαθύ, ερωτικό φιλί που με έκανε να ζαλιστώ.

    Μετά από λίγο σηκωθήκαμε—με τα πόδια μου να έχουν γίνει ελαφρώς ζελές—και επιστρέψαμε στο σαλόνι. Μόλις μπήκαμε, σταματήσαμε απότομα και αρχίσαμε και οι δύο τα δυνατά χαχανητά.

    Ο Μπλάκι είχε χωθεί όλος μέσα στο σορτσάκι που είχα πετάξει στο σαλόνι πριν. Το σώμα του ήταν εντελώς κρυμμένο μέσα στο ύφασμα, και από το ένα μπατζάκι εξείχε μόνο η ουρά του. Την κουνούσε σιγά με αυτή τη χαρακτηριστική κυματιστή κίνηση, δεξιά-αριστερά, σαν μετρονόμος.

    «Μπλάκι, τι κάνεις εκεί μέσα;» του είπα ανάμεσα στα γέλια.

    Η ουρά σταμάτησε για μια στιγμή, μετά συνέχισε το κούνημα. Καμία άλλη αντίδραση.

    Αποφασίζοντας ότι δε θα βγάλουμε άκρη μαζί του, τον αφήσαμε στην ησυχία του. Καθίσαμε στον καναπέ—εγώ κουλουριάστηκα δίπλα στον Maurice, το κεφάλι μου στον ώμο του.

    Εκείνη τη στιγμή το κινητό μου άρχισε να βουίζει πάνω στο τραπεζάκι. Η οθόνη έδειχνε «Μαίρη  ».

    Το πήρα στα χέρια μου ήδη χαχανίζοντας. «Είναι από τη Μαίρη,» είπα στον Maurice. «Είτε αυτή τη στιγμή ο πιτσιρικάς της θα είναι στη διαδικασία ξεζουμίσματος είτε θα τον έχει αμπαλάρει για να τον στείλει στη μαμά του με Courier!» Χαζογέλασα με τη σκέψη.

    Ο Maurice με κοίταξε με απορία, τα φρύδια του σηκωμένα. Φυσικά δεν κατάλαβε γρι.

    «Θα σου εξηγήσω!» του είπα και άνοιξα το μήνυμα.

    Είχε μόνο ένα link.


    Το πάτησα με περιέργεια. Η οθόνη γέμισε με το YouTube και άρχισε να παίζει. Ακόμα και ο Maurice που δεν είχε καταλάβει τίποτα στην αρχή, τα κατάλαβε όλα μόλις άρχισε το βίντεο.

    Ήταν η σκηνή “Sweet Mystery of Life” από το “Young Frankenstein”—η Madeline Kahn τραγουδούσε με πάθος μετά τη νύχτα της με το τέρας.

    “Oh my God!” ήταν το μόνο που πρόλαβα να φωνάξω. Σας το ορκίζομαι ότι κοντέψαμε να πνιγούμε και οι δύο από τα γέλια.

    Διπλωθήκαμε στον καναπέ, κρατώντας ο ένας τον άλλον. Τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου. Ο Maurice χτυπούσε το χέρι του στο μπράτσο του καναπέ. Μέχρι και ο Μπλάκι ξετρύπωσε από το σορτσάκι μου—το κεφάλι του βγήκε από το ένα μπατζάκι σαν περισκόπιο—για να δει προς τη η φασαρία. Μας κοίταξε με ένα βλέμμα που έλεγε «τι μύγα σας τσίμπησε νυχτιάτικα;»

    Προσπαθούσαμε να σταματήσουμε για να βρούμε τις ανάσες μας και δεν τα καταφέρναμε. Κάθε φορά που ο ένας έδειχνε να ηρεμεί, ο άλλος ξεσπούσε πάλι και το γέλιο του παρέσερνε και τον πρώτο. Ήταν ένας φαύλος κύκλος. Παραλίγο να φτύσουμε τα σωθικά μας.

    “Oh my!” Ο Maurice σκούπισε τα μάτια του με την πλάτη του χεριού του όταν με τα πολλά καταφέραμε να βρούμε τις ανάσες μας. “Mary is one of a kind!”

    «Μάλλον τελικά τα dick pics ήταν όντως δικά του,» συμπλήρωσα χαχανίζοντας, νιώθοντας ακόμα σπασμούς γέλιου να με πιάνουν.

    Ο Maurice με κοίταξε με απορία και του εξήγησα όλη την ιστορία—πώς ο πιτσιρικάς είχε στείλει φωτογραφίες, πώς η Μαίρη είχε αμφιβολίες αν ήταν δικές του, και γενικά όλα τα πώς και τα γιατί.

    Τα μάτια του άστραψαν με κατανόηση. “And now I have to top that!” μου είπε παίζοντας πονηρά τα μάτια του. Το χέρι του πήγε στο πιγούνι του σαν να σκεφτόταν.

    Τον σκούντησα με το δάχτυλο στο στήθος. «Να φάμε πρώτα!» του είπα αυστηρά. «Νηστικό αρκούδι δε χορεύει!» συμπλήρωσα στα ελληνικά.

    Με κοίταξε ερωτηματικά.

    «Σημαίνει ότι όταν είσαι πεινασμένος δεν μπορείς να κάνεις τίποτα σωστά,» του εξήγησα. «Πρέπει πρώτα να φας για να έχεις ενέργεια.»

    “Ok, but I,» είπε τονίζοντας το ‘I’ και δείχνοντας τον εαυτό του, “will top that,” συμπλήρωσε τονίζοντας και το ‘that’ και δείχνοντας το κινητό. “So help me God!”

    Κούνησα το κεφάλι μου γελώντας. «Δε νομίζω ότι ο Θεός αν υπάρχει ασχολείται με αυτά τα πράγματα,» του είπα χαζογελώντας. «Αλλά δε θα πω όχι!»

    Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι. Το φαγητό είχε φτάσει. Εγώ ήμουν ακόμα γυμνή από πάνω και μόνο με το κιλοτάκι από κάτω, οπότε την πόρτα την άνοιξε ο Maurice.

    “Oh God, let me die with the Philistines,” είπε κλείνοντας την πόρτα, η μυρωδιά του φαγητού είχε ξεχυθεί από τις σακούλες.

    Χαχανίζοντας σηκώθηκα και πήγαμε και οι δύο στην κουζίνα. Έβγαλα πιάτα και μαχαιροπίρουνα για να σερβιριστούμε, ξέπλυνα και τρία κουτάκια μπύρας γιατί ο αρκούδος μου θα έπινε το πρώτο με το “καλησπέρα σας,” και καθίσαμε να φάμε.

    Ξεκινήσαμε να τρώμε και οι δύο σαν αγριάνθρωποι, χαχανίζοντας με τα ίδια μας τα χάλια. Τα δάχτυλά μας λαδώνονταν, σάλτσα έτρεχε στα πιγούνια μας, και καθόλου δεν μας ένοιαζε. Πόσο όμορφο ρε παιδί μου είναι να νιώθεις τόσο άνετα, να είσαι ο εαυτός σου, να μη χρειάζεται να φοράς καμιά μάσκα;

    Ο Maurice είχε πάθει ντιριντάχτα με τα θαλασσινά. Το πιρούνι του πήγαινε από το ένα πιάτο στο άλλο—μύδια, γαρίδες, μαρίδα, χταπόδι—δεν ήξερε τι να πρωτοδιαλέξει. Τα μάτια του έλαμπαν σαν μικρού παιδιού σε κατάστημα με γλυκά.

    «Βρε Ούννε!» του είπα χαχανίζοντας, δείχνοντάς του με το πιρούνι μου. «Μην τα τρως όλα μαζί, χαλάς τη γεύση τους!»

    “I can’t! I just can’t!” μου απάντησε με γεμάτο στόμα, βάζοντας το χέρι του μπροστά για να μην φαίνεται που μασούσε. Οι καλοί τρόποι μας μάραναν—και ποιος τους χρειαζόταν άλλωστε; “Oh Gods!” είπε μόλις κατάπιε, παίρνοντας ένα ακόμα αχνιστό μύδι. Το σήκωσε στο ύψος των ματιών του σαν να το εξέταζε. “This is the food of Kings!”

    Σκούπισα τη σάλτσα από το πιγούνι μου με την πετσέτα και χαμογέλασα από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. “Babe, in Greece this is called Tuesday!”

    Κατάπιε με δυσκολία το μύδι, σήκωσε τα χέρια του ψηλά και φώναξε: “I love Greece!” Μετά άρπαξε το δεύτερο κουτί μπύρας και το κατέβασε μονορούφι. Το άδειο κουτί προσγειώθηκε στο τραπέζι με έναν μεταλλικό ήχο.

    Σηκώθηκε όρθιος—η καρέκλα του έτριξε—και πήγε στο ψυγείο με αποφασιστικά βήματα. Άκουσα τον ήχο της πόρτας που άνοιγε, μετά το κουδούνισμα των κουτιών. Έβγαλε άλλα δύο, τα ξέπλυνε στο νεροχύτη με προσοχή, και γύρισε στο τραπέζι. Άνοιξε το ένα—τσακ!—και κατέβασε το μισό περιεχόμενο με δύο γουλιές.

    Εκείνη τη στιγμή το τηλέφωνό μου άρχισε να βουίζει δίπλα στο πιάτο μου. Η οθόνη έδειχνε «Παναγιώτης ». Κοίταξα το ρολόι μου—οκτώ το βράδυ εδώ, άρα στο San Francisco ήταν δέκα το πρωί.

    «Ο αδερφός μου!» είπα στον Maurice, νιώθοντας μια μικρή ανησυχία. Σκούπισα γρήγορα τα χέρια μου και σήκωσα το τηλέφωνο.

    «Παναγιώτη;» τον ρώτησα, η φωνή μου ελαφρά τσιτωμένη.

    «ΣΟΦΑΚΙ ΜΟΥ ΤΕΛΕΙΩΣΕ!!!!!!» Η φωνή του ήταν τόσο δυνατή και ενθουσιασμένη που απομάκρυνα το τηλέφωνο από το αυτί μου. Η καρδιά μου που είχε σφίξει επέστρεψε στη θέση της.

    «Τι τελείωσε;» ρώτησα, αν και είχα ήδη καταλάβει.

    «Το thesis μου! Η Εύη μου είπε ότι είναι εντάξει. Το ίδιο και η Φανή!!!!» Μπορούσα να τον φανταστώ να πηδάει πάνω-κάτω από τη χαρά.

    «Η Φανή;» Το όνομα μου ήταν οικείο. «Κι αυτή διδακτορική φοιτήτρια δεν είναι;»

    «Εξωγήινη είναι!» μου απάντησε χαχανίζοντας. «Και οι δύο μου λένε ότι δεν βρήκαν ψεγάδι! Ετοιμάσου, αρχές Αυγούστου έχεις ταξίδι Αμερική!»

    Ένιωσα ένα κύμα υπερηφάνειας να με πλημμυρίζει. Τα μάτια μου άρχισαν να τσούζουν. «Μπράβο Πανούλη μου!» του φώναξα συγκινημένη. Η φωνή μου έσπασε. «Ορίστε, θα με κάνεις να βάλω τα κλάματα τώρα!»

    «Ναι, και όλοι ξέρουμε πόσο δύσκολα τα έχεις…» μου είπε τρολλάροντάς με, όπως πάντα.

    Γέλασα μέσα από τα δάκρυα. «Στη μαμά και το μπαμπά το είπες;»

    «Ναι, βέβαια! Ήθελα να το πω σε σένα και σειρά έχει η γιαγιά!»

    «Και πάλι χίλια μπράβο σου αδερφούλη μου!» Τα μάτια μου τσούζανε ακόμα περισσότερο. Μπορεί ένα κόμπλεξ κατωτερότητας να μου το είχε δημιουργήσει με τη διάνοιά του, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τον λάτρευα και δεν ήμουν περήφανη για εκείνον. Ήταν ο μικρός μου αδερφός, το παιδί-θαύμα της οικογένειας.

    Όταν κλείσαμε το τηλέφωνο, γύρισα προς τον αρκούδο μου. Τα μάτια μου ήταν ακόμα δακρυσμένα και η φωνή μου έτρεμε από τη συγκίνηση και την υπερηφάνεια. “My little brother did it! His PhD supervisor told him that his thesis is ready for defense!”

    Ο Maurice άφησε αμέσως το πιρούνι του κάτω και με κοίταξε με ζεστασιά. “Congratulations! You must be so proud!”

    «Περήφανη δε λέει τίποτα!» Σκούπισα τα μάτια μου με την πετσέτα. «Ξέρεις ποιος είναι ο supervisor του;» τον ρώτησα. Δεν περίμενα να απαντήσει—πού να ήξερε ο άνθρωπος. “Evdokia Petrou herself!”

    “Ehm, I don’t know her!” μου είπε ντροπαλά.

    Έγειρα μπροστά με ενθουσιασμό. “She’s a Greek Mathematician, the second woman in history who received the Fields Medal!”

    Τα μάτια του γούρλωσαν. “Fields Medal? WOAH!!!!” Φαινόταν εντυπωσιασμένος—κατά τα φαινόμενα το ήξερε το Fields, το μαθηματικό ισοδύναμο του Νόμπελ.

    “Petrou was the sole reason Panagiotis chose Stanford for graduate school,” συνέχισα, νιώθοντας την υπερηφάνεια να φουσκώνει μέσα μου. “She is very eclectic. She has just two PhD students: Panagiotis and Stolsberg’s daughter.”

    “Stolsberg?” Το πρόσωπο του Maurice φωτίστηκε. “I know him. The Total Minima theorem!” Η φωνή του έτρεμε από ενθουσιασμό. “His method for proving the theorem, known as Stolsberg’s descent, is considered by many to be even more significant than the theorem itself. It is now often compared to Cantor’s diagonal argument for the sheer ingenious of it.”

    Χαμογέλασα βλέποντας τον ενθουσιασμό του. «Χαχα, δεν ξέρω τις λεπτομέρειες, αλλά σύμφωνα με τον Παναγιώτη η κόρη του είναι ακόμα μεγαλύτερη διάνοια και από τον πατέρα της και από την Πέτρου.»

    “What?” μου απάντησε. Τα μάτια του γούρλωσαν τόσο που φοβήθηκα μην πέσουν στο πιάτο του.

    Ένευσα με σοβαρότητα. «Ναι, πριν λίγα χρόνια είχε γίνει σούσουρο! Η Φανή, έτσι τη λένε, δεκαπέντε χρονών τότε—και λύνοντας ασκήσεις τοπολογίας—είχε αποδείξει μια ειδική περίπτωση μιας εικασίας που ήταν ανοιχτή για πενήντα ολόκληρα χρόνια!» Έκανα μια παύση για δραματικό εφέ. «Βασιζόμενη στην μέθοδό της, η Πέτρου και ένας άλλος απέδειξαν πλήρως το θεώρημα, και είναι ένας από τους δύο λόγους για τους οποίους η Πέτρου πήρε το Fields. Το άλλο είναι για το ομώνυμο θεώρημά της.»

    “Woah!” απάντησε, φανερά εντυπωσιασμένος. Έγειρε πίσω στην καρέκλα του σαν να χρειαζόταν να επεξεργαστεί όλη αυτή την πληροφορία.

    Ανασήκωσα τους ώμους μου και χαμογέλασα αυτοσαρκαστικά. «Καλά, όχι ότι θα ήξερα τίποτα από αυτά αν δεν μου τα είχε κάνει νταούλια ο αδερφούλης μου,» του είπα χαχανίζοντας.

    «Και δεν είναι απλά μαθηματικοί. Και η μία και η άλλη είναι φανατικοί σκακιστές. Βάλε και ότι ο Παναγιώτης είναι μια από τα ίδια, απορώ που βρίσκουν χρόνο και κάνουν καμιά δουλειά!» συνέχισα χαχανίζοντας ακόμα.

    «Πρέπει να δεις πώς λάμπει το πρόσωπό σου όταν μιλάς για τον αδερφό σου ή τη γιαγιά σου… ή ακόμα και για την Ευτύχω,» μου είπε χαϊδεύοντάς μου τρυφερά το χέρι.

    Δεν πρόλαβα να απαντήσω γιατί εκείνη τη στιγμή, τσουπ, να σου και το τριχωτό κάθαρμα που ήρθε να μας μετρήσει τις μπουκιές. Ναι, δεν έμεινε παραπονεμένος, του έδωσα και εγώ και ο Maurice, και αφήνοντας τις συγκινήσεις στην άκρη συνεχίσαμε τη θαλασσοφαγική μας κραιπάλη.

    Ένα έχω να πω, μπορεί να παραγγείλαμε για πέντε αλλά στο τέλος δεν έμεινε τίποτα. Τίποτα όμως, ούτε ψίχουλο. Βάλε ότι ήπια και δεύτερη μπύρα—για τον Maurice δεν μιλάμε, κάπου έχασα το μέτρημα—οπότε βάζοντας τα πιάτα όπως-όπως στο νεροχύτη πήγαμε και οι τρεις στο σαλόνι σούρνοντας τα βήματά μας.

    «Θα σκάσω!» είπα τρίβοντας την κοιλιά μου. Μέχρι και ο Μπλάκι αντί να σκαρφαλώσει στο δέντρο του, πήγε στη βάση του και έπεσε σε καταληψία.

    “Heaven… I’m in heaven…” σιγομουρμούρισε τραγουδιστά ο Maurice.

    «Τι θα κάνουμε τώρα;» τον ρώτησα, σκουπίζοντας τα χείλη μου με την πλάτη του χεριού μου. Το πρόσωπό του πήρε πάλι αυτή την πονηρή παιχνιδιάρικη έκφραση που τόσο καλά είχα μάθει.

    «Τώρα θα μου μιλήσεις για το αμαρτωλό σου παρελθόν!» μου απάντησε, τρίβοντας τα χέρια του σαν κακός της ταινίας. «Ήρθε η ώρα να ξεθαφτούν όλοι οι σκελετοί που κρύβεις!»

    Και αν το ύφος του εξακολουθούσε να είναι αυτό το σκανταλιάρικο που λάτρευα, δεν θα πω ψέματα, με έκοψε κρύος ιδρώτας. Ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται λίγο.

    «Τι θες να μάθεις;» τον ρώτησα. Προσπάθησα να μη δείξω την ταραχή μου, αλλά ο Maurice το έπιασε αμέσως—τα μάτια του στένεψαν ελαφρά.

    «Σόφη;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με ερωτηματικά, κάνοντας τη χαρακτηριστική κίνηση του να γυρίσει το κεφάλι του ελαφρά στο πλάι.

    Αναστέναξα βαθιά. Είμαι φύσει κλειστός άνθρωπος και αν και πολύ συναισθηματική, δε μου αρέσει να μιλάω για δαύτα. Τα δάχτυλά μου έπαιζαν νευρικά με το ύφασμα του καλύμματος του καναπέ. Από την άλλη πάλι, αν δεν τα έλεγα αυτά στον Maurice, σε ποιον θα τα έλεγα;

    «Δεν… δεν μου αρέσει να μιλάω για το παρελθόν μου,» του απάντησα με ειλικρίνεια. Η φωνή μου βγήκε πιο σιγανή από ό,τι ήθελα. «Δεν… δεν είναι ότι ντρέπομαι ή ότι έχω κάτι να κρύψω… απλά… δε νιώθω άνετα,» του είπα μασώντας τα λόγια μου.

    Ναι, δεν πήγε καλά.

    Με κοίταξε σκεπτικός για μερικές στιγμές. Μπορούσα σχεδόν να δω το μυαλό του να δουλεύει στις χιλιάδες στροφές, να επεξεργάζεται την αντίδρασή μου.

    Πήρα βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να βρω το κουράγιο. «Μωρό μου, ρώτα με ό,τι θες, δεν έχω και δεν θέλω να σου κρύψω τίποτα,» του είπα κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Προσπάθησα να κρατήσω σταθερή την επαφή.

    Άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό μου. “I’m not going to judge you, babe,” μου είπε, χαϊδεύοντάς με τρυφερά. Ο αντίχειράς του έκανε μικρούς κύκλους στο χέρι μου. “I just want to learn more about you…” Έκανε παύση, ψάχνοντας τις λέξεις. “In a way we are…” συνέχισε και κόμπιασε πάλι. “We are the sum of our past.”

    Κοίταξα κάτω στα συμπλεγμένα μας χέρια. «Το παρελθόν μου…» είπα αναστενάζοντας. «Το παρελθόν μου είναι γεμάτο αποτυχημένες σχέσεις.» Σήκωσα το βλέμμα μου. «Και… και δεν ήταν ότι έψαχνα τον κύριο Τέλειο.»

    Σταμάτησα για λίγο, προσπαθώντας να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου, πράγμα όχι και πολύ εύκολο όταν γίνομαι συναισθηματική.

    «Ούτε είμαι από εκείνες που τις τραβάνε τα κακά αγόρια. Στην πραγματικότητα μία και μόνο φορά έμπλεξα με τέτοιον, ήταν η πρώτη μου σχέση.» Αναστέναξα πάλι, θυμούμενη. «Πιτσιρίκα, ρομαντική, αφελής… έφαγα τα μούτρα μου… αλλά…» Ξεφύσησα. «Έμαθα να τους καταλαβαίνω και να τους αποφεύγω.»

    «Πόσες σχέσεις έχεις κάνει;» με ρώτησε απαλά.

    «Σοβαρές σχέσεις, ελάχιστες. Απόπειρες που διαλύθηκαν πολύ γρήγορα… αρκετές,» είπα στενάζοντας για άλλη μια φορά. «Δεν… δεν ήμουν ποτέ από αυτές που έκαναν τη δύσκολη… ξεκινούσα πάντα με ενθουσιασμό αλλά γρήγορα προσγειωνόμουν στην πραγματικότητα.»

    Γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Δεν με είχε ρωτήσει αυτό που σκόπευα να του πω και δεν ήταν κάτι που λέγεται και εύκολα, εκτός και αν είσαι η Μαίρη. Κι εγώ δεν ήμουν η κολλητή μου.

    “My body count is around thirty, three of whom one-night stands in my summer vacation after my MBA, in a vain attempt to…” Σταμάτησα, νιώθοντας το λαιμό μου να σφίγγεται. “I really don’t know why I did it,” συνέχισα στενάζοντας ακόμα μία φορά.

    “I didn’t ask for your body count,” μου απάντησε ήσυχα. Η φωνή του ήταν απαλή, χωρίς ίχνος κριτικής. “But Sophie, it’s nothing to be ashamed of. At least not in the way I see the world.”

    Μου χάιδεψε τρυφερά το χέρι, το χέρι του ζεστό πάνω στο δικό μου.

    “And for sure I can’t complain about your experience,” συνέχισε. Ένα πονηρό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του.

    “At least there is that,” του είπα άκεφα, χωρίς να συμμερίζομαι τον ενθουσιασμό του. Ένιωθα ακόμα εκτεθειμένη, ευάλωτη.

    “Hey! Why the long face, princess?” Σήκωσε το χέρι του και μου χάιδεψε το μάγουλο. Η απαλή επαφή με έκανε αντανακλαστικά να χαμογελάσω. “And don’t forget, as Oscar Wilde said, ‘I like men who have a future and women who have a past’.”

    “That’s sexist!” του απάντησα, βγάζοντας τη γλώσσα μου. Ένιωσα λίγο από την ένταση να φεύγει.

    “It is,” μου απάντησε γνέφοντας καταφατικά. Μετά τα μάτια του έλαμψαν πάλι με εκείνη τη σκανταλιάρικη λάμψη. “Still true, nonetheless!”» μου έκανε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.

    “BRRRRRRRRRRRRRRR!” Του έκανα το πιο μεγαλοπρεπές raspberry που μπορούσα, κατευθείαν στα μούτρα. «Για να μάθεις!»

    «Έτσι είσαι;» μου είπε με ψεύτικη αγανάκτηση. Με μια γρήγορη κίνηση με έσπρωξε στον καναπέ και σκύβοντας από πάνω μου άρχισε να σκουπίζει το πρόσωπό του πάνω στο δικό μου. Εγώ από κάτω γελούσα υστερικά και πάλευα να του ξεφύγω—όχι πολύ φανατικά, να τα λέμε κι αυτά.

    «Σταμάτα! Σταμάτα!» φώναζα ανάμεσα στα γέλια.

    Σταμάτησε τελικά και με κοίταξε. Το πρόσωπό του ήταν λίγα εκατοστά από το δικό μου. “I love you,” μου είπε, η φωνή του ξαφνικά σοβαρή και γεμάτη συναίσθημα.

    Χαθήκαμε και πάλι σε ένα ατελείωτο, βαθύ φιλί. Τα χέρια του βρήκαν το πρόσωπό μου, κρατώντας το απαλά. Όταν χωρίσαμε, έμεινα ξαπλωμένη στον καναπέ να τον κοιτάζω, νιώθοντας την καρδιά μου να έχει χτυπήσει για ακόμα μια φορά πειράκια.

    “Thank you,” ψιθύρισα.

    “For what?” ρώτησε μπερδεμένος.

    “For not judging me. For being you.”

    Με κοίταξε για μερικές στιγμές και μετά χτύπησε τα πόδια του. “Hop on!” μου είπε, και μέσα σε μια στιγμή ξαναέγινε ευκάλυπτος και ξαναέγινα κοάλα.

    “Say…” ξεκίνησε, το δάχτυλό του ακόμα να παίζει με μια τούφα από τα μαλλιά μου. “Would you like to meet my pals?” με ρώτησε.

    Η καρδιά μου χοροπήδησε στο στήθος μου. Ήταν ακόμα ένας τρόπος να μου δείξει ότι ήθελε να είμαι μέρος της ζωής του. Ότι δεν ήμουν απλά μια περαστική—ήθελε να με εντάξει στον κόσμο του.

    «Θέλω! Θέλω πολύ!» του απάντησα.

    Το χαμόγελό μου ήταν τόσο πλατύ που πόνεσαν τα μάγουλά μου, ο ενθουσιασμός μου ήταν γνήσιος, πηγαίος.

    Έξυσε το πίσω μέρος του κεφαλιού του με ένα ντροπαλό χαμόγελο. “They are kinda geeks, though,” μου είπε. Μετά σταμάτησε και χαχάνισε, κουνώντας το κεφάλι του. “As if I’m any better!”

    Σήκωσα το ένα φρύδι μου και πήρα ένα θεατρικά σνομπ ύφος. “And everybody knows that Sophie is the prom Queen and can’t stand the geeks…”του απάντησα πειρακτικά.

    «Είναι και αυτό!» μου είπε χαϊδεύοντάς με το μάγουλο.

    Πετάχτηκα όρθια στον καναπέ. «ΤΙ ΕΝΝΟΕΙΣ ΒΙΡΝΑ; ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ PROM QUEEN; ΜΙΛΑ ΞΕΚΑΘΑΡΑ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΡΕΙ Η ΟΡΓΗ!» του είπα σε άπταιστα ελληνικά και με κοίταξε με απόλυτη σύγχυση.

    Και άντε τώρα να του εξηγήσεις την ατάκα, τη Λάμψη, το Φώσκολο και τον Γιάγκο Δράκο. Πού να ξεκινήσεις καν; Μου πήρε κάμποση ώρα να του εξηγήσω την ατάκα και πώς είχε βγει.

    «Βλέπεις σαπουνόπερες;» με ρώτησε, μισό-αστεία μισό-σοβαρά. Το πρόσωπό του είχε μια έκφραση απόλυτης έκπληξης, σαν να μην πίστευε στ’ αυτιά του.

    Σταύρωσα τα χέρια μου. «Ούτε καν!» του απάντησα με αξιοπρέπεια. «Απλά κάποιες όπως η Λάμψη ή η Καλημέρα Ζωή είναι εμβληματικές για την ελληνική pop κουλτούρα και κάποιες ατάκες τους έχουν περάσει στην αιωνιότητα.»

    Κούνησε το κεφάλι του σαν να προσπαθούσε να καταλάβει αλλά είχε χαθεί εντελώς. «Τέλος πάντων,» μου είπε αλλάζοντας κουβέντα—προφανώς αποφάσισε ότι αυτό ήταν ένα μυστήριο που δεν θα λυνόταν απόψε. «Να κανονίσω να βγούμε έξω την Κυριακή;»

    «Και το ρωτάς, αρκούδε μου;» του είπα και του όρμησα πάλι, τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του.

    Για τρελλίτσες δεν ήμασταν ακόμα—τόσο που είχαμε φάει, τα στομάχια μας ήταν φουσκωμένα σαν μπαλόνια. Βολευτήκαμε στον καναπέ και ο Μπλάκι ήρθε και χώθηκε ανάμεσά μας με το έτσι θέλω. Ξάπλωσε ακριβώς στη μέση, αναγκάζοντάς μας να κάνουμε χώρο.

    Ξεκινήσαμε το Shogun. Από το πρώτο λεπτό με είχε καθηλώσει—η κινηματογράφηση, τα κοστούμια, η ιστορία. Είδαμε το πρώτο επεισόδιο. Και μετά το δεύτερο. Και μετά το τρίτο. Δεν μπορούσα να σταματήσω—κάθε επεισόδιο τελείωνε με τέτοιο cliffhanger που έπρεπε να δω το επόμενο.

    Είχα πάθει ντιριντάχτα. Αν δεν είχα τον αρκούδο μου που μου υπενθύμισε ότι είχε πάρει αργά—ήταν ήδη μία και είκοσι—ικανή ήμουν να κάνω binge watch όλη τη σειρά και να πάω αύριο στην Ευτύχω με μαύρα μάτια από την αϋπνία.

    Γύρισα προς το μέρος του και έβαλα το πιο γλυκό χαμόγελο που μπορούσα. “One more… Please? Please?” του είπα κοιτάζοντάς τον σαν κουτάβι που ζητιανεύει μεζέ.

    Το πρόσωπό του πήρε μια θεατρινίστικα απειλητική έκφραση. «Κάτσε καλά, θα σε χειροτονήσω!» μου είπε, σηκώνοντας το δάχτυλό του προειδοποιητικά.

    Ναι, τρομάξαμε τώρα!

    Ίσιωσα την πλάτη μου και σήκωσα το πιγούνι μου με περηφάνια. “Challenge accepted!” του είπα με ενθουσιασμό. «Πενήντα σε κάθε κωλομέρι με αντάλλαγμα να δούμε ακόμα ένα επεισόδιο!»

    Με κοίταξε για μια στιγμή και του ξέφυγε ένα γελάκι—ένα χαμηλό, σκοτεινό γέλιο που με έκανε να ανατριχιάσω. «Δε χρειάζεται αντάλλαγμα για να σε βάλω κάτω και να στον κάνω κόκκινο!» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι σκανταλιάρικα. “You will obey on general principle!” μου είπε και ξαφνικά ο αέρας ανάμεσά μας φορτίστηκε.

    Τον κοίταξα στα μάτια.

    “Won’t you, girl?” με ρώτησε με το βλέμμα του, διαπεραστικό και έντονο, να με καρφώνει. Ένιωσα να ανατριχιάζω σύγκορμη. Κάτι στον τόνο της φωνής του, στον τρόπο που με κοιτούσε, έκανε όλο μου το σώμα να αντιδράσει.

    “I will, Sir,” του απάντησα χαμηλώνοντας τα μάτια μου.

    Η φωνή μου βγήκε σχεδόν ψιθυριστή. Η αίσθηση της υποταγής που βίωσα εκείνη τη στιγμή ήταν σαν ηλεκτρικό ρεύμα που διαπέρασε όλο μου το σώμα. Η βρύση άρχισε να τρέχει, αν μ’ εννοείτε. Εντάξει, πάντα ήμουν δοτική αλλά αυτό το πράγμα—αυτή η ένταση, αυτή η δυναμική—δεν το είχα νιώσει ποτέ και με κανέναν.

    “Are you going to be a good, obedient girl?” με ξαναρώτησε, αυτή τη φορά ακόμα πιο εμφατικά. Εξακολουθούσε να με κοιτάει με αυτό το ύφος που με ψάρωνε και ταυτόχρονα με ξετρέλαινε. Τα μάτια του ήταν σκούρα, γεμάτα υπόσχεση.

    “I will, Sir!” του απάντησα έχοντας παραδοθεί πλήρως. Το βλέμμα μου χαμήλωσε και πάλι, δεν μπορούσα να το κρατήσω πάνω του.

    Ένιωσα το δάχτυλό του κάτω από το πιγούνι μου. Με ανάγκασε απαλά αλλά σταθερά να σηκώσω το κεφάλι μου, να τον κοιτάξω και πάλι στα μάτια. Η επαφή του δέρματός του με το δικό μου έστελνε σπίθες.

    “Good!” μου απάντησε. Η φωνή του ήταν χαμηλή, σχεδόν βραχνή. «Όχι άλλο επεισόδιο γι’ απόψε!»

    «Μάλιστα!» του απάντησα στα ελληνικά—η λέξη βγήκε αυτόματα, χωρίς καν να το σκεφτώ. Διόρθωσα αμέσως: “I mean, yes Sir!”

    Και μέσα σε μια στιγμή, σαν να είχε πατήσει διακόπτη, το βλέμμα του άλλαξε. Έγινε ξανά σκανταλιάρικο. “I gave you my word that I will top Mary’s ‘sweet mystery of life’ and I am a man of his word!” μου δήλωσε με θεατρινίστικη σοβαρότητα, λες και έδινε όρκο στη Στύγα, να πούμε.

    Παρά τον παιχνιδιάρικο τόνο του ωστόσο, το σώμα μου αντέδρασε άμεσα. Η βρύση έγινε… Νιαγάρας. Ένιωσα την υγρασία να απλώνεται, την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή.

    Ο Μπλάκι, σαν να κατάλαβε ότι τα πράγματα έπαιρναν άλλη τροπή, σηκώθηκε με αξιοπρέπεια και πήδηξε από τον καναπέ και με δυο σάλτα βρέθηκε στην κορυφή του γατόδεντρού του.

    Όσο για μας… Ο Maurice σηκώθηκε από τον καναπέ και κρατώντας το χέρι του με πήγε στο δωμάτιο. Ακολούθησα υπάκουα.

    Σταμάτησε μπροστά από το κρεββάτι και πήγε από πίσω μου. Με αγκάλιασε από τη μέση και με τράβηξε προς το μέρος του και ένιωσα το μέλος του ορθωμένο. Ξεροκατάπια, σχεδόν έσταζα από την καύλα. Έσκυψε και άρχισε να με φιλάει στο σβέρκο ενώ και με τα δυο του χέρια χούφτωσε τα στήθη μου και άρχισε να τα μαλάζει δυνατά, κάνοντάς με να χάσω τ’ αυγά και τα πασχάλια.

    Ένιωσα την ανάσα του καυτή στο αριστερό μου αυτί. «Έχεις λιπαντικό;» με ρώτησε και αμέσως κατάλαβα τι είχε στο μυαλό του. Του το είχα πει, και το εννοούσα. Δεν χρειαζόταν παιχνίδια αν ήθελε να μπει στην πίσω πόρτα, αρκούσε να μου το ζητήσει. Και ας ήταν μεγαλούτσικος. Και ας ήξερα ότι θα με πονέσει στην αρχή. Και όμως, ένιωσα πάλι σα να παίζουμε κάποιο παιχνίδι, και είχε δίκιο! Έτσι ήταν χίλιες φορές καλύτερα.

    «Έχω,» του απάντησα με φωνή που ίσα κατάφερε να βγει από το στόμα μου. «Είναι στο συρτάρι μου,» συμπλήρωσα.

    Το συρτάρι μου. Το άβατο των άβατων σε ότι αφορά τον προσωπικό μου χώρο. Δεν έκανα καμία κίνηση να πάω να το πάρω από μέσα. Του είχα παραδοθεί πλήρως, ό,τι δικό μου ήταν και δικό του.

    Με άφησε και πήγε και άνοιξε το συρτάρι. Δεν είχε μόνο λιπαντικό, είχε και άλλα ερωτικά βοηθήματα που χρησιμοποιούσα κατά καιρούς. Δυο δονητές, ένα μεγάλο και ένα μικρούλικο, σχεδόν σαν στικάκι. Μια dildo. Τρία butt-plugs διαφορετικών μεγεθών. Προφυλακτικά.

    Και ένα μικρό flogger. Το είχα πάρει με σκοπό να το χρησιμοποιήσω με τον ακατανόμαστο. Έμεινε εκεί, αχρησιμοποίητο.

    “Paint me truly impressed!” μου είπε και γύρισα και τον κοίταξα χωρίς να ξέρω τι θα δω. Το βλέμμα του ήταν και πάλι αυτό το σκανταλιάρικο, το σχεδόν παιδιάστικο.

    “What can I say, I’m full of surprises!” του είπα προσπαθώντας να κάνω τη φωνή μου ανάλαφρη. Και το αστείο είναι ότι δεν ένιωθα καθόλου άβολα. Δεν ένιωσα καμιά ντροπή, ίσα-ίσα το όλο σκηνικό με έκανε να νιώσω ακόμα βαθύτερη εκείνη την πρωτόγνωρη αίσθηση υποταγής.

    “Don’t I see that?” με ρώτησε κουνώντας το κεφάλι του με τα μάτια του να λάμπουν σα χριστουγεννιάτικα φωτάκια το και με χαμόγελο από τη μια άκρη του προσώπου του ως την άλλη.

    “Do you like what you see, Sir?” τον ρώτησα και η φωνή μου βγήκε χαμηλή, σχεδόν ψιθυριστή.

    “Better than kokoretsi, paidakia and the mythical antikristo!” μου είπε με το αιώνιο πειρακτικό του τρόπο, λέγοντας με δυσκολίες τις ελληνικές λέξεις και κάνοντάς με να λιώσω ακόμα περισσότερο.

    Δεν ήταν μάσκες αυτά που φορούσε. Ο Maurice μου ήταν όλα μαζί, χωρίς να προσποιείται τίποτα: παιχνιδιάρης και τρυφερός, σκανταλιάρης και ταυτόχρονα έντονος, κτητικός, απαιτητικός. Δεν ήταν ούτε ο “αυστηρός” Sir Stefan (ναι, την έχω δει την ιστορία της Ο) ούτε, Θεός φυλάξοι, ο καρτουνίστικος Gray—γιατί καλή η φαντασίωση, αλλά η αρλούμπα είχε βαρέσει κόκκινο.

    Ο Maurice ήταν ο εαυτός του. Πάντα. Μπορούσε να περάσει από τη σοβαρότητα στο χαβαλέ και από την εξουσία στη δοτικότητα σε μια μόνο ανάσα. Ή να τα ενώνει όλα, σε έναν ρυθμό δικό του. Ήταν και η αρκούδα των σπηλαίων—ο τρόμος των προϊστορικών—και το γιγάντιο λούτρινο που θες να σφίξεις στην αγκαλιά σου λες και δεν υπάρχει αύριο. Όχι ρόλος· άνθρωπος. Ο δικός μου άνθρωπος.

    Ήρθε ξανά από πίσω μου και μου τύλιξε το φανελάκι του στα μάτια, κλείνοντάς τα μου τελείως. Ένιωσα το κορμί μου σχεδόν να τρέμει όταν επέστρεψε στα χάδια του. Η γλώσσα του και τα χείλη του απαλά στο λαιμό μου και στ’ αφτιά μου, και τα χέρια του να μου χουφτώνουν, να μου μαλάζουν σφίγγοντάς μου δυνατά τα στήθη.

    Πήρε το δεξί του χέρι από το στήθος μου και άρχισε να το κατεβάζει σιγά-σιγά προς τα κάτω και το σώμα μου τεντώθηκε άθελά μου από την προσμονή. Το εσώρουχό μου ήταν μούσκεμα, ήταν σα να έχω κατουρηθεί πάνω μου. Ένιωσα τα δάχτυλά του στη σχισμή, πάνω από το ύφασμα, και εκεί ένιωσα το πρώτο μου jolt, το σύνηθες προεόρτιο του οργασμού μου.

    Πέρασε το χέρι του μέσα από το κιλοτάκι και μόλις τα δάχτυλά μου με άγγιξαν ήρθε και το δεύτερο jolt και μου ξέφυγε ένα σιγανό βογγητό. “You are mine!” μου είπε στο αυτί. “You are mine to do as I please,” συνέχισε ψιθυριστά και εκεί είχε και το τρίτο jolt, το κορμί μου άρχισε να τρέμει σα να το χτυπάει ρεύμα.

    “I’m yours! I’m your to do as you please!” του είπα με την αίσθηση της υποταγής να έχει χτυπήσει κόκκινα. “I’m yours to pleasure you any way you like!”

    “Good girl,” μου ψιθύρισε και εκεί βούτηξε το δάχτυλό του μέσα μου και εκεί ήρθε το τέταρτο jolt. Και το πέμπτο. Και το έκτο.

    «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» φώναξα καθώς ο οργασμός μου ήρθε και έκανε το σώμα μου να σπαρταράει σαν ψάρι. Και δεν είχε μπει καν μέσα μου! Δεν είχε χρησιμοποιήσει καν το στόμα του. Μόνο το χέρι του και… και η κατάσταση στην οποία με είχε φέρει.

    «ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ! ΜΩΡΟ ΜΟΥ! ΜΩΡΙΣ ΜΟΥ!!!! ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» συνέχισα να φωνάζω έχοντας χάσει κάθε αίσθηση του μέτρου, και με το σώμα μου να τραντάζεται τόσο δυνατά που ένιωθα ότι θα σπάσω.

    “Yes, baby! Cum for me! Cum for your Master!” μου είπε, και μόνο στο άκουσμα της λέξης Master, ένιωσα και δεύτερο απανωτό οργασμό να με χτυπάει σαν ρεύμα υψηλής τάσης. Δεν… δεν μου είχε ξανατύχει ποτέ αυτό.

    «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ!» ούρλιαξα για δεύτερη φορά, νιώθοντας σαν να έχω βάλει το δάχτυλο μου στην πρίζα.

    Και κάπου εκεί… τραγούδησε και η χοντρή. ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ.

    “ΑΑΑΑΑΧ… sweet mystery of life” άρχισα να τραγουδάω σαν άλλη Madeline Kahn, με φωνή που θα έκανε και τον Mel Brooks να δακρύσει από συγκίνηση.

    Ξέρω, δεν είναι όλες οι στιγμές για χαβαλέ, αλλά ο αρκούδος μου είχε δώσει τον λόγο του… κι εγώ, ως καλό και υπάκουο κορίτσι, έκανα ό,τι περνούσε απ’ το χέρι (και το λαρύγγι μου) για να τον βοηθήσω να τον κρατήσει.

    Δεν ξέρω πώς κατάφερε και παρέμεινε σοβαρός—ίσως και να έσφιγγε τα δόντια από μέσα του—αλλά δεν σταμάτησε. Συνέχισε να με παίζει, ασταμάτητα, μεθοδικά, ώσπου δεν άντεχα άλλο, νόμιζα ότι θα διαλυθώ, θα σπάσω σε κομμάτια.

    Θα ορκιζόμουν ότι προχθές μου είχε δώσει τον καλύτερο οργασμό της ζωής μου… αλλά μπροστά στο σημερινό;

    Ω ΘΕΟΙ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ.

    Και δεν είχε τελειώσει! Μου κατέβασε τελείως το κιλοτάκι και με έβαλε να σκύψω πάνω στο κρεββάτι. Γονάτισε, και χουφτώνοντάς με και από τους δυο γλουτούς άρχισε να με γλείφει… πίσω…

    Αυτό δε μου το είχε κάνει ποτέ κανείς!

    Η αίσθηση της γλώσσας του πίσω μου… Θεέ μου, δεν έχω τρόπο να την περιγράψω. Δεν… δεν ήταν όπως όταν γίνεται μπροστά, η περιοχή παρότι πλούσια σε νευρικές απολήξεις είναι… είναι τελείως διαφορετικού είδους. Η αίσθηση όμως ήταν… Δεν ξέρω… απλά δεν ξέρω…

    Σταμάτησε και ένιωσα να μου απλώνει λιπαντικό. Τουρλώθηκα όσο καλύτερα μπορούσα παρότι ήξερα ότι αυτό θα πονέσει. Πολύ. Ωστόσο ο Maurice δεν βιαζόταν. Ξεκίνησε απαλά με το ένα του δάχτυλο, και αυτό πολύ προσεκτικά, πολύ αισθησιακά σε σημείο που έκλεισα τα μάτια μου και άρχισα να το απολαμβάνω.

    Παρόλο που έχω κάνει σεξ από πίσω—αν και με ελάχιστους—δεν το λάτρευα ακριβώς, με εξαίρεση μια-δυο φορές με τον ακατανόμαστο που μάλιστα μία από αυτές με είχε καταφέρει να έχω και οργασμό με αυτό τον τρόπο. Την είχα ακούσει, δεν μπορούσα καν να διανοηθώ ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί και σ’ εμένα, που δυσκολεύομαι να νιώσω οργασμό ακόμα και όταν παίζω η ίδια με τον εαυτό μου.

    Βύθισε όλο του το δάχτυλο μέσα και μου ξέφυγε ένα ηδονικό βογγητό. Η δυσάρεστη, ενοχλητική αίσθηση που υπήρξε στην αρχή, εξαφανίστηκε τόσο γρήγορα που μ’ έκανε να απορήσω. Τράβηξε το δάχτυλό του και προσπάθησα να προετοιμαστώ γι’ αυτό που θα ακολουθούσε.

    Ένιωσα κάτι στην πίσω μου σχισμή αλλά δεν ήταν το όργανό του. Ξαφνικά κατάλαβα, ήταν το μικρό butt-plug. Ο Maurice, χωρίς να βιάζεται, αργά και προσεκτικά, το βύθισε όλο μέσα μου, και αν και στην αρχή πόνεσε λιγάκι η δυσφορία πέρασε σχεδόν αμέσως.

    Με τράβηξε προς τα πίσω, δείχνοντας μου ότι θέλει να σηκωθώ. Μου έβγαλε το φανελάκι από τα μάτια και γύρισα και τον κοίταξα. Μου ένευσε με το κεφάλι του να γονατίσω. Το έκανα προσεκτικά, για να μη μου βγει το butt-plug, και τον πήρα στο στόμα μου και τον βύθισα μέχρι τη ρίζα του.

    “Yes, babe! Yes!” μου έκανε, και με το στόμα μου γεμάτο σήκωσα με κάποια δυσκολία το βλέμμα μου πάνω του.

    Είχε κλείσει τα μάτια του και είχε αφεθεί στην περιποίηση που του πρόσφερα με το στόμα μου. Τα μάτια μου σφάλισαν και πάλι από μόνα τους και επικεντρώθηκα στο έργο μου. Νόμιζα ότι ήθελε να με πάρει από πίσω, αλλά αν το μωρό μου ήθελε να του κάνω πίπα, πίπα!

    Με σταμάτησε μετά από λίγη ώρα και με έβαλε να σκύψω και πάλι πάνω στο κρεββάτι. Τράβηξε το butt-plug απαλά, και με πλημμύρισε αυτή η αίσθηση της ανακούφισης όταν απαλλάσσεσαι από κάτι ενοχλητικό, παρόλο που τόση ώρα σχεδόν είχα ξεχάσει την παρουσία του.

    Ένιωσα τα δάχτυλά του να απλώνουν και πάλι λιπαντικό και λίγη ώρα αργότερα ακολούθησε το δεύτερο σε μέγεθος butt-plug. Ένιωσα και πάλι μια στιγμιαία αίσθηση δυσφορίας, η οποία, όπως και προηγουμένως, χάθηκε μερικές στιγμές αργότερα. Με έβαλε να γονατίσω και πάλι και να συνεχίσω την πίπα από εκεί που είχα μείνει.

    Δεν είχα καταλάβει τι ήθελε ακριβώς από εμένα, αλλά δε με ένοιαζε. Θα με είχε όπως με ήθελε. Άδειασα το μυαλό μου και επικεντρώθηκα και πάλι στην πίπα που του έκανα, και αυτή τη φορά τα βογγητά του ήταν ακόμα πιο δυνατά.

    Πέντε λεπτά αργότερα με σταμάτησε και πάλι, και εκεί ακολούθησε το τρίτο, και πιο μεγάλο σε μέγεθος butt-plug. Όταν μ’ έβαλε να γονατίσω για τρίτη φορά και να συνεχίσω την πίπα φορώντας το, κατάλαβα τελικά τι είχε στο μυαλό του. Ήθελε να με ανοίξει, να κάνει τον απαυτό μου να συνηθίσει τον “εισβολέα,” με αισθησιακό τρόπο.

    Και ο Αργύρης φρόντιζε πάντα να με προετοιμάσει πριν το κάνουμε με αυτό τον τρόπο. Παρόλο που δεν το έκανε ποτέ βιαστικά, και που πάντα μου έδινε το χρόνο μου, ο τρόπος του Maurice ήταν πιο παιχνιδιάρικος και απίστευτα πιο αισθησιακός. Χώρια που με τον πρώτο, και παρά ότι ήταν εκείνος που ενέταξε το spanking στο ρεπερτόριό μου, απουσίαζε τελείως αυτό το… αυτή η αίσθηση υποταγής.

    Την τέταρτη φορά που με έβαλε να σκύψω στο κρεββάτι, ήξερα πλέον τι θα ακολουθήσει, και δεν διαψεύστηκα. Ένιωσα το όργανό του να τρίβεται πίσω μου και αργά και προσεκτικά άρχισε να τον βυθίζει μέσα μου, κάνοντας μικρές κινήσεις μπρος πίσω. Τα butt-plugs είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους, άρχισε να κερδίζει πόντους μέσα μου χωρίς να με κάνει να νιώσω παρά μια ελάχιστη δυσφορία.

    Εντάξει, από ένα σημείο και πέρα πόνεσε, αλλά είχε κάνει τόση καλή προετοιμασία που ο πόνος αυτός ήταν ασήμαντος σε σχέση με άλλες φορές. Και όχι μόνο αυτό, αλλά άρχισε να μου περνάει και πιο γρήγορα. Ο Maurice έμεινε ακίνητος για μερικές στιγμές, βυθισμένος τελείως πίσω μου, και μετά ξεκίνησε με αργές, απαλές κινήσεις.

    «Είσαι εντάξει μωρό μου; Σε πονάω;» με ρώτησε.

    «Όχι μωρό μου! Μη σταματάς! Σε παρακαλώ μη σταματάς!» του απάντησα πνιχτά—από καύλα, όχι πόνο.

    “You are mine!” μου δήλωσε σφίγγοντάς με από τη μέση.

    “I’m yours, babe! Yours!”

    Πρέπει να είχε γίνει κουδούνι από την καύλα και του λόγου του, γιατί παρόλο που ο ρυθμός του δεν ήταν γρήγορος, δεν πήρε ούτε πέντε λεπτά να τελειώσει. Με άρπαξε από τα μαλλιά τραβώντας τα πίσω, και κάνοντάς με να ξεφωνίσω από την καύλα, καρφώθηκε για τελευταία φορά μέσα μου, και έμεινε ακίνητος. Ένιωσα το όργανό του να κάνει σπασμούς μέσα μου και φορώντας προφυλακτικό, δεν ένιωθα σα να μου κάνουν κλύσμα.

    “OOOOOOH… OOOOOH BABY!” φώναξε στην κορύφωση του οργασμού του και σιγά-σιγά οι σπασμοί του μέλους του μέσα μου καταλάγιασαν, και σταμάτησαν τελείως.

    Τραβήχτηκε απαλά από μέσα μου και με σήκωσε και με πήρε στην αγκαλιά του. “I love you, my sweet, naughty sorceress!”

    «Κι εγώ σ’ αγαπάω αρκούδε μου!» του είπα τυλίγοντας τα χέρια μου πίσω από το κεφάλι του και σηκώνοντάς το βλέμμα μου πάνω του. “You are surely a man of your word!” του είπα χαχανίζοντας και συνέχισα. “Yeah, yeah, don’t call you Shirley!”

    “Well, since you made me forget my name, again, it would be awkward!” μου είπε και έβαλε τα γέλια. «Ένας Θεός ξέρει πως κρατήθηκα σοβαρός όταν άρχισες να τραγουδάς το γλυκό μυστικό της ζωής!» συνέχισε, και με χάιδεψε τρυφερά. “You’re one of a kind, Sophy. You really are!”

    Τώρα να πω ότι δεν έβαλα και πάλι τα κλάματα σαν κοριτσάκι, θα μου πετούσατε σάπια λάχανα, και δε θέλω. Με έσφιξε πάνω του δυνατά, κόβοντάς μου σχεδόν την ανάσα, ενώ εγώ συνέχισα να κλαίω του καλού καιρού.

    Δεν είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια πληρότητα.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Contributor

    Μέρος 14ο - Nymph, in thy orisons, be all my sins remember’d

    Όταν με τα πολλά ηρέμισα, πήγαμε και οι δύο στο μπάνιο να κάνουμε ένα γρήγορο ντουζ και ο Maurice πέταξε το προφυλακτικό στο καλαθάκι. Μπήκαμε στο ντουζ, άρπαξα τις καθιερωμένες μου πέντε—γιατί αλλιώς πώς;—και χωθήκαμε κάτω από το νερό.

    Το ποπουδάκι μου έτσουζε ελαφρά, αλλά ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ όλες τις άλλες φορές που είχα τρίξει την όπισθεν—που λέει και η Μαίρη—και του Maurice ήταν ο μεγαλύτερος που είχε περάσει την πίσω μου πόρτα.

    «Μωρό μου;» του είπα ενώ το νερό έτρεχε πάνω μας. «Αυτό πριν…» του είπα και σταμάτησα ψάχνοντας να βρω τα λόγια. Δεν τα βρήκα. «Δεν… δεν έχω λόγια,» του έκανα, κουνώντας το κεφάλι μου. «Δύο φορές!» του είπα και το επανέλαβα σα να μην το πίστευα η ίδια. «Δύο φορές!!!!»

    Δε μου απάντησε με λόγια, μου απάντησε με τη ματιά του.

    Τις σπάνιες φορές που έχω οργασμό, μετά την κλιμάκωση η περιοχή γίνεται τόσο ευαίσθητη που και το πιο απαλά χάδι μου προκαλεί πόνο. Και εδώ… Πάνω που είχα αρχίσει να αισθάνομαι τη μεταοργασμική μου δυσφορία, με μια λέξη… μια λεξούλα… έκανε το σώμα μου ξανά να τραντάζεται.

    «Νόμιζα ότι τα είχα δει όλα…» του είπα χαχανίζοντας. «Μέχρι… μέχρι που μου είπες “Cum for your Master”,» συνέχισα μ’ ένα στεναγμό καθώς έπαιζα τη σκηνή replay στο μυαλό μου. «Και εκεί… πάνω που είχα αρχίσει να νιώθω τις γνώριμές μου ενοχλήσεις μετά τον οργασμό… ήρθε στο καπάκι και δεύτερος!» Τον κοίταξα ξανά στα μάτια. «Και δεύτερος!» επανέλαβα, σα να μην το πίστευα ούτε η ίδια.

    “Welcome to the Dark Side, young Skywalker!” μου απάντησε κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι.

    Κλείσαμε το νερό, σκουπιστήκαμε στα γρήγορα, και τον άφησα να βγει στεγνώνοντας τα μαλλιά μου στα γρήγορα με το πιστολάκι, γιατί δεν ήταν να πέσω για ύπνο με βρεγμένο μαλλί.

    Γύρισα στο δωμάτιο και ο Maurice είχε ξαπλώσει στο κρεββάτι με τον Μπλάκι πάνω στην κοιλιά του να του κάνει πατουσάκια. Απαλά, για να μην τρομάξει το γάτο μου, μού άνοιξε την αγκαλιά του. Φόρεσα στα γρήγορα ένα καθημερινό κιλοτάκι, ανέβηκα στο κρεββάτι προσεκτικά και χώθηκα στην αγκαλιά του. Ο Μπλάκι σταμάτησε για μερικές στιγμές τα πατουσάκια, αλλά με το που βολεύτηκα τα ξεκίνησε και πάλι.

    «Μωρό μου;» με ρώτησε ο Maurice, σχεδόν ντροπαλά. «Θέλεις… θέλεις να δεις το παιχνίδι που έχω γράψει;»

    «Αμέ!» φώναξα ενθουσιασμένη, ταράζοντας το ζεν του Μπλάκι, και κερδίζοντας ένα αγριοκοίταγμα όλο δικό μου. «Πού όμως;»

    “Though it’s not the real thing,” μου είπε. “To really appreciate the game, you’d need a real CPC with a real CPC Monitor,” συνέχισε.

    «Τότε πώς;» τον ρώτησα απορημένη.

    “You can take a glimpse by running it in an emulator. It doesn’t even need to be installed on your PC; someone made it a web application!”

    “OK!” του απάντησα νιώθοντας την καρδιά μου να χορεύει μέσα στο στήθος μου. Ήθελε να μου δείξει το παιχνίδι που έγραφε, αυτό με τα H-SYNC και τα raster splits και όλα αυτά τα αρχαία ακκαδικά!

    «Μπορείς να φέρεις το laptop σου;» με ρώτησε.

    «Και το ρωτάς, αρκούδι μου;» του είπα τρυφερά και σηκώθηκα να πάω να φέρω το laptop από το δωμάτιο-γραφείο.

    Επέστρεψα, και κάθισα με την πλάτη στο προσκέφαλο του κρεββατιού βάζοντας το laptop στα πόδια μου. Πάνω από το σεντόνι, εννοείται, όταν ζεσταίνεται μπορείς να τηγανίσεις αυγά πάνω του και δεν ήμουν για εγκαύματα!

    Αν και ο σκοπός που άνοιξα το laptop ήταν για να πάμε στο link που είχε ο Maurice με το παιχνίδι του, σκάλωσα. Ο τίτλος του άρθρου στο homepage tab του browser κέντρισε αμέσως την προσοχή μου.

    «Η Δρ. Βασιλική Μαρκετάκη αναλαμβάνει πρόεδρος της Vinci μετά την αποχώρηση του Xavier Huillard»

    Την ήξερα την εταιρεία. Είναι η μεγαλύτερη κατασκευαστική στην Ευρώπη και μία από τις μεγαλύτερες, αν όχι η μεγαλύτερη, στον κόσμο. Χτίζει ολόκληρες πόλεις, αυτοκινητοδρόμους, μετρό, υδροηλεκτρικά, πυρηνικά εργοστάσια, λιμάνια, γέφυρες, φράγματα—ό,τι βάλει ο νους.

    Το γεγονός ότι η νέα CEO ήταν γυναίκα—και μάλιστα Ελληνίδα—με έκανε να ανοίξω το link χωρίς δεύτερη σκέψη.

    «Μωρό μου, περίμενε λίγο, κάτι είδα και θέλω να το διαβάσω!» του είπα, σταματώντας το scrolling.

    «Τι;» με ρώτησε γεμάτος περιέργεια, γέρνοντας να δει την οθόνη.

    «Ένα άρθρο. Την ξέρεις τη Vinci;»

    Με κοίταξε με περιέργεια χωρίς να καταλαβαίνει που το πήγαινα. «Φυσικά!» μου απάντησε. «Είναι η μεγαλύτερη κατασκευαστική στον κόσμο, μεγαλύτερη κι από τις Κινέζικες!» συνέχισε.

    «Η νέα της CEO,» ξεκίνησα να του εξηγώ, «είναι γυναίκα και μάλιστα Ελληνίδα!» Καθώς του εξηγούσα ένιωσα μέσα μου—άγνωστο γιατί—υπερηφάνεια. Εννοώ… το όποιο κατόρθωμα ήταν δικό της και μόνο, αλλά κάπως ένιωθα περήφανη για την εκπροσώπηση.

    Άνοιξα το άρθρο. Και έμεινα σα να με χτύπησε κεραυνός. Αλήθεια λέω, το στόμα μου στράβωσε πριν καλά-καλά προλάβω να ξεκινήσω να διαβάζω. Γιατί αν δεν ήξερα τι διάβαζα, θα ορκιζόμουν ότι είχα ανοίξει σελίδα περιοδικού μόδας ή προφίλ φωτομοντέλου. Όχι, σοβαρά τώρα! Η τύπισσα δεν υπήρχε!

    Στο πρόσωπο έμοιαζε με την Charlize Theron, αν η τελευταία ήταν η μικρή της άσχημη αδερφή. Μαλλί σκούρο ξανθό μαλλί σε τέλειο στυλ pixie, που έμοιαζε σαν να βγήκε μόλις από το κομμωτήριο, navy blue γυναικείο σακάκι με ασορτί παντελόνι που της έπεφτε άψογα, μαύρες κλειστές γόβες που έλαμπαν, και βλέμμα τύπου “Ναι, μόλις υπέγραψα έργο δέκα δισεκατομμυρίων. Παγωτάκι έχει;”

    Δεν την έκανες ούτε κατά διάνοια πάνω από τριανταπέντε. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν είχα πατήσει κατά λάθος το LinkedIn influencer post της ημέρας. Ώσπου το μάτι μου έπεσε στην ημερομηνία γέννησής της: 1973.

    Έτριψα τα μάτια μου. Ξανακοίταξα. Ναι, 1973 έγραφε. 52 χρονών! Τι στο καλό; Τι τρώνε αυτές και δεν το λένε; Και μετά διάβασα το άρθρο. Και όσο διάβαζα, τόσο το σαγόνι μου πλησίαζε όλο και περισσότερο στο πάτωμα.

    «Η Vinci, ο μεγαλύτερος κατασκευαστικός όμιλος παγκοσμίως, ανακοίνωσε μια ιστορική αλλαγή ηγεσίας: η Δρ. Βασιλική Μαρκετάκη αναλαμβάνει τη θέση της Προέδρου, διαδεχόμενη τον Xavier Huillard. Η Δρ. Μαρκετάκη αποχωρεί από τη θέση της CEO του Ομίλου Αιγίς—της κορυφαίας κατασκευαστικής δύναμης στα Βαλκάνια—για να ηγηθεί του γαλλικού κολοσσού.»

    Τα μάτια μου γούρλωσαν ακόμα περισσότερο. Αιγίς; Δηλαδή ήταν ήδη στην κορυφή εδώ, πριν πάει εκεί;

    «Η ανοδική της πορεία στην ηγεσία του Ομίλου Αιγίς—στον οποίο είχε προσληφθεί το 2001 ως δομική μηχανικός—ξεκίνησε το 2006, με την ανάληψη της Διεύθυνσης Δημοσίων Έργων της Αιγίς Τέκτων. Το 2011 προήχθη σε Chief Operating Officer και, πέντε χρόνια αργότερα, σε CEO της θυγατρικής, ηγούμενη ενός εκτεταμένου προγράμματος αναδιάρθρωσης και διεθνοποίησης. Το 2020 ανέλαβε την ηγεσία ολόκληρου του Ομίλου Αιγίς, διαδεχόμενη—όπως και στη θυγατρική—τον Θεμιστοκλή Δετζώρτζη.»

    Δηλαδή, όσο εγώ έγραφα ψυχαναγκαστικά tweets για τον μαλάκα τον Πάνο το 2011, εκείνη υπέγραφε έργα δισεκατομμυρίων και, αργά αλλά σταθερά, προετοίμαζε την άνοδό της στην κορυφή της Vinci.

    «Γεννημένη στην Αθήνα το 1973, η Δρ. Μαρκετάκη αποφοίτησε το 1996 από τη Σχολή Μηχανολόγων-Μηχανικών του ΕΜΠ με βαθμό 9,7—τον τρίτο υψηλότερο στην ιστορία της σχολής. Στη συνέχεια, εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή με πλήρη υποτροφία στη σχολή École Polytechnique Fédérale της Λοζάνης (EPFL) στην οποία ανέπτυξε μια νέα επαναστατική μέθοδο αντισεισμικής θωράκισης που τώρα φέρει το όνομά της—“Marketakis Equilibrium Grid”—και στη συνέχεια έκανε και MBA στον ίδιο ακαδημαϊκό φορέα. Για την επιστημονική της συνεισφορά της απονεμήθηκε τιμητικό διδακτορικό Μαθηματικών από το Πανεπιστήμιο του Cambridge.»

    Μάλλον, του λόγου της δεν είχε πάρει δέκα κιλά κλαίγοντας από απελπισία και τρώγοντας σοκολάτες και πατατάκια με τους τόνους.

    «Η Δρ. Μαρκετάκη είναι πολύγλωσση—μιλάει άπταιστα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Είναι παντρεμένη με τον Δρ. Μάριο Μαλεβίτη, καθηγητή στη σχολή Μηχανολόγων-Μηχανικών του ΕΜΠ, και έχουν μαζί τέσσερα παιδιά.»

    Όσο πήγαινε γινόταν και καλύτερο!

    «ΤΕΣΣΕΡΑ;!» φώναξα τόσο δυνατά που ο Μπλάκι τρόμαξε και εξαφανίστηκε από το κρεββάτι σα να τον κυνηγάει η εφορία.

    “What?” με ρώτησε ο Maurice ξαφνιασμένος από το ξέσπασμά μου, τινάζοντας λίγο πίσω το κεφάλι του.

    «Η Μαρκετάκη. Είναι CEO στη Vinci! Είναι πενηνταδύο χρονών και έχει τέσσερα παιδιά! Και είναι σα μοντέλοτι λέωείναι σαν High Elf! Κοίτα την! Κοίτα την!» του είπα χτυπώντας την οθόνη με το δάχτυλό μου. «Δεν την κάνεις ούτε καν τριανταπέντε! ΤΑ ΧΑΠΙΑ ΜΟΥ!» του είπα με δραματικό τόνο, φέρνοντας το χέρι μου στο μέτωπο σαν τραγική ηρωίδα.

    Ο Maurice έβαλε τα γέλια, το σώμα του τραντάχτηκε. «Θες να σου φέρω παγωτάκι;» με ρώτησε, χαχανίζοντας ακόμα, και με τα μάτια του να δείχνουν ότι διασκέδαζε αφάνταστα το ξέσπασμά μου.

    «ΟΧΙ! ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΩ ΝΑ ΧΩΘΩ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ!» του είπα με απόγνωση, τινάζοντας τα χέρια μου ψηλά. «Να χωθώ μέσα, να παγώσω μέχρι να μάθω το μυστικό της!»

    Γέλασε ακόμα πιο δυνατά, σχεδόν διπλώθηκε. «Μωρό μου, είσαι υπέροχη όταν κάνεις έτσι!»

    «Δεν κάνω τίποτα!» διαμαρτυρήθηκα. «Απλά προσπαθώ να καταλάβω πώς γίνεται να είσαι πενήντα δύο, να έχεις τέσσερα παιδιά, να διοικείς έναν από τους μεγαλύτερους ομίλους του κόσμου, να κάνεις την Theron να μοιάζει μπροστά σου με ασχημόπαπο, και να μη δείχνεις μέρα μεγαλύτερη από τριανταπεντάρα!» του είπα με μια ανάσα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια; «Πώς είναι δυνατόν;» τον ρώτησα με απόγνωση.

    Με τράβηξε στην αγκαλιά του, γελώντας ακόμα.

    «Δεν είναι δίκαιο,» κλαψούρισα θεατρικά.

    «Ίσως έχει καλά γονίδια;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

    «Γονίδια;» τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον με μισό μάτι. «Καλά γονίδια έχει ο αδερφός μου! Αυτή έχει συμβόλαιο με τον διάβολο! Δεν εξηγείται αλλιώς!»

    «Ή ίσως απλά φροντίζει τον εαυτό της και έχει καλό στιλίστα;»

    «Μη μου απαντάς λογικά τώρα!» του είπα κάνοντας μούτρα. «Θέλω να ζήσω το δράμα μου!» συνέχισα, κάνοντάς τον να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.

    Αποφάσισα να επιστρέψω στο αρχικό θέμα πριν αρχίσω να ψάχνω το Instagram της Μαρκετάκη για συμβουλές ομορφιάς. «Που πάω για να δω το παιχνίδι σου;»

    Τα μάτια του άστραψαν από ενθουσιασμό. Πήρε το laptop στα δικά του γόνατα και άρχισε να πληκτρολογεί με ταχύτητα που ζήλεψα. Τα δάχτυλά του πετούσαν πάνω στο πληκτρολόγιο. Άνοιξε μια σελίδα, και μετά μια δεύτερη—δεν καταλάβαινα ακριβώς τι έκανε. Κατέβασε ένα αρχείο στο δίσκο, και μετά απλά το έσυρε στην άλλη σελίδα.

    Η οθόνη γέμισε με ένα παράξενο φόντο—μπλε με κίτρινα γράμματα. Πάνω-πάνω έγραφε κάποιο copyright notice:

    Amstrad 128K Microcomputer (v3)
    © 1985 Amstrad Consumer Electronics plc
    and Locomotive Software Ltd.

    Basic 1.1

    Ready

    «Τι είναι αυτό;» τον ρώτησα με περιέργεια, γέρνοντας πιο κοντά στην οθόνη.

    «Είναι το λειτουργικό περιβάλλον του CPC-6128,» μου απάντησε. Η φωνή του είχε πάρει εκείνον τον τόνο του δασκάλου που αγαπάει το μάθημά του. «Όταν τον ανοίξεις σε βγάζει κατευθείαν στο περιβάλλον της Basic.»

    Τον κοίταζα χωρίς να είμαι σίγουρη ότι έχω καταλάβει. Το πρόσωπό μου προφανώς με πρόδωσε.

    «Η BASIC είναι γλώσσα προγραμματισμού, γραμμένη ειδικά για αρχάριους στους υπολογιστές,» μου εξήγησε υπομονετικά. «Με το που άνοιγες τον υπολογιστή μπορούσες να ξεκινήσεις κατευθείαν να γράψεις κάποιο πρόγραμμα ή να φορτώσεις κάποιο από τη δισκέτα.»

    Δισκέτα ρε φίλε. Δεν ξέρω γιατί αλλά παρόλο που ήταν προϊόν του εικοστού αιώνα, μου φαινόταν πιο προϊστορικό και από ατμομηχανή.

    «Το αρχείο που φόρτωσα είναι disc image με το παιχνίδι,» συνέχισε. «Όπως σου είπα δεν είναι γραμμένο σε BASIC, η τελευταία είναι interpreted και χάνει πολύ σε ταχύτητα!»

    «Τι είναι;» τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον σαν ούφο. Άλλη μια λέξη για το λεξιλόγιό μου.

    “Disc Image. Η δισκέτα είναι φυσικό μέσο που απλά περιέχει δεδομένα. Σκέψου το disc image ως αρχείο που έχει αυτά τα δεδομένα.»

    «Οκ, και το άλλο τι είναι;»

    «Ποιο άλλο, μωρό μου;»

    «Το άλλο που μου είπες, το interpreted.»

    Χαμογέλασε και πήρε μια βαθιά ανάσα, το έκανε πάντα όταν ετοιμαζόταν να εξηγήσει κάτι περίπλοκο.

    «Interpreted σημαίνει ότι δεν είναι γραμμένο σε μορφή που το καταλαβαίνει άμεσα ο επεξεργαστής. Τα προγράμματα που είναι γραμμένα σε interpreted γλώσσες, στην πραγματικότητα εκτελούνται μέσα από ένα δεύτερο πρόγραμμα, το οποίο μεταφράζει σε πραγματικό χρόνο τις οδηγίες του αρχικού προγράμματος σε εντολές που καταλαβαίνει ο επεξεργαστής! Αυτό το πρόγραμμα λέγεται interpreter.»

    «Ok,» του απάντησα αβέβαια. Το μυαλό μου προσπαθούσε να επεξεργαστεί την πληροφορία.

    «Υπάρχουν και άλλου είδους προγράμματα που κάνουν σχεδόν παρόμοια δουλειά, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Λέγονται compilers, και η δουλειά τους είναι να πάρουν τον πηγαίο κώδικα που έχει γραφτεί σε μια ανώτερη γλώσσα προγραμματισμού και να τον μετατρέψουν άμεσα σε μορφή που καταλαβαίνει ο επεξεργαστής, χωρίς να εκτελούν το πρόγραμμα σε πραγματικό χρόνο.»

    Ξαφνικά κάτι έκανε κλικ στο μυαλό μου. «Οκ, πες μου αν το έχω καταλάβει σωστά. Ο interpreter είναι σαν τον διερμηνέα, μεταφράζει από τη μια γλώσσα στην άλλη σε πραγματικό χρόνο. Ο compiler είναι σαν τον μεταφραστή, μεταφράζει ολόκληρο το κείμενο σε μια άλλη γλώσσα, στην περίπτωσή μας αυτό που καταλαβαίνει ο επεξεργαστής.»

    «ΑΚΡΙΒΩΣ!» μου είπε. Το πρόσωπό του φωτίστηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο, σαν δάσκαλος που είδε τον μαθητή του να καταλαβαίνει επιτέλους.

    «Ok!» του απάντησα ενθουσιασμένη. Ένιωσα λίγο πιο περήφανη με τον εαυτό μου που κατάφερα να τα πιάσω με την πρώτη.

    Μου έδωσε το laptop. «Γράψε CAT,» μου είπε.

    Έκανα αυτό που μου ζήτησε, πληκτρολογώντας προσεκτικά τα τρία γράμματα. Πάτησα Enter και από κάτω εμφανίστηκε μια λίστα, περίπου σαν αυτές του file explorer:

    GAME.BAS 1K CODE.BIN 39K

    «Αυτό είναι το παιχνίδι μου. Το GAME.BAS είναι ο GAME loader. Τυπικά δε χρειάζεται, θα μπορούσα να τρέξω κατευθείαν τον κώδικα, ωστόσο αν γίνει το τελευταίο τότε απενεργοποιείται το AMSDOS, το disc operating system του υπολογιστή.»

    Σταμάτησε για μια στιγμή, βλέποντας την έκφραση στο πρόσωπό μου. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε: «Όταν από το περιβάλλον της BASIC εκτελείς ένα πρόγραμμα σε κώδικα μηχανής που είναι αποθηκευμένο με την εντολή RUN, η BASIC κάνει χρήση της κλήσης MC_BOOT_PROGRAM του λειτουργικού, η οποία απενεργοποιεί τις υπόλοιπες ROM για να μην υπάρχουν conflicts με το πρόγραμμα που εκτελείς.»

    Τον κοίταξα με απόγνωση. «Maurice, οικονομικά έχω σπουδάσει!» του υπενθύμισα χαχανίζοντας, κάνοντάς τον να βάλει και αυτός τα γέλια με το βλέμμα απελπισίας με τον οποίο τον κοιτούσα.

    «ΟΚ, ας το πάμε από την αρχή!» μου είπε. Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του και πήρε και πάλι βαθιά ανάσα. «Ο Z80 είναι 8-bit επεξεργαστής, το οποίο χωρίς να θέλω να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες σημαίνει ότι μπορεί να χειριστεί άμεσα 2^8, δηλαδή 65536 διευθύνσεις μνήμης!»

    Κοίταξα την οθόνη με σουφρώνοντας τα φρύδια μου. «Αφού εδώ λέει 128K!» του είπα απορημένη, δείχνοντας με το δάχτυλό μου.

    Χαμογέλασε και ένευσε. «Σωστά, και για να το κάνει αυτό, χρησιμοποιεί ένα πολύ έξυπνο κόλπο που λέγεται paging. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να επιλέξει ποιο μέρος της μνήμης μπορεί να δει κάθε φορά.»

    Έκανε μια μικρή παύση, βλέποντάς με να προσπαθώ να το χωνέψω.

    «Τούτου λεχθέντος ωστόσο, εξακολουθεί να μπορεί να χειριστεί άμεσα μόνο 64Kb.»

    «OK,» του είπα αβέβαια. Έτριψα το μέτωπό μου προσπαθώντας να βρω μια αναλογία. «Είναι σα να λέμε… μπορείς να έχεις δύο οθόνες αριστερά και δεξιά, μπορείς να επιλέξεις σε ποια θα εστιάσεις, αλλά πάντα μπορείς να εστιάσεις μόνο σε μία.»

    Το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Ακριβώς, μωρό μου!» μου είπε χαμογελώντας. Η περηφάνεια στη φωνή του ήταν τόσο έκδηλη που άρχισα να χειροκροτώ μόνη μου σαν το χαζό, χτυπώντας παλαμάκια με ενθουσιασμό. Αυτό τον έκανε να βάλει και πάλι τα γέλια.

    «Το λατρεύω όταν το κάνεις αυτό!» μου είπε χαρίζοντάς μου το πιο γλυκό του χαμόγελο. «Όσο όταν σε πιάνουν οι γκρίνιες σου!» Σταμάτησε και μου χαμογέλασε παιχνιδιάρικα. «Ειδικά όταν σε πιάνουν οι γκρίνιες σου!»

    Ένα «BRRRRRRRRRRRRRR» κατευθείαν στη μούρη του, που τον έκανε σύχριστο, και μετά συνέχισε το lecturing στην Ακκαδική ποίηση.

    «Και ο Amstrad δεν είχε μόνο 128Kb RAM, είχε και 48Kb ROM.» Με κοίταξε ερωτηματικά. «Ξέρεις τι διαφορά έχει η RAM από τη ROM;»

    Σταύρωσα τα χέρια μου με ψεύτικη αγανάκτηση. «Εντάξει, οικονομολόγος είμαι, δεν ήρθα με χρονομηχανή από το 500 προ Χριστού!» του απάντησα βγάζοντάς του πειρακτικά τη γλώσσα.

    Γέλασε και συνέχισε: «Οι σύγχρονοι υπολογιστές τρέχουν το λειτουργικό τους από το δίσκο στον οποίο είναι αποθηκευμένα. Παρόλο που ΚΑΙ ο Amstrad διέθετε ένα τέτοιο λειτουργικό, το CP/M, το βασικό του λειτουργικό περιβάλλον ήταν αποθηκευμένο στη ROM.»

    Σήκωσε τρία δάχτυλα, μετρώντας: «16Kb το κυρίως λειτουργικό, 16Kb η BASIC και άλλα 16Kb το AMSDOS, το βασικό του disc operating system.»

    «Και αυτό ξέρω τι είναι! Κάτι σαν το NTFS!» του είπα περήφανη, ισιώνοντας την πλάτη μου.

    Κούνησε το κεφάλι του με ένα απολογητικό χαμόγελο. «Όχι ακριβώς,» μου είπε κόβοντάς μου τα φτερά. «Το NTFS είναι σύστημα αρχειοθέτησης στο δίσκο. Disc operating system είναι το πρόγραμμα με το οποίο διαχειρίζεσαι όχι μόνο τα δεδομένα του δίσκου, αλλά και τον ίδιο το δίσκο.»

    Έκανε μια μικρή παύση για να με αφήσει να το χωνέψω.

    «Πώς διαβάζεις, πώς γράφεις, πώς κινείται η κεφαλή και τα ρέστα. Αυτά πλέον είναι κομμάτια του ίδιου του λειτουργικού—ο όρος driver αν έχεις ακουστά—αλλά και του ίδιου του firmware του δίσκου.» Με κοίταξε. «Ξέρεις τι είναι το firmware;»

    Σκέφτηκα για λίγο, δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου. «Ναι, νομίζω!» του είπα σκεπτική. «Κάτι ανάλογο με τον driver, μόνο που εκτελείται από την ίδια τη συσκευή και όχι από το λειτουργικό το οποίο τη διαχειρίζεται!»

    «Κάπως έτσι!» μου είπε χαμογελώντας μου και πάλι. Έγειρε λίγο μπροστά με ενθουσιασμό. «Λοιπόν, θυμάσαι αυτό που σου είπα με το paging;»

    «Ναι,» του απάντησα κουνώντας το κεφάλι μου.

    «Ωραία, αυτό λέγεται αλλιώς και Bank Management, όπου το Bank δεν είναι η τράπεζα που σε χρεώνει επειδή πέρασες έξω από το ATM της,» μου είπε και έβαλα τα γέλια, «αλλά από τον όρο memory bank.»

    Άρχισε να μετράει στα δάχτυλά του: «Ο Z80 λοιπόν κάνει bank management σε blocks των 16Kb. Θυμάσαι το παράδειγμά σου με τις οθόνες;»

    «Ναι!» του απάντησα. «Αυτό που μου λες λογικά είναι το ισοδύναμο του να επιλέγω σε ποιο παράθυρο θα εστιάσω μέσα στην οθόνη!»

    «Ακριβώς μωρό μου!» μου απάντησε κάνοντάς την καρδιά μου να χτυπήσει και πάλι σαν ξεκούρδιστη.

    «Σκέψου τώρα ότι είσαι στο περιβάλλον της basic. Πρέπει να τρέχει το λειτουργικό, να τρέχει η BASIC και να τρέχει και το AMSDOS. Πάνε τα 48Kb.»

    Σταμάτησε και με κοίταξε για να βεβαιωθεί ότι τον ακολουθούσα.

    «Και έχεις και τη Screen RAM που καταλάμβανε 16Kb, και δεν έμεινε σάλιο!»

    «Screen RAM;» τον ρώτησα με απορία.

    «Η απεικόνιση των περιεχομένων της οθόνης στη μνήμη, τότε δεν υπήρχαν κάρτες γραφικών!»

    Το πρόσωπό μου πήρε μια έκφραση σύγχυσης. «Κάτσε. Και τότε πώς έτρεχαν τα προγράμματα;» τον ρώτησα με απορία.

    Σήκωσε το δάχτυλό του με ύφος δασκάλου που έρχεται στο κύριο σημείο του μαθήματος. «Και ερχόμαστε λοιπόν σε αυτό που σου είπα στην αρχή. Ο interpreter της BASIC φροντίζει και σου δίνει ελεύθερα σχεδόν 40Kb μνήμης.»

    Έκανε μια παύση και μετά συνέχισε πιο αργά:

    «Από τα υπόλοιπα 8Kb, ένα κομμάτι το χρησιμοποιεί ο ίδιος για να ως χώρο εργασίας, ένα κομμάτι χρησιμοποιεί το AMSDOS για τον ίδιο λόγο, και ένα τρίτο σεβαστό κομμάτι καταλαμβάνει και το firmware, το οποίο η BASIC το χρησιμοποιεί κατά κόρον.»

    «Ποιο firmware;» τον ρώτησα πελαγωμένη. Έτριψα τους κροτάφους μου. Εντάξει, είχε πάει που είχε πάει αργά και μισή, πόση Ακκαδική ποίηση να αντέξω η γυναίκα;

    Το πρόσωπό του μαλάκωσε με κατανόηση. «Έχεις δίκιο που μπερδεύεσαι,» με καθησύχασε ο αρκούδος μου. Εντάξει, δεν ήμουν εγώ η ηλίθια!

    «Αυτό που ονομάζω firmware ήταν ένα εξαιρετικά προηγμένο για την εποχή του χαρακτηριστικό που είχαν οι υπολογιστές της Amstrad. Ήταν κομμάτι του συστήματος, το οποίο το χρησιμοποιούσε και ο ίδιος ο BASIC interpreter, αλλά και κάτι παραπάνω.»

    Σταμάτησε και με κοίταξε σκεπτικά.

    «Έδινε στους προγραμματιστές ένα API…» Έκανε παύση. «Ξέρεις τι είναι το API;»

    Αυτό το ήξερα! Σήκωσα το χέρι μου σαν μαθήτρια. «Ναι, αυτό το ξέρω! Είναι ένας τρόπος για να κάνεις expose λειτουργικότητες ενός προγράμματος σε τρίτους, χωρίς να χρειάζεσαι να τρέξεις το πρόγραμμα καθαυτό!»

    «Ακριβώς!» μου είπε χαρίζοντάς μου και πάλι το χαμόγελό του. «Όπως στα σύγχρονα λειτουργικά υπάρχουν βιβλιοθήκες που σε απαλλάσσουν απ’ το να γράψεις τα πάντα από την αρχή, έτσι έκανε και η Amstrad.»

    Ακούμπησε το δάχτυλό του στην οθόνη. «Το firmware των CPCs ήταν κάτι ανάλογο. Αν και δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα jump table, το ίδιο το μηχάνημα σου έδινε εύκολο τρόπο για να χρησιμοποιήσεις τις λειτουργικότητές του—για οθόνη, πληκτρολόγιο, ήχο, ακόμα και χειρισμό αρχείων—χωρίς να πρέπει να τα γράψεις ο ίδιος ξανά από την αρχή.»

    “Jump table?” τον ρώτησα απορημένη. «Τι είναι αυτό πάλι;»

    «Πολύ χοντρικά κάτι σαν ευρετήριο,» μου εξήγησε. «Τέλος πάντων, δε με ενδιαφέρει το firmware, δεν το χρησιμοποιώ, αλλά δεν θέλω να απενεργοποιηθεί το AMSDOS!»

    «OK; Γιατί δεν το χρησιμοποιείς το firmware αφού η Amstrad έκανε όλη αυτή τη φασαρία;» ήταν η επόμενη φυσιολογική ερώτηση που έκανα, γέρνοντας το κεφάλι μου στο πλάι.

    Τα μάτια του άστραψαν με λάμψη περηφάνιας. Ίσιωσε την πλάτη του και χαμογέλασε πλατιά. «Γιατί όταν γνωρίζεις τη μηχανή από μέσα και απ’ έξω, μπορείς να γίνεις πιο δημιουργικός από τον ίδιο της τον κατασκευαστή. Τότε ο Amstrad ήταν κάτι καινούργιο. Σαράντα χρόνια αργότερα και πλέον υπάρχουν κόλπα που τότε ούτε να τα φανταστούν δεν μπορούσαν.»

    Γύρισε το laptop προς το μέρος του. «Κάτσε να σου δείξω.»

    Μου είπε να ανοίξω το YouTube και να ψάξω «SYMBOS 4.0 AMSTRAD». Έκανα αυτό που μου ζήτησε. Τα δάχτυλά μου πληκτρολόγησαν γρήγορα και πάτησα enter. Όταν άρχισε το βίντεο, τα μάτια μου γούρλωσαν.

    «O Amstrad τρέχει windows;» τον ρώτησα τελείως χαζεμένη. Υπήρχαν παράθυρα, εικονίδια, ακόμα και taskbar!

    Κούνησε το κεφάλι του με ενθουσιασμό. «Δεν είναι Windows. Το λειτουργικό λέγεται SYMBOS. Είναι σύγχρονο, γραμμένο από την αρχή σε optimized assembly, και κάνει πράγματα που το 1985 δεν μπορούσαν καν να τα φανταστούν.»

    Έκανε μια δραματική παύση.

    Χαμογέλασε σχεδόν νοσταλγικά. «Το μηχάνημα μπορεί να έχει μείνει το ίδιο τα τελευταία σαράντα χρόνια, αλλά τόσα χρόνια είναι και η συσσωρευμένη γνώση γι’ αυτό!»

    «Γουάο!» έκανα πραγματικά εντυπωσιασμένη. Οκ, δεν ήταν σα να άνοιγες το laptop, τα γραφικά ήταν πιο χοντροκομμένα και με λιγότερα χρώματα, αλλά ήταν σα να έβλεπες μπροστά σου windows. Μέχρι και task manager είχε!

    Πήρε πάλι το laptop στα χέρια του, τα δάχτυλά του τυμπάνιζαν στο πλάι από ενθουσιασμό. «Ωραία, και τώρα πάμε στον emulator να τρέξουμε το παιχνίδι!»

    Έγραψα ‘RUN"GAME.BAS"‘ όπως μου είπε και περίμενα μερικά δευτερόλεπτα. Η οθόνη καθάρισε και έγινε μαύρη. Εμφανίστηκε ένα πολύ όμορφο μενού, που από πάνω είχε τον τίτλο του παιχνιδιού «Dexelor», με χρυσαφί-κόκκινα χρώματα σα να είχε πιάσει φωτιά. Τα γράμματα είχαν μια υφή που έμοιαζε με λάβα.

    «Δεν έχω βάλει ακόμα τη μουσική,» μου εξήγησε, σχεδόν απολογητικά.

    «Γράφεις και μουσική;» τον ρώτησα γουρλώνοντας τα μάτια. Υπήρχε κάτι που δεν έκανε αυτός ο άνθρωπος;

    «Όχι, όχι!» μου απάντησε κουνώντας το κεφάλι του. «Τη μουσική μου τη γράφει ένας φίλος, Γάλλος, και αν και μου την έχει δώσει, δεν την έχω ενσωματώσει ακόμα. Θα χρειαστεί κάποιο refactoring, έχω αρχίσει και ξεμένω από μνήμη, και πραγματικά δε θέλω να απενεργοποιήσω το AMSDOS, αν και στο τέλος δε με βλέπω να το γλιτώνω!»

    «Τι κάνω;» τον ρώτησα με τα δάχτυλά μου να αιωρούνται πάνω από το πληκτρολόγιο.

    «Κουνάς πάνω κάτω τον κέρσορα με τα βελάκια και επιλέγεις με το enter. Με την πρώτη επιλογή ξεκινάς το παιχνίδι. Στη δεύτερη μπορείς να ορίσεις τα πλήκτρα, αν θες να παίξεις με αυτά ή joystick. Στην τρίτη πας σε ένα άλλο μενού, το οποίο σου επιτρέπει να αλλάξεις παραμέτρους του παιχνιδιού, όπως δυσκολία, ταχύτητα, εξυπνάδα του AI κλπ.»

    “AI????” τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον με μάτια γουρλωμένα σαν του βατράχου. Τεχνητή νοημοσύνη σε μηχανή του ‘80;

    Γέλασε με την αντίδρασή μου. «Καλά, όχι σαν το ChatGPT ή το Claude που χρησιμοποιείς,» μου απάντησε χαχανίζοντας. «Ουσιαστικά ορίζεις την “εξυπνάδα” των αντιπάλων σου. Από χαζά, που κάνουν μηχανικές κινήσεις μέχρι πολύ έξυπνα, που προσπαθούν να σου στήσουν παγίδες.»

    “OK!” του απάντησα εμφανώς εντυπωσιασμένη. Πάτησα την επιλογή δύο και εκεί επέλεξα τα πλήκτρα με τα οποία θα παίξω. Στην τρίτη επιλογή—με την αυτοπεποίθηση του αρχάριου—διάλεξα “Extreme” στην εξυπνάδα των αντιπάλων μου αλλά normal στον υπόλοιπο βαθμό δυσκολίας. Μετά ξεκίνησα να παίζω.

    Δεν είχα ιδέα τι να περιμένω, και βρέθηκα και πάλι να κοιτάω χαζεμένη. Οκ, τα γραφικά ήταν απλοϊκά σε σχέση με τα σύγχρονα παιχνίδια, αλλά είχαν μια γοητεία που δεν μπορούσα να προσδιορίσω επακριβώς. Τα χρώματα ήταν πλούσια και ζωντανά—έντονα μπλε, κόκκινα, πράσινα, σχεδόν καρτουνίστικα.

    Οι χαρακτήρες—sprites όπως μου τα ονόμασε ο Maurice—ήταν πολύ όμορφα σχεδιασμένα και η κίνησή τους σχεδόν ρεαλιστική. Το ρολλάρισμα της οθόνης όμως ήταν το πιο δυνατό σημείο. Η κίνηση ήταν ρευστή σαν μετάξι, χωρίς κανένα κόλλημα. Μέχρι και παράλλαξη είχε—το φόντο κινούνταν πιο αργά από το προσκήνιο—με τρόπο πολύ ομαλό, σχεδόν φυσικό.

    Δεν άντεξα πολύ. Τι τους ήθελα τους έξυπνους αντιπάλους; Οι εχθροί με περικύκλωσαν με χειρουργική ακρίβεια. Τρεις φορές έπεσα στην παγίδα τους—την τρίτη φορά ορκίζομαι ότι ένας από αυτούς μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω πριν με οδηγήσει σε ενέδρα—και… GAME OVER.

    Τα κόκκινα γράμματα αναβόσβηναν στην οθόνη χλευαστικά.

    «Απίθανο!» του είπα με πραγματικό θαυμασμό. «Είναι απίθανο!»

    «Σ’ αρέσει; Σ’ αρέσει στ’ αλήθεια;» με ρώτησε. Υπήρχε πραγματική αγωνία στη φωνή του, σαν μικρό παιδί που δείχνει τη ζωγραφιά του.

    «Είναι υπέροχο μωρό μου!!!!» του είπα με ενθουσιασμό. «Αλλά μάλλον πρέπει να διαλέξω πιο χαζούς αντιπάλους. Τα βλαμμένα σου με έκαναν να νιώθω σα να παίζω σκάκι με τον αδερφό μου!» συνέχισα. Έβαλε τα γέλια, και το πρόσωπό του έλαμπε από υπερηφάνεια. Τον έπιασα και τον τράβηξα κοντά μου. «Είσαι απίθανος, το ξέρεις;»

    Χωρίς να μου το ζητήσει, έφυγα από την αγκαλιά του και πήγα στην κουζίνα και έφερα τρεις μπύρες, δύο για εκείνον και μία για μένα. Όταν επέστρεψα στο δωμάτιο τα μάτια του άστραψαν.

    “Beware of Greek bearing beer!” του είπα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια. Στην αρχή δεν κατάλαβε, αλλά όταν έδεσα τα μαλλιά μου, έκλεισα και έκανα πέρα το laptop, και ξάπλωσα ανάμεσα στα πόδια του, το έπιασε το υπονοούμενο. Του κατέβασα το μποξεράκι και του έκλεισα πονηρά το μάτι. «Αν ζήσεις, έζησες!» του είπα και με μια γρήγορη κίνηση τον πήρα όλο στο στόμα μου.

    “Oh Gods,” ξεκίνησε τις επικλήσεις στα θεία όταν τον έπιασα στο χέρι μου και άρχισα να τον γλείφω από το κεφαλάκι μέχρι τη βάση. Επικλήσεις που πολλαπλασιάστηκαν όταν άρχισα, πρώτα να γλείφω, και μετά να πιπιλάω τα μπαλάκια του.

    Με είχε κάνει να δω το Θεό απόψε, αν δεν στον έκανα μούμια, να μη με λέγαν Σόφη! Σηκώθηκα ελαφρά και παίρνοντάς τον στη γροθιά μου, άρχισα και πάλι να τον παίζω κάνοντας κυκλικές κινήσεις, συγχρονίζοντας στόμα με κεφάλι, με τρόπο που θα ζήλευε και ο Ακκάδιος ποιητής μου.

    Πρέπει να το έκανα πολύ καλά, γιατί ούτε πέντε λεπτά αργότερα—και παρά το γεγονός ότι είχε τελειώσει ήδη δύο φορές μέσα στο βράδυ—ένιωσα τα προσπερματικά του υγρά στο στόμα, το οποίο το ακολούθησε το γνώριμο τρέμουλο, και μετά οι σπασμοί, συνοδευόμενοι από δυνατά βογγητά και νέες επικλήσεις στους θεούς.

    Αλήθεια τώρα, πότε στο διάολο προλαβαίνει και μαζεύεται τόσο πράγμα; Για όνομα! Και πάλι πικρούτσικο, αλλά σιγά που θα χαλάσουμε τις καρδιές μας. Ρούφηξα το …νέκταρ του σα μέλισσα στα πρόθυρα θερμοπληξίας, και μετά τον έκανα λαμπίκο. “I really need to change your diet!” του δήλωσα με ύφος καθηγητή καρδιολογίας.

    “Why?” με ρώτησε κοιτάζοντάς με τρομαγμένος.

    «Πικρίζεις σα ραδίκι!» του έκανα χαχανίζοντας. «Και μιας και δεν εννοώ να σταματήσω να καταπίνω…» του έκανα θεατρικά και άφησα την απειλή να αιωρείται. Ναι, εμένα μου λες; Έβαλε τα γέλια.

    “As long as you don’t forbid paidakia, tzatziki, gyros and the mythical-but-yet-to-be-tasted antikristo!” μου απάντησε χαχανίζοντας ακόμα.

    “Jury is still out!” του είπα χαχανίζοντας. «Και τώρα σειρά σου να ξεθάψεις τους σκελετούς στη ντουλάπα!»

    “The fair Ophelia! Nymph, in thy orisons, be all my sins remember’d” μου απάγγειλε με τρόπο που θα ζήλευε και σαιξπηρικός ηθοποιός, και πάρ’την πάλι κάτω τη δικιά σου! Μέσα σε μια εβδομάδα μαζί του είχα γελάσει περισσότερο απ’ ότι τα τέσσερα τελευταία χρόνια.

    Είναι να μην είμαι τρελά και παλαβά ερωτευμένη μαζί του;

    Άνοιξε την αγκαλιά του και χώθηκα μέσα της κάνοντας σχεδόν κατάδυση. Και φυσικά, μη και μας μείνει ρέστος στη διανομή, εμφανίστηκε και ο Μπλάκι—που ευτυχώς μας είχε αφήσει και τις δυο φορές απόψε να αμαρτάνουμε με την ησυχία μας. Βολεύτηκα στην αγκαλιά του αρκούδου μου και ο Μπλάκι στη δική μου.

    “Ok, here goes nothing.”

    Το χέρι του άρχισε να χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά μου, τα δάχτυλά του περνούσαν απαλά ανάμεσά τους. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε τη διήγηση.

    “While I’m nowhere near your number,” είπε και σταμάτησε για μια στιγμή βγάζοντάς μου πειρακτικά τη γλώσσα του, “I had my share.”

    Του απάντησα με ένα «BRRRRRRRRRRRRR» όλο δικό του.

    Χαμογέλασε και έκλεισε για λίγο τα μάτια του, σα να έπαιζε στο βίντεο του μυαλού του τις αναμνήσεις. Όταν τα άνοιξε ξανά, συνέχισε. «Ήμουν ανέκαθεν ντροπαλός και nerdy. Αν και ήμουν πολύ γεροδεμένος για να δίνω στόχο—καλά, όχι πως στο Βέλγιο είναι σαν την Αμερική, σε εμάς το bullying σε αυτό το βαθμό είναι αδιανόητο—δεν είχα και μεγάλη πέραση στα συνομήλικά μου κορίτσια.»

    Αναστέναξε, για λίγο και μετά χαμογέλασε στη σκέψη—ένα μικρό, νοσταλγικό χαμόγελο. «Και ξέρεις κάτι; Μου βγήκε τελικά σε καλό!»

    «Τι εννοείς;» τον ρώτησα.

    Πήρα το χέρι μου από τον Μπλάκι και το ακούμπησα στο στέρνο του Maurice, χαϊδεύοντάς τον τρυφερά με κυκλικές κινήσεις. Το μαύρο κάθαρμα, που είχε κλείσει τα μάτια του, τα άνοιξε απότομα και με κοίταξε με το βλέμμα «σου έδωσα άδεια να σταματήσεις, peasant;»

    Ο Maurice γέλασε χαμηλόφωνα με την αντίδραση του Μπλάκι και συνέχισε: «Άλλαξα target group. Τις συνομήλικές μου μπορεί να μην τις συγκινούσε η nerdy προσωπικότητά μου, αλλά κάποιες μεγαλύτερες τις συγκινούσε η σωματική μου διάπλαση. Μικρός έκανα κολύμβηση… δεν ήμουν πάντα teddy bear.»

    Σήκωσε λίγο το κεφάλι του και έτριψε επιδεικτικά την κοιλιά του με το ελεύθερο χέρι του αλλά ο τρόπος που το έκανε ήταν χωρίς καμία πίκρα, με μια αποδοχή που ζήλεψα. Σε αντίθεση με μένα και τις ανασφάλειές μου, ο Maurice δεν έδινε δεκάρα που ήταν γεματούλης.

    «Οπότε… γυμνασμένο σώμα, μεγάλες αντοχές… καταλαβαίνεις. Για τις περισσότερες ήταν σεξ μόνο για το σεξ.» Γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε στα μάτια. «Αλλά δε μ’ ένοιαζε. Εννοώ… ούτε εγώ αποζητούσα περισσότερα… ήμουν σαν παιδάκι που του χάριζαν γλυκό… δεν ήθελα να βάλω την τύχη μου σε πειρασμό!»

    Έτριψε το μέτωπό του με το ελεύθερο του χέρι, ένα νευρικό τικ. Αναστέναξε βαθιά. «Στα 19 μου, γνώρισα την Francine.»

    Στέναξε και πάλι, πιο βαθιά αυτή τη φορά. Από τον τρόπο που άλλαξε η στάση του σώματός του—τεντώθηκε ελαφρά—κατάλαβα πως αυτή η γυναίκα με κάποιο τρόπο τον είχε σημαδέψει. Δεν τον διέκοψα, απλά συνέχισα να χαϊδεύω το στήθος του, αφήνοντάς τον να βρει το ρυθμό του.

    «Εκείνη ήταν 37.» Τα μάτια του γύρισαν στιγμιαία προς τα αριστερά και κοίταξαν το κενό, σαν να είχε ανοίξει το κουτάκι των αναμνήσεων στο αρχείο του μυαλού του. «Παντρεμένη, με δύο παιδιά.»

    Χαμογέλασε πικρά, οι άκρες των χειλιών του κύρτωσαν προς τα κάτω. «Δεν έχω ούτε μια φωτογραφία της, δεν με άφησε ποτέ να την τραβήξω.»

    Αναστέναξε για τρίτη φορά. Το χέρι μου άφησε τον Μπλάκι εντελώς τώρα και επέστρεψε πάνω στον αρκούδο μου, χαϊδεύοντάς τον τρυφερά, προσπαθώντας να του δείξω χωρίς λόγια ότι ήμουν εκεί.

    «Τη θυμάμαι όμορφη… ή ίσως να την έβλεπα έτσι όπως την ερωτεύτηκα μέχρι τα μπούνια. Δεν… Δεν θυμάμαι τις λεπτομέρειές της.»

    Έκανε μια μεγάλη παύση. Τα δάχτυλά του σταμάτησαν να παίζουν με τα μαλλιά μου. «Καμιά φορά τη βλέπω στον ύπνο μου, και θυμάμαι το πρόσωπό της για μερικές μέρες και μετά το ξεχνάω και πάλι…»

    Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα, το στήθος του ανασηκώθηκε κάτω από το χέρι μου. «Η Francine… ήταν…» Σταμάτησε, τα χείλη του κινήθηκαν σα να έψαχνε να βρει τα σωστά λόγια. Γύρισε πάλι προς το μέρος μου, τα μάτια του συνάντησαν τα δικά μου. «Ξέρεις από BDSM;»

    «Ξέρω τι σημαίνει το αρκτικόλεξο και κάποια βασικά πράγματα,» του απάντησα προσεκτικά, χωρίς να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες. Όσα γνώριζα, τα γνώριζα από τη Μαίρη, που και εκείνη εδώ που τα λέμε, περισσότερο ενδιαφερόταν για τα δύο τελευταία γράμματα παρά για τα δύο πρώτα.

    Εξέπνευσε αργά. «Ήταν slave,» μου απάντησε. Η φωνή του ήταν χαμηλή, σχεδόν ψίθυρος. «Τον αγαπούσε τον άντρα της, αλλά ο γάμος της ήταν τελείως συμβατικός, δε μπορούσε να τη γεμίσει. Ήταν κάμποσο καιρό uncollared, όταν τη γνώρισα.»

    “Uncollared;” τον ρώτησα με απορία, σηκώνοντας λίγο το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω καλύτερα. Ίντα ν’ πάλι τούτο; που θα έλεγε και η γιαγιά μου.

    «Χωρίς αφέντη,» μου εξήγησε. Τα δάχτυλά του ξανάρχισαν να παίζουν με τα μαλλιά μου, πιο νευρικά τώρα.

    «Δεν είναι εύκολο να έχεις αφέντη και να κάνεις διπλή ζωή. Επέμενε ότι γίνεται, αλλά στην πράξη δεν λειτουργούσε, ή, αν θες, δεν είχε καταφέρει η ίδια να μπει σε τέτοια σχέση που ταυτόχρονα να είναι και λειτουργική. Και πώς άλλωστε; Πώς μπορείς να λες ότι ανήκεις πλήρως σε κάποιον όταν αναγκάζεσαι να μοιράσεις το χρόνο σου;»

    Καλή ερώτηση. Άφησα τη σιωπή να αιωρείται για λίγο ανάμεσά μας.

    «Τέλος πάντων, η ουσία είναι ότι έκανε αυτό που στο BDSM θεωρείται ως cardinal sin.»

    «Δηλαδή;» τον ρώτησα, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι μου στο πλάι.

    Τον ένιωσα να σφίγγεται άθελά του και πάλι. «Προσπάθησε να με κάνει αφέντη της,» μου είπε. Η πίκρα στη φωνή του ήταν τόσο έντονη που δεν μπορούσε να την κρύψει.

    «Μικρός ήμουν, άβγαλτος. Δεν ήξερα πως λειτουργούν αυτά τα πράγματα. Αυτό που ήξερα είναι ότι η ιδέα να έχω κάποια στον πλήρη έλεγχό μου με είχε μαγέψει.»

    Τον κοίταξα σκεπτική, νιώθοντας κάτι να με ενοχλεί στη λογική. «Πες το,» μου είπε απλά, διαβάζοντας την έκφρασή μου.

    Δάγκωσα το κάτω χείλος μου για μια στιγμή και τον κοίταξα προσπαθώντας να βρω τα λόγια.

    «Πώς… πώς είναι δυνατόν να λες ότι έχεις τον πλήρη έλεγχο όταν σε…χτίζει, όταν σε καθοδηγεί άλλος;»

    «Δεν είναι Σόφη μου,» μου απάντησε. Το πικρό χαμόγελο παρέμεινε στα χείλη του. «Στο τέλος φάγαμε τα μούτρα μας και οι δύο.»

    «Τι έγινε;» τον ρώτησα με απαλή φωνή, το χέρι μου συνέχιζε τις κυκλικές κινήσεις στο στήθος του.

    Ανασήκωσε τους ώμους του σε έναν μορφασμό που έλεγε «όλα λάθος». «Οι προσδοκίες συνάντησαν την πραγματικότητα, που λες κι εσύ.»

    Έμεινα σιωπηλή για λίγο, προσπαθώντας να επεξεργαστώ όσα μου είχε πει. «Έκανες άλλες τέτοιες σχέσεις;» τον ρώτησα τελικά, γνωρίζοντας καλά την απάντηση μέσα μου.

    Μπορεί να τον γνώριζα μόλις μία εβδομάδα, αλλά τα σημάδια της Dominant προσωπικότητάς του ήταν ολοφάνερα για όποιον είχε τα μάτια να «διαβάσει πίσω από τις γραμμές». Η φυσική του συστολή δεν μπορούσε να κρύψει την αυτοπεποίθηση και το δυναμισμό του.

    Ήξερε πάντα πως να κινηθεί, τι να πει και τι να κάνει. Μπορεί η δουλειά να είναι δουλειά, αλλά την μέρα που κάναμε home office, έπιασα κάμποσες φορές τον εαυτό μου να απαντάει «μάλιστα» σε αυτά που έλεγε ο Maurice, και δεν μιλούσε καν σ’ εμένα.

    «Ναι, έκανα,» μου απάντησε, διακόπτοντας τον ειρμό των σκέψεων μου. Τα μάτια του κοίταζαν το ταβάνι τώρα. «Και κατάλαβα ότι αυτός ο τρόπος ζωής δεν μου ταιριάζει, όχι ακριβώς.»

    «Τι εννοείς;» τον ρώτησα. Η περιέργειά μου δεν ήταν ακαδημαϊκής φύσης. Ένιωσα μια μικρή ανησυχία να σφίγγει το στομάχι μου.

    Ήμουν ερωτευμένη μαζί του, αλλά όσο και αν είμαι δοτική και υποχωρητική, η ιδέα του να παραχωρήσω τον έλεγχο της ζωής μου στον οποιονδήποτε, ακόμα και στον Maurice, μ’ έκανε ξαφνικά να ανατριχιάσω, και όχι με τον καλό τρόπο.

    «Με ελκύουν οι δοτικές γυναίκες αλλά…» είπε. Έκανε παύση, τα χείλη του σφίχτηκαν σε μια λεπτή γραμμή.

    «Αλλά;» τον παρότρυνα απαλά.

    Γύρισε να με κοιτάξει. «Δεν το έχω μέσα μου. Ούτε τη θέληση, αλλά ούτε και την ικανότητα να ασκώ τέτοιου είδους έλεγχο.»

    Σταμάτησε και με κοίταξε στα μάτια. Μετά, με φωνή που έπαιρνε έναν παράξενο, σχεδόν τελετουργικό τόνο, άρχισε να απαγγέλει με ερασμιακή προφορά:

    «Ἀλώπηξ λιμώττουσα, ὡς ἐθεάσατο ἀπό τινος ἀναδενδράδος βότρυας κρεμαμένους, ἠβουλήθη αὐτῶν περιγενέσθαι καὶ οὐκ ἠδύνατο. Ἀπαλλαττομένη δὲ πρὸς ἑαυτὴν εἶπεν· “Ὄμφακές εἰσιν.” Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι τῶν πραγμάτων ἐφικέσθαι μὴ δυνάμενοι δι’ ἀσθένειαν τοὺς καιροὺς αἰτιῶνται.»

    “What, now?” τον ρώτησα με τα μάτια γουρλωμένα.

    Σήκωσα το κεφάλι μου εντελώς τώρα για να τον κοιτάξω. Κατάλαβα ότι προσπαθούσε να απαγγείλει στα αρχαία ελληνικά, αλλά με τον τρόπο που τα έλεγε, δεν κατάλαβα την τύφλα μου.

    «Ο μύθος του Αισώπου με την αλεπού και τα σταφύλια,» μου εξήγησε ήσυχα, τα δάχτυλά του ξανάρχισαν να χαϊδεύουν τα μαλλιά μου. «Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν ήμουν η αλεπού του μύθου. Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν τα σταφύλια δεν είναι πραγματικά άγουρα και είμαι εγώ η πραγματική αιτία που δεν μου λειτουργούσαν αυτές οι σχέσεις.»

    «Και;» τον ρώτησα. Το χέρι μου συνέχιζε να κάνει κύκλους στο στέρνο του, αργούς, καθησυχαστικούς κύκλους. Ο Μπλάκι, που μάλλον είδε και αποείδε να πάρει την προσοχή μου, σταμάτησε να μου «γκρινιάζει» και άρχισε να γλείφεται με επιμέλεια, κι έτσι, για μερικές στιγμές, έγινα κι εγώ άγουρο σταφύλι για το μαύρο τριχωτό μου κάθαρμα.

    «Η Francine μ’ έβαλε σε ένα τριπάκι απ’ το οποίο είδα κι έπαθα να βγω,» μου απάντησε στενάζοντας. Το χέρι του σφίχτηκε γύρω μου για μια στιγμή. «Με κάποιο τρόπο είχε γίνει το δικό μου συρματόπλεγμα κι εγώ είχα γίνει το καγκουρό που αντί να κάνει πιο πέρα, πάσχιζε ξανά και ξανά να πηδήξει από πάνω, σκίζοντας τη σάρκα του στ’ αγκάθια του.»

    Σήκωσα το χέρι μου και άγγιξα το μάγουλό του. «Βγήκες όμως!» του είπα τρυφερά, χαϊδεύοντας με τον αντίχειρά μου το ζυγωματικό του. «Αυτό έχει σημασία, βγήκες.»

    Χαμογέλασε πικρά, γυρίζοντας το πρόσωπό του λίγο για να ακουμπήσει στην παλάμη μου. «Θα προτιμούσα να είχα γυρίσει με charter από την Τροία στην Ιθάκη, αλλά όπως λένε… αυτό που δε σε σκοτώνει…»

    Χαμογέλασα με τη σύνδεση που έκανε. «Και αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε,» του είπα στα ελληνικά. Έκανα μια μικρή παύση και του εξήγησα: «Είναι από την τελευταία στροφή του ομώνυμου ποιήματος του Καβάφη.»

    Τα μάτια του άστραψαν με κατανόηση. Με φωνή γεμάτη συναίσθημα, απάγγειλε: “And if you find her poor, Ithaca won’t have fooled you. Wise as you will have become, so full of experience, you will have understood by then what these Ithacas mean.”

    Το στόμα μου άνοιξε ελαφρά από την έκπληξη. Τα μάτια μου γέμισαν και πάλι με εκείνη τη ζεστασιά που ένιωθα κάθε φορά που με εξέπληττε. Με έκανε να νιώσω και πάλι σα να είχα κερδίσει εικοσαπλό τζάκποτ στο Τζόκερ και ταυτόχρονα το πρωτοχρονιάτικο λαχείο.

    «Το ταξίδι ποτέ δε σταματά,» του είπα σιγανά.

    «Όχι, αλλά αν ξέρεις τι πραγματικά θέλεις, σου κάνει τη ζωή ευκολότερη!» μου είπε κοιτάζοντάς με και πάλι με σκανταλιάρικο βλέμμα. «Μου αρέσει να το βλέπω σαν παιχνίδι ρόλων. Έτσι μπορώ να λειτουργήσω, και να λειτουργήσω καλά!» συνέχισε. «Το πραγματικό BDSM,» συνέχισε, «δεν είναι ρόλοι που φοράς, είναι η πραγματική σου φύση που μαθαίνεις να απελευθερώνεις. Αλλά ξέρεις τι;»

    «Τι μωρό μου,» τον ρώτησα με την καρδιά μου, που επέστρεψε στη θέση της, να χτυπάει τόσο δυνατά στο στήθος μου που φοβήθηκα ότι θα μου πεταχτεί έξω.

    «Το BDSM είναι γι’ αυτούς που δεν μπορούν να κάνουν χωρίς αυτό. Κι εγώ δεν ανήκω σ’ εκείνους. Για μένα το παιχνίδι, οι ρόλοι, είναι αρκετό. Πλέον δεν επιθυμώ και δεν επιζητώ τίποτα περισσότερο.»

    “Lewis,” του είπα μην αντέχοντας αυτή τη φορά να μην το πω. “I think this is the beginning of a beautiful friendship!”

    “As long as love is included, along with the rest of the benefits!” μου απάντησε κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι.

    «Αυτό ήταν, ετοιμάσου να σε βιάσω!» του είπα και βρέθηκα γυμνή σε χρόνο ρεκόρ. Καλά, όχι ότι φορούσα και τίποτα πέρα από το κάτω μου εσώρουχο.

    “The horror! The horror!” μου έκανε καθόλου πειστικά, καθώς το χαμόγελό του απλωνόταν από τη μια μεριά του προσώπου του ως την άλλη.

    Χωρίς πολλά-πολλά χαμήλωσα και τον ξαναπήρα στο στόμα μου, μέχρι που του τον έκανα κατάρτι, και το καλό που του ήθελα ήταν να μην πάει να μου ξεκινήσει προκαταρκτικά, θα τον έκλαιγε η μανούλα του. Έκανε να ανασηκωθεί και τον έσπρωξα πίσω.

    “You are still da boss, Sir,” ξεκίνησα, «αλλά κάτσε καλά μη σου πάρει ο διάολος!» συνέχισα, κάνοντάς τον να τρανταχτεί από τα γέλια.

    Του έβαλα το προφυλακτικό, τον καβάλησα με ένα ηδονικό στεναγμό, και ξεκινήσαμε το ροντέο. Με τα χέρια του να μαλάζουν δυνατά τα στήθη μου, άρχισα να κινούμαι μπρος-πίσω, νιώθοντας τον να με γεμίζει με όλους τους δυνατούς τρόπους. Έκλεισα τα μάτια μου, έγειρα ελαφρά προς τα πίσω ακουμπώντας τα χέρια μου κάτω και άρχισα να επιταχύνω.

    Αν και ένιωθα απίστευτα ηδονικά, ήξερα πως αυτή τη φορά δεν θα τραγουδήσω το “Sweet mystery of life,” αλλά δε μ’ ένοιαξε καθόλου. Το απολάμβανα με όλη μου την ψυχή και ο Maurice με γέμιζε όπως δε με είχε γεμίσει ποτέ κανείς.

    Συνέχισα για κάμποση ώρα έτσι, μέχρι που άρχισα να κουράζομαι, οπότε άλλαξα τακτική. Αντί για μπρος πίσω, άλλαξα στάση, και άρχισα να κουνιέμαι πάνω-κάτω. Άνοιξα στη ζούλα τα μάτια μου για μερικές στιγμές και η εικόνα που αντίκρυσα έκανε την καρδιά μου να κάνει και πάλι διπλό τόλουπ και τριπλό αξλ, ή όπως διάολο τα λένε.

    Ο αρκούδος / φιλόσοφος / αρχιτέκτονας πληροφορικής / διδάκτωρ Ακκαδικής ποίησης, είχε κλείσει τα μάτια του και απολάμβανε το …χορευτικό μου ενώ τα χέρια του έσφιγγαν τα στήθη μου σαν μέγγενη. Μωβ θα μου έβγαιναν στο τέλος, αλλά χαλάλι του!

    Και ευτυχώς να λέω που ο αρκούδος μου άρχισε να κλιμακώνει πριν καταρρεύσω από εξάντληση, οπότε με όσες δυνάμεις μου απέμειναν—και τα πόδια μου είχαν ήδη αρχίσει να γίνονται ζελές—έδωσα τα ρέστα μου. Τα βογγητά του έγιναν ακόμα πιο δυνατά μέχρι που κάποια στιγμή άφησε τα στήθη μου και πιάνοντάς με από τη μέση με κράτησε ακίνητη.

    “OOOOOOH BABY OOOOOH OOOOH” ξεφώνισε τη στιγμή που ένιωσα το όργανό του, βαθιά μέσα μου, στην αρχή να δονείται και έπειτα να σπαρταράει. Όταν τελείωσε του έβγαλα προσεκτικά το προφυλακτικό, και τον πήρα και πάλι στο στόμα μου, κάνοντάς του τον να τρίζει από καθαριότητα.

    Άνοιξε τα μάτια του και με κοίταξε. Και εκεί ξύπνησε μέσα μου το διαολάκι, δεν άντεξα. Ανέβηκα προς το μέρος του και του έκανα ταπ-ταπ-ταπ.

    “Who’s a good Master?” του είπα μιλώντας του σαν να ήταν σκυλάκι. “You’ re a good Master?” συνέχισα με την ίδια λεπτή φωνή. “Yes, you’re a good Master!” επανέλαβα.

    Όσο και αν προσπάθησε να κρατηθεί σοβαρός και δήθεν αυστηρός, στο τέλος δεν κρατήθηκε, άρχισε να και πάλι να τραντάζεται από τα γέλια.

    “I love you!” μου είπε όταν βρήκε τις ανάσες του και σκουπίζοντας τα δάκρυα που είχαν τρέξει.

    «Που να δοκιμάσεις και το αντικριστό της γιαγιάς!» του έκανα, και πάρ’ τον πάλι κάτω.

    Και μετά πήγαμε για ένα τρίτο ντουζάκι και αυτή τη φορά οι πέντε καθιερωμένες στα μεριά μου, μέχρι να φτιάξω το νερό στη σωστή θερμοκρασία, έγιναν δεκαπέντε, γιατί το insurrection μου δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητο!

    He has spoken!

    Αυτή τη φορά είχα φροντίσει να μη βρέξω τα μαλλιά μου, οπότε σκουπιστήκαμε στα γρήγορα και ξαπλώσαμε και οι δυο τσίτσιδοι κάτω από τα σεντόνια. Και εκεί, μπαίνοντας και πάλι στο ρόλο του σκληρού καργιόλη μου έδωσε την πρώτη μου εντολή: Να τον ξυπνήσω με το στόμα μου.

    Έτσι είναι το σωστό! Εγώ δεν τρώω πρωινό, αμαρτία δεν ήταν να μείνω χωρίς την πρωτεΐνη μου;

    «Καληνύχτα μωρό μου!» μου είπε δίνοντάς μου ένα βαθύ φιλί, και μετά γύρισε στο πλάι και με πήρε αγκαλιά με τον αγαπημένο μας τρόπο: Κουτάλα.

    Κι εκεί, εμφανίστηκε και πάλι ο Μπλάκι, που κάθισε απαλά δίπλα μου, μου έγλειψε το χέρι λες και είναι κανένα κοπρόσκυλο, να πούμε, και μετά μου γύρισε την κοιλάρα του για τα καθιερωμένα βραδινά του χάδια.

    Κι εγώ;

    Σάντουιτς ανάμεσα στα δυο μου αγόρια, με την καυτή ανάσα του άτριχού μου στο σβέρκο, άρχισα να χαϊδεύω τρυφερά την κοιλιά του τριχωτού μου, μέχρι που έπεσε ο γενικός.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  3. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Contributor

    Μέρος 15ο - Θα φάει το pivot σίδερο και το what-if ατσάλι

    Άνοιξα τα μάτια μου και το φως που πλημμύριζε το δωμάτιο με έκανε να τα κλείσω και πάλι, σφίγγοντας τα βλέφαρα. Τα άνοιξα ξανά, πιο αργά αυτή τη φορά, αφήνοντας τις κόρες μου να προσαρμοστούν.

    Το μυαλό μου προσπαθούσε να boot-άρει, να συνδέσει τα κομμάτια της πραγματικότητας. Είχα ξυπνήσει και πάλι μέσα στη σφιχτή αγκαλιά του αρκούδου μου, που αυτή τη φορά δε ροχάλιζε απαλά—έδινε παράσταση.

    Χαμογέλασα και γύρισα ελαφρά το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω. Με προσοχή να μην τον ξυπνήσω, άρχισα να ξετυλίγομαι από την αγκαλιά του, μετακινώντας πρώτα το ένα χέρι, μετά το άλλο. Ο αρκούδος μου μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο και γύρισε ανάσκελα με μια απότομη κίνηση, τα χέρια του απλώθηκαν στο κρεβάτι σα να είχε πέσει σε καταληψία.

    Για μερικές στιγμές το ροχαλητό σταμάτησε. Κράτησα την ανάσα μου, περιμένοντας. Και μετά επανήλθε with vengeance—έκανε σα χαλασμένη ατμομηχανή.

    Χαχανίζοντας σιγανά, έκατσα καθιστή στην άκρη του κρεβατιού με τα πόδια στο πάτωμα. Τα δάχτυλά μου των ποδιών ακούμπησαν το δροσερό πάτωμα. Σηκώθηκα αργά, τέντωσα την πλάτη μου και άνοιξα στο κινητό μου την εφαρμογή του air-condition—παρά έκανε δροσούλα—και γύρισα για να κατευθυνθώ προς την τουαλέτα. Ένιωθα ότι θα σκάσω.

    Άνοιξα την πόρτα του μπάνιου και μπήκα μέσα. Δεν πρόλαβα καλά-καλά να κάτσω στη λεκάνη, και να το και το τριχωτό μου καμάρι. Το μαύρο κάθαρμα, γράφοντας εκεί που δεν πιάνει μελάνι το ότι η μαμά προσπαθούσε να κατουρήσει, έριξε ένα κομψό σάλτο και προσγειώθηκε στα γόνατά μου με το ύφος «τι έχουμε εδώ;»

    Τον κοίταξα με μισόκλειστα μάτια. «Ρε θα μ’ αφήσεις καμιά φορά να κατουρήσω με την ησυχία μου;» τον μάλωσα.

    Εκείνος το πήρε αλλιώς. Σηκώθηκε στα πίσω πόδια του και άρχισε να μου κάνει πατουσάκια στο δεξί μπούτι, τα νύχια του γρατζουνούσαν το δέρμα μου. «ΑΟΥΤΣ! ΝΥΧΙΑ ΒΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!» του έβαλα τις φωνές, τραβώντας το πόδι μου πίσω. Φυσικά με έγραψε και πάλι στα παπάρια του.

    Έκλεισα τα μάτια μου και πήρα μια βαθιά ανάσα. Προσπάθησα να χαλαρώσω τους μυς μου, μπας και καταφέρω να κατουρήσω. Ναι, με τον Μπλάκι να μου κάνει καθαρισμό πόρων με τα νύχια του δεν μπορούσα.

    Τον άρπαξα με τα δύο χέρια από τη μέση και τον σήκωσα, κατεβάζοντάς τον στο πάτωμα.

    «Θα κάτσεις φρόνιμος, ρε παπάρα;»

    «Νιαρ!» μου απάντησε. Γύρισε την πλάτη του σε μένα και κάθισε, σηκώνοντας το ένα πόδι του. Άρχισε να γλείφεται εκεί στα πλευρά, ακριβώς εκεί που τον είχα πιάσει για να τον βάλω στο πάτωμα, λες και είχα σκατά στα χέρια, να πούμε.

    Κούνησα το κεφάλι μου και επικεντρώθηκα στην ανάγκη μου. Τουλάχιστον άρχισα να κατουράω και το συναίσθημα ανακούφισης που απλώθηκε με έκανε να ξεχάσω τα καμώματα του Μπλάκι.

    Σκουπίστηκα και σηκώθηκα αργά. Έκανα δύο βήματα μέχρι το νιπτήρα για να πλύνω δοντάκια. Άνοιξα το ντουλαπάκι, έβγαλα την οδοντόβουρτσα και την οδοντόκρεμα. Χαχάνισα στη σκέψη του παλιού ανεκδότου, φανταζόμενη τον Maurice να στέκεται δίπλα μου, να δείχνει το πουλί του και να λέει: «Από τότε που η Σόφη άλλαξε οδοντόκρεμα, κοιτάχτε τον! Γυαλίζει!»

    Έβαλα οδοντόκρεμα στη βούρτσα και άρχισα να πλένω τα δόντια μου, κάνοντας κυκλικές κινήσεις. Το μυαλό μου γύρισε στις χθεσινοβραδινές μας πομπές. Σόδομα και Γόμορρα!

    Χαχάνισα τόσο απότομα—με αποτέλεσμα να μου φύγει η οδοντόκρεμα από το στόμα και να πέσει στο νιπτήρα—στη σκέψη ότι το “Σόδομα” το λες και κυριολεξία. Σκούπισα το στόμα μου με την πλάτη του χεριού μου.

    Και το έκανε με τέτοιο τρόπο που παρά το μέγεθός του—το αρκούδι μου είναι αρκετά προικισμένο, Biggus Dickus που λένε—τελικά δεν κατέληξα ως Incontinentia Buttocks.

    Γέλασα μόνη μου στην ανάμνηση της σκηνής αυτής στο “Life of Brian”. Έβαλα ξανά οδοντόκρεμα στην οδοντόβουρτσα και άρχισα να βουρτσίζω τα δόντια μου από την αρχή, πιο προσεκτικά αυτή τη φορά.

    Η περασμένη νύχτα ήταν, θα έλεγα, μια από τις καλύτερες της ζωής μου, με έναν υπέροχα σουρεαλιστικό τρόπο. Από πού να το πιάσεις και από πού να το αφήσεις;

    Έκλεισα τα μάτια μου για μια στιγμή, αφήνοντας τις αναμνήσεις να με πλημμυρίσουν.

    Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα διπλό οργασμό. Το κάναμε για πρώτη φορά από την πίσω πόρτα και ο μάγος-αρκούδος έκανε το… rupture να φαίνεται ασήμαντη ενόχληση. Μου μίλησε για το παρελθόν του, για τη γυναίκα που τον σημάδεψε, και για τον τρόπο με τον οποίο βλέπει το BDSM: ως παιχνίδι ρόλων αποκλειστικά στον σεξουαλικό τομέα.

    Έφτυσα στο νιπτήρα και ξέπλυνα το στόμα μου. Σκούπισα τα χείλη μου με την πετσέτα.

    Και μετά η βραδιά έγινε ακόμα πιο σουρεαλιστική, με το μεταπτυχιακό μάθημα της αρχαίας Ακκαδικής ποίησης. Πώς μέσα στη μαύρη νύχτα, και με αφορμή να δοκιμάσω το παιχνίδι που έγραψε, καταλήξαμε σε ολόκληρη διάλεξη για retro computing.

    Ακούμπησα τα χέρια μου στο νιπτήρα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό μου.

    Δε μπορούσα να μη μαγνητιστώ από το πάθος από το οποίο πλημμύριζε. Και παρά το γεγονός ότι στην αρχή δεν καταλάβαινα γρι, βρήκα τον εαυτό μου να ενθουσιάζεται με τον ενθουσιασμό του. Και ο αρκούδος μου ήταν υπέροχος!

    Γύρισα και ακούμπησα την πλάτη μου στο νιπτήρα, σταυρώνοντας τα χέρια μου.

    Δεν το έκανε για να δείξει κάποιος. Ναι, παρασυρόταν και μου μίλαγε στα Ακκαδικά αλλά κάθε φορά που τον έχανα, σταματούσε και μου εξηγούσε με απλά λόγια έννοιες που στα χαρτιά φαίνονται περίπλοκες. Μα όχι μόνο! Πώς το βλέμμα του έλαμπε από υπερηφάνεια κάθε φορά που καταλάβαινα κάτι, προσπαθώντας να το εξηγήσω με αναλογία.

    Κούνησα το κεφάλι μου με θαυμασμό.

    Ακόμα και εκεί που έκανα λάθος, αυτό με το NTFS, ο τρόπος που με διόρθωσε ήταν για σεμινάριο. Δε μου είπε «έκανες λάθος», μου είπε τρυφερά «δεν είναι ακριβώς έτσι», και μου εξήγησε υπομονετικά και σε απλή καθημερινή γλώσσα τι ήταν αυτό το AMSDOS.

    Έκανα ένα βήμα προς την πόρτα και σταμάτησα.

    Μπορεί να μην είχα καταλάβει ακόμα αυτό το ρημάδι το H-SYNC ή το raster split—ή αλλιώς rupture… το άλλο rupture, το retro, το γνήσιο, το πασοκικό, το σκληροκαργιόλικο—αλλά πλέον είχα μια γενική—αρκετά ακριβή—ιδέα τι είναι ο interpreter και ο compiler, τι είναι το page banking και τι διαφορά έχει το OS από το σύστημα αρχειοθέτησης στο δίσκο.

    Χαμογέλασα πλατιά.

    Και είμαι σίγουρη πως αν τον ρωτούσα, θα μου εξηγούσε αναλυτικά τι είναι αυτό το H-SYNC και το raster split, αλλά δεν ήθελα. Όχι γιατί δεν ήθελα να μάθω, αλλά γιατί ήθελα να συνεχίσω να μην το καταλαβαίνω, για να μου μείνει αυτή η μαγεία των αρχαίων Ακκαδικών.

    Και μου είχε δώσει και την πρώτη μου εντολή, task το είπε. Να τον ξυπνήσω με το στόμα μου. Άλλο που δεν ήθελε η δικιά σου. Εντάξει, τελευταία είχε αρχίσει να μου τα χαλάει στη γεύση, από γλυκούτσικο που ήταν τις πρώτες φορές είχε γίνει πικρό. Δε βαριέσαι, πίπα είναι, όχι κανταΐφι. Και του Maurice θα του τα κατάπινα ακόμα και αν είχε γεύση μουρουνόλαδου.

    Καλά, όχι ότι ήξερα πως είναι η γεύση του, από διηγήσεις της γιαγιάς το είχα ακούσει. Έδεσα τα μαλλιά μου κότσο και επέστρεψα στο δωμάτιο για να εκτελέσω με την πρέπουσα αφοσίωση το πρώτο μου task. Να δω πως θα κατάφερνε να κατουρήσει μετά από αυτό.

    Ανέβηκα στο κρεββάτι και μιας και είχαμε κοιμηθεί τσίτσιδοι, δε χρειαζόντουσαν και κόλπα για να αποκτήσω πρόσβαση. Τράβηξα το σεντόνι, και καθισμένη στα τέσσερα, έσκυψα πάνω του και πήρα το μη ερεθισμένο όργανο του στο στόμα μου και άρχισα τα ταχυδακτυλουργικά με τη γλώσσα και τα χείλη μου.

    Το πάνω κεφάλι μπορεί να κοιμόταν και να ροχάλιζε μακαρίως αλλά το κάτω, σάμπως να ξύπνησε. Χαχανίζοντας τον πήρα όλο στο στόμα μου και άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου πάνω κάτω, εντείνοντας ακόμα περισσότερο τον ακούσιο ερεθισμό του.

    Σταμάτησα για μια στιγμή με το όργανό του στο στόμα μου. Ακόμα ένα υπέροχο οξύμωρο! Το σεξ μπορεί για τον άνθρωπο να είναι πλέον πρωτίστως διασκέδαση—recreational που λένε στο χωριό—ωστόσο το raison d’ être του αναπαραγωγικού μας συστήματος είναι ακριβώς αυτό, η αναπαραγωγή. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως από ένα σημείο και πέρα αναλαμβάνει η βιολογία.

    Μαλάκα τι πάω και σκέφτομαι πρωινιάτικα και με το στόμα γεμάτο;

    Ξεκίνησα και πάλι να κινώ το κεφάλι μου πάνω κάτω, και εκεί έβαλα και χείρα βοηθείας, και όπως ήμουν στα τέσσερα και κρατιόμουν πλέον μόνο από το δεξί—που δεν είναι και το καλό μου—ένιωσα σαν ακροβάτης χωρίς δίχτυ ασφαλείας.

    Χαχάνισα από μέσα μου, αυτός που κινδύνευε περισσότερο χωρίς να το ξέρει ήταν ο …ωραίος κοιμωμένος. Το να σε κάνουν καστράτο με τα δόντια ενώ κοιμάσαι του καλού καιρού, δεν το λες κι ευχάριστο ξύπνημα, να τα λέμε αυτά.

    “Ο τόνος στο ‘ω,’ το ‘ο’ είναι βραχύ!” άκουσα μέσα στο κεφάλι μου τη φωνή της κυρίας Παπαδοπούλου, της αγαπημένης μου φιλολόγου στο Λύκειο—αυτής ντε, που έλεγε “Αλοϊζάκη ή τέφρα” για το ποια θα τραγουδήσει στις σχολικές γιορτές.

    Σουρεαλισμός που θα έκανε περήφανο ακόμα και τον Breton, αυτό έχω να δηλώσω.

    Και κάπου εκεί, με εμένα να κάνω ακροβατικά με χέρια, πόδια, χείλη και γλώσσα, ξύπνησε και ο λεβέντης μου. Στην αρχή δεν το κατάλαβα, αλλά λίγες στιγμές αργότερα ένιωσα αυτή την απροσδιόριστη—και συνάμα τόσο γνώριμη—αίσθηση ότι κάποιος σε κοιτάει. Με κάποια δυσκολία, καθότι ακόμα μπουκωμένη, σήκωσα το βλέμμα μου πάνω του και τον είδα να μου χαμογελάει από τη μια μεριά του προσώπου μέχρι την άλλη. Εμ τι θα έκανε, ως ξύπνημα το λες και οργασμικό!

    Σταμάτησα την πίπα ίσα-ίσα για να του πω «Καλημέρα, αρκούδι μου! Μη με κοιτάς έτσι, εντολές εκτελώ!»

    Και όχι τίποτε άλλο, αλλά με έκοψε και στη μέση, κάνοντάς μου νόημα με τα χέρια να πάω προς το μέρος του. Δίστασα για μερικές στιγμές, δεν ήθελα να τον αφήσω με την τσουτσού κατάρτι, αλλά αφού η ανώτατη διοίκηση ζήτησε αγκαλίτσες, αγκαλίτσες θα είχε από το Σοφάκι του!

    Σκαρφάλωσα προς το μέρος του και μου έκανε μαθήματα python χωρίς υπολογιστή. «Αέρα!» του είπα με θεατρική απελπισία αλλά κάπου εκεί με άρπαξε από το σβέρκο και κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου. Κλάιν, θα μάθω δερματική αναπνοή αν χρειαστεί!

    “I love you,” μου είπε κρατώντας και με τα δυο του χέρια από το πρόσωπο, με τα μάτια του να λάμπουν.

    «Κι εγώ μωρό μου,» του είπα με φωνή που βγήκε πιο λεπτή. «Πολύ-πολύ-πολύ!»

    «Και τώρα που το λύσαμε αυτό…» μου έκανε κοιτάζοντάς με σκανταλιάρικα, «κάτι άφησες στη μέση, και άλλες δέκα για να έχεις να πορεύεσαι!» συνέχισε, γυρνώντας και πάλι στο mode του σκληρού καργιόλη.

    “That’s not fair!” του είπα με θεατρινίστικο παράπονο. “You interrupted me!”

    “Life’s not fair, yada-yada-yada!” μου έκανε για να κερδίσει, εκείνος ένα μεγαλοπρεπές “BRRRRRRRRRRRRR” στα μούτρα, κι εγώ άλλες δέκα.

    «Διαμαρτύρομαι εντόνως!» του είπα με ύφος που μόνο διαμαρτυρόμενο δε θα το έλεγες. Καθολικά ορθόδοξο χαχάνισα μέσα μου.

    “Noted!” μου απάντησε κοροϊδευτικά και έτσι επέστρεψα στο task που είχα αφήσει στη μέση.

    Τουλάχιστον τώρα που ήταν ξύπνιος άνοιξε τα πόδια του και μου έκανε χώρο. Και πιο βολικά ήταν, καθώς μπορούσα να είμαι ξαπλωμένη μπρούμητα, και δεν κινδύνευε να του κόψω κανένα κομμάτι χάνοντας την ισορροπία μου.

    Win-win, που λένε και στο χωριό!

    Τον πήρα και πάλι στο στόμα μου και άρχισα να τον ρουφάω με τον δέοντα ενθουσιασμό. Τα μάτια μου είχαν κλείσει και πάλι από μόνα τους και αυτή τη φορά το μυαλό μου άδειασε τελείως από άκυρες σκέψεις. Αν και δεν έβαλα χείρα βοηθείας, που λένε, ο αρκούδος μου το απόλαυσε τόσο πολύ, που ούτε καν μερικά λεπτά αργότερα έλαβα—σε υγρή μορφή—τους καρπούς τον κόπων μου.

    Βέβαια πάλι κόντεψε να με πνίξει με την ποσότητα, αλλά χαλάλι του, και ήταν και γλυκούτσικο κιόλας! Αφού τον στράγγισα καλά-καλά, μόνο που δεν άρχισα να τον κοπανάω σαν το μπουκάλι με την κέτσαπ—και χαχάνισα στη σκέψη να του το έκανα αυτό, αν και μάλλον δεν θα πήγαινε καλά—τον έκανα λαμπίκο, και δίνοντας ένα τελευταίο φιλάκι στο κεφαλάκι του, κοίταξα τον αρκούδο μου που είχε σχεδόν χυθεί στο μαξιλάρι.

    A job very well done, που επίσης λένε στο χωριό, σκέφτηκα μέσα μου συγχαίροντας νοερά τον εαυτό μου. Και τι job! Βlowjob!

    «Λοιπόν, πολυχρονεμένε μου Αφέντη!» του είπα παιχνιδιάρικα στα ελληνικά όταν άνοιξε τα μάτια του—και μετά έφαγα άλλα δυο λεπτά να του εξηγήσω τι του είπα, κερδίζοντας άλλες δέκα για την ειρωνεία—«εγώ το πήρα το πρωινό μου! Εσύ θα παλουκώσεις το κωλαράκι σου στο κρεββάτι, και η ταπεινή σου σκλάβα θα πάει να φτιάξει πρωινό, και δε θέλω αντιρρήσεις γιατί θα στο κόψω το κωλαράκι… ναι, ξέρω… άλλες δέκα!»

    Ο Maurice άρχισε να γελάει σαν υστερικός, κρατώντας την κοιλιά του. Βγήκα από το δωμάτιο με θριαμβευτικό βήμα, συνοδεία του μαύρου καθάρματος που εμφανίστηκε από το πουθενά όταν άκουσε τη λέξη «πρωινό». Ο Μπλάκι με ακολουθούσε σαν σκιά, μπλεγμένος στα πόδια μου.

    Μπήκα στην κουζίνα και άναψα το φως. Παράγγειλα καφέ από την εφαρμογή—γιατί μεταξύ μας βαριόμουν να φτιάξω, ωραία σκλάβα, ε;—και μετά άνοιξα το ψυγείο. Στάθηκα μπροστά του, αφήνοντας το δροσερό αέρα να με χτυπήσει στο πρόσωπο, και ξεκίνησα την εσωτερική διαβούλευση.

    Έβγαλα τα υλικά ένα-ένα, τοποθετώντας τα στον πάγκο. «Αυγά μάτια, bacon και παξιμάδια Κυθήρων με λεπτοκομμένη ντομάτα και ξύγαλο» ήταν η απόφαση του πολιτμπιρό.

    Άνοιξα το ντουλάπι και έβγαλα το τηγάνι. Το ακούμπησα στο μάτι και άναψα τη φωτιά. Έβαλα μια γενναία κουταλιά βούτυρο και περίμενα να λιώσει, παρακολουθώντας το να αφρίζει. Έβαλα το bacon να τσιγαρίζεται, η μυρωδιά γέμισε αμέσως την κουζίνα. Γύρισα τις φέτες με μια πιρούνα και όταν έγιναν χρυσαφένιες, τις έβγαλα σε ένα πιάτο με χαρτί κουζίνας.

    Χαμήλωσα λίγο τη φωτιά και έσπασα τρία αυγά προσεκτικά, το ένα μετά το άλλο. Τα άφησα να τηγανιστούν στο βούτυρο και το λίπος του bacon, παρακολουθώντας τις άκρες να αρχίζουν να ροδίζουν.

    «Και έχεις και πατέρα καθηγητή καρδιολογίας, τρομάρα σου» χαχάνισα από μέσα μου. Άφησα τα αυγά να ψήνονται και έπιασα να κόβω μια ντομάτα σε μικρά κυβάκια.

    «Νιάου!» μου έκανε ο Μπλάκι επιτακτικά, στεκούμενος δίπλα στο μπολ του με την ουρά όρθια.

    Κατέβασα το μαχαίρι. «Αμάν τον είχα ξεχάσει δαύτον. Συγγνώμη αγορίνα μου!» του είπα απολογητικά. Άνοιξα το ντουλάπι και έβγαλα την υγρή του τροφή. Άδειασα το σακουλάκι στο μπολ του και ο Μπλάκι έπεσε πάνω της σα να μην υπήρχε αύριο.

    Επέστρεψα στα αυγά και έσβησα το μάτι. Πριν επιστρέψω στο κόψιμο της ντομάτας άνοιξα το κινητό μου να ακούσω ράδιο.

    Εκείνη την ώρα αντί για μουσική έπαιζε ένα μαγνητοφωνημένο απόσπασμα από το «πρωινό τραίνο» που μ’ έκανε γελάσω σαν υστερική. Ο Βραχωρίτης ανέφερε για μια φυλή στην Αυστραλία όπου οι άντρες αντί να χαιρετιούνται δίνοντας τα χέρια τους, όπως ο υπόλοιπος πλανήτης, έπιαναν ο ένας την τσουτσού του άλλου.

    Διπλώθηκα από τα γέλια όταν ο Καρατζής έδωσε ρέστα με ατάκες τύπου «πεσμένο σε βλέπω σήμερα», «δε χάρηκα που σε είδα», «πάνω από τρία κουνήματα δεν το λες καλημέρα, το λες hand job».

    Πραγματικά δε μου έμεινε άντερο. Άφησα κάτω την ντομάτα για να μην κόψω κανένα δάχτυλο, ακούμπησα τα χέρια μου στον πάγκο και περίμενα να περάσει η θύελλα των γέλιων. Σκούπισα τα δάκρυα από τα μάτια μου με την πλάτη του χεριού μου.

    Επέστρεψα στην προετοιμασία μόνο όταν μπήκε μουσική. Ήταν το “White Room” των Cream. Η χαρακτηριστική κιθάρα γέμισε την κουζίνα.

    Πήρα πάλι το μαχαίρι και συνέχισα να κόβω την ντομάτα σε μικρά, ομοιόμορφα κυβάκια. Στη δεύτερη στροφή, έχοντας τελειώσει με την ντομάτα, άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα το ξύγαλο. Άρχισα να το απλώνω στα παξιμάδια, τραγουδώντας:

    You said no strings could secure you at the station.
    Platform ticket, restless diesels, goodbye windows.
    I walked into such a sad time at the station.
    As I walked out, felt my own need just beginning.

    Και μετά με πιο λεπτή φωνή:

    I’ll wait in the queue when the trains come back;
    Lie with you where the shadows run from themselves.

    Κουνούσα τον κώλο μου στο ρυθμό της μουσικής, στριφογυρίζοντας ελαφρά καθώς άπλωνα το ξύγαλο. Έβαλα τα κυβάκια ντομάτας πάνω στα παξιμάδια, τα τακτοποίησα με το δάχτυλό μου. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, όταν ξεκίνησε και η τρίτη στροφή, είχα έκπληξη. Μια βαθιά φωνή άρχισε να τραγουδάει από πίσω:

    At the party she was kindness in the hard crowd.
    Consolation for the old wound now forgotten.

    Γύρισα ξαφνιασμένη, το μαχαίρι ακόμα στο χέρι μου. Ο Maurice, που δεν τον είχα πάρει χαμπάρι, στεκόταν στην πόρτα, ακουμπισμένος στην κάσα.

    Yellow tigers crouched in jungles in her dark eyes.
    She’s just dressing, goodbye windows, tired starlings.

    Σε αντίθεση με την πρώτη φορά που μου είχε τραγουδήσει κάνοντας χαβαλέ, εδώ ήταν καλός. Αλλά μιλάμε για καλός, όχι μαλακίες. Η φωνή του ήταν ζεστή και μελωδική.

    Χαμογελώντας, άφησα το μαχαίρι στον πάγκο και τραγουδήσαμε μαζί την επόμενη στροφή και οι φωνές μας συναντήθηκαν:

    I’ll sleep in this place with the lonely crowd;
    Lie in the dark where the shadows run from themselves.

    Και μετά τον μάλωσα γιατί με είχε παρακούσει και δεν είχε κάτσει το κωλαράκι του να του σερβίρω το πρωινό στο κρεβάτι, και τι το κάναμε εδώ, αμέρικαν μπαρ, να κάνει ο κάθε αφέντης του κεφαλιού του;

    «Σε άκουσα να τραγουδάς και δεν μπορούσα να κάτσω μέσα!» μου είπε χαρίζοντάς μου το πιο φωτεινό του χαμόγελο. Με πλησίασε, με πήρε αγκαλιά, και μου έχωσε μια παιχνιδιάρικη στα καπούλια. «Είκοσι, για να μην ξεχνιόμαστε!» μου έκανε γελώντας σκανταλιάρικα.

    «Θα πρέπει να αρχίσω να τις βάζω σε excel, στο τέλος θα χάσουμε το μέτρημα!» του απάντησα λες και η καταγραφή του spanking ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.

    «Ωραία ιδέα!» μου είπε βάζοντας τα γέλια. «Θα κάνεις και pivot tables?»

    «Εννοείται!» του απάντησα γελώντας με τη σειρά μου. «Ημερομηνία, ποσότητα, αιτία… άντε μην το περάσω και στο SPSS και τρέξω what-if σενάρια!» συμπλήρωσα, κάνοντάς τον να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.

    «Και τώρα παλούκωσε το φαντασμαγορικό σου κωλαράκι να φας το πρωινό σου!» συνέχισα σε επιτακτικό τόνο, δείχνοντας με το δάχτυλό μου την καρέκλα. «Ναι, άλλες δέκα γιατί διατάζω τον παλιό!» συμπλήρωσα χαχανίζοντας, φέρνοντας το χέρι μου στο στόμα για να κρύψω το χαμόγελό μου.

    «ΧΑΧΑΧΑΧΑ, στη χαρίζω αυτή τη φορά!» μου είπε γελώντας και πάλι, κουνώντας το κεφάλι του με διασκέδαση.

    Ίσιωσα την πλάτη μου και σταύρωσα τα χέρια μου. «ΠΩΣ ΤΟΛΜΑΣ;» του είπα με προσποιητή αγανάκτηση, σηκώνοντας το ένα φρύδι μου, κάνοντάς τον να γελάσει ακόμα πιο δυνατά! «Τι το κάναμε εδώ, American Bar;»

    Και άντε να του εξηγήσεις τώρα την ατάκα…

    Το αρκουδοκροκοδειλάκι μου κάθισε τελικά και χλαπάκιασε το φαγητό του με όρεξη. Φυσικά έδωσε και στο κοπρόγατο που με ένα κομψό άλμα ανέβηκε στο τραπέζι ως γνήσιος τριχωτός ζήτουλας, τρίβοντας το κεφάλι του στο χέρι του Maurice. Και φυσικά μαζί με το πρωινό του του έπλυνα και δύο κουτάκια μπύρας. Όσο για τις ξυλιές που γλίτωσα για διαταγή στον παλιό, τις πήρα πίσω μετά τόκου ως «ελλιπής προετοιμασία γεύματος,» λες και ήμουν φαντάρος!

    «Ναι, τρομάξαμε τώρα,» σκέφτηκα μέσα μου χαχανίζοντας—επίσης από μέσα μου. Καθώς το αρκούδι μου και ο παρένθετος μαύρος τριχωτός ζήτουλας έτρωγαν το πρωινό, εγώ σχεδίαζα στο κεφάλι μου τη δομή του Excel-όφυλλου για την καταγραφή των «τιμωριών μου». Θα φάει το pivot σίδερο και το what-if ατσάλι, αυτό έχω να δηλώσω!

    «Σόφη μου, τι λουλούδια αρέσουν στη μητέρα σου και ποιο είναι το αγαπημένο ποτό του πατέρα σου;» με ρώτησε ο αρκούδος μου.

    Η φωνή του διέκοψε τον εσωτερικό μου ειρμό, και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν είχα κάνει και save το excel που είχα στο μυαλό μου. Και εκεί δεν έχει και auto-save!

    «Σόφη;» με ξαναρώτησε, γέρνοντας λίγο το κεφάλι του στο πλάι.

    Τίναξα το κεφάλι μου, προσπαθώντας απελπισμένα να κάνω crash recovery το αρχείο που είχα φτιάξει στο μυαλό μου. Μπα…

    «Συγγνώμη μωρό μου, τι ρώτησες;» τον ρώτησα. Ένιωσα τα μάγουλά μου να ζεσταίνονται ελαφρά, αλλά δεν έδειξε να θυμώνει που το μυαλό μου ήταν αλλού.

    Χαμογέλασε και επανέλαβε: «Σε ρώτησα αν η μητέρα σου έχει κάποιο αγαπημένο λουλούδι και αν ο πατέρας σου έχει κάποιο αγαπημένο ποτό!»

    Έκανε μια μικρή παύση και μετά χαχάνισε, σηκώνοντας προειδοποιητικά το δάχτυλό του. «Και μη μου πεις περί σεξισμού, θα είναι κάπως να πάω λουλούδια στον πατέρα σου!»

    Μου ξέφυγε ένα γελάκι και έγειρα το κεφάλι μου στο πλάι σκεπτική. «Θα είχε πλάκα πάντως να του πας ένα λουλούδι και να του πεις “γιατί με άγγιξε το impulse”,» του απάντησα χωρίς να το σκεφτώ.

    Τα φρύδια του σηκώθηκαν με απορία. “Pardon me?” με ρώτησε. Ε, βέβαια, πού να ήξερε την ιστορία που κρυβόταν από πίσω!

    «Στις αρχές του ‘80 είχε βγει μια διαφήμιση για μια κολόνια που λεγόταν “Impulse.”», ξεκίνησα να του διηγούμαι. «Στη διαφήμιση αυτή λοιπόν ένας άντρας από το πουθενά έτρεξε πίσω από μια κοπέλα και της έδωσε ένα λουλούδι.»

    Έκανα μια δραματική παύση, απολαμβάνοντας την προσοχή του.

    «Τότε ο αφηγητής είπε “Αν σας σταματήσουν ξαφνικά στο δρόμο και σας δώσουν λουλούδια, είναι γιατί τους άγγιξε το impulse”.»

    Έγειρε το κεφάλι του με περιέργεια, το ενδιαφέρον του κορυφώθηκε. «Και πού την ξέρεις εσύ αυτή τη διαφήμιση;»

    Χαμογέλασα τρυφερά με την ανάμνηση. «Γιατί έτσι έριξε ο πατέρας μου τη μητέρα μου,» του εξήγησα. Τα μάτια μου μάλλον έλαμπαν από τη νοσταλγία. «Την είχε δει κάμποσες φορές και του άρεσε, αλλά δεν ήξερε πώς να την προσεγγίσει.»

    Έκανα μια παύση, χαμογελώντας με την εικόνα στο μυαλό μου.

    «Τι έκανε λοιπόν; Πήγε σε ένα ανθοπωλείο και της πήρε ένα ροζ τριαντάφυλλο. Έστησε… καραούλι,» γέλασα με τη λέξη, «και όταν η μητέρα μου πέρασε από μπροστά του έτρεξε από πίσω της, τη σταμάτησε και της έδωσε το τριαντάφυλλο λέγοντάς της “Με άγγιξε το Impulse.” Η Ευτύχω έβαλε τα γέλια and the rest is history…»

    Ο Maurice έβαλε τα γέλια, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι. «Καταπληκτικό πέσιμο!!!!» μου είπε με γνήσιο θαυμασμό. Τα μάτια του άστραψαν με ιδέες. «Οπότε… ροζ τριαντάφυλλα για την Ευτύχω;»

    «Ναι!» του είπα χαμογελώντας του γλυκά. Έσκυψα συνωμοτικά κοντά του. «Θα λερώσει τα βρακιά της,» του είπα στα Ελληνικά, και άντε τώρα να του εξηγήσω.

    Κούνησε το κεφάλι του σαν να κατάλαβε και συνέχισε: «Ωραία, πάμε τώρα και στον πατέρα σου!»

    «Ένα καλό single malt!» του απάντησα χωρίς να το σκεφτώ καν. Είχα μεγαλώσει με την εικόνα του πατέρα μου να χαλαρώνει στο σαλόνι τα βράδια, πίνοντας αργά ένα ποτήρι ουίσκι.

    “Got it!” μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι και κάνοντας το σήμα OK με τα δάχτυλά του.

    Όταν τελείωσε το φαγητό του, σηκώθηκα να μαζέψω το τραπέζι. Μόλις άπλωσα το χέρι μου για το πιάτο του, έφαγα επάξια μια στον κώλο. «Εγώ χεράκια ποδαράκια δεν έχω;» με μάλωσε, τραβώντας το πιάτο μακριά μου.

    Στάθηκα εκεί με τα χέρια στη μέση, κοιτάζοντάς τον να μαζεύει τα πιάτα. Μου έπλυνε κιόλας τα πιάτα ο γλυκούλης μου, σαπουνίζοντάς τα με επιμέλεια.

    Εγώ γύρισα στο νοητικό μου excel, του οποίου το recovery είχε πάει κατά διαόλου, και άρχισα και πάλι να κάνω σχεδιασμό επί χάρτου. Κάθισα στην καρέκλα μου, έκλεισα τα μάτια μου και συγκεντρώθηκα. Μάλλον το δημιουργικό μου ασυνείδητο είχε κρατήσει λεπτομέρειες γιατί ο σχεδιασμός μου ήρθε με τη μία στο μυαλό.

    Αυτή τη φορά φρόντισα να κάνω… νοητική αποθήκευση. Όταν ο αρκούδος μου τέλειωσε με το εμμονικό τρίψιμο του πιάτου του—το έτριβε λες και ήθελε να δει το πρόσωπό του πάνω του—δεν έχασα και πάλι το αρχείο, και μπράβο μου!

    Γύρισε προς το μέρος μου σκουπίζοντας τα χέρια του με την πετσέτα. “I have a cunning plan!” μου είπε χαχανίζοντας, με ένα πονηρό χαμόγελο.

    Προφανώς ήταν κάποια αναφορά που δεν την έπιασα. Τον κοίταξα με το κεφάλι γερμένο και το κατάλαβε αμέσως. “Baldrick?” με ρώτησε αβέβαια. “Black Adder?”

    Ανασήκωσα τους ώμους μου. “No habla inglés!” του απάντησα με ψεύτικη αθωότητα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

    «Ωραία-ωραία, και είχα καιρό να το δω!» συνέχισε. Το βλέμμα του έλεγε ξεκάθαρα ότι θα το βλέπαμε—ό,τι και αν ήταν αυτό—μαζί σε επανάληψη.

    Σηκώθηκα και από την καρέκλα μου. “I do!” του απάντησα χαρίζοντάς του το πιο γλυκουλινιάρικο μου χαμόγελο, με τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου.

    “It’s a date then!” μου είπε. Άφησε την πετσέτα, ήρθε προς τη μεριά μου με αργά βήματα και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη. “Thank you for the breakfast, babe!”

    Και έτσι ξαναμπήκα σε κοάλα mode. Πήδηξα πάνω του, τυλίγοντας τα πόδια μου γύρω από τη μέση του. Αυτή τη φορά ο αρκούδος μου με κράτησε σταθερά και με πήγε προσεκτικά μέχρι το σαλόνι, αποφεύγοντας επιδέξια τον Μπλάκι που προσπάθησε να μπλεχτεί στα πόδια του. Με άφησε απαλά στον καναπέ.

    Κάθισε δίπλα μου και αμέσως έγειρα πάνω του, ακουμπώντας το κεφάλι μου στον ώμο του.

    «Για πες μου το σατανικό σου σχέδιο!» τον ρώτησα κοιτώντας τον στο πρόσωπο. Τα μάτια του άστραψαν σκανταλιάρικα.

    Γύρισε λίγο το σώμα του για να με κοιτάει καλύτερα. “I’m thinking when I meet your parents, to give the flowers to your mother, telling her “Because he was inspired by impulse,” nodding to your father. How can I say that in Greek?”

    Έβαλα τα γέλια τόσο δυνατά που ο Μπλάκι σήκωσε το κεφάλι του από το μαξιλάρι του για να δει τι συμβαίνει. Πραγματικά θα λέρωναν τα βρακιά τους και οι δύο! Ο κερατάς—που ούτε είναι και ούτε πρόκειται να γίνει, καλύτερα να μου κοπούν τα πόδια σύριζα παρά να τ’ ανοίξω σ’ άλλον—ήταν απίθανος.

    Πήρα μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσω και ίσιωσα λίγο. «Γιατί τον άγγιξε το “Impulse”,» του είπα αργά, συλλαβίζοντας κάθε λέξη με προσοχή.

    Έγειρε μπροστά με συγκέντρωση. «Giati to-wn angikse to-w Impulse,» μου είπε. Καλά τα πήγε για πρώτη φορά, αλλά χρειαζόταν λίγη δουλειά.

    Σήκωσα το δάχτυλό μου. «Όχι ‘Γκ’,» τον διόρθωσα απαλά. “‘Γ’ like why.” but without the a-y.»

    Κούνησε το κεφάλι του και προσπάθησε ξανά. «Γ-γατί» ξεκίνησε.

    Τον έκοψα με ένα χαμόγελο. «ΓΙΑ, like battleship Yamato!» τον διόρθωσα, κάνοντας μια μεγάλη χειρονομία με τα χέρια μου.

    «Yiati to-wn angkikse tow Impulse,» επανέλαβε με αυτοπεποίθηση.

    Χτύπησα τα χέρια μου με ενθουσιασμό. «Το γιατί το είπες σωστά,» του είπα χαμογελώντας. «Τον, όχι το-ουν και το, όχι το-ου! Επίσης δεν πρέπει να βάλεις ν στο άγγιξε. Γκ όπως λέμε "Goal!", χωρίς ν.»

    Πήρε μια βαθιά ανάσα και συγκεντρώθηκε. «Yiati ton agikse to Impulse,» επανέλαβε. Εντάξει, τράβηξε λίγο το «o» στο -ον και στο -ο αλλά δε θα χαλάσουμε τις καρδιές μας!

    «Σωστά το είπες μωρό μου!» Τον επιβράβευσα με ένα φιλί στο μάγουλο.

    «Yiati ton agikse to Impulse,» επανέλαβε δύο φορές στα γρήγορα, σαν να προσπαθούσε να το αποστηθίσει. Το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Εντάξει, το’χω,» μου είπε χαμογελώντας σαν παιδάκι που κατάφερε να λύσει δύσκολο παζλ.

    «Το’χεις, το’χεις!» του είπα χαχανίζοντας. «Θα τους χαζέψεις!»

    “Don’t underestimate the impact of first impressions!” μου είπε σοβαρά και μετά συνέχισε με τελείως deadpan ύφος “Or, for what it matters, of Impulse!”

    Έβαλα και πάλι τα γέλια. Σκύβοντας ελαφρά, κόλλησα τα χείλη μου στο στέρνο του και έκανα ένα μεγαλοπρεπές «BRRRRRRRRRRR», τα χείλη μου δονήθηκαν πάνω στο δέρμα του. Αυτό τον έκανε με τη σειρά του να χαχανίσει με τα παιδιαρίστικα καμώματά μου, το στήθος του τραντάχτηκε από το γέλιο.

    Η Σοφία ήταν ευτυχισμένη και δεν κρυβόταν. Και είχα πολύ καιρό να το νιώσω αυτό. Να το νιώσω πραγματικά, μέχρι τα βάθη της ψυχής μου.

    Με έσφιξε στην αγκαλιά του, τραβώντας με πιο κοντά. Άρχισε να μου χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά, τα δάχτυλά του περνούσαν αργά ανάμεσά τους. Εγώ χάθηκα και πάλι στις σκέψεις μου, το μυαλό μου ταξίδεψε μακριά.

    Από τη στιγμή που διάβασα το άρθρο με αυτή τη Μαρκετάκη δε μπορούσα να τη βγάλω από το μυαλό μου. Δεν ήταν ούτε το μυαλό της ούτε οι διοικητικές της ικανότητες με τις οποίες είχα χαζέψει.

    Προφανώς και θα ήταν πιο έξυπνη από το μέσο όρο, αλλά το ίδιο είμαι κι εγώ. Το management δεν ήταν στα ενδιαφέροντά μου, οπότε ούτε η θέση της με ενδιέφερε ιδιαίτερα. Το career path που επέλεξα να ακολουθήσω μπορεί να μη φτάσει ποτέ να μου δώσει 10-ψήφιο μισθό—όπως φαντάζομαι ότι θα είναι ο δικός της—αλλά για την Ελλάδα είμαι εξαιρετικά καλοπληρωμένη, ανήκω στο top 3 percentile.

    Όχι, όπως και με τον αδερφό μου, το πρόβλημα δεν ήταν η εξυπνάδα τους ή οι ικανότητές τους σε αντικείμενα που δε μ’ ενδιέφεραν. Ήταν η εξωτερική τους εμφάνιση.

    Ο Παναγιώτης είχε κληρονομήσει τα καλύτερα χαρακτηριστικά της μαμάς και του μπαμπά. Όσο για τη Μαρκετάκη, καλύτερα να μην το συζητήσουμε. Πραγματικά είχα σκαλώσει. Το High Elf που είπα στον Maurice δεν ήταν υπερβολή.

    Κι εγώ… κοινή χωριάτισσα.

    Αν εξαιρέσεις το μέγεθος του στήθους μου, γενικά δεν είχα παράπονα από το σώμα μου—τουλάχιστον όχι μέχρι που πήρα αυτά τα γαμημένα τα δέκα κιλά. Τα μαλλιά μου και τα μάτια μου ήταν το πρόβλημά μου.

    Η μητέρα μου είχε ένα πολύ όμορφα ξανθά μαλλιά ενώ ο πατέρας μου είχε γαλάζια μάτια, τόσο ανοιχτά που θαρρείς ότι έλαμπαν. Ο αδερφός μου είχε πάρει και τα δύο ενώ εγώ είχα πάρει από τα τρία το μακρύτερο.

    Θυμήθηκα μια αισθησιακή φωτογραφία, γυμνή από πάνω, που είχα αφήσει να με τραβήξει ο Μιχάλης στα δεκαοχτώ μου. Ήμουν μικρή και αφελής, αλλά όχι ηλίθια. Τον άφησα να με τραβήξει, αλλά από το δικό μου κινητό και χωρίς να φαίνεται το πρόσωπό μου.

    Και μετά έμαθα ότι με κάποιο τρόπο κατάφερε και τη βούτηξε από το κινητό μου και τη μοίρασε σε φίλους του, προκαλώντας μου πολλαπλά εγκεφαλικά. Δεν γίναμε απλά μπίλιες, τον τρομοκράτησα.

    Του υπενθύμισα, με απειλητικό ύφος, ότι κατάγομαι από τ’ Ανώγια, και πως αν η φωτογραφία μου έβγαινε στα internets οι δικοί μου θα φρόντιζαν να μάθει τι χρώμα έχουν τ’ άντερά του, και τον χώρισα επιτόπου.

    Τη φωτογραφία μου ωστόσο την κράτησα, και πολλές φορές, για τελείως μαζοχιστικούς λόγους, την ανοίγω και τη βλέπω. Και είναι μαζοχιστικοί οι λόγοι γιατί ακόμα και αν δεν είχα πάρει αυτά τα γαμημένα τα δέκα κιλά, το σώμα μου δε θα είχε την ίδια σφριγηλότητα με αυτή που είχα τότε.

    «Που ταξιδεύεις;» άκουσα τον Maurice να με ρωτάει. Η φωνή του με έβγαλε από την ενδοσκόπηση. Και τι να του πω και τι να καταλάβει…

    Ανασηκώθηκα και έφυγα από την αγκαλιά του. Γύρισα και κάθισα οκλαδόν στον καναπέ για να μπορώ να τον κοιτάω κατάματα. Τράβηξα τα γόνατά μου κοντά στο στήθος μου.

    «Το βράδυ που έπαθα ταράκουλο με αυτή τη Μαρκετάκη δεν είναι επειδή έγινε CEO ενώ ταυτόχρονα έχει τέσσερα παιδιά.»

    Κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση. «Ναι, κάτι κατάλαβα,» μου είπε χαμογελώντας απαλά. “Her beauty is what drove you nuts!”

    “She is like a freaking High Elf!” του απάντησα ξεφυσώντας.

    “She is,” μου απάντησε ήρεμα. “So is Charlize Theron.”

    Σήκωσα απότομα το κεφάλι μου. “Wrong example,” του απάντησα χαχανίζοντας παρά την κατάθλιψή μου. “Charlize Theron is beyond beautiful but still earthly. Marketaki is something else entirely.”

    Έβαλε τα γέλια και κούνησε το κεφάλι του. “Be that as it may.”

    Ακούμπησε μπροστά, πιάνοντας απαλά το χέρι μου.

    “Point is, that again and again you’re smacking your head on a wall, trying to compare yourself to the extreme outliers of the distribution. Come on, Sophie, you know Statistics better than I do!”

    Δάγκωσα το κάτω χείλος μου. Ίσιωσα λίγο την πλάτη μου και πήρα μια βαθιά ανάσα.

    “I want to show you something,” του είπα.

    Έβγαλα το κινητό μου και άρχισα να ψάχνω στις φωτογραφίες. Εκτός από το μαλάκα το Μιχάλη και τους φίλους του—και φυσικά τη Μαίρη—κανείς δεν είχε δει αυτή μου τη φωτογραφία. Τα δάχτυλά μου δίστασαν για μια στιγμή πάνω από την οθόνη.

    “Look!” του είπα τελικά και γύρισα το τηλέφωνο προς το μέρος του.

    Πήρε το τηλέφωνο στα χέρια του και την κοίταξε για μερικές στιγμές χωρίς να σχολιάσει. Το πρόσωπό του ήταν σκεπτικό, τα μάτια του μελετούσαν την εικόνα.

    «Γιατί μου την έδειξες;» με ρώτησε σιγανά, σηκώνοντας το βλέμμα του να με κοιτάξει.

    Τράβηξα τα γόνατά μου πιο κοντά στο στήθος μου. «Γιατί ακόμα και με μικρότερα για το ύψος μου στήθη δες πως ήμουν στα δεκαοχτώ μου!» του έκανα στενάζοντας. «Ούτε δώδεκα χρόνια αργότερα…»

    Σταμάτησα εκεί, αφήνοντας τη συνέχεια να εννοηθεί. Έπαιξα νευρικά με τα δάχτυλά μου.

    «Και η Μαρκετάκη δε φτάνει που είναι σαν ξωτικό, είναι 52 χρονών, έχει τέσσερα παιδιά, και δεν την κάνεις μέρα πάνω από τα 35.»

    Άφησε το τηλέφωνο στο τραπεζάκι και γύρισε πλήρως προς το μέρος μου. «Αρχικά τα στήθη σου δεν είναι μικρά για το ύψος σου,» μου είπε με σταθερή φωνή.

    «Επειδή πήρα τα κιλά μου!» του απάντησα στενάζοντας.

    Κούνησε το δάχτυλό του διαφωνώντας, με μια αργή, σταθερή κίνηση από δεξιά προς αριστερά. «Ούτε στη φωτογραφία είναι μικρά. Σόφη μου, είναι κανονικού μεγέθους, και πίστεψέ με, δεν έχουν όλα τα αγοράκια ψύχωση με τα μεγάλα στήθη.»

    Έκανε μια μικρή παύση, παρατηρώντας το πρόσωπό μου. Τα μάτια του ήταν σοβαρά αλλά γεμάτα τρυφερότητα.

    «Εμένα για παράδειγμα ΔΕ μου αρέσουν.» Ακούμπησε πίσω στον καναπέ και με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. «Και μια χαρά όμορφα είναι τα στήθη σου, δεν ξέρω πώς σου έχει μπει η ιδέα ότι κρέμονται.»

    Σταμάτησε για μια στιγμή, σαν να ζύγιζε τις λέξεις του.

    «Βαραίνουν ελαφρά, αλλά με όμορφο, φυσικό τρόπο. Δεν είσαι φτιαγμένη από σιλικόνη, μικρή μου μάγισσα!»

    Σταύρωσα τα χέρια μου κάτω από το στήθος μου, σχεδόν αμυντικά. «Παλιά δε βάραιναν,» του είπα πεισμωμένη. Χαμήλωσα το βλέμμα μου, κοιτάζοντας τα γόνατά μου που ήταν ακόμα διπλωμένα κάτω από το σώμα μου.

    Άκουσα τον καναπέ να τρίζει καθώς μετακινήθηκε πιο κοντά μου. Άπλωσε το χέρι του αργά και έβαλε δύο δάχτυλα κάτω από το πιγούνι μου, σηκώνοντάς το απαλά μέχρι που τα μάτια μας συναντήθηκαν ξανά.

    «Πολλά αλλάζουν από τα είκοσι μας στα τριάντα.» Η φωνή του ήταν χαμηλή και σταθερή. «Πολλά είναι αυτά που πλέον δεν μπορούμε να κάνουμε—ή τα κάνουμε με δυσκολία, ενώ τότε δεν τα σκεφτόμασταν καν.»

    Το χέρι του μετακινήθηκε από το πιγούνι μου στο μάγουλό μου, χαϊδεύοντάς το με τον αντίχειρά του. Χαμογέλασε τρυφερά, οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του βάθυναν.

    «Και ακόμα περισσότερα αυτά που πλέον μπορούμε και να κάνουμε καλύτερα και να τ’ απολαύσουμε βαθύτερα απ’ ότι στα δεκαοχτώ μας.»

    Σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα, σα να προσπαθούσε να βρει αποθέματα υπομονής με ένα πεισματάρικο παιδάκι.

    «Δε θα κουραστώ να το λέω, μακάρι να μπορούσες να δεις τον εαυτό σου από τα δικά μου μάτια.»

    Χαμογέλασα διστακτικά, νιώθοντας τα μάτια μου να τσούζουν λίγο.

    Πήρε τα χέρια μου στα δικά του. «Μακάρι να μπορούσες να δεις το υπέροχο χαμόγελό σου που κάνει το πρόσωπό σου να φωτίζεται. Μακάρι να μπορούσες να δεις πόσο όμορφη και ποθητή είσαι!»

    Κούνησα το κεφάλι μου αμυντικά. «Τα λες αυτά επειδή είσαι ερωτευμένος,» επέμεινα.

    Έσφιξε τα χέρια μου λίγο πιο δυνατά. «Τα ίδια έλεγα και όταν έκανα δεξί swipe. Μου άρεσες από την πρώτη φορά που σε είδα σε φωτογραφία.»

    Σταμάτησε για να με κοιτάξει στα μάτια.

    «Σε ερωτεύτηκα, ναι, αλλά εμφανισιακά μου άρεσες από την πρώτη φορά που σε είδα. Και πριν ρωτήσεις, είμαι πολύ εκλεκτικός. Ναι, δεν είχα κάνει ποτέ match με γυναίκα, αλλά τα right swipes μου ήταν μετρημένα.»

    Χαμήλωσα τα μάτια μου στον καναπέ. «Μ’ αγαπάς πολύ-πολύ-πολύ;» του έκανα σχεδόν με παιδική φωνή, κάνοντάς τον να χαμογελάσει από τη μια μεριά του προσώπου του μέχρι την άλλη.

    «Πολύ-πολύ-πολύ μικρή μου Φιλισταία μάγισσα!»

    «Παρόλο που είμαι γκρινιάρα;» του έκανα στον ίδιο τόνο.

    «Ακριβώς γιατί είσαι υπέροχα γκρινιάρα!» μου είπε και μου έκανε ένα τρυφερό ping στη μύτη. “I want my antsy koala!” μου είπε παιχνιδιάρικα και μου χτύπησε τα γόνατά μου. “Hop on!”

    Ναι, πρόσκληση περίμενα… Είχα αρχίσει να κινούμαι μετά το “antsy koala!” και βρέθηκα πάνω στα πόδια του σε χρόνο ρεκόρ αγκαλιάζοντάς τον από το σβέρκο.

    “I LOVE YOU!” του φώναξα ξεκουφαίνοντας τον. “DO YOU KNOW THAT?”

    “I know that!” μου απάντησε χαχανίζοντας. “Your neighbors know that! Heck, probably the whole city knows that!”

    «Αφού!» του έκανα γλυκουλινιάρικα, και μπορεί να μην κατάλαβε τι του είπα, αλλά κατάλαβε το ύφος μου. Έβαλε και πάλι τα γέλια.

    “Now, delete that photo,” μου είπε.

    Η φωνή του ήταν απαλή αλλά σταθερή. Ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται.

    “Please, Maurice, let me keep it,” του είπα ικετευτικά. Οι λέξεις βγήκαν από το στόμα μου πριν προλάβει το μυαλό μου να τις επεξεργαστεί.

    WHAT! THE! FLYING! FUCK?

    Πάγωσα. Το στόμα μου άνοιξε ελαφρά από την έκπληξη με τον ίδιο μου τον εαυτό. Γιατί τον παρακάλεσα να την κρατήσω; Κάτι δικό μου; Κάτι αυστηρά δικό μου;

    Δεν πρόλαβα καν να το σκεφτώ περισσότερο. Ο Maurice με κοίταξε για μια στιγμή, το κεφάλι του γερμένο ελαφρά στο πλάι. Μετά μου απάντησε χαμογελώντας μου—όχι το σκανταλιάρικο χαμόγελό του, αλλά κάτι πιο βαθύ, πιο τρυφερό.

    “As long as you promise me that instead of feeling bad for what you are now, you will celebrate what you were.”

    Σταμάτησε, αφήνοντας τα λόγια του να κρεμαστούν στον αέρα. Τα χέρια του βρήκαν τα δικά μου, που ακόμα κρατούσαν σφιχτά το τηλέφωνο.

    “Viewing it with the same sweet nostalgia as we look at our childhood photos and not with self-loathing.”

    Έσφιξε απαλά τα χέρια μου.

    “To remind you that this beautiful girl turned to a beautiful woman.”

    “I promise you,» του είπα με σπασμένη φωνή. Τα μάτια μου άρχισαν να τσούζουν, η θολούρα απλώθηκε στην όρασή μου. Προσπάθησα να ανοιγοκλείσω τα βλέφαρά μου αλλά ήταν μάταιο.

    Σήκωσε το ένα του χέρι και σκούπισε ένα δάκρυ που είχε αρχίσει να κυλάει στο μάγουλό μου. Μετά, με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο που έκανε τα μάτια του να λάμψουν, σήκωσε το μικρό του δάχτυλο μπροστά μου.

    “Pinky promise?” με ρώτησε με παιχνιδιάρικη φωνή, κουνώντας το δάχτυλό του.

    Παρόλο που τα δάκρυα είχαν αρχίσει ήδη να τρέχουν ελεύθερα στα μάγουλά μου, με έκανε να γελάσω—ένα πνιχτό γελάκι ανάμεσα στα δάκρυα. Σήκωσα το δικό μου μικρό δάχτυλο και το άγγιξα με το δικό του.

    “Pinky promise, teddy bear!”

    Τύλιξε το δάχτυλό του γύρω από το δικό μου και το κούνησε πάνω-κάτω τρεις φορές, σφραγίζοντας την υπόσχεση.

    Αυτό που τον παρακάλεσα αυθόρμητα να κρατήσω κάτι αυστηρά δικό μου, θα το λύσω άλλη ώρα! Χώθηκα στην αγκαλιά του, κρύβοντας το πρόσωπό μου στο στήθος του, και καθίσαμε έτσι για πολλή ώρα, εγώ με το πρόσωπό μου χωμένο ανάμεσα στο λαιμό και το σβέρκο του και τον Maurice να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Την τρυφερή αυτή στιγμή τη χάλασε η χρονοκαθυστέρησή μου. Ξαφνικά, σαν να με χτύπησε κεραυνός, θυμήθηκα ότι είχα παραγγείλει καφέδες.

    Σηκώθηκα απότομα από την αγκαλιά του. “Ρε συ πού είναι οι καφέδες; Από τη Βραζιλία τους φέρνουν;” είπα από το πουθενά, κάνοντάς τον αρκούδο μου να αναπηδήσει στον καναπέ.

    “What?” με ρώτησε ξαφνιασμένος.

    Γύρισα προς το μέρος του, χτυπώντας το μέτωπό μου με την παλάμη μου. “I ordered coffee from e-food. Where the hell are they?”

    Ακούμπησε πίσω στον καναπέ και σταύρωσε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του. “Let me ask my inner oracle!” μου είπε κοροϊδευτικά.

    Έκλεισε τα μάτια του και έκανε θεατρικές κινήσεις με τα δάχτυλά του στους κροτάφους του, σαν μέντιουμ σε τρανς. “ ORA-00942: table or view does not exist,” μου απάντησε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, ανοίγοντας το ένα μάτι.

    Τον κοίταξα με απόλυτη σύγχυση. “What ORA? What table?” τον ρώτησα απορημένη, γέρνοντας το κεφάλι μου στο πλάι.

    Και φάε μια δεκάλεπτη διάλεξη για βάσεις δεδομένων. Τα χέρια του κινούνταν στον αέρα καθώς μου εξηγούσε για πίνακες, queries και relational databases. Τα μάτια μου άρχισαν να γυαλίζουν μετά το δεύτερο λεπτό.

    «Κατάλαβες;» μου είπε τελικά, με ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης.

    Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου αθώα. “It’s all H-SYNC to me!” του απάντησα. Καθώς όπως δεν είχα πιει και καφέ, από το ένα αυτί μπήκε, από το άλλο βγήκε.

    Κούνησε το κεφάλι του με θεατρική απογοήτευση, βάζοντας το χέρι του στην καρδιά του. «20 γιατί άργησε ο καφές, και 20 γιατί εγώ τα λέω, εγώ τ’ ακούω!» μου είπε δήθεν αυστηρά, σηκώνοντας δύο δάχτυλα.

    Σταύρωσα τα χέρια μου. «Τι φταίω που άργησαν να φέρουν τον καφέ;» διαμαρτυρήθηκα για την τιμή των όπλων.

    Έγειρε μπροστά, ακουμπώντας τους αγκώνες του στα γόνατά του. «Δική σου η παραγγελία, δική σου και η ευθύνη! Και τώρα κάτσε σαν άντρας να φας τις ξυλιές σου!»

    Σηκώθηκα όρθια και ίσιωσα την πλάτη μου. «Διαμαρτύρομαι εντόνως!» Και σε χρόνο ρεκόρ—μιας και δε φορούσα από κάτω εσώρουχο—απλά σήκωσα τη μπλούζα μου και με μια γρήγορη κίνηση ξάπλωσα κατά μήκος των γονάτων του.

    “Don’t I see that?” με ρώτησε χαχανίζοντας, η φωνή του τρεμόπαιζε από το γέλιο.

    Και πάνω στην εικοστή—SMACK!—χτύπησε το κουδούνι. Ήρθε και ο μαλάκας ο ντελιβεράς. Από timing έσκισε!

    Πετάχτηκα όρθια σαν ελατήριο. Με τον κώλο κόκκινο και τα μυαλά μου στο μίξερ, προχώρησα προς την πόρτα. Ευτυχώς είχα τουλάχιστον ακόμα τη νοητική παρουσία να σταματήσω, να κατεβάσω τη μπλούζα μου με ένα γρήγορο τράβηγμα και να μην του ανοίξω σαν σκωτσέζος commando.

    Πήρα τους καφέδες με ένα βιαστικό «ευχαριστώ» και έκλεισα την πόρτα.

    Γύρισα στον καναπέ, του έδωσα τον καφέ του και χωρίς δεύτερη σκέψη κάθισα πάνω του. Ποιος τα γαμεί τα έπιπλα όταν το Sophie-shaped koala έχει τον ιδιωτικό του ευκάλυπτο με μορφή γιγάντιου αγαπησιάρικου λούτρινου αρκούδου;

    Πήρε μια γουλιά από τον καφέ του και αναστέναξε με ικανοποίηση. «Όταν πιώ το καφεδάκι θα πρέπει να πεταχτώ έξω να πάω να πάρω τα λουλούδια και το ουίσκι,» μου είπε.

    Γύρισα λίγο το σώμα μου για να τον κοιτάξω καλύτερα. «Δε χρειάζεται να πάμε μακριά,» του είπα. «Δεν χρειάζεται καν να πάρουμε αυτοκίνητο, έχει εδώ κοντά και ανθοπωλείο και κάβα!»

    Σήκωσε το ένα φρύδι του. “We?” με ρώτησε χαμογελώντας μου πειρακτικά.

    Πήρα μια βαθιά ανάσα και φώναξα: “WEEEEEEEEEEEEEEEE!”

    Αυτή τη φορά τον έκανα να χαχανίσει τόσο δυνατά που παραλίγο να χυθεί ο καφές του.

    «Και όταν γυρίσουμε θα σε ξαναβιάσω γιατί πολλή λάσκα σε έχω αφήσει από το πρωί, και ναι, άλλες δέκα!» του είπα.

    Χωρίς να περιμένω απάντηση, έσκυψα γρήγορα και του έκανα ένα μεγαλοπρεπές “BRRRRRRR” στο λαιμό.

    «Πρέπει να αρχίσεις αυτό το excel,» μου είπε χαχανίζοντας ακόμα, προσπαθώντας να πιει τον καφέ του χωρίς να τον χύσει. «Έχω χάσει το λογαριασμό!»

    Ίσιωσα την πλάτη μου θριαμβευτικά. «Εγώ όχι!» του είπα γελώντας πονηρά.

    Σήκωσα το ένα χέρι μου και άρχισα να μετράω στα δάχτυλά μου:

    «Έχουμε και λέμε, δέκα γιατί σου είπα ότι σ’ έχω αφήσει λάσκα, 20 εντόνως διαμαρτυρόμενες γιατί δεν κατάλαβα γρι αυτά που μου εξηγούσες ότι δεν έβρισκες τραπέζια στο μαντείο…»

    Σταμάτησα και τον κοίταξα.

    “Oracle tables,” με διόρθωσε και έβαλε δυνατά γέλια.

    Συνέχισα απτόητη: «Είκοσι για “ελλιπή προετοιμασία γεύματος”, άλλες είκοσι γιατί το πρωί σου είπα ότι πώς θα πάμε μπροστά αν ο κάθε αφέντης κάνει του κεφαλιού του χωρίς να ρωτήσει…»

    Έκανα μια δραματική παύση.

    «Και άλλες δέκα—επίσης εντόνως διαμαρτυρόμενες—γιατί άφησα την πίπα στη μέση όταν με διέκοψες και ήθελες φιλάκια και ότι η ζωή είναι άδικη yada-yada-yada και φαντάζομαι άλλες δέκα για την ειρωνεία!»

    Καθώς μιλούσα, ένιωθα και πάλι να γίνεται σεισμός δέκα Ρίχτερ. Ο αρκούδος μου τρανταζόταν από τα γέλια κάτω από το σώμα μου.

    «Είσαι απίθανη!» μου είπε όταν βρήκε τις ανάσες του, σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια του. «ΑΠΙΘΑΝΗ!»

    Σήκωσα περήφανα το πιγούνι μου. «Ήμανε!» τον διαβεβαίωσα στα ελληνικά.

    Και πάρε και άλλες δέκα για αμετάφραστα ελληνικά!

    Έκανα μια γκριμάτσα. «Δε θα μπορώ να κάτσω το βράδυ!» του είπα χαχανίζοντας.

    Με κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο. «Καλά, και αύριο μέρα είναι,» μου υποσχέθηκε.

    Δεν άντεξα άλλο. Του όρμησα, τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του και κολλώντας τα χείλη μου στα δικά του. Γιατί μπορώ!

    Καθώς πίναμε το καφεδάκι μας, κάθισα άνετα πάνω του, κρατώντας το φλιτζάνι μου με τα δύο χέρια. Ξαφνικά του αρκούδου μου του ξέφυγε μία και τα είδα όλα!

    Το πρόσωπό μου στράβωσε αντανακλαστικά.

    Εντάξει, τον αγαπάω, τον λατρεύω, αλλά η μπόχα μου θύμισε το άνοιγμα της πόρτας του τάφου του Cthulhu R’lyeh στο Call of Cthulhu. Εντάξει, τυπικά δεν ήταν τάφος, υπνοδωμάτιο θα το έλεγες και κάπου καταλαβαίνω τα νεύρα του τελευταίου. Και τι να κάνει; Να πάρει τον Hastur αγκαλίτσα να του χαϊδεύει την κοιλιά;

    Ναι, ο μπαμπάς μου με έκανε nerd και λατρεύω μυθολογία Cthulhu, sue us!

    Παρακολουθούσα με morbid fascination καθώς το πρόσωπό του άρχισε να αλλάζει χρώματα. Πρώτα ένα ελαφρύ ροζ, μετά κόκκινο, μετά βαθύ κόκκινο. Είχε πλάκα ο γλυκούλης μου όπως άλλαξε όλα τα χρώματα του ορατού φάσματος. Θα τον ζήλευε και η πιο φιλόδοξη σουπιά!

    “Sorry babe!” μου είπε. Η φωνή του βγήκε πνιχτή. Αφού το πρόσωπό του διέτρεξε όλο το ορατό ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, η μπίλια κατέληξε στο κόκκινο του αστακού.

    Σήκωσα το δάχτυλό μου θεατρικά. «Μη μου κάνεις εμένα χημικό πόλεμο!» του είπα απειλώντας τον και χτυπώντας τον ελαφρά στη μύτη με το δείκτη μου!

    Το χρώμα στα μάγουλά του είχε πάψει να θυμίζει υπεραιμικό Ινδιάνο που τον νταλάκιασε ο ήλιος της Μοχάβι. Τα μάτια του γούρλωσαν ελαφρά με επείγον.

    «Σήκω να πάω τουαλέτα, αλλιώς το σαλόνι θα θυμίζει πεδίο μάχης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου!» μου είπε.

    Αυτό με έκανε να βάλω κι εγώ τα γέλια. Του έδωσα μια ελαφριά σπρωξιά στο στήθος.

    «Αυτό ήταν αέριο μουστάρδας και όχι βρωμιούχο αρκούδιο!» του είπα.

    Με κοίταξε για μια στιγμή χωρίς να καταλαβαίνει, τα φρύδια του σηκωμένα. Εμ βέβαια, το Teddybearium Bromide δεν έχει τον… λυρισμό που έχει η ελληνική του απόδοση.

    «Θα σου εξηγήσω αργότερα,» του έκανα χαχανίζοντας και σηκώθηκα από πάνω του. “Run Forrest, run!” του είπα χαχανίζοντας ακόμα πιο δυνατά.

    Ο Maurice, με όση αξιοπρέπεια μπορούσε να μαζέψει, σηκώθηκε από τον καναπέ. Στην αρχή προσπάθησε να περπατήσει κανονικά, αλλά μετά το εγκατέλειψε και άρχισε να τρέχει προς το μπάνιο.

    «Που πας βρε μαλάκα;» φώναξα στον Μπλάκι που τον πήρε στο κατόπι με γρήγορο βηματισμό. «Αυτοκτονικός είσαι;»

    Φυσικά με έγραψε στα μαύρα τριχωτά του παπάρια και συνέχισε την πορεία του. Αλλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά!

    Άκουσα την πόρτα να κλείνει βιαστικά.

    Σιωπή για δυο δευτερόλεπτα.

    Ένα επιτακτικό νιαούρισμα.

    Ένα κλακ καθώς ο Μπλάκι με ένα σάλτο άνοιξε την πόρτα και πάλι.

    Έβαλα τα γέλια ακούγοντας τον αρκούδο μου να μαλώνει με απελπισία τον Μπλάκι. “Are you nuts?”

    Παύση. Με τον κίνδυνο η… μάχη χαρακωμάτων να διαρρεύσει στο σαλόνι, ο αρκούδος μου έκλεισε ξανά την πόρτα με δύναμη.

    Δεν άκουσα τι γινόταν μέσα. Μόνο ένα πνιχτό “νιαρ” μετά από λίγα δευτερόλεπτα.

    Η πόρτα άνοιξε και πάλι αργά. “I told you so!” άκουσα τον αρκούδο μου να λέει στο Μπλάκι, κλείνοντας και πάλι την πόρτα. Ο τελευταίος έχοντας διαπιστώσει γρήγορα πόσο κακή ήταν η αρχική του ιδέα επέστρεψε στο σαλόνι, προσπαθώντας να διατηρήσει όση γατίσια υπερηφάνεια του είχε απομείνει.

    Εγώ στο μεταξύ διπλώθηκα στον καναπέ, κρατώντας την κοιλιά μου. Κόντεψα να πέσω κάτω από τα γέλια. Ήταν ατόφια screwball comedy, έστω και αν την πρωταγωνίστρια δεν την έλεγες ακριβώς dominant.

    Εκείνη τη στιγμή βούιξε και το τηλέφωνό μου. Το άρπαξα από το τραπεζάκι και το άνοιξα—ήταν μήνυμα από τη Μαίρη.

    «Καλημέρα από την ηλιόλουστη ΜΥΚΟΝΟΟΟΟΟΟΟΟΟΣ!»

    Χαμογέλασα πλατιά και έγραψα γρήγορα. Της απάντησα σχεδόν αμέσως: «Καλημέρα από την εξωτική Λυκόβρυση. Ζει ο πιτσιρικάς;»

    Το τηλέφωνο βούιξε και πάλι μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. Τα δάχτυλά μου τυμπάνιζαν ανυπόμονα στην οθόνη.

    «Η αλήθεια είναι ότι τον ξεζούμισα ελαφρώς. Τώρα είναι ξαπλωμένος και μου κάνει τον Mam-Ra, μάλλον πρέπει να παραγγείλω κανένα χυμό!»

    Κοίταξα την κλειστή πόρτα του μπάνιου. Με τον αρκούδο μου να κάνει uploading και τον πιτσιρικά να κοιμάται ξεζουμισμένος, πήρα στο καπάκι τηλέφωνο. Βαριόμουν να γράφω.

    «Μωρουλίνι μουυυυυυυυυυυυ! Καλημέρα, μουτς μουτς μουτς» μου απάντησε. Η φωνή της έβγαινε τσιριχτή σαν παιδάκι, στέλνοντάς μου ρουφιχτά φιλάκια μέσα από το ακουστικό.

    Ακούμπησα πίσω στον καναπέ, βάζοντας τα πόδια μου σταυρωτά. «Και τι όμορφη μέρα ξημέρωσε,» της απάντησα χαχανίζοντας. «Εσύ τραγουδώντας “sweet mystery of life” και ο πιτσιρικάς “pondering on his life choices”»

    «ΧΙΧΙΧΙ!» Το γέλιο της ήταν τόσο δυνατό που τράβηξα λίγο το τηλέφωνο από το αυτί μου. «Δε νομίζω ότι το μετάνιωσε αν κρίνω από το "Να φάω τα κόκκαλα του παππού αν αυτή δεν ήταν η πίπα της ζωής μου!"» μου είπε.

    Αυτό με έκανε να βάλω τα γέλια, διπλώνοντας από τη μέση. «Και φυσικά δε μείναμε στην πίπα, αν μ’ εννοείς!»

    Ίσιωσα λίγο, προσπαθώντας να ελέγξω τα γέλια μου. «Καλός;» την ρώτησα χαμογελώντας ακόμα.

    «Καλός απλά;» με ρώτησε. Άκουγα τον ενθουσιασμό στη φωνή της. «Με είχε βάλει στα τέσσερα και με κοπάναγε με τόση ένταση που φοβήθηκα ότι θα αρχίσω να μυρίζω καμένο πλαστικό!» μου είπε χαχανίζοντας. Σκέπασα το στόμα μου με το χέρι μου για να μην ακουστούν τα γέλια μου μέχρι το μπάνιο.

    «Με πήρε με όλες τις δυνατές στάσεις.» Έκανε μια δραματική παύση. «Άνω Παναγιά, Κάτω Παναγιά, Πέρα Παναγιά, Δώθε Παναγιά, Κείθε Παναγιά, κόντρα παξιμάδι, κατσαβιδωτό στον ουρανίσκο, κολονάτο στην αυτοκρατορική παραλλαγή με τα πόδια ενωμένα, με και χωρίς ουρές, ό,τι μπορείς να φανταστείς!»

    Εντάξει, πώς δεν έμεινα από τα γέλια; Γλίστρησα από τον καναπέ και βρέθηκα στο πάτωμα, κρατώντας την κοιλιά μου. Μόνο η Μαίρη θα μπορούσε να συνδυάσει “Τζένη-Τζένη”, Αρκά και κάμα σούτρα περιγράφοντας τις πομπές της.

    «Για πες μου και τα δικά σου χαΐρια τώρα!» μου είπε.

    Σηκώθηκα από το πάτωμα και κάθισα πάλι στον καναπέ. Από πού να ξεκινήσω; Από τη διπλή άρια; Από την αίσθηση υποταγής; Από το έμπρακτο rupture; Από το μεταπτυχιακό μάθημα Ακκαδικής ποίησης; Από το ταράκουλο με τη Μαρκετάκη; Από το ότι τον άγγιξε το impulse; (ναι, η Μαίρη φυσικά και την ήξερε την ιστορία!) Από το ότι του έδειξα ΤΗ φωτογραφία και ο Maurice μου εξήγησε με ακρίβεια ψυχολόγου ποιο ήταν το πραγματικό μου πρόβλημα; Από την ανάθεση του πρώτου task και την εκτέλεσή του; Από το χημικό πόλεμο;

    Πού να το πιάσεις και πού να το αφήσεις;

    Πήρα μια βαθιά ανάσα, έκλεισα τα μάτια μου για μια στιγμή και ξεκίνησα.

    «ΕΤΟΙΜΑΣΟΥ ΝΑ ΠΑΘΕΙΣ ΤΟ ΣΟΚ ΤΗΣ ΖΩΗ ΣΟΥ!» της είπα.

    «ΣΤΑΜΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΛΟΓΟΥΣ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΣΕ ΓΑΜΗΣΩ, ΚΙ ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ BISEXUAL ΜΩΡΗ!» μου είπε.

    Αυτό με έκανε να βάλω τα γέλια, ρίχνοντας το κεφάλι μου πίσω.

    Σοβάρεψα λίγο και είπα: «Χθες είχα για πρώτη φορά στη ζωή μου πολλαπλό οργασμό!»

    Σιωπή για δύο δευτερόλεπτα.

    «WHAT????»

    Χαμογέλασα θριαμβευτικά. «Δεν ήσουν η μόνη που τραγούδησες το γλυκό μυστικό της ζωής!»

    «ΟΛΑ ΜΕ ΤΟ ΣΙ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΝΙΓΜΑ!»

    Έκανα μια δραματική παύση. «Και… Μαίρη;»

    «Αχ, θα με σκάσεις!»

    Πήρα μια βαθιά ανάσα και με φωνή γεμάτη περηφάνια δήλωσα: «Την έτριξα την όπισθεν, Incontinentia buttocks με έκανε ο Biggus Dickus μου!»

    Ήξερα ότι θα πιάσει την αναφορά στους Monty Python.

    «ΘΕΣ ΝΑ ΜΕ ΣΚΑΣΕΙΣ ΜΩΡΗ;» μου είπε. Η ανυπομονησία στη φωνή της ήταν χειροπιαστή—ήθελε να μάθει τις γαργαλιστικές λεπτομέρειες.

    Σηκώθηκα και άρχισα να βηματίζω στο σαλόνι. «Θα στα πω στα γρήγορα και Δευτέρα βραδάκι αν μπορείς πάμε για ποτάκι και στα λέω αναλυτικά!»

    «IT’S A DATE! ΣΚΑΣΕ ΚΑΙ ΜΙΛΑ!» μου είπε, κάνοντάς με και πάλι να χαχανίσω.

    Πήρα βαθιά ανάσα, σταμάτησα το βηματισμό και ξεκίνησα. Όντως της τα είπα τροχάδην—η πλήρης διήγηση θα απαιτούσε τουλάχιστον ένα girls night out.

    Όταν τελείωσα, ακολούθησε μια στιγμή σιωπής.

    «Εντάξει, τώρα τον αγάπησα λίγο παραπάνω!»

    Χαμογέλασα και ακούμπησα το χέρι μου στην καρδιά μου. «Είναι να μην είμαι τρελά και παλαβά ερωτευμένη μαζί του;» της είπα νιώθοντας τη ζέστη στα στήθη μου.

    «Σε δύο-τρία-πέντε-δέκα-είκοσι χρόνια, να μου γνωρίσει κανένα φίλο του!» μου δήλωσε με ύφος που θα ζήλευε και η Samantha από το Sex and the City.

    (Παρεμπιπτόντως ήταν και ο μόνος χαρακτήρας, άντε ίσως λίγο και την Miranda λόγω εργασιομανίας, που συμπαθούσα. Τις άλλες δύο, ειδικά την Κάρι, ήθελα να τις ξεμαλλιάσω!)

    «Και πού βοσκάει τώρα ο αρκούδος σου;»

    Κοίταξα προς το μπάνιο και μόρφασα. «Ο αρκούδος μου έπαθε πρωινό καφέ—και δεν εννοώ αυτό της Μενεγάκη!» της είπα κάνοντάς τη να χαχανίσει.

    Κάθισα πάλι στον καναπέ και συνέχισα με συνωμοτικό τόνο: «Μου αμόλησε μία, μαλάκα μου αυτό δεν ήταν κλανιά, ήταν χημικός πόλεμος!»

    Το χάχανό της μετατράπηκε σε δυνατό γέλιο.

    «Ο γλυκούλης μου άλλαξε όλα τα χρώματα του ορατού φάσματος, ίσως και κάποια του αόρατου, δεν ξέρω!» της είπα και τα γέλια έγιναν πιο δυνατά.

    Σηκώθηκα πάλι, δεν μπορούσα να κάτσω ακίνητη. «Στο σταυρό που φιλάω, ο Αστερίξ θυμωμένος μπροστά του έμοιαζε με αναιμικό που έχει περίοδο!» συνέχισα χωρίς έλεος.

    Η Μαίρη προσπαθούσε να βρει τις ανάσες της και εκεί την ξαναέπιαναν τα γέλια.

    Περίμενα λίγο να ηρεμήσει. «Αλλά το show ήταν μετά!» της είπα.

    «Έχει κι άλλο;» με ρώτησε, η φωνή της έσπαζε από τα γέλια.

    «Αμέ!» της απάντησα χαχανίζοντας. Έκανα μια παύση για δραματικό εφέ. «Σηκώθηκε προσπαθώντας να το παίξει κύριος αλλά μετά γκάζωσε σαν τον Usain Bolt, μάλλον άρχισαν να φεύγουν… αέρια και έγινε πύραυλος!»

    Άρχισα να μιμούμαι τις κινήσεις καθώς μιλούσα. «Και εκεί τον πήρε στο κατόπι ο Μπλάκι! Που πας ρε μαλάκα, του φώναξα, είσαι αυτοκτονικός;»

    Μιλούσα με δυσκολία όσο τα έλεγα γιατί κι εγώ είχα βάλει τα γέλια.

    «Ο φουκαράς ο Maurice έκλεισε την πόρτα, ξέρεις Biohazard Level-4, και ο μαλάκας ο Μπλάκι άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα!»

    «ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΜΩΡΗ ΘΑ ΜΕ ΠΕΘΑΝΕΙΣ!»

    Προσπάθησα να συνεχίσω με τα χίλια ζόρια, κάνοντας διακοπές καθώς γελούσα κι εγώ. «Άκουσα τον Maurice να του λέει "Are you nuts?"»

    Σταμάτησα να πάρω ανάσα.

    «Και έκλεισε την πόρτα πιο γρήγορα και από κορνάρισμα σε φανάρι!»

    «ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΤΑ ΝΕΦΡΑ ΜΟΥ!»

    Διπλώθηκα και πάλι, κρατώντας την κοιλιά μου. «Και μετά άκουσα ένα πνιχτό “Νιαρ” και ο Μπλάκι βγήκε τρέχοντας λες και τον κυνηγούσε η εφορία!»

    «ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ!!!! ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ»

    Εκεί κόντεψα κι εγώ να πεθάνω. Έκανα νέους κοιλιακούς από τα γέλια!

    (Πόσο γαμάτο θα ήταν αυτά τα γαμημένα τα δέκα κιλά να φεύγαν έτσι! Με τον αρκούδο μου θα είχα φτάσει σε μια εβδομάδα να μοιάζω με body builder στους κοιλιακούς. Ή, έστω, με ανορεξική που κάνει δίαιτα.)

    Εκείνη την ώρα βγήκε από το μπάνιο και ο Maurice, οπότε έκλεισα τη Μαίρη, επιβεβαιώνοντας το ραντεβού μας για τη Δευτέρα το βράδυ. Κάθισε στον καναπέ αναστενάζοντας και με κοίταξε στα μάτια.

    “I strongly recommend avoid going to the loo for a while,” μου είπε χαμογελώντας ντροπαλά.

    “Define ‘while’” του είπα χαχανίζοντας.

    “Two-three… decades” μου απάντησε deadpan, και πώς κατάφερα να μην κατουρηθώ πάνω μου; Και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν μπορούσα να πάω και τουαλέτα!

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Contributor

    Μέρος 16ο - Woman in Love

    Αν και κατουριόμουν ελαφρά, είναι η αλήθεια, έδειξα χαρακτήρα. Απ’ ότι κατάλαβα το μπάνιο αυτή τη στιγμή θα ήταν chemical & biological waste land.

    Σηκώθηκα από τον καναπέ με προσοχή, προσπαθώντας να μην κάνω απότομες κινήσεις. Προχώρησα προς το μπάνιο και χωρίς να μπω μέσα, άπλωσα το χέρι μου και άνοιξα το φως. Μαζί του δούλευε και ο εξαεριστήρας—ευτυχώς.

    Από εκεί και πέρα ο Θεός να μας βοηθήσει. (Που μεταξύ μας, αν υπάρχει, χεσμένους μας έχει—pun intended!)

    Γύρισα στο σαλόνι και βρήκα τον αρκούδο μου σκυμμένο πάνω από το κινητό του. Είχε παραδεχτεί ότι δεν έχει ιδέα από ουίσκι και τώρα έψαχνε στα internets. Και που είχε ρωτήσει κι εμένα νωρίτερα, μια τρύπα στο νερό είχε κάνει, δεν είχα ιδέα.

    “I found it!” μου είπε ξαφνικά ενθουσιασμένος. Σήκωσε το κεφάλι του από την οθόνη και έτριψε τα χέρια του με ικανοποίηση. “The GlenAllachie Speyside Single Malt 12 Years Old!”

    Πλησίασα και κοίταξα πάνω από τον ώμο του. «Μωρό μου, μη φας μια περιουσία σε δαύτο,» του είπα απαλά αλλά αυστηρά. Το εννοούσα—ήξερα ότι κάποια ουίσκι είναι πανάκριβα.

    Γύρισε προς το μέρος μου με ένα πλατύ χαμόγελο. “That’s the thing!” μου είπε ξαναμμένος. “While it won the first prize in 2025 World Whiskies Awards, it’s surprisingly affordable!”

    Έκανε κλικ σε μια σελίδα και μου έδειξε την οθόνη. Όντως, γύρω στα 70 ευρώ έκανε! Κοίτα να δεις! Βέβαια, σκέφτηκα, κατά πόσο θα το έχει η κοντινή μας κάβα, είναι άλλο ερώτημα. Τέλος πάντων, θα το μαθαίναμε αργά ή γρήγορα υποθέτω.

    Ήπιαμε τους καφέδες μας σε ησυχία, απολαμβάνοντας την καφεΐνη. Μετά σηκώθηκα και πήγα στο υπνοδωμάτιο. Φόρεσα το εσώρουχό μου—επιτέλους—και ένα ελαφρύ σορτσάκι. Από πάνω δεν έκανα τον κόπο να φορέσω σουτιέν. Έτσι κι αλλιώς η μπλούζα μου ήταν χαλαρή και… ε, στη χειρότερη ας διαγραφόταν και λίγο ρόγα.

    Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού και φόρεσα τα σνίκερς μου. Ο αρκούδος μου εμφανίστηκε στην πόρτα φορώντας τα πέδιλά του—χωρίς κάλτσες.

    Χαχάνισα μέσα μου. Έτσι να έχει το φόβο του Θεού!

    Κατεβήκαμε κάτω και περπατήσαμε χεράκι-χεράκι σαν ερωτευμένα πιτσιρίκια. Έξω η μέρα ήταν ζεστή αλλά η ζέστη δεν ήταν αποπνιχτική. Πρώτη στάση η κάβα. Μπήκαμε μέσα και ο Maurice έδειξε την οθόνη του κινητού του στον υπάλληλο.

    Σταθήκαμε τυχεροί—το είχε!

    Με το ουίσκι ασφαλές στη σακούλα του, συνεχίσαμε προς το ανθοπωλείο. Ο Maurice έσφιξε το χέρι μου καθώς μπαίναμε. Διάλεξε ένα μπουκέτο όμορφα ροζ τριαντάφυλλα, εξετάζοντας προσεκτικά κάθε λουλούδι.

    Μα ο γλυκούλης μου δεν έμεινε εκεί. Γύρισε προς το μέρος μου με ένα πονηρό χαμόγελο και πήρε και σε μένα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Το σήκωσε μπροστά μου με θεατρική κίνηση, κάνοντάς με και πάλι να λερώσω τα βρακιά μου.

    Και δεν πήρε όποιο και όποιο, ε; Τσατάλια του τα έκανε του ανθοπώλη! Εξέταζε κάθε τριαντάφυλλο, μύριζε, σύγκρινε. Και για τα ροζ τριαντάφυλλα το ίδιο, και για το κόκκινο.

    Και αν και δεν συνηθίζεται, άφησε και πουρμπουάρ στον ανθοπώλη! Ένα γενναιόδωρο ποσό που έκανε τα μάτια του άντρα να λάμψουν. Κάπως έτσι, αντί να μας διαολοστείλει για την ταλαιπωρία, μας ξεπροβόδισε κιόλας μέχρι την πόρτα!

    Όταν γυρίσαμε σπίτι, κρατούσα προσεκτικά τα λουλούδια. Για να μη χαλάσουν τα τριαντάφυλλα από τη ζέστη, τα πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο/γραφείο. Τα ακούμπησα προσεκτικά στο γραφείο, έκλεισα την πόρτα και γύρισα το air condition στη χαμηλότερη κλίμακα. Χώρο στο γεμάτο μπύρες ψυγείο δεν είχε ούτε για δείγμα!

    Βγήκα από το δωμάτιο και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. “Wish me luck!” του είπα.

    Με κοίταξε με απορία, σηκώνοντας τα φρύδια του. «Γιατί;»

    Έδειξα προς το μπάνιο με το κεφάλι μου. «Πρέπει να πάω στο μπάνιο!» του είπα.

    Έβαλε τα γέλια και ακούμπησε το χέρι του στην καρδιά του δραματικά. «Θα σε θυμάμαι με αγάπη!» μου είπε με ύφος τραγικού ήρωα ο Βέλγος θεατρίνος.

    Τουλάχιστον θα έφευγα από τον μάταιο τούτο κόσμο γελαστή.

    Προχώρησα προς το μπάνιο και σταμάτησα έξω από την πόρτα. Πήρα βαθιά ανάσα—έξω από το μπάνιο εννοείται—και μπήκα μέσα. Ο εξαεριστήρας είχε κάνει δουλίτσα! Εντάξει, δεν μύριζε ακριβώς λουλούδια του κήπου, αν μ’ εννοείτε, αλλά τουλάχιστον μπορούσες να αναπνεύσεις χωρίς να δακρύσεις.

    Τα καλά νέα είναι ότι ο Μπλάκι, ακόμα τρομοκρατημένος από το πάθημά του, με άφησε στην ησυχία μου. Δεν ακούστηκε ούτε ένα νιαούρισμα έξω από την πόρτα. Τα ακόμα καλύτερα ήταν—μιας και πήγα στο μπάνιο για την ίδια δουλειά με τον Maurice νωρίτερα—ότι θα μπορούσα να του φορτώσω και το δικό μου… ανθόκηπο.

    Χαχάνισα μέσα μου καθώς καθόμουν. Καλά το λένε: «Το σφάλειν είναι ανθρώπινο, το φορτώνειν σε άλλους ανθρωπινότερο!»

    Δεν ξέρω αν οφειλόταν στο… “rupture” ή στο καλό χθεσινό φαγητό, ωστόσο κατόρθωσα να τελειώσω σε χρόνο ρεκόρ. Τράβηξα το καζανάκι, έπλυνα τα χέρια μου και στράφηκα προς το… τέρας.

    Η ζυγαριά στεκόταν εκεί, περιμένοντάς με.

    Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά. Ανέβηκα πάνω της με προσοχή. Προσευχήθηκα σε όσους θεούς ξέρω—τον Δία, την Αθηνά, ακόμα και τον Cthulhu. Πήρα μια βαθιά ανάσα και άνοιξα τα μάτια μου, κοιτάζοντας κάτω.

    «72» έγραφε το τέρας.

    Έμεινα να το κοιτάζω σαν ηλίθια, τα μάτια μου γουρλωμένα. Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα. Είχα χάσει ένα κιλό! Πλέον ήμουν στο +7.

    Πώς; Πώς;

    Κατέβηκα γρήγορα, άφησα τη ζυγαριά να μηδενίσει και ξανανέβηκα. Περίμενα με κομμένη την ανάσα. Δυο-τρία δευτερόλεπτα αργότερα ξαναέγραψε «72».

    Αλήθεια σας το λέω, παραλίγο να βάλω τα κλάματα! Τα μάτια μου τσούζανε από τη συγκίνηση.

    Κατέβηκα από τη ζυγαριά με ένα μικρό αναπήδημα. Πέταξα το πεσμένο κάτω εσώρουχο στο καλάθι—να δω πότε θα το βάλω αυτό το ρημάδι το πλυντήριο. Φορώντας μόνο τη μπλούζα μου, άφησα το σορτσάκι στο δωμάτιο και σχεδόν έτρεξα πίσω στο σαλόνι.

    “7 to go!!!!!!” του είπα σχεδόν τσιρίζοντας από ενθουσιασμό.

    Ο φουκαράς πετάχτηκε από τον καναπέ, ταραγμένος. “What?”

    Ήμουν πολύ χαρούμενη για να του εξηγήσω. Το αίμα μου έβραζε από ενθουσιασμό και κάτι άλλο. Αντί απάντησης, έβγαλα το λαστιχάκι που φορούσα σα βραχιόλι στο δεξί μου χέρι. Με μια γρήγορη κίνηση έβγαλα τη μπλούζα μου πάνω από το κεφάλι μου και τη πέταξα στο πλάι.

    Έδεσα το μαλλί μου με το λαστιχάκι και γονάτισα μπροστά του.

    “What the…” ξεκίνησε να λέει. Τα μάτια του γούρλωσαν.

    “Oh, shut up!” του είπα με ένα μεγαλοπρεπέστατο τόνο.

    Η φράση μπορεί να μεταφραζόταν σε άλλες δέκα-είκοσι-τριάντα-I don’t fucking care, αλλά δεν πρόλαβε να μιλήσει καθώς τον πήρα στο στόμα μου σαν να μην υπάρχει αύριο!

    Ήταν ο αρκούδος μου, ήταν ο άνθρωπος που με έκανε να γελάω, ήταν ο άνθρωπος που δεν προσπαθούσε να με σώσει, παρά να είναι μόνο εδώ για μένα, ήταν αυτός που έκανε τη χοντρή να τραγουδήσει δυο συνεχόμενες φορές, ήταν ο Ακκάδιος ποιητής μου, ήταν ο Biggus Dickus μου, και ήταν και ο γουρλής μου! Για πρώτη φορά από τότε που πήρα αυτά τα γαμημένα τα δέκα κιλά είχα καταφέρει να χάσω τρία.

    Κι αυτό τρώγοντας σα να μην υπήρχε αύριο!

    Ανεβοκατέβαζα το κεφάλι μου παίρνοντάς τον από την κορυφή μέχρι τη βάση—μέχρι που χτύπαγε λαρύγγι—κάνοντάς τον να πιάσει γραμμή με δωδεκάθεο, αν κρίνω από τα βογγητά του. Δεν έκανα κάτι διαφορετικό απ’ όλες τις υπόλοιπες φορές, ούτε χέρι βοήθειας—που λέει ο λόγος—δεν είχα προλάβει να βάλω όταν γεύτηκα τα πρώτα προσπερματικά του υγρά.

    “Woah!” είπα μέσα μου, τον έκανα να την ακούσει. Δυο τρεις κινήσεις πάνω-κάτω αργότερα, τον ένιωσα να αρχίσει να τρέμει και να δονείται μέσα στο στόμα μου, και μερικές στιγμές αργότερα έγινε το στόμα μου… Μάνδρα. Του είχα πάρει πίπα το πρωί, δηλαδή για όνομα, πώς μαζεύτηκε πάλι τόσο πράμα;

    Και ήταν και αρκετά πικρό, αλλά είπαμε, στον Maurice μου θα κατάπινα ακόμα και αν είχε γεύση μουρουνόλαδου. Όταν τελείωσε και ηρέμισαν οι σπασμοί κατάπια για τελευταία φορά, τον καθάρισα προσεκτικά από τα σάλια μου, και, χωρίς να σηκωθώ από γονατισμένη που ήμουν, σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα.

    “Damn!” μου έκανε με την ανάσα του κοφτή και το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει γρήγορα προσπαθώντας να βρει τις ανάσες του.

    Σήκωσα το κεφάλι μου και του χαμογέλασα πονηρά. «Επειδή με ρώτησες πριν αν θα σε βιάσω, όχι για τίποτε άλλο!» του είπα με προσποιητή αθωότητα, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου.

    Αυτό τον έκανε να βάλει τα γέλια, το σώμα του τραντάχτηκε κάτω από το δικό μου.

    «Και +30 για το “shut-up”, σε μάθαμε κύριε!» συνέχισα, σηκώνοντας το δάχτυλό μου αυστηρά.

    Χαμογέλασε πλατιά και χτύπησε τα χέρια του στους μηρούς του. “Hop on!” μου έκανε.

    Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Τσούκου!» του είπα χαμογελώντας τρυφερά. Ξάπλωσα το κεφάλι μου πάνω στα πόδια του, κοιτάζοντάς τον από κάτω. «Οι ταπεινές σκλάβες δεν χοροπηδάνε πάνω στον αφέντη τους σαν κοάλα σε υπερδιέγερση, γονατίζουν μπροστά τους σαν ταπεινά χαμομηλάκια!»

    Αυτό τον έκανε να βάλει και πάλι τα γέλια. Τα δάχτυλά του βρήκαν τα μαλλιά μου και άρχισε να τα χαϊδεύει απαλά.

    «Και του λόγου σου είσαι ταπεινό χαμομηλάκι;» με ρώτησε, χαχανίζοντας ακόμα, έδειχνε να το διασκεδάζει απίστευτα.

    Σήκωσα λίγο το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω καλύτερα. «Τσούκου, είμαι ξεροκέφαλο χαμομηλάκι!» του είπα χαρίζοντάς του το χαμόγελο της Colgate—όλα τα δόντια έξω.

    Και μετά, χωρίς προειδοποίηση: «Και κοάλααααααααα!»

    Σχεδόν με μια κίνηση πετάχτηκα από το πάτωμα και βρέθηκα ξανά πάνω στα γόνατά του, τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του. Έγειρα πάνω του, τα στήθη μου πίεσαν στο δικό του, και κόλλησα τα χείλη μου στα δικά του. Το φιλί ήταν βαθύ και τρυφερό.

    Όταν χωρίσαμε, με κοίταξε με περιέργεια. «Για πες μου τώρα, τι ήταν αυτό που μου είπες…» Έκανε μια δραματική παύση, τα μάτια του έλαμπαν σκανταλιάρικα. «Πριν με τρυγήσεις διά της βίας,» συμπλήρωσε, παίζοντας τα βλέφαρά του.

    Αναπήδησα πάνω του από ενθουσιασμό. «Έχασα ακόμα ένα κιλό!» του είπα. Η φωνή μου ανέβηκε μια οκτάβα. «Δεν έχω ιδέα πώς, αλλά για πρώτη φορά στα τέσσερα χρόνια που προσπαθώ να χάσω τα ρημαδιασμένα μου τα δέκα κιλά, έπεσα στο +7!»

    Το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Μπράβο μωρό μου!» μου είπε χαρίζοντάς μου ένα γνήσιο, αυθεντικό χαμόγελο. Δεν ήταν προσποιητό—πραγματικά χαιρόταν με τη χαρά μου. Δεν χαμογελούσε μόνο το στόμα του, χαμογελούσαν και τα μάτια του, οι μικρές ρυτίδες γύρω τους βάθυναν.

    Έπιασα το πρόσωπό του στα χέρια μου. “I love you! You love I?” τον ρώτησα ως famous Greek kamaki.

    “DO DO!” μου είπε και αυτός, κάνοντας φωνή σπασμένων αγγλικών, σαν να μην ξέρει να μιλάει σωστά!

    Γέλασα και άρχισα να τραγουδάω: «Έχουν ρίξει παραγάδι, σας αρέσει η Ελλάδα μις; Τι θα κάνετε το βράδυ, do you like μαμαζέλ the Greece…»

    Ναι, τα μουσικά μου γούστα είναι περίεργα, το παραδέχομαι. Κόρη του μπαμπά μου και περήφανη γι’ αυτό!

    Με κοίταξε σχεδόν με λατρεία. “I didn’t understand a word!” μου είπε. Τα χέρια του ανέβηκαν στα μάγουλά μου. “But I love your voice! God, I love your voice.”

    Ένιωσα για μια ακόμα φορά την καρδιά μου να λιώνει. «Πες μου ένα τραγούδι που αρέσει του μπαμπά σου,» του είπα. «Του τάξαμε τραγούδι, δεν του τάξαμε;»

    Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. «Θα το κάνεις;» με ρώτησε με γνήσια χαρούμενη αγωνία. Σχεδόν αναπήδησε κάτω από το σώμα μου.

    Έγειρα και ακούμπησα το μέτωπό μου στο δικό του. «Δεν υπάρχει κάτι που δε θα κάνω για τον άντρα που αγαπάω,» του είπα. Και το εννοούσα με κάθε κύτταρο του σώματός μου.

    Με κοίταξε για μια στιγμή με ένα περίεργο, ανεξιχνίαστο βλέμμα. «Πόσο μακριά θα πήγαινες;» με ρώτησε.

    Άνοιξα το στόμα μου για να απαντήσω αλλά συνέχισε πριν προλάβω.

    «Μέχρι, ας πούμε, να αρχίσεις να βλέπεις τον εαυτό σου όπως πραγματικά είναι; Μια υπέροχη, πανέξυπνη, όμορφη κοπέλα, με εξίσου όμορφα και κανονικά για το ύψος της στήθη;»

    Τα μάτια μου άρχισαν αμέσως να τσούζουν. Και σιγά που δε θα έβαζα τα κλάματα, για ποια με περάσατε; Ένιωσα το πρώτο δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό μου.

    «Είσαι ο αρκουδέστερος αρκούδος όλων των αρκούδων!» του δήλωσα ρουφώντας δυνατά τη μύτη μου. Ο ήχος ήταν τόσο δυνατός που τον έκανε να χαχανίσει.

    Ξαφνικά, άρχισε να χτυπάει το στήθος του με τις γροθιές του σαν γορίλας. “Me Tarzan, you…” ξεκίνησε να λέει.

    Τον διέκοψα αμέσως. “Jane?” τον ρώτησα με ελπίδα.

    “Chita!” μου απάντησε deadpan, χωρίς να αλλάξει έκφραση.

    Και πάρ’την κάτω τη δικιά σου. Διπλώθηκα από τα γέλια πάνω του.

    Τα χέρια του ανέβηκαν στο πρόσωπό μου, χαϊδεύοντάς με τρυφερά. “I love making you laugh! I love hearing your laughter!”

    Κούνησε το κεφάλι του αργά από αριστερά προς τα δεξιά χαμογελώντας. “I love seeing your face lightening up!”

    Οι αντίχειρές του σκούπισαν απαλά τα δάκρυα που είχαν μείνει από το προηγούμενό μου σολάρισμα, κάνοντας μικρούς κύκλους στα μάγουλά μου.

    “DO DO!” του είπα με παιδιάστικο ενθουσιασμό. Δεν άντεξα και κόλλησα ξανά τα χείλη μου πάνω στα δικά του για μερικές στιγμές, ένα γρήγορο, τρυφερό φιλί.

    Όταν χωρίσαμε, τον κοίταξα στα μάτια. «Και τώρα πες μου το τραγούδι που θα ήθελε ο μπαμπάς σου!»

    “Woman in Love!” μου είπε χωρίς δισταγμό.

    Τα μάτια μου γούρλωσαν τόσο πολύ που σχεδόν με πόνεσαν. Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται.

    «Ήταν η πρώτη του μπαλάντα με τη μητέρα μου,» συνέχισε με μια τρυφερότητα στη φωνή του. «Είναι το τραγούδι τους!»

    Δάγκωσα τα χείλη μου. «Βρε μωρό μου…» του είπα διστακτικά. Η φωνή μου βγήκε πιο ψιλή από το συνηθισμένο.

    «Το έχεις!» μου είπε. Η σιγουριά στη φωνή του ήταν απόλυτη—σιγουριά που δε συμμεριζόμουν στο ελάχιστο. Μπορώ να πιάσω αυτές τις οκτάβες, έχω το vibrato, αλλά Streisand δεν είμαι!

    Αναστέναξα βαθιά, νιώθοντας τους ώμους μου να πέφτουν. Του έταξα τραγούδι, και αυτό θα έκανα και οι Θεοί να μας λυπηθούν.

    «Μωρό μου, όχι acapella όμως,» του είπα ξεφυσώντας. Τα χέρια μου έτρεμαν ελαφρά.

    Χαμογέλασε ενθαρρυντικά και άρπαξε το κινητό του. «Άνοιξε το κινητό σου και ψάξε για karaoke version. Θα παίξεις από το κινητό σου τη μουσική και θα το ηχογραφήσουμε από το δικό μου,» μου είπε. «Και μη σκας με τα κενά, θα το περάσουμε μετά από το Audacity!»

    Γέρνω το κεφάλι μου με απορία. «Από το ποιο;»

    «Πρόγραμμα επεξεργασίας μουσικής,» μου εξήγησε με υπομονή.

    Αναστέναξα και πάλι—φαίνεται ότι αυτό έκανα συνέχεια. Άνοιξα το YouTube και έγραψα με τρεμάμενα δάχτυλα “Woman in love karaoke”. Οι ελάχιστες ελπίδες μου να μην υπάρχει εξανεμίστηκαν σχεδόν με το που έκανα υποβολή της αναζήτησης. Δεκάδες αποτελέσματα εμφανίστηκαν.

    «Το βρήκα,» του είπα με φωνή που προσπαθούσα να κρατήσω σταθερή.

    Πήρε το κινητό του στο χέρι και το έφερε κοντά μου, κρατώντας το σε ιδανική απόσταση για ηχογράφηση. Τα μάτια του με κοίταζαν με τόση αγάπη που ένιωσα λίγο από το άγχος μου να υποχωρεί.

    «Πάμε!» μου είπε ενθαρρυντικά.

    Πήρα μια τελευταία βαθιά ανάσα και πάτησα το play στο δικό μου κινητό. Η εισαγωγή ξεκίνησε να παίζει—οι γνώριμες νότες γέμισαν το σαλόνι. Έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα.

    Life is a moment in space
    When the dream is gone, it’s a lonelier place
    I kissed the morning goodbye
    But down inside, you know we never know why

    Έριξα μια κλεφτή ματιά στον αρκούδο μου που με κοίταγε σα μαγεμένος και πήρα κουράγιο.

    The road is narrow and long
    When eyes meet eyes and the feeling is strong

    Πήρα βαθιά ανάσα γιατί το επόμενο σημείο ήταν δύσκολο με μεγάλη κορόνα.

    I turn away from the wall
    I stumble and fall but I give you it all

    Εδώ το τραγούδι έχει chorus που ξεκινούσε όσο η Streisand ή—for what it matters εγώ—εκείνη τη στιγμή έριχνε κορόνα. Ευτυχώς η version που είχα κατεβάσει είχε το chorus και έτσι δε χρειάστηκε να σταματήσω στη μέση για να πω την επόμενη στροφή.

    I am a woman in love and I’d do anything
    To get you into my world and hold you within

    Και άλλη κορόνα, και όχι τίποτε άλλο, καθώς έπρεπε να αρχίσω να τραγουδάω από το “hold you within” έπρεπε να πάρω από πριν ανάσα.

    It’s a right I defend over and over again
    What do I do?

    Είχα κλείσει τα μάτια μου, δε χρειαζόταν να κοιτάζω τους στίχους, τους ήξερα απ’ έξω και ανακατωτά. Δεν ήταν μόνο η Martine που είχε έρωτα με αυτό το τραγούδι.

    Και δεν είναι αστείο; Αυτό ακριβώς ήμουν εκείνη τη στιγμή. Μια γυναίκα ερωτευμένη που θα έκανε τα πάντα για τον άντρα της.

    With you eternally mine
    In love there is no measure of time
    We planned it all at the start
    That you and I live in each other’s heart
    We may be oceans away
    You feel my love, I hear what you say

    Και τώρα τα δύσκολα. Τα πολύ δύσκολα! Το all που ακολουθούσε έκανε το προηγούμενο να μοιάζει με βόλτα στο πάρκο.

    No truth is ever a lie
    I stumble and fall but I give you it all

    Δεν υπήρχε τίποτα που δε θα έκανα για τον άντρα μου, και με το “all” έδωσα και την ψυχή μου.

    And hold you within
    It’s a right I defend over and over again
    What do I do?

    Πήρα γρήγορες ανάσες γιατί μετά επαναλαμβανόταν το τελευταίο κομμάτι, το οποίο ξεκινάει και τελειώνει με κορόνα.

    Oooooooaaaaah
    I am a woman in love and Ι’m talking to you
    You know, I know how you feel
    What a woman can do
    It’s a right I defend over and over again

    To get you into my world, and hold you within
    It’s a right I defend over and over again.

    Όταν τελείωσε το τραγούδι και οι τελευταίες νότες έσβησαν, άνοιξα ξανά τα μάτια μου. Μέχρι και ο Μπλάκι είχε νιώσει τη μαγεία της στιγμής και είχε καθίσει φρόνιμα στο δέντρο του κοιτάζοντάς μας με γατήσια περιέργεια.

    Ο αρκούδος μου είχε ξεφύγει από το θαυμασμό. Τα μάτια του γυάλιζαν. Είχε δακρύσει. Πάτησε το stop με τρεμάμενο δάχτυλο για να σταματήσει η ηχογράφηση. Παρά το ότι πήρε βαθιές ανάσες, η φωνή του βγήκε σπασμένη.

    “I have no words for that,” μου είπε. Η φωνή του έτρεμε, σχεδόν δεν μπορούσε να μιλήσει. “I… I cannot top that. No matter what, I cannot top that!”

    Οι λέξεις του βγήκαν ακόμα πιο σπασμένες, λες και κάθε συλλαβή ήταν αγώνας.

    Άπλωσα το χέρι μου και άγγιξα το μάγουλό του. “You don’t have to do anything more than you’ re already doing, babe,” του είπα σκουπίζοντάς του απαλά ένα δάκρυ που κυλούσε. “Just… just be there for me.”

    Έπιασε το χέρι μου που ήταν στο μάγουλό του και το έσφιξε. “I will,” μου δήλωσε. Η φωνή του είχε τόση σιγουριά, τόση απόλυτη βεβαιότητα, που ήμουν εγώ που παραλίγο να βάλω και πάλι τα κλάματα.

    Αμ δεν το έχω που δεν το έχω δύσκολο, αμ και με είχε επηρεάσει το τραγούδι, αμ και ο αρκούδος μου είχε δακρύσει, δεν ήθελα και πολύ!

    “I love you!” του είπα με φωνή που έτρεμε και δάκρυα που έτρεχαν.

    “I love you,” μου απάντησε. Σηκώθηκε αργά και μου έδωσε το χέρι του, βοηθώντας με να σηκωθώ. “I love you,” μου επανέλαβε, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί ότι το άκουσα.

    Παίρνοντάς με από το χέρι, με οδήγησε απαλά προς το υπνοδωμάτιο. Όταν φτάσαμε με κόλλησε πάνω του και μου έδωσε ένα φιλί που μου ρούφηξε την ψυχή, ένιωσα να λιώνω στην αγκαλιά του. Η ανάγκη μου για κείνον φούντωσε. Όταν με άφησε τα πόδια μου ήταν σαν ζελές. Έκανα να γονατίσω για να τον πάρω στο στόμα μου αλλά δε με άφησε. Μου έβγαλε τη μπλούζα και γδύθηκε κι εκείνος.

    Ξαπλώσαμε στο κρεββάτι και έγειρε προσεκτικά προς τα πάνω μου, προσέχοντας να μη με πλακώσει. Με φίλησε και πάλι για λίγη ώρα και μετά τα χείλη του άφησαν τα δικά μου, και ξεκινώντας από το πλαϊνό του λαιμού, με φιλιά και μικρά δαγκώματα έφτασε στα στήθη μου. Ένιωσα τη ρόγα μου στο στόμα του και μου ξέφυγε ένας ηδονικός στεναγμός.

    Τον ήθελα, τον ήθελα μέσα μου. Δεν χρειαζόμουν τίποτα, δεν ήθελα άλλα προκαταρκτικά. Μα δεν ήθελα να τον διακόψω. Η στιγμή ήταν δική του. Όλη ήμουν δική του. Δεν του είπα “σε θέλω μέσα μου,” και δε χρειαζόταν κιόλας, το σώμα μου μιλούσε για μένα με τρόπο που η γλώσσα δε θα μπορούσε να κάνει. Έτρεμα στο χάδι του, βογκούσα, οι ανάσες μου ήταν κοφτές.

    Όλο μου το είναι του ούρλιαζε “ΣΕ ΘΕΛΩ! ΣΕ ΘΕΛΩ!”

    Όταν τα χείλη του και η γλώσσα του χάιδεψαν την ευαίσθητη περιοχή, το σώμα μου τεντώθηκε τόσο πολύ που νόμιζα ότι θα σπάσει. Δεν ήταν οργασμός και εκείνη τη στιγμή το να έχω οργασμό ήταν το τελευταίο που με απασχολούσε. Το σώμα μου είχε ανατριχιάσει, οι ρώγες μου σχεδόν πονούσαν από την ένταση της φωτιάς που είχε απλωθεί σε όλο μου το κορμί.

    Σταμάτησε για λίγο, έγειρε στο πλάι, και άνοιξε το κουτί με τα προφυλακτικά. Το φόρεσε στα γρήγορα, και μετά ήρθε από πάνω μου προσεκτικά. Τα πόδια μου άνοιξαν από μόνα τους για να τον υποδεχτούν, λες και είχαν δικό τους μυαλό.

    Όταν μπήκε μέσα μου, μού κόπηκε σχεδόν η ανάσα. Τον αγκάλιασα σφιχτά από την πλάτη και τον τράβηξα πάνω μου. Ήθελα να νιώσω το βάρος του κορμιού του πάνω στο δικό μου, τη σάρκα του καυτή πάνω στη δική μου.

    Μπήκε όλος μέσα μου και στάθηκε ακίνητος μερικές στιγμές. Αν και τα μάτια μου ήταν κλειστά, ένιωσα τη ματιά του σχεδόν σα να καίει. Άνοιξα τα βλέφαρά μου και τον κοίταξα στα μάτια. Το πρόσωπό του, τα μάτια του που έλαμπαν, η ζεστή του σάρκα, το βάρος του κορμιού του πάνω μου…

    Άρχισε να κουνιέται και τα μάτια μου σφάλισαν από μόνα τους. Ένιωθα το δέρμα μου να έχει αρπάξει παντού φωτιά. Οι ανάσες μου έβγαιναν κοφτές και με δυσκολία, λες και είχα ξεχάσει πως είναι να ανασαίνεις. Το μυαλό μου άδειασε τελείως…

    Ούτε ξέρω πόση ώρα πέρασε. Με το μυαλό μου τελείως άδειο από σκέψεις η πραγματικότητα είχε πάρει μια σουρεαλιστική υφή που θύμιζε έντονα όνειρο. Η μόνη μου επαφή με το περιβάλλον ήταν οι ήχοι των βογγητών του, της ανάσας του, και οι ήχοι της καρδιάς μου, που χοροπηδούσε μέσα στα στήθη μου.

    Δεν ήταν οργασμός. Δεν ξέρω τι ήταν, δεν το είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου. Το σώμα μου είχε μουδιάσει αλλά με ένα τρόπο που δε μπορούσα να τον περιγράψω, δεν είχα τις λέξεις. Νιρβάνα… ήταν σα να είχα πέσει σε νιρβάνα. Δεν είχα… δεν έβρισκα τα λόγια!

    Το μυαλό μου άρχισε να επανέρχεται όταν ένιωσα ότι ο Maurice πλησίαζε στο τέλος. Ναι, είχε περάσει το σημείο της μη επιστροφής, ο Θεός ο ίδιος να κατέβαινε θα του ήταν αδύνατο να σταματήσει. Άνοιξα τα μάτια μου και τον κοίταξα, τα δικά του ήταν ανοιχτά, με κοίταζαν αλλά δε με έβλεπαν, λες και τα μάτια του είχαν χαθεί μέσα στα δικά μου.

    Του ξέφυγε ένα δυνατό βογγητό και έμεινε ακίνητος.

    “I LOVE YOU” του φώναξα τη στιγμή της κορύφωσής του. “I LOVE YOU, BABE! I LOVE YOU! I LOVE YOU” του έλεγα ξανά και ξανά, νιώθοντας τους σπασμούς του βαθιά μέσα μου.

    Όταν οι σπασμοί του τέλειωσαν δεν τραβήχτηκε. Με κάμποσο κόπο κατάφερε να εστιάσει ξανά το βλέμμα του πάνω μου. Τον αγκάλιασα από το πρόσωπο και του σκούπισα τον ιδρώτα στο μέτωπό του.

    “I love you!” του είπα σχεδόν ψιθυριστά.

    “I love you!” μου απάντησε και έσκυψε προσεκτικά πάνω μου και χαθήκαμε και πάλι σε ένα βαθύ, ατελείωτο φιλί.

    Τραβήχτηκε προσεκτικά από μέσα μου και έβγαλε το προφυλακτικό. Πήγε στο μπάνιο και το πέταξε και γύρισε και πάλι στο υπνοδωμάτιο. Ξάπλωσε δίπλα μου και χώθηκα στην αγκαλιά του. Μου χάιδευε αφηρημένα το μαλλί και το στήθος του ανεβοκατέβαινε ρυθμικά.

    «Ο πατέρας μου θα πάθει παράκρουση,» μου δήλωσε σχεδόν χαχανίζοντας. Τα μάτια του ακόμα γυάλιζαν από τη συγκίνηση. «Διάολε, η μητέρα μου,» είπε τονίζοντας το “μητέρα” με έμφαση, «θα πάθει παράκρουση.»

    Τα αυτιά μου σχεδόν κοκκίνισαν. Ένιωσα τη ζέστη να απλώνεται από τα μάγουλά μου μέχρι το λαιμό μου, ακούγοντας τον αρκούδο μου να λέει πόσο πολύ του άρεσε το τραγούδι μου.

    «Τι… τι να πιάσεις και τι να αφήσεις; Το πόσο εύκολα έπιασες τις ψηλές οκτάβες; Το ουράνιο—heavenly είπε—βιμπράτο σου; Το χρώμα της φωνής σου; Το πραγματικό συναίσθημα;»

    Σταμάτησε και γύρισε να με κοιτάξει. «Τι; Τι;» Μονολογούσε παρά με ρωτούσε πραγματικά, κάνοντας τα αυτιά μου να κοκκινίσουν ακόμα περισσότερο. Ένιωσα σαν να είχα γίνει ντομάτα.

    «Υπερβάλλεις,» του απάντησα σχεδόν αντανακλαστικά.

    “Non in the least!” μου απάντησε κουνώντας τόσο έντονα το κεφάλι του που φοβήθηκα ότι θα του ξεκολλήσει. Ξαφνικά σταμάτησε και με κοίταξε με μια νέα ιδέα στα μάτια του.

    «Σόφη μου, επιτρέπεται να εγκαταστήσεις πρόγραμμα στο laptop σου;» με ρώτησε. Η φωνή του έτρεμε από ανυπομονησία. «Δεν… δεν μπορώ να περιμένω να το επεξεργαστώ στο δικό μου!»

    «Μπορώ, μωρό μου,» του είπα διασκεδάζοντας με την ανυπομονησία του, και φυσικά κολακευμένη μέχρι τα μπούνια. «Είμαι local administrator.»

    Τα φρύδια του έσμιξαν με ενδιαφέρον. «Πώς έτσι;» με ρώτησε με περιέργεια. Ο νέρντουλας μέσα του ξύπνησε, ξεχνώντας προς στιγμή το σκοπό για τον οποίο με ρώτησε αρχικά. Έχει πλάκα όταν τον πιάνει το ITίστικό του!

    Γύρισα στο πλάι για να μπορώ να τον κοιτάζω και άρχισα να εξηγώ: «Με βαρέθηκαν να τους ζητάω συνεχώς να κάνουν remote administration για να μου βάζουν τα plugins του SPSS. Μία, δύο, τρεις, και αν αργούσαν τους έπαιρνε ο διάολος, γιατί τα plugins δεν τα βάζω από χόμπι!»

    «Τους τρέχεις, ε;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

    Σήκωσα το ένα φρύδι μου και χαμογέλασα πονηρά. «Εντάξει, το παραδέχομαι, καμιά φορά το κάνω από χόμπι!» του είπα χαχανίζοντας σαν παιδάκι που έκανε σκανταλιά, «αλλά αυτό δε χρειάζεται να το ξέρουν!»

    «Είσαι απίθανη ρε μούτρο!» μου έκανε.

    Αυτό με έκανε να χαχανίσω και πάλι. Άρχισα να χειροκροτώ μόνη μου από ενθουσιασμό, προκαλώντας του ακόμα δυνατότερα χάχανα.

    «Ήμανε!» του απάντησα περήφανα.

    Σταμάτησε να γελάει και με κοίταξε με περιέργεια. “What is this ‘Ήμανε!’ you saying all the time?”

    Και άντε τώρα να του εξηγήσω ελληνική γραμματική, χρόνους και τοπικές διαλέκτους! Πώς να του πω ότι το “ήμανε”—αντί του ορθού “είμαι”—προέκυψε από την παράφραση του “ήσαντο,” που το έλεγε ένας λοχαγός που είχε ο πατέρας μου όταν έκανε τη θητεία του;

    Πήρα μια βαθιά ανάσα και προσπάθησα να το εξηγήσω: “Long story short I use it as a humoristic yet emphatically ‘I am,’ but you need to understand the nuances of Greek grammar and local dialects to truly appreciate it.”

    Έγειρε το κεφάλι του με ενδιαφέρον. “And what’s the right word for the second person?”

    «Ήσανε!» του είπα χαχανίζοντας.

    Τα μάτια του άστραψαν με κέφι. «Ήσανε!» μου απάντησε στα ελληνικά! Η προφορά του ήταν εκπληκτικά καλή. «Ήσανε, ήσανε, ήσανε!» επανέλαβε τρεις φορές, αναπηδώντας ελαφρά σαν πεισματάρικο παιδάκι.

    «Κάτσε φρόνιμα, είμαστε ακόμα γυμνοί!» του είπα δήθεν απειλητικά, δείχνοντάς του το δάχτυλό μου.

    “The horror! The horror!” μου έκανε δραματικά και για μερικές στιγμές πίστεψα ότι θα είχαμε και τρίτη επανάληψη του μονολόγου, παραφρασμένη με τον απίθανο του τρόπο.

    Και μετά, χωρίς προειδοποίηση, έσκυψε και μου έκανε ένα τεράστιο BRRRRRR στο λαιμό που με γέμισε σάλια! Σύχρηστη μ’ έκανε ο άθλιος αρκούδος μου!

    «Θα σου δείξω εγώ, θα δεις τι θα πάθεις!» του είπα στα ελληνικά, κάνοντας την καλύτερη δυνατή μου μίμηση του Χλαπάτσα.

    Πήρα βαθιά ανάσα, φούσκωσα τα μάγουλά μου και του έκανα ένα BRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRR τόσο μεγαλοπρεπές στην κοιλιά του, που ένιωσα πραγματικά περήφανη για τον εαυτό μου!

    Για το πώς βρέθηκα ανάσκελα με τα χέρια του να με κρατάνε βιδωμένη στο κρεβάτι, ούτε που το κατάλαβα. Ήταν τόσο γρήγορος! Και πάνω που χαχάνισα μέσα μου ότι κατάπιε το δόλωμα αμάσητο και ότι θα είχαμε το δεύτερο γύρο στο καπάκι, ο αρκούδος μου με “γάμησε” με τελείως διαφορετικό τρόπο από αυτόν που είχα κατά νου.

    Τα δάχτυλά του βρήκαν τα πλευρά μου και άρχισε να με γαργαλάει ανελέητα! Σπαρταρούσα κάτω από το σώμα του, προσπαθώντας να ξεφύγω, αλλά ήταν μάταιο. Με γαργάλησε μέχρι που ένιωσα ότι θα μου πεταχτούν τα σπληνάντερα από το στόμα!

    “Beg for mercy!” μου είπε κρατώντας με ακόμα βιδωμένη στο κρεβάτι. Τα μάτια του έλαμπαν σατανικά.

    Προσπάθησα να πάρω ανάσα ανάμεσα στα γέλια. «Πολυχρονεμένε μου αφέντη,» κατάφερα να πω με πιο δραματικό ύφος και από τις πενήντα κόρες του Δαναού μαζί! «Σε ικετεύω, δείξε έλεος στο ξεροκέφαλο χαμομηλάκι σου!»

    Σταμάτησε για μια στιγμή και με κοίταξε. «Με δουλεύεις ρε τέρας;» μου είπε χαχανίζοντας.

    Προσπάθησα να κάνω το πιο αθώο πρόσωπο που μπορούσα. «Αν είναι δυνατόν!» του είπα με προσποιητή αγανάκτηση.

    “My turn to sing!” μου είπε με ένα πονηρό χαμόγελο.

    Και άρχισε: “I show no mercy! I show no mercy! I show no mercy! I show no mer-cyyyyyyyyyyyyyyyyyyyyyy!”

    Το τραγούδησε στο ρυθμό του ομώνυμου τραγουδιού των Stranglers. Και μετά την κορώνα—που παρεμπιπτόντως και παρά το ότι είναι βαρύτονος την είπε πολύ καλά—κρατώντας με ακίνητη, έσκυψε και μου έκανε ένα BRRRRRRRRRRRRRRRRRRRRR στα μούτρα, που μ’ έλουσε στην κυριολεξία, μόνο το shampoo έλειπε!

    «Βρε σίχαμα!» σπαρταρούσα και χτυπιόμουν εγώ γελώντας. Κουνούσα το κεφάλι μου αριστερά και δεξιά απεγνωσμένα για να μη γεμίσω σάλια αλλά τελικά έκανα μια τρύπα στο νερό.

    Σταμάτησε και με κοίταξε από ψηλά, ακόμα κρατώντας τα χέρια μου ακινητοποιημένα. “Who da boss?” με ρώτησε με θεατρινίστικα αυταρχική φωνή.

    “You da boss, Sir! You da boss!” του απάντησα ξεκαρδισμένη, ακόμα προσπαθώντας να πάρω ανάσα.

    «Ήμανε!» μου είπε εμφατικά, και πάνω που είχα αρχίσει να ηρεμώ από τα γέλια, μ’ έπιασε και πάλι το στομάχι μου.

    Όταν με τα πολλά ηρέμισα, και με τους μύες του στομαχιού μου ακόμα σφιγμένους από τα γέλια, σηκώθηκα να πάω να φέρω το laptop. Το είχαμε παρατήσει χθες στο σαλόνι.

    Μόλις γύρισα την πλάτη μου—SMACK! Έφαγα μια γερή στα καπούλια που μ’ έκανε να χοροπηδήσω.

    «Για να μην ξεχνιόμαστε,» μου είπε ο αρκούδος μου με ένα αθώο χαμόγελο. Χαχανίζοντας και τρίβοντας τον πισινό μου, πήγα στο σαλόνι.

    Εκεί έβαλα και πάλι τα γέλια με τον Μπλάκι. Είχε χυθεί στην πλατφόρμα που είναι στην κορυφή του γατόδεντρού του με έναν τρόπο που αψηφούσε τους νόμους της φυσικής. Πώς στο διάολο βολευόταν έτσι;

    Ήταν τ’ ανάσκελα, που λέμε, με το κεφάλι του να κρέμεται στο κενό. Με παρακολουθούσε—για γάτα μιλάμε, έτσι;—μ’ ένα τελείως αποχαυνωμένο βλέμμα, λες και είχε καπνίσει κανένα τρίφυλλο, μαζί με τον “παππά,” να πούμε.

    (Ναι, πού και πού, μπουμπουνάω κανένα μπάφο με τη Μαίρη που βρίσκει πάντα τους καλύτερους—υψηλές διασυνδέσεις, που λέμε. Την τελευταία φορά που είχαμε πιει, μετά ήμασταν περίπου σαν τον Μπλάκι. Είχαμε χυθεί στον καναπέ του σπιτιού της σε πλήρη καταληψία. Κάποια στιγμή άρχισε να επαναλαμβάνει ρυθμικά «Μπλε! Μπλε» κουνώντας το κεφάλι της, και μετά μου εξήγησε ότι έκανε τη σειρήνα του ασθενοφόρου με αποτέλεσμα να με πιάσει υστερικό γέλιο. ΔΕΝ αστειεύομαι, κατουρήθηκα πάνω μου. ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ!)

    «Maurice,» του φώναξα από το σαλόνι. «Ένα να δεις!»

    Λίγες στιγμές αργότερα ο Maurice εμφανίστηκε φορώντας ένα σορτσάκι για να μην κρέμεται το… ρόπαλο. “What?” με ρώτησε.

    Έδειξα με το δάχτυλό μου προς το γατόδεντρο. «Κοίτα τον Μπλάκι! Απλά κοίτα τον!» Ο αρκούδος μου ακολούθησε το βλέμμα μου και έβαλε τα γέλια. Ο γάτος μου εξακολουθούσε να είναι ζ’μπούτσα’τ όλα!

    «Έπεσε στο καζάνι με το catnip?» με ρώτησε ο Maurice, ακόμα γελώντας. “Damn, I’m starting getting jealous!” συμπλήρωσε κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια.

    “Οκ,” μου είπε. Έτριψε τα χέρια του με επαγγελματικό τρόπο. «Για να μη βάζουμε καλώδια θα κατεβάσω το τραγούδι από το one drive μου,» είπε μιλώντας περισσότερο μόνος του παρά σε μένα.

    Γύρισε προς το μέρος μου. «Σόφη μου, κάνε login σε παρακαλώ!»

    «Ναι μωρό μου,» του είπα. Πήγα στο laptop και απλά έβαλα το δάχτυλό μου πάνω στο κουμπί του On/Off—ο υπολογιστής ξεκλείδωνε με αποτύπωμα.

    Με το που εμφανίστηκε το desktop, ο Maurice έβαλε τα γέλια.

    «Τι είναι αυτό;» ρώτησε γελώντας ακόμα. Έδειχνε με το χέρι του τα εικονίδια που ήταν απλωμένα ΣΕ ΟΛΟ το desktop μου. Πραγματικά, όταν χρειαζόμουν να ανοίξω τα display settings με δεξί κλικ, έκανα ταχυδακτυλουργικά για να μην πετύχω εικονίδιο.

    Σταύρωσα τα χέρια μου αμυντικά. «Έλα, μη με κοροϊδεύεις!» του είπα παραπονιάρικα. «Έχω λίγα παραπάνω εικονίδια, με βολεύει έτσι!»

    Κούνησε το κεφάλι του με διασκέδαση. «Μωρό μου αυτό δεν είναι desktop με εικονίδια! Είναι εικονίδια με desktop,» μου είπε χαχανίζοντας.

    Κάθισε μπροστά στο laptop και άρχισε να ψάχνει. “Oh Gods, where is the browser?” μονολόγησε, τα μάτια του σκανάριζαν την οθόνη. “Oh Gods,» επανέλαβε με απελπισία.

    Τελικά παράτησε την οπτική αναζήτηση και άνοιξε το search του start menu.

    “Edge?” με ρώτησε γυρίζοντας να με κοιτάξει με απορία.

    Ανασήκωσα τους ώμους μου. “I prefer it over any other browser!”

    “De gustibus,” μουρμούρισε και άνοιξε τον browser. Πήγε στο google και έγραψε “Audacity” και το κατέβασε από τη σελίδα του.

    Δεν το έτρεξε αμέσως, άνοιξε τον folder των downloads με τον file explorer, βρήκε το αρχείο και έκανε δεξί κλικ. Έψαξε για λίγη ώρα στο menu, μέχρι που βρήκε αυτό που έψαχνε. “Scan with Webroot,” προφανώς το ήξερε το εταιρικό antivirus ή έστω κατάλαβε ότι αυτό ήταν antivirus.

    “I trust no one on internet,” μου εξήγησε, και μεταξύ μας είχε και τα δίκια του. Και όχι τίποτε άλλο αλλά το laptop ήταν και το εταιρικό μου. Μετά άνοιξε και πάλι το start menu και άρχισε να ψάχνει. “AHA! You have sandbox enabled! Great!” μου είπε.

    “No habla ingles,” του είπα υπενθυμίζοντάς του ότι έχω σπουδάσει οικονομικές επιστήμες και εργάζομαι ως αναλύτρια.

    “Right. Sandbox means that I can install this program in a “sandboxed” environment. It won’t install on your machine, it will run in a closed and protected environment and after doing what we want, the sandbox environment will reset. No traces left, no extra programs installed on your computer, no danger from virus etcetera etcetera”

    “DO DO!” του είπα γοητευμένη με το πάθος του, αλλά χωρίς να το συμμερίζομαι στο παραμικρό, κερδίζοντας το χαχανητό του.

    “Yeah, it’s all H-SYNC to you,” μου είπε πειρακτικά. “Not that H-SYNC is anything outlandish! I mean it’s simply…” ξεκίνησε να λέει και εκεί τον έκοψα.

    “DON’T YOU DARE TO EXPLAIN WHAT H-SYNC IS! I DON’T WANT TO EVER KNOW! I DON’T WANT TO LOSE THE MAGIC!” του είπα έντονα, ξαφνιάζοντάς τον.

    Μετά χαχάνισε. “Ok, babe!” μου είπε χαμογελώντας. “Dully noted!”

    “As for rupture… you explained it in practice!” του είπα κλείνοντάς του παιχνιδιάρικα το μάτι, κάνοντάς τον αυτή τη φορά να βάλει τα γέλια.

    “I did, didn’t I?” με ρώτησε ακόμα χαχανίζοντας.

    “You did Biggus Dickus of mine, you did!”

    Χαχανίζοντας ακόμα έκανε εγκατάσταση του προγράμματος στο sandbox, το οποίο—παρά το χαβαλέ—κατάλαβα από την εξήγηση του αρκούδου μου τι είναι και ποιος είναι ο σκοπός ύπαρξής του. Το αποθήκευσα στο μυαλό μου για μελλοντική χρήση, και κάθισα δίπλα του απλά παρακολουθώντας τον να κάνει τα μαγικά του.

    «Μωρό μου, τι θες να φάμε;» τον ρώτησα. «Κάτι ελαφρύ, το βράδυ μας περιμένει η Ευτύχω με υπερθέαμα!» του είπα υπενθυμίζοντάς του το famous Greek Mousaka από τα χεράκια της μαμάς!

    «Δεν ξέρω!» μου είπε. «Καμιά σαλάτα;»

    «Θα σου φτάσει μωρό μου η σαλάτα;» τον ρώτησα χαχανίζοντας.

    «Όχι, αλλά δόξα τω Θεώ έχουμε αρκετή μπύρα,» μου απάντησε deadpan κάνοντάς να βάλω και πάλι τα γέλια.

    «Θες άλλο καφεδάκι;» τον ρώτησα.

    «Όχι,» μου απάντησε κουνώντας το κεφάλι του. «Αλλά μια μπύρα θα την έπινα!» μου είπε, με πιο ένοχο και από την αμαρτία, αθώο βλέμμα.

    «Μία;» τον ρώτησα χαχανίζοντας με τα μάτια μου να αστράφτουν.

    «Μία!» μου απάντησε σοβαρός. «Ενδιάμεσα στις δύο πριν και δύο μετά!» συνέχισε και μου ξέφυγε ένα δυνατό ροχαλητό. Τον άφησα να κάνει τα μαγικά του και πήγα μέσα και ξέπλυνα δύο κουτάκια και του τα έφερα. Άνοιξε το πρώτο και το ήπιε μονορούφι. Άνοιξε το δεύτερο, ήπιε μια γουλιά και ξεκίνησε να κάνει την επεξεργασία.

    Είναι παράξενο να ακούς τη φωνή σου από τα ηχεία. Παρά το γεγονός ότι η ηχογράφηση είχε γίνει από κινητό, ήταν αρκετά καλή και ο μάγος αρκούδος μου κάνοντας τα κόλπα του στο πρόγραμμα την έκανε να ακούγεται ακόμα πιο καθαρή.

    Χα! Το είχα πει πολύ καλά, και μπράβο μου.

    Άδειασε και το δεύτερο κουτάκι σε χρόνο ρεκόρ, και άντε Γιάννη πάλι τα καράβια. Όταν γύρισα, άνοιξε το τρίτο κουτάκι, κατέβασε το μισό, και μου είπε ότι νομίζει πως τελείωσε.

    Ακούσαμε το τραγούδι από την αρχή. Εντάξει, δεν ήταν ηχογράφηση στούντιο, αλλά ήταν αξιοπρεπέστατη. «Μια χαρά μου φαίνεται!» τον διαβεβαίωσα.

    “You think so?” με ρώτησε ζητώντας μου επιβεβαίωση.

    «Ναι μωρό μου, μια χαρά είναι!»

    «Ωραία! Ωραία!» μου είπε χαμογελαστός τρίβοντας τα χέρια του.«Το έκανα upload στο one drive, θα στο κάνω κι εσένα share. Α, και έσβησα και το download του Audacity, ο υπολογιστής σου είναι ακριβώς όπως και πριν!»

    «Εντάξει μωρό μου!» του είπα, και μιας και είχα ακόμα ανοιχτό το laptop, τελείως μαζοχιστικά, άνοιξα τα mails μου. Και μετά χοροπήδησα γιατί το είχα ξεχάσει.

    «Σας υπενθυμίζουμε ότι το Σαββατοκύριακο 28 και 29 Ιουνίου θα γίνει στα κεντρικά μας γραφεία απολύμανση και καθαρισμός των μοκετών. Τα γραφεία θα είναι κλειστά Δευτέρα 30/6 και Τρίτη 1/7 και η εργασία θα γίνει αποκλειστικά με home office.»

    «Γιατί χοροπηδάς;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με μέ περιέργεια.

    Γύρισα προς το μέρος του με ένα τεράστιο χαμόγελο. «Είχα ξεχάσει ότι σήμερα και αύριο κάνουν απολύμανση στα κεντρικά και πως τα γραφεία θα είναι κλειστά Δευτέρα και Τρίτη! Home Office all week, babe!» του είπα χαμογελώντας λες και κέρδισα τον Τζόκερ

    Έπιασα τα χέρια του. «Μπορείς να κάνεις home office κι εσύ, έστω και μια μέρα;» τον ρώτησα μ’ ελπίδα.

    «Αμέ μπορώ τη Δευτέρα» μου απάντησε. «Αλλά αφού γυρίσουμε από την έξοδό μας θα πρέπει να περάσουμε από το σπίτι να πάρω ρούχα και laptop.»

    «Να περάσουμε μωρό μου!» του είπα. Χαχάνιζα σαν βλαμμένο από τη χαρά μου, σχεδόν χοροπηδώντας στον καναπέ.

    «Λοιπόν, τι σαλάτα θέλεις;» τον ρώτησα αλλάζοντας τελείως θέμα.

    «Χμμμ…» Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του σα να το σκέφτεται. «Δε θα έλεγα όχι για μια τονοσαλάτα!»

    «Αμέ!» του είπα και άρπαξα το κινητό μου για να ανοίξω την εφαρμογή. Ένα κοντινό μαγαζί έφτιαχνε μια πολύ καλή τονοσαλάτα με αυγό, μαρούλι, κρεμμύδι και φυσικά λεπτοκομμένο μαρούλι. Ο αρκούδος μου έτρωγε τα πάντα, οπότε το παράγγειλα επί δύο, γιατί και μένα μου άρεσε.

    «Εγώ θέλω κι ένα καφεδάκι ακόμα!»

    Σήκωσε το χέρι του. «Να πάρεις καρδούλα μου, απλά μην πάρεις για μένα.»

    Αμ έπος, αμ έργο, παράγγειλα το φαγητό και μετά παράγγειλα και τον καφέ μου. Και επειδή ήμουν ακόμα τσίτσιδη πήγα στο δωμάτιο και φόρεσα μια μακριά μπλούζα, και αυτή τη φορά και κιλοτάκι με ένα μικρούλι καθημερινό σερβιετάκι γιατί παράκανε υγρασία, αν μ’ εννοείτε.

    Θυμήθηκα ότι έπρεπε να βάλω πλυντήριο, οπότε ξεφυσώντας σαν δυστυχισμένη δυστυχία άδειασα το καλαθάκι στο πλυντήριο. Πριν βάλω το πρόγραμμα να ξεκινήσει επέστρεψα στο σαλόνι, ο Maurice κάτι έκανε με τι κινητό του.

    «Φοράς μποξεράκι από κάτω;» τον ρώτησα ξαφνιάζοντάς τον.

    “What?” με ρώτησε απορημένος, σηκώνοντας το βλέμμα του από το κινητό.

    Επανέλαβα την ερώτηση, αυτή τη φορά πιο αργά.

    “I do!” μου απάντησε, ακόμα μπερδεμένος.

    Έγειρα μπροστά με ένα πονηρό χαμόγελο. «Άλλο έχεις φέρει μαζί σου;» συνέχισα την ανάκριση.

    «Φυσικά, αφού θα κάνουμε ντουζ!» μου είπε. Ο αθώος δεν καταλάβαινε που το πήγαινα.

    Σηκώθηκα όρθια και ίσιωσα την πλάτη μου. «Γδύσου!» τον διέταξα με τόνο που θα ζήλευε και ο πιο σκληροκαργιόλης drill sergeant του αμερικάνικου στρατού.

    “What?” με ρώτησε. Τα μάτια του γούρλωσαν, περισσότερο από τον τόνο μου παρά για το ότι του ζήτησα να γδυθεί.

    Έβαλα τα χέρια μου στη μέση μου. «Θα βάλω πλυντήριο,» του είπα σε mood Ελληνίδας μάνας, και καλό του κουράγιο. “Come on, move your ass!” του επανέλαβα ακόμα πιο επιτακτικά.

    “Man, you’re scary when you’re acting like this!” μου είπε, μισό-αστεία, μισό-σοβαρά. Σηκώθηκε αργά και μου έδωσε το μποξεράκι του, κόβοντας μαχαίρι τις περιττές διαμαρτυρίες.

    Και που να μ’ έβλεπε όταν γκάζωνα τους junior analysts ή το IT μας όταν μου έκαναν τη ζωή πατίνι! Και δεν το είχαν και δύσκολο, π’ ανάθεμά τους!

    Χαχανίζοντας πήρα το μποξεράκι του Maurice και το εξέτασα. Κοίταξα για λίγο το ταμπελάκι πίσω για τις οδηγίες για πλύσιμο και σιδέρωμα. Για τον περισσότερο κόσμο είναι ιερογλυφικά αλλά όχι για μένα. Μπορούσε να μπει με άσπρα, ωραία! Πήγα στο μπάνιο, το έβαλα στο πλυντήριο μαζί με τα υπόλοιπα άπλυτα και ξεκίνησα το πρόγραμμα. Το πλυντήριο άρχισε το γνώριμο βουητό του καθώς ο κάδος γέμιζε με νερό.

    Επέστρεψα στο σαλόνι να πάρω το laptop μου γιατί είχε αρχίσει να ξεμένει από μπαταρία. Το σήκωσα προσεκτικά και πήγα στο δωμάτιο/γραφείο για να το βάλω να φορτίσει. Με το air condition στο τέρμα χαμηλό, ο χώρος είχε γίνει ψυγείο! Ένιωσα την κρύα αύρα να με χτυπάει στο πρόσωπο. Το σύνδεσα γρήγορα στο φορτιστή του και έφυγα σχεδόν τρέχοντας.

    «Το έστειλα και στους δικούς μου και σε σένα,» μου είπε ο Maurice όταν γύρισα.

    Πράγματι, άνοιξα το προσωπικό μου e-mail στο κινητό και είδα ειδοποίηση ότι ένα αρχείο μου είχε γίνει share. Το κατέβασα με ένα tap και το αποθήκευσα στο κινητό μου.

    Ο Maurice τέλειωσε και το τέταρτο κουτάκι μπύρας με μια τελευταία γουλιά. Όταν έκανα να σηκωθώ να του φέρω άλλα δύο, με άρπαξε από το χέρι τραβώντας με πίσω. Με το άλλο του χέρι μου έχωσε μια στα καπούλια για να έχω να πορεύομαι.

    «Χεράκια-ποδαράκια έχω,» μου υπενθύμισε. «Δεν είσαι δούλα μου!»

    Γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια. «Δεν το κάνω γι’ αυτό βρε χαζούλη!» του είπα τρυφερά. «Μ’ αρέσει να περιποιούμαι το αγόρι μου, δεν το καταλαβαίνεις;»

    Σταμάτησα για μια στιγμή, ψάχνοντας τις σωστές λέξεις. «Δεν το κάνω από υποχρέωση, το κάνω γιατί μ’ αρέσει να σε φροντίζω!»

    Το πρόσωπό του μαλάκωσε. «Κι εμένα μου αρέσει να με φροντίζεις, μικρή μου μάγισσα. Αλλά αυτό είναι ένα, και το να είσαι συνεχώς στην τσίτα μήπως χρειαστώ κάτι είναι άλλο. Δεν το θέλω αυτό, με κάνει να αισθάνομαι άσχημα!»

    «Δεν είμαι στην τσίτα,» τον διαβεβαίωσα, πιάνοντας το χέρι του. «Είναι στο χαρακτήρα μου, πως να στο πω; Με γεμίζει!»

    Χάιδεψε το χέρι μου με τον αντίχειρά του. «Θα προτιμούσα τότε να με ρωτάς πρώτα,» μου είπε.

    Σήκωσα το ένα φρύδι μου πονηρά. «Να σου ζητάω άδεια;»

    «Όχι, καμία σχέση!» μου είπε κουνώντας έντονα το κεφάλι του. «Να με ρωτάς, μπορεί ρε παιδί μου να θέλω να σηκωθώ να ξεμουδιάσω, πως να στο πω; Ή μπορεί να μη θέλω καν κάτι, δε θέλω να τρέχεις για λάθος λόγους!»

    «Εντάξει, αρκούδε μου,» του είπα. Έσκυψα και του έδωσα ένα απαλό φιλάκι στα χείλη.

    Πριν προλάβω να ξαπλώσω στην αγκαλιά του, το κινητό του έκανε το γνώριμο pling. Τα μάτια του άστραψαν.

    «Μου απάντησε ο πατέρας μου,» μου είπε με ενθουσιασμό που δεν κρυβόταν.

    Άνοιξε το μήνυμα με χέρια που σχεδόν έτρεμαν από την αγωνία. Κάθισα δίπλα του, κολλώντας σχεδόν πάνω του για να δω. Σάμπως εγώ ήμουν καλύτερη; Ξαφνικά ένιωσα άγχος σα να περίμενα τα αποτελέσματα της εξεταστικής. Μπρρρ, τι εφιάλτης και δαύτος! Ευτυχώς τον είχα αφήσει χρόνια πίσω.

    “Zingt jouw vriendin hier?!?!?!?!?!?!?! έγραφε το μήνυμα. Και αν δεν κατάλαβα γρι από τα φλαμανδικά, κατάλαβα από τα θαυμαστικά και τα ερωτηματικά ότι ήταν εντυπωσιασμένος.

    «Με ρώτησε αν τραγουδάς εσύ,» μου εξήγησε χαμογελώντας. Τα δάχτυλά του άρχισαν να πληκτρολογούν γρήγορα.

    Ja, het is Sophie die zingt. Ik had haar verteld dat jij, toen ik je beschreef hoe geweldig haar stem is, zei dat je graag een opname zou willen horen. Dus voilà!

    Περίμενε να τελειώσει και μετά, χαμογελώντας, ξεκίνησε να μου εξηγεί: «Του έγραψα ότι ναι, είσαι εσύ που τραγουδάς. Του εξήγησα ότι σου είχα μεταφέρει αυτό που μου είχε ζητήσει ο πατέρας μου, όταν του είχα πει πόσο όμορφη φωνή έχεις, και εσύ το θυμώσουν και τραγούδησες για ν’ ακούσει τη φωνή σου.»

    Το τηλέφωνο βούιξε σχεδόν αμέσως. “Verdorie!” ήταν η απάντηση του πατέρα του.

    «“Damn!” σημαίνει αυτό,» μου εξήγησε ο αρκούδος μου χαχανίζοντας. Τα δάχτυλά του πέταξαν πάλι πάνω από την οθόνη: “Ze is echt iets bijzonders, hè papa?”

    Γύρισε προς τα μένα με ένα τρυφερό χαμόγελο. “I told him ‘She is something else, isn’t she dad?’”

    Λίγο αργότερα ένα νέο πλινγκ! “Godverdomme, dat is ze!” ήταν η απάντηση. Ο Maurice έβαλε και πάλι τα γέλια, το σώμα του τραντάχτηκε δίπλα μου. “God damn right she is!”, μου εξήγησε.

    Η καρδιά μου φούσκωσε από περηφάνια. «Πες του ότι όταν έρθουν Αθήνα θα σας πάω σε καραόκε και θα του τραγουδάω μέχρι να μας πετάξουν έξω με τις κλωτσιές!» του είπα, και το εννοούσα!

    Με κοίταξε με σοβαρότητα. «Είσαι σίγουρη; Αν του το πω θα το πάρει στα σοβαρά!»

    «Σιγουρότατη,» τον διαβεβαίωσα με έμφαση.

    «Θα λερώσει τα βρακιά του, που λες κι εσύ,» μου είπε χαχανίζοντας σαν παιδάκι. Τα μάτια του έλαμπαν από χαρά καθώς άρχισε να γράφει στον πατέρα του.

    “Sophie promised that when you and mom come to Athens, she is going to take us all to a karaoke bar and sing for you until they drag our asses kicking and screaming out of the bar,” του έγραψε στα αγγλικά, δίνοντάς του να καταλάβει ότι ήμουν δίπλα και διάβαζα.

    Ούτε μισό λεπτό αργότερα ήρθε η απάντηση: “I take that as a promise! Say hi to Sophie from me and your mother!”

    Ο Maurice έβαλε τα γέλια καθώς πετάχτηκα όρθια από τον καναπέ. “HIIIIIIIIIIIIIII!!!!” φώναξα δυνατά, κουνώντας τα χέρια μου λες και μπορούσε να με δει ο πατέρας του από το chat.

    Ο Maurice, ακόμα γελώντας, έγραψε: “She also said HIIIIIIIIIIIIIIIIIIIII. Literally, dad, she jumped from the couch saying HIIIIIIIIIIIIIIIIIIIII loudly and waving her hands as if you could see her!”

    “HAHAHAHAHAHAHA” ήταν η απάντηση του πατέρα του.

    Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το σαλόνι πλημμύρισε από το ominous theme του Ψυχώ. Το κινητό μου χτυπούσε.

    «Η μαμά είναι!» είπα στον Maurice που δεν είχε τύχει να ακούσει ξανά το ringtone που είχα για την Ευτύχω. Κόντεψε να πνιγεί από τα γέλια με τη μουσική επιλογή μου.

    «ΣΟΥΤ!» του έκανα απελπισμένη, βάζοντας το δάχτυλό μου στα χείλη μου.

    Πήρα μια βαθιά ανάσα και απάντησα: «Έλα μαμά!»

    «Ποια είναι η αγαπημένη μπύρα του Maurice;» με ρώτησε χωρίς καν να πει γεια. «Έχω αγγαρέψει τον πατέρα σου να πάει για πολεμοφόδια, και τον ξέρεις τώρα, δεν κάνει μισές δουλειές!»

    «ΧΑΧΑΧΑΧΑ είστε γλύκες και οι δύο,» της είπα με τρυφερή φωνή, νιώθοντας ζεστασιά στην καρδιά μου. «Δε νομίζω ότι στην Ελλάδα υπάρχουν οι βελγικές μπύρες, αλλά θα τον ρωτήσω!»

    Γύρισα προς τον αρκούδο μου, καλύπτοντας το μικρόφωνο με το χέρι μου. «Η μαμά με ρωτάει αν έχεις κάποια προτίμηση σε μπύρα.»

    Τα μάτια του φωτίστηκαν. ‘La Trappe Trappist Quadrupel Ale,’ μου είπε ο αρκούδος μου. Μετά το πρόσωπό του σκοτείνιασε λίγο. «Αλλά υπάρχει σε πολύ συγκεκριμένες κάβες, εγώ την παίρνω από μία στο Μαρούσι, και είναι και ακριβή!» συνέχισε απολογητικά.

    Ναι, αυτός ο σιδηρόδρομος δεν λεγόταν στην Ευτύχω.

    «Μαμά, θα πάρω εγώ τον μπαμπά,» της είπα αποφασιστικά. «Αφενός το όνομα είναι σιδηρόδρομος και αφετέρου ο Maurice τον βρίσκει σε συγκεκριμένη κάβα, όχι μακριά, στο Μαρούσι, οπότε να του στείλω και την πινέζα!»

    «Ποια πινέζα;» με ρώτησε η Ευτύχω με σύγχυση. Η μαμά μου δεν τα πήγαινε καλά με την τεχνολογία.

    «Στο χάρτη μαμά!» της είπα χαχανίζοντας με την αθωότητά της.

    «Αυτά είναι του διαβόλου πράγματα!» μου είπε σοβαρή-σοβαρή. Μετά η φωνή της μαλάκωσε. «Το βράδυ στις οχτώ, έτσι;»

    «Ναι μαμά, στις οχτώ!» τη διαβεβαίωσα.

    «Φιλάκια μωρό μου!» μου είπε με αγάπη.

    Της έκανα θεατρινίστικα μουτς-μουτς-μουτς στο τηλέφωνο και κλείσαμε. Αμέσως άρχισα να γράφω μήνυμα για να το στείλω στον μπαμπά. Ζήτησα από τον Maurice να μου στείλει την πινέζα της κάβας. Με το που την έλαβα, πήρα τηλέφωνο τον μπαμπά.

    «Μπαμπουλίνο μου!» του έκανα γλυκουλινιάρικα μόλις απάντησε. «Σε τρέχει ο λοχίας;» τον ρώτησα χαχανίζοντας.

    Άκουσα τον μπαμπά μου να αναστενάζει δραματικά. «Ο λοχίας στο στρατό δε μ’ έτρεχε σε αντίθεση με τη μάνα σου!» μου απάντησε με θεατρική απελπισία, κάνοντάς με να χαχανίσω πιο δυνατά.

    «Σου έστειλα το στίγμα της κάβας και τη μάρκα της μπύρας!» του είπα. «Και μπαμπά… πάρε μπόλικες, ο Maurice πίνει μπύρα αντί για νερό!»

    «Χαχαχα, εντάξει!» μου είπε. Μετά από μια δεύτερη καταιγίδα μουτς-μουτς-μουτς έκλεισα το τηλέφωνο.

    Στο μεταξύ χτύπησε το κουδούνι. Είχε έρθει ένας από τους δύο ντελιβεράδες που περίμενα. Ο Maurice σηκώθηκε για να πάει να ανοίξει. Γύρισε κρατώντας τον καφέ μου, μού τον έδωσε και βολεύτηκε πάλι στον καναπέ.

    «ΑΑΑΑΑΑΧ» είπα τραβώντας μια δυνατή τζούρα. Ο παγωμένος καφές κατέβηκε στο λαιμό μου σαν νέκταρ. «Τα κανόνισα, ο Famous Greek Mousaka θα συνοδευτεί με τη μπύρα που σ’ αρέσει!»

    Το πρόσωπό του σκοτείνιασε. «Ρε συ είναι ακριβή!» μου είπε δαγκωμένος.

    Κούνησα το χέρι μου απορριπτικά. «Μην αγχώνεσαι μωρό μου, οι δικοί μου δεν έχουν ακριβώς οικονομικό πρόβλημα!» τον διαβεβαίωσα.

    “Still…» μου είπε, ακόμα δαγκωμένος. Τα φρύδια του ήταν σουφρωμένα.

    Σήκωσα το δάχτυλό μου απειλητικά. «Κάτσε καλά γιατί θα φάω άλλες εκατό για ανταρσία!» του είπα χαχανίζοντας.

    Αυτό τον έκανε να βάλει τα γέλια, η ένταση έφυγε από τους ώμους του.

    «Άντε μη σε ξαναβιάσω!» τον απείλησα θεατρικά, κουνώντας τη γροθιά μου.

    Τα μάτια του άστραψαν με διασκέδαση. “You are a …kavlorapano!” με κατηγόρησε, καταφέρνοντας να το πει σχεδόν σωστά!

    “Ήμανε!!!!” του έκανα χαχανίζοντας και χωρίς άλλη προειδοποίηση, του όρμησα!

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Contributor

    Μέρος 17ο - Δείπνο στον Οίκο των Usher

    Μιας και περιμέναμε την παραγγελία του φαγητού, και για να μην μείνουμε στη μέση, αυτή τη φορά δεν είχε πολλά-πολλά κόλπα! Ο Maurice με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στο δωμάτιο με γρήγορα βήματα.

    Με έβαλε να σκύψω στο κρεβάτι, τα χέρια μου βρήκαν στήριγμα στο στρώμα. Ένιωσα τα δάχτυλά του να γαντζώνονται στο λάστιχο του εσωρούχου μου και να το κατεβάζουν με μια αποφασιστική κίνηση. Άκουσα το γνώριμο ήχο του περιτυλίγματος που ανοίγει—φόρεσε το προφυλακτικό—και φύγαμε για τελικό.

    Περίπου η σκηνή στα αγαπημένα μου κατσάβραχα, αν εξαιρέσεις ότι ήμουν σκυμμένη στο κρεβάτι και όχι στο καπό του αυτοκινήτου, την πρώτη φορά, ή σε δέντρο, τη δεύτερη.

    Ανατρίχιασα σύγκορμη όταν μπήκε μέσα μου. Τα δάχτυλά μου σφίχτηκαν στα σεντόνια. Και μετά πήρε φόρα—και που σε πονεί και που σε σφάζει το αρκούδι μου, έκανε το Σοφάκι του χταποδάκι στο κοπάνισμα.

    Και τότε—τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα—το μυαλό μου άρχισε να περιπλανιέται.

    Μια φορά, με ένα πρώην, τον Τάκη, όπως με κοπάναγε και αυτός από πίσω, του βγήκε. Μέσα στη μανία του να ξαναμπεί σημάδεψε λάθος, κάνοντάς με να βελάξω. Ο φουκαράς είχε ασπρίσει σαν το πανί—πραγματικά το είχε κάνει κατά λάθος. Παρόλο που στο μέγεθος ήταν μέτριος προς το μικρό, δε μπορούσα να κάτσω το υπόλοιπο απόγευμα.

    Αν γινόταν κανένα τέτοιο με τον Maurice, έτσι όπως με κοπάναγε, θα ήταν κανονικός ανασκολοπισμός. Από το στόμα θα μου έβγαινε! Ευτυχώς δεν είχαμε κανένα τέτοιο απρόοπτο γιατί δε θα πήγαινε καθόλου καλά. Και όχι τίποτε άλλο αλλά είχαμε και δείπνο στον οίκο των Usher το βράδυ.

    Ο Maurice είχε επιταχύνει ακόμα περισσότερο. Τα μπούτια του πλατάγιζαν πάνω στα μεριά μου με ρυθμικό ήχο. Τα βογγητά του είχαν αρχίσει να γίνονται πιο δυνατά, όπως και τα δικά μου.

    Παρά τις άκυρες σκέψεις που είχαν πλημμυρίσει το μυαλό μου το ευχαριστιόμουν και όχι μόνο επειδή το ευχαριστιόταν ο αρκούδος μου. Του δινόμουν ψυχή και σώμα. Το μυαλό μου να μην έκανε αυτές τις άκυρες σκέψεις τις πιο ακατάλληλες χρονικές στιγμές, τι καλά που θα’ταν!

    Κατάλαβα από τα βογγητά του ότι πλησίαζε στην κορύφωσή του. Η αναπνοή του είχε γίνει κοφτή και γρήγορη. Και τότε, στο μυαλό μου ήρθε μια παλιά ελληνική διαφήμιση που είδα στο YouTube—ακόμα ένα άκυρο hobby μου.

    “Να’τος έρχεται, ψεκάζει με fresh air”

    Και μετά αναρωτιέμαι γιατί δεν έχω οργασμούς. Πού να τους βρω η έρμη όταν το μυαλό μου συναγωνίζεται σε σουρεαλισμό και τον Buñuel; Και με τον εαυτό μου όταν έπαιζα, κάτι τέτοια σκεφτόμουν και έμενα τελικά με την όρεξη.

    Ξαφνικά ένιωσα τα δάχτυλά του να μπλέκονται στα μαλλιά μου. Με τράβηξε προς τα πίσω—ααααααααχ!—και καρφώθηκε μέσα μου μέχρι που παραλίγο να βρει συκώτι, που λέει ο λόγος. Έμεινε ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα.

    Εκείνος δηλαδή, γιατί ο…μικρός Maurice μέσα μου ήταν σα να είχε πάθει επιληπτική κρίση.

    Τραβήχτηκε προσεκτικά, αργά. Με το που βγήκε τελείως, μου έχωσε μια αποχαιρετιστήρια σφαλιάρα στα μεριά—SMACK!, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε!

    Σηκώθηκα με κάμποση δυσκολία. Τα πόδια μου έτρεμαν ελαφρά—ένιωθα σαν καφές που μόλις βγήκε από τη φραπεδιέρα, όλο αφρό και τρέμουλο. Δεν πρόλαβα καν να ανεβάσω τα βρακιά μου που είχαν φτάσει στον αστράγαλο όταν χτύπησε το κουδούνι. Είχε έρθει το φαγητό.

    «Σκατά!» μουρμούρισα. Τράβηξα βιαστικά το εσώρουχο προς τα πάνω και κατέβασα προσεκτικά τη μπλούζα μου, τραβώντας την όσο πιο κάτω γινόταν ώστε να καλύπτει το εσώρουχό μου.

    «Θα πάω εγώ!» φώναξα στον Maurice που κατευθυνόταν ήδη προς το μπάνιο.

    Περπάτησα προς την πόρτα προσπαθώντας να μην δείχνω ότι τα πόδια μου ήταν ακόμα σαν ζελέ. Ο Maurice πήγε στο μπάνιο για να πετάξει το προφυλακτικό και να καθαριστεί.

    Άνοιξα την πόρτα και χαμογέλασα στον ντελιβερά. Τα μάτια του όμως πήγαν από πάνω προς τα κάτω και μετά ξανά προς τα πάνω, σταματώντας πιο χαμηλά από το πρόσωπό μου. Κόλλησαν κάπου στο ύψος του στήθους μου.

    Ασυναίσθητα τα δικά μου μάτια κατέβηκαν προς τα κάτω να δουν τι κοιτούσε. Μάλιστα. Οι ρόγες μου κόντευαν να τρυπήσουν το μπλουζάκι. Διαγράφονταν καθαρά κάτω από το λεπτό ύφασμα.

    Ξερόβηξα δυνατά για να τον συμμαζέψω. «Εχμ!»

    Ο φουκαράς άλλαξε δέκα χρώματα—από κόκκινο σε μωβ σε άσπρο και πάλι σε κόκκινο. Πήρα εγώ τη σακούλα από το χέρι του με μια απότομη κίνηση. Αυτός έκανε ακόμα το αγαλματάκι, ακούνητος, με το στόμα μισάνοιχτο.

    «Ευχαριστώ πολύ!» του είπα με τον πιο ευγενικό τόνο που μπορούσα.

    Και του έκλεισα την πόρτα στη μούρη.

    Πήγα τις σαλάτες στην κουζίνα, ακουμπώντας τη σακούλα στον πάγκο. Άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα τρεις μπύρες. Τις ξέπλυνα γρήγορα στο νεροχύτη, σκουπίζοντάς τες με μια πετσέτα. Μαχαιροπίρουνα δε χρειαζόντουσαν—μας είχαν φέρει πλαστικά μαζί με τις σαλάτες.

    «Αρκούδι μου, ήρθε το φαγητό!» φώναξα προς το μπάνιο.

    «Έρχομαι!» μου απάντησε.

    Και τσουπ! Σε δευτερόλεπτα εμφανίστηκε στην πόρτα της κουζίνας. Αλλά δεν ήταν μόνος. Ο Μπλάκι ήταν μπλεγμένος στα πόδια του, κάνοντας οχτάρια ανάμεσα στις γάμπες του. Είχε ακούσει τη μαγική λέξη “φαγητό” και ήρθε τρέχοντας για την καθιερωμένη του τράκα.

    Πήγαμε στο τραπέζι και καθίσαμε. Ο μαύρος τριχωτός ζήτουλας περίμενε μισό δευτερόλεπτο, υπολόγισε την απόσταση και έριξε ένα κομψό σάλτο. Προσγειώθηκε στο τραπέζι με χάρη, γιατί σιγά που δε θα ανέβαινε.

    «Νιάου!» μας έκανε επιτακτικά.

    Άνοιξα το δοχείο με τη σαλάτα μου και του έδωσα λίγο αυγό και λίγο τόνο σε ένα πιατάκι. Μπας και μας αφήσει ήσυχους να φάμε.

    Ο Maurice σήκωσε το κουτάκι της μπύρας του. «Cheers!» μου έκανε με ένα πλατύ χαμόγελο.

    Άνοιξα κι εγώ το κουτάκι της δικής μου μπύρας. Το μεταλλικό «τσακ» αντήχησε στην κουζίνα. Τσουγκρίσαμε τα κουτάκια μας και ήπια μια γουλιά. Η κρύα μπύρα ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν.

    Ο Maurice εννοείται ότι άδειασε το κουτί μονοκοπανιά—τι τον περάσατε, για κανένα τριτοδεύτερο;

    «Θύμισέ μου, τι ώρα έχεις πει στους δικούς σου;» με ρώτησε ανοίγοντας το δεύτερο κουτάκι. Το μεταλλικό «τσακ» αντήχησε καθώς τράβηξε το καπάκι.

    Κατάπια την μπουκιά μου και σκούπισα το στόμα μου. «Γύρω στις οχτώ,» του απάντησα.

    Κατέβασε απότομα το κουτάκι και με κάρφωσε με το βλέμμα του. «Οχτώ ακριβώς!» μου δήλωσε σε τόνο που δε σήκωνε αντιρρήσεις. Η φωνή του είχε εκείνη την αυταρχική χροιά που παραλίγο να με κάνει να πέσω στο πάτωμα να αρχίσω τα push-ups!

    Σηκώθηκα αυτόματα λίγο από την καρέκλα μου και χαιρέτησα στρατιωτικά. “Sir, yes Sir!” του είπα με το πιο σοβαρό ύφος που μπορούσα και πάρε και άλλες δέκα για “Ειρωνεία κατά της Αρχής”

    Πλάκα στην πλάκα είχα μαζέψει αρκετές στην καμπούρα μου. Αν αποφάσιζε να μου τις ρίξει όλες μαζί θα γινόμουν σαν τη Μαίρη στη Θεσσαλονίκη—δε θα μπορούσα μετά να κάτσω τον κώλο μου κάτω!

    Ίσιωσε την πλάτη του και σταύρωσε τα χέρια του. “Punctuality is my middle name!” μου δήλωσε σοβαρός-σοβαρός.

    Δεν άντεξα. “Yes Sir, Maurice ‘Punctuality’ Mertens, Sir!” του είπα χαχανίζοντας.

    Οι τριάντα που πρόσθεσα στη συλλογή μου συνοδεύτηκαν από τα δυνατά του γέλια. «Αύριο,» μου υποσχέθηκε, όταν σταμάτησε να γελάει, «θα εγκαινιάσουμε και το flogger!»

    Το πιρούνι μου σταμάτησε στον αέρα. Εκεί μου κόπηκε η μαγκιά. «Το flogger?» τον ρώτησα. Ξεροκατάπια και ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται.

    Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του με άνεση. «Με τόσες που έχεις μαζέψει θα πιαστεί το χέρι μου!» μου είπε χαχανίζοντας. Έτριψε το δεξί του χέρι θεατρικά. «Και το χρειάζομαι για να γράφω!»

    «Μα… Μάλιστα!» του είπα τελείως ψαρωμένη. Η φωνή μου βγήκε πιο ψιλή από το κανονικό. Να του φέρω αντίρρηση, ούτε λόγος!

    Μαλάκα μου, τι γίνεται εδώ;

    Ναι, γι’ αυτό, όπως και για το άλλο—αυτό που του ζήτησα άδεια να κρατήσω τη φωτογραφία μου—θα πρέπει να πάρω τη γνώμη του συμβουλίου επικρατείας. Τη Μαίρη. Τώρα αν θα ήμουν σε θέση να μπορώ να κάτσω καθιστή όταν θα τη συναντούσα, ήταν άλλη κουβέντα.

    Άφησα το πιρούνι μου και τον κοίταξα. «Maurice?» τον ρώτησα αβέβαια. Η φωνή μου έτρεμε ελαφρά.

    «Τι είναι μωρό μου;» Η φωνή του ήταν αμέσως πιο απαλή, προσεκτική.

    Κοίταξα κάτω στο πιάτο μου. «Δεν… δεν έχω δοκιμάσει ποτέ το flogger!» του είπα. Ξεροκατάπια ξανά.

    Άκουσα την καρέκλα του να τρίζει. Άφησε το πιρούνι του κάτω με έναν απαλό ήχο και σκούπισε το στόμα του με μια χαρτοπετσέτα. Το χέρι του βρήκε το δικό μου πάνω στο τραπέζι. Τα δάχτυλά του χάιδεψαν τρυφερά τη ράχη του χεριού μου.

    «Αν και θα γίνει με τρόπο που είμαι σίγουρος ότι θα τον λατρέψεις,» ξεκίνησε, η φωνή του ήταν ζεστή και καθησυχαστική, «αν νιώσεις ότι δεν το μπορείς, θα μου το πεις και θα σταματήσουμε αμέσως!»

    Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα στα μάτια. «Δε θέλω… δε θα θέλω να σταματήσω αν σ’ αρέσει!» του ομολόγησα. Ένιωσα τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν.

    Έσφιξε το χέρι μου πιο δυνατά. «Με τον ίδιο τρόπο δε θα θέλω να συνεχίσω εγώ, αν δε σου αρέσει,» μου είπε.

    Έσκυψε λίγο μπροστά για να με κοιτάξει καλύτερα.

    «Σόφη μου, μπορεί να μου αρέσουν τα σαδομαζοχιστικά παιχνίδια αλλά δεν είμαι σαδιστής. Δε μου αρέσει η πράξη αν δεν αρέσει και στην παρτενέρ μου.»

    Δεν απάντησα. Απλά τον κοιτούσα, προσπαθώντας να επεξεργαστώ αυτά που μου έλεγε.

    Χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Αν δεν σου άρεσαν τόσο πολύ οι ξυλιές στα πισινά, νομίζεις ότι θα συνέχιζα να σου τις ρίχνω, ή να αυξάνω τις γραμμές του excel?» με ρώτησε.

    Ανέπνευσα λίγο πιο ελαφρά, το παραδέχομαι. Οι ώμοι μου χαλάρωσαν λίγο.

    «Τι… τι άλλα παιχνίδια σου αρέσουν;» τον ρώτησα. Η περιέργειά μου νίκησε την αμηχανία μου.

    Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του, αλλά κράτησε το χέρι μου. «Βίτσα και crop. Τα μαστίγια δεν είναι της αρεσκείας μου,» μου είπε.

    Ξεροκατάπια δυνατά. Μαστίγια ρε φίλε, τα είχα ξεχάσει τελείως! Όταν είχα δει την Ιστορία της Ο μου είχε πέσει το σαγόνι στο πάτωμα. Η Μαίρη το λάτρευε—δεν σταματούσε το παιχνίδι αν δεν έβγαινε αίμα στην πλάτη της.

    «Επίσης μ’ αρέσουν τα κεριά και τα παγάκια!» συνέχισε.

    Η Μαίρη μου είχε πει για τα κεριά, και αυτά τα λάτρευε. Αλλά για παγάκια δεν μου είχε πει ποτέ.

    Γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι με απορία. «Παγάκια;»

    Μου έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι. «Σαν το κερί, απ’ την ανάποδη.»

    Είδα τη στιγμή που το πρόσωπό του σοβάρεψε λίγο. «Και για να έχουμε καλό ρώτημα, εσύ πού τα ξέρεις τα κεριά;»

    Δάγκωσα το κάτω χείλος μου. «Δεν τα έχω δοκιμάσει, όπως ούτε τα άλλα που ανέφερες έχω δοκιμάσει,» του απάντησα προσεκτικά, επιλέγοντας τις λέξεις μου. «Τα ξέρω όμως,» συνέχισα χωρίς να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες. Τα προσωπικά της Μαίρης δεν τον αφορούσαν.

    Μάλλον κατάλαβε από πού προερχόταν η πηγή των γνώσεων μου—ένα μικρό χαμόγελο κατανόησης πέρασε από το πρόσωπό του. Αλλά διακριτικός όπως είναι, δεν επέμεινε να το επιβεβαιώσει.

    Χάιδεψε τον αντίχειρά μου με κυκλικές κινήσεις. «Αν θες, όχι σήμερα βέβαια, μπορούμε να δοκιμάσουμε και τα υπόλοιπα.»

    Σταμάτησε για μια στιγμή, σαν να σκεφτόταν αν έπρεπε να συνεχίσει.

    «Έχω στο σπίτι το βαλιτσάκι με τα… σύνεργα!» μου είπε τελικά.

    “Ok,” του απάντησα ουδέτερα. Η φωνή μου βγήκε επίπεδη, σα να έκανα acknowledge το γεγονός ότι έχει το βαλιτσάκι του Mengele αλλά χωρίς να δεσμευτώ ότι θα ήθελα να δοκιμάσω πάνω μου τα περιεχόμενά του.

    O αρκούδος μου δεν επέμεινε, και συνέχισε να τρώει ήσυχη τη σαλάτα του. Θέλοντας να αλλάξω κουβέντα τον ρώτησα γιατί επέλεξε SUV.

    «Δεν είναι SUV, καρδούλα μου!» μου είπε χαμογελώντας.

    «Πώς δεν είναι;» τον ρώτησα με απορία.

    «Τυπικά μιλώντας το A6 Sportback είναι coupe hatchback και όχι SUV,» μου εξήγησε. «Υπήρχαν και SUVs διαθέσιμα για leasing αλλά δε μου αρέσουν!» συνέχισε σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του. «Από τα διαθέσιμα μου άρεσε οπτικά το σχέδιο του Α6 Sportback E-tron και το διάλεξα!»

    “Leasing?” τον ρώτησα.

    «Όχι εγώ, η εταιρία!» μου αποκρίθηκε. «Καλά, όχι ότι έχω την τρέλα του πατέρα μου με τα αυτοκίνητα, για μένα είναι κάτι που με πάει από το ένα μέρος στο άλλο.» Χαμογέλασε πλατιά και συνέχισε: «Απλά είναι χούι μου να μου αρέσει τουλάχιστον οπτικά, και το Α6 μου άρεσε πολύ!»

    «Γκαζιάρης ο μπαμπάς;» τον ρώτησα πειρακτικά. Ο Maurice άδειασε το δεύτερο κουτάκι με τη μπύρα και ενθυμούμενη την προηγούμενη συζήτηση αυτή τη φορά τον ρώτησα: «Θες να σου βγάλω άλλο ένα κουτάκι;»

    Χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά. «Ναι, ένα, αν δε σου κάνει κόπο…»

    «Δε μου κάνει!» τον διαβεβαίωσα και σηκώθηκα και έβγαλα ακόμα ένα κουτάκι από το ψυγείο που είχε αρχίσει να αδειάζει. «Αρκούδι μου,» του έκανα καθώς έπλενα το κουτάκι, «θα πρέπει να κάνεις και πάλι τα μαγικά σου στο Tetris, έχει αρχίσει και αδειάζει το ψυγείο από μπύρες!»

    Χαχάνισε δυνατά. «Όταν τελειώσουμε το φαγητό μας θα κάνω τα… μαγικά μου,» με διαβεβαίωσε. Του έδωσα το κουτάκι του και μαζί και ένα τρυφερό φιλάκι στο στόμα. «Σ’ ευχαριστώ μικρή μου μάγισσα!»

    “Nada!” του απάντησα επιστρέφοντας στη θέση μου. «Για πες μου τώρα για τον Willem ‘Sumacher’ Mertens!» του είπα κάνοντάς τον να γελάσει και πάλι.

    «Sumacher όχι, αυτός ήταν φόρμουλα ένα! Carlos Sainz, Sr!» μου εξήγησε.

    «Υπάρχει και Jr?» τον ρώτησα χαχανίζοντας.

    «Ναι, αλλά ο Junior είναι στη formula ένα. Ο μπαμπάς του, ο Carlos, είναι ο θρύλος του μηχανοκίνητου αθλητισμού. Δηλαδή αυτό έχω καταλάβει από αυτά που μου έχει πει ο πατέρας μου, εμένα, όπως καταλαβαίνεις, το εν λόγω αντικείμενο δε με απασχόλησε ποτέ ιδιαίτερα!»

    «Τι αυτοκίνητο έχει;» τον ρώτησα με περιέργεια και έβαλε τα γέλια.

    «Ένα Toyota Corolla Turing Sports,» μου απάντησε χαχανίζοντας. “Station Wagon, το μόνο sport είναι στο όνομά του!» συμπλήρωσε και μετά χαχάνισε και πάλι. «Και που τον άφησε η μαμά να πάρει το δίλιτρο με τα 178 άλογα πολύ του είναι!»

    «Σκληρή καργιόλα, ε;» τον ρώτησα βάζοντας τα γέλια.

    “She da boss!” μου απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Όλης της οικογένειας!» συμπλήρωσε χαχανίζοντας.

    «Καλά, όχι ότι το έχει μέσα του να είναι οδηγός αγώνων,» συνέχισε πιο σοβαρά. «Απλά είναι το χόμπι του, ο ίδιος στην οδήγηση είναι πιο συντηρητικός από την μητέρα μου.»

    «Γκαζιάρα η Martine;» τον ρώτησα χωρίς να μπορέσω να κρατήσω ένα πνιχτό γελάκι.

    «Ένα θα σου πω, στη Γερμανία που είχαν πάει πέρσι οδικώς του είπε: Σταμάτα να οδηγήσω εγώ, μπας και φτάσουμε καμιά ώρα!» μου εξήγησε μη μπορώντας να συγκρατήσει το γέλιο του.

    «Martine, ο φόβος και ο τρόμος της Autobahn,» του είπα βάζοντας κι εγώ τα γέλια.

    “Ze is zot, echt zot, jongen! Uw moeder is helemaal van de pot gerukt! “ μου είπε προσπαθώντας να μιμηθεί τον τόνο απελπισίας του πατέρα του. «Τρελή! Η μάνα σου έχει ξεφύγει τελείως!» μου μετέφρασε κάνοντάς τα γέλια μου ακόμα πιο δυνατά.

    “Ik wist niet dat onze wagen zo snel kon gaan! Ik dacht dat die 220 op de snelheidsmeter er gewoon stond voor de sier! Ze is zot! Ze is zot!” μου είπε ακόμα και αν δεν καταλάβαινα το χριστό μου, και μόνο η αναπαράσταση του Maurice με είχε γονατίσει.

    Και μετά μου εξήγησε, και εκεί φοβήθηκα ότι θ’ αφήσω τη συκωταριά μου στην κουζίνα: «Δεν είχα ιδέα ότι το αυτοκίνητό μας μπορούσε να πάει τόσο γρήγορα! Νόμιζα πως το 220 στο κοντέρ ήταν απλώς για ομορφιά! Είναι τρελή! Τρελή!»

    Και εκεί μου ήρθε η ιδέα να τους τρολλάρω με γλυκό τρόπο. «Πήγαινε φέρε το κινητό σου, θα κάνω και δεύτερη καντάδα, αυτή τη φορά στη μητέρα σου!»

    “What?” με ρώτησε γελώντας, το οποίο σημαίνει ότι μια χαρά άκουσαν α αυτάκια του τι του είπα!

    «Ακόμα εδώ είσαι;» του έκανα αυστηρά. «Άλλες δέκα!» του είπα και έβαλε τα γέλια. «Και μιας και δεν τις τρως εσύ, θα τις φάει ο υπεργολάβος σου!» συνέχιζα χαχανίζοντας ακόμα πιο δυνατά.

    Γιάννης Κερνάει, Γιάννης πίνει!

    Γελώντας ακόμα πήγε στο σαλόνι και έφερε το κινητό του για να με ηχογραφήσει, ενώ εγώ έψαξα στο YouTube να βρω σε καραόκε το τραγούδι που θα αφιέρωνα στη Martine. Το βρήκα και πάτησα αμέσως “Pause”, ήθελα να είναι έκπληξη και για τον αρκούδο μου.

    Με το που γύρισε έκανε να με πλησιάσει αλλά τον σταμάτησα, δε είχα σκοπό να του τραγουδήσω απλά, θα έδινα παράσταση. «Τράβα με βίντεο του είπα!»

    «Μήπως να φορέσεις κανένα σορτσάκι πρώτα;» με ρώτησε βάζοντας τα γέλια. «Δε νομίζω να εκτιμήσει η μητέρα μου να τη φλασάρεις!»

    «ΧΑΧΑΧΑΧΑ!» έκανα βάζοντας τα γέλια. «Δίκιο έχεις!» του είπα και πήγα σαν σίφωνας στο δωμάτιο να φορέσω σορτσάκι. Μετά επέστρεψα στην κουζίνα και έβγαλα από το ντουλάπι το ξύλο κοπής. «Πάμε στο σαλόνι,» του είπα παίρνοντάς τον μαζί μου.

    «Έτοιμη;» με ρώτησε.

    “Avanti Maestro!” του είπα και πάτησα το Play. Η έκδοση είχε αρχικά δέκα δευτερόλεπτα ησυχίας για να μπορείς να προετοιμαστείς. Άνοιξα τον ήχο στο τέρμα και έβαλα το κινητό μου στο stand του στο τραπεζάκι και πήρα το δίσκο κοπής στα χέρια.

    Με το που έπεσαν οι πρώτες νότες και ο Maurice κατάλαβε τι θα τραγουδήσω, είδε κι έπαθε να κρατήσει το κινητό του σταθερό και να μην διπλώσει από τα γέλια. Το εμβληματικό riff της εισαγωγής του Highway Star γέμισε το σαλόνι με εμένα να κάνω air-guitar με το ξύλο κοπής.

    Nobody gonna take my car
    I’m gonna race it to the ground
    Nobody gonna beat my car
    It’s gonna break the speed of sound

    Ooh, it’s a killing machine
    It’s got everything
    Like a driving power
    Big fat tires and everything

    I love it and I need it
    I bleed it
    Yeah, it’s a wild hurricane
    Alright, hold tight
    I’m a highway star

    Εντωμεταξύ έδωσα κανονική παράσταση, είχα σκύψει και κουνούσα το κεφάλι μου γύρω-γύρω με τα μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν λες και ήμουν σε συναυλία metal. Ο φουκαράς ο Maurice προσπαθούσε να πνίξει τα γέλια του και να κρατήσει το χέρι του σταθερό για να με γράφει, και δεν του το έκανα καθόλου εύκολο η κακούργα.

    Nobody gonna take my man
    I’m gonna keep him to the end
    Nobody gonna have my man
    He stays close on every bend

    Ooh, he’s a killing machine
    Ooh, he’s a killing machine
    He got everything
    Like a moving mouth
    Body control and everything

    I love him, I need gim, I seed him
    I love him, I need gim, I seed him
    Yeah, he turns me on
    Alright, hold on tight
    I’m a highway star

    Άφησα στα γρήγορα κάτω το ξύλο κοπής και ξεκίνησα air-keyboards ως άλλος Jon Lord. Μιλάμε τα έδωσα όλα! Αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μετά την τρίτη στροφή που πήρα και πάλι το ξύλο κοπής και έκανα σε air guitar το solo του Blackmore, και ο Maurice κόντεψε να μου μείνει προσπαθώντας να κρατηθεί σοβαρός.

    Ναι, δεν τα κατάφερε, το βίντεο λογικά θα ήταν πιο κουνημένο και από το μεγάλο σεισμό της Χιλής.

    Όταν τέλειωσα την παράσταση, έπεσα ξεθεωμένη στον καναπέ, ενώ ο Maurice είχε γείρει πάνω στο σύνθετο και έκλαιγε από τα γέλια. Πραγματικά όλο το έπιπλο τρανταζόταν λες και είχε έρθει η συντέλεια του κόσμου.

    “OH MY FUCKING GOD! THIS IS… THIS IS EPIC! THIS WOULD BE THE BEN HUR OF KARAOKE!” μου είπε και έβαλε και πάλι τα γέλια.

    Εντάξει, όταν είδα τα καμώματά μου μ’ έπιασαν και μένα τα νεφρά μου. Και δε μπορούσαμε να σταματήσουμε με τίποτα, μόλις κατάφερνε να σταματήσει ο ένας ξεκινούσε ξανά ο άλλος. Πραγματικά πόνεσε η κοιλιά μου από τα γέλια, και νομίζω ότι πρέπει να μου ξέφυγαν και λίγα τσισάκια, ευτυχώς που φορούσα το σερβιετάκι!

    «Να φέρω το laptop?» τον ρώτησα.

    «Όχι! Όχι! Αυτό… Αυτό είναι αριστούργημα όπως είναι!» μου είπε παίρνοντας βαθιές ανάσες και προσπαθώντας να ηρεμίσει.

    Αριστούργημα… Το κάδρο κουνιόταν από τα γέλια του Maurice πιο πολύ απ’ όσο χτυπιόμουν εγώ μέσα του όσο τραγουδούσα, ναυτία σ’ έπιανε. Αλλά ομολογώ ότι είχε τη γοητεία του, αν μη τι άλλο πραγματικά είχα δώσει παράσταση!

    “This is going to be LEGEND-WAIT FOR IT-DARY!” μου είπε σαν άλλος Barney Stinson, κάνοντάς με να με ξαναπιάσουν τα γέλια.

    Άκουσα το pling στο κινητό μου, είχε έρθει το link με το file share. Το κατέβασα, και ήταν και μεγάλο τρομάρα του, σε 8K το είχε τραβήξει, αλλά ας είναι καλά η gigabit οπτική. Ναι, με το που έγινε διαθέσιμη η οπτική στην περιοχή το πήρα με τη μία, τραβώντας kicking and screaming και τους υπόλοιπους ενοίκους της πολυκατοικίας—που δεν ψηνόντουσαν ιδιαίτερα.

    Ποιος με είχε δει και δε με είχε φοβηθεί! Με συμπαραστάτη τον Λαρ’σαίο νοικάρη μου παρακάλεσα, δωροδόκησα, ακόμα και απείλησα, τους υπόλοιπους ενοίκους για να δώσουν το OK. Μιλάμε για berserker, όχι μαλακίες, από τότε—σας το ορκίζομαι—κάποιοι με αποφεύγουν.

    Δεν είναι τυχαίο πως όταν είναι η σειρά μου να γίνω διαχειριστής όλοι τους είναι τύπος και υπογραμμός! Καλά το λένε, ο φόβος φιλάει τα έρμα!

    «Δόξα το Θεώ για την οπτική!» του είπα και του διηγήθηκα με θεατρικότητα—που άξιζε τουλάχιστον για Oscar, Tony, Grammy, 600 λεπτά προς όλους και τρεις πίτσες δώρο—την περίοδο «βίας και τρομοκρατίας» που βίωσε η πολυκατοικία μέχρι να μου δώσουν γη και ύδωρ (και το ΟΚ για την οπτική, μην το ξεχνάμε αυτό!»

    Ναι, τον κατάφερα και κατούρησε το παντελόνι του. Πραγματικά, όμως, είδα το χαρακτηριστικό λεκέ στο επίμαχο μέρος.

    Και πάνω που μου έδωσε 100 γιατί του λέρωσα το παντελόνι αλλά χαλάλι μου γιατί είχε να γελάσει έτσι… πέντε ολόκληρα λεπτά, λάβαμε και το μήνυμα στο κινητό του Maurice, από την Martine.

    « Je te jure, ton père a carrément plongé sa tête sous l’eau pour arrêter de rigoler. Moi j’en ai encore mal au ventre ! J’ai moins souffert quand je te portais dans mon ventre et qu’il me racontait ses fameuses blagues, ce brave homme… Et ta Sophie ? C’EST UNE DÉESSE !»

    Ο Maurice άρχισε και πάλι να γελάει ανεξέλεγκτα χωρίς να προλάβει να μου μεταφράσει. Καλά, όχι ότι χρειαζόταν, ολλανδικά δεν ξέρω αλλά γαλλικά ξέρω. Άρχισα να διαβάζω μεταφράζοντας μέσα στα ελληνικά:

    «Ένα σου λέω, ο πατέρας σου έχωσε το κεφάλι του κάτω απ’ το νερό για να μπορέσει να σταματήσει να γελάει,» και εκεί σταμάτησα να διαβάζω γιατί μ’ έπιασαν κι εμένα τα γέλια. Με τον Maurice να έχει γίνει μωβ και να μη μπορεί να σταματήσει να γελάει, συνέχισα την μετάφραση.

    «Εμένα ακόμα πονάει το στομάχι μου! Λιγότερο είχα υποφέρει όταν σε κουβαλούσα στα σπλάχνα μου και μου έλεγε ανέκδοτα ο προκομένος ο πατέρας σου.»

    Και εκεί το γέλιο μου κόπηκε μαχαίρι γιατί διάβασα την τελευταία πρόταση: «Η Σόφη σου ΕΙΝΑΙ ΘΕΑ!» Με κεφαλαία!

    Και από το γέλιο παραλίγο να ξαναβάλω τα κλάματα, δεν ξέρω κι εγώ πως κρατήθηκα. Με το μυαλό μου να μη μπορεί να πάρει στροφή, ούτε που πήρα χαμπάρι τον αρκούδο μου που ήρθε και με αγκάλιασε σφιχτά.

    «Τους τρέλανες!» μου έκανε τινάζοντας απαλά τους ώμους και μ’ ένα χαμόγελο από το ένα αυτό μέχρι το άλλο. «Αν κατάφερες να κάνεις τον σοβαρό κύριο Willem να χρειαστεί να χώσει το κεφάλι του κάτω από το κρύο νερό για να σταματήσει να γελάει…» είπε και έκανε παύση… «Απλά τους τρέλανες!»

    “You Tarzan, me Chita!” του έκανα με δάκρυα στα μάτια—δεν κατάφερα τελικά να τα συγκρατήσω.

    «Δεν είχα καμία αμφιβολία ότι οι γονείς μου θα σε συμπαθούσαν με το που σε γνώριζαν,» μου είπε σκουπίζοντάς μου τρυφερά με το δάχτυλό του τα δάκρυα που έτρεχαν. «Μετά από αυτό;» μου είπε και ρουθούνισε. «Θα σε λατρέψουν!»

    «Το πιστεύεις;» τον ρώτησα με ελπίδα.

    «Δεν το πιστεύω,» μου απάντησε χαϊδεύοντας με τρυφερά στο πρόσωπο. «Το ξέρω!»

    «Αμάν!!!!» είπα ξαφνικά τρομάζοντάς τον. «Αφήσαμε τον Μπλάκι μόνο του με το φαγητό στην κουζίνα!»

    «ΠΕΝΗΝΤΑ ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΤΡΟΜΑΞΕΣ!» μου είπε, κάνοντάς με να χαχανίζω.

    Ο φόβος μου δεν ήταν το φαγητό, ο Μπλάκι μπορεί να είναι ζήτουλας αλλά δε βουτάει. Ο φόβος μου ήταν με τα πλαστικά σκεπάσματα, το μαλακισμένο έχει μανία με δαύτα και τα μασουλάει και αν δεν του βάλω κάθε φορά τις φωνές δε σταματάει. Πήγα σχεδόν τρέχοντας στην κουζίνα, όπου έπιασα το κοπρόγατο με το δάχτυλο στο βάζο με το μέλι.

    Ή για να είμαστε ακριβής με το πλαστικό σκέπασμα δοχείου της σαλάτας μου στα δόντια.

    «ΘΑ ΣΕ ΑΦΑΛΟΚΟΨΩ!» τον απείλησα, και επειδή ήξερε ότι έκανε μαλακία, το παράτησε στο τραπέζι, και εξαφανίστηκε, περνώντας κάτω από τα πόδια μας, σε transwarp speed που θα ζήλευε και η ειδική για Formula-1 έκδοση κύβου των Borg.

    (Ναι, είμαι nerd, μ’ αρέσει η επιστημονική φαντασία και λατρεύω το Star Trek, να ξανασυστηθούμε μήπως 

    «Θα με πεθάνετε εσείς οι δύο,» είπε ο Maurice όταν σταμάτησε να γελάει με τα καμώματά μας. «Είσαι λατρεία! Λατρεία!» μου είπε κουνώντας το κεφάλι του σαν τον τραγικό ήρωα που αποδέχτηκε τη μοίρα του.

    «Ήμανε!» του είπα με παιδιάστική σχεδόν φωνή, κάνοντάς τον να χαχανίσει και πάλι.

    Μέχρι να ξεκινήσουμε για το πατρικό μου, δεν είχε άλλες συγκινήσεις. Ή σχεδόν δεν είχε άλλες συγκινήσεις, δεν είχα δει τι ρούχα είχε φέρει για να φορέσει. Όταν τον είδα να φοράει navy blue κουστούμι, με πολύ ανοιχτό ροζ πουκάμισο, κόκκινη γραβάτα και μαύρα παπούτσια, τόσο γυαλισμένα που αν τα έβαζες κάτω από το φόρεμά μου θα καθρεφτιζόταν το κιλοτάκι μου, έπαθα ταράκουλο.

    Κυριολεκτικά η καρδιά μου έχασε πάλι μερικούς χτύπους. Ναι, είναι ομορφούλης με ένα υπέροχα geek τρόπο, αλλά με το καλό του το κουστούμι ήταν σαν αρχαίος Έλληνας Θεός βελγικής καταγωγής και μπυροκοιλιάς.

    “How do I look?” με ρώτησε; Εγώ ήμουν στο μπάνιο και βαφόμουν και δεν τον είχα δει.

    Το στόμα μου ανοιγόκλεισε σαν ψάρι που προσπαθεί να αναπνεύσει έξω απ’ το νερό. Ο Αργύρης, αντικειμενικά μιλώντας, ήταν πιο ωραίος άντρας, αλλά στην κομψότητα του αρκούδου μου δεν έπιανε μπάζα. Γενικά, πέρα από την εμφάνιση, δεν έφτανε ούτε στο νυχάκι του Βέλγου αρκούδου μου.

    (Αν αναρωτιέστε γιατί αναφέρω συνεχώς τον ακατανόμαστο… τι να κάνω, μέχρι να στουκάρω με τον αρκούδο μου, ο μαλάκας ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής μου. Ναι, το παραδέχομαι, μέχρι να γνωρίσω τον Maurice τις ερωτικές μου επιλογές τις έλεγες και προβληματικές…)

    «Είσαι κούκλος και άλλες πενήντα από μένα (για μένα, ε  γιατί τώρα πρέπει να αλλάξω φόρεμα!» του είπα με περηφάνια αλλά και ένα ίχνος απόγνωσης. Δεν μπορούσα να τον συνοδέψω έτσι όπως ήταν ντυμένος με το καθημερινό μου φορεματάκι.

    «Δε φαντάζομαι να περίμενες να πήγαινα να γνωρίσω τους γονείς σου με βερμούδα και πέδιλο, έστω και χωρίς κάλτσες, ε;» με ρώτησε πειρακτικά διασκεδάζοντας αφάνταστα με την ταραχή μου. “‘Decorum’ is my middle name!” συνέχισε χαχανίζοντας.

    «Πόσα middle names έχεις ρε φιλαράκι;» τον ρώτησα μ’ ένα πνιχτό γελάκι. «Το μεσημέρι ήταν ‘Punctuality!’»

    «Πολλά!» μου είπε παίζοντας τα φρύδια του με νόημα. “‘Variety’ is my middle name!” συνέχιζε χαχανίζοντας, και πάρ’τη κάτω πάλι τη δικιά σου.

    Το να ζητήσω τη βοήθεια της Μαίρης—που αυτή τη στιγμή μάλλον θα ξεζούμιζε τον πιτσιρικά της—θα μπορούσες να το πεις αυτοκτονικό. Έβγαλα το φόρεμα που φορούσα και με μια γερή δόση απελπισίας άνοιξα τη ντουλάπα μου για να διαλέξω ένα από τα καλά μου φορέματα.

    «Τα νεύρα μου!» έκανα ξεφυσώντας, έχοντας ήδη απορρίψει τρία βραδινά μου φορέματα. «Πενήντα σου είπα πριν; Εκατό εννοούσα!» του έκανα, προκαλώντας νέο γύρο από χάχανα.

    Τελικά βρήκα ένα μαύρο, που δεν έκρυβε ακριβώς τη μπάκα μου, αλλά τέλος πάντων, στους γονείς μου θα πήγαινα, και όχι σε νυφοπάζαρο. Αυτά που δεν τόνιζαν την φαντασμαγορική μου κοιλιακή στρογγυλότητα δεν ήταν για να τα φορέσω μπροστά στους γονείς μου.

    Αυτά ήταν *όντως* για νυφοπάζαρο, έχοντας όλα αρκετά αποκαλυπτικό ντεκολτέ που σε συνδυασμό με το κατάλληλο σουτιέν μπορούσαν να σε κάνουν να φαίνεσαι Βάνα Μπάρμπα. Βέβαια τα προβλήματα ερχόντουσαν όταν έμενες χωρίς δαύτο, και ήταν και ο λόγος που τα φορούσα μόνο όταν προσπαθούσα να ψαρέψω γκόμενο, και όχι αφού είχε καταπιεί το δόλωμα αμάσητο.

    Και δεν είναι ότι δεν έπιανε ψάρια, έπιανε, αλλά ήταν του είδους “Shoot first, ask questions later,” και κάπως έτσι έγραψα μέχρι και το …30 μου χιλιόμετρο.

    Ο Maurice ήταν ο 31ος μου. Καλά το έλεγα πόσο τυχερή είχα σταθεί κάνοντας αυτό το right swipe εκείνο το βράδυ. Κυριολεκτικά τράβηξα φύλλο από το 30 και μου βγήκε άσσος!

    «Πώς σου φαίνομαι;» τον ρώτησα κάνοντας μια στροφή γύρω από τον εαυτό μου για να με δει απ’ όλες τις μεριές.

    “Stunning!” μου απάντησε και κόντεψα και πάλι να χυθώ στο πάτωμα. Εντάξει, μπορεί να μίλαγε η δαγκωμένη λαμαρίνα, αλλά δεν ήταν απλό κομπλιμέντο, τα μάτια δεν λένε ψέματα!

    «Τονίζεται λίγο το κοιλουμπίνι μου!» του είπα χαχανίζοντας ντροπαλά, μην μπορώντας να πνίξω τις ανασφάλειές μου.

    (“Κοιλουμπίνι”… Ακριβώς όπως λέμε “Ειρηνικός” Ωκεανός και Ακρωτήριο της “Καλής Ελπίδας”. Στα μάτια μου διέθετε το ιδιωτικό του βαρυτικό πεδίο.)

    “This,” είπε δείχνοντας το στομάχι του, “is the real thing! It curves space, it stretches time, the whole nine yards!” μου έκανε και μου ξέφυγε ένα ροχαλητό. “Nice try, though,” συνέχισε κλείνοντάς μου το μάτι και αφοπλίζοντάς με τελείως.

    Γιατί το “Nice try” είχε διπλή ανάγνωση. Από τη μια μου έλεγε χιουμοριστικά «Εγώ έχω ακόμα μεγαλύτερη κοιλιά,» και από την άλλη μου έλεγε «Καταλαβαίνω τι κάνεις, σταμάτα.»

    Ήμασταν σχεδόν έτοιμοι. Πήγα στο δωμάτιο/γραφείο που πλέον θύμιζε περισσότερο καταψύκτη παρά δωμάτιο και πήρα τα λουλούδια. Έκλεισα το air-condition και άφησα ανοιχτή την πόρτα ώστε να ζεσταθεί λίγο ο χώρος.

    Κάπως έτσι, εγώ με τα λουλούδια στο χέρι και ο Maurice με το ουίσκι, κατεβήκαμε στο αυτοκίνητό του και πριν πάμε στους δικούς μας έπρεπε να περάσουμε και από ένα ζαχαροπλαστείο να πάρει γλυκά.

    «Μωρό μου δε χρειάζεται…» πήγα να του πω αλλά δεν άκουγε κουβέντα.

    «Τα λουλούδια είναι για τη μητέρα σου, το ουίσκι είναι για τον πατέρα σου και τα γλυκά για το σπίτι!» μου δήλωσε.

    «Το σπίτι δεν τρώει γλυκά, εμείς θα τα φάμε!» του απάντησα χαχανίζοντας.

    Και άλλες δέκα στο ποπουδάκι μου γιατί “Sternes” was his middle name! Και μετά με ρώτησε αν έχω κάποια προτίμηση, γιατί ναι μεν τα γλυκά μπορεί να ήταν για το σπίτι, αλλά ο ίδιος θα έπαιρνε το αγαπημένο μου.

    “‘Sweet caress’” is my middle name μου δήλωσε—o αρκούδος μου κατά τα φαινόμενα είχε πιο πολλά middle names απ’ ότι η Elizabeth Taylor συζύγους.

    Σταματήσαμε έξω από ένα ζαχαροπλαστείο και κατεβήκαμε και οι δύο. “Do your worst!” μου είπε και ξαμολήθηκα σαν ταύρος σε υαλοπωλείο. Εντάξει, έπαθα ντιριντάχτα, δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω. Τελικά κατέληξα σε ένα cheesecake καραμέλα/μπισκότο που μου άρεσε φοβερά η εμφάνισή του, ελπίζοντας να μην πάθουμε κανένα ζάχαρο στα καλά καθούμενα.

    «Μην ανησυχείτε, δεν είναι πολύ γλυκό,» με διαβεβαίωσε η πωλήτρια, αλλά τι θα μου έλεγε δηλαδή; Ότι μετά από ένα πιατάκι θα χρειαζόμασταν ομαδικώς ενέσεις ινσουλίνης σε δόση για μαμούθ με γιγαντισμό;

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε ενώ εμένα η αγωνία μου είχε αρχίσει να φουντώνει. Το μυαλό μου πήγε αυτόματα στην τελευταία φορά που τους είχα πάει… γαμπρό, τον ακατανόμαστο.

    Εντάξει, δεν είχε ντυθεί και σαν το λέτσο, με τζιν και καλό πουκάμισο είχε ντυθεί ο άνθρωπος, παρόλο που τον είχα προειδοποιήσει ότι οι γονείς μου θα είναι ντυμένοι σαν να δίνουν δεξίωση.

    Ο πατέρας μου έχει πιο πολλές γραβάτες και κουστούμια απ’ ότι η Μαίρη φορέματα, δεν λέω τίποτε άλλο. Δεν διανοείται να πάει στο ιατρείο του ή στο νοσοκομείο ή στο πανεπιστήμιο αν δεν φορέσει κουστούμι και γραβάτα, και δεν πάει να έχει έξω 50 βαθμούς κελσίου.

    Μη με πάρετε στραβά, τον Αργύρη δεν τον είχαν αντιπαθήσει επειδή δεν είχε ντυθεί σα γαμπρός, στην αρχή μάλιστα τον είχαν συμπαθήσει. Τα δύσκολα ήρθαν μετά, όταν άρχισαν να καταλαβαίνουν τι καπνό φουμάρει.

    Καλά, δεν ήταν οι μόνοι. Η Μαίρη έβγαζε αναφυλαξία με την πάρτη του, παρόλο που μαζί της ήταν πολύ μετρημένος. (Δηλαδή κοτάρα, έξω μπορεί να το έπαιζε πολλά βαρύς αλλά μπροστά στη Μαίρη η κοτούλα κο-κο-κο το κοκοράκι κικιρικικί.)

    Δεν ήταν κακός άνθρωπος ρε γαμώτο, για παράδειγμα αγαπούσε τα ζώα, φρόντιζε όλα τα αδέσποτα σκυλιά και γατιά της γειτονιάς του. Με τους ανθρώπους είχε πρόβλημα. Πραγματικά δεν χωρούσε το μυαλό μου πως ένας άνθρωπος τόσο τρυφερός και αγαπησιάρης με τα ζώα, μπορούσε να είναι τόσο ρατσιστής και να έχει αυτές τις απόψεις που είχε.

    Για να μη χρειάζεται να του δίνω συνεχώς οδηγίες απλά του είχα στείλει το στίγμα του σπιτιού των γονιών μου και από εκεί και πέρα ακολούθησε τον navigator του αυτοκινήτου του. Γύρω στις οκτώ παρά φτάσαμε στο πατρικό μου, όπου τον συμβούλεψα να το παρκάρει πίσω από το SUV του μπαμπά.

    Κατεβήκαμε και περιμέναμε έξω από την πόρτα να πάει οκτώ ακριβώς, γιατί “On time” ήταν και αυτό ένα από τα middle names του. Εμμονή θα το έλεγα εγώ, αλλά αρκετές είχε γράψει το κωλαράκι μου, και όχι τίποτε άλλο αλλά αύριο θα είχε και flogger.

    Δε βαριέσαι, τουλάχιστον θα βγάλει τα λεφτά του, είπε ο Στωικός μέσα μου. Το είχα πάρει για να παίξουμε με τον ακατανόμαστο αλλά πρόλαβε και μ’ έφερε στα όρια μου και τον έτζασα, οπότε μού ‘μεινε αμανάτι να το έχω να τον θυμάμαι…

    Ναι, μου άρεσε δε μου άρεσε, θα άφηνα τον Maurice να τον χρησιμοποιήσει μέχρι να μου γίνει το δέρμα σαγρέ, σαν τον πιτσιλωτό τοίχο στην είσοδο της πολυκατοικίας. Όχι γιατί είμαι ιδιαίτερα μαζοχίστρια—που είμαι δηλαδή, ψυχολογικά τουλάχιστον—αλλά για να το ξορκίσω. Και μετά ας πήγαινε στα σκουπίδια, don’t care!

    «Χτύπα το κουδούνι,» μου είπε ο Maurice βγάζοντας με από τις σκέψεις μου. Χτύπησα το κουδούνι και ακούσαμε το χαρακτηριστικό βουητό του ξεκλειδώματος. Περάσαμε μέσα και πήραμε το ασανσέρ. Το πατρικό μου ήταν οροφοδιαμέρισμα και έτσι δεν κινδυνεύαμε να τρακάρουμε κανένα γείτονα βγαίνοντας από το ασανσέρ.

    Σταθήκαμε έξω από την είσοδο του διαμερίσματος, πήρα μια βαθιά ανάσα και χτύπησα το κουδούνι. Η πόρτα άνοιξε και από πίσω ήταν η Ευτύχω με το ευγενικό της, πλην όμως επιφυλακτικό χαμόγελο. Χαμόγελο που έγινε πολύ πιο ζεστό όταν είδε πως είχε ντυθεί ο… γαμπρός.

    «Καλώς τους,» μας είπε στα αγγλικά.

    “Madam!” της είπε ο Maurice και χτυπώντας το πόδι του στο πάτωμα της έκανε μια ελαφριά υπόκλιση.

    Άπλωσε το χέρι του με την παλάμη προς τα πάνω και η Ευτύχω έπαθε ταράκουλο. Έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό του και ο Maurice έσκυψε και το άγγιξε με τα χείλη του.

    (ΜΑΛΑΚΑ ΜΟΥ ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΔΩ 

    Ο πατέρας μου δεν ήταν δίπλα της, οπότε τσάμπα η φασαρία να μάθει το “Γιατί τον άγγιξε το Impulse,”

    “For you,” της είπε χαρίζοντάς της ένα ζεστό χαμόγελο και της έδωσε το μπουκέτο με τα ροζ τριαντάφυλλα.

    “My!” είπε χαμογελώντας από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. “Please, come in!”

    Περάσαμε μέσα και εκεί εμφανίστηκε και ο πατέρας μου φορώντας ένα charcoal κουστούμι με ανοιχτό γαλάζιο πουκάμισο και σκούρα μπλε γραβάτα. Ψηλός και δεμένος, ο μπαμπάς μου είναι κούκλος—και ρε παιδί μου, όσο γερνάει τόσο πιο όμορφος γίνεται.

    “Sir!” του έκανε ο Maurice επαναλαμβάνοντας αυτό με το χτύπημα στο πόδι και την ελαφριά υπόκλιση και μετά έδωσε το χέρι του στον πατέρα μου—όχι, αυτή τη φορά δεν ήταν για χειροφίλημα.

    “Hello Maurice,” του είπε ζεστά ο πατέρας μου σφίγγοντάς του το χέρι. “Nice to meet you, and please call me Anestis!” συνέχισε, και ο αρκούδος μου έπαθε ένα ελαφρύ κοκομπλόκο.

    “Thank you, Sir… I mean… Anestis… Sir…” του είπε σχεδόν μασώντας τα λόγια του, κάνοντας τον Ανέστη—που το καταδιασκέδαζε—να γελάσει σιγανά.

    “Just Anestis,” του είπε με τη βαθιά, μπαμπαδίστικη φωνή του.

    “Right!” είπε ο Maurice χαχανίζοντας ελαφρά.

    «Περάστε, τι στέκεστε;» είπε η μητέρα μου η οποία απ’ όσο μπορώ να την καταλάβω είχε πραγματικά λερώσει τα βρακιά της με το γαμπρό. “You can call me Efytchia, or, if it’s difficult for you to pronounce, Efi.”

    Μετά χαμογέλασε και έκανε το πρώτο της αστείο.

    “And don’t you never ever “madam” me again…” του είπε χαμογελαστή, αφήνοντας το θεατρικά απειλητικό “or else” να αιωρηθεί.

    “Cross my heart!” της είπε ο Maurice! “Dully noted, never ever call you “madam”, and wear socks with sandals!”

    Οι δικοί μου—και οι δύο—τον κοιτάξαν για μερικές στιγμές σαν κεραυνοβολημένοι και μετά βάλανε τα γέλια. Γνήσια γέλια!

    «Του ενέπνευσα το φόβο του Θεού!» τους είπα, υπενθυμίζοντάς και στους δυο ότι ήμουν κι εγώ παρούσα.

    «Αχ Στέλιο ήρθες;» ρώτησε ο πατέρας μου στα ελληνικά, και μου ξέφυγε ένα ροχαλητό από την αναφορά στο «μια τρελή-τρελή οικογένεια.» Ο Maurice φυσικά δεν το έπιασε, έπιασε ωστόσο το ότι γέλασα και εγώ και η μαμά, και έτσι χαμογέλασε και εκείνος, και ας μην είχε ιδέα γιατί χαμογελάει.

    Το “While in Rome…” κατά τα φαινόμενα ήταν ακόμα ένα από τα πολυάριθμα middle names του αρκούδου μου!

    Και εκεί συνειδητοποίησα ότι κάτι έλειπε. «Πού είναι ο Morty?» ρώτησα απορημένη.

    «Τον έχουμε μέσα,» μου απάντησε η μητέρα μου. Κοίταξε τον Maurice. «Δεν ήξερα αν τα πηγαίνει καλά με τα σκυλιά!»

    «Τα λατρεύει!» τη διαβεβαίωσα. «Άντε που μου κλείδωσες το παιδί στο δωμάτιο,» της είπα παραπονιάρικα. «Τι μάνα είσαι εσύ;»

    Ο Maurice εντωμεταξύ κατάλαβε ότι κάτι λέμε που τον αφορούσε αλλά προφανώς δεν κατάλαβε τι. Γύρισα προς το μέρος του απολογητικά ενώ η μαμά πήγε να… απελευθερώσει τον υπόδικο.

    «Συγνώμη μωρό μου. Ρώτησα τη μαμά που είναι ο Morty, και επειδή δεν ήξερε πως τα πας με τα σκυλιά τον είχε κλειδώσει στο δωμάτιο!»

    «Τα λατρεύω!» μου είπε.

    «Ναι, εγώ το ξέρω, η μαμά δεν το ήξερε… Α, να τος και ο έτερος Καππαδόκης!» είπα χαχανίζοντας καθώς ο Morty στην κυριολεξία σπινιάρισε στο πάτωμα προσπαθώντας να τρέξει προς το μέρος μας. Ήρθε γαυγίζοντας και χοροπηδώντας λες και είχε καταπιεί ελατήριο.

    «Αγορίνα μου!» του είπα τρυφερά και τον σήκωσα στην αγκαλιά μου και ο Morty άρχισε να με γλείφει ευτυχισμένος σε όλο μου το πρόσωπο.

    “Hello Morty!” του είπε ο Maurice και ο Morty—που ως γνήσιο μαλτεζάκι αγαπάει όλο τον κόσμο—πήγε να χοροπηδήσει από την αγκαλιά μου στη δική του. Ο Maurice χαχάνισε, μου έδωσε τη σακούλα με το ουίσκι, και τον πήρε αγκαλιά, και έτσι έγινε και του λόγου του σύχριστος απ’ το γλείψιμο.

    “Who’s a good boy? You’re a good boy? Yes! You’re a good boy!” του είπε στα αγγλικά, που προφανώς ο Morty δεν καταλάβαινε. Καταλάβαινε ωστόσο τον τόνο της φωνής και κόντεψε να ξεκολλήσει την ουρά του από το κούνημα.

    Μαμά και μπαμπάς τον χαζεύανε μ’ ένα χαμόγελο από το ένα αυτί ως το άλλο. Αν είχε κερδίσει δέκα πόντους στην εκτίμησή τους με το decorum του, μόλις κέρδισε και άλλους δέκα!

    Κατέβασε απαλά τον Morty στο πάτωμα, που γαυγίζοντας με την τσιριχτή φωνή του, άρχισε να πηδάει πάνω-κάτω στα δύο πόδια, κάνοντας τη σουρικάτα στην Ευτύχω, που τον έπιασε και τον πήρε αγκαλιά.

    Έδωσα και πάλι τη σακούλα στον Maurice. “S…” ξεκίνησε να λέει, αλλά κατάλαβε τη γκάφα που πήγε να κάνει και το έσωσε αμέσως. “Anestis, that’s for you,” του είπε και του έδωσε τη χάρτινη πολυτελή σακούλα με το single malt. «Η Σοφία μου είπε ότι σ’ αρέσει το single malt.»

    Δεν του είπε ότι το ουίσκι που του είχε φέρει είχε πάρει το 2025 το πρώτο βραβείο. Ο Maurice δεν ήθελε να μιλάει με λόγια, ήθελε οι πράξεις του να μιλάνε για εκείνον.

    «Σ’ ευχαριστώ!» του είπε ο μπαμπάς χαμογελώντας ακόμα πιο πλατιά. Έβγαλε το κουτί από το ουίσκι από τη συσκευασία και το κοίταξε προσεκτικά.

    Δεν ξέρω αν ο μπαμπάς αναγνώρισε τη μάρκα, ή αν γνώριζε καν ότι το ουίσκι που του έφερε ο Maurice είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο. Αυτό που κατάλαβε ωστόσο ήταν ότι ο αρκούδος μου δεν του πήρε απλά ένα μπουκάλι ουίσκι, το έψαξε πριν το κάνει. Τα μάτια του μπαμπά άστραψαν.

    Περάσαμε στο σαλόνι και ο μπαμπάς με την μαμά καθίσανε στον τριθέσιο καναπέ ενώ εγώ και ο Maurice στον διθέσιο.

    «Να το εγκαινιάσουμε;» τον ρώτησε ο πατέρας μου.

    «Γιατί όχι;» του είπε ο Maurice.

    «Ευτυχία, Σοφία; Θέλετε;» μας ρώτησε ο πατέρας μου και σηκώθηκε για να σερβίρει.

    «Εγώ όχι μπαμπά,» του είπα.

    «Όχι Ανέστη μου, ούτε εγώ θα πιώ ουίσκι,» του είπε η μαμά και μετά γύρισε προς τα μένα. «Κρασί, αναψυκτικό ή μπύρα;» με ρώτησε.

    «Αναψυκτικό μαμά, θα πιούμε μπύρα με το φαγητό,» της είπα και σηκώθηκα να πάω μέσα μαζί της. «Maurice, θες πάγο;» τον ρώτησα.

    “No, ba…” ξεκίνησε να λέει και κόλλησε. Ο πατέρας μου χαχάνισε. “No, babe,” είπε χαμογελώντας πιο θαρρετά. “I prefer my whiskey neat!” συνέχισε, για να κερδίσει ένα βλέμμα επιδοκιμασίας από τον μπαμπά.

    Ακολούθησα την Ευτύχω στην κουζίνα. Υποτίθεται για να τη βοηθήσω να σερβίρει, αλλά στην πραγματικότητα πέθαινα να επιβεβαιώσω την πρώτη της εντύπωση από τον Βέλγο μάγο μου.

    «Λέω να μη σερβίρουμε από τώρα, να τα πούμε λίγο πρώτα!» μου είπε με το που μπήκα στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο και έβγαλε ένα μπουκάλι λευκό κρασί. «Δεν πεινάτε, έτσι;» με ρώτησε με ξαφνική ανησυχία.

    «Φάγαμε μια σαλάτα,» της είπα καθησυχαστικά, παίρνοντας ένα ποτήρι από το ντουλάπι. Πήρα βαθιά ανάσα. Τα χέρια μου έτρεμαν ελαφρά καθώς έβαζα πάγο στο ποτήρι μου. Δεν άντεχα άλλο. «Μαμά, πώς σου φάνηκε ο Maurice;» τη ρώτησα με φωνή που σχεδόν έτρεμε, μη μπορώντας να κρύψω την αγωνία μου.

    Η μητέρα μου σταμάτησε να βάζει κρασί στο ποτήρι της και γύρισε να με κοιτάξει. Χαμογέλασε τρυφερά, με εκείνο το χαμόγελο που κρατούσε μόνο για μένα και τον αδερφό μου.

    «Πρώτη εντύπωση, 11/10,» μου είπε χαμογελώντας πλατιά.

    «Και που να τον γνωρίσετε καλύτερα!» της είπα νιώθοντας την καρδιά μου να χοροπηδάει σαν τρελή.

    «Είμαι σίγουρη,» μου είπε χαμογελαστή και με χάιδεψε τρυφερά στο πρόσωπο.

    Όντως, η πρώτη εντύπωση που της έκανε πρέπει να ήταν εξαιρετική. Η Ευτύχω, παρά την πλάκα που κάνω, είναι πολύ ζεστός άνθρωπος όταν τον γνωρίσεις. Απλά στην αρχή είναι πάντα επιφυλακτική—χρειάζεται χρόνο για να ανοιχτεί.

    Επιστρέψαμε στο σαλόνι, εγώ με τη zero μου, και η μαμά με το ποτήρι με το κρασί της. Γαμώτο, στο άγχος μου να μάθω τι εντύπωση είχε κάνει στη μαμά ο Maurice έχασα την πρώτη γουλιά του ουίσκι που έφερε δώρο ο αρκούδος μου στο μπαμπά.

    «Ισχύει!» άκουσα να λέει ο μπαμπάς καθώς επιστρέφαμε. Προφανώς απαντούσε σε κάτι που είχε πει ο αρκούδος μου. «Όντως, η σχέση μας με το χρόνο είναι… αρκετά πιο χαλαρή.»

    Κάθισα δίπλα στον Maurice, στα πόδια του οποίου είχε κουρνιάσει ο Morty. Mε το που με είδε άρχισε να χοροπηδάει πάλι ζητώντας χάδια κι από μένα, και τι να τον κάνω το μούργο; O Maurice κατέβασε το χέρι του πίσω από τον Morty και άγγιξε το δικό μου στον καναπέ.

    «Δεν είναι μόνο οι Έλληνες,» είπε ο Maurice, γέρνοντας λίγο πιο μπροστά. «Το έχω παρατηρήσει αυτό και στους Ισπανούς, και στους Ιταλούς, και στους Γάλλους—ειδικά στους νότιους—και στους Τούρκους.»

    Ο πατέρας μου κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση και σήκωσε το ποτήρι του. «Το θαύμα που λέγεται Μεσόγειος,» είπε χαμογελώντας. Πήρε μια μικρή γουλιά από το ουίσκι του. «Μπορεί να ακούγεται κλισέ αλλά ο ήλιος εδώ στο νότο λάμπει αλλιώς.»

    “It surely does,” συμφώνησε μαζί του ο Maurice και χωρίς να το θέλει, ζωγράφισε στόχο για τον Ανέστη.

    Ναι, ο μπαμπάς δεν είναι από εκείνους που αφήνουν τέτοιες ευκαιρίες να πάνε χαμένες. Άφησε ένα δευτερόλεπτο να περάσει για δραματικό εφέ και μετά έκανε του Maurice “It does, and don’t call me Shirley!”, αντιγράφοντας στην εντέλεια το deadpan ύφος του Leslie Nielsen.

    Τα βροντερά γέλια και των τριών μας παρέσυραν και την Ευτύχω, που γενικά δεν τη λες και fan του slapstick.

    Όταν καταλάγιασαν τα γέλια ο Maurice άρχισε να μας διηγείται τη δική του εμπειρία από την ταινία.

    “I will never forget the first time we saw Airplane,» ξεκίνησε να μας διηγείται. “Me and mom nearly stroked from laughing.”

    Έκανε μια μικρή παύση, το βλέμμα του έγινε μακρινό, νοσταλγικό. Ήταν τόσο γλυκούλης! Του άρπαξα το χέρι και του το έσφιξα μέσα στο δικό μου.

    “But what has always stood out for me was seeing my father laughing uncontrollably, tears running on his face.”

    Χαμογέλασε και πάλι, αυτή τη φορά πιο τρυφερά. “While he enjoys humor and delights in making me or mom laugh, himself is by nature more reserved.”

    Έκανε μια μικρή παύση και το βλέμμα του έγινε πιο παιχνιδιάρικο, σηκώνοντας ελαφρά το ένα φρύδι του. “Don’t get me wrong, he is expressive in general, but laughing hysterically, let’s just say it’s not his trademark!” μας είπε, κάνοντας και τους τρεις μας να χαμογελάσουμε ακόμα πιο πλατιά.

    «Maurice, η Σόφη μας είπε ότι σ’ αρέσει η fantasy,» του είπε ο πατέρας μου αλλάζοντας θέμα. Ακούμπησε το ποτήρι του στο τραπεζάκι και έγειρε μπροστά με ενδιαφέρον.

    “Guilty as charged!” απάντησε ο Maurice. Το πρόσωπό του φωτίστηκε με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. «Μου αρέσει κυρίως η heroic fantasy αλλά η παλιά, όχι η μοντέρνα. Ξέρετε…» Άρχισε να μετράει στα δάχτυλά του: «Moorcock, Leiber, Howard, Wagner και τα λοιπά.»

    Τα μάτια του πατέρα μου άστραψαν. «Moorcock, ε;» ρώτησε χαμογελώντας. Τον ήξερα αυτόν τον τόνο—είχε βρει κάποιον να συζητήσει τα αγαπημένα του θέματα.

    Ο Maurice κούνησε το κεφάλι του με ενθουσιασμό. «Ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του. Έφτιαξε τον πρώτο πραγματικό αντιήρωα.»

    Πήρε μια γουλιά από το ουίσκι του και συνέχισε:

    «Ακολούθησαν Wagner και Leiber, αν και οι Fafhrd και Gray Mouser του δεύτερου είναι κυρίως χιουμοριστικοί, σε αντίθεση με Elric ή Kane.»

    Το χαμόγελο του πατέρα μου έγινε ακόμα πιο έντονο. Σε θέματα fantasy με τον Maurice είχε κυλήσει ο τέντζερης και είχε βρει το καπάκι!

    «Lovecraft?» ρώτησε ο πατέρας μου, σηκώνοντας ελαφρά το ένα φρύδι του.

    Ο Maurice κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, σουφρώνοντας λίγο τα χείλη του. «Δεν μου αρέσει ο υπαρξιακός τρόμος, τουλάχιστον όχι δοσμένος με τον τρόπο του Lovecraft ή του Wilson ή ακόμα και του Clark Ashton Smith,» του απάντησε.

    Σταμάτησε και ήπιε άλλη μια γουλιά. Το σκέφτηκε λίγο, τα μάτια του κοίταζαν κάπου μακριά, σα να έψαχνε να βρει τα σωστά λόγια.

    «Θα μου πείτε πως από μια οπτική και οι ιστορίες του Elric είναι γεμάτες με υπαρξιακές ανησυχίες,» συνέχισε, κάνοντας μικρές χειρονομίες με το ελεύθερο χέρι του, «αλλά όχι με τον τρόπο της Μυθολογίας Cthulhu που το σύμπαν είναι αδιάφορο και πέρα από την κατανόησή μας.»

    Έγειρε ακόμα πιο μπροστά, τα μάτια του έλαμπαν με πάθος.

    «Ο Elric κατανοεί πώς λειτουργεί το πολυσύμπαν αλλά παρόλο που ξέρει ότι δεν είναι παρά ένα πιόνι σ’ ένα στημένο παιχνίδι, παλεύει με όλη του τη δύναμη ενάντια σ’ αυτό που του έχει γραφτεί.»

    Η φωνή του έγινε πιο χαμηλή, πιο σκεπτική.

    «Αυτή η τραγικότητα του να παλεύεις ξέροντας ότι είσαι καταδικασμένος, το να προσπαθείς να κάνεις αυτό που θεωρείς καλό και στην προσπάθεια να καταστρέφεις ότι αγαπάς… δεν ξέρω…»

    Χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελό του ήταν θλιμμένο, μελαγχολικό. Κοίταξε το ποτήρι του για μια στιγμή.

    «Αν ο Lovecraft είναι ο συντριπτικός τρόμος του αγνώστου, ο Elric είναι ο τρόμος του αναπόφευκτου…»

    Πραγματικά είχε κυλήσει ο τέντζερης και είχε βρει το καπάκι. Θα μπορούσα να τους ακούω—μόνο να τους ακούω—για ώρες. Οι μεγάλες δυνάμεις, από την άλλη, είχαν διαφορετική άποψη.

    «Παιδιά!» Η φωνή της μητέρας μου έκοψε την ατμόσφαιρα σαν μαχαίρι. Στεκόταν στην πόρτα του σαλονιού με τα χέρια στη μέση. «Αν θέλετε να συζητήσετε για δράκους και μάγους μέχρι το πρωί, κανένα πρόβλημα, αλλά πρώτα θα φάτε!»

    «Δεν είναι δράκοι και μάγοι…» πήγε να διαμαρτυρηθεί ο πατέρας μου αλλά το βλέμμα της μαμάς τον επανάφερε στην τάξη. «Έχεις δίκιο, αγάπη μου,» της είπε τελικά. «Η συζήτηση αυτή μπορεί να περιμένει.»

    Μετά γύρισε προς τον Maurice. «Αλλά μετά το φαγητό, έχουμε πολλά να πούμε!»

    «Looking forward to it!» του είπε ο Maurice με μάτια που άστραφταν από ενθουσιασμό.

    Η καρδιά μου έκανε άλλη μια κωλοτούμπα μέσα στο στέρνο μου. Τον μπαμπά μου τον είχε κερδίσει! One parent to go!

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  6. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Contributor

    Μέρος 18ο - Σαν πίτμπουλ!!!

    Ακολούθησα τη μαμά στην κουζίνα για να τη βοηθήσω να σερβίρουμε το τραπέζι. Με το που άνοιξε το φούρνο, η μυρωδιά του μουσακά μου έσπασε τη μύτη. Το άρωμα από τη μπεσαμέλ και τον κιμά γέμισε όλο το χώρο. Η μαμά, όπως πάντα, τον είχε φτιάξει αριστούργημα

    Είχε κόψει και σαλάτα η Ευτύχω μου, χωριάτικη με ντομάτα, αγγούρι, πιπεριά και φέτα. Αλλά κάτι έλειπε.

    «Μαμά, γιατί δεν έχει κρεμμύδι η σαλάτα;» τη ρώτησα με περιέργεια, σηκώνοντας το ένα φρύδι μου.

    «Δεν ήξερα αν το τρώει ο Maurice,» μου είπε απολογητικά.

    «Αν το τρώει λέει;» της είπα χαχανίζοντας. Κούνησα το κεφάλι μου με διασκέδαση. «Θα κόψω εγώ!»

    Έσκυψα στο ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη και έβγαλα ένα μεγάλο κρεμμύδι. Το ξεφλούδισα γρήγορα και άρχισα να το κόβω σε λεπτές φέτες.

    Ενώ το μαχαίρι έκοβε ρυθμικά, διηγήθηκα στην Ευτύχω το πρώτο μας ραντεβού. «Σε μια φάση μου λέει “Θέλω να κάνω ένα τσιγάρο.”»

    Εκεί με διέκοψε η μητέρα μου, γυρίζοντας απότομα. «Καπνίζει;»

    «Στη χάση και στη φέξη,» της απάντησα αδιάφορα. «Άλλο ήθελα να πω.»

    Συνέχισα να κόβω το κρεμμύδι, τα μάτια μου άρχισαν να τσούζουν ελαφρά.

    «Τον ρωτάω έκπληκτη “Μου ζητάς άδεια;” και μου απαντάει ότι φοβήθηκε μη μυρίζει μετά το στόμα του.»

    Σταμάτησα το κόψιμο και γύρισα προς τη μητέρα μου με ένα πλατύ χαμόγελο. «“Ρε αγόρι μου,” του είπα, “μαζί με τα παϊδάκια φάγαμε μια πιατέλα σαλάτα τίγκα στο κρεμμύδι και δυο μερίδες τζατζίκι, και ανησυχείς μη μυρίζει το στόμα σου τσιγαρίλα;”»

    Παρόλο που η μάνα μου έβαλε τα γέλια, κουνώντας το κεφάλι της, τον δικαιολόγησε. «Έτσι κάνουν οι άνθρωποι που έχουν καλούς τρόπους!» μου είπε με ένα επιδοκιμαστικό χαμόγελο.

    (Καλά, ας μας έβλεπε πώς τρώμε οι δυο μας όταν είμασταν μεταξύ μας και θα σου έλεγα. Εκεί δεν έχει Decorum, έχει όποιος προλάβει τον Κύριο οίδε.)

    Έριξα το κρεμμύδι στη σαλάτα και άρχισα να την ανακατεύω με τις σαλατιέρες.

    «Εσύ τι θα πιείς, κρασί ή μπύρα;» με ρώτησε η μαμά καθώς έβγαζε το ταψί με το μουσακά από το φούρνο.

    «Μπύρα!» της απάντησα αποφασιστικά. Έδωσα μια τελευταία ανακάτεμα. «Έτοιμη και η σαλάτα!»

    Κοίταξα γύρω μου στην κουζίνα. Εκτός από το μουσακά και τη σαλάτα, η Ευτύχω είχε φτιάξει και μεζεδάκια. Σε ένα μπολ είχε πάστα πράσινης ελιάς—την αγαπημένη μου—και σε ένα άλλο μπολ ξύγαλο.

    «Το τρώει, έτσι;» με ρώτησε με μαμαδίστικη ανησυχία.

    «Μη το βαρεθεί μόνο!» της είπα χαχανίζοντας. «Για πρωινό σήμερα του έφτιαξα παξιμάδια Κυθήρων με ξύγαλο και ντομάτα.» Θυμήθηκα τη στάκα και σταμάτησα απότομα. «Μαμά, έχετε καθόλου στάκα; Η δική μου τελείωσε…»

    Τα μάτια της γούρλωσαν και με κοίταξε σαν να μου είχαν φυτρώσει κέρατα. «Έφαγες ένα ολόκληρο μπολ στάκα;» με ρώτησε. «Πότε πρόλαβες;»

    Ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους μου, προσπαθώντας να φανώ χαλαρή. «Από εδώ και από εκεί!» της είπα, μη θέλοντας να μπω σε αυτή τη συζήτηση.

    Η Ευτύχω το έπιασε και ευτυχώς δεν επέμεινε.

    Η στάκα, αν και μοιάζει με βούτυρο, δεν είναι. Μπορείς να την αλείψεις και να τη φας με σκέτο ψωμί, ωστόσο εκεί που πραγματικά αναδεικνύεται είναι ως ενισχυτικό. Αυγά τηγανητά, πατάτες τηγανητές, ομελέτα, μακαρόνια, μπιφτέκια, πιλάφι (το γαμοπίλαφο έτσι φτιάχνεται, με στάκα!). Όρεξη να έχεις να τρως! Κάπως έτσι εξαφανίστηκε και η δική μου.

    «Θα σου κλέψω λίγη φεύγοντας!» την προειδοποίησα με ένα πονηρό χαμόγελο, κάνοντάς την να γελάσει. «Και εννοείται ότι θα πάρω και τον υπόλοιπο μουσακά!»

    Με κοίταξε με εκείνο το μαμαδίστικό της βλέμμα που μ’ έκανε να λιώνω. «Να τα πάρεις, αγάπη μου,» μου είπε χαμογελώντας μου τρυφερά. «Για εσάς τον έφτιαξα!»

    Πήρα το ταψί με το μουσακά στα χέρια μου—ήταν ακόμα ζεστό. «Λοιπόν, πάμε μέσα γιατί αν το ρίξουν και πάλι στη fantasy δε θα τους ξεκολλήσουμε!» της είπα χαχανίζοντας. «Θα γυρίσω να πάρω εγώ τις μπύρες!»

    «Άντε, πάμε!» μου είπε, παίρνοντας τη σαλατιέρα.

    Και αμ έπος αμ έργο, κατευθυνθήκαμε προς την τραπεζαρία.

    Ναι, δεν μιλούσανε για fantasy. Από το διάδρομο άκουγα τον Maurice να διηγείται κάποια ιστορία. Η διήγησή του κοβόταν από τα δικά του γέλια, και τον πατέρα μου να τον συνοδεύει πρίμο σεκόντο.

    “SHE’S A RAVING LUNATIC! TILL TODAY I THOUGHT THAT THE 220 ON THE SPEEDOMETER WAS PURELY DECORATIVE!” τον άκουσα να διηγείται.

    Αμέσως κατάλαβα ότι έλεγε στο μπαμπά την ιστορία της τρελλογκαζιάρας Martine που είχε κάνει τον Willem να δαγκώσει το ΤΑΠ του.

    “Speak of the devil!” είπε ο πατέρας μου όταν ηρέμησε από τα γέλια, βλέποντας την Ευτύχω να μπαίνει. “She da boss!” συμπλήρωσε δείχνοντας την—προφανώς άκουσε τον όρο από τον Maurice, κάνοντας τον αρκούδο παραλίγο να πνιγεί με το ουίσκι του κι εμένα να μου πέσει το ταψί από τα χέρια.

    «Τι λες για μένα βρε αχαΐρευτε;» τον μάλωσε τρυφερά η Ευτύχω, αλλά τα μάτια της έλαμπαν.

    «Τα καλύτερα!» της απάντησε ο πατέρας μου. Έβαλε και πάλι τα γέλια. Ο Maurice έγινε μωβ στην προσπάθεια να μη βάλει τα γέλια κι εκείνος, πιέζοντας τα χείλη του σφιχτά.

    Ναι, εντάξει, τα αγόρια τα είχαν βρει μεταξύ τους. Χαμογελώντας σαν βλαμμένο από ευτυχία, βοήθησα τη μαμά να σερβίρει. Ακούμπησα το ταψί στο κέντρο του τραπεζιού. Όλοι καθίσαμε στις θέσεις μας. Η μαμά κοίταξε τον Maurice με ένα ευγενικό χαμόγελο.

    “Do you pray before dinner?” τον ρώτησε.

    “No, ma…” ξεκίνησε να λέει. Τα μάτια του γούρλωσαν ελαφρά—πρόλαβε να το μαζέψει πριν την πει “madam”. Ίσιωσε τους ώμους του και συνέχισε με deadpan ύφος: “I trust your skills!”

    Της Ευτύχως της ξέφυγε ένα καθόλου καθώς πρέπει ροχαλητό. Το χέρι της πήγε στο στόμα της για να το κρύψει. Για τον μπαμπά δε μιλάμε—κόντεψε να βάλει τα κλάματα από τα γέλια, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι.

    Κι εγώ; Εγώ παραλίγο να βάλω τα κλάματα από τη χαρά μου βλέποντας τους γονείς μου να γελάνε και να αστειεύονται με τον αρκούδο μου λες και τον γνώριζαν χρόνια.

    Η βραδιά κυλούσε υπέροχα. Μετά το φαγητό, που ο Maurice εκθείασε σε όλους τους τόνους—“This is better than any restaurant!” είπε στη μαμά μου που κοκκίνισε σαν παρθένα—καθίσαμε πάλι στο σαλόνι.

    Ο Maurice μας διηγήθηκε για την παιδική του ηλικία. “When I was seven, I decided I wanted to be a knight,” μας είπε με νοσταλγία. “So, I made armor from cardboard boxes and challenged the neighbor’s dog, Leo, to a duel!”

    «Και τι έγινε;» ρώτησε ο μπαμπάς έχοντας αρχίσει ήδη να γελάει προκαταβολικά.

    “Leo, won by knockout!” απάντησε ο Maurice. “He was a massive Leonberger, over 90kilos! He destroyed my armor by winging his tail like a lunatic and then pinned me down and licked my face!”

    Μας είπε αστείες ιστορίες δικές του και των γονιών του—πώς η μητέρα του είχε κατά λάθος βάψει όλα τα άσπρα ρούχα ροζ, πώς ο πατέρας του προσπάθησε να φτιάξει μόνος του την κουζίνα και κατέληξε να πλημμυρίσει το σπίτι.

    Και φυσικά, οι δικοί μου δεν έχασαν την ευκαιρία να του διηγηθούν τα παιδικά μου κατορθώματα.

    «Να φανταστείς,» ξεκίνησε η μαμά μου με ένα πονηρό χαμόγελο, «στα έξι της χρόνια, στα Ανώγεια, βγήκε τσίτσιδη στο δρόμο. Πήγε η γιαγιά της να τη μαζέψει…»

    «ΜΑΜΑ!» φώναξα κόκκινη σαν παντζάρι.

    «“Πού πας μωρή ξεβράκωτη;” φώναζε η γιαγιά της προσπαθώντας να την πιάσει, και το σκασμένο ήταν ευέλικτη σα μαϊμού!»

    Τη διήγηση τη συνέχισε ο πατέρας μου. «Μπροστά λοιπόν η Σοφία να τρέψει στο δρόμο ξεβράκωτη και πίσω η γιαγιά της να προσπαθεί να την πιάσει!» είπε και έβαλε και πάλι τα γέλια, με τη μαμά και τον Maurice να ακολουθούν κι εγώ να σκέφτομαι σοβαρά τη μετακόμιση σε καμιά μογγολική στέπα.

    «Να τρέχει και να φωνάζει…» είπε και πνίγηκε πάλι από τα γέλια «Είμαι η Μπο Ντέρεκ!» και δωσ’ του νέα γέλια και από τους τρεις.

    Ο Maurice κοίταξε από μένα στους γονείς μου και πίσω. “Bo Derek?” ρώτησε με απορία όταν βρήκε της ανάσες του. «Πώς της ήρθε; Πού την ήξερε έξι χρονών παιδί;»

    «Αυτή είναι και η δική μας απορία εικοσιτέσσερα ολόκληρα χρόνια!» απάντησε η μητέρα μου, και πάρ’τους κάτω ξανά και τους τρεις.

    «Στα βαφτίσια της να δεις τι έκανε!» ξεκίνησε και πάλι ο πατέρας μου. Τα μάτια του έλαμπαν με εκείνη τη λάμψη που είχε όταν ετοιμαζόταν να πει την ιστορία που έχει γίνει θρύλος στ’ Ανώγια.

    «Μικρή,» ξεκίνησε να διηγείται, γέρνοντας συνωμοτικά προς τον Maurice, «ήταν πολύ κλαψιάρα!» ενώ του λόγου μου βυθίστηκα πιο βαθιά στην καρέκλα προσπαθώντας να εξαφανιστώ.

    «Στα βαφτίσια της λοιπόν, όλοι μοιρολογούσαμε προκαταβολικά για το τι γκρίνια έχει να πέσει!» ξεκίνησε να λέει και ο Maurice έγειρε μπροστά με ενδιαφέρον, το ποτήρι με τη μπύρα ξεχασμένο στο χέρι.

    «Τη βάζουμε στον πάγκο, κλάμα.» Ο μπαμπάς άρχισε να μιμείται τις κινήσεις. «Τη γδύνει η νονά της, κλάμα! Την παίρνει στα χέρια του ο παπά-Νικόλας, κλάμα!»

    «Τη σηκώνει για να τη βουτήξει στο νερό, και ξαφνικά…» Έκανε μια δραματική παύση. «Ησυχία!»

    «Μπαμπά, όχι!» τον παρακάλεσα απελπισμένη, κρύβοντάς το πρόσωπό μου πίσω από την πετσέτα, αλλά ήταν ασταμάτητος.

    «Τη βουτάει στο νερό, την ξαναβουτάει στο νερό, τίποτα η Σοφία. Ούτε δάκρυ! Πάνω που αρχίζουν όλοι να σταυροκοπιούνται για το θαύμα, τη βγάζει έξω και την αφήνει στον πάγκο…»

    «ΜΠΑΜΠΑ!!!!!» φώναξα και π, προσπαθώντας να τον σταματήσω. Αλλά μπα…

    «Και τι κάνει;» Σταμάτησε για δραματικό εφέ, κοιτάζοντας τον Maurice. «ΤΟΥ ΔΑΓΚΩΝΕΙ ΤΟ ΧΕΡΙ!»

    Ξέσπασε σε γέλια. Μαζί του έβαλαν τα γέλια και η μαμά με τον Maurice. Ο Maurice χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι τόσο δυνατά που η μπύρα του παραλίγο να χυθεί.

    «ΤΟΝ… ΧΑΧΑΧΑΧΑ ΤΟΝ… ΤΟΝ ΑΡΠΑΞΕ ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΣΑΝ ΧΑΧΑΧΑΧΑ ΣΑΝ… ΧΑΧΑΧΑ ΣΑΝ ΠΙΤΜΠΟΥΛ ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!!!» είπε ο μπαμπάς πνιγμένος στα γέλια, όχι ότι οι άλλοι δύο πήγαιναν πίσω. Χτυπιόντουσαν στο τραπέζι με το δάκρυ να τρέχει κορόμηλο ενώ εγώ να παρακαλάω ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί.

    «Ο ΠΑΠΠΑΣ ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ Ο ΠΑΠΑΣ ΝΑ ΦΩΝΑΖΕΙ “ΑΣΕ ΜΕ ΚΑΤΟΥ ΒΡΕ ΣΥΦΟΡΙΑΣΜΕΝΟ” XAXAXAXAXA ΘΕΕ ΜΟΥ ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ»

    Πήρε βαθιά ανάσα, είχε γίνει κατακόκκινος από τα γέλια.

    «Η ΝΟΝΑ ΤΗΣ ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ Η ΝΟΝΑ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ ΧΑΧΑΧΑΧΑ ΝΑ ΓΕΛΑΕΙ ΚΑΙ ΧΑΧΑΧΑΧΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΝΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΤΡΑΒΗΞΕΙ ΤΗ ΣΟΦΙΑ ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΑΡΠΑΞΕΙ ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!»

    Η μαμά μου σκούπιζε τα δάκρυά της με μια χαρτοπετσέτα, το σώμα της τρανταζόταν από τα γέλια.

    «ΟΙ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΒΑΛΕΙ ΤΑ ΚΛΑΜΑΤΑ ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΛΙΑ ΚΑΙ ΧΑΧΑΧΑΧΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΝΑ ΣΤΑΥΡΟΚΟΠΙΟΥΝΤΑΙ!!!!! ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΑΧ ΑΧ ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ!!! ΧΑΧΑΧΑΧΑ»

    Ο Maurice είχε διπλώσει στο τραπέζι. Τα ώμοι του τραντάζονταν, προσπαθούσε να πάρει ανάσα. “Oh my God!” κατάφερε να πει πνιχτά. Σήκωσε το κεφάλι του με κόπο. “Please tell me that you have the video!”

    «Σε τρία αντίγραφα, σε DVD και σε Blu-ray» του απάντησε ο πατέρας μου βάζοντας ξανά τα γέλια.

    «ΜΠΑΜΠΑ!!!!!!!!» του φώναξα με απελπισία.

    Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει. «Τον φουκαρά τον παπά-Νικόλα, κομμάτι κόντεψε να του κόψει!»

    «Είχε και σημάδι για χρόνια!» πρόσθεσε η μαμά μου, προσπαθώντας να σταματήσει τα γέλια της. «Κάθε φορά που μας έβλεπε στην εκκλησία έκανε πως δεν μας ήξερε!»

    «Να φανταστείς…» ξεκίνησε να λέει ο μπαμπάς και πνίγηκε και πάλι στα γέλια… «Στα… ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ στα βαφτίσια του Παναγιώτη… ΧΑΧΑΧΑΧΑ είχε τυλιγμένο το χέρι του ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ σαν εκπαιδευτής σκύλων ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΘΕΕ ΜΟΥ ΧΑΧΑΧΑΧΑ. “Δεν την ξαναπατάω!” μας είπε ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ»

    Νέος γύρος γέλιων και εκεί, δεν άντεξα, έβαλα κι εγώ τα γέλια.

    “She’s coming for your, Barbra,” του είπε ο Maurice και τον πατέρα μου που κατάλαβε την αναφορά—εγώ και η Ευτύχω not so much—τον έπιασε και πάλι βήχας από το γέλιο.

    «Είναι από το πιο εμβληματικό quote μιας εκ των πιο εμβληματικών ταινιών τρόμου,» μας εξήγησε ο μπαμπάς όταν ηρέμισε, και ο Maurice ένευσε συμφωνώντας.

    «Είναι από το “Η νύχτα των ζωντανών-νεκρών,” του Romero, που στην ουσία γέννησε τα ζόμπι του σύγχρονου κινηματογράφου!”

    Μάλιστα…Όσο πήγαινε γινόταν και καλύτερο!

    Και φυσικά ο Maurice τους είπε για τις δυο μου καντάδες. Πρώτα για το “Woman in Love”. “She sang it for my father,” εξήγησε με περηφάνια. “I told him that Sophie’s voice is heavenly, and he asked me if he could hear her sing.”

    Πήρε το χέρι μου στα χέρι του και το χάιδεψε τρυφερά. “And Sophie delivered!”

    «Η μικρή μας τραγουδίστρια,» είπε η μαμά μου γεμάτη περηφάνια. «Πώς του φάνηκε του πατέρα σου!»

    O Maurice χαμογέλασε σα χαζοχαρούμενο.

    “He was left speechless! Kept writing ‘Godverdomme!’—meaning ‘God damn!’— in the messages!»

    Και μετά τους διηγήθηκε για το video με το Highway Star.

    “…and my father, the all-serious and measured Willem Mertens…” ξεκίνησε, κάνοντας δραματικές παύσεις, “had to stick his head under the cold water to stop laughing, he nearly had a stroke!»

    Οι γονείς μου ξεσπάνε σε νέα γέλια, φανταζόμενοι τη σκηνή.

    Το διαλύσαμε σχεδόν στις δύο η ώρα, που για τους γονείς μου το λες και “after”. Συνήθως κοιμούνται το αργότερο τα μεσάνυχτα! Όταν επιτέλους σηκωθήκαμε να φύγουμε, η μαμά μου πήγε στην κουζίνα και επέστρεψε κρατώντας μια δυο τσάντες γεμάτες τάπερ και μπολάκια.

    «Σας έβαλα όλο μουσακά που περίσσεψε,» μας είπε σπρώχνοντας τις τσάντα στα χέρια μου.

    Μας ξεπροβόδησαν μέχρι το ασανσέρ. «Και μη χαθούμε ε,» μας είπαν και οι δύο μαζί στην πόρτα. «Να σας βλέπουμε έστω και μια φορά την εβδομάδα!»

    Ο Maurice ίσιωσε την πλάτη του παρά το βάρος των τσαντών. “I will make sure of that,” δήλωσε επίσημα. “‘Keep the Promise’ is my middle name!”

    Και πάρ’τους κάτω τους δικούς μου! Ξέσπασαν σε γέλια, καθώς φυσικά στη διάρκεια της βραδιάς είχαν μάθει καμιά δεκαριά “middle names” του αρκούδου μου.

    Μέχρι και ο Morty, το κοπρόσκυλο, πιο πολύ έδειξε να στεναχωριέται που έφευγε ο Maurice παρά εγώ, κατάλαβες! Όταν φεύγαμε και έσκυψα να τον χαϊδέψω, μου έκανε δυο-τρεις χαρούλες και μετά πήγε στον Maurice. Άρχισε να του κλαψουρίζει και να τρίβεται στα πόδια του μέχρι που ο Maurice τον πήρε αγκαλιά.

    “Bye-bye, Morty!” του είπε χαϊδεύοντάς τον και ο προδόταρος τον έγλειψε στα μούτρα.

    Τελικά μπήκαμε στο αυτοκίνητο, με τις τσάντες στο πίσω κάθισμα.

    «Πώς σου φάνηκε;» τον ρώτησα όταν έβαλε μπροστά.

    Γέλασε δυνατά. «Νιώθω σαν τους Έλληνες συμφοιτητές μου στο Imperial που μετά τις διακοπές τους κουβαλούσαν προμήθειες για κανένα χρόνο!» μου είπε χαχανίζοντας, δείχνοντας με το κεφάλι του τις τσάντες πίσω.

    Αυτό με έκανε να βάλω τα γέλια. Είχε δίκιο—η μαμά μου μας είχε δώσει φαγητό για μια εβδομάδα τουλάχιστον.

    Μετά, το πρόσωπό του σοβάρεψε λίγο και χαμογέλασε απαλά. «I loved them!» μου είπε με ειλικρίνεια, πιάνοντας το χέρι μου.

    «Και οι δικοί μου σε συμπάθησαν!» του είπα. Όχι ότι χρειαζόταν υστερόγραφο, να πούμε. Ο Maurice τους είχε γοητεύσει. Ακόμα και η συνήθως επιφυλακτική Ευτύχω είχε ανοίξει σαν στρείδι. Άνθρωπος με εξαιρετικό μπρίο και χιούμορ, δεν ανοίγεται εύκολα, αλλά όταν ανοιχτεί γίνεται άλλος άνθρωπος.

    Επιστρέψαμε σπίτι κουβαλώντας τις τσάντες. Με το που ανοίξαμε την πόρτα και μπήκαμε μέσα, μας υποδέχτηκε η γκρίνια του Μπλάκι που τον είχαμε αφήσει μόνο του.

    «Νιάααααααου!» μας έκανε με παράπονο.

    «Συγγνώμη μωρό μου,» του είπα σκύβοντας να τον χαϊδέψω, αλλά τότε έγινε το μοιραίο: μύρισε στα ρούχα μας τον Morty!

    Οπισθοχώρησε σαν να τον χτύπησε ρεύμα. Με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο προδοσία και απογοήτευση. Μετά μας γύρισε επιδεικτικά την πλάτη, σήκωσε την ουρά του ψηλά και έφυγε προς το σαλόνι.

    «Μπλάκι, έλα εδώ!» τον φώναξα.

    Τίποτα. Για μια ολόκληρη ώρα έκανε ότι δε μας ήξερε, το κοπρόγατο! Καθόταν στο γατόδεντρό του με την πλάτη γυρισμένη, αρνούμενος να μας κοιτάξει.

    “He’s really offended,” μου είπε ο Maurice προσπαθώντας να μην γελάσει.

    «Θα του περάσει,» είπα αναστενάζοντας. «Όταν πεινάσει θα έρθει.»

    Τουλάχιστον μας άφησε να αλλάξουμε με την ησυχία μας. Ήταν και αυτό μια μικρή νίκη!

    Πήγαμε στο δωμάτιο και γδυθήκαμε αργά, με κινήσεις τεμπέλικες από την κούραση και το φαγητό. Εγώ έμεινα μόνο με το κάτω εσώρουχο, ο Maurice με το μποξεράκι του. Πέσαμε και οι δυο σαν τούβλα στο στρώμα, βουλιάζοντας στην αγκαλιά του.

    Γύρισα στο πλάι και τον κοίταξα. Είχε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του, και κοίταγε χαμογελώντας το ταβάνι. Κι εκεί ξεκίνησε το τρολλάρισμα, γιατί όχι που θα τη γλίτωνα.

    Γύρισε απότομα προς το μέρος μου με ένα πολύ σοβαρό ύφος. «Ξέρεις τι σκέφτομαι;» μου είπε.

    «Τι μωρό μου;» ρώτησα αθώα, στηριζόμενη στον αγκώνα μου, καταπίνοντας σα χάνος το δόλωμα αμάσητο.

    «Ότι δε χρειαζόταν να κάνεις τόση φασαρία για την οπτική!» μου είπε συνεχίζοντας να μιλάει με σοβαρή φωνή και το αγκίστρι έφτασε μέχρι το στομάχι, να πούμε.

    Αναστέναξα βαριά. «Το λες αυτό γιατί δεν ξέρεις τι μαλάκες μένουν σ’ αυτή την πολυκατοικία.»

    Και τότε, τα μάτια του άστραψαν σκανταλιάρικα. «Εννοώ… Θα μπορούσες απλά να τους δείξεις το DVD από τη βάφτισή σου!»

    Έβαλε τα γέλια το τέρας. Διπλώθηκε στο κρεβάτι, κρατώντας την κοιλιά του.

    «Όχι οπτική, μέχρι ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ μέχρι και τον πρωτότοκο τους θα θυσίαζαν ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ για να σε εξευμενίσουν ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!»

    «ΒΡΕ ΤΕΡΑΣ!» του είπα αλλά παρόλα αυτά άρχισα να χαχανίζω κι εγώ, τι να κάνω η έρμη;

    Αλλά δεν είχε τελειώσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε: «Δηλαδή τις προάλλες… ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ τις προάλλες που μου έλεγες ότι στο IT σε φοβούνται… ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ γιατί δαγκώνεις σαν πίτμπουλ… ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ κυριολεκτούσες! ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!»

    Αυτό ήταν! Άρπαξα το μαξιλάρι μου και του το έφερα στο κεφάλι με δύναμη.

    ΜΠΑΦ!

    Αλλά μπα! Είχε προλάβει να γυρίσει στο πλάι. Τρανταζόταν από τα γέλια, κάνοντας το κρεβάτι σεισμική ζώνη σε έξαρση. Το στρώμα αναπηδούσε κάτω από το βάρος του.

    Ηρέμησε για λίγο. Έμεινε ακίνητος, αναπνέοντας βαριά. Πάνω που νόμιζα ότι του πέρασε…

    Άντε Γιάννη πάλι τα καράβια.

    «Σε φαντάζομαι να τρέχεις γυμνή στην παραλία όπως η Μπο Ντέρεκ…» ξεκίνησε να λέει. Τα μάτια του δάκρυζαν ήδη από τα προηγούμενα γέλια. «Και από την άλλη τον Dudley Moore… ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ να τρέχει αλλά ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ αλλά όχι προς τα σένα, όπως στο Δέκα…»

    Σταμάτησε να πάρει ανάσα.

    «Αλλά για να σου ξεφύγει ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ μην… μην τον δαγκώσεις ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!»

    «ΑΑΑΑΑΑΡΓΚΧ!» έκανα με απελπισία. Άρπαξα το μαξιλάρι μου και έκρυψα το πρόσωπό μου από κάτω, πιέζοντάς το δυνατά. Ο Maurice έκλαιγε δίπλα μου από τα γέλια, το κρεβάτι συνέχιζε να τρέμει.

    Λίγη ώρα αργότερα—όταν επιτέλους σταμάτησε να γελάει—ένιωσα τα δάχτυλά του να τραβούν απαλά το μαξιλάρι. Το άφησα να φύγει από τα χέρια μου.

    Γύρισε στο πλάι του, στηρίζοντας το κεφάλι του στο χέρι του. Με κοίταξε με τα μάτια του να λάμπουν από έρωτα—και υπολείμματα διασκέδασης.

    “You really are something”» μου είπε σχεδόν ψιθυριστά.

    Σούφρωσα τα χείλη μου. «Όλο με δουλεύεις!» του είπα παραπονιάρικα, χτυπώντας τον ελαφρά στο στήθος. «Άντεεεεεεεε!»

    «Είσαι γλύκα!» μου απάντησε. Έσκυψε και μου έκανε ένα τρυφερό boop στη μύτη με το δάχτυλό του.

    Δεν άντεξα και χαχάνισα σαν παιδάκι, ρυτιδώνοντας τη μύτη μου. «Ήμανε!» του απάντησα με περηφάνια. Αυτό τον έκανε να χαχανίσει με τη σειρά του σα σχολιαρόπαιδο. Σήκωσα το δάχτυλό μου απειλητικά. «Αλλά αν χρειαστεί ΔΑΓΚΩΝΩ!» συμπλήρωσα, τρολλάροντας τον εαυτό μου.

    Και πάρ’τον πάλι κάτω! Γύρισε ανάσκελα, χτυπώντας το στρώμα με τη γροθιά του.

    «Αμ δεν το είδα;» μου είπε όταν ηρέμησε, σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια του. Ξαφνικά τα μάτια του άστραψαν με μια νέα ιδέα. «Πρέπει οπωσδήποτε να δω αυτό το βίντεο!»

    Πετάχτηκα καθιστή. «ΌΧΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!» του έκανα με ψεύτικη απελπισία, ανοίγοντας τα χέρια μου δραματικά.

    «ΝΑΙ!!!» μου είπε, κάθισε κι αυτός απέναντί μου. Γέλασε και πάλι, τα μάτια του έλαμπαν από κακία. «Και θα σε παρακαλούσα όταν έρθουν οι γονείς μου να τους το δείξουμε!»

    Τα μάτια μου γούρλωσαν. “MAURICE!!!!!” του έκανα σκανδαλισμένη, ρίχνοντάς του το μαξιλάρι.

    Το απέφυγε εύκολα και συνέχισε, τουμπάροντάς με τελείως: «Κι εγώ θα τραβάω βίντεο κρυφά τον πατέρα μου!»

    Έπεσα δραματικά πίσω στο κρεβάτι, σκεπάζοντας το πρόσωπό μου με τα χέρια μου. «Ουφ!» έκανα με ψεύτικη απελπισία. «Ορίστε, τώρα θα γίνω και διεθνώς ρεζίλι!»

    Έσκυψε πάνω μου, το πρόσωπό του λάμποντας από ενθουσιασμό. «ΜΥΘΟΣ θα γίνεις!» μου είπε. «ΘΑ ΣΕ ΛΑΤΡΕΨΟΥΝ! ΘΑ ΣΟΥ ΣΤΗΣΟΥΝ ΒΩΜΟ ΚΑΙ ΘΑ ΣΕ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΝ!»

    Έβαλε και πάλι τα γέλια, καταρρέοντας δίπλα μου στο κρεβάτι.

    Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν ντρεπόμουν ακριβώς με τα καμώματά μου ως παιδί, πόσο μάλλον για αυτά που έκανα στα βαφτήσια μου δύο χρονών βρέφος.

    (Ναι, για κακή τύχη του φουκαρά του Παπά-Νικόλα βαφτίστηκα σχετικά μεγάλη με όλα τα σχεδόν τα νεογιλά μου δόντια, των κυνοδόντων συμπεριλαμβανομένων.)

    Αλλά δεν είναι και ιστορίες που εγώ τουλάχιστον θα έλεγα στο αγόρι μου, όσο αστείες και αν ήταν στα μάτια κάποιου τρίτου. Αλλά από παιδικά κατορθώματα, όρεξη να έχεις, δεν ήμουν παιδί εγώ!

    Η γιαγιά-Σοφία ορκιζόταν πως ήμουν δαιμονισμένη και πως εξορκισμό ζήτησε ο ίδιος ο δαίμονας γιατί δε μ’ άντεχε, και μετά έτρεχε σε ψυχιάτρους για να απαλλαγεί από το σύμπλεγμα κατωτερότητας που του είχα προκαλέσει.

    Τι δεν έχω κάνει! Μέχρι και τον Παναγιώτη, ενός χρόνου τότε, τον είχα βγάλει στο μπαλκόνι και τον έβρεχα με το λάστιχο να καθαρίσει, γιατί είχε λερωθεί και μου μύριζε και ο μούσκαρος νόμιζε ότι ήταν παιχνίδι και γέλαγε, και έτσι άργησε να μας πάρει χαμπάρι η Ευτύχω.

    Δεν λες καλά που δεν τον έχωσα σε κανένα πλυντήριο να έχουμε άλλα; Ανατριχιάζω και μόνο που το σκέφτομαι.

    Από τις σκέψεις μου με έβγαλε ο αρκούδος μου που κατάλαβε και πάλι ότι ταξίδευα. «Τι σκέφτεσαι μωρό μου;»

    «Ότι μικρή ήμουν ο ίδιος ο διάολος!» του απάντησα και του διηγήθηκα αυτό που μου έλεγε πειράζοντάς με η γιαγιά Σοφία.

    “God, I wish I had met you as a kid…” μου είπε όταν ηρέμισε από τα γέλια.

    “Nah!” του απάντησα παιχνιδιάρικα. «Καλύτερα που με γνώρισες τώρα,» του είπα με λάγνα φωνή και προς επίρρωση του έριξα ένα χούφτωμα όλο δικό του.

    “Let me guess, I’m about to be raped!” μου είπε χαχανίζοντας. “Again!”

    «Μπα… κουτουλάω τώρα… αλλά αύριο το πρωί, θα σου δείξω εγώ, θα δεις τι θα πάθεις!» του είπα κάνοντας την καλύτερη μίμηση του Χλαπάτσα, και φυσικά ο αρκούδος μου δεν κατάλαβε Χριστό.

    “You assigned me a… scheduled task!” του είπα, αναφερόμενος στα χθεσινοβραδινά που μου είχε ζητήσει να τον ξυπνήσω με το στόμα μου.

    “It wasn’t recurring!” μου απάντησε χαχανίζοντας. “It was for today!”

    “No-no, Mr. Mertens!” ξεκίνησα να του λέω με την καλύτερη μίμηση ινδικής προφοράς που μπορούσα, και άρχισε να τραντάζεται και πάλι από τα γέλια. “This wasn’t clearly stated in your functional specifications! Too late now, the task is recuring!”

    «ΕΙΣΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ!» μου είπε όταν βρήκε τις ανάσες του από τα γέλια.

    «ΗΜΑΝΕ!» του απάντησα κι εγώ και του έκανα ένα “BRRRRRRRRR” στην αυτοκρατορική του κοιλούμπα!

    Αμέ!

    Με το Μπλάκι να μη μας έχει συγχωρήσει ακόμα την… απιστία, του έδωσα στον αρκούδο μου ένα τρυφερό φιλάκι στο μάγουλο. Γύρισα στο πλάι και με πήρε αγκαλιά κουτάλα, το χέρι του τυλίχτηκε γύρω μου προστατευτικά. Το σώμα του ζεστό πίσω μου, η αναπνοή του στον αυχένα μου. Ούτε που κατάλαβα για πότε έπεσε ο γενικός!

    Το πρωί ξύπνησα τ’ ανάσκελα, που λένε. Το χέρι του αρκούδου μου είχε γλιστρήσει στο στέρνο μου κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα. Αλλά αυτό που με ξύπνησε ήταν ο Μπλάκι—κατά τα φαινόμενα μου είχε συγχωρήσει την απιστία—που μου έκανε πατουσάκια στην κοιλιά. Απαλά, ρυθμικά, σαν να ζύμωνε ψωμί.

    Ή είχε λυσσάξει στην πείνα και προσπαθούσε να με καλοπιάσει. Βγάζεις άκρη με το τριχωτό κάθαρμα;

    Άνοιξα το ένα μάτι και τον κοίταξα. «Μπα, σε πιάσανε οι αγάπες τώρα;» του έκανα ειρωνικά, κρατώντας τη φωνή μου χαμηλή.

    Σταμάτησε για μερικές στιγμές. Με κοίταξε με εκείνο το γατίσιο “Whatever…” βλέμμα και συνέχισε να μου κάνει πατουσάκια. Και χωρίς νύχια παρακαλώ!

    «Προσπαθείς να με καλοπιάσεις βρε τσόγλανε;» τον ρώτησα χαχανίζοντας σιγανά.

    Σήκωσα προσεκτικά το χέρι του αρκούδου μου—αργά, απαλά, για να μην τον ξυπνήσω. Το ακούμπησα στο μαξιλάρι δίπλα του. Σηκώθηκα με τα χίλια ζόρια, προσπαθώντας να μην κάνω το στρώμα να τρίξει. Εννοείται με τον Μπλάκι στα πόδια μου σαν σκιά.

    Πήγα στο μπάνιο με μισόκλειστα μάτια. Και φυσικά, με το που κατέβασα τα βρακιά μου και κάθισα στη λεκάνη, ο κύριος έριξε ένα κομψό σάλτο και βρέθηκε στο νιπτήρα. Κάθισε εκεί σαν άγαλμα, κοιτάζοντάς με μ’ αυτό το γατίσιο βλέμμα της μισής περιέργειας, μισής αδιαφορίας.

    Και τότε με χτύπησε σαν κεραυνός.

    «Αμάν!» έκανα και χτύπησα το μέτωπό μου με την παλάμη μου. «Δεν έβαλα τα πλυμένα στο στεγνωτήριο!»

    (Ναι, ό,τι θυμάμαι χαίρομαι! Σοφία Αλοϊζάκη, να ξανασυστηθούμε 

    Σηκώθηκα, έπλυνα τα χέρια μου και άνοιξα τη βρύση για να πλύνω δοντάκια. Με το που άκουσε τον ήχο του νερού, ο Μπλάκι διακτινίστηκε. Πραγματικά, τη μια στιγμή ήταν στο νιπτήρα, την άλλη είχε εξαφανιστεί από το οπτικό μου πεδίο. ΖΟΥΠ! Σαν τηλεμεταφορά.

    Γύρισα στο δωμάτιο και έβγαλα ένα λαστιχάκι από το συρτάρι μου και έδεσα το μαλλί μου. Ο Maurice ήταν γυρισμένος στο πλάι οπότε αυτή τη φορά ξάπλωσα κι εγώ στο πλάι και του κατέβασα το μποξεράκι. Όπως και χθες όταν τον πήρα στο στόμα μου δεν ήταν ερεθισμένος αλλά μέσα σε ένα λεπτάκι στον έκανα κοιμισμένο πύραυλο!

    Η αλήθεια είναι ότι η στάση αυτή βολεύει περισσότερο για mouth fuck παρά για ενεργητική πίπα—ας πούμε ότι δεν ήταν τον πρώτο μου ροντέο σε αυτή τη θέση. Τουλάχιστον όπως ήταν ξαπλωμένος μπορούσα να χρησιμοποιήσω το καλό μου χέρι, το αριστερό, για να βοηθήσω κάπως την κατάσταση.

    Από τη δύσκολη θέση με έβγαλε τελικά ο αρκούδος μου, όταν ξύπνησε και το πάνω κεφάλι. Μου χαμογέλασε και μου έκανε νόημα να ανέβω προς τα πάνω.

    «Σε μάθαμε κύριε, πρώτα φιλάκι και μετά άλλες δέκα γιατί άφησα την πίπα στη μέση!» του είπα χαχανίζοντας.

    «Όχι, φιλάκι μόνο!» μου είπε, και δε με άφησε να συνεχίσω το έργο μου. Ναι, δεν το έλεγες ακριβώς φιλάκι. Με τράβηξε πάνω του και με κόλλησε στο στήθος του. Τα χείλη του βρήκαν τα δικά μου και κόντεψε να με ρουφήξει. Η γλώσσα του εξερεύνησε το στόμα μου, τα χέρια του χάιδεψαν την πλάτη μου. Όχι ότι παραπονιέμαι—φωτιά θα πέσει να με κάψει αν πω ψέματα.

    Όταν τελικά με άφησε να σηκωθώ. Πήγε στο μπάνιο κι εγώ πήγα να ετοιμάσω το πρωινό. Σήμερα ο αρκούδος μου θα έτρωγε τηγανητά αυγά με τη στάκα που είχα βουτήξει από τους δικούς μου.

    Πήγα στην κουζίνα και άνοιξα το ψυγείο. Έβγαλα το δοχείο με τη στάκα, τα αυγά και το ψωμί. Στο αντικολλητικό τηγάνι έριξα έξι κουταλιές στάκα—δύο για κάθε αυγό. Το έβαλα σε μέτρια θερμοκρασία και την ανακάτεψα αργά με ξύλινη κουτάλα, κάνοντας κυκλικές κινήσεις μέχρι να αρχίσει να βγάζει το βούτυρο.

    Έσπασα τρία αυγά προσεκτικά, ένα-ένα, φροντίζοντας να μην σπάσουν οι κρόκοι. Αλάτισα ελαφρά μόνο τους κρόκους με χοντρό αλάτι, και τα περιέχυσα με το χρυσαφένιο βούτυρο που είχε σχηματιστεί, κάνοντας μικρές κινήσεις με το τηγάνι. Σκέπασα το τηγάνι με το γυάλινο καπάκι του και χαμήλωσα τη φωτιά.

    Όταν το ασπράδι άρχισε να παίρνει χρώμα και σχηματίστηκε η κρούστα από πάνω, χαμήλωσα τη φωτιά. Έβγαλα προσεκτικά τα αυγά από το τηγάνι με τη σπάτουλα—η στάκα θέλει μελάτο το αυγό για να αναδειχτεί, όχι σφιχτό.

    Έριξα στο τηγάνι τρεις φέτες ψωμί του τοστ και το άφησα για ελάχιστη ώρα σε χαμηλή φωτιά—ίσα για να πάρει χρώμα και από τις δύο πλευρές και να απορροφήσει λίγο από το βούτυρο της στάκας.

    Ο Maurice χθες είχε ξετρελαθεί με την πάστα ελιάς, οπότε του έβαλα μια γενναία μερίδα σε ένα μπολάκι. Έβγαλα και μερικά κριτσίνια σε ένα πιατάκι. Μέχρι να τελειώσει την πρωινή του τουαλέτα και το πλύσιμο των δοντιών, ήταν έτοιμο και το πρωινό!

    Ήρθε στην κουζίνα μυρίζοντας τον αέρα σαν κυνηγόσκυλο. Τα ρουθούνια του φούσκωναν, τα μάτια του γυάλιζαν. Ο Μπλάκι μπλεκόταν στα πόδια του, κάνοντας οχτάρια ανάμεσα στις γάμπες του. Κατά τα φαινόμενα το μαύρο κάθαρμα είχε συγχωρήσει και τον αρκούδο μου!

    «Σου έφτιαξα αυγά μάτια με στάκα!» του είπα με περηφάνια, δείχνοντας το πιάτο. «Πίστεψέ με, δεν έχεις φάει τέτοια τηγανητά αυγά στη ζωή σου!»

    “I love you!” μου είπε με το πρόσωπό του να λάμπει από ενθουσιασμό σαν μικρού παιδιού την παραμονή των Χριστουγέννων.

    «Όταν τα δοκιμάσεις θα με αγαπήσεις ακόμα περισσότερο!» τον διαβεβαίωσα με ένα πονηρό χαμόγελο.

    Πήγα στο ψυγείο και έβγαλα δύο κουτάκια μπύρες. Τα ξέπλυνα γρήγορα στο νεροχύτη και τα σκούπισα. Άνοιξα και το ντουλάπι και έβαλα στον Μπλάκι την υγρή του τροφή στο μπολάκι του. Μπας και αφήσει τον Maurice να φάει με την ησυχία του.

    Ναι καλά! Ούτε που το άγγιξε το μπολάκι του. Το μύρισε με περιφρόνηση, γύρισε την ουρά του ψηλά και έριξε ένα κομψό σάλτο στο τραπέζι. Κάθισε ακριβώς δίπλα στο πιάτο του Maurice και άρχισε να νιαουρίζει επιτακτικά, λες και του χρωστάγαμε να πούμε!

    Και φυσικά η γκρίνια έπιασε. Ο Maurice του έκοψε ένα μικρό κομματάκι και το έδωσε στον Μπλάκι που το μύρισε με ενδιαφέρον.

    Και μετά, αντί να το φάει, άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο! Το χτυπούσε με την πατούσα του, το κυνηγούσε στο τραπέζι, το έσπρωχνε δεξιά-αριστερά. Τουλάχιστον άφησε τον αρκούδο μου να φάει με την ησυχία του. Κάτι ήταν κι αυτό.

    «Oh God!» είπε ο Maurice τρώγοντας την πρώτη πιρουνιά. Τα μάτια του έκλεισαν από ευχαρίστηση.

    Ένιωσα να φουσκώνω από χαρά και περηφάνεια. «Για άθεος, πολύ επικαλείσαι το Θεό!» του είπα πειράζοντάς τον.

    Κατάπιε και με κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο. «Well, το φαγητό στην Ελλάδα με έχει κάνει να αρχίσω να αναθεωρώ τις θρησκευτικές μου πεποιθήσεις,» μου απάντησε χωρίς να χάσει μπιτ.

    Γέλασα δυνατά. «Που να δοκιμάσεις και το αντικριστό!» του είπα χαμογελώντας. «Σε βλέπω γονυπετή στην Τίνο, φουκαρά μου!»

    Ναι, αυτό ήταν αναφορά που δεν έπιασε ο αρκούδος μου. Με κοίταξε με απορία, το πιρούνι του στον αέρα. Οπότε όσο μασαμπούκιαζε τα αυγά σα να μην υπάρχει αύριο, εγώ του εξηγούσα για το πανηγυράκι του Δεκαπενταύγουστου—τα τάματα, τους πιστούς που πάνε με τα γόνατα, τα καντήλια.

    «Δεν χαρακτήρισε τυχαία τη θρησκεία ως “όπιο του λαού” ο Marx,» μου απάντησε ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του. Μούσκεψε ένα κομμάτι ψωμί στον κρόκο. «Όπου υπάρχουν πρόθυμοι αγοραστές, υπάρχουν και πλούσιοι πωλητές.»

    «Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε,» παρατήρησα αφηρημένα κουνώντας ελαφρά το κεφάλι μου.

    «Μπα, ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης υπάρχει σε κάθε οικονομικό σύστημα,» μου είπε συνεχίζοντας να τρώει με όρεξη. «Τον μάγο της φυλής δεν τον λες ακριβώς CEO,» συμπλήρωσε χαχανίζοντας. “As Aristotle said, ‘nature abhors a vacuum.’”

    «Με τη διαφορά ότι το κενό δεν υπάρχει, δημιουργείται τεχνηέντως,» παρατήρησα ξερά εγώ.

    “Be that as it may,” απάντησε κάνοντας μια γενναία βουτιά το ψωμί του στο πιάτο, μαζεύοντας τα τελευταία ίχνη στάκας.

    Εκείνη τη στιγμή βούιξε το κινητό μου. Το άρπαξα από το τραπέζι και είδα το όνομα στην οθόνη.

    «Μου έστειλε μήνυμα η Μαίρη!» είπα στον αρκούδο μου με ενθουσιασμό.

    «Την καλημέρα μου να της δώσεις!» μου είπε, σκουπίζοντας το στόμα του με τη χαρτοπετσέτα.

    Άνοιξα το μήνυμα: «Καλημέρα! Πώς πήγε η γνωριμία του Maurice με τους δικούς σου;»

    Πήρα το τηλέφωνο στα χέρια και άρχισα να πληκτρολογώ γρήγορα: «Λέρωσαν και οι δύο τα βρακιά τους με τον αρκούδο μου! Μέχρι που και η Ευτύχω είπε “Να σας βλέπουμε μια φορά την εβδομάδα!”. Ναι, χρησιμοποίησε δεύτερο πληθυντικό!»

    Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως: «Φουκαριάρα μου κοίτα μην κάνεις καμιά μαλακία και χωρίσετε εξαιτίας σου, βλέπω οι δικοί σου να κρατάνε τον αρκούδο σου και να σου κόβουν την καλημέρα! »

    Έβαλα τα γέλια τόσο δυνατά που ο Maurice σήκωσε το κεφάλι του με περιέργεια.

    «Για τρελές ψάχνεις  ;» της απάντησα, κουνώντας το κεφάλι μου.

    «Θα μου τα πεις αύριο το βράδυ αναλυτικά! »

    «Εννοείται! Τι ώρα επιστρέφεις;»

    «Απόγευμα θα είμαι Αθήνα, όταν προσγειωθώ θα σου στείλω. Εσείς τι θα κάνετε;»

    Κοίταξα τον Maurice που είχε ακουμπήσει πίσω στην καρέκλα του, χαϊδεύοντας ικανοποιημένος το στομάχι του.

    «Θα βγούμε να γνωρίσω τους φίλους του!  »

    «AWWWWWWWW     Σε αφήνω, πάω να ξυπνήσω τον πιτσιρικά  »

    Έβαλα και πάλι τα γέλια με τα emoticons που διάλεξε. Το ξύπνημα που θα του έκανε το λες και… οργασμικό!

    «Καλό βόλι! »

    «Το καλό που του θέλω!    » μου απάντησε.

    Έβαλα και πάλι τα γέλια. Εντάξει, είναι απίθανη η ρουφιάνα!

    Ακούμπησα το τηλέφωνο και κοίταξα τον Maurice. «Μωρό μου, μήπως θες να σου φτιάξω και κάτι άλλο;» τον ρώτησα. Το πιάτο του όχι απλά ήταν άδειο—σχεδόν γυάλιζε!

    “No babe, I’m fine! I’m more than fine, this was the best fried eggs ever!” μου είπε με ένα πλατύ χαμόγελο.

    “Staka makes all the difference, doesn’t it?”

    “It surely does!” μου είπε χαϊδεύοντας το στομάχι του με ικανοποίηση.

    “Don’t call me Shirley!” του απάντησα θυμίζοντάς του το trolling του πατέρα μου και βάλαμε και οι δύο τα γέλια.

    Άδειασε και το δεύτερο κουτάκι μπύρας με μια τελευταία γουλιά. Σηκώθηκε, μάζεψε το τραπέζι με γρήγορες κινήσεις και πήγε στον νεροχύτη για να πλύνει πιάτα και μαχαιροπίρουνα. Τον παρακολουθούσα να κινείται στην κουζίνα μου με τόση άνεση λες και ήταν το σπίτι του.

    «Θα παραγγείλεις καφέ;» με ρώτησε πάνω από τον ώμο του.

    «Και το ρωτάς, αρκούδι μου;» του απάντησα. «Κρύο έτσι;»

    Μου ένευσε καταφατικά, στεγνώνοντας τα χέρια του σε μια πετσέτα. Πήρα το κινητό μου και παρήγγειλα από το e-food να μας φέρουν τα καφεδάκια μας—έναν freddo espresso για μένα και έναν freddo cappuccino για εκείνον.

    Όταν τελείωσε με το πλύσιμο των πιάτων και με τον Μπλάκι να μπλέκεται στα πόδια μας, επιστρέψαμε στο σαλόνι. Εμείς καθίσαμε στον καναπέ, εγώ κουλουριάστηκα δίπλα του.

    Έριξε ένα σάλτο και ανέβηκε στο γατόδεντρό του. Από εκεί μας κοίταξε για μερικές στιγμές σαν να επιθεωρεί κλουβί με χιμπατζήδες—με εκείνο το γατίσιο βλέμμα ανωτερότητας. Και μετά, ικανοποιημένος που είχε καταστήσει σαφή την ιεραρχία, το έριξε στην προσωπική καθαριότητα, γλείφοντας μεθοδικά την πατούσα του.

    Ακούστηκε ένα pling από το τραπέζι. Ο Maurice έσκυψε και πήρε το κινητό του, ξεκλειδώνοντάς το με τον αντίχειρά του. Διάβασε το μήνυμα και γύρισε προς το μέρος μου.

    «Είναι στο ομαδικό που έχω με τους φίλους μου, ρωτάνε τι ώρα και πού.»

    Εκεί μου ήρθε μια ιδέα. Ίσιωσα στον καναπέ με ενθουσιασμό. «Αρκούδι μου, θέλεις να πάμε θάλασσα και να τους πεις να έρθουν να μας βρουν εκεί;»

    Το πρόσωπό του φωτίστηκε σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο. «Αμέ! Αλλά θα πρέπει να περάσουμε από το σπίτι μου να πάρω το μαγιό μου!»

    Σκέφτηκε για μια στιγμή, τρίβοντας το πιγούνι του.

    «Πού λες να πάμε; Λιμανάκια;»

    Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Όχι μωρό μου, δε θα βρούμε να κάτσουμε εκεί. Θα είναι πήχτρα στον κόσμο Κυριακάτικα. Λέω για Σχοινιά, έχει μπόλικα beach bars εκεί.»

    «Να πούμε κάποιο συγκεκριμένο;» με ρώτησε, με το δάχτυλό του έτοιμο πάνω από την οθόνη.

    «Ναι, πες τους Nuevo!» του απάντησα.

    «Ωραία, ωραία!» απάντησε με ενθουσιασμό. Τα δάχτυλά του άρχισαν να πετάνε πάνω από την οθόνη καθώς έγραφε στο ομαδικό.

    Μετά από λίγο σήκωσε το κεφάλι του και γύρισε προς το μέρος μου. «Να πούμε σε μία-μιάμιση ώρα; Θα προλάβουμε;»

    Υπολόγισα γρήγορα τις αποστάσεις στο μυαλό μου. «Ναι, μια χαρά! Πες τους σε μιάμιση ώρα, το πολύ-πολύ να είμαστε εκεί λίγο νωρίτερα.»

    Σηκώθηκα από τον καναπέ και τίναξα τα μαλλιά μου πίσω. «Λοιπόν, πάω να φορέσω το μαγιό μου.»

    «Το μπικίνι!» μου είπε σε τόνο που δεν άφηνε περιθώρια επιλογής.

    Αναστέναξα θεατρικά. «Εντάξει μωρό μου, το μπικίνι!» του είπα και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιό μου.

    Άνοιξα τη ντουλάπα και έβγαλα το μαύρο μπικίνι. Το κοίταξα για λίγο, στενάζοντας—λίγο είναι η αλήθεια. Το φόρεσα γρήγορα και από πάνω έβαλα ένα ελαφρύ παρεό με τροπικά σχέδια.

    Πήγα στο αποθηκάκι και πήρα την τσάντα της θάλασσας. Έλεγξα τα περιεχόμενα: πετσέτες, αντηλιακά, γυαλιά ηλίου. Ψάθα δε θα χρειαζόμασταν—στο Nuevo τουλάχιστον έχουν ξαπλώστρες—αλλά την άφησα και αυτή για καλό και για κακό στην τσάντα.

    Γύρισα στο σαλόνι με την τσάντα στον ώμο. «Έτοιμη!» του είπα.

    Με κοίταξε από πάνω ως κάτω με ένα ερευνητικό βλέμμα. «Φόρεσες το μπικίνι;»

    “Ta-dah!” του έκανα και με μια θεατρική κίνηση έβγαλα το παρεό.

    Με κοίταξε για μερικές στιγμές με ανεξιχνίαστο βλέμμα. Μου έκανε νόημα με το δάχτυλό του να τον πλησιάσω. Όταν πήγα μπροστά του, με διέταξε να γονατίσω.

    «Θ’ αργήσουμε!» του είπα χαχανίζοντας, αλλά υπάκουσα.

    «Από εσένα εξαρτάται!» μου απάντησε κλείνοντάς μου το μάτι.

    Χαμογελώντας έδεσα πρόχειρα τα μαλλιά μου κότσο και του τράβηξα το μποξεράκι, ενώ ο Maurice ανασηκώθηκε ελαφρά για να με βοηθήσει. Έσκυψα από πάνω του και χωρίς άλλη καθυστέρηση τον πήρα στο χέρι μου και τον έγλειψα από το κεφαλάκι μέχρι τη βάση του.

    Στη συνέχεια τον πήρα στο στόμα μου ολόκληρο και άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου πάνω κάτω, ενώ ο Maurice βόγκηξε από ευχαρίστηση. Ένιωσα το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου, και γραπώνοντάς με από τα μαλλιά μου έδωσε το ρυθμό που ήθελε.

    Αφέθηκα στο ρυθμό του και το μυαλό μου άδειασε τελείως. Η μόνη μου επαφή με το περιβάλλον ήταν η αίσθηση του οργάνου του στο στόμα μου και τα σιγανά του βογγητά. Σταδιακά άρχισε να επιταχύνει το ρυθμό του, και τα βογγητά του άρχισαν να δυναμώνουν σε ένταση και να αυξάνονται σε συχνότητα.

    Έχοντας χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου δεν κατάλαβα πόση ώρα είχε περάσει όταν τον ένιωσα να πλησιάζει στο τέλος.

    “AAAAAH baby! I’m cumming! I’m cumming!” τον άκουσα να φωνάζει και με κράτησε ακίνητη. Το όργανό του τρεμούλιασε για μερικές στιγμές και μετά άρχισε τα τινάγματα, κάθε του σπασμός και μια ριπή. “Swallow!” με διέταξε, λες και χρειαζόταν να πούμε, είχα ήδη αρχίσει να καταπίνω.

    Όταν τελείωσε τον καθάρισα προσεκτικά και σήκωσα το βλέμμα μου προς τα πάνω.

    “Was it to your liking, Sir?” τον ρώτησα με όλο μου το “υποτακτικό” σκέρτσο, σκουπίζοντας το στόμα μου.

    «It was babe!» μου απάντησε. Μου έδωσε το χέρι του για να με βοηθήσει να σηκωθώ. Τα γόνατά μου διαμαρτυρήθηκαν ελαφρά.

    Σηκώθηκε κι εκείνος και με έσφιξε στην αγκαλιά του, τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω μου. Με φίλησε βαθιά, η γλώσσα του εξερεύνησε το στόμα μου.

    «Τι σ’ έπιασε;» τον ρώτησα χαμογελώντας όταν με άφησε, ακόμα λίγο ζαλισμένη από το φιλί.

    «Που σε είδα με το μαγιό σου!» μου απάντησε παίζοντας πονηρά τα βλέφαρά του.

    Τον χτύπησα παιχνιδιάρικα στο στήθος. «Βρε όργιο, πριν ήμουν γυμνή από πάνω!» του απάντησα βάζοντας τα γέλια.

    «Μερικές φορές το να δείχνεις τόσο… όσο, είναι πιο ερεθιστικό από το να τα δείχνεις όλα!» μου απάντησε κλείνοντάς μου το μάτι.

    Μετά το πρόσωπό του πήρε μια ψεύτικα σοβαρή έκφραση.

    «Και επίσης άλλες είκοσι!»

    Τα μάτια μου γούρλωσαν. «Γιατί;;;» τον ρώτησα απορημένη.

    «Γιατί είμαι σίγουρος ότι όταν φόρεσες το μαγιό σου γκρίνιαξες από μέσα σου!» μου απάντησε χαχανίζοντας.

    Αυτό λέγεται τηλεπαθητική καταπίεση!» του είπα δήθεν μουτρωμένη.

    «Χα! Ώστε το παραδέχεσαι!» μου απάντησε βάζοντας τα γέλια.

    “I’m pleading the fifth!” του απάντησα χαχανίζοντας.

    «Αυτά στους φίλους σου τους Αμερικάνους!» μου απάντησε βάζοντας ακόμα πιο δυνατά γέλια. «Και άλλες είκοσι!»

    «Χρουμφ!» έκανα γυρίζοντας το κεφάλι μου.

    «Σαράντα;» με απείλησε, σηκώνοντας ένα φρύδι.

    «Όχι χρουμφ!!!!!» του είπα βάζοντας και πάλι τα γέλια.

    «Too late! Οι σαράντα παραμένουν!» μου είπε και μου έχωσε μια παιχνιδιάρικη στα καπούλια που με έκανε να πεταχτώ.

    Με γέλια και πειράγματα μαζέψαμε τα πράγματά μας. Ο Μπλάκι εμφανίστηκε από το πουθενά και άρχισε να μας γκρινιάζει που θα τον αφήσουμε μόνο του. Νιαούριζε και τριβόταν στα πόδια μας—παρά το γεγονός ότι τόση ώρα μας είχε γραμμένους εκεί που δεν πιάνει μελάνι.

    «Θα γυρίσουμε, μωρό μου,» του είπα σκύβοντας να τον χαϊδέψω. «Μη γκρινιάζεις!»

    Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν μπροστά από το σπίτι του Maurice.

    Έκανα να λύσω τη ζώνη μου αλλά με σταμάτησε. «Δε χρειάζεται να ανέβεις, σε πέντε λεπτά το πολύ θα είμαι πίσω!» με διαβεβαίωσε. Βγήκε από το αυτοκίνητο και τον είδα να εξαφανίζεται στην είσοδο της πολυκατοικίας.

    Τέσσερα λεπτά και σαράντα δευτερόλεπτα αργότερα—ναι, τον χρονομέτρησα—επέστρεψε. Κρατούσε ένα μικρό σακίδιο και φορούσε το μαγιό του με ένα t-shirt από πάνω.

    «Τις γλύτωσα τις πενήντα!» του είπα θριαμβευτικά με το που μπήκε.

    «Ορίστε;» με ρώτησε απορημένος, πετώντας το σακίδιο πίσω.

    «Αν έκανες πάνω από πέντε λεπτά—παρεμπιπτόντως έκανες τέσσερα λεπτά και σαράντα δευτερόλεπτα—θα σε τιμωρούσα με πενήντα, που φυσικά θα έτρωγα ως υπεργολάβος!» του είπα με ένα πονηρό χαμόγελο.

    Έβαλε τα γέλια τόσο δυνατά που τραντάχτηκε το αυτοκίνητο. «Είσαι απίθανη!» μου είπε. Έσκυψε και μου έδωσε ένα γρήγορο φιλάκι.

    «Ήμανε!» του απάντησα ενθουσιασμένη.

    Έβαλε τον προορισμό στο GPS του αυτοκινήτου, μας πρότεινε δύο εναλλακτικές, και οι δύο ήταν ίδιος χρόνος, περίπου πενήντα λεπτά.

    «Από Εθνική,» του είπα. «Στη Μεσογείων έχει πολλά φανάρια, θα μας σπάσουν τα νεύρα!»

    Βγήκε στην Εθνική η οποία είχε ελάχιστη κίνηση αλλά ο Maurice δεν είναι Έλληνας οδηγός (ή… Martine) οπότε παρόλο που ο δρόμος ήταν άδειος και θα μπορούσε να γκαζώσει, δεν πέρασε τα 120 Km/ώρα. Ήθελα να του πω “Πάτα το λίγο βρε χριστιανέ μου,” αλλά κρατήθηκα, αν μη τι άλλο, για να μη μαζέψω κι άλλες, και όχι τίποτε άλλο αλλά σήμερα θα είχε και flogger!

    (Η Μαίρη ορκιζόταν στ’ όνομά του, έλεγε ότι ο πόνος που προκαλεί είναι πολύ αισθησιακός. Αλλά πάλι της άρεσε το μαστίγιο και δεν σταματούσε αν η πλάτη της δεν έβγαζε αίμα, οπότε το τι της αρέσει δεν το λες και ασφαλές κριτήριο για την αφεντιά μου!)

    Φτάσαμε στο Nuevo πάνω-κάτω στην ώρα που είχε προβλέψει και το GPS. Είχε αρκετά αυτοκίνητα, λογικό ήταν, Κυριακή και με ζέστη, ο κόσμος είχε βγει στις παραλίες. Δεν πίστευα ότι θα βρούμε να κάτσουμε αλλά διαψεύστηκα. Ένας φίλος του Maurice, που έμενε Άγιο Στέφανο, είχε φτάσει νωρίτερα από εμάς και είχε βρει αυτός τραπέζι.

    “Hey! Vaggelis is here!” μου είπε, δείχνοντάς μου έναν τυπά που είχε σηκωθεί και μας έκανε νόημα με τα χέρια.

    Πήγαμε στο τραπέζι και ο Maurice μας έκανε τις συστάσεις. «Από εδώ ο Βαγγέλης, συνάδελφος και αυτός στην Accenture. Από εδώ η Σοφία, το κορίτσι μου!»

    Ο Βαγγέλης ήταν ψηλός, μελαχρινός με γυαλιά. «Χαίρω πολύ!» μου είπε χαμογελώντας και μου έδωσε το χέρι του. Η χειραψία του ήταν θερμή και σταθερή—έτσι κέρδισε μερικούς πόντους στην εκτίμησή μου. Τα απεχθάνομαι τα ψόφια χέρια.

    «Χαίρω πολύ,» του απάντησα χαμογελώντας με τη σειρά μου. Καθίσαμε στις καρέκλες.

    «Περιμένουμε και άλλους τρεις,» με πληροφόρησε ο Maurice, ρίχνοντας το t-shirt του στην καρέκλα.

    «Τέσσερις,» τον διόρθωσε ο Βαγγέλης. «Ο Τάσος θα έρθει με την κοπέλα του!»

    Ο Maurice σήκωσε τα φρύδια του με έκπληξη. «Δεν ήταν Βουλγαρία η Στέλλα;»

    «Είναι Αθήνα από προχθές,» του απάντησε ο Βαγγέλης. «Απ’ ότι μου είπε ο Τάσος, ήρθε για να είναι με τη μητέρα της που έκανε χειρουργείο.»

    «Χειρουργείο;» ρώτησα εγώ με ανησυχία.

    Ο Βαγγέλης έκανε ένα καθησυχαστικό νεύμα με το χέρι του. «Στο γοφό, απ’ ότι μου είπε ο Τάσος, όχι κάτι φοβερό! Αντικατάσταση ισχίου.»

    Πράγματι, λίγη ώρα αργότερα ήρθαν και οι άλλοι τέσσερεις. Πρώτα ο Νίκος με τον Μαρίνο, και λίγη ώρα αργότερα ήρθε και ο Τάσος με την Στέλλα.

    Ο Νίκος ήταν καστανός, ψηλός και του λόγου του—σχεδόν στο μπόι του Maurice—αλλά αδύνατος σαν στειλιάρι. Φορούσε ένα t-shirt των Star Wars που έγραφε “May the F=M*A be with you”.

    Ο Μαρίνος ήταν καστανόξανθος, περίπου στο ύψος μου και γεματούλης. Είχε ένα φιλικό πρόσωπο και γελούσε συνέχεια.

    Ο Τάσος ήταν πολύ μελαχρινός, λίγο πιο ψηλός από εμένα, με μουστάκι και μακρύ μούσι.

    Η Στέλλα ήταν κοκκινομάλλα, με απίθανη γλυκιά χαμογελαστή φατσούλα γεμάτη φακίδες. Μινιόν—περίπου στο μπόι της Μαίρης—ήταν γεματούλα.

    Παρόλο που όλοι ήταν συνάδελφοι—αν και η Στέλλα δούλευε σε διαφορετική εταιρία—και πέρα από λίγη φιλική γκρίνια για τη δουλειά τους, δεν το έριξαν στα Ακκαδικά. Ευτυχώς!

    Όπως μου το είχε πει και ο Maurice, ήταν nerds και οι τέσσερις—καλά, όχι ότι εγώ δεν είμαι—αλλά με διαφορετικά ενδιαφέροντα από τα δικά μου. Για παράδειγμα, για την επόμενη που εγώ είχα κανονίσει να βγω με τη Μαίρη, οι πέντε τους θα πήγαιναν στο σπίτι του Τάσου να παίξουν RPG.

    «Dungeons & Dragons?» ρώτησα με περιέργεια.

    «Pathfinder,» με διόρθωσε ο Νίκος. «Είμαι level 12 Wizard!»

    Η αλήθεια είναι ότι η πεντάδα μου θύμισε λίγο το Big Bang Theory. Αν εξαιρέσεις ότι δεν υπήρχε Penny και ήταν software engineers αντί φυσικοί.

    Η Στέλλα, πέρα από την απίθανα γλυκιά της φάτσα, ήταν και καταπληκτική story teller. Μας διηγήθηκε τις περιπέτειές της στη Βουλγαρία τόσο παραστατικά που δεν μας έμεινε άντερο από το γέλιο.

    Και τελείως ακομπλεξάριστη με το σώμα της. Φορούσε ένα μαύρο μπικίνι—και είχε αρκετά πλούσια τα ελέη, πάνω και κάτω, αν μ’ εννοείτε—που δεν έκρυβε τις… στρογγυλότητές της.

    (Σε πλήρη αντίθεση με μένα, που είμαι αρκετά πιο ψηλή και μόλις επτά κιλά βαρύτερη από το κανονικό μου. Και δεν πα να ορκίζονταν Μαίρη και Maurice ότι δε μου φαινόταν, και μόνο που το ήξερα εγώ—και τα παντελόνια που δε μπορούσα να φορέσω—αρκούσε για να τρώγομαι με τα ρούχα μου.)

    Γενικά η μέρα πέρασε γρήγορα! Κάναμε τις βουτιές μας στη δροσερή θάλασσα, ήπιαμε τους καφέδες μας και τις μπύρες μας, φάγαμε τα club sandwiches μας, και ούτε που το καταλάβαμε πότε άρχισε να νυχτώνει.

    Φύγαμε τελικά λίγο μετά τις οχτώ και γύρω στις εννιά ήμασταν στο σπίτι μου. Και φυσικά με το που μπήκαμε μέσα ο Μπλάκι είχε στήσει καραούλι για να μας την πει που τον είχαμε αφήσει τόσες ώρες μόνο του.

    «Νιάου!» μας έκανε αγανακτισμένος.

    «Έλα εδώ βρε τέρας!» του είπα τρυφερά και έσκυψα και τον πήρα στην αγκαλιά μου. Αυτή τη φορά δεν έκανε να μου ξεφύγει. Με τον Μπλάκι αγκαλιά—δεν ήθελα να τον αφήσω κάτω—πήγαμε στο σαλόνι και κάτσαμε στον καναπέ. Εκεί, έφυγε από την αγκαλιά μου και σκαρφάλωσε πάνω στον Maurice και αφού τον μύρισε καλά-καλά, του τράβηξε και ένα γλείψιμο στο μάγουλο.

    (Κατάλαβες το κοπρόγατο, εμένα μ’ άφησε στην απέξω!)

    Και μετά διαπίστωσε ότι του άρεσε η γεύση, πρέπει να είχε μείνει λίγο αρμύρα που δεν έφυγε τελείως από το ντουζ, και του πέρασε ένα χέρι σχεδόν όλο του το πρόσωπο, κάνοντας τον Maurice να λερώσει τα βρακιά του από τη χαρά.

    «Ορίστε, εμένα μ’ έχει γραμμένη στα παπάρια του!» κλαψούρισα, κερδίζοντας το χαχανητό του Maurice. Είμαι σίγουρη ότι το κοπρόγατο το έκανε επίτηδες για να με τιμωρήσει!

    Και μετά έριξε δυο σάλτα και ανέβηκε στην πλατφόρμα του, και αφού έριξε δυο-τρεις σβούρες, ξάπλωσε γράφοντάς μας και πάλι στα μαύρα του τα παπάρια.

    Γάτες ρε φίλε!

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Contributor

    Μέρος 19ο - Ριντ… Ριντφλάις… Τι σκατά είναι αυτό;

    Αφήσαμε τον Μπλάκι στο δέντρο του και πήγαμε στο μπάνιο για να κάνουμε ένα κανονικό ντουζ. Αυτή τη φορά δεν έφαγα τις καθιερωμένες μου πέντε μέχρι να βάλω το νερό στη σωστή θερμοκρασία και απόρησα.

    “Hey, what’s going on, here?” τον ρώτησα με θεατρική αγανάκτηση. “Where are my five?”

    Ο Maurice έβαλε τα γέλια. «Θα τις φας μετά, με τόκο!» μου υποσχέθηκε, κάνοντας την καρδιά μου να γυρίσει στη θέση της. Και μετά πρόσθεσε «Με το flogger!» και ξεροκατάπια.

    «Άουτς!» του έκανα.

    «Ορίστε;» με ρώτησε απορημένος.

    «Προθερμαίνομαι γι’ αργότερα!» του είπα κάνοντάς τον να βάλει και πάλι τα γέλια.

    Αν και είχε… ορεξούλες, και στ’ αγοράκια αυτό δεν κρύβεται, κάθισε φρόνιμος, προς μεγάλη μου απογοήτευση θέλω να δηλώσω. Δεν ήταν ο μόνος που είχε ορεξούλες, και ας μη φαινόταν τόσο πολύ σε μένα. Καλά, όχι ότι δε φαινόταν τελείως, πέτρα είχαν γίνει οι ρόγες μου, αλλά… καταλαβαινόμαστε νομίζω.

    Όπως και να έχει, επειδή λούστηκα—δε γινόταν αλλιώς αν δεν ήθελα να είμαι αύριο σαν τυφλοπόντικας που έπεσε σε υπόγειο υπερυψηλής τάσης—κάθισα στο μπάνιο για να στεγνώσω το μαλλί μου.

    Αναστέναξα, ήθελα εδώ και κάμποσο καιρό να πάω κομμωτήριο να τα κοντύνω λίγο και όλο το ανέβαλλα. Γύρω στα είκοσι και για εφτά ολόκληρα χρόνια έκοβα σε ασύμμετρο bob. Έχω οβάλ πρόσωπο και μου πήγαινε, αλλά τότε το πρόσωπό μου ήταν και πιο αδύνατο.

    Κούνησα το κεφάλι μου απελπισμένη. Είχε δίκιο Μαίρη και Ευτύχω, τα δέκα κιλά—εφτά πλέον—και ειδικά στο ύψος μου, δεν φαινόντουσαν τόσο πολύ, αλλά τι να το κάνω που το ήξερα η ίδια; Χώρια που ακόμα και αν έφτανα τα πολυπόθητα εξήντα-πέντε, πάλι δεν ήμουν σίγουρη ότι θα μου έκαναν κάποια πιο παλιά παντελόνια.

    Γιατί για να είμαι ειλικρινής, τα δέκα κιλά, ήταν δέκα πάνω από το “κανονικό μου,” που στη θεωρία, και για το δικό μου ύψος ήταν εξηνταπέντε. Με τη διαφορά πως όταν ξεκίνησα το MBA ήμουν εξηνταδύο. Τώρα ήμουν πραγματικά στο συν δέκα από τότε.

    Έβγαλα την πετσέτα και τελείως γυμνή ανέβηκα στη ζυγαριά κλείνοντας τα μάτια μου. Τα άνοιξα και πάλι, και η καρδιά μου επέστρεψε στη θέση της. Εβδομηνταδύο έλεγε ακόμα η ζυγαριά, ήμουν ακόμα στο μείον τρία.

    Ευχαριστώντας όλο το πάνθεο, άρχισα να στεγνώνω και να ξεμπλέκω το μαλλί μου. Θυμήθηκα και πάλι την εποχή που είχα το ασύμμετρο bob και είχα βρει τη νιρβάνα μου. Κούρεμα που κράτησα μέχρι και τα εικοσιεπτά μου, τότε τα άφησα να αρχίσουν να μακραίνουν και πάλι γιατί στα μάτια μου το πρόσωπό μου παρά-είχε στρογγυλέψει.

    Ρε πούστη μου, γιατί να μην είμαι σαν τη Στέλλα που ήταν τελείως στον πούτσο της γαρύφαλλα και γύρω-γύρω μέλισσες; Έκλεισα τα μάτια μου, αναστέναξα και πάλι, και συνέχισα το στέγνωμα, υποσχόμενη ακόμα μια φορά στον εαυτό μου ότι θα κλείσω ραντεβού στο κομμωτήριο.

    Επέστρεψα στο δωμάτιο τυλιγμένη με την πετσέτα. Ο Maurice ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, σκρολάροντας στο κινητό του. Σήκωσε το κεφάλι του όταν με άκουσε να μπαίνω.

    «Γιατί άργησες;» με ρώτησε σμίγοντας τα μάτια του. «Είκοσι λεπτά έκανες!»

    Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού, παίζοντας νευρικά με την άκρη της πετσέτας. «Γιατί θυμήθηκα ότι θέλω κούρεμα και κάπου εκεί χάθηκα στις σκέψεις μου,» του απάντησα ειλικρινά.

    Ξεφύσηξα σαν δυστυχισμένος τυφώνας, τα μαλλιά μου—ακόμα ζεστά απ’ το πιστολάκι—έπεσαν μπροστά στο πρόσωπό μου. «Αρκούδι μου;» του είπα με παρακλητικό ύφος.

    Άφησε αμέσως το κινητό του στο κομοδίνο. Η προσοχή του ήταν πλέον ολοκληρωτικά σε μένα. «Τι είναι κοριτσάκι μου;»

    Χαμήλωσα τα μάτια μου στο στρώμα. Δεν μπορούσα να τον κοιτάξω στα μάτια. Τα δάχτυλά μου έσφιγγαν την πετσέτα τόσο δυνατά που σχεδόν άσπρισαν.

    «Σόφη, τι συμβαίνει;» με ρώτησε. Η φωνή του είχε αλλάξει—ήταν φανερά ανήσυχος τώρα.

    Αναστενάζοντας, σύρθηκα πάνω στο κρεβάτι και κάθισα οκλαδόν απέναντί του. Η πετσέτα τυλίχτηκε αδέξια γύρω μου. Το βλέμμα μου παρέμενε καρφωμένο στα γόνατά μου.

    Ένιωσα το χέρι του να ακουμπάει απαλά κάτω από το πηγούνι μου. Με πίεσε ελαφρά προς τα πάνω, αναγκάζοντάς με να σηκώσω το κεφάλι. Τα μάτια μας συναντήθηκαν.

    «Σόφη, έχεις αρχίσει και με φρικάρεις!» μου είπε. Η φωνή του ήταν ήρεμη, αλλά η ανησυχία ήταν ζωγραφισμένη στα μάτια του. «Τι τρέχει;»

    Βιάστηκα να τον καθησυχάσω, τραβώντας το πρόσωπό μου από το χέρι του. «Θα σου φανεί χαζό μωρέ αρκούδι μου,» του είπα, χαμηλώνοντας και πάλι το βλέμμα.

    «Θα μου πεις ή θα με σκάσεις;» με ρώτησε. Αυτή τη φορά το ύφος του ήταν περισσότερο περιέργεια παρά ανησυχία. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, περιμένοντας.

    Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Τώρα είμαι στο συν δέκα,» του απάντησα τόσο σιγανά που μόλις ακούστηκε.

    “What?” με ρώτησε έκπληκτος. Ίσιωσε απότομα. «Εκτός και αν έχεις μεγάλο πρόβλημα κατακράτησης υγρών δεν γίνεται να πήρες τρία κιλά σε δυο μέρες! Απλά δεν γίνεται!»

    «Όχι, όχι!» βιάστηκα να τον καθησυχάσω, σηκώνοντας τα χέρια μου. «Στα ίδια είμαι με προχθές!»

    «Τότε;» με ρώτησε. Τα φρύδια του έσμιξαν σε πλήρη σύγχυση. «Δεν καταλαβαίνω που το πας.»

    Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τα γόνατά μου, κάνοντας τον εαυτό μου όσο πιο μικρό γινόταν. «Είμαι στο συν δέκα από το κατά μέσο όρο φυσιολογικό βάρος για το ύψος μου,» του είπα ξεφυσώντας.

    Σταμάτησα, δάγκωσα το κάτω χείλος μου.

    «Πριν… πριν το… Δεν είχα πάρει δέκα κιλά, δεκατρία είχα πάρει…» Η φωνή μου έσπασε. «Τώρα είμαι στο συν δέκα.»

    Τον είδα να χαλαρώνει ορατά. «Έλα ρε μωρό μου, αυτό ήταν και μου πήγε η ψυχή στα δόντια;» με ρώτησε. Κούνησε το κεφάλι του—μια μείξη ανακούφισης και ήπιου εκνευρισμού στο πρόσωπό του.

    «Συγνώμη μωρό μου,» μουρμούρισα. Μούτζωσα από μέσα μου τον εαυτό μου που τον είχα τρομάξει έτσι με τις ανασφάλειές μου.

    «Όλο αυτό στεγνώνοντας τα μαλλιά σου;» με ρώτησε, ακόμα μπερδεμένος. «Τι ακριβώς σκεφτόσουν;»

    «Ναι,» του απάντησα κουνώντας καταφατικά το κεφάλι. Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Γύρω στα είκοσι είχα αλλάξει κούρεμα. Τα είχα σε ασύμμετρο bob.»

    «Σε τι;» με ρώτησε, σουφρώνοντας τα φρύδια του. Προφανώς δεν γνώριζε τον όρο.

    «Ασύμμετρο καρέ,» του εξήγησα, κάνοντας μια κίνηση με το χέρι μου για να του δείξω το μήκος. «Το μακρύ μέρος έφτανε λίγο κάτω από τον ώμο μου!»

    “Ok…?” μου είπε διστακτικά. Ακόμα δεν καταλάβαινε που το πήγαινα.

    Έπιασα το κινητό μου από το κομοδίνο και άρχισα να ψάχνω στις φωτογραφίες. Τα δάχτυλά μου έτρεμαν ελαφρά καθώς σκρόλαρα προς τα πίσω, χρόνια πίσω. «Να, δες!» του είπα τελικά. Του έδειξα μια φωτογραφία που με είχε τραβήξει η Μαίρη σε μια έξοδό μας, λίγο μετά τη γνωριμία μας.

    Πήρε το κινητό από τα χέρια μου και την εξέτασε προσεκτικά. «Σου πάει πολύ!» μου είπε χαμογελώντας. Σήκωσε το βλέμμα του από την οθόνη και με κοίταξε στα μάτια, λες και προσπαθούσε να δει μέσα τους, να καταλάβει γιατί με είχε πιάσει τέτοια ταραχή.

    «Το ξέρω,» του απάντησα ουδέτερα. Πήρα πίσω το κινητό και το ακούμπησα στο κρεβάτι. «Τα κούρευα έτσι μέχρι τα εικοσιεπτά μου…»

    Αναστέναξα βαριά, νιώθοντας το βάρος των χρόνων.

    «Τότε… τότε τα άφησα να μακρύνουν και πάλι.»

    «Σόφη μου;» μου είπε απαλά. «Μη με παρεξηγήσεις, αλλά έχεις αρχίσει και μου θυμίζεις προγραμματιστές που τους έχει ζητηθεί να φτιάξουν κάτι απλό.» Σταμάτησε, ψάχνοντας τις σωστές λέξεις. «Abstraction στο abstraction, και στο τέλος δεν καταλαβαίνουν ούτε οι ίδιοι τι έχουν φτιάξει και ούτε debug δεν μπορούν να το κάνουν.»

    Χαμογέλασα. Μπορεί να μην ξέρω από προγραμματισμό, ωστόσο κατάλαβα τι μου έλεγε: Το πας από εδώ, το πας από εκεί, και έχεις αρχίσει να το πηγαίνεις τόσο μεγάλη βόλτα που στο τέλος θα ξεχάσεις από που ξεκίνησες και που ήθελες να καταλήξεις.

    Πήρα βαθιά ανάσα. Ώρα για την αλήθεια.

    «Το πρόσωπό μου είναι οβάλ,» του απάντησα.

    Με κοίταξε χωρίς να μιλάει. Κούνησα το κεφάλι μου και συνέχισα.

    «Το κούρεμα αυτό—το ασύμμετρο καρέ—αναδεικνύει το οβάλ πρόσωπο.» Με κοίταξε και πάλι. Τα μάτια του ήταν υπομονετικά, περίμενε να φτάσω στο νόημα. «Όταν πήρα τα δεκατρία κιλά το πρόσωπό μου… στρογγύλεψε.»

    Αυτό ήταν. Ομολόγησα το αμάρτημά μου.

    «Άφησα το μαλλί μου να μακρύνει… γιατί… γιατί πάχυνα.» Η φωνή μου έσπασε ελαφρά. «Και το μακρύ μαλλί, όπως και τα φαρδιά παντελόνια που αγόρασα, όλα μου υπενθυμίζουν αυτά τα καταραμένα τα δεκατρία κιλά που πήρα.»

    Η σιωπή που ακολούθησε ήταν βαριά. Περίμενα να μιλήσει, αλλά αντί γι’ αυτό…

    «Δώσε μου το κινητό σου,» μου είπε. Η φωνή του ήταν ήρεμη αλλά δεν σήκωνε αντίρρηση.

    Του το έδωσα χωρίς δεύτερη σκέψη.

    «Δείξε μου τη φωτογραφία σου!» μου ζήτησε. «Αυτή που μου είπες.»

    Υπάκουσα και πάλι, ανοίγοντας τη φωτογραφία στην οθόνη. Φοβήθηκα για μια στιγμή ότι θα την έσβηνε. Δεν τόλμησα καν να του φέρω αντίρρηση.

    Αλλά δεν ήταν αυτός ο σκοπός του.

    Κοίταξε τη φωτογραφία προσεκτικά. Μετά σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε εμένα. Τα μάτια του εξέτασαν το πρόσωπό μου. Ξανακοίταξε τη φωτογραφία. Ξανακοίταξε εμένα. Αυτό συνεχίστηκε για μερικά δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν αιώνας.

    «Ανάθεμά με και αν βλέπω κάποια διαφορά στο πρόσωπό σου,» μου είπε τελικά, αναστενάζοντας.

    «Υπάρχει!» επέμεινα. «Το βλέπω!»

    «Στο μυαλό σου!» μου απάντησε κουνώντας το κεφάλι του. «Στη φωτογραφία είσαι πόσο; Είκοσι;»

    «Είκοσι,» του απάντησα σιγανά.

    «Στη φωτογραφία είσαι είκοσι και τώρα είσαι τριάντα.» Έκανε μια παύση για έμφαση. «Η διαφορά δεν είναι στο σχήμα του προσώπου σου, Σοφία. Είναι ότι είσαι δέκα χρόνια μεγαλύτερη.»

    «Maurice…» πήγα να διαμαρτυρηθώ, αλλά σήκωσε το χέρι του κάνοντάς μου νόημα να σωπάσω.

    Πήρε το δικό του κινητό από το κομοδίνο και άρχισε να ψάχνει. Μετά από λίγο γύρισε την οθόνη προς το μέρος μου.

    «Εδώ είμαι στα είκοσι μου,» μου είπε.

    Τα μάτια μου γούρλωσαν.

    ΘΕΟΥΛΗ ΜΟΥ, ΗΤΑΝ ΠΑΙΔΑΡΟΣ! ΠΟΙΟΣ ΑΡΓΥΡΗΣ ΚΑΙ Τ’ ΑΡΧΙΔΙΑ ΜΟΥ ΚΟΥΝΙΟΥΝΤΑΙ; Nerdy, με τα στρογγυλά γυαλάκια του και το αδέξιο χαμόγελο, ΑΛΛΑ ΠΑΙΔΑΡΟΣ!

    «Εγώ στα είκοσι μου,» συνέχισε, «τριάντα κιλά ελαφρύτερος. Κοίτα το πρόσωπο.»

    Όντως, το πρόσωπό του ήταν πολύ πιο αδύνατο, σχεδόν αγορίστικο.

    «Και ακόμα και αν ήμουν στα ίδια κιλά, πάλι δε θα ήμουν ο ίδιος, Σοφία. Είμαι τριαντατριών. Δέκα χρόνια είναι δέκα χρόνια! Το πρόσωπο αλλάζει, ωριμάζει.»

    «Η Μαρκετάκη πώς μοιάζει να μην είναι μέρα πάνω από τα 35 της, γαμώτο;» ξέσπασα. Ήταν η πρώτη φορά σήμερα που ανέφερα το όνομα που με στοίχειωνε.

    Τα μάτια του στένεψαν ελαφρά. «Μπορεί,» μου είπε με απόλυτη σιγουριά. «Αλλά στοιχηματίζω όλη μου την περιουσία για ένα ξύλινο κουμπί, ότι στα τριανταπέντε της ΔΕΝ ήταν όπως είναι σήμερα. Κανείς δεν είναι.»

    Δεν απάντησα. Δεν είχα τι να απαντήσω. Ήξερα ότι είχε δίκιο, αλλά το συναίσθημα δεν υπάκουε στη λογική.

    Η σιωπή κράτησε μερικά δευτερόλεπτα. Μετά ίσιωσε την πλάτη του και με κοίταξε στα μάτια.

    «Μέσα στην εβδομάδα θα κλείσεις ραντεβού να πας στο κομμωτήριο,» μου είπε. Δεν ήταν πρόταση. «Και θα τα κάνεις όπως στη φωτογραφία.»

    «Maurice, όχι!» Η διαμαρτυρία μου βγήκε αυτόματα. Σήκωσε το χέρι του κάνοντάς μου νόημα να σωπάσω, και το βούλωσα.

    «Θα το κάνεις όπως στη φωτογραφία,» επανέλαβε. «Και αν δε θες να το κάνεις για σένα, θέλω να το κάνεις για μένα.»

    Τον κοίταξα με απορία.

    «Μ’ αρέσει αυτό το κούρεμα. Μ’ αρέσει πολύ. Θέλω να το δω πάνω σου.»

    “Maurice…” του είπα αδύναμα προσπαθώντας να διαμαρτυρηθώ.

    Έπιασε τα χέρια μου στα δικά του. Ήταν ζεστά, σταθερά. «Θα το κάνεις για μένα, μωρό μου;» με ρώτησε. Η φωνή του ήταν απαλή τώρα, σχεδόν παρακλητική.

    Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. «Θα το κάνω,» του απάντησα ψιθυριστά.

    Το πρόσωπό του φωτίστηκε σαν να του είχα χαρίσει το φεγγάρι.

    «Και θα δεις, θα είσαι το ίδιο όμορφη!» Σταμάτησε απότομα και διόρθωσε τον εαυτό του. «Όχι, θα είσαι ακόμα πιο κούκλα! Και ξέρεις γιατί;»

    «Γιατί;» ρώτησα, νιώθοντας ήδη ένα μικρό χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη μου.

    «Γιατί μπορεί να το κάνεις επειδή στο ζήτησα, αλλά στο τέλος θα καταλάβεις ότι ακόμα περισσότερο το κάνεις για σένα!»

    «Για σένα θα το κάνω, Maurice,» του απάντησα σιγανά, σφίγγοντας τα χέρια του.

    «Για σένα θα το κάνεις, μωρό μου.» Η φωνή του ήταν τρυφερή. «Απλά εγώ θα είμαι αυτός που θα σου κρατάω το χέρι. Και μετά θα είμαι το fanboy σου.»

    Κάθισε γονατιστός στο κρεβάτι. «Γιατί είσαι η μικρή μου μάγισσα. Γιατί σ’ αγαπάω. Γιατί σε γουστάρω! Γιατί με κάνεις και γελάω. Γιατί μου μαγειρεύεις και με κάνεις ακόμα πιο στρογγυλό.»

    Η φωνή του δυνάμωσε, γέμισε πάθος.

    «ΓΙΑΤΙ Μ’ ΑΡΕΣΕΙΣ ΡΕ ΒΛΑΜΜΕΝΟ! ΓΙΑΤΙ ΕΚΑΝΑ SWIPE RIGHT ΕΠΕΙΔΗ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ Η ΚΟΠΕΛΑ ΠΟΥ ΕΙΔΑ ΣΤΗΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ!»

    Σταμάτησε για μια στιγμή, αναπνέοντας βαριά.

    «ΣΤΗ ΦΕΤΙΝΗ ΣΟΥ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ!»

    Τι, περιμένατε να μη βάλω τα κλάματα; Σοβαροί νά’μαστε!

    Τα μάτια μου πλημμύρισαν και πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, βούτηξα στην αγκαλιά του. Τα χέρια του τυλίχτηκαν αμέσως γύρω μου, σφιχτά, προστατευτικά.

    Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα έκλαιγα. Τα δάκρυα έβρεχαν το στήθος του, αλλά δεν τον ένοιαζε. Με κρατούσε σφιχτά, χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου, την πλάτη μου.

    Έκλαιγα από νοσταλγία για τα χρόνια που πέρασαν και δεν γυρίζουν πίσω. Για την κοπέλα που ήμουν και δεν θα ξαναγίνω.

    Από θυμό για τα κιλά που είχα πάρει. Για την αδυναμία μου να τα ελέγξω. Για την απογοήτευση με τον εαυτό μου.

    Από ανακούφιση γιατί είχα βρει έναν άνθρωπο που δεν προσπαθούσε να με σώσει. Που δεν μου έλεγε «μην ανησυχείς, θα τα χάσεις». Που απλά ήταν εκεί για μένα.

    Για να μου κρατάει το χέρι όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη και δεν μ’ αρέσει αυτό που βλέπω. Για να μου κάνει την cheerleader όταν καταφέρνω κάτι, όσο μικρό κι αν είναι. Για να τον κακομαθαίνω, μαγειρεύοντάς του και φροντίζοντάς τον σαν να είναι το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο.

    Από χαρά γιατί δεν ήταν όνειρο. Ήταν εκεί, αληθινός, ζεστός, δικός μου. Με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του και με χάιδευε χωρίς να μου μιλάει, αφήνοντάς με να ξεσπάσω.

    Μα πάνω απ’ όλα έκλαιγα γιατί επιτέλους κατάλαβα κάτι που προσπαθούσε να μου πει από την αρχή: Δεν μου τα έλεγε επειδή ήταν ερωτευμένος και τυφλωμένος. Μου τα έλεγε γιατί του άρεσα ΓΝΗΣΙΑ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, σα γυναίκα. Όπως ήμουν, με τα δέκα παραπάνω κιλά.

    Γιατί του άρεσε το στήθος μου που βάραινε λίγο περισσότερο τώρα. Γιατί του άρεσε ο κώλος μου που ήταν στρογγυλότερος απ’ όσο στα νιάτα μου. Γιατί του άρεσαν οι καμπύλες που είχαν γίνει πιο έντονες.

    Γιατί με το που με είδε το πρωί με το μπικίνι μου, του έγινε κάγκελο τόσο πολύ που ήθελε εκτόνωση, και ήταν και πάλι πικρό τρομάρα του!

    «Σ’ αγαπώ,» ψιθύρισα στο στήθος του, ανάμεσα στους λυγμούς.

    «Κι εγώ σ’ αγαπώ, μικρή μου μάγισσα,» μου απάντησε, φιλώντας την κορυφή του κεφαλιού μου. «Ακριβώς όπως είσαι.»

    «Παρόλο που είμαι κλαψιάρα και σε κάνω πιο στρογγυλό;» του είπε χαμογελώντας μέσα στα δάκρυά μου.

    «Ακριβώς γιατί είσαι κλαψιάρα και με κάνεις πιο στρογγυλό!» μου απάντησε χαχανίζοντας. «Και ας μην καταλαβαίνεις τι είναι το H-SYNC και το raster split!» συμπλήρωσε κλείνοντάς το μάτι του παιχνιδιάρικα, και το κλάμα μετατράπηκε μέσα σε μια στιγμή σε κλαυσίγελο.

    «Αφού!» του απάντησα παιχνιδιάρικα, ρουφώντας δυνατά τη μύτη μου. Το χέρι μου πήγε να σκουπίσει τα μάτια μου που ήταν ακόμα βρεγμένα.

    Έπιασε τους καρπούς μου απαλά και τους απομάκρυνε από το πρόσωπό μου. «Αυτό δε σημαίνει ότι δε θα σε κάνω μαύρη στο ξύλο, φουκαριάρα μου!» μου δήλωσε. Η φωνή του ήταν και καλά απειλητική, αλλά τα μάτια του χαμογελούσαν.

    Σήκωσα το κεφάλι μου από το στήθος του και τον κοίταξα με τα πιο αθώα μάτια που μπορούσα. «Το Σοφάκι σουυυυυυυυυυ;» τον ρώτησα, τραβώντας τη λέξη και κάνοντας τη φωνή μου όσο πιο γλυκιά γινόταν.

    «Μωρέ δε θα μπορείς να κάτσεις μια εβδομάδα κάτω!» μου δήλωσε. Τα χέρια του έσφιξαν ελαφρά τη μέση μου. «Που μου έκοψες τη χολή προηγουμένως, μπούφο!»

    Ένιωσα ένα κύμα ενοχής. Όντως, τον είχα τρομάξει άσχημα με τις ανασφάλειές μου.

    «Συγνώμη μωρουλίνι μου!» του είπα μετανιωμένη. Σηκώθηκα να τον αγκαλιάσω καλύτερα, να κολλήσω πάνω του…

    Και μου έπεσε η πετσέτα. Δεν το κατάλαβα καν στην αρχή. Ήταν χαλαρά τυλιγμένη γύρω μου και με την κίνηση γλίστρησε και έπεσε σωρός στο κρεβάτι ανάμεσά μας.

    «Ορίστε, με φλασάρει κι από πάνω, κατάλαβες;» δήλωσε με προσποιητή αγανάκτηση. Έβαλε το χέρι του μπροστά στα μάτια του θεατρικά, λες και τον τύφλωνα.

    Ναι, εμένα μου λες; Πάλι είχαμε έπαρση σημαίας κάτω από το μποξεράκι του. Του το έδειξα με το δάχτυλό μου, χαχανίζοντας!

    «Kavlorapano!» μου έκανε χαχανίζοντας. Και αυτή τη φορά κατάφερε να το πει σωστά!

    Ένιωσα μια ξαφνική έμπνευση. Ή μάλλον, θυμήθηκα την υπόσχεσή του από νωρίτερα. Ο Maurice μου ήθελε παιχνίδι με το flogger. Παιχνίδι με το flogger θα είχε.

    Σηκώθηκα από το κρεβάτι, αγνοώντας επιδεικτικά τη γύμνια μου. Γύρισα στο κομοδίνο μου και άνοιξα το συρτάρι. Το flogger ήταν εκεί που το είχα αφήσει, τυλιγμένο προσεκτικά. Το έβγαλα αργά, αφήνοντάς τον να δει τι κρατούσα.

    Με κοίταξε, γυρνώντας ελαφρά το κεφάλι του στο πλάι σαν σκύλος που ακούει περίεργο ήχο. Εγώ τον κοίταξα προκλητικά, σηκώνοντας το ένα φρύδι μου.

    “I was a bad Sophie!” του είπα. Περπάτησα αργά προς το μέρος του και του έδωσα το flogger, ακουμπώντας το στα χέρια του σαν προσφορά.

    Χαμογέλασε. “How many?” με ρώτησε, εξετάζοντας το flogger στα χέρια του. “How many do you deserve?”

    “As many as you think is right, Sir!” του απάντησα. Χωρίς να περιμένω εντολή, γύρισα και κάθισα στα τέσσερα στο κρεβάτι, όσο πιο προκλητικά μπορούσα. Κούνησα ελαφρά τους γοφούς μου.

    «Όχι, όχι έτσι,» μου είπε.

    Άκουσα το στρώμα να τρίζει καθώς σηκωνόταν. Τα χέρια του με καθοδήγησαν απαλά αλλά σταθερά.

    «Έλα, κάτσε στην άκρη του κρεβατιού.»

    Υπάκουσα, σέρνοντας τον εαυτό μου προς την άκρη. Τα πόδια μου κρέμονταν, τα δάχτυλά μου μόλις που άγγιζαν το πάτωμα.

    «Τώρα στήσου.»

    Στήθηκα όπως μου ζήτησε. Ήμουν γυμνή, ευάλωτη, με την πλάτη μου γυρισμένη σε εκείνον. Έκλεισα τα μάτια μου και πήρα μια βαθιά ανάσα.

    Δεν είχα δοκιμάσει ποτέ το flogger πάνω μου. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που ήμουν σίγουρη ότι την άκουγε. Ήξερα μόνο ότι η Μαίρη ορκιζόταν στο όνομά του.

    «Όχι μόνο στον κώλο! Και στην πλάτη, και στο στήθος… ααααααχ!», μου είχε πει με εκείνο το ονειροπόλο ύφος που έπαιρνε όταν μιλούσε για τα αγαπημένα της παιχνίδια.

    Με τη διαφορά ότι η Μαίρη είναι φοβερά αλγολάγνα—θέλει μαστίγιο και αίμα. Εγώ μέχρι spanking είχα πάει, και ας τις έριχνε δυνατούτσικες ο αρκούδος μου.

    Δεν ξεκίνησε με το flogger, πάντως.

    Πρώτα ένιωσα τα χέρια του στους γοφούς μου, σταθεροποιώντας με. Μετά ήρθε η πρώτη παλάμη. SMACK! Γρήγορη, απότομη στο δεξί μου μέρος.

    SMACK! SMACK! SMACK!

    Άρχισε να μου δίνει γρήγορες με τα χέρια του και στα δύο μου κωλομέρια, εναλλάξ. Δεξιά, αριστερά, δεξιά, αριστερά. Δεν ήταν πολύ δυνατές—μάλλον με προθέρμαινε.

    Είχα αρχίσει να νιώθω γλουτούς μου να καίνε, όταν σταμάτησε. Για μερικές στιγμές επικράτησε σιωπή, άκουγα μόνο τη δική μου ανάσα, γρήγορη και ρηχή.

    «Θέλω να μετράς δυνατά και καθαρά!» μου είπε. Η φωνή του είχε εκείνον τον τόνο που δεν επιδεχόταν διαπραγμάτευση.

    «Μάλιστα, θα μετράω δυνατά και καθαρά!» του επανέλαβα με φωνή που έτρεμε ελαφρά, από αγωνία και προσμονή.

    Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου. Έσφιξα και τα δόντια μου, ετοιμαζόμενη για τον πόνο που ερχόταν.

    «Μωρό μου, μη σφίγγεις τα δόντια σου!» μου είπε με απαλή φωνή. Ένιωσα το χέρι του να μου χαϊδεύει απαλά την πλάτη. «Αν νιώσεις ότι δεν αντέχεις άλλο, θα μου πεις το safeword.»

    Άνοιξα τα μάτια μου και γύρισα ελαφρά το κεφάλι μου. «Το οποίο είναι;»

    «Rindfleischetikettierungsüberwachungsaufgabenübertragungsgesetz.» μου είπε με μια ανάσα. Για μια στιγμή νόμιζα ότι είχε πάθει εγκεφαλικό. Και μετά έβαλα τα γέλια. Δυνατά, γέλια που με έκαναν να διπλωθώ.

    «Αδερφάκι μου, αυτό δε θα μπορέσω να το πω ακόμα και αν εξαρτάται η ζωή μου από αυτό!» του έκανα. Συνέχιζα να χαχανίζω, προσπαθώντας να πω τη λέξη: «Ριντ… Ριντφλάις… Τι σκατά είναι αυτό;»

    «Άλλες είκοσι γιατί δεν μπορείς να πεις το safeword!» μου απάντησε χαχανίζοντας.

    Γύρισα και τον κοίταξα με ψεύτικη αγανάκτηση. «Βρε κάθαρμα, γι’ αυτό το έκανες;»

    «Τι θα ήταν η ζωή χωρίς αυτές τις μικρές εκπλήξεις;» μου έκανε με το πιο αθώο ύφος του κόσμου, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια. Και μετά σοβάρεψε. «Η λέξη είναι “Pitbull”»

    “Pitbull;” τον ρώτησα απορημένη.

    «Ναι,» μου εξήγησε. «Είναι εύκολη, δεν ταιριάζει καθόλου με τη σκηνή, άρα δεν πρόκειται να τη μπερδέψω… και για να θυμάσαι ότι δαγκώνεις!»

    Διάλειμμα για άλλα δυο λεπτά μέχρι να ηρεμίσω από τα γέλια.

    «Είσαι απίθανος!» του είπα και στήθηκα και πάλι προκλητικά. “Avanti maestro!”

    «Δυνατά και καθαρά!» μου επανέλαβε, και έπεσε η πρώτη.

    «Ένα!» του είπα. Οκ, δεν πόνεσε ιδιαίτερα αλλά έτσουξε με ένα τρόπο που δεν γινόταν με το spanking. Όχι δυσάρεστα όμως. Και εκεί έπεσε και η δεύτερη. «Δύο!» Αυτή πόνεσε περισσότερο.

    «Τρία…Τέσσερα…Πέντε…» Ένιωσα τα μεριά μου να πιάνουν φωτιά. Ο πόνος ήταν αρκετά πιο δυνατός από το spanking αλλά ακόμα πιο αισθησιακός. Μαλάκα μου, δίκιο είχε η Μαίρη. «Δέκα… έντεκα…» Κάποιες φορές έτσουζε σα διάολος, αλλά όχι στο σημείο που να μην το αντέχω.

    Δηλαδή τι να μην το αντέχω, είχα γίνει μούσκεμα. Και δεν ήταν μόνο το δέρμα που έκαιγε και ο ήχος των χτυπημάτων πάνω στη σάρκα μου. Ήταν ξανά αυτή η απίστευτα ερεθιστική αίσθηση υποταγής που βίωνα. Που μ’ έκανε να πιστεύω ότι θα έπεφτα στη φωτιά αν μου το ζητούσε.

    «Είκοσι… εικοσιένα…» συνέχισα να μετράω. Δε θα έλεγα το safeword ακόμα και αν ο κώλος μου γινόταν πιο σαγρέ και από τον τοίχο της εισόδου. Όχι μόνο γιατί του άρεσε… Αλλά γιατί το άξιζα που τον έκανα να χεστεί πάνω του προηγουμένως, με τις μαλακισμένες μου ανασφάλειες.

    Δεν… δεν ήθελα να γίνει κάτι και να τον κάνω να μη μ’ αντέχει. Δεν ήθελα να τον χάσω. «Τριάντα… τριανταένα…» συνέχισα να μετράω μηχανικά, με το μυαλό μου να είναι αλλού. Στις πενήντα σταμάτησε.

    «Σόφη;» άκουσα τη φωνή του που μ’ επανέφερε. Τα μεριά μου είχαν πιάσει φωτιά, έκαιγαν. Γύρισα προς το μέρος του, γονάτισα και τον αγκάλιασα από τα πόδια.

    «Συγνώμη μωρό μου που σε τρόμαξα πριν!» του είπα σηκώνοντας το βλέμμα μου και κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Συγνώμη!»

    Αυτή τη φορά δε με σήκωσε. Με άφησε γονατισμένη, και απλά μου χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά.

    “You are mine!” μου δήλωσε.

    «Δική σου! Μόνο δική σου!» του απάντησα, σφίγγοντας το πρόσωπό μου στους μηρούς του. «Μόνο δική σου!» του επανέλαβα.

    “And now I will have you the way I want,” μου δήλωσε, και αφού με σήκωσε με έβαλε να σκύψω πάνω στο κρεβάτι. Ναι, κατάλαβα τι ήθελε… θα είχε και δεύτερο rupture.

    “You can have me anyway you desire, Sir” του είπα παραδομένη τελείως. Άκουσα το συρτάρι να ανοίγει και λίγε στιγμές αργότερα ένιωσα το δάχτυλό του να απλώνει λιπαντικό πίσω μου. Βύθισε το δάχτυλό του ελαφρά πίσω μου, κάνοντάς μου να μου ξεφύγει ένα σιγανό βογκητό, μείξη επιθυμίας αλλά και ενόχλησης… και εννοώ φυσικής ενόχλησης.

    Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να χαλαρώσω. Το δάχτυλό του πίσω μου, πότε μπαινόβγαινε, πότε έκανε κυκλικές κινήσεις, προσπαθώντας να με ανοίξει. Τράβηξε το δάχτυλό του και κατάλαβα ότι φορούσε το προφυλακτικό του. Αυτή τη φορά δεν θα είχε butt-plugs, ήθελε να με πάρει κατευθείαν.

    Θα με είχε όπως με ήθελε. Το ένιωθα στα βάθη της ψυχής μου. Δική του, μόνο δική του.

    Ένιωσα να τρίβει το όργανό του πίσω μου και έσφιξα ακόμα πιο δυνατά τα μάτια μου. Ο Maurice ήταν αρκετά προικισμένος. Όχι σαν τον πιτσιρικά της Μαίρης, ή τουλάχιστον αυτό που ισχυριζόταν από τις φωτογραφίες του, αλλά σίγουρα ήταν μακράν ο μεγαλύτερος που είχα αφήσει να περάσει την πίσω μου πόρτα. Άρχισε να με σπρώχνει, πιέζοντάς με, και έσφιξα τα δόντια μου όταν το κεφαλάκι μπήκε μέσα, κερδίζοντας ένα-δύο πόντους.

    Αυτή τη φορά πονούσε, αλλά έσφιξα τα χείλη μου. Δεν ήθελα να το του χαλάσω, ήθελα να το ευχαριστηθεί όπως ακριβώς το ζητούσε. Έσπρωξε κι άλλο μέσα μου, κερδίζοντας πάλι ένα δυο πόντους. Ένιωθα να ανοίγω στα δύο.

    «Σόφη μου, είσαι εντάξει;» με ρώτησε με ανησυχία.

    «Μη σταματάς!» του είπα απλά.

    Τραβήχτηκε πίσω και επανέλαβε τις ίδιες κινήσεις. Αυτή τη φορά πόνεσε λιγότερο. Συνέχισε με αυτό τον τρόπο για λίγη ώρα, τραβιόταν ελαφρά, και έμπαινε μέσα μου ελαφρά, λίγο-λίγο, πόντο-πόντο. Ναι, υπήρχε ο πόνος αλλά όχι κάτι φοβερό, έχω νιώσει μεγαλύτερο πόνο και με αρκετά μικρότερο μέγεθος από το δικό του.

    «ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» δεν μπόρεσα να πνίξω ένα βογκητό, πόνου και ηδονής, όταν ο σφικτήρας μου τελικά του παραδόθηκε. Κατόρθωσε να μπει μέχρι το ένα τρίτο μέσα, αλλά εκεί σταμάτησε χωρίς να προσπαθήσει να πάει με τη μία πιο βαθιά. Τραβήχτηκε πάλι πίσω και σιγά-σιγά ξαναμπήκε μέσα μου, λίγο πιο βαθιά. Και μετά λίγο παραπάνω.

    «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» μου ξέφυγε όταν κατόρθωσε να μπει μέχρι τα δύο-τρίτα μέσα μου. Και ήταν περισσότερο απόλαυσης παρά πόνου.

    “FUCK ME BABE!” τον παρακάλεσα. “RIP MY ASS!”

    Παρόλες τις… παραινέσεις μου, συνέχισε να μη βιάζεται, και όταν τελικά κατάφερε να μπει όλος μέσα μου είχα γίνει κουδούνι, με τον πόνο και το τσούξιμο να μην γίνονται σχεδόν register μέσα μου.

    “AAAAH YES! YES” του φώναξα όταν άρχισε να κινείται. “FUCK ME! FUCK ME!” του επαναλάμβανα σαν χαλασμένο γραμμόφωνο, κι εκεί έπεσε μια δυνατή σφαλιάρα στο δεξί μου γλουτό.

    “Silence!” με διέταξε, και σας το ορκίζομαι, ένιωσα το jolt που κάθε φορά ήταν προοίμιο οργασμού.

    Με άρπαξε από τα μαλλιά και με τράβηξε πίσω με δύναμη. «ΑΑΑΑΑΑΧ» μου ξέφυγε όταν καρφώθηκε και πάλι όλος μέσα μου.

    “Who is your Master?” με ρώτησε σχεδόν σηκώνοντάς με προς τα πίσω έτσι όπως μου τράβηξε δυνατά το μαλλί.

    “You! You are my Master!” του απάντησα νιώθοντας ένα δεύτερο jolt.

    Εντάξει, αν το καταφέρει και αυτό, όταν τελειώσει, τον παίρνω και τον πάω όπως είμαστε στο δημαρχείο! χαχάνισα μέσα μου.

    Άφησε τα μαλλιά μου και πέρασε τα χέρια του από κάτω μου χουφτώνοντας δυνατά και τα δυο μου στήθη. Χωρίς να βγει από μέσα μου με σήκωσε όσο πιο προς τα πίσω μπορούσε—και με το μαρτζαφλάρι του μέσα σα σιδηροδοκός σε μπετό, δεν το έλεγες και εύκολο. Ναι, εδώ πόνεσε λιγάκι παραπάνω, ψεύτρα μην είμαι, αλλά με τα στήθη μου στη μέγγενη των χεριών του, μεγαλύτερη ήταν και η απόλαυση.

    Και εκεί είχε και το τρίτο jolt, αλλά δυστυχώς αυτή τη φορά δε συνοδεύτηκε από άρια. Κλάιν, παρόλο που δεν μου είχε κάνει την προετοιμασία όπως προχθές, σήμερα η αίσθηση ήταν ακόμα πιο καύλα.

    Κρατώντας με από τα στήθη άρχισε να κουνάει τους γοφούς του, …εμβολίζοντάς με σε κάθε του κίνηση, και μπορεί η χοντρή να μην τραγούδησε, αλλά γραμμή με Βαλχάλα έπιασα και του λόγου μου. Τα βογγητά μου συνόδεψαν τα βογγητά του, και ο ρυθμός του έγινε πιο ξέφρενος, και όλο και πιο ξέφρενος.

    Μέχρι που κάποια στιγμή έμεινε ακίνητος και του ξέφυγε ένα δυνατό «ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» καθώς κορύφωσε. Μου έσφιξε τόσο δυνατά τα στήθη που πόνεσα, και δεν μπόρεσα να κρατήσω μέσα μου ένα πονεμένο «ΑΑΑΑΧ», ενώ ένιωσα το όργανό του μέσα μου να κάνει σπασμούς, συνοδευόμενους από ακόμα πιο δυνατά βογκητά και στεναγμούς.

    “OOOOOH AAAAAH YES… YES!!! OOOOH BABE… OOOOOH!!!!”

    Τραβήχτηκε προσεκτικά από μέσα μου και ένιωσα ένα απίστευτο συναίσθημα ανακούφισης. Ναι, όποιος δεν έχει δώσει κωλαράκι δεν πρόκειται να καταλάβει, οπότε ας μείνουμε στο αίσθημα ανακούφισης.

    «Μωρό μου… πρέπει… πρέπει να πάω μπάνιο!!!!» του είπα.

    Δεν περίμενα απάντηση. Πετάχτηκα από το κρεβάτι σαν ελατήριο και έφυγα τρέχοντας. Τα πόδια μου ήταν σφιγμένα, το περπάτημά μου αδέξιο σαν πιγκουίνου. Που δηλαδή να μην είχε φορέσει και προφυλακτικό, θα ήταν τελείως σαν κλύσμα!

    Δε θα είχε πάει καθόλου καλά αυτό!

    Μπήκα στο μπάνιο σχεδόν τρέχοντας και έκλεισα την πόρτα πίσω μου με δύναμη. Γιατί οι ήχοι που επρόκειτο να βγουν δεν τους έλεγες και rock opera. Περισσότερο σε death metal έφερναν.

    Μόλις κάθισα, άκουσα ένα παραπονεμένο «ΝΙΑΡ!» απ’ έξω.

    «Όχι τώρα, Μπλάκι!» του φώναξα.

    Ένας γδούπος στην πόρτα και το μαύρο τριχωτό μαλακιστήρι μ’ ένα σάλτο πήδηξε και άνοιξε το πόμολο. Μπήκε μέσα σα να μην τρέχει κάστανο, με την ουρά του ψηλά. «Παιδί μου είσαι βλαμμένο;» τον ρώτησα, τεντώνοντας το πόδι μου για να κλείσω την πόρτα πανικόβλητη. Το τελευταίο που ήθελα ήταν να με ακούσει ο Maurice.

    Αντί απάντησης, ο Μπλάκι κάθισε ανάμεσα στα πόδια μου. Με κοίταζε με εκείνο το γατίσιο βλέμμα που λες και διασκέδαζε με το θέαμα. Τα μάτια του ήταν διάπλατα ανοιχτά, γεμάτα περιέργεια.

    «Ρε πούστη, δε θα σε πιάσει να πας στην άμμο σου; Θα σου δείξω εγώ!» τον απείλησα.

    Και στ’ αρχίδια του τελείως. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και άρχισε να γλείφει την πατούσα του λες και του είχα πει το καλύτερο αστείο.

    Εντάξει, κάποια στιγμή θα ορκιζόμουν ότι κατάφερα να αποβάλλω επιτέλους μέχρι και την τσίχλα που είχα καταπιεί στα πέντε μου. Όλα τα άντερά μου ένιωθα να αδειάζουν. Χώρια που με τον κώλο και τα μεριά μου να τσούζουν από το flogger και το… rupture, δεν το έλεγες ακριβώς ευχάριστη διαδικασία.

    «Μη με κοιτάς έτσι!» γκρίνιαξα στον Μπλάκι που συνέχιζε να με παρατηρεί σαν να ήμουν το πιο ενδιαφέρον θέαμα του κόσμου.

    Κάθισα λίγη ώρα παραπάνω, περιμένοντας. Μέχρι να καταλαγιάσει κάπως το τσούξιμο. Μέχρι να είμαι σίγουρη ότι είχα τελειώσει. Ο Μπλάκι στο μεταξύ είχε βαρεθεί και είχε αρχίσει να παίζει με το χαρτί υγείας, προσπαθώντας να το ξετυλίξει.

    «Άσ’ το κάτω, π’ ανάθεμά σε!» του έβαλα τις φωνές, τραβώντας το από τα νύχια του.

    Όταν τελείωσα—επιτέλους—και σηκώθηκα, πραγματικά φλέρταρα με τη σκέψη να ζυγιστώ εκ νέου. Ένιωθα σα να έχω χάσει άλλα τρία κιλά! Ένιωθα τόσο ελαφριά που θα μπορούσα να πετάξω.

    Κοίταξα τη ζυγαριά στη γωνία. Με κοίταζε κι αυτή προκλητικά.

    Και δεν ξέρω τι φοβήθηκα περισσότερο: την απογοήτευση να δω ότι δεν έχω χάσει ούτε γραμμάριο, ή να έχω χάσει όντως τρία κιλά με μια τουαλέτα και μετά θα έπρεπε να βρω τρύπα να κρυφτώ από τη ντροπή μου;

    Τελικά αποφάσισα να μην το ρισκάρω. Άνοιξα τη βρύση του νιπτήρα και έπλυνα τα χέρια μου σχολαστικά. Ο Μπλάκι με το που άκουσε το νερό να τρέχει, διακτινίστηκε η κοτάρα!

    Άνοιξα την πόρτα προσεκτικά και κοίταξα έξω. Δεν έκλεισα το φως για να αφήσω τον εξαεριστήρα μπας και καθαρίσει ο θάλαμος αερίων. Ο Maurice ήταν ακόμα στο δωμάτιο. Βγήκα από το μπάνιο με όση αξιοπρέπεια μου είχε απομείνει—που δεν ήταν και πολλή, ειδικά έχοντας να του εξηγήσω ότι καλό θα ήταν να αποφύγει την τουαλέτα για κανένα δίωρο…

    “It’s alive! Alive!» με τρόλλαρε το κωλόπαιδο με το που γύρισα στο δωμάτιο. Η μίμηση του Gene Wilder από το “Young Frankenstein| ήταν τόσο τέλεια που έβαλα τα γέλια παρά την αμηχανία μου.

    «Κάτσε καλά φουκαρά μου,» τον απείλησα θεατρικά, υψώνοντας τη γροθιά μου, «γιατί από ταπεινό χαμομηλάκι θα γίνω Frau Blücher και θα δεις τον Μπλάκι να χλιμιντρίζει σαν παλιάλογο!»

    Τα μάτια του άστραψαν σκανταλιάρικα. «Σε τρώει να δοκιμάσουμε και τη βίτσα, μικρή;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

    «Όχι, για απόψε μου τον έξυσες επαρκώς!» του απάντησα με τελείως deadpan ύφος.

    Το χάχανό του μετατράπηκε σε δυνατό γέλιο. Όταν σταμάτησε να γελάει, έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι.

    «Για πού τό ‘βαλες;» τον ρώτησα. Ένα ίχνος ανησυχίας χρωμάτισε τη φωνή μου. Ήλπιζα να μη θέλει να πάει εκεί που νόμιζα.

    «Τουαλέτα!» μου απάντησε, κάνοντας τους φόβους μου πραγματικότητα.

    Τα μάτια μου γούρλωσαν. «Καλό θα ήταν να την αποφύγεις για λίγη ώρα!» του είπα μαγκωμένη. Ένιωσα το πρόσωπό μου να κοκκινίζει.

    Αυτό τον έκανε να χαχανίσει και πάλι. «Δε γίνεται μωρό μου, θα σκάσω!» μου εξήγησε.

    «Αν μπεις στο μπάνιο είναι που θα σκάσεις!» του απάντησα με πραγματική απελπισία.

    Γέλασε ακόμα πιο δυνατά. «Νομίζω ότι θα αντέξω!»

    «Κουράγιο!» του φώναξα από πίσω του. «Και κράτα την αναπνοή σου!» Τον άκουσα να γελάει καθώς έκλεινε την πόρτα.

    Στο μεταξύ εγώ φόρεσα από κάτω ένα απλό βαμβακερό εσώρουχο και από πάνω ένα λεπτό φανελάκι και ξάπλωσα στο κρεββάτι να τον περιμένω. Και εκεί, να σου και το μαύρο κάθαρμα που ήρθε για αγκαλίτσες.

    «Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα!» του είπα χαχανίζοντας, και ήρθε και μου έτριψε την άδεια του κεφάλα ζητώντας επιτακτικά χάδια.

    Τον χάιδεψα ανάμεσα στ’ αφτιά που το λάτρευε, και έκλεισε τα μάτια του σηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι του. Γύρισε και μου έγλειψε το χέρι, και μετά μου γύρισε τ’ ανάσκελα για να τον χαϊδέψω στην κοιλιά, η ντροπή των αιλουροειδών.

    Και χωρίς να το θέλω, το μυαλό μου γύρισε και πάλι στη φωτογραφία της Μαρκετάκη, καθώς επιτέλους το ασυνείδητό μου είχε κάνει τη σύνδεση. Δεν ήταν μόνο το ότι ήταν πιο όμορφη και από τα ξωτικά του Tolkien, ήταν το βλέμμα της. Μην αντέχοντας, άνοιξα το κινητό μου και έψαξα “Marketakis,” για να βρω τις φωτογραφίες της και μου γύρισε ένα σκασμό από links.

    Wikipedia > Wiki > Marketakis’ Equilibrium Theorem

    The Marketakis’ Equilibrium Theorem (2000) establishes an upper bound of (n−1)² equilibrium points for Newtonian potentials in ³ generated by n point masses.

    Wikipedia > Wiki > Marketakis’ Equilibrium Grid

    The Marketakis’ Equilibrium Grid (MEG) is a royalty-free anti-seismic design methodology developed at EPFL (1997–1999) by V. Marketakis to optimize dissipation pathways in structures under seismic load.

    Fortune > Vinci Names Dr. Vasiliki Marketakis as Group CEO

    In a landmark leadership transition, Vinci’s board appointed Dr. Vasiliki Marketakis as Group CEO, citing her turnaround at Aegis Group and her track record in complex infrastructure megaprojects across Europe and MENA.

    Bloomberg Businessweek > The Structural Engineer Who Runs the World’s Biggest Builder.

    From proving a theorem in Acta Mathematica to restructuring a pan-European contractor: inside Marketakis’s playbook.

    Financial Times > Vinci’s new chief: a steel mind for an age of infrastructure risk.

    Profile of Dr. V. Marketakis, focusing on risk pricing, disclosure culture, and seismic design innovations.

    The Economist > Buttonwood: When equations meet concrete.

    How an arcane topological theorem about equilibrium points ended up influencing global seismic codes—and corporate strategy at Vinci.

    arXiv > Equilibrium Points of Newtonian Potentials in ℝ³

    Preprint corresponding to the Acta paper; includes extended Morse-theoretic argument and engineering corollaries.

    Και άντε μη νιώσεις αίσθημα κατωτερότητας. Πήρα βαθιά ανάσα και έψαξα στο images. Δε βρήκα αυτή που είχε το άρθρο αλλά βρήκα μια άλλη. Ναι… δεν ήταν απλά σχεδόν απόκοσμα όμορφη. Το βλέμμα της… το βλέμμα της ήταν σαν αιλουροειδούς. Σα να σε κοίταζε γάτα με ανθρώπινη μορφή.

    Αλλά όχι γάτα σαν τον Μπλάκι. Ήταν σα να σε κοίταζε λεοπάρδαλη!

    Ο Μπλάκι σα να ένιωσε την ταραχή μου, σηκώθηκε όρθιος και ανέβηκε στο στέρνο μου. Με κοίταξε στα μάτια και έκλεισε τα δικά του αργά, το γατήσιο ισοδύναμο «Σ’ αγαπάω μωρή παλαβιάρα!»

    «Κι εγώ σ’ αγαπάω μούργο!» του είπα παίρνοντας βάζοντάς τα μάγουλά του στα χέρια μου. Με άφησε να τον τρίψω μερικές στιγμές και μετά τραβήχτηκε. Χαμήλωσε το κεφάλι του και άρχισε να μου κάνει πατουσάκια γουργουρίζοντας σιγανά, σχεδόν ανεπαίσθητα.

    Πάνω που άρχισα να ανησυχώ γιατί αργούσε, για κατούρημα είχε πάει στην τελική-τελική, να σου τον και ο λεβέντης μου.

    «Γιατί άργησες;» τον μάλωσα. «Είχα αρχίσει να ανησυχώ μη μου έπαθες ασφυξία!»

    Έβαλε και πάλι τα γέλια. «Έπλυνα δοντάκια μωρό μου,» μου εξήγησε.

    «Δε θέλεις να φας για βράδυ;»

    «Δεν πεινάω ιδιαίτερα, είναι η αλήθεια!» μου απάντησε. «Πεινάς εσύ;»

    «Ένα τοστάκι θα το έτρωγα, είναι η αλήθεια!» του ομολόγησα.

    «Ε, να μη σ’ αφήσω να υποφέρεις μόνη!» μου είπε χαμογελώντας παιχνιδιάρικα.

    «Κάπως ήμουν σίγουρη!» του απάντησα χαχανίζοντας. «Ένα ή δύο;»

    Με κοίταξε σαν κουτάβι και έβαλα τα γέλια. «Που να πεινούσες κιόλας, αρκούδι μου! Έλα, πάμε να μου κάνεις παρέα!» του είπα και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Περνώντας από μπροστά μου μου έριξε άλλη μια στα καπούλια, που μ’ έκανε να χοροπηδήσω! «Τι βαράς καλέ;» τον ρώτησα με προσποιητή αγανάκτηση.

    “For the Cause!” μου απάντησε παίζοντάς του πονηρά τα βλέφαρά του. “I love smacking your ass…” είπε και έκανε παύση. Το βλέμμα του έγινε ακόμα πιο πονηρό. “And not only smacking!”

    “Don’t I know that?” του απάντησα χαχανίζοντας. Κατά τα φαινόμενα ο αρκούδος μου θα μου έκανε το κωλαρίνι μου τρομπόνι.

    “What can I say! ‘Anal-ytic’ is my middle name!” μου απάντησε και έβαλα τα γέλια με το λογοπαίγνιο.

    “You’re the analytic one; it’s my ass that hurts afterwards!” συνέχισα το πείραγμα.

    “At least it will help you stop over…anal-yzing the wrong way” μου πέταξε τη μπηχτή του.

    “Is there a proper way?” τον ρώτησα χαχανίζοντας και καταπίνοντας και πάλι το δόλωμα σα χάνος.

    “Do you fancy a second demonstration of my anal-ytic skills?” με ρώτησε χαχανίζοντας.

    Έβαλα τα γέλια αλλά αντί απάντησης του κούνησα προκλητικά το κωλαράκι μου, με αποτέλεσμα να αρπάξω άλλη μια γερή στα καπούλια. “Do not tempt me, woman!”

    “BRRRRRRRRRRRR!” του έκανα στα μούτρα, κάνοντάς τον να βάλει κι εκείνος και πάλι τα γέλια. “Yeah, yeah, I know, twenty more!”

    “Is that so?” με ρώτησε και έκανε κίνηση με τα χέρια του σα να ετοιμαζόταν να με γαργαλήσει.

    “OH NO! DON’T YOU DARE!” του είπα, κάνοντας ένα αμυντικό βήμα πίσω.

    “Try to stop me!” μου είπε και με πέταξε στο κρεββάτι και κόντεψα να του μείνω από τα γέλια. “WHO DA BOSS?” με ρώτησε όταν βρήκα τις ανάσες μου.

    “You!!! You da boss!” του είπα λαχανιασμένη.

    «Και τώρα που το λύσαμε αυτό, πάμε να φάμε τα τοστάκια που μου έταξες!»

    “Aye, aye Sir!” του έκανα χαιρετώντας τον στρατιωτικά, αρπάζοντας μια καθόλου στρατιωτική στο αριστερό μου κωλομέρι. Και μετά το κωλόπαιδο μου έβαλε χέρι κάνοντάς με να χοροπηδήσω.

    “Move your lovely ass!” μου έκανε, χώνοντάς μου ακόμα μία, στο δεξί κωλομέρι αυτή τη φορά, και πήγαμε και οι δυο χαχανίζοντας στην κουζίνα, μαζί φυσικά με το Μπλάκι που άκουσε τη λέξη φαγητό και ήρθε ξοπίσω μας μη και μείνει ρέστος στη διανομή.

    Πριν καν αρχίσω να προετοιμάζω τα τοστ έδωσα μια μπύρα στον Maurice, την οποία την κατέβασε σχεδόν μονοκοπανιά. Χαχανίζοντας του έβγαλα και δεύτερη, και μαζί τα υλικά για τα τοστ. Τυράκι, bacon, γαλοπούλα, ντομάτα, αυγά και τη sauce που είχα φτιάξει την Πέμπτη το πρωί και είχα αφήσει στο ψυγείο.

    Ο Maurice μου ζήτησε ένα μαχαίρι και ο γλυκούλης μου έκοψε τις ντομάτες σε λεπτές φέτες. Έριξα μια κουταλιά στάκα στο τηγάνι και την άφησα να λιώσει και να βγάλει το βούτυρο και έριξα και το bacon να τσιγαριστεί. Όταν έγιναν τα έβαλα σε ένα πιατάκι με μια χαρτοπετσέτα και στο λίπος τους, το ανακατεμένο με τη λιωμένη στάκα, έσπασα και δύο αυγά και τα ανακάτεψα.

    Ο αρκούδος μου στο μεταξύ είχε βάλει το ψωμί του τοστ να ψήνεται στην τοστιέρα, και όταν ψήθηκε η πρώτη τετράδα, μου την έδωσε για να τα ρίξω μια γρήγορη στο τηγάνι, σκεπάζοντάς κάθε φορά τις δύο από τις τέσσερεις φέτες με την ομελέτα. Έκανα το ίδιο και με τις άλλες τέσσερις φέτες ψωμιού, και όταν τελείωσα τα γέμισα με το bacon, τη γαλοπούλα, το τυρί και την ντομάτα, και τα έβαλα ξανά στην τοστιέρα για δύο λεπτά.

    Όταν ήταν έτοιμα, απλώσαμε και τη σπιτική sauce, και καλά που δεν πεινούσαμε… Έδωσα στον Μπλάκι ένα κομματάκι γαλοπούλα για να μας αφήσει στην ησυχία μας, και πέσαμε στα τοστ σαν τις ακρίδες.

    Σκυλομετάνιωσα που ντράπηκα και έφτιαξα μόνο ένα τοστ για μένα και ο αρκούδος μου το κατάλαβε. «Πάρε το δικό μου, μωρό μου,» μου έκανε δείχνοντάς μου το τρίτο του τοστ. «Όντως, δεν πεινούσα ιδιαίτερα.»

    «Μη νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω τι κάνεις!» τον μάλωσα τρυφερά.

    “Don’t know what you’re talking about!” μου απάντησε με τάχα μου αθώο βλέμμα.

    «Σ’ αγαπάω!» του είπα τρυφερά.

    “I know!” μου είπε το κωλόπαιδο, κάνοντάς μου wink.

    Έβαλα τα γέλια και πήρα το δεύτερο τοστ, αλλά κατάφερα τελικά να φάω μόνο το μισό. «Δεν μπορώ να φάω άλλο του είπα,» σπρώχνοντας το πιάτο.

    «Δεν μπορούμε να το αφήσουμε έτσι, είναι αμαρτία!» μου έκανε χαμογελώντας. “I’ll take one for the team!” μου είπε το αρκουδοκροκοδειλάκι μου και το κατέβασε σχεδόν με μια χαψιά.

    «Να σου φτιάξω άλλο ένα;» προσφέρθηκα, δεν ήθελα να τον αφήσω έτσι επειδή ντράπηκα να φτιάξω δεύτερο τοστ για μένα.

    «Όχι,» μου απάντησε χαϊδεύοντάς μου το χέρι. «Όποιος ντρέπεται, μένει νηστικός, Σοφία!» μου είπε με πιο σοβαρό βλέμμα.

    «Συν τριάντα!» του είπα. «Στο υπόσχομαι, δε θα το ξανακάνω!»

    “That’s my girl!” μου είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα του και έσκυψε πάνω μου και με φίλησε τρυφερά στα μαλλιά.

    Ξέπλυνα τα πιάτα στα γρήγορα και επιστρέψαμε στο δωμάτιο, με το Μπλάκι αυτή τη φορά να μη μας ακολουθεί. Με το που ξαπλώσαμε ωστόσο στο κρεββάτι δεν το ρίξαμε ακριβώς στον ύπνο, far from it!

    «Βγάλε το από πάνω σου,» με διέταξε και υπάκουσα χαμογελώντας. Το όργανό του ήταν ορθωμένο μέσα στο μποξεράκι του. Νόμιζα ότι ήθελε να τον πάρω στο στόμα μου αλλά όταν έκανα να χαμηλώσω προς τα κάτω με σταμάτησε.

    «Δε θέλω πίπα!» μου είπε. «Ξάπλωσε στο πλάι με το κεφάλι σου κοντά αλλά μην τον πάρεις στο στόμα σου.»

    «Μάλιστα,» του απάντησα και υπάκουσα χωρίς να έχω ακριβώς καταλάβει τι θέλει να κάνουμε.

    Τον έπιασε με το χέρι και τον έτριψε λίγο στα χείλη μου. «Άνοιξε το στόμα σου!» με διέταξε και αυτό ακριβώς έκανα.

    Τον έσπρωξε ελαφρά προς τα μέσα αλλά μόνο την κορυφή του κάτω κεφαλιού. Τον έπαιξα διστακτικά με τη γλώσσα μου, κάνοντάς τον να ανατριχιάσει αλλά με σταμάτησε γρήγορα.

    «Ποιο είναι το πιο περίεργο μέρος στο οποίο έχεις κάνει σεξ;» με ρώτησε, κάνοντάς με να στουκάρω για λίγο. Ζητούσε να μάθει πράγματα που μέχρι τώρα ήξεραν μόνο αυτοί με τους οποίους τα είχα κάνει μαζί, και φυσικά η Μαίρη.

    «Είσαι δική μου,» μου υπενθύμισε. «Δεν έχεις τίποτα δικό σου, μου ανήκεις όλη, ψυχή και σώμα.»

    Προφανώς εννοούσε αυτές τις στιγμές γιατί την άποψή του για το BDSM μου την είχε ξεκαθαρίσει. I played along.

    «Δική σου είμαι, Κύριε!» του είπα. Κούνησα το κεφάλι μου και άρχισα να του διηγούμαι.

    «Στις τουαλέτες του σχολείου, με τον Πάνο,» του απάντησα. «Ήμουν δεκάξι τότε, ήταν ο πρώτος μου μεγάλος έρωτας.» Χαμογέλασα πικρά. «Μεγάλο κωλόπαιδο, μου έψησε το ψάρι στα χείλη έξη μήνες που τον άντεξα.»

    Σταμάτησα και τον κοίταξα στα μάτια. «Μεγάλο σχολείο όμως… Έμαθα να τους εντοπίζω και να τους αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι.»

    «Αν η ανάμνηση σε χαλάει, άστο… βρες κάτι άλλο!» μου είπε χαϊδεύοντάς με απαλά στο μάγουλο.

    «Όχι, όχι… Μπορεί οι πρώτοι—ή, μάλλον, οι επόμενοι—δέκα μου να… πήραν σειρά στην προσπάθειά μου να τον ξεπεράσω, αλλά πλέον δεν είναι δυσάρεστη ανάμνηση…» Παύση. «Περισσότερο cautionary tale!»

    «Ωραία, πες μου τότε!» είπε ξεκινώντας να χαϊδεύει το όργανό του.

    «Είχαμε κενό, είχε αρρωστήσει ένας καθηγητής, οπότε είχαμε κάτσει στο προαύλιο και χαζεύαμε. Μαζί και ο Πάνος, καθότι ήταν στην ίδια τάξη με μένα.»

    Σήκωσα τα μάτια μου προσπαθώντας να θυμηθώ τη σκηνή.

    «“Πάω τουαλέτα,” του είπα και τον άφησα στο παγκάκι. Δεν γύρισα να κοιτάξω πίσω, δεν κατάλαβα ότι μ’ είχε ακολουθήσει. Μπήκα σε μια τουαλέτα και έκλεισα την πόρτα. Φορούσα φόρεμα και το έβγαλα τελείως, όπως και το εσώρουχό μου για να κάνω πιπί μου, καθώς η λεκάνη ήταν τούρκικη.»

    «Και;» με ρώτησε έχοντας αρχίσει να παίζει το όργανό του πιο δυνατά.

    Παρόλο που μου έκανε ερώτηση δε με άφησε να απαντήσω, με έπιασε από την πίσω μεριά του κεφαλιού μου και με έσπρωξε προς το μέρος του, αναγκάζοντάς με να τον πάρω στο στόμα μου. Αφέθηκα στο mouth fuck αλλά λίγες στιγμές αργότερα τραβήχτηκε από το στόμα μου.

    «Συνέχισε,» με διέταξε.

    «Όπως έκανα να σκύψω άνοιξε η πόρτα και στην αρχή μου ήρθε κόλπος! “Τι κάνεις;” του φώναξα και μου απάντησε “Σκάσε, θέλεις να μας ακούσουν;”»

    «Τον κοίταξα για μερικές στιγμές σαν χαζή, και ο Πάνος σα να μην τρέχει τίποτα κατέβασε το παντελόνι του και έβγαλε την τσουτσού του έξω. “Πάρε μου τσιμπούκι!” με διέταξε. Το προηγούμενο Σάββατο του είχα πάρει για πρώτη φορά πίπα και είχαμε γίνει μπίλιες που τέλειωσε στο στόμα μου χωρίς να με ειδοποιήσει. «Τι πράγμα;» τον ρώτησα με το μυαλό μου να προσπαθεί να πάρει στροφές. “Αυτό που άκουσες!” μου είπε. “Και θα καταπιείς!”»

    “He forced you?” με ρώτησε με γουρλωμένα μάτια ο Maurice σταματώντας να τον παίζει.

    «Όχι,» του απάντησα σιγανά. «Το θράσος του με είχε εξοργίσει αλλά τα πόδια μου για κάποιο λόγο έγιναν ζελές. Γονάτισα μηχανικά μπροστά του και τον πήρα στο στόμα μου. Και όχι τίποτε άλλο, αλλά ακούσαμε φωνές, είχαν έρθει και άλλες δύο στην τουαλέτα. Ο Πάνος μου έκανε νόημα με το δάχτυλο “Shhhh” αλλά δε με άφησε να σταματήσω την πίπα.»

    «Πώς ένιωσες;» με ρώτησε ο Maurice σταματώντας για λίγο να τον παίζει.

    «Μούσκεμα!» του απάντησα ειλικρινά και άρχισε να τον παίζει και πάλι. «Κάποια στιγμή με κράτησε ακίνητη και άρχισε να μου γαμάει το στόμα. Και εγώ να προσπαθώ να μην πνιγώ και να μην κάνω φασαρία, χώρια το αίσθημα αναγούλας που μ’ έκανε να νιώθω, τότε δεν είχα ακόμα… εκπαιδευμένο το gag reflex μου…»

    Σταμάτησα και πήρα βαθιά ανάσα, λες και ζούσα εκείνη τη στιγμή, το στόμα μου γεμάτο σάλια, τη μύτη βουλωμένη, και το όργανό του βαθιά μέσα στο στόμα μου να με πνίγει.

    «Ευτυχώς δεν του πήρε πολύ ώρα να τελειώσει,» είπα και εκείνη τη στιγμή ο Maurice μου τον έβαλε και πάλι στο στόμα, μη σταματώντας να τον παίζει.

    “AAAAAAH AAAAAH… I’m cumming… I’m cumming” φώναξε και με άρπαξε από το κεφάλι και με κράτησε ακίνητη, με το όργανό του να αδειάζει και πάλι μια εντυπωσιακή—πικρή και πάλι—ποσότητα.

    Κάπως έτσι ήταν και του Πάνου εκείνη τη μέρα, πραγματικά ένιωσα σα να ξαναζούσα τη στιγμή, minus το ότι ήμουν αναπαυτικά ξαπλωμένη στο κρεββάτι και όχι γονατισμένη στα πλακάκια. Και σε αντίθεση με τότε, σήμερα δεν έκανα εμετό.

    Μου έκανε νόημα να ανέβω προς τα πάνω και με πήρε στην αγκαλιά του. «Είναι το χούι μου,» μου έκανε απολογητικά. «Έχω φαντασιώσεις cuckolding αλλά όχι το στομάχι να τις πραγματοποιήσω, ακόμα και αν έβρισκα κάποια πρόθυμη.»

    Ναι, αυτό δεν το περίμενα, μου ήρθε κάπως.

    «Μην φοβάσαι μωρό μου, δεν πρόκειται ποτέ να σου ζητήσω κάτι τέτοιο…» μου είπε καθησυχαστικά.

    «Απλά το να βάζω τις παρτενέρ μου να μου λένε ιστορίες του… το ταΐζει με κάποιο τρόπο.»

    «Ιστορίες να σου πω όσες θέλεις, αρκούδι μου» του είπα εμφανώς ανακουφισμένη. «Το άλλο είναι που δε θα μπορούσα να κάνω!»

    «Και ούτε πρόκειται! Είσαι δική μου και μόνο δική μου!» μου είπε σφίγγοντας με κτητικά.

    «Δική σου μωρό μου! Μόνο δική σου!» του είπα με την καρδιά μου να φτερουγίζει μέσα στα στήθη μου. Ήμουν στην αγκαλιά του, ένιωθα την παρουσία του, την αίσθηση προστασίας ότι τίποτα δε θα μπορούσε να με αγγίξει μέσα της. Ένιωθα να ανήκω… αλλά όχι αφηρημένα. Να *του* ανήκω.

    «Κι εσύ είσαι μόνο δικός μου!» του δήλωσα, αυτό η αίσθηση του ανήκειν δεν ήταν one-way.

    «Είμαι, μικρή μου μάγισσα! Δικός σου και μόνο! Ο αρκούδος σου!»

    «Άντεεεεεεεε» του έκανα γλυκουλινιάρικα κάνοντάς τον να χαχανίσει.

    “And now!” μου έκανε και σκαρφαλώνοντας από πάνω μου πήγε στο συρτάρι μου και έβγαλε το μικρό δονητή. “Let’s have some opera!”

    «Φιλόδοξος, μου αρέσεις!» του είπα, κάνοντάς τον να χαχανίσει.

    Κατέβασα σε χρόνο ρεκόρ το κιλοτάκι μου και ο αρκούδος μου χωρίς να χάσει χρόνο ξάπλωσε ανάμεσα στα πόδια μου, and let the good time rolls! Μα δεν ήταν μόνο το παιχνίδι με τη γλώσσα του και τα χείλη του που με έκαναν να σπαρταράω σαν ψάρι έξω από το νερό.

    Ήταν και ο τρόπος που με έπαιζε με το μικρό δονητή, βάζοντάς τον στο διακεκομμένο setting, και στριμώχνοντας την κλειτορίδα μου ανάμεσα στο δονητή και τη γλώσσα του. Αυτά δεν ήταν jolts, αν είχα δαγκώσει καλώδιο υπερυψηλής λιγότερο θα σπαρταρούσε το σώμα μου.

    Όσο για το τραγούδι της χοντρής… ξεπερνούσε και τη θρυλική ερμηνεία του Casta Diva στη Norma από την ίδια την Κάλλας. Ήταν σχεδόν θρησκευτική εμπειρία, στον σταυρό που σας κάνω! “AAAAAAAAAAAAAAAH” φώναξα, ούτε το όνομά του δεν μπόρεσα να πω.

    Αν πέθαινα εκείνη τη στιγμή θα αναγκάζονταν να με θάψουν με κλειστό φέρετρο για να μη φαίνεται το χαμόγελο που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό μου!

    Και τα “AAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAH” δεν ήταν ένα, δεν ήταν δύο. Να δω με τι μούτρα θα αντικρύσω τους γείτονές μου. Όσους δηλαδή δεν αλλάζουν δρόμο όταν με βλέπουν…

    “‘Always deliver’ is my middle name!” μου είπε και πάνω που άρχισα να βρίσκω τις ανάσες μου, τις έχασα και πάλι βάζοντας τα γέλια.

    “I’m going to need another excel, just to document your middle names!” του απάντησα όταν ηρέμισα.

    “You do that, the next generation needs to know!” μου απάντησε χαμογελώντας αυτάρεσκα.

    Άναψα το air condition γιατί είχα φουντώσει ολόκληρη και αφού του έδωσα ένα τρυφερό φιλί στο στόμα γύρισα να με πάρει αγκαλιά κουτάλα… και σαν κάτι να εξείχε.

    «Πάλι ρε μούργο!» τον ρώτησα γυρνώντας να τον κοιτάξω.

    “Sorry, not sorry! As I said, I love your ass!” μου απάντησε τινάζοντας τους ώμους του.

    Χαμογέλασα και γύρισα και πάλι να με πάρει στην αγκαλιά του. Και ας εξείχε το πιστόλι. Καλά να ήμασταν και όπως είπα και πριν θα μου τον έκανε τρομπόνι, αυτό θα με πείραζε; Και όχι τίποτα, αλλά “τσούζει Θανάση μου!” που έλεγε και ο Χάρρυ Κληνν.

    Oh well…

    «Αχ! Τσούζει… τσούζει Θανάση μου… αλλά μ’ αρέσει,» ήταν ολόκληρη η ατάκα.

    Ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  8. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Contributor

    Μέρος 20ο - Girl’s night out

    Από τον ύπνο μου με έβγαλε το ξυπνητήρι, που όπως και την προηγούμενη φορά που είχαμε κάνει home office από το σπίτι μου, το είχαμε βάλει στις οκτώ το πρωί. Με τον αρκούδο μου να με έχει γραπωμένη στην αγκαλιά του χρειάστηκε προσπάθεια για να καταφέρω να το φτάσω. Μέσα στον ύπνο του το χέρι του κινήθηκε και με χούφτωσε στο στήθος κανονικά και με το νόμο, κάνοντάς με να χαχανίσω.

    Ναι, και όχι μόνο.

    Anyway, με κάποια δυσκολία κατάφερα να ξετυλιχτώ από την αγκαλιά του αρκούδου μου, και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού, με τα πόδια στο πάτωμα, ώστε να ολοκληρωθεί το πρωινό μου reboot. Και εκεί, ρίχνοντας μια τρίλια, εμφανίστηκε και ο Μπλάκι.

    «Καλώς το μου!» του έκανα τρυφερά όταν βρέθηκε με ένα σάλτο δίπλα μου. Με έσπρωξε με την κεφάλα του και μετά μου έκανε βαρελάκια. Χαχανίζοντας τον έτριψα απαλά στην κοιλιά ενώ εκείνος κάνοντας ακροβατικά με το σώμα του προσπαθούσε να μου γλείψει το χέρι, λες και ήταν κανένα κοπρόσκυλο να πούμε.

    Μετά, σα να θυμήθηκε ότι είναι γάτα, γύρισε απότομα και με την ουρά του σαν περισκόπιο, ανέβηκε πάνω στο Maurice, που στο μεταξύ είχε γυρίσει ανάσκελα, και άρχισε να του κάνει πατουσάκια στην κοιλιά.

    Τον άφησα εκεί με την ελπίδα να με αφήσει μια φορά να κατουρήσω με την ησυχία μου, και σιγά που θα τα κατάφερνε. Δεν πρόλαβα να μπω στο μπάνιο, και τσουπ, ήρθε κι εκείνος και ρίχνοντας ένα σάλτο ανέβηκε στο νιπτήρα και με κοίταξε λες και ήμουν θέαμα.

    «Γουστάρεις τίποτα φίλε;» τον ρώτησα με το ύφος του Φαρέα στη Λόλα.

    Σε αντίθεση με το Στέλιο, στην εν λόγω ταινία, που έκανε—ή τουλάχιστον, προσπάθησε να κάνει απειλητική κίνηση πριν τον ακινητοποιήσουν οι μπράβοι του Φαρέα—ο Μπλάκι συνέχισε να με κοιτάει ατάραχος.

    Τέλος πάντων, τουλάχιστον αυτή τη φορά δεν πήδηξε στα μπούτια μου. Τράβηξα το καζανάκι και σηκώθηκα να πλύνω τα δόντια μου, με το κοπρόγατο μου να γίνεται Λούης. Έπλυνα δοντάκια, ξέπλυνα και με στοματικό και επέστρεψα στο δωμάτιο για το άλλου είδους στοματικό.

    Εγώ τα tasks μου τα παίρνω στα σοβαρά!

    Όπως ήταν ξαπλωμένος δεν μπορούσα να του τραβήξω το μποξεράκι, οπότε αναγκαστικά του το κατέβασα λίγο και πήρα το ήδη ερεθισμένο όργανό του στο στόμα μου. Μάλλον δεν ήταν τυχαίο που μου είχε γραπώσει το στήθος, κάποιο όνειρο θα έβλεπε, αλλά ανάκριση αργότερα.

    Αφοσιωμένη στο έργο μου δεν κατάλαβα ότι ξύπνησε παρά μόνο όταν ένιωσα το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου. Σταμάτησα και τραβήχτηκα ίσα-ίσα για να τον δω και να του χαμογελάσω.

    «Καλημέρα αρκούδι μου!» του έκανα γλυκά, και μετά, καθόλου γλυκά, επέστρεψα στο έργο μου.

    Αυτή τη φορά δε με σταμάτησε για φιλάκι, οπότε μερικά λεπτά αργότερα έλαβα τους καρπούς των κόπων μου σε υγρή πρωτεϊνική μορφή με ελαφρά πικρή γεύση. Όπως κάθε φορά του τον έκανα λαμπίκο, και για το επιστέγασμα του έδωσα και ένα φιλάκι στο κεφαλάκι.

    Ανέβηκα προς τα πάνω μετά το βαθύ φιλί που μου έδωσε ξάπλωσα στην αγκαλιά του γυρισμένη προς το μέρος του. “Task executed successfully!” του είπα και χαμογέλασε.

    “Though as I said the task wasn’t recurring, it beats hands-down the alarm!”

    “I didn’t use my hands!” του είπα πειρακτικά, αυτή τη φορά όντως δεν είχα βάλει χείρα βοηθείας, ό,τι έκανε το στόμα μου μόνο του!

    “You are… mouthy!” μου είπε πειρακτικά, κάνοντάς με να χαχανίσω αυτή τη φορά.

    «Και τώρα μολόγα όλα!» του έκανα αιφνιδιάζοντάς τον. «Τι όνειρο έβλεπες και με είχε χουφτώσει και ήσουν με την τσουτσού κάγκελο!»

    “Was I?” με ρώτησε με απορία στα μάτια.

    «Ναι, οπότε μολόγατα όλα!» τον διαβεβαίωσα με θεατρική αυστηρότητα.

    «Πραγματικά μωρό μου, δεν έβλεπα κάποιο όνειρο! Ή δε θυμάμαι να έβλεπα κάποιο όνειρο,» μου είπε χαϊδεύοντάς με τρυφερά στα μαλλιά. «Όσο για το άλλο… ναι, το παθαίνουμε καμιά φορά τα αγοράκια!»

    «Αυτό εξηγεί τις πρωινές καύλες, όχι το χούφτωμα!» επέμεινα εγώ.

    «Αλήθεια σου λέω, δεν θυμάμαι να έβλεπα κάποιο όνειρο,» μου είπε. Και όπως ήμουν, μου χούφτωσε και πάλι το στήθος. «Όχι ότι χρειάζομαι λόγο για να σε χουφτώσω!» μου έκανε σκανταλιάρικα, κάνοντάς με να χαμογελάσω.

    «Αν συνεχίσεις έτσι θα σε βιάσω!» τον προειδοποίησα.

    Αντί απάντησης μου έβαλε το χέρι του πάνω στο μποξεράκι του, είχε και πάλι καύλες ο αθεόφοβος. “Let’s have some opera!” μου είπε χαχανίζοντας. “Do you know Wagner’s ‘Ride of the Valkyries’?”

    “Do you want me to ride you, Romeo?” τον ρώτησα με αισθησιακή φωνή και χαϊδεύοντας τον κάτω από το μποξεράκι.

    Αντί απάντησης έγειρε προς το κομοδίνο και έβγαλε ένα προφυλακτικό. Του το φόρεσα και χωρίς να χρονοτριβήσω—ήμουν ήδη πύραυλος και δεν χρειαζόμουν προκαταρκτικά—έβγαλα το κιλοτάκι μου και κάθισα πάνω του αφήνοντας να μου ξεφύγει ένας ηδονικός στεναγμός.

    Με τα μάτια μου κλειστά, τον κορμό και το κεφάλι μου να γέρνουν προς τα πίσω και τα χέρια του να μου μαλάζουν τα στήθη, ξεκίνησα να κουνάω την λεκάνη μου μπρος-πίσω. Συνεχίσαμε για αρκετή ώρα έτσι αλλά επειδή δεν είχαμε και όλη τη μέρα δικιά μας ο Maurice άλλαξε τακτική.

    Με έκανε να σηκωθώ και με έβαλε να κάτσω στα τέσσερα και μου ξέφυγε και πάλι ένας ηδονικός στεναγμός όπως μπήκε πισωκολλητά μου. Και μετά… που σε πονεί και που σε σφάζει! Κρατώντας με από τη μέση άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου τόσο δυνατά που τα μπούτια του πλατάγιζαν στα μεριά μου.

    Και φυσικά αυτό συνοδευόταν και από σκαμπίλια στα κωλομέρια, αρκετά δυνατά θέλω να προσθέσω, με αποτέλεσμα ο κώλος μου να γίνει κόκκινος σε χρόνο dt. «Πιο δυνατά του φώναξα!» τελείως καυλωμένη και δε μου χάλασε χατίρι, με πήρε και με σήκωσε, αν δεν έβγαινα μωβ να μη με λένε Σοφία!

    Εγώ εντωμεταξύ χαμένη στο διάστημα τελείως μέχρι που με άρπαξε από το μαλλί και καρφώθηκε τόσο δυνατά μέσα μου που νομίζω βρήκε… μήτρα. Συνέχισε με αυτό το φρενήρη ρυθμό για λίγη ώρα και τραβώντας με και πάλι από τα μαλλιά, καρφώθηκε για τελευταία φορά μέσα μου και έμεινε ακίνητος.

    “OOOOOOOH I’ M CUMMING! I’M CUMMING” άρχισε να φωνάζει καθώς το όργανό του έκανε σπασμούς μέσα μου.

    Όταν ηρέμισε, και ρίχνοντάς μου μια αποχαιρετιστήρια στο δεξί κωλομέρι, τραβήχτηκε προσεκτικά, με εμένα να αναρωτιέμαι αν στα σωθικά μου θα τους άρεσε η νέα διαρρύθμιση, γιατί δε μπορεί, έτσι όπως με κοπάναγε όλο και κάτι θα μετακινήθηκε.

    “That was… intense!” του είπα χαμογελώντας. “I mean you did your best to redecorate my insides!”

    “Did it hurt?” με ρώτησε με ξαφνική ανησυχία.

    “My butt!” του είπα τρίβοντας ελαφρά τα κωλομέρια μου που είχαν πιάσει φωτιά.

    “Well, it’s supposed to!” μου είπε κοροϊδευτικά.

    Του έκανα BRRRRRRRRRRRRRRRR στη μούρη και με έβαλε κάτω και μου έκανε redecoration και στα πνευμόνια, έτσι όπως με γαργάλησε χωρίς έλεος.

    Έτσι, για να μην ξεχνιόμαστε “Who da boss is!”

    Χαχανίζοντας πήγε στην τουαλέτα και εγώ με τα μεριά να καίνε ακόμα περισσότερο, παράγγειλα καφέ από το e-food και πήγα να φτιάξω πρωινό στον αρκούδο μου. Αφενός γιατί εγώ καλά είχα πάρει την πρωτεΐνη μου αλλά το αρκούδι μου όχι, και αφετέρου το είχα κουράσει η κακούργα όπως μου άλλαζε την εσωτερική μου διαρρύθμιση, με τα μεριά μου να του χτυπάνε με μανία τις παλάμες. Η κακούργα!

    Φόρεσα ένα σορτσάκι (βασικά κάποτε ήταν το μποξεράκι ενός από τους πρώην μου το οποίο μου άρεσε και είχα απαλλοτριώσει με συνοπτικές διαδικασίες!) και ένα φανελάκι και πήγα στην κουζίνα με το Μπλάκι να με ακολουθεί, κάνοντάς μου μια απαιτητική τρίλια. Του άδειασα ένα φακελάκι με την υγρή τροφή του στο πιατάκι του, και γέμισα και την ποτίστρα με το τρεχούμενο νερό που ήταν σχεδόν άδεια.

    Άνοιξα το ραδιόφωνο να ακούσω το πρωινό τραίνο και ξεκίνησα την προετοιμασία. Πάλι αυγά με στάκα, γιατί αν δεν την έτρωγε ο αρκούδος μου θα την εξαφάνιζα εγώ, και με τι μούτρα θα ζητιάνευα άλλη από τη μητέρα μου; Ενώ αν της έλεγα ότι την έφαγε ο αρκούδος μου, παίζει να έδινε παραγγελιά στη θεια μου την Ελένη να μας στείλει πάλι.

    Win-Win που λένε και στ’ Ανώγια!

    Εκείνη την ώρα έβαλε Beatles, το “Twist and Shout” και όπως τηγάνιζα τα αυγά άρχισα να κουνάω τον κώλο μου χορεύοντας παρασυρμένη από τη μουσική των Beatles.

    Come on, come on, come, come on, baby, now (come on baby)
    Come on and work it on out (work it on out)
    You know you twist, little girl (twist little girl)
    You know you twist so fine (twist so fine)
    Come on and twist a little closer now (twist a little closer)
    And let me know that you’re mine (know you’re mine ooh)

    Δε μπορούσε να βρει καλύτερη στιγμή ο αρκούδος μου για να έρθει στην κουζίνα. Αγκαλιάζοντάς με από πίσω άρχισε να τραγουδάει, ενώ εγώ έκανα το chorus.

    Well, shake it, shake it, shake it, baby, now (shake it up baby)
    Well, shake it, shake it, shake it, baby, now (shake it up baby)
    Well, shake it, shake it, shake it, baby, now (shake it up baby)
    Aaaaah aaaaaah aaaaaah AAAAAAAAAAAAAH

    Ναι, η τσιρίδα ήταν δική μου αφενός γιατί ο Maurice παραήταν μπάσος για να την πει, και αφετέρου γιατί πάνω στην κρίσιμη στιγμή μου πάτησε μια τσιμπιά στο κωλαρίνι όλη δική μου!

    “I love how you shake it!” μου είπε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι. «Άντε μη με βιάσεις!» συνέχισε χαχανίζοντας.

    “Do you want my ass lover boy?” τον ρώτησα με αισθησιακή φωνή. Έσβησα το μάτι της κουζίνας, κατέβασα το μποξεράκι, και του στήθηκα προκλητικά στα τέσσερα. That was going to hurt… a lot… αλλά τον ήθελα σαν τρελή.

    “Be right back!” μου είπε και πήγε σχεδόν τρέχοντας στο δωμάτιο να φέρει λιπαντικό και προφυλακτικό.

    Δεν κουνήθηκα από τη θέση μου και όταν ο αρκούδος μου επέστρεψε, γονάτισε από πίσω μου και χουφτώνοντάς με από τα κωλομέρια, τα τράβηξε ελαφρά να ανοίξουν και ένιωσα τη γλώσσα του πίσω μου. Έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας την αίσθηση, και ο Maurice δεν βιαζόταν. Όσο με έτρωγε από πίσω, είχε περάσει το αριστερό του χέρι μπροστά μου και άρχισε να με παίζει, κάνοντάς με πύραυλο.

    Σταμάτησε να με γλείφει και να με παίζει, ίσα-ίσα για να απλώσει μια γενναία ποσότητα λιπαντικού πίσω μου. Σηκώθηκε και άρχισε να με δαγκώνει στο σβέρκο, ενώ με το δάχτυλό του μου παραβίαζε την πίσω πόρτα. Δαγκώνοντάς με στο λαιμό μου κάρφωσε όλο το δάχτυλό του μέσα, κάνοντάς με και πάλι να χάσω αυγά και πασχάλια.

    “I will fuck you ass…” μου δήλωσε ψιθυριστά στο αυτί. “You are mine to do as I please!” συνέχισε.

    “I am yours Master…” του είπα σχεδόν ξέπνοη. “I’ m your slave to use as you please!”

    Τράβηξε απότομα το δάχτυλό του από πίσω μου, κάνοντάς με να ξεφωνίσω από την απίστευτη αίσθηση, και με γύρισε προς το μέρος του.

    “Get on your knees!” με διέταξε και τσακίστηκα να τον υπακούσω. Άνοιξα το στόμα μου και τον κάρφωσε μέσα του αρχίζοντας να μου το γαμάει.

    Ναι, το mouthfuck με αυτό το μέγεθος και με τη λύσσα που είχε ο Maurice δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Παρόλο που υπό κανονικές συνθήκες μπορώ να τον πάρω όλο μέσα στο στόμα μου, αυτή τη φορά πνίγηκα δυο-τρεις φορές. Η μύτη μου είχε βουλώσει, το στόμα μου είχε γεμίσει με σάλια και δυσκολευόμουν φοβερά να αναπνεύσω.

    Ο Maurice από την άλλη ήξερε πολλά καλά τι έκανε και πόση δυσφορία μου επέτρεπε να νιώσω πριν με αφήσει να πάρω τις ανάσες μου. Σταμάτησε κάποια στιγμή και τον τράβηξε έξω.

    “Lick it clean!” με διέταξε και αυτό ακριβώς έκανα.

    Με σήκωσε και πάλι και με έβαλε να γείρω στο νεροχύτη. Φόρεσε το προφυλακτικό του και άλειψε και πάλι πίσω μου λιπαντικό. Ακούμπησε το όργανό του πίσω μου και χωρίς δισταγμό άρχισε να σπρώχνει προς τα μέσα.

    «AAAAAAAAAAAAAΧ» φώναξα νιώθοντας να με ανοίγει στα δύο, αλλά το βογγητό μου δεν ήταν μόνο πόνος. Μπορεί να πόνεσε σα διάολος όταν ο σφικτήρας μου του παραδόθηκε αλλά μόνο και μόνο η ιδέα ότι με είχε εκεί δική του και με γάμαγε με τον τρόπο που ήθελε, έκανε τα υδραυλικά μπροστά να τρελαίνονται και τη βρύση να τρέχει.

    Με το ένα χέρι του να μ’ έχει χουφτώσει στο αριστερό στήθος και με το άλλο του να μου το έχει φέρει στο στόμα, κλείνοντάς το μου, άρχισε να κινείται. Σιγά-σιγά στην αρχή, μέχρι να του παραδοθώ τελείως, και από εκεί και πέρα άρχισε και πάλι το κοπάνισμα.

    Τα βογγητά μου πνίγονταν από το χέρι του που μου έκλεινε το στόμα και με τη μύτη μου βουλωμένη δε μου ήταν εύκολες οι ανάσες. Ο Maurice το κατάλαβε και τράβηξε το χέρι του από το στόμα μου, και με άφησε να πάρω μερικές βαθιές ανάσες πριν μου το κλείσει και πάλι.

    Ήταν ο τρόπος που μ’ έπαιρνε; Ήταν ο τρόπος που έλεγχε τις αναπνοές μου ενώ με γαμούσε από τον κώλο σα να μην υπάρχει αύριο;

    Δεν ξέρω.

    Αυτό που ξέρω είναι ότι για πρώτη φορά μαζί του και δίνοντας το κωλαράκι μου η χοντρή τραγούδησε. Μπορεί να μην ήταν η… Νόρμα, αυτή τη φορά, αλλά και τη… Whitney Huston που μας προέκυψε, δε τη λες και λίγο. Τα jolts άρχισαν να διαδέχονται το ένα το άλλο και το κορμί μου τεντώθηκε σαν τόξο.

    «ΜΧΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» έκανα πάνω στην κορύφωση καθώς το χέρι του μου έκλεινε το στόμα, και λίγες στιγμές αργότερα ήρθε και η δική του. Καρφώθηκε για τελευταία φορά μέσα μου και έμεινε ακίνητος, και το πνιχτό μου βογγητό το συνόδευσαν και τα δικά του… που δεν τα έλεγες ακριβώς πνιχτά!

    Ναι, αυτή τη φορά είχαμε και ατυχηματάκι, ευτυχώς που φορούσε προφυλακτικό! Κόκκινη σαν υπεραιμική Ινδιάνα έτρεξα στο μπάνιο, και ίσα που πρόλαβα.

    Του κώλου τα εννιάμερα δηλαδή!

    Με το που τελείωσα και με το κωλαράκι μου να τσούζει λες και μου έκαναν κλύσμα με νέφτι, μπήκα στο μπάνιο για να κάνω ένα ντουζ, γιατί δεν ένιωθα ότι το μωρομάντηλο ήταν αρκετό. Εκείνη τη στιγμή ήρθε και ο Maurice, πέταξε το λερωμένο προφυλακτικό και μπήκε στο μπάνιο.

    “Shit happens!” μου είπε με deadpan ύφος με αποτέλεσμα να τον βρέξω με το κρύο ακόμα νερό, κάνοντάς τον να ξεφωνίσει σαν κοπελίτσα που πάτησε αχινό.

    “You said something, lover boy?” τον ρώτησα χαχανίζοντας ακόμα.

    “How many?» με ρώτησε κοιτάζοντάς με και καλά με μισό μάτι.

    “Don’t care! This was priceless! Mastercard can cover the rest!” του απάντησα, κάνοντάς τον να τον πιάσει βήχας από τα γέλια.

    Κάναμε ένα γρήγορο ντουζάκι και ξεπλυθήκαμε και οι δύο προσεκτικά και επιστρέψαμε στην κουζίνα. Το τηγάνι ήταν σκεπασμένο με το γυάλινο καπάκι του, και παρόλο που ο κρόκος μου βγήκε λίγο πιο σφιχτός αυτή τη φορά, ο αρκούδος μου λιάνισε το πρωινό του.

    Πάνω στην ώρα ήρθαν και οι καφέδες, οπότε αφού έπλυνε το πιάτο του πήγαμε στο μικρό δωματιάκι, και όπως και την προηγούμενη φορά εκείνος κάθισε στο γραφείο μου και εγώ στο μικρό φορητό τραπεζάκι.

    Και εννοείται φυσικά ότι ήρθε και ο Μπλάκι που τον είχαμε χάσει όταν αρχίσαμε να βγάζουμε τα μάτια μας. Για γάτο που μπαίνει με το έτσι θέλω στην τουαλέτα και δε σ’ αφήνει να κάνεις τη δουλειά σου με την ησυχία σου, τον λες και διακριτικό όταν κάνουμε σεξ.

    Ή ίσως να εξαφανίζεται μην αντέχοντας το τραύμα να βλέπει τη “μαμά” στα τέσσερα να ουρλιάζει σαν ξαναμμένη σκύλα.

    Η δουλειά κύλησε αρκετά ευχάριστα για Δευτέρα πρωί. Τι να πεις, καλή παρέα κάνει θαύματα στην ψυχολογία σου. Μα το κλου δεν ήταν αυτό! Κάποια στιγμή, ενώ ήταν σ’ ένα call, μου έστειλε μήνυμα στο κινητό. “Do you have any call scheduled for the next half hour?”

    Κοίταξα το κινητό με δυσπιστία και μετά τον κοίταξα που μίλαγε στο call. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Εκείνος έκανε πιο πίσω την καρέκλα του και κατέβασε το μποξεράκι του. Μου έκανε νόημα να πάω κοντά του και τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια. Επανέλαβε το νόημα, δείχνοντάς μου με το δάχτυλο ότι δεν ήθελε να πάω απλά κοντά του.

    Εντάξει, έγινα μούσκεμα μέσα σε μια στιγμή. Σηκώθηκα σαν το αυτόματο και πήγα και γονάτισα μπροστά του και τον πήρα στο στόμα μου. Έβαλε το χέρι του στα μαλλιά μου και μου έδωσε ρυθμό, ενώ ταυτόχρονα μιλούσε στο teams σα να μην τρέχει κάστανο.

    Δε βιαζόταν καθόλου, αυτή τη φορά σχεδόν πιάστηκε το σαγόνι μου, πρέπει να τον τσιμπούκωνα πάνω από μισή ώρα. Και αυτή τη φορά δεν τέλειωσε στο στόμα μου, με τράβηξε με το χέρι του και κρατώντας με ακίνητη άρχισε να την παίζει.

    Άνοιξα το στόμα μου παίζοντάς τον με τη γλώσσα μου αλλά δεν είχε τέτοιο σκοπό, και λίγη ώρα αργότερα ένιωσα τον καυτό του πίδακα πάνω στο πρόσωπό μου. Ίσα που πρόλαβα να κλείσω αντανακλαστικά τα μάτια μου, είχα εμπειρία από προηγούμενους παρτενέρ, και το να σου πέσει στα μάτια δεν τη λες ακριβώς ευχάριστη.

    Όταν τελείωσε το πιτσίλισμα και νιώθοντας τα υγρά του μακριά από τα μάτια μου, τα άνοιξα και σήκωσα το κεφάλι μου να τον κοιτάξω. Μου χαμογέλασε παιχνιδιάρικα σαν κάποιο παιδάκι που έκανε αταξία, και μου σκούπισε το πρόσωπό μου με τα δάχτυλά του, βάζοντάς με μετά να τα πιπιλήσω και να τα καθαρίσω από το σπέρμα του. Όταν τελείωσε, τον πήρα ξανά στο στόμα μου και τον καθάρισα από τα όποια υπολείμματα και σάλια.

    “Good girl!” μου είπε κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι.

    Σηκώθηκα και του έκανα ένα BRRRRRRRRRRRR στη μούρη όλο δικό του και πήγα στο μπάνιο για να καθαρίσω το πρόσωπό μου. Γύρισα και πάλι στο γραφείο και μου έκανε νόημα να πάω και να κάτσω στα πόδια του.

    «Τι σ’ έπιασε;» τον ρώτησα χαμογελώντας.

    «Θέλω να σου βάλω ένα τραγούδι,» μου είπε χωρίς να μου απαντήσει. «Κλείσε τα μάτια σου!»

    “Ok!” του είπα χαμογελώντας και κλείνοντας τα μάτια μου. Λίγες στιγμές αργότερα ακούστηκαν τα drums και η κιθάρα της εμβληματικής εκτέλεσης του “Put a spell on you” από τους CCR.

    Με άρπαξε από το μαλλί και κόλλησε το στόμα του στο δικό μου, κόβοντάς μου την ανάσα. Ένιωσα το σώμα μου να γίνεται ζελές, να λιώνει. Η γλώσσα του στο στόμα μου, τα χέρια του να σφίγγουν τα μαλλιά μου, τα χείλη του να με κλείνουν σχεδόν μέσα τους. Το φιλί διήρκησε όσο το τραγούδι, μόνο όταν σταμάτησε με άφησε να βρω τις ανάσες μου.

    “Because you are mine!” μου είπε. Όχι, δεν μου το είπε απλά, μου το δήλωσε.

    «Δική σου είμαι μωρό μου!» του είπα με όλη μου την ψυχή. «Δική σου και μόνο δική σου!»

    Και άντε μετά από αυτό να μπορέσεις να συγκεντρωθείς στη δουλειά. Άνοιξα το κινητό μου και έστειλα μήνυμα στη Μαίρη.

    «Μωρή το βράδυ να με τσιμπήσεις γιατί έχω αρχίσει και φοβάμαι ότι ονειρεύομαι!»

    «ΧΑΧΑΧΑΧΑ, θα το έχω υπόψη μου!» μου απάντησε.

    Η υπόλοιπη μέρα κύλησε πιο ήσυχα. Στις δύο που είχαμε και οι δύο χρόνο κάναμε μια ώρα διάλειμμα για να φάμε το μουσακά που μας είχε δώσει η Ευτύχω τον οποίο συνοδέψαμε με μια χωριάτικη. Παραγγείλαμε και δεύτερο καφέ και συνεχίσαμε τη δουλειά μέχρι τις έξι.

    «Τι ώρα θα γυρίσεις από την έξοδό σου με τη Μαίρη;» με ρώτησε.

    «Έχουμε ραντεβού στις εννιά,» του είπα. «Λογικά μετά τα μεσάνυχτα αλλά όχι πολύ. Μία, άντε μιάμιση το πολύ.»

    «Εμείς θα το διαλύσουμε λίγο νωρίτερα!» μου είπε. «Λογικά γύρω στις έντεκα!»

    «Θέλεις να περάσεις να μας βρεις μετά με τη Μαίρη;» τον ρώτησα και τα μάτια του σχεδόν άστραψαν από ενθουσιασμό.

    «Θέλετε;» με ρώτησε με αγωνία για να κερδίσει επάξια ένα δυνατό ping στη μύτη.

    «Δε θέλω να ρωτάς χαζομάρες!» τον μάλωσα! «Και θα κάνεις και αύριο home office!» του δήλωσα.

    «Αυτό τώρα είναι τιμωρία;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

    «Δεν είναι, ε;» τον ρώτησα με προσποιητή αφέλεια, για να με πάρει στην αγκαλιά του, να με σφίξει πάνω του, να με φιλήσει, και να μου κάνει και πάλι τα πόδια ζελέ.

    «Τετάρτη και Πέμπτη πρέπει ωστόσο να πάω γραφείο!» μου είπε, ενώ εγώ θα έκανα home office όλη την εβδομάδα.

    «Γιατί τέτοιος είσαι!» του έκανα τάχα μου μουτρωμένη.

    «Σου υπόσχομαι όμως ότι την Πέμπτη μετά από το πέντε επί πέντε να σου έρθω για να με ξανατιμωρήσεις!» μου είπε με σκανταλιάρικο χαμόγελο, κάνοντάς με να χτυπήσω ενθουσιασμένη παλαμάκια. “I love when you’re doing that!” μου είπε χαχανίζοντας ακόμα, κερδίζοντας επάξια άλλο ένα γύρο ενθουσιώδη παλαμάκια.

    Γύρω στις εφτά έφυγε οπότε πήγα να κάνω κι εγώ να κάνω ένα ντουζάκι. Δηλαδή αυτό ήταν αρχικά ο σκοπός μου, αλλά τελικά γέμισα τη μπανιέρα με καυτό νερό και χώθηκα μέσα της και κάθισα πάνω από μια ώρα. Είχα φάει γερό κοπάνισμα σήμερα από τον γλυκούλη μου και το χρειαζόμουν για να έρθω στα ίσια μου.

    Όπως και την προηγούμενη φορά με τη Μαίρη είχαμε δώσει ραντεβού στην Τροχαλία. Αλλά σε αντίθεση με την προηγούμενη εβδομάδα, σήμερα μου βγήκε η Παναγία για να βρω να παρκάρω. Έκανα τρεις γύρους το τετράγωνο, και με τις άλλους δύο το διπλανό, μέχρι που τελικά βρήκα μια θέση τρία στενά πιο κάτω

    Κάπως έτσι, και πράγμα πολύ σπάνιο, ήταν η Μαίρη που με περίμενε.

    «Άντε μωρή πού είσαι;» μου είπε όταν πλησίασα το τραπέζι. Είχε ήδη αδειάσει το μισό ποτήρι της. «Νόμιζα ότι με ξέχασες!» μου γκρίνιαξε και μετά με τσίμπησε δυνατά στα μεριά.

    «Μωρή!» της έκανα σκανδαλισμένη και μου υπενθύμισε ότι εγώ της το είχα ζητήσει, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    «Συγνώμη μωρό μου,» της είπα απολογητικά, ρίχνοντας την τσάντα μου στην καρέκλα. «Δεν έβρισκα να παρκάρω, τι τους έπιασε όλους Δευτεριάτικα;»

    Σηκώθηκε και αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε λες και είχαμε να βρεθούμε κανένα χρόνο. Η Μαίρη είχε παραγγείλει ήδη—ένα ποτήρι λευκό κρασί μπροστά της. Έκανα νόημα σε έναν γκαρσόνι που περνούσε. Ούτε μισό λεπτό αργότερα ήρθε και του έδωσα και τη δική μου παραγγελία—ένα gin tonic.

    Έσκυψα μπροστά συνωμοτικά. «Λοιπόν,» τη ρώτησα με πονηρό ύφος, «πώς τα πέρασες στη βίλλα των οργίων;»

    Τα μάτια της έλαμψαν και ένα τεράστιο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της. «Μπούτι δεν έκλεισα τρεις μέρες!» μου απάντησε χαχανίζοντας. «Άξιος ο πιτσιρικάς!»

    Σήκωσα το ένα φρύδι μου. «Ήταν εικοσικάτι και στο μέγεθος;» τη ρώτησα με πονηρό χαμόγελο.

    «Ήταν!» μου απάντησε. Τα μάτια της πήραν ένα ονειροπόλο βλέμμα καθώς θυμόταν. «Αθανάσιο Διάκο μ’ έκανε ο γλυκούλης μου, μπήκε από πίσω και κόντεψε να μου φτάσει στο λαρύγγι!» συνέχισε γελώντας δυνατά και παντελώς ξετσίπωτα.

    Τα μάτια μου γούρλωσαν. «Έδωσες και κώλο;» τη ρώτησα απορημένη.

    «Μόνο γη και ύδωρ δεν έδωσα!» μου απάντησε αναστενάζοντας θεατρικά. «Με ξεμούνιασε, με κωλοβυθομέτρησε…»

    Εκεί μου ξέφυγε ένα δυνατό ροχαλητό που έκανε τα κεφάλια στα διπλανά τραπέζια να γυρίσουν να με κοιτάξουν. Μια κυρία με κοίταξε με αποδοκιμασία. Αλλά τι να κάνω η έρμη, έτσι όπως μου το πέταξε;

    «Για να μην αναφέρω τις λαρυγγοσκοπήσεις!» συνέχισε η αδιόρθωτη, κάνοντάς με να ροχαλίσω και πάλι. «Εντάξει, κράμπα στο στόμα κόντεψα να πάθω, πρέπει να του πήρα πάνω από πέντε πίπες!»

    Σκούπισα τα δάκρυα από τα μάτια μου. «Και πότε προλάβατε και κάνατε τα υπόλοιπα;»

    Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα της με ικανοποίηση. «Είχε αντοχές το μωρό μου!» μου είπε χαμογελώντας. «Λόγω μεγέθους δεν είχε βρει καμιά που να μπορεί να τον πάρει όλο στο στόμα της, οπότε όταν του έδειξα πως γίνεται η σωστή πίπα, ο φουκαράς έπαθε τραλαλά.»

    «Ψυχοπονιάρα μου εσύ!» της είπα χαχανίζοντας. «Ο αλτρουισμός θα σε φάει!»

    Έβαλε το χέρι της στο στήθος της με ψεύτικη σεμνότητα. «Δεν είμαι εγώ αλτρουίστρια;» με ρώτησε με θεατρική απορία. «Που θα θυσιαστώ ξανά το επόμενο ΣΚ για το αγόρι μου;»

    Γέλασα και κούνησα το κεφάλι μου. «Μωρή, θα τον κάνεις ημιμόνιμο και αυτόν;»

    Το πρόσωπό της σοβάρεψε για μια στιγμή. «Αν δεν κάνω αυτόν μωρή, ποιον θα κάνω; Σου λέω, κάποια στιγμή νόμιζα ότι πέθανα και βρέθηκα στον παράδεισο.» Έγειρε μπροστά και χαμήλωσε τη φωνή της: «Με κοπάναγε σα χταπόδι, νόμιζα ότι θα αρχίσει να μυρίζει καμένο πλαστικό!»

    «Μην τρυπήσει καμιά καπότα και έχουμε άλλα!» της είπα σοβαρά. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.

    «Ε, γι’ αυτό υπάρχει το χάπι της επόμενης μέρας, σιγά τα ωά!» μου είπε ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους της.

    «Απαπαπα,» της είπα, θυμούμενη τη δική μου εμπειρία. «Μου είχε κάνει την περίοδο μαντάρα, τρεις μήνες πήρε να στρώσει!»

    «Το να είχες μείνει έγκυος να δεις πόσο μαντάρα θα σου είχε κάνει την περίοδο,» μου απάντησε χαχανίζοντας, κι εδώ που τα λέμε δεν είχε και άδικο.

    Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο σερβιτόρος με το gin tonic μου. Το ακούμπησε μπροστά μου με ένα «Ορίστε» και έφυγε διακριτικά.

    «Παρασκευή βράδυ!» μου απάντησε παίζοντας τα βλέφαρά της και χαμογελώντας μου πονηρά.

    «Τελείως sugar… mommy!» την πείραξα.

    «Ε, όχι δα!» μου απάντησε με ψεύτικη αγανάκτηση. «Δεν τον χαρτζιλικώνω, εντάξει, είπαμε! Τα οδοιπορικά του πλήρωσα, μεταπτυχιακός φοιτητής είναι!» Σταμάτησε και ήπιε μια γουλιά από το κρασί της. «Ε, εντάξει, τον κέρασα και το ποτό και μου στράβωσε κιόλας!»

    «ΧΑΧΑΧΑΧΑ, ήθελε να πληρώσει ποτό στο Nammos;»

    «Είδες ο γλυκούλης μου;» μου είπε χαχανίζοντας. «Όταν είδε το λογαριασμό, στο ορκίζομαι ότι έγινε πιο άσπρος απ’ ότι θα είναι το ερχόμενο ΣΚ που θα τον ξεζουμίσω πάλι!»

    Αυτό ήταν. Μου ξέφυγε και ένα τρίτο ροχαλητό, πιο δυνατό από τα προηγούμενα. Γύρισαν πάλι και με κοίταξαν από τα διπλανά τραπέζια. Η ίδια κυρία με κοίταξε με ακόμα μεγαλύτερη αποδοκιμασία.

    Αλλά εκεί επενέβησαν οι μεγάλες δυνάμεις. Η Μαίρη σήκωσε το κεφάλι της, πήρε το πιο ψαρωτικό της ύφος και ρώτησε: «Τρέχει κάτι;»

    Μιλάμε, έβαλαν την ουρά στα σκέλια! Όλοι γύρισαν αμέσως τα κεφάλια τους και ασχολήθηκαν με τα ποτά τους. Πραγματικά, πιο εύκολα έλεγες “τράβα και γαμήσου” σε CEO παρά να ζητούσες τα ρέστα από τη Μαίρη!

    «Μωρή, μην τρομοκρατείς τον κόσμο!» της είπα χαχανίζοντας σιγανά.

    Αντί απάντησης, σήκωσε τα δάχτυλά της σε σχήμα πιστολιού και έκανε την παντομίμα ότι φυσάει καπνό από την κάννη.

    Μετά ακούμπησε τους αγκώνες της στο τραπέζι και έγειρε μπροστά. «Και τώρα λέγε τα δικά σου!» μου είπε με ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις.

    Πήρα μια βαθιά ανάσα και της τα είπα όλα, και δεν ήταν και λίγα αυτά που είχαν γίνει τις τελευταίες τρεις μέρες.

    Για τη διπλή άρια που μου έριξε. Για το πρώτο rapture—πώς με είχε προετοιμάσει με τα butt plugs. Για τα πρωινά tasks που μου είχε βάλει. Για το flogger—πώς το είχα φοβηθεί στην αρχή, πώς τελικά μου άρεσε περισσότερο απ’ ότι περίμενα.

    Για το δεύτερο rapture μετά το flogger, και αυτή τη φορά χωρίς την προετοιμασία των butt plugs. Για τις cuckolding φαντασιώσεις του. Για την ιστορία που με έβαλε να του διηγηθώ, με εκείνον να τον παίζει και να τελειώνει στο στόμα μου. Για το στοματικό που μου έκανε ενώ ταυτόχρονα με έπαιζε με το μικρό δονητή, κάνοντάς με να χάσω και πάλι αυγά και τα πασχάλια.

    Για το πώς με κοπάναγε το πρωί σα χταπόδι κάνοντας μου εσωτερική αναδιάταξη στα σωθικά. Για το πως με πήρε από πίσω στο νεροχύτη, κάνοντάς με Whitney Huston. Για το τσιμπούκι που με έβαλε να του κάνω ενώ εκείνος ήταν στο teams.

    Και πάνω απ’ όλα για τη φυσική, και όχι θεατρική, αίσθηση υποταγής που μου δημιουργούσε και που έκανε τα μέσα μου ν’ ανταριάζουν, τα πόδια μου να τρέμουν σαν ζελές, και το ανάμεσά τους να τρέχει σα βρύση. Για το “Put a spell on you” μου που έβαλε να ακούσω δηλώνοντάς μου ότι είμαι δική του.

    Η Μαίρη με κοίταξε χαμογελαστή. «Βρήκες τον μάστορά σου, ε; Παραδέξου το!»

    Αναστέναξα και ήπια άλλη μια γουλιά. «Αυτό είναι το θέμα! Ξέρει από BDSM, είναι έμπειρος, αλλά μου εξήγησε ότι γι’ αυτόν εξαντλείται στο κρεβάτι.»

    Χαμογέλασα με την ανάμνηση. «Ο φουκαράς έφαγε κάμποσες κατραπακιές μέχρι να το καταλάβει ότι δεν το έχει. Και το αστείο ήταν ότι δεν το αποζητούσε καν, το έκανε μόνο και μόνο γιατί ένιωθε ότι πρέπει να το κάνει!»

    «Όλοι στο κεφάλι κάποιου φουκαρά κασίδη μαθαίνουμε, Σοφάκι μου,» μου είπε αναστενάζοντας η Μαίρη. «Τουλάχιστον είσαι τυχερή που τώρα ξέρει ακριβώς τι θέλει.»

    Σταμάτησε και με κοίταξε στα μάτια, το βλέμμα της έγινε πιο σοβαρό.

    «Τώρα που το δοκίμασες το μέλι, πώς σου φαίνεται;»

    Χαμογέλασα και κοίταξα το ποτήρι μου. «Σεξουαλικά είναι υπέροχο… Με έχει ανοίξει με τρόπους που δεν φανταζόμουν.»

    «Αν συνεχίσεις έτσι τρομπόνι θα στον κάνει!» με διέκοψε χαχανίζοντας σα βλαμμένο.

    Έβαλα κι εγώ τα γέλια. «Δεν το εννοώ έτσι μωρή!» της έκανα χαχανίζοντας και ρίχνοντάς της κι ένα φάσκελο. Μετά όμως σοβάρεψα. «Αλλά ακόμα και με τον αρκούδο μου δε νιώθω ότι θα μπορούσα να πάω παραπάνω…»

    «Ό,τι σε κάνει να νιώθεις καλά μωρό μου,» μου είπε χαϊδεύοντάς μου το χέρι τρυφερά. «Κοντεύω να ξεχάσω από πότε είχα να σε δω τόσο χαμογελαστή!» συνέχισε χαρίζοντάς μου το πιο γλυκό της χαμόγελο.

    «Νιώθω σα να έπιασα το Τζόκερ!» της εξομολογήθηκα.

    «Δεν τον έπιασες μόνο εσύ, Σόφη μου! Και ο Maurice τον έπιασε μαζί σου!» μου είπε συνεχίζοντας να μου χαϊδεύει το χέρι. Μετά άλλαξε κουβέντα. «Αλήθεια, τι κάνει ο αρκούδος σου σήμερα που αλητεύεις;»

    «Είναι με τους φίλους του και παίζουν RPG!»

    «Ναι, μου το είπες το πρωί στο μήνυμα ότι τους γνώρισες,» μου είπε. «Αργότερα αυτά, για πες μου τώρα για το πώς πήγε το Σάββατο με τους δικούς σου!»

    «Τον λάτρεψαν, Μαράκι μου,» της είπα χαμογελώντας σα χαζή. «Μίλησαν με τον πατέρα μου για fantasy και αστειεύονταν λες και ήταν παλιοί γνωστοί! Έκανε την Ευτυχία να της ξεφύγει ροχαλητό!»

    «WHAT???» με ρώτησε με γουρλωμένα μάτια.

    «Στο σταυρό που σου κάνω! Πριν ξεκινήσουμε να τρώμε η Ευτύχω τον ρώτησε αν κάνει προσευχή και ο αθεόφοβος της απάντησε “όχι, εμπιστεύομαι τη μαγειρική σου!”»

    «ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΣΟΒΑΡΑ;»

    «ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΠΟΥ ΣΟΥ ΚΑΝΩ!» της είπα και για έμφαση έκανα και το σταυρό μου. «Της ξέφυγε ένα ροχαλητό πιο δυνατό και από το δικό μου πριν!»

    «Γαμώτο, βίντεο τραβήξατε;» με ρώτησε γελώντας.

    «Τώρα που λες για βίντεο… μαλάκα ο πατέρας μου του διηγήθηκε την ιστορία στα βαφτίσια μου!»

    «ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ και;»

    «Ο Maurice—αφού βέβαια κόντεψε να φτύσει τα πνευμόνια του από τα γέλια—τον ρώτησε το ίδιο πράγμα, “Έχετε βίντεο;” Και ο αθεόφοβος ο πατέρας μου του απάντησε “τρία αντίγραφα, και σε DVD και σε Blu-ray!”»

    «ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ρόμπα σ’ έκανε ο Ανέστης!»

    «Ξεκούμπωτη!» απάντησα εμφατικά. «Και όχι μόνο αυτό, αλλά ο Maurice μου ζήτησε να τη δει, και όταν έρθει εδώ θέλει να τη δουν και οι γονείς του και εκείνος να τραβάει κρυφά τον πατέρα του βίντεο!»

    Εκεί σκάλωσε λίγο η Μαίρη. «Ποιος ήρθε;»

    Και εκεί της διηγήθηκα για τον σοβαρό κύριο Mertens ο οποίος όταν είδε το βίντεο μου με το Highway Star χρειάστηκε να χώσει το κεφάλι του στη βρύση για να μην πάθει εμβολή από τα γέλια.

    Και φυσικά της είπα και την ιστορία πίσω από το Highway Star, που η τρελλογκαζιάρα Ms. Mertens είχε κάνει τον φουκαρά τον Willem να δαγκώσει ΤΑΠ.

    «ΑΧΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΘΑ ΑΦΗΣΩ ΤΑ ΚΟΚΑΛΑ ΜΟΥ!» φώναζε και χτυπιόταν η Μαίρη. Τα τραπέζια γύρω μας γύρισαν και μας κοίταξαν αλλά…—σοφά ποιώντας—τα όποια σχόλια τα κράτησαν για τους εαυτούς τους, και έτσι δεν είχαμε και δεύτερο γύρο τρομοκρατίας.

    «Long story short, καθίσαμε μέχρι τις δύο το πρωί…»

    «Ποιος ήρθε;» με ρώτησε γουρλώνοντας τα μάτια της. Ήξερε ότι οι δικοί μου πέφτουν για ύπνο με τις κότες.

    «Αυτό που ακούς! Και φεύγοντας είπε ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΜΑΣ “Να ΣΑΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ μια φορά την εβδομάδα!” Ναι! Δεύτερο πληθυντικό!»

    «Και;» με ρώτησε με αγωνία.

    «Ο αρκούδος μου τους απάντησε: “I will make sure of this! ‘Keep the promise’ is my middle name!” τους είπε, και βάλανε και πάλι τα γέλια!»

    «Γιατί;» με ρώτησε με απορία.

    Δίκιο είχε, πού να ξέρει; Της είπα ότι ο Maurice έχει πιο πολλά “middle names” απ’ ότι παραθυράκια ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, κάνοντας τη Μαίρη να γελάσει και πάλι.

    «Για πες μου τώρα, πώς ήταν με τους φίλους του;» με ρώτησε αλλάζοντας θέμα.

    «Όμορφα περάσαμε. Nerds! Γενικά η παρέα ήταν σαν το Big Bang Theory χωρίς την Penny και με software engineers αντί για φυσικούς και βιολόγους!» της είπα, κάνοντάς τη να χαχανίσει με την παρομοίωση.

    «Η Στέλλα δε, φοβερό τυπάκι!», συνέχισα με ζωηρή φωνή. «Φυσική κοκκινομάλλα, με τις φακίδες της, στη φάτσα είναι κουκλί ζωγραφιστό. Στο ύψος σου, αλλά γεματούλα, και με απίστευτο χιούμορ. Και το κυριότερο, ακομπλεξάριστη. Παρά τα πλούσια ελέη, πάνω και κάτω, έσκασε με μπικίνι! Ζ’μπούτσα’τς όλα!»

    «Εσύ να τα βλέπεις βλαμμένο!» με μάλωσε τρυφερά η Μαίρη.

    «Στα καλά νέα είναι ότι έχασα ακόμα ένα κιλό!» της είπα με υπερηφάνεια, κάνοντάς την να τσιρίξει. «Ούτε ξέρω πώς, εννοώ τρώμε σαν κροκόδειλοι!» συνέχισα, κάνοντάς τη να χαχανίσει. «Στα κακά νέα είναι ότι ακόμα δε μου μπαίνουν τα παλιά μου τζιν, και… είτε μου φαίνεται είτε όχι, το ξέρω και αυτό μου γαμάει τη διάθεση!» της είπα στενάζοντας λες και μου είχαν πέσει τα καράβια έξω.

    «Γιατί είσαι μαλάκας, γι’ αυτό!» με μάλωσε, πιο αυστηρά αυτή τη φορά.

    «Του έδειξα… του έδειξα τη φωτογραφία!» της είπα κοιτάζοντας το πάτωμα.

    Η Μαίρη με ρώτησε ένα απλό «Γιατί;» χωρίς να κάνει άλλο σχόλιο.

    «Δεν ξέρω ρε Μαίρη… ήθελα… ήθελα να τον κάνω… να τον κάνω να καταλάβει…»

    Αναστέναξε. «Τι σου είπε;»

    Κούνησα το κεφάλι μου χαμογελώντας. «Αρχικά ότι τα στήθη μου ΔΕΝ είναι μικρά αλλά κανονικά…»

    «ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΔΕ ΣΤΟ ΕΧΩ ΠΕΙ ΚΙ ΕΓΩ ΜΩΡΗ ΜΑΛΑΚΩ;» με μάλωσε και πάλι.

    Αναστέναξα… «Και ότι δεν αρέσουν σε όλους τα μεγάλα, για παράδειγμα σε εκείνον ΔΕΝ του αρέσουν… και ότι τα στήθη μου δεν κρέμονται αλλά βαραίνουν όμορφα και φυσιολογικά!»

    «ΑΝΑΣΤΑΣΗ!» φώναξε η Μαίρη. «Άντε μπας και ξεκολλήσεις…»

    «Και μετά… μετά μου είπε να την σβήσω!»

    «Ώπα;» με ρώτησε με ενδιαφέρον. «Και;»

    «Και… τον παρακάλεσα να μου επιτρέψει να την κρατήσω!»

    «Τι έκανες λέει;» με ρώτησε γουρλώνοντας τα μάτια.

    «Αυτό που άκουσες!» της είπα ξεφυσώντας. «Τον παρακάλεσα να μου επιτρέψει να την κρατήσω.»

    «Έλα μουνί στον τόπο σου!» μου έκανε σταυροκοπώντας. «Καλά που δε βλέπεις το BDSM με αυτό τον τρόπο, σκέψου να τό ‘βλεπες κιόλας!»

    «Δε λες τίποτα, φιλενάδα. Μου ζήτησε να του υποσχεθώ ότι δε θα την κοιτάω για να βασανίζω τον εαυτό μου αλλά για να βλέπω πόσο όμορφη κοπέλα ήμουν και πόσο όμορφη γυναίκα έχω γίνει.»

    «Ο γλυκούλης μου!» είπε η Μαίρη πιάνοντας την καρδιά της.

    «Δεν το έχω επεξεργαστεί ακόμα… πραγματικά αν επέμενε να τη σβήσω, θα το είχα κάνει Μαίρη! Και… και δεν ήταν σεξουαλικό παιχνίδι, καθόλου.»

    «Θες μια συμβουλή;» με ρώτησε και μετά συνέχισε χωρίς να περιμένει. «Μη το σκέφτεσαι προς το παρόν, άστο. Θα σου έρθει η απάντηση από μόνη της.»

    «Πες το κι έγινε,» της είπα ειρωνικά. «Λες και δε με ξέρεις ρε Μαίρη!»

    “Be that as it may, just try it,” επέμεινε στα αγγλικά.

    «Και όχι τίποτε άλλο, αλλά λίγη ώρα πριν είχα δει μια στο internet και ήθελα ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί!»

    «Ε;» με ρώτησε μην καταλαβαίνοντας.

    «Μια Ελληνίδα έγινε CEO στη Vinci. Ναι, στην γνωστή Vinci!»

    «Α, ναι, η Μαρκετάκη,» μου είπε αδιάφορα.

    «Μαλάκα είδα τη φωτογραφία της και παραλίγο να βάλω τα κλάματα!» της εξομολογήθηκα. «Πενηντάρα με τέσσερα παιδιά και δεν την κάνεις μέρα πάνω από τριανταπέντε.»

    «Δεν την έχω γνωρίσει από κοντά, την έχει γνωρίσει όμως ο πατέρας μου και η μητέρα μου σε κάποιο Gala,» μου είπε και πάλι αδιάφορα.

    «Είναι τόσο όμορφη;» την ρώτησα με αγωνία, κάνοντάς τη να χαχανίσει.

    «Αν κρίνω από τη γκρίνια της μητέρας μου, μάλλον!» μου είπε χαχανίζοντας. «Τον πήγε αίμα τον φουκαρά τον κύριο Φεδρινό!»

    «Ακούς εκεί, να την κοιτάζει σαν ερωτευμένος δεκαπεντάχρονος και να μη μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω της, ο γάιδαρος!» μου είπε μιμούμενη τη φωνή της μητέρας της και έβαλα δυνατά γέλια. «Μια εβδομάδα στον καναπέ τον έστειλε το φουκαρά!»

    «ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ»

    «Βέβαια, αργότερα και η ίδια παραδέχτηκε ότι η Μαρκετάκη κυριολεκτικά μαγνήτιζε όλα τα βλέμματα, ανδρικά και γυναικεία και ότι ήταν απίστευτα δύσκολο να πάρεις το βλέμμα σου από πάνω της. “Ήταν σα νεράιδα των παραμυθιών!” μου είπε η μαμά, και την ξέρεις την Φεδρινού, δεν εντυπωσιάζεται εύκολα…»

    «Άρα δεν είμαι η μόνη που έπαθε ντιριντάχτα!» είπα σχεδόν ανακουφισμένη.

    «Όχι, αλλά είσαι η μόνη που το πήρες τόσο σοβαρά χωρίς λόγο!»

    «Ρε η μάνα σου έστειλε τον πατέρα σου στον καναπέ μια εβδομάδα!» διαμαρτυρήθηκα.

    «Ναι αλλά η μαμά είχε τουλάχιστον καλό λόγο!» μου είπε deadpan κάνοντάς με να βάλω τα γέλια και πάλι.

    Το σημαντικό ωστόσο το κράτησα για το τέλος.

    «Είναι και κάτι άλλο, που δε σου είπα!» της έκανα και με κοίταξε με περιέργεια.

    «Τι;» ρώτησε απλά.

    «Αύριο το πρωί θα πάρω το κομμωτήριο να κλείσω ραντεβού!» της απάντησα και με κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. «Θα τα ξανακάνω τα μαλλιά μου ασύμμετρο bob…»

    Έκανε το κεφάλι της πίσω με απορία. «Πώς κι έτσι;»

    «Μου το ζήτησε ο Maurice,» της είπα και της διηγήθηκα πώς πραγματικά ξεκίνησε το βράδυ μας όταν επιστρέψαμε από το Σχοινιά.

    «Μη ρωτήσεις αν έβαλα τα κλάματα!» της είπα χαχανίζοντας. «Κάπου εκεί κατάλαβα ότι πραγματικά του αρέσω σα γυναίκα, και ότι δεν τα έλεγε αυτά επειδή είναι ερωτευμένος.»

    Η Μαίρη μου έσφιξε το χέρι τρυφερά και με κοίταξε στα μάτια με παιχνιδιάρικο βλέμμα. «Μαλάκα μου, αν κάνεις κάτι και τον διώξεις, να το ξέρεις, εγώ με δαύτον θα κρατήσω με επαφές! Εσένα, θα σου κόψω και την καλημέρα!» μου δήλωσε, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    «Κι εγώ σ’ αγαπάω, μωρή!» της είπα χαχανίζοντας ακόμα.

    «Κι εγώ σ’ αγαπάω, γι’ αυτό το καλό που σου θέλω: τον αρκούδο σου και τα μάτια σου!»

    Και κάπως έτσι ο Maurice, εν αγνοία του, πήρε και την έγκριση του ανώτατου Σοβιέτ…

    «Θα του τα πω και στη μούρη!» μου είπε χαμογελώντας. «Τι ώρα είπες ότι θα έρθει;»

    Κοίταξα το ρολόι μου. «Μου είπε ότι θα τελειώσουν γύρω στις έντεκα,» της απάντησα, υπολογίζοντας νοερά. «Στο Χαλάνδρι μένει ο φίλος του. Στο σπίτι του θα μαζευτούν για το παιχνίδι τους, οπότε υπολόγισε…»

    Δεν πρόλαβα να τελειώσω. Το τηλέφωνό της βούιξε δυνατά στο τραπέζι.

    Άπλωσε το χέρι της και το έπιασε. Με το που διάβασε το μήνυμα, όλο της το πρόσωπο άλλαξε, φωτίστηκε ολόκληρο.

    «Μωρή!» της είπα χαχανίζοντας.

    «Μου έστειλε μήνυμα ο πιτσιρικάς!» μου απάντησε. Χαμογελούσε ακόμα σα χαζή, με τα μάτια κολλημένα στην οθόνη.

    «Ναι, κάτι κατάλαβα…» την πείραξα, γέρνοντας να δω τι έγραφε. «Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται!»

    Σήκωσε το βλέμμα της και μου έκλεισε το μάτι. «Και τι πουλί! Πτεροδάκτυλος!» μου είπε χαχανίζοντας ξετσίπωτα.

    «Εσένα εννοώ μωρή μουρλέγκω!» Της πέταξα ένα φάσκελο. «Και μη μου κάνεις την κουφή τυρόπιτα! Έπρεπε να μπορείς να δεις τη φάτσα σου! Φωτίστηκε σα χριστουγεννιάτικο δέντρο!»

    Άφησε το κινητό της στο τραπέζι με την οθόνη προς τα πάνω. Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα της και με κοίταξε σκεφτική. Τα δάχτυλά της έπαιζαν με το ποτήρι της.

    «Ξέρεις τι κάναμε προχθές μετά το club;»

    «Τι;» ρώτησα περίεργη.

    Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. «Πήγαμε και πήραμε σουβλάκια!»

    «Δεν υπάρχει πιο ρομαντικό πράγμα από σουβλάκια με τζατζίκι και κρεμμύδι!» της είπα χαχανίζοντας. «Στο λέω μετά λόγου γνώσης!»

    Αναστέναξε βαθιά. Η έκφρασή της σοβάρεψε. «Ο Νικηφόρος είναι πιτσιρικάς, εικοσιπέντε χρονών.»

    «Ναι, και;» Δεν καταλάβαινα που το πήγαινε.

    Δε μου απάντησε αμέσως. Κοίταζε το ποτήρι της σα να είχε μέσα όλες τις απαντήσεις.

    «Μαίρη, τι τρέχει;» τη ρώτησα. Έπιασα το χέρι της πάνω από το τραπέζι και την κοίταξα στα μάτια.

    «Δε θυμάμαι από πότε είχα να γελάσω τόσο όσο γέλασα το Σαββατοκύριακο,» μου είπε με σιγανή φωνή σε μια εξαιρετικά σπάνια για την ίδια στιγμή ευαλωτότητας. «Είναι καλό παιδί μωρέ. Δε θέλω να φάει τα μούτρα του.»

    Έσφιξα το χέρι της. «Τι ξέρει για σένα;» τη ρώτησα προσεκτικά. «Για τον τρόπο ζωής σου, εννοώ.»

    «Ξέρει ότι είμαι περιπετειώδης, αν αυτό εννοείς!» μου απάντησε μειδιώντας. «Δεν είναι η αποκλειστικότητα το πρόβλημα, αυτό το είχαμε ξεκαθαρίσει από την αρχή.»

    «Τότε;» τη ρώτησα. Ειλικρινά δεν καταλάβαινα.

    «Δεν ξέρω ρε Σοφία.» Στέναξε και πάλι. «Δεν ξέρω… μου βγάζει κάτι το προστατευτικό…»

    Αυτό με έκανε να χαμογελάσω. «Αυτό δε σ’ εμποδίζει να τον ξεζουμίζεις!» της είπα πειρακτικά.

    Το πρόσωπό της φωτίστηκε και πάλι. «Δεν μπερδεύω ποτέ το καθήκον με τη διασκέδαση!» μου απάντησε χαχανίζοντας.

    Ήπια μια γουλιά από το ποτό μου. «Ο Maurice όταν ήταν πιτσιρικάς, στα δεκαεννιά του, είχε κάνει σχέση με μια μεγαλύτερή του,» ξεκίνησα να της διηγούμαι. «Τη Francine. Εκείνη ήταν τριανταεπτά.»

    «Οκ…;» μου είπε διστακτικά. Δεν καταλάβαινε ακόμα που το πήγαινα.

    «Ήταν εκείνη που τον έμπασε στον κόσμο του BDSM. Που του έμαθε τα πάντα.» Ήπια μια γουλιά πριν συνεχίσω. «Το θέμα είναι πως ακόμα και αν έφαγε τα μούτρα του—γιατί τα έφαγε—δε θα ήταν ο ίδιος χωρίς αυτή την εμπειρία.» Την κοίταξα στα μάτια και της χαμογέλασα τρυφερά. «Καταλαβαίνεις που το πάω;»

    «Ό,τι δε μας σκοτώνει, ε;» είπε.

    Χαμογέλασε μ’ εκείνο το χαμόγελο που δεν είναι πίκρα, ούτε ειρωνεία. Είναι η σιωπηλή αναγνώριση του πόνου που κάποτε σε λύγισε, αλλά δεν σ’ έσπασε.

    «Nana korobi ya oki,» της είπα, χαμογελώντας της πιο τρυφερά αυτή τη φορά. «Αυτό δε μου έλεγες πάντα; Επτά φορές να πέσεις, οχτώ φορές να σηκωθείς.»

    «Δάσκαλε που δίδασκες…» μου έκανε χαμογελώντας με την ειρωνεία του πράγματος—εκείνη που πάντα με συμβούλευε τώρα χρειαζόταν τη δική μου συμβουλή.

    «Οπότε σταμάτα να το σκέφτεσαι και απόλαυσέ το όσο κρατήσει…»

    Χάιδεψα και πάλι το χέρι της με τον αντίχειρά μου.

    «Το πολύ-πολύ να χάσει άλλα λίγα κιλά όπως θα τον ξεζουμίσεις!» συμπλήρωσα χαχανίζοντας πονηρά.

    «Καλά, δεν το συζητάμε!» μου απάντησε. Έπαιξε πονηρά τα μάτια της, επιστρέφοντας έτσι στη Μαίρη που γνώρισα και αγάπησα τα τελευταία δέκα χρόνια. «Θα τον κάνω σκελετό!»

    «Για πες μου για τον Νικηφόρο!» της είπα πίνοντας ακόμα μια γουλιά από το ποτό μου. «Εννοώ πέρα από τις ανατομικές του λεπτομέρειες!»

    Χαχάνισε και ήπιε κι εκείνη μια γουλιά από το κρασί της. «Πέραν ότι είναι σαν Αρχαίος Έλληνας Θεός…»

    «Και φαντάζομαι όχι ο Ήφαιστος…» την έκοψα κοροϊδευτικά για να κερδίσω ένα ping στη μύτη.

    «Τουλάχιστον Απόλλωνας!» μου είπε με το ύφος της ονειροπαρμένης. «Κάνει μεταπτυχιακό στην Καλών Τεχνών, είναι ζωγράφος.»

    «Α, είναι καλλιτέχνης και πέραν του κρεβατιού;» την πείραξα τρυφερά.

    «Θέλω να σου δείξω κάτι!» μου είπε και άρπαξε το κινητό της και άρχισε να ψάχνει στις φωτογραφίες. «Με ζωγράφισε!»

    «Τι πράγμα;» την ρώτησα γουρλώνοντας τα μάτια. «Σε ζωγράφισε;»

    «Ναι, ο γλυκούλης μου!» μου έκανε.

    Χαχάνιζε σχεδόν ντροπαλά—πράγμα σπάνιο για τη Μαίρη. Γύρισε το κινητό προς το μέρος μου.

    Ήταν μια ζωγραφιά με κερομπογιές. Η Μαίρη, γυμνή, καθισμένη στα στην άκρη της πισίνας. Γερμένη προς τα πίσω, ακουμπώντας και στα δυο της χέρια, με τον κορμό έξω από το νερό και από τον αφαλό και κάτω μέσα. Δε φαινόταν το πρόσωπό της αλλά την έχω δει πολλές φορές γυμνή και την αναγνώρισα αμέσως από τις καμπύλες.

    «Κάτσε, έφερε μαζί του και τα σύνεργα ζωγραφικής;» τη ρώτησα με απορία, κάνοντάς την να βάλει τα γέλια.

    «Όχι ρε όργιο!» μου είπε γελώντας ακόμα. «Με τράβηξε φωτογραφία και ζωγράφισε τη φωτογραφία.»

    «Πες μου ότι δε φαίνεται το πρόσωπό σου.» της είπα ανήσυχη.

    «Όχι, δε φαίνεται,» με καθησύχασε. «Με ζωγράφισε ακριβώς όπως είναι η φωτογραφία και του ζήτησα να μη φαίνεται το πρόσωπό μου.»

    «Ταλαντούχος ο Νικηφόρος!» της είπα με πραγματικό θαυμασμό.

    «Καλών τεχνών, baby!» μου υπενθύμισε η Μαίρη γεμάτη περηφάνεια.

    Χάζεψα για μερικές ακόμα στιγμές τη ζωγραφιά, πραγματικά ήταν πολύ όμορφη, και της έδωσα το κινητό της πίσω.

    «Δε μου λες, θες να φάμε;» με ρώτησε η Μαίρη αλλάζοντας θέμα, σκύβοντας ελαφρά μπροστά και στηρίζοντας το πιγούνι της στο χέρι.

    «Έχω μια καλύτερη ιδέα!» της είπα, σηκώνοντας το φρύδι με συνωμοτικό ύφος. «Κάτσε να ρωτήσω τον Maurice αν έχει φάει!»

    Του έστειλα μήνυμα και λίγο αργότερα μου απάντησε ότι είχαν φάει πίτσες αλλά αν είχα κάποια καλή ιδέα, δε θα έλεγε όχι.

    «Έχω μπλέξει με κροκόδειλο!» εξήγησα χαχανίζοντας στη Μαίρη, που γύρισε τα μάτια της με θεατρικό τρόπο.

    «Λέγε μωρή, ποια είναι η ιδέα σου;» με ρώτησε, κουνώντας το ποτήρι της και κάνοντας τον πάγο να χτυπάει στο γυαλί.

    «Να πάμε σπίτι μου, να παραγγείλουμε σουβλάκια και να παίξουμε WII!» της είπα, κουνώντας τα δάχτυλα σαν να χειριζόμουν φανταστικό χειριστήριο.

    «Μωρή δεν είμαστε δεκαπεντάχρονα!» μου έκανε χαχανίζοντας και χτυπώντας με τον αγκώνα της στο μπράτσο.

    «Έτσι πίστευα κι εγώ μέχρι που έπαιξα!» της είπα χαμογελώντας στην ανάμνηση. «Trust me on this, δε θα σου μείνει άντερο!»

    «Και ο Maurice;»

    «Θα του πω να έρθει απευθείας σπίτι!» της εξήγησα. Έσκυψα ξανά στο κινητό. «Κάτσε να του στείλω μήνυμα να του το πω!»

    Του είπα την ιδέα μου και ενθουσιάστηκε. Μου υποσχέθηκε ότι το πολύ μέχρι τις έντεκα και μισή θα είναι σπίτι. Και μετά με ρώτησε ποιο είναι το αγαπημένο παγωτό της Μαίρης.

    Αν και δεν είναι γλυκατζού, της αρέσει πολύ το παγωτό καϊμάκι. Κι εμένα, εδώ που τα λέμε, και είναι και ο λόγος για τον οποίο είχα και σιρόπι βύσσινο στο σπίτι. «Καϊμάκι» του έγραψα, χαμογελώντας στον εαυτό μου.

    «Πολύ ύποπτα χαμογελάς!» μου είπε η Μαίρη κοιτάζοντάς με μέ μισό μάτι και κουνώντας απειλητικά το δάχτυλο. «Μολόγα τι μαγειρεύεις!»

    “Surprise!” της είπα και σήκωσα τους ώμους. «Λοιπόν, θα φύγουμε κατά τις έντεκα και τέταρτο, και ο Maurice μου υποσχέθηκε ότι το αργότερο μέχρι τις έντεκα και μισή θα είναι σπίτι!»

    «Θα είναι φρόνιμο το κοπρόγατο σου;» με ρώτησε με το ύφος τραβάτε με να κλαίω, πίνοντας μια γουλιά και αφήνοντας το ποτήρι με θόρυβο στο τραπέζι.

    «Εννοείται πως όχι!» της είπα χαχανίζοντας. Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν ακόμα δέκα. Σήκωσα το ποτήρι μου σαν πρόποση. «Πάμε άλλη μία γύρα;»

    “I thought you’d never ask!” μου απάντησε, υψώνοντας κι εκείνη το δικό της ποτήρι και κλείνοντάς μου το μάτι.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Contributor

    Μέρος 21ο - Το σκυλί των Μπάσκερβιλ

    Φύγαμε από την Τροχαλία λίγο μετά τις έντεκα. Πρώτα όμως είχαμε να κάνουμε στάση στο σπίτι της Μαίρης. Φτάσαμε στην πολυκατοικία της και πάρκαρα προσωρινά ακριβώς πίσω από το αυτοκίνητό της.

    Το είδα και χαμογέλασα. Αυτό και αν έλεγε πράγματα για το χαρακτήρα της!



    Η οικογένειά της Μαίρης είναι πολύ πλούσια. Μιλάμε για τέτοιο επίπεδο πλούτου που αν γούσταρε θα μπορούσε να έχει Bentley με σοφέρ, όπως οι γονείς της. Θα μπορούσε να έχει Ferrari, Lamborghini, ό,τι ήθελε.

    Αντιθέτως η ίδια οδηγούσε Toyota.

    Αλλά όχι όποιο και όποιο Toyota. Είχε ένα κόκκινο GR Yaris. Και όχι απλά GR Yaris—κωλοπειραγμένο μέχρι εκεί που δεν πάει.

    «337 άλογα από 280!» μου είχε πει με περηφάνια την πρώτη φορά που το είδα. Η σκηνή ήταν τόσο σουρεαλιστική—η Μαίρη με το Chanel ταγιέρ της να μου λέει για άλογα στον τροχό—που το νούμερο μου είχε μείνει χαραγμένο στη μνήμη. «Και φυσικά έχω απενεργοποιήσει και τον κόφτη!»

    Και το έχει τελικιάσει στα 280. Το ξέρω από πρώτο χέρι γιατί ήμουν κι εγώ μέσα όταν το έκανε. Η ανάμνηση με έκανε να ανατριχιάσω. Από τη μία είχα κοντέψει να χεστώ πάνω μου. Από την άλλη, αυτή η αίσθηση της ταχύτητας ήταν… δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Σαν την Άβυσσο του Νίτσε—με τουρμπίνα!

    Αν την γκάζωνες, σε γκάζωνε κι εκείνη.

    Το αποκορύφωμα ήταν ωστόσο όταν μερικά χιλιόμετρα αργότερα μας σταμάτησε μπλόκο με ραντάρ, καθώς πηγαίναμε με 270 με όριο ταχύτητας τα 130. Η Μαίρη ήταν σε τόσο εξοργιστικό βαθμό “στον πούτσο της γαρίφαλα και γύρω-γύρω μέλισσες” που ο φουκαράς ο τροχονόμος τα έχασε με την πάρτη της.

    «Καλησπέρα σας,» του είχε πει με το πιο γλυκό της χαμόγελο. «Τρέχαμε λίγο, ε;» συνέχισε με το ίδιο ύφος που άλλες λένε ‘μου χύθηκε το ποτό’ στον μπάρμαν που τους γυάλισε.

    Και έγινε ακόμα καλύτερο!

    Αφού έφαγε καλά-καλά την κλήση για υπερβολική ταχύτητα, άρχισε το απροκάλυπτο φλερτ. Της πήρε επιτόπου το δίπλωμα—προσωρινά βέβαια, για εξήντα μέρες της είπε—και το αυτοκίνητο το γύρισα εγώ σπίτι της. Η κυρία στο μεταξύ είχε αρχίσει ήδη να ανταλλάσσει μηνύματα με τον τροχονόμο.

    Θυμάστε που σας έλεγα για τους τρεις ημιμόνιμους με τους οποίους σαδομαζοχίζεται; Ε, ο Άλκης, ο τροχόμπατσος, είναι ο ένας απ’ αυτούς.

    Τι να πεις! Άλλες ψάχνουν άντρα στο Tinder και άλλες τον βρίσκουν στην Αθηνών-Κορίνθου, σε μπλόκο της τροχαίας, αφού τους κόψει κλήση για υπερβολική ταχύτητα.


    «Τι κάνει ο Άλκης;» τη ρώτησα καθώς με το που είδα το Yaris της τον θυμήθηκα.

    «Καλά είναι το μανάρι μου,» μου απάντησε ανοίγοντας την πόρτα του αυτοκινήτου. «Ερωτευμένο με την πιτσιρίκα του!»

    «Σε άφησε άντρας για τα μάτια άλλης;» την ρώτησα χαχανίζοντας.

    Γύρισε και με κοίταξε σα να μιλάει σε καθυστερημένη. «Μωρή τι λες; Με ποιους κάνω τρίο, με τη θεία σου την Αμερσούδα και το θείο σου το Χαράλαμπο;»

    Χτύπησα το κούτελό μου, το είχα ξεχάσει τελείως αυτό!

    Όταν μου είχε πει ότι έχει κάνει τρίο—και όχι μόνο—όταν είχαμε πρωτογνωριστεί, μου είχε πέσει το σαγόνι στο πάτωμα. Όσο για το ότι είναι bi, και αυτό το γνώριζα από πρώτο χέρι.

    Λίγο μετά από τότε που την είχα πρωτογνωρίσει, ντίρλα και οι δύο από το αλκοόλ, είχαμε φασωθεί. Και όταν λέμε φάσωμα δεν εννοούμε απλά φιλάκια, έτσι;

    Κάπου εκεί επιβεβαίωσα οριστικά αυτό που ήξερα βαθιά μέσα μου: είμαι αυστηρά straight. Η Μαίρη από την άλλη…

    Τέλος πάντων, για να επανέλθω. Το σοκ δεν ήταν για το ότι την έβρισκε με γυναίκες ή με δύο (ή και περισσότερους) αλλά για το ότι η κοπέλα του Άλκη ήταν ανοιχτή σε τρίο. Εμένα και μόνο η σκέψη να ακουμπήσει άλλη γυναίκα τον δικό μου μού ανέβαζε την πίεση στα ύψη.

    «Λοιπόν,» είπε η Μαίρη διακόπτοντας τις σκέψεις μου, «πάω πάνω να βάλω καμιά φόρμα. Σε δυο λεπτά θα είμαι πίσω!»

    Βγήκε από το αυτοκίνητο και έκανε δυο βήματα. Μετά σταμάτησε και γύρισε. Χτύπησε το παράθυρό μου.

    «Ή μάλλον, ξέρεις τι; Πήγαινε σπίτι σου και θα έρθω με το αυτοκίνητο. Να μπορώ να φύγω μετά!»

    «Εντάξει κοριτσάρα μου!» της είπα.

    Το βλέμμα μου την ακολούθησε μέχρι που χάθηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας της. Άνοιξα το κινητό μου και έστειλα μήνυμα στον Maurice: “Σε λίγο θα είμαστε σπίτι μου. Η Μαίρη έρχεται με το δικό της.”

    Έκανα προσεκτικά όπισθεν και πήρα το δρόμο για το σπίτι. Σε ένα δεκάλεπτο ήμουν στη Λυκόβρυση.

    Ανέβηκα πάνω με τα κλειδιά στο χέρι. Ο Μπλάκι με περίμενε πίσω από την πόρτα—τον άκουσα να νιαουρίζει διαμαρτυρόμενος πριν καν ανοίξω.

    «Ναι, ναι, ήρθα,» του είπα μπαίνοντας. Αμέσως άρχισε να μπλέκεται στα πόδια μου, τρίβοντας το κεφάλι του στις γάμπες μου.

    Πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο να αλλάξω. Έβγαλα το φόρεμα που φορούσα και το κρέμασα προσεκτικά. Φόρεσα ένα άνετο σορτσάκι και ένα παλιό μπλουζάκι—τίποτα φανταχτερό, απλά κάτι άνετο για το σπίτι.

    Δέκα λεπτά αργότερα χτύπησε το κουδούνι. Είχε έρθει η λεβέντισσά μου. Της άνοιξα την κάτω είσοδο και την περίμενα στην εξώπορτα του διαμερίσματός μου. Ο Μπλάκι είχε χωθεί κάτω από τα πόδια μου, περίεργος να δει ποιος ερχόταν.

    Όταν την είδα να βγαίνει από το ασανσέρ, έβαλα τα γέλια. «Μωρή, με ροζ φόρμα και ροζ παπούτσια πας για kung-fu;»

    Η Μαίρη κοίταξε κάτω τα ροζ αθλητικά της και έβαλε κι εκείνη τα γέλια. «Αφού είμαι κοριτσάκι!» μου έκανε, παίζοντας αθώα τα βλέφαρά της. Μετά το πρόσωπό της πήρε εκείνη την πονηρή έκφραση που ήξερα τόσο καλά. «Και άλλωστε, σάμπως τολμάει να μου πει κανείς τίποτα;»

    «ΝΙΑΡ!»

    Ο Μπλάκι βγήκε από το κρυψώνα του και στάθηκε μπροστά της με την ουρά ψηλά. Το νιαούρισμά του ήταν επιτακτικό—υπενθύμιζε ότι αυτός είναι το αφεντικό του σπιτιού και την περίμενε απίκο, και ποια νομίζει ότι είναι που τον αγνοεί;

    «Νιαρ στα μούτρα σου, σαχλοκούδουνο!» του έκανε χαχανίζοντας. Αλλά με το που έκανε να μπει, έσκυψε αμέσως. Ο Μπλάκι δεν έχασε ευκαιρία—άρχισε να τη σπρώχνει με το κεφάλι του, απαιτώντας τα χάδια που του άξιζαν.

    Λογικό ήταν. Την Μαίρη την ξέρει από τότε που ήταν ένα μικρό μαύρο τριχωτό μπαλάκι. Όταν τα είχε πρωτοβρεί ο ακατανόμαστος και τα είχαμε και τα εφτά, ο Μπλάκι ήταν η μεγάλη της αδυναμία.

    «Έλα εδώ εσύ,» του είπε τρυφερά, χαϊδεύοντάς τον πίσω από τα αυτιά και λίγες στιγμές αργότερα κάνοντας τη σουρικάτα σηκώθηκε στα δυο του πόδια και την έγλειψε στη μούρη.

    «Βρε σίχαμα!» του έκανε γελώντας η Μαίρη και τον πήρε στην αγκαλιά της και πήγαμε μέσα στο σπίτι.

    Ναι, ο Μπλάκι γενικά δε γουστάρει αγκαλίτσες με το ζόρι, και, αν και δε βγάζει νύχια, δεν κάθεται που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω, οπότε γκρινιάζοντας έδωσε στη Μαίρη να καταλάβει ότι σάμπως να παραγνωριστήκανε και να τον αφήσει αμέσως κάτω μην έχουμε άλλα!

    «Πάρε φόρα και έλα με την όπισθεν!» του απάντησε ειρωνικά, αλλά τον άφησε κάτω απαλά.

    Περάσαμε στο σαλόνι. Άρπαξα το κινητό μου και πήρα τον Maurice να τον ρωτήσω πόσα σουβλάκια να του παραγγείλω.

    «Στο δρόμο είμαι, μωρό μου!» μου είπε. Άκουγα τον θόρυβο της κίνησης στο βάθος. «Σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί!»

    «Πόσα σουβλάκια θέλεις, πήρα να σε ρωτήσω,» του είπα χαμογελαστή. «Τρία ή τέσσερα;»

    «Δύο, αν πάρεις από αυτό που είχες πάρει την άλλη φορά!» μου είπε. «Έχω φάει και την πίτσα…»

    «Εντάξει αρκούδι μου,» του έκανα. Του έστειλα φιλάκια μέσα από το τηλέφωνο και έκλεισα.

    Η Μαίρη με κοίταξε χαχανίζοντας και άρχισε να κάνει παντομίμα ότι μου τρέχουν τα σάλια.

    «BRRRRRRRRRRRR!» της έκανα μεγαλοπρεπώς και άνοιξα το e-food στο κινητό μου για να παραγγείλω σουβλάκια. Ένα για μένα, ένα για τη Μαίρη και δύο για το αρκούδι μου. Άφησα το κινητό στο τραπεζάκι. Η Μαίρη είχε πάει στην κουζίνα—άκουσα το ψυγείο να ανοίγει.

    «Μωρή!» με φώναξε από μέσα χαχανίζοντας. «Pub θα ανοίξετε;»

    Κατάλαβα αμέσως—είδε τις μπύρες.

    «Αυτές που βλέπεις είναι οι μπύρες της… εβδομάδας!» της φώναξα χαχανίζοντας. Σηκώθηκα και πήγα κι εγώ στην κουζίνα.

    Η Μαίρη είχε ήδη βγάλει δύο κουτιά και τα ξέπλενε στο νεροχύτη. Το κρύο νερό έτρεχε πάνω στο αλουμίνιο.

    «Φαντάσου πίνει ένα κουτάκι μπύρα πριν καλά-καλά πιει τον πρωινό του καφέ!» συνέχισα. «Βέλγος, τι να πεις; Πίνει τη μπύρα αντί για νερό.»

    Η Μαίρη έκλεισε τη βρύση και γύρισε προς το μέρος μου. Το πρόσωπό της ήταν σοβαρό τώρα. «Να σου πω;» με ρώτησε κάπως διστακτικά. «Σε πειράζει να τον ρωτήσω για την Francine;»

    Σταμάτησε για λίγο, σα να έψαχνε τις σωστές λέξεις. «Ή μάλλον… όχι ακριβώς για την Francine, αλλά για το πώς βίωσε τη σχέση του με μεγαλύτερη γυναίκα.»

    Κατάλαβα αμέσως. Σκεφτόταν τον Νικηφόρο. «Όχι μωρό μου, δε με πειράζει,» της είπα καθησυχαστικά. Ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο της και τη χάιδεψα.

    Δεν ήξερα αν θα τη βοηθούσε η εμπειρία του Maurice—άλλωστε ήταν σημαντικά μικρότερος τότε απ’ όσο ο Νικηφόρος σήμερα. Αλλά όταν η φίλη σου σου ζητάει βοήθεια σε κάτι που μπορείς να βοηθήσεις, δεν ρωτάς τα πώς και τα γιατί. Απλά το κάνεις.

    «Δεν έχω κάποιον άλλον να ρωτήσω,» μου είπε απολογητικά. «Και ό,τι και να λέμε, τα αγοράκια βλέπουν τον κόσμο διαφορετικά απ’ ότι τα κοριτσάκια.»

    «Έτσι είναι!» τη διαβεβαίωσα. «Λοιπόν, πάμε στο σαλόνι να κάτσουμε. Και σε λίγο θα έρθει και ο αρκούδος μου—στο δρόμο είναι!»

    Πράγματι, ούτε δέκα λεπτά αργότερα χτύπησε το κουδούνι. Ο ήχος τάραξε το ζεν του Μπλάκι που είχε χαλαρώσει στην κορυφή του γατόδεντρού του. Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε με ενόχληση.

    Σηκώθηκα και έτρεξα στο θυροτηλέφωνο. Του άνοιξα την κάτω είσοδο. Ο Μπλάκι, που είχε καταλάβει ότι έρχεται ο Maurice, κατέβηκε από το δέντρο του και ήρθε να μπλεχτεί στα πόδια μου.

    «Ναι, ναι, έρχεται ο αγαπημένος σου,» του είπα.

    Πήγαμε μαζί στην πόρτα να τον περιμένουμε. Άνοιξα και κοίταξα από το ματάκι. Τον είδα να βγαίνει από το ασανσέρ με δυο σακούλες στα χέρια. Άνοιξα την πόρτα διάπλατα.

    «Αρκούδι μου!» του φώναξα ενθουσιασμένη.

    Ήθελα να γίνω κοάλα αλλά είχε τα χέρια του γεμάτα. Αρκέστηκα να τον πάρω αγκαλιά προσεκτικά και να του δώσω ένα τρυφερό φιλάκι στο μάγουλο.

    «Μικρή μου μάγισσα!» μου είπε. Το πρόσωπό του φωτίστηκε σαν την πλατεία Συντάγματος την Πρωτοχρονιά.

    Κοίταξα τις σακούλες με περιέργεια. «Τι έχεις στην άλλη τσάντα;»

    «Τα σουβλάκια!» μου είπε χαχανίζοντας. «Πέτυχα τον ντελιβερά στην είσοδο! Του τα πήρα από τα χέρια.»

    «Ωραίος!» Του πήρα τις σακούλες και τον οδήγησα μέσα.

    Ο Maurice έσκυψε και χάιδεψε λίγο τον Μπλάκι που του τριβόταν και μετά πήγαμε στο σαλόνι. Η Μαίρη είχε σηκωθεί από τον καναπέ. Τον περίμενε όρθια με τη μπύρα στο χέρι και ένα πλατύ χαμόγελο.

    “Hello Mary!” της είπε πρόσχαρα ο Maurice. Άπλωσε το χέρι του για χειραψία.

    Η Μαίρη πήρε το χέρι του αλλά δεν το άφησε εκεί. Τον τράβηξε προς το μέρος της, τον αγκάλιασε ζεστά και τον φίλησε σταυρωτά στα μάγουλα κάνοντας τον να στουκάρει λίγο.

    “After what Sophie told me about you, a beer bearing hug was the least I could do!” του δήλωσε χαρίζοντάς του ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο.

    “It’s not about the kaimaki?” της είπε χαχανίζοντας προφέροντας το “καϊμάκι” με κάποια δυσκολία.

    Η Μαίρη τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. «Έφερες και καϊμάκι;»

    Όταν εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, έβγαλε μια χαρούμενη τσιρίδα. Τον αγκάλιασε ξανά, πιο σφιχτά αυτή τη φορά. Μετά γύρισε προς το μέρος μου. Εγώ τους κοιτούσα χαμογελώντας σαν ηλίθια.

    «ΡΕΜΑΛΙ! ΤΟ ΝΟΥ ΣΟΥ ΡΕΜΑΛΙ!» μου φώναξε απειλητικά, σηκώνοντας τη γροθιά της.

    Έβαλα τα γέλια. Ο Maurice μας κοίταξε μπερδεμένος.

    «Οκ, κάτι χάνω!» είπε.

    Και άντε τώρα να του εξηγήσεις την ταινία με τον Κωνσταντάρα και το “ρεμάλι”. Κάποια πράγματα είναι τόσο ελληνικά που δεν μεταφράζονται.

    «Με δυο λόγια…» άρχισα να του εξηγώ χαχανίζοντας. «Αν γίνει κάτι και σε χάσω, η Μαίρη μου δήλωσε ότι θα κόψει τις επαφές μαζί μου και θα τις κρατήσει μαζί σου!»

    “REMALI!” μου είπε θεατρικά ο αφιλότιμος κουνώντας μου απειλητικά το δάχτυλο, κάνοντάς μας και τις δυο να βάλουμε τα γέλια.

    Γύρισε προς τη Μαίρη με ένα πονηρό χαμόγελο. «Πώς το είπες το άλλο;» τη ρώτησε.

    «ΤΟ ΝΟΥ ΣΟΥ ΡΕΜΑΛΙ!» του είπε αργά και καθαρά η Μαίρη προσπαθώντας ταυτόχρονα να μη αρχίσει και πάλι τα γέλια.

    «TO NOU SOU REMALI!» μου επανέλαβε ο Maurice θεατρικά, προσπαθώντας να μιμηθεί την προφορά της.

    Αυτό ήταν. Πέταξα κάτω τις σακούλες στον καναπέ και έγινα κοάλα. Πήδηξα πάνω του, τυλίγοντας τα πόδια μου γύρω από τη μέση του.

    “NEVER EVER, TEDDY BEAR!” τον διαβεβαίωσα. Κόλλησα τα χείλη μου στα δικά του σε ένα παθιασμένο φιλί.

    «Γκουχ-γκουχ!» Η Μαίρη προσπαθούσε να μας συμμαζέψει με ψεύτικο βήχα.

    Ο Maurice με άφησε απαλά κάτω, τα πόδια μου άγγιξαν ξανά το πάτωμα. Μετά γύρισε προς τη Μαίρη και της έκανε ένα «BRRRRRRRRRRRRRRRRRR!» να έχει να πορεύεται, κάνοντας και τις δυο μας να βάλουμε τα γέλια.

    «Αρκούδι μου,» είπα όταν κατάφερα να ανασάνω, «πήγαινε να αλλάξεις σε κάτι πιο άνετο και γύρνα να φάμε!»

    «Πρώτα Wii και μετά φαγητό!» μου είπε αποφασιστικά.

    Σκάλωσα για μια στιγμή. «Ναι, δίκιο έχεις!» συμφώνησα τελικά. «Άντε, πήγαινε να αλλάξεις.»

    Γύρισα προς τη Μαίρη που είχε καθίσει ξανά στον καναπέ.

    «Θα βάλω τα σουβλάκια στο φούρνο να μείνουν ζεστά! Το Wii έχει… ας το θέσουμε έτσι, δεν θα πάει καλά να παίξεις με γεμάτο στομάχι!»

    «Εντάξει μωρό μου!» μου απάντησε.

    Είχε ήδη στραφεί προς τον Μπλάκι που είχε σκαρφαλώσει στην πάνω-πάνω πλατφόρμα του γατόδεντρού του. Με το που τον πλησίασε η Μαίρη, της έκανε βαρελάκι και της έδειξε την κοιλιά του. «Είσαι εσύ ένας…» του έκανε η Μαίρη αρχίζοντας να τον χαϊδεύει.

    Χαμογελώντας, πήγα στην κουζίνα. Αρχικά έβαλα το παγωτό στην κατάψυξη και μετά τακτοποίησα τα σουβλάκια σε ένα ταψί και τα έβαλα στο φούρνο στους 50 βαθμούς, απλά για να μείνουν ζεστά.

    Έβγαλα δυο μπύρες για τον αρκούδο μου. Τις έπλυνα κάτω από κρύο νερό, σκουπίζοντας προσεκτικά τα καπάκια. Με τις μπύρες στο χέρι, επέστρεψα στο σαλόνι.

    Ο Maurice έβαλε το Wii και η Μαίρη κάθισε στον καναπέ με την μπύρα της. Ο Maurice πήρε θέση δίπλα της, ενώ εγώ στάθηκα μπροστά στην τηλεόραση με το χειριστήριο στο χέρι.

    «Κοίτα να δεις πώς γίνεται!» είπα στη Μαίρη με σιγουριά που δεν δικαιολογείται από το ιστορικό μου.

    Πήρα στάση. Τράβηξα το κοντρόλ προς τα πίσω, το κράτησα για μια στιγμή, και το άφησα…

    Το βέλος στο παιχνίδι έφυγε λες και το φύσηξε ο βοριάς. Έριξα τόσο άστοχα που βγήκε σχεδόν από την οθόνη. Εμφανίστηκε μια ειδοποίηση για κάτι περαστικές μπεκάτσες που παραλίγο να χτυπήσω.

    «Έτσι γίνεται;» με ρώτησε η Μαίρη χαχανίζοντας.

    «Εντάξει, αυτό ήταν προθέρμανση!» δήλωσα με όση αξιοπρέπεια μου έχει απομείνει.

    Ο Maurice γέλαγε δυνατά από τον καναπέ, προφανώς θυμόταν τα κατορθώματά μου την πρώτη φορά που παίξαμε.

    Γύρισα και τον κοίταξα με τα χέρια στη μέση. «Υπαινίσσεσαι ότι είμαι αδέξια, μωρουλίνι μου;» τον ρώτησα με θεατρική αγανάκτηση.

    “I don’t imply it!” μου είπε ανάμεσα στα γέλια του. “I state it as a fact!”

    «ΧΡΟΥΜΦ! ΘΑ ΣΑΣ ΔΕΙΞΩ ΕΓΩ, ΘΑ ΔΕΙΤΕ ΤΙ ΘΑ ΠΑΘΕΤΕ!» τους μιμούμενη τον Χλαπάτσα και πήρα ξανά το χειριστήριο στο χέρι.

    Ναι, δεν ξέρω πως το έκανα αυτό. Το βέλος γύρισε προς τα πίσω, παραλίγο να πετύχω τον εαυτό μου.

    “Damn! That was impressive!” λέει ο Maurice προσπαθώντας να πνίξει το γέλιο του. “I didn’t know that you could do that in WII…” είπε και έβαλαν και πάλι και οι δύο τους τα γέλια με τα χάλια μου.

    “Third time is the charm!” τους είπα με σιγουριά που δεν ένιωθα στο παραμικρό. Πήρα πάλι το χειριστήριο και… ΘΡΙΑΜΒΟΣ! Κατάφερα να το ρίξω σχεδόν στο κέντρο!

    «Άξια! Άξια!» χειροκρότησε χαχανίζοντας η Μαίρη κι εγώ έκανα βαθιά υπόκλιση κερδίζοντας το γέλιο και του Maurice.

    Της έδωσα το χειριστήριο. «Για να σε δούμε μαντάμ!» Η Μαίρη πήρε κάμποσες βαθιές ανάσες λες και διαλογιζόταν. «Τι κάνεις μωρή;» τη ρώτησα χαχανίζοντας.

    «Διαλογίζομαι!» απάντησε. “Don’t talk to the driver!” και η φράση αυτή με γύρισε σ’ εκείνη τη βόλτα με το αυτοκίνητό της.

    «Τουλάχιστον εδώ δεν έχει τροχαία!» της έκανα χαχανίζοντας. «Αν και ικανή σε έχω να βγάλεις γκόμενο και στο Wii!»

    Και μετά εξήγησα στο Maurice, που μας κοίταζε με απορία, το σκηνικό και έβαλε κι εκείνος τα γέλια.

    “My mom is going to love you!” είπε στη Μαίρη, και δωσ’ του νέα γέλια και από τους τρεις. “My dad, not so much!” συμπλήρωσε χωρίς έλεος, κάνοντάς μας να διπλωθούμε και οι δυο.

    «ΜΗ ΜΟΥ ΧΑΛΑΤΕ ΤΗΝ ΑΥΤΟΣΥΓΚΕΝΤΩΣΗ!» μας μάλωσε η Μαίρη και αφού διαλογίστηκε για λίγο, έριξε την πρώτη βολή. ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ!

    «Σας μισώ απαίσια στρουμφάκια!» έκανα με θεατρική απογοήτευση, και δωσ’ του νέα γέλια.

    Δεύτερη προσπάθεια, πάλι κέντρο. Τρίτη προσπάθεια, τι έκπληξη, κέντρο και αυτή.

    «Δε θέλω να σε στεναχωρήσω, αλλά έτσι γίνεται!» μου είπε βγάζοντας τη γλώσσα της.

    «Με βρήκατε μικρή και με κοροϊδεύετε!» τους έκανα με ψεύτικο παράπονο και ο αρκούδος μου πετάχτηκε από τον καναπέ και με πήρε αγκαλίτσα, χαϊδεύοντάς με τρυφερά.

    Η Μαίρη από την άλλη δε χάριζε κάστανα. «Μωρό μου, αν ήσουν εσύ η ηρωίδα τότε η όπερα του Ροσσίνι θα λεγόταν “Γουλιέλμος; Τέλος!” μου είπε και μου ξέφυγε ένα δυνατό ροχαλητό, και άντε τώρα να το εξηγήσεις αυτό στον αρκούδο μου!

    “I have to learn Greek!” μας δήλωσε όταν του εξήγησα το αστείο. «Αν και δεν είμαι σίγουρος ότι ακόμα κι έτσι θα το έπιανα…» συνέχισε αναστενάζοντας.

    Σειρά είχε το bowling. «Θα μας δείξεις κι εδώ πως γίνεται;» με τρόλλαρε χαχανίζοντας η Μαίρη για να κερδίσει ένα “BRRRRRRRRRRRRR” στα μούτρα όλο δικό της.

    Θρίαμβος!

    Μπορεί η μπάλα στην πρώτη προσπάθεια να κατέληξε στο αυλάκι αλλά τουλάχιστον ήταν το αυλάκι του δικού μου διαδρόμου!

    «Το λες και βελτίωση!» χαχάνιζε ο Maurice, εξηγώντας στη Μαίρη ότι την πρώτη φορά η μπάλα πήγε στο ταβάνι και τη δεύτερη σε γειτονικό διάδρομο.

    Δεύτερο “BRRRRRRRRRR” αυτή τη φορά στα μούτρα του Maurice, και πήρα φόρα για το δεύτερο. Χα! Έριξα πέντε κορίνες και μπράβο μου.

    «Για να σε δούμε!» είπα στη Μαίρη που έκανε πάλι το Σαολίν μοναχό.

    Ναι, η Μαίρη στο bowling ήταν χειρότερη και από εμένα, και οι δύο πρώτες βρήκαν ταβάνι!

    «Μωρό μου δε ρίχνεις χειροβομβίδα!» την πείραξα. «Κοίτα με!» της έκανα… και έστειλα τη μπάλα σε διπλανό διάδρομο, κάνοντάς τους και τους δυο να σκάσουν στα γέλια.

    Η δεύτερη προσπάθεια ήταν καλύτερη, έστω και οριακά έριξα δυο κορίνες.

    Σειρά πήρε πάλι η Μαίρη που αυτή τη φορά κατάφερε να μη βρει ταβάνι, το λες και βελτίωση. Με τη δεύτερη έριξε και εκείνη τρεις κορίνες.

    “Ok, that was more difficult than expected!” μας είπε και ξεκινήσαμε τον τρίτο γύρο.

    Δεν κατάλαβα πως το έκανα αλλά έκανα strike και άρχισα να χορεύω σαν την Ινδιάνα μέσα στο σαλόνι, κάνοντας τους άλλους δύο να βάλουν τα γέλια και τον Μπλάκι να με κοιτάζει με ένα μείγμα αποδοκιμασίας και θλίψης.

    Φυσικά δεν κατάφερα να κάνω νέο strike, αλλά τουλάχιστον έριξα 5 κορίνες. Η Μαίρη πήρε φόρα και έριξε τη μπάλα και παραλίγο να κάνει strike, της έμεινε μόνο μια κορίνα όρθια στην άκρη. Προσπαθώντας να την πετύχει με τη δεύτερη προσπάθεια, ξαναέστειλε τη μπάλα στο διπλανό διάδρομο.

    Τελειώσαμε με εμένα νικήτρια αυτή τη φορά και μετά πιάσαμε το golf, στο οποίο αποδειχτήκαμε και οι δύο τραγικά ανίκανες. “Guys, ο σκοπός είναι να βάζεις τα μπαλάκια στις τρύπες, όχι να τα μαθαίνεις κολύμπι ή να τα βάλεις σε τροχιά!» μας τρόλλαρε ο Maurice.

    «Αυτό ήταν!» Η Μαίρη πέταξε το χειριστήριο στον καναπέ. «Σήκω να σε κάνω μαύρο!»

    Έδειξε την επιλογή του boxing στο μενού.

    Η εικόνα ήταν κωμική. Από τη μία η Μαίρη, 1,60 στο ύψος, με τρία νταν σε kung-fu και ευλύγιστη σαν λάστιχο. Από την άλλη ο Maurice 1,95 και 130 κιλά. Ο αρκούδος μου έφαγε το ξύλο της… αρκούδας.

    “Who da boss?” τον ρώτησε η Μαίρη

    “You da boss!” παραδέχτηκε ο Maurice χαχανίζοντας και τρίβοντας το χέρι του που πονούσε από τις έντονες κινήσεις.

    «Τένις!» πρότεινα, αλλάζοντας το παιχνίδι.

    Μεγάλο λάθος.

    Το τένις στο Wii μας βγήκε η γλώσσα. Τρέχαμε μπρος-πίσω στο σαλόνι, κουνώντας τα χέρια μας σαν τρελοί, προσπαθώντας να προλάβουμε τις μπαλιές. Η Μαίρη βέβαια δεν έχει πρόβλημα φυσικής κατάστασης αλλά ο αρκούδος μου κι εγώ την ακούσαμε στέρεο. Μετά από δέκα λεπτά, καταρρεύσαμε στον καναπέ. Ξεφυσούσαμε λες και είχαμε τρέξει σε μαραθώνιο. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι.

    «Νομίζω…» είπα αγκομαχώντας, «νομίζω ότι ήρθε η ώρα για φαγητό!»

    «Και για μπύρα!» συμπλήρωσε ο αρκούδος μου αγκομαχώντας κι εκείνος.

    «Πλάκα είχε, να το ξανακάνουμε!» είπε η Μαίρη, η οποία δεν είχε ιδρώσει καν.

    Σηκώθηκα με δυσκολία και πήγα μέσα στην κουζίνα. Έβγαλα τα σουβλάκια από το φούρνο και τον έσβησα. Τα έβαλα σε τρία πιάτα, πήρα χαρτοπετσέτες, ξέπλυνα και πέντε κουτάκια μπύρας, μία για την καθεμιά μας και τρεις για τον αρκούδο μου, και επέστρεψα στο σαλόνι.

    Και φυσικά κατέβηκε από το γατόδεντρό του και ο Μπλάκι για να πάρει μέρος στο τσιμπούσι. «Αφού δεν τρως το γύρο βρε μαλακιστήρι» τον μάλωσα, αλλά του έδωσα ένα κομματάκι για να μας αφήσει στην ησυχία μας.

    Φάγαμε τα σουβλάκια μας χωρίς να μιλάμε, χαζεύοντας κυρίως τον Μπλάκι που έπαιζε φλιπεράκι με το κομμάτι κρέας που του έδωσα. Ο Maurice άδειασε την πρώτη μπύρα με το καλημέρα, και άνοιξε και τη δεύτερη.

    “Dinner of champions!” είπε με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά και μετά με μια δαγκωνιά έφαγε σχεδόν το ένα τρίτο του δεύτερου πιτόγυρού του.

    “I couldn’t agree more!” απάντησα εγώ, σκουπίζοντας τρυφερά το τζατζίκι από τα χείλη του αρκούδου μου.

    «Το ίδιο είπε και ο Νικηφόρος για να με τουμπάρει!» είπε χαχανίζοντας η Μαίρη. «Λες και χρειαζόμουν ιδιαίτερη πρόσκληση!»

    «Ο Νικηφόρος είναι το νέο αμόρε της Λαίδης,» εξήγησα στον αρκούδο μου.

    Και εκεί η Μαίρη βρήκε την ευκαιρία να κάνει την ερώτηση που την έκαιγε. “Maurice, can I ask you a question?”

    “Except the one you already did?” την πείραξε με ένα πονηρό χαμόγελο για να κερδίσει ένα “BRRRRRRRRR!” όλο δικό του από τη Μαίρη.

    Η καρδούλα μου χόρευε τσα-τσα βλέποντάς τους. Η κολλητή μου και το αγόρι μου πειράζονταν μεταξύ τους λες και γνωρίζονταν χρόνια. Με την ίδια χαρακτηριστική ευκολία που είχε κερδίσει ο αρκούδος μου τους δικούς μου, είχε κερδίσει και τη Μαίρη.

    Χωρίς να κάνει τίποτα περισσότερο από το να είναι αυτός που είναι.

    “So,” άρχισε η Μαίρη πιο σοβαρά τώρα, “Sophie told me that when you were much younger you had a relationship with an older woman…”

    “Yup, that would be Francine,” της απάντησε ο Maurice. Σκούπισε το στόμα του με τη χαρτοπετσέτα. “I was nineteen and she was thirty-seven.” Την κοίταξε ερωτηματικά, περιμένοντας. “What would you like to know?”

    Η Μαίρη έξυσε αμήχανα τον λαιμό της. Σπάνιο θέαμα—η Μαίρη αμήχανη. «Ο Νικηφόρος είναι δέκα χρόνια μικρότερος,» ξεκίνησε.

    Ο Maurice έγνεψε καταφατικά αλλά δε μίλησε. Την άφησε να βρει τις λέξεις της.

    «Αν και ξέρει ότι έχω ας πούμε… εξεζητημένη ερωτική ζωή, και το έχει αποδεχτεί…» Σταμάτησε και πάλι. Τα δάχτυλά της έπαιζαν με την ετικέτα της μπύρας. «Εντάξει δεν είναι παιδάκι αλλά… δεν ξέρω ρε Maurice, μου βγάζει κάτι το προστατευτικό και… και δε θέλω να πληγωθεί.»

    Αναστέναξε βαθιά.

    Ο Maurice ακούμπησε το πιάτο του και την κοίταξε στα μάτια.

    «Είναι ενήλικος, Μαίρη. Το να πληγωθεί είναι το ρίσκο που παίρνει ο καθένας που μπαίνει σε μια σχέση.» Ήπιε μια γουλιά μπύρα πριν συνεχίσει.

    «Έτσι είναι αυτό το παιχνίδι. Κανείς δεν σου εγγυάται ότι θα κερδίσεις, αλλά ο βασικότερος του κανόνας είναι πως αν δεν παίξεις, χάνεις.»

    Η Μαίρη έγνεψε αργά, δείχνοντας ότι καταλαβαίνει.

    «Και στο τέλος της μέρας,» πρόσθεσε ο Maurice, «δεν είναι δική σου απόφαση για να την πάρεις.»

    Είδα τη Μαίρη να σφίγγεται. Το πηγούνι της ανασηκώθηκε με εκείνο τον πεισματάρικο τρόπο που την ήξερα τόσο καλά.

    «Θα μπορούσα να το τερματίσω εδώ και τώρα,» του απάντησε με το γνωστό της πείσμα.

    «Σε αυτή την περίπτωση πήρες απόφαση για σένα,» είπε ο Maurice, τονίζοντας τη λέξη. «Στερώντας του την ευκαιρία να πάρει τη δική του απόφαση για λογαριασμό του.»

    Η Μαίρη άνοιξε το στόμα της να απαντήσει, αλλά σταμάτησε. Το έκλεισε ξανά.

    Ο Maurice χαμογέλασε απαλά. «Είχα πει στη Σόφη ότι είμαστε το άθροισμα του παρελθόντος μας. Όσο και αν πληγώθηκα στο τέλος με την Francine, δε θα ήμουν αυτός που είμαι αν δεν είχα κάνει σχέση μαζί της.»

    «Πώς ήταν για σένα;» τον ρώτησε.

    «Σου έχει πει η Σόφη τι είδους σχέση είχα με την Francine?» τη ρώτησε.

    «Ξέρω μόνο τα πολύ βασικά, ότι ήταν μεγαλύτερή σου και ότι σε έμπασε με λάθος τρόπο στον κόσμο του BDSM,» του απάντησε.

    Ο Maurice έγνεψε καταφατικά. «Ξεκίνησε ωραία, τελείωσε άσχημα και είδα και έπαθα για να το ξεπεράσω.»

    Κούνησε το κεφάλι του. «Όχι την Francine αλλά τα όσα λάθος πράγματα μου έμαθε για το BDSM κάνοντάς με να πιστεύω ότι εγώ τα κάνω όλα λάθος.»

    Χαμογέλασε πικρά. «Που τα έκανα, γιατί στην πραγματικότητα δεν ήμουν ο Master της σχέσης, αλλά κάποιος που πάσχιζε να καλύψει τις ανάγκες της, νιώθοντας ανεπαρκής που δε μπορούσε.»

    Γύρισε προς τη Μαίρη και την κοίταξε στα μάτια. «Αλλά ακόμα και έτσι ως μάθημα ήταν πολύτιμο.»

    Του έπιασα το χέρι και το χάιδεψα τρυφερά. Το αρκούδι μου γύρισε και μου χάρισε το πιο γλυκό του χαμόγελο. Με το χέρι του στα χέρια μου, ξάπλωσα πίσω λιώνοντας με την γαλήνη με την οποία απαντούσε γι’ αυτά που κάποτε τον είχαν πληγώσει.

    Και εκεί χαμογέλασε πονηρά. “If nothing else, at least I learned to handle a multitude of S/m toys!”

    Η Μαίρη δεν απάντησε, απλά χαμογέλασε γνέφοντας καταφατικά. «Έχεις δίκιο,» του είπε τελικά. «Και επιπλέον αφενός είναι μεγαλύτερος είναι απ’ όσο ήσουν εσύ, και αφετέρου τις S/m μου ανάγκες τις καλύπτω με έμπειρους παρτενέρ.»

    “You are into S/m?” τη ρώτησε με ενδιαφέρον ο Maurice.

    «Ναι, δεν στο είπε η Σοφία;» τον ρώτησε η Μαίρη κοιτάζοντάς με μέ απορία.

    «Δεν ήταν δικό μου μυστικό για να το μοιραστώ,» απάντησα εγώ αμυντικά.

    “Hey, don’t get defensive babe!” μου είπε τρυφερά ο αρκούδος μου. “You are right, it wasn’t your secret to share!”

    “So, now that the cat’s out of the bag,” ξεκίνησε η Μαίρη χαχανίζοντας, “what’s your favorite toy?”

    «Μαίρη!» φώναξα σκανδαλισμένη προσπαθώντας να τη συμμαζέψω και ο Maurice γέλασε με την αντίδρασή μου.

    “Ok, let’s make it easier for my sweet sheepish sorceress,” της απάντησε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.

    «Δεν είμαι ντροπαλή!» του απάντησα ξεροκέφαλα. «Εντάξει, είμαι!» παραδέχτηκα, κάνοντάς και τους δυο τους να βάλουν τα γέλια.

    “Do you know the game, ‘never have I ever?’” μας ρώτησε. “It’s like true or dare, with a slight twist!”

    «Ώπα!» είπε η Μαίρη που τα λάτρευε κάτι τέτοια. «Πώς παίζεται;»

    «Με σφηνάκια,» της απαντάει ο Maurice. «Καθένας με τη σειρά του λέει κάτι που έχει κάνει ή που θα ήθελε να κάνει και δεν έχει κάνει. Αν αυτός που μιλάει το έχει κάνει πίνει το σφηνάκι και το ίδιο κάνουν όσοι το έχουν κάνει και οι ίδιοι. Νικητής είναι ο τελευταίος που μείνει όρθιος!»

    «Δουλεύουμε αύριο μωρό μου, και η Μαίρη έχει να γυρίσει και σπίτι της, και είναι με το αυτοκίνητο,» του είπα.

    «Εντάξει, δε χρειάζεται να το κάνουμε με σφηνάκια,» μου είπε καθησυχαστικά. «Αυτά τα κάναμε στην εφηβεία μας,» συμπλήρωσε χαχανίζοντας.

    «Τότε;» τον ρώτησα εγώ.

    «Αμάν μωρή, σαν την μάνα μου κάνεις» μου έκανε η Μαίρη χαχανίζοντας. «Η βασική ιδέα είναι πως αυτό το παιχνίδι είναι ένας χαβαλεδιάρικος τρόπος να πεις πράγματα που δε θα έλεγες εύκολα, και υποτίθεται ότι το ποτό είναι για να σε λύσει και να γίνεις ακόμα πιο τολμηρός.»

    «Δεν κάνω σαν τη μάνα σου!» της απάντησα πεισμωμένη, κάνοντας τον Maurice να γελάσει και να με σφίξει στην αγκαλιά του.

    «Μπορούμε να πίνουμε απλά μια γουλιά μπύρα!» μου είπε. «Δε χρειάζεται να πέσουμε ξεροί!»

    Δεν ήθελα να γίνω η ξενέρωτη της παρέας, οπότε κάνοντας ένα θεατρικό “Ουφ!” σταμάτησα τις περιττές γκρίνιες.

    “So, I’m starting,” είπε ο Maurice. “Never have I ever had a flogger used on me,” είπε χωρίς να πιεί γουλιά από τη μπύρα του. Η Μαίρη ήπιε μια γουλιά από τη μπύρα της και, τι να κάνω, ήπια κι εγώ μία από τη δική μου.

    «Σειρά μου!» είπε η ξετσίπωτη. “Never have I ever whipped someone or been whipped,” και ήπιε μια γουλιά από τη μπύρα της και το ίδιο έκανε και ο Maurice.

    “Never have I ever been spanked,” είπα αναστενάζοντας και ήπια μια γουλιά από τη μπύρα μου. Περίμενα ότι θα πιει μόνο μπύρα η Μαίρη, αλλά ήπιε και ο Maurice! Κοίτα να δεις!

    “You have been spanked?” τον ρώτησα γουρλώνοντας τα μάτια μου.

    “Sometimes experimenting goes both ways!” μου είπε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι και κάνοντας την Μαίρη να φωνάξει «Σωστόοοοος!» υψώνοντας του τη μπύρα.

    «Σειρά μου,» έκανε ο Maurice. «Ποτέ μα ποτέ δεν έχω καπνίσει μπάφο!» είπε, και φυσικά ήπιαμε μια γουλιά μπύρας και οι τρεις.

    Μετά σειρά πήρε και πάλι η Μαίρη. «Ποτέ μα ποτέ δεν έχω κάνει τρίο!» είπε και ήπιε μια μπύρα.

    (DANGER WILL ROBINSON!!!! Fuck fuck fuck… Ας πούμε… έχω ένα μυστικό που ούτε στη Μαίρη δεν το έχω πει… FUCK!)

    Δεν πρόλαβα να πάθω εγκεφαλικό καθώς ο Maurice έκανε να σηκώσει το κουτάκι του αλλά σταμάτησε.

    «Βασικά έχω παρακολουθήσει, αλλά δε συμμετείχα,» είπε χαμογελώντας αμήχανα. «Μετράει;»

    «Δε μου τα είχες πει αυτά μεσιέ!» του έκανα δήθεν τσαμπουκαλεμένη, προσπαθώντας να κρύψω την ταραχή που ένιωθα μέσα μου.

    “Well, despite my cuckold fantasies I’m most definitely not a sharing guy,» μας είπε συνεχίζοντας να χαμογελά αμήχανα. “However, on this occasion I wasn’t sharing anything, just watched!”

    “Sharing is caring!” είπε η άλλη, μη χάσει.

    “Not in my books!” της απάντησε ο Maurice χωρίς να χάσει beat. “That been said, whatever floats your boat!”

    «Και μπράβο σου αρκούδι μου!» του είπα χαμογελώντας με τη Μαίρη να μου χώνει ένα παιχνιδιάρικο φάσκελο, και αν δεν πέσει φωτιά να με κάψει είναι γιατί δεν υπάρχει δικαιοσύνη στο σύμπαν…

    “Never have I ever been used as a fuck toy!” βιάστηκα να πάρω σειρά για να αλλάξω θέμα συζήτησης. Ήπιαμε πάλι και οι τρεις. Γύρισα προς τον Maurice. “You did?” τον ρώτησα απορημένη.

    «Τι νομίζεις ότι ήμουν μωρό μου για τις μεγαλύτερές μου, εννοώ αυτές πριν γνωρίσω την Francine?»

    «Ναι, δίκιο έχεις…» μουρμούρισα μουτζώνοντας τον εαυτό μου.

    Και εκεί η Μαίρη μ’ έδωσε στεγνά. «Ποτέ μα ποτέ δεν έχω πειραματιστεί με άτομο του φύλου μου,» είπε και ήπιε μια γουλιά. Την κοίταξα με μάτια που πέταγαν φωτιές και ήπια κι εγώ μια γουλιά.

    “Ok, you got my attention!” μου είπε ο Maurice χαχανίζοντας. “Spit it out, missy!”

    «Με την κυρία!» έκανα και του έδειξα τη Μαίρη που χαχάνιζε σα βλαμμένο. «Λίγο καιρό αφού είχαμε γνωριστεί… Γίναμε ντίρλα σε μια έξοδο και το ένα έφερε το άλλο…» του είπα ξεφυσώντας.

    “In my defense…” ξεκίνησε η Μαίρη και σταμάτησε κάνοντας δραματική παύση.

    “Yes?” τη ρώτησε η Maurice με ενδιαφέρον.

    “She started it!” είπε στεγνώνοντάς με τελείως και βάζοντας τα γέλια.



    Έχουμε γίνει και οι δύο κουδούνια. Ούσα αρκετά εσωστρεφής και όχι ιδιαίτερα κοινωνική ήμουν αμάθητη στο ποτό και στις αχαλίνωτες εξόδους. Τη Μαίρη μου την είχε γνωρίσει ένας συμφοιτητής μου. Πέντε χρόνια μεγαλύτερη από εμένα, είχε ένα αέρα που με είχε σχεδόν μαγέψει από την πρώτη στιγμή.

    Μα πάνω απ’ όλα με είχε μαγέψει ο λιμπερτινισμός της. Έβγαζε τα μάτια της με όποιον της έκανε κέφι, άντρα ή γυναίκα, και δεν έδινε δεκάρα τι λένε οι γύρω της και ας ήταν γόνος και μοναδική κληρονόμος γνωστής και μεγάλης οικογένειας.

    Δεν ήταν ωστόσο το στερεοτυπικό κακομαθημένο πλουσιόπαιδο που βαριέται τη ζωή του. Παρόλο που θα μπορούσε να κωλοβαράει όλη μέρα χωρίς να έχει καμία έγνοια, δούλευε σα σκυλί σε μια από τις επιχειρήσεις του πατέρα της.

    Παρόλο θα μπορούσε να αποφύγει το άγχος των πανελλαδικών είχε στρώσει κώλο και είχε περάσει στη σχολή διοίκησης επιχειρήσεων του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο οποίο είχε κάνει και μεταπτυχιακό.

    Δεν ξέρω πως κολλήσαμε, εννοώ σα χαρακτήρες ήμασταν τελείως αντίθετες, εγώ εσωστρεφής και συγκρατημένη, εκείνη εξωστρεφής και αχαλίνωτη. Αυτό που έχει σημασία ωστόσο είναι ότι καταλήξαμε αυτοκόλλητες. Όχι ότι την ακολουθούσα στα ξέφρενα πάρτι της, ούτε πολύ περισσότερο στην… ας πούμε εξεζητημένη ερωτική της ζωή.

    Ίσως διασκέδαζε με το πως σοκαριζόμουν; Ίσως γιατί παρόλα αυτά την άκουγα χωρίς να την κατακρίνω; Γρήγορα έγινα η εξομολόγος της και το νόμισμα αυτό έχει δύο πλευρές.

    Ποτέ πάντως δεν προσπάθησε να με παρασύρει σε πράγματα που η ίδια τα θεωρούσα τραβηγμένα. Και αν κατάφερε να με βγάλει λίγο έξω από το καβούκι μου είναι γιατί ήξερε—λες και είχε manual της Σοφίας Αλοϊζάκη—που και πόσο πρέπει να πιέσει.

    Με είχε γοητεύσει τόσο πολύ που είχα αρχίσει να πιστεύω ότι είμαι και του λόγου μου bisexual, όπως και η ίδια. Αυτό που ξέρω πάντως ήταν πως με διαόλιζε που δεν μπορούσα να καταλάβω επακριβώς τι με κάνει να νιώθω. Και κάπως έτσι εκείνο το βράδυ που φύγαμε φέσι και οι δύο και πήγαμε με ταξί στο σπίτι της στο Μαρούσι, έγινε το… μοιραίο. Δηλαδή δεν έγινε ακριβώς, αλλά παραλίγο να γίνει!

    Καθόμασταν δίπλα-δίπλα στον καναπέ. Λυμένη τελείως και με τις αναστολές μου να έχουν πάρει περίπατο απλά έσκυψα και τη φίλησα στο στόμα. Ξαφνιάστηκε λίγο στην αρχή αλλά γρήγορα ήρθε στα ίσια της και ανταπέδωσε με ενθουσιασμό. Τα πάνω μας έφυγαν με συνοπτικές διαδικασίες.

    Το στήθος της έμοιαζε πολύ με το δικό μου, τόσο στο σχήμα όσο και στο μέγεθος. Με τη διαφορά ότι εγώ ήμουν δώδεκα πόντους ψηλότερη. Είχαμε δει ξανά η μία την άλλη γυμνή, και παρόλο που η Μαίρη επέμενε ότι το στήθος μου είναι φυσιολογικό και όχι μικρό, η αναλογία στο δικό της σώμα ήταν στα μάτια μου η επιτομή της τελειότητας.

    «Σιγά βρε!» μου είπε καθώς της δάγκωσα με περισσότερη δύναμη τη ρώγα απ’ όσο αρχικά ήθελα.

    Και εκεί συνειδητοποίησα ότι το έκανα σχεδόν μηχανικά. Συνειδητοποίηση που έγινε ακόμα πιο έντονη όταν άρχισε να μου κάνει το ίδιο η Μαίρη και στα δικά μου στήθη.

    Δεν ξέρω πως το βρήκα το κουράγιο αλλά το βρήκα.

    «Μαίρη… όχι… όχι άλλο…» της είπα. Κατέβασα τα μάτια μου στο πάτωμα μην αντέχοντας να την κοιτάξω. «Συγνώμη,» μουρμούρησα και άρχισα να ντύνομαι βιαστικά.

    «Η κατάσταση σηκώνει τσιγάρο!» μου απάντησε. “Be right back!” μου έκανε και γύρισε μετά από λίγο με το μεγαλύτερο τρίφυλλο που είχα δει στη ζωή μου.

    “If life seems jolly rotten, there’s something you’ve forgotten” μου τραγούδησε κάνοντάς με να χαμογελάσω μετά από αρκετή ώρα. Άναψε το μπάφο, και… δεν ξέρω… κάπου από εκεί και πέρα η μνήμη σταμάτησε να καταγράφει.


    «ΘΑ ΣΕ ΠΝΙΞΩ!» την απείλησα πιο κόκκινη και από αστακό με ηλίαση, και κάπου εκεί ο Maurice το έριξε στο τρολλάρισμα.

    «Σε άρπαξε με τα δόντια;» προσπάθησε να ρωτήσει σοβαρά, αλλά δεν άντεξε, έβαλε τα γέλια. «Τα… ΧΑΧΑΧΑΧΑ…τα κάνει κάτι τέτοια.»

    “Now you mentioned it,” ξεκίνησε κι εκείνη και σταμάτησε γιατί την έπιασαν τα γέλια. “She did bite me hard on the nipples! She’s kinky!”

    Και δώσ’ του ΧΑΧΑΧΑ και ΧΟΥΧΟΥΧΟΥ και τα δυο τα κωλόπαιδα.

    “BITE ME!” τους είπα κάνοντας τους το one finger salute και με τα δυο χέρια.

    “You’re the expert!” είπε πνιγμένος στα γέλια ο Maurice. “As literally everyone and their grandmother at your christening can attest!” συνέχισε και κάπου εκεί έβαλα κι εγώ τα γέλια.

    Και τότε η Μαίρη, παρόλο που δεν ήταν καν η σειρά της, αποφάσισε να μας αποτελειώσει. “Never have I ever seen the video of Sofia’s christening,” δήλωσε με το πιο αθώο ύφος.

    Ήπιε μια γουλιά από τη μπύρα της, κοιτάζοντάς με προκλητικά.

    “I HATE YOU!” της φώναξα.

    Αλλά… ήπια κι εγώ μια γουλιά από τη δική μου. Δεν είχα επιλογή.

    Γύρισα βιαστικά προς τον Maurice για να εξηγήσω, δεν ήθελα να νομίζει ότι του κρύβω πράγματα. «Της το έδειξε η γιαγιά μου πρόπερσι που είχαμε πάει διακοπές Κρήτη, δεν το έχω εγώ.»

    «Το έχω εγώ!» ανακοίνωσε θριαμβευτικά η Μαίρη. Έβγαλε το κινητό της χαχανίζοντας. «Το αντέγραψα στο κινητό μου για να το χρησιμοποιήσω εναντίον σου σε πρώτη ευκαιρία!»

    Αρχίζει και γελάει σαν υστερική, σκρολάροντας στις φωτογραφίες της.

    “Sharing is caring!” της λέει ο Maurice βάζοντας τα γέλια, κάνοντας τη Μαίρη να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.

    Εγώ έψαχνα απεγνωσμένα να βρω τρύπα να κρυφτώ. Ή να πεθάνω. Ό,τι ερχόταν πρώτο.

    «Μην το κάνετε αυτό!» ικέτευσα. «Σας παρακαλώ!»

    Φυσικά με αγνόησαν. Η Μαίρη σύνδεσε το κινητό της με την τηλεόραση. Το βίντεο άρχισε να παίζει.

    Εκεί ήταν ο Παπά-Νικόλας, με τα άμφιά του, κρατώντας με πάνω από την κολυμβήθρα.

    «Βαπτίζεται η δούλη του Θεού Σοφία, εις το όνομα του Πατρός…»

    ΒΟΥΤΗΓΜΑ.

    «…και του Υιού…»

    ΒΟΥΤΗΓΜΑ.

    «…και του Αγίου Πνεύματος…»

    ΒΟΥΤΗΓΜΑ.

    Και τότε—η στιγμή της ντροπής μου—η δίχρονη εκδοχή μου αρπάζει το χέρι του Παπά-Νικόλα με τα δόντια όπως έχει σηκώσει τα άμφιά του.

    Η κάμερα άρχισε να κουνιέται σα να γίνεται σεισμός, με τον κάμεραμαν να προσπαθεί να κρατήσει σταθερή την εικόνα και να μην το καταφέρνει από τα γέλια.

    Στο βίντεο, οι παραβρισκόμενοι να αντιδρούν ποικιλοτρόπως. Οι μισοί να έχουν σχεδόν λιποθυμήσει από τα γέλια και οι άλλοι μισοί να σταυροκοπιούνται.

    Ο Παπά-Νικόλας να φωνάζει «Άσε με κάτου βρε συφοριασμένο!»

    Η νονά μου, κλαίγοντας από τα γέλια, να προσπαθεί να με τραβήξει με μένα να έχω γραπώσει τον φουκαρά τον παπά από το χέρι σαν πίτμπουλ.

    Τον παπά να της φωνάζει «Μην την τραβάς, θα μου κόψει κανένα κομμάτι! Άσε με κάτου π’ ανάθεμά σε!»

    Η κάμερα κουνιόταν τώρα τόσο πολύ που έβλεπες περισσότερο ταβάνι παρά τη σκηνή. Ο φωτογράφος προσπαθούσε να μη λυγίσει από τα γέλια και δεν τα κατάφερνε.

    Στο τέλος, όταν κατάφεραν να με ξεκολλήσουν—μετά από επικές προσπάθειες—ο παπά-Νικόλας κοίταξε το χέρι του να δει αν του λείπει κανένα κομμάτι. Ήταν τόσο καλούλης! Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να αστειευτεί: «Αντιλυσσικό της έχετε κάνει;»

    Αυτό ήταν το χαριστικό χτύπημα για τον Maurice. Έπαθε τέτοια κρίση βήχα από το γέλιο που τρόμαξα. Διπλώθηκε στο δυο, κρατώντας την κοιλιά του.

    “I CAN DIE NOW! I CAN DIE!!!!” φώναζε ανάμεσα στους λυγμούς του.

    Και μόλις πήγαινε να ηρεμήσει, ξανακοίταζε την οθόνη της τηλεόρασης όπου το βίντεο έπαιζε σε επανάληψη—η Μαίρη το είχε βάλει σε loop το κάθαρμα—και ξανάρχιζε.

    Οι δυο τους είχαν πέσει ο ένας πάνω στον άλλο και ΚΛΑΙΓΑΝΕ! ΚΛΑΙΓΑΝΕ από τα γέλια! Η Μαίρη είχε γείρει στον ώμο του Maurice, πιάνοντας την κοιλιά της. Ο Maurice είχε χυθεί στον καναπέ, χτυπώντας το χέρι του στο μπράτσο.

    “His face! HAHAHAHAHA Like the priest in the Omen! HAHAHAHAHA”

    “Αντιλυσσικό!” επαναλάμβανε η Μαίρη, με τα δάκρυα να τρέχουν.

    “HAHAHAHAHAH. The hound of the Baskervilles!!! HAHAHAHHAHAH”

    Έχασα το λογαριασμό από το τρολλάρισμα. Τι Σκυλί των Μπάσκερβιλ, τι Chucky η κούκλα του Σατανά, τι Damien από το Omen, τι Bruce από τα σαγόνια του καρχαρία…

    Και τι να κάνω κι εγώ η έρμη; Άρχισα να γελάω κι εγώ με τα χάλια μου…

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
    Last edited: 27 Σεπτεμβρίου 2025
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Contributor

    Μέρος 22ο - (Χαμο)Μήλιος Διάλογος

    Τελικά εκείνο το βράδυ το διαλύσαμε γύρω στις τρεις. Το αποτέλεσμα; Το πρωί κουτουλούσαμε και οι τρεις σαν ζόμπι. Και λέω και οι τρεις γιατί η Μαίρη δεν περιορίστηκε στην μπύρα. Κάπου στη διαδρομή είχε περάσει στα σφηνάκι με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να οδηγήσει.

    «Μωρή, δεν πας πουθενά,» της είχα πει αυστηρά όταν την είδα να ψάχνει τα κλειδιά της. «Θα κοιμηθείς εδώ.»

    Έτσι η κυρία κοιμήθηκε στον καναπέ. Με τον Μπλάκι για παρέα, που είχε αποφασίσει ότι η Μαίρη ήταν το ιδανικό μαξιλάρι.

    Προφανώς με τη Μαίρη στο σαλόνι δεν υπήρχε περίπτωση για πρωινές τρελλίτσες. Το ξυπνητήρι χτύπησε, σηκωθήκαμε σαν πτώματα, και πήγαμε στην κουζίνα.

    Ήπιαμε παρέα και οι τρεις τον καφέ μας σε σχετική σιωπή. Η Μαίρη είχε το κεφάλι της ακουμπισμένο στο τραπέζι, regretting her life choices.

    «Πρέπει να πάω σπίτι να αλλάξω,» είπε τελικά, σηκώνοντας το κεφάλι της. «Και μετά στη δουλειά. Αν δεν πεθάνω στο δρόμο.»

    Μετά που έφυγε, κάναμε ένα ντουζάκι στα γρήγορα. Πάλι φρόνιμοι—η δεν ήμασταν για πολλά-πολλά. Και μετά καθίσαμε στα laptop μας για το home office και καλά το λένε: η χαρά μοιρασμένη στα δύο είναι διπλάσια και η μιζέρια μισή! Κάναμε το διάλειμμά μας το μεσημεράκι για να φάμε όσο μουσακά είχε περισσέψει, πήραμε και δεύτερο καφεδάκι, και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.

    Κλείσαμε και οι δυο τα laptop μας γύρω στις έξι και μισή και δεδομένου πως ούτε εγώ, ούτε και ο Maurice είχαμε κανονίσει τίποτα για το απόγευμα, έκατσε μέχρι τις δέκα το βράδυ πριν τελικά φύγει για να πάει σπίτι του.

    Τρεισήμισι ώρες στις οποίες έγιναν πράγματα και θαύματα!

    «Χθες πάντως είχε πιο πολλή πλάκα!» του είπα πονηρά, κλείνοντας το laptop.

    «Την Παρασκευή έχω κάμποσα calls!» μου απάντησε πονηρά. «Στο… χέρι σου είναι!» συνέχιζε παίζοντας πονηρά τα φρύδια του.

    «Δεν ντρέπεσαι καθόλου;» του έκανα δήθεν αγανακτισμένη.

    «Καθόλου!» με διαβεβαίωσε συνεχίζοντας να χαμογελάει πονηρά. «Κάτι ήξερε ο Clinton,» συνέχισε χαχανίζοντας. «Με μια πίπα τα calls γίνονται σαφώς πιο ενδιαφέροντα και λιγότερα βαρετά!»

    Και όχι μόνο για τον αρκούδο μου. Η ιδέα της χρήσης μου ως fuck toy ήταν ανέκαθεν μια από τις φαντασιώσεις μου, και τσιμπουκώνοντάς τον ενώ ήταν σε call με είχε κάνει πύραυλο.

    «Θα συμφωνήσω!» του απάντησα και σε χρόνο ρεκόρ έβγαλα τη μπλούζα μου μένοντας γυμνή από πάνω. «Σου χρωστάω το πρωινό μου τασκ!» του δήλωσα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

    Γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου και αν και ο σκοπός μου ήταν να το πάω μέχρι τέλους, με σταμάτησε. Με πήρε από το χέρι και πήγαμε στο δωμάτιο και εκεί…

    ΑΑΑΑΑΧ!

    Αν και ξεκινήσαμε όπως κάθε φορά, σήμερα είχε σπέσιαλ πρόγραμμα: Αρχικά δοκιμάσαμε reverse cow-girl, εγώ δηλαδή από πάνω του αλλά με την πλάτη γυρισμένη. Αυτή η στάση η αλήθεια είναι ότι δε με ενθουσίασε ιδιαίτερα, εφόσον δεν είμαι στα τέσσερα προτιμώ τις στάσεις που μπορούσα να τον βλέπω.

    Η συνέχεια ωστόσο ήταν διαφορετική. Λίγη ώρα αργότερα με σταμάτησε και μου ζήτησε να ξαπλώσω στο κρεββάτι με την πλάτη γυρισμένη προς εκείνον. Αυτό μου άρεσε! Πολύ! Μπορεί και πάλι να μην τον έβλεπα αλλά τουλάχιστον ένιωθα την καυτή του ανάσα του στο σβέρκο μου, και φυσικά μπορούσε να μου χουφτώσει τα στήθη καλύτερα.

    Ο αρκούδος μου μού δήλωσε ότι θέλει να με πάρει και από το κωλαράκι με αυτό τον τρόπο. Αλλά επειδή μου τον είχε κάνει χωνί τις τρεις τελευταίες μέρες, αποφάσισε να δώσει ρεπό στο καημένο.

    Και μετά έγραψα άλλες είκοσι στο τεφτέρι μου. Γιατί; Γιατί μου τον είχε κάνει χωνί και έπρεπε να πάρει το κωλαρίνι μου ρεπό, αφήνοντάς τον με την όρεξη!

    Αυτό που λένε, και κερατάς και δαρμένος!

    “That not fair!” του είπα χαχανίζοντας, γιατί προφανώς και καταλάβαινα ότι έκανε χαβαλέ.

    “Justice matters between equals!” μου είπε φιλοσοφημένα. “I’m a beer bearing bear and you are—as you poetically put it—a humble chamomile!”

    “It has a certain Melian Dialogue vibe!” του είπα χαχανίζοντας. “Chamomelian Dialogue!”

    “So, what did we learn today?” με ρώτησε χαχανίζοντας.

    “When you are right you are right and when you are wrong, you are right” του είπα, και οι είκοσι έγιναν δέκα γιατί “τα παίρνω τα γράμματα!” Και μετά άλλες είκοσι για τον ενθουσιασμό που επέδειξα στο ξαλάφρωμα της τιμωρίας.

    «Νομίζω ότι το κάνεις επίτηδες γιατί σου αρέσει να μου της βρέχεις!» του είπα προσπαθώντας να κρατηθώ σοβαρή, όχι και πολύ εύκολο με τον Maurice να κάνει χαβαλέ.

    «Ιδέα σου είναι!» μου απάντησε σοβαρός-σοβαρός, για να του κάνω ένα BRRRRRRRRRRRR στα μούτρα όλο δικό του, και μετά να μου αλλάξει και πάλι εσωτερική διακόσμηση σε συκώτια, νεφρά και πνευμόνια γαργαλώντας με μέχρι να παραδεχτώ “WHO DA BOSS IS!”

    Λες και υπήρχε καμιά αμφιβολία, να πούμε: Προφανώς εγώ!

    (Εντάξει, λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα!)

    Πλάκα στην πλάκα ωστόσο το παραπάνω στάθηκε αφορμή για να πιάσουμε μια πολύ σοβαρή συζήτηση για το BDSM. Μπορεί για τον Maurice και για μένα ή όποια σχέση Κυριαρχίας/Υποταγής να μην ήταν παρά ένα σεξουαλικό παιχνίδι που άρεσε και στους δυο μας, ωστόσο ο Maurice είχε τις θεωρητικές γνώσεις για να μου εξηγήσει κάποιες απορίες.

    «Maurice, πέρα από τον χαβαλέ,» ξεκίνησα, ισιώνοντας λίγο στην αγκαλιά του, «τι γίνεται σε περίπτωση που ο Κυρίαρχος της σχέσης κάνει κάποιο εμφανές λάθος; Ή, τουλάχιστον, κάνει κάτι που στα μάτια της υποτακτικής είναι λάθος;»

    Με κοίταξε σοβαρά για μια στιγμή πριν απαντήσει.

    «Σε μια D/s σχέση ο Κυρίαρχος έχει το αλάθητο, με την ίδια έννοια που το έχει ο Πάπας.»

    Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το χαχάνισμά μου. «Σοβαρά τώρα;»

    «Δεν το λέω ως αστείο μωρό μου,» μου είπε σε σοβαρό τόνο.

    Ο τόνος του με έκανε να ανασκουμπωθώ και να τον κοιτάξω πιο προσεκτικά.

    «Το εννοώ! Όπως δεν νοείται να κρίνεις τις αποφάσεις του Πάπα και να ονομάζεις τον εαυτό σου Καθολικό, το ανάλογο συμβαίνει και σε αυτού του είδους τις σχέσεις.»

    Τον κοίταξα σκεπτική. «Δηλαδή ο Κυρίαρχος έχει δίκιο ακόμα και αν έχει άδικο;»

    «Ο Κυρίαρχος είναι που παίρνει τις αποφάσεις, σωστές ή λάθος. Ή τουλάχιστον στο εύρος που έχει συμφωνηθεί, αν δεν μιλάμε για M/s.»

    «Κάτσε,» τον διέκοψα, νιώθοντας το θυμό μου να ανεβαίνει. «Μου λες δηλαδή ότι η υποτακτική δεν έχει δικαίωμα να διαφωνήσει;»

    Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Σου λέω ότι η υποτακτική οφείλει να υπακούσει, ασχέτως του τι πιστεύει η ίδια.»

    Τα χέρια του συνέχιζαν να με χαϊδεύουν καθώς μιλούσε, προσπαθώντας να με κρατήσει ήρεμη.

    «Σόφη μου, δεν μπορείς να λες ότι ο άλλος έχει κυριαρχήσει πάνω σου όταν συνεχώς αμφισβητείς τις αποφάσεις του.»

    «Δε μου κάθεται καλό αυτό!» του είπα ενοχλημένη. Η ανεξάρτητη πλευρά μου επαναστατούσε.

    Με κοίταξε για λίγο σκεφτικός. Μετά χαμογέλασε ελαφρά.

    «Χθες το μεσημέρι στην κουζίνα, όταν σε πήρα από πίσω, σε πόνεσε;»

    Ένιωσα το πρόσωπό μου να κοκκινίζει. «Ναι, η αλήθεια είναι ότι χθες πόνεσε λίγο παραπάνω,» ομολόγησα. Δηλαδή τι λίγο; Είχα βελάξει σαν προβατίνα όταν παραδόθηκε ο σφιγκτήρας μου.

    «Γιατί δε με σταμάτησες;» με ρώτησε με νόημα.

    Το 1+1 έγινε στο μυαλό μου και κατάλαβα που το πήγαινε.

    “Ugh! I hate you!” του είπα, χτυπώντας τον παιχνιδιάρικα στο στήθος. “I love you more, though!” συμπλήρωσα, χαχανίζοντας σαν δεκαπεντάχρονο που με έπιασαν στα πράσα.

    «Προφανώς αυτό δε γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη,» συνέχισε πιο σοβαρά. «Γι’ αυτό υπάρχει η εκπαίδευση.»

    «Πόσο κρατάει αυτό;» Η περιέργειά μου είχε κορυφωθεί.

    «Όσο χρειαστεί,» μου απάντησε απλά. «Ή τουλάχιστον, όσο χρειαστεί για να δουν και οι δύο αν μπορούν πραγματικά να είναι μέρη ενός τέτοιου συσχετισμού.»

    «Κάτσε,» τον διέκοψα και πάλι. «Εκεί δεν ισχύει ότι αποφασίζει ο Κυρίαρχος;»

    Κούνησε το κεφάλι του. «Όσο διαρκεί η εκπαίδευση υπάρχει δυνάμει Κυρίαρχος και δυνάμει υποτακτική. Αυτό που λέμε captivation δεν είναι η έναρξη της σχέσης. Είναι έναρξη του δρόμου που μπορεί να οδηγήσει—ή όχι—σε τέτοιου είδους σχέση.»

    Σταμάτησε για λίγο, μαζεύοντας τις σκέψεις του.

    «Ή τουλάχιστον, αυτό έχουν δει τα δικά μου μάτια ότι δουλεύει καλύτερα.»

    «Μπορεί το captivation να μην οδηγήσει σε τέτοια σχέση;» ρώτησα έκπληκτη. Νόμιζα ότι ήταν δεδομένο.

    «Φυσικά! Αρχικά, αυτό το captivation μπορεί να γίνει χωρίς ο… υποψήφιος Κυρίαρχος να το έχει καν σκοπό.»

    «Πώς γίνεται αυτό;» τον ρώτησα απορημένη.

    «Με τον ίδιο τρόπο που κάποιος μπορεί να σε ερωτευτεί χωρίς να το επιδιώκεις,» μου εξήγησε. Έκανε μια παύση και συνέχισε: «Ή μπορεί η “υποτακτική”» είπε κάνοντάς μου air quotes με τα δάχτυλά του, να φοβηθεί και να λακίσει. Στα δικά μου μάτια, τουλάχιστον, το captivation είναι αναγκαίο αλλά όχι ικανό από μόνο του.»

    Έμεινα σιωπηλή για λίγο, επεξεργαζόμενη όλα αυτά. Ήταν πολλά για το μυαλό μου, ειδικά όταν το σκεφτόμουν σε σχέση με εμάς.

    «Εμείς;» ρώτησα τελικά με μικρή φωνή. «Εμείς τι είμαστε;»

    Με κοίταξε με τόση τρυφερότητα που ένιωσα να λιώνω.

    «Ο kavlorapano αρκούδος και η kavlorapano μάγισσά του,» μου είπε χαϊδεύοντάς με στο μάγουλο.

    Δεν μπόρεσα παρά να γελάσω με την περιγραφή.

    «Οι ταμπέλες είναι λεκτικές σημάνσεις που μας επιτρέπουν να συνεννοηθούμε μωρό μου,» συνέχισε χαμογελαστός. «Όχι τίτλοι τιμής που πρέπει να φορεθούν, είτε μας κάνουν είτε όχι.»

    «Τότε…» Δίστασα λίγο πριν συνεχίσω. «Γιατί νιώθω σε κάποιες στιγμές αυτό το συναίσθημα… της υποταγής… της πλήρους παράδοσης;»

    Με τράβηξε πιο κοντά του.

    «Γιατί είσαι bottom και σου αρέσει σεξουαλικά να παραδίδεις τον έλεγχο. Όπως αντίστοιχα, εμένα μου αρέσει να έχω τον έλεγχο. Εκεί και μόνον εκεί.» είπε και αναστέναξε βαθιά με το πρόσωπό του να γίνεται σκεπτικό.

    «Και αυτό ήταν το λάθος μου, Sophie μου. Η Francine προσπάθησε να με κάνει κάτι που δεν ήμουν, κάνοντάς με να νιώθω ανεπαρκής που δεν το κατάφερνα.»

    Αναστέναξε και πάλι. Τα μάτια του κοίταζαν κάπου μακριά, στο παρελθόν.

    «Λάτρευα τον έλεγχο που είχα πάνω της στα σεξουαλικά μας παιχνίδια. Αλλά μου πλάκωνε τα στήθη να πρέπει αυτό να πάει παραέξω… Και νόμιζα ότι φταίω εγώ… ότι δεν κάνω κάτι καλά εγώ…»

    Το πρόσωπό του είχε σκοτεινιάσει από τις αναμνήσεις. Τον χάιδεψα τρυφερά στο στήθος, προσπαθώντας να τον παρηγορήσω.

    «Γιατί έκανα το λάθος που κάνουν οι περισσότεροι νεοεισερχόμενοι,» συνέχισε. «Αντί να δω τι θέλω και τι μου ταιριάζει, πάσχισα να μπω σε παπούτσια που απλά δε μου έκαναν.»

    Χαμογέλασε πικρά.

    «Και το επανέλαβα το λάθος. Και μετά την Francine. Μέχρι που τελικά κατάλαβα ότι δεν είχε νόημα να προσπαθώ να πηδήξω ένα φράχτη ενώ δεν ήθελα καν να περάσω στην απέναντι πλευρά.»

    Σήκωσα το κεφάλι μου και τον φίλησα απαλά στο πηγούνι. «Μωρό μου…»

    «Ξέρεις τι είναι το αστείο;» συνέχισε, χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου. «Όταν σταμάτησα να προσπαθώ να είμαι κάτι που δεν είμαι, όταν αποδέχτηκα ότι απλά μου αρέσει το σεξουαλικό παιχνίδι εξουσίας και τίποτα παραπάνω… τότε έγινα πραγματικά καλός σε αυτό.»

    «Είσαι καταπληκτικός,» του ψιθύρισα. «Και είμαι τόσο χαρούμενη που δεν προσπαθείς να με κάνεις κάτι που δεν είμαι.»

    «Ποτέ, μικρή μου μάγισσα,» μου υποσχέθηκε. «Μου αρέσεις ακριβώς όπως είσαι. Η δυναμική μου Σοφία που λιώνει στην αγκαλιά μου και μου παραδίδεται εκεί που λαχταρούμε και οι δυο μας να μου παραδοθεί.»

    Κουλουριάστηκα και πάλι στην αγκαλιά του, νιώθοντας ένα βάρος να φεύγει από τους ώμους μου. Δεν χρειαζόταν να γίνω κάτι άλλο. Δεν χρειαζόταν να ακολουθήσω κάποιο πρωτόκολλο ή να μπω σε κάποιο καλούπι.

    Μπορούσα απλά να είμαι εγώ. Με τον άνθρωπό μου. Που του άρεσα ακριβώς έτσι.

    “Άλλες πενήντα!” του πέταξα χαχανίζοντας. «Γιατί θα με αφήσεις μόνη μου σήμερα! Άντεεεεε» του έκανα παραπονιάρικα.

    “Assume the position,” μου είπε χαχανίζοντας.

    Σήκωσα τη μπλούζα που φορούσα για να φανούν οι γλουτοί μου, κατέβασα το κιλοτάκι μου, και ξάπλωσα πάνω του.

    «Να σημειωθεί ότι διαμαρτύρομαι εντόνως γιατί αυτές πρέπει να τις φας εσύ που θα φύγεις και θα πας σπίτι σου!» του έκανα χαχανίζοντας.

    «Για μένα είναι! Απλά θα τις φάει ο… υπεργολάβος μου!» μου είπε και ξεκίνησε να μου ρίχνει.

    ΠΛΑΤΣ! ΠΛΑΤΣ! ΠΛΑΤΣ!

    Και τις έριχνε και δυνατές ο αφιλότιμος.

    Ένιωθα τα μεριά μου να έχουν πιάσει φωτιά, πράγμα που το λες και παράδοξο μιας και η… υγρασία θύμιζε rain forest την εποχή των μουσώνων. Και το περίεργο, ή ίσως καθόλου περίεργο, είναι ότι όσο περισσότερες και δυνατότερες έτρωγα, τόσο πιο πολύ τον ήθελα να παραβιάσει το… moratorium σχετικά με το από πίσω.

    Βασικά ήθελα να με βάλει στα τέσσερα και να μου τον κάνει χωνί.

    “Sir?” τον ρώτησα με φωνή βραχνιασμένη από τον ερεθισμό. “Can I have my… day off tomorrow?” τον ρώτησα, κάνοντάς τον να γελάσει, σταματώντας να μου ρίχνει.

    “Do you want me to fuck your ass, little one?” με ρώτησε και άρχισε να μου ρίχνει ακόμα πιο δυνατές.

    “Yes! Yes! Please fuck me hard! Rip my ass!” του είπα έχοντας χάσει τα αυγά και τα πασχάλια.

    “Beg me!” μου είπε.

    “I’m begging you Sir! Please, fuck me in the ass. I want to feel your pennis ripping me open!”

    “So be it,” μου είπε. “Assume position on the couch!”

    Σηκώθηκα από πάνω του και ανέβηκα πάνω στον καναπέ. Στηριζόμενη στην πλάτη του κάθισα στα τέσσερα και του τουρλώθηκα όσο καλύτερα μπορούσα. Βούτηξε το χέρι του μπροστά μου και είδα τα πάντα όλα τα κοάλα τίποτα! Με έπαιξε για λίγη ώρα λούζοντας το δάχτυλό του στα κολπικά μου υγρά. Το τράβηξε από μπροστά μου και το έβαλε σιγά και προσεκτικά πίσω μου.

    «ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» μου ξέφυγε ένα βογγητό, μείξη καύλας και ενόχλησης.

    Συνέχισε να έχει βυθισμένο το δάχτυλό του μέσα κάνοντας κυκλικές κινήσεις, ενώ το άλλο χέρι του ήταν μπροστά μου και με έπαιζε κάνοντάς με να νιώθω σα να με χτυπάει και πάλι ρεύμα. Μπορεί να μην ήταν το τραγούδι της χοντρής, αλλά ήταν υπέροχο!

    Σταμάτησε και πήγε μέσα να φέρει προφυλακτικό και λιπαντικό. Ή τουλάχιστον αυτό νόμιζα, γιατί γύρισε μόνο με το προφυλακτικό. Ωχ… αυτό θα πονούσε… πολύ! Ήρθε από πίσω μου και μπήκε μέσα μου πισωκολλητά μου, κάνοντας να μου ξεφύγει ένα δυνατό ηδονικό βογγητό.

    “Do you still want me to fuck you in the ass, slave-girl?” με ρώτησε χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά αυτό τον όρο, κάνοντάς με να τον θέλω ακόμα περισσότερο.

    “This slave girl is yours to pleasure you anyway you like, Master!”

    “Hmmm… A Gorean twist! Interesting!” μου είπε. Γύρισα και τον κοίταξα με απορία. “I will explain you later!” μου είπε. “Assume your position, slave-girl!”

    “Yes Master!” του απάντησα ενθουσιωδώς και τουρλώθηκα όσο καλύτερα μπορούσα.

    Και ναι, πόνεσε. Πολύ! Και όχι, δεν το μετάνιωσα… δηλαδή στο τέλος, γιατί στην αρχή έριξα μέσα μου ό,τι καντήλι υπάρχει. Όχι στον αρκούδο μου, αλλά στο στόμα μου που δεν ήξερα να το ράψω.

    Στόμα, το οποίο να δηλώσω, μου το είχε κλείσει με το χέρι του ο αρκούδος μου όσο έκανε εργασίες διάνοιξης στο κωλαράκι μου. Πόναγε και έτσουζε σαν παλαβό, αλλά κυρία εγώ.

    Συνέχισα τα σιωπηλά μπινελίκια στον εαυτό μου, και αποφάσισα να του ζητήσω μετά μεγαλύτερο ρεπό! Τουλάχιστον δεν με κοπανούσε σα χταπόδι όπως χθες, καθώς και διάνοιξη και αναδιάταξη σωθικών, δεν ήταν κάτι που θα μπορούσα να αντέξω.

    Ήξερα μέσα μου ότι θα μπορούσα να τον σταματήσω και ήξερα ότι θα σταματούσε αμέσως χωρίς να ζητήσει εξηγήσεις. Από την άλλη, να συστηθούμε; Ξεροκέφαλη και πεισματάρα, δεν παίρνω λόγο πίσω που δεν πάει να γαμιέται ο Δίας.

    Ήμουν τόσο βυθισμένη στο να τσακώνομαι άηχα με τον εαυτό μου που έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου. “I’m cumming! I’m cumming” ήταν φωνή του Maurice που με επανάφερε. Με τράβηξε δυνατά από το μαλλί, σχεδόν σηκώνοντάς με, και κοκάλωσε καθώς… ξεφόρτωνε βαθιά πίσω μου.

    Δηλαδή στο προφυλακτικό του, αλλά εντάξει, καταλαβαινόμαστε νομίζω. Τραβήχτηκε προσεκτικά από πίσω μου. «Πεντάλεπτο διαφημιστικό διάλειμμα!» του φώναξα και έτρεξα σαν σίφωνας στο μπάνιο, αυτή τη φορά ευτυχώς χωρίς τον Μπλάκι, που για να έχουμε καλό ρώτημα που είχε εξαφανιστεί και πάλι; Τι να κάνει να μου πεις και ο φουκαράς, να γίνει μπανιστιρτζής με το ζόρι;

    Για πεντάλεπτο, το λες και σχετικιστικό πάντως· διήρκησε πάνω από εικοσάλεπτο.

    Και μεταξύ μας; Το χεστικιστικό θα ήταν πιο ακριβής ως περιγραφή. Όπως και να έχει, και με το κωλαρίνι μου να πετάει ακόμα φωτιές, έκανα ένα γρήγορο ντουζάκι με χλιαρό νερό, και ακόμα και αυτό το ένιωσα σα νέφτι. Γύρισα με το λεγόμενο πιγκουινάτο βάδισμα στο σαλόνι, κάνοντας το ρεμάλι να βάλει τα γέλια.

    «ΜΗ ΓΕΛΑΣ, ΕΣΥ ΤΑ ΦΤΑΙΣ! ΕΝΑ ΡΕΠΟ ΣΟΥ ΖΗΤΗΣΑ ΚΙ ΕΓΩ ΤΟ ΚΑΗΜΕΝΟ ΚΑΙ ΤΙ ΚΑΤΑΛΑΒΑ;» του έκανα με θεατρικό θυμό, κάνοντάς τον να βάλει ακόμα πιο δυνατά γέλια!

    «Αρχικά δε μου ζήτησες εσύ ρεπό, εγώ σου το έδωσα!» μου είπε χαχανίζοντας ακόμα. «Και επιπλέον θυμάμαι κάποια να με ρωτάει “Can I have my… day off tomorrow?”»

    «Αρκούδι μου, βασική αρχή γιατί οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους!» του είπα δήθεν αυστηρά. «Όταν γκρινιάζω είμαι ο Πάπας!»

    «ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ»

    «Άντεεεεεε» συνέχισα παραπονιάρικα και για να μάθει έγινα και πάλι κοάλα.

    «Είσαι μια γλύκα!» μου είπε χαϊδεύοντάς μου τρυφερά το πρόσωπο και απομακρύνοντας ένα τσουλούφι.

    «Ήμανε!» του απάντησα χαρουμενιάρικα, κάνοντάς τον να μου χαρίσει το πιο αρκουδίσιο χαμόγελό του. «Για πες μου τώρα τι είναι αυτό το Gorilla!»

    Έβαλε και πάλι τα γέλια. “Gorean, not gorilla!”

    “Potato, potahto!” του έκανα αδιάφορα.

    “Well… don’t tell that to anyone who is into the Gorean lifestyle. Though I admit that a random gorilla would be still a better writer than Norman.”

    Έβαλα τα γέλια. “That bad?”

    “Worse!” μου απάντησε χαχανίζοντας. «Ο John Norman, καθηγητής ψυχολογίας στο Queens College, που το πραγματικό του όνομα ήταν John Frederick Lange Jr, έγραψε… 33 βιβλία αναπτύσσοντας—δηλαδή ο Θεός να το κάνει ανάπτυξη—τον κόσμο του Gor, ή counter-earth.»

    Χαμογέλασε στη σκέψη. «Στην πραγματικότητα μιλάμε για pulp του συρμού συνδυάζοντας Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Conan και soft-core BDSM. Ο Norman είχε μια αδυναμία στις… πώς να το πω κομψά… στις ιεραρχίες. Δηλαδή άντρας = πολεμιστής, γυναίκα = σκλάβα, όλοι ευχαριστημένοι. Όλα τα βιβλία έχουν το ίδιο μοτίβο: μάχη, σκλαβιά, αλυσίδες, rinse and repeat.»

    «33 ολόκληρα βιβλία;» τον ρώτησα γουρλώνοντας τα μάτια μου.

    «Βασικά αν διαβάσεις ένα τα έχεις διαβάσει όλα, αλλά ναι!» μου απάντησε χαχανίζοντας.

    «Το Gorean twist πού κολλάει;» τον ρώτησα.

    «Υπάρχει βιβλίο που λέγεται “Slave girl of Gor”,» μου εξήγησε «και οι σκλάβες αναφέρονταν στον εαυτό τους στο τρίτο πρόσωπο, όπως έκανε κι εσύ λέγοντάς μου “This slave girl is yours to pleasure you anyway you like, Master!”»

    Χαχάνισε και πάλι. «Όλα του τα βιβλία, και τα 33, έχουν το ίδιο μοτίβο, μέχρι και στους τίτλους τους. “XXXX of Gor, …where XXXX behaves like a free variable with one degree of freedom: pick-a-word-and-drop-it.” μου εξήγησε σε όρους στατιστικής, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    «Τούτου λεχθέντος, ωστόσο,» ξεκίνησε, «πολλοί το έχουν ασπαστεί ως BDSM φιλοσοφία και τρόπο ζωής, και η αλήθεια είναι πως το τελετουργικό του είναι σχεδόν τέχνη! Έχει τρόπους γονατίσματος, τρόπους σερβιρίσματος, τρόπους που πρέπει να στέκεται η σκλάβα, και αν έχεις τέτοιου είδους γούστα, είναι φοβερά ερεθιστικό!»

    «Όπως;» τον ρώτησα με ενδιαφέρον.

    «Όπως πχ το Nadu!»

    «Για πες, για πες!» τον ρώτησα με αυξανόμενη περιέργεια.

    «Δώσε μου δυο λεπτάκια να πάω να κάνω κι εγώ ένα γρήγορο ντουζάκι και θα σου πω!»

    «Εντάξει μωρό μου!» του είπα και σηκώθηκα από πάνω του για να μπορέσει να πάει στο μπάνιο. Γύρισε μετά από πέντε λεπτά, φορώντας μόνο το μποξεράκι του.

    Χμμμ! Ενδιαφέρον!

    «Γδύσου τελείως,» μου είπε όταν κάθισε στον καναπέ. Σηκώθηκα από τον καναπέ και τα πέταξα όλα. «Κάτσε στο πάτωμα γονατιστή πάνω στις γάμπες σου. Πρόταξε τον κορμό σου.»

    Έκατσα όπως μου ζήτησε.

    «Τώρα άνοιξε τα πόδια σου και άφησε τα χέρια σου πάνω στους μηρούς σου με τις παλάμες προς τα πάνω!»

    «Έτσι;» τον ρώτησα όταν πήρα τη θέση μου.

    «Ναι, ακριβώς έτσι!» μου είπε. «Κάθεσαι υπέροχα, θα έλεγα πως είσαι natural!» μου είπε, κάνοντάς με να λερώσω τα βρακιά που δε φορούσα.

    “Maurice? Τράβα με μια φωτογραφία, θέλω να με δω.»

    Με κοίταξε για μερικές στιγμές. «Ξεκλείδωσέ μου το κινητό σου,» μου είπε τελικά.

    Σηκώθηκα ίσα-ίσα για να ξεκλειδώσω το κινητό μου και να του το δώσω και ξαναπήρα τη στάση. Άκουσα το κλικ της φωτογραφίας.

    «Μπορώ να σηκωθώ;» τον ρώτησα λες και το να ζητάω άδεια να σηκωθώ ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Τι να πεις, δε θέλω και πολλά-πολλά για να μπω στο mood.

    «Όχι,» μου απάντησε. «Θα κάτσεις εκεί μέχρι να σου δώσω άδεια να σηκωθείς!»

    “Yes, Master” του απάντησα, με την βρύση σχεδόν να τρέχει, και όχι τίποτε άλλο αλλά ήμουν και ξεβράκωτη τρομάρα να μου’ρθει!

    Με άφησε δέκα λεπτά έτσι, ενώ εκείνος ασχολούνταν με το κινητό του, και αντί να νευριάσω ερεθιζόμουν ακόμα περισσότερο. Κοίτα ρε να δεις! Που να το φανταστώ ότι θα μπορούσε να μου συμβεί κάτι τέτοιο; Μέχρι και ο Μπλάκι λες και ότι είχε επηρεαστεί από τη στιγμή και με άφησε στην ησυχία μου.

    Άφησε το κινητό του κάτω και μου έκανε νόημα χτυπώντας τα πόδια του να γίνω και πάλι κοάλα. Σκαρφάλωσα πάνω του και τον αγκάλιασα σφιχτά πίσω από το σβέρκο.

    «Πώς νιώθεις;» με ρώτησε.

    «Καυλωμένη!» του απάντησα ωμά και ειλικρινά.

    “Good!” μου είπε κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι. «Τώρα σήκω από πάνω μου, και γονάτισε και πάλι.»

    “Nadu?” τον ρώτησα όπως σηκώθηκα.

    «Όχι, θέλω να με πάρεις στο στόμα σου!» μου είπε κατεβάζοντας το μποξεράκι του.

    «Ό,τι θέλει ο αρκούδος μου!» του είπα και έσκυψα να τον πάρω στο στόμα μου αλλά με σταμάτησε.

    «Ξεκλείδωσέ μου το κινητό σου, θέλω να σε τραβήξω σε βίντεο!» μου είπε και στούκαρα λιγάκι, καθώς η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα να μου ζητήσει κάτι τέτοιο.

    Από την άλλη εγώ η ίδια πριν λίγο του είχα ζητήσει να με τραβήξει φωτογραφία γυμνή, και με το πρόσωπό μου να φαίνεται κιόλας. Δεν ήταν ότι δεν ένιωθα πως τον εμπιστεύομαι, αλλά… λογικό δεν ήταν κάπου να διστάσω;

    “While it’s not the same…” ξεκίνησε να μου λέει, “it’s like the story I asked you to tell me. It… it triggers my cuckolding fantasies…”

    “It’s ok, babe!” του είπα τρυφερά.

    Ξεκλείδωσα το τηλέφωνό μου και του το έδωσα. Μάζεψα τα μαλλιά μου σ’ ένα πρόχειρο κότσο και έσκυψα από πάνω του και τον πήρα στο στόμα μου και η σκέψη ότι η πράξη αυτή καταγραφόταν σε βίντεο έκανε το όλο σκηνικό ακόμα πιο ερεθιστικό.

    Κοιτάζοντας την κάμερα, τον έβγαλα από το στόμα μου και κρατώντας τον στη χούφτα μου, τον έγλειψα προκλητικά από τη βάση μέχρι το κεφαλάκι. Έσκυψα και τον ξαναπήρα στο στόμα μου, δίνοντας τον καλύτερο εαυτό μου.

    Άρχισα να επιταχύνω ενώ που και που ο Maurice μου έφτιαχνε το μαλλί που έπεφτε μπροστά μου για να φαίνεται καθαρά το πρόσωπό μου την ώρα που του έκανα πίπα.

    Πρέπει να είχε απίστευτες καύλες και του λόγου του, γιατί πραγματικά δεν μου πήρε πάνω από πέντε λεπτά για να τον νιώσω να αρχίσει να τραντάζεται στο στόμα μου, πλημμυρίζοντάς το.

    Αυτή τη φορά, τελείως μέσα στο ρόλο, δεν τα κατάπια όλα, άφησα την τελευταία ριπή στο στόμα μου, και όταν τραβήχτηκα άνοιξε το στόμα μου και το έδειξα στην κάμερα. “Swallow,” με διέταξε, και κατάπια ό,τι είχε μείνει, και μετά τον ξαναπήρα στο στόμα μου και τον καθάρισα προσεκτικά. Όταν τελείωσα, σήκωσα και πάλι το βλέμμα μου προς την κάμερα, γλείφοντας τα χείλη μου προκλητικά.

    “And now, let’s see your performance” μου είπε και άνοιξε την τηλεόραση και έκανε προβολή του βίντεο.

    Ήταν λίγο περίεργο να με βλέπω να κάνω πίπα, που πάντως την έκανα καλά! Η αμηχανία που είχα νιώσει στην αρχή δεν είχε φανεί καθόλου. Και η αλήθεια είναι ότι ερεθίστηκα ακόμα περισσότερο βλέποντας το βίντεο. Και εκεί ο αρκούδος μου το τερμάτισε. Με έβαλε να κάτσω πάνω του, γυμνή, και χουφτώνοντάς με από το στήθος με το ένα χέρι, άρχισε να με παίζει με το άλλο, ενώ εγώ παρακολουθούσα σα μαγνητισμένη το βίντεο.

    Το πρώτο jolt ήρθε σε μερικά δευτερόλεπτα. Το δεύτερο ακολούθησε μισό λεπτό αργότερα, και μετά άρχισαν και μου ερχόντουσαν απανωτά, κάνοντας το σώμα μου να χορεύει λες και είχα κάτσει σε ηλεκτρική καρέκλα. Φώναξα τόσο δυνατά, που ο Maurice πήρε το χέρι του από το στήθος μου και μου έκλεισε το στόμα, ενώ η χοντρή έδινε τα ρέστα της.

    Πραγματικά τα είδα όλα. Όλα! Μου πήρε πάνω από δυο-τρία λεπτά να βρω τις ανάσες μου.

    “I died and I’m in heaven” του είπα ξεψυχισμένα.

    “You are alive and sitting on my laps!” μου είπε χαχανίζοντας, και πατώντας μου μια τρυφερή δαγκωνιά στην πλάτη. “You may delete the video,” συνέχισε.

    “No way Jose! I want to do this again!” του είπα, και το εννοούσα!

    “OK, but please make sure that this would not be uploaded to the cloud! And for what it matters and your Nadu photo!”

    «Μην ανησυχείς μωρό μου,» του είπα καθησυχαστικά. «Δεν ανεβαίνουν αυτόματα οι φωτογραφίες και τα βίντεο από την Camera, εκτός και αν τα βάλω σε συγκεκριμένους φακέλους!»

    «Μιας και έχεις Samsung, με αυτόματο cloud sync ή όχι, θα ένιωθα καλύτερα αν τα μετέφερες στο secure folder,» μου είπε. «Ξέρεις τι είναι;»

    Το είχα δει αλλά δεν το είχα χρησιμοποιήσει ποτέ μου. Με βοήθησε να το σετάρω, και μετά μετακίνησα τη φωτογραφία και το βίντεο εκεί.

    «Σ’ ευχαριστώ μωρό μου,» του είπα και του έδωσα ένα φιλάκι.

    Όταν έφυγε δεν είχε καθόλου πλάκα. Ο Μπλάκι παίρνοντας χαμπάρι ότι η διάθεση μου ήταν πεσμένη, άρχισε τα γνωστά του καραγκιοζιλίκι, ο γλυκούλης μου. Πήρα το laser και κάναμε το σαλόνι αρένα, σταματήσαμε μόνο όταν ο Μπλάκι παρέδωσε πνεύμα, μην αντέχοντας άλλο τρέξιμο. Τη διάθεσή μου πάντως, μου την έφτιαξε ο καλούλης μου!

    Στο ενδιάμεσο μου είχε στείλει μήνυμα και το αρκούδι μου ότι είχε φτάσει σπίτι και ότι θα συνέχιζε την Ακκαδική ποίηση από εκεί που την είχε αφήσει, και άλλες τριάντα σε κάθε κωλομέρι γιατί τον είχα παρασύρει η κακούργα και το είχε αφήσει στην άκρη. Χαχανίζοντας σαν βλαμμένο, πήρα τη Μαίρη τηλέφωνο.

    «Βρε βρε… Σαν τα χιόνια στα Ιμαλάια! Σαν την άμμο στη Σαχάρα!» μου απάντησε ειρωνικά.

    «Σαν τσουτσού στον κώλο σου!» της απάντησα στο ίδιο ύφος.

    «Μωρή δεν τον δίνω όλη την ώρα! Χρειάζεται και μια αγρανάπαυση. Μια φορά στις 9-10 μέρες να έρθει στα ίσια του… Του κώλου τα εννιάμερα, που λένε!» μου απάντησε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    «Σε αντίθεση με τον δικό μου που ο αρκούδος μου μού τον έκανε βαρέλι τις τελευταίες τρεις μέρες!» της απάντησα χαχανίζοντας. «Η τελευταία φορά πριν κανένα δίωρο, ακόμα τσούζει!»

    «Α καλά…» μου έκανε με το γνωστό της πειρακτικό ύφος… «Είπαν του τρελού να χέσει…»

    «Ναι, ένα ξεκώλωμα το βίωσα…» της είπα στενάζοντας. «Και όχι τίποτε άλλο αλλά ο αρκούδος μου μού είχε δώσει… day off, και εγώ ήμουν που λύσσαξα να με πάρει και πάλι από πίσω!»

    «Συγνώμη, θα μπορούσα να μιλήσω με την κυρία Σοφία Αλοϊζάκη;» μου είπε χαχανίζοντας. «Εσάς κυρία μου δε σας αναγνωρίζω!»

    «Με παράσυρε το ρέμα, Μαίρη μου δεν είναι ψέμα, καίγομαι για κείνον λιώνω, τον αγαπώ!» της απάντησα τραγουδιστά για να κερδίσω ένα τηλεφωνικό “Όρσε!”

    «Τότε μην παραπονιέσαι ότι τσούζει Θανάση μου!»

    «Ό,τι θέλω θα κάνω!» της είπα ξεροκέφαλα.

    «Ό,τι θέλεις ή ό,τι θέλει;» μου πέταξε την πρόκα της.

    «Ναι, το συζητήσαμε και αυτό!» της είπα και ξεκίνησα να της διηγούμαι τα καθέκαστα με το σι και με το νίγμα, που λέει και η Μαιρούλα μου. Και αφού της είπα για τη συζήτησή μας για το BDSM (Ανθρώπινο και… Gorilla) της πέταξα και τη βόμβα:

    «Και με έμαθε να κάνω Nadu και το έκανα καλά και έχω και φωτογραφική απόδειξη!»

    Νεκρική σιγή για μερικά δευτερόλεπτα.

    «ΜΩΡΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗ!??» μου έκανε χαχανίζοντας. “Photo or didn’t happen!” μου έκανε.

    Δεν ετίθετο θέμα εμπιστοσύνης με τη Μαίρη, οπότε της έστειλα τη φωτογραφία μου χωρίς πολλά-πολλά.

    «Κοίτα να δεις, θα με κάνεις να δακρύσω η γυναίκα!» μου έκανε με ψεύτικη συγκίνηση. «Άξια! Άξια!»

    «Σ’ αρέσει;» τη ρώτησα, γιατί… ε, καταλαβαίνετε γιατί. Ήθελα να μου πει τη γνώμη της, sue me!

    «Βυζάκια για γλείψιμο!» μου έκανε η ξεδιάντροπη.

    «Βυζάκια, όχι βυζάρες!» ξεκίνησα να κλαίγομαι, αλλά η Μαίρη δεν είχε όρεξη να μ’ αφήσει να το ρίξω στην κλάψα.

    «Δε μου λες, θες να τ’ ακούσεις νυχτιάτικα;» μου είπε μαλώνοντάς με. «Πώς γίνεται να βρίσκεις τα δικά μου μια χαρά και τα δικά σου, που είναι και ελαφρώς μεγαλύτερα, μικρά;»

    «Γιατί εγώ μωρή δεν είμαι ένα μέτρο κι ένα μίλκο!» της απάντησα χαχανίζοντας.

    «Δικιά μου την πάτησες, ε;» μου απάντησε όπως ο Μίκυ στο Γκόγκο. Είχαμε δει παρέα το The Kopanoi και οι ατάκες του είχαν γίνει μέρος της επικοινωνίας μας. «Έκλεισες τάφο μωρή; Γιατί εμένα τον τελευταίο που με είπε κοντή, τον έκανα αφίσα, ακόμα τον ξεκολλάνε απ’ τον τοίχο!»

    ( Όχι ότι θα ήταν αδύνατο η Μαίρη να κάνει αφίσα τον οποιοδήποτε, έτσι; )

    «Και η φωτογραφία δεν ήταν τίποτα!» της είπα επιστρέφοντας στο αρχικό θέμα.

    «ΜΗ ΜΟΥ ΠΕΙΣ!!!!» μου απάντησε υψώνοντας τη φωνή της, καταλαβαίνοντας φυσικά που το πήγαινα.

    «Σου λέω!» της απάντησα. «Με τράβηξε βίντεο που του έκανα πίπα!»

    «Ο κόσμος μου γκρεμίστηκε σ’ ένα βράδυ!» μου έκανε με θεατρική απελπισία. «Ο ήλιος ανέτειλε από τη Δύση! Καράβια βγήκαν στη στεριά! Οι γαζέλες άρχισαν να τρώνε λιοντάρια!»

    «Μετά να δεις τι έγινε!» της είπα με ύφος γεμάτο μυστήριο.

    «ΜΗ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΟΤΙ ΤΟ ΑΝΕΒΑΣΑΤΕ ΚΑΙ ΣΤΟ PORNHUB?!?!?!” μου είπε και τη φαντάστηκα να έχει γουρλώσει τα μάτια της σαν του βατράχου.

    (Η Μαίρη *έχει* ανεβάσει βίντεο στο Pornhub! Ω ναι! Δε φαίνεται η φάτσα της, αλλά φαίνονται όλα τα υπόλοιπα!)

    «Χαχαχα, όχι-όχι, εδώ μένεις αξεπέραστη!» της είπα χαχανίζοντας.

    «Αλλά;»

    «Με έβαλε να τη δω και ταυτόχρονα με έπαιξε. Μαλάκα μου νόμιζα ότι θα πεθάνω!»

    «Τραγούδησε η χοντρή;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

    «Αν δε μου έκλεινε το στόμα ο Maurice θα την είχες ακούσει σε live μετάδοση!» της είπα, κάνοντάς την να βάλει τα γέλια. «Και μετά μου είπε να το σβήσω, αλλά πριτς! Το κράτησα για να το ξανακάνουμε αυτό!»

    «Εσύ να τα βλέπεις μωρή που όταν σου έλεγα γιατί μ’ αρέσει να με τραβάνε βίντεο επί το έργον με έκραζες!» με μάλωσε.

    «Βλέπω και φρίττω με την αποτελεσματικότητα!» παραδέχτηκα.

    «Καλωσήρθες στη σκοτεινή πλευρά!» μου είπε με δραματική φωνή. «Έχουμε και μπισκοτάκια!»

    «Και οργασμούς!» πρόσθεσα.

    «Κυρίως οργασμούς!» συμφώνησε. «Τα μπισκοτάκια είναι για μετά!»

    «Ή πριν!» την διόρθωσα χαχανίζοντας. «Βέβαια δεν του το λες ακριβώς μπισκοτάκι. Το καρβέλι ταιριάζει πιο πολύ!»

    Αυτό την έκανε να ξεσπάσει και πάλι σε γέλια.

    «Δε μου λες;» Άλλαξε ξαφνικά θέμα. Η φωνή της είχε έναν ασυνήθιστο δισταγμό. «Θέλετε το Σάββατο να βγούμε η τετράδα;»

    «Ώπα!» Δεν έχασα την ευκαιρία να την πειράξω. «Ζητάς έγκριση του πολιτμπιρό ή είναι ιδέα μου;»

    «BRRRRRRRRRRRR!» μου έκανε τηλεφωνικά κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    «Φυσικά και θέλουμε μωρό μου!» της απάντησα πιο σοβαρά τώρα. «Όπου θέλεις.»

    «Για κανένα χαλαρό ποτάκι έλεγα,» μου απάντησε.

    «Και για ποτάκια, και για καφεδάκια…» Έκανα μια μικρή παύση για δραματικό εφέ. «Και αν γουστάρετε και παϊδάκια!»

    «Θα δούμε!» μου απάντησε διπλωματικά. «Μη φάει και μου σκάσει και μετά δεν αποδίδει!» συνέχισε και τη φαντάστηκα να χαμογελάει πονηρά.

    «Νηστικό θα το κρατήσεις το αγόρι, μωρή κακούργα;» της είπα γελώντας.

    «Α, σας παρακαλώ! Εμείς διαθέτουμε ολόκληρη εταιρία catering! Δε θα μου μείνει νηστικός…» Σταμάτησε και έβαλε τα γέλια. «Απλά θα φροντίσουμε η τροφή να είναι η κατάλληλη, αν μ’ εννοείς!»

    Μικρή παύση.

    «Και για το αγόρι, και για τον αρκούδο σου!» συμπλήρωσε με νόημα.

    «Τώρα μιλάς σωστά!» της απάντησα εξίσου ξεκαρδισμένη.

    «Ναι, αλλά μη μου παραπονιέσαι την Κυριακή που δε θα μπορείς να πάρεις τα πόδια σου!»

    «Στο λόγο της τιμής μου!» δήλωσα επίσημα.

    «Λοιπόν,» συνέχισε η Μαίρη, «θα μιλήσω με τον Νικηφόρο και θα σου στείλω που και τι ώρα. Εντάξει;»

    «Τέλεια! Ανυπομονώ να τον γνωρίσω επιτέλους τον πιτσιρικά σου που σου έχει πάρει τα μυαλά!»

    «ΔΕ ΜΟΥ ΤΑ ΕΧΕΙ ΠΑΡΕΙ!» μου απάντησε ξεροκέφαλα.

    Παύση.

    «ΕΝΤΑΞΕΙ, ΜΟΥ ΤΑ ΕΧΕΙ ΠΑΡΕΙ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΕΜΑ ΜΑΣ!» συνέχισε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Είναι απίθανη η ρουφιάνα, ειδικά όταν κάνει κάτι τέτοια!

    «Άντε, θα σε αφήσω τώρα γιατί με ξενυχτήσατε χθες και κουτουλάω! Φιλάκια μωρό μου! Και χαιρετίσματα στον αρκούδο!»

    «Φιλάκια και σε σένα! Τα λέμε!»

    Έκλεισα το τηλέφωνο με ένα τεράστιο χαμόγελο. Το Σάββατο υποσχόταν να είναι πολύ ενδιαφέρον. Επιτέλους θα γνώριζα τον μυστηριώδη Νικηφόρο!

    Ο Μπλάκι είχε ανακάμψει στο μεταξύ και είχε σκαρφαλώσει στην αγκαλιά μου. Τον χάιδευα αφηρημένα καθώς σκεφτόμουν τι να φορέσω.

    Ένα μήνυμα από τον Maurice με έβγαλε από τις σκέψεις μου: “Missing you already, my little sorceress.”

    Του απάντησα αμέσως: «Κι εσύ μου λείπεις αρκούδι μου… Α, μην το ξεχάσω, Σάββατο βράδυ μου είπε η Μαίρη να βγούμε να γνωρίσουμε και το Νικηφόρο».

    “Great! We will finally meet her crush!”

    Χαμογέλασα. Ο αρκούδος μου ήταν τόσο γλυκός. Και το Σάββατο θα ήταν τέλειο—οι δυο κολλητές με τα αγόρια τους.

    Τι άλλο να ζητήσει κανείς;

    Το επόμενο πρωί κύλησε όπως όλα τα βαρετά πρωινά όταν δουλεύεις από το σπίτι και δεν έχεις αρκουδίσια παρέα να σε παρενοχλεί, να σου αλλάζει την εσωτερική διακόσμηση στα σωθικά και όλα αυτά τα συναρπαστικά πράγματα που είχαν γίνει προχθές το πρωί.

    Αλλά και χθες το πρωί που είχαμε καθίσει φρόνιμοι, πάλι ήταν διαφορετικά. Απλά η παρουσία του έκανε τη διαφορά.

    Ο αρκούδος μου ήταν από το ένα call στο άλλο. Έτσι δεν είχαμε μπορέσει να τα πούμε παρά μόνο μέσω μηνυμάτων. Με τη Μαίρη είχαμε μιλήσει λίγη ώρα στο μεσημεριανό μου διάλειμμα, και μετά με είχε κλείσει κι εκείνη. Είχε τα δικά της τρεξίματα στην εταιρία.

    Ή, για να είμαι ακριβής, σε μια από τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Ο όμιλος Φεδρινού ήταν κανονικό πλέγμα εταιριών που εκτεινόταν από logistics μέχρι real estate. Εκείνη είχε ξεκινήσει σε μια από αυτές τις εταιρίες ως χαμηλόβαθμο στέλεχος.

    «Θέλω να μάθεις το παιχνίδι από μέσα,» της είχε πει ο πατέρας της. «Κανένα curriculum, κανένα MBA, κανένα σεμινάριο ηγεσίας δεν μπορεί να αντικαταστήσει το βάρος της πραγματικής εμπειρίας. Προφανώς και δε θα ξεκινήσεις ως picker σε αποθήκες, αλλά δε θα ξεκινήσεις και ως διευθύντρια.»

    Ο κύριος Φεδρινός είχε κληρονομήσει από τον δικό του πατέρα μια περιουσία, αλλά δεν αρκέστηκε να τη συντηρήσει. Την είχε μεγεθύνει, με το δικό του ψυχρό αλλά διορατικό τρόπο. Μπορεί η Μαίρη να ήταν πανέξυπνη και να μοιραζόταν την ίδια φλόγα για τις επιχειρήσεις, αλλά ήξερε καλά ότι ο πατέρας της είχε δίκιο.

    Ήταν σαν να μάθαινες να κολυμπάς: δεν αρκούσε η θεωρία ούτε το κολύμπι εκεί που πατώνεις. Έπρεπε να σε ρίξουν στα βαθιά χωρίς σωσίβιο, και είτε να ζήσεις, είτε να ζήσουμε να σε θυμόμαστε.

    Κι εκείνη το είχε δεχτεί. Είχε ξεκινήσει σε μια από τις εταιρίες του ομίλου που τη διοικούσε ένας από τους πιο έμπιστους συνεργάτες του πατέρα της. Ένας που δεν έδινε δεκάρα ποιο ήταν το επίθετό της.

    Τέλος πάντων, για να επιστρέψουμε στα δικά μου. Αφού έκλεισα το laptop, έκανα ένα ντουζάκι χωρίς να βρέξω τα μαλλιά μου. Μετά κατέβηκα στο αυτοκίνητο για να πάω στο κομμωτήριο.

    Παρά το γεγονός ότι το έκανα επειδή μου το είχε ζητήσει ο αρκούδος μου, ένιωθα το στομάχι μου δεμένο κόμπο.

    Ήμουν δέκα κιλά ελαφρύτερη και δέκα χρόνια νεότερη όταν είχα δοκιμάσει αυτή την coup. Και δεν ήταν τα δέκα χρόνια το πρόβλημά μου. Ήταν το πρόσωπό μου, που λόγω των κιλών που είχα πάρει στα μάτια μου ήταν πιο στρογγυλό απ’ ότι απαιτούσε η συγκεκριμένη.

    Ο Maurice και η Μαίρη με διαβεβαίωναν ότι το μόνο που είχε αλλάξει ήταν η ηλικία μου. Ωστόσο στο τέλος της ημέρας δεν έχει σημασία τι λένε οι άλλοι για τη δική σου αυτοεικόνα. Τον κόσμο τον έβλεπα με τα δικά μου μάτια, όχι τα δικά τους.

    «Καλώς την!» μου είπε η Κατερίνα, η κομμώτριά μου. «Χαίρομαι που το αποφάσισες τελικά!»

    Ακόμα μια επιβεβαίωση. Και δυστυχώς ακόμα κάτι που από το ένα αυτί έμπαινε, από το άλλο έβγαινε.

    «Άντε να δούμε,» της έκανα μοιρολατρικά.

    «Μια χαρά θα είσαι, χαζούλα!» με μάλωσε τρυφερά. Η Κατερίνα με κουρεύει από τότε που ήμουν δέκα χρονών κοριτσάκι. «Σου πάει το ασύμμετρο bob και μια χαρά είναι το προσωπάκι σου!»

    «Από το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί!» αναστέναξα.

    «Μη μου αναστενάζεις εμένα!» με μάλωσε και πάλι. «Και άσε το Θεό στην άκρη, εγώ ξέρω καλύτερα!» μου είπε κάνοντάς με να χαχανίσω.

    Ξεκινήσαμε με λούσιμο, δηλαδή τι λούσιμο, μασάζ κανονικό ήτανε, και μετά προχωρήσαμε στο διά ταύτα. Μιάμιση ώρα αργότερα είχαμε τελειώσει.

    «ΚΟΥΚΛΑ!» μου είπε χαμογελώντας.

    Κοίταξα τον καθρέφτη πασχίζοντας να συνηθίσω την εικόνα μου. Και ρε γαμώτο… μου άρεσα! Μου άρεσα!

    «Σ’ ευχαριστώ!» της είπα σχεδόν δακρυσμένη, είπαμε το έχω εύκολο, τι να κάνουμε;

    Γύρισα στο αυτοκίνητο και το πρώτο πράγμα που έκανα με το που μπήκα μέσα ήταν να στείλω μήνυμα στον αρκούδο μου «Τέλειωσα από το κομμωτήριο!»

    Δεν πρόλαβα καλά-καλά να πατήσω send και έλαβα κλήση.

    «Αρκούδι μου;»

    «Σε πήρα ΤΗΛΕΦΩΝΟ γιατί δε θέλω να σε δω από video κλήση! Και δε θέλω να περιμένω μέχρι αύριο. Μπορείς να περάσεις από το σπίτι μου;»

    Χαμογέλασα. «Μπορώ αρκούδι μου!»

    «Ωραία! Παραγγέλνω πίτσα!» χαχάνισε. «Σιγά μη σε αφήσω να φύγεις με του που έρθεις!»

    Η καρδιά μου έκανε και πάλι πέντε τούμπες. «Σε δέκα λεπτάκια θα είμαι εκεί! Θέλεις να φέρω καμιά μπύρα;»

    «Όχι μωρό μου. Γέμισα σήμερα το ψυγείο. Βασικά μόνο μπύρες έχω,» συνέχισε χαχανίζοντας.

    Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, απηυδισμένη που δεν έβρισκα να παρκάρω, το πήρα απόφαση. Πήγα και κόλλησα το πεντακοσαράκι μου πίσω από το αυτοκίνητο του αρκούδου μου, όχι θα κάτσω να σκάσω!

    Πήγα στο κουδούνι και βλέποντάς το έσκασα στα γέλια!

    “Dr. ir. Maurice Mertens” και από κάτω με μικρά γράμματα “H-SYNC wizard / Rupture enthusiast”

    Δεν ήξερα τι είναι αυτό το “ir.” και έλειπε και το “Indian Tamer”, αλλά οκ, αυτά δεν γράφονται στους καιρούς που ζούμε! Χτύπησα το κουδούνι χαχανίζοντας σα βλαμμένη.

    “Password please!” τον άκουσα να λέει με τη μπάσα φωνή του.

    Γέλασα ακόμα πιο δυνατά. “Beer bearing bear!”

    Άκουσα την πόρτα να ξεκλειδώνει. Μπήκα στο ασανσέρ και πάτησα το κουμπί για τον τρίτο όροφο. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Όχι μόνο από την ανυπομονησία να δω τον αρκούδο μου, αλλά και από το άγχος για την αντίδρασή του στο νέο μου κούρεμα. Το ασανσέρ σταμάτησε και άνοιξα την πόρτα.

    Ο αρκούδος μου με περίμενε ακριβώς απ’ έξω, σχεδόν στούκαρα πάνω του βγαίνοντας από το ασανσέρ. «Αρκούδι μου!» πήγα να του πω αλλά δεν πρόλαβα.

    Με άρπαξε στην αγκαλιά του και με έκανε τρεις σβούρες, κάνοντάς με να τσιρίξω ενθουσιασμένη σα να ήμουν κοριτσάκι. Με άφησε κάτω και με χάιδεψε τρυφερά στο πρόσωπο. Το βλέμμα του θαρρείς ότι έλαμπε. Έσκυψε πάνω από τα μαλλιά μου και ανέπνευσε βαθιά.

    “You are stunning!” μου είπε απλά, κάνοντας τα πόδια μου σχεδόν να λυγίσουν. Όχι όμορφη, όχι κούκλα…

    ‘Stunning’

    «Αλήθεια το λες;» τον ρώτησα νιώθοντας τα μάτια μου να τσούζουν.

    «Αλήθεια μωρό μου,» μου είπε χαϊδεύοντάς με τρυφερά και πάλι. Και μετά το βλέμμα του άλλαξε. Με πήρε από το χέρι και μπήκαμε στο διαμέρισμα. Έκλεισε την πόρτα με τη φτέρνα του και με κόλλησε στον τοίχο.

    “You are stunning” μου είπε τονίζοντας την κάθε λέξη ξεχωριστά.

    Κόλλησε το χείλη του στο δικά μου, κάνοντάς μου και πάλι τα πόδια ζελέ.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---