Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Εν Σοφία εποίησεν

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 22 Ιουνίου 2025.

  1. Arioch

    Arioch Τίποτα δεν πάει χαμένο... Premium Member Contributor

    Μέρος 25ο - Down the rabbit hole

    Λίγη ώρα αργότερα, καθώς είχε πάει μετά τα μεσάνυχτα και είχαμε πρωινό ξύπνημα, πήγαμε στο δωμάτιο να ξαπλώσουμε. Ο Μπλάκι που είχε σκαρφαλώσει στο γατόδεντρό του άνοιξε ίσα-ίσα ένα μάτι για να μας δει, αλλά δεν έκανε τον κόπο να μας ακολουθήσει. Μάλλον μας τη φύλαγε το κοπρόγατο ακόμα για τον Morty.

    «Λοιπόν,» μου είπε με το που βολεύτηκα στην αγκαλιά του, «τι άλλο έχεις κάνει “δημοσίως” πέραν αυτού που μου είπες;»

    «Ορεξούλες;» τον ρώτησα νιώθοντας το μποξεράκι του να φουσκώνει πάνω στο μηρό μου.

    “Guilty as charged!” απάντησε. Με γύρισε στο πλάι και περνώντας το αριστερό του χέρι κάτω από το λαιμό μου, με χούφτωσε στο αριστερό στήθος και άρχισε να μου το μαλάζει. “Tell me a story,” μου είπε με βραχνή φωνή.

    “OK!” απάντησα χαμογελώντας, και ας μη με έβλεπε. «Εκείνο το καλοκαίρι, δυο μέρες μετά τον Ιταλό, είχα πάει με έναν Έλληνα,» ξεκίνησα να του λέω. «Δεν ξέρω πως, αλλά ήξερε όλους τους μπάρμαν.»

    Αναστέναξα στην ανάμνηση, που πάντως δεν ήταν σωματικά δυσάρεστη. Γιατί εκείνη η βραδιά είχε και συνέχεια, μια συνέχεια την οποία ούτε η Μαίρη δεν την είχε μάθει.

    «Γιατί στενάζεις;» με ρώτησε σταματώντας για μερικές στιγμές να μαλάζει τα στήθη μου και με ελαφριά ανησυχία στη φωνή.

    «Γιατί αποδείχτηκε αυτό που ήξερα βαθιά μέσα μου—δεν είμαι Μαίρη,» του απάντησα. «Από την άλλη, έχοντας ως φαντασίωση τη σεξουαλική μου χρήση… ας πούμε ότι στην Πάρο την εκπλήρωσα…»

    Δεν ήθελα να πω ψέματα στον αρκούδο μου αλλά από την άλλη δεν ένιωθα ακόμα έτοιμη να του πω όλη την αλήθεια, πόσο μάλλον όταν δεν την είχα πει στην ίδια τη Μαίρη.

    «Συνέχισε,» μου είπε τσιμπώντας μου ελαφρά τη ρώγα.

    «Εγώ ήμουν ο συνήθως δοτικός και people pleaser εαυτός μου. Στον Έλληνα μάλιστα κατάπια κιόλας. Αλλά οι παρτενέρ μου, πέραν των απολύτως βασικών, δεν έκαναν τίποτα παραπάνω.»

    Το μυαλό μου πήγε σε μια παλιότερη συζήτηση που είχα κάνει με τη Μαίρη προσπαθώντας να καταλάβω πώς μπορεί να το έχει τόσο εύκολο το σεξ με ουσιαστικά αγνώστους της…



    «Ναι, υπάρχει και αυτό το ρίσκο,» μου είχε εξηγήσει. «Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που χωρίζει τον μερακλή ψαρά από τον μαλάκα που πέρασε ένα απόγευμα να τον νταλακιάζει ο ήλιος με το καλάμι στο χέρι,» συνέχισε με το ύφος φιλοσόφου που ανακάλυψε το νόημα της ζωής.

    «Να υποθέσω ότι εγώ είμαι ο μαλάκας κι εσύ ο καλός ψαράς;» τη ρώτησα σταυρώνοντας τα χέρια μου ελαφρά εκνευρισμένη.

    «Αγάπη μου, είπα “μερακλής,” όχι “αποτελεσματικός”» απάντησε χαχανίζοντας.

    Την κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω που το πάει. «Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί κατά τα φαινόμενα είμαι χαζή και δεν το πιάνω…» της είπα ξερά.

    «Σόφη μου, μη συγχίζεσαι, δεν το είπα για να σε προσβάλλω,» μου είπε απαλά. Έπιασε το χέρι μου. «Ο μερακλής δεν ψαρεύει για να γεμίσει το καλάθι του. Ψαρεύει γιατί του αρέσει το ίδιο το ψάρεμα!»
    Χαμογέλασε.

    «Ο μαλάκας είναι αυτός που σπατάλησε το χρόνο του πάνω στο βράχο και εκνευρισμένος έφυγε να πάει στο ιχθυοπωλείο.»

    Έκανε μια παύση για έμφαση.

    «Ο μερακλής από την άλλη πέρασε την ώρα του με τρόπο που ο ίδιος γούσταρε. Αν έπιασε ψάρια, τόσο το καλύτερο. Αν όχι; Δεν πειράζει, μια άλλη μέρα.»

    «Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πάλι εγώ είμαι ο μαλάκας,» της απάντησα ξεφυσώντας.

    «Και θα συνεχίσεις να είσαι αν δεν απολαμβάνεις το σεξ στην ολότητά του,» συνέχισε. Σηκώθηκε και κάθισε πιο κοντά μου. «Ποιος σου είπε ότι έχω οργασμούς κάθε φορά που κάνω σεξ;»

    «Μα αν δεν κάνεις για τον οργασμό, γιατί κάνεις;» τη ρώτησα απορημένη.

    «Γιατί μ’ αρέσει να κάνω σεξ!» Άνοιξε τα χέρια της εκφραστικά. «Γιατί απολαμβάνω να τον νιώθω μέσα μου. Μ’ αρέσει να νιώθω το βάρος τους πάνω μου.»

    Έκανε μια μικρή παύση.

    «Γιατί απολαμβάνω να κάνω πίπες. Γιατί απολαμβάνω να με παίρνουν από πίσω. Ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο έχω οργασμούς, αλλά μ’ αρέσει να το κάνω.»

    Με κοίταξε στα μάτια.

    «Μ’ αρέσει να βλέπω τα πρόσωπά τους να με κοιτάζουν αποβλακωμένα. Η κλιμάκωση είναι το κερασάκι, όχι η τούρτα. Ευπρόσδεκτη, φυσικά, αλλά όχι απολύτως απαραίτητη για να πω ότι ευχαριστήθηκα το γλυκό!» συνέχισε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.

    Δεν είχα τι να της απαντήσω…


    «Γιατί σταμάτησες;» με ρώτησε ο Maurice, η φωνή του χαμηλή, σχεδόν ψιθυριστή.

    «Συγγνώμη, μωρό μου…» είπα τρίβοντας το μάτι μου με την παλάμη. «Σκεφτόμουν κάτι που μου είχε πει η Μαίρη τότε.»

    Με γύρισε προς το μέρος του, θέλοντας να με βλέπει. Το βλέμμα του ήταν γεμάτο περιέργεια… αλλά όχι ανησυχία—αβεβαιότητα. Ναι, αυτό ήταν, αβεβαιότητα.

    «Ότι μια λεπτή γραμμή χωρίζει τον μερακλή ψαρά από τον μαλάκα που πέρασε ένα απόγευμα να τον νταλακιάζει ο ήλιος με το καλάμι στο χέρι.»

    Ο Maurice δεν μίλησε. Μόνο χάιδεψε απαλά το μπράτσο μου, περιμένοντας.

    Του διηγήθηκα τον διάλογο με τη Μαίρη· τη φιλοσοφία της για το σεξ, την ιδέα ότι η πράξη καθαυτή είναι η ουσία, πως η κλιμάκωση δεν είναι πάντα το ζητούμενο.

    Όταν τελείωσα, έμεινε σιωπηλός για λίγο. Το βλέμμα του είχε μαλακώσει, σαν να επεξεργαζόταν κάτι βαθύτερο.

    “Well… both you and Mary have valid points,” είπε τελικά, χαϊδεύοντας το πρόσωπό μου με τα δάχτυλά του. “For me truth lies somewhere between…”

    Σταμάτησε για μερικές στιγμές σα να έψαχνε τις λέξεις. “While I seek climax while doing sex, it’s not always about climaxing.” Πέρασε το χέρι του τρυφερά πάνω από τα μαλλιά μου. “After all, you can climax all by yourself,” μου είπε χαμογελώντας σκανταλιάρικα.
    Με κοίταξε στα μάτια. “Sex is more than carnal pleasure. It’s about connection. Intimacy. About doing things that pleasure your partner… and the joy of pleasuring them.” Χαμογέλασε τρυφερά. “It’s way more intricate.”

    «Εγώ είμαι result-oriented gal…» ψέλλισα, προσπαθώντας να το ελαφρύνω.

    Ο Maurice δε μου χαρίστηκε. “Mary is even more so,” μου υπενθύμισε. “But she doesn’t measure pleasure with KPIs. For her, having a good time is the KPI. That’s the metric. That’s the point.”

    “Ugh…” έκανα τάχα μου νευριασμένη. “I hate you both!”

    “No, you don’t,” μου είπε και μου έκανε ένα τρυφερό ping στη μύτη.

    “No, I don’t,” παραδέχτηκα, χαρίζοντάς του το πιο γλυκό μου χαμόγελο και του ανακάτεψα παιχνιδιάρικα τα μαλλιά.

    “That’s why the freedom to pursue happiness according to one’s own definition of happiness is a fundamental human right—provided, of course, it doesn’t violate someone else’s,” μου είπε, χαϊδεύοντάς με αφηρημένα στο μπράτσο.

    Έγειρε λίγο προς τα πίσω, σαν να ετοίμαζε φινάλε. “As you Greeks say, ‘ἕκαστος ἐφ’ ᾧ ἐτάχθη’” πρόσθεσε, με μια γλυκιά δυσκολία στην προφορά.

    “Well…” ξεκίνησα, αλλά σταμάτησα απότομα. Σούφρωσα τη μύτη μου. Δεν ήθελα να γίνω grammar Nazi, όσο κι αν το “ἕκαστος ἐφ’ ᾧ ἐτάχθη” είχε εντελώς άλλο νόημα.

    “What?” με ρώτησε με περιέργεια, γέρνοντας το κεφάλι του ελαφρά στο πλάι.

    Έτριψα λίγο τη μύτη μου, ένα νευρικό μου τικ. «Το “ ἕκαστος ἐφ’ ᾧ ἐτάχθη” δεν σημαίνει αυτό ακριβώς,» του είπα, μπαίνοντας ασυναίσθητα σε mode κυρίας Παπαδοπούλου.

    “It doesn’t?” με ρώτησε έκπληκτος, σηκώνοντας τα φρύδια.

    «Αν ντε και σώνει ήθελες να χρησιμοποιήσεις αρχαίο απόφθεγμα, το σωστό θα ήταν “πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος.”»

    Χαμογέλασα μόνη μου στην ανάμνηση της κυρίας Παπαδοπούλου, τότε που κάναμε άγνωστο κείμενο Πρωταγόρα.

    «Η ρήση αυτή ήταν η καρδιά της θεωρίας του για την υποκειμενικότητα,» συνέχισα, η φωνή μου να γλιστράει σε πιο φιλοσοφικά νερά.

    Εκείνος με κοίταξε με πραγματικό ενδιαφέρον. “And…?” ρώτησε, χαϊδεύοντας με τον αντίχειρά του το μάγουλό μου.

    «Σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων,» του εξήγησα. «Η ρήση καθαυτή αφορά στο τι θεωρούμε αλήθεια, αλλά μπορεί να επεκταθεί στην αντίληψη του κόσμου· στο τι μας αρέσει, τι όχι… στο πώς βιώνουμε την πραγματικότητα.»

    Κούνησε λίγο το κεφάλι του, σα να το δούλευε μέσα του. “And the other one? What does it mean?”

    «Ότι ο καθένας πρέπει να εκπληρώσει το καθήκον ή την υποχρέωση που έχει αναλάβει,» του απάντησα. Έγειρα το κεφάλι πονηρά στο πλάι. «Σαν το πρωινό μου task!» πρόσθεσα, χαχανίζοντας.

    «Ή το βραδινό σου,» είπε μπαίνοντας και εκείνος στο παιχνιδιάρικο mood. «Αυτό που άφησες στη μέση με τους… αναστοχασμούς σου!» συνέχισε με το βλέμμα του να γίνεται ακόμα πιο παιχνιδιάρικο.

    “I’m a bad, bad katsika!” του είπα κάνοντάς του μουσουνίτσα, κερδίζοντας το δυνατό του γέλιο. «+50!» συμπλήρωσα χαχανίζοντας.

    «Μπεεεεεεεεε» μου έκανε μιμούμενος στην εντέλεια το βέλασμα, κάνοντάς με να πνιγώ στο γέλιο.

    «Kajira το λένε στα καθώς πρέπει μπαρ στο Μανχάταν!» του είπα όταν βρήκα τις ανάσες μου, κάνοντάς του και ένα ping στη μύτη για να μην ξεχνιόμαστε. «Στα Ανώγια το λέμε κατσίκα… και κάτσε καλά γιατί η συγκεκριμένη δαγκώνει!» του υπενθύμισα, κάνοντάς τον να βάλει ακόμα πιο δυνατά γέλια.

    “Don’t I know that?” είπε όταν ηρέμισε. “Till I saw the video I thought that “dying from laughing” was an exaggeration! I’m not sure anymore!”

    “Ugh, I hate you, both!” του ξαναείπα τάχα μου φουρκισμένη. “OK, I don’t hate you… but I hate you!” συνέχισα, κάνοντάς τον να βάλει και πάλι τα γέλια.

    “Ok, let’s continue where we were left… with a twist!” μου είπε χαχανίζοντας.

    «Τι twist;» τον ρώτησα περίεργη, και τι έκανε ο αφιλότιμος; Ξεκίνησε καντάδα! Αν μας διώξουν από την πολυκατοικία η ξερή του κεφάλα θα τα φταίει, αυτό έχω να δηλώσω.

    (Καλά, όχι ότι τολμάει κανείς να με πλησιάσει από την εποχή της βίας και τρομοκρατίας μέχρι να περάσουμε την οπτική…)

    “Turn around…” άρχισε να μου τραγουδάει σαν την Bonnie Tyler, μόνο που η δική του εκδοχή ήταν… κάπως πιο NSFW. “Every now and then I get a little bit horny, and you’d have to come around.”

    Είχα αρχίσει να του γυρίζω πλάτη και μου ξέφυγε ένα δυνατό ροχαλητό. Πάνω και κάτω…

    ΠΑΝΑΘΕΜΑ ΤΟΝ!

    “Well, chemical warfare wasn’t exactly what I had in mind… but ok, it’s still in the ‘twist’ territory,” μου είπε χαχανίζοντας κάνοντάς με να θέλω να τον πνίξω.

    Ζ’μπουτσα’τ όλα. Συνέχισε ατάραχος την καντάδα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

    “Turn around…Every now and then I get to fondle your boobies, grab you by your pretty nipples and fool around.”

    Ούτε που θυμάμαι τη συνέχεια καθώς προσπαθούσα να μην πνιγώ από τα γέλια και να μη συνεχίσω το χημικό πόλεμο που ξεκίνησα άθελά μου. Πραγματικά με γονάτισε!

    «Λοιπόν, συνέχισε!» μου ψιθύρισε χουφτώνοντας και πάλι το αριστερό μου στήθος τσιμπώντας ταυτόχρονα τη ρόγα μου, και με την καυτή του ανάσα στο σβέρκο που μ’ έκανε να ανατριχιάζω. «Είχες μείνει να μου λες για τον Έλληνα…»

    «Ναι…» του είπα και μου ξέφυγε ένας αναστεναγμός καθώς το χάδι του με είχε κάνει πύραυλο. Ξεκίνησα να του διηγούμαι το πρώτο μέρος των γεγονότων που έγιναν εκείνη τη βραδιά. «Ήμασταν σε κάποιο μπαρ στη Νάουσα… Ήταν το τρίτο ή το τέταρτο μπαρ εκείνη τη βραδιά. Η Μαίρη ήταν με κάποιο Γάλλο που την είχε ψαρέψει και είχαμε χωριστεί από νωρίς…»

    Πέρασε και το δεξί του χέρι από πάνω μου, μόνο που αυτό πήγε ανάμεσα στα πόδια μου και μου ξέφυγε ακόμα ένας πιο δυνατός αναστεναγμός όταν άρχισε να με παίζει απαλά.

    «Συνέχισε…» μου ψιθύρισε και πάλι… και μια κουβέντα ήταν αυτή, η φωνή μου έβγαινε με εξαιρετική δυσκολία.

    «Καθόταν… αααααααααχ… καθόταν σε ένα σκαμπό… μμμμμμμμμμμ… κι εγώ… εγώ ήμουν όρθια. Με είχε αααααααχ… με είχε αγκαλιάσει από πίσω και με φιλούσε ααααααχ στο… στο σβέρκο…»

    «Πώς ήταν;» με ρώτησε τσιμπώντας μου δυνατά τη ρόγα και χωρίς να σταματήσει να με παίζει.

    «Αααααααχ… όμορφα… πολύ όμορφα…» του απάντησα με δυσκολία. Δε μου το έκανε εύκολο έτσι όπως μ’ έπαιζε.

    «Αν σταματήσεις ξανά θα συστηθείς με τη βίτσα!» μου ψιθύρισε και η απειλή αυτή με έκανε ακόμα πιο πύραυλο.

    “You’re playing dirty!” διαμαρτυρήθηκα, όχι ιδιαίτερα σθεναρά είναι η αλήθεια. “That’s not fair!”

    “I’m the Master and you are the… katsika!” μου είπε. Βούτηξε το δάχτυλό του μέσα μου, κάνοντάς με να βογγίξω ακόμα πιο δυνατά. Μετά γέλασε μόνος του “Or, using your Gorillan BDSM terminology, the Billy-goat!”

    Εγώ ήμουν πολύ καυλωμένη για να γελάσω, και όπως είπα η αναφορά του στη χρήση βίτσας με είχε κάνει ακόμα περισσότερο πύραυλο.

    “Go on” με διέταξε.

    “Yes, Master” του απάντησα με φωνή ίσα που βγήκε και συνέχισα τη διήγηση ενώ ο παλιοαρκούδος συνέχισε να με παίζει.«Ήταν αααααχ αργά… πρέπει να ήταν μετά τις τρεις…Δεν… αααααααχ… δεν είχε πολύ κόσμο… μμμμμμμμ… Κάποια στιγμή… μμμμμμμμ… κάποια στιγμή μου ψιθύρισε ότι με θέλει εδώ και τώρα…»

    Ενέτεινε το παιχνίδι του. «Αααααααχ… Ήμουν… ήμουν κουδούνι… αααααχ οι αναστολές μου είχαν… αααααχ είχαν πάει περίπατο… Μου είπε αααααχ—όχι δε μου είπε, με διέταξε—να πάω… αααααχ να πάω στην τουαλέτα.»

    “Stop” μου είπε και σταμάτησα. Άνοιξε το συρτάρι μου και έβγαλε το dildo. «Πήγαινε να το πλύνεις,» με διέταξε με φωνή που δε σήκωνε αντίρρηση και σχεδόν στάζοντας τσακίστηκα να τον υπακούσω.

    Έπλυνα προσεκτικά το dildo και επέστρεψα στο δωμάτιο. «Ξάπλωσε ανάσκελα, και ξεκίνα να παίζεις ενώ μου λες τη συνέχεια…»

    «Μωρό μου…» του είπα διστακτικά. «Το ξέρω ότι το κάνεις για μένα, αλλά δε θα τελειώσω…» του είπα χαμηλώνοντας το βλέμμα μου. «Δε… δε θέλω να στο χαλάσω,» συνέχισα με ακόμα πιο χαμηλή φωνή.

    Ανασηκώθηκε από το κρεββάτι και ήρθε προς το μέρος μου, όπως στεκόμουν μπροστά από το κρεββάτι χωρίς να έχω ανέβει. «Δε θα μου το χαλάσεις, χαζούλα!» μου είπε τρυφερά, χαϊδεύοντάς με στο πρόσωπο.

    «Τότε… τότε άσε με σε παρακαλώ να στο κάνω με τον τρόπο μου,» του είπα.

    «Εντάξει μωρό μου,» μου είπε. «Τι θες να κάνουμε;»

    «Όπως προχθές… Γύρνα στο πλάι… θα αναλάβω εγώ τα υπόλοιπα!» του υποσχέθηκα.

    Χαμογελώντας έκατσε όπως του ζήτησα. Ανέβηκα στο κρεββάτι, και ξάπλωσα στο πλάι έχοντας το όργανό του στο πρόσωπό μου. Τον πήρα για λίγο στο στόμα μου και μετά σταμάτησα. «Τριψ’ τον στο πρόσωπό μου!» του είπα.

    Με το όργανό του να τρίβεται στο πρόσωπο και στα χείλη μου συνέχισα τη διήγηση.

    «Πήγα στις τουαλέτες. Υπήρχαν τέσσερα stalls, δύο αντρικά και δύο γυναικεία, αλλά ο χώρος ήταν κοινός,» άρχισα να του διηγούμαι και πάλι, που και που σταματώντας για να του γλείψω το κεφαλάκι.

    «Οι τουαλέτες ήταν άδειες,» συνέχισα τη διήγηση. «Ήρθε μετά από δυο λεπτά και μπήκαμε σε ένα από τα γυναικεία stalls.»

    Σταμάτησα για λίγο προσπαθώντας να θυμηθώ, όπως τα είχα κοπανίσει οι αναμνήσεις μου ήταν αρκετά θολές.

    «Κατέβασε το καπάκι της λεκάνης και με έβαλε να κάτσω πάνω της,» ξεκίνησα και πάλι. «Μου κατέβασε το φόρεμα και μου ανέβασε το σουτιέν. Και μετά, χωρίς να πει τίποτα, πλησίασε ακόμα πιο κοντά, κατέβασε το παντελόνι και το μποξεράκι του, και τον έβαλε στο στόμα μου,». Σταμάτησα και πήρα το κεφαλάκι του στο στόμα μου, όπως είχε αρχίσει να τον παίζει.

    “AAAAH… yes… continue… AAAAAH”

    «Στην αρχή ήταν mouthfuck αλλά παρόλο που δεν ήταν μεγάλος—μέτριο προς μικρό θα τον έλεγες—με ζόρισε,» του είπα και σταμάτησα για μερικές στιγμές για να του γλείψω και πάλι το κεφαλάκι. «Το κατάλαβε και με άφησε να συνεχίσω όπως μπορούσα,» συνέχισα.

    «Δηλαδή;» με ρώτησε με πνιχτή φωνή.

    «Με κράτησε από το κεφάλι και μου έδωσε το ρυθμό που ήθελε, αφήνοντάς με ωστόσο να τον πάρω όσο βαθιά μπορούσα από μόνη μου,» του είπα ενώ παράλληλα του έγλειψα και πάλι το κεφαλάκι.

    «Συνέχισε…» με διέταξε, έχοντας εντείνει το παιχνίδι του.

    «Δεν με κούρασε πολύ… Ο Ιταλός με είχε παιδέψει, τον ρουφούσα πάνω από είκοσι λεπτά στο ποδήλατο!» Του έγλειψα και πάλι το κεφαλάκι. «Αυτού ωστόσο ούτε πέντε λεπτά δεν του πήρε…» του είπα, και πήρα το κεφαλάκι του στο στόμα μου και άρχισα να το πιπιλάω.

    Τραβήχτηκα και πάλι. «Με κράτησε ακίνητη και έχυσε στο στόμα μου!» του είπα με βραχνή λάγνα φωνή, κάνοντάς τον να βογγίξει ακόμα πιο δυνατά.

    “And?” με ρώτησε με ακόμα πιο πνιχτή φωνή, πρέπει να πλησίαζε στο τέλος.

    «Μου ζήτησε να καταπιώ…» του είπα. «Και… υπάκουσα…»

    “OOOOH… AAAAAAH… Open your mouth!” με διέταξε, και τον πήρα στο στόμα μου καθώς ξεκίνησε να κάνει τους πρώτους σπασμούς, πλημμυρίζοντας το στόμα μου.

    Ο αρκούδος μου δε χρειαζόταν να μου ζητήσει να καταπιώ για να το κάνω και όταν τελείωσε, κατάπια για τελευταία φορά—πικρούτσικος και πάλι—και όπως κάθε φορά τον έγλειψα από το κεφαλάκι μέχρι τη βάση, καθαρίζοντάς τον σχολαστικά με τη γλώσσα και τα χείλη μου.

    “Oh God…” μου είπε ξεψυχισμένος και μου έκανε νόημα να ανέβω προς τα πάνω. Ανέβηκα, με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε τρυφερά. Χαμογέλασε με μισόκλειστα μάτια, έγειρε λίγο πιο κοντά και μου χούφτωσε το στήθος. “I surely hope you have more stories like this!” μουρμούρισε βραχνά.

    “I had my fair share!” του απάντησα ουδέτερα.

    Ο Maurice σήκωσε φρύδι, έπαιξε τα φρύδια του πονηρά. “Well, I have cuckold fantasies…” είπε χαμογελώντας πλατιά. “You have exhibitionist!” πρόσθεσε, τονίζοντας τη λέξη.

    Έγειρε μπροστά, με το βλέμμα του να λάμπει. “A match made in heaven!” κατέληξε, και το χέρι του γλίστρησε ανάμεσα στα πόδια μου. Μου έκοψε την ανάσα.

    “Isn’t it, slave girl?”

    “It is, Master!” του απάντησα ξεψυχισμένα, νιώθοντας το πρόσωπό μου να κοκκινίζει.

    Ο Maurice μου χαμογέλασε, και απλώνοντας το χέρι του άρπαξε την Dildo και ξεκίνησε να με παίζει μεθοδικά.

    Και ύστερα… ήρθαν οι μέλισσες.

    Μωρέ καλά το λέει η διαφήμιση, σκέφτηκα παντελώς άκυρα, προσπαθώντας να βρω τις ανάσες μου καθώς η χοντρή όχι απλά τραγούδησε, ξελαρυγγιάστηκε.

    (Και τώρα που το σκέφτομαι ευτυχώς που με θυμούνται ως berserker και με αποφεύγουν, αλλά με τον αρκούδο μου, αν καμιά φορά μαζευτεί εξοργισμένο πλήθος στην πόρτα μου με δαδιά και δικράνια, δεν θα τους αδικήσω. Σήμερα παίζει να ακούστηκα και στις απέναντι πολυκατοικίες, που δεν έχουν λόγο να με φοβούνται… ακόμα!)

    Δε θέλει κόπο. Θέλει τρόπο.

    Πήγα στο ντουζ για να ξεπλυθώ λιγάκι και μετά αλλάξαμε σεντόνια γιατί το κατωσέντονο είχε γίνει ελαφρώς χάλια, και ο αρκούδος μου μπορεί να χαχάνισε με τον ψυχαναγκασμό μου, αλλά εγώ δεν ήμουν για τέτοια. Όταν κατάλαβε, πάντως, ότι μπήκα σε mood Ελληνίδας νοικοκυράς, και φρονίμως ποιών, έκανε την πάπια.

    Γιατί μπορεί να ήμουν Gorillan κατσίκα αλλά οι κατσίκες και κουτουλάνε και δαγκώνουν άμα λάχει!

    Μου έδωσε ένα τρυφερό φιλάκι και μετά γύρισε στο πλάι για να μπω στην κουτάλα μου, και ένιωσα πάλι σαν κατσίκα (literal, not Gorillan) σε αισθαντική αγκαλιά με πύθωνα.

    «Αέρα;» τον ρώτησα χαχανίζοντας.

    “Breathing is overrated!” μου είπε πειρακτικά, αλλά χαλάρωσε λίγο την αγκαλιά του. Και φυσικά μου τσίμπησε τη ρώγα για να εκφράσει τη διαφωνία του.

    «Κάτσε φρόνιμος βρε παλιοαρκούδε!» τον ρώτησα, καθώς το τσίμπημα έγινε κανονικό χούφτωμα.

    “BOOOOOOOOOBIIIIIIIIIES!!!!” ήταν η δικαιολογία του, γιατί σιγά μη με άφηνε στην ησυχία μου. «Χούφτωσ’ την, χούφτωσ’ την» μου είπε σε σπασμένα ελληνικά, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    Εμ δε φταίει κανείς, αλλά εγώ που του είχα εξηγήσει τη εμβληματική εκείνη σκηνή από το “Κάτι κουρασμένα παλληκάρια.”

    Και δε φτάνει που ο κύριος με χούφτωνε του καλού καιρού, ήρθε και το κοπρόγατο που κατά τα φαινόμενα μας είχε συγχωρέσει για την απιστία μας με το Morty και μου γύρισε την μπάκα του για να τον χαϊδέψω, χουρχουρίζοντας σαν χαλασμένο τρακτέρ.

    Σάντουιτς ανάμεσα σ’ αγόρια μου, με το λιγότερο τριχωτό να με χουφτώνει και το περισσότερο τριχωτό να χουρχουρίζει, άργησε λίγο να με πάρει ο ύπνος, αλλά όταν με πήρε… με πήρε και με σήκωσε!

    Το πρωί άκουσα το ξυπνητήρι με τα χίλια ζόρια. Τα μάτια μου δεν άνοιγαν, ένιωθα απίστευτα κουρασμένη χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο. Ο αρκούδος μου ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και ροχάλιζε ελαφρά. Σηκώθηκα με αρκετή δυσκολία και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού με τα πόδια στο πάτωμα προσπαθώντας να ξυπνήσω.

    Ο Μπλάκι που κοιμόταν από την άλλη μεριά, έχοντας τρυπώσει ανάμεσα στα χέρια και το σώμα του Maurice, σηκώθηκε και τράβηξε ένα γερό χασμουρητό. Τεντώθηκε και με ένα σάλτο βρέθηκε δίπλα μου και μου νιαούρισε απαιτώντας χάδια.

    Τον χάιδεψα λίγο ανάμεσα στ’ αφτιά και σηκώθηκα να πάω στο μπάνιο, όπου φυσικά με ακολούθησε. Αυτή τη φορά δεν σκαρφάλωσε πάνω στο νιπτήρα, απλά κάθισε και με κοίταζε που προσπαθούσα να κατουρήσω λες και έβλεπε το πιο αξιομνημόνευτο θέαμα. Τουλάχιστον δεν προσπάθησε να σκαρφαλώσει στα μπούτια μου ή να ξετυλίξει το χαρτί, ήταν κι αυτό μια μικρή παρηγοριά!

    Έπλυνα τα δόντια μου, παράγγειλα καφέ και πήγα να φτιάξω πρωινό στον αρκούδο μου. Κουτουλούσα και δεν ήμουν για πολλά-πολλά, οπότε του έφτιαξα τρία τοστάκια με τυρί, γαλοπούλα και ντομάτα. Αφού έβαλα και στον Μπλάκι την υγρή του τροφή, έβγαλα κι ένα κουτάκι μπύρα, το ξέπλυνα, και τα άφησα στο τραπέζι για να πάω να τον ξυπνήσω.

    Το βράδυ, πριν πέσουμε για ύπνο, μου είχε τονίσει in no uncertain terms ότι σήμερα δεν ήθελε να εκτελέσω το… scheduled task μου και να τον ξυπνήσω απλά, γιατί είχε, λέει, μια ιδέα. Και φυσικά δε μου την είπε, μου τη φύλαγε για έκπληξη. Και τι να κάνω η δόλια; Ούσα υπάκουη Gorillan κατσίκα έκανα αυτό ακριβώς, υπάκουσα.

    «Αρκούδι μου!» του έκανα χαϊδεύοντάς του απαλά το χέρι. Αυτή τη φορά άνοιξε τα μάτια του αμέσως.

    «Καλημέρα μωρό μου!» μου είπε χαμογελαστός και τεντώθηκε, ρίχνοντας κι εκείνος ένα ξεγυρισμένο χασμουρητό. Και μετά με άρπαξε, με έριξε πάνω του και με φίλησε. Και μπράβο του!

    «Σου έχω φτιάξει το πρωινό σου!» του είπα όταν με άφησε. «Σήμερα κουτούλαγα οπότε δεν είναι φαντασμαγορικό, απλά τοστάκια!» συνέχισα κουνώντας το κεφάλι μου νιώθοντας ελαφρά άσχημα με τον εαυτό μου.

    “Babe! Every breakfast you make is spectacular! You are spoiling me!” μου είπε χαμογελώντας, και με άρπαξε και πάλι πάνω του και κόλλησε ξανά τα χείλη του στα δικά μου.

    «Καλά σου κάνω!» του είπα χαμογελώντας σα χαζό όταν με άφησε. «Αν δε σε κακομάθω εγώ, ποια θα σε κακομάθει; Ε; Ε; Ε;»

    “You da best katsika of Gorean BDSM!” με διαβεβαίωσε χαχανίζοντας.

    “Not kajira?” τον ρώτησα πειρακτικά.

    “Kajira is for fancy Manhattan cocktail bars!” μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι, λέγοντας λέξη προς λέξη αυτό που του είχα πει χθες. “In the land of the mythical-and-soon-to-be-tasted antikristo it’s katsika!”

    “HAHAHAHAHAHA, that’s the idea teddy-bear. Now, move your Gorean Billy-goat ass and have your breakfast!” του είπα ρίχνοντάς του μια παιχνιδιάρικη στον κώλο, κάνοντάς τον να χαχανίσει.

    Εκεί με ξανατράβηξε πάνω του κάνοντάς μου για τρίτη φορά μέσα στο πρωινό τα πόδια ζελέ, και όχι τίποτε άλλο, αλλά τώρα είχα να περπατήσω για να πάμε στην κουζίνα!

    Με το που έκατσε στο τραπέζι ο Maurice, και πριν ξεκινήσει να τρώει, άνοιξε το κουτάκι της μπύρας και άδειασε σχεδόν το μισό. Έδωσε ένα κομμάτι γαλοπούλα στον Μπλάκι που είχε σκαρφαλώσει στο τραπέζι—γιατί αλίμονο!—και τον κοιτούσε σα ζητιάνος, και άρχισε να τρώει.

    «Λοιπόν, θα μου πεις την ιδέα σου;» τον ρώτησα αλλά πάνω που πήγε να μου απαντήσει χτύπησε το κουδούνι, είχαν έρθει οι καφέδες. “Hold your thought!” του είπα και σηκώθηκα να πάω να ανοίξω.

    «Έτσι θα πας;» με ρώτησε ο Maurice χαχανίζοντας. Κοίταξα κάτω. Ναι, ήμουν μόνο με το κάτω εσώρουχο.

    “UGH! I HATE YOU!” του έκανα θεατρικά, άνοιξα την κάτω είσοδο, και έτρεξα στο δωμάτιο και φόρεσα ένα μπλουζάκι που μου έφτανε μέχρι τους μηρούς και πήγα να ανοίξω.

    Και φυσικά με το που άνοιξα την πόρτα είδα τα μάτια του ντελιβερά να κατεβαίνουν στιγμιαία προς τα κάτω πριν ανέβουν αυτόματα πάνω. Αντανακλαστικά χαμήλωσα το βλέμμα μου, προσπαθώντας να καταλάβω. Εννοώ το μπλουζάκι ήταν μέχρι τη μέση των μηρών.

    Ναι, ήταν και πάλι οι ρόγες μου… Ξεροκατάπια, μουρμούρισα ένα ευχαριστώ, πήρα τους καφέδες και του έκλεισα την πόρτα στη μούρη. Ξάπλωσα με την πλάτη στην πόρτα για μερικές στιγμές, μέχρι να ανασυνταχτώ, και επέστρεψα στην κουζίνα.

    Ο Maurice στο μεταξύ, μέσα σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα, είχε προλάβει να ξεπαστρέψει τα δύο από τα τρία τοστ, και είχε αρχίσει το τρίτο.

    «Βρε κροκόδειλε!» του είπα γελώντας.

    “What? They are spectacular!” μου είπε παίζοντας τα βλέφαρά του.

    «Δεν είναι!» του είπα ξεροκέφαλα. «Τρία απλά τοστάκια!»

    “I mean your nipples…” μου είπε βάζοντας τα γέλια.

    “UGH! I HATE YOU BOTH!” του είπα και έγινα κόκκινη στην ανάμνηση της ματιάς του ντελιβερά.

    “And pray tell, who is the second?” με ρώτησε σκουπίζοντας το πρόσωπό του με τη χαρτοπετσέτα.

    “The delivery boy!” του είπα ξεφυσώντας, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

    “You flashed him?” με ρώτησε γελώντας ακόμα.

    Αντί απάντησης του έδειξα τις ρόγες μου που προσπαθούσαν να τρυπήσουν τη μπλούζα.

    “I stand corrected!” μου είπε χαχανίζοντας και πάλι ο παλιοαρκούδος, γιατί τέτοιος είναι!

    «Ουφ!» του έκανα αναστενάζοντας θεατρικά για την τιμή των όπλων. «Θα μου πεις την ιδέα σου, τώρα;»

    «Τώρα μου ήρθε ακόμα μια ιδέα!» μου είπε κοιτάζοντάς με μέ τρόπο που μ’ έκανε να ανατριχιάσω. Ναι, είχα αρχίσει να το μαθαίνω αυτό το βλέμμα… κατά πάσα πιθανότητα στο τέλος θα έτσουζε μεταφορικά το κωλαρίνι μου—ή και κυριολεκτικά, με τον Maurice τίποτα δεν αποκλείεται.

    «Θα τσούξει το κωλαρίνι μου;» τον ρώτησα χαχανίζοντας μεν, πηγαίνοντας κατευθείαν στο ψαχνό δε.

    «Σήμερα όχι, αλλά για αύριο δεν στο υπόσχομαι!» μου είπε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.

    «Θα τσούξει μεταφορικά;» τον ξαναρώτησα.

    «Και με τους δύο τρόπους!» Έκανε μια παύση για έμφαση. «Πρώτα μεταφορικά και έπειτα… κυριολεκτικά!» συνέχισε χαχανίζοντας.

    «Οκ, και ποια είναι η ιδέα σου;» τον ρώτησα στενάζοντας.

    «Μου έχεις πει πως η Μαίρη κάνει καμιά φορά τόπλες μπάνιο στη θάλασσα.» Με κοίταξε στα μάτια. «Θέλω το ίδιο να κάνεις κι εσύ!»

    Ναι, δεν έπαιζα καλύτερα έξι νούμερα στο λόττο;

    «Υπάρχει μια διαφορά…» ξεκίνησα, προσπαθώντας να του εξηγήσω ότι η Μαίρη έχει όμορφο στήθος αλλά πριν προλάβω να συνεχίσω, και προφανώς καταλαβαίνοντας από τον… πρόλογο που το πάω, σήκωσε το χέρι του κάνοντάς μου νόημα να μην πω κουβέντα.

    «Αυτό λέγεται τηλεπαθητική καταπίεση!» μουρμούρισα.

    “I love your boobies, and this is the end of the discussion,” μου δήλωσε με τρόπο που δεν σήκωνε αντίρρηση, κάνοντάς με ταυτόχρονα να ξεροκαταπιώ, να νευριάσω, να κοκκινήσω και να υγρανθώ.

    Άπλωσε το χέρι του και πήρε το δικό μου. “If you feel bad about exposing yourself because it makes you uncomfortable, that’s something acceptable, and in no way I’ll force you to do it.” Μου είπε χαϊδεύοντάς μου το χέρι τρυφερά.

    Μετά όμως το βλέμμα του άλλαξε, έγινε πιο αυστηρό.

    “But if it’s because you feel insecure… girl, so help me God, I’ll break the cane on your ass.”

    “I…I…”

    “Aie, aie, aie, aie, aie, aie, Puerto Rico?” μου έκανε ο παλιοαρκούδος. “Look Sophie, it’s simple. If you don’t want to do it because it makes you feel uncomfortable, then don’t it,” συνέχισε, σοβαρός αυτή τη φορά.

    “But, it does make me uncomfortable,” προσπάθησα να δικαιολογηθώ, αν και η αλήθεια είναι ότι είχε δίκιο. Εννοώ, ναι, κάπως ήταν αμήχανο να τα δείξω φόρα-παρτίδα, αλλά ο πραγματικός λόγος είναι αυτός που ανέφερε ο αρκούδος μου.

    Δεν απάντησε, απλά συνέχισε να με κοιτάζει.

    “Is that you really want?” τον ρώτησα στενάζοντας.

    “I want you to appreciate your body, the way I do, babe. I don’t want to make you feel bad; I want to go topless because I ADORE seeing your boobs. I love them! I want to look them and grope them all the time!”

    Χαμογέλασε πονηρά.

    «Εντάξει, στην παραλία θα είμαι φρόνιμος, δε θα σε χουφτώνω…» μου είπε και του ξέφυγε ένα γελάκι «…πολύ!»

    Θέλοντας και μη με αφόπλισε τελείως ο παλιοαρκούδος και μου ξέφυγε ένα χάχανο.

    “I will do it, babe!” του είπα χαϊδεύοντάς του το χέρι. “If nothing else, because I want to be the very best katsika of the gorillan BDSM and do what my Billy-goat commands!” συμπλήρωσα χαχανίζοντας.

    “Atta-katsika!” μου είπε αντί για “attagirl!” και έβαλα και πάλι τα γέλια.

    «Και τώρα που το λύσαμε αυτό,» είπε κοιτάζοντας το ρολόι του, «έχεις κάποιο πρωινό call?»

    «Όχι,» του είπα χωρίς να καταλαβαίνω. «Το πρώτο μου call κάθε μέρα είναι το daily της ομάδας και είναι κάθε μέρα στις 10:00»

    «Εγώ όμως έχω στις 09:00,» μου είπε στενάζοντας. «Μια παρουσίαση που κάνει το υπουργείο,» συνέχισε και έκανε την παντομίμα ότι δένει θηλιά στο λαιμό του και κρεμιέται, κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα ροχαλητό.

    “Ok…” του είπα χωρίς να έχω καταλάβει που το πηγαίνει.

    «Και εδώ ερχόμαστε στην αρχική μου ιδέα!» μου είπε χαμογελώντας μου πονηρά, και στο μυαλό μου έγινε το 1+1.

    Εμ βέβαια, γι’ αυτό μου ζήτησε να μην τον ξυπνήσω με πίπα και γιατί με ρώτησε αν έχω πρωινό call. Κάτι μου λέει ότι από τις 09:00 και για αρκετή ώρα δε θα μπορώ να μιλήσω για… καθαρά τεχνικούς λόγους.

    “This girl will pleasure you any way you command, Master,” του απάντησα με λάγνα φωνή, χαμηλώνοντας θεατρικά τα μάτια μου στο πάτωμα.

    “BEST KATSIKA EVER!” μου είπε χαχανίζοντας, και από soon-to-be-katsika έγινα koala, και αφού δεν έσπασε η καρέκλα να βρεθούμε και οι δυο στο πάτωμα της κουζίνας, πάλι καλά να λέω.

    “I LOVE YOU!” φώναξα πριν κολλήσω τα χείλη μου στα δικά του.

    Και τις… Gorean κατσίκες μανούλα τις έκανε!

    Είχαμε ακόμα λίγη ώρα μπροστά μας, οπότε καθίσαμε στην κουζίνα να πιούμε τα καφεδάκια μας. Ο Μπλάκι έριξε ένα σάλτο και ανέβηκε πάνω μου, με έγλειψε στη μούρη και μετά, ρίχνοντας δυο τρεις σβούρες βολεύτηκε στην αγκαλιά μου.

    «Τι ώρα έχετε δώσει ραντεβού με τη Μαίρη;» με ρώτησε ο Maurice, πίνοντας μια γουλιά καφέ.

    «Θα της στείλω μήνυμα ή θα την πάρω τηλέφωνο το μεσημεράκι, δεν έχουμε πει ώρα,» του απάντησα χαϊδεύοντας αφηρημένα τον Μπλάκι ανάμεσα στ’ αφτιά. «Και πρέπει να πω στην Ευτύχω να έρχεται να ταΐζει το κοπρόγατο!» συνέχισα ξεφυσώντας.

    «Δεν θα τον πάρουμε μαζί μας;» με ρώτησε με γνήσια απορία.

    «Δεν είναι καλή ιδέα,» του απάντησα αναστενάζοντας. «Στις γάτες δεν αρέσει να αλλάζουν περιβάλλον, Θα μας σπάσει τα νεύρα μέχρι να συνηθίσει, και μέχρι να το κάνει, θα έχει έρθει η ώρα να φύγουμε. Όχι, καλύτερα να μείνει εδώ.»

    Ήπια μια γουλιά από τον καφέ μου και συνέχισα: «Και άλλωστε, δεν ξέρω καν αν επιτρέπονται κατοικίδια εκεί.»

    «Θα μας κρατάει μούτρα την Κυριακή!» μου είπε χαχανίζοντας.

    «Εμένα μου λες;» του είπα αναστενάζοντας λες και μου έπεσαν τα καράβια έξω. Πέρσι, που είχαμε πάει διακοπές δυο εβδομάδες με τον ακατανόμαστο, μας κράταγε μούτρα μια εβδομάδα το κοπρόγατο!

    «Στην Κρήτη που θα πάμε, θα τον πάρουμε μαζί μας, πάντως!» του είπα συνεχίζοντας να χαϊδεύω τον Μπλάκι.

    «Καλά που μου το είπες!» μου έκανε χτυπώντας τα δάχτυλά του στο τραπέζι. «Θα πρέπει να βγάλουμε εισιτήρια και να δηλώσουμε την άδεια.»

    «Το πρώτο έχουμε καιρό, μη μου σκας, όταν θα πηγαίνουμε Κρήτη οι περισσότεροι θα γυρίζουν!» του είπα χαμογελώντας με το άγχος του. «Το δεύτερο ωστόσο καλά θα ήταν να το κάνουμε το συντομότερο δυνατό.»

    «Σήμερα κιόλας!» με διαβεβαίωσε. Άνοιξε το κινητό του και υποθέτω ότι πήγε να δει το ημερολόγιο. «Για πότε λες; 25 Αυγούστου με 5 Σεπτέμβρη ή 1 Σεπτέμβρη με 12 Σεπτέμβρη;»

    «Το πρώτο,» του απάντησα πίνοντας μια γουλιά καφέ. «Να είμαι και μια εβδομάδα εδώ πριν ανοίξουν τα σχολεία!» συμπλήρωσα στραβομουτσουνιάζοντας.

    «Τα σχολεία;» με ρώτησε σηκώνοντας το βλέμμα του από το τηλέφωνο μπερδεμένος.

    «Για την κίνηση στους δρόμους,» του εξήγησα στενάζοντας και πάλι. Τίναξα ελαφρά το κεφάλι μου προς το πλάι. «Με το που ανοίγουν, συνήθως τη δεύτερη εβδομάδα του Σεπτέμβρη, ξεκινάει ο χαμός στους δρόμους!»

    «Πότε θα πάτε Αμερική;» με ρώτησε, συνεχίζοντας να κοιτάζει το ημερολόγιό του. Μετά σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε ντροπαλά. «Θέλω να σε γνωρίσουν οι γονείς μου!»

    «Αχ, είσαι μια γλύκα όταν γίνεσαι ντροπαλός!» του είπα σκύβοντας ελαφρά μπροστά και ανακατεύοντάς του τα μαλλιά. «Μην ανησυχείς μωρό μου, θα φύγουμε την πρώτη Αυγούστου και θα κάτσουμε μια εβδομάδα.» τον διαβεβαίωσα.

    «Ναι, δίκιο έχεις, μας το είπαν και οι δικοί σου χθες…» μου είπε ξύνοντας τη μύτη του.

    «Ακριβώς!» του είπα χαμογελώντας. «Έχει στείλει ήδη και στα μέλη και στον πρόεδρο της της επιτροπής το πλήρες κείμενο. «Αλλά η διατριβή του έχει περάσει από Πέτρου, Φανή και τον πατέρα της, εφόσον αυτοί οι τρεις την βρήκαν air-tight δε νομίζω ότι θα έχει θέμα…»

    “Well… if two Fields medal recipients agree…” μου είπε χαμογελώντας.

    «Καλά, δεν ήταν όλα εύκολα…» του απάντησα και με κοίταξε ερωτηματικά. Εμ, δίκιο είχε, δεν του το είχα πει. «Στο πρώτο review η Φανή του βρήκε ένα συλλογιστικό άλμα, και ο Παναγιώτης έπαθε σχεδόν εγκεφαλικό! Κατάφερε φυσικά να το κλείσει, αλλά έλα στη θέση του!»

    “Well, I can relate to that…” μου είπε στενάζοντας. “As I said, my two last years was not exactly a happy period…”

    “Internal scoop…” του είπα κάνοντας μια σύντομη παύση, δημιουργώντας σκόπιμα μια ατμόσφαιρα μυστηρίου.

    “I’m all ears!” μου είπε κοιτάζοντάς με μέ προσμονή.

    «Αυτό σε παρακαλώ να μείνει μεταξύ μας, γιατί είναι φοβερά σημαντικό!» του είπα, και το εννοούσα. Το “κουτσομπολιό” μπορεί να ήταν επιστημονικό, αλλά ταυτόχρονα ήταν και εξαιρετικά σημαντικό, και δεν ήταν ακόμα έτοιμο για ανακοίνωση.

    “Cross my heart!” μου απάντησε σοβαρός.

    «Ο Παναγιώτης μου είπε ότι η εργασία του είναι εξαιρετικά σημαντική, γιατί πάνω της θα πατήσει η Φανή στη δική της εργασία που είναι… του ενός εκατομμυρίου!»

    “Huh?” μου έκανε ο αρκούδος μου κοιτάζοντάς με μέ απορία.

    “Literally!” του είπα γελώντας. “Fani’s PhD is on one of the Millennium Problems—the Hodge Conjecture. And the crazy part? Her whole work builds on my brother’s thesis!” συνέχισα, με τα μάτια μου να βουρκώνουν από την περηφάνεια.

    Ο Maurice με κοίταξε για μερικές στιγμές με το στόμα ανοιχτό. “IS THIS FOR REAL???” με ρώτησε μην πιστεύοντας στ’ αφτιά του.

    “I don’t know what this conjecture is… but I know it’s considered very important, so much, that the Clay Institute will award one million dollars το whoever prove it or disprove it.”

    “I KNOW WHAT THE MILLENIUM PROBLEMS ARE!” μου είπε κοιτάζοντάς με ακόμα με δέος. “God damn!!!! THIS IS FUCKING IMPRESSIVE! You must be so proud!”

    “I am!” του είπα σκουπίζοντας βιαστικά ένα δάκρυ που είχε κυλήσει. “So, please, until she presents her thesis, this should stay between us!”

    «Στο λόγο της τιμής μου μωρό μου!» μου είπε χαμογελώντας μου και χαϊδεύοντάς το χέρι μου καθησυχαστικά.

    Γύρω στις εννιά παρά, πήγαμε και οι δύο στο μπάνιο να κάνουμε ένα γρήγορο ντουζάκι, και μετά πήγαμε στο δωμάτιο για να ντυθούμε. Ο Maurice φόρεσε από πάνω πουκάμισο, σακάκι, και γραβάτα, ενώ από κάτω έμεινε με το μποξεράκι. Εγώ πάλι, απλά φόρεσα από πάνω έβαλα μια μπλούζα.

    Και μετά την ξαναέβγαλα, γιατί “I like it more when you’re naked the waist up!” μου είπε ο κύριος.

    «Μα αφού θα είμαι κάτω από το γραφείο!» του είπα.

    “It’s the idea!” μου εξήγησε χαχανίζοντας και έκανε λίγο στην άκρη την καρέκλα για να χωρέσω να περάσω από κάτω.

    Ευτυχώς που το γραφείο είχε χώρο και δεν είχα το φόβο να σπάσω κανένα κεφάλι. Ο κύριος συνδέθηκε, με ανοιχτή κάμερα παρακαλώ, ενώ εγώ χωμένη από κάτω, του κατέβασα το μποξεράκι και τον πήρα στο στόμα μου.

    “Good morning, all!” τον άκουσα να λέει μετά από λίγη ώρα, χωρίς η φωνή του να προδίδει το παραμικρό. Πήγα να σταματήσω, για να τον αφήσω να μιλήσει, αλλά εκείνος μου πίεσε ελαφρά το κεφάλι προς τα κάτω, δείχνοντάς μου ότι θέλει να συνεχίσω.

    Όπως και την προηγούμενη φορά που του είχα πάρει πίπα την ώρα που ήταν σε call, έτσι και τώρα ένιωθα αυτό το περίεργο μείγμα ντροπής και διέγερσης. Δεν ξέρω πως να το πω, εγώ να τσιμπουκώνω του καλού καιρού, και ο Maurice να συμμετέχει στο call σα να μην τρέχει κάστανο.

    Τουλάχιστον αυτή τη φορά, μετά τις αρχικές συστάσεις, ο Maurice έκλεισε κάμερα και μικρόφωνο. Δεν το είχα καταλάβει, μέχρι που του ξέφυγε ένας ηδονικός στεναγμός που συνοδεύτηκε από… καντάδα.

    “Yeah, baby! Suck my cock… yes… yes like that!” τον άκουσα να μου λέει με βραχνή φωνή, κάνοντάς με να συνεχίσω με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό.

    Και εκεί με έκοψε.

    «Δε βιαζόμαστε, το call είναι μέχρι τις 10:00,» μου είπε, κάνοντας με να καταλάβω ότι δεν ήθελε να βιάζομαι.

    Σταμάτησα ίσα για να του αισθησιακά “As you wish, Master!” και τον πήρα ξανά στο στόμα μου, αυτή τη φορά με πιο αργές κινήσεις.

    Μωρέ μου έδωσε και κατάλαβα, σχεδόν πιάστηκε το σαγόνι μου, τον έγλειφα και τον ρουφούσα πάνω από μισή ώρα, μέχρι που πιάνοντάς με από τα μαλλιά μου έδωσε να καταλάβω ότι ήθελε να επιταχύνω.

    Πέντε λεπτά αργότερα έλαβα και τους καρπούς των κόπων μου. Τον ένιωσα να αρχίζει να τρεμουλιάζει και εκεί αρπάζοντάς με από τα μαλλιά με κράτησε ακίνητη και… πήγε να με πνίξει. Τουλάχιστον σήμερα το πρωί ήταν γλυκούτσικο, ήταν και αυτό μια παρηγοριά.

    (Καλά, όχι ότι θα άλλαζε κάτι αν ήταν πικρό, έτσι 

    Όπως πάντα τον καθάρισα σχολαστικά από σάλια και… λοιπά υπολείμματα, και μόνο τότε σταμάτησα και τον κοίταξα.

    “Good katsika!” μου είπε χαχανίζοντας, και κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.

    Εγώ στο μεταξύ άρχισα να κουνάω το σαγόνι μου να ξεπιαστεί. Δε φτάνει πόση ώρα με “παίδευε”, είναι και μεγαλούτσικος, ζωή να έχει ο καλούλης μου, οπότε πως να μην νιώθω σα να έπαθα εξάρθρωση σαγονιού;

    «Θα ζητήσω επίδομα βαρέων!» τον κατηγόρησα με το που σηκώθηκα από κάτω.

    “It was a healthy load!” μου απάντησε χαχανίζοντας. “You make me breakfast; I’m making sure that you have your protein!” συνέχισε το δούλεμα.

    Healthy load… Όπως λέμε στην Κατρίνα έριξε ψιχάλα…

    «Δε θέλεις να κάνεις παιδιά κάποια στιγμή;» τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον με μισό μάτι. «Γιατί ρισκάρεις τη σωματική σου ακεραιότητα;» του είπα δείχνοντας τα δόντια μου, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

    “Damn… And after watching the video of your naming ceremony I should have known better!” μου έκανε γελώντας ακόμα πιο δυνατά.

    ΘΑ ΤΟΝ ΠΝΙΞΩ!

    Του έδωσα ένα φιλάκι και πήγα και έκατσα στο τραπεζάκι μου ανοίγοντας το laptop, και φυσικά ήταν και η στιγμή που ο Μπλάκι αποφάσισε ότι θέλει χάδια, θρονιάστηκε ακριβώς μπροστά από το mousepad και μου μπαστακώθηκε απαιτώντας να τον χαϊδέψω στην κοιλιά λες και του το χρωστούσα, του μούργου.

    «Θα με αφήσεις να κάνω καμιά δουλειά βρε ρεμάλι;» τον μάλωσα, κερδίζοντας το γέλιο του Maurice που μας παρακολουθούσε διασκεδάζοντας με το θέμα. Αντί απάντησης του έκανα την παντομίμα ότι του έκανα πίπα και μετά δάγκωσα εμφατικά τον αέρα.

    Έτσι, για να σφίγγουν οι κώλοι!

    (Δηλαδή ο δικός του, γιατί ο δικός μου απ’ ότι κατάλαβα θα χαλάρωνε εκ νέου μέσα στο Σ/κ.)

    Και μετά έπεσα και πάλι γιατί η ιστορία που του διηγήθηκα ήταν trigger και με έτρωγε μέσα μου το ότι δεν είχε πει ποτέ σε κανέναν τι ακολούθησε μετά το μπαρ. Δε μπορούσα να συγκεντρωθώ με τίποτα στο πρωινό call· έπρεπε να με ρωτήσουν δυο και τρεις φορές για να απαντήσω, κι εγώ έβγαινα στον αέρα σαν φοιτήτρια που έχει πάει στην εξέταση με σκονάκι και το ‘χει χάσει στο διάλειμμα. Δικαιολογήθηκα ότι είχα πονοκέφαλο, γιατί δεν είχα κοιμηθεί καλά.

    Με το που ξέμπλεξα, ξέμπλεξε κι ο αρκούδος μου. “Maurice?” του είπα διστακτικά, τραβώντας τη φωνή μου, λες κι αν το άπλωνα λίγο παραπάνω θα καθάριζε μόνο του το μυαλό μου.

    «Τι είναι μωρό μου;» με ρώτησε, σταματώντας αυτό που έκανε, και μ’ εκείνη τη χροιά που ανακατεύει την τρυφερότητα με την ανησυχία.

    Αναστέναξα, είχα πάρει την απόφασή μου. «Θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι,» είπα, κοιτάζοντας το πάτωμα λες και το ξύλινο πάτωμα είχε γίνει ξαφνικά το πιο ενδιαφέρον πράγμα του κόσμου.

    «Τι;» με ρώτησε, κι έπιασα εκείνο το τσίμπημα στο στομάχι.

    «Τότε… στην Πάρο…» ξεκίνησα να λέω και κόλλησα.

    «Πες μου ότι δεν πάτησες κανέναν με το αυτοκίνητο και τον εγκατέλειψες στη μέση του δρόμου!» μου πέταξε ο αρκούδος μου, μεταξύ σοβαρού και αστείου.

    «Όχι-όχι, τίποτα τέτοιο!» έσπευσα να τον διαβεβαιώσω, αν και μου ξέφυγε ένα νευρικό γελάκι.

    «Ε, τότε τι να μου εξομολογηθείς βρε βάσανο;» μου είπε κουνώντας το κεφάλι με προσποιητή απελπισία.

    «Απλά έκανα κάτι… που δεν το είπα ούτε στη Μαίρη…» συνέχισα.

    Ακόμα και το όνομά της με έσφιγγε στο λαιμό. Η Μαίρη ήταν ο εξομολογητής μου, η συνένοχός μου, και το να ‘χω κάτι κρυφό απ’ αυτήν με έκανε να νιώθω σαν να ‘χα πατήσει delete σε κομμάτι της ίδιας μου της ζωής.

    «Πάμε στο σαλόνι,» είπε ήρεμα και σηκώθηκε.

    Τον ακολούθησα μηχανικά, σαν μαθήτρια που την έχουν καλέσει στο γραφείο του διευθυντή. Κάθισε στον καναπέ και μου έκανε νόημα να μπω σε koala mode. Σαν να μου έλεγε: εντάξει, θα το πεις, αλλά θα το πεις με ασφάλεια. Έκατσα πάνω του, τον αγκάλιασα, και έχωσα το πρόσωπό μου ανάμεσα στο λαιμό και το ώμο του.

    «Για πες μου τώρα, τι είναι αυτό το φοβερό και τρομερό πράγμα που έκανες και δεν το είπες ούτε καν στη Μαίρη;»

    Πήρα βαθιά ανάσα. Αυτό που θα ξεστόμιζα το ήξεραν μόνο τρεις άνθρωποι, ή μάλλον… οι τρεις που το ζήσαμε και όσοι το άκουσαν από τις διηγήσεις των υπόλοιπων δύο της τριάδας.

    «Εκείνο το βράδυ… μετά…» ξεκίνησα και σταμάτησα προσπαθώντας να βρω το κουράγιο να συνεχίσω.

    «Ναι;» με ενθάρρυνε ο αρκούδος μου.

    «Έκανα τρίο…» του είπα νιώθοντας τις λέξεις να με καίνε.

    «Αυτό ήταν ρε Σόφη και μου πήγε και πάλι η ψυχή στα δόντια;» μου έκανε κοιτάζοντάς με μέ ένα μείγμα περιέργειας και… απελπισίας.

    «Αυτό!» του είπα κοιτάζοντας και πάλι χαμηλά. Ένιωσα το δάχτυλό του κάτω από το πηγούνι μου, καθώς έσπρωξε το κεφάλι μου προς τα πάνω για να με αναγκάσει να τον κοιτάξω.

    «Γιατί δεν το είπες στη Μαίρη;» με ρώτησε με ειλικρινή περιέργεια.

    Πήρα βαθιά ανάσα, τα μάτια μου τσούζανε ακόμα. «Μου άρεσε… μου άρεσε πολύ!» ξεστόμισα, κι ήταν σαν να άκουσα τον εαυτό μου να ομολογεί φόνο.

    Τα μάτια του Maurice γούρλωσαν. Δεν το περίμενε.

    “I don’t understand…” είπε κουνώντας το κεφάλι. “Honestly, I thought you kept it from her because you didn’t enjoy it, and you were afraid Mary would scold you for trying to copy her style when it wasn’t really your thing.”

    Και αυτό ακριβώς ήταν το παράλογο. Θα ήταν πιο εύκολο να πω στη Μαίρη ότι πέρασα χάλια, αν είχα περάσει όντως χάλια. Θα γελούσε, θα μου έλεγε “ε, τουλάχιστον τώρα το ξέρεις,” και θα τελείωνε εκεί.

    Αλλά όχι· το δικό μου πρόβλημα ήταν ότι για μια στιγμή, για ένα βράδυ, είχα γίνει λίγο Μαίρη. Και αυτό με τρόμαζε πιο πολύ από οτιδήποτε. Γιατί… γιατί η Μαίρη θα με ενθάρρυνε. Και… και δεν ήθελα να πάρω άλλο θάρρος.

    «Αυτό ήταν το πρόβλημα, Maurice…» του είπα παίρνοντας βαθιά ανάσα. «Ότι αν της έλεγα πόσο μου άρεσε, θα με ενθάρρυνε να το δοκιμάσω και πάλι.»

    “I still don’t get it…” μου είπε κουνώντας το κεφάλι του με απορία. “I mean, what did you expect? Of course she would be happy for you! Of course she would encourage you to explore your… let’s call it ‘extended’ sexuality’.”

    Στο τέλος χαμογέλασε πονηρά, κι εγώ δεν άντεξα και χαμογέλασα μαζί του.

    «Ντρεπόμουν…» του απάντησα μουρμουρίζοντας. «Τη Μαίρη τη θαυμάζω, την αγαπάω, φιλάω το χώμα που πατάει αλλά…»

    «Αλλά;» με ρώτησε γέρνοντας το κεφάλι του.

    «Δεν έχω και δεν μπορώ να αποκτήσω την ελευθεριότητά της. Με τρώνε τα ίδια μου τα σωθικά,» του απάντησα στενάζοντας. «Τη λατρεύω για αυτήν, τη θαυμάζω για αυτήν, αλλά… απλά… απλά δεν μπορώ…» του είπα χαμηλώνοντας και πάλι το κεφάλι μου.

    «Μάλιστα…» μου είπε. Μου χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Τώρα το κατάλαβα.»

    Με χάιδεψε και πάλι τρυφερά. «Ο πραγματικός σου φόβος δεν είναι οι εσωτερικές σου αναστολές…»

    «Αλλά;» τον ρώτησα με φωνή που έτρεμε.

    «Να μη νομίζει η Μαίρη ότι ντρέπεσαι για εκείνη,» μου είπε χαμογελώντας μου.

    Και ήταν η αλήθεια. Γιατί αν με πίεζε και της έλεγα «Εγώ δεν είμαι εσύ» για κάτι που είχα κάνει και μου είχε αρέσει, φοβόμουν πως θα το άκουγε σαν απόρριψη, σαν να ντρεπόμουν για εκείνη. Μα το πρόβλημα δεν ήταν εκείνη∙ ήμουν εγώ. Εγώ ντρεπόμουν για μένα, που άφησα τον εαυτό να χάσει τελείως τον έλεγχο.

    Και πώς να το πω αυτό χωρίς να ακουστεί λάθος;

    «Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε ο Maurice βλέποντάς με να έχω πέσει σε περισυλλογή.

    «Αυτό που μου είπες,» του απάντησα στενάζοντας. «Πώς να της το πω χωρίς να νομίζει ότι απορρίπτω την σεξουαλική της ελευθεριότητα; Θα είναι σα να απορρίπτω την ίδια τη Μαίρη.»

    «Σόφη μου…» ξεκίνησε ψάχνοντας να βρει τα λόγια. «Το να απορρίπτεις μια πράξη επειδή δεν ταιριάζει στον ψυχισμό σου, δεν είναι το ίδιο με το να απορρίπτεις αυτούς που την κάνουν.»

    Δεν απάντησα. Σούφρωσε λίγο τα χείλη του και έξυσε αμήχανα το μάγουλό του.

    «Ωστόσο, το κυρίως πρόβλημα δεν είναι αυτό…» μου είπε. «Το κυρίως πρόβλημα είναι γιατί νιώθεις εσωτερικές τύψεις που σου άρεσε το τρίο; Σε ποιον έχεις να λογοδοτήσεις;»

    «Σε μένα!» του απάντησα ξερά.

    Δάγκωσε τα χείλη του κοιτάζοντάς με σκεπτικός. «Γιατί;» με ρώτησε τελικά.

    «Γιατί… γιατί δεν είμαι τέτοια!» του απάντησα με σπασμένη φωνή.

    Ο Maurice δεν δίστασε ούτε στιγμή. «Ενώ η Μαίρη είναι;»

    Η φράση του με χτύπησε σαν σφαλιάρα∙ τόσο δυνατή που ένιωσα το κεφάλι μου να γυρίζει. Δεν κατάλαβε… όπως δεν θα καταλάβαινε και η Μαίρη, και ήταν ο λόγος που είχα φοβηθεί να της το πω.

    «Τι κακό πραγματικά έκανες, πέρα από το να πραγματοποιήσεις μια φαντασίωσή σου με τον τρόπο ακριβώς που ήθελες. In abstract, με δύο ουσιαστικά άγνωστούς σου, πού ούτε τους είδες ούτε τους ξέρεις.»

    Συνέχισα να τον κοιτάζω αμίλητη.

    «Δεν απάτησες κανέναν—και σηκώνει συζήτηση αν ένα τρίο ποιεί απιστία, εφόσον συμμετέχουν και οι δυο του ζευγαριού—δεν πλήγωσες κανέναν, και απ’ ότι η ίδια ομολόγησες σου άρεσε.»

    Σταμάτησε και πάλι και πήρε βαθιά ανάσα.

    «Τι κακό έκανες πέραν από το να περάσεις όμορφα;»

    Συνέχισα να μην απαντάω, το μυαλό μου είχε κολλήσει, δεν μπορούσα καν να σκεφτώ.

    “You’re not a whore, baby,” μου είπε τρυφερά ο Maurice. “The same way Mary is not a whore. It stung when I asked you ‘And Mary is?’, didn’t it?”

    «Όχι, Maurice, δεν είναι αυτός ο λόγος. Ο λόγος είναι ότι κατάλαβες λάθος, όπως θα καταλάβαινε και η ίδια η Μαίρη λάθος.»

    «Τότε;» με ρώτησε μπερδεμένος.

    «Γιατί εγώ δεν μπορώ να αφήνομαι όπως η Μαίρη, δεν μπορώ να μην έχω τον έλεγχο…» του απάντησα στενάζοντας. «Και εκείνη την βραδιά τον έχασα τελείως. Δεν… δεν ήταν μόνο το τρίο. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος φορούσανε προφυλακτικό!» του είπα χαμηλώνοντας και πάλι το κεφάλι μου. «Το ξέρω ότι έκανα μαλακία που θα μπορούσα να την πληρώνω για μια ζωή…»

    «Ρε Σοφία!» μου είπε κουνώντας το κεφάλι του.

    «Ήμουν ντίρλα… και… και δεν είχαμε προφυλακτικά μαζί μας…» προσπάθησα να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα.

    «Πες μου σε παρακαλώ ότι δεν το επανέλαβες ποτέ ξανά αυτό…»

    «Όχι, όχι…» τον διαβεβαίωσα. «Μόνο με… με τον Αργύρη το κάναμε με αυτό τον τρόπο, αλλά ήμασταν σε μόνιμη σχέση και ο Αργύρης, παρά τα κουσούρια του, ήταν μονογαμικός.»

    «Εξετάσεις είχε κάνει;»

    «Ναι, εννοείται!» του είπα. «Όπως κι εγώ… ήταν η συμφωνία μας πριν ξεκινήσουμε να κάνουμε σεξ χωρίς προφυλακτικό. Και… και ήταν μόνο για σεξ από πίσω, στο κανονικό φορούσε πάντα…»

    «Εξετάσεις έκανες μετά τον Αργύρη;» με ρώτησε και με το δίκιο του.

    «Ναι, έκανα. Maurice, μην ξεχνάς ότι είμαι εθελόντρια αιμοδότης…» του εξήγησα.

    «Τέλος πάντων,» μου είπε αναστενάζοντας.

    «Θα με χέσει η Μαίρη όταν της το πω!» του είπα στενάζοντας με τη σειρά μου.

    «Και δίκιο θα έχει!» μου είπε με αυστηρή φωνή. «Με τιμάει απίστευτα το γεγονός ότι νιώθεις τόσο άνετα και ασφαλής μαζί μου που μου το είπες, αλλά η Μαίρη… η Μαίρη είναι αδερφή σου, Σοφία.»

    «Έχεις δίκιο μωρό μου,» του είπα και έμπηξα τα κλάματα, και τόσο ώρα που κρατήθηκα πολύ ήταν.

    Δε μου είπε κάτι. Το μόνο που έκανε ήταν να με σφίξει στην αγκαλιά του και να με χαϊδεύει τρυφερά μέχρι που οι λυγμοί καταλάγιασαν.

    Δυο καθρέφτες ήταν, στ’ αλήθεια. Ο ένας με έδειχνε όπως είμαι τώρα, με το σώμα μου γυμνό κάτω από τον ήλιο, ευάλωτο και τρομαγμένο μήπως δε σταθεί αντάξιο του βλέμματός του.

    Ο άλλος γύριζε προς τα πίσω, έφερνε στο φως ένα μυστικό που με βάραινε χρόνια, μια ιστορία που δεν είχα τολμήσει να ξεστομίσω ούτε στη Μαίρη.

    Και στις δύο περιπτώσεις έσκυψα το κεφάλι μου, ντράπηκα, ήθελα να κρυφτώ. Και στις δύο, εκείνος με σήκωσε απαλά, με χιούμορ ή με τρυφερότητα, και με ανάγκασε να τον κοιτάξω κατάματα.

    Ήταν το ίδιο ερώτημα, απλώς ειπωμένο με διαφορετικά λόγια: «Μπορείς να με δεις όπως είμαι; Ολόκληρη; Με το παρόν μου και με το παρελθόν μου;»

    Και η απάντηση, η δική του απάντηση, ήταν πάντα η ίδια: «Ναι. Και δε σ’ αλλάζω για τίποτα.»

    And if you go chasing rabbits
    And you know you’re going to fall
    Tell ‘em a hookah-smoking caterpillar
    Has given you the call
    He called Alice
    When she was just small…

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  2. Arioch

    Arioch Τίποτα δεν πάει χαμένο... Premium Member Contributor

    Μέρος 26ο - Pixel art

    Επέστρεψα στη δουλειά με τα χίλια ζόρια, αλλά το μυαλό μου ήταν αλλού. Άνοιγα Excel, κι έβλεπα «Στήλη Α: Ενοχή, Στήλη Β: Ντροπή, Στήλη Γ: Κλάψε κι άλλο, Σόφη». Δεν είναι γελοίο; Τέσσερα χρόνια μετά, κι όμως ένιωθα σαν να είχε γίνει χθες. Δεν είχα κάνει κάτι προσωπικό στη Μαίρη, δεν την είχα προδώσει, κι όμως το μυστικό καθόταν μέσα μου σαν το χαλασμένο γαλακτομπούρεκο στο στομάχι.

    Έτρεμα τον εαυτό μου εκείνο το βράδυ. Είχα παραδοθεί τελείως με δύο ουσιαστικά αγνώστους μου και το είχα απολαύσει τόσο πολύ που είχα χάσει τελείως τον έλεγχο. Δεν είμαι Μαίρη που ξέρει πόσο να αφήνεται. Και αυτό με τρόμαζε περισσότερο απ’ όλα. Γιατί μια ζωή έλεγα πως «εγώ δεν τα ‘χω αυτά μέσα μου». Και να που μια νύχτα κραιπάλης με έκανε να ανακαλύψω ότι, μάντεψε, τα ‘χω.

    “Maurice?” ψιθύρισα πάλι, τραβώντας τη φωνή σαν μαθητριούλα που πάει να πει στην καθηγήτρια ότι ξέχασε το τετράδιο.

    «Τι είναι μωρό μου;» με ρώτησε γυρίζοντας προς το μέρος μου και σταματώντας αυτό που έκανε.

    Αναστέναξα και πάλι. “Still have to talk to Mary about that!” του είπα. «Πώς να της το πω;»

    «Θα της πεις την αλήθεια,» μου είπε και σηκώθηκε και πάλι από το γραφείο του και ήρθε προς το μέρος μου.

    «Μια κουβέντα είναι αυτό…» του είπα στενάζοντας.

    «Το ξέρω μωρό μου,» μου είπε χαϊδεύοντάς με καθησυχαστικά. «Μερικές φορές τα πιο απλά πράγματα είναι ταυτόχρονα και τα πιο δύσκολα…»

    «Θα με χέσει!» του είπα γελώντας νευρικά.

    «Σόφη μου, η Μαίρη είναι πολύ ευφυής για να μην το καταλάβει. Και αν δεν το καταλάβει θα της το εξηγήσεις, όπως μου το εξήγησες και μένα. Και δεν είναι καμιά τυχαία, είναι η καλύτερη σου φίλη.»

    «Ελπίζω να καταλάβει…» του κλαψούρισα.

    «Θα καταλάβει,» μου είπε συνεχίζοντας να με χαϊδεύει καθησυχαστικά. «Και αν σε γκαζώσει θα είναι γιατί σ’ αγαπάει, χαζούλα!» μου έκανε και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλάκι στα μαλλιά.

    Επιστρέψαμε και πάλι στις δουλειές μας και λίγο πριν τις μία, που θα κάναμε και οι δύο διάλειμμα, έστειλα μήνυμα στη Μαίρη αν μπορεί να μιλήσει στο τηλέφωνο. Αντί απάντησης, πέντε λεπτά αργότερα με πήρε η ίδια στο τηλέφωνό και πήγα στο σαλόνι ώστε να μπορέσουμε να μιλήσουμε χωρίς να ενοχλήσω τον Maurice.

    “Hello, baby!” μου μιμούμενη στην εντέλεια το ύφος της Καλουτά στο “Καλωσήρθε το δολάριο.”

    «Ο κήπος είναι ανθηρός!» της απάντησα, κάνοντάς την να χαχανίσει. «Τι κάνετε μαντάμ;» τη ρώτησα.

    «Μετράμε ώρες…» μου απάντησε μ’ ένα πνιχτό γελάκι.

    «Κ-ΑΨΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ…ρα» της έκανα κερδίζοντας νέα γέλια.

    «Βγαλ’ τη σκούφια σου και βάρα με!»

    «Τώρα μιλάμε για τις δικές σου πομπές!» της απάντησα χαχανίζοντας. «Σε πήρα για τα διαδικαστικά! Τι ώρα και πού;»

    «Μετά τις εννιά στον Αστέρα!» μου απάντησε.

    «Μωρή, τι θα πούμε στη ρεσεψιόν; Γεια σας ήρθαμε;» τη ρώτησα χαχανίζοντας.

    «Στη reception θα πείτε ότι έχετε κράτηση στο όνομα του κυρίου Maurice Mertens.»

    «Στο όνομα του Maurice έκανες την κράτηση;» την ρώτησα με ανοιχτό το στόμα.

    «Εννοείται!» μου απάντησε, λες και ήταν το πιο φυσιολογικό. «Όπως φυσικά εννοείται ότι είναι πληρωμένα μέχρι και τα ποτά του bungalow.»

    «Bungalow έκλεισες μωρή παλαβή; Αυτά κοστίζουν δυο νεφρά και τον πρωτότοκό σου!» της είπα με το σαγόνι μου να πέφτει στο πάτωμα.

    «Να συστηθούμε;» μου απάντησε ξινά.

    «Ρε συ Μαίρη…» της είπα διστακτικά… γιατί μαλάκα μου τι να της έλεγα; Αυτό ήταν πάνω από τρία χιλιάρικα.

    «Σόφη, δεν πας να δεις αν έρχομαι;» μου απάντησε αδιάφορα. «Λοιπόν, μετά τις εννιά!»

    «Μισό!!! Που θα σας βρούμε;»

    «Αφενός κοιτώντας στο διπλανό bungalow και αφετέρου ΚΙΝΗΤΟ ΡΕ ΟΥΦΟ!» μου είπε κάνοντάς μου να χαχανίσω. «Τίποτε άλλο, γιατί έχουμε και δουλειές;»

    «Βιάζεσαι να με ξεφορτωθείς μωρή;» της είπα χαχανίζοντας.

    «Αν συνεχίσουμε την ίδια συζήτηση θα σε κλείσω στη μούρη και το βράδυ ΚΑΙ θα σε δείρω ΚΑΙ θα σε γαμήσω. Και το πρώτο μπορεί να σου αρέσει αλλά το δεύτερο… θα σου αρέσει ακόμα περισσότερο!» μου είπε με υποτιθέμενα σατανική φωνή.

    Πήρα βαθιά ανάσα… «Έχεις χρόνο;»

    «Τι συμβαίνει;» με ρώτησε με μια σκιά ανησυχίας στη φωνή.

    «Τίποτα που να αφορά το παρόν…» τη διαβεβαίωσα. «Απλά…» είπα και κόμπιασα ψάχνοντας να βρω το κουράγιο.

    «Απλά;» με ρώτησε και τη φαντάστηκα να γέρνει το πρόσωπό της και να με κοιτάζει ερωτηματικά, κάτι που συνήθως μου έκοβε τα ποδάρια, ειδικά αν αυτό που θα της έλεγα ήταν μαλακία.

    Που συχνά ήταν, και τότε συνήθως πρώτα μου έριχνε δυο φάσκελα “για να μη μου τα χρωστάει,” και μετά έπεφτε το φιλικό ξεχέσιμο. Και δεν ήταν το ξεχέσιμο που φοβόταν, η Μαίρη ποτέ δε μου μιλούσε σκληρά, εγώ είμαι που μουντζωνόμουν σαν να μην υπάρχει αύριο.

    Δε βαριέσαι, τουλάχιστον σε αυτή την περίπτωση τη μούντζα στον εαυτό μου την είχα ρίξει ήδη…

    «Μωρή θα μου πεις ή θα με σκάσεις;» με ρώτησε κι εκεί έχασα το κουράγιο μου.

    «Να στο πω το βράδυ;» της είπα. «Θα με μουτζώσεις με χέρια και με πόδια, και προτιμώ να το ζήσω live!»

    «Θα σε δείρω;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

    «Και θα με δείρεις,» της απάντησα, κάνοντάς τη να χαχανίσει ακόμα πιο δυνατά.

    «ΟΚ, θα κάνω υπομονή μέχρι το βράδυ, αλλά φουκαριάρα μου αν είναι καμιά μαλακία…»

    «Μαλακία είναι!» την διέκοψα. «Και το βλέπω μπροστά μου. Θα με κοιτάξεις με το σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας, θα το επεξεργαστείς, θα με μουτζώσεις με χέρια και με πόδια, και θα με πας αίμα για τα επόμενα δυο-τρεις χιλιάδες χρόνια!» της είπα με μια ανάσα, προσπαθώντας να το κάνω να ακουστεί πιο ανάλαφρο απ’ όσο το ένιωθα μέσα μου.

    «Τι είναι μωρή; Λεσβίασες με καμιά άλλη στο παρελθόν και δε μου το λες για να μην πληγωθώ;»

    «Όχι, όχι!» της είπα βιαστικά. «Θα στα πω το βραδάκι μωρή, αν καταφέρω να σε ξεμοναχιάσω για λίγη ώρα…»

    «Κάπως θα σε βολέψω στο πρόγραμμά μου,» μου είπε χαχανίζοντας. «Α, και κοιτάχτε το βράδυ να είστε ντυμένοι καλά!»

    «Θα είμαστε!» τη διαβεβαίωσα. «Τι ώρα πετάει η καψούρα σου;»

    «Δεν είναι καψούρα μου!» μου απάντησε ξεροκέφαλα.

    «Γκούχου-γκούχου!»

    «Δε σχολιάζω! Στις 18:30 θα τον περιμαζέψω από το αεροδρόμιο.»

    Έβαλα τα γέλια.

    «Τι γελάς μωρή;» με ρώτησε.

    «Αφενός γιατί ακούγεσαι σαν ερωτευμένη πεταλουδίτσα!» της είπα και την άκουσα να μουρμουράει μέσα από τα δόντια της, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια. «Και αφετέρου γιατί μας είπες μετά τις εννιά, οπότε τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται!» συνέχισα χαχανίζοντας.

    «Χωνί θα μου τον κάνει η γλυκούλης μου,» με διαβεβαίωσε χαχανίζοντας ξεδιάντροπα. «Λοιπόν, σε κλείνω στη μούρη γιατί έχουμε και δουλειές!»

    «Στο καλό μωρό μου!» της είπα και μετά από μια καταιγίδα ΜΑΤΣ ΜΟΥΤΣ κλείσαμε το τηλέφωνο.

    Επέστρεψα στο γραφείο, ο Maurice ήταν ακόμα σε κλήση. Μιας και δεν μπορούσα να του μιλήσω του έστειλα μήνυμα στο κινητό ρωτώντας τον τι θέλει να φάμε. Δεν πεινούσα ιδιαίτερα είναι η αλήθεια, και δεν είχα και τίποτα που μπορούσα να μαγειρέψω στα γρήγορα, οπότε του έγραψα ότι σκόπευα να παραγγείλω από το e-food. Μου έκανε το “OK” με τον αντίχειρα του δεξιού του χεριού, δείχνοντάς μου ότι συμφωνούσε.

    «Θέλεις να πάρουμε τονοσαλάτα όπως τις προάλλες;» του έστειλα και μου έκανε και πάλι “OK” με τον χέρι. Μπήκα στο e-food και παράγγειλα, και μην έχοντας τίποτε άλλο να κάνω, συνέχισα να βγάζω τα μάτια μου στο SPSS.

    Το φαγητό δεν άργησε να έρθει, οπότε εκεί έκανε το διάλειμμά του και ο Maurice και πήγαμε να φάμε με τον Μπλάκι να μας ακολουθεί κατά πόδας γιατί αν δεν μας έκανε την τράκα του θα έσκαγε. Και έκανε τράκα και από τους δύο, και αυγό και τόνο, κατάλαβες ο κύριος;

    «Αααχ,» έκανε ο αρκούδος μου όταν άδειασε και το δεύτερο κουτάκι μπύρας. «Ποιος γυρνάει τώρα στη δουλειά;» ρώτησε με ένα κωμικό μείγμα απόγνωσης και ωμής δυστυχίας.

    «Κουράγιο αρκούδι μου, λίγες ώρες έμειναν ακόμα και μετά ζωάρα!» προσπάθησα να τον παρηγορήσω.

    «Και τι ζωάρα!» μου έκανε συμφωνώντας. «Σε bungalow πέντε αστέρων και με εσένα να έχεις μου διηγηθείς πικάντικη ιστορία!» είπε τρίβοντας το χέρι του… ε, βέβαια, η αλεπού κοκοράκια ονειρεύεται.

    …ή έστω κοτούλες που για ένα βράδυ είχαν εκτροχιαστεί και οργιάσει σε μια παραλία στην Πάρο.

    «Εμ βέβαια, εσένα το μυαλό σου στο κοκό!» τον πείραξα. «Εμένα που θα με μαυρίσει στο ξύλο η Μαίρη δε με λυπάσαι καθόλου!»

    «Θα έχει και ξύλο;;; Γουστάρω!» μου έκανε χαχανίζοντας, κάνοντάς με να του πετάξω τη χαρτοπετσέτα στη μούρη.

    Για το μέγεθός του είναι εντυπωσιακά ευκίνητος ο αρκούδος μου, για πότε βρέθηκα στα γόνατά του με τον κώλο γυμνό και τα βρακιά κατεβασμένα ούτε που το κατάλαβα.

    (καλά, εννοείται ότι το κατάλαβα, αλλά ήμουν ανυπάκουη κατσίκα και έτσι κάθισα να φάω αδιαμαρτύρητα το ξύλο μου σαν άντρας… Ή έστω καυλωμένο κοριτσάκι!)

    Εντωμεταξύ παραήταν σιγανές και έτσι προέβην στις δέουσες διαμαρτυρίες. «Δε σε τάισα αρκούδι μου;» τον ρώτησα και με κοίταξε για μερικές στιγμές δίχως να καταλαβαίνει. Όταν κατάλαβε ωστόσο, το κατάλαβε και το κωλαρίνι μου που στο τέλος έγινε κατακόκκινο.

    “Now you’re talking!” τον πείραξα χαχανίζοντας όταν άρχισαν να πέφτουν οι πιο δυνατές.

    Είχε γίνει πύραυλος και έτσι όταν με άφησε γονάτισα για να τον πάρω στο στόμα μου αλλά με σταμάτησε. «Δεν προλαβαίνουμε μωρό μου,» μου είπε απολογητικά, «έχω call…»

    «Μπορούμε να συνεχίσουμε στο call!» του είπα κλείνοντάς του το μάτι πονηρά.

    «Δυστυχώς σε αυτό δε γίνεται μωρό μου, ένα κομμάτι της παρουσίασης θα το κάνω εγώ και… θα μου είναι κομμάτι δύσκολο…»

    «Ουφ καλά…» του είπα και καλά υποχωρητικά. «Να ξέρεις ότι μου χρωστάς, πάντως!»

    «Μην ανησυχείς, το βράδυ που θα μου διηγηθείς αναλυτικά τις πομπές σου…» είπε και έκανε μια παύση γεμάτη υποσχέσεις.

    Chances are ότι με αυτά που θα του έλεγα δε θα έμενε στην πίπα… οπότε καλού-κακού θα έπαιρνα μαζί μου και το λιπαντικό, γιατί χωρίς αυτό μετά έτσουζε πολύ, Θανάση μου.

    Και εκεί, στο τελείως άκυρο, θυμήθηκα ότι είχα να πάρω τηλέφωνο και την μικρή μου ξαδέρφη για να της πω χρόνια πολλά. Πήγα στο σαλόνι για να μην ενοχλήσω τον Maurice και την πήρα τηλέφωνο.

    «Σόφη!!!!» άκουσα τη χαρούμενη φωνή της Κατερίνας.

    «Μωρό μου!!!» της έκανα αγαπουλινιάρικα, κάνοντάς τη να χαχανίσει. «Χρόνια σου πολλά αγάπη μου, πολύχρονη! Να σε χαιρόμαστε!!!!»

    «Ευχαριστώ Σόφη μου!!!! Τι κάνεις, που είσαι; Η γιαγιά είπε ότι θα κατέβεις τέλη Αυγούστου!»

    «Υποτίθεται ότι δουλεύω!» της είπα χαχανίζοντας. «Αλλά έκανα ένα διάλειμμα για να σου πω τα χρόνια πολλά!»

    «Καλά έκανες!»

    «Και θα έρθω όντως τέλη Αυγούστου, βασικά για να σου κόψω τα ποδάρια!» της είπα χαχανίζοντας.

    «Να μου κόψεις τα ποδάρια; Γιατίιιιιιιιι;» με ρώτησε με θεατρικά παραπονιάρικη φωνή.

    «Για να παραμείνω η πιο ψηλή εγγόνα!» της είπα, κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια. «Για πες τώρα σουσουράδα, κανένα αμόρε έχουμε;»

    «Αμόρε; Cringe!!!! Μιλάς σαν τη γιαγιά!» μου είπε βάζοντας και πάλι τα γέλια. “Boomer!”

    «Ε όχι και boomer ρε κωλόπαιδο!» της είπα γελώντας, η πιτσιρίκα ήταν απίθανη.

    «Έχω και από αυτό, τον Μηνά,» μου είπε ντροπαλά. «Πριν κανένα μήνα τα φτιάξαμε!»

    «Μπράβο σου μωρό μου…» της είπα και μετά μπήκα σε mode μεγάλης ξαδέρφης. «Και Κατερινιώ μου… δε χρειάζεται να βιάζεσαι…»

    «Θα σας ειδοποιήσουμε!» μου απάντησε ξεδιάντροπα.

    «Η σημερινή νεολαία δεν έχετε κανένα σεβασμό…» της είπα αλλά η μικρή μου την είχε φυλαγμένη.

    «Ενώ εσύ ας πούμε τη φιλάς για το γάμο!» μου απάντησε κοροϊδευτικά.

    Έβαλα τα γέλια… εκεί που ήταν ήμουνα εδώ που είμαι θα έρθει. «Όχι, και ούτε είχα τέτοιο σκοπό…» της είπα και σταμάτησα. «Αλλά ξέρεις κάτι; Θα μπορούσα να έχω διαλέξει κάποιον πολύ καλύτερο…» της είπα αναστενάζοντας ελαφρά.

    «Ναι, καταλαβαίνω τι λες,» μου είπε με σιγανή φωνή.

    «Τέλος πάντων, από τα λάθη μας μαθαίνουμε…» της απάντησα. «Κράτα μόνο αυτό, αγάπη μου, δε χρειάζεται να βιάζεσαι…»

    «Το ξέρω μωρέ Σοφία, σε πείραζα πριν. Το ίδιο μου λέει και η Μαρία.»

    «Αλήθεια, η αδερφή σου που είναι;» τη ρώτησα αλλάζοντας κουβέντα.

    «Έχει κατέβει Ηράκλειο με το μπαμπά, θα έρθουν το απόγευμα!»

    «Εντάξει ματάκια μου,» της είπα. «Λοιπόν, θα πρέπει να σε κλείσω γιατί έχω κάνει διάλειμμα στη ζούλα. Σ’ αγαπώ πολύ! Χιλιόχρονη και ευτυχισμένη, και θα τα πούμε και από κοντά τέλη Αυγούστου!»

    «Σ’ ευχαριστώ Σόφη μου!»

    «Να μου φιλήσεις τη Μαρία και τους θείους!» της είπα.

    «Κι εσύ το θείο και τη θεία…» είπε και χαχάνισε. «Και τον Βέλγο σου!»

    «Χαχαχα, εντάξει αγάπη μου! Φιλάκια!» της είπα και κλείσαμε το τηλέφωνο.

    Γύρισα στο δωμάτιο/γραφείο όπου ο Maurice ήταν ακόμα σε call. Κάθισα στο γραφείο μου αναστενάζοντας ελαφρά χωρίς ιδιαίτερη όρεξη. Η σκέψη ότι σε μερικές ώρες θα ήμασταν στον Αστέρα δε με άφηνε να συγκεντρωθώ στη δουλειά.

    Γύρισα στο δωμάτιο/γραφείο όπου ο Maurice ήταν ακόμα σε call. Κάθισα στο γραφείο μου αναστενάζοντας ελαφρά, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη. Η σκέψη ότι σε μερικές ώρες θα ήμασταν στον Αστέρα δε με άφηνε να συγκεντρωθώ στη δουλειά.

    Έκλεισα το αρχείο που είχα ανοιχτό και άνοιξα το chess.com να κάνω καμιά άσκηση στο σκάκι για να καθαρίσει λίγο το μυαλό μου. Αν και σε καμία περίπτωση δεν είμαι σαν τον αδερφό μου, είμαι αρκετά αξιοπρεπής παίχτρια—το ELO μου είναι λίγο πάνω από 1300. Για την ακρίβεια: 1307. (Ναι, αυτά τα επτά ποντάκια μετράνε!)

    Σε μια άσκηση για αποφυγή παγίδων μου έβγαλε την παρακάτω διάταξη: 1rb2br1/p2k1p1p/p3p3/6p1/4qP2/1N4P1/P2P3P/1R3RK1 w - - 0 1.

    Έγειρα μπροστά, κοίταξα τη σκακιέρα προσεκτικά. Τα λευκά ήταν στριμωγμένα, και καλά.

    Δεν τον άκουσα να πλησιάζει—μόνο ένιωσα την ανάσα του στον λαιμό μου και μετά το φιλί του στα μαλλιά.

    «Παίζεις με κάποιον;» με ρώτησε χαμηλόφωνα.

    «Όχι, κάνω ασκήσεις,» του απάντησα γυρίζοντας χαμογελαστή. «Εδώ έχω τα άσπρα και τα μαύρα μου έχουν στήσει μια παγίδα στην οποία δεν πρέπει να πέσω!»

    Έσκυψε πάνω από τον ώμο μου, το χέρι του ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας μου. Ολόκληρη η παρουσία του με τύλιξε.

    «Μμμ… έξυπνο!» μου είπε με το γνωστό του χαμόγελο.

    «Την βρήκες κι εσύ;»

    «Εντάξει, μπορεί να μην είμαι σαν κι εσένα…» ξεκίνησε, κι εγώ τον έκοψα αμέσως.

    «Μφφφ… σιγά την grand mistress… 1300 ELO έχω!» είπα και γέλασα.

    «Εγώ δεν έχω ούτε 500!» μου είπε γελώντας. «Αλλά ακόμα κι εγώ βλέπω ότι αν παίξεις Nc5, κάνεις ματ… στον εαυτό σου!» χαχάνισε.

    «Ακριβώς!» του είπα, δείχνοντας με το ποντίκι τη σκακιέρα.

    Αυτή ήταν η παγίδα: νόμιζες ότι έκανες royal fork (βασιλιάς, βασίλισσα και πύργος), αλλά έτρωγες ματ σε μία κίνηση. Ο μαύρος αξιωματικός θα έπαιρνε τον ίππο στο h5, και σε συνεργασία με τη βασίλισσα στο e4 και τον άλλο αξιωματικό στο b7… πάπαλα. Καλά το είπε ο αρκούδος μου, ήταν σα να έκανες ματ στον εαυτό σου!

    «Τι θα έπαιζες εδώ;» τον ρώτησα.

    «Χμμμ…» έκανε, το χέρι του βρήκε τον ώμο μου και έμεινε εκεί καθώς σκεφτόταν. «Θα έπαιζα Rc1, για να καλύψω το c5. Μετά θα συνδύαζα τον ίππο στο b3 και το πιόνι στο d2 για να διώξω τη βασίλισσα.»

    «Σωστά!» του είπα με χαμόγελο.

    «Μετά… θα έσπρωχνα το πιόνι στο h3,» πρόσθεσε, κάνοντας την κίνηση στον αέρα με το δάχτυλο. «Δίνεις χώρο στον βασιλιά, ενώνεις τους πύργους… Οκ, και πάλι τα μαύρα είναι καλύτερα, αλλά τουλάχιστον τα λευκά μπορούν να το παλέψουν.»

    «Σωστά!» είπα και έπαιξα τις κινήσεις στην οθόνη. Η άσκηση είχε τρεις κινήσεις, πρώτα τον πύργο, μετά τον ίππο και το πιόνι. Το chess.com μας ενημέρωσε ότι λύσαμε την άσκηση.

    «Και μπράβο μας!» είπα γελώντας. Εκείνος χαμογέλασε και φίλησε ξανά τα μαλλιά μου.

    (Και μπράβο μας όντως… κι ας έχει εκείνος ELO «ούτε 500». Στην πραγματικότητα, σε ό,τι με αφορά, τον βλέπω grandmaster παντού.)

    Τελικά τον παρέσυρα και έκατσε δίπλα μου και συνεχίσαμε να κάνουμε ασκήσεις στο chess.com. Έσπρωξα λίγο την καρέκλα μου για να του κάνω χώρο. All-in-all πήγαμε (δηλαδή πήγα, κάποιες από τις ασκήσεις ήταν πέραν των γνώσεων και της εμπειρίας του) αρκετά καλά. Κάποιες παραήταν ζόρικες, και δυο φορές την πάτησα κι εγώ, αλλά εντάξει, γι’ αυτό υπάρχουν οι ασκήσεις.

    «Θέλεις να παίξουμε μεταξύ μας;» με ρώτησε. «Το ξέρω ότι δεν έχω καμιά τύχη,» βιάστηκε να συμπληρώσει και μετά χαχάνισε. «Η ευκαιρία σου για spanking!»

    “Oh, sweet innocent teddy-bear!” του είπα χαϊδεύοντάς τον τρυφερά στο μάγουλο. “This won’t be spanking; this would be a bloodbath!”

    “Don’t care!” μου απάντησε ξεροκέφαλα. “Do your best!”

    “Your funeral!” του απάντησα χαχανίζοντας και σηκώθηκε και πήγε και έκατσε στο laptop του.

    Όπως ήταν αναμενόμενο κέρδισα εύκολα τις πρώτες δυο παρτίδες. Στην τρίτη όμως είδα τον Maurice να σκύβει πιο κοντά στην οθόνη του, συγκεντρωμένος. Πήγε πολύ καλύτερα, το ίδιο και στην τέταρτη.

    Στην πέμπτη μάλιστα προσπάθησε να μου στήσει και μια παγίδα, αλλά την είδα και του έστησα τη δική μου παγίδα. Τον είδα να χαμογελάει πλατιά καθώς νόμιζε ότι με είχε, και ο αρκούδος μου κατάπιε το δόλωμα σα χάνος.

    “Ough!” είπε πέφτοντας πίσω στην καρέκλα του χαχανίζοντας. “That hurt!”

    “Well, baby, as they say, when it seems too good to be true, it usually is…” του απάντησα κλείνοντάς του παιχνιδιάρικα το μάτι.

    « Je vous hais, sales petits Schtroumpfs !» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. “How do I say this in Greek?”

    «Σας μισώ απαίσια στρουμφάκια!» του είπα γελώντας ακόμα.

    “Σα μισώ απαισιά στγουμφακιά» μου είπε με ελαφρά γαλλική προφορά.

    «Όχι “Σα”, “Σας”,» ξεκίνησα να τον διορθώνω. Έδειξα με το δάχτυλο κάθε συλλαβή. «Απαίσια στρουμφάκια,» συνέχισα διορθώνοντας τον τονισμό του καθώς και το ρο.

    “Yeah, that!” μου είπε κουνώντας το χέρι του χωρίς να το επαναλάβει. “Or, as my father would have said: Ik haat jullie, vuile kleine Smurfen!”

    «Ικ χατ γιούλι, φάιλε κλάινε σμούρφεν!» του είπα προσπαθώντας να μιμηθώ την προφορά του.

    “Yes! That’s correct!” μου είπε με μάτια που έλαμπαν από παιδιάστικο ενθουσιασμό.

    «Αγκαλίτσα;» του έκανα αγαπουλινιάρικα ανοίγοντας τα χέρια μου.

    “Bear huuuuuuuuuuug!” μου φώναξε και με το που σηκώθηκε από το γραφείο του, σηκώθηκα κι εγώ και πήδησα πάνω του κάνοντάς και πάλι το κοάλα.

    “Best place ever!” του δήλωσα χώνοντας το πρόσωπό μου στο λαιμό του και αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά ενώ ο αρκούδος μου με κρατούσε γερά με τα χέρια του κάτω από τους γοφούς μου.

    Με άφησε απαλά κάτω και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά. Μετά μου έχωσε και μια παιχνιδιάρικη στα μεριά μου και +10 γιατί τον παρασέρνω.

    «Καλά σου κάνω!» του δήλωσα και προς επίρρωση του έκανα και ένα μεγαλοπρεπέστατο BRRRRRRRRRRRRRRRRRRR στο λαιμό. «Ναι, ξέρω, +10 για αντίσταση κατά της αρχής, σας μάθαμε κύριε!» συνέχισα πειρακτικά κερδίζοντας επάξια άλλη μια στα μεριά μου.

    Δεν την πάλευα. Ούτε καν. Δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσω να συγκεντρωθώ για να γυρίσω στο SPSS οπότε, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, έπιασα ένα από τα δεκάδες Crystal Reports που είχα γράψει και έκανα τις κοσμητικές αλλαγές που μου είχαν ζητήσει.

    Και σαν να μην έφτανε αυτό, η SAP (που κακό χρόνο να ‘χει) αποφάσισε να τερματίσει τα Crystal Reports. Τέρμα. Τέλος. Σαν να σου παίρνουν το εργαλείο που—όσο κι αν το έβριζες—ήταν δικό σου. Και τώρα; Νέα πλατφόρμα. Από την αρχή.

    Δεν τα λάτρευα τα Crystal, αλλά τα είχα μάθει. Τα είχα φάει με το κουτάλι. Ήξερα πού πονάνε, πού κολλάνε, πού σε αφήνουν να περάσεις. Και τώρα; Άλλο σύστημα. Άλλος τρόπος σκέψης. Άλλος πόνος.

    Και καλά, είχαμε δώσει σε εξωτερικό συνεργάτη να μεταφέρει τα reports. Αλλά μέσα σ’ αυτά τα reports υπήρχε ψυχή. Business logic θαμμένο σε custom functions, σε calculated fields, σε μικρές λεπτομέρειες που μόνο εγώ ήξερα γιατί τις είχα γράψει έτσι και όχι αλλιώς. Και τώρα; Ξαναγράψιμο τα πάντα. Από την αρχή.

    Και άντε να θυμηθείς γιατί είχες βάλει εκείνο το function να κάνει το τάδε workaround. Γιατί το Crystal είχε τον δικό του τρόπο—τον “Crystal Reports way”—που σε έκανε κάποιες φορές να τραβάς τα μαλλιά σου για να κάνεις κάτι που θεωρούσες ότι είναι απλό για ένα reporting εργαλείο.

    Και φυσικά, να εξηγώ το business logic στους αναλυτές. Να επαληθεύω τα νέα reports. Να μάθω τα νέα εργαλεία. Και όταν είδα για πρώτη φορά τη νέα πλατφόρμα, μου ήρθε να βάλω τα κλάματα. Ήταν άλλος κόσμος.

    Ναι, σου έδινε περισσότερη ελευθερία. Ναι, μπορούσες να κάνεις query σε live data. Αλλά έπρεπε να χτίσεις και universes—cubes—για να φτιάξεις το δικό σου data model. Και εκεί ήταν τα ζόρια.

    Και φυσικά, νέο UI. Νέες συντομεύσεις. Νέες λογικές. Για έναν άνθρωπο που είχε μάθει τα Crystal σαν τυφλό σύστημα, ήταν σαν να του άλλαζες τα πλήκτρα στο πιάνο και να του έλεγες “παίξε”.

    Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε universes, cubes, και calculated fields, άρχισα να νιώθω σαν να με είχαν πετάξει σε escape room χωρίς οδηγίες. Κάθε βήμα ήταν παγίδα. Κάθε επιλογή, γρίφος. Και το χειρότερο; Δεν υπήρχε “hint” κουμπί. Μόνο εγώ, η μνήμη μου, και κάτι documentation που έμοιαζε γραμμένο από εξωγήινους με εμμονή στο XML.

    Το UI της νέας πλατφόρμας; Σαν να προσπαθείς να οδηγήσεις Tesla με manual από Lada του ‘85. Όλα ήταν πιο “μοντέρνα”, πιο “ευέλικτα”, πιο “cloud-ready”—αλλά εγώ απλώς ήθελα να βγάλω ένα report χωρίς να χρειαστεί να κάνω meditation πριν πατήσω “Run”.

    Και φυσικά, οι αναλυτές να περιμένουν. “Σοφία, πότε θα είναι έτοιμο το νέο report;” “Γιατί το πεδίο ‘CustomerSegment’ τώρα βγάζει null;” “Σοφία, γιατί δεν βλέπουμε τα δεδομένα του προηγούμενου μήνα;” Και εγώ να θέλω να απαντήσω: “Γιατί το σύμπαν μισεί τα reports. Γι’ αυτό.”

    Αλλά δεν το έλεγα. Χαμογελούσα. Έπαιρνα βαθιά ανάσα και προσπαθούσα να γράψω functions σε python (που μέχρι να την βάλουν στο SPSS και στο Excel δεν είχα ιδέα ότι υπήρχε σα γλώσσα) και αν δεν είχα ChatGPT και Claude θα είχα βουτήξει από τον εικοστό όροφο!

    Αν και ο χρόνος φάνηκε σα να είχε κολλήσει, έφτασε επιτέλους η ευλογημένη ώρα να κλείσω το laptop μου. Ο Maurice είχε λίγο ακόμα οπότε τον άφησα να πάω να ταχτοποιήσω τα πράγματα που θα παίρναμε μαζί μας. Πρώτα όμως έπρεπε να πάρω την Ευτύχω για να την αγγαρέψω.

    Το τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές πριν το σηκώσει. «Γκρεμίστηκε κανένας φούρνος;» με ρώτησε αντί να μου πει καλησπέρα.

    «Μπορείς να το πεις κι έτσι!» ξεκίνησα την εισαγωγή. «Μαμά, θέλω μια χάρη!»

    «Τι χάρη;» με ρώτησε.

    «Μας έχει καλέσει η Μαίρη σε ένα διήμερο με το Maurice,» της είπα χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες, «οπότε αν μπορείς έλα σε παρακαλώ αύριο και την Κυριακή το πρωί να του βάλεις την υγρή του τροφή.»

    «Τελευταία στιγμή μου το λες;» με μάλωσε.

    «Ήταν ξαφνικό ρε μαμά… την ξέρεις τη Μαίρη τώρα…» της είπα νιώθοντας τύψεις, γιατί όντως της το είπα τελευταία στιγμή ενώ το διήμερο το είχαμε πει από προχθές.

    «Τέλος πάντων,» μου είπε στενάζοντας. «Τι κάνει ο Maurice?»

    «Εδώ είναι,» της απάντησα χαμογελαστή. «Κάναμε σήμερα home office, αλλά δεν έχει τελειώσει ακόμα.»

    «Χαιρετισμούς να του δώσεις! Α, και μην ξεχάσεις να πάρεις τηλέφωνο την Κατερίνα!» μου υπενθύμισε.

    «Θα του τους μεταβιβάσω!» τη διαβεβαίωσα. «Όσον αφορά την Κατερίνα την πήρα τηλέφωνο το μεσημέρι και της είπα κιόλας ότι τέλη Αυγούστου θα κατέβουμε στη Λεβεντογέννα!»

    Μιλήσαμε λίγη ώρα ακόμα και όταν κλείσαμε γύρισα στο γραφείο να δω τι κάνει ο αρκούδος μου. Είχε λίγη ώρα ακόμα μπροστά του, οπότε πήγα στο αποθηκάκι και έβγαλα το μεγάλο μου σακβουαγιάζ και επέστρεψα στο δωμάτιο και άρχισα να ταχτοποιώ τα πράγματα που θα έπαιρνα μαζί μου.

    Μέχρι να τελειώσω, είχε τελειώσει και ο αρκούδος μου και ήρθε και με βρήκε στο δωμάτιο. Θα έπρεπε έτσι κι αλλιώς να περάσουμε από το σπίτι να πάρουμε τα δικά του πράγματα, οπότε όταν τελείωσα ήμασταν πρακτικά έτοιμοι να φύγουμε.

    Και φυσικά να έχουμε τον Μπλάκι που την ανθίστηκε ότι θα τον αφήναμε μόνο του να μας κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο κατηγορία, οπότε για ακόμα μία φορά επιστράτευσα τα μεγάλα μέσα. Βέβαια πήρα ρίσκο, γιατί έτσι και έμπαινε στο γατομεταφορέα του, θα τον παίρναμε αναγκαστικά μαζί μας, αλλά με το που τον είδε εξαφανίστηκε σαν να τον κυνηγάνε όλα τα σκυλιά της περιοχής.

    «Χαχαχα, καλό κόλπο!» είπε ο Maurice. «Τι θα έκανες ωστόσο αν έμπαινε μέσα;»

    «Θα είχαμε γκρίνια για όλο το διήμερο!» του απάντησα χαχανίζοντας.

    Σε κάθε περίπτωση του γέμισα δύο μπολ με ξηρά τροφή, για σήμερα και για αύριο, και μετά κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο του Maurice, που δε φτάνει που είχε το laptop του, ζαλώθηκε και το σακβουαγιάζ μου, «για όλους αρχής,» μου δήλωσε και έγραψα και άλλες είκοσι, δέκα για κατά φαντασίαν αντίσταση κατά της αρχής και άλλες δέκα για το «κατά φαντασίαν.»

    Δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν σπίτι του, και αφού πήραμε τα πράγματα που θέλαμε ξεκινήσαμε για τον Αστέρα. Αυτή τη φορά του είπα να πάει από Αττική οδό για να βγει στη Βάρης-Κορωπίου, και αν και μετά την Ευελπίδων φάγαμε κίνηση, γύρω στις οκτώ παρά ήμασταν στον Αστέρα.

    Εντάξει, να πω ότι χάζεψα θα ήταν λίγο. Το bungalow μας ήταν μεγάλο σα διαμέρισμα με την τεράστια βεράντα του να βλέπει θάλασσα και με τραπέζι κάτω από τη σκιά πεύκων.

    Με το που τακτοποιηθήκαμε, έστειλα μήνυμα στη Μαίρη ότι φτάσαμε. Δεν ήθελα να την πάρω τηλέφωνο από το φόβο μην την κόψω, αλλά με πήρε εκείνη.

    «Έλα μωρό μου!» της είπα απαντώντας το τηλέφωνο.

    «Φτάσατε;» με ρώτησε.

    «Ναι, φτάσαμε και είμαστε στη βεράντα και χαζεύουμε τη θέα!»

    «Ωραία, βάλτε μαγιό και κάντε ένα hop δίπλα, να χαζέψουμε όλοι μαζί τη θέα από την πισίνα!» μου είπε χαχανίζοντας.

    «Καλά που κουβαλήσαμε κουστούμια και φορέματα!» της είπα χαζογελώντας.

    «Αύριο αυτά! Άντε, κουνηθείτε!» μου είπε και μου έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα.

    Γύρισα προς το Maurice. «Αρκούδι μου, βάλε το μαγιό σου!»

    «Θα πάμε θάλασσα τέτοια ώρα;» με ρώτησε απορημένος.

    «Όχι, θα πάμε δίπλα στην Μαίρη, έχει πισίνα και μας περιμένουν!»

    “OK!” μου απάντησε χαχανίζοντας και μπήκαμε μέσα για να βάλουμε τα μαγιό μας.

    «Φρόνιμα!» τον ψευτομάλλωσα καθώς με το που έμεινα γυμνή από πάνω ήρθε από πίσω μου και με χούφτωσε και άρχισε να μου μαλάζει τα στήθη.

    “Bad katsika!” μου είπε και μου έχωσε μια στα μεριά όλη δική μου, κάνοντάς με να χοροπηδήσω, αλλά με άφησε στην ησυχία μου.

    Λίγη ώρα αργότερα ήμασταν στο bungalow της Μαίρης και κάναμε και γνωριμία με την καψούρα της. Δεν ξέρω τι μυαλά κουβαλούσε ο Νικηφόρος—αν και για να κρασάρει η Μαίρη μαζί του αποκλείεται να ήταν ακατοίκητος—αλλά εμφανισιακά ήταν Άδωνις

    (ΌΧΙ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, ΦΤΟΥ-ΦΤΟΥ)

    “Let me introduce you,” είπε η Μαίρη με σταθερή φωνή, αλλά ξέροντάς την καλά, κατάλαβα ότι η ψυχούλα της το ήξερε. Αμ δεν ήταν ο Νικηφόρος που χρειαζόταν επιβεβαίωση, η Μαίρη ήταν. Μαλάκα μου την είχε δαγκώσει για τα καλά τη λαμαρίνα.

    “Nikifore, Sophy as I told you is my best friend. And Maurice is her boyfriend,» ξεκίνησε τις συστάσεις.

    Ο Maurice χαμογέλασε εγκάρδια και έδωσε το χέρι του στο Νικηφόρο.

    “Hello, Nikifore, nice to meet you!” του είπε και του έσφιξε το χέρι.

    “Hello Maurice,” του απάντησε χαμογελώντας και μετά γύρισε προς εμένα.

    “Nice to mee you, Sophy,” του είπα κι εγώ χαμογελώντας με τη σειρά του και δίνοντάς του το χέρι. Η χειραψία του ήταν σταθερή και ζεστή, κερδίζοντας έτσι τους πρώτους πόντους στην εκτίμησή μου.

    Μετά τις χαιρετούρες και τις συστάσεις καθίσαμε στη βεράντα. Ένιωθα λίγο awkward καθώς ήμασταν όλοι με τα μαγιό μας, αν και ο βασικός λόγος είναι ότι είμαι introvert του κερατά. Από την άλλη ο Maurice δεν είχε τέτοια θέματα, και όταν στην κουβέντα ο Νικηφόρος ανέφερε ότι το μεταπτυχιακό του ήταν στο Pixel Art σχεδόν χοροπήδησε στην καρέκλα από τον ενθουσιασμό του.

    “Pixel Art;” ο Maurice τινάχτηκε λες και τον είχαν βάλει στην πρίζα. “Wait, that’s your master’s?”

    «Διδακτορικό,» τον διόρθωσε ο Νικηφόρος χαμογελώντας ντροπαλά. «Ναι… αν και ξεκίνησε από κάτι πιο απλό. Ο πατέρας μου είχε ένα παλιό Amstrad, με δισκέτες. Έπαιζα τα παιχνίδια του και κόλλησα. Στην αρχή ήταν απλώς νοσταλγία, αλλά μετά άρχισα να βλέπω πόση τέχνη κρύβεται στους περιορισμούς. Τα λίγα χρώματα, τα τετράγωνα sprites… Όλη η αισθητική του μέσου γεννήθηκε επειδή το hardware δεν μπορούσε παραπάνω.»

    Ο Maurice κοίταξε πρώτα εμένα και μετά τη Μαίρη με μάτια που έλαμπαν. “See? He gets it! That’s what I’ve been telling you all along!”

    «Ναι μωρέ, το κατάλαβα!» του απάντησα γελώντας.

    “I’m a retro-computer guy myself,” είπε στον Νικηφόρο, σκύβοντας μπροστά σαν να του εκμυστηρευόταν μυστικό. “… I even write games. Just for fun.”

    «Σοβαρά;» Ο Νικηφόρος σήκωσε το βλέμμα του με πραγματική περιέργεια, τα μάτια του έμειναν καρφωμένα πάνω του. «Εγώ το βλέπω σαν καμβά, σαν αισθητική. Εσύ φτιάχνεις ολόκληρα παιχνίδια;»

    “Yeah! Nothing AAA, but playable,” είπε ο Maurice χαμογελώντας περήφανα.

    Εκεί μπήκα κι εγώ στη μέση. «Όχι απλά playable» διαμαρτυρήθηκα εγώ. «Θα πρέπει να σου δείξει το Dexelor!»

    Ο Νικηφόρος έγειρε μπροστά, στηρίζοντας τους αγκώνες του στα γόνατα, σχεδόν σαν παιδί που ακούει παραμύθι. «Τι είναι αυτό;»

    «Παιχνίδι που έγραψε ο Maurice! Και δεν είναι απλά playable, είναι ΚΑ-ΤΑ-ΠΛΗ-ΚΤΙ-ΚΟ!» του είπα με περηφάνεια.

    «Για λέγε!» μου έκανε με ενδιαφέρον.

    Πήρα μια ανάσα, θυμούμενη εκείνη τη βραδιά. «Η οθόνη έγινε μαύρη κι εμφανίστηκε ο τίτλος του παιχνιδιού με γράμματα σαν φωτιά, χρυσοκόκκινα, να μοιάζουν με λάβα. Μετά διάλεξα να παίξω… και ξαφνικά όλα ζωντάνεψαν!» είπα με θαυμασμό που δεν μπορούσα να κρύψω.

    «Τα χρώματα ήταν πλούσια, έντονα, σχεδόν καρτουνίστικα. Οι μικρές φιγούρες κινούνταν απίστευτα ομαλά—μέχρι και το φόντο κυλούσε πιο αργά από το προσκήνιο, σαν αληθινό τοπίο!» συνέχισα με πάθος ιεροκήρυκα, κάνοντας τη Μαίρη να χαχανίσει και τον αρκούδο μου να λιώσει πάνω στην καρέκλα.

    «Και μετά οι εχθροί… με περικύκλωσαν λες και είχαν μυαλό. Στην τρίτη ενέδρα, ορκίζομαι ότι ένας μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω πριν με χώσει στη φάκα του. Και μετά… GAME OVER. Κόκκινα γράμματα να αναβοσβήνουν και να με κοροϊδεύουν!»

    «Θέλω να το δω!!!!» είπε ο Νικηφόρος σαν παιδάκι μπροστά στη βιτρίνα ζαχαροπλαστείου.

    «Ευχαρίστως!» του απάντησε ο Maurice με μάτια που άστραφταν. «Και αν θέλεις μαζί με το παιχνίδι μπορώ να σου δώσω και τα sprites και τα backgrounds, τα έχω φτιάξει σε art studio.»

    «ΜΙΛΑΣ ΣΟΒΑΡΑ;» είπε ο Νικηφόρος που πετάχτηκε σχεδόν από την καρέκλα του. «Στο Art Studio??? Όπως οι παλιοί;»

    «Το μόνο που κάνω σε σύγχρονα συστήματα είναι το code development και ο Luc που έγραψε τη μουσική στο Arcos Tracker 3,» του εξήγησε ο Maurice.

    «Θα ήθελα πολύ να τα δω!» του είπε ο Νικηφόρος κοιτάζοντας τον αρκούδο μου σα σκυλάκι που ζητιανεύει treat. «Και έχω ακόμα τον Amstrad, τον προσέχω σαν τα μάτια μου!»

    Όπως είχαν ανάψει και οι δυο τους και μιλούσαν και φωνάζανε σαν παιδάκια, η Μαίρη γύρισε προς τα μένα.

    «Να δεις που στο τέλος θα μας παρατήσουν και θα πάνε να ζήσουν το nerdy έρωτά τους,” μου είπε χαχανίζοντας, κάνοντας με να βάλω τα γέλια, αλλά το πρόσωπό της έλαμπε καθώς ο αρχικός της φόβος για το πως θα μας φανεί ο Νικηφόρος είχε πάει περίπατο.

    Ποιος να μου το έλεγε πριν τρεις εβδομάδες και δεν θα τον μούτζωνα με χέρια και με πόδια. Εγώ και η Μαίρη με τ’ αγόρια μας—έστω η Μαίρη με ένα από τ’ αγόρια της—ερωτευμένες και οι δυο μέχρι τα μπούνια, να καθόμαστε μπροστά από μια πισίνα και να πίνουμε τις μπύρες μας με το retro computing σαν παγοθραυστικό.

    (Μαλάκα μου τι λέω; Πριν τρεις εβδομάδες δεν ήξερα καν ότι υπάρχει retro computing! Κοίτα τι μπορεί να φέρει ένα swipe right στο Tinder!!!)

    Νικηφόρος και Maurice είχαν βυθιστεί τόσο στη συζήτηση, που σχεδόν τους τραβήξαμε από τα τσουλούφια για να μπούμε και οι τέσσερις στην πισίνα.

    «Ο Andy Warhol μπορεί να περιμένει!» δήλωσε η Μαίρη, καθώς η συζήτησή τους είχε πάει στην pop art, «εγώ όχι!» τους μάλωσε.

    «Βασικά ο Andy Warhol μας έχει αφήσει από το 1987,» πήγε να τη διορθώσει ο Νικηφόρος, εισπράττοντας ένα κεραυνό από την Μαίρη.

    “Si, Padrone!” της έκανε αυτή τη φορά ο Maurice, το οποίο συνοδεύτηκε από ένα “BRRRRRRRRRRR”. Και μετά πήρε φόρα και έσκασε βόμβα στην πισίνα γεμίζοντάς μας νερά.

    «Χειροβομβίδααααααααααααα!» έκανε ο Νικηφόρος (ναι, και αυτό nerdy αναφορά ήταν όπως μας εξήγησε αργότερα, από το παιχνίδι “Worms”) και βούτηξε κι εκείνος.

    «Ρε δε γαμιέται!» είπε η Μαίρη και βούτηξε και εκείνη στο νερό, και έτσι, τι να κάνω η δόλια, βούτηξα κι εγώ στην πισίνα και πήγα αμέσως και έκανα το κοάλα στον αρκούδο μου, με αποτέλεσμα να πάμε και οι δύο στον πάτο, τα έχουν αυτά οι ενθουσιασμοί μέσα στο νερό!

    Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουμε. Η νύχτα είχε πέσει, ζεστή και βελούδινη, κι εμείς ήμασταν ακόμα μέσα, να πειραζόμαστε, να βουτάμε, να σπρώχνουμε ο ένας τον άλλον στο νερό. Η Μαίρη είχε κολλήσει στον Νικηφόρο σαν βεντούζα κι εγώ έβλεπα το πρόσωπό της να λάμπει.

    Αν δεν μας είχε κόψει όλους μαύρη πείνα, δεν θα βγαίναμε με τίποτα. Και τότε ο αρκούδος μου πέταξε την πρόταση της βραδιάς

    “Guys, do you fancy street food?”

    «ΜΕΡΑΚΛΗΣ!» σχεδόν τσίριξα από τον ενθουσιασμό μου.

    Ντυθήκαμε πρόχειρα και οι τέσσερις και αποφασίσαμε να πάμε με το αυτοκίνητο του Maurice καθώς στο GRάκι της Μαίρης θα στριμωχνόμασταν. Ο Φλοίσβος δεν είναι πολύ μακριά από τη Βουλιαγμένη, μια κίνηση τη φάγαμε, όπως γίνεται σε κάθε καλοκαιρινό βράδυ Παρασκευής που σέβεται τον εαυτό του.

    Γυρίσαμε και πέσαμε στα σάντουιτς και τις μπύρες σαν τις ακρίδες. Τι άλλο θέλει κανείς; Όμορφη καλοκαιρινή βραδιά, πισίνα, καλή παρέα, καλό φαγητό και η μπύρα να ρέει άφθονη, στο τέλος δεν είναι να απορείς που πέσαμε στις ξαπλώστρες σαν δράκοι Κομόντο σε καταληψία.

    Και το ακόμα καλύτερο είναι ότι κατάφερα επιτέλους, όταν τα αγόρια πήγαν να πάρουν μπύρες από το περίπτερο—γιατί, εννοείται, τις είχαμε ξεσκίσει—να ξεμοναχιαστούμε με τη Μαίρη και να της πω το …μεγάλο μυστικό μου.

    «Σιγά μωρή!» της είπα, βλέποντάς την να τους χαζεύει όσο απομακρύνονταν. «Στο περίπτερο πάνε, όχι στον πόλεμο!»

    «Ρε, τους έχω ικανούς να μας παρατήσουν και να πάνε να ζήσουν τον homo-nerdy έρωτά τους!» μου είπε, γελώντας αλλά και αναστενάζοντας λίγο παραπάνω απ’ όσο ήθελε να δείξει.

    «Δεν έχει γεννηθεί άντρας που θα παρατήσει τη Μαίρη!» της απάντησα, χαϊδεύοντάς της τρυφερά το χέρι. «Αντίθετα, μέχρι πρότινος πίστευα ότι δεν έχει γεννηθεί άντρας που θα κάνει τη Μαίρη να χάσει τα μυαλά της για πάρτη του…»

    «ΔΕΝ ΤΑ ΕΧΩ ΧΑΣΕΙ!»

    «Όχι, απλώς τα έχεις δανείσει προσωρινά!» της είπα με το πιο αθώο μου ύφος.

    «ΣΑΣ ΜΙΣΩ ΑΠΑΙΣΙΑ ΣΤΡΟΥΜΦΑΚΙΑ!» μου είπε σαν πεισμωμένο πεντάχρονο, και σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος.

    «Ικ χατ γιούλι, φάιλε κλάινε σμούρφεν!» της είπα βάζοντας τα γέλια. «Σήμερα μου το έμαθε ο αρκούδος μου όταν τον ξεβράκωσα στο σκάκι!»

    «Σκάκι παίζατε μωρή;» με ρώτησε βάζοντας τα γέλια.

    «Τις κουμπάρες θα τις παίξουμε το βράδυ! Το πρωί ήμασταν φρόνιμοι!» της απάντησα με νόημα, κάνοντάς τη να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.

    Καθίσαμε αμίλητες για μερικές στιγμές. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν οι μακρινοί της πόλης και το θρόισμα των φύλλων των δέντρων. Έπιασα τον εαυτό μου να χαζεύει το φως που τρεμόπαιζε πάνω στην πισίνα.

    Η Μαίρη έγειρε λίγο στο πλάι, με το κεφάλι στηριγμένο στο χέρι, και με κοίταξε. Αλλά όχι με ματιά που σε ζυγίζει αλλά ματιά που σε ξεκλειδώνει. Ήσυχη… φιλική… γεμάτη αγάπη, γεμάτη «εγώ είμαι εδώ…»

    «Τι είναι;» ρώτησε χαμηλόφωνα. «Έχεις εκείνο το βλέμμα που βγάζεις όταν κρατάς κάτι μέσα σου και σου τρώει το συκώτι.»

    Πήρα μια ανάσα. «Μαίρη, έχω να σου πω κάτι που δεν σου είχα πει ποτέ…» είπα τελικά, και η φωνή μου βγήκε λίγο πιο σπασμένη απ’ όσο ήθελα. «Θα με μουτζώσεις με χέρια και με πόδια…» προσπάθησα να ελαφρύνω το κλίμα, αλλά εκείνη δεν γελούσε πια—απλώς με κοίταζε, με εκείνη την τρυφερότητα που έχουν μόνο όσοι σε αγαπούν πραγματικά.

    «Μωρή, αν μου πεις ότι λεσβίασες με κάποια άλλη από εμένα θα το πάρω προσωπικά και θα σε πνίξω στην πισίνα!» είπε τελικά, σπάζοντας την ένταση, κι εγώ ξέσπασα στα γέλια από ανακούφιση.

    «Λύσσαξες!» της έκανα χαχανίζοντας. «Όχι, δεν σε έχω απατήσει με καμία!»

    «Αν ποτέ αποφασίσεις να εξερευνήσεις το …dark side, να ξέρεις ότι έχω dibs πάνω σου και θα το πάρω πολύ προσωπικά!» μου είπε χαχανίζοντας με τη σειρά της.

    «Είμαι σίγουρη,» της απάντησα βάζοντας και πάλι τα γέλια. «Μπορείς να κοιμηθείς ήσυχη ωστόσο, είσαι η πρώτη και η τελευταία μου ομοφυλοφιλική εμπειρία!»

    «Ναι, δεν ακούγεται καλά αυτό!» μου απάντησε κάνοντας και τις δυο μας να βάλουμε εκ νέου τα γέλια. «Για λέγε τώρα!»

    «Στην Πάρο… ουζώθην…»

    «ΟΡΙΣΤΕ;;;;;» με ρώτησε γουρλώνοντας τα μάτια.

    «Θυμάσαι ένα βράδυ που είχα βγει εγώ με το Μανώλη και εσύ με τον Etienne?»

    «Ξεχνιέται;» μου είπε αναστενάζοντας λες και της είχαν πέσει τα καράβια έξω, ο Etienne την είχε κάνει να ακουστεί μέχρι την …Αντίπαρο!

    «Δεν έμεινα στην πίπα στην τουαλέτα,» της είπα ξεφυσώντας και της διηγήθηκα σε γενικές γραμμές τι έγινε εκείνη την βραδιά.

    «Γιατί δε μου το είπες;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με στα μάτια.

    «Γιατί με τρόμαξε Μαίρη. Όσο και αν μου άρεσε έχασα τον έλεγχο κι εγώ δεν είμαι εσύ. Και φοβήθηκα μην παρεξηγήσεις τι σημαίνει το εγώ δεν είμαι εσύ.»

    Την κοίταξα σχεδόν δακρυσμένη.

    «Μαίρη, δεν ντρέπομαι για εσένα. Αλλά… αλλά δε μπορώ να μην έχω τον έλεγχο, δεν ξέρω να αφήνω τον εαυτό μου χωρίς να με μαζεύω μετά με τα κουταλάκια.»

    «Το κατάλαβα,» μου είπε χαϊδεύοντάς με τρυφερά. «Και με το Maurice?»

    «Μαζί του νιώθω ασφάλεια…» της είπα ανασηκώνοντας απλά τους ώμους μου.

    Η Μαίρη πήρε το χέρι μου στα χέρια της και το έσφιξε για μερικές στιγμές. Μου χαμογέλασε και πάλι τρυφερά και ήταν η μόνη απάντηση που είχε για μένα αξία.

    Και με ένα «ΑΛΛΑ ΘΑ ΜΟΥ ΤΑ ΠΕΙΣ ΟΛΑ ΜΕ ΤΟ ΣΙ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΝΙΓΜΑ!» έγινε ξανά η Μαίρη που γνώρισα και αγάπησα αυτά τα δέκα χρόνια. Το χέρι της σφίχτηκε γύρω από το δικό μου, τραβώντας με πιο κοντά της.

    «Θα στα πω επί τροχάδην τώρα αλλά στο υπόσχομαι ότι όταν ξαναβρεθούμε μόνες θα σου τα πω χαρτί και καλαμάρι!» τη διαβεβαίωσα, πιάνοντας και τα δύο της χέρια στα δικά μου. «Θυμάσαι που εκτός από τον Μανώλη γούσταρα και ένα barman?»

    «Ναι! Αυτού που δούλευε στο μπαρ όταν πήρες πίπα στις τουαλέτες!» μου απάντησε, σκύβοντας πιο κοντά μου με περιέργεια.

    «Ναι, αυτός. Ε…» ξεκίνησα να λέω διστακτικά, τα δάχτυλά μου νευρικά να παίζουν με την άκρη του ποτηριού μου. «Του… του έκανα και αυτού πίπα!» της είπα, το βλέμμα μου κολλημένο στο τραπέζι.

    «Στην τουαλέτα;» με ρώτησε γουρλώνοντας τα μάτια της, το σώμα της τραβήχτηκε ελαφρώς προς τα πίσω από την έκπληξη.

    «Στην παραλία!» της απάντησα σφίγγοντας τα χείλη μου, το κεφάλι μου έγειρε λίγο στο πλάι. «Μαζί με το Μανώλη!» Τα χέρια μου σφίχτηκαν σε γροθιές πάνω στα γόνατά μου.

    «Έκανες bukkake μωρή; So proud!» μου είπε βάζοντας τα γέλια, χτυπώντας το ένα της χέρι με ενθουσιασμό στο τραπέζι.

    «Βασικά ξεκίνησε έτσι αλλά…» ξεκίνησα να της λέω διστακτικά και σταμάτησα, τα δόντια μου σφίχτηκαν στο κάτω χείλος μου, προσπαθώντας να μαζέψω το κουράγιο μου. Τα μάτια μου κλείσανε για μια στιγμή, πήρα μια βαθιά ανάσα. Η Μαίρη δε με πίεσε, το σώμα της χαλάρωσε και περίμενε, με άφησε να συνεχίσω με το ρυθμό που μπορούσα.

    «Είχα ερεθιστεί τόσο πολύ που έχασα τελείως τον έλεγχο…» της είπα ξεφυσώντας, τα χέρια μου τινάχτηκαν ελαφρά στον αέρα σε μια χειρονομία αδυναμίας. «Ζήτησα από τον Μανώλη… να μπει μέσα μου…» της είπα κοιτάζοντας στο πουθενά, ο λαιμός μου τραβήχτηκε καθώς κατάπια με δυσκολία.

    «Σιγά τον έλεγχο που έχασες μωρέ!» μου είπε εμφανώς ξαλαφρωμένη, ακουμπώντας το χέρι της ανάλαφρα στον ώμο μου. «Φοβήθηκα μην ήταν τίποτα χειρότερο.»

    «Τον έχασα, Μαίρη!» της είπα κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά. «Ο Μανώλης δεν είχε προφυλακτικά μαζί του και ήμουν τόσο καυλωμένη που του έδωσα κώλο…» της εξήγησα στενάζοντας στο μέγεθος της απίστευτης μαλακίας που είχα κάνει εκείνο το βράδυ. Τα χέρια μου σκέπασαν το πρόσωπό μου για μια στιγμή, τα δάχτυλα πίεσαν τους κροτάφους μου.

    «Σοφία…» ξεκίνησε να μου λέει η Μαίρη, το σώμα της γέρνοντας προς το μέρος μου, αλλά την διέκοψα, το χέρι μου σηκώθηκε σε χειρονομία να σταματήσει.

    «Το ξέρω ρε Μαίρη, το πρόβλημα ήταν που του ζήτησα να με πάρει χωρίς προφυλακτικό, λες και ο τρόπος θα είχε ιδιαίτερη σημασία αν είχε κανένα AIDS…» είπα με ραγισμένη φωνή.

    Αναστέναξα και πάλι «Και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν ήταν πίπα όπως στην τουαλέτα, του ζήτησα να με πάρει με τρόπο που είχε μεγαλύτερο κίνδυνο να μου δημιουργήσει πληγή που θα έφερνε την καταστροφή…» συνέχισα ξεφυσώντας.

    «Και όχι μόνο αυτό…» συνέχισα κοιτώντας το πάτωμα, «αλλά μετά είχε και δεύτερο γύρο… Ο Άλκης, ο μπάρμαν, με πήρε και εκείνος από πίσω. Αφέθηκα να με γαμήσουν από τον κώλο δύο άνδρες χωρίς καπότες…»

    Κούνησα το κεφάλι μου απελπισμένη, τα δάχτυλά μου πλέχτηκαν νευρικά μεταξύ τους. «Δε σκεφτόμουν καθαρά… δε σκεφτόμουν καθόλου…» Σήκωσα αργά το βλέμμα μου και την κοίταξα στα μάτια, τα δικά μου γυαλισμένα. «Εσύ μπορείς να αφήνεσαι χωρίς να χάνεις τον έλεγχο… εγώ δεν ξέρω να το κάνω…» Η φωνή μου έσπασε λίγο στο τέλος.

    Πήρε τα χέρια μου στα δικά της και με χάιδεψε τρυφερά, οι αντίχειρές της σχηματίζοντας μικρούς κύκλους στις παλάμες μου. Το πρόσωπό της μαλάκωσε, έσκυψε πιο κοντά, τα μάτια της κοίταζαν απαλά τα δικά μου. «Κι εγώ έχω το μερίδιό μου στις μαλακίες της στιγμής, και το ξέρεις…» μου είπε συνεχίζοντας να μου χαϊδεύει το χέρι, τώρα με πιο σταθερό, καθησυχαστικό ρυθμό. «Μου αρκεί που το κατάλαβες.»

    «Ήθελα να στο πω… αλλά φοβόμουν… φοβόμουν ότι θα με ενθάρρυνες να το συνεχίσω… minus φυσικά τη μαλακία που έκανα σεξ χωρίς προφυλακτικό…» της είπα με φωνή που έτρεμε, τα δάχτυλά μου σφίχτηκαν γύρω από τα δικά της.

    «Ένιωσες φτηνή;» με ρώτησε απλά, χωρίς κρίση, το κεφάλι της έγειρε ελαφρά στο πλάι.

    «Ένιωσα ηλίθια!» της απάντησα ξερά, τραβώντας τα χέρια μου πίσω και σταυρώνοντας τα μπροστά στο στήθος μου.

    «Τότε, χαζούλα, έχεις την απάντησή σου για το πως θα το είχα πάρει αν μου το είχες πει…» μου είπε μιλώντας μου τρυφερά, ξανά απλώνοντας το χέρι της και ακουμπώντας απαλά το μπράτσο μου. «Δεν πειράζει, κάλιο αργά παρά ποτέ!»

    Χαμογέλασα αβέβαια, τα χείλη μου τραβήχτηκαν διστακτικά προς τα πάνω, τα μάτια μου ακόμα χαμηλωμένα.

    «Και αν εξαιρέσουμε το προφυλακτικό…» ξεκίνησε χαμογελώντας μου πονηρά με το φρύδι σηκωμένο. “So proud!” μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι.

    Ήταν τόσο καθαρτικό το συναίσθημα που άρχισα να γελάω σαν ηλίθια, παρασύροντας μαζί και τη Μαίρη. Και όχι τίποτε άλλο αλλά εκείνη τη στιγμή επέστρεψαν ο Maurice με τον Νικηφόρο, και άντε να τους πείσεις ότι δεν ήπιαμε μπάφο στη ζούλα έτσι όπως μας βρήκαν την μία πάνω στην άλλη να κλαίμε από τα γέλια.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---