Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Εν Σοφία εποίησεν

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 22 Ιουνίου 2025.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Contributor

    Μέρος 25ο - Down the rabbit hole

    Λίγη ώρα αργότερα, καθώς είχε πάει μετά τα μεσάνυχτα και είχαμε πρωινό ξύπνημα, πήγαμε στο δωμάτιο να ξαπλώσουμε. Ο Μπλάκι που είχε σκαρφαλώσει στο γατόδεντρό του άνοιξε ίσα-ίσα ένα μάτι για να μας δει, αλλά δεν έκανε τον κόπο να μας ακολουθήσει. Μάλλον μας τη φύλαγε το κοπρόγατο ακόμα για τον Morty.

    «Λοιπόν,» μου είπε με το που βολεύτηκα στην αγκαλιά του, «τι άλλο έχεις κάνει “δημοσίως” πέραν αυτού που μου είπες;»

    «Ορεξούλες;» τον ρώτησα νιώθοντας το μποξεράκι του να φουσκώνει πάνω στο μηρό μου.

    “Guilty as charged!” απάντησε. Με γύρισε στο πλάι και περνώντας το αριστερό του χέρι κάτω από το λαιμό μου, με χούφτωσε στο αριστερό στήθος και άρχισε να μου το μαλάζει. “Tell me a story,” μου είπε με βραχνή φωνή.

    “OK!” απάντησα χαμογελώντας, και ας μη με έβλεπε. «Εκείνο το καλοκαίρι, δυο μέρες μετά τον Ιταλό, είχα πάει με έναν Έλληνα,» ξεκίνησα να του λέω. «Δεν ξέρω πως, αλλά ήξερε όλους τους μπάρμαν.»

    Αναστέναξα στην ανάμνηση, που πάντως δεν ήταν σωματικά δυσάρεστη. Γιατί εκείνη η βραδιά είχε και συνέχεια, μια συνέχεια την οποία ούτε η Μαίρη δεν την είχε μάθει.

    «Γιατί στενάζεις;» με ρώτησε σταματώντας για μερικές στιγμές να μαλάζει τα στήθη μου και με ελαφριά ανησυχία στη φωνή.

    «Γιατί αποδείχτηκε αυτό που ήξερα βαθιά μέσα μου—δεν είμαι Μαίρη,» του απάντησα. «Από την άλλη, έχοντας ως φαντασίωση τη σεξουαλική μου χρήση… ας πούμε ότι στην Πάρο την εκπλήρωσα…»

    Δεν ήθελα να πω ψέματα στον αρκούδο μου αλλά από την άλλη δεν ένιωθα ακόμα έτοιμη να του πω όλη την αλήθεια, πόσο μάλλον όταν δεν την είχα πει στην ίδια τη Μαίρη.

    «Συνέχισε,» μου είπε τσιμπώντας μου ελαφρά τη ρώγα.

    «Εγώ ήμουν ο συνήθως δοτικός και people pleaser εαυτός μου. Στον Έλληνα μάλιστα κατάπια κιόλας. Αλλά οι παρτενέρ μου, πέραν των απολύτως βασικών, δεν έκαναν τίποτα παραπάνω.»

    Το μυαλό μου πήγε σε μια παλιότερη συζήτηση που είχα κάνει με τη Μαίρη προσπαθώντας να καταλάβω πώς μπορεί να το έχει τόσο εύκολο το σεξ με ουσιαστικά αγνώστους της…



    «Ναι, υπάρχει και αυτό το ρίσκο,» μου είχε εξηγήσει. «Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που χωρίζει τον μερακλή ψαρά από τον μαλάκα που πέρασε ένα απόγευμα να τον νταλακιάζει ο ήλιος με το καλάμι στο χέρι,» συνέχισε με το ύφος φιλοσόφου που ανακάλυψε το νόημα της ζωής.

    «Να υποθέσω ότι εγώ είμαι ο μαλάκας κι εσύ ο καλός ψαράς;» τη ρώτησα σταυρώνοντας τα χέρια μου ελαφρά εκνευρισμένη.

    «Αγάπη μου, είπα “μερακλής,” όχι “αποτελεσματικός”» απάντησε χαχανίζοντας.

    Την κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω που το πάει. «Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί κατά τα φαινόμενα είμαι χαζή και δεν το πιάνω…» της είπα ξερά.

    «Σόφη μου, μη συγχίζεσαι, δεν το είπα για να σε προσβάλλω,» μου είπε απαλά. Έπιασε το χέρι μου. «Ο μερακλής δεν ψαρεύει για να γεμίσει το καλάθι του. Ψαρεύει γιατί του αρέσει το ίδιο το ψάρεμα!»
    Χαμογέλασε.

    «Ο μαλάκας είναι αυτός που σπατάλησε το χρόνο του πάνω στο βράχο και εκνευρισμένος έφυγε να πάει στο ιχθυοπωλείο.»

    Έκανε μια παύση για έμφαση.

    «Ο μερακλής από την άλλη πέρασε την ώρα του με τρόπο που ο ίδιος γούσταρε. Αν έπιασε ψάρια, τόσο το καλύτερο. Αν όχι; Δεν πειράζει, μια άλλη μέρα.»

    «Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πάλι εγώ είμαι ο μαλάκας,» της απάντησα ξεφυσώντας.

    «Και θα συνεχίσεις να είσαι αν δεν απολαμβάνεις το σεξ στην ολότητά του,» συνέχισε. Σηκώθηκε και κάθισε πιο κοντά μου. «Ποιος σου είπε ότι έχω οργασμούς κάθε φορά που κάνω σεξ;»

    «Μα αν δεν κάνεις για τον οργασμό, γιατί κάνεις;» τη ρώτησα απορημένη.

    «Γιατί μ’ αρέσει να κάνω σεξ!» Άνοιξε τα χέρια της εκφραστικά. «Γιατί απολαμβάνω να τον νιώθω μέσα μου. Μ’ αρέσει να νιώθω το βάρος τους πάνω μου.»

    Έκανε μια μικρή παύση.

    «Γιατί απολαμβάνω να κάνω πίπες. Γιατί απολαμβάνω να με παίρνουν από πίσω. Ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο έχω οργασμούς, αλλά μ’ αρέσει να το κάνω.»

    Με κοίταξε στα μάτια.

    «Μ’ αρέσει να βλέπω τα πρόσωπά τους να με κοιτάζουν αποβλακωμένα. Η κλιμάκωση είναι το κερασάκι, όχι η τούρτα. Ευπρόσδεκτη, φυσικά, αλλά όχι απολύτως απαραίτητη για να πω ότι ευχαριστήθηκα το γλυκό!» συνέχισε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.

    Δεν είχα τι να της απαντήσω…


    «Γιατί σταμάτησες;» με ρώτησε ο Maurice, η φωνή του χαμηλή, σχεδόν ψιθυριστή.

    «Συγγνώμη, μωρό μου…» είπα τρίβοντας το μάτι μου με την παλάμη. «Σκεφτόμουν κάτι που μου είχε πει η Μαίρη τότε.»

    Με γύρισε προς το μέρος του, θέλοντας να με βλέπει. Το βλέμμα του ήταν γεμάτο περιέργεια… αλλά όχι ανησυχία—αβεβαιότητα. Ναι, αυτό ήταν, αβεβαιότητα.

    «Ότι μια λεπτή γραμμή χωρίζει τον μερακλή ψαρά από τον μαλάκα που πέρασε ένα απόγευμα να τον νταλακιάζει ο ήλιος με το καλάμι στο χέρι.»

    Ο Maurice δεν μίλησε. Μόνο χάιδεψε απαλά το μπράτσο μου, περιμένοντας.

    Του διηγήθηκα τον διάλογο με τη Μαίρη· τη φιλοσοφία της για το σεξ, την ιδέα ότι η πράξη καθαυτή είναι η ουσία, πως η κλιμάκωση δεν είναι πάντα το ζητούμενο.

    Όταν τελείωσα, έμεινε σιωπηλός για λίγο. Το βλέμμα του είχε μαλακώσει, σαν να επεξεργαζόταν κάτι βαθύτερο.

    “Well… both you and Mary have valid points,” είπε τελικά, χαϊδεύοντας το πρόσωπό μου με τα δάχτυλά του. “For me truth lies somewhere between…”

    Σταμάτησε για μερικές στιγμές σα να έψαχνε τις λέξεις. “While I seek climax while doing sex, it’s not always about climaxing.” Πέρασε το χέρι του τρυφερά πάνω από τα μαλλιά μου. “After all, you can climax all by yourself,” μου είπε χαμογελώντας σκανταλιάρικα.
    Με κοίταξε στα μάτια. “Sex is more than carnal pleasure. It’s about connection. Intimacy. About doing things that pleasure your partner… and the joy of pleasuring them.” Χαμογέλασε τρυφερά. “It’s way more intricate.”

    «Εγώ είμαι result-oriented gal…» ψέλλισα, προσπαθώντας να το ελαφρύνω.

    Ο Maurice δε μου χαρίστηκε. “Mary is even more so,” μου υπενθύμισε. “But she doesn’t measure pleasure with KPIs. For her, having a good time is the KPI. That’s the metric. That’s the point.”

    “Ugh…” έκανα τάχα μου νευριασμένη. “I hate you both!”

    “No, you don’t,” μου είπε και μου έκανε ένα τρυφερό ping στη μύτη.

    “No, I don’t,” παραδέχτηκα, χαρίζοντάς του το πιο γλυκό μου χαμόγελο και του ανακάτεψα παιχνιδιάρικα τα μαλλιά.

    “That’s why the freedom to pursue happiness according to one’s own definition of happiness is a fundamental human right—provided, of course, it doesn’t violate someone else’s,” μου είπε, χαϊδεύοντάς με αφηρημένα στο μπράτσο.

    Έγειρε λίγο προς τα πίσω, σαν να ετοίμαζε φινάλε. “As you Greeks say, ‘ἕκαστος ἐφ’ ᾧ ἐτάχθη’” πρόσθεσε, με μια γλυκιά δυσκολία στην προφορά.

    “Well…” ξεκίνησα, αλλά σταμάτησα απότομα. Σούφρωσα τη μύτη μου. Δεν ήθελα να γίνω grammar Nazi, όσο κι αν το “ἕκαστος ἐφ’ ᾧ ἐτάχθη” είχε εντελώς άλλο νόημα.

    “What?” με ρώτησε με περιέργεια, γέρνοντας το κεφάλι του ελαφρά στο πλάι.

    Έτριψα λίγο τη μύτη μου, ένα νευρικό μου τικ. «Το “ ἕκαστος ἐφ’ ᾧ ἐτάχθη” δεν σημαίνει αυτό ακριβώς,» του είπα, μπαίνοντας ασυναίσθητα σε mode κυρίας Παπαδοπούλου.

    “It doesn’t?” με ρώτησε έκπληκτος, σηκώνοντας τα φρύδια.

    «Αν ντε και σώνει ήθελες να χρησιμοποιήσεις αρχαίο απόφθεγμα, το σωστό θα ήταν “πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος.”»

    Χαμογέλασα μόνη μου στην ανάμνηση της κυρίας Παπαδοπούλου, τότε που κάναμε άγνωστο κείμενο Πρωταγόρα.

    «Η ρήση αυτή ήταν η καρδιά της θεωρίας του για την υποκειμενικότητα,» συνέχισα, η φωνή μου να γλιστράει σε πιο φιλοσοφικά νερά.

    Εκείνος με κοίταξε με πραγματικό ενδιαφέρον. “And…?” ρώτησε, χαϊδεύοντας με τον αντίχειρά του το μάγουλό μου.

    «Σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων,» του εξήγησα. «Η ρήση καθαυτή αφορά στο τι θεωρούμε αλήθεια, αλλά μπορεί να επεκταθεί στην αντίληψη του κόσμου· στο τι μας αρέσει, τι όχι… στο πώς βιώνουμε την πραγματικότητα.»

    Κούνησε λίγο το κεφάλι του, σα να το δούλευε μέσα του. “And the other one? What does it mean?”

    «Ότι ο καθένας πρέπει να εκπληρώσει το καθήκον ή την υποχρέωση που έχει αναλάβει,» του απάντησα. Έγειρα το κεφάλι πονηρά στο πλάι. «Σαν το πρωινό μου task!» πρόσθεσα, χαχανίζοντας.

    «Ή το βραδινό σου,» είπε μπαίνοντας και εκείνος στο παιχνιδιάρικο mood. «Αυτό που άφησες στη μέση με τους… αναστοχασμούς σου!» συνέχισε με το βλέμμα του να γίνεται ακόμα πιο παιχνιδιάρικο.

    “I’m a bad, bad katsika!” του είπα κάνοντάς του μουσουνίτσα, κερδίζοντας το δυνατό του γέλιο. «+50!» συμπλήρωσα χαχανίζοντας.

    «Μπεεεεεεεεε» μου έκανε μιμούμενος στην εντέλεια το βέλασμα, κάνοντάς με να πνιγώ στο γέλιο.

    «Kajira το λένε στα καθώς πρέπει μπαρ στο Μανχάταν!» του είπα όταν βρήκα τις ανάσες μου, κάνοντάς του και ένα ping στη μύτη για να μην ξεχνιόμαστε. «Στα Ανώγια το λέμε κατσίκα… και κάτσε καλά γιατί η συγκεκριμένη δαγκώνει!» του υπενθύμισα, κάνοντάς τον να βάλει ακόμα πιο δυνατά γέλια.

    “Don’t I know that?” είπε όταν ηρέμισε. “Till I saw the video I thought that “dying from laughing” was an exaggeration! I’m not sure anymore!”

    “Ugh, I hate you, both!” του ξαναείπα τάχα μου φουρκισμένη. “OK, I don’t hate you… but I hate you!” συνέχισα, κάνοντάς τον να βάλει και πάλι τα γέλια.

    “Ok, let’s continue where we were left… with a twist!” μου είπε χαχανίζοντας.

    «Τι twist;» τον ρώτησα περίεργη, και τι έκανε ο αφιλότιμος; Ξεκίνησε καντάδα! Αν μας διώξουν από την πολυκατοικία η ξερή του κεφάλα θα τα φταίει, αυτό έχω να δηλώσω.

    (Καλά, όχι ότι τολμάει κανείς να με πλησιάσει από την εποχή της βίας και τρομοκρατίας μέχρι να περάσουμε την οπτική…)

    “Turn around…” άρχισε να μου τραγουδάει σαν την Bonnie Tyler, μόνο που η δική του εκδοχή ήταν… κάπως πιο NSFW. “Every now and then I get a little bit horny, and you’d have to come around.”

    Είχα αρχίσει να του γυρίζω πλάτη και μου ξέφυγε ένα δυνατό ροχαλητό. Πάνω και κάτω…

    ΠΑΝΑΘΕΜΑ ΤΟΝ!

    “Well, chemical warfare wasn’t exactly what I had in mind… but ok, it’s still in the ‘twist’ territory,” μου είπε χαχανίζοντας κάνοντάς με να θέλω να τον πνίξω.

    Ζ’μπουτσα’τ όλα. Συνέχισε ατάραχος την καντάδα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

    “Turn around…Every now and then I get to fondle your boobies, grab you by your pretty nipples and fool around.”

    Ούτε που θυμάμαι τη συνέχεια καθώς προσπαθούσα να μην πνιγώ από τα γέλια και να μη συνεχίσω το χημικό πόλεμο που ξεκίνησα άθελά μου. Πραγματικά με γονάτισε!

    «Λοιπόν, συνέχισε!» μου ψιθύρισε χουφτώνοντας και πάλι το αριστερό μου στήθος τσιμπώντας ταυτόχρονα τη ρόγα μου, και με την καυτή του ανάσα στο σβέρκο που μ’ έκανε να ανατριχιάζω. «Είχες μείνει να μου λες για τον Έλληνα…»

    «Ναι…» του είπα και μου ξέφυγε ένας αναστεναγμός καθώς το χάδι του με είχε κάνει πύραυλο. Ξεκίνησα να του διηγούμαι το πρώτο μέρος των γεγονότων που έγιναν εκείνη τη βραδιά. «Ήμασταν σε κάποιο μπαρ στη Νάουσα… Ήταν το τρίτο ή το τέταρτο μπαρ εκείνη τη βραδιά. Η Μαίρη ήταν με κάποιο Γάλλο που την είχε ψαρέψει και είχαμε χωριστεί από νωρίς…»

    Πέρασε και το δεξί του χέρι από πάνω μου, μόνο που αυτό πήγε ανάμεσα στα πόδια μου και μου ξέφυγε ακόμα ένας πιο δυνατός αναστεναγμός όταν άρχισε να με παίζει απαλά.

    «Συνέχισε…» μου ψιθύρισε και πάλι… και μια κουβέντα ήταν αυτή, η φωνή μου έβγαινε με εξαιρετική δυσκολία.

    «Καθόταν… αααααααααχ… καθόταν σε ένα σκαμπό… μμμμμμμμμμμ… κι εγώ… εγώ ήμουν όρθια. Με είχε αααααααχ… με είχε αγκαλιάσει από πίσω και με φιλούσε ααααααχ στο… στο σβέρκο…»

    «Πώς ήταν;» με ρώτησε τσιμπώντας μου δυνατά τη ρόγα και χωρίς να σταματήσει να με παίζει.

    «Αααααααχ… όμορφα… πολύ όμορφα…» του απάντησα με δυσκολία. Δε μου το έκανε εύκολο έτσι όπως μ’ έπαιζε.

    «Αν σταματήσεις ξανά θα συστηθείς με τη βίτσα!» μου ψιθύρισε και η απειλή αυτή με έκανε ακόμα πιο πύραυλο.

    “You’re playing dirty!” διαμαρτυρήθηκα, όχι ιδιαίτερα σθεναρά είναι η αλήθεια. “That’s not fair!”

    “I’m the Master and you are the… katsika!” μου είπε. Βούτηξε το δάχτυλό του μέσα μου, κάνοντάς με να βογγίξω ακόμα πιο δυνατά. Μετά γέλασε μόνος του “Or, using your Gorillan BDSM terminology, the Billy-goat!”

    Εγώ ήμουν πολύ καυλωμένη για να γελάσω, και όπως είπα η αναφορά του στη χρήση βίτσας με είχε κάνει ακόμα περισσότερο πύραυλο.

    “Go on” με διέταξε.

    “Yes, Master” του απάντησα με φωνή ίσα που βγήκε και συνέχισα τη διήγηση ενώ ο παλιοαρκούδος συνέχισε να με παίζει.«Ήταν αααααχ αργά… πρέπει να ήταν μετά τις τρεις…Δεν… αααααααχ… δεν είχε πολύ κόσμο… μμμμμμμμ… Κάποια στιγμή… μμμμμμμμ… κάποια στιγμή μου ψιθύρισε ότι με θέλει εδώ και τώρα…»

    Ενέτεινε το παιχνίδι του. «Αααααααχ… Ήμουν… ήμουν κουδούνι… αααααχ οι αναστολές μου είχαν… αααααχ είχαν πάει περίπατο… Μου είπε αααααχ—όχι δε μου είπε, με διέταξε—να πάω… αααααχ να πάω στην τουαλέτα.»

    “Stop” μου είπε και σταμάτησα. Άνοιξε το συρτάρι μου και έβγαλε το dildo. «Πήγαινε να το πλύνεις,» με διέταξε με φωνή που δε σήκωνε αντίρρηση και σχεδόν στάζοντας τσακίστηκα να τον υπακούσω.

    Έπλυνα προσεκτικά το dildo και επέστρεψα στο δωμάτιο. «Ξάπλωσε ανάσκελα, και ξεκίνα να παίζεις ενώ μου λες τη συνέχεια…»

    «Μωρό μου…» του είπα διστακτικά. «Το ξέρω ότι το κάνεις για μένα, αλλά δε θα τελειώσω…» του είπα χαμηλώνοντας το βλέμμα μου. «Δε… δε θέλω να στο χαλάσω,» συνέχισα με ακόμα πιο χαμηλή φωνή.

    Ανασηκώθηκε από το κρεββάτι και ήρθε προς το μέρος μου, όπως στεκόμουν μπροστά από το κρεββάτι χωρίς να έχω ανέβει. «Δε θα μου το χαλάσεις, χαζούλα!» μου είπε τρυφερά, χαϊδεύοντάς με στο πρόσωπο.

    «Τότε… τότε άσε με σε παρακαλώ να στο κάνω με τον τρόπο μου,» του είπα.

    «Εντάξει μωρό μου,» μου είπε. «Τι θες να κάνουμε;»

    «Όπως προχθές… Γύρνα στο πλάι… θα αναλάβω εγώ τα υπόλοιπα!» του υποσχέθηκα.

    Χαμογελώντας έκατσε όπως του ζήτησα. Ανέβηκα στο κρεββάτι, και ξάπλωσα στο πλάι έχοντας το όργανό του στο πρόσωπό μου. Τον πήρα για λίγο στο στόμα μου και μετά σταμάτησα. «Τριψ’ τον στο πρόσωπό μου!» του είπα.

    Με το όργανό του να τρίβεται στο πρόσωπο και στα χείλη μου συνέχισα τη διήγηση.

    «Πήγα στις τουαλέτες. Υπήρχαν τέσσερα stalls, δύο αντρικά και δύο γυναικεία, αλλά ο χώρος ήταν κοινός,» άρχισα να του διηγούμαι και πάλι, που και που σταματώντας για να του γλείψω το κεφαλάκι.

    «Οι τουαλέτες ήταν άδειες,» συνέχισα τη διήγηση. «Ήρθε μετά από δυο λεπτά και μπήκαμε σε ένα από τα γυναικεία stalls.»

    Σταμάτησα για λίγο προσπαθώντας να θυμηθώ, όπως τα είχα κοπανίσει οι αναμνήσεις μου ήταν αρκετά θολές.

    «Κατέβασε το καπάκι της λεκάνης και με έβαλε να κάτσω πάνω της,» ξεκίνησα και πάλι. «Μου κατέβασε το φόρεμα και μου ανέβασε το σουτιέν. Και μετά, χωρίς να πει τίποτα, πλησίασε ακόμα πιο κοντά, κατέβασε το παντελόνι και το μποξεράκι του, και τον έβαλε στο στόμα μου,». Σταμάτησα και πήρα το κεφαλάκι του στο στόμα μου, όπως είχε αρχίσει να τον παίζει.

    “AAAAH… yes… continue… AAAAAH”

    «Στην αρχή ήταν mouthfuck αλλά παρόλο που δεν ήταν μεγάλος—μέτριο προς μικρό θα τον έλεγες—με ζόρισε,» του είπα και σταμάτησα για μερικές στιγμές για να του γλείψω και πάλι το κεφαλάκι. «Το κατάλαβε και με άφησε να συνεχίσω όπως μπορούσα,» συνέχισα.

    «Δηλαδή;» με ρώτησε με πνιχτή φωνή.

    «Με κράτησε από το κεφάλι και μου έδωσε το ρυθμό που ήθελε, αφήνοντάς με ωστόσο να τον πάρω όσο βαθιά μπορούσα από μόνη μου,» του είπα ενώ παράλληλα του έγλειψα και πάλι το κεφαλάκι.

    «Συνέχισε…» με διέταξε, έχοντας εντείνει το παιχνίδι του.

    «Δεν με κούρασε πολύ… Ο Ιταλός με είχε παιδέψει, τον ρουφούσα πάνω από είκοσι λεπτά στο ποδήλατο!» Του έγλειψα και πάλι το κεφαλάκι. «Αυτού ωστόσο ούτε πέντε λεπτά δεν του πήρε…» του είπα, και πήρα το κεφαλάκι του στο στόμα μου και άρχισα να το πιπιλάω.

    Τραβήχτηκα και πάλι. «Με κράτησε ακίνητη και έχυσε στο στόμα μου!» του είπα με βραχνή λάγνα φωνή, κάνοντάς τον να βογγίξει ακόμα πιο δυνατά.

    “And?” με ρώτησε με ακόμα πιο πνιχτή φωνή, πρέπει να πλησίαζε στο τέλος.

    «Μου ζήτησε να καταπιώ…» του είπα. «Και… υπάκουσα…»

    “OOOOH… AAAAAAH… Open your mouth!” με διέταξε, και τον πήρα στο στόμα μου καθώς ξεκίνησε να κάνει τους πρώτους σπασμούς, πλημμυρίζοντας το στόμα μου.

    Ο αρκούδος μου δε χρειαζόταν να μου ζητήσει να καταπιώ για να το κάνω και όταν τελείωσε, κατάπια για τελευταία φορά—πικρούτσικος και πάλι—και όπως κάθε φορά τον έγλειψα από το κεφαλάκι μέχρι τη βάση, καθαρίζοντάς τον σχολαστικά με τη γλώσσα και τα χείλη μου.

    “Oh God…” μου είπε ξεψυχισμένος και μου έκανε νόημα να ανέβω προς τα πάνω. Ανέβηκα, με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε τρυφερά. Χαμογέλασε με μισόκλειστα μάτια, έγειρε λίγο πιο κοντά και μου χούφτωσε το στήθος. “I surely hope you have more stories like this!” μουρμούρισε βραχνά.

    “I had my fair share!” του απάντησα ουδέτερα.

    Ο Maurice σήκωσε φρύδι, έπαιξε τα φρύδια του πονηρά. “Well, I have cuckold fantasies…” είπε χαμογελώντας πλατιά. “You have exhibitionist!” πρόσθεσε, τονίζοντας τη λέξη.

    Έγειρε μπροστά, με το βλέμμα του να λάμπει. “A match made in heaven!” κατέληξε, και το χέρι του γλίστρησε ανάμεσα στα πόδια μου. Μου έκοψε την ανάσα.

    “Isn’t it, slave girl?”

    “It is, Master!” του απάντησα ξεψυχισμένα, νιώθοντας το πρόσωπό μου να κοκκινίζει.

    Ο Maurice μου χαμογέλασε, και απλώνοντας το χέρι του άρπαξε την Dildo και ξεκίνησε να με παίζει μεθοδικά.

    Και ύστερα… ήρθαν οι μέλισσες.

    Μωρέ καλά το λέει η διαφήμιση, σκέφτηκα παντελώς άκυρα, προσπαθώντας να βρω τις ανάσες μου καθώς η χοντρή όχι απλά τραγούδησε, ξελαρυγγιάστηκε.

    (Και τώρα που το σκέφτομαι ευτυχώς που με θυμούνται ως berserker και με αποφεύγουν, αλλά με τον αρκούδο μου, αν καμιά φορά μαζευτεί εξοργισμένο πλήθος στην πόρτα μου με δαδιά και δικράνια, δεν θα τους αδικήσω. Σήμερα παίζει να ακούστηκα και στις απέναντι πολυκατοικίες, που δεν έχουν λόγο να με φοβούνται… ακόμα!)

    Δε θέλει κόπο. Θέλει τρόπο.

    Πήγα στο ντουζ για να ξεπλυθώ λιγάκι και μετά αλλάξαμε σεντόνια γιατί το κατωσέντονο είχε γίνει ελαφρώς χάλια, και ο αρκούδος μου μπορεί να χαχάνισε με τον ψυχαναγκασμό μου, αλλά εγώ δεν ήμουν για τέτοια. Όταν κατάλαβε, πάντως, ότι μπήκα σε mood Ελληνίδας νοικοκυράς, και φρονίμως ποιών, έκανε την πάπια.

    Γιατί μπορεί να ήμουν Gorillan κατσίκα αλλά οι κατσίκες και κουτουλάνε και δαγκώνουν άμα λάχει!

    Μου έδωσε ένα τρυφερό φιλάκι και μετά γύρισε στο πλάι για να μπω στην κουτάλα μου, και ένιωσα πάλι σαν κατσίκα (literal, not Gorillan) σε αισθαντική αγκαλιά με πύθωνα.

    «Αέρα;» τον ρώτησα χαχανίζοντας.

    “Breathing is overrated!” μου είπε πειρακτικά, αλλά χαλάρωσε λίγο την αγκαλιά του. Και φυσικά μου τσίμπησε τη ρώγα για να εκφράσει τη διαφωνία του.

    «Κάτσε φρόνιμος βρε παλιοαρκούδε!» τον ρώτησα, καθώς το τσίμπημα έγινε κανονικό χούφτωμα.

    “BOOOOOOOOOBIIIIIIIIIES!!!!” ήταν η δικαιολογία του, γιατί σιγά μη με άφηνε στην ησυχία μου. «Χούφτωσ’ την, χούφτωσ’ την» μου είπε σε σπασμένα ελληνικά, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    Εμ δε φταίει κανείς, αλλά εγώ που του είχα εξηγήσει τη εμβληματική εκείνη σκηνή από το “Κάτι κουρασμένα παλληκάρια.”

    Και δε φτάνει που ο κύριος με χούφτωνε του καλού καιρού, ήρθε και το κοπρόγατο που κατά τα φαινόμενα μας είχε συγχωρέσει για την απιστία μας με το Morty και μου γύρισε την μπάκα του για να τον χαϊδέψω, χουρχουρίζοντας σαν χαλασμένο τρακτέρ.

    Σάντουιτς ανάμεσα σ’ αγόρια μου, με το λιγότερο τριχωτό να με χουφτώνει και το περισσότερο τριχωτό να χουρχουρίζει, άργησε λίγο να με πάρει ο ύπνος, αλλά όταν με πήρε… με πήρε και με σήκωσε!

    Το πρωί άκουσα το ξυπνητήρι με τα χίλια ζόρια. Τα μάτια μου δεν άνοιγαν, ένιωθα απίστευτα κουρασμένη χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο. Ο αρκούδος μου ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και ροχάλιζε ελαφρά. Σηκώθηκα με αρκετή δυσκολία και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού με τα πόδια στο πάτωμα προσπαθώντας να ξυπνήσω.

    Ο Μπλάκι που κοιμόταν από την άλλη μεριά, έχοντας τρυπώσει ανάμεσα στα χέρια και το σώμα του Maurice, σηκώθηκε και τράβηξε ένα γερό χασμουρητό. Τεντώθηκε και με ένα σάλτο βρέθηκε δίπλα μου και μου νιαούρισε απαιτώντας χάδια.

    Τον χάιδεψα λίγο ανάμεσα στ’ αφτιά και σηκώθηκα να πάω στο μπάνιο, όπου φυσικά με ακολούθησε. Αυτή τη φορά δεν σκαρφάλωσε πάνω στο νιπτήρα, απλά κάθισε και με κοίταζε που προσπαθούσα να κατουρήσω λες και έβλεπε το πιο αξιομνημόνευτο θέαμα. Τουλάχιστον δεν προσπάθησε να σκαρφαλώσει στα μπούτια μου ή να ξετυλίξει το χαρτί, ήταν κι αυτό μια μικρή παρηγοριά!

    Έπλυνα τα δόντια μου, παράγγειλα καφέ και πήγα να φτιάξω πρωινό στον αρκούδο μου. Κουτουλούσα και δεν ήμουν για πολλά-πολλά, οπότε του έφτιαξα τρία τοστάκια με τυρί, γαλοπούλα και ντομάτα. Αφού έβαλα και στον Μπλάκι την υγρή του τροφή, έβγαλα κι ένα κουτάκι μπύρα, το ξέπλυνα, και τα άφησα στο τραπέζι για να πάω να τον ξυπνήσω.

    Το βράδυ, πριν πέσουμε για ύπνο, μου είχε τονίσει in no uncertain terms ότι σήμερα δεν ήθελε να εκτελέσω το… scheduled task μου και να τον ξυπνήσω απλά, γιατί είχε, λέει, μια ιδέα. Και φυσικά δε μου την είπε, μου τη φύλαγε για έκπληξη. Και τι να κάνω η δόλια; Ούσα υπάκουη Gorillan κατσίκα έκανα αυτό ακριβώς, υπάκουσα.

    «Αρκούδι μου!» του έκανα χαϊδεύοντάς του απαλά το χέρι. Αυτή τη φορά άνοιξε τα μάτια του αμέσως.

    «Καλημέρα μωρό μου!» μου είπε χαμογελαστός και τεντώθηκε, ρίχνοντας κι εκείνος ένα ξεγυρισμένο χασμουρητό. Και μετά με άρπαξε, με έριξε πάνω του και με φίλησε. Και μπράβο του!

    «Σου έχω φτιάξει το πρωινό σου!» του είπα όταν με άφησε. «Σήμερα κουτούλαγα οπότε δεν είναι φαντασμαγορικό, απλά τοστάκια!» συνέχισα κουνώντας το κεφάλι μου νιώθοντας ελαφρά άσχημα με τον εαυτό μου.

    “Babe! Every breakfast you make is spectacular! You are spoiling me!” μου είπε χαμογελώντας, και με άρπαξε και πάλι πάνω του και κόλλησε ξανά τα χείλη του στα δικά μου.

    «Καλά σου κάνω!» του είπα χαμογελώντας σα χαζό όταν με άφησε. «Αν δε σε κακομάθω εγώ, ποια θα σε κακομάθει; Ε; Ε; Ε;»

    “You da best katsika of Gorean BDSM!” με διαβεβαίωσε χαχανίζοντας.

    “Not kajira?” τον ρώτησα πειρακτικά.

    “Kajira is for fancy Manhattan cocktail bars!” μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι, λέγοντας λέξη προς λέξη αυτό που του είχα πει χθες. “In the land of the mythical-and-soon-to-be-tasted antikristo it’s katsika!”

    “HAHAHAHAHAHA, that’s the idea teddy-bear. Now, move your Gorean Billy-goat ass and have your breakfast!” του είπα ρίχνοντάς του μια παιχνιδιάρικη στον κώλο, κάνοντάς τον να χαχανίσει.

    Εκεί με ξανατράβηξε πάνω του κάνοντάς μου για τρίτη φορά μέσα στο πρωινό τα πόδια ζελέ, και όχι τίποτε άλλο, αλλά τώρα είχα να περπατήσω για να πάμε στην κουζίνα!

    Με το που έκατσε στο τραπέζι ο Maurice, και πριν ξεκινήσει να τρώει, άνοιξε το κουτάκι της μπύρας και άδειασε σχεδόν το μισό. Έδωσε ένα κομμάτι γαλοπούλα στον Μπλάκι που είχε σκαρφαλώσει στο τραπέζι—γιατί αλίμονο!—και τον κοιτούσε σα ζητιάνος, και άρχισε να τρώει.

    «Λοιπόν, θα μου πεις την ιδέα σου;» τον ρώτησα αλλά πάνω που πήγε να μου απαντήσει χτύπησε το κουδούνι, είχαν έρθει οι καφέδες. “Hold your thought!” του είπα και σηκώθηκα να πάω να ανοίξω.

    «Έτσι θα πας;» με ρώτησε ο Maurice χαχανίζοντας. Κοίταξα κάτω. Ναι, ήμουν μόνο με το κάτω εσώρουχο.

    “UGH! I HATE YOU!” του έκανα θεατρικά, άνοιξα την κάτω είσοδο, και έτρεξα στο δωμάτιο και φόρεσα ένα μπλουζάκι που μου έφτανε μέχρι τους μηρούς και πήγα να ανοίξω.

    Και φυσικά με το που άνοιξα την πόρτα είδα τα μάτια του ντελιβερά να κατεβαίνουν στιγμιαία προς τα κάτω πριν ανέβουν αυτόματα πάνω. Αντανακλαστικά χαμήλωσα το βλέμμα μου, προσπαθώντας να καταλάβω. Εννοώ το μπλουζάκι ήταν μέχρι τη μέση των μηρών.

    Ναι, ήταν και πάλι οι ρόγες μου… Ξεροκατάπια, μουρμούρισα ένα ευχαριστώ, πήρα τους καφέδες και του έκλεισα την πόρτα στη μούρη. Ξάπλωσα με την πλάτη στην πόρτα για μερικές στιγμές, μέχρι να ανασυνταχτώ, και επέστρεψα στην κουζίνα.

    Ο Maurice στο μεταξύ, μέσα σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα, είχε προλάβει να ξεπαστρέψει τα δύο από τα τρία τοστ, και είχε αρχίσει το τρίτο.

    «Βρε κροκόδειλε!» του είπα γελώντας.

    “What? They are spectacular!” μου είπε παίζοντας τα βλέφαρά του.

    «Δεν είναι!» του είπα ξεροκέφαλα. «Τρία απλά τοστάκια!»

    “I mean your nipples…” μου είπε βάζοντας τα γέλια.

    “UGH! I HATE YOU BOTH!” του είπα και έγινα κόκκινη στην ανάμνηση της ματιάς του ντελιβερά.

    “And pray tell, who is the second?” με ρώτησε σκουπίζοντας το πρόσωπό του με τη χαρτοπετσέτα.

    “The delivery boy!” του είπα ξεφυσώντας, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

    “You flashed him?” με ρώτησε γελώντας ακόμα.

    Αντί απάντησης του έδειξα τις ρόγες μου που προσπαθούσαν να τρυπήσουν τη μπλούζα.

    “I stand corrected!” μου είπε χαχανίζοντας και πάλι ο παλιοαρκούδος, γιατί τέτοιος είναι!

    «Ουφ!» του έκανα αναστενάζοντας θεατρικά για την τιμή των όπλων. «Θα μου πεις την ιδέα σου, τώρα;»

    «Τώρα μου ήρθε ακόμα μια ιδέα!» μου είπε κοιτάζοντάς με μέ τρόπο που μ’ έκανε να ανατριχιάσω. Ναι, είχα αρχίσει να το μαθαίνω αυτό το βλέμμα… κατά πάσα πιθανότητα στο τέλος θα έτσουζε μεταφορικά το κωλαρίνι μου—ή και κυριολεκτικά, με τον Maurice τίποτα δεν αποκλείεται.

    «Θα τσούξει το κωλαρίνι μου;» τον ρώτησα χαχανίζοντας μεν, πηγαίνοντας κατευθείαν στο ψαχνό δε.

    «Σήμερα όχι, αλλά για αύριο δεν στο υπόσχομαι!» μου είπε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.

    «Θα τσούξει μεταφορικά;» τον ξαναρώτησα.

    «Και με τους δύο τρόπους!» Έκανε μια παύση για έμφαση. «Πρώτα μεταφορικά και έπειτα… κυριολεκτικά!» συνέχισε χαχανίζοντας.

    «Οκ, και ποια είναι η ιδέα σου;» τον ρώτησα στενάζοντας.

    «Μου έχεις πει πως η Μαίρη κάνει καμιά φορά τόπλες μπάνιο στη θάλασσα.» Με κοίταξε στα μάτια. «Θέλω το ίδιο να κάνεις κι εσύ!»

    Ναι, δεν έπαιζα καλύτερα έξι νούμερα στο λόττο;

    «Υπάρχει μια διαφορά…» ξεκίνησα, προσπαθώντας να του εξηγήσω ότι η Μαίρη έχει όμορφο στήθος αλλά πριν προλάβω να συνεχίσω, και προφανώς καταλαβαίνοντας από τον… πρόλογο που το πάω, σήκωσε το χέρι του κάνοντάς μου νόημα να μην πω κουβέντα.

    «Αυτό λέγεται τηλεπαθητική καταπίεση!» μουρμούρισα.

    “I love your boobies, and this is the end of the discussion,” μου δήλωσε με τρόπο που δεν σήκωνε αντίρρηση, κάνοντάς με ταυτόχρονα να ξεροκαταπιώ, να νευριάσω, να κοκκινήσω και να υγρανθώ.

    Άπλωσε το χέρι του και πήρε το δικό μου. “If you feel bad about exposing yourself because it makes you uncomfortable, that’s something acceptable, and in no way I’ll force you to do it.” Μου είπε χαϊδεύοντάς μου το χέρι τρυφερά.

    Μετά όμως το βλέμμα του άλλαξε, έγινε πιο αυστηρό.

    “But if it’s because you feel insecure… girl, so help me God, I’ll break the cane on your ass.”

    “I…I…”

    “Aie, aie, aie, aie, aie, aie, Puerto Rico?” μου έκανε ο παλιοαρκούδος. “Look Sophie, it’s simple. If you don’t want to do it because it makes you feel uncomfortable, then don’t it,” συνέχισε, σοβαρός αυτή τη φορά.

    “But, it does make me uncomfortable,” προσπάθησα να δικαιολογηθώ, αν και η αλήθεια είναι ότι είχε δίκιο. Εννοώ, ναι, κάπως ήταν αμήχανο να τα δείξω φόρα-παρτίδα, αλλά ο πραγματικός λόγος είναι αυτός που ανέφερε ο αρκούδος μου.

    Δεν απάντησε, απλά συνέχισε να με κοιτάζει.

    “Is that you really want?” τον ρώτησα στενάζοντας.

    “I want you to appreciate your body, the way I do, babe. I don’t want to make you feel bad; I want to go topless because I ADORE seeing your boobs. I love them! I want to look them and grope them all the time!”

    Χαμογέλασε πονηρά.

    «Εντάξει, στην παραλία θα είμαι φρόνιμος, δε θα σε χουφτώνω…» μου είπε και του ξέφυγε ένα γελάκι «…πολύ!»

    Θέλοντας και μη με αφόπλισε τελείως ο παλιοαρκούδος και μου ξέφυγε ένα χάχανο.

    “I will do it, babe!” του είπα χαϊδεύοντάς του το χέρι. “If nothing else, because I want to be the very best katsika of the gorillan BDSM and do what my Billy-goat commands!” συμπλήρωσα χαχανίζοντας.

    “Atta-katsika!” μου είπε αντί για “attagirl!” και έβαλα και πάλι τα γέλια.

    «Και τώρα που το λύσαμε αυτό,» είπε κοιτάζοντας το ρολόι του, «έχεις κάποιο πρωινό call?»

    «Όχι,» του είπα χωρίς να καταλαβαίνω. «Το πρώτο μου call κάθε μέρα είναι το daily της ομάδας και είναι κάθε μέρα στις 10:00»

    «Εγώ όμως έχω στις 09:00,» μου είπε στενάζοντας. «Μια παρουσίαση που κάνει το υπουργείο,» συνέχισε και έκανε την παντομίμα ότι δένει θηλιά στο λαιμό του και κρεμιέται, κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα ροχαλητό.

    “Ok…” του είπα χωρίς να έχω καταλάβει που το πηγαίνει.

    «Και εδώ ερχόμαστε στην αρχική μου ιδέα!» μου είπε χαμογελώντας μου πονηρά, και στο μυαλό μου έγινε το 1+1.

    Εμ βέβαια, γι’ αυτό μου ζήτησε να μην τον ξυπνήσω με πίπα και γιατί με ρώτησε αν έχω πρωινό call. Κάτι μου λέει ότι από τις 09:00 και για αρκετή ώρα δε θα μπορώ να μιλήσω για… καθαρά τεχνικούς λόγους.

    “This girl will pleasure you any way you command, Master,” του απάντησα με λάγνα φωνή, χαμηλώνοντας θεατρικά τα μάτια μου στο πάτωμα.

    “BEST KATSIKA EVER!” μου είπε χαχανίζοντας, και από soon-to-be-katsika έγινα koala, και αφού δεν έσπασε η καρέκλα να βρεθούμε και οι δυο στο πάτωμα της κουζίνας, πάλι καλά να λέω.

    “I LOVE YOU!” φώναξα πριν κολλήσω τα χείλη μου στα δικά του.

    Και τις… Gorean κατσίκες μανούλα τις έκανε!

    Είχαμε ακόμα λίγη ώρα μπροστά μας, οπότε καθίσαμε στην κουζίνα να πιούμε τα καφεδάκια μας. Ο Μπλάκι έριξε ένα σάλτο και ανέβηκε πάνω μου, με έγλειψε στη μούρη και μετά, ρίχνοντας δυο τρεις σβούρες βολεύτηκε στην αγκαλιά μου.

    «Τι ώρα έχετε δώσει ραντεβού με τη Μαίρη;» με ρώτησε ο Maurice, πίνοντας μια γουλιά καφέ.

    «Θα της στείλω μήνυμα ή θα την πάρω τηλέφωνο το μεσημεράκι, δεν έχουμε πει ώρα,» του απάντησα χαϊδεύοντας αφηρημένα τον Μπλάκι ανάμεσα στ’ αφτιά. «Και πρέπει να πω στην Ευτύχω να έρχεται να ταΐζει το κοπρόγατο!» συνέχισα ξεφυσώντας.

    «Δεν θα τον πάρουμε μαζί μας;» με ρώτησε με γνήσια απορία.

    «Δεν είναι καλή ιδέα,» του απάντησα αναστενάζοντας. «Στις γάτες δεν αρέσει να αλλάζουν περιβάλλον, Θα μας σπάσει τα νεύρα μέχρι να συνηθίσει, και μέχρι να το κάνει, θα έχει έρθει η ώρα να φύγουμε. Όχι, καλύτερα να μείνει εδώ.»

    Ήπια μια γουλιά από τον καφέ μου και συνέχισα: «Και άλλωστε, δεν ξέρω καν αν επιτρέπονται κατοικίδια εκεί.»

    «Θα μας κρατάει μούτρα την Κυριακή!» μου είπε χαχανίζοντας.

    «Εμένα μου λες;» του είπα αναστενάζοντας λες και μου έπεσαν τα καράβια έξω. Πέρσι, που είχαμε πάει διακοπές δυο εβδομάδες με τον ακατανόμαστο, μας κράταγε μούτρα μια εβδομάδα το κοπρόγατο!

    «Στην Κρήτη που θα πάμε, θα τον πάρουμε μαζί μας, πάντως!» του είπα συνεχίζοντας να χαϊδεύω τον Μπλάκι.

    «Καλά που μου το είπες!» μου έκανε χτυπώντας τα δάχτυλά του στο τραπέζι. «Θα πρέπει να βγάλουμε εισιτήρια και να δηλώσουμε την άδεια.»

    «Το πρώτο έχουμε καιρό, μη μου σκας, όταν θα πηγαίνουμε Κρήτη οι περισσότεροι θα γυρίζουν!» του είπα χαμογελώντας με το άγχος του. «Το δεύτερο ωστόσο καλά θα ήταν να το κάνουμε το συντομότερο δυνατό.»

    «Σήμερα κιόλας!» με διαβεβαίωσε. Άνοιξε το κινητό του και υποθέτω ότι πήγε να δει το ημερολόγιο. «Για πότε λες; 25 Αυγούστου με 5 Σεπτέμβρη ή 1 Σεπτέμβρη με 12 Σεπτέμβρη;»

    «Το πρώτο,» του απάντησα πίνοντας μια γουλιά καφέ. «Να είμαι και μια εβδομάδα εδώ πριν ανοίξουν τα σχολεία!» συμπλήρωσα στραβομουτσουνιάζοντας.

    «Τα σχολεία;» με ρώτησε σηκώνοντας το βλέμμα του από το τηλέφωνο μπερδεμένος.

    «Για την κίνηση στους δρόμους,» του εξήγησα στενάζοντας και πάλι. Τίναξα ελαφρά το κεφάλι μου προς το πλάι. «Με το που ανοίγουν, συνήθως τη δεύτερη εβδομάδα του Σεπτέμβρη, ξεκινάει ο χαμός στους δρόμους!»

    «Πότε θα πάτε Αμερική;» με ρώτησε, συνεχίζοντας να κοιτάζει το ημερολόγιό του. Μετά σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε ντροπαλά. «Θέλω να σε γνωρίσουν οι γονείς μου!»

    «Αχ, είσαι μια γλύκα όταν γίνεσαι ντροπαλός!» του είπα σκύβοντας ελαφρά μπροστά και ανακατεύοντάς του τα μαλλιά. «Μην ανησυχείς μωρό μου, θα φύγουμε την πρώτη Αυγούστου και θα κάτσουμε μια εβδομάδα.» τον διαβεβαίωσα.

    «Ναι, δίκιο έχεις, μας το είπαν και οι δικοί σου χθες…» μου είπε ξύνοντας τη μύτη του.

    «Ακριβώς!» του είπα χαμογελώντας. «Έχει στείλει ήδη και στα μέλη και στον πρόεδρο της της επιτροπής το πλήρες κείμενο. «Αλλά η διατριβή του έχει περάσει από Πέτρου, Φανή και τον πατέρα της, εφόσον αυτοί οι τρεις την βρήκαν air-tight δε νομίζω ότι θα έχει θέμα…»

    “Well… if two Fields medal recipients agree…” μου είπε χαμογελώντας.

    «Καλά, δεν ήταν όλα εύκολα…» του απάντησα και με κοίταξε ερωτηματικά. Εμ, δίκιο είχε, δεν του το είχα πει. «Στο πρώτο review η Φανή του βρήκε ένα συλλογιστικό άλμα, και ο Παναγιώτης έπαθε σχεδόν εγκεφαλικό! Κατάφερε φυσικά να το κλείσει, αλλά έλα στη θέση του!»

    “Well, I can relate to that…” μου είπε στενάζοντας. “As I said, my two last years was not exactly a happy period…”

    “Internal scoop…” του είπα κάνοντας μια σύντομη παύση, δημιουργώντας σκόπιμα μια ατμόσφαιρα μυστηρίου.

    “I’m all ears!” μου είπε κοιτάζοντάς με μέ προσμονή.

    «Αυτό σε παρακαλώ να μείνει μεταξύ μας, γιατί είναι φοβερά σημαντικό!» του είπα, και το εννοούσα. Το “κουτσομπολιό” μπορεί να ήταν επιστημονικό, αλλά ταυτόχρονα ήταν και εξαιρετικά σημαντικό, και δεν ήταν ακόμα έτοιμο για ανακοίνωση.

    “Cross my heart!” μου απάντησε σοβαρός.

    «Ο Παναγιώτης μου είπε ότι η εργασία του είναι εξαιρετικά σημαντική, γιατί πάνω της θα πατήσει η Φανή στη δική της εργασία που είναι… του ενός εκατομμυρίου!»

    “Huh?” μου έκανε ο αρκούδος μου κοιτάζοντάς με μέ απορία.

    “Literally!” του είπα γελώντας. “Fani’s PhD is on one of the Millennium Problems—the Hodge Conjecture. And the crazy part? Her whole work builds on my brother’s thesis!” συνέχισα, με τα μάτια μου να βουρκώνουν από την περηφάνεια.

    Ο Maurice με κοίταξε για μερικές στιγμές με το στόμα ανοιχτό. “IS THIS FOR REAL???” με ρώτησε μην πιστεύοντας στ’ αφτιά του.

    “I don’t know what this conjecture is… but I know it’s considered very important, so much, that the Clay Institute will award one million dollars το whoever prove it or disprove it.”

    “I KNOW WHAT THE MILLENIUM PROBLEMS ARE!” μου είπε κοιτάζοντάς με ακόμα με δέος. “God damn!!!! THIS IS FUCKING IMPRESSIVE! You must be so proud!”

    “I am!” του είπα σκουπίζοντας βιαστικά ένα δάκρυ που είχε κυλήσει. “So, please, until she presents her thesis, this should stay between us!”

    «Στο λόγο της τιμής μου μωρό μου!» μου είπε χαμογελώντας μου και χαϊδεύοντάς το χέρι μου καθησυχαστικά.

    Γύρω στις εννιά παρά, πήγαμε και οι δύο στο μπάνιο να κάνουμε ένα γρήγορο ντουζάκι, και μετά πήγαμε στο δωμάτιο για να ντυθούμε. Ο Maurice φόρεσε από πάνω πουκάμισο, σακάκι, και γραβάτα, ενώ από κάτω έμεινε με το μποξεράκι. Εγώ πάλι, απλά φόρεσα από πάνω έβαλα μια μπλούζα.

    Και μετά την ξαναέβγαλα, γιατί “I like it more when you’re naked the waist up!” μου είπε ο κύριος.

    «Μα αφού θα είμαι κάτω από το γραφείο!» του είπα.

    “It’s the idea!” μου εξήγησε χαχανίζοντας και έκανε λίγο στην άκρη την καρέκλα για να χωρέσω να περάσω από κάτω.

    Ευτυχώς που το γραφείο είχε χώρο και δεν είχα το φόβο να σπάσω κανένα κεφάλι. Ο κύριος συνδέθηκε, με ανοιχτή κάμερα παρακαλώ, ενώ εγώ χωμένη από κάτω, του κατέβασα το μποξεράκι και τον πήρα στο στόμα μου.

    “Good morning, all!” τον άκουσα να λέει μετά από λίγη ώρα, χωρίς η φωνή του να προδίδει το παραμικρό. Πήγα να σταματήσω, για να τον αφήσω να μιλήσει, αλλά εκείνος μου πίεσε ελαφρά το κεφάλι προς τα κάτω, δείχνοντάς μου ότι θέλει να συνεχίσω.

    Όπως και την προηγούμενη φορά που του είχα πάρει πίπα την ώρα που ήταν σε call, έτσι και τώρα ένιωθα αυτό το περίεργο μείγμα ντροπής και διέγερσης. Δεν ξέρω πως να το πω, εγώ να τσιμπουκώνω του καλού καιρού, και ο Maurice να συμμετέχει στο call σα να μην τρέχει κάστανο.

    Τουλάχιστον αυτή τη φορά, μετά τις αρχικές συστάσεις, ο Maurice έκλεισε κάμερα και μικρόφωνο. Δεν το είχα καταλάβει, μέχρι που του ξέφυγε ένας ηδονικός στεναγμός που συνοδεύτηκε από… καντάδα.

    “Yeah, baby! Suck my cock… yes… yes like that!” τον άκουσα να μου λέει με βραχνή φωνή, κάνοντάς με να συνεχίσω με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό.

    Και εκεί με έκοψε.

    «Δε βιαζόμαστε, το call είναι μέχρι τις 10:00,» μου είπε, κάνοντας με να καταλάβω ότι δεν ήθελε να βιάζομαι.

    Σταμάτησα ίσα για να του αισθησιακά “As you wish, Master!” και τον πήρα ξανά στο στόμα μου, αυτή τη φορά με πιο αργές κινήσεις.

    Μωρέ μου έδωσε και κατάλαβα, σχεδόν πιάστηκε το σαγόνι μου, τον έγλειφα και τον ρουφούσα πάνω από μισή ώρα, μέχρι που πιάνοντάς με από τα μαλλιά μου έδωσε να καταλάβω ότι ήθελε να επιταχύνω.

    Πέντε λεπτά αργότερα έλαβα και τους καρπούς των κόπων μου. Τον ένιωσα να αρχίζει να τρεμουλιάζει και εκεί αρπάζοντάς με από τα μαλλιά με κράτησε ακίνητη και… πήγε να με πνίξει. Τουλάχιστον σήμερα το πρωί ήταν γλυκούτσικο, ήταν και αυτό μια παρηγοριά.

    (Καλά, όχι ότι θα άλλαζε κάτι αν ήταν πικρό, έτσι 

    Όπως πάντα τον καθάρισα σχολαστικά από σάλια και… λοιπά υπολείμματα, και μόνο τότε σταμάτησα και τον κοίταξα.

    “Good katsika!” μου είπε χαχανίζοντας, και κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.

    Εγώ στο μεταξύ άρχισα να κουνάω το σαγόνι μου να ξεπιαστεί. Δε φτάνει πόση ώρα με “παίδευε”, είναι και μεγαλούτσικος, ζωή να έχει ο καλούλης μου, οπότε πως να μην νιώθω σα να έπαθα εξάρθρωση σαγονιού;

    «Θα ζητήσω επίδομα βαρέων!» τον κατηγόρησα με το που σηκώθηκα από κάτω.

    “It was a healthy load!” μου απάντησε χαχανίζοντας. “You make me breakfast; I’m making sure that you have your protein!” συνέχισε το δούλεμα.

    Healthy load… Όπως λέμε στην Κατρίνα έριξε ψιχάλα…

    «Δε θέλεις να κάνεις παιδιά κάποια στιγμή;» τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον με μισό μάτι. «Γιατί ρισκάρεις τη σωματική σου ακεραιότητα;» του είπα δείχνοντας τα δόντια μου, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

    “Damn… And after watching the video of your naming ceremony I should have known better!” μου έκανε γελώντας ακόμα πιο δυνατά.

    ΘΑ ΤΟΝ ΠΝΙΞΩ!

    Του έδωσα ένα φιλάκι και πήγα και έκατσα στο τραπεζάκι μου ανοίγοντας το laptop, και φυσικά ήταν και η στιγμή που ο Μπλάκι αποφάσισε ότι θέλει χάδια, θρονιάστηκε ακριβώς μπροστά από το mousepad και μου μπαστακώθηκε απαιτώντας να τον χαϊδέψω στην κοιλιά λες και του το χρωστούσα, του μούργου.

    «Θα με αφήσεις να κάνω καμιά δουλειά βρε ρεμάλι;» τον μάλωσα, κερδίζοντας το γέλιο του Maurice που μας παρακολουθούσε διασκεδάζοντας με το θέμα. Αντί απάντησης του έκανα την παντομίμα ότι του έκανα πίπα και μετά δάγκωσα εμφατικά τον αέρα.

    Έτσι, για να σφίγγουν οι κώλοι!

    (Δηλαδή ο δικός του, γιατί ο δικός μου απ’ ότι κατάλαβα θα χαλάρωνε εκ νέου μέσα στο Σ/κ.)

    Και μετά έπεσα και πάλι γιατί η ιστορία που του διηγήθηκα ήταν trigger και με έτρωγε μέσα μου το ότι δεν είχε πει ποτέ σε κανέναν τι ακολούθησε μετά το μπαρ. Δε μπορούσα να συγκεντρωθώ με τίποτα στο πρωινό call· έπρεπε να με ρωτήσουν δυο και τρεις φορές για να απαντήσω, κι εγώ έβγαινα στον αέρα σαν φοιτήτρια που έχει πάει στην εξέταση με σκονάκι και το ‘χει χάσει στο διάλειμμα. Δικαιολογήθηκα ότι είχα πονοκέφαλο, γιατί δεν είχα κοιμηθεί καλά.

    Με το που ξέμπλεξα, ξέμπλεξε κι ο αρκούδος μου. “Maurice?” του είπα διστακτικά, τραβώντας τη φωνή μου, λες κι αν το άπλωνα λίγο παραπάνω θα καθάριζε μόνο του το μυαλό μου.

    «Τι είναι μωρό μου;» με ρώτησε, σταματώντας αυτό που έκανε, και μ’ εκείνη τη χροιά που ανακατεύει την τρυφερότητα με την ανησυχία.

    Αναστέναξα, είχα πάρει την απόφασή μου. «Θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι,» είπα, κοιτάζοντας το πάτωμα λες και το ξύλινο πάτωμα είχε γίνει ξαφνικά το πιο ενδιαφέρον πράγμα του κόσμου.

    «Τι;» με ρώτησε, κι έπιασα εκείνο το τσίμπημα στο στομάχι.

    «Τότε… στην Πάρο…» ξεκίνησα να λέω και κόλλησα.

    «Πες μου ότι δεν πάτησες κανέναν με το αυτοκίνητο και τον εγκατέλειψες στη μέση του δρόμου!» μου πέταξε ο αρκούδος μου, μεταξύ σοβαρού και αστείου.

    «Όχι-όχι, τίποτα τέτοιο!» έσπευσα να τον διαβεβαιώσω, αν και μου ξέφυγε ένα νευρικό γελάκι.

    «Ε, τότε τι να μου εξομολογηθείς βρε βάσανο;» μου είπε κουνώντας το κεφάλι με προσποιητή απελπισία.

    «Απλά έκανα κάτι… που δεν το είπα ούτε στη Μαίρη…» συνέχισα.

    Ακόμα και το όνομά της με έσφιγγε στο λαιμό. Η Μαίρη ήταν ο εξομολογητής μου, η συνένοχός μου, και το να ‘χω κάτι κρυφό απ’ αυτήν με έκανε να νιώθω σαν να ‘χα πατήσει delete σε κομμάτι της ίδιας μου της ζωής.

    «Πάμε στο σαλόνι,» είπε ήρεμα και σηκώθηκε.

    Τον ακολούθησα μηχανικά, σαν μαθήτρια που την έχουν καλέσει στο γραφείο του διευθυντή. Κάθισε στον καναπέ και μου έκανε νόημα να μπω σε koala mode. Σαν να μου έλεγε: εντάξει, θα το πεις, αλλά θα το πεις με ασφάλεια. Έκατσα πάνω του, τον αγκάλιασα, και έχωσα το πρόσωπό μου ανάμεσα στο λαιμό και το ώμο του.

    «Για πες μου τώρα, τι είναι αυτό το φοβερό και τρομερό πράγμα που έκανες και δεν το είπες ούτε καν στη Μαίρη;»

    Πήρα βαθιά ανάσα. Αυτό που θα ξεστόμιζα το ήξεραν μόνο τρεις άνθρωποι, ή μάλλον… οι τρεις που το ζήσαμε και όσοι το άκουσαν από τις διηγήσεις των υπόλοιπων δύο της τριάδας.

    «Εκείνο το βράδυ… μετά…» ξεκίνησα και σταμάτησα προσπαθώντας να βρω το κουράγιο να συνεχίσω.

    «Ναι;» με ενθάρρυνε ο αρκούδος μου.

    «Έκανα τρίο…» του είπα νιώθοντας τις λέξεις να με καίνε.

    «Αυτό ήταν ρε Σόφη και μου πήγε και πάλι η ψυχή στα δόντια;» μου έκανε κοιτάζοντάς με μέ ένα μείγμα περιέργειας και… απελπισίας.

    «Αυτό!» του είπα κοιτάζοντας και πάλι χαμηλά. Ένιωσα το δάχτυλό του κάτω από το πηγούνι μου, καθώς έσπρωξε το κεφάλι μου προς τα πάνω για να με αναγκάσει να τον κοιτάξω.

    «Γιατί δεν το είπες στη Μαίρη;» με ρώτησε με ειλικρινή περιέργεια.

    Πήρα βαθιά ανάσα, τα μάτια μου τσούζανε ακόμα. «Μου άρεσε… μου άρεσε πολύ!» ξεστόμισα, κι ήταν σαν να άκουσα τον εαυτό μου να ομολογεί φόνο.

    Τα μάτια του Maurice γούρλωσαν. Δεν το περίμενε.

    “I don’t understand…” είπε κουνώντας το κεφάλι. “Honestly, I thought you kept it from her because you didn’t enjoy it, and you were afraid Mary would scold you for trying to copy her style when it wasn’t really your thing.”

    Και αυτό ακριβώς ήταν το παράλογο. Θα ήταν πιο εύκολο να πω στη Μαίρη ότι πέρασα χάλια, αν είχα περάσει όντως χάλια. Θα γελούσε, θα μου έλεγε “ε, τουλάχιστον τώρα το ξέρεις,” και θα τελείωνε εκεί.

    Αλλά όχι· το δικό μου πρόβλημα ήταν ότι για μια στιγμή, για ένα βράδυ, είχα γίνει λίγο Μαίρη. Και αυτό με τρόμαζε πιο πολύ από οτιδήποτε. Γιατί… γιατί η Μαίρη θα με ενθάρρυνε. Και… και δεν ήθελα να πάρω άλλο θάρρος.

    «Αυτό ήταν το πρόβλημα, Maurice…» του είπα παίρνοντας βαθιά ανάσα. «Ότι αν της έλεγα πόσο μου άρεσε, θα με ενθάρρυνε να το δοκιμάσω και πάλι.»

    “I still don’t get it…” μου είπε κουνώντας το κεφάλι του με απορία. “I mean, what did you expect? Of course she would be happy for you! Of course she would encourage you to explore your… let’s call it ‘extended’ sexuality’.”

    Στο τέλος χαμογέλασε πονηρά, κι εγώ δεν άντεξα και χαμογέλασα μαζί του.

    «Ντρεπόμουν…» του απάντησα μουρμουρίζοντας. «Τη Μαίρη τη θαυμάζω, την αγαπάω, φιλάω το χώμα που πατάει αλλά…»

    «Αλλά;» με ρώτησε γέρνοντας το κεφάλι του.

    «Δεν έχω και δεν μπορώ να αποκτήσω την ελευθεριότητά της. Με τρώνε τα ίδια μου τα σωθικά,» του απάντησα στενάζοντας. «Τη λατρεύω για αυτήν, τη θαυμάζω για αυτήν, αλλά… απλά… απλά δεν μπορώ…» του είπα χαμηλώνοντας και πάλι το κεφάλι μου.

    «Μάλιστα…» μου είπε. Μου χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Τώρα το κατάλαβα.»

    Με χάιδεψε και πάλι τρυφερά. «Ο πραγματικός σου φόβος δεν είναι οι εσωτερικές σου αναστολές…»

    «Αλλά;» τον ρώτησα με φωνή που έτρεμε.

    «Να μη νομίζει η Μαίρη ότι ντρέπεσαι για εκείνη,» μου είπε χαμογελώντας μου.

    Και ήταν η αλήθεια. Γιατί αν με πίεζε και της έλεγα «Εγώ δεν είμαι εσύ» για κάτι που είχα κάνει και μου είχε αρέσει, φοβόμουν πως θα το άκουγε σαν απόρριψη, σαν να ντρεπόμουν για εκείνη. Μα το πρόβλημα δεν ήταν εκείνη∙ ήμουν εγώ. Εγώ ντρεπόμουν για μένα, που άφησα τον εαυτό να χάσει τελείως τον έλεγχο.

    Και πώς να το πω αυτό χωρίς να ακουστεί λάθος;

    «Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε ο Maurice βλέποντάς με να έχω πέσει σε περισυλλογή.

    «Αυτό που μου είπες,» του απάντησα στενάζοντας. «Πώς να της το πω χωρίς να νομίζει ότι απορρίπτω την σεξουαλική της ελευθεριότητα; Θα είναι σα να απορρίπτω την ίδια τη Μαίρη.»

    «Σόφη μου…» ξεκίνησε ψάχνοντας να βρει τα λόγια. «Το να απορρίπτεις μια πράξη επειδή δεν ταιριάζει στον ψυχισμό σου, δεν είναι το ίδιο με το να απορρίπτεις αυτούς που την κάνουν.»

    Δεν απάντησα. Σούφρωσε λίγο τα χείλη του και έξυσε αμήχανα το μάγουλό του.

    «Ωστόσο, το κυρίως πρόβλημα δεν είναι αυτό…» μου είπε. «Το κυρίως πρόβλημα είναι γιατί νιώθεις εσωτερικές τύψεις που σου άρεσε το τρίο; Σε ποιον έχεις να λογοδοτήσεις;»

    «Σε μένα!» του απάντησα ξερά.

    Δάγκωσε τα χείλη του κοιτάζοντάς με σκεπτικός. «Γιατί;» με ρώτησε τελικά.

    «Γιατί… γιατί δεν είμαι τέτοια!» του απάντησα με σπασμένη φωνή.

    Ο Maurice δεν δίστασε ούτε στιγμή. «Ενώ η Μαίρη είναι;»

    Η φράση του με χτύπησε σαν σφαλιάρα∙ τόσο δυνατή που ένιωσα το κεφάλι μου να γυρίζει. Δεν κατάλαβε… όπως δεν θα καταλάβαινε και η Μαίρη, και ήταν ο λόγος που είχα φοβηθεί να της το πω.

    «Τι κακό πραγματικά έκανες, πέρα από το να πραγματοποιήσεις μια φαντασίωσή σου με τον τρόπο ακριβώς που ήθελες. In abstract, με δύο ουσιαστικά άγνωστούς σου, πού ούτε τους είδες ούτε τους ξέρεις.»

    Συνέχισα να τον κοιτάζω αμίλητη.

    «Δεν απάτησες κανέναν—και σηκώνει συζήτηση αν ένα τρίο ποιεί απιστία, εφόσον συμμετέχουν και οι δυο του ζευγαριού—δεν πλήγωσες κανέναν, και απ’ ότι η ίδια ομολόγησες σου άρεσε.»

    Σταμάτησε και πάλι και πήρε βαθιά ανάσα.

    «Τι κακό έκανες πέραν από το να περάσεις όμορφα;»

    Συνέχισα να μην απαντάω, το μυαλό μου είχε κολλήσει, δεν μπορούσα καν να σκεφτώ.

    “You’re not a whore, baby,” μου είπε τρυφερά ο Maurice. “The same way Mary is not a whore. It stung when I asked you ‘And Mary is?’, didn’t it?”

    «Όχι, Maurice, δεν είναι αυτός ο λόγος. Ο λόγος είναι ότι κατάλαβες λάθος, όπως θα καταλάβαινε και η ίδια η Μαίρη λάθος.»

    «Τότε;» με ρώτησε μπερδεμένος.

    «Γιατί εγώ δεν μπορώ να αφήνομαι όπως η Μαίρη, δεν μπορώ να μην έχω τον έλεγχο…» του απάντησα στενάζοντας. «Και εκείνη την βραδιά τον έχασα τελείως. Δεν… δεν ήταν μόνο το τρίο. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος φορούσανε προφυλακτικό!» του είπα χαμηλώνοντας και πάλι το κεφάλι μου. «Το ξέρω ότι έκανα μαλακία που θα μπορούσα να την πληρώνω για μια ζωή…»

    «Ρε Σοφία!» μου είπε κουνώντας το κεφάλι του.

    «Ήμουν ντίρλα… και… και δεν είχαμε προφυλακτικά μαζί μας…» προσπάθησα να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα.

    «Πες μου σε παρακαλώ ότι δεν το επανέλαβες ποτέ ξανά αυτό…»

    «Όχι, όχι…» τον διαβεβαίωσα. «Μόνο με… με τον Αργύρη το κάναμε με αυτό τον τρόπο, αλλά ήμασταν σε μόνιμη σχέση και ο Αργύρης, παρά τα κουσούρια του, ήταν μονογαμικός.»

    «Εξετάσεις είχε κάνει;»

    «Ναι, εννοείται!» του είπα. «Όπως κι εγώ… ήταν η συμφωνία μας πριν ξεκινήσουμε να κάνουμε σεξ χωρίς προφυλακτικό. Και… και ήταν μόνο για σεξ από πίσω, στο κανονικό φορούσε πάντα…»

    «Εξετάσεις έκανες μετά τον Αργύρη;» με ρώτησε και με το δίκιο του.

    «Ναι, έκανα. Maurice, μην ξεχνάς ότι είμαι εθελόντρια αιμοδότης…» του εξήγησα.

    «Τέλος πάντων,» μου είπε αναστενάζοντας.

    «Θα με χέσει η Μαίρη όταν της το πω!» του είπα στενάζοντας με τη σειρά μου.

    «Και δίκιο θα έχει!» μου είπε με αυστηρή φωνή. «Με τιμάει απίστευτα το γεγονός ότι νιώθεις τόσο άνετα και ασφαλής μαζί μου που μου το είπες, αλλά η Μαίρη… η Μαίρη είναι αδερφή σου, Σοφία.»

    «Έχεις δίκιο μωρό μου,» του είπα και έμπηξα τα κλάματα, και τόσο ώρα που κρατήθηκα πολύ ήταν.

    Δε μου είπε κάτι. Το μόνο που έκανε ήταν να με σφίξει στην αγκαλιά του και να με χαϊδεύει τρυφερά μέχρι που οι λυγμοί καταλάγιασαν.

    Δυο καθρέφτες ήταν, στ’ αλήθεια. Ο ένας με έδειχνε όπως είμαι τώρα, με το σώμα μου γυμνό κάτω από τον ήλιο, ευάλωτο και τρομαγμένο μήπως δε σταθεί αντάξιο του βλέμματός του.

    Ο άλλος γύριζε προς τα πίσω, έφερνε στο φως ένα μυστικό που με βάραινε χρόνια, μια ιστορία που δεν είχα τολμήσει να ξεστομίσω ούτε στη Μαίρη.

    Και στις δύο περιπτώσεις έσκυψα το κεφάλι μου, ντράπηκα, ήθελα να κρυφτώ. Και στις δύο, εκείνος με σήκωσε απαλά, με χιούμορ ή με τρυφερότητα, και με ανάγκασε να τον κοιτάξω κατάματα.

    Ήταν το ίδιο ερώτημα, απλώς ειπωμένο με διαφορετικά λόγια: «Μπορείς να με δεις όπως είμαι; Ολόκληρη; Με το παρόν μου και με το παρελθόν μου;»

    Και η απάντηση, η δική του απάντηση, ήταν πάντα η ίδια: «Ναι. Και δε σ’ αλλάζω για τίποτα.»

    And if you go chasing rabbits
    And you know you’re going to fall
    Tell ‘em a hookah-smoking caterpillar
    Has given you the call
    He called Alice
    When she was just small…

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---