Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Δεν είμαι μόνος / Μια ιστορία τρόμου

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 4 Δεκεμβρίου 2025 at 09:00.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς; Contributor

    (Μέρος Α)

    Ώρες αρκετές είχαν φύγει, από την στιγμή που οι τελευταίες του Ήλιου ακτίνες, πέθαναν. Μόνες. Πεινασμένες. Παγωμένες. Στο δάσος σέρνω τα βήματα μου, αφήνοντας πληγές στο χώμα. Τα δέντρα μεριάζουν να περάσω. Σφυρίζω ένα νανούρισμα, ακούω τα δόντια τους να κροταλίζουν. Μουσική επένδυση, έχει κρύο στο τραγούδι.

    Αλλάζω το ρυθμό. Μυρίζει την ανάσα της, χαρούμενος τώρα. Στο στήθος μου, το βαθούλωμα που άφησε το σώμα της. Την έσφιξα με δύναμη στην αγκαλιά μου. Σφιχτή, δυνατή, απελπισμένη, σα να μη υπ άρχη αύριο.

    Το φύλλωμα πράσινο, σα το γρασίδι, φτηνό απέναντι στις παραδεισένιες λίμνες που έσταζαν από τα μάτια της. Ήρεμη ψυχή, απάνεμο λιμάνι, ζεστή φωλιά, μακριά από την καταιγίδα.

    Το δάσος μοιάζει να τελειώνει. Σε λίγη ώρα θα εισβάλλω στη πόλη. Μία μαριονέτα σε μουσείο κέρινων ομοιωμάτων, λιωμένες απομιμήσεις του ανθρώπινου γένους. Ο πόλεμος, η εκπνοή του Δράκου του…

    ΚΛΑΚ, ένας ήχος ξερός, ένα κλαδί που σπάει, μέτρα λίγα πίσω μου. Πουλί που την κοπανά, τρομαγμένος ο ειρμός μου. Οι σκέψεις ακολουθούν κλαίγοντας. Γυρνάω ξαφνιασμένος και κοιτάω το…

    ΤΙΠΟΤΑ. Το άδειο γεμίζει με τη στιβαρή απουσία του το χώρο, πέρα από το χρόνο. Γυρνώ ξανά μπροστά. Ανασφαλής, αβέβαιος, άδειος.

    Τα δέντρα τώρα με κοιτούν με περίσσιο θάρρος. Οι σκιές των γέρικων κλαδιών, πλησιάζουν τη δική μου. Αυτή μαζεύεται πάνω μου. Φοβισμένη.

    ΚΑΠΟΙΟΣ. Με κοιτάει. Γυρίζω απότομα. Ξανά πίσω και προς τα πίσω. Κάτι κινείται πιο γρήγορα από το φως και πίσω από το δέντρο το μεγάλο. Τώρα λουφάζει. Σπρώχνω τη φωνή μου και την αναγκάζω να βγει από το στόμα μου.

    -Ποιος είναι εκεί;

    ΚΑΝΕΝΑΣ. Η νύχτα παίζει την αδιάφορη. Αδιάφορη και η μικρή της ερμηνεία. Ο Γκιώνης παριστάνει το κοιμισμένο. Όχι και τόσο πειστικά. Ο αέρας δηλώνει αθώος. Κανείς δεν τον πιστεύει.

    ΣΚΟΤΑΔΙ. Κάποιος με κοιτάει πεινασμένος.

    ΠΟΛΥ, πεινασμένος. Η ζεστή και αιώνια νύχτα τον καλύπτει φοβισμένη. Την εκβιάζει. Ένα παιδί ένοχο, για αυτά που είδε, αυτά που ξέρει, αυτά που δεν πρόκειται ποτέ πει.

    (συνεχίζεται.ι.ι.ι.ι.ι..ιι...ιιι....ιι.....ιι.......ιι)

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς; Contributor



    Ώρα 02:00

    Τώρα προχωρώ μπροστά.

    Εμπρός πατούν τα πόδια μου. Δεξιά κι αριστερά κοιτούν τα μάτια μου. Νευρικά.

    Τα αυτιά μου, προσέχουν, καταγράφουν, θυμούνται και συγκρίνουν. Σιωπηλά.

    Μπαμπούλες, δράκοι, δαίμονες και άλλοι παιδικοί εφιάλτες, περιμένουν. Μουλωχτά.

    Πίσω από τα βάτα, τα νύχια τους τρίβουν και ακονίζουν, να λοξοδρομήσω θέλουν.

    Να μ’ αρπάξουν.

    Γελάω δυνατά, πνίγομαι, βήχω, καταπίνω ανακουφισμένος, βλέποντας τα πρώτα φώτα από μακριά. Τώρα μπορεί να ξεφύγω. Υποχθόνια και κακόβουλα τέρατα, εσείς που στις σκιές κρύβεστε, σε άλλους λαχταριστούς λαιμούς ας αναζητήσετε τη πηγή σας.

    Μέτρα μερικά ακόμη και το βλέμμα μου σηκώνω προς τα πάνω. Αδύναμο ακόμα το θάρρος, τρεκλίζει αβέβαια. Ένας ξύλινος, μουχλιασμένος στύλος με κοιτά από ψηλά. Αγέρωχος. Γέρος και ηγέτης, των επιβλητικών γιγάντων του ηλεκτρικού, ακολουθούν από πίσω του.

    Η υγρή σκιά μου, εξατμίζεται αργά. Πλησιάζω προς το φως. Το παιχνίδι της σκιάς, του «κακού» εγώ, μοιάζει να γέρνει προς το μέρος του αιώνιου, «καλού» φωτός. Πυξίδα της θείας, εμπνευσμένης ανθρώπινης ψυχής. Ο εικονικός φάρος των ανθρώπων.

    Οι σκιές, συνήθιζε να λέει, τα δίχως φεγγάρι βράδια, είναι διαβολικές και ανθρωπόμορφες ψυχές των αμετaνόητων κολασμένων. Καταδικασμένες να κολυμπούν κάτω από τη επιφάνεια του εδάφους, ακολουθώντας τα βήματα των ζωντανών μέχρι να σταθούν στα απόνερα της νύχτας. Τότε με κίνηση της αστραπής η κόρη, πετάγονται και σε αρπάζουν από τα πόδια. Κάτω από το χώμα, στο βυθό σε τραβούν, για να σε κατασπαράξουν και την θέση σου, να πάρουν.

    Είμαι με κούραση γεμάτος, αλλά δεν στέκομαι. Τα μάτια μου γαντζώνονται στο στύλο τον παλιό, κουφάρι δέντρου. Με προσπερνάει ακίνητος. Όμοιος με τους προηγούμενους, εκτός από το σπασμένο κουβούκλιο. Μάσκα, προστασία για τη γριά κίτρινη και μεγάλη λάμπα, από τους φιλόδοξους πιτσιρικάδες.

    Βρέχει με το δυνατό φως της και αποτελειώνει τη σκιά μου, που πληγωμένη εξαφανίζεται. Κόλπο μαγικό. Στο τώρα το μαύρο δεν μπορεί να σκεπάσει το δρόμο…

    Μαύρη όμως η σκιά που εμφανίζεται μπροστά στα πόδια μου. Επιτυχημένο ταχυδακτυλουργικό από κακόβουλο «Μάγο». Μεγάλη, γεμάτη και πηχτή, ανθρώπου δεν είναι και στη κόλαση μία ξένη.

    Κοκαλώνω. Οι κλειδώσεις μου παγώνουν και οι τένοντες της θέλησης κόβονται. Φυσική δεν είναι και το υπέρ λίγο φαντάζει δίπλα της.

    Κάτι, κάποια, κάποιος, κάποιο, στέκεται ορθάνοικτος δώδεκα μέτρα πίσω μου. Το γιατί γνωστό δε μου ‘ναι, αλλά το ίδιο που κρυβόταν στα δέντρα, ‘ναι. Τρέμω και τη γλώσσα μου δαγκώνω, σφυρίζει πονεμένη και στο λαιμό μου χώνεται βαθιά, θα γυρίσω να δω τι είναι. Αυτό το κρυφτούλι καλόγουστο και ευοίωνο δεν είναι. Το έχω σχεδόν αποφασίσει…

    Η σκιά κινείται, μεγαλώνει, ΕΡΧΕΤΑΙ!! Το ένστικτο τα ηνία παίρνει και τα πόδια μου ξυπνούν.

    Αρχίζω να τρέχω. Φτάνω στο σπίτι ιδρωμένος και λευκός. Το χρώμα μου στο δρόμο έμεινε έρμαιο σε αυτό.

    Δεν λέω τίποτα στην Ιφιγένεια. Δεν νομίζω να κατάλαβε του παρά το μικρό το μύθι και δεν θέλω να την τρομάξω.

    Ένοχες οι πιτζάμες που φορώ. Ο έρωτας μεταξύ μας, είναι παθιασμένος και αβίαστος. Η Αυγουστιάτικη πανσέληνος, μας συνοδεύει τρυφερά. Το χαμόγελο ξαπλώνει στο στόμα μου, σαν κουρασμένο γατί. Στα μάτια μου η στερνή εικόνα, το φεγγάρι. Ο ύπνος με πιάνει από το χέρι. Σε υπόγειο βαθύ με πάει. Δίχως πάτο το πηγάδι που στο κέντρο του δεσπόζει.

    Σκύβω από πάνω του και στο πάτο, νερό δίχως πρόσωπο, το φεγγάρι κολυμπά γυμνό.

    Κίνηση του ξάφνου το τραγούδι, το νερό το στόμα του ανοίγει και η σκιά το φεγγάρι καταπίνει. Τα ουρλιαχτά του πνίγονται στο βάθος και κηλίδες από λευκό αίμα στο νερό μαρτυρούν το…

    Οι μέρες που α και κλώθουν του τρόμου νύμφες είναι…

    Η Ιφιγένεια, στέκεται στη κουζίνα. Ο Νίκος στο πάτω μα πιο πάνω, κοιμάται μετά από τον έρωτα τους. Στο χέρι της, ένα κόκκινο, μεγάλο, σαρκώδες, φύλλο από τριαντάφυλλο.

    Η γριά μάγισσα της είπε, πως θα τη δώσει μία ευκαιρία στη ζωή απέναντι στο θάνατο.

    Της είπε επίσης πως ο θάνατος της σιμώνει. Με τα μεγάλα του πράσινου τα μάτια το κοίταξε. Αμέσως μετά το έφερε στο στόμα της και το κατάπιε…

    Συνέ )ϊ( χεια έχει ρώτησε το μικρό αγόρι, χωμένο κάτω από τις κουβέρτες. Η φωνή πνιχτή τρυπώνει μέσα από τα σκεπάσματα.

    -Έχει και…)
     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς; Contributor

    Ώρα 3: (.)(.)

    Δύο μέρες μετά, βρίσκομαι στη δουλειά. Είμαι μόνος στο γραφείο, κρυμμένος σε ένα τεράστιο όροφο. Η κρυψώνα μου, ένας πανύψηλος γυάλινος του ουρανού ο ξύστης. Φυλακή μου η πολυεθνική που τους συλλέγει σαν πώματα από μεταχειρισμένα μπουκάλια. Η μοναξιά μου, απόλαυση.

    Μελετώ τις προσφορές, για μία ακόμα αγορά. Φθηνές. Πίσω μου, το απροσπέλαστο, στο μέγεθος πέντε γηπέδων του πινγκ και πονγκ, εαυτό καθαριζόμενο, φιμέ, σκληρό, τζάμι.

    Πίσω του εγώ. Μπροστά του, ο γκρεμός. Ύψος 56 μέτρα. Ο ήλιος τρυφερός και χλιαρός, μου κάνει μασάζ στο σβέρκο. Με βοηθάει να χαλαρώνω και δε ζητάει τίποτε. Βασίλειο μου, με δερμάτινη ενδυμασία το γραφείο με το ξύλινο σώμα.

    Το είναι του καταναλώνει χώρο, όσο ένα γήπεδο του πονγκ και πινγκ.


    Πάνω του λιάζονται, λίγα χαρτιά, μία κούπα από πηλό, γεμάτη καφέ. Η θέρμη του καφέ διατηρείται. Τη δική μου, ο ήλιος που χαμογελά πονηρά και ναζιάρικα, σε επίχρυση κορνίζα στολισμένος, η Ιφιγένεια. Φωτογραφία στου μαύρου και άσπρου αποχρώσεις, η πόζα τολμηρή, ένα μικρό παράθυρο απόδρασης, από το πρέ και πράττει.

    Του λεπτού οι μέρες, άψογα τοποθετημένες. Του προχθές η νύχτα, διωγμένη αιώνες μακριά. Σε άλλο κόσμο, κάποιον, σε διάσταση άλλη, κάποια.

    Διαβάζω τα νούμερα τα αμέτρητα, της στατιστικής υπηρεσίας μαζώματα. Ναρκισσιστικά, εγωπαθή, το λευκό χαρτί μονοπωλούν. Λεπτή η σελίδα, μάτσο ο ήλιος, το μελάνι αισθησιακά τρεμοσβήνει και στα δικά του τα παιχνίδια, εγώ μολυβένιο στρατιωτάκι.

    Δαγκώνω τη γλώσσα, αυτή ξυπνά με γκρίνια, ρίχνουμε ένα καυγά, συγκεντρώνομαι στη δουλειά. Πολύ από αυτή και το χρόνο για αναμνήσεις δεν μπορώ να το ξοδέψω.

    Για λίγο, βρέφος του χρόνου, το μικρό, τα καταφέρνω. Σύννεφο παρκάρει, ανάμεσα σε εμένα και στον ήλιο. Τα νούμερα τραγουδούν γλυκά σαν σειρήνες, από ασθενοφόρο. Πυκνή ομίχλη ανασφάλειας, τα χέρια του ήλιου, από την πλάτη μου παίρνει μακριά. Τα δικά της τώρα, στο κεφάλι μου. Μπα περίεργο, μπα.

    Κάποιο νούμερο του σήμαντrου, θα ξέφυγε από τα μάτια μου και τώρα εγώ ανησυχία. Ξανά τα νούμερα πιάνω από την αρχή. Όλα μικρά μου είναι εντάξει, εδώ είμαι εγώ. Μου αφήνονται με του παρά το πόνο.

    Ακόμα όμως. Και πάλι. Ευάλωτο το κορμί μου νιώθει και η ψυχή κρυώνει. Αίσθηση ξένη όχι. Που την είχα συναντήσει στο παρελθόν; Η ματιά μου κολυμπά, στο λευκό κενό που επιτρέπουν, δύο σειρές του πυκνού, από νούμερα ψιλά.

    ΤΙΠΟΤΑ.

    Η σκιά από το σύννεφο τη μέση της λικνίζει, πάνω στο χαρτί. Αριστερά, δεξιά, αριστερά, δεξιά.

    -Κίνηση του παρά του ξένου, μονολογώ αφηρημένα. Κάτι μετακινείται, κάνοντας γρήγορα και μικρά βήματα, μέσα στο κεφάλι μου.

    Το κουδούνι χτυπά. Τα μάτια ανοίγουν, η καρδιά μου φωνάζει, η νύχτα του προχθές περνά γυμνή, δίχως θολά. Προβολή του χχχ, με φόντο το χαρτί του λευκού σήμαντρου και τις μαύρες μικρές αριθμητικές φιγούρες.

    ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ! ΚΑΙ ΠΙΣΩ ΜΟΥ ΣΤΕΚΕΤΑΙ!! Δεν μπορεί όμως και δυνατό δεν είναι. Τίποτε το ανθρώπινο, τόσο ψηλά να φτάσει δεν ευπορεί. Του απόλυτα και του τίποτε, τα χέρια μαζί κρατούν και με στόμα ένα, μου λένε…

    Ανθρώπινο, όχι, τόσο ψηλά να φτάσει, όχι. Μέσα από τα τζάμια του εσωτερικού, το έξω να εισβάλλει, όχι.

    Η σκιά συνεχίζει να λικνίζει το πρόστυχο κορμί της. Δεξιά, αριστερά και δεξιά και αριστερά. Η καρδιά, το αίμα μου ρουφάει, διψασμένα και το φτύνει με αηδία. Ο σφυγμός δυναμώνει, τούμπα κάνει, κορυφώνει και σιωπά. Το οξυγόνο βρώμικο και καυτό, με τα χέρια του θωπεύει τα πνευμόνια του. Μπήκε από το στόμα μου.

    Τα εγκαταλείπει λεηλατημένα.

    Τα αυτιά μου, βουίζουν, ο κόσμος χορεύει ξεριζώνοντας τις ψευδαισθήσεις του, η καρέκλα μεθυσμένη την ισορροπία της χάνει, το σώμα μου προς τα πίσω πέφτει, οι βολβοί των ματιών μου γυρνούν ανάποδα και μία σκιά εξαφανίζεται πίσω από το τζάμι.

    Του Λιπό θυμάμαι…

    (Για για για τι εννοεί αυτός ο περίεργος κύριος με τη βουλωμένη μύτη, λέγοντας του Λειπώ θυμάμαι;

    Λιποθύμησε, γγόνι μου.

    Α για για, έχει κι άλλο;

    Ναι παιδί παιδί μου, συνέχεια έχει α…)

     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς; Contributor

    (Προσοχή η ιστορία περιέχει σκληρές σκηνές για Vegan...)



    04:ΘΘ


    Η Ιφιγένεια με τα μεγάλα της, μάτια πράσινα, στόχευσε. Όχι, προσπέρασε, όχι, ίσως, όχι, νάτο, ναι. Αυτό.


    Το μαχαίρι χόρεψε σαν πεταλούδα σε κλειστό βάζο, στη παλάμη της. Το έσφιξε, το κράτησε σταθερό, από την λαβή. Χαμήλωσε, ακούμπησε την κόψη πάνω στο λεπτό κορμό.

    Πιο χαμηλά. Χαμήλωσε κι άλλο. Κίνηση αποφασιστική, το μέταλλο αψύ και το κόβει. Το σπαράγγι σπαρταρά στα χέρια της και φωνάζει…

    Του δευτέρου τα λεπτά, σηκώνονται και εσένα που διαβάζεις σέρνουν…

    …στο παρελθόν.

    Οικογένεια, άγριων, δυνατών, περήφανων, σπαραγγιών. Ουράνια η γενιά τους, της Αιγύπτου τα βλαστάρια. Γεμάτη με πράσινο, λευκό και ροζ υγρό, το σώμα τους. Ρίζες, πόδια, εννέα, βαθιά στο χώμα βιδωμένα. Ο πατέρας, ψηλός, του αγέ ρα χη, στου ανέμου φύσημα λυγίζει;

    Δεν. Η μάνα λεπτή, της ευθείας και της καμπύλης παιδί φευγάτο, τραγουδά και κάνει το χορτάρι να δακρύζει. Στη κάψα της φωτιάς, φοβάται;

    Δεν. Η κόρη, της μάνα της σπαράγγι, άσπιλο το πράσινο και λεπτά τα δαχτυλίδια που δένουν το κορμό της. Γαμπροί πολλοί. Ήρεμα και άγρια σπαράγγια, σφάζονται στο χώμα για να πει το ναι. Και αυτή;

    Δεν. Ο γιος; Μικρός, το στερνό Βλαστάρι. Το ακριβό, του ανήσυχου, τρελό μα όχι ακόμα λαβωμένο ξωτικό. Βλέπει τους τρεις, που όρθιοι σημαδεύουν ουρανό.

    Αυτό; Λυγίζει, σπάει, θέλει να κρυφτεί. Σε κάθε σκιά, σε κάθε τρέμ στου ραδικιού το ούλο πάνω, φωνάζει και θέλει στα αστέρια να πετάξει. Πέρα, πέρα, μακριά. Από το θάνατο, το πόλεμο, τη νύχτα, τη φωτιά. Θέλει, αλλά μπορεί;

    Δεν. Είναι μεσημέρι. Από τους τρεις πρώτους οι πόροι, ανοιχτοί, χαλαροί, αναπνέουν και εισπνέουν από τον ήλιο. Ο νιος;

    Φοβάται! Μυρίζει, γυρίζει. Κι άλλο, ίσως τώρα καταφέρει, να ξεφύγει. Γυρίζει, κι άλλο και το κορμό του δυνατά τραβά. Αλλά…

    Άγκυρες οι ρίζες του, γαντζωμένες στο χώμα το σκληρό. Δεν του επιτρέπουν, να πετάξει.

    Ουφ. Εισπνοή, οσμή, από χώμα. Ουφφ. Εις πνοή, μυρωδιά από ντίκι. Ουφφφ. Πνοή, βαθιά και στο σώμα, του αέρα γόνο, παγιδεύει. Μυρωδιά;

    Vegan. Ουφφφφ. Τι;ι;ι!ι!ι!

    VEGAN. Τα ματόκλαδα του στο παρά μερίζει και την βλέπει. Είναι από αυτές!!

    Ψηλή, γίγαντας, με χρώμα, σε αυγά βολβούς στο κρανίο της φυτεμένα, πράσινο. Αίμα από σπαράγγι, λίμνες δύο φτιάχνουν και στο κέντρο τους δύο κόρες κολυμπούν. Η μυρωδιά της;

    Πράσινη, σάρκα όχι. Ούτε βόδι, ούτε μοσχάρι, ούτε κότα, ούτε γουρούνι ή λιράτο πετινάρι. Μαρούλια, βλίτα, σπανάκια, μανιτάρια, λειωμένα στο στομάχι της. Ωχ παν αγία και μάνα μου καλή. Είναι VEGAN.

    Οι φωνές του τσι ριχτές και ένα σαλιγκάρι από τα πέναντι, τις κεραίες του γυρίζει προς αυτό. Κατεβάζει τη μία και μετά την ανεβάζει στα ψηλά. Την άλλη κατεβάζει και το μάτι στη κορυφή της γουρλώνει.

    -Χμμ, είναι Vegan, εγώ δε κινδυνεύω. Φεύγει και αδιάφορα στο έδαφος γλιστράει.

    -Μαμά, μπαμπά και αδερφή, ξυπνήστε, το σκοτάδι θα μας πάρει!!! Τα Μ,μ και α, σαλεύουν και από το λήθαργο αργά ξεφεύγουν, αλλά ργά είναι.

    Το τέρας με του πράσινου τις λίμνες από υγροποιημένο σπαράγγι, τη μέση του λυγίζει. Ένα σπαθί, με λάμα μέτρα δεκαδυό, πλησιάζει. Τους ισχνούς και από τον ιό αρρώστους γείτονες προσπερνά και σε αυτόν σταματά.

    Ο Νιος νιώθει τον πόνο και μετά τη φωνή του να τεμαχίζει του πορτοκαλιού τη σιωπή, σε μικρά κυβάκια. Νιώθει, τον αέρα να τον χαϊδεύει από κάτω, εκεί που ο άνεμος ποτέ δεν έφτανε και τώρα αυτός πετά.

    Σε μία ζάλη, τα μάτια ανοίγει και βλέπει το αίμα του βροχή, στο χώμα.

    Μικροσκοπικά υγρά πράσινα διαμάντια, από τη ανοιχτή κοιλιά του, στο χ ώμα καταλήγουν. Δεκάδες διψασμένα, ξερά χείλη τα υποδέχονται για να τα βάλλουν με λαχτάρα στη φωλιά τους. Χάνει τις αισθήσεις του.

    Η Ιφιγένεια, τινάζει το χώμα από το σπαράγγι και το βάζει στο σάκο. Όμορφο, ζουμερό, πράσινο, ατόφιο. Νόστιμος μεζές θα είναι. ΑαΑ, άλλα τρία, δίπλα του.

    Τι όμορφα που είναι. Το μαχαίρι κινείται σα το φως. Μπα, μα, και κό, στο σάκο. Μπα, μα και ρη, στο έδαφος, με τις ρίζες να τα κρατά δεμένα. Πλούσιος ο χυμός που ρέει από το κορμί τους. Δεκάδες τα μυρμήγκια που ακούν το κάλεσμα.

    Μαύροι, μικροί, πιστοί στρατιώτες, που στρέφονται και κοιτούν προς τα σφαγμένα κορμιά.

    Φαγητό…

    Ώρες του χρόνου τα μικρά, μετά. Ο νιος συνέρχεται και της ελιάς το αίμα μυρίζει πρώτα. Μία θέρμη, το πόνο ανακουφίζει. Χαλά ρώνει. Η Ιφιγένεια, τη φωτιά δυναμώνει. Η θέρμη, αράχνη της φωτιάς, τα χέρια κλείνει, γύρω από το μισούδι νιο.

    Τα σάλια της τρέχουν. Το σπαράγγι δείχνει να σπαρταρά στο λάδι το καυτό. Τα τρία άλλα ακίνητα και ψόφια. Το στόμα της γεμίζει διάφανο του σιελού οξύ.

    -Τη μυρωδιά είναι, αυτή Θέε μου!!! Ποιήματα και θάματα, οι νοστιμιές σου για εμάς.

    Η Ιφιγένεια ξέρωγλυφεται…

    Αυγά δεν βάζει, στο χέρι της το Βασιλομανίταρο.

    -Ο Αν ήθος τη διαφορά θα δώσει…Μία χοντρή σταγόνα σάλιου, από το στόμα της ξεφεύγει και πέφτει, αργά, του βασάνου τα στικά, φτάνει και βυθίζεται στο καυτό το λάδι.

    Καπνός από το λάδι, υψώνεται…

    (Συνέχεια έχει, ρωτάει το λευκό Ρώσικο αλάτι. Και φυσικά έχει, του απαντά το νταβραντισμένο Αμερικάνικο πιπέρι , και καρότα, και ντομάτες και φυσικά…

    …Μανιτάρια. Με πικάντικο, πυρήνα…)

     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς; Contributor



    5: (I)(I)

    Παρασκευή απόγευμα. Οι σταγόνες διαγράφουν τις δικές τους διαδρομές, στη πλάτη μου. Φτάνουν στο τέρμα και βουτούν. Πέφτουν από ύψος 6 εκατοστών. Αρκετό ώστε τούμπες τρεις, να κάνουν στον αέρα. Οι σταγόνες από ιδρώτα καταλήγουν με ήχο δυνατό, στο ξύλινο πάγκο των αποδυτηρίων.

    Μόνος είμαι, ο φωτισμός αρκετά χαμηλός είναι, τα σύννεφα των υδρατμών ακόμα δεν έχουν καταλαγιάσει. Αναμένεται καταιγίδα.

    Τα μάτια μου κοιτούν μπροστά. Στα ντουλαπάκια. Σκληρά. Καφέ. Μεταλλικά και ιδρωμένα. Σ’ ένα από αυτά, το νομα μου πάνω. Το καρφώνω με το βλέμμα μου. Είναι μισάνοιχτο. Το άνοιγμα του σκοτεινό. Το είχα κλείσει όταν βγήκα. Και το είχα κλειδώσει…

    Αφήνω το βλέμμα μου, να πλησιάσει το μαύρο κενό.

    Πρόσεχε! Ίσως κάτι κρύβεται εκεί μέσα. Τρίζει και κουνιέται ελαφρά.

    Θέλει! Κάτι, κάποιον, κάποιες.

    Αναμνήσεις πλούσιες από φάρσες παιδικές, με ανακουφίζουν. Προσωρινά. Ίσως κάποιος κλόουν πλαστικός. Προσωπείο του τρόμου σκίτσο, με χρώμα μωβ, πνιγμένος από μία κουλούρα, φίδι σκληρό, ελατήριο. Συμπιεσμένος σε κουτί μικρό. Περιμένει για την έκπληξη. Ίσως και κάτι άλλο…

    Τα παιδιά από το γυμναστήριο. Όρεξη του κάφρου, για πλάκες, που τρομάζουν. Ίσως να είναι αυτά. Θάρρος παίρνω και σηκώνομαι βιαστικά. Από το πάγκο στο ντουλάπι βήματα τρία. Το ανοίγω απότομα. Τα μάτια μου κλείνουν μόνα τους.


    ΤΙΠΟΤΑ. Ο φωτισμός λειψός, στο τέρμα του ντουλαπιού δεν φτάνει. Μία σκιά θολή.

    Ουφ! Η τσάντα μου. Βάζω από φασιστικά το χέρι μου μέσα, από φεύγοντας το κεφάλι μου να βάλω. Το χέρι μου δυσκολεύεται, αλλά την άκρη πιάνει και το σέρνει. Αυτό αντί στέκεται. Τελικά το βγάζω και τη πόρτα κλείνω με δύναμη. Ο κρότος κατακτά το χώρο. Η φωνή μου επαναστατεί.

    -Εκτός από τη τσάντα, τίποτε άλλο, εκεί, δε κρυβόταν, μέσα. Φωνάζω, το κλειδί με υπακούει και γυρνά. Μέσα στο ντουλάπι κλειδώνω, τους ανόητους φόβους.

    Γυρνώ δεύτερη φορά το κλειδί. Ξορκίζω τη μοναξιά μου.

    Μια στερνή ματιά, στο ντουλαπάκι. Μου την επιστρέφει με περιφρόνηση. Γυρνώ να φύγω. Το κορδόνι μου λυμένο. Σκύβω και το πόδι ανεβάζω στο πάγκο. Να το δέσω.

    ΞΑΦΝΙΚΑ!! Παραφωνία βέβηλη. Στη σιγή, βάρβαρη. Κατασπαράζει τη σιωπή, που μέχρι πριν στοίχειωνε το χώρο.

    ΥΓΡΟ. ΚΟΦΤΟ. ΔΥΣΟΙΩΝΟ. Ένα σούρσιμο από πίσω μου, ακριβώς. Από πίσω, που δεν υπάρχει τίποτε άλλο, πέρα από το…

    …το άδειο, κλειστό, καφέ, ντουλάπι μου.

    Πρωί Σαββάτου. Κάνω κομμάτια το μεγάλο καθρέπτη του μπάνιου. Έπρεπε. Το είδ│ωλο μου, με παρατηρούσε με την αηδία να λιμνάζει, στα μεγάλα σκούρα γκρίζα μάτια του.

    Η Ιφιγένεια έχει αρχίσει να ανησυχεί. Δεν της είπα τίποτα, όσες φορές και να με ρώτησε. Την κοιτούσα δίχως να μιλώ. Ανέκφραστος, με τα φωτεινά μου, μπλε μάτια.

    Κυριακή, το βράδυ. Φυλακισμένος, από κάποια ονειρική δύναμη, παρακολουθώ σιωπηλός, μία γκρίζα.

    Θολή.

    Παραμορφωμένη φιγούρα, κακό να κάνει στην Ιφιγένεια. Δεν έχω στόμα να ουρλιάξω. Ξυπνώ κλαίγοντας. Τα αναφιλητά μου, ξεπλένουν τη γκρίζα, του ονείρου στάχτη. Η Ιφιγένεια, τώρα πια, είναι φοβισμένη.

    Δευτέρα το πρωί, Δευτέρα, αγοράζω ένα περίστροφο. Από έναν, όχι και τόσο νόμιμο ζητιάνο. Είναι δυνατό. Γρήγορο. Θανατηφόρο.

    Το κρύβω στο σαλόνι. Το κρύβω και από την Ιφιγένεια.

    (Και μετά;’; Ρώτησε η σφαίρα γυαλισμένη, του Ηλίου το λαδάκι.

    Έχει και μετά και του πυρός τεχνήματα; Το λάδι, την κοίταξε…

    -Σιωπή.. )