Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Εν Σοφία εποίησεν

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 22 Ιουνίου 2025.

  1. Arioch

    Arioch Τίποτα δεν πάει χαμένο... Premium Member Contributor

    Μέρος 25ο - Down the rabbit hole

    Λίγη ώρα αργότερα, καθώς είχε πάει μετά τα μεσάνυχτα και είχαμε πρωινό ξύπνημα, πήγαμε στο δωμάτιο να ξαπλώσουμε. Ο Μπλάκι που είχε σκαρφαλώσει στο γατόδεντρό του άνοιξε ίσα-ίσα ένα μάτι για να μας δει, αλλά δεν έκανε τον κόπο να μας ακολουθήσει. Μάλλον μας τη φύλαγε το κοπρόγατο ακόμα για τον Morty.

    «Λοιπόν,» μου είπε με το που βολεύτηκα στην αγκαλιά του, «τι άλλο έχεις κάνει “δημοσίως” πέραν αυτού που μου είπες;»

    «Ορεξούλες;» τον ρώτησα νιώθοντας το μποξεράκι του να φουσκώνει πάνω στο μηρό μου.

    “Guilty as charged!” απάντησε. Με γύρισε στο πλάι και περνώντας το αριστερό του χέρι κάτω από το λαιμό μου, με χούφτωσε στο αριστερό στήθος και άρχισε να μου το μαλάζει. “Tell me a story,” μου είπε με βραχνή φωνή.

    “OK!” απάντησα χαμογελώντας, και ας μη με έβλεπε. «Εκείνο το καλοκαίρι, δυο μέρες μετά τον Ιταλό, είχα πάει με έναν Έλληνα,» ξεκίνησα να του λέω. «Δεν ξέρω πως, αλλά ήξερε όλους τους μπάρμαν.»

    Αναστέναξα στην ανάμνηση, που πάντως δεν ήταν σωματικά δυσάρεστη. Γιατί εκείνη η βραδιά είχε και συνέχεια, μια συνέχεια την οποία ούτε η Μαίρη δεν την είχε μάθει.

    «Γιατί στενάζεις;» με ρώτησε σταματώντας για μερικές στιγμές να μαλάζει τα στήθη μου και με ελαφριά ανησυχία στη φωνή.

    «Γιατί αποδείχτηκε αυτό που ήξερα βαθιά μέσα μου—δεν είμαι Μαίρη,» του απάντησα. «Από την άλλη, έχοντας ως φαντασίωση τη σεξουαλική μου χρήση… ας πούμε ότι στην Πάρο την εκπλήρωσα…»

    Δεν ήθελα να πω ψέματα στον αρκούδο μου αλλά από την άλλη δεν ένιωθα ακόμα έτοιμη να του πω όλη την αλήθεια, πόσο μάλλον όταν δεν την είχα πει στην ίδια τη Μαίρη.

    «Συνέχισε,» μου είπε τσιμπώντας μου ελαφρά τη ρώγα.

    «Εγώ ήμουν ο συνήθως δοτικός και people pleaser εαυτός μου. Στον Έλληνα μάλιστα κατάπια κιόλας. Αλλά οι παρτενέρ μου, πέραν των απολύτως βασικών, δεν έκαναν τίποτα παραπάνω.»

    Το μυαλό μου πήγε σε μια παλιότερη συζήτηση που είχα κάνει με τη Μαίρη προσπαθώντας να καταλάβω πώς μπορεί να το έχει τόσο εύκολο το σεξ με ουσιαστικά αγνώστους της…



    «Ναι, υπάρχει και αυτό το ρίσκο,» μου είχε εξηγήσει. «Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που χωρίζει τον μερακλή ψαρά από τον μαλάκα που πέρασε ένα απόγευμα να τον νταλακιάζει ο ήλιος με το καλάμι στο χέρι,» συνέχισε με το ύφος φιλοσόφου που ανακάλυψε το νόημα της ζωής.

    «Να υποθέσω ότι εγώ είμαι ο μαλάκας κι εσύ ο καλός ψαράς;» τη ρώτησα σταυρώνοντας τα χέρια μου ελαφρά εκνευρισμένη.

    «Αγάπη μου, είπα “μερακλής,” όχι “αποτελεσματικός”» απάντησε χαχανίζοντας.

    Την κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω που το πάει. «Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί κατά τα φαινόμενα είμαι χαζή και δεν το πιάνω…» της είπα ξερά.

    «Σόφη μου, μη συγχίζεσαι, δεν το είπα για να σε προσβάλλω,» μου είπε απαλά. Έπιασε το χέρι μου. «Ο μερακλής δεν ψαρεύει για να γεμίσει το καλάθι του. Ψαρεύει γιατί του αρέσει το ίδιο το ψάρεμα!»
    Χαμογέλασε.

    «Ο μαλάκας είναι αυτός που σπατάλησε το χρόνο του πάνω στο βράχο και εκνευρισμένος έφυγε να πάει στο ιχθυοπωλείο.»

    Έκανε μια παύση για έμφαση.

    «Ο μερακλής από την άλλη πέρασε την ώρα του με τρόπο που ο ίδιος γούσταρε. Αν έπιασε ψάρια, τόσο το καλύτερο. Αν όχι; Δεν πειράζει, μια άλλη μέρα.»

    «Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πάλι εγώ είμαι ο μαλάκας,» της απάντησα ξεφυσώντας.

    «Και θα συνεχίσεις να είσαι αν δεν απολαμβάνεις το σεξ στην ολότητά του,» συνέχισε. Σηκώθηκε και κάθισε πιο κοντά μου. «Ποιος σου είπε ότι έχω οργασμούς κάθε φορά που κάνω σεξ;»

    «Μα αν δεν κάνεις για τον οργασμό, γιατί κάνεις;» τη ρώτησα απορημένη.

    «Γιατί μ’ αρέσει να κάνω σεξ!» Άνοιξε τα χέρια της εκφραστικά. «Γιατί απολαμβάνω να τον νιώθω μέσα μου. Μ’ αρέσει να νιώθω το βάρος τους πάνω μου.»

    Έκανε μια μικρή παύση.

    «Γιατί απολαμβάνω να κάνω πίπες. Γιατί απολαμβάνω να με παίρνουν από πίσω. Ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο έχω οργασμούς, αλλά μ’ αρέσει να το κάνω.»

    Με κοίταξε στα μάτια.

    «Μ’ αρέσει να βλέπω τα πρόσωπά τους να με κοιτάζουν αποβλακωμένα. Η κλιμάκωση είναι το κερασάκι, όχι η τούρτα. Ευπρόσδεκτη, φυσικά, αλλά όχι απολύτως απαραίτητη για να πω ότι ευχαριστήθηκα το γλυκό!» συνέχισε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.

    Δεν είχα τι να της απαντήσω…


    «Γιατί σταμάτησες;» με ρώτησε ο Maurice, η φωνή του χαμηλή, σχεδόν ψιθυριστή.

    «Συγγνώμη, μωρό μου…» είπα τρίβοντας το μάτι μου με την παλάμη. «Σκεφτόμουν κάτι που μου είχε πει η Μαίρη τότε.»

    Με γύρισε προς το μέρος του, θέλοντας να με βλέπει. Το βλέμμα του ήταν γεμάτο περιέργεια… αλλά όχι ανησυχία—αβεβαιότητα. Ναι, αυτό ήταν, αβεβαιότητα.

    «Ότι μια λεπτή γραμμή χωρίζει τον μερακλή ψαρά από τον μαλάκα που πέρασε ένα απόγευμα να τον νταλακιάζει ο ήλιος με το καλάμι στο χέρι.»

    Ο Maurice δεν μίλησε. Μόνο χάιδεψε απαλά το μπράτσο μου, περιμένοντας.

    Του διηγήθηκα τον διάλογο με τη Μαίρη· τη φιλοσοφία της για το σεξ, την ιδέα ότι η πράξη καθαυτή είναι η ουσία, πως η κλιμάκωση δεν είναι πάντα το ζητούμενο.

    Όταν τελείωσα, έμεινε σιωπηλός για λίγο. Το βλέμμα του είχε μαλακώσει, σαν να επεξεργαζόταν κάτι βαθύτερο.

    “Well… both you and Mary have valid points,” είπε τελικά, χαϊδεύοντας το πρόσωπό μου με τα δάχτυλά του. “For me truth lies somewhere between…”

    Σταμάτησε για μερικές στιγμές σα να έψαχνε τις λέξεις. “While I seek climax while doing sex, it’s not always about climaxing.” Πέρασε το χέρι του τρυφερά πάνω από τα μαλλιά μου. “After all, you can climax all by yourself,” μου είπε χαμογελώντας σκανταλιάρικα.
    Με κοίταξε στα μάτια. “Sex is more than carnal pleasure. It’s about connection. Intimacy. About doing things that pleasure your partner… and the joy of pleasuring them.” Χαμογέλασε τρυφερά. “It’s way more intricate.”

    «Εγώ είμαι result-oriented gal…» ψέλλισα, προσπαθώντας να το ελαφρύνω.

    Ο Maurice δε μου χαρίστηκε. “Mary is even more so,” μου υπενθύμισε. “But she doesn’t measure pleasure with KPIs. For her, having a good time is the KPI. That’s the metric. That’s the point.”

    “Ugh…” έκανα τάχα μου νευριασμένη. “I hate you both!”

    “No, you don’t,” μου είπε και μου έκανε ένα τρυφερό ping στη μύτη.

    “No, I don’t,” παραδέχτηκα, χαρίζοντάς του το πιο γλυκό μου χαμόγελο και του ανακάτεψα παιχνιδιάρικα τα μαλλιά.

    “That’s why the freedom to pursue happiness according to one’s own definition of happiness is a fundamental human right—provided, of course, it doesn’t violate someone else’s,” μου είπε, χαϊδεύοντάς με αφηρημένα στο μπράτσο.

    Έγειρε λίγο προς τα πίσω, σαν να ετοίμαζε φινάλε. “As you Greeks say, ‘ἕκαστος ἐφ’ ᾧ ἐτάχθη’” πρόσθεσε, με μια γλυκιά δυσκολία στην προφορά.

    “Well…” ξεκίνησα, αλλά σταμάτησα απότομα. Σούφρωσα τη μύτη μου. Δεν ήθελα να γίνω grammar Nazi, όσο κι αν το “ἕκαστος ἐφ’ ᾧ ἐτάχθη” είχε εντελώς άλλο νόημα.

    “What?” με ρώτησε με περιέργεια, γέρνοντας το κεφάλι του ελαφρά στο πλάι.

    Έτριψα λίγο τη μύτη μου, ένα νευρικό μου τικ. «Το “ ἕκαστος ἐφ’ ᾧ ἐτάχθη” δεν σημαίνει αυτό ακριβώς,» του είπα, μπαίνοντας ασυναίσθητα σε mode κυρίας Παπαδοπούλου.

    “It doesn’t?” με ρώτησε έκπληκτος, σηκώνοντας τα φρύδια.

    «Αν ντε και σώνει ήθελες να χρησιμοποιήσεις αρχαίο απόφθεγμα, το σωστό θα ήταν “πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος.”»

    Χαμογέλασα μόνη μου στην ανάμνηση της κυρίας Παπαδοπούλου, τότε που κάναμε άγνωστο κείμενο Πρωταγόρα.

    «Η ρήση αυτή ήταν η καρδιά της θεωρίας του για την υποκειμενικότητα,» συνέχισα, η φωνή μου να γλιστράει σε πιο φιλοσοφικά νερά.

    Εκείνος με κοίταξε με πραγματικό ενδιαφέρον. “And…?” ρώτησε, χαϊδεύοντας με τον αντίχειρά του το μάγουλό μου.

    «Σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων,» του εξήγησα. «Η ρήση καθαυτή αφορά στο τι θεωρούμε αλήθεια, αλλά μπορεί να επεκταθεί στην αντίληψη του κόσμου· στο τι μας αρέσει, τι όχι… στο πώς βιώνουμε την πραγματικότητα.»

    Κούνησε λίγο το κεφάλι του, σα να το δούλευε μέσα του. “And the other one? What does it mean?”

    «Ότι ο καθένας πρέπει να εκπληρώσει το καθήκον ή την υποχρέωση που έχει αναλάβει,» του απάντησα. Έγειρα το κεφάλι πονηρά στο πλάι. «Σαν το πρωινό μου task!» πρόσθεσα, χαχανίζοντας.

    «Ή το βραδινό σου,» είπε μπαίνοντας και εκείνος στο παιχνιδιάρικο mood. «Αυτό που άφησες στη μέση με τους… αναστοχασμούς σου!» συνέχισε με το βλέμμα του να γίνεται ακόμα πιο παιχνιδιάρικο.

    “I’m a bad, bad katsika!” του είπα κάνοντάς του μουσουνίτσα, κερδίζοντας το δυνατό του γέλιο. «+50!» συμπλήρωσα χαχανίζοντας.

    «Μπεεεεεεεεε» μου έκανε μιμούμενος στην εντέλεια το βέλασμα, κάνοντάς με να πνιγώ στο γέλιο.

    «Kajira το λένε στα καθώς πρέπει μπαρ στο Μανχάταν!» του είπα όταν βρήκα τις ανάσες μου, κάνοντάς του και ένα ping στη μύτη για να μην ξεχνιόμαστε. «Στα Ανώγια το λέμε κατσίκα… και κάτσε καλά γιατί η συγκεκριμένη δαγκώνει!» του υπενθύμισα, κάνοντάς τον να βάλει ακόμα πιο δυνατά γέλια.

    “Don’t I know that?” είπε όταν ηρέμισε. “Till I saw the video I thought that “dying from laughing” was an exaggeration! I’m not sure anymore!”

    “Ugh, I hate you, both!” του ξαναείπα τάχα μου φουρκισμένη. “OK, I don’t hate you… but I hate you!” συνέχισα, κάνοντάς τον να βάλει και πάλι τα γέλια.

    “Ok, let’s continue where we were left… with a twist!” μου είπε χαχανίζοντας.

    «Τι twist;» τον ρώτησα περίεργη, και τι έκανε ο αφιλότιμος; Ξεκίνησε καντάδα! Αν μας διώξουν από την πολυκατοικία η ξερή του κεφάλα θα τα φταίει, αυτό έχω να δηλώσω.

    (Καλά, όχι ότι τολμάει κανείς να με πλησιάσει από την εποχή της βίας και τρομοκρατίας μέχρι να περάσουμε την οπτική…)

    “Turn around…” άρχισε να μου τραγουδάει σαν την Bonnie Tyler, μόνο που η δική του εκδοχή ήταν… κάπως πιο NSFW. “Every now and then I get a little bit horny, and you’d have to come around.”

    Είχα αρχίσει να του γυρίζω πλάτη και μου ξέφυγε ένα δυνατό ροχαλητό. Πάνω και κάτω…

    ΠΑΝΑΘΕΜΑ ΤΟΝ!

    “Well, chemical warfare wasn’t exactly what I had in mind… but ok, it’s still in the ‘twist’ territory,” μου είπε χαχανίζοντας κάνοντάς με να θέλω να τον πνίξω.

    Ζ’μπουτσα’τ όλα. Συνέχισε ατάραχος την καντάδα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

    “Turn around…Every now and then I get to fondle your boobies, grab you by your pretty nipples and fool around.”

    Ούτε που θυμάμαι τη συνέχεια καθώς προσπαθούσα να μην πνιγώ από τα γέλια και να μη συνεχίσω το χημικό πόλεμο που ξεκίνησα άθελά μου. Πραγματικά με γονάτισε!

    «Λοιπόν, συνέχισε!» μου ψιθύρισε χουφτώνοντας και πάλι το αριστερό μου στήθος τσιμπώντας ταυτόχρονα τη ρόγα μου, και με την καυτή του ανάσα στο σβέρκο που μ’ έκανε να ανατριχιάζω. «Είχες μείνει να μου λες για τον Έλληνα…»

    «Ναι…» του είπα και μου ξέφυγε ένας αναστεναγμός καθώς το χάδι του με είχε κάνει πύραυλο. Ξεκίνησα να του διηγούμαι το πρώτο μέρος των γεγονότων που έγιναν εκείνη τη βραδιά. «Ήμασταν σε κάποιο μπαρ στη Νάουσα… Ήταν το τρίτο ή το τέταρτο μπαρ εκείνη τη βραδιά. Η Μαίρη ήταν με κάποιο Γάλλο που την είχε ψαρέψει και είχαμε χωριστεί από νωρίς…»

    Πέρασε και το δεξί του χέρι από πάνω μου, μόνο που αυτό πήγε ανάμεσα στα πόδια μου και μου ξέφυγε ακόμα ένας πιο δυνατός αναστεναγμός όταν άρχισε να με παίζει απαλά.

    «Συνέχισε…» μου ψιθύρισε και πάλι… και μια κουβέντα ήταν αυτή, η φωνή μου έβγαινε με εξαιρετική δυσκολία.

    «Καθόταν… αααααααααχ… καθόταν σε ένα σκαμπό… μμμμμμμμμμμ… κι εγώ… εγώ ήμουν όρθια. Με είχε αααααααχ… με είχε αγκαλιάσει από πίσω και με φιλούσε ααααααχ στο… στο σβέρκο…»

    «Πώς ήταν;» με ρώτησε τσιμπώντας μου δυνατά τη ρόγα και χωρίς να σταματήσει να με παίζει.

    «Αααααααχ… όμορφα… πολύ όμορφα…» του απάντησα με δυσκολία. Δε μου το έκανε εύκολο έτσι όπως μ’ έπαιζε.

    «Αν σταματήσεις ξανά θα συστηθείς με τη βίτσα!» μου ψιθύρισε και η απειλή αυτή με έκανε ακόμα πιο πύραυλο.

    “You’re playing dirty!” διαμαρτυρήθηκα, όχι ιδιαίτερα σθεναρά είναι η αλήθεια. “That’s not fair!”

    “I’m the Master and you are the… katsika!” μου είπε. Βούτηξε το δάχτυλό του μέσα μου, κάνοντάς με να βογγίξω ακόμα πιο δυνατά. Μετά γέλασε μόνος του “Or, using your Gorillan BDSM terminology, the Billy-goat!”

    Εγώ ήμουν πολύ καυλωμένη για να γελάσω, και όπως είπα η αναφορά του στη χρήση βίτσας με είχε κάνει ακόμα περισσότερο πύραυλο.

    “Go on” με διέταξε.

    “Yes, Master” του απάντησα με φωνή ίσα που βγήκε και συνέχισα τη διήγηση ενώ ο παλιοαρκούδος συνέχισε να με παίζει.«Ήταν αααααχ αργά… πρέπει να ήταν μετά τις τρεις…Δεν… αααααααχ… δεν είχε πολύ κόσμο… μμμμμμμμ… Κάποια στιγμή… μμμμμμμμ… κάποια στιγμή μου ψιθύρισε ότι με θέλει εδώ και τώρα…»

    Ενέτεινε το παιχνίδι του. «Αααααααχ… Ήμουν… ήμουν κουδούνι… αααααχ οι αναστολές μου είχαν… αααααχ είχαν πάει περίπατο… Μου είπε αααααχ—όχι δε μου είπε, με διέταξε—να πάω… αααααχ να πάω στην τουαλέτα.»

    “Stop” μου είπε και σταμάτησα. Άνοιξε το συρτάρι μου και έβγαλε το dildo. «Πήγαινε να το πλύνεις,» με διέταξε με φωνή που δε σήκωνε αντίρρηση και σχεδόν στάζοντας τσακίστηκα να τον υπακούσω.

    Έπλυνα προσεκτικά το dildo και επέστρεψα στο δωμάτιο. «Ξάπλωσε ανάσκελα, και ξεκίνα να παίζεις ενώ μου λες τη συνέχεια…»

    «Μωρό μου…» του είπα διστακτικά. «Το ξέρω ότι το κάνεις για μένα, αλλά δε θα τελειώσω…» του είπα χαμηλώνοντας το βλέμμα μου. «Δε… δε θέλω να στο χαλάσω,» συνέχισα με ακόμα πιο χαμηλή φωνή.

    Ανασηκώθηκε από το κρεββάτι και ήρθε προς το μέρος μου, όπως στεκόμουν μπροστά από το κρεββάτι χωρίς να έχω ανέβει. «Δε θα μου το χαλάσεις, χαζούλα!» μου είπε τρυφερά, χαϊδεύοντάς με στο πρόσωπο.

    «Τότε… τότε άσε με σε παρακαλώ να στο κάνω με τον τρόπο μου,» του είπα.

    «Εντάξει μωρό μου,» μου είπε. «Τι θες να κάνουμε;»

    «Όπως προχθές… Γύρνα στο πλάι… θα αναλάβω εγώ τα υπόλοιπα!» του υποσχέθηκα.

    Χαμογελώντας έκατσε όπως του ζήτησα. Ανέβηκα στο κρεββάτι, και ξάπλωσα στο πλάι έχοντας το όργανό του στο πρόσωπό μου. Τον πήρα για λίγο στο στόμα μου και μετά σταμάτησα. «Τριψ’ τον στο πρόσωπό μου!» του είπα.

    Με το όργανό του να τρίβεται στο πρόσωπο και στα χείλη μου συνέχισα τη διήγηση.

    «Πήγα στις τουαλέτες. Υπήρχαν τέσσερα stalls, δύο αντρικά και δύο γυναικεία, αλλά ο χώρος ήταν κοινός,» άρχισα να του διηγούμαι και πάλι, που και που σταματώντας για να του γλείψω το κεφαλάκι.

    «Οι τουαλέτες ήταν άδειες,» συνέχισα τη διήγηση. «Ήρθε μετά από δυο λεπτά και μπήκαμε σε ένα από τα γυναικεία stalls.»

    Σταμάτησα για λίγο προσπαθώντας να θυμηθώ, όπως τα είχα κοπανίσει οι αναμνήσεις μου ήταν αρκετά θολές.

    «Κατέβασε το καπάκι της λεκάνης και με έβαλε να κάτσω πάνω της,» ξεκίνησα και πάλι. «Μου κατέβασε το φόρεμα και μου ανέβασε το σουτιέν. Και μετά, χωρίς να πει τίποτα, πλησίασε ακόμα πιο κοντά, κατέβασε το παντελόνι και το μποξεράκι του, και τον έβαλε στο στόμα μου,». Σταμάτησα και πήρα το κεφαλάκι του στο στόμα μου, όπως είχε αρχίσει να τον παίζει.

    “AAAAH… yes… continue… AAAAAH”

    «Στην αρχή ήταν mouthfuck αλλά παρόλο που δεν ήταν μεγάλος—μέτριο προς μικρό θα τον έλεγες—με ζόρισε,» του είπα και σταμάτησα για μερικές στιγμές για να του γλείψω και πάλι το κεφαλάκι. «Το κατάλαβε και με άφησε να συνεχίσω όπως μπορούσα,» συνέχισα.

    «Δηλαδή;» με ρώτησε με πνιχτή φωνή.

    «Με κράτησε από το κεφάλι και μου έδωσε το ρυθμό που ήθελε, αφήνοντάς με ωστόσο να τον πάρω όσο βαθιά μπορούσα από μόνη μου,» του είπα ενώ παράλληλα του έγλειψα και πάλι το κεφαλάκι.

    «Συνέχισε…» με διέταξε, έχοντας εντείνει το παιχνίδι του.

    «Δεν με κούρασε πολύ… Ο Ιταλός με είχε παιδέψει, τον ρουφούσα πάνω από είκοσι λεπτά στο ποδήλατο!» Του έγλειψα και πάλι το κεφαλάκι. «Αυτού ωστόσο ούτε πέντε λεπτά δεν του πήρε…» του είπα, και πήρα το κεφαλάκι του στο στόμα μου και άρχισα να το πιπιλάω.

    Τραβήχτηκα και πάλι. «Με κράτησε ακίνητη και έχυσε στο στόμα μου!» του είπα με βραχνή λάγνα φωνή, κάνοντάς τον να βογγίξει ακόμα πιο δυνατά.

    “And?” με ρώτησε με ακόμα πιο πνιχτή φωνή, πρέπει να πλησίαζε στο τέλος.

    «Μου ζήτησε να καταπιώ…» του είπα. «Και… υπάκουσα…»

    “OOOOH… AAAAAAH… Open your mouth!” με διέταξε, και τον πήρα στο στόμα μου καθώς ξεκίνησε να κάνει τους πρώτους σπασμούς, πλημμυρίζοντας το στόμα μου.

    Ο αρκούδος μου δε χρειαζόταν να μου ζητήσει να καταπιώ για να το κάνω και όταν τελείωσε, κατάπια για τελευταία φορά—πικρούτσικος και πάλι—και όπως κάθε φορά τον έγλειψα από το κεφαλάκι μέχρι τη βάση, καθαρίζοντάς τον σχολαστικά με τη γλώσσα και τα χείλη μου.

    “Oh God…” μου είπε ξεψυχισμένος και μου έκανε νόημα να ανέβω προς τα πάνω. Ανέβηκα, με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε τρυφερά. Χαμογέλασε με μισόκλειστα μάτια, έγειρε λίγο πιο κοντά και μου χούφτωσε το στήθος. “I surely hope you have more stories like this!” μουρμούρισε βραχνά.

    “I had my fair share!” του απάντησα ουδέτερα.

    Ο Maurice σήκωσε φρύδι, έπαιξε τα φρύδια του πονηρά. “Well, I have cuckold fantasies…” είπε χαμογελώντας πλατιά. “You have exhibitionist!” πρόσθεσε, τονίζοντας τη λέξη.

    Έγειρε μπροστά, με το βλέμμα του να λάμπει. “A match made in heaven!” κατέληξε, και το χέρι του γλίστρησε ανάμεσα στα πόδια μου. Μου έκοψε την ανάσα.

    “Isn’t it, slave girl?”

    “It is, Master!” του απάντησα ξεψυχισμένα, νιώθοντας το πρόσωπό μου να κοκκινίζει.

    Ο Maurice μου χαμογέλασε, και απλώνοντας το χέρι του άρπαξε την Dildo και ξεκίνησε να με παίζει μεθοδικά.

    Και ύστερα… ήρθαν οι μέλισσες.

    Μωρέ καλά το λέει η διαφήμιση, σκέφτηκα παντελώς άκυρα, προσπαθώντας να βρω τις ανάσες μου καθώς η χοντρή όχι απλά τραγούδησε, ξελαρυγγιάστηκε.

    (Και τώρα που το σκέφτομαι ευτυχώς που με θυμούνται ως berserker και με αποφεύγουν, αλλά με τον αρκούδο μου, αν καμιά φορά μαζευτεί εξοργισμένο πλήθος στην πόρτα μου με δαδιά και δικράνια, δεν θα τους αδικήσω. Σήμερα παίζει να ακούστηκα και στις απέναντι πολυκατοικίες, που δεν έχουν λόγο να με φοβούνται… ακόμα!)

    Δε θέλει κόπο. Θέλει τρόπο.

    Πήγα στο ντουζ για να ξεπλυθώ λιγάκι και μετά αλλάξαμε σεντόνια γιατί το κατωσέντονο είχε γίνει ελαφρώς χάλια, και ο αρκούδος μου μπορεί να χαχάνισε με τον ψυχαναγκασμό μου, αλλά εγώ δεν ήμουν για τέτοια. Όταν κατάλαβε, πάντως, ότι μπήκα σε mood Ελληνίδας νοικοκυράς, και φρονίμως ποιών, έκανε την πάπια.

    Γιατί μπορεί να ήμουν Gorillan κατσίκα αλλά οι κατσίκες και κουτουλάνε και δαγκώνουν άμα λάχει!

    Μου έδωσε ένα τρυφερό φιλάκι και μετά γύρισε στο πλάι για να μπω στην κουτάλα μου, και ένιωσα πάλι σαν κατσίκα (literal, not Gorillan) σε αισθαντική αγκαλιά με πύθωνα.

    «Αέρα;» τον ρώτησα χαχανίζοντας.

    “Breathing is overrated!” μου είπε πειρακτικά, αλλά χαλάρωσε λίγο την αγκαλιά του. Και φυσικά μου τσίμπησε τη ρώγα για να εκφράσει τη διαφωνία του.

    «Κάτσε φρόνιμος βρε παλιοαρκούδε!» τον ρώτησα, καθώς το τσίμπημα έγινε κανονικό χούφτωμα.

    “BOOOOOOOOOBIIIIIIIIIES!!!!” ήταν η δικαιολογία του, γιατί σιγά μη με άφηνε στην ησυχία μου. «Χούφτωσ’ την, χούφτωσ’ την» μου είπε σε σπασμένα ελληνικά, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    Εμ δε φταίει κανείς, αλλά εγώ που του είχα εξηγήσει τη εμβληματική εκείνη σκηνή από το “Κάτι κουρασμένα παλληκάρια.”

    Και δε φτάνει που ο κύριος με χούφτωνε του καλού καιρού, ήρθε και το κοπρόγατο που κατά τα φαινόμενα μας είχε συγχωρέσει για την απιστία μας με το Morty και μου γύρισε την μπάκα του για να τον χαϊδέψω, χουρχουρίζοντας σαν χαλασμένο τρακτέρ.

    Σάντουιτς ανάμεσα σ’ αγόρια μου, με το λιγότερο τριχωτό να με χουφτώνει και το περισσότερο τριχωτό να χουρχουρίζει, άργησε λίγο να με πάρει ο ύπνος, αλλά όταν με πήρε… με πήρε και με σήκωσε!

    Το πρωί άκουσα το ξυπνητήρι με τα χίλια ζόρια. Τα μάτια μου δεν άνοιγαν, ένιωθα απίστευτα κουρασμένη χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο. Ο αρκούδος μου ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και ροχάλιζε ελαφρά. Σηκώθηκα με αρκετή δυσκολία και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού με τα πόδια στο πάτωμα προσπαθώντας να ξυπνήσω.

    Ο Μπλάκι που κοιμόταν από την άλλη μεριά, έχοντας τρυπώσει ανάμεσα στα χέρια και το σώμα του Maurice, σηκώθηκε και τράβηξε ένα γερό χασμουρητό. Τεντώθηκε και με ένα σάλτο βρέθηκε δίπλα μου και μου νιαούρισε απαιτώντας χάδια.

    Τον χάιδεψα λίγο ανάμεσα στ’ αφτιά και σηκώθηκα να πάω στο μπάνιο, όπου φυσικά με ακολούθησε. Αυτή τη φορά δεν σκαρφάλωσε πάνω στο νιπτήρα, απλά κάθισε και με κοίταζε που προσπαθούσα να κατουρήσω λες και έβλεπε το πιο αξιομνημόνευτο θέαμα. Τουλάχιστον δεν προσπάθησε να σκαρφαλώσει στα μπούτια μου ή να ξετυλίξει το χαρτί, ήταν κι αυτό μια μικρή παρηγοριά!

    Έπλυνα τα δόντια μου, παράγγειλα καφέ και πήγα να φτιάξω πρωινό στον αρκούδο μου. Κουτουλούσα και δεν ήμουν για πολλά-πολλά, οπότε του έφτιαξα τρία τοστάκια με τυρί, γαλοπούλα και ντομάτα. Αφού έβαλα και στον Μπλάκι την υγρή του τροφή, έβγαλα κι ένα κουτάκι μπύρα, το ξέπλυνα, και τα άφησα στο τραπέζι για να πάω να τον ξυπνήσω.

    Το βράδυ, πριν πέσουμε για ύπνο, μου είχε τονίσει in no uncertain terms ότι σήμερα δεν ήθελε να εκτελέσω το… scheduled task μου και να τον ξυπνήσω απλά, γιατί είχε, λέει, μια ιδέα. Και φυσικά δε μου την είπε, μου τη φύλαγε για έκπληξη. Και τι να κάνω η δόλια; Ούσα υπάκουη Gorillan κατσίκα έκανα αυτό ακριβώς, υπάκουσα.

    «Αρκούδι μου!» του έκανα χαϊδεύοντάς του απαλά το χέρι. Αυτή τη φορά άνοιξε τα μάτια του αμέσως.

    «Καλημέρα μωρό μου!» μου είπε χαμογελαστός και τεντώθηκε, ρίχνοντας κι εκείνος ένα ξεγυρισμένο χασμουρητό. Και μετά με άρπαξε, με έριξε πάνω του και με φίλησε. Και μπράβο του!

    «Σου έχω φτιάξει το πρωινό σου!» του είπα όταν με άφησε. «Σήμερα κουτούλαγα οπότε δεν είναι φαντασμαγορικό, απλά τοστάκια!» συνέχισα κουνώντας το κεφάλι μου νιώθοντας ελαφρά άσχημα με τον εαυτό μου.

    “Babe! Every breakfast you make is spectacular! You are spoiling me!” μου είπε χαμογελώντας, και με άρπαξε και πάλι πάνω του και κόλλησε ξανά τα χείλη του στα δικά μου.

    «Καλά σου κάνω!» του είπα χαμογελώντας σα χαζό όταν με άφησε. «Αν δε σε κακομάθω εγώ, ποια θα σε κακομάθει; Ε; Ε; Ε;»

    “You da best katsika of Gorean BDSM!” με διαβεβαίωσε χαχανίζοντας.

    “Not kajira?” τον ρώτησα πειρακτικά.

    “Kajira is for fancy Manhattan cocktail bars!” μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι, λέγοντας λέξη προς λέξη αυτό που του είχα πει χθες. “In the land of the mythical-and-soon-to-be-tasted antikristo it’s katsika!”

    “HAHAHAHAHAHA, that’s the idea teddy-bear. Now, move your Gorean Billy-goat ass and have your breakfast!” του είπα ρίχνοντάς του μια παιχνιδιάρικη στον κώλο, κάνοντάς τον να χαχανίσει.

    Εκεί με ξανατράβηξε πάνω του κάνοντάς μου για τρίτη φορά μέσα στο πρωινό τα πόδια ζελέ, και όχι τίποτε άλλο, αλλά τώρα είχα να περπατήσω για να πάμε στην κουζίνα!

    Με το που έκατσε στο τραπέζι ο Maurice, και πριν ξεκινήσει να τρώει, άνοιξε το κουτάκι της μπύρας και άδειασε σχεδόν το μισό. Έδωσε ένα κομμάτι γαλοπούλα στον Μπλάκι που είχε σκαρφαλώσει στο τραπέζι—γιατί αλίμονο!—και τον κοιτούσε σα ζητιάνος, και άρχισε να τρώει.

    «Λοιπόν, θα μου πεις την ιδέα σου;» τον ρώτησα αλλά πάνω που πήγε να μου απαντήσει χτύπησε το κουδούνι, είχαν έρθει οι καφέδες. “Hold your thought!” του είπα και σηκώθηκα να πάω να ανοίξω.

    «Έτσι θα πας;» με ρώτησε ο Maurice χαχανίζοντας. Κοίταξα κάτω. Ναι, ήμουν μόνο με το κάτω εσώρουχο.

    “UGH! I HATE YOU!” του έκανα θεατρικά, άνοιξα την κάτω είσοδο, και έτρεξα στο δωμάτιο και φόρεσα ένα μπλουζάκι που μου έφτανε μέχρι τους μηρούς και πήγα να ανοίξω.

    Και φυσικά με το που άνοιξα την πόρτα είδα τα μάτια του ντελιβερά να κατεβαίνουν στιγμιαία προς τα κάτω πριν ανέβουν αυτόματα πάνω. Αντανακλαστικά χαμήλωσα το βλέμμα μου, προσπαθώντας να καταλάβω. Εννοώ το μπλουζάκι ήταν μέχρι τη μέση των μηρών.

    Ναι, ήταν και πάλι οι ρόγες μου… Ξεροκατάπια, μουρμούρισα ένα ευχαριστώ, πήρα τους καφέδες και του έκλεισα την πόρτα στη μούρη. Ξάπλωσα με την πλάτη στην πόρτα για μερικές στιγμές, μέχρι να ανασυνταχτώ, και επέστρεψα στην κουζίνα.

    Ο Maurice στο μεταξύ, μέσα σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα, είχε προλάβει να ξεπαστρέψει τα δύο από τα τρία τοστ, και είχε αρχίσει το τρίτο.

    «Βρε κροκόδειλε!» του είπα γελώντας.

    “What? They are spectacular!” μου είπε παίζοντας τα βλέφαρά του.

    «Δεν είναι!» του είπα ξεροκέφαλα. «Τρία απλά τοστάκια!»

    “I mean your nipples…” μου είπε βάζοντας τα γέλια.

    “UGH! I HATE YOU BOTH!” του είπα και έγινα κόκκινη στην ανάμνηση της ματιάς του ντελιβερά.

    “And pray tell, who is the second?” με ρώτησε σκουπίζοντας το πρόσωπό του με τη χαρτοπετσέτα.

    “The delivery boy!” του είπα ξεφυσώντας, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

    “You flashed him?” με ρώτησε γελώντας ακόμα.

    Αντί απάντησης του έδειξα τις ρόγες μου που προσπαθούσαν να τρυπήσουν τη μπλούζα.

    “I stand corrected!” μου είπε χαχανίζοντας και πάλι ο παλιοαρκούδος, γιατί τέτοιος είναι!

    «Ουφ!» του έκανα αναστενάζοντας θεατρικά για την τιμή των όπλων. «Θα μου πεις την ιδέα σου, τώρα;»

    «Τώρα μου ήρθε ακόμα μια ιδέα!» μου είπε κοιτάζοντάς με μέ τρόπο που μ’ έκανε να ανατριχιάσω. Ναι, είχα αρχίσει να το μαθαίνω αυτό το βλέμμα… κατά πάσα πιθανότητα στο τέλος θα έτσουζε μεταφορικά το κωλαρίνι μου—ή και κυριολεκτικά, με τον Maurice τίποτα δεν αποκλείεται.

    «Θα τσούξει το κωλαρίνι μου;» τον ρώτησα χαχανίζοντας μεν, πηγαίνοντας κατευθείαν στο ψαχνό δε.

    «Σήμερα όχι, αλλά για αύριο δεν στο υπόσχομαι!» μου είπε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.

    «Θα τσούξει μεταφορικά;» τον ξαναρώτησα.

    «Και με τους δύο τρόπους!» Έκανε μια παύση για έμφαση. «Πρώτα μεταφορικά και έπειτα… κυριολεκτικά!» συνέχισε χαχανίζοντας.

    «Οκ, και ποια είναι η ιδέα σου;» τον ρώτησα στενάζοντας.

    «Μου έχεις πει πως η Μαίρη κάνει καμιά φορά τόπλες μπάνιο στη θάλασσα.» Με κοίταξε στα μάτια. «Θέλω το ίδιο να κάνεις κι εσύ!»

    Ναι, δεν έπαιζα καλύτερα έξι νούμερα στο λόττο;

    «Υπάρχει μια διαφορά…» ξεκίνησα, προσπαθώντας να του εξηγήσω ότι η Μαίρη έχει όμορφο στήθος αλλά πριν προλάβω να συνεχίσω, και προφανώς καταλαβαίνοντας από τον… πρόλογο που το πάω, σήκωσε το χέρι του κάνοντάς μου νόημα να μην πω κουβέντα.

    «Αυτό λέγεται τηλεπαθητική καταπίεση!» μουρμούρισα.

    “I love your boobies, and this is the end of the discussion,” μου δήλωσε με τρόπο που δεν σήκωνε αντίρρηση, κάνοντάς με ταυτόχρονα να ξεροκαταπιώ, να νευριάσω, να κοκκινήσω και να υγρανθώ.

    Άπλωσε το χέρι του και πήρε το δικό μου. “If you feel bad about exposing yourself because it makes you uncomfortable, that’s something acceptable, and in no way I’ll force you to do it.” Μου είπε χαϊδεύοντάς μου το χέρι τρυφερά.

    Μετά όμως το βλέμμα του άλλαξε, έγινε πιο αυστηρό.

    “But if it’s because you feel insecure… girl, so help me God, I’ll break the cane on your ass.”

    “I…I…”

    “Aie, aie, aie, aie, aie, aie, Puerto Rico?” μου έκανε ο παλιοαρκούδος. “Look Sophie, it’s simple. If you don’t want to do it because it makes you feel uncomfortable, then don’t it,” συνέχισε, σοβαρός αυτή τη φορά.

    “But, it does make me uncomfortable,” προσπάθησα να δικαιολογηθώ, αν και η αλήθεια είναι ότι είχε δίκιο. Εννοώ, ναι, κάπως ήταν αμήχανο να τα δείξω φόρα-παρτίδα, αλλά ο πραγματικός λόγος είναι αυτός που ανέφερε ο αρκούδος μου.

    Δεν απάντησε, απλά συνέχισε να με κοιτάζει.

    “Is that you really want?” τον ρώτησα στενάζοντας.

    “I want you to appreciate your body, the way I do, babe. I don’t want to make you feel bad; I want to go topless because I ADORE seeing your boobs. I love them! I want to look them and grope them all the time!”

    Χαμογέλασε πονηρά.

    «Εντάξει, στην παραλία θα είμαι φρόνιμος, δε θα σε χουφτώνω…» μου είπε και του ξέφυγε ένα γελάκι «…πολύ!»

    Θέλοντας και μη με αφόπλισε τελείως ο παλιοαρκούδος και μου ξέφυγε ένα χάχανο.

    “I will do it, babe!” του είπα χαϊδεύοντάς του το χέρι. “If nothing else, because I want to be the very best katsika of the gorillan BDSM and do what my Billy-goat commands!” συμπλήρωσα χαχανίζοντας.

    “Atta-katsika!” μου είπε αντί για “attagirl!” και έβαλα και πάλι τα γέλια.

    «Και τώρα που το λύσαμε αυτό,» είπε κοιτάζοντας το ρολόι του, «έχεις κάποιο πρωινό call?»

    «Όχι,» του είπα χωρίς να καταλαβαίνω. «Το πρώτο μου call κάθε μέρα είναι το daily της ομάδας και είναι κάθε μέρα στις 10:00»

    «Εγώ όμως έχω στις 09:00,» μου είπε στενάζοντας. «Μια παρουσίαση που κάνει το υπουργείο,» συνέχισε και έκανε την παντομίμα ότι δένει θηλιά στο λαιμό του και κρεμιέται, κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα ροχαλητό.

    “Ok…” του είπα χωρίς να έχω καταλάβει που το πηγαίνει.

    «Και εδώ ερχόμαστε στην αρχική μου ιδέα!» μου είπε χαμογελώντας μου πονηρά, και στο μυαλό μου έγινε το 1+1.

    Εμ βέβαια, γι’ αυτό μου ζήτησε να μην τον ξυπνήσω με πίπα και γιατί με ρώτησε αν έχω πρωινό call. Κάτι μου λέει ότι από τις 09:00 και για αρκετή ώρα δε θα μπορώ να μιλήσω για… καθαρά τεχνικούς λόγους.

    “This girl will pleasure you any way you command, Master,” του απάντησα με λάγνα φωνή, χαμηλώνοντας θεατρικά τα μάτια μου στο πάτωμα.

    “BEST KATSIKA EVER!” μου είπε χαχανίζοντας, και από soon-to-be-katsika έγινα koala, και αφού δεν έσπασε η καρέκλα να βρεθούμε και οι δυο στο πάτωμα της κουζίνας, πάλι καλά να λέω.

    “I LOVE YOU!” φώναξα πριν κολλήσω τα χείλη μου στα δικά του.

    Και τις… Gorean κατσίκες μανούλα τις έκανε!

    Είχαμε ακόμα λίγη ώρα μπροστά μας, οπότε καθίσαμε στην κουζίνα να πιούμε τα καφεδάκια μας. Ο Μπλάκι έριξε ένα σάλτο και ανέβηκε πάνω μου, με έγλειψε στη μούρη και μετά, ρίχνοντας δυο τρεις σβούρες βολεύτηκε στην αγκαλιά μου.

    «Τι ώρα έχετε δώσει ραντεβού με τη Μαίρη;» με ρώτησε ο Maurice, πίνοντας μια γουλιά καφέ.

    «Θα της στείλω μήνυμα ή θα την πάρω τηλέφωνο το μεσημεράκι, δεν έχουμε πει ώρα,» του απάντησα χαϊδεύοντας αφηρημένα τον Μπλάκι ανάμεσα στ’ αφτιά. «Και πρέπει να πω στην Ευτύχω να έρχεται να ταΐζει το κοπρόγατο!» συνέχισα ξεφυσώντας.

    «Δεν θα τον πάρουμε μαζί μας;» με ρώτησε με γνήσια απορία.

    «Δεν είναι καλή ιδέα,» του απάντησα αναστενάζοντας. «Στις γάτες δεν αρέσει να αλλάζουν περιβάλλον, Θα μας σπάσει τα νεύρα μέχρι να συνηθίσει, και μέχρι να το κάνει, θα έχει έρθει η ώρα να φύγουμε. Όχι, καλύτερα να μείνει εδώ.»

    Ήπια μια γουλιά από τον καφέ μου και συνέχισα: «Και άλλωστε, δεν ξέρω καν αν επιτρέπονται κατοικίδια εκεί.»

    «Θα μας κρατάει μούτρα την Κυριακή!» μου είπε χαχανίζοντας.

    «Εμένα μου λες;» του είπα αναστενάζοντας λες και μου έπεσαν τα καράβια έξω. Πέρσι, που είχαμε πάει διακοπές δυο εβδομάδες με τον ακατανόμαστο, μας κράταγε μούτρα μια εβδομάδα το κοπρόγατο!

    «Στην Κρήτη που θα πάμε, θα τον πάρουμε μαζί μας, πάντως!» του είπα συνεχίζοντας να χαϊδεύω τον Μπλάκι.

    «Καλά που μου το είπες!» μου έκανε χτυπώντας τα δάχτυλά του στο τραπέζι. «Θα πρέπει να βγάλουμε εισιτήρια και να δηλώσουμε την άδεια.»

    «Το πρώτο έχουμε καιρό, μη μου σκας, όταν θα πηγαίνουμε Κρήτη οι περισσότεροι θα γυρίζουν!» του είπα χαμογελώντας με το άγχος του. «Το δεύτερο ωστόσο καλά θα ήταν να το κάνουμε το συντομότερο δυνατό.»

    «Σήμερα κιόλας!» με διαβεβαίωσε. Άνοιξε το κινητό του και υποθέτω ότι πήγε να δει το ημερολόγιο. «Για πότε λες; 25 Αυγούστου με 5 Σεπτέμβρη ή 1 Σεπτέμβρη με 12 Σεπτέμβρη;»

    «Το πρώτο,» του απάντησα πίνοντας μια γουλιά καφέ. «Να είμαι και μια εβδομάδα εδώ πριν ανοίξουν τα σχολεία!» συμπλήρωσα στραβομουτσουνιάζοντας.

    «Τα σχολεία;» με ρώτησε σηκώνοντας το βλέμμα του από το τηλέφωνο μπερδεμένος.

    «Για την κίνηση στους δρόμους,» του εξήγησα στενάζοντας και πάλι. Τίναξα ελαφρά το κεφάλι μου προς το πλάι. «Με το που ανοίγουν, συνήθως τη δεύτερη εβδομάδα του Σεπτέμβρη, ξεκινάει ο χαμός στους δρόμους!»

    «Πότε θα πάτε Αμερική;» με ρώτησε, συνεχίζοντας να κοιτάζει το ημερολόγιό του. Μετά σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε ντροπαλά. «Θέλω να σε γνωρίσουν οι γονείς μου!»

    «Αχ, είσαι μια γλύκα όταν γίνεσαι ντροπαλός!» του είπα σκύβοντας ελαφρά μπροστά και ανακατεύοντάς του τα μαλλιά. «Μην ανησυχείς μωρό μου, θα φύγουμε την πρώτη Αυγούστου και θα κάτσουμε μια εβδομάδα.» τον διαβεβαίωσα.

    «Ναι, δίκιο έχεις, μας το είπαν και οι δικοί σου χθες…» μου είπε ξύνοντας τη μύτη του.

    «Ακριβώς!» του είπα χαμογελώντας. «Έχει στείλει ήδη και στα μέλη και στον πρόεδρο της της επιτροπής το πλήρες κείμενο. «Αλλά η διατριβή του έχει περάσει από Πέτρου, Φανή και τον πατέρα της, εφόσον αυτοί οι τρεις την βρήκαν air-tight δε νομίζω ότι θα έχει θέμα…»

    “Well… if two Fields medal recipients agree…” μου είπε χαμογελώντας.

    «Καλά, δεν ήταν όλα εύκολα…» του απάντησα και με κοίταξε ερωτηματικά. Εμ, δίκιο είχε, δεν του το είχα πει. «Στο πρώτο review η Φανή του βρήκε ένα συλλογιστικό άλμα, και ο Παναγιώτης έπαθε σχεδόν εγκεφαλικό! Κατάφερε φυσικά να το κλείσει, αλλά έλα στη θέση του!»

    “Well, I can relate to that…” μου είπε στενάζοντας. “As I said, my two last years was not exactly a happy period…”

    “Internal scoop…” του είπα κάνοντας μια σύντομη παύση, δημιουργώντας σκόπιμα μια ατμόσφαιρα μυστηρίου.

    “I’m all ears!” μου είπε κοιτάζοντάς με μέ προσμονή.

    «Αυτό σε παρακαλώ να μείνει μεταξύ μας, γιατί είναι φοβερά σημαντικό!» του είπα, και το εννοούσα. Το “κουτσομπολιό” μπορεί να ήταν επιστημονικό, αλλά ταυτόχρονα ήταν και εξαιρετικά σημαντικό, και δεν ήταν ακόμα έτοιμο για ανακοίνωση.

    “Cross my heart!” μου απάντησε σοβαρός.

    «Ο Παναγιώτης μου είπε ότι η εργασία του είναι εξαιρετικά σημαντική, γιατί πάνω της θα πατήσει η Φανή στη δική της εργασία που είναι… του ενός εκατομμυρίου!»

    “Huh?” μου έκανε ο αρκούδος μου κοιτάζοντάς με μέ απορία.

    “Literally!” του είπα γελώντας. “Fani’s PhD is on one of the Millennium Problems—the Hodge Conjecture. And the crazy part? Her whole work builds on my brother’s thesis!” συνέχισα, με τα μάτια μου να βουρκώνουν από την περηφάνεια.

    Ο Maurice με κοίταξε για μερικές στιγμές με το στόμα ανοιχτό. “IS THIS FOR REAL???” με ρώτησε μην πιστεύοντας στ’ αφτιά του.

    “I don’t know what this conjecture is… but I know it’s considered very important, so much, that the Clay Institute will award one million dollars το whoever prove it or disprove it.”

    “I KNOW WHAT THE MILLENIUM PROBLEMS ARE!” μου είπε κοιτάζοντάς με ακόμα με δέος. “God damn!!!! THIS IS FUCKING IMPRESSIVE! You must be so proud!”

    “I am!” του είπα σκουπίζοντας βιαστικά ένα δάκρυ που είχε κυλήσει. “So, please, until she presents her thesis, this should stay between us!”

    «Στο λόγο της τιμής μου μωρό μου!» μου είπε χαμογελώντας μου και χαϊδεύοντάς το χέρι μου καθησυχαστικά.

    Γύρω στις εννιά παρά, πήγαμε και οι δύο στο μπάνιο να κάνουμε ένα γρήγορο ντουζάκι, και μετά πήγαμε στο δωμάτιο για να ντυθούμε. Ο Maurice φόρεσε από πάνω πουκάμισο, σακάκι, και γραβάτα, ενώ από κάτω έμεινε με το μποξεράκι. Εγώ πάλι, απλά φόρεσα από πάνω έβαλα μια μπλούζα.

    Και μετά την ξαναέβγαλα, γιατί “I like it more when you’re naked the waist up!” μου είπε ο κύριος.

    «Μα αφού θα είμαι κάτω από το γραφείο!» του είπα.

    “It’s the idea!” μου εξήγησε χαχανίζοντας και έκανε λίγο στην άκρη την καρέκλα για να χωρέσω να περάσω από κάτω.

    Ευτυχώς που το γραφείο είχε χώρο και δεν είχα το φόβο να σπάσω κανένα κεφάλι. Ο κύριος συνδέθηκε, με ανοιχτή κάμερα παρακαλώ, ενώ εγώ χωμένη από κάτω, του κατέβασα το μποξεράκι και τον πήρα στο στόμα μου.

    “Good morning, all!” τον άκουσα να λέει μετά από λίγη ώρα, χωρίς η φωνή του να προδίδει το παραμικρό. Πήγα να σταματήσω, για να τον αφήσω να μιλήσει, αλλά εκείνος μου πίεσε ελαφρά το κεφάλι προς τα κάτω, δείχνοντάς μου ότι θέλει να συνεχίσω.

    Όπως και την προηγούμενη φορά που του είχα πάρει πίπα την ώρα που ήταν σε call, έτσι και τώρα ένιωθα αυτό το περίεργο μείγμα ντροπής και διέγερσης. Δεν ξέρω πως να το πω, εγώ να τσιμπουκώνω του καλού καιρού, και ο Maurice να συμμετέχει στο call σα να μην τρέχει κάστανο.

    Τουλάχιστον αυτή τη φορά, μετά τις αρχικές συστάσεις, ο Maurice έκλεισε κάμερα και μικρόφωνο. Δεν το είχα καταλάβει, μέχρι που του ξέφυγε ένας ηδονικός στεναγμός που συνοδεύτηκε από… καντάδα.

    “Yeah, baby! Suck my cock… yes… yes like that!” τον άκουσα να μου λέει με βραχνή φωνή, κάνοντάς με να συνεχίσω με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό.

    Και εκεί με έκοψε.

    «Δε βιαζόμαστε, το call είναι μέχρι τις 10:00,» μου είπε, κάνοντας με να καταλάβω ότι δεν ήθελε να βιάζομαι.

    Σταμάτησα ίσα για να του αισθησιακά “As you wish, Master!” και τον πήρα ξανά στο στόμα μου, αυτή τη φορά με πιο αργές κινήσεις.

    Μωρέ μου έδωσε και κατάλαβα, σχεδόν πιάστηκε το σαγόνι μου, τον έγλειφα και τον ρουφούσα πάνω από μισή ώρα, μέχρι που πιάνοντάς με από τα μαλλιά μου έδωσε να καταλάβω ότι ήθελε να επιταχύνω.

    Πέντε λεπτά αργότερα έλαβα και τους καρπούς των κόπων μου. Τον ένιωσα να αρχίζει να τρεμουλιάζει και εκεί αρπάζοντάς με από τα μαλλιά με κράτησε ακίνητη και… πήγε να με πνίξει. Τουλάχιστον σήμερα το πρωί ήταν γλυκούτσικο, ήταν και αυτό μια παρηγοριά.

    (Καλά, όχι ότι θα άλλαζε κάτι αν ήταν πικρό, έτσι 

    Όπως πάντα τον καθάρισα σχολαστικά από σάλια και… λοιπά υπολείμματα, και μόνο τότε σταμάτησα και τον κοίταξα.

    “Good katsika!” μου είπε χαχανίζοντας, και κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.

    Εγώ στο μεταξύ άρχισα να κουνάω το σαγόνι μου να ξεπιαστεί. Δε φτάνει πόση ώρα με “παίδευε”, είναι και μεγαλούτσικος, ζωή να έχει ο καλούλης μου, οπότε πως να μην νιώθω σα να έπαθα εξάρθρωση σαγονιού;

    «Θα ζητήσω επίδομα βαρέων!» τον κατηγόρησα με το που σηκώθηκα από κάτω.

    “It was a healthy load!” μου απάντησε χαχανίζοντας. “You make me breakfast; I’m making sure that you have your protein!” συνέχισε το δούλεμα.

    Healthy load… Όπως λέμε στην Κατρίνα έριξε ψιχάλα…

    «Δε θέλεις να κάνεις παιδιά κάποια στιγμή;» τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον με μισό μάτι. «Γιατί ρισκάρεις τη σωματική σου ακεραιότητα;» του είπα δείχνοντας τα δόντια μου, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

    “Damn… And after watching the video of your naming ceremony I should have known better!” μου έκανε γελώντας ακόμα πιο δυνατά.

    ΘΑ ΤΟΝ ΠΝΙΞΩ!

    Του έδωσα ένα φιλάκι και πήγα και έκατσα στο τραπεζάκι μου ανοίγοντας το laptop, και φυσικά ήταν και η στιγμή που ο Μπλάκι αποφάσισε ότι θέλει χάδια, θρονιάστηκε ακριβώς μπροστά από το mousepad και μου μπαστακώθηκε απαιτώντας να τον χαϊδέψω στην κοιλιά λες και του το χρωστούσα, του μούργου.

    «Θα με αφήσεις να κάνω καμιά δουλειά βρε ρεμάλι;» τον μάλωσα, κερδίζοντας το γέλιο του Maurice που μας παρακολουθούσε διασκεδάζοντας με το θέμα. Αντί απάντησης του έκανα την παντομίμα ότι του έκανα πίπα και μετά δάγκωσα εμφατικά τον αέρα.

    Έτσι, για να σφίγγουν οι κώλοι!

    (Δηλαδή ο δικός του, γιατί ο δικός μου απ’ ότι κατάλαβα θα χαλάρωνε εκ νέου μέσα στο Σ/κ.)

    Και μετά έπεσα και πάλι γιατί η ιστορία που του διηγήθηκα ήταν trigger και με έτρωγε μέσα μου το ότι δεν είχε πει ποτέ σε κανέναν τι ακολούθησε μετά το μπαρ. Δε μπορούσα να συγκεντρωθώ με τίποτα στο πρωινό call· έπρεπε να με ρωτήσουν δυο και τρεις φορές για να απαντήσω, κι εγώ έβγαινα στον αέρα σαν φοιτήτρια που έχει πάει στην εξέταση με σκονάκι και το ‘χει χάσει στο διάλειμμα. Δικαιολογήθηκα ότι είχα πονοκέφαλο, γιατί δεν είχα κοιμηθεί καλά.

    Με το που ξέμπλεξα, ξέμπλεξε κι ο αρκούδος μου. “Maurice?” του είπα διστακτικά, τραβώντας τη φωνή μου, λες κι αν το άπλωνα λίγο παραπάνω θα καθάριζε μόνο του το μυαλό μου.

    «Τι είναι μωρό μου;» με ρώτησε, σταματώντας αυτό που έκανε, και μ’ εκείνη τη χροιά που ανακατεύει την τρυφερότητα με την ανησυχία.

    Αναστέναξα, είχα πάρει την απόφασή μου. «Θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι,» είπα, κοιτάζοντας το πάτωμα λες και το ξύλινο πάτωμα είχε γίνει ξαφνικά το πιο ενδιαφέρον πράγμα του κόσμου.

    «Τι;» με ρώτησε, κι έπιασα εκείνο το τσίμπημα στο στομάχι.

    «Τότε… στην Πάρο…» ξεκίνησα να λέω και κόλλησα.

    «Πες μου ότι δεν πάτησες κανέναν με το αυτοκίνητο και τον εγκατέλειψες στη μέση του δρόμου!» μου πέταξε ο αρκούδος μου, μεταξύ σοβαρού και αστείου.

    «Όχι-όχι, τίποτα τέτοιο!» έσπευσα να τον διαβεβαιώσω, αν και μου ξέφυγε ένα νευρικό γελάκι.

    «Ε, τότε τι να μου εξομολογηθείς βρε βάσανο;» μου είπε κουνώντας το κεφάλι με προσποιητή απελπισία.

    «Απλά έκανα κάτι… που δεν το είπα ούτε στη Μαίρη…» συνέχισα.

    Ακόμα και το όνομά της με έσφιγγε στο λαιμό. Η Μαίρη ήταν ο εξομολογητής μου, η συνένοχός μου, και το να ‘χω κάτι κρυφό απ’ αυτήν με έκανε να νιώθω σαν να ‘χα πατήσει delete σε κομμάτι της ίδιας μου της ζωής.

    «Πάμε στο σαλόνι,» είπε ήρεμα και σηκώθηκε.

    Τον ακολούθησα μηχανικά, σαν μαθήτρια που την έχουν καλέσει στο γραφείο του διευθυντή. Κάθισε στον καναπέ και μου έκανε νόημα να μπω σε koala mode. Σαν να μου έλεγε: εντάξει, θα το πεις, αλλά θα το πεις με ασφάλεια. Έκατσα πάνω του, τον αγκάλιασα, και έχωσα το πρόσωπό μου ανάμεσα στο λαιμό και το ώμο του.

    «Για πες μου τώρα, τι είναι αυτό το φοβερό και τρομερό πράγμα που έκανες και δεν το είπες ούτε καν στη Μαίρη;»

    Πήρα βαθιά ανάσα. Αυτό που θα ξεστόμιζα το ήξεραν μόνο τρεις άνθρωποι, ή μάλλον… οι τρεις που το ζήσαμε και όσοι το άκουσαν από τις διηγήσεις των υπόλοιπων δύο της τριάδας.

    «Εκείνο το βράδυ… μετά…» ξεκίνησα και σταμάτησα προσπαθώντας να βρω το κουράγιο να συνεχίσω.

    «Ναι;» με ενθάρρυνε ο αρκούδος μου.

    «Έκανα τρίο…» του είπα νιώθοντας τις λέξεις να με καίνε.

    «Αυτό ήταν ρε Σόφη και μου πήγε και πάλι η ψυχή στα δόντια;» μου έκανε κοιτάζοντάς με μέ ένα μείγμα περιέργειας και… απελπισίας.

    «Αυτό!» του είπα κοιτάζοντας και πάλι χαμηλά. Ένιωσα το δάχτυλό του κάτω από το πηγούνι μου, καθώς έσπρωξε το κεφάλι μου προς τα πάνω για να με αναγκάσει να τον κοιτάξω.

    «Γιατί δεν το είπες στη Μαίρη;» με ρώτησε με ειλικρινή περιέργεια.

    Πήρα βαθιά ανάσα, τα μάτια μου τσούζανε ακόμα. «Μου άρεσε… μου άρεσε πολύ!» ξεστόμισα, κι ήταν σαν να άκουσα τον εαυτό μου να ομολογεί φόνο.

    Τα μάτια του Maurice γούρλωσαν. Δεν το περίμενε.

    “I don’t understand…” είπε κουνώντας το κεφάλι. “Honestly, I thought you kept it from her because you didn’t enjoy it, and you were afraid Mary would scold you for trying to copy her style when it wasn’t really your thing.”

    Και αυτό ακριβώς ήταν το παράλογο. Θα ήταν πιο εύκολο να πω στη Μαίρη ότι πέρασα χάλια, αν είχα περάσει όντως χάλια. Θα γελούσε, θα μου έλεγε “ε, τουλάχιστον τώρα το ξέρεις,” και θα τελείωνε εκεί.

    Αλλά όχι· το δικό μου πρόβλημα ήταν ότι για μια στιγμή, για ένα βράδυ, είχα γίνει λίγο Μαίρη. Και αυτό με τρόμαζε πιο πολύ από οτιδήποτε. Γιατί… γιατί η Μαίρη θα με ενθάρρυνε. Και… και δεν ήθελα να πάρω άλλο θάρρος.

    «Αυτό ήταν το πρόβλημα, Maurice…» του είπα παίρνοντας βαθιά ανάσα. «Ότι αν της έλεγα πόσο μου άρεσε, θα με ενθάρρυνε να το δοκιμάσω και πάλι.»

    “I still don’t get it…” μου είπε κουνώντας το κεφάλι του με απορία. “I mean, what did you expect? Of course she would be happy for you! Of course she would encourage you to explore your… let’s call it ‘extended’ sexuality’.”

    Στο τέλος χαμογέλασε πονηρά, κι εγώ δεν άντεξα και χαμογέλασα μαζί του.

    «Ντρεπόμουν…» του απάντησα μουρμουρίζοντας. «Τη Μαίρη τη θαυμάζω, την αγαπάω, φιλάω το χώμα που πατάει αλλά…»

    «Αλλά;» με ρώτησε γέρνοντας το κεφάλι του.

    «Δεν έχω και δεν μπορώ να αποκτήσω την ελευθεριότητά της. Με τρώνε τα ίδια μου τα σωθικά,» του απάντησα στενάζοντας. «Τη λατρεύω για αυτήν, τη θαυμάζω για αυτήν, αλλά… απλά… απλά δεν μπορώ…» του είπα χαμηλώνοντας και πάλι το κεφάλι μου.

    «Μάλιστα…» μου είπε. Μου χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Τώρα το κατάλαβα.»

    Με χάιδεψε και πάλι τρυφερά. «Ο πραγματικός σου φόβος δεν είναι οι εσωτερικές σου αναστολές…»

    «Αλλά;» τον ρώτησα με φωνή που έτρεμε.

    «Να μη νομίζει η Μαίρη ότι ντρέπεσαι για εκείνη,» μου είπε χαμογελώντας μου.

    Και ήταν η αλήθεια. Γιατί αν με πίεζε και της έλεγα «Εγώ δεν είμαι εσύ» για κάτι που είχα κάνει και μου είχε αρέσει, φοβόμουν πως θα το άκουγε σαν απόρριψη, σαν να ντρεπόμουν για εκείνη. Μα το πρόβλημα δεν ήταν εκείνη∙ ήμουν εγώ. Εγώ ντρεπόμουν για μένα, που άφησα τον εαυτό να χάσει τελείως τον έλεγχο.

    Και πώς να το πω αυτό χωρίς να ακουστεί λάθος;

    «Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε ο Maurice βλέποντάς με να έχω πέσει σε περισυλλογή.

    «Αυτό που μου είπες,» του απάντησα στενάζοντας. «Πώς να της το πω χωρίς να νομίζει ότι απορρίπτω την σεξουαλική της ελευθεριότητα; Θα είναι σα να απορρίπτω την ίδια τη Μαίρη.»

    «Σόφη μου…» ξεκίνησε ψάχνοντας να βρει τα λόγια. «Το να απορρίπτεις μια πράξη επειδή δεν ταιριάζει στον ψυχισμό σου, δεν είναι το ίδιο με το να απορρίπτεις αυτούς που την κάνουν.»

    Δεν απάντησα. Σούφρωσε λίγο τα χείλη του και έξυσε αμήχανα το μάγουλό του.

    «Ωστόσο, το κυρίως πρόβλημα δεν είναι αυτό…» μου είπε. «Το κυρίως πρόβλημα είναι γιατί νιώθεις εσωτερικές τύψεις που σου άρεσε το τρίο; Σε ποιον έχεις να λογοδοτήσεις;»

    «Σε μένα!» του απάντησα ξερά.

    Δάγκωσε τα χείλη του κοιτάζοντάς με σκεπτικός. «Γιατί;» με ρώτησε τελικά.

    «Γιατί… γιατί δεν είμαι τέτοια!» του απάντησα με σπασμένη φωνή.

    Ο Maurice δεν δίστασε ούτε στιγμή. «Ενώ η Μαίρη είναι;»

    Η φράση του με χτύπησε σαν σφαλιάρα∙ τόσο δυνατή που ένιωσα το κεφάλι μου να γυρίζει. Δεν κατάλαβε… όπως δεν θα καταλάβαινε και η Μαίρη, και ήταν ο λόγος που είχα φοβηθεί να της το πω.

    «Τι κακό πραγματικά έκανες, πέρα από το να πραγματοποιήσεις μια φαντασίωσή σου με τον τρόπο ακριβώς που ήθελες. In abstract, με δύο ουσιαστικά άγνωστούς σου, πού ούτε τους είδες ούτε τους ξέρεις.»

    Συνέχισα να τον κοιτάζω αμίλητη.

    «Δεν απάτησες κανέναν—και σηκώνει συζήτηση αν ένα τρίο ποιεί απιστία, εφόσον συμμετέχουν και οι δυο του ζευγαριού—δεν πλήγωσες κανέναν, και απ’ ότι η ίδια ομολόγησες σου άρεσε.»

    Σταμάτησε και πάλι και πήρε βαθιά ανάσα.

    «Τι κακό έκανες πέραν από το να περάσεις όμορφα;»

    Συνέχισα να μην απαντάω, το μυαλό μου είχε κολλήσει, δεν μπορούσα καν να σκεφτώ.

    “You’re not a whore, baby,” μου είπε τρυφερά ο Maurice. “The same way Mary is not a whore. It stung when I asked you ‘And Mary is?’, didn’t it?”

    «Όχι, Maurice, δεν είναι αυτός ο λόγος. Ο λόγος είναι ότι κατάλαβες λάθος, όπως θα καταλάβαινε και η ίδια η Μαίρη λάθος.»

    «Τότε;» με ρώτησε μπερδεμένος.

    «Γιατί εγώ δεν μπορώ να αφήνομαι όπως η Μαίρη, δεν μπορώ να μην έχω τον έλεγχο…» του απάντησα στενάζοντας. «Και εκείνη την βραδιά τον έχασα τελείως. Δεν… δεν ήταν μόνο το τρίο. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος φορούσανε προφυλακτικό!» του είπα χαμηλώνοντας και πάλι το κεφάλι μου. «Το ξέρω ότι έκανα μαλακία που θα μπορούσα να την πληρώνω για μια ζωή…»

    «Ρε Σοφία!» μου είπε κουνώντας το κεφάλι του.

    «Ήμουν ντίρλα… και… και δεν είχαμε προφυλακτικά μαζί μας…» προσπάθησα να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα.

    «Πες μου σε παρακαλώ ότι δεν το επανέλαβες ποτέ ξανά αυτό…»

    «Όχι, όχι…» τον διαβεβαίωσα. «Μόνο με… με τον Αργύρη το κάναμε με αυτό τον τρόπο, αλλά ήμασταν σε μόνιμη σχέση και ο Αργύρης, παρά τα κουσούρια του, ήταν μονογαμικός.»

    «Εξετάσεις είχε κάνει;»

    «Ναι, εννοείται!» του είπα. «Όπως κι εγώ… ήταν η συμφωνία μας πριν ξεκινήσουμε να κάνουμε σεξ χωρίς προφυλακτικό. Και… και ήταν μόνο για σεξ από πίσω, στο κανονικό φορούσε πάντα…»

    «Εξετάσεις έκανες μετά τον Αργύρη;» με ρώτησε και με το δίκιο του.

    «Ναι, έκανα. Maurice, μην ξεχνάς ότι είμαι εθελόντρια αιμοδότης…» του εξήγησα.

    «Τέλος πάντων,» μου είπε αναστενάζοντας.

    «Θα με χέσει η Μαίρη όταν της το πω!» του είπα στενάζοντας με τη σειρά μου.

    «Και δίκιο θα έχει!» μου είπε με αυστηρή φωνή. «Με τιμάει απίστευτα το γεγονός ότι νιώθεις τόσο άνετα και ασφαλής μαζί μου που μου το είπες, αλλά η Μαίρη… η Μαίρη είναι αδερφή σου, Σοφία.»

    «Έχεις δίκιο μωρό μου,» του είπα και έμπηξα τα κλάματα, και τόσο ώρα που κρατήθηκα πολύ ήταν.

    Δε μου είπε κάτι. Το μόνο που έκανε ήταν να με σφίξει στην αγκαλιά του και να με χαϊδεύει τρυφερά μέχρι που οι λυγμοί καταλάγιασαν.

    Δυο καθρέφτες ήταν, στ’ αλήθεια. Ο ένας με έδειχνε όπως είμαι τώρα, με το σώμα μου γυμνό κάτω από τον ήλιο, ευάλωτο και τρομαγμένο μήπως δε σταθεί αντάξιο του βλέμματός του.

    Ο άλλος γύριζε προς τα πίσω, έφερνε στο φως ένα μυστικό που με βάραινε χρόνια, μια ιστορία που δεν είχα τολμήσει να ξεστομίσω ούτε στη Μαίρη.

    Και στις δύο περιπτώσεις έσκυψα το κεφάλι μου, ντράπηκα, ήθελα να κρυφτώ. Και στις δύο, εκείνος με σήκωσε απαλά, με χιούμορ ή με τρυφερότητα, και με ανάγκασε να τον κοιτάξω κατάματα.

    Ήταν το ίδιο ερώτημα, απλώς ειπωμένο με διαφορετικά λόγια: «Μπορείς να με δεις όπως είμαι; Ολόκληρη; Με το παρόν μου και με το παρελθόν μου;»

    Και η απάντηση, η δική του απάντηση, ήταν πάντα η ίδια: «Ναι. Και δε σ’ αλλάζω για τίποτα.»

    And if you go chasing rabbits
    And you know you’re going to fall
    Tell ‘em a hookah-smoking caterpillar
    Has given you the call
    He called Alice
    When she was just small…

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  2. Arioch

    Arioch Τίποτα δεν πάει χαμένο... Premium Member Contributor

    Μέρος 26ο - Pixel art

    Επέστρεψα στη δουλειά με τα χίλια ζόρια, αλλά το μυαλό μου ήταν αλλού. Άνοιγα Excel, κι έβλεπα «Στήλη Α: Ενοχή, Στήλη Β: Ντροπή, Στήλη Γ: Κλάψε κι άλλο, Σόφη». Δεν είναι γελοίο; Τέσσερα χρόνια μετά, κι όμως ένιωθα σαν να είχε γίνει χθες. Δεν είχα κάνει κάτι προσωπικό στη Μαίρη, δεν την είχα προδώσει, κι όμως το μυστικό καθόταν μέσα μου σαν το χαλασμένο γαλακτομπούρεκο στο στομάχι.

    Έτρεμα τον εαυτό μου εκείνο το βράδυ. Είχα παραδοθεί τελείως με δύο ουσιαστικά αγνώστους μου και το είχα απολαύσει τόσο πολύ που είχα χάσει τελείως τον έλεγχο. Δεν είμαι Μαίρη που ξέρει πόσο να αφήνεται. Και αυτό με τρόμαζε περισσότερο απ’ όλα. Γιατί μια ζωή έλεγα πως «εγώ δεν τα ‘χω αυτά μέσα μου». Και να που μια νύχτα κραιπάλης με έκανε να ανακαλύψω ότι, μάντεψε, τα ‘χω.

    “Maurice?” ψιθύρισα πάλι, τραβώντας τη φωνή σαν μαθητριούλα που πάει να πει στην καθηγήτρια ότι ξέχασε το τετράδιο.

    «Τι είναι μωρό μου;» με ρώτησε γυρίζοντας προς το μέρος μου και σταματώντας αυτό που έκανε.

    Αναστέναξα και πάλι. “Still have to talk to Mary about that!” του είπα. «Πώς να της το πω;»

    «Θα της πεις την αλήθεια,» μου είπε και σηκώθηκε και πάλι από το γραφείο του και ήρθε προς το μέρος μου.

    «Μια κουβέντα είναι αυτό…» του είπα στενάζοντας.

    «Το ξέρω μωρό μου,» μου είπε χαϊδεύοντάς με καθησυχαστικά. «Μερικές φορές τα πιο απλά πράγματα είναι ταυτόχρονα και τα πιο δύσκολα…»

    «Θα με χέσει!» του είπα γελώντας νευρικά.

    «Σόφη μου, η Μαίρη είναι πολύ ευφυής για να μην το καταλάβει. Και αν δεν το καταλάβει θα της το εξηγήσεις, όπως μου το εξήγησες και μένα. Και δεν είναι καμιά τυχαία, είναι η καλύτερη σου φίλη.»

    «Ελπίζω να καταλάβει…» του κλαψούρισα.

    «Θα καταλάβει,» μου είπε συνεχίζοντας να με χαϊδεύει καθησυχαστικά. «Και αν σε γκαζώσει θα είναι γιατί σ’ αγαπάει, χαζούλα!» μου έκανε και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλάκι στα μαλλιά.

    Επιστρέψαμε και πάλι στις δουλειές μας και λίγο πριν τις μία, που θα κάναμε και οι δύο διάλειμμα, έστειλα μήνυμα στη Μαίρη αν μπορεί να μιλήσει στο τηλέφωνο. Αντί απάντησης, πέντε λεπτά αργότερα με πήρε η ίδια στο τηλέφωνό και πήγα στο σαλόνι ώστε να μπορέσουμε να μιλήσουμε χωρίς να ενοχλήσω τον Maurice.

    “Hello, baby!” μου μιμούμενη στην εντέλεια το ύφος της Καλουτά στο “Καλωσήρθε το δολάριο.”

    «Ο κήπος είναι ανθηρός!» της απάντησα, κάνοντάς την να χαχανίσει. «Τι κάνετε μαντάμ;» τη ρώτησα.

    «Μετράμε ώρες…» μου απάντησε μ’ ένα πνιχτό γελάκι.

    «Κ-ΑΨΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ…ρα» της έκανα κερδίζοντας νέα γέλια.

    «Βγαλ’ τη σκούφια σου και βάρα με!»

    «Τώρα μιλάμε για τις δικές σου πομπές!» της απάντησα χαχανίζοντας. «Σε πήρα για τα διαδικαστικά! Τι ώρα και πού;»

    «Μετά τις εννιά στον Αστέρα!» μου απάντησε.

    «Μωρή, τι θα πούμε στη ρεσεψιόν; Γεια σας ήρθαμε;» τη ρώτησα χαχανίζοντας.

    «Στη reception θα πείτε ότι έχετε κράτηση στο όνομα του κυρίου Maurice Mertens.»

    «Στο όνομα του Maurice έκανες την κράτηση;» την ρώτησα με ανοιχτό το στόμα.

    «Εννοείται!» μου απάντησε, λες και ήταν το πιο φυσιολογικό. «Όπως φυσικά εννοείται ότι είναι πληρωμένα μέχρι και τα ποτά του bungalow.»

    «Bungalow έκλεισες μωρή παλαβή; Αυτά κοστίζουν δυο νεφρά και τον πρωτότοκό σου!» της είπα με το σαγόνι μου να πέφτει στο πάτωμα.

    «Να συστηθούμε;» μου απάντησε ξινά.

    «Ρε συ Μαίρη…» της είπα διστακτικά… γιατί μαλάκα μου τι να της έλεγα; Αυτό ήταν πάνω από τρία χιλιάρικα.

    «Σόφη, δεν πας να δεις αν έρχομαι;» μου απάντησε αδιάφορα. «Λοιπόν, μετά τις εννιά!»

    «Μισό!!! Που θα σας βρούμε;»

    «Αφενός κοιτώντας στο διπλανό bungalow και αφετέρου ΚΙΝΗΤΟ ΡΕ ΟΥΦΟ!» μου είπε κάνοντάς μου να χαχανίσω. «Τίποτε άλλο, γιατί έχουμε και δουλειές;»

    «Βιάζεσαι να με ξεφορτωθείς μωρή;» της είπα χαχανίζοντας.

    «Αν συνεχίσουμε την ίδια συζήτηση θα σε κλείσω στη μούρη και το βράδυ ΚΑΙ θα σε δείρω ΚΑΙ θα σε γαμήσω. Και το πρώτο μπορεί να σου αρέσει αλλά το δεύτερο… θα σου αρέσει ακόμα περισσότερο!» μου είπε με υποτιθέμενα σατανική φωνή.

    Πήρα βαθιά ανάσα… «Έχεις χρόνο;»

    «Τι συμβαίνει;» με ρώτησε με μια σκιά ανησυχίας στη φωνή.

    «Τίποτα που να αφορά το παρόν…» τη διαβεβαίωσα. «Απλά…» είπα και κόμπιασα ψάχνοντας να βρω το κουράγιο.

    «Απλά;» με ρώτησε και τη φαντάστηκα να γέρνει το πρόσωπό της και να με κοιτάζει ερωτηματικά, κάτι που συνήθως μου έκοβε τα ποδάρια, ειδικά αν αυτό που θα της έλεγα ήταν μαλακία.

    Που συχνά ήταν, και τότε συνήθως πρώτα μου έριχνε δυο φάσκελα “για να μη μου τα χρωστάει,” και μετά έπεφτε το φιλικό ξεχέσιμο. Και δεν ήταν το ξεχέσιμο που φοβόταν, η Μαίρη ποτέ δε μου μιλούσε σκληρά, εγώ είμαι που μουντζωνόμουν σαν να μην υπάρχει αύριο.

    Δε βαριέσαι, τουλάχιστον σε αυτή την περίπτωση τη μούντζα στον εαυτό μου την είχα ρίξει ήδη…

    «Μωρή θα μου πεις ή θα με σκάσεις;» με ρώτησε κι εκεί έχασα το κουράγιο μου.

    «Να στο πω το βράδυ;» της είπα. «Θα με μουτζώσεις με χέρια και με πόδια, και προτιμώ να το ζήσω live!»

    «Θα σε δείρω;» με ρώτησε χαχανίζοντας.

    «Και θα με δείρεις,» της απάντησα, κάνοντάς τη να χαχανίσει ακόμα πιο δυνατά.

    «ΟΚ, θα κάνω υπομονή μέχρι το βράδυ, αλλά φουκαριάρα μου αν είναι καμιά μαλακία…»

    «Μαλακία είναι!» την διέκοψα. «Και το βλέπω μπροστά μου. Θα με κοιτάξεις με το σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας, θα το επεξεργαστείς, θα με μουτζώσεις με χέρια και με πόδια, και θα με πας αίμα για τα επόμενα δυο-τρεις χιλιάδες χρόνια!» της είπα με μια ανάσα, προσπαθώντας να το κάνω να ακουστεί πιο ανάλαφρο απ’ όσο το ένιωθα μέσα μου.

    «Τι είναι μωρή; Λεσβίασες με καμιά άλλη στο παρελθόν και δε μου το λες για να μην πληγωθώ;»

    «Όχι, όχι!» της είπα βιαστικά. «Θα στα πω το βραδάκι μωρή, αν καταφέρω να σε ξεμοναχιάσω για λίγη ώρα…»

    «Κάπως θα σε βολέψω στο πρόγραμμά μου,» μου είπε χαχανίζοντας. «Α, και κοιτάχτε το βράδυ να είστε ντυμένοι καλά!»

    «Θα είμαστε!» τη διαβεβαίωσα. «Τι ώρα πετάει η καψούρα σου;»

    «Δεν είναι καψούρα μου!» μου απάντησε ξεροκέφαλα.

    «Γκούχου-γκούχου!»

    «Δε σχολιάζω! Στις 18:30 θα τον περιμαζέψω από το αεροδρόμιο.»

    Έβαλα τα γέλια.

    «Τι γελάς μωρή;» με ρώτησε.

    «Αφενός γιατί ακούγεσαι σαν ερωτευμένη πεταλουδίτσα!» της είπα και την άκουσα να μουρμουράει μέσα από τα δόντια της, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια. «Και αφετέρου γιατί μας είπες μετά τις εννιά, οπότε τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται!» συνέχισα χαχανίζοντας.

    «Χωνί θα μου τον κάνει η γλυκούλης μου,» με διαβεβαίωσε χαχανίζοντας ξεδιάντροπα. «Λοιπόν, σε κλείνω στη μούρη γιατί έχουμε και δουλειές!»

    «Στο καλό μωρό μου!» της είπα και μετά από μια καταιγίδα ΜΑΤΣ ΜΟΥΤΣ κλείσαμε το τηλέφωνο.

    Επέστρεψα στο γραφείο, ο Maurice ήταν ακόμα σε κλήση. Μιας και δεν μπορούσα να του μιλήσω του έστειλα μήνυμα στο κινητό ρωτώντας τον τι θέλει να φάμε. Δεν πεινούσα ιδιαίτερα είναι η αλήθεια, και δεν είχα και τίποτα που μπορούσα να μαγειρέψω στα γρήγορα, οπότε του έγραψα ότι σκόπευα να παραγγείλω από το e-food. Μου έκανε το “OK” με τον αντίχειρα του δεξιού του χεριού, δείχνοντάς μου ότι συμφωνούσε.

    «Θέλεις να πάρουμε τονοσαλάτα όπως τις προάλλες;» του έστειλα και μου έκανε και πάλι “OK” με τον χέρι. Μπήκα στο e-food και παράγγειλα, και μην έχοντας τίποτε άλλο να κάνω, συνέχισα να βγάζω τα μάτια μου στο SPSS.

    Το φαγητό δεν άργησε να έρθει, οπότε εκεί έκανε το διάλειμμά του και ο Maurice και πήγαμε να φάμε με τον Μπλάκι να μας ακολουθεί κατά πόδας γιατί αν δεν μας έκανε την τράκα του θα έσκαγε. Και έκανε τράκα και από τους δύο, και αυγό και τόνο, κατάλαβες ο κύριος;

    «Αααχ,» έκανε ο αρκούδος μου όταν άδειασε και το δεύτερο κουτάκι μπύρας. «Ποιος γυρνάει τώρα στη δουλειά;» ρώτησε με ένα κωμικό μείγμα απόγνωσης και ωμής δυστυχίας.

    «Κουράγιο αρκούδι μου, λίγες ώρες έμειναν ακόμα και μετά ζωάρα!» προσπάθησα να τον παρηγορήσω.

    «Και τι ζωάρα!» μου έκανε συμφωνώντας. «Σε bungalow πέντε αστέρων και με εσένα να έχεις μου διηγηθείς πικάντικη ιστορία!» είπε τρίβοντας το χέρι του… ε, βέβαια, η αλεπού κοκοράκια ονειρεύεται.

    …ή έστω κοτούλες που για ένα βράδυ είχαν εκτροχιαστεί και οργιάσει σε μια παραλία στην Πάρο.

    «Εμ βέβαια, εσένα το μυαλό σου στο κοκό!» τον πείραξα. «Εμένα που θα με μαυρίσει στο ξύλο η Μαίρη δε με λυπάσαι καθόλου!»

    «Θα έχει και ξύλο;;; Γουστάρω!» μου έκανε χαχανίζοντας, κάνοντάς με να του πετάξω τη χαρτοπετσέτα στη μούρη.

    Για το μέγεθός του είναι εντυπωσιακά ευκίνητος ο αρκούδος μου, για πότε βρέθηκα στα γόνατά του με τον κώλο γυμνό και τα βρακιά κατεβασμένα ούτε που το κατάλαβα.

    (καλά, εννοείται ότι το κατάλαβα, αλλά ήμουν ανυπάκουη κατσίκα και έτσι κάθισα να φάω αδιαμαρτύρητα το ξύλο μου σαν άντρας… Ή έστω καυλωμένο κοριτσάκι!)

    Εντωμεταξύ παραήταν σιγανές και έτσι προέβην στις δέουσες διαμαρτυρίες. «Δε σε τάισα αρκούδι μου;» τον ρώτησα και με κοίταξε για μερικές στιγμές δίχως να καταλαβαίνει. Όταν κατάλαβε ωστόσο, το κατάλαβε και το κωλαρίνι μου που στο τέλος έγινε κατακόκκινο.

    “Now you’re talking!” τον πείραξα χαχανίζοντας όταν άρχισαν να πέφτουν οι πιο δυνατές.

    Είχε γίνει πύραυλος και έτσι όταν με άφησε γονάτισα για να τον πάρω στο στόμα μου αλλά με σταμάτησε. «Δεν προλαβαίνουμε μωρό μου,» μου είπε απολογητικά, «έχω call…»

    «Μπορούμε να συνεχίσουμε στο call!» του είπα κλείνοντάς του το μάτι πονηρά.

    «Δυστυχώς σε αυτό δε γίνεται μωρό μου, ένα κομμάτι της παρουσίασης θα το κάνω εγώ και… θα μου είναι κομμάτι δύσκολο…»

    «Ουφ καλά…» του είπα και καλά υποχωρητικά. «Να ξέρεις ότι μου χρωστάς, πάντως!»

    «Μην ανησυχείς, το βράδυ που θα μου διηγηθείς αναλυτικά τις πομπές σου…» είπε και έκανε μια παύση γεμάτη υποσχέσεις.

    Chances are ότι με αυτά που θα του έλεγα δε θα έμενε στην πίπα… οπότε καλού-κακού θα έπαιρνα μαζί μου και το λιπαντικό, γιατί χωρίς αυτό μετά έτσουζε πολύ, Θανάση μου.

    Και εκεί, στο τελείως άκυρο, θυμήθηκα ότι είχα να πάρω τηλέφωνο και την μικρή μου ξαδέρφη για να της πω χρόνια πολλά. Πήγα στο σαλόνι για να μην ενοχλήσω τον Maurice και την πήρα τηλέφωνο.

    «Σόφη!!!!» άκουσα τη χαρούμενη φωνή της Κατερίνας.

    «Μωρό μου!!!» της έκανα αγαπουλινιάρικα, κάνοντάς τη να χαχανίσει. «Χρόνια σου πολλά αγάπη μου, πολύχρονη! Να σε χαιρόμαστε!!!!»

    «Ευχαριστώ Σόφη μου!!!! Τι κάνεις, που είσαι; Η γιαγιά είπε ότι θα κατέβεις τέλη Αυγούστου!»

    «Υποτίθεται ότι δουλεύω!» της είπα χαχανίζοντας. «Αλλά έκανα ένα διάλειμμα για να σου πω τα χρόνια πολλά!»

    «Καλά έκανες!»

    «Και θα έρθω όντως τέλη Αυγούστου, βασικά για να σου κόψω τα ποδάρια!» της είπα χαχανίζοντας.

    «Να μου κόψεις τα ποδάρια; Γιατίιιιιιιιι;» με ρώτησε με θεατρικά παραπονιάρικη φωνή.

    «Για να παραμείνω η πιο ψηλή εγγόνα!» της είπα, κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια. «Για πες τώρα σουσουράδα, κανένα αμόρε έχουμε;»

    «Αμόρε; Cringe!!!! Μιλάς σαν τη γιαγιά!» μου είπε βάζοντας και πάλι τα γέλια. “Boomer!”

    «Ε όχι και boomer ρε κωλόπαιδο!» της είπα γελώντας, η πιτσιρίκα ήταν απίθανη.

    «Έχω και από αυτό, τον Μηνά,» μου είπε ντροπαλά. «Πριν κανένα μήνα τα φτιάξαμε!»

    «Μπράβο σου μωρό μου…» της είπα και μετά μπήκα σε mode μεγάλης ξαδέρφης. «Και Κατερινιώ μου… δε χρειάζεται να βιάζεσαι…»

    «Θα σας ειδοποιήσουμε!» μου απάντησε ξεδιάντροπα.

    «Η σημερινή νεολαία δεν έχετε κανένα σεβασμό…» της είπα αλλά η μικρή μου την είχε φυλαγμένη.

    «Ενώ εσύ ας πούμε τη φιλάς για το γάμο!» μου απάντησε κοροϊδευτικά.

    Έβαλα τα γέλια… εκεί που ήταν ήμουνα εδώ που είμαι θα έρθει. «Όχι, και ούτε είχα τέτοιο σκοπό…» της είπα και σταμάτησα. «Αλλά ξέρεις κάτι; Θα μπορούσα να έχω διαλέξει κάποιον πολύ καλύτερο…» της είπα αναστενάζοντας ελαφρά.

    «Ναι, καταλαβαίνω τι λες,» μου είπε με σιγανή φωνή.

    «Τέλος πάντων, από τα λάθη μας μαθαίνουμε…» της απάντησα. «Κράτα μόνο αυτό, αγάπη μου, δε χρειάζεται να βιάζεσαι…»

    «Το ξέρω μωρέ Σοφία, σε πείραζα πριν. Το ίδιο μου λέει και η Μαρία.»

    «Αλήθεια, η αδερφή σου που είναι;» τη ρώτησα αλλάζοντας κουβέντα.

    «Έχει κατέβει Ηράκλειο με το μπαμπά, θα έρθουν το απόγευμα!»

    «Εντάξει ματάκια μου,» της είπα. «Λοιπόν, θα πρέπει να σε κλείσω γιατί έχω κάνει διάλειμμα στη ζούλα. Σ’ αγαπώ πολύ! Χιλιόχρονη και ευτυχισμένη, και θα τα πούμε και από κοντά τέλη Αυγούστου!»

    «Σ’ ευχαριστώ Σόφη μου!»

    «Να μου φιλήσεις τη Μαρία και τους θείους!» της είπα.

    «Κι εσύ το θείο και τη θεία…» είπε και χαχάνισε. «Και τον Βέλγο σου!»

    «Χαχαχα, εντάξει αγάπη μου! Φιλάκια!» της είπα και κλείσαμε το τηλέφωνο.

    Γύρισα στο δωμάτιο/γραφείο όπου ο Maurice ήταν ακόμα σε call. Κάθισα στο γραφείο μου αναστενάζοντας ελαφρά χωρίς ιδιαίτερη όρεξη. Η σκέψη ότι σε μερικές ώρες θα ήμασταν στον Αστέρα δε με άφηνε να συγκεντρωθώ στη δουλειά.

    Γύρισα στο δωμάτιο/γραφείο όπου ο Maurice ήταν ακόμα σε call. Κάθισα στο γραφείο μου αναστενάζοντας ελαφρά, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη. Η σκέψη ότι σε μερικές ώρες θα ήμασταν στον Αστέρα δε με άφηνε να συγκεντρωθώ στη δουλειά.

    Έκλεισα το αρχείο που είχα ανοιχτό και άνοιξα το chess.com να κάνω καμιά άσκηση στο σκάκι για να καθαρίσει λίγο το μυαλό μου. Αν και σε καμία περίπτωση δεν είμαι σαν τον αδερφό μου, είμαι αρκετά αξιοπρεπής παίχτρια—το ELO μου είναι λίγο πάνω από 1300. Για την ακρίβεια: 1307. (Ναι, αυτά τα επτά ποντάκια μετράνε!)

    Σε μια άσκηση για αποφυγή παγίδων μου έβγαλε την παρακάτω διάταξη: 1rb2br1/p2k1p1p/p3p3/6p1/4qP2/1N4P1/P2P3P/1R3RK1 w - - 0 1.

    Έγειρα μπροστά, κοίταξα τη σκακιέρα προσεκτικά. Τα λευκά ήταν στριμωγμένα, και καλά.

    Δεν τον άκουσα να πλησιάζει—μόνο ένιωσα την ανάσα του στον λαιμό μου και μετά το φιλί του στα μαλλιά.

    «Παίζεις με κάποιον;» με ρώτησε χαμηλόφωνα.

    «Όχι, κάνω ασκήσεις,» του απάντησα γυρίζοντας χαμογελαστή. «Εδώ έχω τα άσπρα και τα μαύρα μου έχουν στήσει μια παγίδα στην οποία δεν πρέπει να πέσω!»

    Έσκυψε πάνω από τον ώμο μου, το χέρι του ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας μου. Ολόκληρη η παρουσία του με τύλιξε.

    «Μμμ… έξυπνο!» μου είπε με το γνωστό του χαμόγελο.

    «Την βρήκες κι εσύ;»

    «Εντάξει, μπορεί να μην είμαι σαν κι εσένα…» ξεκίνησε, κι εγώ τον έκοψα αμέσως.

    «Μφφφ… σιγά την grand mistress… 1300 ELO έχω!» είπα και γέλασα.

    «Εγώ δεν έχω ούτε 500!» μου είπε γελώντας. «Αλλά ακόμα κι εγώ βλέπω ότι αν παίξεις Nc5, κάνεις ματ… στον εαυτό σου!» χαχάνισε.

    «Ακριβώς!» του είπα, δείχνοντας με το ποντίκι τη σκακιέρα.

    Αυτή ήταν η παγίδα: νόμιζες ότι έκανες royal fork (βασιλιάς, βασίλισσα και πύργος), αλλά έτρωγες ματ σε μία κίνηση. Ο μαύρος αξιωματικός θα έπαιρνε τον ίππο στο h5, και σε συνεργασία με τη βασίλισσα στο e4 και τον άλλο αξιωματικό στο b7… πάπαλα. Καλά το είπε ο αρκούδος μου, ήταν σα να έκανες ματ στον εαυτό σου!

    «Τι θα έπαιζες εδώ;» τον ρώτησα.

    «Χμμμ…» έκανε, το χέρι του βρήκε τον ώμο μου και έμεινε εκεί καθώς σκεφτόταν. «Θα έπαιζα Rc1, για να καλύψω το c5. Μετά θα συνδύαζα τον ίππο στο b3 και το πιόνι στο d2 για να διώξω τη βασίλισσα.»

    «Σωστά!» του είπα με χαμόγελο.

    «Μετά… θα έσπρωχνα το πιόνι στο h3,» πρόσθεσε, κάνοντας την κίνηση στον αέρα με το δάχτυλο. «Δίνεις χώρο στον βασιλιά, ενώνεις τους πύργους… Οκ, και πάλι τα μαύρα είναι καλύτερα, αλλά τουλάχιστον τα λευκά μπορούν να το παλέψουν.»

    «Σωστά!» είπα και έπαιξα τις κινήσεις στην οθόνη. Η άσκηση είχε τρεις κινήσεις, πρώτα τον πύργο, μετά τον ίππο και το πιόνι. Το chess.com μας ενημέρωσε ότι λύσαμε την άσκηση.

    «Και μπράβο μας!» είπα γελώντας. Εκείνος χαμογέλασε και φίλησε ξανά τα μαλλιά μου.

    (Και μπράβο μας όντως… κι ας έχει εκείνος ELO «ούτε 500». Στην πραγματικότητα, σε ό,τι με αφορά, τον βλέπω grandmaster παντού.)

    Τελικά τον παρέσυρα και έκατσε δίπλα μου και συνεχίσαμε να κάνουμε ασκήσεις στο chess.com. Έσπρωξα λίγο την καρέκλα μου για να του κάνω χώρο. All-in-all πήγαμε (δηλαδή πήγα, κάποιες από τις ασκήσεις ήταν πέραν των γνώσεων και της εμπειρίας του) αρκετά καλά. Κάποιες παραήταν ζόρικες, και δυο φορές την πάτησα κι εγώ, αλλά εντάξει, γι’ αυτό υπάρχουν οι ασκήσεις.

    «Θέλεις να παίξουμε μεταξύ μας;» με ρώτησε. «Το ξέρω ότι δεν έχω καμιά τύχη,» βιάστηκε να συμπληρώσει και μετά χαχάνισε. «Η ευκαιρία σου για spanking!»

    “Oh, sweet innocent teddy-bear!” του είπα χαϊδεύοντάς τον τρυφερά στο μάγουλο. “This won’t be spanking; this would be a bloodbath!”

    “Don’t care!” μου απάντησε ξεροκέφαλα. “Do your best!”

    “Your funeral!” του απάντησα χαχανίζοντας και σηκώθηκε και πήγε και έκατσε στο laptop του.

    Όπως ήταν αναμενόμενο κέρδισα εύκολα τις πρώτες δυο παρτίδες. Στην τρίτη όμως είδα τον Maurice να σκύβει πιο κοντά στην οθόνη του, συγκεντρωμένος. Πήγε πολύ καλύτερα, το ίδιο και στην τέταρτη.

    Στην πέμπτη μάλιστα προσπάθησε να μου στήσει και μια παγίδα, αλλά την είδα και του έστησα τη δική μου παγίδα. Τον είδα να χαμογελάει πλατιά καθώς νόμιζε ότι με είχε, και ο αρκούδος μου κατάπιε το δόλωμα σα χάνος.

    “Ough!” είπε πέφτοντας πίσω στην καρέκλα του χαχανίζοντας. “That hurt!”

    “Well, baby, as they say, when it seems too good to be true, it usually is…” του απάντησα κλείνοντάς του παιχνιδιάρικα το μάτι.

    « Je vous hais, sales petits Schtroumpfs !» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. “How do I say this in Greek?”

    «Σας μισώ απαίσια στρουμφάκια!» του είπα γελώντας ακόμα.

    “Σα μισώ απαισιά στγουμφακιά» μου είπε με ελαφρά γαλλική προφορά.

    «Όχι “Σα”, “Σας”,» ξεκίνησα να τον διορθώνω. Έδειξα με το δάχτυλο κάθε συλλαβή. «Απαίσια στρουμφάκια,» συνέχισα διορθώνοντας τον τονισμό του καθώς και το ρο.

    “Yeah, that!” μου είπε κουνώντας το χέρι του χωρίς να το επαναλάβει. “Or, as my father would have said: Ik haat jullie, vuile kleine Smurfen!”

    «Ικ χατ γιούλι, φάιλε κλάινε σμούρφεν!» του είπα προσπαθώντας να μιμηθώ την προφορά του.

    “Yes! That’s correct!” μου είπε με μάτια που έλαμπαν από παιδιάστικο ενθουσιασμό.

    «Αγκαλίτσα;» του έκανα αγαπουλινιάρικα ανοίγοντας τα χέρια μου.

    “Bear huuuuuuuuuuug!” μου φώναξε και με το που σηκώθηκε από το γραφείο του, σηκώθηκα κι εγώ και πήδησα πάνω του κάνοντάς και πάλι το κοάλα.

    “Best place ever!” του δήλωσα χώνοντας το πρόσωπό μου στο λαιμό του και αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά ενώ ο αρκούδος μου με κρατούσε γερά με τα χέρια του κάτω από τους γοφούς μου.

    Με άφησε απαλά κάτω και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά. Μετά μου έχωσε και μια παιχνιδιάρικη στα μεριά μου και +10 γιατί τον παρασέρνω.

    «Καλά σου κάνω!» του δήλωσα και προς επίρρωση του έκανα και ένα μεγαλοπρεπέστατο BRRRRRRRRRRRRRRRRRRR στο λαιμό. «Ναι, ξέρω, +10 για αντίσταση κατά της αρχής, σας μάθαμε κύριε!» συνέχισα πειρακτικά κερδίζοντας επάξια άλλη μια στα μεριά μου.

    Δεν την πάλευα. Ούτε καν. Δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσω να συγκεντρωθώ για να γυρίσω στο SPSS οπότε, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, έπιασα ένα από τα δεκάδες Crystal Reports που είχα γράψει και έκανα τις κοσμητικές αλλαγές που μου είχαν ζητήσει.

    Και σαν να μην έφτανε αυτό, η SAP (που κακό χρόνο να ‘χει) αποφάσισε να τερματίσει τα Crystal Reports. Τέρμα. Τέλος. Σαν να σου παίρνουν το εργαλείο που—όσο κι αν το έβριζες—ήταν δικό σου. Και τώρα; Νέα πλατφόρμα. Από την αρχή.

    Δεν τα λάτρευα τα Crystal, αλλά τα είχα μάθει. Τα είχα φάει με το κουτάλι. Ήξερα πού πονάνε, πού κολλάνε, πού σε αφήνουν να περάσεις. Και τώρα; Άλλο σύστημα. Άλλος τρόπος σκέψης. Άλλος πόνος.

    Και καλά, είχαμε δώσει σε εξωτερικό συνεργάτη να μεταφέρει τα reports. Αλλά μέσα σ’ αυτά τα reports υπήρχε ψυχή. Business logic θαμμένο σε custom functions, σε calculated fields, σε μικρές λεπτομέρειες που μόνο εγώ ήξερα γιατί τις είχα γράψει έτσι και όχι αλλιώς. Και τώρα; Ξαναγράψιμο τα πάντα. Από την αρχή.

    Και άντε να θυμηθείς γιατί είχες βάλει εκείνο το function να κάνει το τάδε workaround. Γιατί το Crystal είχε τον δικό του τρόπο—τον “Crystal Reports way”—που σε έκανε κάποιες φορές να τραβάς τα μαλλιά σου για να κάνεις κάτι που θεωρούσες ότι είναι απλό για ένα reporting εργαλείο.

    Και φυσικά, να εξηγώ το business logic στους αναλυτές. Να επαληθεύω τα νέα reports. Να μάθω τα νέα εργαλεία. Και όταν είδα για πρώτη φορά τη νέα πλατφόρμα, μου ήρθε να βάλω τα κλάματα. Ήταν άλλος κόσμος.

    Ναι, σου έδινε περισσότερη ελευθερία. Ναι, μπορούσες να κάνεις query σε live data. Αλλά έπρεπε να χτίσεις και universes—cubes—για να φτιάξεις το δικό σου data model. Και εκεί ήταν τα ζόρια.

    Και φυσικά, νέο UI. Νέες συντομεύσεις. Νέες λογικές. Για έναν άνθρωπο που είχε μάθει τα Crystal σαν τυφλό σύστημα, ήταν σαν να του άλλαζες τα πλήκτρα στο πιάνο και να του έλεγες “παίξε”.

    Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε universes, cubes, και calculated fields, άρχισα να νιώθω σαν να με είχαν πετάξει σε escape room χωρίς οδηγίες. Κάθε βήμα ήταν παγίδα. Κάθε επιλογή, γρίφος. Και το χειρότερο; Δεν υπήρχε “hint” κουμπί. Μόνο εγώ, η μνήμη μου, και κάτι documentation που έμοιαζε γραμμένο από εξωγήινους με εμμονή στο XML.

    Το UI της νέας πλατφόρμας; Σαν να προσπαθείς να οδηγήσεις Tesla με manual από Lada του ‘85. Όλα ήταν πιο “μοντέρνα”, πιο “ευέλικτα”, πιο “cloud-ready”—αλλά εγώ απλώς ήθελα να βγάλω ένα report χωρίς να χρειαστεί να κάνω meditation πριν πατήσω “Run”.

    Και φυσικά, οι αναλυτές να περιμένουν. “Σοφία, πότε θα είναι έτοιμο το νέο report;” “Γιατί το πεδίο ‘CustomerSegment’ τώρα βγάζει null;” “Σοφία, γιατί δεν βλέπουμε τα δεδομένα του προηγούμενου μήνα;” Και εγώ να θέλω να απαντήσω: “Γιατί το σύμπαν μισεί τα reports. Γι’ αυτό.”

    Αλλά δεν το έλεγα. Χαμογελούσα. Έπαιρνα βαθιά ανάσα και προσπαθούσα να γράψω functions σε python (που μέχρι να την βάλουν στο SPSS και στο Excel δεν είχα ιδέα ότι υπήρχε σα γλώσσα) και αν δεν είχα ChatGPT και Claude θα είχα βουτήξει από τον εικοστό όροφο!

    Αν και ο χρόνος φάνηκε σα να είχε κολλήσει, έφτασε επιτέλους η ευλογημένη ώρα να κλείσω το laptop μου. Ο Maurice είχε λίγο ακόμα οπότε τον άφησα να πάω να ταχτοποιήσω τα πράγματα που θα παίρναμε μαζί μας. Πρώτα όμως έπρεπε να πάρω την Ευτύχω για να την αγγαρέψω.

    Το τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές πριν το σηκώσει. «Γκρεμίστηκε κανένας φούρνος;» με ρώτησε αντί να μου πει καλησπέρα.

    «Μπορείς να το πεις κι έτσι!» ξεκίνησα την εισαγωγή. «Μαμά, θέλω μια χάρη!»

    «Τι χάρη;» με ρώτησε.

    «Μας έχει καλέσει η Μαίρη σε ένα διήμερο με το Maurice,» της είπα χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες, «οπότε αν μπορείς έλα σε παρακαλώ αύριο και την Κυριακή το πρωί να του βάλεις την υγρή του τροφή.»

    «Τελευταία στιγμή μου το λες;» με μάλωσε.

    «Ήταν ξαφνικό ρε μαμά… την ξέρεις τη Μαίρη τώρα…» της είπα νιώθοντας τύψεις, γιατί όντως της το είπα τελευταία στιγμή ενώ το διήμερο το είχαμε πει από προχθές.

    «Τέλος πάντων,» μου είπε στενάζοντας. «Τι κάνει ο Maurice?»

    «Εδώ είναι,» της απάντησα χαμογελαστή. «Κάναμε σήμερα home office, αλλά δεν έχει τελειώσει ακόμα.»

    «Χαιρετισμούς να του δώσεις! Α, και μην ξεχάσεις να πάρεις τηλέφωνο την Κατερίνα!» μου υπενθύμισε.

    «Θα του τους μεταβιβάσω!» τη διαβεβαίωσα. «Όσον αφορά την Κατερίνα την πήρα τηλέφωνο το μεσημέρι και της είπα κιόλας ότι τέλη Αυγούστου θα κατέβουμε στη Λεβεντογέννα!»

    Μιλήσαμε λίγη ώρα ακόμα και όταν κλείσαμε γύρισα στο γραφείο να δω τι κάνει ο αρκούδος μου. Είχε λίγη ώρα ακόμα μπροστά του, οπότε πήγα στο αποθηκάκι και έβγαλα το μεγάλο μου σακβουαγιάζ και επέστρεψα στο δωμάτιο και άρχισα να ταχτοποιώ τα πράγματα που θα έπαιρνα μαζί μου.

    Μέχρι να τελειώσω, είχε τελειώσει και ο αρκούδος μου και ήρθε και με βρήκε στο δωμάτιο. Θα έπρεπε έτσι κι αλλιώς να περάσουμε από το σπίτι να πάρουμε τα δικά του πράγματα, οπότε όταν τελείωσα ήμασταν πρακτικά έτοιμοι να φύγουμε.

    Και φυσικά να έχουμε τον Μπλάκι που την ανθίστηκε ότι θα τον αφήναμε μόνο του να μας κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο κατηγορία, οπότε για ακόμα μία φορά επιστράτευσα τα μεγάλα μέσα. Βέβαια πήρα ρίσκο, γιατί έτσι και έμπαινε στο γατομεταφορέα του, θα τον παίρναμε αναγκαστικά μαζί μας, αλλά με το που τον είδε εξαφανίστηκε σαν να τον κυνηγάνε όλα τα σκυλιά της περιοχής.

    «Χαχαχα, καλό κόλπο!» είπε ο Maurice. «Τι θα έκανες ωστόσο αν έμπαινε μέσα;»

    «Θα είχαμε γκρίνια για όλο το διήμερο!» του απάντησα χαχανίζοντας.

    Σε κάθε περίπτωση του γέμισα δύο μπολ με ξηρά τροφή, για σήμερα και για αύριο, και μετά κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο του Maurice, που δε φτάνει που είχε το laptop του, ζαλώθηκε και το σακβουαγιάζ μου, «για όλους αρχής,» μου δήλωσε και έγραψα και άλλες είκοσι, δέκα για κατά φαντασίαν αντίσταση κατά της αρχής και άλλες δέκα για το «κατά φαντασίαν.»

    Δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν σπίτι του, και αφού πήραμε τα πράγματα που θέλαμε ξεκινήσαμε για τον Αστέρα. Αυτή τη φορά του είπα να πάει από Αττική οδό για να βγει στη Βάρης-Κορωπίου, και αν και μετά την Ευελπίδων φάγαμε κίνηση, γύρω στις οκτώ παρά ήμασταν στον Αστέρα.

    Εντάξει, να πω ότι χάζεψα θα ήταν λίγο. Το bungalow μας ήταν μεγάλο σα διαμέρισμα με την τεράστια βεράντα του να βλέπει θάλασσα και με τραπέζι κάτω από τη σκιά πεύκων.

    Με το που τακτοποιηθήκαμε, έστειλα μήνυμα στη Μαίρη ότι φτάσαμε. Δεν ήθελα να την πάρω τηλέφωνο από το φόβο μην την κόψω, αλλά με πήρε εκείνη.

    «Έλα μωρό μου!» της είπα απαντώντας το τηλέφωνο.

    «Φτάσατε;» με ρώτησε.

    «Ναι, φτάσαμε και είμαστε στη βεράντα και χαζεύουμε τη θέα!»

    «Ωραία, βάλτε μαγιό και κάντε ένα hop δίπλα, να χαζέψουμε όλοι μαζί τη θέα από την πισίνα!» μου είπε χαχανίζοντας.

    «Καλά που κουβαλήσαμε κουστούμια και φορέματα!» της είπα χαζογελώντας.

    «Αύριο αυτά! Άντε, κουνηθείτε!» μου είπε και μου έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα.

    Γύρισα προς το Maurice. «Αρκούδι μου, βάλε το μαγιό σου!»

    «Θα πάμε θάλασσα τέτοια ώρα;» με ρώτησε απορημένος.

    «Όχι, θα πάμε δίπλα στην Μαίρη, έχει πισίνα και μας περιμένουν!»

    “OK!” μου απάντησε χαχανίζοντας και μπήκαμε μέσα για να βάλουμε τα μαγιό μας.

    «Φρόνιμα!» τον ψευτομάλλωσα καθώς με το που έμεινα γυμνή από πάνω ήρθε από πίσω μου και με χούφτωσε και άρχισε να μου μαλάζει τα στήθη.

    “Bad katsika!” μου είπε και μου έχωσε μια στα μεριά όλη δική μου, κάνοντάς με να χοροπηδήσω, αλλά με άφησε στην ησυχία μου.

    Λίγη ώρα αργότερα ήμασταν στο bungalow της Μαίρης και κάναμε και γνωριμία με την καψούρα της. Δεν ξέρω τι μυαλά κουβαλούσε ο Νικηφόρος—αν και για να κρασάρει η Μαίρη μαζί του αποκλείεται να ήταν ακατοίκητος—αλλά εμφανισιακά ήταν Άδωνις

    (ΌΧΙ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, ΦΤΟΥ-ΦΤΟΥ)

    “Let me introduce you,” είπε η Μαίρη με σταθερή φωνή, αλλά ξέροντάς την καλά, κατάλαβα ότι η ψυχούλα της το ήξερε. Αμ δεν ήταν ο Νικηφόρος που χρειαζόταν επιβεβαίωση, η Μαίρη ήταν. Μαλάκα μου την είχε δαγκώσει για τα καλά τη λαμαρίνα.

    “Nikifore, Sophy as I told you is my best friend. And Maurice is her boyfriend,» ξεκίνησε τις συστάσεις.

    Ο Maurice χαμογέλασε εγκάρδια και έδωσε το χέρι του στο Νικηφόρο.

    “Hello, Nikifore, nice to meet you!” του είπε και του έσφιξε το χέρι.

    “Hello Maurice,” του απάντησε χαμογελώντας και μετά γύρισε προς εμένα.

    “Nice to mee you, Sophy,” του είπα κι εγώ χαμογελώντας με τη σειρά του και δίνοντάς του το χέρι. Η χειραψία του ήταν σταθερή και ζεστή, κερδίζοντας έτσι τους πρώτους πόντους στην εκτίμησή μου.

    Μετά τις χαιρετούρες και τις συστάσεις καθίσαμε στη βεράντα. Ένιωθα λίγο awkward καθώς ήμασταν όλοι με τα μαγιό μας, αν και ο βασικός λόγος είναι ότι είμαι introvert του κερατά. Από την άλλη ο Maurice δεν είχε τέτοια θέματα, και όταν στην κουβέντα ο Νικηφόρος ανέφερε ότι το μεταπτυχιακό του ήταν στο Pixel Art σχεδόν χοροπήδησε στην καρέκλα από τον ενθουσιασμό του.

    “Pixel Art;” ο Maurice τινάχτηκε λες και τον είχαν βάλει στην πρίζα. “Wait, that’s your master’s?”

    «Διδακτορικό,» τον διόρθωσε ο Νικηφόρος χαμογελώντας ντροπαλά. «Ναι… αν και ξεκίνησε από κάτι πιο απλό. Ο πατέρας μου είχε ένα παλιό Amstrad, με δισκέτες. Έπαιζα τα παιχνίδια του και κόλλησα. Στην αρχή ήταν απλώς νοσταλγία, αλλά μετά άρχισα να βλέπω πόση τέχνη κρύβεται στους περιορισμούς. Τα λίγα χρώματα, τα τετράγωνα sprites… Όλη η αισθητική του μέσου γεννήθηκε επειδή το hardware δεν μπορούσε παραπάνω.»

    Ο Maurice κοίταξε πρώτα εμένα και μετά τη Μαίρη με μάτια που έλαμπαν. “See? He gets it! That’s what I’ve been telling you all along!”

    «Ναι μωρέ, το κατάλαβα!» του απάντησα γελώντας.

    “I’m a retro-computer guy myself,” είπε στον Νικηφόρο, σκύβοντας μπροστά σαν να του εκμυστηρευόταν μυστικό. “… I even write games. Just for fun.”

    «Σοβαρά;» Ο Νικηφόρος σήκωσε το βλέμμα του με πραγματική περιέργεια, τα μάτια του έμειναν καρφωμένα πάνω του. «Εγώ το βλέπω σαν καμβά, σαν αισθητική. Εσύ φτιάχνεις ολόκληρα παιχνίδια;»

    “Yeah! Nothing AAA, but playable,” είπε ο Maurice χαμογελώντας περήφανα.

    Εκεί μπήκα κι εγώ στη μέση. «Όχι απλά playable» διαμαρτυρήθηκα εγώ. «Θα πρέπει να σου δείξει το Dexelor!»

    Ο Νικηφόρος έγειρε μπροστά, στηρίζοντας τους αγκώνες του στα γόνατα, σχεδόν σαν παιδί που ακούει παραμύθι. «Τι είναι αυτό;»

    «Παιχνίδι που έγραψε ο Maurice! Και δεν είναι απλά playable, είναι ΚΑ-ΤΑ-ΠΛΗ-ΚΤΙ-ΚΟ!» του είπα με περηφάνεια.

    «Για λέγε!» μου έκανε με ενδιαφέρον.

    Πήρα μια ανάσα, θυμούμενη εκείνη τη βραδιά. «Η οθόνη έγινε μαύρη κι εμφανίστηκε ο τίτλος του παιχνιδιού με γράμματα σαν φωτιά, χρυσοκόκκινα, να μοιάζουν με λάβα. Μετά διάλεξα να παίξω… και ξαφνικά όλα ζωντάνεψαν!» είπα με θαυμασμό που δεν μπορούσα να κρύψω.

    «Τα χρώματα ήταν πλούσια, έντονα, σχεδόν καρτουνίστικα. Οι μικρές φιγούρες κινούνταν απίστευτα ομαλά—μέχρι και το φόντο κυλούσε πιο αργά από το προσκήνιο, σαν αληθινό τοπίο!» συνέχισα με πάθος ιεροκήρυκα, κάνοντας τη Μαίρη να χαχανίσει και τον αρκούδο μου να λιώσει πάνω στην καρέκλα.

    «Και μετά οι εχθροί… με περικύκλωσαν λες και είχαν μυαλό. Στην τρίτη ενέδρα, ορκίζομαι ότι ένας μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω πριν με χώσει στη φάκα του. Και μετά… GAME OVER. Κόκκινα γράμματα να αναβοσβήνουν και να με κοροϊδεύουν!»

    «Θέλω να το δω!!!!» είπε ο Νικηφόρος σαν παιδάκι μπροστά στη βιτρίνα ζαχαροπλαστείου.

    «Ευχαρίστως!» του απάντησε ο Maurice με μάτια που άστραφταν. «Και αν θέλεις μαζί με το παιχνίδι μπορώ να σου δώσω και τα sprites και τα backgrounds, τα έχω φτιάξει σε art studio.»

    «ΜΙΛΑΣ ΣΟΒΑΡΑ;» είπε ο Νικηφόρος που πετάχτηκε σχεδόν από την καρέκλα του. «Στο Art Studio??? Όπως οι παλιοί;»

    «Το μόνο που κάνω σε σύγχρονα συστήματα είναι το code development και ο Luc που έγραψε τη μουσική στο Arcos Tracker 3,» του εξήγησε ο Maurice.

    «Θα ήθελα πολύ να τα δω!» του είπε ο Νικηφόρος κοιτάζοντας τον αρκούδο μου σα σκυλάκι που ζητιανεύει treat. «Και έχω ακόμα τον Amstrad, τον προσέχω σαν τα μάτια μου!»

    Όπως είχαν ανάψει και οι δυο τους και μιλούσαν και φωνάζανε σαν παιδάκια, η Μαίρη γύρισε προς τα μένα.

    «Να δεις που στο τέλος θα μας παρατήσουν και θα πάνε να ζήσουν το nerdy έρωτά τους,” μου είπε χαχανίζοντας, κάνοντας με να βάλω τα γέλια, αλλά το πρόσωπό της έλαμπε καθώς ο αρχικός της φόβος για το πως θα μας φανεί ο Νικηφόρος είχε πάει περίπατο.

    Ποιος να μου το έλεγε πριν τρεις εβδομάδες και δεν θα τον μούτζωνα με χέρια και με πόδια. Εγώ και η Μαίρη με τ’ αγόρια μας—έστω η Μαίρη με ένα από τ’ αγόρια της—ερωτευμένες και οι δυο μέχρι τα μπούνια, να καθόμαστε μπροστά από μια πισίνα και να πίνουμε τις μπύρες μας με το retro computing σαν παγοθραυστικό.

    (Μαλάκα μου τι λέω; Πριν τρεις εβδομάδες δεν ήξερα καν ότι υπάρχει retro computing! Κοίτα τι μπορεί να φέρει ένα swipe right στο Tinder!!!)

    Νικηφόρος και Maurice είχαν βυθιστεί τόσο στη συζήτηση, που σχεδόν τους τραβήξαμε από τα τσουλούφια για να μπούμε και οι τέσσερις στην πισίνα.

    «Ο Andy Warhol μπορεί να περιμένει!» δήλωσε η Μαίρη, καθώς η συζήτησή τους είχε πάει στην pop art, «εγώ όχι!» τους μάλωσε.

    «Βασικά ο Andy Warhol μας έχει αφήσει από το 1987,» πήγε να τη διορθώσει ο Νικηφόρος, εισπράττοντας ένα κεραυνό από την Μαίρη.

    “Si, Padrone!” της έκανε αυτή τη φορά ο Maurice, το οποίο συνοδεύτηκε από ένα “BRRRRRRRRRRR”. Και μετά πήρε φόρα και έσκασε βόμβα στην πισίνα γεμίζοντάς μας νερά.

    «Χειροβομβίδααααααααααααα!» έκανε ο Νικηφόρος (ναι, και αυτό nerdy αναφορά ήταν όπως μας εξήγησε αργότερα, από το παιχνίδι “Worms”) και βούτηξε κι εκείνος.

    «Ρε δε γαμιέται!» είπε η Μαίρη και βούτηξε και εκείνη στο νερό, και έτσι, τι να κάνω η δόλια, βούτηξα κι εγώ στην πισίνα και πήγα αμέσως και έκανα το κοάλα στον αρκούδο μου, με αποτέλεσμα να πάμε και οι δύο στον πάτο, τα έχουν αυτά οι ενθουσιασμοί μέσα στο νερό!

    Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουμε. Η νύχτα είχε πέσει, ζεστή και βελούδινη, κι εμείς ήμασταν ακόμα μέσα, να πειραζόμαστε, να βουτάμε, να σπρώχνουμε ο ένας τον άλλον στο νερό. Η Μαίρη είχε κολλήσει στον Νικηφόρο σαν βεντούζα κι εγώ έβλεπα το πρόσωπό της να λάμπει.

    Αν δεν μας είχε κόψει όλους μαύρη πείνα, δεν θα βγαίναμε με τίποτα. Και τότε ο αρκούδος μου πέταξε την πρόταση της βραδιάς

    “Guys, do you fancy street food?”

    «ΜΕΡΑΚΛΗΣ!» σχεδόν τσίριξα από τον ενθουσιασμό μου.

    Ντυθήκαμε πρόχειρα και οι τέσσερις και αποφασίσαμε να πάμε με το αυτοκίνητο του Maurice καθώς στο GRάκι της Μαίρης θα στριμωχνόμασταν. Ο Φλοίσβος δεν είναι πολύ μακριά από τη Βουλιαγμένη, μια κίνηση τη φάγαμε, όπως γίνεται σε κάθε καλοκαιρινό βράδυ Παρασκευής που σέβεται τον εαυτό του.

    Γυρίσαμε και πέσαμε στα σάντουιτς και τις μπύρες σαν τις ακρίδες. Τι άλλο θέλει κανείς; Όμορφη καλοκαιρινή βραδιά, πισίνα, καλή παρέα, καλό φαγητό και η μπύρα να ρέει άφθονη, στο τέλος δεν είναι να απορείς που πέσαμε στις ξαπλώστρες σαν δράκοι Κομόντο σε καταληψία.

    Και το ακόμα καλύτερο είναι ότι κατάφερα επιτέλους, όταν τα αγόρια πήγαν να πάρουν μπύρες από το περίπτερο—γιατί, εννοείται, τις είχαμε ξεσκίσει—να ξεμοναχιαστούμε με τη Μαίρη και να της πω το …μεγάλο μυστικό μου.

    «Σιγά μωρή!» της είπα, βλέποντάς την να τους χαζεύει όσο απομακρύνονταν. «Στο περίπτερο πάνε, όχι στον πόλεμο!»

    «Ρε, τους έχω ικανούς να μας παρατήσουν και να πάνε να ζήσουν τον homo-nerdy έρωτά τους!» μου είπε, γελώντας αλλά και αναστενάζοντας λίγο παραπάνω απ’ όσο ήθελε να δείξει.

    «Δεν έχει γεννηθεί άντρας που θα παρατήσει τη Μαίρη!» της απάντησα, χαϊδεύοντάς της τρυφερά το χέρι. «Αντίθετα, μέχρι πρότινος πίστευα ότι δεν έχει γεννηθεί άντρας που θα κάνει τη Μαίρη να χάσει τα μυαλά της για πάρτη του…»

    «ΔΕΝ ΤΑ ΕΧΩ ΧΑΣΕΙ!»

    «Όχι, απλώς τα έχεις δανείσει προσωρινά!» της είπα με το πιο αθώο μου ύφος.

    «ΣΑΣ ΜΙΣΩ ΑΠΑΙΣΙΑ ΣΤΡΟΥΜΦΑΚΙΑ!» μου είπε σαν πεισμωμένο πεντάχρονο, και σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος.

    «Ικ χατ γιούλι, φάιλε κλάινε σμούρφεν!» της είπα βάζοντας τα γέλια. «Σήμερα μου το έμαθε ο αρκούδος μου όταν τον ξεβράκωσα στο σκάκι!»

    «Σκάκι παίζατε μωρή;» με ρώτησε βάζοντας τα γέλια.

    «Τις κουμπάρες θα τις παίξουμε το βράδυ! Το πρωί ήμασταν φρόνιμοι!» της απάντησα με νόημα, κάνοντάς τη να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.

    Καθίσαμε αμίλητες για μερικές στιγμές. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν οι μακρινοί της πόλης και το θρόισμα των φύλλων των δέντρων. Έπιασα τον εαυτό μου να χαζεύει το φως που τρεμόπαιζε πάνω στην πισίνα.

    Η Μαίρη έγειρε λίγο στο πλάι, με το κεφάλι στηριγμένο στο χέρι, και με κοίταξε. Αλλά όχι με ματιά που σε ζυγίζει αλλά ματιά που σε ξεκλειδώνει. Ήσυχη… φιλική… γεμάτη αγάπη, γεμάτη «εγώ είμαι εδώ…»

    «Τι είναι;» ρώτησε χαμηλόφωνα. «Έχεις εκείνο το βλέμμα που βγάζεις όταν κρατάς κάτι μέσα σου και σου τρώει το συκώτι.»

    Πήρα μια ανάσα. «Μαίρη, έχω να σου πω κάτι που δεν σου είχα πει ποτέ…» είπα τελικά, και η φωνή μου βγήκε λίγο πιο σπασμένη απ’ όσο ήθελα. «Θα με μουτζώσεις με χέρια και με πόδια…» προσπάθησα να ελαφρύνω το κλίμα, αλλά εκείνη δεν γελούσε πια—απλώς με κοίταζε, με εκείνη την τρυφερότητα που έχουν μόνο όσοι σε αγαπούν πραγματικά.

    «Μωρή, αν μου πεις ότι λεσβίασες με κάποια άλλη από εμένα θα το πάρω προσωπικά και θα σε πνίξω στην πισίνα!» είπε τελικά, σπάζοντας την ένταση, κι εγώ ξέσπασα στα γέλια από ανακούφιση.

    «Λύσσαξες!» της έκανα χαχανίζοντας. «Όχι, δεν σε έχω απατήσει με καμία!»

    «Αν ποτέ αποφασίσεις να εξερευνήσεις το …dark side, να ξέρεις ότι έχω dibs πάνω σου και θα το πάρω πολύ προσωπικά!» μου είπε χαχανίζοντας με τη σειρά της.

    «Είμαι σίγουρη,» της απάντησα βάζοντας και πάλι τα γέλια. «Μπορείς να κοιμηθείς ήσυχη ωστόσο, είσαι η πρώτη και η τελευταία μου ομοφυλοφιλική εμπειρία!»

    «Ναι, δεν ακούγεται καλά αυτό!» μου απάντησε κάνοντας και τις δυο μας να βάλουμε εκ νέου τα γέλια. «Για λέγε τώρα!»

    «Στην Πάρο… ουζώθην…»

    «ΟΡΙΣΤΕ;;;;;» με ρώτησε γουρλώνοντας τα μάτια.

    «Θυμάσαι ένα βράδυ που είχα βγει εγώ με το Μανώλη και εσύ με τον Etienne?»

    «Ξεχνιέται;» μου είπε αναστενάζοντας λες και της είχαν πέσει τα καράβια έξω, ο Etienne την είχε κάνει να ακουστεί μέχρι την …Αντίπαρο!

    «Δεν έμεινα στην πίπα στην τουαλέτα,» της είπα ξεφυσώντας και της διηγήθηκα σε γενικές γραμμές τι έγινε εκείνη την βραδιά.

    «Γιατί δε μου το είπες;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με στα μάτια.

    «Γιατί με τρόμαξε Μαίρη. Όσο και αν μου άρεσε έχασα τον έλεγχο κι εγώ δεν είμαι εσύ. Και φοβήθηκα μην παρεξηγήσεις τι σημαίνει το εγώ δεν είμαι εσύ.»

    Την κοίταξα σχεδόν δακρυσμένη.

    «Μαίρη, δεν ντρέπομαι για εσένα. Αλλά… αλλά δε μπορώ να μην έχω τον έλεγχο, δεν ξέρω να αφήνω τον εαυτό μου χωρίς να με μαζεύω μετά με τα κουταλάκια.»

    «Το κατάλαβα,» μου είπε χαϊδεύοντάς με τρυφερά. «Και με το Maurice?»

    «Μαζί του νιώθω ασφάλεια…» της είπα ανασηκώνοντας απλά τους ώμους μου.

    Η Μαίρη πήρε το χέρι μου στα χέρια της και το έσφιξε για μερικές στιγμές. Μου χαμογέλασε και πάλι τρυφερά και ήταν η μόνη απάντηση που είχε για μένα αξία.

    Και με ένα «ΑΛΛΑ ΘΑ ΜΟΥ ΤΑ ΠΕΙΣ ΟΛΑ ΜΕ ΤΟ ΣΙ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΝΙΓΜΑ!» έγινε ξανά η Μαίρη που γνώρισα και αγάπησα αυτά τα δέκα χρόνια. Το χέρι της σφίχτηκε γύρω από το δικό μου, τραβώντας με πιο κοντά της.

    «Θα στα πω επί τροχάδην τώρα αλλά στο υπόσχομαι ότι όταν ξαναβρεθούμε μόνες θα σου τα πω χαρτί και καλαμάρι!» τη διαβεβαίωσα, πιάνοντας και τα δύο της χέρια στα δικά μου. «Θυμάσαι που εκτός από τον Μανώλη γούσταρα και ένα barman?»

    «Ναι! Αυτού που δούλευε στο μπαρ όταν πήρες πίπα στις τουαλέτες!» μου απάντησε, σκύβοντας πιο κοντά μου με περιέργεια.

    «Ναι, αυτός. Ε…» ξεκίνησα να λέω διστακτικά, τα δάχτυλά μου νευρικά να παίζουν με την άκρη του ποτηριού μου. «Του… του έκανα και αυτού πίπα!» της είπα, το βλέμμα μου κολλημένο στο τραπέζι.

    «Στην τουαλέτα;» με ρώτησε γουρλώνοντας τα μάτια της, το σώμα της τραβήχτηκε ελαφρώς προς τα πίσω από την έκπληξη.

    «Στην παραλία!» της απάντησα σφίγγοντας τα χείλη μου, το κεφάλι μου έγειρε λίγο στο πλάι. «Μαζί με το Μανώλη!» Τα χέρια μου σφίχτηκαν σε γροθιές πάνω στα γόνατά μου.

    «Έκανες bukkake μωρή; So proud!» μου είπε βάζοντας τα γέλια, χτυπώντας το ένα της χέρι με ενθουσιασμό στο τραπέζι.

    «Βασικά ξεκίνησε έτσι αλλά…» ξεκίνησα να της λέω διστακτικά και σταμάτησα, τα δόντια μου σφίχτηκαν στο κάτω χείλος μου, προσπαθώντας να μαζέψω το κουράγιο μου. Τα μάτια μου κλείσανε για μια στιγμή, πήρα μια βαθιά ανάσα. Η Μαίρη δε με πίεσε, το σώμα της χαλάρωσε και περίμενε, με άφησε να συνεχίσω με το ρυθμό που μπορούσα.

    «Είχα ερεθιστεί τόσο πολύ που έχασα τελείως τον έλεγχο…» της είπα ξεφυσώντας, τα χέρια μου τινάχτηκαν ελαφρά στον αέρα σε μια χειρονομία αδυναμίας. «Ζήτησα από τον Μανώλη… να μπει μέσα μου…» της είπα κοιτάζοντας στο πουθενά, ο λαιμός μου τραβήχτηκε καθώς κατάπια με δυσκολία.

    «Σιγά τον έλεγχο που έχασες μωρέ!» μου είπε εμφανώς ξαλαφρωμένη, ακουμπώντας το χέρι της ανάλαφρα στον ώμο μου. «Φοβήθηκα μην ήταν τίποτα χειρότερο.»

    «Τον έχασα, Μαίρη!» της είπα κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά. «Ο Μανώλης δεν είχε προφυλακτικά μαζί του και ήμουν τόσο καυλωμένη που του έδωσα κώλο…» της εξήγησα στενάζοντας στο μέγεθος της απίστευτης μαλακίας που είχα κάνει εκείνο το βράδυ. Τα χέρια μου σκέπασαν το πρόσωπό μου για μια στιγμή, τα δάχτυλα πίεσαν τους κροτάφους μου.

    «Σοφία…» ξεκίνησε να μου λέει η Μαίρη, το σώμα της γέρνοντας προς το μέρος μου, αλλά την διέκοψα, το χέρι μου σηκώθηκε σε χειρονομία να σταματήσει.

    «Το ξέρω ρε Μαίρη, το πρόβλημα ήταν που του ζήτησα να με πάρει χωρίς προφυλακτικό, λες και ο τρόπος θα είχε ιδιαίτερη σημασία αν είχε κανένα AIDS…» είπα με ραγισμένη φωνή.

    Αναστέναξα και πάλι «Και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν ήταν πίπα όπως στην τουαλέτα, του ζήτησα να με πάρει με τρόπο που είχε μεγαλύτερο κίνδυνο να μου δημιουργήσει πληγή που θα έφερνε την καταστροφή…» συνέχισα ξεφυσώντας.

    «Και όχι μόνο αυτό…» συνέχισα κοιτώντας το πάτωμα, «αλλά μετά είχε και δεύτερο γύρο… Ο Άλκης, ο μπάρμαν, με πήρε και εκείνος από πίσω. Αφέθηκα να με γαμήσουν από τον κώλο δύο άνδρες χωρίς καπότες…»

    Κούνησα το κεφάλι μου απελπισμένη, τα δάχτυλά μου πλέχτηκαν νευρικά μεταξύ τους. «Δε σκεφτόμουν καθαρά… δε σκεφτόμουν καθόλου…» Σήκωσα αργά το βλέμμα μου και την κοίταξα στα μάτια, τα δικά μου γυαλισμένα. «Εσύ μπορείς να αφήνεσαι χωρίς να χάνεις τον έλεγχο… εγώ δεν ξέρω να το κάνω…» Η φωνή μου έσπασε λίγο στο τέλος.

    Πήρε τα χέρια μου στα δικά της και με χάιδεψε τρυφερά, οι αντίχειρές της σχηματίζοντας μικρούς κύκλους στις παλάμες μου. Το πρόσωπό της μαλάκωσε, έσκυψε πιο κοντά, τα μάτια της κοίταζαν απαλά τα δικά μου. «Κι εγώ έχω το μερίδιό μου στις μαλακίες της στιγμής, και το ξέρεις…» μου είπε συνεχίζοντας να μου χαϊδεύει το χέρι, τώρα με πιο σταθερό, καθησυχαστικό ρυθμό. «Μου αρκεί που το κατάλαβες.»

    «Ήθελα να στο πω… αλλά φοβόμουν… φοβόμουν ότι θα με ενθάρρυνες να το συνεχίσω… minus φυσικά τη μαλακία που έκανα σεξ χωρίς προφυλακτικό…» της είπα με φωνή που έτρεμε, τα δάχτυλά μου σφίχτηκαν γύρω από τα δικά της.

    «Ένιωσες φτηνή;» με ρώτησε απλά, χωρίς κρίση, το κεφάλι της έγειρε ελαφρά στο πλάι.

    «Ένιωσα ηλίθια!» της απάντησα ξερά, τραβώντας τα χέρια μου πίσω και σταυρώνοντας τα μπροστά στο στήθος μου.

    «Τότε, χαζούλα, έχεις την απάντησή σου για το πως θα το είχα πάρει αν μου το είχες πει…» μου είπε μιλώντας μου τρυφερά, ξανά απλώνοντας το χέρι της και ακουμπώντας απαλά το μπράτσο μου. «Δεν πειράζει, κάλιο αργά παρά ποτέ!»

    Χαμογέλασα αβέβαια, τα χείλη μου τραβήχτηκαν διστακτικά προς τα πάνω, τα μάτια μου ακόμα χαμηλωμένα.

    «Και αν εξαιρέσουμε το προφυλακτικό…» ξεκίνησε χαμογελώντας μου πονηρά με το φρύδι σηκωμένο. “So proud!” μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι.

    Ήταν τόσο καθαρτικό το συναίσθημα που άρχισα να γελάω σαν ηλίθια, παρασύροντας μαζί και τη Μαίρη. Και όχι τίποτε άλλο αλλά εκείνη τη στιγμή επέστρεψαν ο Maurice με τον Νικηφόρο, και άντε να τους πείσεις ότι δεν ήπιαμε μπάφο στη ζούλα έτσι όπως μας βρήκαν την μία πάνω στην άλλη να κλαίμε από τα γέλια.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  3. Arioch

    Arioch Τίποτα δεν πάει χαμένο... Premium Member Contributor

    Μέρος 27ο - On the beach

    Ήπιαμε τις μπύρες μας με χαζοκουβέντες και με τον ελέφαντα που μου καθόταν τέσσερα χρόνια πάνω στην πλάτη να έχει επιτέλους φύγει, ένιωθα τόσο ανάλαφρη όσο δεν είχα νιώσει ποτέ. Τόσο, που ήμουν εγώ που τους πρότεινα, χτυπώντας ενθουσιωδώς την παλάμη μου στο τραπέζι, να παίξουμε όλοι μαζί το “never have I ever.”

    Και έδωσα ρέστα.

    Ξεκίνησα πρώτη, σηκώνοντας ψηλά το ποτήρι. “Never have I ever did a trio!” είπα και ήπια μια γουλιά από την μπύρα μου. Η Μαίρη πετάχτηκε στην καρέκλα της γελώντας πριν αρπάξει τη δική της μπύρα για να πιει με μάτια που έλαμπαν σκανταλιάρικα. Ο Maurice σήκωσε το ποτήρι μέχρι τη μέση με ένα πλατύ, αστείο χαμόγελο στο πρόσωπο, ενώ ο Νικηφόρος άφησε την μπύρα του κάτω.

    “Well… I tried once, but in the end I didn’t take part!” του είπε ο Maurice, σκύβοντας προς το μέρος του Νικηφόρου με χειρονομίες που περιέγραφαν την όλη ιστορία.

    “Pfff… amateurs!” είπα εγώ χαζογελώντας, σηκώνοντας τη μύτη μου θεατρικά, με τη Μαίρη να βάζει τα γέλια.

    “Hear hear!” μου έκανε, σηκώνοντας την μπύρα της ψηλά, και χτυπήσαμε τα μπουκάλια μας με θόρυβο, ξεκαρδισμένες, και ήπιαμε άλλη μια γουλιά από την μπύρα μας.

    “I’ a bad bad katsika!” έκανα γλυκουλινιάρικα στον Maurice, που έβαλε τα γέλια και εξήγησε το …Gorillan BDSM σε Μαίρη και Νικηφόρο, κάνοντάς τους να βάλουν και οι δυο τα γέλια.

    Αλλά να ήταν μόνο αυτό; Ο αρκούδος μου θέλησε να με τσιγκλήσει και όταν ήρθε η σειρά του, έσκυψε μπροστά με ένα πονηρό χαμόγελο και με το βλέμμα του καρφωμένο σε μένα είπε “Never have I ever swam topless, that is after puberty!”

    (Εμ βέβαια, αν δεν είχε προσθέσει το τελευταίο θα πίναμε όλοι μπύρα αναίμακτα…)

    Maurice και Νικηφόρος ήπιαν μια γουλιά και το ίδιο έκανε φυσικά και η Μαίρη. Με κοιτάξαν και οι τρεις, τα βλέμματα τους γεμάτα προσδοκία, περιμένοντας, και τότε…

    Τα ποτά και οι μπύρες που είχαμε πιει, αλλά κυρίως η εξομολόγησή μου στη Μαίρη με είχαν λύσει τελείως. Όπως και η Μαίρη, όταν αλλάξαμε για να πάμε στον Μερακλή απλά είχα φορέσει μπλούζα και σορτσάκι πάνω από το μαγιό. Χαμογελώντας σαν παιδάκι που ετοιμάζεται να κάνει σκανταλιά, έβγαλα πρώτα τη μπλούζα και μετά, με μια γρήγορη αποφασιστική κίνηση, και το πάνω μέρος του μαγιό, μένοντας γυμνόστηθη. Σηκώθηκα κυρία, στάθηκα μπροστά στην πισίνα, και βούτηξα μέσα—με το κεφάλι παρακαλώ!

    Με τους τρεις να με κοιτάνε σα χάνοι, βγήκα από την πισίνα, τίναξα τα μαλλιά μου και επέστρεψα στη θέση μου. Ακόμα όρθια, ήπια επιδεικτικά μια γουλιά από τη μπύρα κοιτάζοντάς τους και τους τρεις προκλητικά. Μετά, σα να μην έτρεχε τίποτα, σκουπίστηκα με την πετσέτα και έβαλα και πάλι την μπλούζα μου.

    Πραγματικά πιστεύω ότι η τσιρίδα ενθουσιασμού της Μαίρης, που πετάχτηκε και ήρθε και με αγκάλιασε γελώντας σαν υστερική πρέπει να ακούστηκε μέχρι τη Βάρκιζα, ενώ Maurice και Νικηφόρος δεν έμειναν στα γέλια, σηκώθηκαν παρακαλώ και μου έκαναν standing ovation.

    Κλείνοντας το μάτι πονηρά στο Maurice, έκανα μια θεατρική υπόκλιση για να κερδίσω ένα του ενθουσιασμένο “Best katsika EVER!”

    «Ήμανε!» του απάντησα και όπως ήταν κι εκείνος όρθιος, έγινα και πάλι κοάλα χοροπηδώντας σχεδόν στην αγκαλιά του, προκαλώντας νέα γέλια σε Μαίρη και Νικηφόρο.

    “Damn, that was impressive!” μου ψιθύρισε ο Maurice κρατώντας με γερά στην αγκαλιά του.

    «Αν είναι να κάνεις κάτι, κάν’το με στυλ!» του απάντησα τρίβοντας τη μύτη μου στη δική του.

    “Damn right you do!” μου απάντησε και με φίλησε παθιασμένα στο στόμα, και αν δεν άρχιζαν το δούλεμα Μαίρη και Νικηφόρος ακόμα εκεί θα ήμασταν.

    “My turn!” είπε ο Νικηφόρος όταν καθίσαμε κάτω. “Never have I ever been arrested” είπε και ήπιε μια γουλιά από το μπύρα του. Εγώ και ο Maurice τον κοιτάξαμε με ενδιαφέρον ενώ η Μαίρη απλά χαχάνισε, προφανώς ήξερε την ιστορία.

    «Σε διαδήλωση που έγινε για τα θύματα στα Τέμπη,» μας εξήγησε.

    «Πώς;» τον ρώτησα εγώ.

    «Την έπεσα σε ένα μπαχαλάκια ο οποίος όλως τυχαίως ήταν μπάτσος με πολιτικά,» μου απάντησε. «Τον είχα δει ούτε μισή ώρα πριν μαζί με άλλους μπάτσους αλλά έπεσε στην περίπτωση, εγώ δεν ξεχνάω πρόσωπα! Όπως καταλαβαίνετε έπεσε το ξύλο της αρκούδας!»

    «Και;» τον ρώτησα και πάλι.

    «Και τίποτα… όπως με μάζεψαν έτσι με άφησαν μερικές ώρες μετά.»

    «Σε άφησαν;» τον ρώτησε ο Maurice με απορία.

    «Τους είπα ότι έχω σε φωτογραφία να κάθεται μαζί τους αυτόν τον οποίο άρπαξα όταν πήγε να βάλει φωτιά σε ένα κάδο.»

    «Και σε πίστεψαν;» τον ρώτησε ο Maurice.

    «Δεν ξέρω αν με πίστεψαν αλλά δυστυχώς δεν πήρανε το ρίσκο,» μας είπε χαμογελώντας με νόημα.

    «Για να λες δυστυχώς φαντάζομαι ότι είχες πραγματικά φωτογραφία!» είπα εγώ αφηρημένα.

    «Ναι, και έδωσα το κινητό στην αδερφή μου πριν τον αρπάξω…»

    “For what it matters…” ξεκίνησα να λέω… «μια φορά παραλίγο να μας συλλάβουν, ευγενική προσφορά της φιλενάδας μου!» είπα κοιτάζοντας τη Μαίρη.

    (Και όχι, δεν εννοούσα όταν μας σταμάτησαν στην Αθηνών-Κορίνθου με την κυρία να πηγαίνει με 270 με όριο τα 130!)

    «Πότε μωρή;» με ρώτησε η Μαίρη με περιέργεια. Και μετά της έκοψε και έβαλε τα γέλια! «Α, ναι!»

    «Τι κάνατε;» τη ρώτησε ο Νικηφόρος.

    «ΔΕΝ ΚΑΝΑΜΕ!!!! ΕΚΑΝΕ!» είπα με αγανάκτηση, κάνοντας τη Μαίρη να βάλει τα γέλια. «Πες μωρή!»

    “Allegedly φλάρασα την τροχαία!» είπε χαχανίζοντας.

    «Τι allegedly μωρή;» της είπα χαχανίζοντας με τη σειρά μου. «Δίπλα ήμουν!»

    “In my defense, I really thought that it was Alkis that drove the police vehicle!” είπε με αθώο ύφος.

    Κούνησα το κεφάλι μου με προσποιητή απελπισία και το ίδιο έκανε και ο Maurice μονολογώντας “She is lunatic!”, ενώ ο Νικηφόρος έκανε high five στη Μαίρη.

    Τι να πεις, μ’ αυτούς τους δύο κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.

    Με τη μαλακία να έχει βαρέσει κόκκινα συνεχίσαμε με μια παραλλαγή του αλήθεια ή θάρρος. Ήταν ιδέα του παλιοαρκούδου και ονόμασε το παιχνίδι “I dare you, I double dare you” όπου ο κάθε παίχτης με τη σειρά του έπρεπε να εκτελέσει το task που του έβαζαν οι άλλοι τρεις και αν κώλωνε να πει μια… ας πούμε “uncomfortable” ιστορία. Αν οι υπόλοιποι τρεις δεν συμφωνούσαν ότι ήταν uncomfortable έπρεπε να πιει μονορούφι ένα από τα μικρά μπουκάλια με ποτό του mini-bar.

    Ο κλήρος για τον πρώτο έπεσε στον γκαντέμη της παρέας, δηλαδή την yours truly. Ο Maurice χαμογέλασε και μου έβαλε το πρώτο τασκ: Να δαγκώσω το κάτω χείλος μου και να προσπαθήσω να πω «Ωωωω!»

    Κατάπια το δόλωμα σα χάνος, μου φάνηκε πολύ εύκολο. Έκανα αυτό που μου είπε και…

    Ναι, ακούστηκε σαν βογγητό σεξουαλικής πράξης με αποτέλεσμα εγώ να γίνω κόκκινη και οι άλλοι τρεις γάιδαροι να σκάσουν στα γέλια.

    «Με βρήκατε μικρή και με κοροϊδεύετε!» κλαψούρισα.

    «Δε θέλω να σε στεναχωρήσω αλλά ο πιο μικρός είμαι εγώ!» μου υπενθύμισε ο Νικηφόρος.

    «Ικ χατ γιούλι, φάιλε κλάινε σμούρφεν!» είπα σαν πεισμωμένο πεντάχρονο, με τον Maurice να βάζει τα γέλια και τη Μαίρη να εξηγεί στον Νικηφόρο ότι είπα «Σας μισώ απαίσια στρουμφάκια» στα φλαμανδικά.

    Δεύτερη στην κλήρωση ήταν η Μαίρη. To task που του βάλαμε ήταν να προσπαθήσει να κάνει κατακόρυφο μπροστά από την πισίνα.

    «Γατάκια!» μας έκανε και σηκώθηκε με χάρη και πήγε στην άκρη της πισίνας. Κοιτώντας μας προκλητικά έκανε το κατακόρυφο, και φυσικά στάθηκε κυρία.

    Ναι, μόνο που η Μαίρη είχε βγάλει το πάνω μέρος του μαγιό της και όπως στεκόταν ανάποδα η χαλαρή μπλούζα που φορούσε έπεσε και έτσι άθελά της μας φλάσαρε!

    “Boobiiiiiiiiiiiiiiiiiiiiiiiieeeeeeees!” φώναξε ενθουσιασμένος ο Maurice, αιφνιδιάζοντας τη Μαίρη που έχασε την ισορροπία της και έσκασε μέσα στο νερό.

    «Ψιτ, για συμμαζέψου!» έκανα δήθεν αγριεμένη στο Maurice.

    “Bear hug?” μου έκανε δήθεν μετανιωμένος και για ακόμα μία φορά κατάπια το δόλωμα σα χάνος. Σηκώθηκα να με κάνει αγκαλίτσα και τι έκανε ο γαιρουροαρκούδος; Με σήκωσε στην αγκαλιά του, και πάνω που άρχισα να τσιρίζω ενθουσιασμένη, με πήρε και με πέταξε στην πισίνα να κάνω παρέα στη Μαίρη.

    “Pfff… amateurs!” είπε αυτή τη φορά ο Νικηφόρος κάνοντας high-five με τον Maurice.

    «Αυτό ήταν! Θα τους φυτέψω!» μου έκανε η Μαίρη, αλλά έμεινε στα λόγια καθώς και οι δυο τους, σα συνεννοημένοι βούτηξαν με τα ρούχα στην πισίνα και άρχισαν να μας πετάνε νερό.

    Σας το είπα, η μαλακία είχε βαρέσει κόκκινα…

    Όταν με τα πολλά βγήκαμε έξω, ήταν σειρά του Νικηφόρου. Το task που του βάλαμε—δηλαδή αυτό που πρότεινε η Μαίρη και συμφωνήσαμε εγώ και ο Maurice—ήταν να μας χορέψει τσιφτετέλι σαν χανουμάκι. Spoiler alert, ο Νικηφόρος στο χορό έχει τη χάρη αρκούδας που της βαράνε ντέφι.

    Εντάξει, γαμηθήκαμε στο γέλιο. Η Μαίρη επέλεξε το γνωστό “Σήκω χόρεψε κουκλί μου” του Καζαντζίδη και ο Νικηφόρος το χόρεψε με τη χάρη επιληπτικής κρίσης συνδυασμένης με ηλεκτροπληξία. Νομίζω πόνεσε η κοιλιά μας από τα γέλια, αλλά όσον αφορά τον αρκούδο μου πίσω είχε η αχλάδα την ουρά.

    Με δική μου πρόταση θα έπρεπε να κάνει το moonwalk του Jackson στο Billie Jean από το Motown 25. Είδε μια στα γρήγορα το video στο επίμαχο σημείο για να το θυμηθεί και κάνοντάς μας μια υπόκλιση προσπάθησε να το αναπαράγει. Μπουρδουκλώθηκε στα ίδια του τα πόδια και έσκασε σαν καρπούζι στο γκαζόν προκαλώντας ένα μίνι σεισμό, καθώς το αρκούδι μου είναι κοντά δυο μέτρα στο ύψος και 130 κιλά στο βάρος.

    “Damn, that hurt!” μας είπε ενώ είχαμε γαμηθεί στα γέλια, κάνοντας τα δικά μου να κοπούν μαχαίρι για μερικές στιγμές. “My pride!” βιάστηκε να συμπληρώσει, κάνοντας την καρδιά μου να επιστρέψει στη θέση της, και να κερδίσει επάξια ένα δυνατό ping στη μύτη που με τρόμαξε, ο γάιδαρος!

    “Ouch! That hurt literally!” μου είπε τρίβοντας τη μύτη του.

    «ΚΑΛΑ ΣΟΥ ΚΑΝΩ!» του είπα αγριοκοιτώντας τον ακόμα. “Yeah, twenty more!” συμπλήρωσα.

    “Attakatsika!” μου απάντησε κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι.

    Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, και όταν ήρθε η σειρά μου ο Maurice βρήκε το τέλειο “I dare you, I double dare you”, βάζοντάς με μεταξύ σφύρας και άκμονος. Είτε θα έπρεπε να κάνω Nadu, “the proper way,” όπως μου τόνισε—δηλαδή γυμνόστηθη και φορώντας μόνο το κάτω μέρος του μαγιό—είτε να πω μια «ντροπιαστική» αλήθεια.

    “Showtime!” είπε η Μαίρη χειροκροτώντας αναιδέστατα, ξέροντάς με από την καλή και από την ανάποδη, και γνωρίζοντας ότι πιο εύκολα θα έκανα κάτι χαβαλεδιάρικα “ντροπιαστικό” παρά να εξομολογούμουν κάτι πραγματικά ντροπιαστικό.

    Ξεροκαταπίνοντας, έβγαλα το σορτσάκι μου, και ακολούθησε—αυτή τη φορά διστακτικά—και η μπλούζα μου, μένοντας και πάλι γυμνόστηθη. Ένιωθα τα τρία ζευγάρια ματιών που είχαν καρφωθεί πάνω μου σαν πραγματικά τσιμπήματα. Σφίγγοντας τα δόντια μου γονάτισα μπροστά από τον Maurice και κάθισα πάνω στις φτέρνες μου με τα πόδια ανοιχτά. Ακούμπησα τα χέρια μου πάνω στους μηρούς μου με την παλάμη προς τα πάνω και χαμήλωσα το κεφάλι μου.

    Ένιωσα το δάχτυλο του Maurice στο πιγούνι μου να με σπρώχνει προς τα πάνω να τον κοιτάξω και αν από κάτω δεν άρχισα να θυμίζω rainforest την εποχή των μουσώνων να μη με λένε Σοφία. Το ύφος του ήταν ανεξιχνίαστο αλλά τα μάτια του έλαμπαν, κάνοντας την καρδιά μου να χοροπηδήσει.

    “Say it,”μου είπε απλά.

    Ήξερα τι έπρεπε να απαντήσω και το έκανα χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. “This slave girl is to please you any way you desire, Master,” του είπα κοιτώντας τον στα μάτια. Μαίρη και Νικηφόρος είχαν χαθεί στο background, εκείνη τη στιγμή όλος ο κόσμος μου είχε γίνει το πρόσωπό του.

    “You do that by existing, slave girl!” μου είπε απλά με το χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό του. Μου έκανε νόημα να σηκωθώ και να κάτσω πάνω του. “Best koala ever!” μου έκανε παιχνιδιάρικα δίνοντάς μου ένα απαλό φιλάκι στη μύτη, κάνοντάς με να τσιρίξω σαν πεντάχρονη.

    Όσο ήμουν στην αγκαλιά του η ματιά μου πήγε στη Μαίρη που μου έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι λέγοντάς μου άηχα “dibs,” ενώ τη ματιά του Νικηφόρου δεν μπορούσα να την προσδιορίσω. Αυτό που μπορούσα ωστόσο να δω καθαρά ήταν το φούσκωμα στο σορτσάκι του, και όπως είναι και προικισμένο αγόρι…

    Τι να πεις, κάποιες φορές δεν είναι μόνο ο βήχας και ο έρωτας που δεν κρύβονται.

    Τι παράξενο! Η αμηχανία που είχα στην αρχή είχε εξαφανιστεί όταν γονάτισα μπροστά του και επέστρεψε όταν σηκώθηκα από την αγκαλιά του και φόρεσα την μπλούζα μου. Χαμογέλασα νευρικά και κάθισα στη θέση μου. Δεν ξέρω γιατί αλλά υπήρχε μια αόρατη ένταση που δεν μπορούσα να προσδιορίσω και ξαφνικά άρχισα να αισθάνομαι πολύ άβολα.

    Τη λύση την έδωσε η Μαίρη, τινάζοντας ελαφρά τα μαλλιά της πίσω. «Θέλω κρέπα!» μας δήλωσε, και αυτές οι δύο λεξούλες ήταν λες και έσπασαν κάποιο ξόρκι που με κρατούσε δεμένη. Σηκώθηκα απότομα, σχεδόν πετώντας την κουβέρτα από πάνω μου.

    «Κι εγώ!» φώναξα με ενθουσιασμό, χτυπώντας παλαμάκια από τον ενθουσιασμό μου, και κάπως έτσι βγήκαμε νυχτιάτικα στους δρόμους ψάχνοντας για κρεπερί. Ευτυχώς, δε χρειάστηκε να πάμε πιο μακριά από τη Γλυφάδα.

    Σοκολάτα-μπανάνα-μπισκότο εγώ και η Μαίρη, σοκολάτα-μπανάνα-φράουλα ο Νικηφόρος ενώ το κροκοδειλάκι μου που είχε πεινάσει και πάλι πήρε και γλυκιά—ίδια με του Νικηφόρου—αλλά και αλμυρή, βάζοντας πάνω σχεδόν ό,τι υλικά είχε η κρεπερί. Ήταν αργά και η κίνηση είχε σπάσει και έτσι δε μας πήρε πολύ ώρα να επιστρέψουμε στα bungalows μας με τα στομάχια μας να γουργουρίζουν προκαταβολικά.

    «Την άλλη Κυριακή να καθαρίσετε το πρόγραμμά σας!» τους είπα μασουλώντας την κρέπα μου, με το βλέμμα μου να πηγαίνει από τον έναν στον άλλον. «Έχω τα γενέθλιά μου, μπαίνω και επίσημα στα πρώτα -άντα!» εξήγησα με ένα ελαφρύ στεναγμό για το “-άντα”

    «Πολύχρονη!» είπε ο Νικηφόρος, σηκώνοντας το χέρι του σαν πρόποση. «Αλλά δεν ξέρω αν θα είμαι εδώ…» ξεκίνησε να λέει διστακτικά, για να τον διακόψει η Μαίρη σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση.

    «Θα είσαι!» του δήλωσε, και τα σκυλιά δεμένα.

    «Θα είμαι;» τη ρώτησε με τα μάτια του να λάμπουν, γέρνοντας ελαφρά προς το μέρος της.

    “Just say ‘Si Pardone’ and be done with it!” του έκανε χαχανίζοντας ο Maurice, κουνώντας το δάχτυλό του σα δάσκαλος.

    «Νομίζω ότι με δουλεύει!» μου έκανε ο Νικηφόρος, δείχνοντας τον αρκούδο μου με ένα ελαφρύ νεύμα.

    «Ιδέα σου είναι!» του έκανα χαχανίζοντας.

    «Την τούρτα θα τη φέρω εγώ!» πετάχτηκε η Μαίρη.

    «Κι εγώ τα κεριά!» δήλωσε ο αρκούδος μου σε τόνο που δε σήκωνε αντιρρήσεις. «Και της μπύρες!» πρόσθεσε γιατί αυτό θα έλειπε…

    «Κι εγώ θα σας μαγειρέψω!» είπε ο Νικηφόρος και τον κοίταξα με απορία, γέρνοντας το κεφάλι μου ελαφρά. «Ε, κάτι να φέρω κι εγώ!» συνέχισε χαμογελώντας ντροπαλά, τρίβοντας τον αυχένα του.

    «Τι θα φτιάξεις;» τον ρώτησε η Μαίρη, ακουμπώντας το πηγούνι της στην παλάμη της, κλείνοντας οριστικά τη συζήτηση για το ποιος θα μαγειρέψει.

    «Char Siu, dumplings με γαρίδες και χοιρινό και για την παρέα Hot Pot!» είπε με ενθουσιασμό.

    «Τι είναι τα Char Siu και Hot Pot?» ρώτησα το Νικηφόρο, γέρνοντας προς τα μπροστά, αλλά για το δεύτερο απάντησε ο αρκούδος μου, που είχε ήδη σηκώσει το δάχτυλο του σα μαθητής που θέλει να απαντήσει την ερώτηση του δασκάλου του.

    “I don’t know what Char Siu is, but the Hot Pot is the Chinese equivalent of the fondue!” είπε ο Maurice με ενθουσιασμό που δεν κρυβόταν, σχεδόν αναπηδώντας στη θέση του.

    «Ακριβώς!» είπε ο Νικηφόρος χαμογελώντας, με τα μάτια του να λάμπουν. «Σκέψου μια κατσαρόλα με ζωμό που βράζει και βουτάς μέσα λεπτοκομμένα κρέατα, λαχανικά, noodles και tofu!» είπε με ενθουσιασμό που δεν μπορούσε να κρυφτεί.

    «Αγόρασα!» απάντησα με τα σάλια μου σχεδόν να τρέχουν. «Το άλλο τι είναι;»

    «Γλυκόξινο καραμελωμένο χοιρινό με μπαχαρικά. Κάτσε να σας δείξω,» μας είπε και πήρε το κινητό του, σκύβοντας ελαφρά και ξεφυλλίζοντας τις φωτογραφίες με ενθουσιασμό.

    «Να ξέρεις σ’ αγάπησα λίγο παραπάνω!» του έκανε η Μαίρη και σχεδόν όρμησε πάνω του, λίγο πιο άγαρμπα απ’ ότι υπολόγιζε, με αποτέλεσμα η καρέκλα του να πέσει πίσω και να βρεθούν και οι δύο στο γκαζόν βάζοντας τα γέλια, με τα πόδια τους μπλεγμένα και τα χέρια να προσπαθούν να ισορροπήσουν.

    “I regret nothing!” είπε ο Νικηφόρος και όπως ήταν πεσμένος κάτω με τη Μαίρη από πάνω του, την τράβηξε προς το μέρος του και της έδωσε ένα βαθύ φιλί, κλείνοντας τα μάτια του σαν να βρισκόταν σε σκηνή ταινίας.

    «Ναι, μην το κάνετε μπροστά μας!» προσπάθησα να τους επαναφέρω καθώς το φιλί είχε παρατραβήξει, σηκώνοντας τα χέρια μου σαν να προσπαθούσα να σβήσω φωτιά.

    “Party pooper!” με κατηγόρησε η Μαίρη όταν άφησε επιτέλους τον Νικηφόρο να πάρει ανάσα. Σηκώθηκαν και αφού έφτιαξαν τις καρέκλες συνέχισαν να τρώνε τις κρέπες τους.

    Πέρσι τα γενέθλιά μου ήταν λίγο awkward γιατί ήμουν με τον ακατανόμαστο, τον οποίο Μαίρη και οικογένεια απλά ανέχονταν για χάρη μου. Όταν είχα πει στη Μαίρη ότι θα κάνω party γενεθλίων μου αντιπρότεινε τη μετατροπή του σε lynching party με επίτιμο καλεσμένο τον πρώην μου.

    Και κάπως έτσι έγινα και επίσημα party pooper, γιατί όταν το είπα γελώντας στους γονείς μου και τον Παναγιώτη, συμφώνησαν με πάθος μαζί της.

    Ναι, τόση αγάπη του είχαν…

    Τέλος πάντων, φρέσκα κουλούρια που λένε και στο χωριό. Το Σάββατο θα έβγαζα τους γονείς μου και τον αρκούδο μου για φαγητό και την Κυριακή θα το γιορτάζαμε παρέα στο σπίτι μου. Ο μόνος που δυστυχώς θα έλειπε, δικαιολογημένα, ήταν ο Παναγιώτης που είχε τρεχάματα καθώς σε ένα μήνα είχε την υπεράσπιση του διδακτορικού του.

    «Ωραία όλα αυτά,» είπα σπάζοντας τη σύντομη σιωπή, «αλλά εγώ τι θα κάνω;» τους ρώτησα κοιτάζοντάς τους έναν-έναν.

    «Θα σβήσεις τα κεριά,» μου απάντησε η Μαίρη λήγοντας εκεί τη συζήτηση.

    «Θα κρατήσω την αναπνοή μου μέχρι να γίνω μωβ!» της απάντησα με θεατρικό θυμό σταυρώνοντας τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου κάνοντας Μαίρη και Maurice, που προφανώς έπιασαν την αναφορά από τον Αστερίξ, να χαμογελάσουν και τον Νικηφόρο να με κοιτάξει λίγο σα να έβλεπε ούφο.

    Η Μαίρη χαχάνισε με την αντίδρασή του και του έκανε «Μην της δίνει σημασία, έτσι κάνει πάντα όταν πεισμώνει!»

    “Did not!” της απάντησα πεισμωμένη κοιτάζοντάς τη με μισό μάτι.

    “Did too!” απάντησαν ταυτόχρονα Maurice και Μαίρη κοιτάζοντάς με και οι δύο προκλητικά.

    «Ικ χατ γιούλι, φάιλε κλάινε σμούρφεν!» τους είπα κάνοντας ακόμα μια θεατρική γκριμάτσα, κερδίζοντας αυτή τη φορά το γέλιο και των τριών τους.

    «Παγωτάκι;» μου έκανε πειρακτικά ο Maurice.

    «Δεν έχει παγωτάκι!» του έκανα με ψεύτικο παράπονο.

    «Και δεν πάμε να πάρουμε;» συνέχισε χαμογελώντας μου.

    «Με τις ευχές μας!» είπε η Μαίρη, δίνοντάς μας να καταλάβουμε ότι ήρθε η ώρα οι κύριοι να σπάσουν, για να μείνει μόνη της με το αμόρε της διά τα περαιτέρω, που λένε και στο χωριό.

    Αφού της έκανα ένα BRRRRR στη μούρη όλο δικό της για να μάθει και το καθιερωμένο «φιλιούνται-αγκαλιάζονται» λες και θα πηγαίναμε μετανάστες στην Αυστραλία, τους καληνυχτίσαμε και πήγαμε να πάρουμε τα παγωτάκια μας, όχι θα κάτσουμε να σκάσουμε! Χα!

    Δέκα-δεκαπέντε λεπτά αργότερα ήμασταν πίσω στο bungalow μας και καθίσαμε στη βεράντα μας για να φάμε τα παγωτάκια μας.

    «Πώς σου φάνηκε ο Νικηφόρος;» ρώτησα τον αρκούδο μου.

    “I liked him,” μου απάντησε τρώγοντας το παγωτό του.

    «Μόνο αυτό;» επέμεινα.

    “What do you expect me to tell you, babe? I like him, we had a good rapport, but at the end of the day what really matters is that Mary has fallen hard for him, so my opinion would not matter anyway,” μου απάντησε ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του.

    “Don’t say that!” του έκανα. “If you hated his guts…” πήγα να πω αλλά με διέκοψε.

    “Sophy, what really matters is that Mary likes him,” μου απάντησε και έφαγε άλλη μια κουταλιά από το παγωτό του.

    Τον κοίταξα σκεπτική. Όχι γιατί δεν είχα συμπαθήσει το Νικηφόρο, ίσα-ίσα, αλλά γιατί θεωρούσα σημαντική και τη δική του γνώμη, ακόμα και αν στο τέλος της ημέρας η ξενοδόχα ήταν η Μαίρη.

    Ο Maurice διάβασε το διασταγμό μου. “Look,” ξεκίνησε να μου λέει. “Sometimes we overestimate the weight of our opinions in other people’s stories. I liked Nikiforos. Sure. He’s witty, he’s got that retro charm, and we vibed over retro gaming. But even if we hadn’t clicked, even if his aura rubbed me the wrong way… it wouldn’t matter. Even if I didn’t like for any reason Nikiforos, and that’s not the case, it’s her boyfriend, not mine.”

    “You could simply reply that you liked him!” του έκανα πεισμωμένη.

    “My reply should not matter, Sophie. This isn’t my love story. It’s Mary’s. And she’s glowing. You saw her—she’s not just happy, she’s radiant. And if someone brings that out in her, then who am I to measure him against my own scale?”

    «Οι φίλοι είναι για να λένε τις δύσκολες αλήθειες,» επέμεινα.

    “We all have our biases. Our instincts. Our little alarms. But friendship isn’t about policing each other’s choices—it’s about knowing when to speak and when to step back,” μου απάντησε ήσυχα και συνέχισε. “You said friends should tell hard truths. Fair. But sometimes the hardest truth is accepting that your truth isn’t the relevant one.”

    “I hate how much this makes sense,” του απάντησα στενάζοντας.

    “It does. Look, it would be different if I learned that he is a cheater or an abuser, or a bad person, based on verified facts, but that’s not the case.”

    “Mary didn’t like Argyris. Neither did my family,” του είπα φτάνοντας στην πηγή των αμφιβολιών μου.

    “Did they force you to break up with him?” με ρώτησε.

    “No, of course not!” του απάντησα.

    “Because, no matter that his many faults that made him unlikable to your family, he wasn’t a bad person for you, Sophie. And they knew it…” μου είπε ήσυχα χαϊδεύοντάς μου το χέρι.

    «Δίκιο έχεις,» του είπα χαμογελώντας του τρυφερά. «Απλά είχα αγωνία, αρκούδι μου… γιατί φοβόμουν τι θα γινόταν αν δεν συμπαθούσα τον Νικηφόρο… γιατί… γιατί η Μαίρη λάμπει…»

    “And this is not the case, since you do like him, so stop worrying…” μου είπε χαϊδεύοντάς μου και πάλι το χέρι.

    «Μήπως να συστηθούμε;» του έκανα γελώντας πικρά. “Worry is *MY* middle name!”

    «Για πες μου, πώς πήγε η εξομολόγηση στη Μαίρη;» με ρώτησε.

    «Πολύ-πολύ καλύτερα απ’ όσο καν ήλπιζα!» του απάντησα ανακουφισμένη. «Η Μαίρη κατάλαβε αμέσως ότι ο δισταγμός μου δεν ήταν απόρριψη του τρόπου ζωής της και κατά προέκταση της ίδιας.»

    “Feel better now?” με ρώτησε τρυφερά.

    «Μου έφυγε ο ελέφαντας που καθόταν πάνω μου τέσσερα ολόκληρα χρόνια,» του είπα ξεφυσώντας. «Μακάρι να το είχα κάνει από το επόμενο πρωί.»

    “And, now you know!” μου απάντησε απλά.

    «Γιατί είσαι τόσο υπέροχος;» του είπα κάνοντάς τον να χαχανίσει. «Πώς μπορεί να είσαι τόσο υπέροχος άνθρωπος;»

    “I’m the best” μου απάντησε smugly και συνέχισε, κάνοντάς με ακόμα μια φορά να μετατραπώ σε Sophie shaped pool of goo: “Because you deserve the best.”

    «Γδύσου!» του απάντησα, κάνοντάς τον να χαχανίσει.

    «Θα με “βιάσεις”;» με ρώτησε, συνεχίζοντας να χαχανίζει.

    «Όχι… θα σου διηγηθώ αναλυτικά τι έγινε εκείνο το βράδυ στην Πάρο… και σε κάποιο αρκούδι όνομα και μη χωριό του αρέσουν οι πικάντικες ιστορίες!»

    “Oh boy!” μου έκανε χαμογελώντας μέχρι και τα φρύδια του.

    “Philistine sorceress, remember?” του είπα βγάζοντας τη μπλούζα μου και μένοντας γυμνόστηθη.


    Πάρος, καλοκαίρι 2021

    Ο Μανώλης με άφησε να φτιαχτώ και έφυγε πρώτος από την τουαλέτα. Γύρισα κι εγώ μετά από μερικά λεπτά και τον βρήκα να μιλάει με τον barman, τον Άλκη (άλλο Άλκη, όχι τον τροχόμπατσο και μελλοντικό play partner της Μαίρης!).


    Ψηλόςσε αντίθεση με τον Μανώλημελαχρινός και ηλιοκαμένος ήταν ένας κούκλος. Βασικά θα προτιμούσα χίλιες φορές να έχω βγάλει τα μάτια μου με δαύτον, παρά με το Μανώλη, ωστόσο σιγά μη γύριζε ο Θεός να κοιτάξει εμένα.

    Ειδικά όπως είχα στρογγυλέψει μετά το γαμημένο το MBA που μέσα σε δύο χρόνια πήρα δεκατρία γαμημένα κιλά. Και το μόνο καλό, που φούσκωσαν τα στήθη μου, μου το πήρε πίσω καθώς βάρυναν. Μπορεί να ήταν μικρά για το ύψος μου αλλά τουλάχιστον έκαναν κωλοδάχτυλο στη βαρύτητα. Τώρα; Τώρα περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.

    Η Μαίρη επιμένει ότι είναι μια χαρά και βαραίνουν φυσικά και όμορφα αλλά εγώ δεν μπορώ να μη νιώθω το βάρος τους, ένα βάρος που δεν ένιωθα τα 14 χρόνια που τα κουβαλάω, από τότε που άρχισαν να φουσκώνουν, εκεί γύρω στα 12.

    Δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω επιστρέφοντας ότι ο Άλκης μου έριξε μια εξεταστική ματιά από την κορυφή μέχρι τα νύχια, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το «πουλάκι» κελάηδησε εις διπλούν. Δε γαμιέται, η πρώτη είμαι ή η τελευταία που κάνω τσιμπούκι στον δικό της σε μια τουαλέτα; Για να μην πούμε πως όπως έκανα πίπα στον Μανώλη, τον Άλκη ήμουν που σκεφτόμουν…

    Συνεχίσαμε να πίνουμε και όλα απέκτησαν μια ζεστή θολούρα. Το μπαρ ήταν σχεδόν άδειο και ο Μανώλης είχε ορέξεις, σχεδόν χαμουρευόμασταν με εκείνον καθισμένο στο σκαμπό κι εμένα όρθια στην αγκαλιά του.

    Πού και πού ξέκλεβα κρυφές ματιές προς τον Άλκη, όπως έκανε δουλειές μαζεύοντας για να κλείσει, και εκτός και αν έκαναν πουλάκια τα μάτια μου, τον έπιασα και δαύτον να με κοιτάει στη ζούλα.

    “Guys, δε θέλω να γίνω σπαστικός, αλλά είναι ώρα να κλείσω!» μας είπε κάποια στιγμή.

    “Party pooper!” του απάντησα χαχανίζοντας.

    “It’s not a party… yet…” μας πέταξε πειρακτικά, κάνοντάς με να βάλω δυνατά γέλια με τον υπαινιγμό του.

    “And she doesn’t seem to be the party animal type!” απάντησε, εξίσου πειρακτικά ο Μανώλης χαχανίζοντας.

    Αν δεν είχα πιει τόσο πολύ που οι αναστολές μου και οι ανησυχίες μου είχαν πάει περίπατο, και το κυριότερο, αν δεν γούσταρα τόσο πολύ τον Άλκη, δε θα το είχα συνεχίσει.

    «Με προκαλείτε, πουλάκια μου;» τους ρώτησα προκλητικά. “Εγώ είμαι η ψυχή κάθε party!” τους απάντησα ακόμα πιο προκλητικά τσιγκλώντας τους.

    Δεν πίστευα ότι θα γίνει κάτι. Δεν πίστευα ότι Μανώλης και Άλκης το είχαν, νόμιζα ότι απλά με πείραζαν. Περίμενα να γελάσουν, περίμενα να πουν καμιά μαλακία για να σώσουν τα προσχήματα και να το διαλύσουμε, και η βραδιά να συνεχιστεί με εμένα και το Μανώλη στο δωμάτιό του.

    Ειλικρινά από ένα σημείο και μετά έγινε η θολούρα έγινε ακόμα πιο έντονη. Ούτε που θυμάμαι καλά-καλά πως βρεθήκαμε στην απόμερη αμμουδερή παραλία. Θυμάμαι ότι είχαμε πάει με το τζιπ του Άλκη. Ήμουν μόνη μου σε μια παραλία με δυο άντρες και ούτε μια στιγμή δεν ένιωσα κάποιο αίσθημα ανησυχίας ή πανικού. Το μόνο που ένιωθα ήταν μια περίεργη και πρωτόγνωρη έξαψη, μια έξαψη που δεν είχα ξανανιώσει.

    Δεν θυμάμαι τις λεπτομέρειες, θυμάμαι ωστόσο ότι ξεκίνησε σαν παιχνίδι. Ανάβαμε ένα σπίρτο και σε όποιον έσβηνε, ή έπεφτε γιατί δεν μπορούσε να το κρατήσει, έχανε το γύρο. Αυτό που ξέρω είναι ότι αρκετά γρήγορα βρέθηκα μόνο με τα εσώρουχά μου, ενώ ο Άλκης ήταν γυμνός από πάνω και ο Νίκος με μια φανέλα, που στα σουρωμένα μάτια μου φάνταζε παράταιρη και γελοία.

    Θυμάμαι να τους κοιτάω όπως έπαιζαν σε πέτρα-ψαλίδι-χαρτί ποιος θα μου βγάλει το σουτιέν, όταν έχασα ξανά. Το μυαλό μου ήταν τελείως άδειο, το μόνο που ήξερα είναι ότι είχα γίνει τελείως μούσκεμα. Η νύχτα ήταν ζεστή και παρά το γεγονός ότι κόντευα να μείνω τελείως γυμνή, η ανατριχίλα μου μου και οι πετρωμένες μου ρώγες δεν ήταν από το κρύο.

    Ένιωσα ακόμα πιο υγρή όταν ο Άλκης κέρδισε και ήρθε αυτός να μου βγάλει το σουτιέν. Όταν τα δάχτυλά του ακούμπησαν το κούμπωμα μπροστά, ένιωσα σα να με χτυπάει ρεύμα. Θυμάμαι να μου ξεφεύγει ένας στεναγμός τόσο δυνατός που έκανε τον Άλκη να χαμογελάσει.

    Μα δεν ήταν πονηρό το χαμόγελό του. Ήταν τρυφερό, ζεστό, σχεδόν καθησυχαστικό. Μου έλυσε το σουτιέν και πέρασε ανάλαφρα τα δάχτυλά του πάνω από τα στήθη μου κάνοντας το σώμα μου να μυρμηγκιάσει. Μου έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι και με άφησε για να συνεχίσουμε το παιχνίδι.

    Ίσως το είχαν καταλάβει και οι δύο ότι έχανα επίτηδες. Ίσως και όχι. Στο επόμενο πέτρα-ψαλίδι-χαρτί κέρδισε και πάλι ο Άλκης, και ήταν αυτός που μου κατέβασε το κάτω εσώρουχο, κάνοντάς με να νιώσω jolts, σαν αυτά του οργασμού μου, όπως με χάιδευε παιχνιδιάρικα ανάμεσα στα πόδια, πριν μου κατεβάσει τελείως το εσώρουχο.

    Δεν είχα άλλα ρούχα να βγάλω και έτσι πήγαμε στο επόμενο επίπεδο. Ένα χάδι στην αρχή, ένα δεύτερο πιο έντονο χάδι στη συνέχεια… Γελούσαμε, πειραζόμασταν, πίναμε τις μπύρες μας… εγώ τελείως γυμνή και παραδομένη στα χάδια τους, πότε του ενός, πότε του άλλου. Εγκαταλείψαμε τελείως το παιχνίδι με τα σπίρτα, συνέχισαν οι δυο τους να παίζουν πέτρα-ψαλίδι-χαρτί με εμένα να τους παρακολουθώ, με την έξαψή μου να γίνεται πιο δυνατή κάθε φορά που κέρδιζε ο Άλκης.

    Ήπια μια γουλιά από τη μπύρα μου όταν με κέρδισε ξανά. Με κοίταξαν και οι δύο, μην ξέροντας αν θα συνεχίσω το παιχνίδι, αλλά οι αναστολές μου είχαν πάρει άδεια άνευ αποδοχών.

    “I’m a party animal!” τους είπα κλείνοντας τους προκλητικά το μάτι, και έδεσα το μαλλί μου κότσο πριν γονατίσω μπροστά από τον Άλκη.

    Η άμμος ήταν δροσερή όπως γονάτισα μπροστά του και η μυρωδιά του, όταν του κατέβασα το παντελόνι και το μποξεράκι, με έκανε να υγρανθώ ακόμα περισσότερο.

    Ένιωσα το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου, και χωρίς κανένα δισταγμό τον πήρα στο στόμα μου.

    Το όργανό του ήταν λίγο μεγαλύτερο από αυτό του Μανώλη, αλλά μικρότερο από το μεγαλύτερο που έχω πάρει στο στόμα μου. Και δεν το απολάμβανε μόνο εκείνος, το απολάμβανα κι εγώ. Ένιωσα σχεδόν ενόχληση όταν άκουσα το Μανώλη να λέει «Είμαι κι εγώ στο party!»

    Ο Άλκης απλά χαμογέλασε και με σταμάτησε για μερικές στιγμές. Έστρωσε τη μπλούζα του στην άμμο και ξάπλωσε ανάσκελα πάνω της. Μου έκανε νόημα με τα χέρια να συνεχίσω. Κάθισα στα τέσσερα ανάμεσα στα πόδια του και τον πήρα και πάλι στο στόμα μου.

    Όταν άρχισε να με χαϊδεύει ο Μανώλης από πίσω, ένιωσα και πάλι σα να με τινάζει ρεύμα. Προσπάθησα να επικεντρωθώ στην πίπα που έκανα στον Άλκη, αλλά το παιχνίδι του Μανώλη μου το έκανε δύσκολο, κάνοντας μερικές φορές να χάνω το ρυθμό μου.

    «Μη σταματάς!» μου είπε ο Άλκης επιτακτικά κάνοντάς με να νιώσω και άλλο jolt, ειδικά όταν πίεσε το κεφάλι μου προς τα κάτω, κάνοντάς με να τον πάρω όλο μέσα στο στόμα μου.

    Του ξέφυγε ένα δυνατό βογγητό, ενώ τα δικά μου πνίγοντας από το στόμα μου που ήταν γεμάτο. Ο Μανώλης είχε εντείνει το παιχνίδι, και τα jolts, τα προοίμια του οργασμού μου, είχαν αρχίσει να έρχονται απανωτά.

    «Πάνω να φέρω τα προφυλακτικά!» είπε και σηκώθηκε, καθώς μέσα και στη δική του θολούρα είχε ξεχάσει μάλλον ότι είχαμε έρθει με το αυτοκίνητο του Άλκη.

    Συνέχισα την πίπα, αργά και αισθησιακά, μέχρι που ο Άλκης δεν άντεξε άλλο και με άρπαξε και άρχισε να μου δίνει ρυθμό.

    «Γαμώτο!» άκουσα τον Μανώλη να λέει. «Δεν έχω μαζί μου καπότες!»

    Ένιωσα πολύ άσχημα, στην ουσία αυτός ήταν η αρπαχτή μου, δεν ήθελα να τον αφήσω στην απ’ έξω. Χωρίς καν να το σκεφτώ σταμάτησα την πίπα.

    «Μπες πίσω μου,» του έκανα γυρίζοντας να τον κοιτάξω για μερικές στιγμές. Γούρλωσε τα μάτια του.

    «Είσαι σίγουρη;» με ρώτησε.

    Αντί απάντησης έσκυψα και πήρα τον Άλκη ξανά στο στόμα μου κουνώντας τον κώλο μου προκλητικά. Ένιωσα τα δάχτυλα του Μανώλη να βυθίζονται στην υγρασία μου και μετά να μπαίνουν πίσω μου, ενώ εγώ ρουφούσα με τόση όρεξη τον Άλκη που θα έκανε την Lovelace περήφανη.

    Σταμάτησα για λίγο την πίπα, κυρίως για λόγους προστασίας του Άλκη, μόνο όταν ο Μανώλης άρχισε να προσπαθεί να μπει πίσω μου. Πόνεσε, είναι η αλήθεια, αλλά τα μυαλά μου είχαν γίνει πουρές. Ξαναπήρα τον Άλκη στο στόμα μου μόνο όταν ο σφικτήρας μου παραδόθηκε και ο Μανώλης είχε μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων μέσα μου.

    Όπως ήμασταν ντίρλα και οι δύο χάσαμε μερικές φορές τον συγχρονισμό μας στο κοπάνισμα, με αποτέλεσμα δυο-τρεις φορές να πνιγώ με το όργανο του Άλκη να φτάνει μέχρι το λαρύγγι μου, αλλά κατάφερα να κρατήσω την στιγμιαία αναγούλα.

    Έχασα την αίσθηση του χρόνου. Δεν ξέρω αν πέρασαν πέντε λεπτά ή πέντε ώρες μέχρι να νιώσω τα πρώτα τινάγματα του οργάνου του Άλκη μέσα στο στόμα μου. Θυμάμαι το δυνατό βογγητό του, θυμάμαι να μου κρατάει το κεφάλι ακίνητο και να εκρήγνυται μέσα στο στόμα μου. Κάθε σπασμός του και μια πλημμύρα. Δεν έφτυσα, τα κατάπια όλα. Ο Μανώλης που είχε κάτσει ακίνητος, αφήνοντας τον Άλκη να κλιμακώσει, άρχισε να κινείται και πάλι, κυριολεκτικά καρφώνοντάς με κάθε φορά, όσο εγώ καθάριζα με τη γλώσσα μου τα όποια απομεινάρια στο όργανο του Άλκη.

    Έχασα και πάλι την αίσθηση του χρόνου μέχρι που ένιωσα τον Μανώλη να με αρπάζει από τα μαλλιά, να με τραβάει πίσω και να κάθεται ακίνητος, ενώ το όργανό του άδειαζε πίσω μου ενώ ο Άλκης, παρόλο που ούτε καν πριν λίγη ώρα του είχα πάρει πίπα, είχε καυλώσει και πάλι και τον έπαιζε παρακολουθώντας μας.

    Με το που τραβήχτηκε ο Μανώλης, και όπως ήμουν ακόμα στα τέσσερα, ο Άλκης ήρθε και με έβαλε να κάτσω γονατιστή και να τον ξαναπάρω στο στόμα μου. Νόμιζα ότι ήθελε να του ξαναπάρω πίπα, αλλά δεν ήθελε αυτό. Παραδομένη τελείως απλά έκατσα και πάλι στα τέσσερα με τον Άλκη να έρχεται από πίσω μου.

    Αν και ελαφρά μεγαλύτερος από αυτόν του Μανώλη μπήκε πιο εύκολα πίσω μου, όπως είχα πια ανοίξει. Είχα παραδοθεί τόσο πολύ που δεν σκέφτηκα καν που ήταν πριν ο Μανώλης, όταν έχωσε το όργανό του στο στόμα μου. Σκέφτηκα άκυρα πόσο “περήφανη” θα έκανα τη Μαίρη με τα καμώματά μου εκείνο το βράδυ, και αν δεν ήμουν μπουκωμένη από το όργανο του Μανώλη, θα είχα βάλει τα γέλια.

    Το σώμα μου είχε πιάσει φωτιά. Ένιωθα τα μεριά μου να καίνε όπως με κοπανούσε κυριολεκτικά ο Άλκης, αλλά παρόλα τα διαδοχικά jolts που έκαναν το σώμα μου να τραντάζεται, δεν ερχόταν οργασμός. Ωστόσο ακόμα και έτσι, ήταν υπέροχο, και η ντροπή που ένιωθα να με γαμάνε ταυτόχρονα δυο άντρες στην παραλία, ήταν το αλατοπίπερο.

    Έχασα και πάλι την αίσθηση του χρόνου. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι τέλειωσε πρώτα ο Άλκης και μετά ο Μανώλης απλά τραβήχτηκε και άρχισε να τον παίζει μπροστά από το πρόσωπό μου. Άνοιξα το στόμα μου και έβγαλα τη γλώσσα μου έξω περιμένοντάς τον να τελειώσει.

    Έκλεισα τα μάτια μου και ένιωσα τις πιτσιλιές στο πρόσωπο, στη γλώσσα και στο στήθος. Κατάπια ότι είχε μπει στο στόμα μου και ο Άλκης πήγε στο αυτοκίνητό του και μου έφερε μωρομάντηλα για να σκουπιστώ. Θυμάμαι πως ξαφνικά μου ήρθε αναγούλα και άρχισα να ξερνάω στην άμμο, με τον Άλκη να μου κρατάει τα μαλλιά για να μην τα λερώσω.

    «Είσαι καλά;» με ρώτησε ανήσυχος ο Μανώλης όταν το στομάχι μου ηρέμισε επιτέλους από τους σπασμούς

    «Παραήπια,» τους είπα προσπαθώντας να αστειευτώ.

    Ωστόσο με την αδρεναλίνη να έχει κατακάτσει, η θολούρα μου άρχισε να διαλύεται και μαζί της ήρθε και η συνειδητοποίηση του τι είχα κάνει εκείνο το βράδυ.

    Και χωρίς καν προφυλακτικό…

    Προσπάθησα να σηκωθώ όρθια αλλά ζαλίστηκα και ο Μανώλης πρόλαβε να με κρατήσει πριν σωριαστώ στην άμμο. Με βοήθησαν και οι δυο να ντυθώ και καθίσαμε για λίγη ώρα ακόμα στην παραλία μέχρι να μου φύγει η ζαλάδα, γιατί δεν ήμουν για να μπω σε αυτοκίνητο.

    Με γύρισαν στο διαμέρισμά μου χωρίς πολλά-πολλά. Ούτε καν θυμάμαι ποια ήταν η τελευταία κουβέντα που αντάλλαξα μαζί τους. Δεν ήθελα να δω ξανά στα μάτια μου ούτε τον έναν, ούτε τον άλλον. Και αν και καθίσαμε ακόμα μερικές μέρες με τη Μαίρη, δεν πήγα ούτε μια φορά ούτε στο μπαρ που δούλευε ο Άλκης ούτε στα μπαρ που σύχναζε ο Μανώλης.

    Δεν βρήκα το κουράγιο να πω στη Μαίρη τι έγινε εκείνο το βράδυ. Δεν ήταν το τι έκανα, ήταν ότι έχασα τον έλεγχο τόσο απόλυτα που πραγματικά με τρόμαξε.

    Με τρόμαξε όσο δε μ’ έχει τρομάξει τίποτα στη ζωή μου.


    Επανήλθα στο παρόν. Στην αρχή ήθελα να του κάνω τη διήγηση με τον ίδιο τρόπο που το είχα κάνει και τις άλλες φορές, κάνοντάς του πίπα ενώ του διηγούμουν. Αυτή τη φορά, παρόλο τον ενθουσιασμό του, παρόλο το “oh boy” όταν έμεινα γυμνή από πάνω, δε με άφησε να γονατίσω και να του διηγηθώ την ιστορία κάνοντάς του ταυτόχρονα πίπα, όπως τις δύο προηγούμενες φορές.

    Μου έκανε απλά ένα “Hop on” και σκαρφάλωσα πάνω του και χώθηκα στην αγκαλιά του, πριν αρχίσω να του διηγούμαι τι συνέβη εκείνη τη νύχτα σε μια ερημική παραλία της Πάρου.

    Όταν τελείωσα τη διήγηση ο Maurice με χάιδεψε στο πρόσωπο τρυφερά και αυτή τη φορά δεν ένιωσα την ανάγκη να χαμηλώσω το βλέμμα μου. Στην αγκαλιά του δε φοβόμουν, δεν ντρεπόμουν, ένιωθα ασφάλεια, ένιωθα ότι μπορούσα να αφεθώ χωρίς να χρειάζομαι δίχτυ… γιατί ο ίδιος ο αρκούδος μου ήταν αυτό το δίχτυ.

    “So… now you know…” του είπα χαϊδεύοντας του αφηρημένα το στέρνο.

    «Πώς αισθάνεσαι;» με ρώτησε απαλά.

    «Μπερδεμένη,» του απάντησα ειλικρινά. «Τέσσερα ολόκληρα χρόνια προσπαθούσα να θάψω αυτή την ανάμνηση… και τώρα… δεν ξέρω.»

    «Είσαι ερεθισμένη…» μου είπε, περνώντας ανάλαφρα το δάχτυλό του πάνω από την πετρωμένη ρόγα του αριστερού μου στήθους.

    «Είμαι!» του ομολόγησα. «Δεν το έκρυψα ότι σαν ερωτική εμπειρία ήταν απόλυτα αισθησιακή. Έζησα μια από τις πιο δυνατές μου φαντασιώσεις, Maurice, αυτή της χρήσης ως σεξουαλικό αντικείμενο.»

    «Αλλά;» με ρώτησε απλά.

    «Αλλά το αφήγημα απαιτεί απώλεια ελέγχου. Δεν μπορείς να είσαι σεξουαλικό αντικείμενο όταν αποφασίζεις εσύ πως θα χρησιμοποιηθείς,» του απάντησα ξερά. «Κι εγώ δεν είμαι η Μαίρη… δεν μπορώ να ελέγξω πόσο θα παραχωρήσω τον έλεγχο.»

    «Μαζί μου το κάνεις, Σόφη μου…»

    «Όχι Maurice, δεν το κάνω εγώ… εσύ το κάνεις. Εσύ ελέγχεις πόσο έλεγχο θα παραχωρήσω.»

    «Σόφη μου… δεν έχουμε και δε θέλουμε τέτοιου είδους σχέση…» μου είπε προσεκτικά.

    «Το ξέρω αρκούδι μου,» του είπα χαμογελώντας του καθησυχαστικά. «Εννοώ ότι μαζί σου νιώθω ασφαλής να αφήνομαι γιατί ξέρεις ακριβώς πόσο έλεγχο επιθυμείς να σου παραχωρήσω. Γιατί θα τραβήξεις γραμμή.»

    “I’m not perfect, Sophie. I’m not immune to power highs…”

    “No one is. We may have known each other for only two weeks, but in those two weeks you’ve shown me, time and again, that with you it’s not a leap of faith.”

    “Clever girl!” μου είπε χαμογελώντας μου παιχνιδιάρικα.

    «Δεν προσπαθώ να σε καλοπιάσω, παλιοαρκούδι!» τον μάλωσα στα ψέματα κάνοντάς του και ένα ping στη μύτη.

    “Bad katsika!” μου είπε δήθεν αυστηρά!

    “The worst!” του είπα κουνώντας το κεφάλι μου καταφατικά. “Deal with it!” συνέχισα αυθάδικα.

    Έκανε ένα θεατρικό αναστεναγμό. “The things we do for love…” μου είπε με ύφος στωικού φιλοσόφου.

    “DO DO!” του έκανα ενθουσιασμένη και τον άρπαξα από το σβέρκο και κόλλησα τα χείλη μου στα δικά του και χαθήκαμε και οι δύο σε ένα βαθύ ατελείωτο φιλί.

    «Και τώρα θέλω κάτι από εσένα,» μου δήλωσε.

    «Ό,τι θες, αρκούδι μου! Remember? Best katsika ever!» του υπενθύμισα, ακουμπώντας τον με το δείκτη στη μύτη και κάνοντάς του ένα τρυφερό ping.

    Ο Maurice χαμογέλασε, αλλά αυτή τη φορά υπήρχε κάτι διαφορετικό στο βλέμμα του· δεν ήταν παιχνιδιάρικο. Πέρασε το χέρι του πίσω από τον αυχένα μου, κρατώντας με κοντά του, χωρίς να πιέζει. «Θέλω να θυμηθείς ξανά εκείνη τη βραδιά…» είπε ήρεμα, σχεδόν ψιθυριστά.

    Τον κοίταξα απορημένη. «Τι εννοείς;»

    «Όμως αυτή τη φορά θέλω το σώμα σου να θυμηθεί, όχι το μυαλό σου,» συνέχισε, χαϊδεύοντάς μου απαλά τα μαλλιά.

    «Γιατί;» ρώτησα απλά, με φωνή πιο μαλακή απ’ όσο ήθελα.

    «Γιατί δεν ήταν όλη η εμπειρία άσχημη, Σόφη μου,» απάντησε ήρεμα. «Την κατάπνιξες γιατί σε τρόμαξε η απώλεια ελέγχου, και το μόνο που θυμάσαι είναι ο φόβος. Ξέχασες όμως το άλλο—το πόσο σου άρεσε, το πόσο ένιωσες ζωντανή εκείνη τη στιγμή.»

    Έμεινα να τον κοιτάζω. Το βλέμμα μου πέρασε ασυναίσθητα από τα μάτια του στα χείλη του και πάλι πίσω, σαν να προσπαθούσα να βρω εκεί τη βεβαιότητα που δεν μπορούσα να βρω μέσα μου.

    «Maurice, δεν καταλαβαίνω,» του είπα τελικά, με φωνή χαμηλή.

    Έγειρε ελαφρά το κεφάλι του στο πλάι. «Janus has more than one façades, Sophie,» είπε ήρεμα. «But here’s the thing — without each and every façade, his portrait is not complete. He is all his façades, not just the one you choose to see.»

    Έμεινα να τον κοιτάζω σα χαζή, το στόμα μου ανοιγόκλεινε χωρίς να βγαίνει ήχος — μιλάμε για βραχυκύκλωμα, όχι μαλακίες.

    Ο Maurice γέλασε διακριτικά, όχι κοροϊδευτικά, περισσότερο τρυφερά, σαν να ήξερε τι γινόταν μέσα στο κεφάλι μου.

    Άγγιξε το μάγουλό μου με τον αντίχειρά του, απαλά, σαν να ήθελε να σβήσει τη σύγχυση μαζί με την αφή.

    “So was your experience,” συνέχισε, πιο αργά τώρα. “You tried so hard to suppress it, as if it was something traumatic. But it wasn’t, Sophie. You made it traumatic by focusing on the loss of control, by making that the story. But it wasn’t all negative.”

    “I had unprotected sex with two men that I barely knew, Maurice!” του είπα κοφτά, η φωνή μου έσπασε ελαφρά ανάμεσα σε θυμό και ντροπή.

    Δεν αντέδρασε. Μόνο έγνεψε ελαφρά, σαν να επιβεβαίωνε την ίδια μου τη φράση.

    “Yes, you did. And you shouldn’t have,” είπε απλά, ήρεμα, χωρίς ίχνος επίκρισης. “But these two men didn’t force you. You said it yourself—at some point you started losing deliberately. You controlled how you gave yourself. You made the narrative, Sophie—not them.”

    Με χάιδεψε ξανά, αυτή τη φορά στον ώμο, και η φωνή του χαμήλωσε.

    “And you enjoyed it. You lived your fantasy. And yes, it was reckless, but it was yours. Even with its flaws, it was still on your terms. You thought you lost control, but in truth, you were the one writing the scene.”

    Έμεινα ακίνητη, με την ανάσα μου να μπερδεύεται στη δική του. Δεν απάντησα—μόνο έγειρα λίγο πιο κοντά, ακούγοντας την καρδιά του να χτυπά κάτω απ’ το στέρνο του.

    “Let’s change the narrative,” μου είπε ψιθυριστά, υπαινικτικά, κάνοντάς με μούσκεμα σε μια στιγμή. Με έβαλε να σηκωθώ από πάνω του, και έκανα να γονατίσω πιστεύοντας ότι ήθελε να τον πάρω στο στόμα μου προσπαθώντας μέσα μου να ξαναζήσω εκείνη τη νύχτα.

    Δεν ήταν αυτός ο σκοπός του, δε με άφησε να γονατίσω. Αντιθέτως, με σταμάτησε και ήταν εκείνος που γονάτισε, βάζοντάς με να κάτσω στην αναπαυτική πολυθρόνα. Με βοήθησε να βγάλω το κάτω μέρος του μαγιό μου και έμεινα τελείως γυμνή. Έχωσε το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια μου και με χουχούλιασε, κάνοντάς με να τρεμουλιάσω ολόκληρη.

    “Now remember,” μου είπε με τόνο ανάμεσα σε διαταγή και παρότρυνση. “Don’t talk, just let your body remember…” ήταν το τελευταίο που μου είπε πριν η γλώσσα του περάσει απαλά πάνω από την κλειτορίδα μου, κάνοντάς με να νιώσω σα να με χτύπησε ρεύμα.

    Έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να θυμηθώ, και με τον Maurice να δίνει τον καλύτερό του εαυτό, δε μου ήταν και εύκολο. Τον έπιασα από το κεφάλι και τον έσπρωξα προς τα μένα, κυριολεκτικά τον κόλλησα πάνω μου, και μου ξέφυγε ένας σιγανός ηδονικός στεναγμός.

    Το μυαλό μου ταξιδεύει ξανά τέσσερα χρόνια πίσω.

    Νιώθω σχεδόν τη γλυκιά θολούρα του μεθυσιού που είχε μουδιάσει τις αναστολές μου. Από τη στιγμή που αρχίσαμε να βγάζουμε τα ρούχα, έχανα επίτηδες προσπαθώντας να μην καρφωθώ. Έχασα και είχα μείνει μόνο με τα εσώρουχα. Τους θυμάμαι να παίζουν πέτρα-ψαλίδι-χαρτί και να παρακαλάω μέσα μου να κερδίσει ο Άλκης.

    Όταν τα χέρια του άγγιξαν το σώμα μου, ένιωσα να ηλεκτρίζομαι. Μου χαμογέλασε τρυφερά, σχεδόν καθησυχαστικά. Ήταν πολύ έμπειρος, κατάλαβε με τη μία ότι το σουτιέν μου ξεκούμπωνε από μπροστά. Το έλυσε με μια απλή κίνηση αλλά δεν έμεινε εκεί. Με κοίταξε στα μάτια, μάτια που τον παρακαλούσαν να με αγγίξει, να με χαϊδέψει.

    Σα να διάβασε τις σκέψεις μου πέρασε το χέρι του ανάλαφρα, σχεδόν αέρινα πάνω από τα στήθη μου, κάνοντάς με να ανατριχιάσω ολόκληρη. Μα αυτό δεν ήταν τίποτα όταν “έχασα” ξανά, και ήταν και πάλι ο Άλκης που κέρδισε στο παιχνίδι ποιος θα με γδύσει. Μου κατέβασε το κιλοτάκι, και κοιτάζοντάς με στα μάτια βούτηξε το δάχτυλό του μέσα μου.

    Μου ξέφυγε ένας πιο δυνατός στεναγμός και ένιωσα το πρώτο jolt καθώς ο Maurice είχε βρει το σημείο μου. Και δεύτερος στεναγμός. Και δεύτερο jolt… και τρίτο. Μου ξέφυγε ένα βογγητό. Προσπάθησα να επιστρέψω στο παρελθόν.

    Ήμουν τελείως γυμνή. Είχαμε σταματήσει το παιχνίδι και πλέον έπαιζαν οι δυο τους με έπαθλο εμένα. Είχαμε εξαντλήσει τα χουφτώματα, τόσο ο ένας όσο και ο άλλος με είχαν χαϊδέψει και με είχαν χουφτώσει παντού. Είχα γίνει πύραυλος.

    «Μόνο πίπα μας μένει,» είπε ο Άλκης.

    “I’m a party animal!” του είπα, κλείνοντάς το μάτι μου παιχνιδιάρικα. Έπαιξαν και πάλι και με κέρδισε.

    Με κοίταξαν αβέβαιοι. Χαμογέλασα. Αν είχε κερδίσει ο Μανώλης μπορεί να έλεγα «ως εδώ,» αλλά είχε κερδίσει ο Άλκης. Ήθελα να τον πάρω στο στόμα μου, ήθελα να τον ρουφήξω, ήθελα να τον νιώσω βαθιά μέσα στο στόμα μου… και όχι μόνο.

    Γονάτισα στην άμμο και τον πήρα στο στόμα μου. Έτσι απλά. Και έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου, μπορούσα να τον πάρω όλο, και αυτόν τον ξετρέλανε. Ο Μανώλης μας κοίταζε με γουρλωμένα μάτια.

    «Είμαι κι εγώ εδώ!» μας είπε. Ένιωσα ενόχληση αλλά ο Άλκης δεν είχε διάθεση να αφήσει το φιλαράκι του στην απ’ έξω. Με σταμάτησε ίσα για να ξαπλώσει πάνω στα ρούχα του και να με βάλει να συνεχίσω στα τέσσερα. Ο Μανώλης ήρθε από πίσω μου και η ενόχλησή μου πήγε περίπατο.

    «ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜ» μου ξέφυγε καθώς ο Maurice είχε βάλει όλη του την τέχνη και ο συνδυασμός των αναμνήσεων εκείνης της βραδιάς και της τέχνης του ήταν “to kill for,” που λένε και στο χωριό. Τα jolts άρχισαν να διαδέχονται το ένα το άλλο, σταμάτησα να προσπαθώ να θυμηθώ την βραδιά στην Πάρο και δάγκωσα το χέρι μου, καθώς το σώμα μου σχεδόν σπαρταρούσε…

    Μου πήρε αρκετή ώρα να βρω τις ανάσες μου. Αν δεν ήταν ο πιο δυνατός, σίγουρα ήταν από τους πιο δυνατούς οργασμούς μου, τα μυαλά μου είχαν γίνει τελείως πουρές. Ο Maurice ήταν ακόμα γονατισμένος και με κοιτούσε με το πρόσωπό του γεμάτο από τα υγρά μου.

    «Έτσι θέλω να το θυμάσαι από εδώ και πέρα,» μου είπε απλά.

    “Maurice…” πήγα να ψελλίσω αλλά με έκοψε, κάνοντάς μου ένα παιχνιδιάρικο “Shhhhh!” κλείνοντάς μου το μάτι πονηρά.

    Ένιωσα και πάλι να μετατρέπονται σε Sophie shaped pool of goo…

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---