Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Όνειρα και φαντασιώσεις

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Εμπειρίες' που ξεκίνησε από το μέλος goodboy, στις 20 Σεπτεμβρίου 2010.

  1. goodboy

    goodboy New Member

    Λόγω του επαγγέλματός μου ταξιδεύω. Όχι ιδιαίτερα συχνά, άλλα κάποιες φορές για πολύ καιρό. Είμαι μόνιμος στο πολεμικό ναυτίκο και το τελευταίο μου ταξίδι που ήταν στη Σομαλία κράτησε 4 μήνες.
    Πίσω μου άφησα την γυναίκα μου έγκυο στο δεύτερο μήνα και ένα παιδί κοντά στα 4.
    Όταν είσαι μακριά το μυαλό κουνιέται. Όλα όσα θέλω να κάνω, όλα όσα φαντάζομαι πως κάνω και πως μου κάνει, όσο περνάει ο καιρός πολλαπλασιάζονται, έρχονται στο μυαλο με τη μορφή ονείρων και ότι διαβάζεις, ότι ακούς, ότι βλέπεις, σου γυρνάει το μυαλό εκεί που θέλεις εσύ.
    Προς το τέλος του ταξιδιού αποφάσισα να γράψω κάποια όνειρά μου και κάποιες φαντασιώσεις και όταν γυρίσω να τα δώσω στη γυναίκα μου να τα διαβάσει.
    Δεν γράφω συχνά εδώ οπότε αποφάσισα να τα ανεβάσω.
    Ελπίζω στην επιήκειά σας....

    Μερος 1ο

    Επιστροφή

    Αγάπη τελικά είναι η ανάγκη να εμπιστευτείς την ψυχή σου στα χέρια κά-ποιου άλλου.
    Ήμαστε στις Σεϋχέλλες. Στέκομαι μόνος έξω στο κατάστρωμα κάτω από μια μεγάλη τέντα που είχε στηθεί εκεί για το drink της προηγούμενης μέρας και απλά είχε ξεχαστεί εκεί πέρα. Φυσούσε ένα απαλό αεράκι που όλο δυνάμωνε. Έχουμε ήδη μιλήσει στο τηλέφωνο. Σύννεφα μιας μικρής καταιγίδας άρχισαν να μαζεύονται, σαν τεράστιες σχεδίες, μαύρες στη βάση και μπλαβές σα μώλωπες στη μέση τους. Κάθε τόσο η λάμψη μιας αστραπής τα διαπερνούσε, και τότε έμοιαζαν σαν μυαλά γεμάτα κακές ιδέες. Ο κόλπος μέσα στον οποίο βρισκόταν αγκυροβολημένο το πλοίο είχε χάσει το χρώμα του και μια μουντάδα απλώθηκε στα νερά του. Το ηλιοβασίλεμα ήταν μια κίτρινη λωρίδα που πήρε μια αδύναμη πορτοκαλιά απόχρωση και έσβησε λίγες στιγμές. Τυλίχτηκα στο σκοτάδι. Στο μέρος που καθόμουν δεν έφτανε το φως από τα φώτα του πλοίου. Έστριψα και άναψα ένα τσιγάρο. Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ακριβώς στο ταξίδι σταμάτησα να είμαι αυτός ο εαυτός που δεν πλημυρίζει το μυαλό του με σκέψεις… και μέχρι και σήμερα που άρχισα να γράφω δεν είμαι βέβαιος ότι έπαψα ποτέ να είμαι κάποιος που έχει σταματήσει τις σκέψεις του. Το μόνο που ξέρω είναι πως έριξα κάτω το βλέμμα μου και είδα ανοιχτό το laptop μέσα στο λιγοστό φως της μέρας που έφευγε και κάτω από τις σποραδικές λάμψεις των αστραπών. Είχα αρχίσει και πάλι να σκέφτομαι. Ακούμπησα τα δάχτυλά μου στα πλήκτρα και αμέσως οι σκέψεις χύθηκαν πάνω σ’ αυτό σαν νερό που αφήνεις να χυθεί από μια σακούλα και η φρενίτιδα της συγγραφής με κατέλαβε. Η καταιγίδα χτύπησε της Σεϋχέλλες την ώρα που έπεφτε το σκοτάδι και σκέφτηκα εκείνα τα νούμερα στο τσίρκο όπου κάποιος με δεμένα μάτια πετάει μαχαίρια σε μια κοπέλα που είναι με χέρια και πόδια δεμένα πάνω σε μια ξύλινη περιστρεφόμενη σανίδα και νομίζω πως γέλασα γιατί και γω πληκτρολογούσα με δεμένα τα μάτια.

    Η μέρα της επιστροφής πλησιάζει. Προβάλλει στον ορίζοντα, σταθερή σαν βράχος, επιβλητική σαν βουνό. Οι μέρες ως τότε είναι μετρημένες. Λιγοστεύουν και από τη φύση τους δεν είναι δυνατόν να αυξηθούν. Αλλά δεν είναι κανονικές μέρες. Μακραίνουν σαν από μάγια, μεγαλώνουν σαν δέντρα και οι ώρες σαν τις ώρες ενός παιδιού, μακραίνουν κι αυτές, δεν τρεμοπαίζουν, δεν λιώνουν απατηλά. Είναι αλήθεια αυτό που λέει ο κόσμος, πως ο χρόνος κυλάει γρήγορα όταν είσαι χαρούμενος και αργά όταν είσαι λυπημένος. Γιατί στις πιο σκοτεινές μου μέρες εδώ στο πλοίο, ο πόνος είχε κάνει το χρόνο στάχτη, είχε καταβροχθίσει τις μέρες και τις ώρες κομμάτι-κομμάτι. Τώρα η κάθε μέρα απλώνετε και όταν ακούω λίγα λόγια απ’ τα χείλη σου, όταν βλέπω λίγες φωτογραφίες στα mails, οι στιγμές της μέρας, πολλαπλασιάζονται, τα λόγια σου τις μεγαλώνουν τόσο που οι στιγμές αυτές γεμίζουν τη μέρα κι αυτή ξεκολλάει από τις στάχτες. Και προχωράει. Και είμαι άλλος άνθρωπος εξαιτίας αυτών που μου λες. Εξαιτίας αυτών που βλέπω στις φωτογραφίες. Φεύγω από το πλοίο. Δεν ανήκω πια σ’ αυτό. Και είναι ο τρόπος που περνάνε μέσα μου τα λόγια σου. Μιλάς μέσα μου. Όχι γύρω μου, πάνω από το κεφάλι μου. Έτσι μου μιλούν όλοι οι άλλοι. Οι άλλοι που για μένα είναι άνθρωποι που απλά δουλεύουν μαζί μου. Απλά βρίσκονται μαζί μου. Οι άλλοι που χαίρονται με τις τοποθεσίες που επισκεπτόμαστε, που εκτιμούν την Κένυα με το σαφάρι, τις Σεϋχέλλες και το Ομάν. Κι εγώ, άρρωστος στη ψυχή, μουδιασμένος, να ξέρω ότι πρέπει να δουλέψω και μετά μαζί τους να κάνω πως διασκεδάζω, και μετά πάλι να δουλέψω σκληρά, να παρα¬μείνω μουδιασμένος, για να μην κλάψω. Τα λόγια τους χτυπούν στο δέρμα και στα αυτιά μου, πέφτουν πάνω μου σαν καταρράκτης και γω απόλυτα ακίνητος, ανέγγιχτος απ’ αυτά, πάντα μόνος. Οι άλλοι να μου μιλάνε και γω να μην τους ακούω. Τα μάτια μου κλείνουν και νιώθω τόσο πολύ έξω από τον κόσμο τους, σαν να έχω κλειστεί για πάντα μέσα σ’ ένα τάφο. Το μυαλό μου μουδιασμένο πίσω από τα ξεραμένα μου μάτια. Ο φόβος ότι δεν θα καταφέρω να ολοκληρώσω την ημέρα, διάχυτος. Ο φόβος ότι και αυτή η μέρα είναι πολύ μεγάλη για μένα. Νιώθω ένα σφίξιμο, κάτι σαν κακό προαίσθημα. Ο φόβος ότι η πρόκληση είναι μεγάλη. Αν γινόταν να μου μιλάς συνέχεια, όλη την ημέρα. Αν μπορούσε να είναι έτσι η ζωή εδώ σ’ αυτή τη φυλακή. Πάνω από το χάος που νιώθω να επικρατεί εδώ μέσα, σ’ αυτό το πλοίο φυλακή, σ’ αυτό το καράβι του νότου, εσύ –η σκέψη σου- λάμπει σαν ήλιος –λαμπρότερα κι από τον ήλιο- με θαμπώνει αστραποβολώντας πάνω στο γκρίζο χρώμα που καλύπτει την επιφάνεια κάθε πράγματος. Κι απ’ αυτό το θάμπωμα εγώ αντλώ δύναμη. Είναι κάτι που το γνωρίζω. Μου είναι οικείο φυσικό και ιαματικό για την ψυχή. Η σκέψη μου γεμίζει μ’ αυτά που θα ήθελα να πάρω μαζί μου σ’ αυτό το ταξίδι και αδειάζει απ’ αυτά που θέλω να αφήσω πίσω μου. Στο πλοίο… στο παρελθόν… Θα ήμαστε κοντά στο τζάκι και θα γονατίσω μπροστά σου, θα ακουμπήσω το κεφάλι μου στην κοιλιά σου σαν να κάνω μια προσευχή μπροστά σε εικόνισμα και θα μείνω εκεί ξεχασμένος για ώρα. Θα αποταμιεύσω έτσι ζεστασιά και τρυφερότητα για τις δύσκολες μέρες που πλησιάζουν απειλητικές. Δεν θέλω άλλη νύχτα αγρύπνιας. Δεν θέλω άλλο να προσποιούμαι τον δυνατό τον σκληρό και τον αδιάφορο. Δεν θέλω να ντρέπομαι γι’ αυτά που μ’ αρέσουν, γι’ αυτά που νιώθω. Δεν θέλω να μην μπορώ να εξηγήσω στους άλλους αυτά που νιώθω χωρίς να χρειαστεί να αντιμετωπίσω τον χλευασμό τους. Θέλω να μπορώ να αφεθώ να κλάψω μπροστά τους, να αποβάλλω το μαύρο του πόθου που με κατατρώει μέσα μου. Βαρέθηκα να σβήνω στο σκοτάδι τις τύψεις που μου προκαλούν αυτά τα αισθήματα. Παλεύω με τον εαυτό μου να μη σκέφτεται. Περνούν από μέσα μου η μουσική, οι εικόνες και οι ήχοι. Εικόνες που μένουν μόνο αποκυήματα της φαντασίας και πληγώνουν. Και έπειτα οι εικόνες αυτές μπαίνουν σε μια σειρά και γίνονται σκηνές και στιγμές. Και όλα αυτά να γεννούν συνειρμούς που προκαλούν ρίγη. Θα ήθελα να σε έχω εδώ δίπλα μου σήμερα, να ακούσω τον ψίθυρό σου και έπειτα να με πάρει ο ύπνος, να μην πονάω, να ξεχαστώ. Από πού να κρατηθώ; Φοβάμαι. Κι απόψε θα είναι μια δύσκολη νύχτα. Θ’ αντέξω; Ας κοιμηθώ! Θεέ των ονείρων, χάρισε μου ένα όνειρο!

    «Τι κάνεις εδώ υπόλογε;». Τρεις του πληρώματος με είδαν να κάθομαι με το laptop κάτω από την τέντα που τη θυμηθήκαν και ήρθαν να την μαζέψουν να μην την σκίσει ο αέρας. Έκλεισα το laptop και σηκώθηκα όρθιος και πήρα το δρόμο για το θάλαμό μου χωρίς να τους μιλήσω. Η καταιγίδα με είχε κά-νει μούσκεμα και μένα και λίγο το laptop. Έκανα ένα μπάνιο, στέγνωσα το laptop και ξάπλωσα στο κρεβάτι.
    Την επόμενη μέρα ξύπνησα με ένα τρομερό πονοκέφαλο και ένα μπούκωμα στη μύτη που γύρισε σε συνάχι κατά τη διάρκεια της ημέρας. Εσένα στο τηλέφωνο σου είπα πως ήταν μάλλον από το air condition του πλοίου, κάτι που δεν απείχε και πολύ από την πραγματικότητα. Ήμουν τυχερός. Το lap-top δούλευε κανονικά.

    Συνεχίζεται....
     
  2. subversion

    subversion Regular Member

    Απάντηση: Όνειρα και φαντασιώσεις

    Συγκλονιστική η διήγησή σου..`Ημουν κ γω στο ναυτικό κ έτυχε να ταξιδεύω για μήνες.`Ετσι ακριβώς ήταν τα πράγματα..Νάσαι καλά και μη μασάς!
     
  3. blindfold

    blindfold Contributor

    Απάντηση: Όνειρα και φαντασιώσεις

    όμορφα εκφράζεις την αγάπη σου προς Εκείνη  

    συνέχισε παρακαλώ
     
  4. Maley

    Maley Contributor

    Απάντηση: Όνειρα και φαντασιώσεις

    ομορφο..
     
  5. goodboy

    goodboy New Member

    Χαίρομαι που σας άρεσε, και έτσι το πρώτο πλήκτρο στο πληκτρολόγιο που πατώ, ακούγεται σαν την σφυρίχτρα σκουριασμένου τρένου που δίνει το σινιάλο για να αρχίσει ένα ταξίδι στα όνειρά μου.

    Μέρος 2ο

    Η συγνώμη

    Θέλω να βρω ένα μικρό χαλάκι σαν αυτά που χρησιμοποιούν οι μου¬σουλ-μάνοι για τις προσευχές τους. Ένα χαλάκι που θα το απλώνω μπροστά σου. Ένα χαλάκι που θα χωράει το κεφάλι μου και τα πόδια σου. Ένα χαλάκι να τρίβω την περηφάνια μου μπρος και πίσω σαν πάνω σε συρματόπλεγμα. Κι ας ματώνει. Δεν με νοιάζει. Ποτέ δεν με ένοιαξε. Θα είναι το χαλάκι της προσευχής μου. Το χαλάκι της προσευχής μου θα έχει φούντες στις άκρες του, θα έχει βελούδινη αίσθηση και μυρωδιά από τις πατούσες σου που μ’ αρέσει.
    «Ζητώ συγχώρεση, ζητώ συγχώρεση…». Τριάντα φορές.
    Οι κινήσεις μου ήταν αργές –όχι νωχελικές- όταν έσκυψα κάτω, γονάτισα και έβαλα το μέτωπο πάνω στο χαλάκι. Μέτωπο, μύτη και παλάμες ακουμπισμένα στο χαλάκι, λίγα μόλις χιλιοστά από εκεί που πατάνε οι μύτες των παπουτσιών σου. Δεν μ’ αφήνεις να τις αγγίξω ούτε με τις τρίχες από τα μαλλιά μου. Δεν έχω την τιμή ακόμα. Δεν με βασάνισες ακόμα αρκετά που έφυγα για τέσσερις μήνες. Νιώθω την αίσθηση της υποταγής να απλώνετε διάχυτη στο δωμάτιο.
    «Δεν υπάρχει άλλος θεός από σένα και ζητώ συγχώρεση από σένα για τα λάθη μου. Για χάρη της ομορφιάς σου, που είναι απεριόριστη, μπορώ να σου προσφέρω τάματα από χρυσάφι, διαμάντια και βαθυκόκκινα ρουμπίνια, πετράδια, από άγνωστες χώρες εντός κι εκτός του εδάφους που ευλογείς με τα πόδια σου. Όμορφή μου αγαπημένη, ταπεινά σου ζητάω ακόμα και τον εμπαιγμό και τον εξευτελισμό μπροστά στους φίλους μας…»
    Αισθάνομαι τον εαυτό μου αγνό, ανοχύρωτο και γενναιόδωρο και αυτό ταιριάζει απόλυτα με αυτά τα λόγια της αφοσίωσής μου σε σένα. Στο λαιμό μου περασμένο το κολάρο και η αλυσίδα περνάει κάτω από τη γόβα σου και χάνεται από το οπτικό μου πεδίο προς τα πάνω, προς το χέρι σου σε ένα δερμάτινο λουράκι. Σου ζητάω να με συγχωρέσεις και να μ’ αφήσεις να συρθώ, και να γίνω μικρός. Τόσο μικρός, που να χωράω ολόκληρος κάτω από τα παπούτσια σου, κι οι σόλες σου να αγγίζουν κάθε μόριο του κορμιού μου. Καθηλω¬μένος εκεί μπροστά σου, δεμένος με το λουράκι μου, σαν σκύλος, σε ικετεύω να διανύσω μαζί σου άλλη μια νύχτα υποταγής και ταπείνωσης.
    Άρχισα να προσεύχομαι σιγανά:
    «Κάθε δόξα ανήκει σε σένα! Στην αρχόντισσα του κόσμου μου…»
    Η βεβαιότητα των λέξεων μου έφερε απρόσμενα δάκρυα στα μάτια, κάτι βαθύτερο από ευτυχία. Έστριψες το λουράκι της αλυσίδας στο χέρι σου. Ο ήχος της αλυσίδας καθώς γλιστρά κάτω από τη σόλα της γόβας σου και τεντώνεται τραβώντας το πρόσωπό μου να κολλήσει στη μύτη της γόβας. Η α-ίσθηση του δέρματος πάνω στα χείλια μου. Είναι μια κίνηση από τη μεριά σου. Μια σιωπηρή προσταγή.
    «Είσαι ο μοναδικός θεός» συνέχισα.
    Σες να στρίβεις το λουράκι στα χέρια σου αφού σταθεροποιήθηκε το κεφάλι μου πάνω στο παπούτσι σου.
    Όχι δεν είχες προστάξει να συνεχίσω την προσευχή, ήθελες να αρχίσω να γλείφω… όχι… να φιλάω ήθελες… όχι!
    «Έχω ξεχάσει τα πάντα! Δεν θα τα θυμηθώ ποτέ! Είμαι χαζός» κλαψούρισα.
    Χαλάρωσες την αλυσίδα. Έσκυψες από πάνω μου.
    «Φυσικά και θα μάθεις! Θα τα θυμηθείς όλα στην πορεία. Μην λες τον εαυτό σου χαζό, δεν είσαι χαζός!» είπες και χαμογέλασες. «Η απόγνωση δεν βο-ηθάει σε τίποτε, μόνο η απόλυτη υποταγή σου! Αυτό να θυμάσαι».
    «Δεν είσαι ικανοποιημένη» ψέλλισα.
    «Φυσικά και δεν είμαι ικανοποιημένη. Δεν σου είναι ξεκάθαρο;»

    Ταξίδεψα πολλά μίλια για να φτάσω εδώ, μπροστά στα πόδια σου. Ένιωθα σα να είχα παλέψει για να φτάσω. Σαν να πέρασα μέσα από ομίχλη και μέ-σα από κινούμενη άμμο. Τώρα που είχα φτάσει, αισθανόμουν τακ-τοποιημένος, η καρδιά και το μυαλό μου ήρεμα. Χωρίς αντιφατικές σκέψεις. Τώρα όλα όσα ήθελα βρίσκονταν εδώ. Πατούσαν πάνω σ’ αυτό το χαλάκι. Εδώ όλα γέμιζαν την ώρα της σιωπής. Τα λεπτά διαδέχονταν το ένα το άλλο και όλος ο κόσμος μου είχε γεμίσει από το άρωμα του δέρματος του παπουτσιού σου. Από το άρωμα του δέρματος του πέλματός σου. Ένα άρωμα που ήρθε από τον παράδεισο κατευθείαν στα πόδια σου.
    Έτρεμα. Σαν κάποιος να άνοιξε την πόρτα και ένα παγωμένο κύμα αέρα μπήκε στο σπίτι. Τα χείλη μου τώρα πάνω στο πόδι σου. Στο μέρος του ποδι-ού που δεν έκρυβε η γόβα σου. Σαν τρεμάμενα δάχτυλα που προσπαθούν να χαϊδέψουν. Χείλη άβολα. Χείλη άτσαλα.
    …Είσαι ο μοναδικός θεός! Κάθε δόξα ανήκει σε σένα! Είσαι η αρχόν¬τισσα του κόσμου μου!...
    …Και οι λέξεις μέσα μου, η βεβαιότητα του απόλυτου στις λέξεις αυτές, έφερε κάτι βαθύτερο από ευτυχία. Όλα τα θραύσματα μέσα μου ενώθηκαν. Άρχισα πάλι να θυμάμαι.
    Ένα ακόμα ξημέρωμα και γω να σου ζητώ συγχώρεση, να σου λέω πως δεν υπάρχει καμιά δύναμη πιο μεγάλη από τη δική σου και να μην ξέρω, να μην έχω ιδέα του τι μου επιφύλασσε η μέρα που σε λίγο θα ξεκινούσε.
    Είδα τη λακκούβα που άφησε πίσω του το τακούνι καθώς το πόδι σήκωσε τη γόβα σου προς τα πάνω. Ένοιωσα την τραχύτητα της σόλας πάνω στο κεφάλι μου να τρίβεται και να με ζουλάει προς τα κάτω. Την ένιωσα να ζεματάει και να μου περνάει ένα ρεύμα, που φτάνοντας ως το λάρυγγά μου μού παρέλυε το στόμα. Ένα ρεύμα τέτοιας έξοχης έντασης, που σαν ρυάκι είχε διατρέξει διεκδικητικά το σώμα μου. Ένα άγγιγμα μαγικό που ξυπνούσε α-νάγκες και λαχτάρες που παιδευόμουν να κρατήσω κοιμισμένες και ξεχασμένες στη λήθη.
    Σε ένοιωσα να με μικραίνεις.
    Σε αισθάνθηκα καθώς με συγχωρούσες!

    Συνεχίζεται...
     
  6. doulos

    doulos Regular Member

    Απάντηση: Όνειρα και φαντασιώσεις

    έχεις πολύ όμορφο εσωτερικό κόσμο. προσμένω τη συνέχεια της πολύ ωραίας διήγησής σου. εκφράζεις συναισθήματα πολλών από εμάς, που δεν έχουμε καταφέρει να εκφράσουμε τόσο όμορφα όσο εσύ.
     
  7. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Απάντηση: Όνειρα και φαντασιώσεις

    Ευπειθώς αναφέρω, ναύτης τεχνίτης πυροβόλων Β', αριθμός γενικού μητρώου 96403, ΤΠΚ Τρουπάκης.

    Τα σέβη μου, υπόλογε. Συνέχισε να μας δίνεις την ειλικρινειά σου.

    Χαιρετισμούς,
    DocHeart
     
  8. goodboy

    goodboy New Member

    Το πρωτότυπο που έγραψα για τη γυναίκα μου είναι χειρόγραφο. Τώρα το περνάω πρώτα στο ΅ορδ και μετά εδώ. Δεν έχω πάρα πολύ χρόνο μέσα στη μέρα για να γράφω. Κάνω ότι μπορώ για να έχετε όλη την ιστοριούλα το συντομότερο δυνατόν και με λιγότερες συνέχειες. Γι αυτό ζητώ την επιήκειά σας...
    Ευχαριστώ για τα σχόλια σας.
    Μέρος 3ο

    Εκπαίδευση

    Τώρα το ένα σου πόδι αναπαύεται στην κοιλιά μου. Το τακούνι με τρυ¬πάει. Προσπαθώ να μη σαλέψω. Το σώμα μου ένα πάρκο να φαίνεται σαν νησίδα ηρεμίας και γλύκας μέσα σε μια θορυβώδη πόλη. Το άλλο πόδι κατεβαίνει στο ανοιχτό μου στόμα. Η σόλα του παπουτσιού σου τρί¬βεται στη γλώσσα μου. Και εγώ σαν αμυγδαλιά που άνθισε κατά λάθος μες στο καταχείμωνο να προσπαθώ να κάνω αυτό που θέλεις. Και να προσπαθώ να το κάνω τέλεια χωρίς ανταμοιβή. Με ρυθμικές κινήσεις σαν αυτές παιδικής κούνιας, το πόδι σου ταλαντεύεται με απόλαυση. Κι γω να σκέφτομαι πόσο πολύ αποδέχεσαι την ανομολόγητη κουλου¬ρια¬σμένη αδιατύπωτη παιδική επιθυμία μου να προσφέρω γενναιόδωρα το σώμα μου σαν ένα σταθερό φιλόξενο ώμο στα πόδια μιας γυναίκας. Σκέφτομαι που μεγαλώνοντας δεν έβρισκα μια γυναίκα να αποδεχτεί αυτή μου την επιθυμία. Με τον καιρό μου καρφωνόταν στο μυαλό η εν¬τύπωση πως είχα γεννηθεί χωρίς σώμα –χωρίς ώμους- και πως καμία δεν μπορούσε να με δει. Αποφάσισα λοιπόν πως θα πορευόμουνα στο εξής χωρίς αυτές τις ανασταλτικές αυταπάτες. Θα πορευόμουν άπρακτος και αμήχανος, κλεισμένος στον εαυτό μου, μην τυχόν και προκαλέσω την υποψία πως δεν τα κατάφερα. Μέχρι που μπήκες εσύ στη ζωή μου και σου εξομολογήθηκα τα πάντα. Εξομολόγηση. Η μοναδική δοκιμασμένη δικλίδα ασφαλείας πριν τα παίξω εντελώς. Η εξομολόγηση. Η μοναδική δικλίδα ασφαλείας, γιατί αν δεν ήταν δεν θα είχε πάρει από αιώνες τόσο μεγάλη σημασία στα ανθρώπινα ήθη. Για χρόνια τώρα το σώμα μου ήταν μια μουντή χειμωνιάτικη γη. Ώσπου έρχεσαι εσύ και με τα πόδια σου να ξεκουράζονται πάνω μου, γεμίζεις τη στέρφα αυτή γη, με χωράφια γε-μάτα από ηλιοτρόπια. Μόνο και μόνο για χάρη σου. Έχω απλωθεί κάτω σου καμαρωτός, ταπεινός και ικετευτικός, όλο ζωντάνια και ορμή. Η σόλα του παπουτσιού σου βρέχεται από το σάλιο μου που την καθαρίζει σαν να πέφτει πάνω της ένα ασθενικό ανάβρυσμα νερού. Αλλάζω χρώμα. Από γκρίζος γίνομαι πάλλευκος. Και αφιερώνομαι σε σένα. Η γλώσσα μου γεμίζει από αστραφτερή σκόνη. Σκόνη που προέρχεται κατευθείαν από τις σόλες των παπουτσιών σου. Γίνομαι ένα άλογο που σε μεταφέρω στην ράχη μου, τυλιγμένη σε γαλάζια πέπλα σα μικρή θεά.
    Με τέτοιες σαρκαστικές σκέψεις, ποτισμένες από το άχρηστο συναίσ¬θημα μιας γενικότερης στέρησης που το μυαλό μου ξέθαψε από το πα¬ρελθόν –δεν ξέρω γιατί τώρα- κάρφωσα το βλέμμα μου πάνω σου. Το πρόσωπό σου φαίνεται περιορισμένο από τον όγκο του παπουτσιού σου να λάμπει όπως ο ήλιος που θριαμβεύει πάνω σε πεντακάθαρο ουρανό. Η γλώσσα μουδιάζει, στεγνώνει παραδομένη χωρίς όρους στην τραχιά σόλα. Και παρόλο που ο καιρός έχει περάσει, η γλώσσα προσπαθεί και βρίσκει σιγά-σιγά τους ρυθμούς της. Ρυθμούς παραγωγικούς. Το βράδυ περνάει και συ το νιώθεις πως είναι δικό σου. Δικό σου όπως όλα τα βράδια. Η ρυθμική κίνηση σταματάει και συ σκύβεις από πάνω μου και τα χείλη σου σχεδόν αγγίζουν το μέτωπό μου. Τα μαλλιά σου ανεμίζουν χαϊδεύοντας το πρόσωπό μου σαν ανεμοζάλη που προκαλεί ο βαρδάρης. Πέρασαν περίπου δέκα λεπτά. Ο ιδρώτας κυλούσε πάνω στο μέτωπό μου. Έτρεμα ολόκληρος από την ένταση αλλά ήμουν ανήμπορος.
    «Έχει στεγνώσει η γλώσσα σου;»
    Η ερώτηση αντήχησε κάπως ειρωνικά. Καταφέρνω και την ανάσα που βγαίνει καθώς μου ψιθυρίζεις την ερώ¬τηση να την μεταμορφώσω σε ευλογία.
    «Μάλιστα».
    «Άνοιξε!»
    Το στόμα μου ανοίγει σαν μικρού πουλιού περιμένοντας την τροφή από το στόμα της μητέρας του. Αφήνεις το σάλιο σου να τρέξει στο στόμα μου. Και είναι σαν φιλί. Ένα φιλί ήρεμο, απαλό. Όχι βίαιο, σαν να μου προσφέρεις με τρυφερότητα την απαλότητα των ανάλαφρων λουλουδιών που προσφέρει με το φθινοπωρινό φύσημα ένα δέντρο στη γη. Σαν να κοινωνώ μέσω μιας ιεροτελεστίας. Μιας ιεροτελεστίας μέσω της οποίας εσύ η θεά μου, θα διαθέτεις την προστατευτική σου ματιά πάνω μου όσο εγώ θα παραμένω πιστός και ταπεινός σου δούλος.
    Παίρνεις το πόδι σου από την κοιλιά μου. Μου ζητάς να γυρίσω αλλιώς να συνεχίσω με την άλλη γόβα σου. Εγώ γυρίζω. Η ίδια ιεροτελεστία λαμβάνει χώρα και στην άλλη σου σόλα. Το ίδιο στέγνωμα στο στόμα και η ίδια μετάληψη με κοινωνία. Όλη μου την περηφάνια, όλη μου την ζωή εδώ και 13 χρόνια, τα έβλεπα κρυμμένα μέσα στις ίνες των παπουτσιών σου. Ήταν κρυμμένα πίσω από τις σκόνες στις σόλες των παπουτσιών σου και γω τις καθάριζα μόνο για να δω πως είναι καλά σφαλισμένα εκεί και δεν πρόκειται να δραπετεύσουν. Ένα μηδενικό ήμουν, σαν ένα άδειο χαρτί σχεδίου, που ο εαυτός μου το γέμιζε με ανασφάλεια. Ήθελα μόνο να συρρικνώνομαι μπροστά σου σα μικρό ζαρωμένο ασημόχαρτο.
    Μου ζητάς να βγάλω με το στόμα μου τη γόβα σου και γω τραβώντας την από το τακούνι τη βγάζω απαλά. Την πιάνω με τα χέρια μου και την ακουμπάω δίπλα μου. Το γυμνό σου πέλμα ακουμπάει στο λαιμό μου και νιώθω την πίεση καθώς σκύβεις να πιάσεις το παπούτσι. Μου το δί¬νεις.
    «Πάρ’ το»
    Εγώ σε κοιτάζω.
    «Πάρ’ το» είπες ξανά μαλακά.
    Εγώ απλώνω το χέρι και το παίρνω. Το κοιτάζω. Σε κοιτάζω. Το ξανα-κοιτάζω. Δεν ξέρω τι να κάνω… Το πήρες από τα χέρια μου και το έβαλες μπροστά στα μάτια μου. Κολλητά στη μύτη μου.
    «Μύρισέ το! Μυρίζει όνειρο!…»
    Εισέπνευσα ευδαιμονικά σαν να βρισκόμουν σε μια κοιλάδα γεμάτη ρόδα. Ένιωθα πως μυρίζω υγρή κανέλλα βουτηγμένο σε κάτι άλλο… δεν ήξερα τι! Εισέπνευσα λίγο βαθύτερα για να καταλάβω τι και το κράτησα έτσι. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο και συνάμα ευχάριστο. Με μούδιαζε… μέσα σε ένα γλυκό φόβο. Άκουγα την ανάσα μου να χαλαρώνει.
    «Ζαλίζεσαι;» ρώτησες.
    Δεν απάντησα. Ζαλιζόμουν. Έμεινα με τη γόβα ακόμα μπροστά στα μάτια μου και τη μύτη μου χωμένη μέσα σ’ αυτή. Σε άκουσα στο βάθος του μυαλού μου να μου λες να το μυρίσω περισσότερο, να το μυρίσω βαθειά, πολύ βαθειά και να μετρήσω ως το δέκα. Μέτρησα γρήγορα ως το δέκα και οι δυνάμεις μου με εγκατέλειψαν, έσβησαν, όλα σκοτείνια¬σαν. Αλλά λίγο πριν λιποθυμήσω τράβηξες το παπούτσι σου. Το κεφάλι μου ήταν βαρύ.
    «Σε νάρκωσα. Σε υπνώτισα. Θα κάνεις ότι θέλω χωρίς αναστολές».
    «Πάντα το κάνω» κατάφερα να ψελλίσω.
    «Κάποτε σου ζήτησα να κάνεις κάτι και δεν το έκανες. Κάποτε σου ζή¬τησα να γλείψεις κάτι που άφησες πάνω στην κοιλιά μου και δεν το έκα¬νες. Αυτό το άρωμα δεν είναι άλλο από το άρωμα των ποδιών μου που τόσο σ’ αρέσει. Λειτούργησε τελικά πιο πολύ ψυχολογικά, ενήργησε σαν ναρκωτικό. Σαν ποτό αν θες μόνο που δεν σου κάνει κακό όπως το ποτό. Σε μέθυσε, σε παρέσυρε, σε βοηθάει στην απόφασή σου να κάνεις ότι θέλω, θα σε σπρώξει πριν το μετανιώσεις. Γιατί ίσως τελικά για να βγά¬λεις στην πραγματικότητα ότι φαντάζεσαι, χρειάζεται μια ενίσχυση. Ένα κάτι. Πως το λένε; Μια ενίσχυση. Ένα ό,τι και ένα δήποτε. Κάτι να σου κλείνει τα μάτια ηδονικά και να σε σαγηνεύει για το έσχατο. Κάτι παρα¬πάνω κι από τον έρωτα. Γιατί η ζωή παίρνει πάλι τα μπόσικα και σε κρα¬τάει. Και γω δεν θέλω απόψε να κρατηθείς».
    Έχοντας το πόδι σου ακόμα στο λαιμό μου έσυρες το άλλο που φορού¬σες τη γόβα ακόμα στο πέος μου και με πάτησες τρίβοντάς το. Σήκωσες το πέλμα σου και το έβαλες στο στόμα μου διατάζοντάς με να το γλείψω. Δεν πρόλαβα να συνειδητοποιήσω πόσες κινήσεις του ποδιού σου κατόρθωσαν να με κάνουν να σκορπίσω πάνω στη σόλα της γόβας σου το θαυμαστό βάλσαμο της ζωής που το χύσιμό του δίνει ευτυχία. Έφερες τη λερωμένη από την έκρηξή μου σόλα σου στο στόμα μου για να την καθαρίσω. Δεν μπορούσα να προβάλω καμία αντίσταση. Δεν ήθελα να προβάλω καμία αντίσταση. Όλη αυτή η σωρεία στη ζωή μου απ’ όσα έγιναν και γίνονταν, η τόση ευφορία εκείνης της στιγμής, το βάρος της θέλησής σου, με λύγι¬σαν και με εξουθένωσαν. Σαν τα πολύ βαριά κλαδιά των δέντρων που στο τέλος σπάνε. Πήρες με το χέρι σου ότι είχε μείνει στην κοιλιά μου και έβαλες ένα-ένα τα δάχτυλά σου στο στόμα μου να τα καθαρίσω κι αυτά.
    Προσπαθούσα να σου φωνάξω ευχαριστώ, αλλά τα δάχτυλά σου δεν έφευγαν από το στόμα μου. Δεν ήταν λες αρκετά καθαρά. Είχα μείνει εκεί στη θέση μου ακίνητος, λες και αόρατα νήματα με κρατούσαν δεμένο εκεί κάτω. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν σφυρί στο στήθος μου κι αντηχούσε στην ησυχία. Προσπαθούσα να σου ορκιστώ πως δεν θα το αρνιόμουν ποτέ ξανά. Δεν υπάρχει τίποτα που να θέλω πιο πολύ απ’ αυτό. Πλημμύριζα από ευτυχία και ήθελα να πετάξω ψηλά, να δω αυτά που θα μπορούσε να δει ο αετός κι ακόμα περισσότερα. Ήθελα εκείνη τη στιγμή να νιώσω πάλι τα καστανά μαλλιά σου ν’ ανεμίζουν χαϊδεύοντας το πρόσωπό μου.
    Άλλα δεν χρειαζόταν μια τέτοια υπόσχεση. Το ήξερες όπως το ήξερα και εγώ.

    Συνεχίζεται...
     
  9. blindfold

    blindfold Contributor

    Απάντηση: Όνειρα και φαντασιώσεις

    θα ήθελα πολύ να ξέρω αν τα διάβασε αυτή και αν ναι πως αντέδρασε  


    ναι ακούγομαι για ορθολογιστής σε ένα τόσο φορτισμένο συναισθηματικά κείμενο ...
     
  10. Απάντηση: Όνειρα και φαντασιώσεις

    Όμορφη σαν ιστορία... να σαι καλά
     
  11. Uranoos

    Uranoos Regular Member

    Εγώ πάλι σκέφτομαι...

    πως είναι η γυναίκα σου?
    πώς σε πλησίασε?
    τι είδε σε σένα?
    έχει οποιαδήποτε υποψία, πως μπορεί να είσαι έτσι?

    Αν και εκείνη, έχει βρει τον δυνατό και αγέρωχο ναυτικό για να καλύψει τον δικό της εσωτερικό κόσμο, πόσο μεγάλη μπορεί να είναι αυτή η αλλαγή, για εκείνη και την αλήθεια της?

    Όπως πολλοί, έτσι και εγώ, είμαι πολύ περίεργος για την εξέλιξη!

    Βέβαια, θα ήταν ανήθικο να μην σου πω αυτό που λέει ο σοφός λαός "τώρα το θυμήθηκες?" και ατελές εάν δεν σου εφιστούσα την προσοχή πως μια τέτοια αποκάλυψη, μετά από παιδιά και τόσα χρόνια γάμου, μπορεί να σε φέρει σε πολύ δύσκολη θέση

    ps. Αν μη τι άλλο, ο τρόπος που τα διατυπώνεις... θα συγκινούσε και πέτρες


    take care
     
  12. goodboy

    goodboy New Member

    Η γυναίκα μου ξέρει τα πάντα για μένα. Ξέρει για τον τρόπο που σκέφτομαι. Ξέρει αυτά που θέλω, ή θα ήταν καλύτερα να πω, αυτά που φαντάζομαι πως θέλω. Δεν τα έχω δοκιμάσει. Δεν ξέρω καν αν μ' αρέσουν στην πράξη. Πέρα από το γεγονός πως με βάζει όταν κάνουμε έρωτα, ή όταν χαζεύουμε sτην TV να φιλάω και να γλύφω τα πόδια της, καμιά φορά και τα παπουτσια της όταν είναι καινούρια, δν κάνει τίποτα που να αφορά λεκτικό ή οποιαδήποτε μορφής εξευτελισμό. Απ' ότι καταλαβένω ντρέπετε λίγο να το κάνει. (Θα διαβάσετε και παρακάτω για όλα αυτά). Είναι λίγο περίεργη όλη αυτή η φάση αλλά και δύσκολη να την περιγράψω. Το συγκεκριμένο κείμενο δεν το έχει διαβάσει ακόμα. Είμαστε με την εγκυμοσύνη λίγο περίεργα (ταλαιπωρήτε αρκετά με ζαλάδες, χαμηλή πίεση και λοιπά) και από ότι μου είπε θέλει ότι της γράφω να προσπαθήσει να το κάνει πράξη.  

    Πίσω στη διήγηση...

    2ο μέρος από την Εκπαίδευση

    Με κοίταζες εξεταστικά. Ήταν δύσκολο να πω τι σκεφτόσουν εκείνη τη στιγμή. Δεν ήθελα με τίποτα σήμερα να αναμετρηθώ με την αξιοπρέπειά μου. Ήξερα πως μπορούσε να κερδίσει αυτή και ήθελα πάση θυσία να αποφύγω μια τέτοια μάχη. Αυτό που ήξερα εκείνη τη στιγμή είναι πως η ταπείνωσή μου αυτή μου πρόσφερε τόση ευτυχία, που δεν ήξερα καν αν μπορούσα να την αντέξω. Αν λιποτακτούσα εκείνο το βράδυ, υπήρχε κίνδυνος να βυθιστώ ξανά στο παλιό μου χάος. Ήταν σαν να έχω εθιστεί από την ταπείνωση και δεν ήθελα με τίποτα να δώσω τέλος σ’ αυτόν τον εθισμό. Η πρόκληση ταπείνωσης και εξευτελισμού από σένα, δούλευε σαν μαγνήτης που με ρουφούσε σαν ασήμαντη καρφίτσα. Η μνήμη της παραίσθησης με παίρνει στο κυνήγι σαν Ερινύα. Το κορμί μου απαιτούσε να κάνω τα πάντα για να έχει τη στερημένη του γαλήνη. Πρέπει να είμαι δυνατός σήμερα. Πρέπει να ανταπεξέλθω στα πάντα. Γιατί σ’ αγαπάω. Και η αγάπη μου για σένα σημάνει πως μου κόβετε η ανάσα από ένα βλέμμα σου και ζητάει εθελοντικά να υποταχθεί, σε ένα άγγιγμα ή σ’ ένα λόγο σου όχι από καθήκον αλλά από πόθο και λαχτάρα. Η αγάπη μου για σένα είναι έκσταση και ταπείνωση, άρνηση του εαυτού μου και ταύτισή του με τη θέλησή σου.
    «Έλα» μου είπες και άρχισες να περπατάς προς το τζάκι.
    Σηκώθηκα και σε ακολούθησα σέρνοντας τα βήματά μου. Κάθισες στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι. Στάθηκα αμήχανος μπροστά σου και χωρίς να καταλάβω γιατί έκανα μια βαθειά υπόκλιση μπροστά σου.
    «Κυρία» είπα ξέπνοος σχεδόν με το στομάχι μου άνω-κάτω.
    «Λοιπόν, πως σου φάνηκε η πρώτη σου νύχτα στο σπίτι;» μου είπες μετά από μια στιγμή σιωπής.
    Δεν ξέρω γιατί αλλά η ερώτηση αυτή ακούστηκε λες και ήταν προορισμένη να με γεμίσει ντροπή, σαν να ήθελε να με ταπεινώσει. Ήταν λίγες οι φορές που είχα αισθανθεί κάτι τέτοιο από μέρους σου και ανατρίχιασα σχεδόν, από ευτυχία. Σε κοίταξα ταπεινά. Το στομάχι μου δέθηκε κόμπος όπως όταν βρίσκεται κανείς στην αίθουσα αναμονής οδοντιατρείου. Πρέπει να είχα κοκκινίσει και λίγο. Κυρίως στ’ αφτιά.
    «Τι να πω κυρία, ότι έγινε μου άρεσε πολύ».
    «Ναι;»
    «Αλλά να σκέφτομαι πως σε κάποια πράγματα θα πρέπει να προσπαθήσω περισσότερο».
    «Αλήθεια;»
    Κάτι στον τόνο της φωνής σου με έκανε να σε κοιτάξω. Μου φάνηκε πως είδα ένα παιγνίδισμα στα μάτια σου, που όμως εξαφανίστηκε καθώς ανοιγόκλεισες τα βλέφαρά σου, ή απλά μπορεί εγώ να το φαντάστηκα.
    Με κοίταξες σοβαρά.
    «Σφαιρικά», είπες, μάλλον διαλέγοντας προσεκτικά τα λόγια σου, «είμαι της άποψης πως σήμερα ήσουν αρκούντως καλός».
    Δεν είπα τίποτα, περίμενα τα δυσάρεστα.
    «Έχω μόνο κάνα δυο παρατηρήσεις να σου κάνω. Όταν θα μου μιλάς, θα ήταν φρόνιμο να είσαι σίγουρος πως δεν με κοιτάς στα μάτια».
    «Μάλιστα κυρία» απάντησα.
    «Επίσης όταν μου μιλάς θα στέκεσαι στητός και να μην κουνάς το πόδι σου».
    «Μάλιστα κυρία. Στητός».
    «Πάντως γενικά η μέρα πέρασε πολύ καλά. Μπορείς να πας και να κάνεις ένα μπάνιο. Θα συνεχίσουμε την προσπάθεια».
    Θα προτιμούσα μετά το μπάνιο να συνεχίσουμε με ένα χορταστικό ύπνο, άλλα ήμουν τόσο ευγνώμων που δεν μου τα έψαλλε που έπεσα όπως ήμουν στα πόδια της και τα φίλησα. Σηκώθηκα πάλι όρθιος ύστερα απ’ αυτή την αυθόρμητη κίνηση.
    «Πολύ καλά κυρία» είπα, κάνοντας άλλη μια υπόκλιση «θα το κάνω αμέσως, τώρα αμέσως».
    Ω, πόσο πολύ εύκολο ήταν να συνηθίσει κανείς τις υποκλίσεις και τα τσακίσματα της μέσης. Αν μ’ έβγαζε κάποιος φωτογραφία εκείνη τη στιγμή θα έλεγες πως ήμουν υπηρέτης της από τα γεννοφάσκια μου.
    Είναι φορές που με ερεθίζει η ιδέα ότι όπως ακριβώς υπάρχει ένας «τύπος» ανθρώπου από τη φύση του αντιδραστικός και άτακτος, υπάρχουν και άνθρωποι, που όπως φαντάζομαι είμαι κι εγώ, που έχουν γεννηθεί να υπηρετούν, οι –ας τους πούμε- κληρονομικά υπάκουοι ή κληρονομικά πειθήνιοι.
    «Δεν μπορώ να δω μέσα στο μυαλό σου» είπες «αν μπορούσα να το κάνω θα μπορούσα να ξέρω μέχρι πιο σημείο φτάνει η τάση σου για υπακοή».
    «Μα σου λέω και σου γράφω τα πάντα» απάντησα.
    «Το εύχομαι» είπες «μόνο αν ξέρω τι σκέφτεσαι θα μπορώ να σε αξιολογήσω και να αξιο¬ποι¬ή¬σω με τον καλύτερο τρόπο τις ικανότητές σου».
    «Εύχομαι να βρεις σε μένα τον τέλειο υπηρέτη, θα κάνω ότι μπορώ για να σε ικανοποιήσω και τα πάντα για να σε βλέπω ευτυχισμένη».
    «Καλά, εντάξει, πήγαινε τώρα για μπάνιο και έλα πάλι πίσω. Μην αργήσεις».

    Μόλις τελείωσα το μπάνιο δεν χρειάστηκε να σε αναζητήσω πολύ.
    «Εδώ είμαι» φώναξες από την κουζίνα.
    Φάνηκες σαν να είχες περιμένει αρκετή ώρα παρόλο που εγώ πίστευα πως δεν άργησα καθόλου. Καθόσουν σε μια καρέκλα, αλλά μόλις μπήκα μέσα σηκώθηκες όρθια.
    «Α, ήρθες επιτέλους».
    Το πρόσωπό σου ήταν λίγο χλωμό και είχες την όψη ανθρώπου που περιμένει ξάγρυπνος ενώ δεν θέλει.
    «Να σου φτιάξω λίγο γάλα να πιεις;» σε ρώτησα.
    Με άρπαξες από το μπράτσο.
    «Το γάλα μπορεί να περιμένει» είπες και με φίλησες παρατεταμένα στο στόμα. Όταν Σες ήταν σαν να έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Ήταν σαν κάποιος να ρούφηξε από το δωμάτιο όλο τον αέρα και δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Νομίζω πως κοκκίνισα από ευχαρίστηση και έκανα ένα βήμα μπροστά να σου ανταποδώσω το φιλί, αλλά εσύ είχες ήδη φύγει από κοντά μου.
    «Κάθισε» διέταξες και μου έδειξες μια καρέκλα στη μέση της κουζίνας. Μάλλον την είχες βάλει μόνη σου εκεί, πριν βγω από το μπάνιο.
    Αφού έκανα όπως με διέταξες, άρχισες να περπατάς πέρα δώθε μπροστά μου με τα χέρια πιασμένα πίσω σου. Μετά από δυο λεπτά Σες το βηματισμό και με κοίταξες κατάματα. Έσκυψα κάτω το κεφάλι αλλά εσύ με τράβηξες από το πηγούνι και με σήκωσες για να σε κοιτάξω.
    «Για πες μου τώρα K» είπες με πολύ σοβαρό ύφος, «με εμπιστεύεσαι;»
    «Κυρία τι εννοείτε;»
    Δίστασες για λίγο και μετά μου είπες πιο ευγενικά: «Αυτό που θέλω να πω είναι… νομίζεις ότι θα μπορούσα να σου κάνω κακό;»
    «Όχι κυρία» απάντησα και φυσικά το εννοούσα.
    «Δηλαδή με εμπιστεύεσαι;»
    «Μάλιστα!»
    «Ωραία, και τώρα κλείσε τα μάτια σου σαν καλό αγοράκι».
    «Και γιατί… για πιο λόγο κυρία;»
    «K με εμπιστεύεσαι, ναι ή όχι;»
    «Μάλιστα κυρία».
    «Τότε κλείσε τα μάτια σου».
    Τα έκλεισα.
    Περπάτησες για λίγο γύρω μου. Το ρούχο σου θρόιζε στο μάρμαρο της κουζίνας σαν μεγάλος ψίθυρος. Ήσουν ξυπόλυτη και άκουγα τα πέλματά σου να χαϊδεύουν το πάτωμα. Μετά απότομα Σες κάπου στ’ αρισ¬τερά μου. Περίμενα χωρίς να ξέρω τι να περιμένω. Φανταζόμουν ότι εντε¬λώς ξαφνικά μπορεί να αισθανόμουν το άγγιγμά σου κάπου. Ένα χασ¬τούκι στο μάγουλο, ή την ανάσα σου στο πρόσωπό μου και τα δάχτυλά σου να τραβάνε πίσω τα μαλλιά μου, αλλά εσύ έμεινες μακριά μου και ύστερα από ένα λεπτό δυνατής σιωπής με διέταξες με άχρωμη φωνή: «Σήκω!»
    Στάθηκα στα πόδια μου και περίμενα να μου πεις που να πάω, αλλά εσύ το μόνο που μου είπες ξανά με άχρωμη φωνή, ήταν: «Κάτσε!». κάθισα κάτω στην καρέκλα και νομίζοντας πως σε απογοήτευσα με κάποιο τρόπο, έκανα να ανοίξω τα μάτια μου.
    «Κράτησε τα κλειστά!» φώναξες και μετά επανέλαβες ξερά: «Σήκω πάνω!». Έτσι κι έκανα. Και μετά ξανά: «Κάτσε κάτω!»
    Ένας θεός ξέρει τι σκάρωνες. Συνέχισες με εκείνη την άχρωμη φωνή τα σήκω-κάτσε-σήκω-κάτσε. Εγώ ανεβοκατέβαινα μέχρι που την Πέμπτη φορά που το έκανα, δεν άντεξα άλλο, άνοιξα τα μάτια μου –ίσως λίγο ζαλισμένος κι αυτό το πρόσεξες- και παρακάλεσα.
    «Σας παρακαλώ κυρία! Δεν αντέχω να συνεχίσω άλλο, γι αυτό μην μ’ αναγκάζετε, σας παρακαλώ!»
    Με κοίταξες με ένα απλανές βλέμμα και κουνώντας το κεφάλι σου, μουρμούρισες κάτι σαν: «είναι φυσικό, το ήξερα», ανοιγόκλεισες τα μάτια σου και μου είπες λιγάκι νευριασμένα: «Πολύ καλά K. Μπορείς τώρα να μου φτιάξεις ένα γάλα!»
    Εκείνη τη στιγμή έφυγες από το δωμάτιο χωρίς να μου ρίξεις ούτε ένα βλέμμα.

    Είχες κλειστεί στο δωμάτιό μας. Έτσι σου έφερα εκεί το γάλα αμέσως μόλις έγινε. Χτύπησα την πόρτα κι όταν μπήκα σε βρήκα καθισμένη στο κρεβάτι μας. Έφτασα μπροστά σου με προσεκτικά βήματα. Δεν ήθελα να ρίξω ούτε μια σταγόνα από το γάλα, ούτε βέβαια να πέσω κάτω με το δίσκο. Γονάτισα μπροστά σου.
    «Αυτό είναι για σας κυρία» είπα και σου έτεινα το δίσκο με το γάλα.
    Με κοίταξες, μου χαμογέλασες και πήρες το ποτήρι από το δίσκο. Περίμενα εκεί γονατιστός να πιείς, αλλά εσύ ακούμπησες το ποτήρι στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι και γύρισες προς τα μένα σαν να περίμενες κάτι. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι ήθελα να σου πω, αλλά χωρίς να το καταλάβω ξεστόμισα: «Κυρία για πριν… ήθελα να ζητήσω συγνώμη».
    «Συγνώμη; Για πιο πράγμα;»
    «Κυρία που δεν έκανα αυτό που θέλατε να κάνω. Σήκω πάνω, κάτσε κάτω. Δεν ξέρω τι με έπιασε και ζαλίστηκα. Ειλικρινά λυπάμαι!»
    Κούνησες το κεφάλι σου.
    «Δεν πειράζει K! Έκανες πολύ καλά».
    «Αλήθεια κυρία; Αλήθεια το λέτε;»
    «Αλήθεια. Όσο έκανες το έκανες πολύ καλά».
    «Θέλετε να το ξαναπροσπαθήσουμε κυρία; Θέλω να πω… δεν με νοιάζει, μπορούμε να το κάνουμε ξανά αν θέλετε, στην κουζίνα ή και εδώ. Να φέρω μια καρέκλα;»
    «Όχι αυτή τη στιγμή K! Ίσως κάποια άλλη μέρα».
    «Είστε σίγουρη κυρία;»
    «Ναι, νομίζω ότι θέλω να διαβάσω αυτά που μου έχεις γράψει τώρα» είπες και ανέβασες τα πόδια σου πάνω στο κρεβάτι. «Τι θα έλεγες όσο διαβάζω να φέρεις εδώ δίπλα μου όλα τα παπούτσια μου και να τα καθαρίσεις με τη γλώσσα σου».
    «Με μεγάλη μου ευχαρίστηση κυρία» είπα και έκανα να σηκωθώ.
    «Κι όταν τελειώσεις θα καθαρίσεις τις πατούσες μου που λερώθηκαν καθώς πάταγα στην κουζίνα» είπες και με κοίταξες με ένα βλοσυρό χαμόγελο.
    Πήρες τα μάτια σου από πάνω μου και άνοιξες τα γραπτά μου. Άρχισες να διαβάζεις κι εγώ κολλημένος εκεί δίπλα σου γονατιστός, δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω σου. Δεν ξέρω τι με έκανε να αργοπορήσω εκεί μπροστά σου. Μετά από ένα λεπτό, στράφηκες πάλι σε μένα χαμογελώντας με το ίδιο βλοσυρό χαμόγελο. Ένα χαστούκι άστραψε στο μάγουλό μου.
    «Ξύπνα λοιπόν; Τι ακριβώς απ’ αυτά που είπα δεν κατάλαβες;»
    Ένα όμορφο αφόρητο σοκ από το άγγιγμα των δαχτύλων σου στο μάγουλό μου. Ήταν σαν μια σπίθα να ξεκίνησε από το χέρι σου και να έφτασε μέχρι την καρδιά μου. Ούτε που ξέρω πως κρατήθηκα και δεν έπιασα το χέρι σου να το φιλήσω. Ούτε που ξέρω πως κρατήθηκα και δεν φώναξα από χαρά. Μόνο λαχάνιασα κι έπιασα το μάγουλό μου, αλλά κατάφερα και ξεπέρασα την ταραχή. Μέχρι τώρα κατάφερνα να κρατήσω τον έλεγχο των συναισθημάτων μου, αλλά πρέπει να εξομολογηθώ πως καθώς σηκώθηκα να πάω να φέρω τα παπούτσια σου, μου ξέφυγαν κάποια δάκρυα συγκίνησης. Ακόμα αισθανόμουν το χέρι σου πάνω στο μάγουλό μου. Αν είχα την ευκαιρία θα το φιλούσα γεμάτος ευγνωμοσύνη.

    Συνεχίζεται...

    ---------- Post added at 20:03 ---------- Previous post was at 18:26 ----------

    3o μέρος από την εκπαίδευση

    Δεν ήξερα τι να περιμένω από σένα. Τη μια στιγμή ήσουν καλή σαν χρυσάφι, την επόμενη μπορούσες να είσαι ανταριασμένη σαν άγρια θάλασσα και να μου βάζεις τις φωνές. Τότε ακριβώς, όταν σε συνήθιζα να κάνεις σα δυνάστης θεός, άλλαζες ξαφνικά και γινόσουν καλή και μιλώντας μου γλυκά, μου ζητούσες να κάνω πράγματα που δεν φαινόταν και πολύ απαραίτητα. Μου έλεγες να καθαρίσω ένα φρούτο και μετά μου έλεγες να το φάω εγώ, με έβαζες να γεμίσω έναν κουβά με νερό και να στον φέρω στον κήπο και μετά το έριχνες στις λάσπες. Αν σε ρωτούσα τι έχω κάνει λάθος και είσαι θυμωμένη, μου χαμογελούσες και μου έλεγες πως δεν είσαι θυμωμένη.
    Πάντα έβαζα τα δυνατά μου για να σε ευχαριστήσω. Τον πρώτο μήνα, με διέταξες κάνα δυο φορές ακόμα να καθίσω στην καρέκλα στην κουζίνα, μου είπες να κλείσω τα μάτια και μετά πάλι άρχιζες εκείνο το άγνωστο παιχνίδι του σήκω-κάτσε, σήκω-κάτσε. Δεν καταλάβαινα το νόημά του και πήγαινα να σκάσω που δεν μου το εξηγούσες, αλλά συνέχιζα όσο μπορούσα, όσο με βαστούσαν τα πόδια μου. Τη δεύτερη φορά που μου το ζήτησες, ανεβοκατέβηκα δέκα φορές, αλλά δεν μπορούσα περισσότερο. Την τρίτη φορά άντεξα είκοσι έξι φορές αλλά την εικοστή έβδομη, έσπασα και σωριάστηκα στην καρέκλα σαν σπασμένο ξύλινο αλογάκι, χωρίς να μπορώ να κουνηθώ. Πάντως έδειχνες να είσαι ευχαριστημένη και πάντα μου έλεγες ενθαρρυντικά πράγματα, όπως για παράδειγμα μετά το παιχνίδι: «Μπράβο K, είσαι καλό αγοράκι!» ή όταν καθάριζα καλά τα παπούτσια σου: «Μπράβο K, είσαι καλό σκυλάκι!», ενώ μετά με πρόσταζες να γυρίσω σε ότι δουλειά μου είχες αναθέσει. Θα έκανα τα πάντα για σένα, κυριολεκτικά τα πάντα, το μόνο που είχες να κάνεις, ήταν να το ζητήσεις. Αυτό ήταν κάτι που το εννοούσα και το ήξερες. Όμως ήθελες από μένα να στο λέω συνέχεια. Θα μπορούσα να ανταποκριθώ σε κάθε σου επιθυμία όσο ταπεινωτική κι αν είναι με απόλυτη υπακοή και με οποιαδήποτε εκδήλωση δουλοπρέπειας. Θα βάλω τα δυνατά μου ώστε να λες για μένα πως με διακρίνει μια υψηλού επιπέδου υπακοή. Αισθάνομαι πραγματικά υπηρέτης σου και πιστεύω πως δεν χρειάζεται να έχω στολή. Άλλωστε κάτι τέτοιο θα έδινε μια νότα έπαρσης και χυδαιότητας. Αν πιστεύεις πως θα χρειαστώ στολή, ώστε και συ όταν με βλέ¬πεις να αναγνωρίζεις αυτό που είμαι και να μου φέρεσαι ανάλογα, τότε ευχαρίστως θα φορούσα ότι σου κάνει κέφι.
    Έχει περάσει σχεδόν ένας μήνας από εκείνη την πρώτη μέρα μετά το ταξίδι μου. Έγλειφα τα παπούτσια σου καθισμένος στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι μας και έριχνα κλεφτές ματιές προς το μέρος σου καθώς σ’ έβλεπα να διαβάζεις αυτά που έχω γράψει, καθώς έκανα τις παραπάνω σκέψεις. Καταπιάστηκα πάλι με τα παπούτσια σου φανερά χαρούμενος που μου επέτρεπες να το κάνω ενώ είσαι παρούσα, φανερά ευγνώμων που μου επέτρεπες να ταπεινώνομαι μπροστά σου εξυπηρετώντας τις ανάγκες σου και πραγματικά ενθουσιασμένος που σε φρόντιζα. Ακόμα προσπαθούσα να καταλάβω το νόημα που είχε το παιχνίδι σου του κάτσε-σήκω.
    Έριξες κάτω τα χαρτιά με τα γραπτά μου και γύρισες προς το μέρος μου.
    «Η δοκιμασία –και όχι παιχνίδι όπως το αποκαλείς- του κάτσε-σήκω, είναι βασικά μια άριστη ένδειξη του αν εσύ σαν υπηρέτης μου, έχεις ή όχι τη φυσική τάση προς υπακοή» είπες και νόμισα πως είχες διαβάσει τη σκέψη μου.
    Παραλίγο να μου φύγει το παπούτσι σου από τα χέρια από τη σαστιμάρα.
    «Η θέλησή σου είναι ισχυρότερη από τη δική μου. Θα εκτελούσα οτιδήποτε με διέταζες να κάνω χωρίς αντίρρηση» απάντησα.
    «Εν πάση περιπτώσει τα πρώτα σου αποτελέσματα με τη δοκιμασία σου ήταν λιγάκι απογοητευτικά. Φυσικά δεν είσαι ακόμα προσαρμοσμένος στο νέο τρόπο ζωής σου, και ούτε είσαι συνηθισμένος να με υπηρετείς. Στην πράξη, γιατί στη φαντασία σου το κάνεις με το δικό σου τρόπο. Δεν είσαι εκπαιδευμένος να ανταποκρίνεσαι καθημερινά και χωρίς περιστροφές σε ό,τι μια κυρία θα μπορούσε να ζητήσει. Θα μάθεις όμως και στο τέλος θα συνηθίσεις να δέχεσαι συνέχεια διαταγές. Δεν είναι απαραίτητο πάντα να καταλαβαίνεις τη σκοπιμότητα των πραγμάτων που σε διατάζω να κάνεις. Ένα αληθινά πειθήνιο και υπάκουο μυαλό δεν ψάχνει το σκοπό, αλλά ακολουθεί τις οδηγίες που του δόθηκαν χωρίς να σταθεί να αναλύσει το πώς και το γιατί».
    Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να εκτελέσω 40 επαναλήψεις σήκω-κάτσε και ίσως με τον καιρό να φτάσω και τις 50 αρκεί αυτό να σου έδινε χαρά. Θα τις εκτελούσα χωρίς ερωτήσεις και παράπονα. Θέλω να σου δείξω πως εκπαιδεύομαι και πως στην εκπαίδευσή μου υπάρχει σταθερή πρόοδος. Είναι σαν να προσπαθώ να βελτιώσω τον εαυτό μου σε επίπονες εξουθενωτικές πρόβες για τη μέρα που θα μου το ζητήσεις. Κι αν δεν το κάνω καλά δεν θα το βάλω ποτέ κάτω. Κάθε φορά που άκουγα ένα μπράβο από το στόμα σου, ένιωθα να ψηλώνω. Ήμουν δυνατός, ήμουν κάτι. Όχι κάτι σπουδαίο ή βαρυσήμαντο, όμως τολμούσα να κάνω όνειρα.
    «Θα γίνω ο καλύτερος δούλος για σένα» έλεγα, πιο πολύ για να το πιστέψω εγώ ο ίδιος, όταν με έβαζες να κάνω το σήκω-κάτσε και συ γελούσες.
    Τολμούσα έτσι να το σκάω από το παρόν και πίστευα πως βάζοντας με να κλείσω τα μάτια, θα έβρισκα τη δύναμη να κατακτήσω τον κόσμο. Αρκούσε μόνο να σηκωθώ και να καθίσω περισσότερες φορές απ’ όσο άντεχα, για να μπορέσω να ανοίξω μετά τα μάτια και να σε δω να μου χαμογελάς με εκείνο το ενθαρρυντικό σου χαμόγελο.

    Πράγματι με μεγάλη ευχαρίστηση έχω την τιμή να αναφέρω μια άνευ προηγουμένου εκτέλεση 55 επαναλήψεων σήκω-κάτσε. Ακόμα κι εγώ ο ίδιος -όπως είμαι σίγουρος κι εσύ, αφού το έβλεπα στο βλέμμα σου- είχα αποκαρδιωθεί πολύ με την πρόοδό μου και πράγματι είχα σχεδόν συνειδητοποιήσει πως δεν άντεχα παραπάνω και ήμουν ανεπίδεκτος μάθησης.
    Αληθινά δεν περίμενα ότι θα έκανα κι έτσι με συγκίνηση σχεδόν και φυσικά με αρκετή προσπάθεια, μετά την 40ή, σηκώθηκα απαλά για μια ανήκουστη 41η! Κράτησα την αναπνοή μου και άντεξα έτσι για 14 ακόμα επαναλήψεις, και όταν παραιτήθηκα και ζήτησα ξέπνοα την άδειά σου να πάω να συνεχίσω τις δουλειές μου, παραλίγο να πέσω λιπόθυμος στο πάτωμα της κουζίνας.
    «Τι ήταν αυτό που σε έκανε να έχεις τέτοια πρόοδο;»
    Σήκωσα τους ώμους.
    «Δεν μπορώ να πω με σιγουριά, μόνο σκέφτηκα ότι αυτό θα σου έδινε ευχαρίστηση».
    Μου επέτρεψες να συρθώ μπροστά σου και να τελειώσω μέσα στα ρούχα μου φιλώντας σου τα πόδια. Τα πόδια σου μύριζαν υπέροχα ένα άρωμα σαν από αγιόκλημα και το μόνο που μπορούσα να νιώσω τη στιγμή που ακουμπούσα τα χείλη μου αχόρταγα πάνω τους, ήταν ένα αίσθημα κατάνυξης πιστού την ώρα που ασπάζεται μια εικόνα, να με καταπίνει και να με παρασύρει μέσα του σαν κύμα. Ήμουν σε μεγάλη έκσταση. Η ταραχή μου ήταν τέτοι¬α που με έκανε και είχα φουντώσει.
    Κι εσύ, παρόλο που δεν σε κοιτούσα, μέσα μου, σε έβλεπα να είσαι σαν λυχνοστάτης που είναι έτοιμος να φωτίσει μια ολόκληρη αίθουσα χορού.
    Νιώθω μεγάλη εξάρτηση από σένα.
    «Σε αγαπάω τόσο πολύ που θα έκανα τα πάντα για σένα!» έλεγα ανάμεσα στα φιλιά που έδινα στα γυμνά σου πόδια. «Θα έδινα και τη ζωή μου ακόμα για την δικιά σου ευτυχία».
    Δεν ξέρω πόση ώρα ακόμη, μετά που είχα τελειώσει, έμεινα να φιλώ τα πόδια σου. Όταν με έσπρωξες με το πόδι σου, ανασηκώθηκα και έμεινα πεσμένος στα γόνατα να σε κοιτάζω. Είχες φτάσει στο ζενίθ της λάμψης σου. Αν πριν έμοιαζες με λυχνοστάτη, τώρα ήσουν σαν αναμμένο κηροπήγιο. Η κουζίνα έμοιαζε με αίθουσα φωτισμένη από την προεδρεύουσα μεγαλειότητά σου, και γω μπροστά σου ένα απλό καντηλάκι του οποίου το φιτίλι σιγόκαιγε με το ζόρι. Έπιασα τον εαυτό μου να ονειροπολεί. Σε άκουγα μέσα στο μυαλό μου να μου δί¬νεις διαταγές που ίσως ποτέ να μην μου έδινες στην πραγματικότητα. Σε άκουγα να μου ζητάς να πέσω μπροστά στα πόδια σου και να καθαρίσω με τη γλώσσα μου το πάτωμα εκεί που πατάν τα πόδια σου ώστε να μην λερωθούν και την ίδια στιγμή εσύ να αιωρείσαι σαν αερικό λίγα εκατοστά από το πάτωμα. Και γω να σωριάζομαι κάτω σα λιπόθυμος μπροστά σου, σα λουλούδι κομμένο σύριζα, να κουβαριάζομαι για να καταφέρω να χώσω το κεφάλι μου κάτω από τα πέλματά σου…
    «K, K!»
    Ακούγοντάς σε να με καλείς σαν από κάπου μακριά, η καρδιά μου πήγε να σπάσει, τα μάτια της φαντασίας μου ανοίγουν διάπλατα και η ονειροπόληση που μάλλον κράτησε μόνο λίγα δευτερόλεπτα διακόπτεται. Δεν είναι δύσκολο να χαθείς μέσα στον εαυτό σου. Ένιωσα τις σκέψεις μου να γίνονται χίλια κομμάτια με το που ο ήχος της φωνής σου άγγιξε τα’ αφτιά μου. Σαν να άκουσα ένα θόρυβο που τον ταύτισα με τις θρυμματισμένες μου σκέψεις.
    «Τι σκεφτόσουν;» ρώτησες και γω σου είπα τα πάντα προσπαθώντας να ακούγομαι φυσιολογικός. Η φωνή μου όμως έτρεμε.
    «Το σορτσάκι σου έχει λερωθεί» μου είπες.
    Είχες δίκιο, έτσι ήταν. Η έκρηξη του πόθου μου καθώς λάτρευα τα πόδια σου, είχε κάνει την εμφάνισή της στο σορτς που φορούσα. Προσπάθησα με τα χέρια μου, πιο πολύ να το κρύψω, κάνοντας τάχα πως προσπαθώ να το καθαρίσω. Ντρεπόμουν αρκετά.
    «Θα το φροντίσεις άλλη ώρα αυτό» μου είπες, «για την ώρα έχω άλλα πράγματα που θέλω να μάθω!»
    Οι άκρες των χειλιών σου γύρισαν προς τα πάνω σχηματίζοντας κάτι σαν χαμόγελο.
    «Θες τόσο πολύ να το κάνεις αυτό;» με ρώτησες και το κεφάλι σου έγειρε ελαφρά στο πλάι.
    «Δεν υπάρχει κάτι που θα ήθελα να κάνω πιο πολύ για να σου δείξω την εξάρτησή μου από σένα. Θα έγλειφα και τα πετάλια στο αυτοκίνητό σου για να μην λερώνουν τα παπούτσια σου όταν τα ακουμπάς. Τέσσερις μήνες στο πλοίο δεν σκεφτόμουν τίποτε άλλο, παρά τον εαυτό μου κι εσένα να συμπεριφερόμαστε όπως εδώ κι ένα μήνα από τότε που γύρισα. Σαν Κυρία και υπηρέτης. Όμως υπάρχουν κάποια πράγματα που όσο κι αν τα θέλω, μοιάζω σαν να κυνηγάω χίμαιρες. Δεν νομίζω πως υπάρχει περίπτωση να γίνουν. Ίσως επειδή είναι μόνο της φαντασίας και μόνο εκεί πραγματοποιούνται. Συγνώμη για την ονειροπόληση πριν. Ειλικρινά!» είπα και τότε σε είδα να στηρίζεσαι στο τραπέζι της κουζίνας και να σηκώνεις το δεξί σου πόδι λίγα εκατοστά από το πάτωμα.
    «Δεν μπορώ να αιωρηθώ όπως τα αερικά. Αυτό είναι μάλλον κάτι που θα μείνει στη σφαίρα της φαντασίας σου» είπες και τα χείλη σου σχημάτισαν ένα απίστευτο χαμόγελο.
    Μου κόπηκε η ανάσα και τα μάτια μου μεγάλωσαν λες και κάποιος τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό μου. Πλησίασα μπουσουλώντας προς το μέρος σου κοντανασαίνοντας και Σα για λίγο. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τα σφυριά της κόλασης. Ήξερα όμως ότι έπρεπε να συνεχίσω. Κοιτούσες ευθεία μπροστά και λέξη δεν έβγαινε από τα χείλη σου. Τα μάτια σου έμοιαζαν ξαφνικά να έχουν γίνει τεράστια και διάφανα. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως μπορούσα να δω τις σκέψεις σου να περνάνε μέσα από το μυαλό σου. Σε κοιτούσα γεμάτος ευγνωμοσύνη που μου ζητούσες να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν χόρταινα να σε θαυμάζω. Ήσουν υπέροχη.
    Ακριβώς τότε έριξες το βλέμμα σου πάνω μου και με είδες να στέκομαι και να σε παρατηρώ.
    «Θα περιμένω πολύ ακόμα;» ρώτησες υψώνοντας τον τόνο στη φωνή σου.
    Σύρθηκα και έχωσα το κεφάλι μου κάτω από το πόδι σου. Προσπαθούσα να χωθώ όλος κάτω από το πόδι σου και στριφογυρνούσα συνεχώς σαν σκυλί γεμάτο ψήλους. Εκείνη τη στιγμή είχαμε φύγει από το παρόν. Είχαμε δραπετεύσει από τους εαυτούς μας. Είχαμε συναντήσει την ελευθερία που ονειρευόμασταν. Το βλέμμα που μου έριξες, με παρέσυρε μακριά σαν δίνη. Τι να είχε μέσα της αυτή η ματιά; Αδιαφορία; Οίκτο; Μια ιδέα μίσος, ή περιφρόνηση; Αγάπη;

    «Μπορείς να πας και να κάνεις ένα μπάνιο» είπες όταν θεώρησες πως τελείωσα τη δουλειά μου κάτω κι από τα δυο σου πόδια.
    Δεν ήθελα με τίποτα να εγκαταλείψω τη θέση μου κάτω από τα πόδια σου, αλλά έπρεπε να κάνω όπως με πρόσταξες. Έκανα να σηκωθώ και να σταθώ στα πόδια μου αλλά το σώμα μου ήταν πολύ βαρύ. Λες και είχα γίνει ένα με το πάτωμα. Τελικά και με αρκετή δυσκολία τα κατάφερα.
    «Θα σε περιμένω στο κρεβάτι. Θέλω να κοιμηθούμε αγκαλίτσα» είπες και πήγες να χωθείς κάτω από τα σεντόνια στο κρεβάτι μας.
    Όταν τελείωσα το μπάνιο, ήρθα και σε βρήκα στο κρεβάτι. Το φως του κομοδίνου σου ήταν αναμμένο και διάβαζες κάποια χαρτιά που μάλλον θα ήταν γραπτά δικά μου. Σήκωσες το κεφάλι σου πάνω από τα χαρτιά και με κοίταξες με ένα βλέμμα γεμάτο προσδοκία και ένα ίχνος χαμόγελου να ζωγραφίζεται καθώς οι άκρες των χειλιών σου σηκώνονταν αμυδρά προς τα πάνω.
    «Οι πατούσες μου είναι σκονισμένες επειδή πατούσα ξυπόλητη» είπες και έβαλες ξανά το κεφάλι σου μέσα στις σελίδες. Χωρίς να κοιτάζεις μου είπες: «Όταν τελειώσεις και πιστεύεις πως θα είναι καθαρές πες το μου να πέσουμε για ύπνο».
    Έπεσα στα γόνατα κοιτάζοντας σε. Τώρα, με κοίταζες τόσο παγερά που είχε εξαφανιστεί σχεδόν και το χαρακτηριστικό γελάκι στις άκρες των όμορφων χειλιών σου. Σήκωσες το ένα σου φρύδι κοιτάζοντας με χωρίς ίχνος οίκτου. Δεν μίλησες ξανά. Η σιωπή που απλώθηκε στο δωμάτιο ήταν σχεδόν απόκοσμη. Το μόνο που ακούγονταν ήταν το πλατάγιασμα της γλώσσας μου στα πέλματά σου και κάπου κάπου, οι σελίδες που γύριζες όταν τέλειωνες. Λίγη ώρα μετά σήκωσα το κεφάλι μου από τα πόδια σου και έσπασα τη σιωπή.
    «Νομίζω πως είναι καθαρά κυρία».
    Δεν είπες τίποτα αλλά χτύπησες το χέρι σου στο στρώμα δίπλα σου χωρίς να σηκώσεις το κεφάλι σου από τις σελίδες, σαν να καλούσες ένα σκυλάκι να έρθει να καθίσει δίπλα σου. Ξάπλωσα δίπλα σου φίλησα το γυμνό σου ώμο και χάιδεψα την κοιλιά σου. Είχε φουσκώσει αρκετά μιας και διένυες τον 6ο μήνα της εγκυμοσύνης σου. Μιας εγκυμοσύνης που θα έφερνε στην αγκαλιά μας ένα δεύτερο μωράκι. Γύρισες να αφήσεις τις σελίδες στο κομοδίνο και να κλείσεις το φως και γω βρήκα την ευκαιρία να κολλήσω πίσω σου το σώμα μου. Μπήκα απαλά μέσα σου και σε φίλησα πίσω από το αφτί. Τίποτα δεν μπορούσε πια να μας κόψει. Υπήρχε μόνο φωτιά που έκαιγε μέσα μας και προσπαθούσαμε να τη σβήσουμε πάνω στα σεντόνια του κρεβατιού μας. Παλεύαμε λαίμαργα να γεμίσουμε γεύσεις, εικόνες, ήχους μεστούς, να χορτάσουμε ο ένας τον άλλο –αν ήταν δυνατό να γίνει κάτι τέτοιο.

    Όταν τελειώσαμε μείναμε αγκαλιασμένοι. Σε κοίταζα με ένα βλέμμα γεμάτο παράδοση.
    «Συγνώμη που σε χαστούκισα την προηγούμενη φορά».
    «Δεν θα έπρεπε να ζητάς συγνώμη. Μου άξιζε».
    «Δεν σου αξίζει τέτοια μεταχείριση και το χέρι μου ξέφυγε».
    «Δεν μπορώ να σου δώσω να καταλάβεις πόσο όμορφα ένιωσα εκείνη τη στιγμή της απόλυτης εξουσίας σου πάνω μου. Εκείνη τη στιγμή ήθελα να πάρω το χέρι σου που με χτύπησες και να του δώσω φιλιά ευγνωμοσύνης».
    Χαμογέλασες.
    «Τότε την επόμενη φορά που θα σε χαστουκίσω θα σου απλώσω το χέρι μου και θα απαιτήσω να το κάνεις».
    Σε φίλησα στο στόμα.
    «Έχει περάσει σχεδόν ένας μήνας που φερόμαστε σαν υπηρέτης και κυρία» είπες. «Δεν ξέρω αν θέλω να συνεχίσω έτσι. Δεν ξέρω τι θα κάνω. Θα το σκεφτώ όμως για λίγο καιρό ακόμα. Μέχρι τότε θα συνεχίσεις να είσαι στην υπηρεσία μου».
    Μου χαμογέλασες παιχνιδιάρικα.
    «Θα έκανα τα πάντα κυρία για να σε πείσω να κρατήσει για πάντα αυτή η κατάσταση. Τα πάντα, ό,τι χρειαστεί».
    «Εντάξει, εντάξει… τα έχεις ξαναπεί όλα αυτά».
    Έκανες μια μικρή παύση.
    «Θα το σκεφτώ αρκετά. Κοίταξε, δεν θέλω να κάνω κάτι που θα επηρεάσει την υγεία σου».
    «Δεν θα σου ζητούσα ποτέ κάτι τέτοιο».
    «Μου ζητάς να σε βάζω να γλείφεις βρωμιές που έχω στα παπούτσια μου…»
    «Το έχω κάνει αρκετές φορές… κρυφά όταν λείπεις, δεν έχω πάθει τίποτα. Πιο πολύ ταπει¬νώνω τον εαυτό μου όταν το κάνω αυτό. Δεν καταλαβαίνεις πως αισθάνομαι όταν το κάνω αυτό. Ίσως να μην μπορώ να στο εξηγήσω καλύτερα». Σα λίγο και συ δεν μίλησες, έτσι εγώ συνέχισα. «Δεν θα στο ζητήσω ξανά αν δεν αισθάνεσαι άνετα μ’ αυτό, μα μη μου ζητάς να μην το σκέφτομαι και να μην το φαντάζομαι. Μου χει κολλήσει η ιδέα πως είμαι δού¬λος από τα γεννοφάσκια μου, πως γεννήθηκα να σου κάνω υποκλίσεις τεμενάδες και να σέρνομαι μπροστά σου. Όλες αυτές τις μέρες είναι σαν να δίνω εξετάσεις. Περιμένω με ανυπομονησία την ώρα που θα κοιμηθεί ο μικρός. Η καρδιά μου πάει να σπάσει όταν με κα¬λείς και μου δίνεις διαταγές. Είμαι σχεδόν στο χείλος της καταστροφής, σαν το αβγό στην άκρη του τραπεζιού που είναι έτοιμο να πέσει κάτω από στιγμή σε στιγμή. Συνέχεια περιμένω πως θα με φωνάξεις και θα μου πεις πως αυτό δεν θα συνεχιστεί άλλο και το χειρότερο είναι ότι αισθάνομαι πως αυτό μου αξίζει πραγματικά. Το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως θέλω να μεταμορφωθώ σε κούτσουρο ξερό για να μην έχω αισθήσεις, να μην πονάω άλλο. Δεν μπορώ να φανταστώ πιο σκληρή τιμωρία για τα λάθη που έκανα στο παρελθόν, για τη δειλία μου να σου εξομολογηθώ, για το γεγονός πως σε έκανα να κλαις, για το ότι δεν είμαι ο σύζυγος που σου αξίζει. Δεν ξέρω καν αν έχω το δικαίωμα τόσο αργά, να σου ζητώ συγχώρεση. Ένα μήνα τώρα είναι σαν να ζω μέσα σε ένα λιβάδι κάπου στον παράδεισο λουσμένο στο φως. Μα δεν μπορώ να το απολαύσω. Συνέχεια έχω στο μυαλό μου την επικείμενη άρνησή σου, και βουλιάζω πάλι μέσα στην νύχτα, όπου το σκοτάδι ορμάει πάνω μου και με τυλίγει. Τα βράδια όταν κοιμάσαι μένω ξύπνιος απ’ αυτές τις σκέψεις, εξουθενωμένος, χλομός και αποβλακωμένος, σαν να είμαι ένα υπόλειμμα κεριού. Πιάνω τον εαυτό μου να τρομάζει τόσο μέχρι που δεν μπορώ πια να σκεφτώ και κατάκοπος ψυχικά αποκοιμιέμαι. Πιάνω τον εαυτό μου να ντρέπεται για όλα αυτά κι όλο λέω πως είναι παράλογο να ντρέπομαι για κάτι που είναι αδύνατον να αλλάξω».
    Σα και σε κοίταξα χωρίς να πω τίποτε άλλο. Με κοίταξες στα μάτια με βλέμμα που έλαμπε. Με κοίταξες διαπεραστικά, ενώ χαμηλά στο στομάχι μου ένιωθα την ενέργεια να συσσωρεύεται και να στροβιλίζεται. Οι σκέψεις μας ταυτίστηκαν, κι όλως περιέργως μπορούσα να με δω μέσα από τα μάτια σου, ενώ ένιωθα την ταπείνωσή μου να γίνεται η έβδομη αίσθηση και να έχει οξυνθεί ιδιαιτέρως. Προσπαθούσα να δω τις προθέσεις σου. Έβλεπα συνέχεια με το μυαλό μου την άρνησή σου και αυτό με χτυπούσε κατάστηθα, σαν γροθιά στα σωθικά και μου έκοβε την ανάσα. Ήταν λες και η μοίρα μου βρισκόταν στα χέρια σου. Δεν είχες παρά να πεις μερικές κουβέντες, για να με συντρίψεις. Αντί απάντησης όμως εσύ, έχωσες το χέρι σου ανάμεσα στα πόδια μου και ψαχούλεψες.
    «Θέλω πάλι» μου είπες.
    «Είμαι δικός σου. Πάντα ήμουν δικός σου. Στο ορκίζομαι στη ζωή μου» είπα και ο όρκος μου έγινε λάδι που έπεσε στη φωτιά και η φωτιά θέριεψε τόσο που τα κορμιά μας καίγονταν.
    Άγγιξα τα βλέφαρά σου, το ξαναμμένο σου πρόσωπο, έπειτα τα μπερδεμένα σου μαλλιά. Σκέφτηκα πόσο θα ήθελα να μην έχω ύλη, κορμί, βάρος, για να μπορέσω να εισβάλω μέσα σου σαν νερό, να γίνω ένα μαζί σου, να ανακατευτεί η ύλη μου με την ύλη σου. Μάταια όμως γιατί οι ζωντανοί δεν γλιτώνουν από την ευθύνη των κορμιών τους. Έτσι αφέθηκα να νιώσω αμυδρά την ένωση που ποθούσα, σαν θνητός, όσο μπορούσα με τη σάρκα μου. Συμβιβάστηκα να νιώσω την αγάπη στα όρια της ανθρώπινης φύσης και του ανθρώπινου χρόνου. Την ηδονή ακολουθούσε το πνιχτό γέλιο και ανάσες ευχαρίστησης όταν νιώθαμε πως ρουφούσαμε λαίμαργα στιγμές που θα μας συντρόφευαν στο άγνωστο ταξίδι της ζωής που θα ακλουθούσε. Παραδιδόμουν στο χωρίς συστολή άγγιγμά σου σε κάθε σημείο του σώματός μου, χωρίς αντίσταση, χωρίς αμφιβολίες. Ήμουν δέσμιος των μαγικών σου δαχτύλων που ταξίδευαν σε κάθε σημείο του σώματός μου. Δεν ήσουν άνθρωπος, ήσουν άνεμος, ήσουν έρωτας αληθινός, που ήρθες να μου χαρίσεις τα φιλιά σου στη νοτισμένη μου επιδερμίδα και να αφήσεις τα σημάδια σου στο κορμί και στην ψυχή μου.
    Παροξυσμός κορμιών και ψυχών. Όλα ήταν τέλεια και σοφά εκείνες τις ώρες. Χαθήκαμε και οι δυο μέσα σε μια πρωτόγνωρη μέθη.

    Συνεχίζεται...

    ---------- Post added at 20:56 ---------- Previous post was at 20:03 ----------

    Τελευταίο μέρος της εκπαίδευσης

    «Θα πάρουμε και ένα μαστίγιο» είπες όταν μείναμε αγκαλιά λίγο πριν κοιμηθείς.
    Το βλέμμα σου χάθηκε μέσα στις χαραμάδες του ταβανιού.
    «Θέλεις;» ρώτησα.
    «Κάπως θα πρέπει να σε τιμωρώ αν είσαι άτακτος» είπες και έσκισες με το χέρι σου τον αέρα σαν να το είχες ήδη μαζί σου.
    «Δεν θα είμαι» είπα.
    «Το καλό που σου θέλω! Όμως θα πάρουμε ένα και θα το χρησιμοποιώ ακόμα κι αν δεν κάνεις τίποτα. Έτσι για να σε ταπεινώνω».
    «Όπως θέλεις!» είπα.
    «Επίσης…»
    «Επίσης!» είπα και σε έκοψα.
    «Ναι επίσης, αλλά μην με κόβεις. Βλέπεις; Είσαι άτακτος».
    Γύρισες στο μέρος μου και με χαστούκισες. Ελπίζω να μην ξεπεράσω ποτέ το συναίσθημα ταπείνωσης, την έξαψη και την έκρηξη ευτυχίας που μου προκαλείς όταν με χαστουκίζεις.
    «Αυτό για να μάθεις. Θα θεωρώ από δω και στο εξής αυτό εδώ το μάγουλο υπεύθυνο για τα σφάλματα του κεφαλιού. Και όταν θα έχω και το μαστίγιο, θα θεωρώ υπεύθυνο και τον πισινό σου. Και τώρα άκου. Επίσης θα πάρουμε χειροπέδες για να σε δένω στο κρεβάτι όταν θέλω να σου κάνω πράγματα που ίσως να μην θέλεις εσύ, τουλάχιστον την πρώτη φορά, και θα πάρουμε και μια μάσκα».
    «Μάσκα;»
    «Ναι, ίσως κάποια πράγματα που θα σε βάζω να κάνεις, θα μου βγαίνουν καλύτερα αν δεν βλέπω το πρόσωπό σου, τουλάχιστον στην αρχή».
    «Δηλαδή;»
    «Μου φέρνεις τη γόβα μου;»
    Άνοιξα την ντουλάπα και στην έφερα.
    «Βλέπεις αυτό το τακούνι;»
    Το έβλεπα. Σου έγνεψα.
    «Αυτό θα είναι το σκήπτρο μου. Δεν θα υπάρχει ούτε ένα μέρος πάνω στο σώμα σου που δεν θα μπορεί να εισχωρήσει…»
    «Εννοείς…;»
    «Ναι εννοώ! Γιατί δεν θα έκανες τα πάντα;»
    «Ναι τα πάντα!»
    «Και γιατί όχι αυτό;»
    «Το έχω φανταστεί κι αυτό!»
    «Ναι μου το έχεις γράψει. Από σένα θέλω μόνο να είσαι υπάκουος στα πάθη και τις ορέ¬ξεις αυτού που χειρίζεται το σκήπτρο. Δηλαδή στα δικά μου. Να ξέρεις θα υπάρχει μια συνηθισμένη διαδρομή που θα ξεκινάει από δω» είπες, βάζοντας το τακούνι στο στόμα μου «θα περνάει από δω» συνέχισες σέρνοντάς το πάνω στο στήθος μου «θα πηγαίνει εδώ» πίεσες μ’ αυτό τη ρώγα στο στήθος μου και με έκανες να πονέσω «θα κατεβαίνει εδώ» είπες και το έσυρες αφήνοντας μια αμυδρά κόκκινη γραμμή από το στήθος μέχρι το πέος μου που σχεδόν το κάρφωσες «και τέλος εδώ» είπες και σπρώχνοντάς με να γυρίσω μπρούμυτα άνοιξες τους γλουτούς μου και το ακούμπησες στην τρύπα μου.
    Δεν έκανα καμία προσπάθεια να κουνηθώ. Το είχα πάρει απόφαση πως θα έκανα τα πάντα για να σε δω με εξευτελίζεις. Ήμουν δικός σου, σου ανήκα. Αν για σένα το τακούνι ήταν το σκήπτρο, τότε κι εγώ θα προσέφερα το σώμα μου –κάθε σημείο του σώματός μου- σαν βωμό να καις το θυμίαμά σου. Όποιο και ήταν το σημείο που θα προτιμούσες, ήξερα πως το άγγιγμά σου, θα προκαλούσε στιγμές διέγερσης, που θα με βύθιζαν σε ένα ντελίριο τόσο έντονο που θα μας χάριζε τις γλυκύτερες ηδονές που μπορούσαμε να ελπίζουμε από τη ζωή.
    «Θα πάρουμε ότι θέλεις» είπα ξέπνοα, «μόνο κάνε ότι είναι να κάνεις».
    «Παρακάλεσέ με!»
    «Σε ικετεύω κάνε το!»
    «Να κάνω τι;»
    Άρχισες να με χαϊδεύεις με το τακούνι. Το πίεσες να μπει μέσα μου και Σες.
    «Να το βάλεις μέσα μου, σε παρακαλώ, σε ικετεύω!»
    Το έσπρωξες απαλά μέσα μου.
    «Δ.. δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω» τραύλισα.
    «Μην σφίγγεσαι, αφέσου ελεύθερος».
    «Δε..δεεν… είναι το τακούνι σου αυτό» είπα λιγωμένος. Υπέφερα. Δεν ήμουν συνηθισμένος σε κάτι τέτοιο. Αφού όμως ήθελες εσύ, εγώ θα έκανα τα πάντα να συνηθίσω. Η φύση θέλει να μας οδηγήσει στην ευτυχία μέσα από τον πόνο.
    «Όχι!» είπες χαμογελώντας «είναι το δάχτυλό μου. Ας πούμε πως δεν είσαι ακόμα άξιος για το σκήπτρο μου» είπες.
    «Με σκοτώνεις!»
    Έκανες να το βγάλεις από μέσα μου.
    «Σε ικετεύω, μην το βγάζεις, συνέχισε, μην σταματάς, σε παρακαλώ!» τριβόμουν μπρούμυτα όπως ήμουν πάνω στο στρώμα. «Δεν αντέχω άλλο, χάνομαι!».
    Τελείωσα μέσα σε μια έκρηξη και έβγαλες το δάχτυλο από μέσα μου. Έμεινα με το κεφάλι κρυμμένο στο μαξιλάρι. Με τράβηξες απαλά από τα μαλλιά και δεν αντιστάθηκα. Με έσυρες με το κεφάλι να τρίβεται στα σεντόνια εκεί που είχε συντελεστεί η έκρηξη.
    «Καθάρισέ τα με τη γλώσσα σου. Δεν θα αφήσεις σταγόνα. Από δω και στο εξής όταν τελειώνεις οπουδήποτε εκτός από μέσα μου θα το μαζεύεις όλο με τη γλώσσα, κατάλαβες;»
    Με τα δάχτυλά σου πλεγμένα στα μαλλιά έσπρωχνες προς τα κάτω το κεφάλι μου οδηγώντας τη γλώσσα μου πάνω στο σεντόνι μέχρι που το καθάρισα όλο. Με γύρισες πάλι ανάσκελα. Τα μάτια μου κλείσανε.
    «Ντρέπομαι!» είπα και το εννοούσα.
    «Γιατί; Δεν σου άρεσε; Δεν ήταν όπως το φαντάστηκες;»
    «Ήταν κάτι πολύ παραπάνω απ’ ότι έχω μέχρι τώρα φανταστεί. Ένιωσα πως θα σταματήσει η καρδιά μου να χτυπάει. Ένιωσα να εκμηδενίζομαι μπροστά στα μάτια σου και ταυτόχρονα να εξυψώνομαι στα ουράνια. Τίποτα στον κόσμο δεν ήταν πιο ωραίο. Αισθανόμουν… τρελαινόμουν… δεν ξέρω πια τι λέω… τι κάνω… είμαι σαν μεθυσμένος… ντρέπομαι όχι γιατί μου άρεσε, μα γιατί δεν ξέρω τι σκέφτεσαι εσύ που μου άρεσε. Θέλω να πετάμε μαζί από χαρά σε χαρά. Να βυθιστούμε μαζί σε μια θάλασσα ηδονών. Να κάνουμε το ποτήρι μας να ξεχειλίσει. Συγχώραμε A» είπα και κρύφτηκα τρέμοντας στην αγκαλιά σου, «σε λατρεύω τόσο πολύ. Ποτέ δεν θα βρεις κάποιον να είναι πιο υποτακτικός από μένα. Σου το υπόσχομαι. Θα κάνω ότι θέλεις. Θέλω να με μάθεις πως θέλεις να φέρομαι. Θέλω να ποδοπατήσεις όλες τις προκαταλήψεις μας, να θριαμβέψεις πάνω τους και να καταστρέψεις όλες τις αρχές που μας έχει φυτέψει η λογική. Να με αναγκάσεις να δώσω ξανά όρκο υπακοής και πίστης».
    Χαμογέλασες.
    «Θα αφήσουμε τη φαντασία μας όσο πιο ελεύθερη γίνεται. Θα την αφήσουμε να περιπλανηθεί δίνοντάς της ελευθερία να ξεπεράσει τα όρια που της επιβάλουν οι υποτιθέμενες υποχρεώσεις μας. Άλλωστε, οι πιο υπέροχες αισθήσεις πηγάζουν από τη φαντασία. Και τότε ο δρόμος που θα χαράζεται μπροστά μας θα μας οδηγήσει πολύ μακριά».
    «Σου υπόσχομαι να μην επιτρέψω καθόλου αναστολές στον εαυτό μου. Θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω να γκρεμίσουμε μαζί κάθε φραγμό. Είσαι γεννημένη να σε λατρεύουν και αυτό είναι που σκοπεύω να κάνω από δω και μπρος. Θα υποταχτώ στην πιο σταθερή παρόρμηση της καρδιάς μου και θα σε ικανοποιώ μέχρι να πεθάνω. Θα κάνω ότι μου ζητήσεις προκειμένου να με κρίνεις άξιο να δεχτώ τη διαδρομή του σκήπτρου σου» είπα.
    «Για την ώρα θέλω κάτι από σένα. Θέλω να με πάρεις αγκαλίτσα μέχρι να κοιμηθώ».
    Σε αγκάλιασα.
    «Είστε ικανοποιημένη κυρία;» ρώτησα.
    «Για πρώτη φορά πάρα πολύ».
    «Θέλω να γίνω θύμα σου».
    «Και τι θα με άφηνες να κάνω;»
    «Τα πάντα… όλα… ότι θα με έκανε να καταντήσω το πιο άθλιο των πλασμάτων. Σε ικετεύω μη με λυπηθείς. Θέλω να με χρησιμοποιείς σαν αντικείμενο που υπηρετεί τις απολαύσεις σου, είτε τις συμμερίζομαι αυτές είτε όχι. Δεν με ενδιαφέρει αν θα νιώθω εγώ πόνο, ή ικανοποίηση. Η ικανοποίηση η δική μου θα είναι πως κατάφερα και σε ικανοποίησα. Θα σε παρακαλάω να μου προκαλείς πόνο αρκεί να ξέρω πως σου προσφέρω την ηδονή. Θα είσαι ο αφέντης σουλτάνος στο χαρέμι και εγώ θα τρέχω να σου χαρίσω ηδονή. Θα δίνεις διαταγές κι εγώ θα υπακούω χωρίς να έχω το δικαίωμα να σου ζητήσω το λόγο. Θα απολαμβάνεις να με βλέπεις να σέρνομαι στα πόδια σου. Θα με τιμωρείς για έλλειψη σεβασμού αν θα κρίνεις πως συμμετέχω κι εγώ στις απολαύσεις σου. Θα σέρνομαι στα πόδια σου μόνο και μόνο για να ακούσω από το στόμα σου έναν αναστεναγμό ευχαρίστησης και θα είμαι ο πιο ευτυχισμένος δούλος».
    «Είσαι τρελός!» είπες χαμογελώντας, «πρόσεχε τι εύχεσαι, λένε, μπορεί να σου συμβεί!»
    «Μη φοβάσαι, σήμερα μ’ ανέβασες στα ουράνια».
    «Το πρόσεξα! Ήμουν κι εγώ μαζί σου εκεί πάνω».
    «Δεν θέλω να κατέβω από κει. Δεν θέλω να κατέβουμε από κει πάνω».
    «Μην ανησυχείς και δεν θα αφήσω εγώ να κατέβουμε. Χαίρομαι να διαπιστώνω πως έχουμε τις ίδιες διαθέσεις. Μην ανησυχείς. Σε διαβεβαιώνω πως δεν θα δείξω κανέναν οίκτο. Είμαι εντελώς αποφασισμένη, όχι μόνο να σε κάνω να ικανοποιήσεις τις προσδοκίες μου, αλλά να τις ξεπεράσεις κιόλας».
    «Θα παραδοθώ στη μοίρα μου, δεν θέλω να με σώσει τίποτα. Δεν ξέρω και δεν έχω ιδέα τι θα μου κάνεις. Θα τα υπομείνω όλα όμως».

    Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να κοιμηθώ. Άκουγα την ανάσα σου να βγαίνει ρυθμική πάνω στο στήθος μου. Έκλεινα τα μάτια μα δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω αυτό που συνέβαινε. Ήσουν μια θεά και γω ο πιστός σου. Με είχες διαλέξει και σου ήμουν πιστός σαν κατοικίδιο. Κάθε μέρα ήταν και μια διασκεδαστική εμπειρία μαζί σου. Φανταζόμουν τώρα πως ζούσα στη μέση της ερήμου και είχε να βρέξει για μέρες. Προσευχόμουν σε σένα για λίγη βροχή, για μάνα εξ ουρανού. Γιατί έτσι έβλεπα τον τρόπο ζωής που σου ζητούσα για να μπορώ να ζήσω. Η ταπείνωση και ο εξευτελισμός μου σαν πράξη προς εσένα, ήταν η βροχή και η τροφή μου. Και συ αποφάσιζες να μη προσφέρεις στον πιστό σου αυτό που θέλει. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Όσο περισσότερο καθυστερούσες την βροχή, τόσο πιο πολύ θα σ’ αγαπούσε, όσο πιο πολύ αδιαφορούσες, τόσο πιο πολύ θα σε είχα ανάγκη. Και μάλλον θα ισχύει και το αντίστροφο. Θα με άφηνες να φτάσω ένα βήμα πριν το τέλος πριν μου σώσεις την ζωή. Και θα μου την έσωζες! Γιατί στην πραγματικότητα, νοιαζόσουν για το κατοικίδιό σου. Για την ώρα απλά απολάμβανες να βλέπεις τον πιστό σου να σε ικετεύει για να τον ταπεινώσεις. Ήξερες πως ο πιστός σου θα έκανε τα πάντα.
    Ήταν σα να ζούσα σε ένα παράλληλο με την πραγματικότητα κόσμο. Προσπαθούσα να επεξεργαστώ όλα αυτά που συνέβαιναν στον παράλληλο αυτό κόσμο. Ένα κομμάτι του μυαλού μου ένοιωθε τη «μαγεία» του γεγονότος, ενώ ένα άλλο πάλι, ορθολογικό, πάλευε να βάλει σε κάποια τάξη όλα αυτά, να βρει κάποια λογική εξήγηση. Όμως, υπήρχε και κάτι άλλο, κάτι κρυμμένο πολύ βαθιά μέσα μου, που μου έλεγε πως αυτή η «μαγεία», αυτή η «παραδοξότητα» που βίωνα, ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Ήταν κάτι σαν το επιστέγασμα των προσδοκιών μου όλα αυτά τα χρόνια.
    Σε κοίταξα όπως κοιμόσουν. Ήμουν θύμα της γοητείας που μου ασκούσες. Ήμουν δικός σου. Ταμένος σε σένα στον ύπνο και στον ξύπνιο μου. Ορκισμένος δούλος της μορφής σου, της σάρκας σου που έβαζε φωτιά στα σεντόνια μου, είτε ξαπλώναμε μαζί, είτε ξάπλωνα μόνος μου, και με έκανε να μην μπορώ να κλείσω μάτι.
    Ξύπνησα μέσα στον ύπνο μου. Κοίταξα δίπλα μου μα εσύ έλειπες. Σηκώθηκα αργά. Με το που ακούμπησα το πόδι μου στο πάτωμα, το κεφάλι μου άρχισε να γυρίζει. Απέδωσα τη ζαλάδα στην εξάντληση της νύχτας και στην κούραση, ώσπου άρχισα να χάνω τα βήματά μου σαν να πετούσα. Άφησα τα βλέφαρα να κλείσουν για λίγο μήπως και συνέλθω. Ένοιωσα για λίγο πως χάνομαι στον οίστρο ενός χορού. Ήμουν μετέωρος εκείνη τη στιγμή, ανάμεσα στο παρελθόν στο παρόν και στο μέλλον. Πως τόλμησα πάλι να ονειρευτώ; Πίστεψα για μια στιγμή πως είναι μια από εκείνες τις εμπειρίες, που κάποιοι άνθρωποι περιγράφουν σαν μεταφυσικές. Έτσι κάπως φαντάζομαι θα ήταν ο θάνατος. Το κορμί χάνει την αίσθηση ότι αγγίζει πράγματα και χώρους. Και τότε άρχισα να πέφτω, να πέφτω… προλάβαινα μόνο να σκεφτώ πως όπου να ‘ναι θα ξυπνήσω, όπως ακριβώς συμβαίνει και στους εφιάλτες: μετά προσγειώνεσαι σώος στο κρεβάτι σου. Μόλις άνοιξα πάλι τα βλέφαρα είχα συνέλθει λιγάκι αλλά το σκοτάδι υπήρχε ακόμα εκεί να με τυλίγει στις φασκιές του. Δεν ήξερα αν εξακολουθούσα να ζω στον εφιάλτη. Σε έψαξα δίπλα μου ψηλαφιστά, μα δεν σε βρήκα. Έπρεπε πάλι να σηκωθώ και να σε ψάξω μέσα στο σπίτι. Αυτή τη φορά τα πράγματα έγιναν πιο εύκολα. Όταν σηκώθηκα δεν υπήρχαν οι ζαλάδες, οπότε μάλλον δεν ονειρευόμουνα. Σε έψαξα μέσα στο σπίτι. Δεν υπήρχε φως και έτσι δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τις φιγούρες των πραγμάτων. Παρόλο που ήταν θεοσκότεινα, μια μικρή λάμψη έβγαινε από το σαλόνι. Προχώρησα προς τη λάμψη. Τότε σε είδα. Έστρεψα το κεφάλι μου κάτω. Ήσουν απίστευτα τέλεια. Τα μάτια σου σα χρυσαφιά, ήταν η αιτία της λάμψης που είχε κατακλίσει το δωμάτιο. Τα μάτια μου θολώνανε από την οπτασία μπροστά μου. Αστραπιαία η αλήθεια έλαμψε μέσα μου. Δεν υπήρχα στα αλήθεια. Όλα ήταν κυμάνσεις της ενέργειας που δημιουργούσαν το καθετί, ακόμα και εμένα τον ίδιο. Όλα όσα νόμιζα για αληθινά, δεν ήταν παρά μία παραίσθηση, τα πάντα ήταν ένα όνειρο. Αυτή η συνειδητοποίηση με συγκλόνισε και με κατατρόμαξε μέχρι τα βάθη της ύπαρξής μου. Λίγο έλειψε να τρελαινόμουν, κι ένιωσα να βυθίζομαι στα μαύρα σκοτάδια της ανυπαρξίας, όταν ένα χέρι έπιασε στοργικά το δικό μου και με τράβηξε δυνατά πίσω στην πραγματικότητα. Σε είδα να στέκεσαι μπροστά μου, όμορφη όσο και στην πραγματικότητα που σε ήξερα, μόνο που τώρα η ύπαρξή σου δεν είχε τίποτα το υλικό, παρά έδινε την εντύπωση ότι ήταν φτιαγμένη από ατόφιο φως.
    Ήσουν η δέσποινα των λογισμών μου, η Ιδεατή Αριάδνη που μου προσέφερες το μίτο για να βγω από τον λαβύρινθο. Τρόπος του λέγειν, βέβαια, μιας και άπαξ συνειδητοποιείς την ύπαρξή του λαβύρινθου αυτού, η μόνη φυσική επιλογή –επιλογή, τί ειρωνεία κρύβει αυτή η λέξη– είναι να χάνεσαι όλο και περισσότερο στα στενά δρομάκια του, μην ξέροντας τί θα συναντήσεις στην επόμενη στροφή. Ήμουν λοιπόν χαμένος μέσα στο λαβύρινθο των σκέψεών μου ακόμα και τώρα που ονειρευόμουν. Ήμουν σαν φάντασμα που βγήκε με το χάσιμο του φωτός και περιπλανιέται ζητώντας λύτρωση. Δεν ήξερα αν θα άντεχες τις αλήθειες που σου αποκάλυψα για μένα. Όχι, δεν θα τις άντεχες! Μία και μόνη ματιά στην αλήθεια είναι ικανή να σε τρελάνει, όπως έχει τρελάνει κι εμένα. Δεν θα έπρεπε να πάρω την ευθύνη να σου τη δείξω.
    Σε κοιτάζω που έχεις σηκωθεί από την πολυθρόνα σου. Στο μυαλό μου έρχεται το ταξίδι. Το πρόσωπό σου, η φωνή σου, η αίσθηση του ότι κάποιος σε αγαπά όσο τον αγαπάς κι εσύ, ήταν πράγματα που είχα ξεχάσει όλον αυτόν τον καιρό. Ακόμα και ο ίδιος μου ο εαυτός δεν μου ήταν πια γνώριμος. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου, ήταν εκείνη τη στιγμή σαν να συνειδητοποιούσα ότι με έπιασες στον ύπνο, απροετοίμαστο.
    Προχωράς προς το μέρος μου. Μέσα μου μεγαλώνει όλο και περισσότερο η αίσθηση ότι βρίσκομαι σ’ ένα ονειρικό τοπίο με τη φαντασία μου, κι όχι σ’ ένα πραγματικό μέρος με το σώμα μου. Έχασα κάθε επαφή με το πού και το πότε βρισκόμουν, ακόμα και το ποιος ή¬μουν. Δεν είχε σημασία. Υπέροχα συναισθήματα με κατέκλυζαν, συναισθήματα αυτάρκειας, μία αίσθηση ότι κι ο κόσμος όλος να χανόταν, η ομορφιά που απέπνεες θα συνέχιζε να υπάρχει. Όλη μου η πορεία, από την στιγμή που γεννήθηκα μέχρι τώρα, φαινόταν να συνοψίζεται σε αυτήν εδώ την στιγμή, σαν να γεννήθηκα μόνο και μόνο για να βιώσω ό,τι βίωνα σ’ αυτό το συνονθύλευμα ονείρου και πραγματικότητας. Δεν είχα καμία συναίσθηση του βάρους του σώματός μου, κι αυτές οι ίδιες οι αισθήσεις μου λειτουργούσαν κάπως περίεργα. Έβλεπα χωρίς να βλέπω και άκουγα χωρίς να ακούω, πιο πολύ είχα την εντύπωση ότι ήμουν ο ίδιος ένα μέρος της σκηνής γύρω μου, παρά το ότι βρισκόμουν σ’ ένα μέρος του κόσμου και της πραγματικότητας όπως την ήξερα μέχρι τώρα. Ένιωθα την ενέργεια να πάλλεται γύρω μου και μέσα μου, ενώ ένα υπέροχο φως πλημμύριζε το χώρο, γεμίζοντάς με συναισθήματα αγάπης και πληρώσεως. Πρόσεξα λίγο καλύτερα το χώρο που σε κανονικές συνθήκες θα ήταν το σαλόνι του σπιτιού μας στο Βοχαϊκό, και μου ήλθε η εντύπωση ότι δεν βρισκόμουν στον πλανήτη Γη, αλλά είχα περάσει κάποια άγνωστη κι αόρατη πύλη και βρέθηκα στα Ιλίσια Πεδία, στον Παράδεισο, όπως θέλεις πες τον.
    Κι εσύ, ή η Ιδέα σου, με κοίταξε με συμπόνια και κατάλαβα πως το ότι δεν τρελάθηκα μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση, το όφειλα σε σένα. Η παρουσία σου και μόνο μου έδινε δύναμη να αντέξω αυτή την φοβερή κατανόηση του μυστηρίου της Ύπαρξης. Βαθιά μέσα μου ήξερα ότι ποτέ πια η ζωή μου δεν θα ήταν η ίδια...
    «Η σχέση μας είναι μαγική» μου είπες. «Γίναμε όμως πιο μοναχικοί. Ζεις μέσα σε παραληρήματα φαντασιώσεων και δεν νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι θα μπορούσαν να κατανοή¬σουν τα παραληρήματά σου. Γνωρίζω ότι κάποια απ’ αυτά τα παραληρήματα πρέπει να τα κάνω πραγματικότητα, αν κι αυτό θα πρέπει να το κάνω με τρόπο που δεν θα έσπαγε την μαγική μας σχέση. Βλέπεις, στον κόσμο της ύλης, ο χρόνος ίσως φθείρει αυτό που δεν φθεί-ρεται στον τόπο των Ιδεών και της Φαντασίας».
    Ξαπλώσαμε στο πάτωμα και γίναμε ένα. Η έξαψη ερχόταν κατά κύματα ως το λαιμό μου και με έπνιγε. Το περιβάλλον γύρω είχε πάρει μία κοκκινωπή απόχρωση. Η στιγμή ήταν τόσο υπέροχα μαγική. Ήταν σαν αυτή τη στιγμή κατά την οποία ο χρυσός δίσκος του ήλιου ενώνεται με το κυανό νερό της θάλασσας! Πόσες φορές αυτή η ένωση έγινε στο παρελθόν και πόσες φορές θα γίνει στο μέλλον; Σε ορισμένα ερωτήματα είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχουν απαντήσεις.
    Και τότε, ένας άλλος Ήλιος άναψε, η σκέψη η δική σου σαν Ιδεατή Δέσποινα ήταν το προσάναμμα γι’ αυτό, και ήταν δέκα φορές ισχυρότερος από αυτόν που έβλεπα με τα μάτια μου κάθε πρωί που ξυπνούσα.
    Ξύπνησα ιδρωμένος με ένα χαμόγελο στα χείλη μου ζωγραφισμένο. Έφερα στο νου μου το χθεσινό όνειρο, και κάτι που λένε για τα όνειρα: τα όνειρα είναι η λαχτάρα του παρελθόντος και η επιθυμία του μέλλοντος. Είχα υποσχεθεί κάποτε στον εαυτό μου να μην ονειρευτεί ξανά. Όμως το μετάνιωσα σχεδόν αμέσως. Η ψυχή μου τότε έγινε σαν άδειο κουτί, μα συνέχισε να γελάει κάτω από μια επίφαση γέλιου για να μην υποφέρουν και οι άλλοι μαζί μου. Άρχισα σιγά-σιγά να χάνω τον εαυτό μου, ήταν σαν να έχω μια ζωή που δεν ήξερα τι να την κάνω. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς όνειρα. Άδειος χωρίς όνειρα τι θα γινόμουν; Η ζωή είναι ένας χορός, που άμα δεν μετράς τα βήματά του χάνεσαι, και μπορείς να μετράς τα βήματα του χορού αυτού μόνο όταν σκέφτεσαι. Και γω όταν έφυγα στο ταξίδι, δεν ήθελα ούτε να σκέφτομαι, ούτε να ονειρεύομαι. Και έτσι έκανα στην αρχή. Όμως συνειδητοποίησα, πως μόνο με το θάνατο σβήνει η σκέψη και το όνειρο. Αν σβήσουν αυτά νωρίτερα, τότε δεν είσαι άνθρωπος αλλά φάντασμα που περιπλανιέται αδιάκοπα. Κι αφού αποφάσισα πως φάντασμα δεν είμαι, άφησα τον εαυτό μου να ονειρεύεται και να σκέφτεται, όμως αυτά πονούσαν και με έκαναν να σωριάζομαι στο κρεβάτι και να κοιμάμαι με τις ώρες. Και όταν και αυτό δεν ήταν αρκετό, ερχόταν η σωτήρια μπουκάλα με το ουίσκι για να αναλάβει το καθήκον της λήθης.
    Γιατί τα θυμάμαι πάλι όμως όλα αυτά; Πάει πια πέρασε αυτό. Το είχα αφήσει πίσω μου. Ήταν μια από τις δυσκολότερες περιόδους της ζωής μου. Αλλά πέρασε. Πάει. Τώρα ήμουν εδώ. Δίπλα σου. Δεν ήθελα πια όνειρα. Ή καλύτερα θα ήταν να πω, δεν ήθελα πια όνειρα που να μην μπορώ να τα μοιράζομαι μαζί σου. Κι εσύ ήσουν δίπλα μου. Ένα άπλωμα του χεριού μου μακριά. Μπορούσες να ορμήσεις με μια σκούπα μέσα στο μυαλό μου και να βάλεις τα πάντα σε τάξη. Νιώθω πολύ ευτυχισμένος σήμερα. Τόσο που φοβάμαι. Πάντα φοβάμαι όταν νιώθω ευτυχισμένος. Αλλά όχι, κάτι μέσα μου έλεγε πως εμείς οι δυο θα ζούσαμε το παραμύθι μας. Πως κάποια στιγμή θα υπερβαίναμε τα στενάχωρα όρια της λογικής, που φέρνει λογοκρισία και εγκράτεια.
    Αναδεύτηκες και τεντώθηκες στο κρεβάτι. Σε φίλησα και πρότεινα να φτιάξω πρωινό. Έκανα να σηκωθώ από το κρεβάτι αλλά με τράβηξες πίσω.
    «Στάσου μια στιγμή να βγάλουμε αυτό» είπες και τύλιξες τα χέρια σου γύρω από το λαιμό μου ξεκουμπώνοντας το λουράκι από μου.
    «Γιατί;» ρώτησα.
    «Δεν θέλω να σε δει κανείς μ’ αυτό».
    Πλατς-πλατς, ακούστηκαν τα ποδαράκια του μικρού ξυπόλητα στο μάρμαρο καθώς ξύπνησε και ερχόταν να κουλουριαστεί ανάμεσά μας.
    «Πάς να τον φέρεις; Το πρωινό μπορεί να περιμένει λιγάκι» είπες.
    Βγήκα από το δωμάτιο και τον είδα να στέκετε μπροστά μου νυσταγμένος. Έσκυψα και τον πήρα στην αγκαλιά μου. Τον φίλησα στο μάγουλο.
    «Τι λες μικρέ, πάμε μέσα στη μαμά να της δώσουμε ένα φιλάκι;»
    Μου έγνεψε χωρίς να μιλήσει και ήρθαμε στο κρεβάτι. Τον βάλαμε ανάμεσά μας και χουζούρεψε λίγη ώρα και μείς τον κοιτάζαμε με λατρεία.

    Συνεχίζεται...