Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αφιέρωμα στον Ζεράρ ντε Βιλλιέ

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 29 Ιουλίου 2008.

  1. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    "Δεν υπήρχε κανένας να δει τι συνέβαινε κοντά στους μεγάλους σκουπιδοτενεκέδες, που ήταν τοποθετημένοι εκεί από το προηγούμενο βράδυ, ακριβώς δίπλα στην πόρτα του τυπογραφείου, κάτω από μια επιγραφή «Καλλιτεχνικαί τυπογραφικαί εργασίαι».

    Εκεί, στο φως που έπεφτε από το τυπογραφείο και που γινόταν κάπως πιο απαλό από τις πρώτες λάμψεις της αυγής, οι γυμνοί γοφοί μιας κοπέλας ανεβοκατέβαιναν σπασμωδικά.

    Ένα χοντρό τριχωτό χέρι είχε τραβήξει απότομα το τζην κάτω ως τα γόνατα, πριν ανασηκώσει το πουλόβερ και μαζί μ’ αυτό ένα τσαλακωμένο παλιό μαντώ, που τώρα σκέπαζε σαν κουβέρτα τους ώμους και το κεφάλι της κοπέλας, που ήταν πεσμένη μπρούμυτα πάνω σ’ έναν από τους σκουπιδοτενεκέδες και κρατούσε τα χερούλια και με τα δυο της χέρια.

    - Πουτάνα! Ψιθύρισε ο άντρας και τραβήχτηκε πίσω.

    Μπροστά του, μια κοπέλα του προσφερόταν. Μια πόρνη, που είχε συναντήσει πέντε λεπτά πρωτύτερα στην οδό Σαιντ- Ονορέ, πριν από την οδό Σαιν – Ντενί, όπου είχε χωθεί, θέλοντας να τελειώσει τη νύχτα του με μια περιπέτεια, ύστερα από τις ατέλειωτες ώρες που είχε περάσει στα μπαρ της Όπερας. Ήταν απλή τύχη. Σίγουρα, οι πόρνες είχαν αλλάξει συνοικία. Αυτήν εδώ την είχε ψαρέψει στο σταυροδρόμι της Κρουα-ντε-Πετί Σαν. Και μάλιστα όπως την ήθελε. Του είχε δείξει τα στήθια της στο φως μιας ηλεκτρικής λάμπας, ξεκουμπώνοντας απότομα το μαντώ της και σηκώνοντας το πουλόβερ. Κι αμέσως ύστερα είχαν ακολουθήσει οι προσφορές. Και τα λεφτά. Ήταν μια επαγγελματίας, όπως του άρεσε: αυταρχική και νικημένη εκ των προτέρων. Και πιο ερεθιστική γιατί ήταν νέα, όμορφη, ψηλή.

    Μια καινούργια έκπληξη είχε ρίξει τον Βάλτερ Καπουτσίνο σ’ ένα παραλήρημα βιασμού: αντί να του μιλήσει για ξενοδοχείο, η κοπέλα, ρίχνοντας πίσω της τα μακριά, ξανθά μαλλιά της με ύφος δούκισσας, του είχε ψιθυρίσει με βραχνή φωνή:

    - Αν βιάζεσαι και θέλεις, μπορεί να γίνει καμιά πενηνταριά μέτρα από δω. Υπάρχει μια απόμερη γωνιά. Έρχεσαι;

    Και τώρα, στην αυλή ενός σοκακιού ο Βάλτερ Καπουτσίνο προσπαθούσε να καθυστερήσει τον οργασμό του ξέροντας ποια ήταν η καλύτερη στιγμή κι ότι εκεί, μπροστά του, μια νεαρή γυναίκα, μια άγνωστη, του δινόταν όπως του άρεσε…

    Ο Βάλτερ Καπουτσίνο χαμογέλασε…Χαϊδελβέργη…όπως το γερμανικό πανεπιστήμιο, όπου είχε κάνει ένα φεγγάρι, πριν από δεκαπέντε – είκοσι χρόνια, την εποχή που πίστευε ακόμα στα ανθρωπιστικά ιδανικά. Και τώρα ήταν εδώ, σαραντάρης εργένης, μέσα σε μια αυλή της δεύτερης περιφέρειας του Παρισιού με μια πόρνη, σκυμμένη σ’ ένα δοχείο σκουπιδιών ακριβώς κάτω από μια άλλη επιγραφή που έγραφε: «Το γραφείο του δικαστικού κλητήρα είναι στο δεύτερο πάτωμα».

    Η προσοχή του Βάλτερ Καπουτσίνο ξαναγύρισε στους γυμνούς γοφούς ανάμεσα στα πόδια του. Ξαφνικά ρίγησε. Ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε: ένα κράμα παραδοξότητας και απόλυτης χυδαιότητας. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έπεσε πάνω στην κοπέλα, που άρχισε να βογγάει...

    .....................

    Η Ντιάνα έσφιγγε τα λεφτά στις παλάμες της. Τελείως αδιάφορη για ότι της έκανε ο άγνωστος. Ήταν πια μια συνήθεια. Όλες τις νύχτες το ίδιο γινόταν. Τυχαίες συναντήσεις, από τις οποίες συγκέντρωνε τα λεφτά που είχε ανάγκη: διακόσια φράγκα κάθε νύχτα. Ακριβώς όσα χρειαζόταν για να ζήσει όπως ήθελε. Ο καράφλας από πάνω της, που βρωμούσε αλκοόλ, ήταν ο τέταρτος πελάτης της από τα μεσάνυχτα. Μετά από αυτόν θα σταματούσε. Είχε συγκεντρώσει τα λεφτά που ήθελε. Με τα βλέφαρα κατεβασμένα χωμένη στο σκοτάδι του παλτού, που της σκέπαζε το κεφάλι, δεν σκεφτόταν παρά ένα πράγμα μονάχα: να συγκρατήσει την τρεμούλα του σώματός της, που γινόταν όλο και πιο ανυπόφορη, όπως πάντοτε τα ξημερώματα. Σε πέντε, δέκα το πολύ λεπτά, θα τέλειωναν. Έπειτα θα ήταν επιτέλους ήσυχη. Βόγγηξε γι άλλη μια φορά. Ο καράφλας τη διαπερνούσε. Ένα γεννητικό όργανο σκληρό και χοντρό, σπάνιο στους πελάτες της. Και δεν είχε σκοπό να τελειώσει. Έτριξε τα δόντια της κι έσκυψε ακόμα πιο πολύ, ψάχνοντας από κάτω να βρει τα χέρια του άντρα, που τα έπιασε τελικά για να φέρει στα στήθια της. Έλπιζε πως μ’ αυτό τον τρόπο θα επιτάχυνε τον οργασμό του.

    Η Ντιάνα μάζεψε τους ώμους της γιατί άρχισε να νιώθει ασφυξία καθώς τα χέρια του πελάτη της σφίχτηκαν στα στήθια της. Πίστευε πως θα της τα ξεκολλούσε, έτσι δυνατά που τα έσφιγγε και τα μάλαζε. Συγκρατήθηκε, δαγκώνοντας ταυτόχρονα το μάλλινο ύφασμα, για να μη φωνάξει, κρατώντας ταυτόχρονα τσαλακωμένο το χαρτονόμισμα ανάμεσα στα δάχτυλά της. Όσο πιο πολύ της έσφιγγε το στήθος ο καράφλας, τόσο πιο πολύ εκείνη έσφιγγε το χαρτονόμισμα.

    Ξαφνικά, είχε την εντύπωση πως μια μοτοσικλέτα είχε πηδήσει ανάμεσα στους γλουτούς της. Αλλεπάλληλα τραντάγματα την τράνταξαν, έτσι που παραλίγο ν’ αναποδογυρίσουν τα δοχεία των σκουπιδιών κάτω από την κοιλιά της. Ο άντρας πίσω της έβγαλε μια βραχνή κραυγή, ακολούθησαν πέντε ή έξι τραντάγματα ακόμα κι ύστερα η ευτυχία, η ελευθερία. Επιτέλους, είχε τελειώσει κι αυτό…

    Η γυναίκα ντυνόταν γρήγορα, σαν να βρισκόταν σε εφιάλτη. Στο φως που έπεφτε από το τυπογραφείο, η κοιλιά της ανεβοκατέβαινε στον ίδιο ρυθμό με τη μηχανή καθώς ανάσαινε.

    Οι αρτηρίες στους κροτάφους του άντρα δούλευαν πιο γρήγορα. Είχε πάρει την πόρνη αυτή από πίσω. Και τώρα ξαφνικά ένιωσε την επιθυμία να επαναλάβει τη δουλειά, αλλά από μπρος αυτή τη φορά. Πάντοτε πάνω στο δοχείο των σκουπιδιών αλλά από την αντίθετη πλευρά τώρα.

    Ψάχτηκε αδέξια κι έβγαλε ένα άλλο χαρτονόμισμα, ενώ στο πρόσωπό του φαινόταν ένα ηλίθιο χαμόγελο.

    Η κοπέλα τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα.

    - Σου είπα να ξεκουμπιστείς, του σφύριξε. Δεν κατάλαβες; Πάρε δρόμο, αρκετά σε ανέχτηκα.

    Ο Καπουτσίνο την κοίταξε σαν χαμένος. Ποτέ ως τώρα δεν είχε δει μια πόρνη ν’ αρνιέται δεύτερη επιθυμία πελάτη.

    Πιο πολύ ερεθισμένος τώρα από την δυσκολία, ψάχτηκε πάλι κι έβγαλε άλλο ένα χαρτονόμισμα.

    - Πληρώνω τα διπλά, είπε ενώ τα μάτια του άστραφταν από τον πόθο…

    ....................................

    Δεν υπήρχε αμφιβολία: ήταν γυναικεία φωνή. Φωνή κλαψιάρικη, που ακουγόταν κάθε φορά ύστερα από ένα υπόκωφο χτύπημα. Σαν να χτυπούσαν κάποιον. Και κάθε τόσο ακούγονταν συγκρατημένα γέλια. Αντρικά αυτή τη φορά.

    Με μια ματιά, ο Κορεντέν υπολόγισε την απόσταση από κάτω του. Τρία μέτρα το πολύ ως μια μικρή προεξοχή, πάνω από το κοίλωμα. Περνώντας πάνω από το κιγκλίδωμα, κρεμάστηκε, ταλαντεύθηκε λίγο και πήδησε…

    Σ’ ένα είδος ακαθόριστης σπηλιάς, που ο θόρυβος εμπόδιζε τη θέα από πάνω, από τον δρόμο, μια κοπέλα έτρωγε ξύλο.

    Ήταν εντελώς γυμνή, εκτός από τις μπότες της. Ψηλή και λεπτή, ξερακιανή σχεδόν, με παράξενα μικρούς μαστούς και πολύ μεγάλες σκούρες ρώγες. Τα ξανθά μαλλιά της, μακριά και λεία σαν μετάξι, κυμάτιζαν σαν σε θύελλα κάθε φορά που χτυπούσε ένας από τους ηδονοβλεψίες.

    Ήταν τρεις, με ανάκατα μαλλιά, δερμάτινες μπλούζες ή δερμάτινα σακάκια. Δυο νεαροί κι ένας γέρος, φαλακρός, αναμαλλιασμένος κι αυτός, αλλά μόνο στο πίσω κάτω μέρος του κεφαλιού. Οι δυο νεαροί είχαν αρπάξει την κοπέλα ο καθένας από το ένα μπράτσο και την κρατούσαν ακίνητη με το γόνατό τους ακουμπισμένο πίσω στη μέση της. Εκείνος που ήταν αριστερά είχε βάλει την παλάμη του στο στόμα της κοπέλας για να πνίξει τις φωνές της όταν την χτυπούσε ο καράφλας.

    Αυτός την έδερνε κανονικά. Μεθοδικά. Με γροθιές παντού, στο στήθος, στην κοιλιά και κάθε φορά, η κοπέλα κουλουριαζόταν, βγάζοντας μια παρατεταμένη, υπόκωφη, κλαψιάρικη φωνή.

    Ο Κορεντέν υπολόγισε την απόσταση. Τρία μέτρα…

    Διπλώθηκε, έτοιμος να ορμήσει. Έπρεπε να το κάνει τη στιγμή ακριβώς που ο καράφλας τραβιόταν πίσω για να χτυπήσει. Ύστερα, με λίγη τύχη, θα περιλάβαινε τους άλλους. Δεν ήταν πολύ επικίνδυνο. Ο Κορεντέν είχε μαύρη ζώνη στο τζούντο, 2ο νταν. Και γυμναζόταν επίσης όσο πιο συχνά μπορούσε στη μικρή αίθουσα της Αθλητικής Λέσχης της Αστυνομίας, στο έκτο πάτωμα των στρατώνων της Σιτέ.

    - Α, παλιοπουτάνα, γρύλισε ο καράφλας, δεν μου ήθελες δεύτερο χέρι χτες τη νύχτα. Άρπα κι αυτή τώρα για να μάθεις!

    Η γροθιά σταμάτησε στον αέρα.

    Μ’ ένα δυνατό ουρλιαχτό, ο Κορεντέν έπιασε το μπράτσο στον αέρα και το τράβηξε προς το μέρος του, απλώνοντας το δεξί του πόδι μπροστά. Τράβηξε με δύναμη το πόδι του άλλου, που έκανε μισή στροφή στον αέρα σε βολ πλανέ και σωριάστηκε στο έδαφος με το πλευρό.

    Ο καράφλας ούρλιαξε κι αυτός με τη σειρά του και λιποθύμησε, μ’ εξαρθρωμένο τον αγκώνα. Ήταν ένα κανονικό κλειδί βραχίονα.

    Αφήνοντας το μπράτσο, ο Κορεντέν γύρισε προς τους δυο άλλους. Αυτοί είχαν αφήσει την κοπέλα που, ζαρωμένη σε μια γωνιά έτρεμε ολόκληρη…

    - Δεν ξέρω τι ιδέα ήταν να έρθεις σ’ αυτή την τρύπα με τρεις λεχρίτες σαν κι αυτούς! γρύλισε ο Κορεντέν μαζεύοντας τα ρούχα της κοπέλας.

    Της τα έδωσε με μια λάμψη θυμού ανάμικτου με οίκτο στα μάτια.

    Η κοπέλα χαμήλωσε τα μάτια κι άρχισε να ντύνεται ριγώντας.

    Ο Κορεντέν την κοίταξε πιο προσεχτικά.

    - Δεν έχεις όμως το ύφος πόρνης, είπε με έκπληξη…

    Η κοπέλα γέλασε με κάποιο θυμό.

    - Δεν είμαι συνηθισμένη πόρνη, αυτό είναι όλο, είπε και προχωρώντας ήρθε ξαφνικά στο φως.

    Την ίδια στιγμή ο Κορεντέν κατάλαβε. Τα μάτια…βλέφαρα κοκκινισμένα, κόρες διεσταλμένες. Και όλα αυτά συνδυασμένα μ’ ένα ύφος αστής που είχε ξεπέσει κι όχι μιας πόρνης του δρόμου…

    - Για σένα, αν θέλεις, θα πάω στο ξενοδοχείο, του σφύριξε στ’ αυτί.

    Και χαμηλώνοντας τον τόνο, του απάγγειλε ολόκληρο ρεσιτάλ για τις στάσεις και τα ερωτικά παιχνίδια της. Ο Κορεντέν ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνάει το κορμί του. Είχε φτάσει στον τελευταίο βαθμό της χυδαιότητας στις προτάσεις της…

    - Σύμφωνοι θα πάμε.

    Η γυναίκα έβγαλε ένα στεναγμό ευτυχίας.

    - Με λένε Ντιάνα είπε. Εσένα;

    …………………………….

    Η Ντιάνα στεκόταν ακίνητη ακουμπώντας στη χάρτινη ταπετσαρία του τοίχου. Με τα μπράτσα ανοιχτά και τις παλάμες κολλημένες στον τοίχο. Τα πόδια της ήταν κι αυτά ανοιχτά όπως και τα μπράτσα. Σε κάθε ανάσα τα στήθια της πρόβαλλαν ελαφρά. Όμως έμενε απίστευτα όμορφη για μια ναρκομανή. Τα νιάτα…οι τελευταίες αναλαμπές της ομορφιάς της.

    Καθισμένος στο κρεβάτι, ο Κορεντέν αγωνιζόταν για να της φωνάξει πως ήταν αστυνομικός, πως έπρεπε να σταματήσει όλα αυτά τα ψέματα, ώστε αυτή να φύγει. Παρά τις συνήθειές του είχε πληρώσει. Αλλά τόσο το χειρότερο για τα λεφτά του. Υπάρχουν στιγμές που πρέπει κανείς να ξέρει να βαδίζει πάνω στις αρχές του…

    - Θέλεις τώρα αμέσως; ρώτησε η Ντιάνα, προσφέροντας το πρόσωπό της με το στόμα μισάνοιχτο, τη γλώσσα λίγο έξω και τα μαλλιά της ριγμένα στον αριστερό της ώμο.

    Ο Κορεντέν δεν απάντησε. Η νέα γυναίκα γέλασε.

    - Σ’ αρέσει να βλέπεις έτσι; είπε. Τι θέλεις να κάνω;

    Άρχισε να χαϊδεύει τα στήθια της, τρίβοντας και συστρέφοντας ελαφρά τις ρώγες.

    - Σταμάτα, είπε βραχνά ο Κορεντέν…

    ……………………………………….

    - Τι μου συμβαίνει; ψιθύρισε. Να ένας άντρας που πλήρωσε, που είναι έτοιμος, αλλά δεν με θέλει και μου κάνει ερωτήσεις, που οι άλλοι δεν μου κάνουν ποτέ…

    Ο Κορεντέν ανασήκωσε τους ώμους του.

    - Είναι επειδή δεν είσαι μια συνηθισμένη πόρνη, σου το είπα και πρωτύτερα, είπε. Αυτό είναι όλο.

    Μια ακαθόριστη λάμψη πέρασε στα μάτια της κοπέλας.

    - Ίσως, είπε σιγά. Αλλά πού θέλεις να καταλήξεις; Βιάζομαι. Ξέρεις, θέλω να μαζέψω τα λεφτά που χρειάζομαι.

    - Πόσα; ρώτησε εκείνος ξερά….

    - Εκατόν πενήντα φράγκα…

    Ένα κατοστάρικο και ένα πενηντάρι έπεσαν στην κουβέρτα.

    - Πάρ’ τα, είπε ο Κορεντέν.

    Η Ντιάνα ρίχτηκε στην άλλη άκρη του κρεβατιού.

    - Για κοίτα, σφύριξε, ο όμορφος κύριος δείχνει το βίτσιο του.

    - Ποιο; έκανε ο Κορεντέν έκπληκτος.

    Η Ντιάνα γέλασε.

    - Είσαι ανώμαλος. Θα έπρεπε να το είχα καταλάβει από την αρχή.

    Ο Κορεντέν έπιασε το κεφάλι του με τα δύο χέρια.

    - Α! έκανε σιγά. Αν ήξερες πόσο γελιέσαι…Όχι, δεν είναι το είδος μου.

    Η Ντιάνα ήρθε κοντά του.

    - Απόδειξέ το! Του είπε.

    Ο Κορεντέν χαμογέλασε.

    - Οκέι, είπε, κάνε αυτό που θα έκανες μ’ ένα κανονικό άντρα, είναι η ανωμαλία που προτιμάω.

    Κάτω από την κουβέρτα το κρεβάτι έτριζε από το βάρος τους…

    Ο Μπορίς Κορεντέν πηγαινοερχόταν πάνω στην Ντιάνα με προσοχή. Απαλά και με τρυφερότητα.

    Με τα μάτια μισόκλειστα, εκείνη ακολουθούσε τον ρυθμό του. Δινόταν ολόκληρη, μ’ εμπιστοσύνη.

    Ξαφνικά την ένιωσε να τρεμουλιάζει.

    - Θα την καταφέρω, σκέφτηκε, ευτυχισμένος.

    Πιάνοντας απαλά με τα δυο του χέρια τα στήθια της, ανασηκώθηκε στους αγκώνες για να τα χαϊδέψει καλύτερα.

    Το τρεμούλιασμα της Ντιάνας έγινε πιο έντονο. Ο Κορεντέν έφερε πιο μπροστά ακόμα τους γοφούς του. Αργά με προσοχή για να ευχαριστήσει την κοπέλα κι όχι για να ευχαριστηθεί ο ίδιος.

    - Μην κουράζεσαι, είπε η Ντιάνα ξανανοίγοντας τα μάτια της. Ευχαριστώ, αλλά αυτό δεν μ’ ενδιαφέρει πια.

    Η πρώτη του αντίδραση ήταν ν’ ανακαλύψει ότι εκείνη του έλεγε ευχαριστώ γιατί είχε αποτύχει να την θεραπεύσει, ενώ δεν του είχε πει ευχαριστώ που την είχε σώσει από εκείνους τους αλήτες πριν από λίγο.

    - Δοκίμασε πάντως, της είπε φιλώντας την στο μέτωπο.

    Η νέα γυναίκα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

    - Περιττό, είπε. Τέλειωσε για μένα.

    Έκανε μια απότομη κίνηση των γοφών της και του χαμογέλασε. Με χάρη, για πρώτη φορά αφότου είχαν γνωριστεί.

    - Πράγμα που δεν εμποδίζει , πρόσθεσε με βραχνή φωνή, να ξέρω να κάνω τα πάντα.

    - Δεν αμφιβάλλω, απάντησε ο Κορεντέν με καρτερικό ύφος….

    - Κατάλαβα, δεν πιστεύεις ούτε λέξη, είπε η Ντιάνα και πρόσθεσε χαμογελώντας: Θέλεις να δοκιμάσεις;

    Ο Κορεντέν την κοίταξε στα μάτια. Είχαν ένα βαθύ μπλε χρώμα, που μόλις τώρα το πρόσεξε, γιατί πρωτύτερα οι διεσταλμένες κόρες είχαν καλύψει τις ίριδες.

    - Μ’ αρέσουν οι δοκιμές, ομολόγησε, προπάντων όταν είναι καλές.

    Η Ντιάνα γλίστρησε στο πάτωμα στα πόδια του κρεβατιού, με το στήθος κολλημένο στην άκρη του στρώματος, τα χέρια ριγμένα πίσω και τον λαιμό προτεταμένο.

    Έκλεισε τα μάτια και έγειρε το πρόσωπό της μπροστά με το στόμα ανοιχτό και τη γλώσσα βγαλμένη λίγο έξω.

    - Σ’ αρέσει το μακιγιαρισμένο στόμα; του ψιθύρισε.

    Ο Κορεντέν έσφιξε τα δόντια.

    - Άφησέ το, σε παρακαλώ…είπε.

    Η Ντιάνα γέλασε σιγά κι έφερε τα χέρια της ανάμεσα στα πόδια του Κορεντέν. Ήταν ευκίνητα, έμπειρα χέρια που τον χάιδευαν και έκαναν τη φλόγα στην κοιλιά του να φουντώσει…

    Τον εξέτασε από τεχνική άποψη.

    - Είσαι τυχερός, του είπε. Έχω μεγάλο στόμα. Κοίτα.

    Άνοιξε όσο μπορούσε πιο πολύ τα σαγόνια της, προσφέροντάς του το βάθος του λαιμού της.

    - Τώρα, είπε ξανακλείνοντας το στόμα της, πρέπει να μου πεις τί προτιμάς. Ως το βάθος;

    - Πάψε, βόγκηξε ο Κορεντέν, που θύμωνε με τον εαυτό του καθώς ένιωθε να τον τυλίγει η θερμή αυτή φωνή, η επιθυμία της να του δώσει ηδονή χωρίς επιφύλαξη, ολοκληρωτικά.

    Η νέα γυναίκα έγλειψε τα χείλια της.

    - Περιττό να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, είπε με μια χάρη που ομόρφαινε τις πιο απλές λέξεις. Είσαι όπως όλοι οι άντρες. Αγαπάτε όλοι το ίδιο πράγμα.

    - Ποιο πράγμα; ρώτησε εκείνος με κάποια προσπάθεια.

    Η Ντιάνα γύρισε τις διεσταλμένες κόρες των ματιών της προς το μέρος του.

    - Να ταπεινώνετε μια γυναίκα.

    Ο Κορεντέν γύρισε το κεφάλι του, φοβερά ενοχλημένος.

    - Πάψε, σε παρακαλώ, είπε βραχνά.

    Το κεφάλι του γύρισε. Από τα βάθη των αιώνων, μια ακατανίκητη επιθυμία να επωφεληθεί από το αντίθετο φύλο, να το εκμεταλλευθεί, ανέβαινε στο κεφάλι του…

    - Συνέχισε, είπε με σκληρότητα σχεδόν. Δείξε μου τι ξέρεις να κάνεις.

    Εκείνη χαμογέλασε με κάποιο μυστηριώδες ύφος και δένοντας τα χέρια πίσω στη ράχη της, πρότεινε ολάνοιχτο το στόμα της.

    .........................

    Ήταν στ’ αλήθεια έμπειρη σ’ αυτήν την τεχνική, σταματώντας όταν έπρεπε, χώνοντας το σάρκινο σπαθί ως το βάθος του λάρυγγα και σπρώχνοντάς το πάλι έξω με μικρά χτυπήματα της γλώσσας. Δαγκώνοντας ελαφρά, γλείφοντας, ξαναβυθίζοντάς το. Φαινόταν να μαντεύει ακριβώς πότε πλησίαζε η στιγμή του οργασμού, και τότε σταματούσε λίγο λαχανιασμένη με τα μάτια θολά.

    - Γρήγορα, ψιθύρισε ο Κορεντέν νικημένος.

    Η γυναίκα δεν υπάκουσε. Αντίθετα συνέχισε. Τώρα είχε ξαναφέρει μπροστά τα χέρια και τα νύχια της ανέβαιναν κάτω από το πουκάμισο, μ’ ευκινησία κι ακρίβεια ρίχνοντάς τον πίσω στο κρεβάτι.

    Ο Κορεντέν άρχισε ν’ ανασαίνει λαχανιασμένα εντελώς, μεθυσμένος απ’ αυτή την απίθανη τεχνική.

    Η Ντιάνα ξανάρχισε κι ο Κορεντέν πίστεψε πως αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένη να τον ικανοποιήσει.

    Αλλά εκείνη σηκώθηκε.

    - Θέλεις να…

    Προτάσεις έβγαιναν από το στόμα της.

    - Όχι, είπε νευρικά, φτάνει έτσι. Γρήγορα.

    Λίγα λεπτά αργότερα μούγκριζε και τρανταζόταν από δυνατούς σπασμούς, πεσμένος μπρούμυτα πάνω από το στόμα που έσπρωχνε με μανία. Είχε μήνες να δοκιμάσει τέτοια ηδονή".


    (Ζεράρ ντε Βιλλιέ, «Ηρωίνη σε χρυσό μασίφ», μετάφραση Ε. Ταμβάκη, εκδόσεις Multieditions Ltd, 1981)
     
  2. Maley

    Maley Contributor

    Απάντηση: Αφιέρωμα στον Ζεράρ ντε Βιλλιέ

    αυτα μαλιστα..εισαι σε καλο δρομα dora μου..
     
  3. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Re: Απάντηση: Αφιέρωμα στον Ζεράρ ντε Βιλλιέ

    Είσαι απίθανος... 
     
  4. cider

    cider Kitchen master

    Dora, εύγε!

    Τόση μαλακία ρίξαμε με τον Ζεράρ, να μη μας το αναγνωρίσει και κανείς;

    Μόνο που πολλές φορές αυτός ο Κορεντέν τη χάλαγε τη φάση (παλιοζηλιάρης, μη δει ανωμαλιάρη εγκληματία να προκόψει).

     
     
  5. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Χρόνια ολόκληρα με συντροφεύει. 

    Ναι ρε γαμώτο. Αλλά αυτή τη φορά, τον παρέσυρε η μικρά... 
     
  6. G_E

    G_E Contributor

    Απάντηση: Αφιέρωμα στον Ζεράρ ντε Βιλλιέ

    Για θυμίστε μου - δεν είναι αυτός που έγραφε για τον πράκτορα SAS που τα έκανε όλα για την αρραβωνιαστικιά του την Αλεξάνδρα και για να επισκευάσει τη δυτική πτέρυγα του πύργου του;
     
  7. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Re: Απάντηση: Αφιέρωμα στον Ζεράρ ντε Βιλλιέ

    Πρόκειται περί του ιδίου. Ωραίες ιστοριούλες κι εκείνες, αλλά πιο στο βανίλλα. Αποκλείεται να μην διάβασες και τις "βρώμικες" ιστορίες του, για το Τμήμα Ηθών. Είναι must.

    Άστο. Θα βάλω εγώ εδώ πέρα όλες τις ζουμερές σκηνές, αφήνοντας τα φραμπαλά στην άκρη. Πάρτε μεγεθυντικούς φακούς ή τα γυαλάκια σας, οι άνω των 40, και φύγαμε. Αυτά είναι καλοκαιρινά νήματα, όχι οι αυτοκτονίες. 
     
  8. cider

    cider Kitchen master

    Παραγγελιές δέχεστε;
     
  9. ValeManos

    ValeManos New Member

    Ενδιαφέρον φαίνεται, θα τον ψάξω τον κύριο.....thanks
     
  10. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    «Ο Πορφύρ Σιμεονί ξεκούμπωσε το σακάκι του, αποκαλύπτοντας το ροζ πουκάμισό του. Σταύρωσε τα πόδια, θαυμάζοντας τα καλογυαλισμένα παπούτσια του από δέρμα κροκοδείλου.

    - Αυτά είναι όλα; ρώτησε ξερά.

    Όρθια μπροστά του, η κοπέλα έκλεισε τα μάτια.

    - Πορφύρ, τραύλισε. Είμαι τσακισμένη στην κούραση. Σου το είπα. Έχω ανάγκη από διακοπές.

    Και στριφογύρισε τα χέρια της μ’ απελπισία.

    - Δώσε μου οκτώ ημέρες, σε παρακαλώ. Δεν αντέχω πια το σοκ…

    - Βότκα, έκανε αυτός.

    Η κοπέλα πήγε στην άλλη άκρη του δωματίου όπου ήταν ένα μικρό ψυγείο, δίπλα στον νιπτήρα στον ταπετσαρισμένο με ψυχεδελικά σχέδια τοίχο. Με τα πόδια γυμνά, δεν έδειχνε να είναι πολύ ψηλή, αλλά όταν ήταν ντυμένη για δουλειά όπως απόψε, φαινόταν ψηλή. Οι μπότες με τα κορδόνια που έφταναν ως τα γόνατα, είχαν σόλες απίστευτα ψηλές και ανάλογα τακούνια. Κατά τα άλλα, φορούσε μια μακριά σκούρα φούστα κουμπωμένη μπροστά, κι επάνω μια ροζ μπλούζα από μαλλί αγκορά, κοντομάνικη, που κούμπωνε κι αυτή μπροστά. Τα μαλλιά της ήταν μακριά, ξεθωριασμένα, κι είχε ένα δέρμα τόσο διάφανο που έβλεπε κανένας τις γαλάζιες φλέβες στα μπράτσα της. Το πιο εκπληκτικό όμως στο ντύσιμό της ήταν οι καρποί των χεριών και οι αστράγαλοι. Στους καρπούς φορούσε βραχιόλια από δέρμα μ’ ένα ατσάλινο κρίκο. Και στις μπότες της, στο μέρος όπου άρχιζαν τα κορδόνια, υπήρχαν όμοιοι κρίκοι στερεωμένοι σε δέρμα.

    - Ζαν, είπε ο Σιμεονί, ένα μόνο παγάκι.

    Εκείνη υπάκουσε και του έφερε τη βότκα με τα μάτια χαμηλωμένα.

    - Τσιγάρο, είπε εκείνος.

    Η νέα γυναίκα πήγε γρήγορα στο κομοδίνο. Δίπλα σ’ αυτό ήταν ένα κρεβάτι με μπρούτζινα πόμολα και πάνω από το κεφάλι του κρεβατιού, ένα μακρύ πορτμαντώ όπου κρέμονταν μαστίγια, βούρδουλες κι αλυσίδες.

    Έσκυψε και του πρότεινε τον αναπτήρα.

    Ο Σιμεονί τράβηξε μια ρουφηξιά και της φύσηξε τον καπνό στο πρόσωπο.

    - Είπα χίλια το λιγότερο η βραδιά κι εσύ έφερες μόνο οχτακόσια.

    Η νέα γυναίκα τραβήχτηκε πίσω.

    - Δεν μπορείς να καταλάβεις τι μου συμβαίνει, παραπονέθηκε. Κοίτα.

    Ξεκούμπωσε γρήγορα τη μπλούζα της. Το στήθος της φάνηκε σφιχτό, γυμνό. Η Ζαν είχε δυο μαστούς άσπρους σαν το γάλα, με μεγάλους σκούρους κύκλους γύρω από τις ρώγες. Οι μαστοί ήταν αυλακωμένοι από μελανά σημάδια.

    Γύρισε σηκώνοντας τη μπλούζα. Τα ίδια σημάδια είχε και στη ράχη.

    Χωρίς να ξανασκεπαστεί γύρισε προς το μέρος του.

    - Από τότε που άρχισες να μου κάνεις αυτά εδώ, ψιθύρισε μ’ ένα ρίγος, έχουν λυσσάξει. Με σκοτώνουν κυριολεκτικά.

    Κοίταξε τρομοκρατημένη την πόρτα του δωματίου. Στη μέση, γραμμένη με κεφαλαία γράμματα σ’ ένα χαρτόνι καρφιτσωμένο στην πόρτα ήταν η φράση: «Μ’ αρέσει το μαστίγιο».

    Ο Σιμεονί γέλασε.

    - Αυτό όμως φέρνει πιο πολλά λεφτά, είπε.

    Η γυναίκα τα έχασε.

    - Μα, δεν καταλαβαίνεις λοιπόν, ότι πρέπει να συνέρχομαι ύστερα από κάθε φορά;

    - Είπα: χίλια το λιγότερο κάθε νύχτα. Για την ψυχική σου κατάσταση δεν δίνω δεκάρα. Θα ξαναπάς για ψώνισμα. Είναι μόνο τρεις η ώρα. Έχεις καιρό ακόμα. Διηγήσου πιο καλά τι μπορούν να κάνουν μαζί σου. Τράβα για δουλειά. Γρήγορα!

    Η Ζαν ξέσπασε σε λυγμούς.

    - Σε παρακαλώ, είπε. Αύριο…

    Όταν η γυναίκα τον είδε να σηκώνεται αργά, κατάλαβε τι θα γινόταν. Αλλά δεν έκανε ούτε μια κίνηση να τραβηχτεί πίσω, όταν αυτός κροτάλισε τα δάχτυλά του. Γδύθηκε τελείως πολύ γρήγορα και ξάπλωσε στο κρεβάτι, χωρίς καν να τη διατάξει. Της έδεσε τους καρπούς των χεριών σταυρωτά μ’ ένα είδος χειροπέδης. Ύστερα σηκώνοντάς της τις γάμπες, πέρασε τους κρίκους των παπουτσιών της στην ίδια χειροπέδη.

    Όταν τη φίμωσε ο Σιμεονί, πήρε ένα βούρδουλα και τη μαστίγωσε γι αρκετή ώρα ανάμεσα στους μηρούς ώσπου η νέα γυναίκα δεν είχε πια τη δύναμη να κουνηθεί κάτω από τα χτυπήματα.

    Ύστερα ήρθε και ξάπλωσε πάνω της χωρίς να τη λύσει. Της έβγαλε όμως το φίμωτρο.

    Έκλαιγε σιγανά με λυγμούς.

    - Αν φωνάξεις, θα σε μαστιγώσω ώσπου να λιποθυμήσεις, της είπε.

    Η νέα γυναίκα τραύλισε:

    - Δώσε μου ένα μαντήλι σε παρακαλώ, έχεις πολύ χοντρό…

    Ο Σιμεονί της έδωσε το μαντήλι κι εκείνη το έσφιξε με τα δόντια της κι άρχισε να συστρέφει το σώμα της καθώς εκείνος έπεσε πάνω της.

    Όσο όμως πηγαινοερχόταν πάνω της τόσο περισσότερο εκείνη εγκαταλειπόταν. Ο φοβερός πόνος της αρχής είχε λιγοστέψει. Ένιωθε σχεδόν ευχάριστα καθώς τη διαπερνούσε το γιγαντιαίο εκείνο όργανο.

    Πέταξε το μαντήλι με τη γλώσσα της.

    - Δώσε μου το χέρι σου, του ψιθύρισε.

    Εκείνος γέλασε κι έκανε ότι του ζήτησε. Έβαλαν κι οι δυο τις φωνές.

    - Σ’ αγαπώ, ψιθύρισε βραχνά η γυναίκα, αναζητώντας τα χέρια του με τα χείλια της, ενώ εκείνος την έλυνε.

    - Και τώρα κάνε γρήγορα, της είπε. Πρέπει να μου φέρεις διακόσια φράγκα.

    Η νέα γυναίκα έσκυψε υποταγμένη να πάρει τη φούστα και τη μπλούζα της.

    - Όχι, της είπε αυτός. Γυμνή μέσα από το παλτό σου.

    Σηκώθηκε κι αποτελείωσε τη βότκα του.

    - Πού θα με περιμένεις; ρώτησε η γυναίκα καθώς μακιγιαριζόταν.

    - Δεν θα σε περιμένω. Θα έρθω μαζί σου. Θέλω να δω πώς δουλεύεις.

    ………………………………

    Όταν είδε μια σιλουέτα να πλησιάζει τη Ζαν, ακούμπησε χάμω το ποτήρι του και έμεινε ακίνητος. Εκεί κάτω, η Ζαν είχε ανοίξει εντελώς το μαντώ της και προχωρούσε να φράξει το δρόμο αυτουνού που περνούσε.

    Ο άντρας σταμάτησε και ρώτησε κάτι. Η Ζαν γύρισε κι ανασηκώνοντας το μαντώ της με τα δυο χέρια του έδειξε τους γοφούς της. Από κει που καθόταν ο Σιμεονί μπορούσε να δει τα γυρισμένα προς το μέρος του στήθια και το μαύρο τρίγωνο κάτω από την κοιλιά της Ζαν.

    Η Ζαν ξανακατέβασε το μαντώ της. Ο άντρας ξαναρώτησε κάτι. Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.

    Ύστερα ξεκίνησαν μαζί. Ο Σιμεονί τους είδε να περνούν μπροστά του, στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ο άντρας ήταν κοντός και γέρος. Με τις ψηλές σόλες της η Ζαν τον περνούσε ένα κεφάλι. Έσφιγγε πάνω της το μαντώ γιατί κρύωνε. Περνώντας, έριξε μια ματιά στον προστάτη της και του χαμογέλασε τρυφερά.

    Ο Σιμεονί άδειασε την βότκα του ευχαριστημένος. Την ώρα που κατέβαιναν από το ξενοδοχείο είχε δώσει στη Ζαν διαταγή να κερδίσει τον χρόνο που είχε χάσει μ’ ένα μόνο πελάτη. Για τιμωρία της. Και τον είχε βρει μέσα σε πέντε λεπτά. Το τι θα τραβούσε η Ζαν για διακόσια φράγκα δεν τον ένοιαζε καθόλου. Του είχε δώσει την απόδειξη πως όταν ήθελε πραγματικά ήταν ικανή να «ψωνιστεί» ακριβά. Θα της έκανε αύξηση πελατείας από αύριο. Από δω και πέρα θα της ζητούσε χίλια πεντακόσια φράγκα κάθε νύχτα.»


    (Ζεράρ ντε Βιλλιέ, «Ηρωίνη σε χρυσό μασίφ»)
     
  11. lara

    lara Αυτοδεσποζόμενη Contributor

    Εμένα πάλι ήταν ο ήρωας μου ο Κορεντεν  
     
  12. cider

    cider Kitchen master

    Σε έσωζε, ε;