Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αχ, αυτό το «μου»…

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Εμπειρίες' που ξεκίνησε από το μέλος bas, στις 1 Φεβρουαρίου 2025.

  1. bas

    bas Διαθέσιμη μόνο για υπάκουα κορίτσια

    Ήταν ένα συννεφιασμένο χειμωνιάτικο πρωινό στην Λάρισα. Το θυμάμαι σαν να έχουν περάσει λίγες μέρες μόνο κι ας έχουν περάσει δώδεκα χρόνια από τότε. Ακόμη ακούω την φωνή Του στα αυτιά μου: “Πάμε να περπατήσουμε.”. Υπάκουσα φυσικά. “Διάλεξε μια ωραία διαδρομή εσύ, εγώ δεν ξέρω την πόλη σου καθόλου”, μου είχε πει. Τον πήγα - πού αλλού; - στο πάρκο του Αλκαζάρ. Για όσες και όσους δεν ξέρουν είναι ένα τεράστιο άλσος που το διασχίζει ο Πηνειός, το ποτάμι της πόλης μου. Πολλές διαδρομές, πολλά απόμερα σημεία για άσκηση, βόλτες και ερωτευμένες ψυχές.



    Είχαμε γνωριστεί σε μια κύκλο φίλων στην Αθήνα ούτε ένα μήνα πριν. Εντυπωσιάστηκα από την πρώτη στιγμή. Ευγενικός, πράος, καλός ακροατής, ακόμη καλύτερος στον τρόπο που μιλούσε και παρουσίαζε την άποψη του. Εξυπνος και μορφωμένος. Αλλά όχι ξερόλας και καθόλου ψωνισμένος. Είκοσι χρόνια μεγαλύτερος μου, κάτι που για μένα ήταν προσόν, όχι μειονέκτημα. Κοντός για άντρας, στο δικό μου ύψος δηλαδή, αλλά γεροδεμένος, στιβαρός σαν βράχος. Στην παρέα που σας είπα ότι μου τον σύστησαν ήταν ο ορισμός του Ηγέτη. Αυτού που χωρίς να έχει κανένα, μα κανένα τίτλο, όλοι γυρίζουν και τον κοιτάζουν περιμένοντας τις οδηγίες και τις συμβουλές του. Εγώ είχα μόλις τελειώσει από μια ακόμη σχέση που άλλα περίμενα κι αλλιώς μου βγήκε. Σχέση Κυριαρχίας και υποταγής έψαχνα, μια ακόμη κακοποιητική σχέση αποδείχθηκε.

    Εντυπωσιάστηκα σας είπα; Ίσως, όταν μου τον σύστησαν. Όταν η κοινωνική μας συναναστροφή τελείωσε ήμουν απλά μαγεμένη. Αλλά δεν τόλμησα, φυσικά, να ζητήσω κανένα δικό του στοιχείο Είχα μόνο ένα όνομα: Μιχάλης…

    Ανόητη Βάσια σκέφτηκα. Πάει, έχασες την ευκαιρία σου.

    Αλλά Εκείνος είχε άλλα σχέδια. Την άλλη μέρα το πρωί βρήκα ένα λακωνικότατο μήνυμα, έτσι ακριβώς όπως έπρεπε να με περιμένει στο φατσοβιβλίο: “Καλημέρα γλυκιά μου”, Έτσι, απλά, χωρίς φτιασίδια και μεγάλες κουβέντες: “Καλημέρα γλυκιά μου”. Αρχίσαμε λοιπόν να τα λέμε. Για πολιτική, για Τέχνη, για τον Έρωτα. Την δεύτερη κιόλας μέρα μου έθεσε το πλαίσιο: “Είσαι ελεύθερη να κάνεις ότι θέλεις αλλά το “Κύριε” δεν νομίζεις πως θα ταίριαζε περισσότερο στα μηνύματά σου από ένα ψυχρό πληθυντικό ευγενείας;”. Αυτό ήταν. Ένιωσα κατευθείαν την γνωστή υγρή ζεστασιά στην κοιλιά μου και πιο κάτω, την γλυκιά ζαλάδα στο κεφάλι μου, ήξερα ήδη πως το κάστρο μου είχε ήδη πέσει και το μόνο που έμενε να γίνει ήταν ο θριαμβευτική είσοδος του πορθητή μέσα του.

    Αλλά αυτός δεν βιαζόταν. Του χρειάστηκε δύο ολόκληρες εβδομάδες για να πει: “θα ρθω να σε δω.” Οχι για να με γαμήσει, όπως συνήθως άκουγα, αλλά διότι “θέλω να σε μυρίσω”. Κι όταν εγώ έμεινα με το στόμα ανοιχτό έδωσε την απάντηση του: “Η όσφρηση είναι η αίσθηση που επιδρά απευθείας στον εγκέφαλο. Από εκεί ξεκινούν όλα. Είναι χημεία εντελώς. Εάν δεν ταιριάζουμε εκεί, δεν θα ταιριάξουμε καθόλου.”. Και συνέχισε: “Θα έρθω εγώ να σε βρω για να είμαστε στην δική σου πόλη, κοντά στους δικούς σου ανθρώπους. Πρέπει να νιώθεις άνετα και ασφαλής. Και θα διαλέξεις εσύ που θα μείνω.”

    Τον περίμενα στο σταθμό του τρένου. Όταν ήρθε, σαν ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, έσκυψε, με μύρισε πίσω από αυτιά, με ενέκρινε κι έβαλε το πρώτο του σημάδι πάνω μου. Ένα μικρό δάγκωμα στο λαιμό. Κι η ζέστη και υγρασία έγινε πια τροπική βροχή μέσα μου… Τον οδήγησα κατόπιν στο ξενοδοχείο που είχα επιλέξει.Στην διαδρομή έμεινα σταθερά ένα βήμα πίσω του και με χαμηλωμένο βλέμμα. Αυτό ήξερα κι αυτό έλεγε το ένστικτο μου να κάνω. Οι μόνες λέξεις που ανταλλάξαμε στην μικρή απόσταση που κάναμε βαδίζοντας ήταν “αριστερά, δεξιά, σε τριακόσια μέτρα, φτάσαμε.”.

    Μπήκαμε στο δωμάτιο. Με κοίταξε προσεκτικά. Αφού με έγδυσε πρώτα με τα μάτια ήρθε η πρώτη του ξεκάθαρη εντολή: “Βγάλε τα ρούχα σου”. Το έκανα φυσικά και σχημάτισαν ένα μικρό νησί στο πάτωμα. “Βάλε τα χέρια πίσω από το κεφάλι”. Είχε αρχίσει πλέον να με γκρεμίζει και να με ξαναχτίζει συμφωνα με τις επιθυμίες του. Ένιωσα σαν μια φοράδα που την παρατηρούν. “Στα τέσσερα στο κρεβάτι και μην κουνηθείς.”, η επόμενη εντολή μου. Το έκανα φυσικά. Άκουσα το νερό στο μπάνιο να τρέχει. Πλενόταν. Βγήκε. Δεν έβλεπα, μόνο άκουγα. Ένα μικρό σούρσιμο, και ΤΣΑΚ, ένα κάψιμο στα κωλομέρια μου. Χρησιμοποιούσε την ζωνη του. Χωρίς να θέλει όμως να με πονέσει και ιδιαίτερα. Πανηγυρικά, εορταστικά, σαν μια πρόποση για καλή αρχή. Δεν ήταν παρά έξι μόνο χτυπήματα, ίσα ίσα που τα είχα καταλάβει. Κι ύστερα με πήρε, σε αυτή ακριβώς την στάση. Και τελείωσα. Και με πήρε πάλι. Κι έγώ πάλι τελείωσα. Ξανά και ξανά. Σε κάθε στάση της Κάμα Σούτρα. Κι αυτό γινόταν για όλο το Σαββατοκύριακο. Βγαίναμε από το δωμάτιο μόνο για φαγητό. Και ξανά στο δωμάτιο. Και να μου κάνει έρωτα όπως έλεγε, πάλι και πάλι. Γιατι δεν ξέρει να γαμάει, συμπλήρωνε… Δεν χρησιμοποίησε για δεύτερη φορά σε κείνες τις πρώτες μέρες την ζώνη του, παρά μόνο τα χέρια του κι αυτά λίγο.

    Όταν έπρεπε να φύγει, τον ακολούθησα πάλι ένα βήμα πίσω, τον πήγα στο σταθμό και έφυγε αφήνοντας με, παρόλο που δεν ξεκολλήσαμε για όσο έμεινε από το κρεβάτι, πιο καβλωμένη και μπερδεμένη από ότι όταν ήρθε. Καβλωμένη γιατί τρώγοντας έρχεται η όρεξη και μπερδεμένη γιατί έμεινα να αναρωτιέμαι εάν είναι τελικά πολύ soft ο Κύριος Μιχάλης σε σχέση με την εικόνα που είχα καταλάβει.



    Συνεχίσαμε να μιλάμε φυσικά. Στο τηλέφωνο, με μηνύματα, με κάθε τρόπο. Δενόμουν όλο και περισσότερο μαζί του. Δύο εβδομάδες μετά ήταν τα γενέθλια μου. “Θα έρθω πάλι” με ενημέρωσε απλά. Έφτασε Παρασκευή. Ίδιο δωμάτιο, ίδια υποδοχή, ακόμη περισσότερο όμορφο κρεβάτι μαζί του. Με πήρε πάλι με κάθε τρόπο, σε κάθε στάση, χωρίς καμμία βιασύνη… Ερωτας με μια απίστευτη σιγουριά, σαν να μου ουρλιάζει. “Σε έχω, θα σε έχω κι αύριο και μεθαύριο, θα σε απολαμβάνω, όπως θέλω εγώ”. Και καθόλου πόνος… Κάτι ωραία σλαπ με το χέρι μόνο. Το μαζοχάκι μέσα μου επαναστατούσε αλλά κάτι έλεγε μέσα μου πως πρέπει να το βουλώσω. Σαββάτο βράδυ ήταν η εορταστική βραδιά, βγήκαμε με τις φίλες μου κι Εκείνον, όλα υπέροχα…

    Και την άλλη μέρα, Κυριακή πρωί πρωί ήταν που ξύπνησε και μου είπε να πάμε μια βόλτα, όπως σας περιέγραψα στην αρχή…

    Περπατούσαμε λοιπόν στο πάρκο και σε κάποια στιγμή έτυχε η διαδρομή που επιλέξαμε να περνά από ένα γεφυράκι. Εκεί κοντοσταθήκαμε, με κοίταξε και μου είπε: “Δεν νομίζεις πως κάτι λείπει από αυτό το “Κύριε”;” . Και τότε, όλοι οι σπόροι που είχε ρίξει μέσα μου φύτρωσαν ταυτόχρονα και κατάλαβα. Αβίαστα ψιθύρισα “Μάλιστα Κύριε ΜΟΥ”, κι αυτό ήταν… Αυτή η μαγική συλλαβή, αυτό το “μου’ ήταν που έκανε όλη την διαφορά. Εκείνη την στιγμή, ήταν που έπαψε να είναι για μένα ένας ακόμη Κύριος και εραστής αλλά έγινε ο δικός μου Κύριος, που παραδόθηκα εθελοντικά και οριστικά σε Αυτόν, κι όλη μου η Αγάπη και η Υποταγή χώρεσε σε αυτά τα τρια γράμματα… Πλέον του τα είχα παραδώσει όλα, κρατώντας μόνο την ελευθερία της αποδέσμευσης μου. Κι ύστερα στο δωμάτιο γνώρισα την άλλη, την κρυφή πλευρά του. Κι έγινε ο γλυκός, μα και σκληρός βασανιστής μου… Μέχρι και τώρα που σας γράφω…


    Η Γη μας συμπλήρωσε δώδεκα περιστροφές γύρω από τον Ήλιο από τότε. Μεγάλωσα, άλλαξα, εξελίχθηκα. Παρέμεινα, πάντα, για Αυτόν το Πολύτιμο Του. Απομακρυνθήκαμε βέβαια για ανόητους λόγους κάποια φεγγάρια, μόνο και μόνο για να καταλάβουμε πως εμείς οι δύο είμαστε ΕΝΑ κι ότι ολοκληρώνουμε Αυτός εμένα, σαν γυναίκα και σκλάβα Του και εγώ εκείνον σαν άντρα και Κύριο μου. Και μέσα σε αυτά τα χρόνια ανακάλυψα, μάλλον πιο σωστά αποδέχτηκα την λατρεία μου για τις ομόφυλες μου, για τα κορίτσια, τις γυναίκες… και μαζί με αυτές την Κυριαρχική μου πλευρά. Για αυτές ήμουν και είμαι η Κυρία.Η Κυρία Βάσια…

    Δύο μήνες πριν από την στιγμή που σας τα γράφω όλα αυτά γνώρισα ένα υπέροχο κορίτσι. Την Ηλιάνα. Λεπτή, ψηλή, κοκκινομάλλα, με φακίδες, πράσινα μάτια και γυαλάκια. Δέκα χρόνια μικρότερη μου. Μεγαλωμένη σαν πριγκήπισσα, με χρόνια σπουδών στο κλασσικό ωδείο, τραγουδούσε στην Λυρική. Το γέλιο της ανοιξιάτικη βροχούλα. Σώμα χορεύτριας, ήρεμη, γλυκιά, τρυφερή, θαυμάσια. Την φλερταρα. Διακριτικά στην αρχή. Πιο ξεκάθαρα στην συνέχεια. Ανταποκρίθηκε. Την μύρισα. Ταιριάζαμε…

    Ο έρωτας μαζί της πραγματική αποκάλυψη. Υπάκουη. Πρόθυμη, σαν έτοιμη από πάντα. Την έπαιρνα αγκαλιά και οι οργασμοί της ήταν μια ατέλειωτη σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλον. Σπαρταρούσε, πέθαινε και ανασταινόταν στα χέρια μου. Ένιωθα μια θεά! Με έγλυφε τόσο λαίμαργα, σαν να εξαρτιόταν όλη της η ύπαρξη από αυτό. Κι άκουγε μαγεμένη. Μάθαινε. Και φυσικά με ρώτησε γιατί αποκαλούσα τον Μιχάλη Κύριο μου και του μιλούσα στο πληθυντικό. Της εξήγησα. Κι εκεί που περίμενα να τρομάξει είδα τα ματάκια της, τα υπέροχα πράσινα ματάκια της να γυαλίζουν και την άκουσα να μου ψιθυρίζει: “Αχ, να σας λέω κι εγώ Κυρία Βάσια;”.

    Κι εκεί ήξερα. Κατάλαβα πριν καν το καταλάβει ίσως και εκείνη την υποτακτική της φύση. Και κάπως έτσι βρεθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε… Στο μηνύματα της και στις συναντήσεις χρησιμοποιούσε πια μόνο τον πληθυντικό κι ήμουν πάντα η Κυρία Βάσια. Κι ας χρειαζόταν να κατεβαίνω όλο και πιο συχνά στην Αθήνα από την βασίλισσα του κάμπου, την εξωτική Λάρισα. Δεν με ένοιαζε. Τα χιλιόμετρα δεν είχαν πια καμία σημασία για μένα. Ο Κύριος μου σταμάτησε να έρχεται πια στο σπίτι μας αφού κατέβαινα συνέχεια εγώ. Γελούσε και με πείραζε: “Μωρό μου είσαι ερωτευμένη. Βρίσκεις την Αθήνα πανέμορφη, εσύ που πάντα την σιχαινόσουν.” . Κι είχε δίκιο. Με ξέρει τόσο καλά…

    Στα γενέθλια μου, λίγες μέρες πριν δεν θα μπορούσα να κατέβω όμως εγώ. Όπως και να το κάνω, υπάρχουν κι οι οικογενειακές και κοινωνικές υποχρεώσεις. Τον ρώτησα εάν θα ερχόταν. Μου απάντησε καταφατικά συμπληρώνοντας: “Επιτέλους, να φτιάξω κι εκείνη την ντουλάπα στο σπίτι μας”. Και έσκασε στα γέλια όταν τον ρώτησα εάν μπορεί να πάρει και την Ηλιάνα μαζι του. “Εϊπα κι εγώ…”, ήταν το μόνο σχόλιο του. Ντράπηκα, αλλά δεν απάντησα, ήξερα πως είναι καλόβολος και με πειράζει. Και τώρα έπρεπε να το προτείνω στο κορίτσι μου.

    “Γλυκειά μου δεν μπορώ να κατέβω στην Αθήνα. Αλλά θέλω να πολύ να σε έχω μαζί μου στα γενέθλια μου. Θέλεις να έρθεις με τον Κύριο στην πόλη μου;” την ρώτησα γεμάτη αγωνία. Δεν χρειάστηκε να περιμένω καθόλου για να πάρω την απάντηση που ήθελα: “Αχ ναι Κυρία Βάσια, θα το ήθελα πάρα πολύ!”

    Κι όντως ήρθε. Γελώντας όπως πάντα. Μόλις έφτασε, έτρεξε στην αγκαλιά μου, με φίλησε και χάθηκε. “Αχ Κυρία Βάσια, σε όλο το ταξίδι ακούγαμε μουσική που διάλεξα εγώ! Τέσσερις εποχές! Ήταν υπέροχα, σε ευχαριστώ! Κι εσάς και τον Κύριο Μιχαλη!».

    Κόψαμε την τούρτα μου μαζί, βγάλαμε φωτογραφίες, γελασαμε αγκαλιά στον καναπέ, βγήκαμε στο αγαπημένο μου μαγαζί, στο Kubrick, γις κοκτεηλάρες. Κι ο έρωτας μαζί και με τους δύο υπέροχος. Για πρώτη φορά δέχθηκε το μαστίγιο μου μετρώντας και παρακινούμενη να αγαπήσει ακόμα περισσότερο τον εαυτό της: “Ένα, είμαι υπέροχη!, Δύο, είμαι υπέροχη. Τρία, είμαι υπέροχη, Τέσσερα, είμαι υπέροχη … Εϊκοσι, αχ ναι, είμαι υπέροχη!”. Αλλά και τελείωσε στα χτυπήματα του Κυρίου “καρφώνοντας” τον σε μένα: “Κυρία Βάσια, είναι ζαβολιάρης, με χτύπησε πολύ κοντά στο μουνάκι μου και για αυτό τελείωσα, κάνει ύπουλα πράγματα!” Αλλά και την πήρα και την πήρε στα τέσσερα, την έκανα και την έκανε να σπαρταράει κάτω μας… Αλλά παρέμεινα η Κυρία Βάσια…


    Την άλλη μέρα ο Κύριος ξύπνησε αχάραγα για να ασχοληθεί με το σπίτι. Μας έδιωξε κανονικότατα για να είμαι ακριβής. “Δεν σε θέλω μέσα στα πόδια μου”. Μεταξύ μας; δίκιο έχει. Με μια σκούπα στο χέρι από πίσω του θα με είχε. “Πάρε την Ηλιάνα και πηγαίντε για καφέ και πρωινό”, μου είπε. Το έκανα φυσικά. Την πήγα στο Κλίμαξ, το αγαπημένο μου μαγαζί , δίπλα στο αρχαίο θέατρο. Και μετά, κρατημένες χέρι χέρι περπατήσαμε στην παλιά πόλη και φτάσαμε στον Άγιο Αχίλλειο και το Πηνειό…

    Karma is a bitch λέμε στο χωριό μου κι ήρθε η ώρα να το διαπιστώσω από πρώτο χέρι…

    Δώδεκα χρόνια μετά, περπατούσα με την αγαπημένη μου, το κορίτσι που ήμουν τρελά ερωτευμένη, την πολυαγαπημένη μου, την επομενη μέρα από γενέθλια μου, στα ίδια μονοπάτια με εκείνα που περπατούσα με τον Κύριο μου. Αρχισα να τρομάζω και να απολαμβάνω την αίσθηση της αναπόφευκτου, του μοιραίου, ένιωθα σαν θεατής - αλλά ήμουν συμπρωταγωνίστρια - σε μια θεατρική παράσταση, σε ένα συνεχόμενο deja vu…

    “Αχ μια γεφυρούλα, πάμε, πάμε, σας παρακαλώ!!!”, την άκουσα να μου λέει κι ένιωσα να με τραβάει με τα χεράκια της, αλλά με μια τεράστια, ανίκητη, δύναμη. Μην με ρωτήσετε ποιο γεφυράκι ήταν, είμαι σίγουρη πως καταλάβατε. Τα βήματα μου έγιναν αργά, δεν με κρατούσαν τα πόδια μου, σερνόμουν. “Αχ καλέ τι πάθατε, πάμε, πάμε, θέλω να βγάλουμε φωτό μαζί εκεί, σας παρακαλώ!”

    Κι εκεί, πάνω στο ίδιο γεφυράκι, κάτω από τα ίδια δέντρα, μέσα στην ίδια ησυχία, πάνω από το ίδιο ποτάμι, όλα ίδια, μα και τόσο διαφορετικά την άκουσα να μου ψιθυρίζει: “Σας αγαπώ Κυρία Μου, σας αγαπώ…”

    Και εκεί ήταν που με πήραν τα κλάματα. Κλάματα χαράς, μα και ευθύνης. Διότι με αυτό το Μου μία υπέροχη υπέροχη Γυναίκα, ένας θαυμάσιος άνθρωπος που παρέδιδε τον εαυτό της και την ελευθερία της. Γιατί αυτό το “Κυρία Μου” μόνο δέος μπορεί και πρέπει να προκαλεί…
     
    Last edited: 1 Φεβρουαρίου 2025