Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Βιβλιοκριτική

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος vautrin, στις 10 Οκτωβρίου 2010.

  1. vautrin

    vautrin Contributor

    Στο νήμα αυτό θα συγκεντρώνω κριτικές για βιβλία που διάβασα κι αγάπησα αλλά και για άλλα που σκοπεύω να διαβάσω στο μέλλον. Δεν θα εκφέρω όμως προσωπική γνώμη γι’ αυτά, θα επισυνάπτω κριτικές που δημοσιεύτηκαν στον τύπο ή συνεντεύξεις των δημιουργών τους που πολλές φορές φωτίζουν το κείμενο από μια διαφορετική οπτική γωνία, συχνά απροσδόκητη.

    Κάνω την αρχή με την νουβέλα του Ηλία Μαγκλίνη «Η Ανάκριση».

    Η κληρονομιά του πόνου
    Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ
    TA NEA Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008

    Υπάρχει στη νεότερη πεζογραφία μας ένα χάσμα γενεών που εμφανίζεται, μεταξύ άλλων, και σαν κενό ιστορικής μνήμης. Οι πεζογράφοι που γεννήθηκαν μετά το 1958 (όριο στατιστικό και όχι απόλυτο) δεν μπορούν ή δεν ενδιαφέρονται να συνομιλήσουν με τις γενιές των γονιών και των παππούδων τους για τις ιστορικές περιπέτειες εκείνων. ΄Εχουν την τάση να απορρίπτουν, συχνά με ειρωνεία, τις «ηρωικές παρακαταθήκες» τους, γιατί βλέπουν σ΄ αυτές είτε αγώνες για αμφίβολους και υπονομευμένους σκοπούς είτε παραφουσκωμένα μικροκατορθώματα, που εξαργυρώθηκαν αργότερα στο πολλαπλάσιο, σαν τα οικόπεδα της Μονής Βατοπεδίου. Σε κάθε περίπτωση βλέπουν κάτι που δεν τους αφορά και τους ενοχλεί με τον πομπώδη ή δακρύβρεχτο τρόπο παρουσίασής του, εξυψωμένον μάλιστα εν τω μεταξύ σε επίσημο, θεσμικό λόγο. Με λίγα λόγια, η σχέση τους με τις γενιές της Αντίστασης και του Εμφυλίου, των Λαμπράκηδων και του Πολυτεχνείου καθορίζεται από πολιτικοϊδεολογική αποξένωση. Και επειδή οι γενιές αυτές χωρίς την πολιτική ιδεολογία τους θα φαίνονταν σήμερα σαν παρτιτούρες χωρίς νότες, μπορούμε να μιλήσουμε για ιστορική αποξένωση.

    Βρίσκω μια πολύ ενδιαφέρουσα εξαίρεση σ΄ αυτήν εδώ τη νουβέλα του Ηλία Μαγκλίνη, δεύτερο βιβλίο του γεννημένου το 1970 πεζογράφου. Ενδιαφέρουσα όχι τόσο επειδή αποκαθιστά μια μορφή ιστορικής συνέχειας όσο επειδή το κάνει σ΄ ένα επίπεδο βαθύτερο από το πολιτικό και ιδεολογικό. Αυτό δεν σημαίνει ότι αγνοεί το πολιτικοϊδεολογικό στίγμα των προγονικών γενεών, αλλά ότι το βλέπει σε μια διαφορετική, καινούργια προοπτική.

    Η νουβέλα περιστρέφεται γύρω από την τεταμένη, δραματική, κυριολεκτικά σωματοποιημένη σχέση ανάμεσα σ΄ έναν πατέρα και την κόρη του. Εκείνος, εξηντάρης σήμερα, γιος κομμουνιστή αντάρτη και Μακρονησιώτη, αριστερός ο ίδιος, βασανίστηκε άγρια στα μπουντρούμια της Χούντας, με αποκορύφωμα τον σεξουαλικό βιασμό του. ΄Επειτα από αυτό βυθίστηκε σ΄ ένα είδος παραίτησης. Εγκατέλειψε την πολιτική δράση, αφοσιώθηκε στις μεταφράσεις και αποφεύγει να μιλάει για το παρελθόν. Η κόρη του, η Μαρίνα, γεννημένη το 1975, είναι καλλιτέχνιδα και έχει ως πρότυπό της τη συνονόματή της Σέρβα περφόρμερ Μαρίνα Αμπράμοβιτς, με τα ακραία, σοκαριστικά δρώμενα που χαρακτηρίζουν τις εμφανίσεις της στη σκηνή.

    Με μια πρώτη ματιά, τίποτα κοινό δεν υπάρχει ανάμεσα σε πατέρα και κόρη. Ζουν σε διαφορετικούς κόσμους, κάτι που υπογραμμίζεται και από τις μουσικές προτιμήσεις τους: εκείνος ακούει σήμερα κλασική μουσική, εκείνη μοντέρνα συγκροτήματα (ενώ απεχθάνεται τους Θεοδωράκηδες και Λοΐζους, με τους οποίους τη μεγάλωσε ο πατέρας της). Και σαν να θέλει ο συγγραφέας να υπαινιχτεί ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με αντιπαράθεση γούστων ή ευαισθησιών, ούτε καν γενεών, αλλά με μια καινούργια κατάσταση, που έχει επιβάλει τους δικούς της όρους έκφρασης, οι τίτλοι όλων των κεφαλαίων της νουβέλας του είναι τίτλοι τραγουδιών στα αγγλικά, και όχι μόνον αυτό, αλλά πρόκειται για τραγούδια με ΄Ελληνες συνθέτες και εκτελεστές.

    Ωστόσο, ένα αόρατο νήμα συνδέει τα παλιά βιώματα του πατέρα με τις ανησυχίες της κόρης. Στην πραγματικότητα μάλιστα δεν είναι καθόλου αόρατο, ίσα ίσα, είναι πολύ υλικό, σάρκινο, μόνο που ο πατέρας αρνείται (ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται) να το δει, να καταλάβει τι σημαίνει και να το αποδεχτεί. Η Μαρίνα, η οποία έχει διαισθανθεί από παιδί τα μόνιμα ψυχικά τραύματα που άφησαν στον πατέρα της τα βασανιστήρια, υποβάλλει το σώμα της σε ολοένα πιο επώδυνες δοκιμασίες, το κακοποιεί με τους πιο διαφορετικούς τρόπους, και αργότερα μεταφέρει αυτή τη διάθεση αυτοκατασπάραξης στην τέχνη της: οι περφόρμανς και οι εγκαταστάσεις της, με την ίδια στο επίκεντρο, είναι γεμάτες αίμα, πόνο, φρίκη, σωματικούς εξευτελισμούς και παραμορφώσεις, αγωνία θανάτου.

    Η Μαρίνα υποδύεται ψυχαναγκαστικά το μαρτύριο του πατέρα της, κάτι περισσότερο μάλιστα, το αναπαράγει πάνω της, παρόλο που αισθάνεται ξένη προς τα ιστορικά συμφραζόμενά του. Γιατί το κάνει αυτό;

    Ένα μέρος της απάντησης βρίσκει την πιο εύστοχη διατύπωσή του στο καταληκτικό επεισόδιο του βιβλίου, όταν ο πατέρας της Μαρίνας τολμάει επιτέλους να ξανακοιτάξει και να ψαύσει αυτό που απωθούσε για δεκαετίες. «΄Ηταν λες και το ίδιο μου το σώμα συνεργαζόταν με αυτούς. ΄Ενας από τους βασανιστές. Ο χειρότερος απ΄ όλους». Ο πρώην αγωνιστής μισεί το σώμα του, γιατί τον εξευτέλιζε, γιατί τον έκανε να φοβάται θανάσιμα, να αισθάνεται ανήμπορος και ασήμαντος απέναντι στους βασανιστές του. Η κόρη του αναδέχεται την κληρονομιά αυ τού του μίσους και την οδηγεί στα άκρα: οικειοποιούμενη τον ρόλο του πατέρα της, αλλά ταυτόχρονα και των βασανιστών του, αναλαμβάνει να τιμωρήσει το σώμα της για τις αδυναμίες που σπέρνει μέσα της, να το εκμηδενίσει, να αναδυθεί θριαμβεύτρια μέσα από τον πόνο τηςό,τι ακριβώς δεν κατάφερε ο πατέρας της.

    Αλλά, όπως είπα, αυτό είναι μόνον ένα μέρος της απάντησης. ΄Ενα άλλο, σημαντικότερο, είναι το αίσθημα της οφειλής, που το μαρτύριο του πατρικού πρότυπου κληροδοτεί στην επόμενη γενιά. Ο πατέρας της Μαρίνας νιώθει πως, όταν ο δικός του πατέρας τού διηγείτο τους αγώνες και τις ταλαιπωρίες του, ήταν σαν να του έλεγε «πρέπει κι εσύ να υποφέρεις περισσότερο, δεν έχεις υποφέρει αρκετά». Είναι, όπως συνειδητοποιεί μπαίνοντας σε μια εκκλησία τη Μεγάλη Παρασκευή και βλέποντας τους πιστούς να λατρεύουν τον Επιτάφιο, σαν την υποθήκη που άφησε ο σταυρωμένος Ιησούς στους χριστιανούς όλων των αιώνων. Αν ο πατέρας της Μαρίνας εξόφλησε το χρέος πόνου προς τον παππού της στο όνομα του ίδιου σκοπού, αυτή δεν ξέρει σε ποιον βωμό να καταθέσει τη δική της οφειλή. Τη μεταφέρει, λοιπόν, μεγεθυσμένη στην τέχνη, αλλά σαν μια παρατεινόμενη εκκρεμότητα, σαν μια προπαρασκευή θυσίας, που περιμένει αυτό που θα της δώσει νόημα.

    Υπάρχει όμως και μια άλλη ερμηνευτική διάσταση. Η μεταμοντέρνα εποχή της Μαρίνας, η δική μας εποχή, ειδωλοποιεί το ανθρώπινο σώμα, τη σωματική ομορφιά, διαζευγμένη όμως από οποιαδήποτε έκφραση εσωτερικότητας, χωρίς τίποτα το υπερβατικό, μια άψυχη ομορφιά που χρησιμεύει απλώς σαν διαφημιστικό δέλεαρ, καταναλωτικό γκάτζετ και η ίδια. Απέναντι σ΄ αυτή τη φενάκη, η τέχνη της Μαρίνας, η τέχνη της Σέρβας συνονόματής της ή ενός Φράνσις Μπέικον, αντιπροσωπεύει μια διαμαρτυρία, μια σπαρακτική και βαθύτατα πολιτική υπόμνηση της αλήθειας, που το πραγματικό της πρόσωπο ξεπρόβαλλε χτες στις φυλακές της ελληνικής χούντας, σήμερα στα Αμπού Γκράιμπ και τα Γκουαντάναμο: το ανθρώπινο σώμα είναι πιο αδύναμο και ασήμαντο παρά ποτέ, μπορεί πολύ εύκολα, και μάλιστα με σαδιστική ηδονή, να παραμορφωθεί, να μαγαριστεί, να βιαστεί, να εξαρθρωθεί, να διαμελιστεί, και οι εικόνες του έσχατου εξευτελισμού του να γίνουν το φανερό αντικείμενο του κρυφού πόθου μιας παγκόσμιας οφθαλμολάγνας κουλτούρας.

    Ασυνήθιστα πρωτότυπη στο θέμα, ασυνήθιστα (πολύ περισσότερο για μια νουβέλα) σύνθετη στην προβληματική, Η ανάκριση του Ηλία Μαγκλίνη είναι ένα από τα πιο αξιοπρόσεκτα κείμενα που μας έδωσε φέτος η ελληνική πεζογραφία.

    ***

    Η ανάκριση
    Συγγραφέας: ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ

    «Κωστή, [...] η Μαρίνα είναι όλη δική σου. Από σένα πήρε. Μόνο από σένα».
    Σαν μια συνέχεια του «Σώμα με σώμα» (εκδ. Πόλις), ο Ηλίας Μαγκλίνης γράφει την «Ανάκριση». Ο πόνος, το παρελθόν, το παρόν, το αίμα -κι όλ’ αυτά στα άκρα τους- μπλέκονται στη νουβέλα, παραμένοντας έννοιες και καταστάσεις διακριτές. Η Μαρίνα -που προτυπώνει τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς, περφόρμερ της τέχνης του σωματικού πόνου-, περφόρμερ κι αυτή του ίδιου κινήματος, προσπαθεί και καταφέρνει να μπει στο μυαλό και την ψυχή του πατέρα της ο οποίος κακοποιήθηκε φριχτά από τα ΕΑΤ/ΕΣΑ της οδού Μπουμπουλίνας.

    Συγκεντρώνοντας βιβλία με λεπτομερείς αφηγήσεις για την εποχή και τα βασανιστήρια, μαζεύοντας αναμνήσεις όπως ο θάνατος της μητέρας της που της κόστισε ένα ολόκληρο σύμπαν, παλεύει με νύχια και με δόντια ν’ ανακρίνει τον πατέρα της και να τον εξωθήσει ν’ αναγνωρίσει την οδύνη και την προσβολή -ψυχική και σωματική-, να επιστρέψει σ’ όλ’ αυτά και να τα ξεπεράσει, να φτάσει στο σημείο να βγάλει από τα βάθη του ό,τι τον έχει σημαδέψει αλλά και φορές φορές τον έχει κάνει περήφανο. Όπως και να ‘χει, ο ανακρινόμενος, κάθε ώρα και στιγμή, Κωστής βάζει τα δυνατά του να μην υποκύψει, όπως είχε κάνει τότε, όπως ποτέ δεν υπέκυψε – τουλάχιστον στο κοινώς φαίνεσθαι. Ωστόσο, η πάλη της Μαρίνας είναι αφενός επώδυνη και αφετέρου έμμονη.

    Επιδιώκοντας ενδεχομένως ν’ αγαπήσει τον πατέρα της απ’ την αρχή, τον φέρνει στ’ άκρα, ώστε αυτός να την παρακαλέσει σχεδόν γονατιστός να τον αφήσει ήσυχο• ώστε αυτός ν’ αναγκαστεί να παραδεχτεί, με πάσα ακρίβεια, ό,τι πέρασε τότε, ίσως και ν’ αναμετρηθεί με την αγωνιστική και πολύπαθη παρακαταθήκη του δικού του πατέρα.

    Παρ’ όλ’ αυτά, δεν είναι κάποιο είδος σαδίστριας. Η πολυαγαπημένη κόρη, η δύστροπη αυτή ψυχή δεν θέλει να μετατρέψει τον πατέρα της σε έργο τέχνης, απλώς και μόνο για να δημιουργήσει το αυθεντικότερο κομμάτι του καλλιτεχνικού της βιογραφικού. Έχοντας περάσει μέσα από αυτοτιμωρίες -στα όρια ενός ιδιότυπου ερωτισμού, ο οποίος ενυπάρχει σ’ όλο σχεδόν το κείμενο- ενώπιον έκπληκτου κοινού χάριν της τέχνης, έχει συνειδητοποιήσει ότι το βάθος αυτό της τέχνης δεν είναι απαραίτητα και η αλήθεια που ψάχνει. Η αλήθεια που αναζητά το θλιμμένο αυτό κορίτσι, όπως το ίδιο την αντιλαμβάνεται, είναι στους γονείς της: στη μητέρα, την οποία έχασε διά παντός, και στον πατέρα που χρόνια και χρόνια έχασε το καθαρό του βλέμμα, τη γαλήνια θέαση της ζωής. Αυτό η Μαρίνα το γνωρίζει πολύ καλά, όπως και τη χυδαία καθώς και ακραία σεξουαλική ατίμωση που δέχτηκε ο πατέρας της στη φυλακή, κάτι που ποτέ δεν παραδέχτηκε. Ήρθε όμως η ώρα. Η ανάκριση κρίνεται επιτυχής• ανακρινόμενος και ανακριτής ακόμη περισσότερο.

    Σαν μια παλιννόστηση στα επικαλυμμένα γεγονότα του παρελθόντος, ο Μαγκλίνης χειρίζεται την ενσώματη γραφή με αξιοσημείωτο τρόπο. Αποφεύγοντας τις εύκολες λύσεις, επιλέγοντας την πυκνογραμμένη αφήγηση, επιτυγχάνει να σκιαγραφήσει την πρόσφατη εγχώρια Ιστορία, απ’ τα έγκατα μιας πολύπαθης οικογένειας που θέλει ν’ αποφύγει το χάσμα μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, δίχως ν’ αρνείται τίποτε, απαλείφοντας ταυτόχρονα ό,τι συνηθισμένα γλυκανάλατο θα μπορούσε να τον παγιδεύσει. Η επιτυχία όλου του εγχειρήματος έγκειται βέβαια στο ότι ο συγγραφέας, με γλώσσα ώριμη και καλά φιλτραρισμένη, αγγίζει τη γύμνια και θωπεύει το πάθος όλων αυτών που θέλει ν’ αφηγηθεί, επιστρέφει στο σώμα ως κινούν όχημα του κόσμου, καθιστώντας την «Ανάκριση» ένα κείμενο τόσο καλά δομημένο όσο και περιέχον τη δόση του ακραία ανθρώπινου που η λογοτεχνία καλείται να φέρει.

    [Η κριτική δημοσιεύτηκε αρχικά στο δεύτερο τεύχος του "Α-βιβλίο" της "Απογευματινής", Παρασκευή 23/1/2009]

    ***


    Mια συνέντευξή για τη νουβέλα στη Λώρη Κεζά

    Μια τριμελής οικογένεια βρίσκεται στο επίκεντρο της νουβέλας Η ανάκριση. Ο πατέρας βασανίστηκε στη χούντα και μετά αποσύρθηκε. Εργάζεται ως μεταφραστής σε εφημερίδα και συχνά πυκνά συναντά πρώην συντρόφους για να τα πιούνε. Έχει πάρει διαζύγιο αλλά η αρρώστια τον φέρνει κοντά στην πρώην σύζυγο. Η κόρη είναι καλλιτέχνης με ίνδαλμα την Μαρίνα Αμπράμοβιτς. Επεμβαίνει στο σώμα της και ασκεί βία στον εαυτό της, επιμένοντας πως όλα αυτά γίνονται υπέρ της τέχνης. Διακατέχεται από μια εμμονή για τους βασανισμούς που υπέστη ο πατέρας της και τον πιέζει να της αποκαλύψει όσα υπέστη. Η ανάκριση στην οποία τον υποβάλλει είναι εξίσου βασανιστική με εκείνη των εσατζήδων.
    Είναι το δεύτερο βιβλίο πεζογραφίας του Ηλία Μαγκλίνη (γενν. 1970). Το μυθιστόρημά Σώμα με σώμα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

    - Όπως μας πληροφορείτε στο επίμετρο του βιβλίου είχατε συγκεντρώσει άφθονο υλικό πριν αρχίσετε να γράφετε την «Ανάκριση». Και μόνο οι τρεις τόμοι με τα πρακτικά από τη δίκη των βασανιστών της χούντας σας τροφοδότησαν με ιδέες για καταστάσεις και πρόσωπα. Γιατί επιλέξατε τη φόρμα της νουβέλας και όχι του μυθιστορήματος;

    «Γενικά, πιστεύω ότι ένα βιβλίο μυθοπλασίας σήμερα δεν πρέπει να ξεπερνά τις 150-200 σελίδες – το πολύ. Μετά τις αλλεπάλληλες γραφές και τις επεξεργασίες, το κείμενο που προέκυψε στο τέλος ήταν στην έκταση της νουβέλας. Θα μπορούσα να συνεχίσω προσθέτοντας και άλλες σκηνές, επεισόδια –που έτσι κι αλλιώς υπήρχαν, αλλά τα είχα αφήσει απ΄ έξω- αλλά απλώς θα φλυαρούσα. Οπότε, αποφάσισα να το εγκαταλείψω πια.»

    - Πόσο και γιατί σας βασάνισε το θέμα των βασανιστών της χούντας; Υπάρχει κάποιο ιστορικό στην οικογένειά σας που σας οδήγησε στην επιλογή του θέματος;

    «Κανένα απολύτως. Δεν προέρχομαι καν από αριστερή οικογένεια. Η ανθρώπινη υπόσταση κάτω από ακραίες συνθήκες, η διαπλοκή συλλογικής και ατομικής μνήμης παραμένουν μερικές από τις εμμονές μου, όπως επίσης το δράμα του σώματος, οι ηδονές και οι οδύνες του. Η ιστορία των βασανισμών στη χούντα με απασχολεί κάπου δέκα χρόνια. Είναι μια δική μας ιστορία, και όχι τόσο παλιά, ταυτόχρονα έχει κάτι οικουμενικό και διαχρονικό. Είναι τόσο σοκαριστικά όλ’ αυτά και την ίδια στιγμή είναι τόσο εύκολο να συμβούν. Το Αμπού Γκράιμπ και το Γκουαντάναμο μιλούν από μόνα τους.»

    - Η λατρεία του πόνου είναι διαχρονική, όπως διαφαίνεται από το βιβλίο σας. Ποια είναι η δική σας θέση απέναντι στα ζητήματα που αναφέρετε, όπως είναι οι περφόρμανς της Μαρίνα Αμπράμοβιτς και η σταύρωση του Ιησού;

    «Όσον αφορά την performance art και ειδικότερα τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς, τα όρια ανάμεσα στο ουσιώδες και στο δραστικό, από τη μία πλευρά, και στο γελοίο, το προσβλητικό, την χυδαία πρόκληση ή το αποκρουστικό, από την άλλη, δεν είναι πάντα ευδιάκριτα. Η Αμπράμοβιτς έχει σημαντικό έργο στο ενεργητικό της, πολλοί άλλοι περφόρμερ όχι. Μου τραβούσε πάντα το ενδιαφέρον αυτή η συγκεκριμένη σχολή της performance art, με τις επιθετικές δομές. Πως το εργαλείο του καλλιτέχνη γίνεται το σώμα του και πως, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο πόνος σα να παύει να υφίσταται. Ο περισσότερος κόσμος απορρίπτει αυτά τα θεάματα όχι μόνο βάση αισθητικής αλλά και ηθικής – μάλλον ηθικολογίας: πολλοί εξοργίζονται με τον τρόπο που κάποιος μπορεί να αυτοτραυματίζεται για να εκφραστεί, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Είναι κάτι που βρίσκω υποκριτικό: η λατρεία του εσταυρωμένου Ιησού είναι, μεταξύ πολλών άλλων, και αυτό: μια λατρεία πόνου. Στέκονται με δέος, υπνωτίζονται μπροστά σε ένα κορμί καταξεσκισμένο, τρυπημένο, ματωμένο και ταυτόχρονα ταυτίζονται με αυτό. Υπάρχει εδώ κάτι σαδιστικό και μαζοχιστικό μαζί.
    Πάντως, οφείλω να πω ότι αυτού του είδους η performance art, με το αίμα, τα εντόσθια και τα ξυραφάκια, είναι κάτι ξεπερασμένο σήμερα. Η Αμπράμοβιτς τα έκανε αυτά παλαιότερα. Από αυτή την άποψη, η δική μου, επινοημένη Μαρίνα δεν είναι καλή καλλιτέχνις. Ή, για να είμαι πιο επιεικής μαζί της, δεν έχει βρει ακόμα τη φωνή της.»

    - Η οικογένεια που βρίσκεται στο επίκεντρο της αφήγησης είναι προοδευτική και ως μονάδες τα άτομα είναι συμπαθητικά, μυαλωμένα, συνειδητοποιημένα. Αυτό αφορά τόσο τους γονείς όσο και την κόρη. Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι αυτά τα τρία πρόσωπα συγκροτούν μια δυσλειτουργική οικογένεια;

    «Μα όλα αυτά δεν παίζουν κανένα ρόλο στους δεσμούς αίματος. Συμβαίνει πολλές φορές να βρίσκεσαι μέσα σε μια σχέση όπου ο άλλος να βγάζει από μέσα σου τον χειρότερο εαυτό σου – κι εσύ από εκείνον. Γιατί να μην φεύγει κάποιος από μια τέτοια σχέση, θα ρωτήσετε. Μεγάλη κουβέντα. Νομίζω ότι ο φόβος για το νέο, για το άγνωστο μερικές φορές μας κοκαλώνει. Δεν θέλουμε να ξεβολευόμαστε κι ας περνάμε άσχημα. Η Ρέα, η μητέρα της Μαρίνας στη νουβέλα, κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια αλλά στέκεται άτυχη στην πορεία από την ίδια τη ζωή, καθώς αρρωσταίνει.»

    - Ο ήρωάς σας έχει βασανιστεί στα κρατητήρια αλλά αρνείται να μιλήσει για όσα υπέστη. Θεωρεί ότι όσα συνέβησαν στο κελί είναι τα μυστικά του. Κατά τη γνώμη σας υπάρχουν πτυχές της προσωπικής ζωής που θα πρέπει να γίνονται κτήμα όλων, δηλαδή της Ιστορίας;

    «Όχι, με τίποτα. Σχεδόν όλοι και όλα μας πιέζουν σήμερα "να μιλήσουμε", να "το βγάλουμε από μέσα μας", ό,τι κι αν είναι αυτό. Η τηλεόραση, το Διαδίκτυο, το κινητό τηλέφωνο αλλά και το ντιβάνι του ψυχαναλυτή (κομπογιαννίτη και μη) έχουν παίξει το ρόλο τους σε αυτό. Παρατηρώ πολλούς ανθρώπους στο σινεμά να συμπεριφέρονται σα να βρίσκονται στο καθιστικό του σπιτιού τους. Το ιδιωτικό και το δημόσιο έχουν μπερδευτεί επικίνδυνα. Η ιδέα της ανάκρισης στο βιβλίο είναι γενικότερη: από τους γονείς μας έως το σύντροφο και τον εργοδότη μας, ασυνείδητα, όλοι μπαίνουμε σε μια διαδικασία απολογίας. Αφήστε που η σιωπή έχει εξοριστεί από τη ζωή μας και εκλαμβάνεται ως αδυναμία ή καταδικάζεται ως κρυψίνεια. Ο Κωστής, ο ήρωας της Ανάκρισης, είχε να απολογηθεί και να μαρτυρήσει όχι μόνο στους εσατζήδες αλλά και στον πατέρα του, στη γυναίκα του, στους συντρόφους του, και τώρα στην κόρη του. Ο πειρασμός, η ανάγκη, να μιλήσει είναι τεράστιος, σε όλο το βιβλίο. Αυτή είναι η δική του, προσωπική ανάκριση, αυτή στην οποία τον υποβάλλει ο εαυτός του...»

    - Ποια η θέση σας για την τιμωρία των βασανιστών; Αρκεί η φυλάκιση για περίπου τριάντα χρόνια; Γιατί οι χαρακτήρες του βιβλίου σας απορρίπτουν την ιδέα της αυτοδικίας;

    «Η αυτοδικία ή ακόμα και η θανατική καταδίκη είναι κάτι που οι περισσότεροι απ’ όσους βασανίστηκαν, απέρριψαν. Γενικά, δεν ήθελαν την εκδίκηση. Ήθελαν να μπει ένα τέλος σε αυτή την ιστορία για να ησυχάσουν και οι ίδιοι. Επίσης, επειδή οι εσατζήδες είχαν υποστεί και αυτοί βασανισμούς κατά την εκπαίδευσή τους, νομίζω ότι τα θύματα, με το πέρασμα του χρόνου, ένιωσαν κάποια είδος ταύτισης με μερικούς από αυτούς τουλάχιστον. Πάντως η 17Ν εκτέλεσε τον Μάλλιο και τον Μπάμπαλη αλλά όλοι οι άλλοι βασανιστές εξέτισαν τις ποινές τους και σήμερα κυκλοφορούν ελεύθεροι αλλά περιθωριοποιημένοι. Αυτό είναι μια τιμωρία που τους αξίζει. Όσον αφορά την προσωπική μου άποψη, δεν πιστεύω στην αυτοδικία. Επιπλέον, ζούμε σε ένα σύστημα όπου η τιμωρία από το κράτος είναι πάντα μικρότερη από το ίδιο το έγκλημα. Δεν κόβουμε κεφάλια, δεν σκοτώνουμε με ενέσεις – κι ευτυχώς.»

    - Η μητέρα της ηρωίδας σας εξακολουθεί να αγοράζει την «Αυγή» αλλά δεν διαβάζει ούτε μονόστηλο. Γιατί κατά τη γνώμη σας πολλά άτομα που στρατεύτηκαν στην αριστερά έστρεψαν αργότερα την πλάτη τους στην πολιτική;

    «Είμαι ο τελευταίος που θα τους κατηγορούσε. Μεγάλωσαν, κουράστηκαν, βαρέθηκαν. Υπέστησαν και το πλήγμα του 1989 – όχι το λεγόμενο «βρώμικο ’89» αλλά το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού. Έπειτα γιατί να μην έχουν κουραστεί; Βλέπω κάτι συμβατικό στον πολιτικό λόγο της σημερινής αριστεράς (αφήνω τελείως απ’ έξω το ΚΚΕ που ετοιμάζεται να τιμήσει το Στάλιν τον Ιανουάριο, όπως διάβασα στο κυριακάτικο "Βήμα"). Όσο κι αν καταδικάζουμε την ιδέα ότι "όλα τα κόμματα το ίδιο είναι" (δεν είναι), πολιτικά μιλώντας υπάρχει κάτι ισοπεδωτικό στην ατμόσφαιρα. Κάτι εξουθενωτικό. Οι περισσότεροι σήμερα υποστηρίζουν ένα κόμμα ή μια παράταξη για καθαρά συναισθηματικούς λόγους ή ως αποδοχή κληρονομιάς. Ευτυχώς γλιτώσαμε από το φανατισμό αλλά πέσαμε στην αφασία. Δε νοσταλγώ καθόλου το ’60 και το ’70, μάλιστα, αυτό το αφασικό στοιχείο έχει πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από τον φανατισμό και τις κορώνες του...»

    - Θεωρείτε ότι ο ηρωισμός είναι προνόμιο της νιότης; Υπογραμμίζετε ότι όσοι αντιστάθηκαν κατά τη δικτατορία ήταν εικοσάχρονα παιδιά.

    «Δεν ξέρω τι σημαίνει "ήρωας". Είναι κάποιος γενναίος ή κάποιος αυτοκαταστροφικός; Ή και τα δύο αυτά μαζί; Είδα πρόσφατα την Πείνα, με την απεργία πείνας που έκανε ο Σαντς στις βρετανικές φυλακές επί Θάτσερ. Συνεχώς αναρωτιόμουν: ποια ιδέα αξίζει τόσο πολύ για να υποβάλλεις τον εαυτό σου σε τέτοια φρικώδη μαρτύρια; Η ιδεολογία; Η πατρίδα; Δεν βρίσκω απάντηση. Η νιότη πάντως έχει πάντα κάτι ορμητικό και σε εποχές σκληρές βρίσκεται πάντα στην πρώτη γραμμή. Όχι, ο ηρωισμός, ό,τι κι αν είναι αυτό, δεν αποτελεί αποκλειστικότητα της νιότης. Ο Μουστακλής δεν ήταν εικοσάρης όταν βασανίστηκε. Δεν μίλησε όμως ποτέ, δεν «έσπασε» και στο τέλος πέθανε από τα τραύματά του.»

    - Εσείς ενηλικιωθήκατε σε μια εποχή κατά την οποία η πολιτικοποίηση ήταν ντεμοντέ. Δεν είστε ούτε generation X, ούτε Γένοβα. Νιώθετε ένα κενό από την απουσία ταμπέλας και την έλλειψη στράτευσης της γενιάς σας;

    «Όχι, δεν το ένιωσα ποτέ αυτό το κενό κι επίσης δεν μ’ αρέσει η ιδέα της στράτευσης: σε αποτρέπει από το να δεις τη γενικότερη εικόνα μιας κατάστασης. Πιστεύω όμως ότι αν έπεφτε ξαφνικά μια χούντα στο κεφάλι μας ή αν γινόταν ένας πόλεμος, η δική μου η γενιά δεν θα έπραττε πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι έπραξε η γενιά του ’40 ή εκείνη του ’60. Είναι αστείο: Μερικές φορές είναι σα να πρέπει να απολογηθούμε που δεν πέσαμε πάνω σε κάποια συμφορά. Ευτυχώς όμως που δε συνέβη κάτι τέτοιο.»

    - Κάθε σκηνή του βιβλίου σας έχει μουσική υπόκρουση (συγκεκριμένα τραγούδια, με αναφορά σε εξώφυλλα δίσκων και ερμηνευτές) ενώ οι τίτλοι των κεφαλαίων παραπέμπουν σε δημιουργίες ελλήνων μουσικών. Πως προκύπτει αυτό το έντονο στοιχείο;

    «Δεν θα έλεγα ότι υπάρχει "μουσική υπόκρουση" σε κάθε σκηνή αλλά σε κάποιες κομβικές σκηνές. Στα 15 μου ήθελα να γίνω μουσικολόγος, για τρία χρόνια έκανα πιάνο με αυτό το σκοπό. Δεν προχώρησα τελικά αλλά το "κουσούρι" της μουσικής παρέμεινε. Είναι κάτι που μου βγαίνει πολύ φυσικά και πηγαία – σε βαθμό που να αυτολογοκρίνομαι και να αφήνω πολλές τέτοιες μουσικές αναφορές απ’ έξω. Είναι και μια επιρροή από το σινεμά μάλλον. Δεν είμαι σίγουρος ότι λειτουργεί ως αποτέλεσμα. Πρέπει κανείς να ξέρει σε ποια μουσική αναφέρομαι, διαφορετικά μάλλον δεν του λέει τίποτα. Τελικά όμως απλώς υποκύπτω στον πειρασμό.»

    (10/11/2008)
     
  2. vautrin

    vautrin Contributor

    Εντγκαρ Αλλαν Πόε Ο χρυσός σκαραβαίος

    Από τον Αλέξανδρο Στεργιόπουλο

    Ο Εντγκαρ Αλλαν Πόε με τον «Χρυσό σκαραβαίο» ανατέμνει και ορίζει το φανταστικό. Δεν αφήνει περιθώριο για ενστάσεις. Για προσθέσεις. Για νέες αλλαγές. Η έννοια της φαντασίας πραγματώνεται απόλυτα σ' αυτό το αριστούργημα του Αμερικανού δημιουργού. Ο πρόωρα χαμένος λογοτέχνης, βρίσκει τον καταλύτη για να εκτοξεύσει τη φαινομενικά απλή ιστορία του. Ποιος είναι αυτός; Η αμφισβήτηση, η αμφιβολία. Φανταστικό δεν είναι αυτό που πλάθουμε. Φανταστικό είναι αυτό που ορίζουμε. Ακόμη και το αληθινό μπορεί να ιδωθεί ως μη αληθινό. Οσο και αν φαίνεται απίστευτο, ο Πόε, όπως πολύ σωστά επισημαίνεται από τον Αλέξανδρο Μωραΐτη (έχει επιμεληθεί την παρούσα έκδοση), στην εισαγωγή, ανακαλύπτει τη διαλεκτική της επιθυμίας πριν τον Σίγκμουντ Φρόιντ!

    Η επιθυμία είναι το πιο ισχυρό κίνητρο για να χάσει την αλήθεια της η πραγματικότητα. Γίνεται εύπλαστη και διαρκώς μεταλλασσόμενη. Για κάθε ευδιάκριτη κατάσταση, υπάρχει και η αντανάκλασή της. Η παραίσθηση. Ο επιμελητής του βιβλίου το σημειώνει και το δικαίωμα του δίνεται από τον Πόε. Τα έργα του δεν ήταν ποτέ μονοδιάστατα. Ετσι γίνεται και στον «Χρυσό σκαραβαίο». Διήγημα μυστηρίου που υπερβαίνει τα συνηθισμένα λογοτεχνικά όρια και αγγίζει τα επιστημονικά, μια και εκμεταλλεύεται άριστα πτυχές της ψυχανάλυσης. Τα αλλεπάλληλα ερωτηματικά που γεννιούνται από την ιστορία, είναι μικρές τομές στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Ο Πόε εφαρμόζει (χωρίς να το ξέρει) μέρος της θεωρίας του Φρόιντ. «Ο χρυσός σκαραβαίος» δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1843, 13 χρόνια πριν τη γέννηση του αυστριακού επιστήμονα.

    Η ιστορία αφορά την ανεύρεση ενός πειρατικού θησαυρού. Η απόκτηση πλούτου πάντα υπάρχει στο ασυνείδητο των μη προνομιούχων. Οταν είσαι ήδη πλούσιος και ξαφνικά βρίσκεσαι στην ένδεια, η επιθυμία για πλούτο περνάει και στο συνειδητό. Και είναι έντονη. Ο Γουλιέλμος Λεγκράν ενσαρκώνει αυτόν τον ρόλο. Βρίσκεται απομονωμένος σε ένα μικρό νησί. Μαζί του ο Δίας, παλιός δούλος και υπηρέτης του Λεγκράν.

    Κοντά στους δύο, ο Αφηγητής, φίλος του τελευταίου. Πριν τον σκαραβαίο όμως, το σκηνικό. Η τοποθεσία έχει σημασία. Ο Λεγκράν ζει σε φτωχικό περιβάλλον με μηδαμινή βλάστηση. Του θυμίζει την άσχημη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει. Το ίδιο κάνει και ο Δίας. Η παρουσία του δίπλα στον Λεγκράν σημείωνει την αριστοκρατική καταγωγή που έχει χάσει. Η εύρεση του σκαραβαίου είναι το ξεκίνημα για το πέρασμα και στο πεδίο (πέρα από το λογοτεχνικό) της ψυχανάλυσης. Μοναδικός ο Πόε. Από τη στιγμή που βρίσκεται, πλανάται το απλό ερώτημα: «Τι είναι αλήθεια ο σκαραβαίος;». Ετσι απλά ξεδιπλώνεται η διαλεκτική της επιθυμίας κατά Πόε. Ο Λεγκράν έχει έναν στόχο. Την ανάκτηση της περιουσίας του. Είναι παγιδευμένος ανάμεσα στο αληθινό και το ψεύτικό. Το λογικό και το παράλογο. Γι' αυτό και ψυχικά ασθενεί. Οταν σχεδιάζει τον σκαραβαίο στον Αφηγητή, δεν καταλαβαίνει ότι έχει φτιάξει μια νεκροκεφαλή, μέρος ενός χάρτη θησαυρού.

    Ο Δίας πιστεύει από την αρχή πως το ζουζούνι (όπως το αποκαλεί) είναι χρυσός. Μόνον ο αφηγητής βλέπει τα πράγματα όπως είναι. Οι τρεις χαρακτήρες συνθέτουν τον ανθρώπινο εαυτό. Ο Λεγκράν είναι το Εγώ μια και είναι μπερδεμένος. Ο Δίας είναι το Εκείνο, το ανώριμο κομμάτι και ο Αφηγητής το Υπερεγώ, το ρασιοναλιστικό μέρος. Ο Πόε, λοιπόν, καταφέρνει να προηγηθεί του Φρόιντ, αφού το Εγώ, το Εκείνο και το Υπερεγώ, εντοπίζονται στη θεωρία του αυστριακού γιατρού. Είναι τα τρία στοιχεία της δομής της ανθρώπινης προσωπικότητας. Απίστευτο, αλλά αληθινό. Συνεπώς, δεν έχουμε να κάνουμε με τρία διαφορετικά πρόσωπα, αλλά με ένα! Ο σκαραβαίος, ωστόσο, εδράζεται και στις τρεις υποστάσεις του ανθρώπινου χαρακτήρα. Πραγματικά, δεν είναι χρυσός. Εντομο είναι. Εν τούτοις, το χρώμα και το μέγεθος του τον κάνουν ξεχωριστό. Ο Λεγκράν εκθειάζει στον Αφηγητή τη στιλπνότητα του σκαραβαίου που εύκολα παρασύρει τη βασανισμένη ματιά, το ταλαιπωρημένο μυαλό. Μοιάζει με χρυσό και μεταφορικά είναι χρυσός. Πώς; Γίνεται η αιτία να ανακαλυφθεί αμύθητος πειρατικός θησαυρός. Παράλληλα, επιδρά καταλυτικά στους πρωταγωνιστές, δηλαδή στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Τους παρασύρει και τα τρία στοιχεία γίνονται ένα, ακολουθούν έναν δρόμο. Αυτόν της επιθυμίας. Ακόμη και ο συγκροτημένος νοητικά Αφηγητής, ρίχνεται με πάθος στο κυνήγι του θησαυρού.

    Η επιλογή του σκαραβαίου δεν πρέπει να είναι τυχαία. Ο σκαραβαίος στην αρχαία Αίγυπτο συμβόλιζε την ανάσταση ή την εκ νέου γέννηση. Ως σύμβολο είχε εξέχουσα θέση στη θρησκεία των Αιγυπτίων. Ο συμβολισμός στο διήγημα, ξεκάθαρος. Το έντομο οδηγεί τον Λεγκράν στην αναγέννησή του, καθώς ικανοποιεί τελικά την επιθυμία του. Ο Πόε, βέβαια, προσφέρει και το κατάλληλο φόντο. Το πειρατικό τοπίο ιδανικό στο κυνήγι εκπλήρωσης επιθυμιών. Αποκορύφωμα η αποκρυπτογράφηση του χάρτη που οδηγεί στην υλική ευδαιμονία. Ο συγγραφέας παρέδωσε μια εξαίρετη περιπέτεια μυστηρίου με έντονο συμβολισμό. Ο Πόε εξομοιώνει την αλήθεια με την ψευδαίσθηση.
     
  3. vautrin

    vautrin Contributor




    Georg Groddeck Το μέλλον είναι γένους... θηλυκού

    Βιβλιοθήκη, Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

    Ενώ τα αγόρια διαβάζουν τα νέα του Αγίου Ορους, τα κορίτσια λιάζουν τις γάμπες τους

    Από τον Βασίλη Ζηλάκο

    Ο Γκέοργκ Γκρόντεκ (Georg Groddeck), γιατρός, ψυχαναλυτής και συγγραφέας, θεμελιωτής της σύγχρονης Ψυχοσωματικής Ιατρικής, γεννήθηκε το 1866 στο Μπαντ Κέζεν της Γερμανίας και πέθανε το 1934 στη Ζυρίχη της Ελβετίας. Το 1900 ίδρυσε ένα σανατόριο στο Μπάντεν Μπάντεν και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα απέκτησε τη φήμη του θεραπευτή σε οργανικές και ψυχικές παθήσεις. Επηρεασμένος από τις ιδέες του Φρόιντ, μετά το 1911, καταργεί τη διάκριση ανάμεσα στο ψυχικό και το οργανικό: πρεσβεύει ότι κάθε ασθένεια είναι ένα σύμπλεγμα μη συνειδητών νοημάτων, που είναι απολύτως ιάσιμο, εφόσον ο ασθενής ερμηνεύσει και κατανοήσει τον σκοπό που επιδιώκει η ασθένεια μέσω συνεντεύξεων με τον θεράποντα ιατρό. Αυτή η θέση τον έκανε επιφυλακτικό για την αυστηρή επιστήμη και την ορθόδοξη Ιατρική. Ως αποτέλεσμα ήλθε η περιθωριοποίηση από τις ιατρικές και ψυχαναλυτικές κοινότητες της εποχής του. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι το 1920, στο ψυχαναλυτικό συνέδριο της Χάγης, αυτοχαρακτηρίστηκε «άγριος ψυχαναλυτής», ελεύθερος δηλαδή και ανένταχτος.

    Το πιο γνωστό έργο του Γκρόντεκ είναι το Βιβλίο τού Αυτό, που ενέπνευσε τον Φρόιντ να γράψει το Εγώ και το Αυτό. Είναι μια συλλογή 33 ψυχαναλυτικών επιστολών προς κάποια «αγαπημένη». Ο Γκρόντεκ προλαβαίνει τους κριτικούς λέγοντας πως γράφοντας αυτό το βιβλίο δεν είχε την πρόθεση να φανεί «επιστημονικός». Και πράγματι: συνδιαλέγεται και στοχάζεται ελεύθερα πάνω στο αντικείμενο του, το Es, την αντωνυμία που κάτω από τη σκέπη της υφίστανται τόσα και τόσα πράγματα της φύσης. Τα πάντα! Κι ενώ η θέση του είναι πως κάθε μονάδα Es περιέχει ένα αρσενικό και ένα θηλυκό, δεν παύει να τονίζει πως η δια-δραστική ουσία της ζωής, τούτο που ο Φρόιντ ονομάζει εγώ, είναι per esse παθητικό, ανεξέλεγκτο και ασυνείδητο. Κατά τον Λόρενς Ντάρελ, που υπήρξε θαυμαστής της φιλοσοφίας του Γκρόντεκ, το Es δεν είναι ένα πράγμα αυτό καθεαυτό, αλλά η οδός, ο δρόμος που χαρίζει στον άνθρωπο την προσωπικότητά του και το εγώ του.

    Σύμφωνα με τον συγγραφέα και ποιητή Ρότζερ Λέβιντερ (Roger Lewinter), μεταφραστή του Γκρόντεκ στα γαλλικά και μελετητή της σκέψης του, Το μέλλον είναι γένους... θηλυκού (Ein Frauenproblem) -που γράφτηκε το 1903, είκοσι χρόνια πριν από το Αυτό- «αποκαλύπτει την καταγωγή της μυθολογίας» του τελευταίου. Σε αυτό το βιβλίο, το πρώτο λογοτεχνικό, μη ιατρικό κείμενο του Γκρόντεκ, καταδικάζεται ο κόσμος του άνδρα και προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η ελπίδα βρίσκεται στη γυναίκα, ως πηγή της ζωής, καθώς και στη δημιουργική ικανότητα του παιδιού. Εδώ μάλλον έχουμε να κάνουμε με την κοινωνικο-πολιτική θέσπιση της προτεραιότητας θηλυκού -συμφώνως προς τις υποδείξεις της ιστορίας και της εμπειρίας των δύο φύλων- πριν από την αναγωγή του σε προεξάρχουσα κοσμική αρχή των πάντων και άρα του ανθρωπίνου. Ο συγγραφέας πιστεύει ότι οι σύγχρονες κοινωνίες, ύστερα από αιώνες ανδρικού δεσποτισμού, είναι καταδικασμένες σε καθολική και απόλυτη ομοιομορφία. Ομως, σ' αυτές «βρίσκεται το ανθρώπινο στοιχείο, σ' αυτήν υπάρχει μια ζωή που θέλει να είναι κάτι παραπάνω από το πέτρινο στήριγμα του Σύμπαντος. Η γυναίκα είναι ελεύθερη και μπορεί να απελευθερώσει». Οσο η κυριαρχία των βυζαντινών (των ανδρών) εμμένει, εμμένει δηλαδή και κυριεύει στο σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων ο ανακλαστικός, εντέλει ταυτολογικός, χαρακτήρας της ανδρικής φύσης, η κρυμμένη δυναμική που ενυπάρχει, όχι στη σχέση του ενήλικου άνδρα και της παρθένου γυναίκας ούτε στη στείρα σχέση ενός Νάρκισσου με τον εαυτό του, αλλά στη σχέση ανάμεσα στη μητέρα και στο παιδί, ολοένα και περισσότερο θα εκφυλίζεται: ο άνθρωπος (το επιμέρους άτομο) θα συνεχίζει να συγχωνεύεται με την ανθρωπότητα «θυσιάζοντας τον ίδιο τον εαυτό του» στον βωμό της αυτάρεσκης γνώσης, της τυφλής τέχνης και τεχνικής, της αγωνίας μέσα στον ασφυκτικό κλοιό της καταναλωτικής του και ομοιόμορφης κοινωνίας, της αισθηματικοποίησης του κόσμου και της σύγχυσης των ρόλων του ως άνδρα και ως γυναίκας.

    Το σύγγραμμα χωρίζεται σε 12 ενότητες-κεφάλαια, που συναποτελούν τα ερείσματα του ισχυρισμού του Γκρόντεκ. Ο τόνος του λόγου είναι προφητικός - οραματιστικός και εμφαντικός, παραπέμποντας στον αφοριστικό Ζαρατούστρα του Νίτσε, από τον οποίο ο Γκρόντεκ ήταν επηρεασμένος. Ωστόσο, κατά τη γνώμη του Λέβιντερ, «η βαθύτερη έμπνευση ανάγεται στον Βάγκνερ», τόσο από άποψη μορφής όσο και περιεχομένου: από τη μια, η επιγραμματική προσωδία των φράσεων, η διάρθρωση του κειμένου σε ευσύνοπτες αναλύσεις ιστορικών δεδομένων και σε αποσπάσματα κατ' εξοχήν λυρικά με κορύφωση, και από την άλλη, η πασιφανής συγγένεια της σημασιολογίας των αφορισμών του με εκείνη της Τετραλογίας, προδίδουν -τουλάχιστον όσον αφορά τη σύλληψη- τη βαγκνερική επίδραση. Οπως σημειώνει ο Λέβιντερ, «Το «πρόβλημα», λοιπόν, της γυναίκας είναι το πρόβλημα της Μπριντχίλντε, η οποία (στη Βαλκυρία) εναντιώνεται σ' αυτόν τον ανδρικό κόσμο, τον διεπόμενο από τη λογική της παράβασης, πράξη δημιουργική ενός θνητού όντος. Ο κόσμος αυτός είναι υπερανθρώπινη ύβρις (ο Βόταν μέσα στην αφηρημένη ή απάνθρωπη γνώση του, οι Νιμπελούγκεν μέσα στη συμπυκνωμένη τους δύναμη), σύστημα από το οποίο η Μπριντχίλντε, όταν γίνεται πια γυναίκα, απελευθερώνεται (στον Ζίγκφριντ) και το οποίο καταστρέφει (στο Λυκόφως των θεών), για να συσταθεί ένας επιτέλους ανθρώπινος κόσμος, έκφραση όχι πια του άνδρα, αλλά της γυναίκας -κατά τον Γκρόντεκ-, αυθεντικά ανθρώπινου πλάσματος... Η γυναίκα θα ακολουθήσει τότε τον δρόμο που υποδεικνύει το παιδί, διότι «σ' αυτό ανήκει η Βασιλεία των Ουρανών», αφού ζει στον κόσμο που επινοεί η φαντασία του -την ουσιαστικά δική του δημιουργό έκφραση-, ξένο προς τους περιορισμούς που συνεπάγεται η σύμβαση της λογικής».

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  4. vautrin

    vautrin Contributor

    Οι Γερμανοί παραμένουν στα Χανιά

    Η Μάρω Δούκα επιστρέφει στην πόλη όπου γεννήθηκε για να αναζητήσει τη σχέση της ηρωίδας της με την τοπική ιστορία, αλλά και για να απαντήσει σε μια σειρά πραγματικών ερωτημάτων, όπως πόσο καθαρές ήταν οι συμφωνίες μεταξύ της Εθνικής Οργάνωσης Κρήτης και του ΕΑΜ

    Ι. Ν. ΜΠΑΣΚΟΖΟΣ | Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010 TO BHMA
    Γιατί έμειναν οι Γερμανοί στα Χανιά μήνες μετά την απελευθέρωση της υπόλοιπης Ελλάδας από τους Γερμανούς; Πόσο καθαρές ήταν οι συμφωνίες της Εθνικής Οργάνωσης Κρήτης (ΕΟΚ) με το ΕΑΜ; Ποιοι ήταν αγωνιστές και ποιοι προδότες;

    Πώς σκοτώθηκε ο κομμουνιστής Βαγγέλης Κτιστάκης; Ποιος ο ρόλος των Αγγλων στο νησί και ποια η σχέση τους με τις αντιστασιακές οργανώσεις αλλά και τη γερμανική κατοχική διοίκηση; Αυτά είναι μερικά από τα πραγματικά ερωτήματα που απασχολούν τη Μάρω Δούκα και ήταν και το έναυσμα για να αρχίσει να γράφει ένα μεγάλο μυθιστόρημα, όπου τα ιστορικά γεγονότα θα μπλέξουν με τη ζωή των προσώπων της μυθοπλασίας. Θα προκύψει εκ τούτων ένα ιστορικό χρονικό πλούσιο σε επί μέρους ιστορίες, σε μικρά και μεγάλα περιστατικά, πραγματικά και φανταστικά, γεμάτο ερωτήματα, που θα πληθαίνουν όσο βαδίζει προς το τέλος του, για να στοιχειώσουν τον αναγνώστη και μετά το πέρας της ανάγνωσης.

    Η ιστορία

    Η χανιωτοπούλα φοιτήτρια Βιργινία Παγώνη διακόπτει τις σπουδές της στην Αθήνα και επιστρέφει στα Χανιά. Τραυματισμένη από αδιέξοδες ερωτικές σχέσεις, βρίσκεται σε μια ηλικία όπου νομίζει ότι ο κόσμος διαλύεται μαζί με κάθε σχέση που διακόπτεται. Οι σχέσεις με τη μάνα της είναι διαταραγμένες, ενώ δεν θέλει να συζητάει την αυτοκτονία του πατέρα της. Η Βιργινία θα προσκολληθεί στον υπέργηρο παππού της, έναν άνδρα που έζησε τις ταραγμένες εποχές της Κατοχής και που κρύβει μυστικά και ντοκουμέντα. Το κουβάρι της ιστορικής αφήγησης θα αρχίσει να ξετυλίγεται όταν η Βιργινία θα ανακαλύψει ένα έγγραφο στο οποίο ο αντισυνταγματάρχης Παύλος Γύπαρης απευθύνεται στον Σεβασμιότατο Αγαθάγγελο (υπεύθυνο για τη διοίκηση του νησιού) και του λέει ότι δεν τον αφήνει ασυγκίνητο η πρόταση των Γερμανών να μπει στα Χανιά και να χτυπήσει τους «αναρχικούς». Το έγγραφο φέρει ημερομηνία Απρίλιος 1945. Η Βιργινία αναρωτιέται τι γύρευαν οι Γερμανοί στα Χανιά εκείνη την εποχή, όταν είναι γνωστό ότι από την Αθήνα αποχώρησαν τον Οκτώβριο του 1944. Αναζητώντας απαντήσεις με τη βοήθεια του Πανάρη, αδελφού της μητέρας της, θα προσφύγει σε ιστορικά βιβλία αλλά και σε μια σειρά σημειώσεων του παππού, οι οποίες, αν και γράφτηκαν πολύ αργότερα, αναφέρονται διεξοδικά στα της κατοχής του νησιού από τους Γερμανούς, καθώς και στον ρόλο των Αγγλων και των αντιστασιακών οργανώσεων. Εκεί αργά και βασανιστικά θα ανακαλύψει ότι οι Γερμανοί παρέμειναν στο νησί, ειδικότερα στα Χανιά, πολλούς μήνες μετά την απελευθέρωση, ύστερα από συνεννόηση με τους Αγγλους και τις εθνικιστικές οργανώσεις με στόχο να εμποδίσουν το ΕΑΜ να καταλάβει την εξουσία. Η κυβέρνηση του Καΐρου ενθάρρυνε μια τέτοια εξέλιξη, αν και το ΕΑΜ είχε πάρει ήδη την απόφαση να διαλύσει τα στρατιωτικά του τμήματα και οι άνδρες του να ενσωματωθούν στην Εθνική Πολιτοφυλακή. Σημαντικός ήταν εδώ ο ρόλος των βρετανικών οργανώσεων ΙSLD και SΟΕ. Τα ιστορικά γεγονότα θα κορυφωθούν την περίοδο Μαΐου - Ιουνίου, όπου πράκτορες, δωσίλογοι και εθνικιστές θα προσπαθήσουν να ελέγξουν την απελευθέρωση των Χανίων.

    Πολλά ιστορικά πρόσωπα στο μυθιστόρημα θα τα γνωρίσει ο αναγνώστης διεξοδικά μέσα από τις αλλοπρόσαλλες προσωπικές τους πορείες, με αλλαγές στρατοπέδων, με ύποπτους ρόλους, με παλινωδίες και σκαμπανεβάσματα. Ανάμεσά τους είναι ο Παύλος Γύπαρης, προσωπικότητα πλούσια σε δράση και αμφιλεγόμενες πολιτικές επιλογές. Υπήρξε στη ζωή του αξιωματικός και πολιτευτής, επικεφαλής κρητών εθελοντών που πολέμησε στο πλευρό των Γάλλων στην Αλσατία και στη Λωρραίνη, πήρε μέρος στη μικρασιατική εκστρατεία, πολέμησε στη Μάχη της Κρήτης, όπου πέρασε στους εθνικιστές, συνεργάστηκε με τους Γερμανούς και έγινε επικεφαλής στον αντικομμουνιστικό αγώνα στο νησί της Κρήτης. Αλλα ιστορικά πρόσωπα είναι ο Επίσκοπος Αγαθάγγελος, διοικητής της Κρήτης με θετικές και αρνητικές πλευρές, ο κομμουνιστής Βαγγέλης Κτιστάκης, ο στρατηγός Μάντακας, οι γερμανοί διοικητές, όπως ο σκληρός Μπέντακ, ο αγωνιστής Μανώλης Πιμπλής, οι Αγγλοι που αλώνιζαν την Κρήτη, ανάμεσά τους ο γνωστός συγγραφέας Πάτρικ Λη Φέρμορ, κ.ά. Το μυθιστόρημα αναφέρεται ακόμη στον Κ. Μητσοτάκη, μέλος της αντιπροσωπείας της ΕΟΚ, που στη συμφωνία της Τρομάρισσας με το ΕΑΜ συμφωνούσε μεν να ενωθούν υπό κοινή διοίκηση οι αντιστασιακές οργανώσεις για να οδηγήσουν με ομαλό τρόπο τη μετάβαση στην πολιτική ζωή, αλλά με τον όρο ότι «δεν επιτρέπεται να χτυπάει κανείς τους Γερμανούς όταν θέλει και όπου θέλει».

    Το μυστικό του παππού και η Βιργινία

    Ο Επίσκοπος Χανίων Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης
    Τα τετράδια του παππού θα αναφερθούν σε πραγματικά και φανταστικά πρόσωπα και θα δημιουργήσουν στο μυαλό του αναγνώστη αξεδιάλυτους γρίφους ως το τέλος. Ορισμένα πρόσωπα από αυτά είναι πραγματικά, δέχονται όμως την επίδραση της μυθοπλασίας, και άλλα είναι καθαρά πλασμένα από τη συγγραφέα. Ως εκ τούτου τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολυπρισματικά. Π.χ., ποιος σκότωσε τον αγωνιστή και φίλο του παππού Μανώλη Πιμπλή; Ποιος ήταν ο ρόλος της πρωτεξαδέλφης του Πιμπλή, Εύας, με την οποία λέγεται ότι ήταν ο ίδιος ερωτευμένος ενώ αυτή φλέρταρε με έναν Αγγλο. Ποιος σκότωσε τον δολοφόνο του Πιμπλή; Τι έγινε και οι φίλοι του παππού, όπως ο Τέλης, πέρασαν σε άλλο στρατόπεδο; Γιατί παντρεύτηκε ο παππούς; Ποια ήταν η προσωπική ζωή της θείας Ουρανίας; Τέλος, αμφιβολίες και αντικείμενο διερεύνησης για τη Βιργινία είναι η ιδεολογική και πολιτική στάση του παππού της, που φαίνεται να ταλαντεύεται ανάμεσα σε μια φιλοαριστερή και σε μια απολίτικη θέση.

    Η Βιργινία δεν είναι μια αμέτοχη αναγνώστρια σε όλη την υπόθεση. Διαβάζοντας τις σημειώσεις του παππού και τα ιστορικά βιβλία και ενώ προσπαθεί να διερευνήσει τα γεγονότα της εποχής αναζητεί ταυτοχρόνως το δικό της στίγμα, τη δική της ζωή. Εως τότε πίστευε ότι «η ζωή είναι φάρσα». Μερικές φορές ήθελε να είναι χρήσιμη, σε ποιους όμως δεν ήξερε.

    Δίπλα στη Βιργινία περιστρέφονται ένα σωρό πρόσωπα. Κεντρική θέση κατέχει ο Πανάρης, αδελφός της μάνας της, τον οποίο συμβουλεύεται συχνά. Είναι ένα πρόσωπο εξίσου σκοτεινό με τον παππού, αφού μέχρι τέλους μαθαίνουμε λίγα για αυτόν, κατανοούμε όμως ότι έχει περάσει πολλά και έχει αποφασίσει να ζει σε χαμηλούς τόνους την υπόλοιπη ζωή του. Ενα άλλο πρόσωπο που επηρεάζει τη Βιργινία είναι ο Αυστριακός Χάινριχ, του οποίου ο πατέρας της μάνας του υπηρέτησε στρατιώτης στην Κρήτη. Η σχέση τους θα παραμείνει αμφίσημη, μεταξύ φιλίας και έρωτα, για να δώσει ένα τέλος σε αυτήν ο ίδιος ο Χάινριχ. Η Νίνο, η Γεωργιανή που φροντίζει τον παππού, είναι ένα βουβό πρόσωπο με σημαντικό ρόλο δίπλα στον άρρωστο. Οι φίλες της, Αλίκη και Δέσποινα, αδυνατούν να την καταλάβουν και αυτή δυσκολεύεται να ακολουθήσει τη «νορμάλ» ζωή που κάνουν. Η Βιργινία μπορεί να μοιάζει με ένα αλλοπρόσαλλο παιδί, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα κορίτσι με ανήσυχη συνείδηση, με βαθιά επίγνωση της αδυναμίας της να καταλάβει τον κόσμο αν δεν ξέρει ποιος είναι αυτός, τι υπήρχε πριν από αυτήν και ποιος ο ρόλος της.

    Η ιστορία για τη Βιργινία είναι μια κατάβαση στην ψυχή της, μια πορεία αυτογνωσίας. Με έναν δικό της εσωτερικό μονόλογο, τον οποίο εμπλουτίζει με άλλες φωνές και στον οποίο ενσωματώνει τις αφηγήσεις του παππού, δημιουργεί σιγά σιγά τη δική της μνήμη. Οπως λέει η ίδια, κερδίζει «τα διόδια για τον 21ο αιώνα». Αυτό που θα καταλάβει είναι ότι δεν ζεις σε έναν γυάλινο κόσμο ερήμην του περιβάλλοντός σου, της ιστορίας σου, των ανθρώπων που προϋπήρξαν. Επίσης, θα συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει το απόλυτο δίκιο, το απόλυτο καλό ή το απόλυτο κακό. Οτι οι άνθρωποι αλλάζουν μέσα στις εποχές και μπορεί να τις επηρεάζουν χωρίς οι ίδιοι να μένουν ανάλλαχτοι. Ο τίτλος του βιβλίου έχει την επεξήγησή του: «Το δίκιο στην ιστορική εκδοχή του είναι ζόρικο πολύ.Κι όσο πιο ζόρικο τόσο και πιο συχνά λημεριάζει με τ΄ άδικο».

    Ο διαβρωτικός ρόλος των ιστορικών γεγονότων

    Το δίκιο είναι ζόρικο πολύείναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα με τις ιδιαιτερότητες που του προσδίδει η συγγραφέας Μάρω Δούκα.Πρόκειται για τη συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου της Αθώοι και φταίχτες και μάλλον οι φίλοι της θα περιμένουν τη συνέχειά του,ένα τρίτο μυθιστόρημα που θα αφορά τον Εμφύλιο στην Κρήτη και τον μύθο ότι στο νησί δεν υπήρξε Εμφύλιος.Η Ιστορία παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το μυθιστόρημα.Ωστόσο το βιβλίο αυτό δεν ανήκει ούτε στο είδος όπου η Ιστορία είναι απλώς ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα μιας μυθοπλασίας ούτε είναι ένα μυθιστόρημα «ιστορικιστικό», όπου απλώς περιγράφονται ιστορικά γεγονότα με λιγότερη ή περισσότερη ακρίβεια.Για τη Μάρω Δούκα «τα ιστορικά γεγονότα,αναπόσπαστα της βαθύτερης αιτίας του βιβλίου,δεν ανασύρονται για να υπηρετήσουν τη μυθοπλασία,αλλά για να την εκθέσουν διεκδικώντας διαβρωτικά τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο». Τα ιστορικά γεγονότα προσφέρουν τη δική τους αφήγηση,πλούσια και αρκούντως μυθιστορηματική. Η πορεία αυτογνωσίας της ηρωίδας της Βιργινίας είναι και πορεία αναζήτησης της συνείδησης της συγγραφέως μέσα στην Ιστορία.Είναι η δική της κατάθεση για τον τόπο της,τα Χανιά, η αναζήτηση και έκθεση της δικής της άποψης.




    «Πατριωτικός δωσιλογισμός υπάρχει και σήμερα»
    Της ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
    Την εποχή που η Μάρω Δούκα συγκέντρωνε υλικό για το ιστορικό της μυθιστόρημα «Αθώοι και φταίχτες» -πάνε πια καμιά δεκαριά χρόνια- έπεσε πάνω σ' ένα ντοκουμέντο που έμελλε να τη στοιχειώσει.
    «Το πάθος για το παρελθόν είναι ένας τρόπος να ισορροπήσουμε στο σήμερα» λέει η Μάρω Δούκα. Γαλουχημένη κι η ίδια με την εντύπωση ότι στην Κρήτη δεν υπήρξε εμφύλιος σπαραγμός, ήταν αδύνατον να μην ξαφνιαστεί διαβάζοντας μια επιστολή που απηύθυνε ο βενιζελικός συνταγματάρχης Παύλος Γύπαρης τον Απρίλιο του '45 στον διοικητή τότε του νησιού, τον επίσκοπο Αγαθάγγελο. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Γύπαρης -η προτομή του οποίου δεσπόζει σήμερα στον Δημοτικό Κήπο των Χανίων- δήλωνε ευθαρσώς ότι δεν τον άφηνε ασυγκίνητο η πρόταση των Γερμανών να μπει στα Χανιά με τους άντρες του και να χτυπήσει τους «αναρχικούς», όπως ήδη χαρακτηρίζονταν οι ΕΑΜίτες και οι ΕΛΑΣίτες...
    Τα ερωτήματα άρχισαν να πέφτουν μέσα της βροχή. Τι δουλειά είχαν στην γενέτειρά της οι Γερμανοί, μήνες μετά την αποχώρησή τους απ' την υπόλοιπη Ελλάδα; Πώς και γιατί εξακολουθούσαν να έχουν την ευθύνη της τάξης στην πόλη; Κι όταν στη συνέχεια ξεκοκάλισε το βιβλίο του συμπολίτη της Σταύρου Βλοντάκη «Η οχυρά θέσις Κρήτης», ήξερε πως, με οδηγό της αυτό το διεξοδικά τεκμηριωμένο, όσο και αγνοημένο από την επίσημη ιστοριογραφία χρονικό, το επόμενο βήμα της θα 'ταν ν' αναπλάσει μυθιστορηματικά ό,τι ακριβώς συνέβη «στα ωραία Χανιά, εκείνα τα μαύρα χρόνια».
    Ογκώδες και πυκνογραμμένο, το νέο της βιβλίο «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ» (εκδ. Πατάκη), ξεχειλίζει από ιστορικά γεγονότα που αναδεικνύουν τον διχαστικό ρόλο της Βρετανίας στα εσωτερικά μας και κυρίως τις ευθύνες που αναλογούν στα στελέχη της Εθνικής Οργάνωσης Κρήτης -ανάμεσά τους και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης- για το αιματοκύλισμα στο νησί. «Αυτός ήταν ο στόχος μου» ομολογεί: «Να δείξω την υποκρισία και την προδοσία της ΕΟΚ, οργάνωσης δουλικά προσηλωμένης στη βρετανική πολιτική, και να "φιλοσοφήσω" για τη μοίρα του ανθρώπου σε συνθήκες πολέμου. Οι τοπικές ιστορίες μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τον μηχανισμό και τις σκοπιμότητες της μεγάλης Ιστορίας. Κι ό,τι συνέβη τότε στην Κρήτη δεν είναι παρά μια μικρογραφία τού τι συνέβη σ' ολόκληρη την Ελλάδα».
    - Το ότι κάποιοι από τους πραγματικούς πρωταγωνιστές του βιβλίου σας είναι ακόμη εν ζωή, σε τι βαθμό άραγε επηρέασε τη δουλειά σας; Τι δεν γνωρίζαμε για τον Μητσοτάκη εκείνης της εποχής;
    «Η "γραμμή" μου έτσι κι αλλιώς ήταν να ακολουθήσω με σεβασμό και ακρίβεια τις γραπτές πηγές τις οποίες και εντάσσω συχνά στη μυθοπλασία. Οι αναφορές στον Μητσοτάκη αντλούνται κυρίως από τον βρετανό ιστορικό Αντονι Μπίβορ και από τη μονογραφία του Στέφανου Μυλωνάκη για τον Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη. Δεν νομίζω ότι προσφέρω, ούτε και είχα αυτή την έγνοια άλλωστε, κάτι που δεν γνωρίζαμε ήδη γι' αυτόν. Αρκεί μόνο να μην ξεχνούμε ότι εκείνα τα χρόνια ήταν ένας νεαρότατος, μαχητικός δικηγόρος, φέρελπις φιλελεύθερος, εγγονός της αδελφής του Ελευθερίου Βενιζέλου, υψηλόβαθμος στην ΕΟΚ που ιδρύθηκε απ' τους βρετανούς πράκτορες ως αντίπαλο δέος του ΕΑΜ, και επίλεκτο μέλος της βρετανικής κατασκοπευτικής υπηρεσίας SOE...».
    Δεν είναι όμως αποκλειστικά καταγγελτική η διάθεση που δίνει τον τόνο στο «Δίκιο...». Διαλέγοντας ως alter-ego της μια νεαρή φοιτήτρια, σε υπαρξιακό αδιέξοδο, που «μ' εργατικότητα μυρμηγκιού και εκλεκτικότητα μέλισσας» σκαλίζει τα σημειωματάρια του υπέργηρου παππού της, η Μάρω Δούκα δένει σ' ένα μυθιστορηματικό τρίγωνο τον επινοημένο αυτόν «παππού» (έναν «βολεμένο» για κάποιους συνταξιούχο βουλευτή, που όμως ταλανίζεται από ένα κρυφό μαράζι), με δυο πραγματικές κι επίσης υποφωτισμένες μορφές της Αντίστασης, τον Μανώλη Πιμπλή και τον Βαγγέλη Κτιστάκη.
    «Προτού καν αρχίσω να γράφω», λέει, «και οι δυο είχαν αποτυπωθεί μέσα μου ως τραγικά, ηρωικά πρόσωπα, αντιπροσωπεύοντας ο καθένας με τον τρόπο του τη φωτεινή πλευρά του ανθρώπου. Από τη μια ο νεαρός υπολοχαγός Μανώλης Πιμπλής, ο ρομαντικός, ο ριψοκίνδυνος, ο πατριώτης, κι από την άλλη ο πολιτικός επιστήμονας Βαγγέλης Κτιστάκης, ο αποφασισμένος κομμουνιστής, ο βασανισμένος, ο πολλαπλώς διωγμένος και προδομένος. Τον πρώτο θα τον εκτελέσουν οι Γερμανοί στην Αγιά τον Ιούνιο του '44 και τον δεύτερο θα τον δολοφονήσουν εν ψυχρώ τρεις χωροφύλακες του τάγματος Παπαγιαννάκη, ένα μήνα αργότερα. Κι ανάμεσά τους, τοποθέτησα τον επινοημένο Γιώργη Κριαρά, για να τους διασώσει στη μνήμη του και να τους ανυψώσει».
    Προδοσία για το καλό μας
    Η Μάρω Δούκα δεν έχει καμιά αμφιβολία. Ο «πατριωτικός δωσιλογισμός» εκείνων των χρόνων, που στηλιτεύει έντονα στο βιβλίο της, «βεβαίως και έχει αντίκρισμα σήμερα», στην εποχή του μνημονίου. Οπως επισημαίνει όμως, πρόκειται για φαινόμενο εξαιρετικά ανθεκτικό: «Είναι γνωστό από αρχαιοτάτων χρόνων ότι οι πολιτικοί, όχι μόνο για τις πράξεις τους και τις αποφάσεις τους αλλά και για τις παραλείψεις ή τις προδοσίες τους, το καλό της πατρίδας επικαλούνται συνήθως. Η έννοια της πατρίδας, όμως, διασώζεται στη συνείδησή μας μόνο ατομικά και με δική μας ευθύνη, για να τροφοδοτήσει ευεργετικά και αθόρυβα το συλλογικό μας υποσυνείδητο».
    - Πώς σχολιάζετε την άποψη που κυκλοφορεί ευρέως τον τελευταίο καιρό, περί συλλογικής ευθύνης για τα οικονομικά δεινά μας; Και πόση εμπιστοσύνη τρέφετε στους κυβερνητικούς χειρισμούς για την έξοδο από την κρίση;
    «Εδώ και δεκαετίες, όντως, η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται αφημένη στην καταναλωτική υστερία και στην αμεριμνησία της διαφθοράς. Η ευθύνη όμως για το χάλι μας, όχι μόνο το οικονομικό αλλά και το ηθικό, ανήκει εξ ολοκλήρου στους πολιτικούς, εφόσον αυτοί, πέρα από την όποια συγγνωστή ανικανότητά τους, έδρασαν και επέδρασαν, με το αζημίωτο πάντα και με την ατιμωρησία στο τσεπάκι, ως ταγοί-εκμαυλιστές. Ως προς τους κυβερνητικούς χειρισμούς, ώρες ώρες έχω την εντύπωση ότι πάμε με αυτόματο πιλότο. Μπορεί και να κάνω λάθος. Παρόμοια πάντως μνημόνια έχουν συμβεί στην Ελλάδα πολλές φορές στο παρελθόν. Αναμενόμενο ήταν και το τωρινό. Προς τα πού θα οδεύαμε, προς την... ευημερία του Σημίτη;»
    - Τι σκέψεις σάς γεννά το κατακερματισμένο τοπίο της αριστεράς; Αν ποτέ βρισκόσασταν στο ίδιο τραπέζι με τον Τσίπρα, τον Κουβέλη, τον Αλαβάνο ή την Παπαρήγα, τι θα τους λέγατε; Είμαστε καταδικασμένοι να βλέπουμε την Ιστορία να επαναλαμβάνεται;
    «Η αριστερά, στις διάφορες εκδοχές της, ακούει μόνο όσα την ευχαριστούν ή τη βολεύουν να ακούει. Επομένως το θέμα δεν είναι τι θα τους έλεγα εγώ, αλλά τι θα ήθελαν αυτοί να ακούσουν από μένα. Πάντως, η "καραμέλα" για την ενότητα της αριστεράς έχει προ πολλού λιώσει. Η αριστερά που έχουμε, και δεν αποκλείεται να είναι η αριστερά που μας αξίζει, είναι των αδυνάτων αδύνατο να ενωθεί. Κι αυτό γιατί, πέρα απ' τις όποιες διαφορετικές ιδεολογικές προσεγγίσεις και αντίθετες πολιτικές εκτιμήσεις, τη χωρίζουν σπηλαιώδεις αντιπάθειες και απύθμενες μωροφιλοδοξίες...».
    «Μας θέλουν μόνο κράχτες»
    - Ανάμεσα στα πολλά κλισέ που πιπιλίζουμε ως λαός είναι ότι ο πολιτισμός είναι το βαρύ πυροβολικό μας και ότι οι διανοούμενοι τα τελευταία χρόνια σιωπούν. Πού η αλήθεια και πού το ψέμα για σας;
    «Ο πολιτισμός πράγματι θα μπορούσε να είναι το βαρύ πυροβολικό μας. Πολιτισμός όμως είναι πρωτίστως ο τρόπος με τον οποίο η πολιτεία διαχειρίζεται, αξιοποιεί, προβάλλει, υποστηρίζει, αναδεικνύει τα πολιτισμικά αγαθά. Κι εδώ κατά τη γνώμη μου βρισκόμαστε στον πάτο. Οσο για τον διανοούμενο που σιωπά, τι να πω; Τόσοι και τόσοι διανοούμενοι αρθρογραφούν σε εφημερίδες και περιοδικά. Το ερώτημα για μένα είναι αν και κατά πόσο οι άνθρωποι σήμερα έχουν ανάγκη τη φωνή του διανοουμένου. Εστω κι αν την επιζητούν κατά καιρούς, έχω την αίσθηση ότι την "υπολογίζουν" και την επικαλούνται μόνο αν ταυτίζεται με τη δική τους φωνή. Να το πω κι αλλιώς, όσο κι αν ακουστεί βαρύ, ο διανοούμενος στον τόπο μας είναι αγαπητός και αρεστός μόνο όταν λειτουργεί ως "κράχτης". Αλλιώς, του κολλούν την όποια ετικέτα και πάνε γι' άλλα...».
    - Αρχίσατε να δημοσιεύετε σε μια εποχή που η λογοτεχνία είχε πολύ μεγαλύτερο ειδικό βάρος στην κοινωνία. Στο σημερινό, εμπορευματοποιημένο σκηνικό, ποιοι είναι οι ιδεατοί αποδέκτες της δουλειάς σας; Με τι προσδοκίες δίνετε στην κυκλοφορία αυτό το μυθιστόρημα για το οποίο τόσο μοχθήσατε;
    «Η αλήθεια είναι ότι νοσταλγώ τα χρόνια εκείνα που ένα βιβλίο ταξίδευε από χέρι σε χέρι, "επιλέγοντας" σχεδόν τον αναγνώστη του. Οπως και να 'χει, πάντως, προσβλέπω πάντα στον αναγνώστη εκείνον που φιλοδοξεί μέσα από την ανάγνωση ενός βιβλίου, εκτός από την απόλαυση του κειμένου, να σμιλέψει τη σχέση του με τον εαυτό του, με τον κόσμο, με τη λογοτεχνία. Και θα 'ταν ανειλικρινές εκ μέρους μου να μην ομολογήσω ότι, στο στάδιο επεξεργασίας του "Δίκιου...", ένιωθα συχνά πως δεν μου επιτρέπεται στο όνομα καμιάς "οικονομίας" να παρακάμψω, παρά την πληκτικότητά τους, όλες εκείνες τις επιστολές, τις ημερήσιες διαταγές και τις λογής ανακοινώσεις που σχετίζονται άμεσα με τη βαθύτερη ουσία του».*
    Σάββατο, 9 Οκτωβρίου 2010 TA NEA
    «Εδειξαν αχαρακτήριστη προθυμία στον κατακτητή»
    Γράφει ο Μανώλης Πιμπλής

    Από τη θρυλική Μάχη της Κρήτης μέχρι την απρόσμενη παράταση της γερμανικής κατοχής στα Χανιά και πέραν του ΄44, το νέο μυθιστόρημα-ψηφιδωτό της Μάρως Δούκα, με φόντο ιστορίες ηρωισμού αλλά και έναν εμφύλιο-ταμπού, ανασυγκροτεί το παζλ μιας μυθικής, όσο και δυσερμήνευτης περιόδου
    Ενας βρετανός αξιωματικός που ντυνόταν γυναίκα για να μπορεί να βλέπει τον αρχηγό των Ταγμάτων Ασφαλείας, Γερμανοί που άλλοτε εξολοθρεύουν τα πάντα στο πέρασμά τους και άλλοτε αμνηστεύουν, ένα κλιμάκιο της αμερικανικής 0SS που φθάνει από τη Μέση Ανατολή ζητώντας να δει τους ΕΑΜίτες χωρίς την παρουσία Βρετανών τους οποίους δεν εμπιστεύεται και η απόπειρα των Βρετανών να σκοτώσουν τους Αμερικανούς κατά την αποχώρησή τους! Ανάμεσα σε όλα αυτά, ο ανυπότακτος βενιζελικός, ένας τύπος αντιστασιακού που με τον ηρωισμό και τις αδυναμίες του διαφοροποιεί πολύ τον κρητικό αγώνα από τον αγώνα σε άλλες γωνιές της χώρας. Επίσης τα Χανιά του Σοφοκλή Βενιζέλου και του ήδη δραστήριου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Τα μέλη του ΕΑΜ και τα μέλη της ΕΟΚ, δύο αντιστασιακών οργανώσεων με κοινές σε μεγάλο βαθμό βενιζελικές καταβολές που κατ΄ αρχήν συνεργάστηκαν αλλά στη συνέχεια συγκρούστηκαν. Αλλά και δύο πρόσωπα που γίνονται μύθος: ένας κομμουνιστής που εκτελέστηκε και ένας λοχαγός που δολοφονήθηκε- και οι δύο αυτοί αντιστασιακοί χάθηκαν το καλοκαίρι του 1944.

    Ετσι η Μάρω Δούκα περιγράφει στο καινούργιο της μυθιστόρημα την κατάσταση στα Χανιά το φθινόπωρο του 1944. Τον Οκτώβριο οι Γερμανοί έφευγαν από παντού, στα Χανιά όμως, τελευταία γερμανοκρατούμενη γωνιά της Ελλάδας, έμειναν μέχρι την άνοιξη του 1945! Ηταν η χαρά των κατασκόπων που θα μπορούσε να δώσει έναυσμα για ένα περιπετειώδες μυθιστόρημα του είδους. Ωστόσο η Δούκα κάνει κάτι πολύ πιο δύσκολο: ανατέμνει όλη τη δύσκολη ιστορία της Κατοχής στην περιοχή των Χανίων, ρίχνοντας φως σε έναν εμφύλιο- ταμπού (που αλλοιώνει την εικόνα της βενιζελικής Κρήτης) και στον διχαστικό ρόλο των Βρετανών. Βασισμένη σε μεγάλη έρευνα γραπτών πηγών και πατώντας σε ιστορικά ντοκουμέντα, ανιχνεύει ηρωισμούς αλλά και σκοπιμότητες, φιλίες και μικρότητες, σε ένα πολιτικό ψηφιδωτό στο οποίο δρουν πολλοί πρωταγωνιστές χωρίς, πάντα, ξεκάθαρους ρόλους.

    Το ποιοι είναι οι καλοί και ποιοι οι κακοί σε τέτοιες περιπτώσεις σηκώνει προφανώς μεγάλη κουβέντα, εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ. Η Δούκα όμως, με ηρωίδα της μια σημερινή φοιτήτρια που βρήκε ένα συνταρακτικό ημερολόγιο του παππού της, προσπαθεί να βγάλει άκρη με όλα αυτά. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ακραιφνούς βενιζελικού Παύλου Γύπαρη, με τη μεγάλη πολεμική εμπειρία, που κατέληξε να κυνηγάει κομμουνιστές:

    «Ανοιξη του 1944», γράφει η Μάρω Δούκα με βάση βιογραφία του Γύπαρη, «κάλεσαν τον Παύλο Γύπαρη στο Αγγλικό Στρατηγείο και του ανακοίνωσαν ότι πρέπει να φύγει για την Κρήτη, να ετοιμάσει με τη βοήθεια των αγγλικών υπηρεσιών την απελευθέρωσή της. Οταν έφθασαν με το υποβρύχιο κοντά στα παράλια της Νότιας Κρήτης, τον κάλεσε ο πλοίαρχος. “Θα οργανώσεις ομάδες σε όλο το νησί”, του είπε, “θα έχεις στη διάθεσή σου όσα όπλα χρειαστούν για τον εξοπλισμό τους και όσα χρήματα απαιτούνται για τη συντήρησή τους. Και όταν θα λάβεις την εντολή, θα προκαλέσεις και θα δημιουργήσεις συμπλοκές με τις ΕΛΑΣίτικες ομάδες για να μας δώσεις λαβή να επέμβουμε, να συντρίψουμε τον ΕΛΑΣ και να κρατήσουμε την Κρήτη στην αγγλική επιρροή”. Και τότε ο Γύπαρης είπε: “Εγώ δεν πρόκειται να αντικαταστήσω τους κατακτητές της πατρίδας μου με νέους κατακτητές, αρνούμαι”. Ετσι το υποβρύχιο επέστρεψε χωρίς να αποβιβαστεί ο Γύπαρης στο νησί». Γενάρη του 1945 όμως, προσθέτει η Δούκα, όταν θα έχουν τόσα και τόσα μεσολαβήσει- ανάμεσά τους και τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα- ο καπετάν Γύπαρης «δεν θα διστάσει “να αντικαταστήσει τους κατακτητές της πατρίδας του με νέους κατακτητές”».

    Ωστόσο, γράφοντας ένα μυθιστόρημα με ιστορική υφή δεν σημαίνει ότι η Δούκα γράφει Ιστορία. «Πρόθεσή μου» λέει στο Βιβλιοδρόμιο «ήταν να ανασύρω τα υπάρχοντα ήδη στοιχεία- ψηφίδες και να τα ανασυνθέσω μυθοπλαστικά σχηματίζοντας το παζλ της εποχής, προκειμένου να αναδείξω την παραβίαση της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα σε συμμάχους και εχθρούς, φίλους και ιδεολογικούς αντιπάλους».Πράγμα καθόλου εύκολο, αν υπολογίσει κανείς ότι υπήρξαν εκεί υπόγειες επαφές ανάμεσα σε όλα σχεδόν τα δρώντα μέρηΓερμανούς, Αγγλους, κομμουνιστές, μέλη του ΕΑΜ και της ΕΟΚ-, κάτι που οδήγησε ακόμη και «σεσημασμένους» συνεργάτες των Γερμανών, που αποδεδειγμένα είχαν οδηγήσει στο θάνατο μεγάλο αριθμό αντιστασιακών, να διεκδικήσουν ρόλο αντιστασιακού ή, τουλάχιστον, συνομιλητή των Άγγλων.

    Στο βιβλίο παρουσιάζετε δύο σημαντικά έγγραφα που δεν είναι γνωστά, ενδεχομένως ούτε στους ιστορικούς. Στο ένα ο Παύλος Γύπαρης γράφει σε επιστολή του προς τον Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελο (στις 16/4/1945): «Σεβασμιώτατε.Αι πληροφορίαι ας μου εδώκατε προχθές προφορικώς και συγκεκριμένως διά τους Γερμανούς Δ/τάς, ότι των εγεννήθη η σκέψις διά να έλθω εις τα Χανιά με την ελπίδα ότι εγώ θα ημπορούσα να επιβάλω την τάξιν εις τους αναρχικούς κ.λπ. ομολογώ ότι δεν με άφισε ασυγκίνητον».Τι ακριβώς συνέβαινε το 1945 στα Χανιά;Και πώς μπορεί ένας πολεμικός ήρωας να συνδιαλέγεται με τους Γερμανούς, και μάλιστα ήδη ηττημένους;

    Ας τα πάρουμε με τη σειρά: περί τα τέλη Αυγούστου του 1944 οι Γερμανοί αρχίζουν σταδιακά να εκκενώνουν «ανενόχλητοι» τους άλλους νομούς της Κρήτης και να συγκεντρώνονται στα Χανιά. Μέρος των στρατευμάτων τους μεταφέρεται στην ηπειρωτική Ελλάδα από το αεροδρόμιο του Μάλεμε. Οι υπόλοιποι, κατά την επίσημη εκδοχή, αποκλείστηκαν στην πόλη και την ενδοχώρα της. Από ποιους αποκλείστηκαν και γιατί;

    Αρχές Οκτωβρίου του 1944 η Αθήνα πανηγυρίζει για την απελευθέρωσή της, το ίδιο και η υπόλοιπη Ελλάδα. Ακολουθούν τα Δεκεμβριανά. Μπαίνει το 1945 και οι Γερμανοί βρίσκονται αμετακίνητοι στα Χανιά. Γιατί;

    Συνθηκολογεί αρχές Μαΐου του 1945 επισήμως η Γερμανία, ο γερμανός διοικητής της «Οχυράς Θέσεως Κρήτης», Χανς Μπέντακ, μεταφέρεται αεροπορικώς στο Ηράκλειο και υπογράφει την παράδοσή του στους Βρετανούς. Επιστρέφει αμέσως στα Χανιά εξουσιοδοτημένος για την τήρηση της τάξης στην πόλη έως και τα τέλη Ιουνίου της ίδιας χρονιάς. Γιατί;

    Και ο Παύλος Γύπαρης; Μακεδονομάχος, πολέμησε στους Βαλκανικούς σε διάφορα μέτωπα. Από το 1916 προσκολλήθηκε «ευλαβικά» στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Εγινε γνωστός στο πανελλήνιο με την υπόθεση δολοφονίας του Ιωνα Δραγούμη. Ελαβε μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Κατέφυγε με πολλούς άλλους στη Μέση Ανατολή, όπου παρέμεινε έως το 1944. Αρχές του 1945 επιστρέφει με μυστική αποστολή στο νησί. Ποια ήταν η «αποστολή»; Ποιοι κρύβονταν πίσω του; Το άλλο έγγραφο είναι μια προκήρυξη του Σεπτεμβρίου 1941. Την έχει συντάξει μία «Επιτροπή του Λαού του Νομού Χανίων» που ζητάει από τους Χανιώτες, ούτε λίγο ούτε πολύ, να παραδώσουν τα όπλα τους, όπως το ήθελαν οι Γερμανοί, προκειμένου να αποφύγουν «τον κίνδυνον παρατάσεως της ανωμαλίας της ζωής της Νήσου και νέας ασκόπους αιματοχυσίας». Την «Επιτροπή του Λαού» αποτελούν ο Αρχιεπίσκοπος Αγαθάγγελος, ο δήμαρχος Νίκος Σκουλάς, ανώτεροι δικαστικοί, ένας βιομήχανος, στελέχη τραπεζών, δικηγόροι (ανάμεσά τους οι Κυριάκος Μητσοτάκης, Μιχαήλ Παπαγιαννάκης),γιατροί,κτηματίες. Τι ακριβώς επεδίωκαν και σε ποιο πλαίσιο;

    Η μία εκδοχή που δεν αποσιωπάται στο βιβλίο είναι ότι όλοι αυτοί, αυτόκλητοι ταγοί της πόλης, από αγάπη και έγνοια για την πολύπαθη νήσο αλλά και από μια ρεαλιστική θεώρηση των πραγμάτων, επεδίωκαν απλώς την ειρήνευση με τους Γερμανούς προκειμένου να ανασάνει ο τόπος, να ξαναμπεί σε μια σειρά η ζωή. Η άλλη εκδοχή είναι ότι από ηθική τουλάχιστον άποψη η ρητορεία και η επιχειρηματολογία της επιστολής επιδεικνύει αχαρακτήριστη προθυμία στον κατακτητή- εισβολέα. Και αυτή ακριβώς η προθυμία θα κινδυνεύσει πολλές φορές στο άμεσο μέλλον να εκπέσει σε σύμπραξη και συνενοχή.
    Τους δολοφόνησαν και τους σκύλευσαν το 1944...
    Πείτε μας τη δική σας άποψη για τον βρετανικό ρόλο στην Κρήτη επί Κατοχής . Παρουσιάζετε δύο ειδών βρετανικές ομάδες. Η μία είναι η ΙSLD, μια επίσημη οργάνωση κατασκοπείας. Την άλλη, τη SΟΕ, στην οποία έδρασαν οι περισσότεροι άγγλοι αξιωματικοί, πρωταγωνιστές της εποχής στην Κρήτη (Φίλντινγκ, Πάτρικ Λι Φέρμορ, Γουντχάουζ κ.ά.), τη χαρακτηρίζετε «παραστρατιωτική». Τι εννοείτε ακριβώς; Η όποια άποψή μου για τον ρόλο των Βρετανών στην Κρήτη αποτυπώνεται, αργά και επώδυνα, στο βιβλίο μέσα από την οπτική και τις εμπειρίες των ηρώων μου. Οσο για τις βρετανικές οργανώσεις που έδρασαν στο νησί, με βάση τις πληροφορίες που αντλώ από τον Αντονι Μπίβορ (Κρήτη, η Μάχη και η Αντίσταση, Εκδ. Γκοβόστη), η ΙSLD (Ιnter-Services Liaison Department) ήταν στρατιωτική μυστική υπηρεσία πληροφοριών και η SΟΕ (Special Οperations Εxecutive) στρατιωτική οργάνωση ειδικών επιχειρήσεων (χωρισμένη μάλιστα σε ελληνικό τομέα και σε κρητικό με τα διακριτικά Β6 και Β5, αντίστοιχα). Το «παρά» για τη SΟΕ έχει κυρίως να κάνει με την άκρως απόκρυφη δράση της και με τις «βαθύτερες» αιτίες των σαμποτάζ που σχεδίαζε και εκτελούσε. Οι δύο οργανώσεις συνήθως συνεργάζονταν, ήταν όμως ανεξάρτητες μεταξύ τους, είχαν υπάρξει μάλιστα και φορές που η μία διέβαλε την άλλη.

    Λέτε επίσης ότι οι Βρετανοί στην Κρήτη ήξεραν από νωρίς ότι δεν επρόκειτο να υπάρξει συμμαχική απόβαση στο νησί. Επομένως τι επεδίωκαν με την ενεργή παρουσία τους εκεί;

    Το ήξεραν ήδη από τα τέλη του 1943 ή αρχές του 1944, σύμφωνα με τον Φίλντινγκ («Το κρυφτό», Εκδ. Εστίας). Το τι επεδίωκαν, όχι κατά τη γνώμη μου αλλά με βάση τα ντοκουμέντα, αποκαλύπτεται σταδιακά στο βιβλίο. Γι΄ αυτό και στην αφήγησηχρονικό της ηρωίδας ενσωματώνονται τόσα έγγραφα, διακηρύξεις, προκηρύξεις, ημερήσιες διαταγές. Και κάτι ακόμη: όταν αρχίζει τον εσωτερικό μονόλογό της η νεαρή αφηγήτρια, εμπλουτισμένο και διευρυμένο αντιστικτικά από άλλες και διαφορετικές φωνές, ενσωματώνοντας σταδιακά στη δική της αφήγηση την αφήγηση του παππού της, όλα μοιάζουν να έχουν συντελεστεί και να έχουν φιλτραριστεί από τη διαπίστωση ότι «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ».

    Σε ποια χρονολογική στιγμή οι Βρετανοί έθεσαν ως βασικό τους στόχο την εξουδετέρωση των ΕΑΜιτών; Λέτε επίσης ότι ήδη από τη δημιουργία της ειδικής μονάδας Χωροφυλακής (Τάγματα Ασφαλείας), ο επικεφαλής της Δημήτρης Παπαγιαννάκης, με βιτρίνα τη ζωοκλοπή, κυνηγούσε ΕΑΜίτες και μάλιστα με την «επιτακτική προτροπή των Βρετανών».

    Θα επαναλάβω για άλλη μία φορά ότι «εγώ δεν λέω τίποτα»! Η Εθνική Οργάνωση Κρήτης (ΕΟΚ) ιδρύθηκε από τον Φίλντινγκ στο νησί, όπως ο ίδιος υποστηρίζει στο βιβλίο του, ως αντίπαλο δέος του ΕΑΜ. Την πληροφορία ότι ο Δημήτρης Παπαγιαννάκης, διαβόητος συνεργάτης των Γερμανών, συνεργαζόταν επίσης με τον Φίλντινγκ αλλά και με τον Τσικλητήρα αργότερα, την αντλώ από τον Μπίβορ και τη διασταυρώνω με μαρτυρίες που ενσωματώνονται στο βιβλίο του Βαρδή Βαρδινογιάννη (Η αντίσταση στο Σέλινο, Εκδ. Θεμέλιο).

    Υπάρχουν δύο πρόσωπα στο μυθιστόρημα πουστο δικό σας βλέμμαπεριβάλλονται από την αχλύ του μύθου. Είναι ο κομμουνιστής Βαγγέλης Κτιστάκης και ο υπολοχαγός Μανιός Πιμπλής. Γιατί επιλέξατε να αναδείξετε τα πρόσωπα αυτά;

    Τον Κτιστάκη τον εκτέλεσαν. Λένε μάλιστα ότι τον πετσόκοψαν με τσεκούρι τον Ιούνιο του 1944 οι Γερμανοί. Τον Πιμπλή τον δολοφόνησαν και τον σκύλευσαν τον Ιούλιο του 1944 τρεις χωροφύλακες του Τάγματος Παπαγιαννάκη. Προτού καν αρχίσω να γράφω, οι προδοτικά αδιευκρίνιστες συνθήκες κάτω απ΄ τις οποίες συνέλαβε η Γκεστάπο τον πρώτο και η προκλητικά ομαδική συγκάλυψη των λόγων για τους οποίους δολοφονήθηκε ο δεύτερος, πέρα από την όποια συγκίνηση, είχαν ανακινήσει μέσα μου βαθύ θυμό. Ωσπου από διάβασμα σε διάβασμα και με τον στίχο του Σεφέρη («οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά») να με πονάει, προσπαθώντας να πιάσω την άκρη του νήματος, εδραιώθηκαν στη συνείδησή μου αυτοί οι δύο ως ηθικά πρόσωπα, «ανοιχτές ψυχές», κατά την μπερξονική ορολογία, αντιπροσωπεύοντας, αν και στο ημίφως, την πάμφωτη πλευρά του ανθρώπου...
     
  5. vautrin

    vautrin Contributor

    Επτά, Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

    Τα πορνό της Προϊστορίας

    Της ΠΑΡΗΣ ΣΠΙΝΟΥ

    Απεικονίσεις ερωτικών σκηνών σε προϊστορικά σπήλαια, χρυσές πεοθήκες, ειδώλια γυναικών με τονισμένα στήθη, καψαλισμένα απομεινάρια αφροδισιακών βοτάνων. Πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων, διάσπαρτα σε διάφορα μέρη της γης, άγνωστα τα περισσότερα έξω από τους κύκλους των ειδικών, αποκαλύπτουν πώς διαμορφώθηκε η κουλτούρα του σεξ στην αρχαιότητα.

    «Ξεκινώντας από μια χρονική αφετηρία 5.000 χρόνων πριν από την εποχή μας, είμαστε σε θέση πια να τεκμηριώσουμε μια ευρύτατη ποικιλία ανθρώπινης σεξουαλικότητας στην περιοχή της Ευρασίας: κτηνοβασία, ομοφυλοφιλία, πορνεία (εμφατικά όχι το αρχαιότερο επάγγελμα), παρενδυσία (ανδρική ή γυναικεία), τρανσεξουαλικότητα, ορμονοθεραπεία, σαδομαζοχισμός, αντισύλληψη, ιδέες περί φυλετικής καθαρότητας, σεξ ως αναψυχή, αλλά και ως υπερβατική πνευματική εμπειρία», σημειώνει ο αρχαιολόγος, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Μπράντφορντ, Τίμοθι Τέιλορ, στη μελέτη του με τίτλο «Η προϊστορία του σεξ. 4.000.000 χρόνια ανθρώπινης σεξουαλικότητας», που θα κυκλοφορήσει αύριο από τις εκδόσεις «Αιώρα» (μετάφρ. Δημήτρης Ραπτόπουλος).

    Οπτική ποίηση

    Βασισμένος σε συμπεράσματα από σύγχρονες αρχαιολογικές ανακαλύψεις ο συγγραφέας -συνεργάτης του History Channel και National Geographic- επιχειρεί να αποτυπώσει με διαφωτιστικό αλλά και ρηξικέλευθο τρόπο τις αρχαίες καταβολές του ερωτισμού και τις ομοιότητές του με τη σύγχρονη εποχή.

    Αλλες φορές οι αρχαίος άνθρωπος είναι ένα παιδί της φύσης: Σε σπήλαιο της Σικελίας οι εγχάρακτες εικόνες δείχνουν δύο νεαρούς άνδρες σε περίπτυξη, ενώ γύρω τους χορεύουν άνδρες και γυναίκες. Αλλοτε πάλι είναι συντηρητικός σε «αποκλίνουσες» συμπεριφορές. Πιθανότατα κάτι τέτοιο συνέβη στο «Κόκκινο τρίο», όπως ονομάστηκε η μυστηριώδης τριπλή ταφή νεαρών ατόμων της Εποχής των Παγετώνων, που βρέθηκε στη Σλοβακία: Ενας πάσαλος διαπερνά την ηβική χώρα του ενός από τους δύο άντρες, ενώ κόκκινη ώχρα εντοπίστηκε ανάμεσα στους μηρούς της γυναίκας... Σίγουρα, πάντως, οι αρχαίοι μπορούσαν να ανάγουν σε οπτική ποίηση το ομαδικό σεξ: Στη Λέτνιτσα της Βουλγαρίας έχουν βρεθεί όμορφα ασημένια και επίχρυσα διακοσμητικά χαλινών αλόγων του 4ου αιώνα π.Χ. που απεικονίζουν σκηνές από ένα έπος με άνδρες και γυναίκες, αλλά και τους γάμους μεταξύ θεών και θνητών.

    Το σεξ δεν αλλάζει μέσα στους αιώνες, αλλάζουν οι αντιλήψεις μας περί ηθικής. «Οι Ισπανοί του 16ου αιώνα εξοργίστηκαν με την ομοφυλοφιλία και την παρενδυσία των ιθαγενών λαών τους οποίους κατέκτησαν στην Αμερική. Γι' αυτό κατέστρεφαν συστηματικά τα αγάλματα, τα κοσμήματα και τα μνημεία που απεικόνιζαν και εξυμνούσαν τέτοιες πρακτικές», επισημαίνει ο Τέιλορ. «Ακόμα και σήμερα ορισμένοι έφοροι μουσείων κρατούν κλειδωμένο αρχαιολογικό υλικό που το θεωρούν "άσεμνο" ή ανάρμοστο προς έκθεση. Πολλές σημαντικές συλλογές από ρωμαϊκές "μάρκες πορνείων" σκουριάζουν στα υπόγεια διαφόρων ευρωπαϊκών μουσείων».

    Οι «μάρκες πορνείων», που στη ρωμαϊκή εποχή ήταν διαδεδομένες σε όλη την Ευρώπη, είχαν στη μια όψη μια σεξουαλική παράσταση και στην άλλη έναν αριθμό. Ετσι, κάθε μισθοφόρος μπορούσε να ζητήσει αυτό που ακριβώς ήθελε από την πόρνη. Τότε θεσμοθετήθηκε ο αγοραίος έρωτας ως επάγγγελμα, κατά την άποψη του συγγραφέα, ενώ έγινε η πρώτη «οργανωμένη βιομηχανία του σεξ, που συμπεριελάμβανε τα πάντα: Από το να σχεδιάζουν και να κόβουν τις μάρκες μέχρι να διαχειρίζονται τα πορνεία».

    Η επιστήμη του οργασμού

    Οι αρχαίοι Ελληνες, ωστόσο, κατείχαν την επιστήμη του οργασμού. Ο πατέρας της Ιατρικής, Ιπποκράτης, πρώτος περιέγραψε τον γυναικείο: «Θεωρώ ότι κατά τη διάρκεια της συνουσίας ο κόλπος τρίβεται, η μήτρα δονείται, δημιουργείται ένας ερεθισμός στη μήτρα, ο οποίος προκαλεί ευχαρίστηση και θέρμη στο υπόλοιπο σώμα...» Ο ίδιος γνώριζε ότι οι σπόροι του άγριου καρότου εμπόδιζαν ή ακόμα και διέκοπταν την εγκυμοσύνη. Το πιο ισχυρό όμως και περιζήτητο αντισυλληπτικό ήταν το σίλφιο, που επίσης ανακαλύφθηκε από τους Ελληνες στις ακτές της Βόρειας Αφρικής τον 7ο αιώνα π.Χ.

    Αν ο Θεός έπλασε τη γυναίκα, ο άντρας έπλασε το άγαλμά της. Ισως το πιο γνωστό έργο παλαιολιθικής τέχνης είναι η Αφροδίτη του Willendorf (βρέθηκε κοντά στο Δούναβη, στην Αυστρία, το 1908), ένα αγαλματίδιο ύψους 15 εκατοστών που αναπαριστά μια γυναίκα με τονισμένους γλουτούς και μεγάλα στήθη. Μέχρι στιγμής έχουν ανακαλυφθεί περί τα 200 αγαλματίδια γυναικών από την Εποχή των Παγετώνων, ωστόσο τόσο ο σκοπός όσο και η χρήση τους αποτελούν πεδίο έντονων αντιπαραθέσεων. Μήπως απεικονίζουν ιέρειες, προγονικές ηγέτιδες ή τη «Μεγάλη Μητέρα Θεά»; Αποτελούσαν μέρος κάποιου κώδικα επικοινωνίας ανάμεσα σε απομακρυσμένες κοινότητες, τις χρησιμοποιούσαν σε μαγικές τελετές;

    Την πιο προκλητική, ίσως, απάντηση έχει δώσει ο παλαιοντολόγος Ντ. Γκάθρι, ο οποίος θεωρεί πως οι Αφροδίτες ήταν τα πρώτα πορνογραφήματα στον κόσμο και κατασκευάστηκαν από άνδρες ως ένα προϊστορικό τρισδιάστατο... Playboy. Σε εποχή που το ψυχρό κλίμα επέβαλλε τις γούνες για ένδυμα και επομένως το γυναικείο σώμα ήταν καλυμμένο, αυτές οι πρώτες απεικονίσεις του γυμνού γυναικείου σώματος πιθανότατα έδιναν παρηγοριά στους άντρες.

    Στον αντίποδα της θηλυκής οντότητας, υπήρχε η γονιμική δύναμη του φαλλού. Τα «φαλλικά αντικείμενα» της Παλαιολιθικής Εποχής θεωρούνται τελετουργικά «σκήπτρα εξουσίας», χρησιμοποιούνταν για το ίσιωμα βελών ή ακοντίων ή ακόμα και ως σεξουαλικά βοηθήματα. Ενίοτε όμως το ζήτημα του φύλου και της εξουσίας περιπλέκεται: Το 1968 ανακαλύφθηκαν στη Βάρνα, στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, πάνω από 250 τάφοι που χρονολογούνται από το 4000 π.Χ. Σε έναν από τους πιο πλούσιους από αυτούς βρέθηκε σκελετός με έναν χάλκινο πελέκη στο δεξί του χέρι, χρυσά περιβραχιόνια και μια χρυσή «πεοθήκη» ανάμεσα στα πόδια του. Καθώς το φύλο του σκελετού δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί και με αφορμή τα ενδύματά του που μοιάζουν γυναικεία, οι επιστήμονες ερίζουν εάν πρόκειται για κάποιον άντρα με εξουσία ή κάποια γυναίκα, πιθανότατα ιέρεια, που πρωτοστατούσε σε τελετουργίες.

    Η κληρονομιά του αμαρτωλού

    Οσο πηγαίνουμε σε βάθος χρόνου, όπου δεν υπάρχουν γραπτές πηγές, τόσο τα ερωτήματα πληθαίνουν. Για παράδειγμα, στις εικόνες που έχουν χαραχθεί στα σπήλαια κυριαρχούν οι αρσενικές μορφές που συχνά περιγράφονται ως σαμάνοι, με κεφάλι πτηνού και σώμα βίσονα ή ελαφιού. Καθώς αυτά τα ζώα σχηματίζουν «χαρέμια», οι κοινωνίες της Παλαιολιθικής Εποχής υιοθέτησαν τα κοινωνικά/σεξουαλικά πρότυπά τους ή απλώς θαύμαζαν τη δύναμή τους; Οι βραχογραφίες πάλι, που εντοπίστηκαν στη Μογγολία, απεικονίζουν δύο άνδρες που ακουμπούν τους φαλλούς τους. Πρόκειται για ένα θέμα με εμφανές ομοφυλοφιλικό περιεχόμενο, ή είναι απλώς μια συμβολική αναπαράσταση της ανδρείας δύο μαχητών;

    Ενα από τα πιο αινιγματικά αγαλματίδια προέρχεται από το σπήλαιο Γκριμαλντίτο και δείχνει μια φιγούρα με φουσκωμένα στήθη και κοιλιά και κάτω από αυτήν ένα εξόγκωμα με δάκτυλα. «Ερμαφρόδιτος» ή «αυνανιζόμενος». Οι αρχαιολόγοι ακόμα το ψάχνουν. Πάντως, στα σωζόμενα αιγυπτιακά θρησκευτικά κείμενα ο ανδρικός αυνανισμός φαίνεται να αποτελεί τη βάση για τον διαδεδομένο μύθο περί Δημιουργίας. Τα Κείμενα των Πυραμίδων (2600 π.Χ.) αναφέρουν πως ο Ατούμ, ο θεός ήλιος, παίρνει το φαλλό του στα χέρια του και δημιουργεί με το σπέρμα του δύο αδέρφια.

    «Ολη αυτή η ποικιλότητα στο σεξ πέρασε στην αφάνεια όταν υιοθετήθηκαν πλήρως οι χριστιανικές αξίες», σημειώνει ο συγγραφέας. «Ετσι, το ρομαντικό ιδεώδες του ιπποτικού έρωτα οδήγησε στην παγίωση της εικόνας του σαρκικού έρωτα ως κατ' ουσίαν αμαρτωλού και απαγορευμένου, μια κληρονομιά που ακόμα μας καταδυναστεύει». *
     
  6. vautrin

    vautrin Contributor

    Μισούσε πάστορες και αφέντες

    Τα απομνημονεύματα του βρετανού ρομαντικού που παντρεύτηκε τη 15χρονη αδελφή τού Οδυσσέα Ανδρούτσου και έζησαν όλοι μαζί σε μια σπηλιά του Παρνασσού

    ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ | Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010 TO BHMA

    «Στο ταξίδι μας από την Ιταλία, ο Βύρωνας με έπεισε να του παραχωρήσω τον μαύρο υπηρέτη μου, γιατί στην Ανατολή είναι σημάδι μεγαλοπρέπειας να έχεις νέγρο στην ακολουθία σου. Για τον ίδιο λόγο ήθελε και το πράσινο στρατιωτικό μου σακάκι με τα κεντητά ξόμπλια. Μου ΄πεφτε μικρό και του το ΄δωσα...».

    Ηταν 13 Ιουλίου 1823 όταν εκείνο το καράβι απέπλεε από τη Γένοβα με προορισμό την επαναστατημένη Ελλάδα, τη δυτική ακτή της Πελοποννήσου. Ανάμεσα στους επιβάτες του βρισκόταν και ο Λόρδος Βύρων. Μαζί του, μια από τις πιο συναρπαστικές μορφές όχι μόνον του φιλελληνισμού αλλά μιας ολόκληρης εποχής, ο Εντουαρντ Τρελώνη (Εdward John Τrelawny), που, λίγο καιρό μετά, θα αναλάμβανε να κηδέψει τον μεγάλο φίλο του, με προτροπή του οποίου είχε έρθει στην Ελλάδα να βοηθήσει την επανάσταση... Ενας προφήτης της ελευθερίας που, όπως οι στενοί του φίλοι, ο Σέλλεϋ ή ο Βύρωνας, δεν χωρούσε στον κλειστό κατεστημένο κόσμο του. Αυτό το βιβλίο είναι τα απομνημονεύματά του. Από τις σελίδες του περνούν πολλοί και διαφορετικοί κόσμοι: η φλεγματική Βρετανία και η υψηλή της κοινωνία στις αρχές του 19ου αιώνα, οι δυνάμεις της αμφισβήτησης που εκείνη γέννησε, η Ιταλία ως πνευματικό καταφύγιο αυτών των δυνάμεων, η επαναστατημένη Ελλάδα...

    Τόσο ο Τρελώνη όσο και οι μεγάλοι φίλοι του ζούσαν με την πιο ακραία ρομαντική διάθεση. Και όταν αυτή τους η τάση συναντήθηκε με την ιδέα μιας Ελλάδας που επαναστατούσε, ήρθαν στον τόπο που τα όνειρα μιας άλλης ελευθερίας μπορούσαν να αποκτήσουν σάρκα και οστά. Ετσι, ο Τρελώνη βρέθηκε στον ελληνικό χώρο και μετά από περιπλανήσεις κυρίως στην Πελοπόννησο κατέληξε δίπλα στον άνθρωπο που θαύμασε περισσότερο από κάθε άλλον ανάμεσα στους επαναστάτες. Τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.

    «Κοντά στη Λιβαδειά, σε μια απόκρημνη πλαγιά του Παρνασσού, του ψηλότερου βουνού της Ελλάδας, υπάρχει μια σπηλιά, σε υψόμετρο χίλια πόδια πάνω από την πεδιάδα. Ο Οδυσσέας είχε καταφέρει να ανέβει ως εκεί και να τη μετατρέψει σε οχυρό καταφύγιο για την οικογένεια και τα υπάρχοντά του όσο καιρό θα κρατούσε ο πόλεμος. Δεν μπορούσες να πλησιάσεις τη σπηλιά, παρά μόνο με σκάλες μπηγμένες στον βράχο... Το εσωτερικό τούτου του λαμπρού άντρου, με τις παράπλευρες σπηλιές, τα κλίτη και τη θολωτή οροφή του, μου θύμιζε καθεδρικό ναό, ιδίως όταν τα τραχιά του τοιχώματα απαλύνονταν στο φως του δειλινού ή στο φεγγαρόφωτο... Αυτή λοιπόν η σπηλιά ήταν το οχυρό μας, που όταν ανέβαζες την πάνω πάνω σκάλα γινόταν απόρθητο, ακόμη και χωρίς φρουρά. Πίεσα τον Οδυσσέα να μείνει σ΄ αυτό το οχυρό, επιμένοντας πως τα χρήματα του Δανείου σίγουρα θα τα καταχρώνταν μια κυβέρνηση αποχαλινωμένων απατεώνων και πως μονάχα ένα μικρό μέρος του θα κατέληγε στον αρχικό του προορισμό. Επιπλέον, ο Ιμπραήμ πασάς είχε ήδη ξεκινήσει για την Ελλάδα με τεράστιο στρατό. Ο Μωριάς σπαρασσόταν κιόλας από τους εμφυλίους πολέμους»... Σε εκείνη τη σπηλιά έζησε με τον Ανδρούτσο και την πολύ μικρή αδελφή του, την οποία παντρεύτηκε. Και ήταν τόσο ανυπότακτος σε κάθε συμφέρον και προσταγή, που, λίγο καιρό αργότερα, άγγλοι φίλοι του προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν.

    «Αν με είχαν αντιμετωπίσει με τρυφερότητα...»

    Ποιος ήταν όμως ο Τρελώνη; Γεννημένος μόλις τρία χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση, το 1792, ήταν ο δεύτερος γιος απόστρατου αξιωματικού, έζησε την ιδιόμορφη «αδικία» αλλά και τη βία του συστήματος από πολύ μικρός: «Σπάνια με μαστίγωναν περισσότερες από μια φορά τη μέρα, ή με ράβδιζαν παραπάνω από μια φορά την ώρα... Αν με είχαν αντιμετωπίσει με τρυφερότητα, έστω και υποκριτική, πιστεύω ότι θα γινόμουν και εγώ υπάκουος, μαλακός και συγκρατημένος». Εγινε το ακριβώς ανάποδο. Στην πορεία αυτή συνέβαλαν τα χρόνια που πέρασε στο βρετανικό ναυτικό, στον Ινδικό Ωκεανό. Παντρεύτηκε νέος και έκανε παιδιά. Ο γάμος του ήταν καταστροφή. Εφυγε από την Αγγλία και, αφού περιπλανήθηκε στην Ιταλία, ήρθε, μαζί με τον Βύρωνα, στην Ελλάδα. «Γνώρισα τον Σέλλεϋ την τελευταία χρονιά της ζωής του και τον Βύρωνα στις τρεις τελευταίες της δικής του. Και με τους δύο είχα την πιο στενή οικειότητα, τους έβλεπα σχεδόν καθημερινά»... Η ζωή του ίδιου του Τρελώνη ήταν πολύ μακρύτερη από των φίλων του. Πέθανε στην Αγγλία το 1881, σε ηλικία 88 ετών.

    «Μου είπε ο Οδυσσέας...»

    «Ηταν ο ικανότερος στρατιωτικός στην Ελλάδα και οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να φτάσουν στον Μωριά,παρά μόνον περνώντας μέσα από τη δική του επαρχία.Η εξυπνάδα και η δύναμή του τον έκαναν τον χειρότερο εχθρό της ελληνικής κυβέρνησης. Ούτε να τον αγοράσουν μπορούσαν ούτε να τον φοβίσουν.Μου είπε: “Τη χώρα που εμείς οι καπετάνιοι την πήραμε απ΄ το Σουλτάνο η αυτόκλητη κυβέρνησή μας την πούλησε στους Ρώσους,και με το χρήμα που πήραν ετοιμάζονται τώρα να μας ξεφορτωθούν,για να ανοίξουν δρόμο σε κάποιον ξένο βασιλιά και ξένους στρατιώτες..Αυτό που με μπερδεύει είναι για ποιο λόγο η Αγγλία στέλνει χρήματα για να γίνει η Ελλάδα οσποδαριάτο της Ρωσίας”»...
     
  7. vautrin

    vautrin Contributor

    Βιβλιοθήκη, Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

    Η μάσκα του κόκκινου θανάτου

    Τα διηγήματα του Εντγκαρ Αλαν Πόε κυκλοφορούν σε ποικίλες συλλογές και εκδόσεις και σε διάφορες μεταφράσεις, με αξεπέραστη εκείνη του Κοσμά Πολίτη, που προχώρησε πολύ βαθιά σε μια σκέψη και μια γραφή παραληρηματική.

    Θυμάμαι πριν από μερικά χρόνια, στο σπίτι ενός φίλου που επιχείρησα να τον φέρω σε μια πρώτη επαφή με τον συγγραφέα. Στην παρέα ήταν και ένα πεκινουά, λίγο νευρικό, αλλά γενικά φρόνιμο. Αρχισα να του διαβάζω ένα από τα πλέον εντυπωσιακά αποσπάσματα του «Μαύρου γάτου» και όταν έφτασα στο σημείο που ο γάτος δέχτηκε μια τρομερή επίθεση από το αφεντικό του, το πεκινουά τινάχτηκε στον αέρα γαβγίζοντας με λύσσα και μπήκε στη μέση έτοιμο να μου επιτεθεί. Δεν είχα ξαναδεί έτσι τη χαριτωμένη μούρη του, τόσο παραμορφωμένη. Κατόπιν συνεννοήσεως με τον φίλο μου, άφησα το βιβλίο και το πεκινουά ηρέμησε, αν και όχι απόλυτα. Πότε πότε μου 'ριχνε κάτι πλάγιες ματιές... Δεν θα 'θελα να πω περισσότερο σχετικά μ' αυτό το συμβάν. Ενιωσα ότι είχαμε γίνει μάρτυρες κάποιας τουλάχιστον περίεργης κατάστασης, που είχε να κάνει με τον σκύλο, με μένα και πάνω απ' όλα με το κείμενο. Εχουν γραφτεί πολλά για το κείμενο αυτό, αλλά νομίζω πως εκείνο το γεγονός μάς πήγε ένα βήμα παραπέρα, στην προσέγγιση της ουσίας του συγγραφέα...

    Απ' όλα τα διηγήματά του, διάλεξα να επισημάνω χωριστά τη «Μάσκα του κόκκινου θανάτου», γιατί πιστεύω πως στάθηκε προφητική σε σχέση με τον ερχομό της περίφημης παγκοσμιοποίησης και τη μόνιμη απειλή μιας ακόμη «νέας τάξης πραγμάτων». Μου θυμίζει έντονα τα πυρηνικά καταφύγια που κατά καιρούς λέγεται πως κατασκευάζουν, για καλό και για κακό, οι κορυφαίοι της παγκόσμιας πλουτοκρατίας. Στο διήγημα οι άρχοντες κλείνονται σ' έναν πύργο όπου διασκεδάζουν με ποικίλους τρόπους συνεχώς, επί 24ώρου βάσεως, ενώ παράλληλα προστατεύονται από το μικρόβιο μιας τρομερής αρρώστιας που έχει απλωθεί στην περιοχή, θερίζοντας όσους δυστυχείς έχουν μείνει απ' έξω. Ετσι και σήμερα, και για να μιλήσω μόνο για τον δυτικό κόσμο, τα πράγματα έχουν ξεχωρίσει, μπήκαν τα όρια ανάμεσα σ' εκείνους που θα περνάνε καλά και στους άλλους που θα τους τρώει το άγχος της επιβίωσης όλο και περισσότερο με το πέρασμα του καιρού.

    Αυτό που μένει να δούμε είναι αν θα προκύψει το φινάλε που έβαλε ο συγγραφέας στο διήγημά του. Αλλά καλύτερα να το διαβάσετε...

    Γιώργος Νοταράς
     
  8. zoyzoy_

    zoyzoy_ Contributor

    vautrin σε ευχαριστώ προσωπικά για την ύπαρξη αυτού του νήματος.
    Πολύ χρήσιμο, ενδιαφερον και ταξιδιάρικο!  

    Την καλημέρα μου.
    ζουζου
     
  9. vautrin

    vautrin Contributor

    Βιβλιοθήκη, Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

    Το σπάνιο Γαλάζιο Τετράδιο

    Λίγες ημέρες πριν από την κυκλοφορία του βιβλίου τού Δανιήλ Χαρμς Γαλάζιο τετράδιο (Ι), από τις εκδόσεις Νεφέλη, η Βιβλιοθήκη δημοσιεύει απόσπασμα.

    Δανιήλ Χαρμς

    Το γαλάζιο τετράδιο

    μτφρ.: Ροδούλα Παππά

    εκδόσεις Νεφέλη, σ. 528

    Α' έκδοση σε 500 αριθμημένα αντίτυπα

    Ο Δανιήλ Χαρμς (1905-1942) θεωρείται πλέον ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ρωσικής πρωτοπορίας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Η παρούσα έκδοση, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες, περιλαμβάνει μεγάλο μέρος του σωζόμενου πεζού έργου του, τα κείμενα του «Γαλάζιου τετραδίου», το αφήγημα «Η γριά», ημερολογιακές σημειώσεις, μερικές επιστολές και ελάχιστα ποιήματα· ακόμη, ένα κείμενο του Γιάκοφ Ντρούσκιν, στον οποίο οφείλουμε τη διάσωση των χειρογράφων του Χαρμς, εκτενές χρονολόγιο, φωτογραφικό υλικό και σκίτσα του Χαρμς. Από τις εκδόσεις Νεφέλη κυκλοφορεί επίσης η συλλογή Περιστατικά (μτφρ. Ροδούλα Παππά, σειρά Κόμμα, 2009), η μοναδική ολοκληρωμένη συλλογή κειμένων που έχουν επιλεγεί από τον ίδιο.

    ΟΑλμπερτ Σβάιτσερ στο βιβλίο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ διακρίνει δύο κατηγορίες συνθετών, συγγραφέων, ζωγράφων. Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσει εκείνους που το έργο τους δεν φαίνεται να συνδέεται άμεσα με την προσωπική τους ζωή. Σ' αυτή την κατηγορία ανήκει ο Μπαχ. Από τους σύγχρονους συνθέτες, ο Βέμπερν. Στη δεύτερη κατηγορία κατατάσσει εκείνους που το έργο τους συνδέεται άμεσα με την προσωπική τους ζωή, ώστε, αν δεν ξέρουμε τίποτε γι' αυτήν, πολλά από τα δημιουργήματά τους δεν είμαστε σε θέση να τα κατανοήσουμε. Το εντός και το εκτός, η ζωή και η δημιουργία σ' αυτή την περίπτωση είναι στενά συνυφασμένα. Σ' αυτή την κατηγορία κατέτασσε τον Μπετόβεν. Από τους συγχρόνους, τον Σένμπεργκ. Ο Βεντένσκι ανήκει στην πρώτη κατηγορία συγγραφέων· ο Χαρμς, στη δεύτερη. Και ο Βεντένσκι και ο Χαρμς γνώριζαν αυτή τη διαφορά και την αισθάνονταν. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο Βεντένσκι είπε πως ο Χαρμς δεν κάνει τέχνη - είναι τέχνη ο ίδιος. Ο Χαρμς στα τέλη του 1930 έλεγε ότι πάντοτε το σημαντικότερο για εκείνον ήταν όχι η τέχνη, αλλά η ζωή: να ζει τη ζωή του σαν να κάνει τέχνη. Αυτό δεν είναι αισθητισμός: η «ζωή σαν έργο τέχνης» για τον Χαρμς δεν ήταν ζήτημα αισθητικής τάξης, αλλά, καθώς λένε σήμερα, υπαρξιακό.

    Στην αρχή του πολέμου βρέθηκε στα χέρια μου το αρχείο του Δανιήλ Χαρμς. Επί δεκαπέντε χρόνια περίπου δεν είχα διαβάσει τα σημειωματάριά του και δεν είχα ανοίξει τους χαρτονένιους φακέλους με τις ημερολογιακές σημειώσεις του, τις επιστολές και άλλα κείμενα προσωπικού χαρακτήρα, με την ελπίδα πως κι εκείνος (όπως και άλλοι που είχαν φύγει χωρίς τη θέλησή τους) θα επέστρεφε. Μα εκείνος δεν επέστρεψε. Τότε, προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, διάβασα τα σημειωματάριά του και καταπιάστηκα με το ξεδιάλεγμα των προσωπικών του γραπτών. Ανάμεσά τους βρήκα σημειώματα των εξόδων του και λίστες με τρόφιμα που έπρεπε να αγοράσει. Για ποιο λόγο όμως κρατούσε σημειώματα εξόδων που είχαν ήδη γίνει και τροφίμων που είχαν ήδη αγοραστεί; Αλλο ένα παράδειγμα: σ' ένα κομματάκι χαρτί είναι γραμμένο με τον γραφικό χαρακτήρα του Λιπάφσκι: «Σήμερα μαζευόμαστε στου Γι. (δηλαδή σ' εμένα). Ο Βεντένσκι το ξέρει, ενημερώστε τον Ολέινικοφ». Αυτό το σημείωμα ο Χαρμς το φύλαξε. Γιατί; Κάτω από μερικά ποιήματα και μερικές ιστορίες του γράφει: «καλό», «κακό», «πολύ κακό», «απαίσιο». Αν ένας συγγραφέας θεωρεί αυτό που έγραψε όχι μόνο πολύ κακό, αλλά απαίσιο, το καταστρέφει. Ο Χαρμς, όχι. Πιστεύω πως έπρεπε να έτρεφε ασυνείδητα ένα αίσθημα ευθύνης για καθετί που είχε κάνει και για κάθε λέξη που είχε γράψει ή πει, ακόμη και νοερά: «πΑν ―Εμα aργeν n aaν λαλήσωσιν oi ονθρωποι aποδώσουσι περd αeτοU λόγον aν ―μέρ―α κρίσεως». Οτιδήποτε είχε γράψει, ακόμη και μια εντελώς ασήμαντη σημείωση για το αν είχε πυρετό κάποια συγκεκριμένη μέρα και ώρα, αποτελούν μαρτυρίες της ζωής του.

    Και καθώς για τον Χαρμς η ζωή είχε πάντοτε προτεραιότητα έναντι της τέχνης, φυλούσε καθετί που είχε γράψει.

    Οπως αναφέρθηκε πιο πάνω, για τον Χαρμς ήταν πάντοτε σημαντικό να ζει τη ζωή του σαν να κάνει τέχνη. Αισθανόταν τη ζωή σαν θαύμα και σαν θαύμα ήθελε να ζήσει τη δική του. Δεν είναι τυχαίο πως σε πολλές από τις ιστορίες του γίνεται λόγος για θαύματα. Πολύ χαρακτηριστική είναι η ιστορία του θαυματοποιού που σε όλη του τη ζωή δεν είχε κάνει ούτε ένα θαύμα - του αρκούσε η επίγνωση ότι μπορούσε να κάνει. Το θαύμα, η ζωή βιωμένη σαν θαύμα, και μάλιστα θαύμα απολύτως ανιδιοτελές -θαύμα για το θαύμα-, είναι το πρώτο από τα κύρια σημεία που ορίζουν όχι μόνο τη δημιουργία, μα και τη ζωή του Χαρμς, την άρρηκτη σχέση μεταξύ του έργου και της ζωής του.

    Δεύτερο σημείο: σ' ένα παραμύθι του Αντερσεν, ένα παιδί βλέπει ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός. Ο Χαρμς έβλεπε την ασημαντότητα και την κενότητα της μηχανοποιημένης ζωής, μιας ζωής αποστεωμένης εξαιτίας της αυτοματοποίησης της σκέψης, του συναισθήματος και της καθημερινότητας· έβλεπε την κενότητα και το παράλογο μιας ύπαρξης που ορίζεται από το «όπως κάνουν όλοι» και το «ως είθισται». Στις ιστορίες και στα ποιήματά του συναντάμε εκείνο που αποκαλείται παράλογο, ά-λογο. Δεν είναι όμως οι ιστορίες του παράλογες, μα η ζωή που περιγράφει σ' αυτές. Το παράλογο στα κείμενά του καθώς και το χιούμορ αποτελούσαν μέσα για το ξεσκέπασμα της ζωής, για την έκφραση του πραγματικού παραλόγου της αυτοματοποιημένης ύπαρξης και πραγματικών καταστάσεων που αφορούσαν κάθε άνθρωπο. Γι' αυτό και έλεγε πως δύο υψηλά πράγματα υπάρχουν στη ζωή: το χιούμορ και η αγιοσύνη. Λέγοντας αγιοσύνη εννοούσε τη γνήσια -ζωντανή- ζωή. Με το χιούμορ αποκάλυπτε την κίβδηλη, απολιθωμένη, νεκρή ήδη, ζωή: όχι ζωή, παρά μια ύπαρξη απρόσωπη, ενδεδυμένη το περίβλημα της ζωής. Κι εδώ, ακόμη μια φορά, η σχέση δημιουργίας και ζωής· στη ζωή, ο Χαρμς ήταν το αγοράκι του Αντερσεν που είδε και είπε: μα ο βασιλιάς είναι γυμνός.

    Τρίτο σημείο: τον Χαρμς τον ενδιέφερε το κακό, η ρίζα του κακού στον άνθρωπο. Δεν ήταν όμως φιλόσοφος ούτε ηθικολόγος, ήταν συγγραφέας, αν και αναμφισβήτητα με φιλοσοφικές τάσεις. Γι' αυτό και στις φοβερές του ιστορίες δεν ηθικολογεί, αλλά γελάει, αποκαλύπτοντας το κακό, τη στενομυαλιά, τη βλακεία· και υπάρχουν στιγμές που το γέλιο του δεν είναι λιγότερο φοβερό από το γέλιο του Γκόγκολ, τον οποίο αγαπούσε πολύ και με τον οποίο συνδεόταν ως δημιουργός. Ιδιαίτερα φοβερά γίνονται κάποια από αυτά τα κείμενα όταν είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο. Αρχίζεις να τα διαβάζεις και σου φαίνονται αστεία. Μα, σιγά σιγά, το γέλιο σαν να παγώνει και, πλησιάζοντας προς το τέλος, αισθάνεσαι φρίκη. Οι ιστορίες αυτές και τα ποιήματα έχουν τέτοια αμεσότητα και πειστικότητα, που ώρες ώρες θαρρείς πως το πρώτο πρόσωπο, ο αφηγητής, δεν είναι άλλος από τον ίδιο το συγγραφέα. Φυσικά, δεν ήταν ο Χαρμς ήρωας αυτός των φοβερών έργων του· ωστόσο σε κάποια απ' αυτά, τα τρία κύρια σημεία της δημιουργίας του -η ζωή μες στο θαύμα, το ξεσκέπασμα υποκριτικά συγκαλυμμένων πτυχών της ζωής και το θέμα του υπανθρώπου- είναι τόσο στενά συνδεδεμένα, ώστε προκύπτει ένα καινούριο λογοτεχνικό είδος, που δύσκολα προσδιορίζεται: είναι ημερολογιακή σημείωση, φιλοσοφικός στοχασμός, διήγημα ή ποίημα; [...] Με τον ίδιο τρόπο, ανεπαίσθητα σχεδόν, το γέλιο μετατρέπεται σε κλάμα, το αστείο σε φοβερό, ό,τι θεωρείται υψηλό σε ασήμαντο, και αποκαλύπτεται η σχετικότητα των ανθρώπινων μέτρων και σταθμών του υψηλού και του ταπεινού, του καλού και του κακού.

    Γιάκοφ Ντρούσκιν, «Η ομάδα Τσιναρί και ο Δανιήλ Χαρμς»

    *

    ΠΩΣ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΙΑΛΥΘΗΚΕ

    «Ολες οι όμορφες είναι, λένε, φαρδοκάπουλες. Αχ, τις λατρεύω τις βυζαρούδες, μ' αρέσει πώς μυρίζουν». Και με τα λόγια αυτά, άρχισε να ψηλώνει και να ψηλώνει, μέχρι που έφτασε στο ταβάνι και διαλύθηκε και σκόρπισε σε χίλιες μπαλίτσες.

    Ο Παντελέι ο οδοκαθαριστής ήρθε και μάζεψε τις μπαλίτσες με το φτυάρι, εκείνο που χρησιμοποιούσε συνήθως για τις καβαλίνες, και τις πέταξε κάπου στην πίσω αυλή.

    Κι ο ήλιος συνέχισε να λάμπει όπως και πριν, και οι αφράτες κυρίες συνέχισαν να μυρίζουν υπέροχα, όπως και πριν.

    23 Αυγούστου 1936

    1. Σκοπός κάθε ανθρώπινης ζωής είναι ένας: η αθανασία.

    1-α. Σκοπός κάθε ανθρώπινης ζωής είναι ένας: η επίτευξη της αθανασίας.

    2. Αλλος επιδιώκει την αθανασία διαωνίζοντας το είδος του, άλλος κάνει μεγάλα επίγεια έργα, ώστε να μείνει αθάνατο το όνομά του. Και μόνον ένας τρίτος κάνει δίκαια και όσια ζωή, ώστε να κατακτήσει την αθανασία με τη μορφή της αιώνιας ζωής.

    3. Ο άνθρωπος έχει μόνο δυο λογής ενδιαφέροντα: επίγεια - φαΐ, ποτό, ζέστη, γυναίκα και ξεκούραση· και ουράνια - την αθανασία.

    4. Καθετί επίγειο παραπέμπει στο θάνατο.

    5. Υπάρχει μια ευθεία γραμμή, που πάνω της βρίσκεται καθετί επίγειο. Μόνο ό,τι δεν βρίσκεται πάνω σ' αυτή τη γραμμή μπορεί να παραπέμπει στην αθανασία.

    6. Γι' αυτό και ο άνθρωπος επιζητεί την απόκλιση από αυτή την επίγεια γραμμή και αποκαλεί την απόκλιση αυτή το ωραίο ή το ιδιοφυές.

    [26 Μαΐου 1938]

    Να γράφεις ποιήματα που, αν τα πετάξεις στο παράθυρο, θα σπάσει το τζάμι.

    [τέλη του 1929]
     
  10. vautrin

    vautrin Contributor



    TA NEA Σάββατο, 27 Νοεμβρίου 2010

    Σούζαν Σόνταγκ Η Γοητεία του Φασισμού.

    Το σέξι σκέλεθρο

    Τoυ Δημοσθένη Κούρτοβικ

    Δύο δοκίμια της Σούζαν Σόνταγκ που, αν και γράφτηκαν τη δεκαετία του 1970, είναι πολύ πιο επίκαιρα σήμερα. Γιατί άραγε ο φασισμός, δεκαετίες μετά τη συντριβή των καθεστώτων του και την αποκάλυψη των εγκλημάτων τους, εξασκεί γοητεία σε τόσους νέους ανθρώπους;

    Ας το ομολογήσουμε, με όλη τη δέουσα ανησυχία: ο φασισμός είναι σέξι. ΄Οσο το πολιτικό μήνυμά του μεταμφιέζεται σε άλλα, πιο «λάιτ» ιδεολογικά σχήματα και τα ιστορικά εγκλήματά του ξεθωριάζουν στη συλλογική μνήμη τόσο τα διακοσμητικά στοιχεία του γίνονται ερωτικά φετίχ και η σκοτεινή αισθητική του εξασκεί έλξη σε πλήθος ανθρώπων, πολύ λίγοι από τους οποίους είναι πραγματικοί φασίστες.

    Είναι παράδοξο ότι η ναζιστική Γερμανία, ένα καθεστώς καταπιεστικό (και) σεξουαλικά, έχει πλημμυρίσει σήμερα τον κόσμο με σεξουαλικά εμβλήματα, δημοφιλέστατα ιδίως στις σαδομαζοχιστικές κοινότητες, από τις στρατιωτικές στολές, τους σιδηρόσταυρους και τα περιβραχιόνια με τη σβάστικα ώς την υπερκόσμια ομορφιά των αγγέλων του θανάτου, των SS, που γίνεται σε ταινίες και κόμικς έκφραση ενός αμφιθυμικού ερωτισμού.

    Γιατί συμβαίνει αυτό; Η Σούζαν Σόνταγκ, στο πρώτο (και εκπληκτικό) από τα δύο δοκίμιά της για τη γοητεία του φασισμού, παρατηρεί ότι για όσους γεννήθηκαν μετά τις αρχές της δεκαετίας του 1940 και μεγάλωσαν σφυροκοπημένοι από μια αδιάκοπη ρητορεία υπέρ ή κατά του κομμουνισμού, ο φασισμός αντιπροσωπεύει το εξωτερικό, το άγνωστο· έτσι, υπάρχει ανάμεσα στους νέους (το δοκίμιο γράφτηκε το 1975, αλλά όσα λέει ισχύουν ακόμα περισσότερο σήμερα) μια γενική έλξη προς το ανόσιο, το δαιμονικό, του οποίου κατ΄ εξοχήν ιστορική μορφή είναι ο ναζισμός. Η Σόνταγκ κάνει όμως και μια άλλη, συναφή παρατήρηση. Ενώ, λέει, τα αριστερά κινήματα τείνουν προς ένα ενιαίο φύλο και μια άφυλη εικονοποιία, τα δεξιά κινήματα και, ως ακραία εκδοχή τους, ο ναζισμός διεγείρουν τη σεξουαλική επιθυμία, όχι λόγω της στάσης τους απέναντι στη σεξουαλικότητα (στάσης που είναι πουριτανική) αλλά λόγω της συνάντησης της πολιτικής ιδεολογίας τους με τη φύση και τα όρια της σεξουαλικής φαντασίας: από τη μια η «θηλυκή», πρόθυμα υποταγμένη, εκστατική μάζα, από την άλλη το απόλυτο, κυρίαρχο αρσενικό, ο Ηγέτης, ο Φύρερ, ο Ντούτσε.

    Η επίσημη τέχνη των κομμουνιστικών χωρών επιδίωκε ν΄ αναπτύξει μια ουτοπική ηθική. Αντίθετα, η επίσημη τέχνη του εθνικοσοσιαλισμού πρόβαλλε μια ουτοπική αισθητική: την αισθητική της σωματικής τελειότητας. Τα νιάτα, η αλκή, το σωματικό κάλλος έγιναν το μόνιμο και υποχρεωτικό μοτίβο αυτής της τέχνης. Τα ναζιστικά γυμνά έχουν κάτι το πορνογραφικό: αν και δεν αποσκοπούν στη σεξουαλική διέγερση, η εξωπραγματική τελειότητα των σωμάτων που απεικονίζουν είναι ίδια με αυτή που βλέπουμε σήμερα στις φωτογραφίες των ημιπορνογραφικών περιοδικών, αλλά και στις διαφημίσεις.

    Την εποχή που γράφτηκε το δοκίμιο της Σόνταγκ, παρακολούθησα σε μια έκτακτη προβολή στη Γερμανία, όπου έκανα μεταπτυχιακές σπουδές, την ταινία της Λένι Ρίφενσταλ «Ο θρίαμβος της θέλησης» , της οποίας κάνει μνεία το δοκίμιο. Όπως είναι γνωστό, η ταινία αυτή είναι ένα ντοκιμαντέρ, πολύ επιδέξια σκηνοθετημένο (ουσιαστικά κατασκευή της πραγματικότητας), με θέμα το συνέδριο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στη Νυρεμβέργη το 1934. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αναστάτωση της αριστερής συνείδησής μου μόλις τελείωσε η προβολή. Η απίστευτη χορογραφία των κινήσεων της μάζας, η αρμονική ροή των στρατιωτικών σχηματισμών που παρέλαυναν, οι μεθυστικές καταδύσεις και αναδύσεις της κάμερας στην απεικόνιση της επαφής του Φύρερ-θεού με τα πλήθη των διονυσιασμένων πιστών του, όλα αυτά μού προκάλεσαν κάτι που ελάχιστα απείχε από ερωτική έξαψη και για το οποίο ντρεπόμουν. Και, όπως διαπίστωσα, με παρόμοιο τρόπο είχαν ανταποκριθεί οι περισσότεροι συμφοιτητές και ομοϊδεάτες μου μέσα στην αίθουσα.

    Ναι, ο φασισμός είναι σέξι, δυστυχώς. Και γίνεται ακόμα πιο σέξι στην εποχή μας, στην οποία, όπως σημειώνει προσφυέστατα η Σόνταγκ, το σεξουαλικό μυστικό της κουλτούρας μας δεν είναι το ερωτικό ξεφάντωμα αλλά- ο σαδομαζοχισμός. Η κοινωνία της αφθονίας ανακήρυξε κάθε τμήμα της ανθρώπινης ζωής σε ζήτημα επιλογής. Το σεξ έπαψε και αυτό να είναι μια φυσική δραστηριότητα κι έγινε «προτίμηση», «επιλογή». Αυτή όμως η ελευθερία στην επιλογή σεξουαλικής ταυτότητας κατάντησε καταπιεστική, ο ατομικισμός της (όπως και κάθε ατομικισμός) έφτασε στο σημείο να γίνει αφόρητος. Η μανία για τα ναζιστικά εμβλήματα και τις σαδομαζοχιστικές συνδηλώσεις τους είναι, λέει η Σόνταγκ, μια αντίδραση σ΄ αυτή την καταπιεστική ελευθερία, μια πρόβα του έργου της υποδούλωσης, που μπορεί να μη σημαίνει τον ενστερνισμό φασιστικών θεωριών, φανερώνει όμως μια νοσταλγία για τη διάλυση της ατομικότητας, που υπόσχονταν εκείνες.

    Γενικά, το ανησυχητικό είναι ότι ο φασισμός σοφιλιάζει στη θηριώδη κοσμοθεωρία του ιδεώδη κι επιθυμίες με ανθεκτικότερη φύση, που βρίσκουν σήμερα έκφραση κάτω από άλλες σημαίες: το ιδεώδες της ζωής ως τέχνης, την αποθέωση της σωματικής ομορφιάς και της νεότητας, την απόρριψη της διανόησης, την άρση της αποξένωσης και της υπαρξιακής ανασφάλειας μέσα σε εκστατικά αισθήματα κοινότητας (μέσα στη «δημοκρατία της συγκίνησης», για την οποία έκανε λόγο ο Ανδρέας Πανταζόπουλος πριν από μερικά χρόνια). Και πολύ σωστά παρατηρεί η Σόνταγκ ότι η εξύμνηση της κοινότητας όχι μόνο δεν αποκλείει αλλά μπορεί να οδηγεί νομοτελειακά στην αναζήτηση της απολυταρχικής ηγεσίας, υπενθυμίζοντας τους τόσους και τόσους αντιεξουσιαστές νέους της δεκαετίας του 1960 που κατέληξαν να προσκυνούν διάφορους γκουρού και να δέχονται τη γελοιωδέστατη δεσποτική πειθαρχία που τους επέβαλλαν αυτοί. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα είναι ο Χίτλερ μετά τον Χίτλερ, αλλά και πριν από τον Χίτλερ. Αυτό είναι το θέμα της μνημειώδους ταινίαςΧίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία, που γύρισε ο Χανς Γιούργκεν Ζύμπερμπεργκ το 1978 και με την οποία ασχολείται το δεύτερο δοκίμιο της Σόνταγκ. Η Αμερικανίδα συγγραφέας αναλύει με ευρωπαϊκή φινέτσα την τεχνική αυτού του φιλμ και την όλη ποιητική του σκηνοθέτη του. Δεν χρειάζεται να μπούμε εδώ σε λεπτομέρειες. Θα κρατήσουμε το πιο βασικό: ο Χίτλερ είναι για τον Ζύμπερμπεργκ μια πρωτεϊκή αρχή του κακού, που διαποτίζει το παρόν και ανασηματοδοτεί το παρελθόν. Ο Ζύμπερμπεργκ χαράζει γενεαλογικές γραμμές που οδηγούν από τον ρομαντισμό στον Χίτλερ, από τον Βάγκνερ στον Χίτλερ, από τον Καλιγκάρι στον Χίτλερ, από το κιτς στον Χίτλερ, αλλά και από τον Χίτλερ στην πορνογραφία, από τον Χίτλερ στον άψυχο καταναλωτή της τότε Ομοσπονδιακής Γερμανίας, από τον Χίτλερ στους ωμούς καταναγκασμούς του καθεστώτος της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας. Ο Χίτλερ είναι η κορύφωση και μαζί η προδοσία του γερμανικού ρομαντισμού, η λογική συνέπεια και μαζί η ανατροπή των αρχών της νεωτερικότητας .

    Μπορεί κανείς ν΄ αμφισβητήσει αυτές τις γενεαλογίες, και αυτό κάνει πράγματι η Σόνταγκ, ήπια και διακριτικά, σημειώνοντας ότι κινούνται μεταξύ αλήθειας και υπερβολής. Αλλά η ουσία είναι μία και τη διακρίνουμε σήμερα καθαρότερα απ΄ ό, τι την εποχή που γράφτηκαν τα δύο δοκίμια: ο Χίτλερ δεν τελείωσε με τον Χίτλερ. Με το φαινόμενο του φασισμού και του ναζισμού θα έχουμε λόγους να προβληματιζόμαστε για πολύ καιρό ακόμα. ΄Ισως ολοένα πιο επιτακτικά.

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  11. vautrin

    vautrin Contributor

    Ελευθεροτυπία, Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

    Η ταξική «καρδιά» του Μακεδονικού

    Του ΤΑΣΟΥ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

    Η ελληνική βιβλιογραφία για το Μακεδονικό Ζήτημα στην «κλασική» του φάση, μέχρι δηλαδή τους Βαλκανικούς πολέμους και την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας, χαρακτηρίζεται από μια έντονη ανισομέρεια.


    Αυτό που έχει μελετηθεί είναι κυρίως οι διπλωματικές και (με ισχυρή δόση εθνικά ορθής αυτολογοκρισίας) στρατιωτικές παράμετροι του ζητήματος.

    Οι κοινωνικές αντιθέσεις της μακεδονικής κοινωνίας πριν από το 1912 και η διαπλοκή τους με την ανάπτυξη των αντιμαχόμενων εθνικών κινημάτων και τις στρατηγικές επιλογές των εθνικών κέντρων, μόνο περιθωριακά έχουν θιγεί -συνήθως με παρεμπίπτουσες, δευτερεύουσες και λακωνικές αναφορές.

    Κι όμως, το Μακεδονικό είναι πρακτικά αδύνατο να κατανοηθεί χωρίς τη γνώση του κοινωνικού πεδίου και των αντιθέσεων, πολιτική αντανάκλαση των οποίων υπήρξε η διαμάχη μεταξύ «ελληνοφρόνων» και «σλαβοφρόνων» Μακεδόνων στη διάρκεια μισού και πλέον αιώνα.

    Το σοβαρό αυτό κενό έρχεται να καλύψει το βιβλίο του Σπύρου Καράβα, επίκουρου καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου, «Μακάριοι οι κατέχοντες την γην. Γεωκτητικοί σχεδιασμοί προς απαλλοτρίωση συνειδήσεων στη Μακεδονία 1880-1909» (Αθήνα 2010, εκδ. Βιβλιόραμα).

    Αντικείμενό του είναι μια ξεχασμένη αν και σημαντικότατη πτυχή αυτής της διαπλοκής του κοινωνικού με το εθνικό: τα σχέδια εξελληνισμού της (οθωμανικής ακόμη) Μακεδονίας διά του «εξελληνισμού» τής εκεί γεωκτησίας. Ως πηγές, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί υλικό από τα αρχεία του ΥΠΕΞ και προσωπικοτήτων της εποχής (Στ. Δραγούμης, Π. Δέλτα κ.ά.), τον Τύπο των ημερών, κυρίως όμως ένα ντοκουμέντο προκλητικά αγνοημένο από την εγχώρια μακεδονολογία: το φυλλάδιο «Το έργον του ελληνισμού εν Μακεδονία», που τύπωσε το 1880 «ως χειρόγραφον» (σε περιορισμένο δηλαδή αριθμό αντιτύπων, για διανομή σε στενό κύκλο οικονομικών παραγόντων και στελεχών του ελληνικού κράτους) ο Αθανάσιος Ευταξίας.

    Τρικουπικός και τσιφλικάς

    Απεσταλμένος της κυβέρνησης Τρικούπη στη Μακεδονία τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, ο τελευταίος αναλύει χωρίς εξωραϊσμούς την «εθνολογική» και κοινωνική κατάσταση στην περιοχή, εισηγούμενος μια στρατηγική συστηματικής αγοράς οθωμανικών τσιφλικιών και μετατροπής τους σε «εστίες ελληνικής εθνικής ζωής», με στρατηγικό στόχο τον γλωσσικό εξελληνισμό και -προοπτικά- την εγχάραξη ελληνικής εθνικής συνείδησης στους σλαβόφωνους καλλιεργητές τους. Συνδυάζοντας την εθνική δράση με τα ιδιωτικά του συμφέροντα, ο Ευταξίας φρόντισε, άλλωστε, στο ίδιο διάστημα να μετατραπεί ο ίδιος σε τσιφλικά, αγοράζοντας ένα αγρόκτημα με σλαβόφωνους κολίγους στο Τίκφες.

    Ολόκληρο το φυλλάδιό του αναπαράγεται στο βιβλίο ως παράρτημά του, μαζί με δυο παρεμφερείς εισηγήσεις του 1859 (από τον εγκαταστημένο στις Σέρρες γιατρό Ιωάννη Θεοδωρίδη) και του 1909 (από τον πρόξενο Σερρών Αντώνιο Σαχτούρη). Η εμπιστευτική φύση της όλης «πραγματείας» είναι σαφής: ο Ευταξίας ξεκαθαρίζει στους επίλεκτους αναγνώστες του ότι «διά λόγους ευνοήτους εκρίθη επιβλαβής η δημοσίευσις αυτής» και ζητεί να μην «ανακοινώσωσιν αυτήν και εις άλλους, μη δυναμένους να τηρήσωσι το πράγμα εν απορρήτω».

    Αποκαλυπτική είναι επίσης η περιγραφή από τον Καράβα της αντιμετώπισης του ντοκουμέντου από την «εθνικά ορθή» ελληνική ιστοριογραφία: είτε πλήρης αποσιώπηση είτε παραπλανητικές αναφορές, υψηλά δείγματα «της τέχνης τού να μιλάς αποσιωπώντας και να αποκαλύπτεις συγκαλύπτοντας» (σ. 42).

    Τα... «κτήνη» του Δραγούμη

    Χρησιμοποιώντας ως σκελετό το κείμενο του Ευταξία, και διασταυρώνοντάς το με παρόμοιες υπηρεσιακές εκτιμήσεις και εισηγήσεις μισού αιώνα, ο Καράβας φωτίζει εξαιρετικά το κοινωνικό υπόβαθρο της ελληνικής πολιτικής στην οθωμανική Μακεδονία. Από τις πρώτες κινδυνολογικές διαπιστώσεις του 1859 μέχρι τα εποικιστικά σχέδια του Ιωνα Δραγούμη, που το 1903 διαπιστώνει πως «απαιτείται όχι διατήρησις αλλά κατάκτησις της Μακεδονίας» με εγκατάσταση ελληνόγλωσσων γεωργών για ν' αποτραπεί ο κίνδυνος να μετατραπούν κάποια μέρα σε ιδιοκτήτες τα «κτήνη [τα] λαλούντα την βουλγαρικήν» που καλλιεργούν τη γη της, η εικόνα που προβάλλει απέχει έτη φωτός από το εξωραϊστικό σχήμα της κυρίαρχης ιστοριογραφίας.

    Ο συγγραφέας δεν περιορίζεται ωστόσο στην τεκμηριωμένη αποδόμηση ενός ακόμη εθνικού μύθου. Καταδεικνύει, παράλληλα, την ευρωπαϊκή γενεαλογία αυτής της στρατηγικής: πρότυπο του γερμανοσπουδασμένου Ευταξία δεν ήταν άλλο από την πολιτική, που εφάρμοσε ο Βίσμαρκ για τον εκγερμανισμό των πολωνικών εδαφών της Πρωσίας. Αποκαλύπτει, επίσης, μια ξεχασμένη πρόταση της αγγλικής διπλωματίας προς τον σουλτάνο το 1869, δυο χρόνια μετά την εξέγερση των Φίνιανς, για εποικισμό της Μακεδονίας με «οικονομικά κατεστραμμένους και πολιτικά επικίνδυνους Ιρλανδούς αγρότες». Τελικά, το τελευταίο αυτό σχέδιο έμεινε στα χαρτιά -κι έτσι, το Δουβλίνο δεν αποτέλεσε έναν ακόμη παράγοντα του (ιστορικού αλλά και του σημερινού) Μακεδονικού...
     
  12. vautrin

    vautrin Contributor

    Βιβλιοθήκη, Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

    Ενας άλλος λόγος για το βιβλίο, του 1954, του έλληνα φιλοσόφου

    Η «ελληνική μοίρα» του Κώστα Αξελού

    Από τον Αλέξανδρο Ασωνίτη Αρχές καλοκαιριού κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη ένα δοκίμιο, 48μικρών σελίδων, του Κώστα Αξελού, με τίτλο: Η Μοίρα της Σύγχρονης Ελλάδας, έργο του 1954, σε μετάφραση της Κατερίνας Δασκαλάκη.

    Ας πω εξ αρχής ότι το δοκίμιο είναι πολυσήμαντο, με άψογη λογοτεχνική γραφή, και ότι για να σχολιασθούν επαρκώς οι απόψεις του απαιτείται η συγγραφή ενός αντίστοιχου δοκιμίου, ωστόσο η ερμηνεία της συνολικής ελληνικής κατάστασης είναι, πιστεύω, ετεροβαρής και άδικη: περιγράφεται το σύμπτωμα αλλά παραλείπεται η αιτία του, η νόσος· διαβάζουμε για την παθολογία και όχι για την τραγωδία αυτής της παθολογίας, αυτό ονομάζω άδικο.

    Οι δυσκολίες, παλινωδίες, αντιφάσεις, η ανεπάρκεια της (νεωτερικής ή όχι) Ελλάδας να υπάρξει, να αναπτυχθεί, να μάθει ποια είναι και τι κάνει, αναλύονται με εξαιρετικά ευφυή τρόπο απ' τον μόλις 30χρονο τότε Αξελό, ώσπου (σελ. 36-7) αναδύεται η καθοριστική ετεροβαρής ερμηνεία: «Ας τους συγκρίνουμε (ενν. τους Ελληνες της διασποράς) με τους Εβραίους. Τα τέκνα του Ισραήλ που εγκαταστάθηκαν σε ξένη γη ευδοκίμησαν οπωσδήποτε ως έμποροι, αλλά έδωσαν επίσης στον ευρύτερο κόσμο μερικές από τις μεγαλύτερες μορφές του (....) Οι Ελληνες δεν έκαναν το ίδιο κι η συγκεκριμένη διαφορά δεν είναι αμελητέα». Και: «...γιατί, ενώ οι Εβραίοι υπάκουσαν (έστω και με ιδιαίτερο τρόπο) στη φωνή των προφητών τους, οι (ενν.: σύγχρονοι) Ελληνες έκλεισαν τ' αυτιά τους στη φωνή των φιλοσόφων και των ποιητών τους; Γιατί δεν κατευθύνθηκαν κι αυτοί επίσης προς το άπειρο;».

    Είμαστε στην καρδιά της αδικίας, αν και οι παρατηρήσεις είναι κατ' αρχήν εύστοχες, ο παραγκωνισμός όμως του Πλήθωνα απ' τον Δυτικό Κανόνα έπρεπε να προβληματίσει. Γιατί, απλούστατα λοιπόν, οι Εβραίοι δεν δέχθηκαν καμία απολύτως λοβοτομή στη θρησκεία και κοσμοθεωρία τους, ενώ οι Ελληνες υπέστησαν μακραίωνες λοβοτομές. Γιατί αποκόπηκαν βίαια από τον κορμό της φιλοσοφίας, της κοσμοθεωρίας, της λατρείας τους, της υπόστασης και της ταυτότητάς τους και σ' αυτά θα απέδιδε σημασία ένα τόσο σπουδαίο, παγκοσμίως, πρόσωπο όπως ο Αξελός. Είναι η ιστορική πραγματικότητα κι η ουσία του δισεπίλυτου ζητήματος. Οι Ελληνες, από το 600 μ.Χ. μέχρι σήμερα, δεν έχουν σχέση μαθητείας με τους φιλοσόφους και τους ποιητές τους. Δεν «έκλεισαν τ' αυτιά τους», τους απαγόρευσαν να τους ακούνε. Το δελφικό μαντείο δεν έπαψε τις απαντήσεις (σελ. 25), το φίμωσαν. «...Οι θεοί δεν εγκατέλειψαν τις εστίες τους» (σελ. 39) μόνο στα βάθη του συλλογικού ασυνείδητου. Η μεταχριστιανική και σύγχρονη Ελλάδα είναι εντελώς διαφορετική απ' την αρχαία, οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί κι η διαφορά δεν είναι αποτέλεσμα φυσικής εξέλιξης αλλά ανθρώπινης επέμβασης, είναι μια κοινωνία, ένας λαός απότοκος βίαιης καταστολής που τελεί έκτοτε σε συνεχή καταστολή. Εχει αλλοιωμένη μνήμη («θα αποκτήσουν επίσης και μνήμη;», σελ. 51), ταυτότητα, υπόσταση· πώς μπορεί λοιπόν να «παράγει σκέψη», κομβικό σχόλιο (και οιονεί μομφή) που επενέρχεται διαρκώς στο βιβλίο; Ποιος υπόδουλος αλλοτριωμένος πολιτισμός παρήγαγε σκέψη, για να παράξει και η Ελλάδα; Ο ίδιος ο Αξελός βρέθηκε εκτός Ελλάδας, εξορισμένος, εξοστρακισμένος πρόσφυγας και μετανάστης, κι έτσι ελεύθερος μπόρεσε κι ανέπτυξε την «πλανητική σκέψη» του, και του είμαστε ευγνώμονες. Εκείνος όμως μπορούσε να εξερευνά τον Ηράκλειτο στο Παρίσι το 1954, στην Ελλάδα κάτι τέτοιο ήταν, τότε, πέραν του εκκεντρικού. Τα σωζόμενα των Προσωκρατικών, που τόσο αγάπησε και τόσο έξοχα ανέλυσε, εκδόθηκαν εδώ το 2002, όταν στην Ευρώπη, το 1964, η τρίτομη βασική έκδοση του 1903 μετρούσε 11 ανατυπώσεις. Ο προπομπός τους, το «Doxographi graeci», 1879, είναι ακόμα αμετάφραστο. Γι' αυτό «Η ευρωπαϊκή σκέψη διατηρεί έναν κατά πολύ ζωηρότερο διάλογο με την αρχαία σκέψη απ' ό,τι η νεοελληνική σκέψη» (σελ. 18).

    Τι σκέψη, και τι είδους σκέψη, να αναπτύξει λοιπόν ένας πολιτισμός μεταμφιεσμένος διά της βίας; Ο ελληνισμός, όπως οι περισσότεροι προχριστιανικοί πολιτισμοί, είναι νεκρός (ή σε νεκροφάνεια, πάντως η έλλειψη πένθους, δηλαδή επίγνωσης, βαραίνει την ψυχή του και απονευρώνει τη σκέψη μας), είναι πνευματικώς συκοφαντημένος και λοιδορημένος, είναι ηττημένος, κι οι ηττημένοι δεν παράγουν θεωρίες, τουλάχιστον τέτοιες που να υπερφαλαγγίζουν τις επιβληθείσες, γιατί εκεί είναι το θέμα: αν το πετύχαιναν, θα έπαυαν να είναι ηττημένοι. Οποιαδήποτε άλλη σκέψη θα νομιμοποιούσε την καθεστωτική αλλοτρίωση. Ολες ωστόσο οι «κατακτήσεις» μας, ο λαϊκός και επώνυμος πολιτισμός, είναι πολύ σημαντικές, έστω για μας, έστω κι αν είναι «παγκοσμίως άγνωστες» (σελ. 32), τι σημασία έχει; Δεν εκλιπαρούν για αποδοχή οι πολιτισμοί, είναι ανάγκη, πόθος, αγώνας, κι ο Αξελός εκθειάζει μεν τη μαχητική μας διάθεση, αλλά την εγκλωβίζει. Η ποιότητα, το έργο και ο αριθμός των προσωπικοτήτων και δημιουργών, που αναδείχθηκαν στα 200 ελεύθερα χρόνια, συναντώνται τελευταία φορά, στην ιστορία μας, στην ύστερη αρχαιότητα, το ενδιάμεσο διάστημα χάσκει ζοφερό και πάντα απειλητικό. Δεν είναι εύκολο να βγούμε από τη φυλακή ούτε είναι βραχυχρόνιο εγχείρημα. Προσπαθούμε να υπάρξουμε ξανά, έστω παραλλαγμένοι, μπουσουλάμε, σηκωνόμαστε, πέφτουμε, ξανασηκωνόμαστε. Κάθε κατακτημένος αποτελεί και πειραματόζωο ψυχοπαθολογίας, από 'δώ προέρχονται η αναξιοπρέπεια κι η παροιμιώδης μισαυτία μας, που συχνά εμφανίζεται ως γελοία κομπορρημοσύνη. Ετσι, η απάντηση στο ερώτημα «Με τι ζει η σύγχρονη Ελλάδα» (σελ. 15) είναι: με το άχθος να ανακαλύψει τον εαυτό της και να ελευθερωθεί. Πόσος μόχθος απαιτείται για να μάθει να ισορροπεί ένα έθνος υπόδουλο επί δύο χιλιετίες;

    Ωστόσο ο Αξελός, που δεν αποδίδει βαρύνουσα σημασία στα προαναφερθέντα (απ' το ψυχογράφημα του κατακτημένου απουσιάζει δηλαδή η επίδραση του κατακτητή), στο κεφαλαιώδες έργο του Προς την πλανητική σκέψη (η φράση συναντάται ήδη δύο φορές στο παρόν δοκίμιο) εξηγεί, εμμέσως αλλά σαφώς, γιατί η δυσκολία σκέψης κ.λπ. είναι φυσιολογική: «Η σύγχρονη εποχή εξαρτάται από τον χριστιανισμό -απείρως περισσότερο απ' όσο νομίζει.... οι μεταφυσικές και ηθικές συλλήψεις της προέρχονται από τον χριστιανισμό...» (σελ. 78-79, Εστία). Και: «Βέβαια ο κόσμος απαιτεί πάντα να τον κατανοούμε: οι Ελληνες τον κατανοούσαν με την βοήθεια του λόγου και οι χριστιανοί με τη βοήθεια του λόγου του Θεού. Η νέα περίοδος που ανοίγει με τον χριστιανισμό κόβει τις γέφυρες που τη συνδέουν με την προηγούμενη και μόνο πολύ αργότερα καταφέρνει να ξανασυνδεθεί εν μέρει (και μεροληπτικά) με την ελληνική σκέψη» (Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία, σελ. 291, Εξάντας). Και: «...οργανώνουν μια πίστη που έχει αναληφθεί από την Εκκλησία και τις εκκλησίες, οι οποίες, ως εκκλησίες, αρχίζουν την θανατηφόρο, διαρκή διαδρομή τους...» (Αυτή η Διερώτηση, σελ. 29, Εστία).

    Ακριβώς αυτό. Επομένως, πώς να παράξει έργο και σκέψη αντίστοιχα των φιλοσόφων της η Ελλάδα, όταν ο ελληνικός πολιτισμός δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον χριστιανισμό και τον αντιπάλεψε όσο μπορούσε, και όμως η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι χριστιανική, άρα δεν είναι Ελλάδα; Και δεν είναι οξύμωρο, είναι παρατεταμένος βιασμός που στομώνει την ψυχή και νεκρώνει τους εγεφαλικούς νευρώνες. Παρατηρεί την εξάρτηση ο Αξελός: «Η σύγχρονη Ελλάδα έχει μια γενική σχέση κι έναν πολύ ιδιαίτερο δεσμό με τον ιουδαιοχριστιανισμό... (...) Ως προς τι όμως οι Ελληνες συνεχίζουν να ζουν και να πεθαίνουν την μοίρα των δεύτερων προγόνων τους, των Βυζαντινών» (σελ. 13-14), αλλά προσπερνάει ακροποδητί το θεμελιωδέστερο αυτό ζήτημα, ενώ ο Καστοριάδης, π.χ., το έθιξε ευθέως πολλές φορές, αντιμετωπίζοντας σωρεία αντιδράσεων, κι ο Σαραμάγκου δήλωσε πως η κοινωνία θα ήταν καλύτερη χωρίς την Αγία Γραφή. Επίσης αναφέρεται (σελ. 39, 23, 25, 48) στην «Αγία Αυτοκρατορία του Βυζαντίου» και θεωρεί το Βυζάντιο ως το δεύτερο ιστορικό στάδιο του ελληνισμού, κάτι που εξ ορισμού μάς περιδινεί σφοδρότερα στον ίλιγγο της χαμένης και συγκεχυμένης ταυτότητάς μας. Είμαστε Ελληνες ή Ρωμιοί; Οχι μόνο δεν έχουμε κατηγορηματικά απαντήσει, ώστε να κάνουμε το πρώτο βήμα για μια ουσιαστική ύπαρξη και εξέλιξη αλλά, σήμερα, ευπρεπείς άνθρωποι (βλ. δηλώσεις του γνωστού καθηγητή Μαρωνίτη, Η Καθημερινή, 3-1-2010) προτιμούν να χαρακτηριζόμαστε με το υποτιμητικό ρωμιοσύνη, απ' το όνομα των κατακτητών μας. Σαν να μας έλεγαν, δηλαδή, ναζί ύστερα από 2.000 χρόνια και να το προτιμούσαμε προτάσσοντας δοκησίσοφούς βαρύλογους πομφόλυγες.

    Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας έχει γραφτεί -όχι οριστικά, τίποτε δεν είναι οριστικό στην ιστορία- λόγω της ήττας μας. Χάσαμε, με ευθύνη μας. Κι η ήττα όμως τμήμα της εξέλιξης είναι, κι η αποτυχία, κι όλα («Στην ερώτηση γιατί ο κόσμος εξελίσσεται, η απάντηση είναι: Γιατί έτσι», έλυσε μεγαλειωδώς το θέμα ο Αξελός), κι η πτώση συνιστά απόδειξη θνητότητας, άρα ο ηττημένος θριαμβεύει. Σύγχρονη απόδειξη της ήττας είναι κι ο εμφύλιος, που η ερμηνεία του είχε θέση στο δοκίμιο (ίσως εκεί αναφέρεται το σχόλιο για το αίμα, της 46ης σελίδας), μένει πάντως μετέωρο το άβολο ερώτημα: Γιατί όταν όλοι οι άλλοι γιόρταζαν τη νίκη και ανασυγκροτούνταν, εμείς φορούσαμε μαύρα ρούχα και περιβραχιόνια του πένθους; Επειδή επιλέξαμε να μην υπάρχουμε, αυτό σημαίνει εμφύλιος μετά τέτοια νίκη.

    Ολες λοιπόν οι λαμπρές και συχνά συγκινητικές επισημάνσεις του Αξελού παραβλέπουν τον ανείπωτο ακρωτηριασμό («Ο "παγανισμός" περνάει στον χριστιανισμό...», Μεταμορφώσεις, σελ. 146, Εστία) που καθόρισε και τη μετεπαναστατική κατάσταση. Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στις νέες μορφές της ήττας ούτε η ιστορική τεκμηρίωση αποτελεί άλλοθι. Η σημερινή κακοδαιμονία και το στρεβλό κράτος-εργοδότης-δυνάστης ξεκινάνε και από το 1821. Διαβάζουμε: «Ωστόσο, εκείνο που έλειπε από την επανάσταση αυτή ήταν μια ιδέα. Κι ούτε ο μύθος ούτε ο θρύλος ούτε η ιδεολογία μπορούν να αντικαταστήσουν την δημιουργική (ποιητική) σκέψη που τείνει προς την πραγμάτωσή της. (...) Η προσπάθειά τους δεν είχε κατεύθυνση (σελ. 36,7)». Κι όμως. Ιδέα και κατεύθυνση, για την ποιητική σκέψη, υπήρχαν εν σπέρματι, όπως υπήρχαν ο Ρήγας κι οι Διαφωτιστές, κι ήταν η ιδέα κι η κατεύθυνση της πλήρους απελευθέρωσης. Η διακήρυξη για τη σύγκληση της εθνοσυνελεύσεως της Επιδαύρου, 21-12-1821, πανηγύριζε: «Η πρώτη ελευθέρα συνέλευσις των Ελλήνων μετά από είκοσι αιώνας». Η πρόταση συμπυκνώνει όλη την ιστορική αλήθεια, αλλά δεν ξανακούστηκε ποτέ στην πολύμοχθη χειραγωγηθείσα Επανάσταση, ούτε αποτελεί τμήμα της συνείδησής μας και του τρόπου που βλέπουμε την ιστορία μας και τον κόσμο. Σπανίως, π.χ., μιλάμε για ρωμαϊκή κατοχή, μιλάμε για «ελληνορωμαϊκό πολιτισμό», αλλά ο Αξελός («Πλανητική σκέψη», σελ. 68) διορθώνει: «...η ελληνική και η ρωμαϊκή παράδοση -και όχι η ελληνορωμαϊκή...».

    Ομεγάλος Κώστας Αξελός, συνεπώς, που μας χάρισε και τη σημαντικότερη ίσως μελέτη για τον Ηράκλειτο, δεν εστίασε στο μείζον ζήτημα της αλλοιωμένης ταυτότητάς μας, αλλοίωση που μας εμποδίζει αναπνοή, βάδισμα, πορεία και μας επιβάλλει να προσκυνάμε τους (αναστηθέντες 194 χρόνια μετά τον θάνατό τους) επτά παίδες εν Εφέσω, αντί να διδασκόμαστε τον κεραύνειο Εφέσιο· τα ερωτήματα που θέτει όμως έχουν αναλλοίωτη ισχύ και θα μας απασχολούν για πολύ, ειδικά με την τωρινή εξαχρείωση και κηδεμονία που ίσως, στον ατέρμονο ποταμό της αδιατάρακτης εξέλιξης, μας καταβυθίσουν πάλι: «Η Ελλάδα οφείλει να αναπτύξει τις έρευνες που αφορούν τα ιδιαίτερά της προβλήματα: να αποκτήσει συνείδηση της παράδοσης και της ιστορίας της, της καταγωγής και της δομής της, της λογοτεχνίας και των προσωπικοτήτων της, ν' αποκτήσει μια γνώση και να αναπτύξει τις επιστήμες. (...) Στους κόλπους του νεωτερικού κόσμου που κυριαρχείται από τις μεγάλες δυνάμεις, με ποιον τρόπο η Ελλάδα θα εδραιώσει την αρμονία ανάμεσα στη δύναμη και στην αδυναμία της; (...) Θα μπορέσει να εξασφαλίσει τη θέση της στον κόσμο χωρίς να εγκαταλείψει τη φύση της και θα ξέρει με ποιον τρόπο να διατηρήσει την ισορροπία ανάμεσα στην φύσιν και την τέχνην;» αναρωτιέται τότε που η δίψα για τη μοίρα σου δεν εσυκοφαντείτο ως εθνικισμός.

    Απαντά ο ίδιος ο φιλόσοφος, σε συνέντευξη στον Β. Καλαμαρά, στην «Ε»: «Οι Ελληνες θα πρέπει να σκεφτούν την Ελλάδα πολύ βαθύτερα, να τη ζήσουν βαθύτερα και να μην αρκούνται στο κύλισμα της ζωής». Εχει απόλυτο δίκιο. Ας τον ακούσουμε.