Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Γελοιογραφίες !

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος MindMaster, στις 5 Ιουλίου 2009.

  1. MindMaster

    MindMaster Contributor


    Ένα νήμα γιά γελοιογραφίες, γενικά. Ερωτικές ή μη, μικρές, μεγάλες, έγχρωμες, μαυρόασπρες, με ή χωρίς λόγια.

    Please, feel free to contribute  .


    Κάνω την αρχή με:



    Joaquin Salvador Lavado (Quino)

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     



     
    Last edited: 6 Ιουλίου 2009
  2. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΕΣ!



     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     





     

    "Δημοκρατία (από το ελληνικό δήμος, λαός και κράτος, εξουσία) Πολίτευμα, στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία".





     

    "Το κακό με τη μεγάλη οικογένεια της ανθρωπότητας, είναι πως όλοι θέλουν να είναι ο πατέρας".


     
  3. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΕΣ!



     

     

     

     

     

     

     

     

     

     


     
  4. erma

    erma Regular Member

    Απάντηση: ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΕΣ!

    Thanks MindMaster! 
    Πολύ αγαπημένος μου σχεδιαστής ο Quino, πάντα με κάνει να γελάω αλλά και να με βάζει σε σκέψεις.
    Θα ήθελα να συνεισφέρω στις εξαίρετες γελοιογραφίες που έβαλες με κάποια βιογραφικά στοιχεία και αποσπάσματα από κάποιες συνεντεύξεις του.

     ​

    Λιτότητα, ακρίβεια, ανθρωπισμός. Αν προσπαθήσει κανείς να περιγράψει την τέχνη του Quino, θα καταλήξει αναγκαστικά στις παραπάνω λέξεις. Στα σχέδιά του, δεν περισσεύει τίποτε. Ούτε μια γραμμή παραπάνω, ούτε μια έξτρα φράση δεν βαρυφορτώνουν τις εικόνες και τις ατάκες. Όπως όλοι οι μεγάλοι μάστορες, ο Quino δείχνει να διασκεδάζει αφαιρώντας και όχι προσθέτοντας.
    Δεν είναι όμως μόνο τα σκίτσα του απολύτως συγκεκριμένα, αλλά και οι στόχοι του. η μιζέρια, η ρουτίνα, η υποκρισία, οι κάθε είδους αστικές συμβάσεις χειρουργούνται αποτελεσματικά από το πενάκι του. Μόνο που η οπτική του δεν διακρίνεται για το κυνισμό ή την μοχθηρότητά της. Σε αντίθεση με τους περισσότερους σύγχρονους δημιουργούς, καταφέρνει να ανακαλύψει μια νότα αισιοδοξίας, ένα ίχνος τρυφερότητας και συναισθήματος ακόμη και στις πλέον ζοφερές καταστάσεις. «Σφάζει με το βαμβάκι», θα μπορούσαμε να πούμε στην Ελλάδα για το μεγάλο Αργεντινό χιουμορίστα, που μπορεί να σαρκάζει δίχως να προσβάλλει.
    Είναι μια δουλειά σκληρή και απαιτεί σπουδαίο ταλέντο. Το διαθέτει και με το παραπάνω ο Quino. Η κορυφή της 9ης τέχνης τού ανήκει εδώ και πολλά χρόνια, είτε με τα στριπάκια της «Μαφάλντας» είτε με τα μονοσέλιδα ταμπλό βιβάντ του. Του ανήκουν επίσης τα χαμόγελα που μας χαρίζει δεκαετίες τώρα, κάνοντας τις μέρες μας λίγο πιο φωτεινές.
    Καλό είναι να ρίξουμε και μια ματιά πίσω από τις σελίδες. Ο Χοακίν Σαλβαδόρ Λαβάδο είδε το φως της ημέρας στις 17 Ιουλίου του 1932, στην πόλη Μεντόσα της Αργεντινής. Από τη μέρα που γεννήθηκε, εισέπραξε το παρατσούκλι Quino, για να ξεχωρίζει από το θείο του Χοακίν Τεχόν. Ο τελευταίος, επαγγελματίας σχεδιαστής διαφημιστικών, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην καλλιτεχνική κλίση του νεοσσού. Ένα βράδυ, για να διασκεδάσει το ανίψι του, βάλθηκε να σκιτσάρει χαριτωμένες φιγούρες. Τόσο πολύ εντυπωσιάστηκε ο μικρός Χοακίν από τις ικανότητες του μεγάλου συνονόματού του, που αποφάσισε να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο.
    Στα δεκατρία του, λοιπόν, τη χρονιά που έχασε τη μητέρα του, ο Quino γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μεντόσα. Έμεινε εκεί τέσσερα χρόνια και, όταν πια κουράστηκε να ζωγραφίζει γύψινα αγάλματα και βάζα, τα παράτησε.
    Ίσως συντέλεσε σε αυτό και η απώλεια του πατέρα του, την ίδια εποχή. Ορφανός πλέον και μόνος ο Quino, βγήκε στην ελεύθερη αγορά. Λίγους μήνες αργότερα, συναντήθηκε, έστω και φευγαλέα, με την επιτυχία: πούλησε το πρώτο του στριπάκι! «Θυμάμαι», λέει σήμερα, «ότι ήταν διαφημιστικό για ένα κατάστημα μεταξωτών που το έλεγαν «Sedalina», αλλά προτιμώ να ξεχνάω το περιεχόμενο της ρεκλάμας, γιατί είμαι σίγουρος ότι δεν θα με έκανε υπερήφανο…»
    Αυτό άλλωστε που τον έκαιγε, ήταν να δουλέψει σε εφημερίδα. Προσπαθώντας να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, ταξίδεψε το 1951 από τη Μεντόσα στο Μπουένος Άιρες και επισκέφτηκε όλες τις εφημερίδες που κυκλοφορούσαν. Η απόρριψη, δυστυχώς, ήταν καθολική. Ντροπαλός μεν, επίμονος δε, ο Quino δεν το έβαλε κάτω. Αφού εκπλήρωσε πρώτα τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις «Στο στρατό γνώρισα ένα σωρό κόσμο από άλλες κοινωνικές ομάδες και πλούτισα τη ζωή μου», επέστεψε δριμύτερος στην πρωτεύουσα της Αργεντινής.
    Επί τόπου, έφτιαξε έναν κατάλογο με το σύνολο των εφημερίδων και πήρε τους δρόμους. Νέες αρνήσεις, νέα απογοήτευση, νέος αγώνας, ώσπου έφτασε στην τελευταία πόρτα: στο εβδομαδιαίο φύλλο «Esto Es», που εκτίμησε τη δουλειά του και του πρόσφερε συνεργασία. «Η μέρα που δημοσίευσαν την πρώτη μου σελίδα ήταν η ευτυχέστερη της ζωής μου», αναπολεί ο Quino που πήρε φόρα στη συνέχεια και κατέκτησε μεγάλο μέρος του Τύπου. Ως και στο αγαπημένο του περιοδικό, το «Rico Tipo», χώθηκε, εκπληρώνοντας έτσι μια παιδική του επιθυμία.
    Παράλληλα, για να συμπληρώνει το εισόδημά του, φρόντιζε να σχεδιάζει ρεκλάμες. Σε μια τέτοια περίπτωση ήταν που τράκαρε τη θεά τύχη. Το 1964, η διαφημιστική εταιρεία «Agencia Publicidad» έψαχνε έναν κομίστα για μια καμπάνια οικιακών συσκευών. Το όνομα της φίρμας ήταν Mansfield, οπότε οι χάρτινοι χαρακτήρες έπρεπε κι αυτοί να αρχίζουν από το γράμμα «Μ», για να ταιριάζουν με τα πλυντήρια, τις κουζίνες και τα ψυγεία. Επιπλέον, ήταν ανάγκη να θυμίζουν κάτι από τα οικεία στριπάκια των «Peanuts» και της «Blondie». Πήρε τις οδηγίες ο Quino, τις έβαλε κάτω, έστυψε το μυαλό του και το ταλέντο του και προέκυψε μια πιτσιρίκα με πυκνό μαύρο μαλλί, στρογγυλό πρόσωπο και φιόγκο που θύμιζε διαβολικά κερατάκια.
    Ο πελάτης γκρίνιαξε, η εκστρατεία κατέληξε στον κάλαθο των αχρήστων, ο Quino όμως δεν λησμόνησε την μικρή του φίλη. Αντίθετα, της έδωσε κεντρικό ρόλο στο νέο στριπάκι που υπέβαλλε τον ίδιο χρόνο στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Primera Plana». Το αποτέλεσμα τον δικαίωσε. Πριν περάσει χρόνος, η «Μαφάλντα» με τη συντροφιά της μετακόμισε στην πρωινή εφημερίδα «El Mundo» και αγαπήθηκε από το ευρύ κοινό. Έφθασαν το ΄66 οι εφημεριδοπώλες να διαφημίζουν το φύλλο με στεντόρεια φωνή: «Τα τελευταία νέα και η Μαφάλντα!»
    Το πρώτο βιβλιαράκι – συλλογή, με τα στριπ του σκεπτόμενου νηπίου, κυκλοφόρησε τα Χριστούγεννα του ΄66 και εξαντλήθηκε αμέσως. Ανάλογη ήταν και η υποδοχή που επεφύλαξαν οι αναγνώστες στα επόμενα τομίδια της «Μαφάλντας», ενώ το ΄69 ήρθε η πρώτη διεθνής έκδοση. Τυπώθηκε στην Ιταλία, υπό τον τίτλο «Μαφάλντα η διαμαρτυρόμενη», με πρόλογο του Ουμπέρτο Έκο. Ακολούθησαν το ΄70 η Ισπανία (όπου οι οπαδοί του Φράνκο απαίτησαν να γράφει το εξώφυλλο «Μόνο για ενηλίκους») και η Πορτογαλία, το ΄71 η Φιλανδία, και έφθασε σιγά – σιγά, στα μέσα της δεκαετίας του ΄70, να δημοσιεύεται η μίνι ηρωίδα σε εξήντα εφημερίδες τριάντα χωρών και να έχει πουλήσει 5.000.000 άλμπουμ.
    Είχε προλάβει ωστόσο ο Quino, στις 25 Ιουνίου του 1973, να κόψει το νήμα της ζωής της. «Μου φάνηκε ότι άρχισα να επαναλαμβάνομαι», είπε, δικαιολογώντας την απόφαση του να σταματήσει το στριπ. «Όταν κάποιος σκεπάζει με το χέρι την τελευταία εικόνα και καταλαβαίνει πώς θα τελειώσει, ποια θα είναι η τελική ατάκα, τότε είναι καιρός να εγκαταλείψεις. Το renunciamento (απάρνηση) είναι μια αργεντίνικη αρετή. Κουράστηκα μετά από μια δεκαετία…»
    Μόνο που η «Μαφάλντα» αναστήθηκε μετά από τέσσερα χρόνια. Το 1977, η Unicef ζήτησε από τον Quino να εικονογραφήσει τη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού» κι εκείνος δεν μπορούσε να της αρνηθεί μια τέτοια χάρη. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά στριπάκια της έκδοσης ήταν εκείνο που έδειχνε όλη την παλιοπαρέα των παιδιών μπροστά σε μια αμήχανη νοσοκόμα και την «Μαφάλντα» να λέει: «Ήρθαμε για το εμβόλιο κατά του αυταρχισμού, παρακαλώ!»
    Ο αυταρχισμός της αργεντίνικης χούντας είχε αναγκάσει τον ίδιο τον Quino να φύγει από την Αργεντινή και να μετακομίσει με τη σύζυγό του Αλίσια στην Ιταλία. «Έλειψα από την πατρίδα μου το διάστημα ΄76-΄80», διευκρινίζει, «γιατί η ατμόσφαιρα είχε γίνει εξαιρετικά αποπνικτική. Είχαν εξαφανισθεί εβδομήντα δημοσιογράφοι και αρκετούς από αυτούς τους γνώριζα προσωπικά. Δεν υπήρχε πια καμία ασφάλεια για κανέναν. Στην εφημερίδα με την οποία συνεργαζόμουν τοποθετούσαν συχνά βόμβες. Το στρατιωτικό καθεστώς ανεχόταν τη «Μαφάλντα» αλλά εκνευριζόταν με τις γελοιογραφίες μου».
    Δύσκολες εποχές για δημιουργούς. Ο Quino δεν έχασε το θάρρος του, συνέχισε να σχεδιάζει και το ΄82 ανακηρύχθηκε «Καρτουνίστας της Χρονιάς» από τους συναδέλφους του ανά την υφήλιο. Ένα χρόνο αργότερα, με τη δημοκρατία να έχει επιστρέψει στο Μπουένος Άιρες, ξανασχεδίασε το τσούρμο της «Μαφάλντας» για μια καμπάνια στοματικής υγιεινής του αργεντίνικου συλλόγου οδοντιάτρων. Την ίδια εποχή, κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τη Βαβέλ το πρώτο βιβλίο με σκίτσα του Quino υπό τον τίτλο «Καλή όρεξη». Η πρώτη «Μαφάλντα» είχε εκδοθεί στη χώρα μας το 1978 από την Κολούμπρα και στη συνέχεια από τη Βαβέλ και το Παρά Πέντε. Τώρα, τα αλμπουμάκια της τυπώνονται από τις εκδόσεις Μέδουσα – Σέλας.
    Η πορεία του Quino στα πελάγη του χιούμορ συνεχίστηκε χωρίς φουρτούνες. Τα βραβεία και οι τιμές (το κλειδί της πόλης στη Μεντόσα, το «Max und Moritz» στη Γερμανία, το «Konex Award» δύο φορές, το «B’nai B’rith» για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) στοιβάζονται στη βιβλιοθήκη του, οι εκθέσεις διαδέχονται η μία την άλλη, το ίδιο και οι διεθνείς εκδόσεις. Ως και καρτούν έγινε η «Μαφάλντα», από την ισπανική εταιρεία «D.G. Producciones S.A.», σε 104 φιλμάκια του ενός λεπτού.
    Θα περιμέναμε ίσως μεγάλα λόγια και κομπασμούς από ένα δημιουργό τέτοιου βεληνεκούς. Από άλλους, όχι από τον Quino! «Βλέπω το χιούμορ σαν ένα ωκεανό», δήλωσε στην εφημερίδα Liberation. «Κάθε πρωί σηκώνομαι και παρατηρώ τον ορίζοντα, νιώθω από πού φυσάει ο άνεμος και αναρωτιέμαι αν η ψαριά θα είναι καλή. Είμαι κάμποσων χρόνων και ακόμη δεν μπορώ να δώσω τον ορισμό του χιούμορ».
    Γνωρίζει πάντως πολύ καλά προς τα πού βαδίζει η οικουμένη σήμερα και δεν προσπαθεί να κρύψει τα πιστεύω του. Για μια στιγμή, ο χιουμορίστας σοβαρεύεται και παίρνει θέση: «Παρότι στις μέρες μας όλοι υποστηρίζουν το αντίθετο, εγώ νομίζω ότι θα πρέπει να ακολουθήσουμε τα σοσιαλιστικά πρότυπα. Προσωπικά, συγκρίνω την πολιτική με την αεροπλοΐα. Αυτή τη στιγμή είναι σαν να ταξιδεύουν οι πλούσιοι στην πρώτη θέση ενός αεροπλάνου και να αδιαφορούν αν στην οικονομική θέση υπάρχει μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί. Συνεχίζουν να πίνουν τη σαμπάνια τους και δεν αντιλαμβάνονται ότι, αν σκάσει η βόμβα, δεν θα γλιτώσουν ούτε αυτοί. Δεν έχουμε προσπαθήσει αρκετά να βελτιώσουμε το σοσιαλισμό, για να βγάλουμε το βιαστικό συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει. Ο καπιταλισμός πάντως σίγουρα δεν έχει μέλλον και θα καταρρεύσει…»

     ​
     
    Last edited: 6 Ιουλίου 2009
  5. MindMaster

    MindMaster Contributor

  6. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    Γιαννης Ιωαννου
    ενα ελαχιστο δειγμα του ευφυους,κοφτερου αλλα και πικρου χιουμορ του.

     

     

     

     

     

     

     

    ---------- Post added at 14:40 ---------- Previous post was at 14:36 ----------

    ...κι'ενα πολυ προσφατο αριστουργημα...

     
     
  7. MindMaster

    MindMaster Contributor

  8. erma

    erma Regular Member

    Απάντηση: ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΕΣ!

    Μου αρέσει αυτό το νήμα, μου φτιάχνει την διάθεση  
    Λίγα στοιχεία για τον Altan είναι η δική μου συνεισφορά.


     

    Ο Francesco Tullio Altan γεννήθηκε τις 30 Σεπτεμβρίου του 1942, στο Τρεβίζο, τριάντα χιλιόμετρα από τη Βενετία. Ο πατέρας του πολεμούσε στην Αλβανία και η μητέρα του ζούσε με τους δικούς της.
    Όταν ήταν οκτώ χρονών, οι γονείς του χώρισαν και αυτός πήγε με τη μητέρα του στην Μπολόνια. Εκεί έζησε μέχρι τα είκοσί του. Μετά πήγε να σπουδάσει Αρχιτεκτονική, πρώτα στη Φλωρεντία και ύστερα στη Βενετία.
    Δεν τελείωσε ποτέ τις σπουδές του. Ένας φίλος του, που έμενε στη Ρώμη, δούλευε στο χώρο του κινηματογράφου και γρήγορα έγινε παραγωγός. Η πρώτη ταινία που χρηματοδότησε ήταν ένα ντοκιμαντέρ για τη λαϊκή μουσική της Βραζιλίας. Αυτός ο φίλος παραγωγός του τηλεφώνησε μια μέρα και τον ρώτησε αν ήθελε να πάει να δουλέψει μ’ ένα κινηματογραφικό συνεργείο στη Βραζιλία. Είπε αμέσως ναι, και η ζωή του άλλαξε τελείως.
    Ανακάλυψε τον κινηματογράφο σε μια χώρα που ερωτεύτηκε βαθιά. Ανακάλυψε όμως και την υπανάπτυξη και την απέραντη φτώχεια, και η άποψή του για τον κόσμο άλλαξε οριστικά. Αυτό έγινε το 1967. Την εποχή εκείνη, υπήρχε ένα μεγάλο κίνημα αμφισβήτησης που κορυφώθηκε το 1968. Γύρισε στην Ευρώπη με την πεποίθηση ότι πρέπει όλοι ν’ αλλάξουμε τη ζωή μας, τις αντιλήψεις μας για τον κόσμο.
    Σχεδίαζε από πολύ μικρός, από παιδάκι, αλλά τα κόμικς τα ανακάλυψε αργά, όταν κυκλοφόρησε στην Ιταλία το περιοδικό Linus. Ήταν τότε πάνω από είκοσι χρονών. Τα κόμικς του Linus τον γοήτευσαν και προσπάθησε να δει αν μπορεί να σχεδιάσει κάτι ανάλογο, αν και ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό του ότι θα μπορούσε να γίνει επαγγελματίας σχεδιαστής.
    Κάποια μέρα, έπεσε πάνω σε κάποια κόμικς του Jules Feiffer και εντυπωσιάστηκε. Οι ιστορίες του Feiffer τον επηρέασαν πάρα πολύ στη δουλειά του αργότερα.
    Όλα όσα έκανε είναι αποτελέσματα συμπτώσεων και συγκυριών. Άρχισε να αφηγείται ιστορίες με σχέδια από απλή περιέργεια, για να δει αν μπορεί να τοποθετήσει δύο πρόσωπα σε καταστάσεις που αυτός φανταζόταν. Οι ιστορίες του άρεσαν σε κάποιους φίλους και ιδιαίτερα στην κοπέλα που ήθελε να κατακτήσει. Οι φίλοι του έστειλαν τα σχέδια αυτά στο Linus, που τα δημοσίευσε κι έτσι άρχισε όλη η περιπέτεια. Δεν μπορούσε ποτέ να πάει μόνος του στο Linus για να τους δείξει τη δουλειά του. Όλα ήταν ένα παιχνίδι τύχης, ένα παιχνίδι που άλλαξε τελείως τη ζωή του. Παντρεύτηκε τη γυναίκα που πολιορκούσε με τα σχέδιά του κι έγινε τελικά σχεδιαστής!
    Όταν άρχισε να κάνει γελοιογραφίες, είχε χιλιάδες αμφιβολίες. Δεν ήθελε να δώσει κάποιο μήνυμα και προσπαθούσε να μην είναι η πολιτική το κυρίαρχο στοιχείο στη δουλειά του.
    Δεν έχει ποτέ πληροφορίες από πρώτο χέρι. Η επικαιρότητα φτάνει σ’ αυτόν μέσω των ΜΜΕ. Ακούει ραδιόφωνο, βλέπει τηλεόραση, διαβάζει εφημερίδες και βάζει τον εαυτό του στη θέση ενός οποιουδήποτε πολίτη.
    Με τα κόμικς και τις γελοιογραφίες του δεν τον ενδιαφέρει να προβάλλει κάποια περιχαρακωμένη πολιτική ιδεολογία. Υπερασπίζεται όμως πάντα τις αξίες της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αλληλεγγύης.
    Δεν έχει καμιά σχέση με δημοσιογραφικούς ή πολιτικούς κύκλους, αφού διάλεξε ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής μακριά από τα μεγάλα κέντρα αποφάσεων. Στο σπίτι του – κάπου ανάμεσα στην Τεργέστη, στο Ούντινε και στη Βενετία – έχει στήσει έτσι τη δουλειά του, που δεν χρειάζεται να έρχεται σε άμεση επαφή με τις εφημερίδες και τα περιοδικά με τα οποία συνεργάζεται. Δεν συμμετέχει ποτέ σε συμβούλια και σε συντακτικές ομάδες. Στέλνει, καμιά φορά, τη γνώμη του με φαξ.
    Πολλοί έχουν γράψει ότι τα πρόσωπα που σχεδιάζει συνήθως είναι αρχέτυπα της καθημερινής ζωής, και μάλλον έχουν δίκιο. Τα περισσότερα πρόσωπα που σχεδιάζει επιστρέφουν ξανά και ξανά: ο πατέρας και ο γιος, η γυμνή γυναίκα σε στιλ pin up και πολλά άλλα. Οι γελοιογραφίες του είναι στιγμιότυπα της ατελείωτης ιταλικής κωμωδίας.
    Δεν του αρέσει ν’ ασχολείται με συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα. Το έκανε μόνο με τον Μπετίνο Κράξι, γιατί του «καθόταν στο στομάχι». Σε μια συνέντευξη, κάποιος δημοσιογράφος τον ρώτησε τι γνώμη έχει για τον τρόπο που τον αντιμετωπίζει, κι ο Κράξι απάντησε: «Εντάξει, αλλά δείχνει φοβερή εμπάθεια».
    Άρχισε να σχεδιάζει τον Colombo για να παρουσιάσει την άλλη όψη αυτών που μας διδάσκει η επίσημη ιστορία, η ιστορία που παρουσιάζει τους ήρωες αλάνθαστους, ατσάλινους, ακλόνητους, άψογους. Για να σχεδιάσει αυτό το κόμικ διάβασε πάρα πολύ. Στον Colombo, η ιστορία ήταν ένα πρόσχημα για να μιλήσει για καταστάσεις και για προβλήματα πολύ σύγχρονα. Του αρέσει οι ιστορίες του να έχουν διαφορετικές διακλαδώσεις. Του αρέσουν οι λαβύρινθοι. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους αγαπημένους του συγγραφείς είναι ο Τζον Λε Καρέ. Σχεδίασε τον Colombo εντελώς αντίθετα από ότι το είχαν παρουσιάσει μέχρι τότε σε διάφορες ταινίες, όπου όλα είναι σοβαρά και άψογα. Οι εικόνες δεν έχουν σκιές και οι ήρωες είναι τόσο «καθώς πρέπει», που ακόμα και στο τέλος κάθε μεγάλου ταξιδιού φαίνονται φρεσκοπλυμένοι και φρεσκοξυρισμένοι. Είναι ακριβώς αυτό που κάνει και η εκπαίδευση, αυτή η εικόνα που δίνει το σχολείο. Γι’ αυτό και ο Altan άρχισε να βάζει μύγες, κατσαρίδες και άλλα έντομα στις βινιέτες του Colombo.
    Η Ada είναι μία ιστορία που ξεκινάει από διάφορα κλισέ του στιλ «αγγλικό κολέγιο» και θέλοντας να παίξει πολύ με τα κλισέ. Τη στέλνει να ψάξει κάποιον στην Αφρική. Η Ada δεν έχει τίποτα το αγγλικό πάνω της, είναι μάλλον τύπος Γαλλίδας. Την έκανε επίτηδες έτσι, γιατί του αρέσει να παίζει με τις αντιθέσεις, τις ασυνέπειες. Ο κυνηγός των ελεφάντων είναι Ελβετός κι αυτό είναι λογικά τερατώδες. Μπορείτε να φανταστείτε ένα Νοτιοαφρικανό, έναν Εγγλέζο να κυνηγάνε ελέφαντες, αλλά έναν Ελβετό!
    Είναι αλήθεια ότι ούτε οι γελοιογραφίες του ούτε τα κόμικς του είναι αισιόδοξα. Ίσως γι’ αυτό αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του στα άλμπουμ για παιδιά. Ξεκίνησε με ιστοριούλες που σχεδίαζε για την κόρη του. Ήταν τότε τριών χρονών κι ερχόταν στο γραφείο του. Την έπαιρνε στα γόνατά του και τη ρωτούσε τι ήθελε να της σχεδιάσει. Έτσι έκανε τις πρώτες μικρές, παιδικές ιστορίες του. Άλλωστε ήταν μια δουλειά που του επέτρεπε να δει και την άλλη όψη του νομίσματος. Τον παιδικό κόσμος της αθωότητας, μακριά από τις βρομιές του κόσμου των ενηλίκων, να δει τον παράδεισο που χάθηκε.
    Αυτές οι ιστορίες είναι απλές, πολύ καθαρές, με κείμενα δουλεμένα έτσι ώστε να διαβάζονται εύκολα. Κάποιοι λένε ότι ωραιοποιεί την πραγματικότητα και, όταν τα παιδιά ανακαλύψουν αργότερα την αλήθεια το χτύπημα θα είναι πιο σκληρό. Τους απαντά ότι ίσως έχουν κάποιο δίκιο αλλά επειδή ξεκίνησε να σχεδιάζει για την κόρη του δεν θα ήθελε να της μαυρίσει την ψυχή. Πιστεύει ότι τα παιδιά έχουν όλο το χρόνο μπροστά τους για να ανακαλύψουν τη σκληρή πραγματικότητα αργότερα.
    Είναι πολύ μοναχικός άνθρωπος, όπως λέει ο ίδιος. Έχει πρόβλημα με το κοινό. Όταν, καμιά φορά, του ζητάνε να μιλήσει, πηγαίνει αλλά τα έχει χαμένα. Ο ίδιος λέει για τις δουλειές του: «Τα σχέδιά μου είναι κάτι σαν τις φυσικές αντιδράσεις μου. Απευθύνονται σε αναγνώστες που έχουν μια γνώμη θετική για μένα. Υπάρχει μια συμφωνία μεταξύ μας. Σχεδιάζω για τους όμοιούς μου. Δεν είμαι «ιδεολογικός» σχεδιαστής. Σχεδιάζω για αναγνώστες που έχουν χοντρικά τις ίδιες απόψεις μ’ εμένα. Προσπαθώ να δείξω τα λάθη των συλλογισμών ή την πονηρή λειτουργία των διαφόρων αναλύσεων που γίνονται μόνο και μόνο για να δικαιώσουν απατεωνιές. Αυτό που προσπαθώ να κάνω με τη δουλειά μου είναι να προφυλάξω εμένα και τους φίλους μου από το λήθαργο».
     
  9. Dolcett_Cabana

    Dolcett_Cabana Regular Member

    Αν το μαύρο χιούμορ είναι θρησκεία, ο Serre είναι ο Θεός:

     

     

     

     

     
     
     
  10. erma

    erma Regular Member

    Απάντηση: ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΕΣ!

    Και ας έρθουμε στα πάτρια εδάφη και μάλιστα ερωτικά.
    Οι ελληνικές ερωτικές γελοιογραφίες είναι κάτι σαν τα μαύρα πρόβατα της γελοιογραφίας μας. Και οι καλλιτέχνες που τις σχεδίασαν οι έκπτωτοι βασιλείς, μιας δυναστείας την οποία λαμπρύνουν μόνο ονόματα πολιτικών γελοιογράφων.

    Ο Αρχέλαος και πριν από αυτόν ο Γκεϊβέλης, ο Χριστοδούλου, ο Γάλλιας και τόσοι άλλοι έχαιραν όμως μεγάλης εκτίμησης από τους αρσενικούς τουλάχιστον αναγνώστες των λαϊκών περιοδικών εκείνης της εποχής.

    Αν και φτιαγμένες στο πόδι (υπόθεση μερικών λεπτών οι περισσότερες), με τα πιο φτηνά και άβολα υλικά (χαρτί του γκρίζου δημοσιογραφικού μπλοκ, πενάκια βουτηχτά στο μελανοδοχείο) και εκτός σχεδιαστηρίου, κατάφεραν με το παραπάνω να γαργαλήσουν τις αισθήσεις των αναγνωστών στα εβδομαδιαία ραντεβού με τις «γυναίκες» τους, μπόρεσαν να δώσουν ζωή σ’ αυτές τις λεπτοσχεδιασμένες καμπύλες και μια υποψία υπόσχεσης, πίσω από αυτόν τον έντυπο μικρόκοσμο του γέλιου.

    Ας μην ξεχνάμε ότι αυτές οι γελοιογραφίες δεν φτιάχτηκαν σήμερα, αλλά σε μια εποχή που ακόμα και τα στυλό διαρκείας υπάγονταν στο νόμο περί ασέμνων. Τουλάχιστον εκείνα που επέμεναν να ανεβοκατεβάζουν το μαγιό μιας Έσθερ Ουίλιαμς.


    Γιώργος Γκεϊβέλης

    Ο δάσκαλος του είδους. Οι περισσότερες γελοιογραφίες του – ακόμα και οι πολιτικές – αποπνέουν ένα βαθύ και έντονο ερωτισμό, υμνούν με άκρατη υπερβολή τη γυναικεία σάρκα. «Αδυναμία» του οι «ζουμερές υπηρέτριες» και οι «βυζούδες νταντάδες», τα εύκολα θηλυκά της ελληνικής μεσοπολεμικής κοινωνίας. Περιώνυμος δανδής στα νιάτα του και αθεράπευτα ερωτύλος στην ιδιωτική του ζωή, ερωτοτροπεί ασύστολα με το πενάκι του ακόμα και με τις απλωμένες μπουγάδες και τα ζώα (κλασική η γελοιογραφία του με τον καλόγερο που σταυροκοπιέται σκανδαλισμένος, βλέποντας έναν κόκορα καβάλα σε μια παχουλή, καλλίγραμμη κότα).

     

     

     

     

    Ο Γκεϊβέλης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, το 1890, όπου και έζησε μέχρι και το 1918, όπου και φυγαδεύτηκε κακήν-κακώς, μέσα σε ένα μπαούλο, προκειμένου να γλυτώσει από την οργή του εκεί Τούρκου αρμοστή. Αφορμή, γι’ αυτό το όχι και τόσο άνετο ταξίδι του, ήταν μια γελοιογραφία του στο «Γάτο» (σατυρικό έντυπο που εξέδιδε ο ίδιος), όπου ο Αλλάχ παριστάνονταν σαν θηλυπρεπής κανίβαλος και στο ρόλο του θύματος μια πολύ ερωτική γυναίκα ονόματι «Ελλάς». Από τότε εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, για ένα διάστημα μάλιστα συνέχισε την έκδοση του «Γάτου» του. Συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά και το 1966 τιμήθηκε με το χρυσό εύσημο της δημοσιογραφίας. Πέθανε, το 1976, πάμφτωχος. Λέγεται ότι για να επιβιώσει, έφτιαχνε όσο-όσο ταμπέλες μαγαζιών.

     

     

     


    Αρχέλαος Αντώναρος (ΑΡΧΕΛΑΟΣ)

    Ο «δεσποινίς Καίτη σας ζητούν στο τηλέφωνο» (κλασική λεζάντα των γελοιογραφιών του), ο «λαϊκός» του περίφημου ερωτικού γελοιογραφικού τριγώνου – Αρχέλαος – Χριστοδούλου – Γάλλιας – που σκανδάλισε τα μέγιστα την ελληνική δεκαετία του ΄50. Σπεσιαλιτέ του το «μάτι» στις λαϊκές πλαζ. Αν αποπειραθεί να καταμετρήσει κανείς τις τρύπες που άνοιξε στις καμπίνες των γυναικών του, θα φτάσει σίγουρα σε αστρονομικά νούμερα (σελίδες επί σελίδων μ’ αυτό το θέμα). Είναι ο μόνος γελοιογράφος του είδους, του οποίου οι ήρωες φτάνουν σε οργασμό, έμμεσα βέβαια, από το στόμα, απ’ όπου ρέουν βροχή τα σάλια. Από τους καλύτερους σκιτσογράφους της εποχής του και τους πλέον παραγωγικούς.

     

     

     

    Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, το 1921, και ο πατέρας του ήταν σιδηροδρομικός υπάλληλος. Στην Αθήνα ήρθε το 1939 με σκοπό να σπουδάσει φιλόλογος, αλλά «τα παράτησε στη μέση» - όπως λέει ο ίδιος – γιατί τελικά ανακάλυψε πως δεν «του ταίριαζε και τόσο το δασκαλίκι». Τις πρώτες του γελοιογραφίες τις δημοσίευσε, το 1945, στο περιοδικό «Μπουκέτο». Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Θησαυρός», «Τραστ» και «Ρομάντσο», και για μια περίοδο με τον εμφυλιακό «Ρίζο της Δευτέρας» (υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Τοτ»). Από το 1957 εργαζόταν αποκλειστικά στο εκδοτικό συγκρότημα Θεοφανίδη («Ρομάντσο», «Πάνθεον», «Βεντέτα» κ.ά. Πέθανε το 1998.

     

     

     


    Βασίλης Χριστοδούλου

    Ο μόνος που κρατήθηκε στο – όποιο – ύψος των περιστάσεων, και συνέχισε την παράδοση του «Θησαυρού». Ο επιμένων που στο τέλος ελλη-ΝΙΚΑ, ας πούμε. Οι ερωτικές γελοιογραφίες του χαλούσαν κόσμο, όπου δημοσιεύονταν. Ο ίδιος δείχνει κάτι παραπάνω από υπερήφανος γι’ αυτές: «Τις λατρεύω τις «γυναίκες» μου» λέει, στην πρώτη ευκαιρία.

     

     

     

    Ο Χριστοδούλου γεννήθηκε στον Πειραιά, το 1923. Παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή Καλών Τεχνών, αλλά δεν πήρε πτυχίο, γιατί στη μέση της σχολής τα παράτησε. Έγινε αχώριστο ντουέτο με τον Αρχέλαο, στον «Θησαυρό», μέχρι που έφτασαν να λένε… ο κύριος Αρχέλαος Χριστοδούλου. Ο ίδιος λέει για τον εαυτό του: «Το παιδικό μου πάθος να σχεδιάζω σε ό,τι λευκό έβρισκα μπροστά μου, ακόμη και σε χαρτί, με οδήγησε αργότερα να το κάνω επάγγελμα για να ζήσω. Έζησα; Μια ζωή στην καρέκλα του γραφείου μ’ ένα μολύβι στο χέρι… Πάντως ήταν επιλογή μου… Έχω δουλέψει σε όλα τα παλαιότερα περιοδικά και εφημερίδες. Έχω φτιάξει δεκάδες χιλιάδες γελοιογραφιών, πολιτικών και κοινωνικών, και φτιάχνω ακόμη στη «Βραδυνή». Για τις «επιδόσεις» μου αυτές έχω τιμηθεί απ’ την Βουλή των Ελλήνων και τελευταία από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα. Νυν απολύοις τον Χριστόδουλόν σου Δέσποτα…»

     


    Μιχάλης Γάλλιας

    Ο «μέγας χαλίφης», της ερωτικής γελοιογραφικής φαντασίωσης στην Ελλάδα. Η κορυφή του είδους! Οι ψηλοκάπουλες ξανθές «Αμερικανίδες» του (με το βαθύ όμως μεσογειακό ταπεραμέντο) ήταν ένα δυνατό και διαρκές ηλεκτροσόκ, για τους υποσιτισμένους ερωτικά αρσενικούς αναγνώστες των μεταπολεμικών «περιοδικών ποικίλης ύλης». Οι αριστοτεχνικά σχεδιασμένες καμπύλες τους – πέρα από κάθε προσδοκία ζωντανές – μπορεί τελικά να μην «ξέσκισαν» (κατά τα κοινώς λεγόμενα) τους μυτερούς κορσέδες και τα στενά ρούχα που τις σκέπαζαν, σίγουρα όμως κατάφεραν να σπάσουν πάρα πολλά θερμόμετρα – της τότε αρσενικής αρετής – και να ανεβάσουν το λαθρόβιο ερωτικό πυρετό της εποχής τους πέραν από τις γνωστές διαβαθμίσεις των συμπαθών κατά τ’ άλλα Κελσίου και Φαρενάιτ. Ήταν το καλύτερο ψεύτικο όνειρο από καταβολής ελληνικής γελοιογραφίας.

     

    Αν και υποταχτικές, αιθέριες και γλυκές υπάρξεις, οι «γυναίκες» του Γάλλια είναι ελεύθερες, δεν καταδυναστεύονται παρά μόνο από τη φιλαρέσκειά τους. Όχι μόνο δεν υπακούουν ποτέ στους νόμους της φερόμενης ως «φαλλοκρατικής κοινωνίας», αλλά αντίθετα, μάλιστα, ασκούν εξουσία. Το γεγονός και μόνο ότι είναι πλούσιες, νέες και ωραίες, τις κάνει να υπερτερούν και σωματικά και κοινωνικά. Είναι στην κυριολεξία οι γυναίκες τύραννοι! Όσοι ευτυχείς κοινοί θνητοί έχουν την τύχη να τις συνοδεύουν, πληρώνουν αδιαμαρτύρητα μέχρι και την τελευταία τους δραχμή προκειμένου να τις κρατήσουν δίπλα τους (κλασική η εικόνα του κυρίου που είναι φορτωμένος μέχρι τα φρύδια με τα πακέτα – ψώνια της κυρίας του), υποκύπτοντας σε κάθε μικρή ή μεγάλη τους παραξενιά (όπως για παράδειγμα, στον προαναφερόμενο κύριο με τα πακέτα, που σε κάποια γελοιογραφία υποχρεώνεται να κρατάει ακόμα και το κόκκινο μπαλόνι, τ’ οποίο αγόρασε καθ’ οδόν η γυναίκα του).

     

     

    Ο Μιχάλης Γάλλιας γεννήθηκε, το 1914, στον Πειραιά και σπούδασε – χωρίς να τελειώσει – στην σχολή Καλών Τεχνών. Πρωτοεμφανίστηκε, το 1933, στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Εβδομάς», φτιάχνοντας αρχικά λετρίνες και εικονογραφήσεις μυθιστορημάτων. Κατά καιρούς συνεργάστηκε με διάφορα περιοδικά και εφημερίδες («Πάνθεον», «Μπουκέτο», «Ακρόπολη», «Ελεύθερο Λόγο» κ.ά.). Γνωστός έγινε με τη «Χοντρή» του «Θησαυρού» (προπολεμική, γελοιογραφική φιγούρα του τουρκικού περιοδικού «Ράμιζ», που μεταφυτεύτηκε με μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα).
    Στο ενεργητικό του ο «Μπόμπος ο Αχτύπητος» (αυτοτελή χιουμοριστικά κόμικς, που δημοσίευσε η «Μάσκα» το 1945) και «Οι περιπέτειες του αστυνόμου Μπέκα», που δημοσίευσε στην «Απογευματινή», την περίοδο 1960-1967 σε συνεργασία με το Γιάννη Μαρή. «Έγραφε» και «γελοιοποιούσε» στον πολλαπλά «αμαρτωλό» του «Οικογενειακό Θησαυρό», του οποίου άλλωστε ήταν και συνιδιοκτήτης.
     
  11. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΕΣ!



     


     
  12. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

     

    ---------- Post added at 13:55 ---------- Previous post was at 13:45 ----------