Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Δεν είμαι μόνος / Μια ιστορία τρόμου

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 4 Δεκεμβρίου 2025 at 09:00.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς; Contributor

    (Μέρος Α)

    Ώρες αρκετές είχαν φύγει, από την στιγμή που οι τελευταίες του Ήλιου ακτίνες, πέθαναν. Μόνες. Πεινασμένες. Παγωμένες. Στο δάσος σέρνω τα βήματα μου, αφήνοντας πληγές στο χώμα. Τα δέντρα μεριάζουν να περάσω. Σφυρίζω ένα νανούρισμα, ακούω τα δόντια τους να κροταλίζουν. Μουσική επένδυση, έχει κρύο στο τραγούδι.

    Αλλάζω το ρυθμό. Μυρίζει την ανάσα της, χαρούμενος τώρα. Στο στήθος μου, το βαθούλωμα που άφησε το σώμα της. Την έσφιξα με δύναμη στην αγκαλιά μου. Σφιχτή, δυνατή, απελπισμένη, σα να μη υπ άρχη αύριο.

    Το φύλλωμα πράσινο, σα το γρασίδι, φτηνό απέναντι στις παραδεισένιες λίμνες που έσταζαν από τα μάτια της. Ήρεμη ψυχή, απάνεμο λιμάνι, ζεστή φωλιά, μακριά από την καταιγίδα.

    Το δάσος μοιάζει να τελειώνει. Σε λίγη ώρα θα εισβάλλω στη πόλη. Μία μαριονέτα σε μουσείο κέρινων ομοιωμάτων, λιωμένες απομιμήσεις του ανθρώπινου γένους. Ο πόλεμος, η εκπνοή του Δράκου του…

    ΚΛΑΚ, ένας ήχος ξερός, ένα κλαδί που σπάει, μέτρα λίγα πίσω μου. Πουλί που την κοπανά, τρομαγμένος ο ειρμός μου. Οι σκέψεις ακολουθούν κλαίγοντας. Γυρνάω ξαφνιασμένος και κοιτάω το…

    ΤΙΠΟΤΑ. Το άδειο γεμίζει με τη στιβαρή απουσία του το χώρο, πέρα από το χρόνο. Γυρνώ ξανά μπροστά. Ανασφαλής, αβέβαιος, άδειος.

    Τα δέντρα τώρα με κοιτούν με περίσσιο θάρρος. Οι σκιές των γέρικων κλαδιών, πλησιάζουν τη δική μου. Αυτή μαζεύεται πάνω μου. Φοβισμένη.

    ΚΑΠΟΙΟΣ. Με κοιτάει. Γυρίζω απότομα. Ξανά πίσω και προς τα πίσω. Κάτι κινείται πιο γρήγορα από το φως και πίσω από το δέντρο το μεγάλο. Τώρα λουφάζει. Σπρώχνω τη φωνή μου και την αναγκάζω να βγει από το στόμα μου.

    -Ποιος είναι εκεί;

    ΚΑΝΕΝΑΣ. Η νύχτα παίζει την αδιάφορη. Αδιάφορη και η μικρή της ερμηνεία. Ο Γκιώνης παριστάνει το κοιμισμένο. Όχι και τόσο πειστικά. Ο αέρας δηλώνει αθώος. Κανείς δεν τον πιστεύει.

    ΣΚΟΤΑΔΙ. Κάποιος με κοιτάει πεινασμένος.

    ΠΟΛΥ, πεινασμένος. Η ζεστή και αιώνια νύχτα τον καλύπτει φοβισμένη. Την εκβιάζει. Ένα παιδί ένοχο, για αυτά που είδε, αυτά που ξέρει, αυτά που δεν πρόκειται ποτέ πει.

    (συνεχίζεται.ι.ι.ι.ι.ι..ιι...ιιι....ιι.....ιι.......ιι)

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς; Contributor



    Ώρα 02:00

    Τώρα προχωρώ μπροστά.

    Εμπρός πατούν τα πόδια μου. Δεξιά κι αριστερά κοιτούν τα μάτια μου. Νευρικά.

    Τα αυτιά μου, προσέχουν, καταγράφουν, θυμούνται και συγκρίνουν. Σιωπηλά.

    Μπαμπούλες, δράκοι, δαίμονες και άλλοι παιδικοί εφιάλτες, περιμένουν. Μουλωχτά.

    Πίσω από τα βάτα, τα νύχια τους τρίβουν και ακονίζουν, να λοξοδρομήσω θέλουν.

    Να μ’ αρπάξουν.

    Γελάω δυνατά, πνίγομαι, βήχω, καταπίνω ανακουφισμένος, βλέποντας τα πρώτα φώτα από μακριά. Τώρα μπορεί να ξεφύγω. Υποχθόνια και κακόβουλα τέρατα, εσείς που στις σκιές κρύβεστε, σε άλλους λαχταριστούς λαιμούς ας αναζητήσετε τη πηγή σας.

    Μέτρα μερικά ακόμη και το βλέμμα μου σηκώνω προς τα πάνω. Αδύναμο ακόμα το θάρρος, τρεκλίζει αβέβαια. Ένας ξύλινος, μουχλιασμένος στύλος με κοιτά από ψηλά. Αγέρωχος. Γέρος και ηγέτης, των επιβλητικών γιγάντων του ηλεκτρικού, ακολουθούν από πίσω του.

    Η υγρή σκιά μου, εξατμίζεται αργά. Πλησιάζω προς το φως. Το παιχνίδι της σκιάς, του «κακού» εγώ, μοιάζει να γέρνει προς το μέρος του αιώνιου, «καλού» φωτός. Πυξίδα της θείας, εμπνευσμένης ανθρώπινης ψυχής. Ο εικονικός φάρος των ανθρώπων.

    Οι σκιές, συνήθιζε να λέει, τα δίχως φεγγάρι βράδια, είναι διαβολικές και ανθρωπόμορφες ψυχές των αμετaνόητων κολασμένων. Καταδικασμένες να κολυμπούν κάτω από τη επιφάνεια του εδάφους, ακολουθώντας τα βήματα των ζωντανών μέχρι να σταθούν στα απόνερα της νύχτας. Τότε με κίνηση της αστραπής η κόρη, πετάγονται και σε αρπάζουν από τα πόδια. Κάτω από το χώμα, στο βυθό σε τραβούν, για να σε κατασπαράξουν και την θέση σου, να πάρουν.

    Είμαι με κούραση γεμάτος, αλλά δεν στέκομαι. Τα μάτια μου γαντζώνονται στο στύλο τον παλιό, κουφάρι δέντρου. Με προσπερνάει ακίνητος. Όμοιος με τους προηγούμενους, εκτός από το σπασμένο κουβούκλιο. Μάσκα, προστασία για τη γριά κίτρινη και μεγάλη λάμπα, από τους φιλόδοξους πιτσιρικάδες.

    Βρέχει με το δυνατό φως της και αποτελειώνει τη σκιά μου, που πληγωμένη εξαφανίζεται. Κόλπο μαγικό. Στο τώρα το μαύρο δεν μπορεί να σκεπάσει το δρόμο…

    Μαύρη όμως η σκιά που εμφανίζεται μπροστά στα πόδια μου. Επιτυχημένο ταχυδακτυλουργικό από κακόβουλο «Μάγο». Μεγάλη, γεμάτη και πηχτή, ανθρώπου δεν είναι και στη κόλαση μία ξένη.

    Κοκαλώνω. Οι κλειδώσεις μου παγώνουν και οι τένοντες της θέλησης κόβονται. Φυσική δεν είναι και το υπέρ λίγο φαντάζει δίπλα της.

    Κάτι, κάποια, κάποιος, κάποιο, στέκεται ορθάνοικτος δώδεκα μέτρα πίσω μου. Το γιατί γνωστό δε μου ‘ναι, αλλά το ίδιο που κρυβόταν στα δέντρα, ‘ναι. Τρέμω και τη γλώσσα μου δαγκώνω, σφυρίζει πονεμένη και στο λαιμό μου χώνεται βαθιά, θα γυρίσω να δω τι είναι. Αυτό το κρυφτούλι καλόγουστο και ευοίωνο δεν είναι. Το έχω σχεδόν αποφασίσει…

    Η σκιά κινείται, μεγαλώνει, ΕΡΧΕΤΑΙ!! Το ένστικτο τα ηνία παίρνει και τα πόδια μου ξυπνούν.

    Αρχίζω να τρέχω. Φτάνω στο σπίτι ιδρωμένος και λευκός. Το χρώμα μου στο δρόμο έμεινε έρμαιο σε αυτό.

    Δεν λέω τίποτα στην Ιφιγένεια. Δεν νομίζω να κατάλαβε του παρά το μικρό το μύθι και δεν θέλω να την τρομάξω.

    Ένοχες οι πιτζάμες που φορώ. Ο έρωτας μεταξύ μας, είναι παθιασμένος και αβίαστος. Η Αυγουστιάτικη πανσέληνος, μας συνοδεύει τρυφερά. Το χαμόγελο ξαπλώνει στο στόμα μου, σαν κουρασμένο γατί. Στα μάτια μου η στερνή εικόνα, το φεγγάρι. Ο ύπνος με πιάνει από το χέρι. Σε υπόγειο βαθύ με πάει. Δίχως πάτο το πηγάδι που στο κέντρο του δεσπόζει.

    Σκύβω από πάνω του και στο πάτο, νερό δίχως πρόσωπο, το φεγγάρι κολυμπά γυμνό.

    Κίνηση του ξάφνου το τραγούδι, το νερό το στόμα του ανοίγει και η σκιά το φεγγάρι καταπίνει. Τα ουρλιαχτά του πνίγονται στο βάθος και κηλίδες από λευκό αίμα στο νερό μαρτυρούν το…

    Οι μέρες που α και κλώθουν του τρόμου νύμφες είναι…

    Η Ιφιγένεια, στέκεται στη κουζίνα. Ο Νίκος στο πάτω μα πιο πάνω, κοιμάται μετά από τον έρωτα τους. Στο χέρι της, ένα κόκκινο, μεγάλο, σαρκώδες, φύλλο από τριαντάφυλλο.

    Η γριά μάγισσα της είπε, πως θα τη δώσει μία ευκαιρία στη ζωή απέναντι στο θάνατο.

    Της είπε επίσης πως ο θάνατος της σιμώνει. Με τα μεγάλα του πράσινου τα μάτια το κοίταξε. Αμέσως μετά το έφερε στο στόμα της και το κατάπιε…

    Συνέ )ϊ( χεια έχει ρώτησε το μικρό αγόρι, χωμένο κάτω από τις κουβέρτες. Η φωνή πνιχτή τρυπώνει μέσα από τα σκεπάσματα.

    -Έχει και…)