Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑ ΟΡΜΗ

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Resources and Tutorials' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 25 Οκτωβρίου 2009.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑ ΟΡΜΗ

    Η κοινωνική συμβίωση ως απότοκο της αντίληψης των ορίων κοινωνικής συμπεριφοράς που επικρατούν σε κάθε ιστορική στιγμή, καθορίζεται από αενάως μεταβαλλόμενους κανόνες. Τούτο στην προέκταση του καθιστά την επιστήμη θέσπισης των κανόνων αυτών υποκειμενική, σε βαθμό που να αναιρείται ο χαρακτήρας της ως επιστήμης με την αντικειμενική διάσταση του όρου. Αφού λοιπόν η διαδικασία προσδιορισμού των ορίων της διανθρώπινης συμπεριφοράς δεν στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια ή δόγματα, δεν είναι το εξαγόμενο πειραμάτων που όσες φορές και αν επαναληφθούν θα αποφέρουν το ίδιο αποτέλεσμα, τότε ίσως η νομική να μην πρέπει να χαρακτηρίζεται ως επιστήμη. Το ότι οι δικηγόροι δεν αποπνέουν την αίσθηση του επιστήμονα δεν αποτελεί βέβαια το κριτήριο των τυχόν συμπερασμάτων της παρούσας συζήτησης. Όμως το αποκαρδιωτικό τούτο επιχείρημα, ενδεχομένως να έχει επιπτώσεις στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τους διαμορφωτές, αναλυτές και εν τέλει τους εκφραστές της θεωρίας του δικαίου. Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Lord Jennings στο βιβλίο του ‘ General Course on Principles of International Law’ (1967-II) Recueil des cours, 121, 322 στο 544, «LEGAL INTERPRETATION IS AN ART, NOT A SCIENCE» παρόλο που σημαντικό χαρακτηριστικό της τέχνης, όπως συμπληρώνει ο Λόρδος, είναι να μεταμφιέζεται σε επιστήμη.

    Ο Μωϋσής για να διαμορφώσει το κοινωνικό μοντέλο που κατά τη δεδομένη στιγμή θεωρούσε κατάλληλο, εφηύρε το μεσσιανικό τρόπο θέσπισης των κανόνων δικαίου που επιθυμούσε να επιβάλει, παρουσιάζοντας τις εντολές του ως Θείες. Η έβδομη εντολή ήταν το «ου μοιχεύσεις» το οποίο επέλεξε ως τη βάση της οικογενειακής συνοχής, μαζί με το «τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου» (εντολή υπ’ αριθμόν 5). Και αν σήμερα η τιμή προς τους γονείς αμφισβητήθηκε μόνο από το «πατρός τε και μητρός και των προγόνων πάντων τιμιότερων εστί η πατρίς» (Επιτάφιος του Θουκυδίδη), όση αξία κι΄ αν έχει μια τέτοια αναφορά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, το «ου μοιχεύσεις» αποτελεί πλέον μόνο μέρος της ιστορίας του δικαίου αφού κάθε ανάλογη νομοθετική πρόνοια έχει απαλειφθεί, πλην βέβαια της σχετικής αδρανούς πρόνοιας του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας, το οποίο ούτως ή άλλως αφορά μόνο τους επιλέγοντες να καταφύγουν σε αυτό.

    Με την πιο πάνω εισαγωγή επιδιώκεται να καταδειχθεί η ιστορική εξέλιξη της θεωρίας του δικαίου, μια εξέλιξη που δεν συνιστά πάντοτε απαραίτητα ανέλιξη, σε βαθμό που θέματα τα οποία κάποτε ρυθμίζονταν σαν ακρογωνιαίος λίθος της κοινωνικής συνοχής, σήμερα φαντάζουν αστεία και αντιθέτως, θέματα που κάποτε ήταν ανύπαρκτα, σήμερα φαντάζουν σπουδαία.

    Τα εγκλήματα περί τη γενετήσια ορμή, αυτά δηλαδή που άπτονται της εις βάρος άλλου ικανοποίησης κάποιων αναπαραγωγικών ενστίκτων με την ευρύτερη έννοια του όρου, αποτελούν ακριβώς παράδειγμα απόδειξης του μόνου κανόνα που ισχύει στη θεωρία του δικαίου, του κανόνα της μη στατικότητας.

    Τα εγκλήματα αυτά ως στρεφόμενα κατά των ηθών που διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις απεικονίζουν την εκάστοτε κοινωνική αντίληψη για τα επικρατούντα ήθη, την ισότητα των φύλων, την ανεκτικότητα της απόκλισης από το θεωρούμενο ως φυσιολογικό, τη δομή της οικογένειας και το γάμο. Η αυστηρότητα με την οποία η κοινωνία επιθυμεί να αντιμετωπίσει ένα από τους πιο πάνω παράγοντες αντανακλάται στην εκάστοτε ποινική ρύθμιση της θέσπισης και του κολασμού των αδικημάτων που συνεπάγονται. Ο βασικός λόγος της ποινικής τους πρόβλεψης εντοπίζεται στην αναγκαιότητα διαφύλαξης της εκάστοτε κρατούσας κοινωνικής ηθικής της οποίας η προσβολή θα πρέπει να τιμωρείται. Με δεδομένη λοιπόν τη μεταβολή της αντίληψης της κοινωνικής ηθικής, καθίσταται αδύνατη η θέσπιση διαχρονικών κανόνων διαφύλαξης της και η προσπάθεια να αποτραπεί η μετατροπή του Νομοθέτη σε ηθικό τιμητή θα πρέπει να είναι διαρκής. Είναι γεγονός πως δεν υπάρχει άλλος κλάδος του δικαίου εκτός από το ποινικό δίκαιο, στον οποίο ο Νομοθέτης θα πρέπει να επιδείξει την ηθική του ευαισθησία συλλαμβάνοντας την αρνητική ηθική σημασία ορισμένων πράξεων ώστε να τις προσδιορίζει ως σοβαρές διαταραχές της κοινωνικής ζωής. Παράλληλα είναι προεξάρχουσα η αντίληψη στο ποινικό δίκαιο σε σύγκριση με άλλους κλάδους του δικαίου ότι οι ποινικοί νόμοι θα πρέπει να διατυπώνονται με τη συναίσθηση της ειδοποιού διαφοράς ανάμεσα στο δίκαιο και την ηθική. Ο νομικός και ο ηθικός κανόνας θα πρέπει να συμπλέουν γιατί διαφορετικά ο Νομοθέτης διατρέχει διπλό κίνδυνο: είτε κατά τη θέσπιση του νομοθετήματος να επιδείξει μειωμένη ηθική ευαισθησία παραβιάζοντας τους κανόνες της κοινωνικής ηθικής, είτε να μεταβληθεί σε ρυθμιστή της κοινωνικής συμπεριφοράς χάριν της καθαρότητας της κοινωνικής ηθικής συνείδησης όπως ο ίδιος την αντιλαμβάνεται.

    Είναι γι’ αυτό που οι διατάξεις του Ποινικού κώδικα αναφορικά με τα εγκλήματα κατά των ηθών, χρειάζονται συνεχή αναθεώρηση. Ο Νόμος δε μπορεί να παραμένει αδιάφορος έναντι των παραβιάσεων της κοινωνικής ηθικής αφού αυτή αποτελεί το θεμέλιο της κοινωνίας και επομένως του δικαίου. Όμως η αποστολή του Νόμου είναι θεμελιακά κοινωνική και όχι ηθική. Ο Νομοθέτης θα πρέπει να επιδιώκει την αρμονική συμβίωση των ανθρώπων και την οριοθέτηση των κανόνων που διέπουν τη συμπεριφορά τους θέτοντας την ηθική στην υπηρεσία των ανθρώπινων σχέσεων και όχι τις ανθρώπινες σχέσεις υπόλογες στη νομοθετικά θεσμοθετούμενη ηθική.

    Οι προσβολές που σχετίζονται με τη γενετήσια ορμή, καθαρά ηθικού χαρακτήρα, έχουν σαν κοινό χαρακτηριστικό τους την ασέλγεια με την ευρύτερη έννοια του όρου.

    Ασέλγεια

    Στα ερμηνευτικά λεξικά η ασέλγεια ορίζεται ως ακολασία, λαγνεία. Οι γενικοί όμως αφοριστικοί τούτοι όροι δε βοηθούν στην κατανόηση του κεντρικού τούτου θεμελιακού χαρακτηριστικού όλων των εγκλημάτων κατά των ηθών. Η ασέλγεια δεν προβλέπεται σαν αυτοτελές έγκλημα, αλλά διατρέχει όλα τα ποινικά αδικήματα εναντίον των ηθών ως στοιχείο των κατ’ ιδίαν αδικημάτων. Σαν τέτοια εγκλήματα προβλέπονται διάφορες πράξεις που συνίστανται είτε στην τέλεση ασέλγειας κάτω από ορισμένες ειδικές περιστάσεις, είτε στην ανάπτυξη καθορισμένης συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται ως ασελγής. Με τον τρόπο αυτό η έννοια της ασέλγειας εκεί όπου ο νόμος την αφήνει να κριθεί υποκειμενικά, παραπέμπεται να καθοριστεί από τη θεωρία του δικαίου και τη νομολογία, με βάση την κοινωνική αντίληψη του όρου. Για παράδειγμα, ο βιασμός εμπεριέχει αντικειμενικά καθορισμένη ασελγή πράξη. Το ίδιο και η αιμομιξία. Η άσεμνη όμως επίθεση και η διαφθορά νεαρής γυναίκας ή γυναίκας χαμηλού νοητικού, αφήνεται να κριθεί υπό τις περιστάσεις με βάση τα κοινωνικά κρατούντα κριτήρια.

    Από τη μελέτη όλων των αδικημάτων κατά της ηθικής εξάγεται το συμπέρασμα ότι η ασέλγεια συνίσταται σε ενέργεια και θετική συμπεριφορά που αποτελεί κατά τα εξωτερικά της γνωρίσματα εκδήλωση της γενετήσιας ορμής με τρόπο που να θίγει σοβαρά τη γενετήσια ευπρέπεια του μέσου ανθρώπου. Πρέπει να αποβλέπει σε ηδονισμό, δηλαδή στη διέγερση ή στην ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής.

    Αναλύοντας τα άρθρα 144 μέχρι 177 του Ποινικού Κώδικα παρατηρούμε ότι ποινικοποιούν πράξεις ή ανοχές πράξεων, αλλά όχι παραλείψεις. Για παράδειγμα η απαγωγή, ο εξαναγκασμός σε γάμο, η άσεμνη επίθεση, η προαγωγή διαφθοράς, και η παράνομη κατακράτηση γυναίκας με σκοπό να έρθει σε παράνομη συνουσία, αποτελούν θετικές ενέργειες ασέλγειας. Η τιμωρία του οικοδεσπότη που με βάση τα Άρθρα 160 και 161 Π.Κ επιτρέπει τη διαφθορά γυναίκας στο υποστατικό του, συνιστά εκτελεστή ανοχή που μπορεί να εκληφθεί ως παράλειψη, αν και στην περίπτωση αυτή δεν εκφράζεται από τον αδικοπραγούντα ασελγής ενέργεια. Ο νόμος ποινικοποιεί την ανοχή του οικοδεσπότη και όχι οποιουδήποτε άλλου προσώπου που είναι δυνατόν να γνωρίζει με οποιοδήποτε τρόπο ότι οι κολάσιμες πράξεις τελούνται στο υποστατικό, επιβάλλοντας σε αυτόν τη θετική υποχρέωση όπως μη επιτρέπει την τέλεση καθορισμένων πράξεων στο χώρο που ευρίσκεται υπό τον έλεγχο του. Τα άρθρα αυτά αποτελούν την ποινική πλευρά της ευθύνης κατόχου ακινήτου όπως μη επιτρέπει την τέλεση καθορισμένων πράξεων στο υποστατικό που κατέχει.

    Η έννοια της ασέλγειας συγκροτείται συνεπώς από 3 στοιχεία:

    (α) Η ενέργεια να αποτελεί κατά τα εξωτερικά της γνωρίσματα εκδήλωση της γενετήσιας ορμής. Πρέπει δηλαδή να συνδέεται με την έκφραση του γενετήσιου ενστίκτου και να μην αποτελεί απλώς τρόπο έκφρασης. Η ύβρις που στρέφεται προς τρίτο πρόσωπο ή συγγενικά του πρόσωπα κατά των οποίων ο υβρίζων απειλεί την τέλεση συγκεκριμένης ασελγούς πράξεως δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη εκδήλωση της γενετήσιας του ορμής. Η εκδήλωση αυτή πρέπει να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο ώστε να έχει αντίκτυπο επί του ασελγούμενου προσώπου.

    (β) Η επιχειρούμενη ενέργεια πρέπει να είναι τέτοια ώστε με αυτή να θίγεται η γενετήσια ευπρέπεια του μέσου ανθρώπου. Το συναίσθημα της ντροπής το οποίο διαμορφώνεται με βάση τους κοινωνικούς και ηθικούς κανόνες που διέπουν τις γενετήσιες εκδηλώσεις αποτελεί το επίκεντρο του στοιχείου αυτού. Το κριτήριο του ηθικού αισθητηρίου του μέσου ανθρώπου σε ορισμένο τόπο και χρόνο θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Άλλη είναι η ενδυμασία που επιτρέπεται στις παραλίες κατά τις θερινές διακοπές κι άλλη είναι αυτή που επιτρέπεται σε κοσμικές εκδηλώσεις στο κέντρο της πόλης. Είναι δυνατόν η εμφάνιση θήλεως με θαλάσσιο ένδυμα χωρίς στηθόδεσμο να συνιστά άσεμνη πράξη που διενεργείται σε δημόσιο μέρος κατά το άρθρο 176 του ποινικού κώδικα εάν αυτή εμφανίζεται κατά τον τρόπο αυτό σε κεντρικό ξενοδοχείο της Λευκωσίας το οποίο δε διαθέτει πισίνα. Με το ακραίο αυτό παράδειγμα τονίζεται ότι ελάχιστες είναι οι πράξεις που μπορούν να χαρακτηριστούν ως αντικειμενικά ασελγείς.

    (γ) Η ασελγής ενέργεια θα πρέπει να αποβλέπει σε ηδονισμό. Δηλαδή στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του δράστη. Ο ηδονισμός δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη να αφορά και στα δύο πρόσωπα αφού ασελγής πράξη δυνατόν να τελεστεί ακόμα κι αν δεν υπάρχει παραπονούμενος όπως στην περίπτωση της άσεμνης πράξης που διενεργείται δημόσια οπότε ο θιγόμενος είναι η δημόσια τάξη.

    Θέμα γεννάται από τη Νομολογία αν συνιστά ασελγή πράξη κάποια γενετήσια εκδήλωση η οποία αποβλέπει πέραν του ηδονισμού και σε άλλο θετικό σκοπό όπως για παράδειγμα η υγεία. Στην υπόθεση Κορέλλης ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 12, ο γιατρός προέβαλε ως λόγο συμπεριφοράς του την προσπάθεια ανίχνευσης προβλήματος υγείας. Το δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της παραπονούμενης και τον καταδίκασε για το αδίκημα του βιασμού απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του.

    Σεξουαλική Εκμετάλλευση

    Η ασέλγεια θα πρέπει επομένως να λάβει συγκεκριμένη μορφή και να αποκτήσει εξωτερικευμένα χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό ο Ποινικός Κώδικας και τα άλλα ποινικά νομοθετήματα ρυθμίζουν τα κατ’ ιδίαν αδικήματα που συνιστούν εγκλήματα γενετήσιας ορμής.

    Ομαδοποιώντας τα αδικήματα αυτά, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε:
    (α) προσβολές της γενετήσιας ελευθερίας όπως είναι ο βιασμός, η αιμομιξία, η απαγωγή, ο εξαναγκασμός σε γάμο, οι άσεμνες επιθέσεις, η διαφθορά, η εμπορία ενηλίκων προσώπων και παιδιών, η σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων και παιδιών.
    (β) προσβολές της καθαρότητας των ανθρώπινων σχέσεων όπως είναι η μαστροπεία, η εκμετάλλευση πορνών, η άγρα πελατών για ανήθικους σκοπούς, οι ενέργειες γυναίκας που για σκοπούς κέρδους επηρεάζει κινήσεις πόρνης, η συνομωσία για διαφθορά γυναίκας, η σεξουαλική εκμετάλλευση προσώπων και η παιδική πορνογραφία.
    (γ) προσβολές της γενετήσιας αιδούς, όπως είναι η άσεμνη πράξη που διενεργείται δημόσια και οι ανήθικες προβολές.

    Κοινό όμως στοιχείο όλων των αδικημάτων είναι η με κάποιο τρόπο σεξουαλική εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο για ικανοποίηση γενετησίων ορμών. Επειδή συνδέεται με την ικανοποίηση καταδικαστέας έκφρασης γενετήσιας ορμής, συμπεριλήφθηκε στα ποινικά αδικήματα εναντίον των ηθών και το αδίκημα που αναφέρεται στο Άρθρο 175 του Ποινικού κώδικα, της συνουσίας με ζώο, το οποίο αν και αποτελεί διαστροφή της γενετήσιας ορμής που δεν στρέφεται κατά ανθρώπου, αντιμετωπίζεται ως ποινικό αδίκημα παρά το ότι εμπεριέχει πρωτίστως ψυχική διαταραχή.

    Η εκμετάλλευση αυτή, λαμβάνει σήμερα εκτεταμένη μορφή, αφού έπαυσε πλέον να αφορά τις άμεσες ανθρώπινες σχέσεις και επεκτείνεται στον έμμεσο επηρεασμό τους από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και προβολής, αποκτώντας διασυνοριακό, διεθνικό χαρακτήρα. Έτσι, έξαρση παρουσιάζει σήμερα το αδίκημα της πορνογραφίας και της παιδικής πορνογραφίας με την ευρύτητα της διατύπωσης του στο άρθρο 2 του Νόμου 87(Ι)/2007.

    Αρχικά θεσπίστηκε ο Νόμος Περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και Περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμος 3(1)/00 ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον αντίστοιχο Νόμο του 2007. Ο Νόμος 3(Ι)/00, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 141 έχει ως βασικό σκοπό την αντιμετώπιση της οργανωμένης σεξουαλικής εκμετάλλευσης και εμπορίας ανθρώπων. Η εμβέλεια του όμως καλύπτει και μεμονωμένες περιπτώσεις.

    Ωστόσο στην υπόθεση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας υπ. αρ. 10960/04 ημερομηνίας 16.9.05 αμφισβητήθηκε κατά πόσο αυτός εφαρμοζόταν σε εξατομικευμένη περίπτωση και συγκεκριμένα το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας ανέφερε τα ακόλουθα:
    «Υπό τα περιστατικά της εξεταζόμενης υπόθεσης είναι έκδηλο ότι αυτή εκφεύγει του βασικού σκοπού του Νόμου γιατί δεν πρόκειται για περίπτωση οργανωμένης σεξουαλικής εκμετάλλευσης και εμπορίας προσώπων. Το ερώτημα, επομένως, που εγείρεται είναι αν η εμβέλεια του νόμου καλύπτει τις δύο μεμονωμένες, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, σεξουαλικές ενέργειες του κατηγορουμένου σε βάρος του παραπονούμενου. Έκδηλα αυτές οι ενέργειες δεν εντάσσονται στους ορισμούς (β) και (γ) του όρου «σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου». Απέμεινε, ο ορισμός (α) που και πάλιν στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου δεν μπορεί, κατά την άποψη μας να γίνει λόγος ούτε για παρότρυνση ούτε για εξαναγκασμό του ανηλίκου να συμμετάσχει σε σεξουαλική δραστηριότητα. Η εξεταζόμενη περίπτωση, κατά την άποψη μας, θα πρέπει να προσεγγισθεί όχι στη βάση του πιο πάνω νόμου αλλά στη βάση των άρθρων του Ποινικού Κώδικα επί των οποίων η Κατηγορούσα Αρχή βασίζει τις υπόλοιπες κατηγορίες και έτσι θα πράξουμε».

    Η άποψη αυτή του Κακουργιοδικείου δεν φαίνεται να αποτελεί την πάγια τάση της Νομολογίας, αφού μεταγενέστερα το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας υπό άλλη σύνθεση στην υπόθεση υπ. αρ. 4239/06 ημερομηνίας 30.11.06 επιβεβαιώνει ότι ο πιο πάνω Νόμος εφαρμόζεται και εκεί όπου δεν υπάρχει οργανωμένο έγκλημα. Συγκεκριμένα:
    « Η μη συμπερίληψη, όπως και στα αδικήματα του άρθρου 3(Ι)(α) και (β), προϋπόθεσης για ύπαρξη κερδοσκοπικού σκοπού καθώς και η απουσία αναφοράς, γενικώς, στη διαπίστωση ύπαρξης οργάνωσης, δείχνουν ακριβώς το μεγάλο εύρος του νόμου ως προς το πεδίο εφαρμογής του και αυτό αντανακλά και το σκοπό του».

    Ο Νόμος Περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων 87(Ι)/07 που όπως λέχθηκε πιο πάνω αντικατέστησε τον προηγούμενο, παραθέτει στο προοίμιο του σειρά Συμβάσεων και Πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που πραγματεύονται το θέμα. Χαρακτηριστική της νέας τάσης αντιμετώπισης σεξουαλικών παραπτωμάτων είναι η αναφορά στην ανάγκη καταπολέμησης της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας. Επίσης, ενδιαφέρουσα είναι η παραπομπή στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών ενάντια στο Διεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, του περί της Συμβάσεως περί Καταστολής και Εξαλείψεως της Σωματεμπορίας και της Πορνείας άλλων, (κυρωτικού) Νόμου του 1983.

    Η συγκατάθεση του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται η σεξουαλική πρόκληση, δεν είναι πλέον δεδομένη έστω και αν εκ πρώτης όψεως έχει ληφθεί. Αυτή πρέπει να μην εμπεριέχει το στοιχείο της υπαγωγής του ενός προσώπου στη σφαίρα επιρροής του άλλου ούτως ώστε να θεωρείται εκμετάλλευση. Σύμφωνα με το άρθρο 16(β) του πιο πάνω νόμου δεν αποτελεί υπεράσπιση για τον Κατηγορούμενο «το γεγονός ότι το θύμα συγκατατίθεται στην παράνομη πράξη που συνιστά το αδίκημα ή ότι λαμβάνει οποιαδήποτε χρηματική αμοιβή ή άλλη αμοιβή για αυτήν.» Για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, εκμετάλλευση περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την εκπόρνευση ή άλλης μορφής σεξουαλική εκμετάλλευση, περιλαμβανομένης της πορνογραφίας.

    Η σεξουαλική εκμετάλλευση ως στοιχείο της διάπραξης του γενετήσιου εγκλήματος έχει εννοιολογικά αποκτήσει τόση ευρύτητα, ώστε να καλύπτει όλες τις ψυχοσωματικές μεθόδους καταναγκασμού για διάπραξη του εγκλήματος. Από την ανάγνωση του ορισμού που παρέχεται στο άρθρο 2 του Νόμου, η σεξουαλική εκμετάλλευση θεωρείται ως τελεσθείσα αν αποτελεί προϊόν εξαναγκασμού, εισαγωγής, εξώθησης, παρότρυνσης, στρατολόγησης, οργάνωσης, κατεύθυνσης προσώπου στο έγκλημα ή βίας, απειλής ή κατάχρησης εξουσίας. Δεν απαιτείται πλέον ως προϋπόθεση ύπαρξης τέτοιας εκμετάλλευσης η διάπραξη της για κερδοσκοπικούς σκοπούς. Η κερδοσκοπία προβλέπεται διαζευκτικά και δεν αποτελεί απαραίτητο στοιχείο διάπραξης των αδικημάτων που αναφέρονται στο Νόμο.
    Τα ποινικά αδικήματα που καθορίζονται στον πιο πάνω νόμο αποτελούν με τον τρόπο αυτό ενδεικτική απαρίθμηση των μορφών σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Πολλά από τα αδικήματα ρυθμίζονται ταυτόχρονα και από τον ποινικό κώδικα έτσι ώστε να παρατηρείται η συμπερίληψη στα κατηγορητήρια περισσότερων του ενός αδικημάτων σε σχέση με την ίδια πράξη. Κριτήριο είναι η μεγαλύτερη ποινή που προβλέπεται στο Νόμο 87(Ι)/2007 σε σχέση με αυτήν που προβλέπεται στον ποινικό κώδικα. Για παράδειγμα, για το αδίκημα της διαφθοράς νεαρής γυναίκας άνω των 13 και κάτω των 16 στο άρθρο 154 του ποινικού κώδικα προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 3 χρόνων, ενώ στο Άρθρο 10 του Ν. 87(Ι)/2007 η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών που περιλαμβάνει και την απόπειρα προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι 20 χρόνια. Η πολυνομία δημιουργεί επομένως προβλήματα στο Δικαστή όταν αυτός θα πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο το αδίκημα εμπίπτει στον ένα ή τον άλλο νόμο. Τούτο επιτείνεται από την ακατανόητα κακή διατύπωση του εδαφίου 1 του Άρθρου 4 του Ν. 87(Ι)/2007 στο οποίο καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής του. Η υποπαράγραφος (γ), από την οποία προσπαθούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι τα αδικήματα που περιγράφονται στο Νόμο έχουν το ίδιο πεδίο εφαρμογής όπως και εκείνα του ποινικού κώδικα, αναφέρει: «Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται για την πρόληψη, έρευνα και δίωξη των αδικημάτων που καθορίζονται στο Μέρος ΙΙ αυτού, καθώς επίσης και για την προστασία των θυμάτων τέτοιων αδικημάτων, όπου τέτοια αδικήματα δεν είναι διεθνικά στη φύση τους και ανεξάρτητα από το κατά πόσο υπάρχει ή όχι ανάμειξη εγκληματικής οργάνωσης.»

    Η σεξουαλική εκμετάλλευση ως πράξη που θα πρέπει να καταπολεμηθεί παρουσιάζει μια εννοιολογική σύμπτωση με την ασέλγεια στην οποία έγινε αναφορά προηγουμένως. Θα μπορούσε όμως να λεχθεί ότι η ασέλγεια χαρακτηρίζει με πιο σφαιρικό τρόπο τη συμπεριφορά που αποκλίνει από το ηθικό, ενώ η σεξουαλική εκμετάλλευση επικεντρώνεται στον τρόπο αντινομικής έκφρασης καθορισμένης γενετήσιας συμπεριφοράς που ορίζεται ρητά στο Νόμο. Η ανεπιθύμητη αυτή συμπεριφορά που εκφράζεται με λόγια ή με πράξεις με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου και τη δημιουργία εχθρικού, εκφοβιστικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή εχθρικού περιβάλλοντος, καθορίζεται ως παρενόχληση και η σεξουαλική εκμετάλλευση μπορεί να λάβει μια από τις μορφές αυτές. Γι΄ αυτό όταν τα αδικήματα κατά των ηθών διαπράττονται στο χώρο εργασίας, ενεργοποιούνται οι διατάξεις του Νόμου περί ίσης μεταχείρισης στην απασχόληση και στην εργασία Ν. 50(Ι)/2007 με το άρθρο 6 του οποίου ποινικοποιείται οποιαδήποτε παρενόχληση όπως ορίστηκε πιο πάνω.

    Απόδειξη

    Προκειμένου να αποδειχθεί ένα αδίκημα κατά των ηθών θα πρέπει ως θέμα πρακτικής να προσκομιστεί εκτός από τη μαρτυρία του παραπονούμενου προσώπου και κάποια άλλη ενισχυτική μαρτυρία από ανεξάρτητη πηγή. Στην υπόθεση Παρμαξή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ, σελ. 236, στις σελίδες 247 και 248 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

    «Ο κανόνας που τίθεται από το άρθρο 9 στοχεύει στο να διασφαλίσει όπως μια «ύποπτη» μαρτυρία, όπως είναι η περίπτωση με την ανώμοτη κατάθεση ανηλίκου, ενισχύεται από άλλη μαρτυρία, η οποία όμως πρέπει να έχει σαν προέλευση της ανεξάρτητη πηγή. Δεν μπορεί, όπως έχει νομολογηθεί, η ενισχυτική μαρτυρία να αποτελείται από μαρτυρία η οποία έγινε δεκτή δυνάμει του άρθρου 33 του Αγγλικού Νόμου του 1938. Αν η ανώμοτη κατάθεση της ανήλικης επιβεβαιωνόταν από άλλη ανώμοτη μαρτυρία ανήλικου, η οποία είχε σαν πηγή της το παράπονο της ανήλικης ή οποιαδήποτε άλλη πηγή, η επιβεβαίωση δε θα αποτελούσε ενισχυτική μαρτυρία όπως έχει ρητά νομολογηθεί στην υπόθεση Hester. Η κατάσταση, νομίζουμε, δεν αλλοιώνεται επειδή το παράπονο επαναλαμβάνεται από ενήλικα μάρτυρα.

    Ο όρος «ενισχύεται υπό ουσιώδους αποδείξεως εμπλεκούσης τον κατηγορούμενον» στο άρθρο 9, σημαίνει ότι η ανώμοτη μαρτυρία πρέπει να ενισχύεται από κάποια άλλη ουσιώδη απόδειξη η οποία δεν ανήκει στην ίδια κατηγορία και δεν πηγάζει από την ίδια πηγή.»
    Με τον τρόπο αυτό αθωώθηκε ο Κατηγορούμενος επειδή δεν υπήρχε ζωντανή μαρτυρία ή άλλη απόδειξη ότι αυτός συμπεριφέρθηκε άσεμνα στην ανήλικη όταν βρίσκονταν μόνοι στο σπίτι του.

    Όταν παραπονούμενος είναι ανήλικο πρόσωπο τότε η ενίσχυση είναι αναγκαία είτε η μαρτυρία του δόθηκε χωρίς όρκο, γιατί έτσι απαιτεί το άρθρο 9 του περί Αποδείξεως νόμου είτε αυτή δόθηκε με όρκο, γιατί απαιτείται από τη νομολογία. Ενισχυτική μαρτυρία χρειάζεται από το νόμο και όταν το αδίκημα αφορά σε μαστροπεία (άρθρο 157 του ποινικού κώδικα) και διακόρευση με χρήση απειλών (άρθρο 159 του ποινικού κώδικα). Όλα αυτά όμως έχουν ανατραπεί με τις πρόνοιες του εδαφίου 3 του Άρθρου 4 του Ν. 87(Ι)/2007, το οποίο ορίζει ότι «για τους σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπονται στο νόμο αυτό, δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία.» Με τον τρόπο αυτό θα οδηγούμαστε στο νομικό παράδοξο ο κατηγορούμενος να καταδικάζεται για τα αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 9 και 10 του Νόμου αυτού ενώ ταυτόχρονα θα αθωώνεται για το αδίκημα της μαστροπείας ή εκεί όπου η μαρτυρία ανήλικου δεν ενισχύεται. Για παράδειγμα, τα αδικήματα που προβλέπονται από το Άρθρο 159 για τα οποία χρειάζεται ενισχυτική μαρτυρία, άρα μια δεύτερη ασφαλιστική δικλείδα, τιμωρούνται ως πλημμελήματα. Αντίθετα, τα αντίστοιχα αδικήματα που προβλέπονται στο άρθρο 10 του Ν. 87(Ι)/2002 για τα οποία δεν απαιτείται ενίσχυση, τιμωρούνται με 10 χρόνια φυλάκιση. Οι Δικαστές, καλούνται λοιπόν να επιλύσουν τη σύγκρουση αυτή των δύο νομοθετημάτων έχοντας την υποχρέωση να ζυγίσουν τις συνέπειες της απόφασης τους προσδίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην απόδοση της επιεικέστερης για τον Κατηγορούμενο λύσης. Αν τούτο συμβεί τότε ο Νόμος για την καταπολέμηση των σεξουαλικών αδικημάτων θα ατονήσει.

    Προσωπικά έχω την άποψη ότι η ανάγκη για ενισχυτική μαρτυρία που καθιερώθηκε για την προστασία του Κατηγορουμένου από τον ξεπερασμένο πλέον θεσμό των Ενόρκων, προσβάλλει την εμπιστοσύνη στην ετυμηγορία των δικαστών και γι’ αυτό θα πρέπει να καταργηθεί. Όμως πριν γίνει τούτο θα πρέπει να διασφαλιστεί η παιδεία των Δικαστών, ώστε να διαπνέεται από το πνεύμα της ισότητας και του ανεπηρέαστου της κρίσης τους. Η απεξάρτηση από τις συντηρητικές καταβολές του κοινοδικαίου που αναπτύχθηκαν αναγκαστικά για να επιτευχθεί προστασία από την αυθαιρεσία των ενόρκων, αποτελεί προϋπόθεση της απόλυτης εφαρμογής της αρχής ότι ένας αξιόπιστος μάρτυρας είναι αρκετός για την έκφραση ετυμηγορίας.

    Το σχόλιο αυτό γίνεται γιατί θεωρείται υποτιμητική η αιτιολόγηση της αναγκαιότητας όπως το δικαστήριο προειδοποιεί τον εαυτό του για τους κινδύνους να καταλήξει σε εύρημα ενοχής χωρίς ενισχυτική μαρτυρία σε σεξουαλικά αδικήματα, όπως αυτή δίδεται από το αγγλικό κοινοδίκαιο και επιδοκιμάζεται από το συντηρητικό Δικαστή Βασιλειάδη στην υπόθεση Μακρής (Πετεινός) ν. Αστυνομία (1961) CLR 330. Στο βιβλίο του κου Τάκη Ηλιάδη «Το δίκαιο της Απόδειξης» στη σελίδα 176 διαβάζουμε τα ακόλουθα:

    «Ο κανόνας ότι ο Δικαστής πρέπει να προειδοποιεί τους ενόρκους για τον κίνδυνο να βασισθούν πάνω στη μη ενισχυμένη μαρτυρία των παραπονουμένων σε υποθέσεις αυτού του τύπου, είναι βαθιά ριζωμένος σε καλό λόγο και μακρά πείρα. Εφόσον οι αντιδράσεις της ανθρώπινης φύσης στους κανόνες της κοινωνίας για το σεξ είναι όπως τις ξέρουμε να είναι για πολλά τώρα χρόνια, ο καλά καθιερωμένος τούτος κανόνας δεν μπορεί να χαλαρώνεται χωρίς να διακινδυνεύεται η δικαιοσύνη στις υποθέσεις αυτές».

    Η σημερινή τάση των Κακουργιοδικείων, όπως εκφράστηκε στις υποθέσεις Παρμαξής, Γεωργιάδης, Παπαδήμας κ.α ήταν να καταδικάζουν τους κατηγορούμενους αφού προειδοποιήσουν τους εαυτούς τους για τη μη ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας. Η τάση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν να τους αθωώνει αντίστοιχα ανατρέποντας τις αποφάσεις των Κακουργιοδικείων, επεμβαίνοντας στα ευρήματα αξιοπιστίας τους. Τα Κακουργιοδικεία επομένως μπορούν να αποδώσουν δικαιοσύνη χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, αν κρίνουν με μεγαλύτερη αυστηρότητα σε ικανοποίηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου την αξιοπιστία των παραπονουμένων.

    Συμπέρασμα

    Τα εγκλήματα περί τη γενετήσια ορμή περιλαμβάνουν τόσο αδικήματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης όσο και αδικήματα για πράξεις που απλά χαρακτηρίζονται ανήθικες. Το κύριο θέμα που θα πρέπει να επιλυθεί είναι η εναρμόνιση της ποινικής καταστολής με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας όπως αυτές πλέον καθορίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο. Το τι τοπικά θεωρείται κολάσιμο, καλύπτεται πλέον από τις διεθνείς συνθήκες και τις αποφάσεις των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες είμαστε υπόχρεοι να προσαρμοστούμε. Η δυσαρμονία των αντιλήψεων μερίδας του λαού με τη διεθνώς κατοχυρωμένη φιλελεύθερη αντιμετώπιση πράξεων που τοπικά θεωρούνται κατακριτέες, δεν μπορεί πλέον να αποτελέσει κριτήριο θέσπισης ποινικών νόμων. Όσες διαδηλώσεις και αν πραγματοποιήθηκαν έξω από τη Βουλή δεν εμπόδισαν, δυστυχώς κατά την άποψη μου, η οποία ωστόσο δεν ενδιαφέρει καθόλου, την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας.



    Ανδρέας Μαππουρίδης
    Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας
    6 Νοεμβρίου, 2008.

    Πηγή: ΕΓΓΛΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑ ΟΡΜΗ
     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Απάντηση: ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑ ΟΡΜΗ

    Η άποψη σας;
     
  3. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Γιατί η αιμομιξία θεωρείται "προσβολή της γενετήσιας ελευθερίας" και γιατί είναι ποινικώς κολάσιμη;
    Γιατί η συνουσία με ζώο "εμπεριέχει πρωτίστως ψυχική διαταραχή" και γιατί αντιμετωπίζεται ως αδίκημα σε όλες τις εκφράσεις της;


    Υγ: Κρατώ τις εκφράσεις "γενετήσια ελευθερία" και "γενετήσια ευπρέπεια".
     
  4. Lost Hours

    Lost Hours Regular Member

    Διάβασα 2 φορες την πρωτη γραμμή, μόλις με πιάσει το depon και συνεχίσω θα σου πω Ηλία  
     
  5. ariadni

    ariadni Regular Member

    O κάθε άνθρωπος αντιλάμβάνεται την «ηθική» με το δικό του υποκειμενικό τρόπο. Άρα στην καλύτερη περίπτωση, ο νομικός κανόνας ταυτίζεται με τον ηθικό κανόνα της πλειοψηφίας . Και καθώς η ισχύς του νόμου είναι καθολική, οι διαφωνούντες οφείλουν να συμμορφωθουν με το πλαίσιο της ηθικής που ορίζει ο μέσος όρος. Ακόμη όμως και αυτό, είναι μια ιδανική παραδοχή. Ο νόμος δεν αναθεωρείται πάντα αναίμακτα, ούτε και εγκαίρως ( στο κείμενο π.χ αναφέρεται το παράδειγμα της ομοφυλοφυλίας).

    Αν δεν κάνω λάθος, υπάρχουν χώρες στις οποίες οι διάφορες σαδομαζοχιστικές πρακτικές θεωρούνται ποινικά κολάσιμες. Στο bdsm το ζήτημα της συναίνεσης είναι σημαντικό. Το πώς αποδεικνύεται όμως αυτή η συναίνεση σε ένα δικαστήριο, φαντάζομαι ότι είναι ένα άλλο θέμα...