Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ημερολόγιο Μοναξιάς

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος month, στις 22 Ιανουαρίου 2007.

  1. month

    month Regular Member

    Ημερολόγιο μοναξιάς

    Τριγυρνούσε μέσα στους δρόμους της πόλης μόνος του, χωρίς καμία συντροφιά και αυτό το βράδυ. Κοίταξε γύρω του τα σπίτια και τους δρόμους χωρίς πραγματικά να τα βλέπει, χαμένος σε σκέψεις μελαγχολικές. Έτσι ήταν σχεδόν κάθε νύχτα τα τελευταία χρόνια από την βραδιά που έγινε δεκαοχτώ μέχρι και σήμερα. Τα πάντα ήταν μελαγχολικά και λάθος για αυτόν ή έτσι τουλάχιστον φαινόντουσαν. Ένα ζευγαράκι μπήκε μέσα στο οπτικό του πεδίο, ένα ζευγάρι που πήγαινε χέρι-χέρι στο δρόμο αδιαφορώντας για τους πάντες γύρω του, ζώντας σε έναν κόσμο φτιαγμένο αποκλειστικά για αυτούς. Κούνησε λυπημένα το κεφάλι του καθώς σκέφτηκε όλες τις πιθανές τραγικές καταλήξεις που θα είχε ο έρωτάς τους, και χαμογέλασε ειρωνικά. Τόσο πολύ ζηλεύεις τους άλλους, που σκέφτεσαι πως θα καταστραφούν; Σκέφτηκε καθώς συνέχισε να περπατάει. Είχε φτάσει σχεδόν στον προορισμό του, και με ένα κλεφτό βλέμμα γύρω του μπήκε στο στενό. Μια γριά τον κοίταξε καθώς έμπαινε κάτω από την αδύναμη λάμψη της κόκκινης λάμπας και σούφρωσε τα χείλη της, δείχνοντας την δυσαρέσκειά της. Α να μου χαθείς γεροντοκόρη, κάθε φορά στημένη στο ίδιο σημείο σε βρίσκω! σκέφτηκε ενώ έμπαινε στο κακοφωτισμένο σπιτάκι σπρώχνοντας την μεταλλική πόρτα. Ο χώρος όπως πάντα ίδιος και απαράλλαχτος· ένας μικρός, στενός διάδρομος που οδηγούσε σε έναν καναπέ. Ο υπόλοιπος χώρος καλυμμένος από τοίχους από γυψοσανίδα, λεπτοί και κρύοι, ένα κάδρο κρεμασμένο με μια γυναίκα σε προκλητική πόζα και πόρτες που οδηγούσαν σε δωμάτια γύρω του. Κάθισε στον καναπέ και τον υποδέχτηκε κάτι που έμοιαζε με άντρα, αλλά μίλαγε και συμπεριφερότανε σαν γυναίκα.
    «Γεια σου μωρό, την ξέρεις την κοπέλα;» ρώτησε με κάποιο νάζι στη φωνή.
    «Όνομα.» δεν είχε όρεξη να πιάσει κουβέντα με το συγκεκριμένο άτομο.
    «Είναι το Σοφάκι, πολύ καλή περιποίηση, στοματικό πισωκολλητό, από πάνω, ότι θέλεις κάνει.» απάντησε με το ποιηματάκι που είχε μάθει να λέει άψογα. Καθώς τα έλεγε αυτά μια κοπέλα βγήκε από ένα καλυμμένο χώρο φορώντας μόνο έναν κορσέ και μια μικρή μαύρη κυλόττα. Έμοιαζε να είναι κάπου τριάντα χρονών σίγουρα όχι καλλονή, αλλά αρκετά όμορφη. Είχε φαρδιούς γοφούς και μια περίεργη πρόζα στον τρόπο που έκανε τα δυο βήματα μέσα στον περιορισμένο χώρο· βήματα προκλητικά, γεμάτα υπόσχεση και προβαρισμένα πάνω από χίλιες φορές. Σηκώθηκε όρθιος.
    «Πόσο.»
    «Είκοσι ευρώ καύλα!» είπε η γυναίκα με τέτοιο τρόπο ώστε να φανεί το καρφί που είχε στη γλώσσα της. Έβγαλε το εικοσάρικο, μπήκε στο δωμάτιο και αφού έκλεισε την πόρτα άρχισε να βγάζει τα ρούχα του χωρίς βιάση. Σκέφτηκε πόσες φορές το είχε κάνει αυτό στο παρελθόν και χαμογέλασε μελαγχολικά. Όλη του η ζωή έμοιαζε να είναι μια σειρά από ξεγυμνώματα…

    Σε κάθε φάση της ζωής του το μόνο που θυμότανε ήτανε τα σπίτια αυτά και οι γυναίκες. Γυναίκες όμορφες, άσχημες, λεπτές και καχεκτικές, κακοποιημένες και φοβισμένες κάποιες από αυτές, άλλες σίγουρες για τους εαυτούς τους και δυνατές, άλλα πάντα γυμνές με ελάχιστα ίχνη ντροπής. Ήταν τόσο εύκολο να της πλησιάσεις, να τις αγγίξεις, να τις αγκαλιάσεις, έστω και αν αυτό ήταν για ένα λεπτό και πληρωμένο, έρωτας και κάτι ψεύτικα ξέφτια αγάπης διάρκειας είκοσι λεπτών το πολύ. Άλλες τον βλέπανε και αηδιάζανε, άλλες του δίνανε συμβουλές, με μια είχε γίνει μάλιστα και φίλος. Θυμότανε μια φορά που είχε πάει να τις μιλήσει για κάτι που ήθελε να δοκιμάσει, κάποιο βίτσιο που του είχε κολλήσει για κάμποσο καιρό, και αυτή σκεπάστηκε με ένα σάλι που φορούσε.
    «Γιατί σκεπάστηκες; Κρυώνεις;» ρώτησε με κάμποση απορία.
    «Όταν μιλάω δεν μου αρέσει να είμαι γυμνή.» απάντησε αδιάφορα. Ή μια άλλη φορά που είχε πάει απλά για να μιλήσουνε λίγο και να της δώσει κάτι φυλλάδια που είχε ζητήσει για μια θεατρική παράσταση. Η ίδια τον είχε ρωτήσει πολλές φορές αν είχε κοπέλα και όταν απάνταγε όχι, πάντα τον ρώταγε γιατί.
    «Μπας και ξέρετε και εσείς τι θέλετε;» απάνταγε πάντα με πίκρα.
    «Μια ζωή άλλα λέτε, άλλα θέλετε, και όταν καταλαβαίνω λάθος, τα ρίχνετε πάνω μου. Σαν την άλλη που ενώ έμοιαζε να γουστάρει, μετά έστριψε.»
    «Μπας και την πίεσες;» τον ρώταγε.
    «Δεν νομίζω.» έλεγε και το κόβανε εκεί. Η συζήτηση άλλαζε ανάλογα με το τι του είχε συμβεί.

    Θυμήθηκε και μια άλλη, μια μαύρη νεαρή κοπέλα που ήταν φοβισμένη. Δεν έκανε την δουλειά πολύ καιρό και φάνηκε από τον τρόπο με τον οποίο μπήκε στο δωμάτιο, δειλά και διακριτικά, λες και φοβότανε μη την φάει. Πρώτη φορά ένιωσε τόσο διαφορετικά μέσα του. Είχε πάει με πολλές πουτάνες και όλες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δηλώνανε τα θετικά τους σημεία με τρόπο εμφανή που άγγιζε το πρόστυχο. Για πρώτη φορά έπρεπε να παίξει άλλο ρόλο από αυτόν που είχε συνηθίσει τόσα χρόνια, έπρεπε να την ηρεμήσει. Δεν έμαθε και δεν κατάλαβε ποτέ γιατί το έκανε αυτό· απλά έγινε. Την πείρε από το χέρι και την πλησίασε στο κρεβάτι ενώ αυτός καθότανε στην άκρη του, και την έφερε αρκετά κοντά. Τον κοίταζε με κάποια αμφιβολία, ενώ αυτός γονάτισε μπροστά της, και άρχισε να την φιλάει στους μηρούς και στα γόνατά της.
    «You don’t have to do that.» του είπε με σπασμένη προφορά, ενώ άρχισε απαλά να της κατεβάζει το κυλοτάκι της. Συνέχισε να την φιλάει, και την έσπρωξε απαλά στο κρεβάτι, ενώ άρχισε να βγάζει το σουτιέν της. Αφού τελείωσε με αυτό που ήθελε να κάνει, έμεινε αγκαλιά με την κοπέλα αυτή, αρκετή ώρα, περισσότερη ώρα απ’ όση χρειάστηκε για να πηδηχτούνε.

    Βγήκε από το σπίτι και έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο του. Το μυαλό του έτρεξε στην τελευταία του αποτυχία, και ίσως αυτήν που έτσουζε χειρότερα απ’ όλες. Άναψε ένα σπίρτο και το είδε να καίγεται σχεδόν τελείως πριν να ανάψει το τσιγάρο, ενώ το άφησε να του κάψει λίγο τα δάχτυλα. Πίστευε ότι το είχε ξεπεράσει, και το είχε ξεπεράσει από την άποψη ότι δεν τον έτσουζε πια η απόρριψη, ούτε και ένιωθε το ίδιο όπως πριν. Είχε καταλαγιάσει στο στήθος του αυτό που λένε πολύ έρωτα, ή αγάπη, αλλά τον πονούσε ακόμα ο τρόπος και τα όσα είχε ακούσει από τρίτους.

    Δοκίμασε πολλές φορές να της μιλήσει καθαρά και ξάστερα, προσπάθησε πολλές φορές να βρεθεί μόνος μαζί της για να συζητήσουνε, αλλά πάντα έφερνε μαζί της κάποιον άλλο πάντα είχε συναντήσει κάποιον τρίτο πιο πριν και δεν ήτανε μόνη. Είχε καταλάβει ότι τον έπαιζε και αποφάσισε να απαντήσει σε είδος· όταν ήταν με τις φίλες της, φλέρταρε και ασχολιότανε με αυτές και όχι με αυτήν, πράγμα που την είχε κάνει να εκνευριστεί πολλές φορές και να κάνει σχόλια ζήλιας. Σχόλια που δεχότανε πάντα με αδιαφορία, αλλά τα σημείωνε μέσα του. Φλέρταρε και με αυτήν, και αυτή με αυτόν, μέσα σε κάποια όρια που τα είχε οριοθετήσει η ίδια, όρια που ποτέ του δεν παρέβηκε, ή έτσι τουλάχιστον του φαινότανε. Και όμως στο τέλος δεν καταφέρανε να μιλήσουνε, αγνοούσε τα τηλεφωνήματά του και γενικά έδειχνε σαν να μην θέλει να κρατήσει επαφή. Πάει καλά, σκέφτηκε. Δεν γουστάρει καθόλου, αν και άλλα έδειχνε μέχρι τώρα. Είχε και την ατυχία η ίδια κοπέλα να γούσταρε έναν από τους φίλους του, αν και αυτός δεν είχε δείξει κανένα απολύτως ενδιαφέρον για αυτήν. Και τότε ήρθε η μαχαιριά, από κοινό γνωστό.
    «Είπε ότι προσπάθησες να εκμεταλλευτείς την εμπιστοσύνη που σου είχε σαν φίλη.»
    «Εγώ!»
    «Αυτό μου είπε, τώρα τι να σου πω.»
    Ήταν γεγονός ότι την είχε εμπιστευτεί αρκετά, όπως και εκείνη αυτόν. Ποτέ όμως σε τέτοιο επίπεδο ώστε να είναι φίλη του, ποτέ δεν της είχε πει πράγματα που έκρυβε από όλους εκτός από άλλα δύο άτομα, δεν είχε ζήσει γεγονότα και καταστάσεις μαζί της που τους κάνανε πραγματικούς φίλους. Ήτανε κάτι περισσότερο από απλή γνωστή του, γεγονός, κάτι όμως διαφορετικό από φίλη. Όταν έφτασε στο σπίτι του άρχισε να χτυπά τον τοίχο με λύσσα. Αυτό που τον πόνεσε περισσότερο από όλα ήταν η έλλειψη εμπιστοσύνης που τελικά του έδειξε, λες και της συμπεριφέρθηκε σαν ήταν κομμάτι κρέας. Ποτέ δεν το είχε κάνει αυτό, ακόμα και με τις πουτάνες με τις οποίες πήγαινε, ποτέ δεν τις σκέφτηκε σαν κρέας, σαν αντικείμενα που τα χρησιμοποιείς για να ικανοποιήσεις τις ανάγκες σου. Πάντα έδειχνε τον μεγαλύτερο σεβασμό προς αυτές, γεγονός που τις έκανε αρκετά πιο φιλικές απ’ ότι στους περισσότερους πελάτες τους. Και δεν χρειαζότανε να του το πούνε, τις έβλεπε πως συμπεριφερόντουσαν στους άλλους, και ξεχώριζε τις μηχανικές από τις πραγματικές αντιδράσεις.

    Έσβησε το τσιγάρο πατώντας το στον δρόμο και κοίταξε γύρω του. Ο νυχτερινός ουρανός, συννεφιασμένος και με το φεγγάρι κρυμμένο, τον κοίταζε κοροϊδευτικά. Πάει και αυτή η εβδομάδα σκέφτηκε. Μένει το υπόλοιπο τώρα.
    Έσκυψε το κεφάλι του και προχώρησε προς την στάση του λεωφορείου που θα τον πήγαινε στο σπίτι του.
     
  2. Maley

    Maley Contributor

    ..ομορφο..γεματο μελαγχολια..
     
  3. blindfold

    blindfold Contributor

    η αλήθεια της ζωής είναι μίζερη
    αλλά σαν άνθρωποι που είμαστε πλάθουμε ψέματα,πηγαίνουμε κινηματογράφο,βλέπουμε τηλεόραση για ζήσουμε έστω για λίγο το ψέμα και την ομορφία αυτού

    ωραίο κείμενο month
     
  4. gaby

    gaby Guest

    Πολύ καλό, ώριμη γραφή...
     
  5. zinnia

    zinnia Contributor

    μου αρεσε..πολυ..

    γεματο ανθρωπια.. (χαμογελακι)