Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η Φαντασίωση της D.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 28 Ιανουαρίου 2008.

  1. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Άνοιξα το κουτί και έβγαλα από μέσα ένα χειρόγραφο με αρκετές πυκνογραμμένες σελίδες. Στην πρώτη σελίδα είχε μόνο μια φράση, κάτι σαν τίτλο: «Πίσω από τον τοίχο». Αναγνώρισα αμέσως τον γραφικό χαρακτήρα του πατέρα μου. Φοβόμουν μην επιστρέψει ξαφνικά και θυμώσει μαζί μου αλλά η περιέργειά μου νίκησε τον φόβο μου και άρχισα να διαβάζω:

    «Δεν είχε δει ποτέ το πρόσωπό του. Ποτέ δεν τον άγγιξε, δεν ένιωσε την ζεστή του ανάσα στο λαιμό της, δεν ήξερε το χρώμα των ματιών του. Τον λαχταρούσε μέσα από τον τοίχο, εκεί στον κήπο της φυλακής της, είχαν βρει ένα μικρό άνοιγμα και σιγοψιθύριζαν ο ένας στον άλλον, τα μυστικά τους, τα όνειρά τους, τους φόβους τους, τις ελπίδες τους, τις υποσχέσεις…Κι αυτός ήθελε τόσο πολύ να την κρατήσει, καιγόταν μέσα του, ήθελε να γκρεμίσει τον τοίχο, αλλά μόνο σκάλιζε εκεί τις πέτρες με το νύχι του, επίμονα, πεισματικά, καθώς μιλούσε σιγανά μέσα στο φως του φεγγαριού που τους έλουζε. Ένας τοίχος τους χώριζε και η θέληση του πατέρα της να την δώσει σε άλλον.

    Κάποτε την έδωσε. Αυτή δεν αντιστάθηκε, και πήγε. Αυτός ήταν από άλλα μέρη μακρινά. Ήταν ήρεμος, δυνατός, με την σιγουριά που είχε κι ο πατέρας της. Την ανέλαβε με σταθερό χέρι. Άφησε την οικογένειά της και τις λιγοστές φιλίες της πίσω, τους αποχαιρέτησε και πήγε.

    Καλός ήταν ο άντρας της αλλά δεν ήταν Εκείνος. Και τι μπορούσε να κάνει γι αυτό; Τίποτα. Ήταν δική του πλέον, δοσμένη. Κι αυτή το δέχθηκε αυτό, τον αγκάλιασε, του δόθηκε κομμάτι κομμάτι. Λάθος, δεν του δόθηκε, τον παρακάλεσε να την πάρει. Γιατί; Γιατί ήταν αυτή που ήταν. Την οδηγούσε η φύση της. Κι αυτός, πήρε πρώτα το σώμα της, το περιεργάστηκε, το φίλησε, το μάλαξε, πότε απαλά, πότε δυνατά, βούτηξε μέσα του σα νάταν θάλασσα, δικό του ήταν, κτήση του. Έπεφτε επάνω της τα βράδια, την κρατούσε απ’ τα ξανθά της τα μαλλιά, την έβλεπε που δάκρυζε κρυφά κι αυτός, αντί να σταματήσει για λίγο, να την αφήσει να πάρει μια ανάσα, έσπρωχνε μέσα της ακόμη πιο δυνατά, το πονεμένο βογκητό της ήταν η απόδειξη ότι αυτός ήταν ο Κύριός της τώρα και καλά θα έκανε να μην το ξεχνούσε.
    Αφέθηκε, δεν αντιστάθηκε.

    Έγινε όπως τα υπόλοιπα πράγματα που ανήκαν στον άντρα της, απλά μία ακόμα ιδιοκτησία του. Κάθε ευχή του γινόταν επιθυμία της, κάθε προσταγή του πράξη της. Όχι μηχανικά, όχι επειδή έπρεπε, αλλά επειδή αυτή ήταν η ζωή της τώρα, έτσι συντελέσθηκε το πέρασμα από τον πατέρα στον Κύριό της και τελείωσε. Πρώτα το σώμα, μετά η θέληση, μετά όλα. Οι σκέψεις, οι επιθυμίες, ότι πιο κρυφό και πολύτιμο είχε μέσα της. Ξέχασε τον παιδικό εαυτό της, ξέχασε ποια ήταν, απόμακρο το παρελθόν, σχεδόν ανύπαρκτο. Ξέχασε το άνοιγμα στον τοίχο, τα όνειρα ξεθώριασαν, έγιναν θύμηση μακρινή σαν παραμύθι, η φωνή Εκείνου έσβησε μέσα της. Χάθηκε για πάντα, σαν ψίθυρος στον άνεμο, κι Εκείνος δεν ήταν πια ούτε ένα όνειρο.

    Καθώς περνούσαν τα χρόνια, ο Κύριός της γινόταν όλο και πιο απαιτητικός. Στο σκοτάδι του δωματίου τους έκαναν ότι δεν μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος νους. Σε ποιον να τα πει; Κανένας δεν θα την πίστευε. Η φαντασία του αποδείχτηκε αστείρευτη. Αλλά ένα μυστήριο πράγμα, αυτά που της έκανε, κι αυτά που της ζητούσε να κάνει η ίδια, που την έβαζε να τα ζητάει με φωνή που έτρεμε, την οδηγούσαν σε μια απόκοσμη ηδονή. Συχνά δάγκωνε τα χείλια της μέχρι να ματώσουν, για να μην φωνάξει, και όταν της ξέφευγε η κραυγή, της έκλεινε αυτός το στόμα με την τεράστια τραχιά παλάμη του κι εκεί μέσα μούγκριζε σαν ζώο λαβωμένο, δαγκώνοντας και καταπίνοντας τα σάλια της ανάμεικτα με αίμα. Κι αυτός την ήθελε τόσο πολύ να είναι δικιά του, να την νιώθει υγρή, ιδρωμένη, μία άγρια επιθυμία φούσκωνε μέσα του, την δάγκωνε δυνατά στο σβέρκο, έχωνε τα χέρια του μέσα της και έψαχνε να βρει πώς θα την κάνει να φωνάξει πιο δυνατά. Οι δυο τους έγιναν ένα, μέσα από ένα κράμα σκληρότητας και τρυφερότητας, τα κορμιά τους έγιναν ο δρόμος, από όπου πέρασαν οι δυο ψυχές, σφιχταγκαλιασμένες, ενωμένες μέσα σε ένα ανελέητο και απάνθρωπο πάθος. Ένα.

    Μια μέρα, είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου πλέον, εμφανίστηκε ένας παλιός φίλος του άντρα της. Είχε κάποιες δουλειές στην περιοχή, θα έμενε για λίγο καιρό μαζί τους, είχαν ένα δωμάτιο, για κανένα παιδί το ετοίμαζαν, παιδί δεν είχε έρθει. Ο ξένος ήταν λεπτός, με στρογγυλό πρόσωπο κι ένα πηγούνι με βούλα, σαν το σημάδι του Θεού επάνω του. Το βλέμμα του ήταν έντονο, διαπεραστικό, σαν να είχε χάσει κάποτε κάτι πολύ σημαντικό και να έμεινε για πάντα θυμωμένος γι αυτό. Την κοίταζε με αδιάφορο ύφος, την αγνοούσε σχεδόν επιδεικτικά και μιλούσε μόνο με τον φίλο του για διάφορα θέματα. Αυτή δεν έδωσε σημασία, δεν την ενδιέφερε τίποτε πέρα από το να μην ντροπιάσει τον άντρα της μπροστά στον φίλο του, ήθελε να προσφέρει μια άψογη φιλοξενία κι αυτό ήταν όλο.

    (Συνεχίζεται...)
     
  2. fidakos

    fidakos New Member

    Απάντηση: Η Φαντασίωση της D.

    Η συνέχεια είναι αναμενόμενη. Αλλά αυτό που τραβάει το ενδιαφέρον μου είναι το τέλος. Γιατί δεν μπορείς να προσδιορίσεις τι θα γίνει στο τέλος. Ακόμη και την τελευταία στιγμή δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για το τέλος. Το συγγραφικό μυαλό μπορεί να αλλάξει τα πάντα μέσα σε λίγες γραμμές.
    Μου άρεσαν οι περιγραφές των συναισθημάτων που έβγαιναν με πράξεις ή και το αντίστροφο. Μέσα από τις πράξεις η δημιουργία των διαφόρων συναισθημάτων. Κάτι κάπως απόμακρο για το δικό μου ύφος στο γράψιμό μου... αλλά αυτό είναι που διαχωρίζει το γυναικείο από το ανδρικό μυαλό. Κάποια άλλη κοπέλα μου είπε ότι σαν αρσενικό γράφω με "μαθηματικό" τρόπο...

    Περιμένω να διαβάσω και την συνέχεια Δώρα!
     
  3. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Αν η τέχνη μιμείται την ζωή (δεν βαυκαλίζομαι ότι αυτό εδώ είναι τέχνη) τότε η συνέχεια δεν είναι αναμενόμενη. Όπου εμπλέκεται η ανθρώπινη βούληση και η ελεύθερη επιλογή, ελλοχεύει το απρόβλεπτο.

    Δεν έχω ιδέα τι θα κάνουν οι χαρακτήρες. Φαντάζομαι πως εξαρτάται αποκλειστικά από αυτούς.
     
  4. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Ο ξένος έμεινε μαζί τους αρκετό καιρό. Δεν έδειχνε καμιά βιασύνη να φύγει. Απολάμβανε την μαγειρική της και την θαλπωρή του σπιτιού τους και συζητούσε για διάφορα θέματα κάθε βράδυ με τον άντρα της καθισμένος μπροστά στο τζάκι, καθώς αυτή ασχολούνταν με τις δουλειές του σπιτιού ή έπαιρνε το αγαπημένο της βιβλίο και κλεινόταν στην κρεβατοκάμαρα. Τον απέφευγε. Δεν ήξερε γιατί, λίγο τον φοβόταν, ήταν πολύ κουμπωμένη απέναντί του, και γιατί να μην είναι. Ένας άγνωστος ήταν, τι δουλειά είχε μαζί του;

    Ένα βράδυ, εκεί που ξεφύλλιζε ένα βιβλίο της Beatrix Potter, απολαμβάνοντας ακόμη μία ιστορία του Peter Rabbit και προσπαθώντας να μην σκέφτεται πόσο πολύ ήθελε ένα παιδί, μπήκε στο δωμάτιο ο άντρας της. Κάτι στη ματιά του την ανησύχησε. Είχε πάρει το τρυφερό του ύφος, παιχνιδιάρικο και πονηρό, σαν να επρόκειτο να της κάνει ένα δώρο που δεν θα ήταν δώρο αλλά τιμωρία. Τον ήξερε καλά πια.

    «Ο φίλος μου είναι πολύ ικανοποιημένος από την φιλοξενία που του προσφέρουμε. Εντυπωσιάστηκε τόσο μαζί σου που θέλει να δοκιμάσει και τα υπόλοιπα. Θέλω να το κάνεις.»

    «Ποια υπόλοιπα;» ψέλλισε.

    «Του είπα πόσο ταλαντούχα έχεις γίνει για το κρεβάτι ενός άντρα, σε εκθείασα τόσο πολύ που του κίνησα την περιέργεια. Θέλει να κοιμηθεί μαζί σου.»

    «Μα…δεν καταλαβαίνω. Πώς θα μπορούσα να το κάνω αυτό; Με κάποιον άντρα που δεν του ανήκω, που είναι ένας ξένος, που δεν τον γνωρίζω καθόλου! Κι εσείς, δεν ζηλεύετε; Πώς είναι δυνατόν να μην ζηλεύετε;»

    «Δεν ζηλεύω Δώρα,» της αποκρίθηκε και ήταν τόσο σίγουρος όταν το έλεγε που αυτή κατάλαβε ότι είχε ήδη αποφασίσει μέσα του να την μοιραστεί, να την δανείσει στον φίλο του, για όποιους δικούς του λόγους.

    Το δέχτηκε όπως είχε δεχτεί τα πάντα ως τότε. Είχε δεχτεί τον άντρα της στο σύνολό του και δεν της πέρασε καν από το μυαλό να κρίνει την απόφασή του. Του είχε εμπιστοσύνη, για να την δίνει έτσι απλά θα πει ότι δεν έπρεπε να φοβάται τίποτε και να αφεθεί και να πάει.

    Την πρώτη βραδιά, ο άντρας της έφυγε από το σπίτι, βγήκε έξω. Είπε ότι θα γυρνούσε αργά. Ο ξένος καθόταν κοντά στο τζάκι. Της ένευσε να πάει κοντά του και πήγε. Οι ματιές τους κλείδωσαν η μία μέσα στην άλλη, σε μία πρώτη αναγνώριση. Δεν ήταν αναμέτρηση. Ήταν απλά ένας άντρας και μια γυναίκα, δίπλα σε μια φωτιά που έκαιγε. Και η γυναίκα είχε να υπακούσει σε μια εντολή και θα το έκανε γιατί δεν μπορούσε να απογοητεύσει τον άντρα της. Σύντομα θα μάθαινε τι ήθελε ο ξένος από αυτήν. Αλλά δεν θα έλεγε κανένα όχι.

    «Ξεντύσου,» της είπε αυτός απλά και άναψε τσιγάρο.

    Έβγαλε τα ρούχα της, πρώτα το φουστάνι της, μετά τα παπούτσια και το καλσόν, το σουτιέν και το σλιπάκι. Δεν ντρεπόταν καθόλου. Είχε συνηθίσει στην ολοκληρωτική γύμνια μπροστά σε μία αντρική ματιά και το γεγονός ότι ήταν κάποιος άλλος άντρας αυτός που την κοίταζε, κάποιος με τον οποίο δεν ήταν συναισθηματικά δεμένη, την ερέθιζε για κάποιο λόγο. Ήξερε ότι ήταν αρκετά ελκυστική, με βαριά στήθη, μεγάλες απαλές θηλές, με ξυρισμένο αιδοίο, λίγο σαρκώδες, με δυνατούς μηρούς και στρογγυλά πισινά, φοραδίτσα την έλεγε ο άντρας της, και σαν φοραδίτσα την αντιμετώπιζε όταν έκαναν έρωτα. Συνέχισε να κοιτάζει τον ξένο λίγο αυθάδικα, με μια αμυδρή γκριμάτσα συγκατάβασης. Δεν είχε εντολή να αισθάνεται τίποτα συγκεκριμένο, μπορούσε να αισθάνεται ότι ήθελε.

    Αυτός την κοίταξε καλά καλά, επίμονα, ιδίως στο στήθος της και στο ξυρισμένο της αιδοίο, καπνίζοντας ταυτόχρονα το τσιγάρο του και ρουφώντας μικρές γουλιές από το ουίσκυ του. Αυτή περίμενε την επόμενη εντολή του υπομονετικά. Είχε ήδη διδαχθεί την υπομονή.

    (Συνεχίζεται)
     
  5. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    «Πέσε στα τέσσερα εδώ μπροστά μου και άνοιξε με τα χέρια σου τα κωλομέρια σου.» Η γυναίκα υπάκουσε στην χυδαία εντολή. Του ανοίχτηκε απλά, ως το τέρμα, χωρίς καμία συστολή. Αυτός σηκώθηκε από την καρέκλα του και την πλησίασε. Την κοίταξε καλά καλά και μετά έχωσε την μύτη του παπουτσιού του στον κώλο της. Η γυναίκα δεν κουνήθηκε από την θέση της. Ο ξένος έσκυψε από πάνω της και χάιδεψε τα ξανθά μαλλιά της. Τα στήθη της κρέμονταν βαριά ανάμεσα στα μπράτσα της και δεν μπόρεσε να αντισταθεί να τα πάρει στα χέρια του. Ήταν μαλακά και στρογγυλά και οι ρώγες τεράστιες. Δεν ήθελε να είναι τρυφερός μαζί της, ήθελε να δει αν όλα αυτά που του είχε πει ο φίλος του ήταν αλήθεια. Έλεγχε την τρομερή αλήθεια του ζευγαριού. Αφέντης και σκύλα. Αυτή ήταν η αλήθεια τους.

    Έστριψε τις ρώγες της δυνατά, περιμένοντας το βογκητό της, ή έστω μια γκριμάτσα πόνου. Τίποτα. Η γυναίκα δεν αντέδρασε. Παρέμενε σκυμμένη στα τέσσερα, με το βλέμμα καρφωμένο στο έδαφος.

    «Κοίταξέ με,» της είπε αυτός.

    Σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε. Ο ξένος ανατρίχιασε. Τον μισούσε. Αυτό σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή, μόνο για μια στιγμή. Μετά κατάλαβε. Δεν ήταν μίσος αυτό. Ήταν η επιθυμία της γυναίκας. Παρά την θέλησή της, κι ενώ είχε βρεθεί αναγκασμένη από την εντολή του άντρα της να του δώσει αυτό που θα ζητούσε, ταυτόχρονα αποζητούσε να του το δώσει. Ήταν σαν τις νυχτοπεταλούδες που πετάνε προς το φως, νιώθοντας ότι θα καούν ζωντανές, κι όμως δεν μπορούν να μην πάνε κοντά, να πέσουν πάνω του, και να σβήσουν με μια σιωπηλή κραυγή για πάντα.

    Σήκωσε το χέρι τότε και την χαστούκισε. Την ήθελε τόσο πολύ που ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Είδε το κεφαλάκι της να πηγαινοέρχεται, τα μαλλιά της σκέπασαν το πρόσωπό της. Ανασηκώθηκε λίγο στο ένα χέρι και τα πήγε στην θέση τους. Τον ξανακοίταξε και ήταν λίγο δακρυσμένη. Την χαστούκισε ξανά. Είδε το σημάδι των δαχτύλων του να αποτυπώνεται λευκό στο μάγουλό της. Η φωτιά έκαιγε, η γυναίκα ήταν γυμνή μπροστά του, ήταν ότι πιο ποθητό είχε δει ποτέ στην ζωή του και όμως το βλέμμα της τον ενοχλούσε. Ίσως έφταιγε το χρώμα των ματιών της.

    Της έδεσε τότε τα μάτια να μην τον κοιτάζει. Της πάτησε το κεφάλι με το σκληρό του χέρι μέχρι που το μάγουλο ακούμπησε στο ξύλινο πάτωμα. Της άνοιξε τους μηρούς κλωτσώντας ελαφρά με το πόδι. Μετά έβγαλε τη ζώνη του. Ήθελε να την ακούσει να φωνάζει. Δεν θα σταματούσε μέχρι να την ακούσει να τον παρακαλάει.

    Μία. Η πρώτη βουρδουλιά ακούστηκε δυνατά στη σιωπή. Δύο. Κόκκινα σημάδια στο άσπρο δέρμα. Όχι ακόμα. Τρεις. Τέσσερις. Συνέχισε μεθοδικά και ψυχρά να μαλακώνει το σώμα της, που για λίγες ώρες θα ήταν δικό του. Ολόδικό του. Αλλά ο στόχος του δεν ήταν το σώμα της. Όχι. Ήξερε τώρα ότι η γυναίκα το είχε ήδη δώσει το σώμα της, σ’ αυτόν, έναν ξένο.

    Ίσως ακριβώς επειδή ήταν ξένος.

    Αλλά ήταν κάποιος που ήξερε πώς να αποκτά αυτό που ήθελε. Και θα το αποκτούσε. Ίσως όχι εκείνο το βράδυ. Ίσως ούτε το επόμενο. Στο τέλος θα έπαιρνε αυτό που ήθελε. Όπως το ήθελε.

    Την έδειρε πολύ. Κουβέντα δεν άκουσε. Όταν όμως της έβγαλε το μαντήλι είδε ότι τα χείλια της είχαν ματώσει από το δάγκωμα. Και απέφευγε να τον κοιτάξει.

    (Συνεχίζεται)
     
  6. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Με ρούφηξε μέσα του το γραπτό σου.
     
  7. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Την σήκωσε απαλά και της κράτησε το χέρι σαν να του ήταν πολύτιμη. Το χέρι του ήταν ζεστό και σταθερό. Μια θύελλα άρχισε να παίζει μέσα της. Η καρδιά της χτυπούσε πολύ αργά. Την άκουγε. Μπορούσε να αντέξει το μαστίγωμα, αλλά αυτό…Την κράτησε για μια στιγμή στην αγκαλιά του. Ήταν ολόγυμνη κι αυτός φορούσε ακόμη όλα του τα ρούχα. Χάιδεψε τον πισινό της που έκαιγε από τις βουρδουλιές.

    «Μου αρέσει ο κώλος σου,» της είπε και της χαμογέλασε. «Είναι ιδανικός για μαστίγωμα.» Κι αυτή χαμογέλασε βεβιασμένα.

    «Γονάτισε τώρα να μου τον πάρεις. Και κοίτα να κάνεις καλή δουλειά. Όλον θα τον πάρεις. Και τ’ αρχίδια. Και χωρίς παράπονα.»

    Η ωμότητα της εντολής αντί να την θυμώσει την έκανε να θέλει να γίνει ψυχρή και μεθοδική μαζί του. Να παγώσει αυτό που είχε μέσα της και που απειλούσε να την κουρελιάσει. Τα είχε χαμένα. Αισθανόταν ότι τον ήθελε και ότι δεν τον ήθελε ταυτόχρονα.

    Γονάτισε μπροστά του, υπακούοντας όπως είχε μάθει να κάνει τόσον καιρό τώρα. Του άνοιξε το φερμουάρ και κατέβασε το παντελόνι του ως τα γόνατα. Κατέβασε και το σλιπ και πήρε τον πούτσο του στα χέρια της. Είχε ήδη αρχίσει να σκληραίνει. Έφερε όσο πιο πολύ σάλιο μπορούσε στην γλώσσα της, σάλιωσε καλά την τρυπούλα του και άρχισε να το γλύφει. Ο άντρας το έσπρωχνε βαθιά μέσα στο στόμα της κι αυτή αναγούλιασε για λίγο. Κρατήθηκε όμως και συνέχισε. Του είχε σηκωθεί καλά τώρα και αυτό που έκανε της ήταν ευχάριστο. Κοίταξε προς τα πάνω και οι ματιές τους αντάμωσαν και πάλι. Δεν είχε σκληρότητα στο βλέμμα του. Κατέβηκε πιο χαμηλά, από κάτω του σχεδόν και άρχισε να του γλείφει τ’ αρχίδια. Η μυρωδιά του κορμιού του την ερέθιζε. Κάθισε καλά καλά πάνω στις φτέρνες των ποδιών της και βάλθηκε να τον πλένει με την γλώσσα της σαν γάτα που πλένει τα γατάκια της. Είχε ξεχαστεί σχεδόν στο έργο της, δεν την ένοιαζε ιδιαίτερα ποιος ήταν εκείνη την στιγμή ο αποδέκτης της φροντίδας της, τίποτα δεν είχε πλέον καμία σημασία πέρα από το ότι ήταν μία γυναίκα που έκανε το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.

    «Σταμάτα.» Η φωνή του την συνέφερε. Σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. Τα μάτια του είχαν ξαναγίνει διαπεραστικά. Ένιωσε ένα ελαφρύ ρίγος. Προσπάθησε να το ελέγξει. Ανώφελο.

    «Ήρθε η ώρα να απολαύσω αυτόν τον υπέροχο κώλο. Μπρούμυτα στο σκαμπώ και γρήγορα.»

    Διπλώθηκε πάνω στο σκαμπώ, έβαλε τις παλάμες της στο πάτωμα για αντίσταση και τούρλωσε τον πισινό της προς τα πάνω. Ο άντρας πλησίασε, την άνοιξε με τα δυο του χέρια κι έφτυσε. Άπλωσε λίγο τα σάλια με το χέρι του και μετά, χωρίς να προλάβει να πάρει μια ανάσα, να προετοιμαστεί λίγο, της τον έχωσε όλον μέσα με μια κίνηση. Σαν σπαθί το ένιωσε να μπαίνει μέσα της, σκληρό και καυτό, κι εκεί που ακούμπησε ήταν το τέρμα και την έσκισε στα δύο με έναν ξαφνικό και αβάσταχτο πόνο. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την φωνή της. «Αχ!»

    Η κραυγή της σαν βάλσαμο του φάνηκε, σαν δώρο, πιο ωραίο και από την αίσθηση του πούτσου του κλεισμένου σφιχτά μέσα στο κορμί της, είχε αθέλητα κάνει μια μικρή σύσπαση που τον έκλεινε ακόμη πιο γερά μέσα. Κατάλαβε ότι η γυναίκα πονούσε υπερβολικά και περίμενε για λίγο μέχρι να τον συνηθίσει μέσα της. Δεν ήθελε να την πληγώσει. Την ηδονή της ήθελε. Της χάιδεψε απαλά τη μέση, επίμονα, με κυκλικές κινήσεις, λίγο πιο πάνω από την σχισμή του κώλου της και την ένιωσε που άρχισε να χαλαρώνει. Την ένιωθε με τον πούτσο του. Την ένιωθε.

    «Βάλε τα χέρια σου πίσω απ’ το κεφάλι σου,» την διέταξε τότε. Το έκανε. Τώρα δεν είχε κράτημα από πουθενά, κι αυτός ήταν καρφωμένος μέσα της και μπορούσε να ελέγχει καλά τον τρόπο που την γαμούσε. Άνοιγε κι έκλεινε ο κώλος της με τις κινήσεις του, όταν τον έβγαζε λίγο σφιγγόταν, όταν έσπρωχνε μέσα της χαλάρωνε όσο μπορούσε. Πράγματι ήταν καλή σ’ αυτό που έκανε, σ’ αυτό που δεχόταν να της κάνει, σ’ αυτό που δεν ήταν επιλογή της, που της είχε επιβληθεί και που θα της γινόταν ως το τέλος.

    Με το δεξί του χέρι άρχισε να τρίβει την κλειτορίδα της γυναίκας. Είχε φουσκώσει και ήταν γλιστερή από τα υγρά της. Η γυναίκα άρχισε να βογκάει, ήταν φανερό πώς ο οργασμός της πλησίαζε, και τότε ο άντρας έγινε πιο βίαιος και πιο ορμητικός, δεν σταματούσε το σφυροκόπημα και το χέρι του την έτριβε συνέχεια και έγινε το πιο σκληρό χέρι στον κόσμο και όταν ένιωσε το σπέρμα του να αναβλύζει μέσα της ήρθε και ο δικός της οργασμός, χωρίς να το θέλει σχεδόν, χωρίς να θέλει να του τον δώσει, χωρίς να θέλει να σφαδάζει και να μουγκρίζει σαν ζώο κάτω από το βλέμμα του, δεν τον ντρεπόταν αλλά δεν ήθελε να του δώσει αυτό που ανήκε στον άντρα της, δεν ήταν δικό της για να το δώσει, αλλά του το έδωσε. Κι αυτός έμεινε ικανοποιημένος.

    (συνεχίζεται…)
     
  8. john_slave96

    john_slave96 Contributor

    Τέλειο όπως πάντα. Μας εκφράζει και μας συνεπαίρνει.
     
  9. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Όταν επέστρεψε ο άντρας της την βρήκε να κοιμάται στο κρεβάτι τους. Την ξύπνησε και της ζήτησε να του πει τι είχε γίνει. Δεν ρώτησε πολλές λεπτομέρειες, αλλά κοίταξε τα σημάδια για αρκετή ώρα. Μεγάλες μαύρες λουριδιές αυλάκωναν το κορμί της. Την χάιδεψε απαλά και της είπε:

    «Εντάξει. Ξεκουράσου τώρα.»

    Την επομένη, παρά τις διαμαρτυρίες της, την παρέδωσε πάλι στον άντρα. Αυτή τη φορά την έγδυσε μόνος του, σαν να ήταν μικρό παιδί, μετά πήρε μια κουλούρα σκοινί, το πέρασε σε κάποιο ψηλό σημείο στην κουπαστή της σκάλας και της έδεσε τα χέρια από κει. Ήταν καλά τεντωμένη και πατούσε στις μύτες των ποδιών της. Τα πλευρά της ξεχώριζαν κάτω από το λευκό της δέρμα. Είχε κρύο αυτό το βράδυ και οι ρώγες της ήταν πετρωμένες. Έσκαψε μέσα της και βρήκε τα αποθέματα της αντοχής που ήξερε ότι έχει, και ορθώθηκε εμπρός του. Δεμένη και στο έλεός του, αλλά όχι απελπισμένη. Όχι ακόμα.

    Ο ξένος την άφησε να κρέμεται εκεί στο κρύο μέχρι να τελειώσει το ποτό του. Το έπινε αργά αργά καθώς ανασκάλευε την φωτιά. Κάποτε σηκώθηκε, έβγαλε το πουλόβερ του κι έμεινε με το άσπρο του μπλουζάκι και το μαύρο του παντελόνι. Δεν ήταν ιδιαίτερα μεγαλόσωμος αλλά ήταν πολύ γοητευτικός με τα γαλάζια μάτια του και την ανικανοποίητη, μισοθυμωμένη έκφρασή του και το ελαφρά αξύριστο πηγούνι του. Την πλησίασε αργά, κρατώντας έναν ελαστικό ιμάντα στο χέρι του.

    «Απόψε θα παρακαλέσεις. Θέλω να με παρακαλούν οι γυναίκες μου. Όταν αρχίσεις να παρακαλάς θα σταματήσει ο πόνος. Κατάλαβες;»

    Ένευσε καταφατικά. Τον άντρα της δεν είχε χρειαστεί ποτέ να τον παρακαλέσει, ήξερε από μόνος του πότε να σταματά. Δεν της άρεσε να παρακαλάει. Δεν ήξερε πώς. Φοβόταν αλλά ήταν πολύ ερεθισμένη ταυτόχρονα. Δεν είχε ιδέα τι θα της έκανε ο ξένος, ο άντρας της δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ κανενός είδους εργαλείο επάνω της. Έλεγε ότι του αρκούν τα χέρια του, τα πόδια του και ο πούτσος του. Και αρκούσαν.

    Έφερε τον ιμάντα γύρω από την πλάτη της μια φορά και τύλιξε το κάθε στήθος χωριστά. Το λάστιχο χώθηκε στο πετσί της, τα στήθη της φούσκωσαν και έμειναν στητά, καλά χωρισμένα το ένα από το άλλο, σχεδόν παραμορφωμένα. Ο ξένος στερέωσε το δέσιμο και απομακρύνθηκε λίγο να καμαρώσει το έργο του.

    «Πολύ όμορφα,» αποφάνθηκε. «Για να δούμε τώρα πόσο υγρή είσαι.»

    Της έχωσε δυο δάχτυλα μονομιάς και τα έσπρωξε βαθιά μέσα της. Την τράνταξε προς τα πάνω με το χέρι του κι αυτή μούγκρισε. Το στήθος της την έκαιγε και η ηδονή της περίμενε μέσα στην κοιλιά της σιωπηλά σαν πεινασμένη λέαινα. Δεν είχε αφεθεί, δεν μπορούσε να αφεθεί μαζί του. Ήταν σαν να πάλευε με τον άντρα, μια μάχη που ήξερε ότι θα χάσει.

    Έβγαλε το χέρι του έξω και της το έχωσε στο στόμα. Γεύτηκε το μουνί της γλείφοντας λαίμαργα τα μακριά του δάχτυλα.

    «Αχόρταγη πουτανίτσα,» γέλασε αυτός, «κοίτα πώς έγινε το στήθος σου. Μωβ. Κοντεύει να σκάσει.»

    Κοίταξε κάτω και πράγματι τα στήθη της είχαν φουσκώσει. Όλο το αίμα είχε συγκεντρωθεί στις θηλές και μικρές φλέβες ξεχώριζαν κόκκινες πάνω στο δέρμα της.

    Της πέρασε μανταλάκια πάνω στις ρώγες και το ένιωσε σαν ένα μικρό ακρωτηριασμό, αν και το άντεξε καλά. Μετά άρχισε το μαρτύριο. Με τα ακροδάχτυλά του την χάιδευε από την βάση του κάθε στήθους μέχρι την ρώγα, ξανά και ξανά, μαζεύοντας το αίμα εκεί. Χτυπούσε απότομα με τα δάχτυλα τις θηλές αδιαφορώντας για τα μανταλάκια που χόρευαν τρελά συμπαρασύροντας το πιασμένο πετσί.

    «Θα σου τα κάνω να σκάσουν» της είπε «αν δεν παρακαλέσεις.»

    Τον κοίταξε ικετευτικά αλλά δεν ήξερε τι να πει, δεν ήξερε να παρακαλά. Ήταν άγνωστο στη φύση της. Αλλά αυτός θα την δίδασκε.

    Πήρε τότε ένα μαστίγιο με ουρές και άρχισε να την χτυπά πάνω στο πρησμένο της στήθος. Ήταν πολύ προσεκτικός και απέφευγε τις θηλές. Χτυπούσε στο επάνω μέρος του στήθους, στο σαρκωμένο κομμάτι. Το έκανε τόση ώρα όση χρειάστηκε. Ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω. Ήξερε ακριβώς πότε θα ήταν έτοιμη να παρακαλέσει. Λίγο πριν το τελικό χτύπημα σταμάτησε για κλάσμα του δευτερολέπτου και την κοίταξε κατευθείαν μέσα στα μάτια για να δει τι ακριβώς είχαν μέσα τους τη στιγμή που το έλεγε:

    «Σε παρακαλώ. Φτάνει. Δεν αντέχω άλλο. Με σκοτώνεις. Ω φτάνει.»

    Στα λόγια της ο πούτσος του έγινε σκληρός και η καρδιά του άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα. Ήθελε να την γαμίσει τώρα. Τώρα που δεν μπορούσε να παλέψει άλλο. Της έβγαλε τα μανταλάκια, παίρνοντας αμέσως τον αφόρητο πόνο μέσα στην παλάμη του. Την χάιδεψε, απάλυνε όσο μπορούσε το κάψιμο, της έλυσε το στήθος αλλά όχι τα χέρια. Η γυναίκα κρεμόταν από το σκοινί, άβουλη, νικημένη, αλλά αυτός ήξερε ότι μέσα της περίμενε η επιθυμία. Και τώρα ήταν μία επιθυμία που μπορούσε αυτός να την χειριστεί, να την οδηγήσει όπως θέλει.

    Την άρπαξε από τη μέση, σήκωσε τα πόδια της και τα τύλιξε γύρω από την μέση του και της έμπηξε τον πούτσο του. Οι ανάσες τους μπλέχτηκαν, τα στόματά τους αναζήτησαν το ένα το άλλο από μόνα τους, οι δυο τους ενώθηκαν, η γλώσσα της έσπρωχνε την δικιά του, μπήκαν ο ένας μέσα στον άλλον ορμητικά, δεν μπορούσαν πια να ξεχωρίσουν που αρχίζει ο ένας και που τελειώνει ο άλλος, και τώρα δεν είχε κρύο πια, ούτε έξω ούτε μέσα τους, καίγονταν μαζί σε μια δαιμονισμένη απόλαυση που πλησίαζε την κορύφωση, ανέβαιναν, ανέβαιναν λαχανιάζοντας, κι εκεί στην κορυφή, χάθηκε ο χρόνος και άρχισαν να πεθαίνουν μαζί, κατεβαίνοντας, κατεβαίνοντας, μέχρι το τέλος.

    Την έλυσε και την πήγε αγκαλιά στο κρεβάτι της. Ήταν ξέπνοη. Κι αυτός….Κάτι φοβερό του είχε συμβεί. Κάτι που δεν έπρεπε να έχει συμβεί.

    Την ήθελε για δικιά του.

    (Συνεχίζεται…)
     
  10. Maley

    Maley Contributor

    Απάντηση: Η Φαντασίωση της D.

    .....παω για ενα συντομο κρυο ντουζ..και επανερχομαι να το εμπεδωσω..
     
  11. john_slave96

    john_slave96 Contributor

    Δεν χρειάζεται να το εμπεδώσεις. Ούτε μπορείς. Το καλύτερο είναι να το βιώσεις.
     
  12. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Πέρασαν δύο μήνες περίπου. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Κάθε βράδυ η επαφή με τον ξένο την τσάκιζε, την κουρέλιαζε. Με έναν περίεργο τρόπο όμως αυτό της είχε γίνει αναγκαίο. Και τα λόγια του, αυτά που της έλεγε, της θύμιζαν τόσα πολλά, πράγματα που ένιωθε ότι τα ήξερε κι από πριν, από μία πρότερη ζωή, σχεδόν ξεχασμένη.

    Ο άντρας της δεν συμμετείχε ποτέ. Της μιλούσε ελάχιστα πια. Ήθελε μόνο να βλέπει τα σημάδια της. Τίποτε άλλο. Την κρατούσε σε απόσταση, ακόμη και όταν αυτή προσπαθούσε να τον πλησιάσει, αυτός την έσπρωχνε απαλά μακριά του.

    Άρχισε να δένεται με τον ξένο όλο και περισσότερο. Κάθε βράδυ, όταν έπαιρνε να σουρουπώνει, περίμενε να ακούσει την πόρτα που έκλεινε πίσω από τον άντρα της, τα βήματά του να απομακρύνονται στη σκάλα και την φωνή του ξένου να την καλεί να πάει κοντά του. Δεν ήταν πια ξένος, όχι, όχι μέσα της τουλάχιστον. Γονάτιζε μπροστά του γυμνή, της φαινόταν κάτι το πολύ φυσικό, τον αγκάλιαζε και έτριβε το κεφάλι της στα γόνατά του. Δεν μπορούσε να του αντισταθεί πια. Κάτι μέσα της είχε ανοίξει μια πόρτα που θα έπρεπε να είχε παραμείνει κλειστή αλλά δεν έμεινε, και δεν ήξερε πια πώς να την ξανακλείσει.

    Κι αυτός μπήκε μέσα, με το έτσι θέλω, με τις μαύρες μπότες του, με τα θυμωμένα μάτια του, τα σκληρά του χέρια, και την κρατούσε σφιχτά κάθε βράδυ, μέχρι να νοιώσει τους σπασμούς της, μέχρι να την ακούσει να φωνάζει. Και μετά, αφού έπαιρνε ότι ήθελε, πολύ μετά, τα ξημερώματα, την άφηνε να πάει να ξεκουραστεί.

    Μια μέρα, όταν πια είχε μπει για τα καλά η Άνοιξη, οι δύο άντρες την φώναξαν να της μιλήσουν.

    «Θα φύγω» είπε ο ξένος «και θέλω να έρθεις μαζί μου.»

    Ταράχτηκε, σταμάτησε να αναπνέει, σαν ζώο που το χτυπούνε ξαφνικά χωρίς λόγο και σηκώνει το κεφάλι τρομαγμένο. Κοίταξε τον άντρα της. Το βλέμμα του ήταν ανεξιχνίαστο, σοβαρό, αλλά εκείνη η ίδια φλόγα παιχνίδιζε μέσα στα μάτια του, όπως εκείνη την πρώτη φορά που της έδωσε το δώρο του ξένου, ή μήπως αυτή ήταν το δώρο, δεν ήξερε πια.

    «Τι είναι αυτά που λέει Κύριε, πώς είναι δυνατόν να γίνει αυτό; Δεν θέλω να φύγω από το σπίτι μου. Εδώ ανήκω, μαζί σας.»

    Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν.

    «Ήταν επόμενο. Το περίμενα αυτό,» είπε ο άντρας της. «Αλλά βλέπεις, λέει ότι σε ξέρει από παλιά. Από τότε που ήσουν μικρή. Κι εγώ θεωρώ ότι η απόφαση ανήκει τελικά σε σένα.»

    «Δεν τον ξέρω. Δεν τον θυμάμαι.»

    «Με ξέρεις,» είπε ο ξένος. «Αλλά τι σημασία έχει αυτό; Σε θέλω μαζί μου εκεί που θα πάω, και η απόφαση είναι δική σου.»

    «Μα…γιατί;» ψέλλισε. Δεν καταλάβαινε τίποτε πια. «Πες μου τουλάχιστον αυτό. Γιατί;»

    «Γιατί με γκαυλώνει η γκαύλα σου» είπε αυτός και τα μάτια του θύμωσαν πιο πολύ.

    Ανατρίχιασε πάλι. Δεν ήξερε τι να πει. Πώς μπορούσε να αφήσει τον άντρα της, αυτόν με τον οποίο είχε γίνει ένα, μία βούληση και μία επιθυμία, για τόσο καιρό; Αισθανόταν ότι του ανήκε τόσο ολοκληρωτικά και απόλυτα που ακόμη και στη σκέψη ότι θα μπορούσε να φύγει μακριά του ένιωθε σαν χαμένη.

    «Μην ανησυχείς. Δεν είναι δύσκολο,» είπε ο άντρας της. «Θα αφήσεις το σώμα σου να διαλέξει. Αυτό ξέρει.»

    Ήθελε να φωνάξει. Το σώμα; Τι ξέρει το σώμα; Πώς μπορεί να αποφασίσει το σώμα; Το φοβόταν το σώμα της. Δεν ήταν υπάκουο. Ήταν ένα ατίθασο σώμα, δεν το εμπιστευόταν καθόλου. Όχι, λάθος ήταν αυτό, λάθος. Το εμπιστευόταν πια. Τώρα πια ναι. Τι περίεργο! Πώς είχε γίνει αυτό;

    Της έδεσαν τα μάτια τότε και την οδήγησαν στην κρεβατοκάμαρα. Της έβγαλαν όλα της τα ρούχα και την έδεσαν ανάσκελα στο κρεβάτι. Αισθάνθηκε να της σηκώνουν τα πόδια και να τα δένουν από τους αστραγάλους μαζί με τα χέρια της στα κάγκελα του κρεβατιού. Ήταν δεμένη ορθάνοιχτη μπροστά στους δύο άντρες, ο ένας οικείος, δικός της, ή μάλλον αυτή ήταν δική του. Ο άλλος, ο ξένος που δεν ήταν ξένος. Άρχισε να τρέμει. Συνέχισε να τρέμει όταν έβαλαν τα χέρια τους πάνω στο κορμί της, έτρεμε και όταν άρχισαν να την χαϊδεύουν παντού, να της στρίβουν τις ρώγες, την χάιδευαν τώρα ξεδιάντροπα, χυδαία, δάχτυλα χώνονταν μέσα στο στόμα της, μπήκαν στο μουνί της, χώθηκαν πίσω της και την ανασκάλευαν, ένα ανδρικό μόριο μπήκε στο στόμα της, δεν ήξερε αν ήταν του άντρα της, μάλλον ναι, σίγουρα ναι, ήξερε καλά το μέγεθος και το σχήμα, αν και ήταν παρόμοιο με του ξένου, και η μυρωδιά του κορμιού τους έμοιαζε, είχε μπερδευτεί, το πήρε με τα χείλη της, το έγλειψε, και αυτός, όποιος κι αν ήταν, το έχωσε βαθιά μέσα μέχρι το λαρύγγι της, αναγούλιασε λίγο, αλλά δεν μπορούσε να γυρίσει το κεφάλι και συνέχισε να το παίρνει όλο μέσα στο στόμα της, είχε σταματήσει να τρέμει, και τότε ένιωσε κάτι να μπαίνει στο μουνί της, ήταν κάτι πολύ σκληρό και κρύο, αναρωτήθηκε τι να της έβαζε, δάκρυσε και άρχισε να βογκάει, χάθηκε μέσα σε μία θάλασσα άγνοιας και επιθυμίας, ένιωθε αυτό που της γινόταν σαν να ήταν ένα ζώο, δεν την ένοιαζε, δεν σκεφτόταν, μόνο αυτό, «κι άλλο, θέλω κι άλλο» και ο ένας έχυσε μέσα στο λαρύγγι της και τον ήπιε λαίμαργα και ήταν τόσο γλυκός, σαν ποταμίσιο νερό ήταν, ω ήταν σίγουρη πως ήταν ο άντρας της και ο άλλος έβγαλε το κρύο αντικείμενο που τώρα ήταν ζεστό και της έχωσε το μόριό του και αυτό ήταν πιο ζεστό, έκαιγε η σάρκα του, και το έχωσε τόσο απότομα μέσα της που έφτασε τον τράχηλο της μήτρας της με την μία, ω αυτός ήταν ο άντρας της, τον αναγνώριζε τώρα, μα πώς είχε κάνει αυτό το λάθος, έσπρωχνε προς τα πάνω με την κοιλιά της να τον πάρει πιο πολύ μέσα της, ολόκληρο μέσα ως τη ρίζα, ήταν τόσο υγρή, όχι απλά νωπή, είχε πλημμυρίσει πια με τα πηχτά υγρά της, κολλούσαν τα δυο κορμιά και έφευγαν μαζί, «ναι, εσύ είσαι, εσύ, εσύ , εσύ, εσύ» και δεν άντεχε άλλο, τελείωσε μαζί του φωνάζοντας δυνατά χωρίς λόγια και ψάχνοντας να βρει το στόμα του μα δεν το έβρισκε, κουνούσε μόνο το κεφάλι δεξιά και αριστερά σαν μωρό και όταν έμειναν ακίνητοι πια ήταν σαν να χόρτασε για λίγο η λαχτάρα της γι αυτόν μέσα στο κορμί της, έλιωσε σε μια γλυκιά παράδοση αλλά η λαχτάρα ήταν ακόμα εκεί και το ήξεραν και οι δυο τους ότι δεν θα μπορούσαν να χορτάσουν ο ένας τον άλλον ποτέ.

    Τα χέρια την έλυσαν τότε, άνοιξε τα μάτια της και τους είδε δίπλα της να της χαμογελάνε. Ήταν τόσο όμορφοι και οι δύο. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι, είχε μουδιάσει ολόκληρη από το σφιχτό δέσιμο, πονούσε τώρα παντού, μα όχι τόσο όσο πόνεσε το χάδι του άντρα της στα μαλλιά της και τα λόγια που της είπε, χωρίς το παραμικρό ίχνος αμφιβολίας τα είπε, χωρίς να δείχνει στο παραμικρό ότι έχανε κάτι, γιατί για να χάσεις κάτι πρέπει πρώτα να το έχεις αποκτήσει, μπορεί να ανοίξεις μία πόρτα και να μην μπεις μέσα, και αυτή ήξερε τώρα την διαφορά, και δεν της είπε πολλά, δεν χρειάστηκε, πάντα ήταν λιγόλογος μαζί της, γιατί καταλάβαιναν απόλυτα ο ένας τον άλλον, με ένα είδος αιώνιας αγάπης και αφοσίωσης.

    «Αντίο Δώρα,» της είπε.

    Κι αυτή έσκυψε το κεφάλι, όχι μόνο επειδή τον σεβόταν, όχι μόνο επειδή τον ευγνωμονούσε, όχι επειδή δεν μπορούσε να πει αντίο, γιατί το είχε ήδη πει, αλλά επειδή δεν ήθελε να δει τα δάκρυά της μην τυχόν στενοχωρηθεί.