Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η Φιλοσοφία του Noir - Gilles Deleuze

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος echo, στις 12 Μαρτίου 2011.

  1. echo

    echo ***

    Η Σειρά Νουάρ [Serie Noire] γιορτάζει ένα σημαντικό γεγονός: το χιλιοστό της νούμερο. Υπάρχει μια συνάφεια, μια ιδέα σ' αυτή τη σειρά που οφείλει τα πάντα στον διευθυντή της. Η λογοτεχνία είναι όπως η συνείδηση: φτάνει πάντοτε αργοπορημένη. Για την αστυνομία, το έγκλημα και τις μεταξύ τους σχέσεις, όλα όσα γνωρίζουμε δεν είναι τίποτ' άλλο απ' όσα διαβάζουμε στις εφημερίδες ή μέσα από τη γνώση συγκεκριμένων απομνημονευμάτων. Αλλά αυτά τα πράγματα δεν έχουν εκφραστεί σ' ένα λογοτεχνικό ρεύμα, δεν έχουν περάσει στην κατάσταση των λογοτεχνικών κοινοτοπιών. Ήταν ο Marcel Duhamel [δημιουργός της Σειράς Νουάρ το 1945 και διευθυντής της μέχρι το 1977, σ.τ.Μ.] που ήρθε να καλύψει αυτή την καθυστέρηση, σε μια εποχή ιδιαιτέρως ευνοϊκή.

    Ο Malraux είχε πει το ουσιώδες στην εισαγωγή του στο Άδυτο: ο Faulkner γνώριζε πολύ καλά ότι οι ντετέκτιβ δεν υπάρχουν, ότι η αστυνομία δεν εξαρτάται ούτε από την ψυχολογία ούτε από την εξυπνάδα, αλλά από την κατάδοση• και δεν είναι τόσο οι Moustache ή οι Tapinois, ταπεινοί στοχαστές στο Quai des Orfevres, που συλλαμβάνουν τους διαφεύγοντες δολοφόνους, όσο η συνηθισμένη αστυνομία...». Η Σειρά Νουάρ ήταν κυρίως η προσαρμογή για το μεγάλο κοινό του Άδυτου (το μαρτυρά το βιβλίο του Chase Άγριες Ορχιδέες) και μια γενίκευση της εισαγωγής του Malraux.

    Στην παλιά αντίληψη του αστυνομικού μυθιστορήματος, υπάρχει ένας ευφυής ντετέκτιβ που αφιερώνει όλη του την ψυχολογική δύναμη για τη διερεύνηση και ανακάλυψη της αλήθειας. Η αλήθεια κατανοείται κατά τρόπο απολύτως φιλοσοφικό, σαν αποτέλεσμα της κοπιώδους προσπάθειας και των πνευματικών διεργασιών. Και να που η αστυνομική έρευνα υιοθετεί σαν μοντέλο της την επιστημονική έρευνα και, σ' αντίθεση με την τελευταία, ένα παράξενο αντικείμενο: το προς εξιχνίαση έγκλημα.

    Υπήρχαν κάποτε δύο σχολές του αληθούς: η γαλλική (Descartes), στην οποία η αλήθεια είναι ζήτημα μιας βασικής αντίληψης, από την οποία συνάγονται με ακρίβεια όλα τα άλλα• και η αγγλική σχολή (Hobbes), για την οποία το αληθές επάγεται από άλλα στοιχεία, εννοώντας ότι ξεκινάμε από χειροπιαστές αποδείξεις. Εν συντομία: συναγωγή και επαγωγή. Το αστυνομικό μυθιστόρημα, στο εσωτερικό μιας ίδιας κίνησης, αναπαρήγαγε αυτή τη δυαδικότητα και την απεικόνισε με τα αριστουργήματα του. Η αγγλική σχολή: ο Conan Doyle με τον Sherlock Holmes, θαυματουργός ερμηνευτής μιας σειράς σημαδιών, επαγωγικό δαιμόνιο. Η γαλλική σχολή: ο Gaboriau με τον Tabaret και τον Lecoq, κατόπιν ο Gaston Leroux με τον Rouletabille (ο Rouletabille επικαλείται πάντοτε «το φως της λογικής», «τον κύκλο ανάμεσα σε δύο εξογκώματα στο μέτωπο του», για να αντιτάξει επακριβώς τη θεωρία ίου περί βεβαιότητας έναντι της επαγωγικής μεθόδου, της αγγλοσαξωνικής θεωρίας).

    Το ενδιαφέρον μπορεί εξίσου δικαιολογημένα να στραφεί στην πλευρά του εγκληματία. Ακολουθώντας έναν νόμο του μεταφυσικού στοχασμού: ο εγκληματίας δεν είναι λιγότερο ασυνήθιστος από τον αστυφύλακα. Κι αυτός εντάσσεται στο σχήμα δικαιοσύνης και αλήθειας, όπως και σ' αυτό των συναγωγικών και επαγωγικών δυνατοτήτων. Εξ ου η δυνατότητα ύπαρξης δύο μυθιστορηματικών σειρών, με τη μία να έχει ως ήρωα τον αστυφύλακα και με την άλλη τον εγκληματία. Ο Leroux τα κατάφερε σε αμφότερες τις σειρές με τους Rouletabille και Cherie-Bibi. Οι δυο τους δεν συναντώνται ποτέ, δίνουν ζωή σε διαφορετικές σειρές (δεν θα μπορούσαν να συναντηθούν χωρίς ο ένας από τους δύο να γελοιοποιηθεί: βλέπε την απόπειρα του Leblanc με τον Arsen Lupen και τον Sherlock Holmes. Αλλά ο Rouletabille και ο Cherie-Bibi, όπου ο ένας είναι το άλτερ έγκο του άλλου, έχουν την ίδια μοίρα, τον τον ίδιο πόνο, την ίδια αναζήτηση της αλήθειας. Αυτή η μοίρα, αυτή η έρευνα, είναι εκείνη του Οιδίποδα (ο Rouletabille είναι προορισμένος να σκοτώσει τον πατέρα του, ενώ ο Cherie-Bibi που παρευρίσκεται στην παράσταση του Οιδίποδα ουρλιάζει «Εγώ είμαι!»). Μετά τη φιλοσοφία η ελληνική τραγωδία.

    Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει πολύ το γεγονός ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα αναπαράγει τόσο καλά την ελληνική τραγωδία, επειδή για να υπογραμμιστεί αυτή η ταύτιση επικαλούμαστε τον Οιδίποδα: μα είναι ο Οιδίπους, ακριβώς, η μοναδική ελληνική τραγωδία που έχει αυτή την αστυνομική δομή. Πρέπει να ξαφνιαζόμαστε από το ότι ο Οιδίπους του Σοφοκλή είναι αστυφύλακας και όχι από το ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα παραμένει οιδιποδικό. Αποτίουμε φόρο τιμής στον Le-roux: εξαίρετος μυθιστοριογράφος της γαλλικής λογοτεχνίας, ιδιοφυΐα στις διατυπώσεις. Αλλά με τη Μαύρη Σειρά το βασικά αστυνομικό μυθιστόρημα πέθανε. Χωρίς αμφιβολία, στην πλειονότητα αυτής της σειράς, πολλά βιβλία ικανοποιούνται με το να αλλάζουν την εξωτερική όψη του ερευνητή (καθιστώντας τον πότη, ερωτικό, παράφορο), αλλά διατηρώντας την παλιά δομή: απροσδόκητη ανεύρεση ενός αναπάντεχου ενόχου, όλα τα πρόσωπα μαζί για μια συμπερασματική εξήγηση στο τέλος του βιβλίου - δεν βρίσκεται εδώ η καινοτομία.

    Η καινοτομία, ως καρπός της λογοτεχνίας, έγκειτο κυρίως στο να μας διδάξει ότι η αστυνομική δραστηριότητα δεν έχει καμία σχέση με μια μεταφυσική ή επιστημονική αναζήτηση της αλήθειας. Το εργαστήριο της αστυνομίας δεν προσομοιάζει στην επιστήμη περισσότερο απ' όσο τα τηλεφωνήματα των πληροφοριοδοτών, οι αναφορές της χωροφυλακής ή τα βασανιστήρια δεν προσομοιάζουν σε μια μεταφυσική συζήτηση. Ως γενικός κανόνας, διακρίνονται δύο περιπτώσεις: η επαγγελματική δολοφονία, για την οποία η αστυνομία γνωρίζει πολύ γρήγορα, λίγο πολύ, ποιος είναι ο ένοχος• και η δολοφονία με σεξουαλικό υπόβαθρο, για την οποία ένοχος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε. Αλλά σε αμφότερες τις περιπτώσεις το πρόβλημα δεν τίθεται με όρους αλήθειας. Πρόκειται κυρίως για έναν απροσδόκητο συμψηφισμό λαθών: τσάκωμα του ενόχου, γνωστού αλλά χωρίς αποδείξεις, σε πεδία διαφορετικά από εκείνα της εγκληματικής του δραστηριότητας (έτσι έχουμε το αμερικανικό σχήμα του ατιμώρητου γκάνγκστερ, ο οποίος συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για φορολογικές παραβάσεις)- προσμονή ώστε ο ένοχος είτε να εκδηλωθεί είτε να ξαναρχίσει την εγκληματική του δραστηριότητα, προκαλώντας τον, υποχρεώνοντας τον να εκδηλωθεί μέσα από μια παγίδα.

    Η Σειρά Νουάρ μας συνήθισε στον τύπο του αστυφύλακα που πάει στα κουτουρού, είναι έτοιμος να επαναλάβει τα λάθη του, όμως θα φτάσει οπωσδήποτε κάπου. Από την άλλη πλευρά, μας βάζει να παρευρισκόμαστε στη λεπτομερή προετοιμασία ενός χτυπήματος και στην εκτύλιξη μικρών λαθών, που στην πορεία θα γίνουν τεράστια (είναι απ' αυτή την άποψη που η Σειρά Νουάρ επηρέασε τον κινηματογράφο). Όντας αθώος, ο αναγνώστης καταλήγει να εκπλήσσεται με τα τόσα λάθη, το ένα μετά το άλλο. Ακόμη και η αστυνομία, όταν πραγματοποιεί ένα χτύπημα, το κάνει με τόσο αδέξιο τρόπο, ώστε μοιάζει να θέλει να προκαλέσει την κοινή γνώμη.

    Το γεγονός είναι πως η αναζήτηση της αλήθειας δεν αποτελεί καθόλου στοιχείο της έρευνας: δεν μπορούμε σίγουρα να σκεφτούμε ότι ο συμψηφισμός των λαθών έχει σαν σκοπό την αποκάλυψη της αλήθειας. Αντιθέτως: αυτός ο συμψηφισμός έχει τη δική του διάσταση, την επάρκεια του, ένα είδος ισορροπίας ή αποκατάστασης της ισορροπίας, μια διαδικασία επανόρθωσης που επιτρέπει σε μια κοινωνία, στα όρια του κυνισμού, να κρύβει αυτό που θέλει να κρύβει, να δείχνει αυτό που θέλει να δείχνει, να αρνείται το προφανές και να διακηρύσσει το απίθανο. Ο εγκληματίας, που δεν τον βρίσκει η αστυνομία, μπορεί να δολοφονηθεί από τους δικούς του εξαιτίας των λαθών που διέπραξε και η αστυνομία μπορεί να θυσιάσει δικούς της εξαιτίας άλλων λαθών, και ιδού πως αυτός ο συμψηφισμός δεν έχει άλλο σκοπό από τη διαιώνιση μιας ισορροπίας που αντιπροσωπεύει ολόκληρη την κοινωνία στην πλέον υψηλή δυνατότητα ύπαρξης του ψευδούς.
    Είναι η διαδικασία της επανόρθωσης, της ισορροπίας ή του συμψηφισμού που επίσης εμφανίζεται στις ελληνικές τραγωδίες (κυρίως εκείνες του Αισχύλου). Το μεγαλύτερο μυθιστόρημα αυτού του είδους, το πλέον αγαπητό από κάθε άποψη, δεν ανήκει στη Σειρά Νουάρ: πρόκειται για το Les Gommes του Robbe-Grillet, στο οποίο εκτυλίσσεται ένας εξαίρετος συμψηφισμός λαθών, με τον συνδυασμό μιας αισχυλικής ισορροπίας και μια οιδιποδικής έρευνας.

    Με τη Σειρά Νουάρ η δύναμη του ψευδούς έγινε, από λογοτεχνική άποψη, το κατ' εξοχήν αστυνομικό στοιχείο. Κάτι που έχει και μιαν άλλη συνέπεια: οι σχέσεις αστυνομικού-εγκληματία δεν εμπίπτουν πλέον, προφανώς, στη σφαίρα ενός μεταφυσικού στοχασμού. Η διείσδυση είναι πραγματική, οι προθέσεις βαθιές και συμψηφιστικές. Do ut des, ανταλλαγή υπηρεσιών, όχι λιγότερο συχνά προδοσία αμφοτέρων των πλευρών. Όλα μας θυμίζουν τη μεγάλη τριάδα της δύναμης του ψευδούς: κατάδοση-διαφθορά-βασανιστήριο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η αστυνομία εγκαθιδρύει αυτόνομα και με δική της πρωτοβουλία, αυτή την ανησυχητική συνενοχή. Ο μεταφυσικός στοχασμός του αρχαίου μυθιστορήματος έδινε χώρο στο καθρέφτισμα του άλλου. Μια κοινωνία σκέφτεται για την αστυνομία και τους εγκληματίες της, ενώ αναζητεί καταφύγιο στα βαθιά νοήματα.

    Ξέρουμε ότι η καπιταλιστική κοινωνία συγχωρεί πιο εύκολα την κλοπή, τη δολοφονία, τα βασανιστήρια σε παιδιά, κάτι που δεν κάνει με την ακάλυπτη επιταγή, το μοναδικό θεολογικό έγκλημα, το έγκλημα εναντίον του πνεύματος. Ξέρουμε καλά ότι οι μεγάλες «επιχειρήσεις» ενέχονται σ' έναν συγκεκριμένο αριθμό σκανδάλων και πραγματικών εγκλημάτων αντιστρόφως το έγκλημα έχει οργανώσει αυστηρά διαρθρωμένες επιχειρήσεις, με συγκεκριμένη δομή, διοικητικό συμβούλιο και μάνατζερ. Η Μαύρη Σειρά μας κατέστησε οικείο έναν συνδυασμό πολιτικο-εγκληματικών επιχειρήσεων που, παρ' όλες τις αποδείξεις της αρχαίας και μοντέρνας ιστορίας, δεν είχε ακόμη βρει τη λογοτεχνική του έκφραση.

    Η αναφορά Kefauver [αναφορά του ομώνυμου δημοκρατικού γερουσιαστή σχετικά με τις εγκληματικές δραστηριότητες στις ΗΠΑ το 1952, σ.τ.Μ.] βρίσκεται πίσω από πολλά κείμενα της Σειράς Νουάρ. Πολλοί ικανοποιούνταν να τη λογοκλέπτουν ως ελάχιστη κίνηση την πέρασαν στο καθημερινό μυθιστόρημα. Το καθεστώς του Trujillo, του Batista -του Hitler ή του Franco ή οποιουδήποτε άλλου, αφού όλοι σκέφτονται την υπόθεση Ben Barka, είναι ένα μίγμα που το βρίσκουμε ακριβώς στη Σειρά Νουάρ. Ο Asturias έχει γράψει ένα ευφυέστατο μυθιστόρημα, το El Senor Presidente, ενώ αυτό που όλοι εμείς αναζητούμε, δηλαδή το μυστικό αυτής της ενότητας γκροτέσκου και τρομακτικού, τρόμου και κωμωδίας, της σύνδεσης πολιτικής εξουσίας, οικονομικής δύναμης, αστυνομικής και εγκληματικής δραστηριότητας, υπήρχε ήδη στον Σουητώνιο, τον Shakespeare, τον Jarry, στον Asturias: επαναφέροντας τα όλα αυτά η Σειρά Νουάρ, μήπως μας βοήθησε να κάνουμε βήματα προς την κατανόηση αυτής της συμμαχίας, του γκροτέσκου και του τρομακτικού, που, αναλόγως με τις περιστάσεις, ορίζει τη ζωή του καθενός μας;

    Λοιπόν η Σειρά Νουάρ μεταμόρφωσε τις εκτιμήσεις μας, τις αστυνομικές φαντασιώσεις μας. Η στιγμή είχε φτάσει. Μήπως ήταν καλό για μας να συμμετάσχουμε, υπό τις παρούσες συνθήκες, στην «τρέχουσα λογοτεχνία», χάνοντας έτσι την πραγματικότητα και μια συγκεκριμένη δύναμη αγανάκτησης; Η αγανάκτηση εμφανίζεται χάρη στην πραγματικότητα ή χάρη στα αριστουργήματα. Φαίνεται ότι η Σειρά Νουάρ παραχάραξε τσαπατσούλικα κάποια αριστουργήματα: ψευτο-Faulkner, αλλά και ψευτο-Stainbeck, ψευτο-Caldwell, ψευτο-Asturias. Και ακολούθησε τη μόδα: πρώτα την αμερικανική, κι έπειτα ανακαλύπτοντας και πάλι τα γαλλικά εγκλήματα. Η Σειρά είναι γεμάτη στερεότυπα: η παιδαριώδης παρουσίαση της σεξουαλικότητας και κυρίως τα μάτια των δολοφόνων (πάντως ο Chase γνωρίζει πώς να δώσει ένα ψυχρό βλέμμα σε μη συνηθισμένους εγκληματίες, με ισχυρή προσωπικότητα). Αλλά το μεγαλείο της Σειράς Νουάρ, της ιδέας του Duhamel, παραμένει ως μια από τις πιο σημαντικές της πρόσφατης εκδοτικής δραστηριότητας: μια ανασκευή της θεώρησης του κόσμου για την αστυνομία και τους εγκληματίες, που έχει κάθε θαρραλέος άνθρωπος.

    Είναι προφανές ότι δεν αρκεί ένας καλός ρεαλισμός για να κάνουμε καλή λογοτεχνία. Το πραγματικό ως τέτοιο, για την κακή λογοτεχνία, είναι αντικείμενο στερεοτύπων, παιδικοτήτων, ευπώλητων ονείρων, πολύ περισσότερο όταν δεν είναι σε θέση να προβεί σε μια ηλίθια επινόηση. Αλλά βαθύτερη από το πραγματικό και τη φαντασίωση είναι η παρωδία. Η Σειρά Νουάρ υποφέρει από μια παραγωγή αρκετά υπερβολική• αλλά έχει μια ενότητα, μια τάση, που περιοδικά εκφράζεται με πανέμορφα βιβλία (η σημερινή επιτυχία του James Bond, που δεν ενσωματώθηκε στη Σειρά Νουάρ, μοιάζει να αντιπροσωπεύει μια ισχυρή λογοτεχνική οπισθοχώρηση, σαφώς παρατηρούμενη στον κινηματογράφο, μια επιστροφή σε μια ροζ εικόνα του μυστικού πράκτορα).

    Τα βιβλία της Σειράς Νουάρ είναι πανέμορφα όταν το πραγματικό βρίσκει την παρωδία που του ταιριάζει και όταν αυτή η παρωδία, με τη σειρά της, μας δείχνει στο εσωτερικό του πραγματικού, τις κατευθύνσεις που ποτέ δεν θα βρίσκαμε μόνοι μας. Τα μεγάλα παρωδιακά βιβλία είναι, με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, τα εξής: Miss Shumway του Chase- The Diamond Bikini του Charles Williams- τα νέγρικα μυθιστορήματα του Chester Himes, που διαθέτουν πάντοτε ασυνήθιστες στιγμές. Όπως και το νούμερο 50 της σειράς: Deadlier Than the Male του James Gunn.

    Ήρθε τη στιγμή κατά την οποία η μόδα ήταν εξολοκλήρου αμερικανική: λεγόταν ότι κάποιοι μυθιστοριογράφοι έγραφαν με αμερικανικά ψευδώνυμα [όπως στην περίπτωση του Boris Vian, που κυκλοφόρησε τα αστυνομικά του μυθιστορήματα με το ψευδώνυμο Vernon Sullivan, σ.τ.Μ.]. To Deadlier Than the Male είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο: η δύναμη του ψευδούς στον μέγιστο βαθμό, μια γηραιά κυρία που αναζητεί έναν δολοφόνο μέσω της μυρωδιάς του, μια απόπειρα δολοφονίας στην άμμο, πρόκειται για μια μεγάλη παρωδία, που χρειάζεται να διαβαστεί και να ξαναδιαβαστεί. Ποιος είναι ο James Gunn, το όνομα του οποίου εμφανίζεται μόνο σ' ένα μυθιστόρημα της Σειράς Νουάρ; Τη στιγμή κατά την οποία η σειρά γιορτάζει το νούμερο 1000 και επανεκδίδει πολλά βιβλία, κι ενώ αποδίδουμε φόρο τιμής στον Marcel Duhamel, μας επιτρέπεται να ζητήσουμε την επανέκδοση του νούμερου 50.Β


    Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Arts et Loisirs», νο 18, 1966.

    Μτφ: Ταξιαρχία Verpeilt - Εκδόσεις "Ελευθεριακή Κουλτούρα"
     
    Last edited: 12 Μαρτίου 2011