Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η ιστορία του Πόθου

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 5 Απριλίου 2017.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Σέρνω το στήθος μου πάνω στην πλάτη της Νίκης, προσπαθώντας να μην την επιβαρύνω. Την νιώθω λαχανιασμένη να ανεβοκατεβαίνει. Πλησιάζω, αλλά η Πηγή τραβιέται προς τα πίσω. Σταματάω και την κοιτάω. Παλεύω να καταλάβω τι θέλει. Μου κάνει νόημα να πάω πιο κοντά. Βάζω τα χέρια μου πάνω στην χέρια της πολυθρόνας και κινούμαι.





    «Θέλω να την αγγίζεις! Δεν θέλω κενό ανάμεσα σας». Λυγίζω τα χέρια και νιώθω πάλι την επιδερμίδα του κοριτσιού, πιότερο καυτή από το άγγιγμα μου. Η Πηγή σηκώνεται όρθια και κάθεται στο κεφάλι της πολυθρόνας. Στιγμιαία αγχώνομαι μήπως το έπιπλο γείρει προς τα πίσω. Το βάρος το δικό μου και της Νίκης την κρατάνε. Πατάει στην στους ώμους της σκλάβας και ανοίγει τους μίσχους της. Απέχω λίγο μόνο εκατοστά, το χαμόγελο της σκοτεινιάζει σαρδόνια. Πλησιάζω και τότε καταλαβαίνω.





    «Προχώρα! Η μήπως δεν θέλεις;» Ο ερεθισμός μου αγγίζει την στενή πύλη της Νίκης. Η κοιλιά μου νιώθει ένα τρέμουλο που δεν πηγάζει από μένα.





    Η κλειτορίδα της κόκκινη και ορθωμένη με καλεί. Δεν μπορώ να αντισταθώ στο λατρεμένο μου μηκώνιο, ευλαβικά τείνω τα χείλη μου στον εθισμό. Βάρβαρα, σκίζω το κορίτσι από κάτω. Δεν με νοιάζει. Στο δρόμο για την κόλαση στις φλόγες πετάω τα φτερά μου. Δυο κεφάλια που το δρόμο τους ορίζουν. Το ένα στη λατρεία και τ’ άλλο στην ανίερη λεηλασία.





    Με το εσωτερικό του άνω χείλους μου, πιέζω στο μέσο της πτυχής που προστατεύει τον ευαίσθητο και μικροσκοπικό κλωναράκι, μέχρι αυτό να ανασηκωθεί ελαφρά. Αφήνω την μύτη της γλώσσας μου να αγγίξει ανεπαίσθητα την είσοδο και να συρθεί με σεβασμό μέχρι την κορυφή. Συναντά το μονάκριβο κλειδί της, την Κερκόπορτα των έλλογων στοχασμών της. Σαν θηρευτής που αξιολογεί τον μοναδικό του στόχο, ο υγρός φύλακας της γεύσης μου, το περιτριγυρίζει γλυκά δοκιμάζοντας το σχήμα του και καταμετρώντας τις τυχόν αδυναμίες του. Σε κάθε μου άγγιγμα μου, ο λιλιπούτειος υπερασπιστής και προστάτης της ηδονής της, φουσκώνει λες και προσπαθεί να τρομάξει τον επιτιθέμενο. Το έδαφος υγραίνεται με ανέρωτο κρασί αποπλανώντας την όσφρηση μου και καλώντας τον ιππότη μου να ξαποστάσει και να χαλαρώσει. Μία κραυγή από το ζώο που εκπορθεύεται από κάτω μου με επαναφέρει. Ο ιππότης μου κάνει την καλοσχεδιασμένη του επίθεση. Βαδίζει και ζωγραφίζει με το χρώμα το δικό του, τα σύμβολα της πίστης του. Μία οριζόντια γραμμή με λεπτά άκρα και βαθύ κέντρο. Μία καμπύλη που συμβολίζει το μαγεμένο φεγγάρι και φτάνει στην κορυφή. Μία κάθετη γραμμή που με βήματα απαλά ξεκινά και πατήματα βαριά το κέντρο δήθεν αδιάφορα, προσπερνά.





    Στη βάση του νοητού σταυρού φεγγάρι συμμετρικό του πρώτου στα νοτιοδυτικά και το πρώτο σχήμα κλείνει. Το δεύτερο σχήμα ξεκινά συγγενικό του πρώτου, αλλά με φεγγάρια στα απότιστα βορειοδυτικά και νοτιοανατολικά εδάφη τώρα. Μια χορευτικά πειθαρχημένη κίνηση που ο σκοπός της δεν είναι να κατακτήσει, αλλά να προκαλέσει, με το τελετουργικό της το χλευασμό του μικρού προστάτη, που χαλαρώνοντας θα πλησιάσει ένα βήμα πιο κοντά στο στόμα μου. Μια φορά ακόμα και πλέκω τον ιστό μου και ο φύλακας προελαύνει επαρμένος. Κλείνω την πύλη και τα πάντα σκοτεινιάζουν. Ο σκοπός προσπαθεί να αποτραβηχτεί τρομαγμένος, αλλά είναι αργά.





    Έχει ο άνεμος σχέδια αρμονικά πλασμένα;





    Χαοτικό μοτίβο κινήσεων, ψεύτικα τινάγματα που αποκαλύπτουν τις άνυδρες μεριές του αμυνομένου και στερεή υγρασία που προσφέρεται απλόχερα από τον άνεμο.





    Έχει ο χορός της έκστασης μοντέλο;





    Παραπλάνηση, αποπλάνηση, βήματα αβέβαια και ο υπερασπιστής γονατίζει. Έρμαιο του ανέμου, ξαπλώνει και παραδίνεται. Ο ιππότης μου διασπάται και κάθε του πόρος ένα σεληνιασμένο αρπακτικό. Δεκάδες πεινασμένα πουλιά που γλείφουν, μυρίζουν, γεύονται και τυφλά σαν νυχτερίδες ακολουθώντας το ένστικτο τους και μόνο αυτό, επιδίδονται σε ένα απάνθρωπο όργιο βιασμού κάθε αντίστασης.





    Ένα θηλυκό βογκητό, πλασμένο από μια θεά, δείγμα της κτήσης που αργά αλλά σταθερά μου δίνεται. Ένα κύμα άγριου ενθουσιασμού κεντρίζει τα λαγόνια μου. Πηδάω με δύναμη το κορίτσι σκύλο , που ορθάνοιχτο και καλά διερρηγμένο, δεν μουγκρίζει εξαιτίας του βιασμού της, αλλά από την βιαιότητα της σύγκρουσης πάνω στα κοκκινισμένα οπίσθια της, κάθε φορά που μπαίνω μέσα της. Έχω παρασυρθεί σαν ανόητος σε ένα παιχνίδι, που νόμιζα ότι εγώ ορίζω μόνο.





    Η Πηγή μου, φωνάζει ρυθμικά και γρήγορα, η Νίκη απλά πλέει ανεξέλεγκτα ακολουθώντας την παλινδρομική κίνηση και εγώ καλπάζω σαν τρελός απρόσεκτα. Λίγο πριν η Πηγή ολοκληρώσει το μαγικό της δρόμο, φτάνω εγώ και το μόνο που προλαβαίνω να κάνω είναι να αποτραβηχτώ. Το σπέρμα πετάγεται με ορμητικά τινάγματα σε διάφορες μεριές. Κοιτάω αποσβολωμένος από την ανοησία μου, την Πηγή και τότε καταλαβαίνω το δεύτερο λάθος μου. Με κλοτσάει με δύναμη στο πρόσωπο και η μύτη μου σπάει. Πέφτω χύνοντας ακόμα.





    «Ηλίθιε !» Βρίσκομαι θρονιασμένος άτσαλα πάνω στο χαλί.





    «Δεν με ρώτησες πριν τελειώσεις…», σπασμοί βοηθάνε το πηχτό υγρό να εκτιναχθεί από μέσα μου και σβήνουν καθώς το πρόσωπο μου πλημμυρίζει από ένα άλλο πιο γλυκό.





    «…βγήκες από μέσα της και σταμάτησες να με γλύφεις. Ποιος σου έδωσε άχρηστε την άδεια;» Ερωτήσεις δίχως απάντηση να περιμένουν. Η Νίκη έχει ανακαθίσει και μας κοιτάει τρέμοντας. Τα μάτια μου έχουν βουρκώσει από τον πόνο και δεν μπορώ να καταλάβω αν τρέμει από τον βιασμό της ή από τον τρόμο.





    «Μπορούσες να συνεχίσεις βλάκα μέχρι να τελειώσω και ας έχυνες μέσα στη βρώμα.» Προσπαθώ να την κοιτάξω. Δεν μπορώ να φανταστώ το γλυκό της παιδικό της στόμα να ξεστομίζει τόσες βρισιές. Βλέπω την εικόνα παραμορφωμένη. Ελπίζω να φταίνε τα δάκρυα μου.


    Κάτι στάζει από το πηγούνι μου στη παλάμη. Το φέρνω στο οπτικό μου πεδίο.





    «Αίμα…», ψελλίζω αδύναμα. Σηκώνω πάλι το κεφάλι με ένα παράπονο. Πρόσωπο σφιγμένο και τα μάγουλα της φλογισμένα. Το στήθος της ανεβοκατεβαίνει μεταλλάσσοντας την ηδονή της σε επικίνδυνο μένος.





    «Ναι. Πρέπει να σε ξεπλύνω…» , με πλησιάζει όπως είναι όρθια, πιέζει το κεφάλι μου προς τα πίσω και με κατουράει. Κλείνω τα μάτια μου.





    Με καίει. Το αίμα ρέει ανεμπόδιστα και το χρυσό νερό της πέφτει στο πρόσωπο μου και το ξεπλένει. Το στόμα μου ανοιχτό γεύεται και τα δύο υγρά. Το ένα πηχτό και βρώμικο, το άλλο διαλύτης και καθάριο.





    «Χρησιμοποίησε τα χέρια σου.» Τόνος που με ερεθίζει. Πριν προλάβει το μόριο μου να παραδώσει αρχίζει να σαλεύει και να σκληραίνει ξανά.


    Σαν παιδί που καθαρίζεται βιαστικά, για να πάει να παίξει, γεμίζω τις χούφτες μου και το ρίχνω στο πρόσωπο μου. Ξανά και ξανά. Τα μάτια μου κλειστά, νιώθω να βάζει κάτι στα ρουθούνια μου και να τα σφραγίζει. Το υγρό της σταματά να τρέχει. Τελευταίες σταγόνες, δεν τις χαραμίζω. Τις γεύομαι.





    «Είσαι εντάξει τώρα. Λάμπεις.» Αφήνω την εικόνα να φωλιάσει πάλι στο μυαλό μου.





    «Όσο για αυτό που έγινε πριν …», περιμένω με λαχτάρα και ερεθίζομαι περισσότερο.





    «…θα το πληρώσεις , μικρέ μου πρίγκιπα.» Είμαι ο πρίγκιπας της. Ο χαμογελαστός της πρίγκιπας!





    «Νίκη φέρε τις αλυσίδες.» Η Νίκη σηκώνεται απότομα και παραπατάει με τα μουδιασμένα της πόδια να μην δείχνουν να την βαστάνε.





    «Άντε γρήγορα γλύκα μου…και τα λουκέτα.» Το υπάκουο κορίτσι βγαίνει από το δωμάτιο.





    Μερικά λεπτά αργότερα, βρίσκομαι δεμένος στο πάτωμα μπρούμυτα. Τα πόδια μου και τα χέρια μου δεμένα καθένα ξεχωριστά με μία αλυσίδα που καταλήγει σε κάποιο σταθερό και ακλόνητο αντικείμενο. Τα κορίτσια όπως είμαι ξαπλωμένος δεν μπορώ να τα δω. Το μόνο που ακούω είναι τα πλήκτρα του κινητού. Μάλλον στέλνει μήνυμα.





    «Νίκη . Έλα ‘δω.» Κίνηση και πατήματα αθόρυβα στο χαλί.





    «Γονάτισε και συνέχισε.» Τι να συνεχίσει;





    «Θέλω να τελειώσω,για αυτό γλύψε καλά και μην σταματήσεις μέχρι να σου πω.» Τα πλήκτρα συνεχίζουν το τραγούδι τους.





    Το πρόσωπο μου στο χαλί και ο ύπνος μου απαλός. Πόση ώρα αλήθεια να έχει περάσει; Πόσες στιγμές , πόσες εικόνες να έχουν χαθεί για πάντα; Το σώμα μου παγιδευμένο και ευάλωτο. Θυμάμαι τους μελωδικούς αναστεναγμούς της Πηγής που σαν νανούρισμα με ταξίδευσαν στα μικρά μου όνειρα. Τι να ‘γινε τελικά;





    Οι σκιές στο πάτωμα δεν δείχνουν να σαλεύουν. Δράση που να δηλώνει αντανάκλαση καμία. Να είμαι μόνος μου στο δωμάτιο άραγε; Τα κορίτσια; Στο κρεβάτι μέσα κοιμισμένες και στην τρυφερή τους αγκαλιά παραδομένες; Σηκώνω το κεφάλι, να αλλάξει θέση προσπαθώντας.





    «Ξύπνησε !» Η φωνή της Νίκης σιμά μου και ανυπόμονη.





    «Ξύπνησε Κυρία, μπορώ να έρθω ;» Φύλακας άραγε ή μήπως μαντατοφόρος;





    «Μπορείς μικρή μου.» Η Πηγή μου, ήχος βρεγμένος και απομακρυσμένος.





    Στιγμές που καλπάζουν στην ράχη του γέρου χρόνου. Τώρα με πόδια μακριά. Η πόρτα του δωματίου αφού και αυτή την καταπίνει, χορτάτη κλείνει. Λέξεις που χάνονται σε εμπόδια ηλίθια και άλλες που στα αυτιά μου φτάνουν.





    «…έτσι …κούμπωσε το …», η Πηγή.





    «…γλιστράει…βαρύ…», η Νίκη. Είναι απλοϊκά εύκολο να συμπληρώσεις τα κομμάτια που λείπουν. Είναι διαβολικά βολικό να κάνεις λάθος.





    «…ακίνητη…γείρε…», η Πηγή.





    «…εντάξει…», η Νίκη.





    Ένας σβησμένος καγχασμός. Βαρύς;


    Η πόρτα ανοίγει με δύναμη διάπλατα. Δεν μπορώ να την δω, μα νιώθω την ασφυκτικά απελπισμένη εισπνοή της. Ο αέρας μετατοπίζεται και ήχοι πνιχτοί και γυμνοί, τα βήματα δεν μου επιτρέπουν να διαχωρίσω.


    Κάποια στέκεται πίσω μου και μένει ακίνητη.





    «Γονάτισε !» Αριστερά το Φως μου, αντίθετα από εκεί που επιτρέπω να στον εαυτό μου να κοιτάξει. Γονατίζει το πλάσμα που το όνομα της Νίκης κατέχει, αλλά το χαρακτήρα της πιστής σκύλας απόψε υιοθετεί.





    Κίνηση πλεγμένη και δύσκολη από εκεί που η Πηγή μου μίλησε. Τα πόδια της ακριβά με νύχια κομψά και βαμμένα μαύρα τώρα στέκονται στο κεφάλι μου εμπρός. Γεμίζω με το λευκό τους την καρδιά μου γυρνώντας να τα δω.





    «Κάποιος θα περάσει καλά.» Φωνή ξένη κι αντρική. Εισβολέας στη φωλιά μου !!!





    Απότομα κάνω να στραφώ. Το ακριβό της πέλμα με ακινητοποιεί και πατάει το πρόσωπο μου με δύναμη, χρησιμοποιώντας το βάρος της. Η καρδιά βροντοχτυπά φρενιασμένα. Εισβολέας! Ξένος!! Εισβολέας!!! Ξένος…





    Νιώθω τους χτύπους της πάνω στο μάγουλο μου. Δεν μπορώ να τους ακολουθήσω, με μπερδεύουν οι ταραγμένοι δικοί μου. Καταλαβαίνω όμως ότι είναι υπό έλεγχο. Η πίεση που μου ασκεί το πόδι της αρκετή ώστε να με κρατάει άλλα όχι τόσο όσο να με πονάει. Το δέρμα της θερμό και η μυρωδιά της μάγισσα. Καταβάλω την ανάγκη μου για αντίσταση και παραδίνομαι στην θέληση της. Τραβάει το πόδι της. Μήπως να ανασηκώσω τώρα το κεφάλι μου; Ο πειρασμός μεγάλος. Όχι όμως για πολύ.





    «Μπορείς να ξεκινήσεις.» Κάθεται στο σβέρκο μου. Είναι γυμνή. Νιώθω την υγρασία της καυτή να τρυπώνει από τους διψασμένους μου πόρους. Ο σφυγμός της εκεί είναι δυνατός και αντηχεί από τον πυρήνα της. Τι νόημα έχει πια κάθε μου αντίσταση; Είναι γελοία η όποια απόχρωση του λειψού μου εγωισμού. Κατανυκτική η υποταγή μου στην ολοκληρωτική της κυριαρχία. Δεν αντιστέκομαι. Δεν αντιδρώ ούτε στην εισβολή του κρύου πλαστικού στην παράφυση μου διακόρευση. Η ηδονή, κόρη των σκιών που με κυριεύει. Σαν ομίχλη ασελγεί και κομματιάζει κάθε σειρά λογικών μου στοχασμών. Κλείνω τα μάτια μου και βλέπω τραπουλόχαρτα να στροβιλίζονται στο σκοτάδι του μυαλού μου.





    Τρία καρό και ο πρωκτός μου ανοίγει σαν νυχτολούλουδο που θέλει να υποδεχθεί το σεληνόφως.





    Τρία κούπα και η Νίκη με λύνει, με γυρνάει ανάσκελα και με παίρνει σαν άντρας που θέλει απελπισμένα να βρει το Άγιο δισκοπότηρο του, τον υπέρτατο οργασμό.





    Δέκα καρό. Τα μάτια μου αυθόρμητα ανοίγουν και βλέπουν την Πηγή μου να προσπαθεί να χωρέσει στο μικρό της στόμα, το ορθωμένο όργανο του Ξένου.





    Τέσσερα καρό και η Νίκη ατυχώς γλιστράει και βουλιάζει μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο, μέσα μου. Με κοιτάει επιφυλακτικά να δει αν πόνεσα και αγκομαχώντας την προκαλώ να πάει πιο βαθιά.





    Δέκα μπαστούνι, ο Ξένος κορεσμένος από το γλείψιμο πετάει την Πηγή κάτω και σαν ιδρωμένος τοξοβόλος σε έκσταση τεντώνει τα πόδια της σαν χορδές και τοποθετεί το βέλος του στο ακριβό ναό της.





    Οκτώ κούπα, τα βέλη του εύστοχα θα είναι, κρίνοντας από τις φωνές της Πηγής. Πως μπορεί ένα τόσο εύθραυστο πλάσμα να κραυγάζει τόσο δυνατά;





    Εννιά μπαστούνι και τα δάκτυλα των ποδιών της καρφώνει λίγο πιο πάνω από το κεφάλι της. Θα τη σπάσει.





    Εφτά κούπα και η Πηγή σαν θάλασσα που τραβιέται παίρνοντας φόρα, εισπνέει βαθιά, τινάζεται πετώντας προς τα πίσω τον εισβολέα και χύνει βρέχοντας τα πάντα γύρω της. Σταγόνες τρέχουν στα χείλη μου.





    Οκτώ μπαστούνι και η Νίκη σαν σκύλα πεινασμένη βγαίνει απότομα από μένα και χιμάει στην Κυρά της να μαζέψει με το στεγνό της στόμα, το νέκταρ που απομένει.





    Εννιά καρό , ο Ξένος βλέπει την τρύπα μου ανοιχτή και αποφασίζει να δοκιμάσει να σβήσει εκεί τον αναμμένο του πυρσό.





    Εφτά σπαθί, τον δέχομαι σαν υγρή και καυλωμένη πόρνη.





    Έξι σπαθί, ανοίγω τα πόδια μου διάπλατα βοηθώντας τον να με σκίσει.


    Με χτυπάει στο πρόσωπο ικανοποιημένος. Ματώνω ταυτόχρονα σε δύο αντίθετες μεριές.





    Δύο κούπα, η Πηγή τρίβει την παραπονεμένη της πύλη στο αίμα που κυλάει στο πρόσωπο μου, μέχρι αυτή να μουσκέψει και στήνεται στα τέσσερα για τη Νίκη.





    Βαλές κούπα, ο Ξένος βρίσκει την λύτρωση και πλημμυρίζει το αθέατο μου είναι, με καυτό υγρό.





    Τέσσερα σπαθί, μια λυσσασμένη σκύλα που πηδάει φρενιασμένα την ερεθισμένη της Κυρά.





    Πέντε σπαθί, με τα νύχια και τα δόντια της γδέρνει τον λευκό καμβά.





    Οκτώ καρό, φτάνουν μαζί κολυμπώντας στην στεριά.





    Τρία σπαθί, ο Ξένος ακόμα βυθισμένος με οδηγεί με τους σπασμούς του.





    Εννέα κούπα, ο οργασμός παίζει με τα νήματα μου και εγώ σαν μαριονέτα λιποθυμώ.





    Λήθη και επιστροφή. Γύρω μου κλωστές…
    (συνεχίζεται)
     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    Πως μπορεί κάτι αδύναμο, ακόμα και στην πνοή του ενός ανθρώπου, ανθεκτικό να γένεται; Μια στιγμή ένας αιώνας; Ένα ποτήρι χλιαρό νερό, παγωμένος βράχος; Λεπτές κλωστές, αγκαθωτό συρματόπλεγμα που με χωρίζει από τη θωριά της; Οι ώρες που περνούν σαν χρόνια σκάβουν στο πρόσωπο μου λαγούμια. Βαδίζω σε κόσμο χλομό που βασιλεύουν οι θύμησες μου. Ένας τοίχος από νήματα. Ελάχιστο το τίποτα που ορθώνεται θεόρατο μπροστά μου. Η εξώπορτα ανοίγει και φέρνει το άρωμα της. Ήρθε!





    Ήχοι κοφτοί και ξύλινοι που αφήνουν στο πάτωμα τα αποτυπώματα της. Μόνη δεν είναι. Δεν της ταιριάζει.


    Απόψε η ποίηση κοιμάται. Τα λόγια λιτά, φύλα νεκρά που ο άνεμος τα παίρνει μακριά.


    Η πόρτα του δωματίου, αποκαλύπτει το κενό της. Το Φως μου, φεγγάρι λαμπερό και από πίσω Δαίμονας. Τώρα τον αναγνωρίζω. Είναι ο Πόθος, ο κρυφός μας πόθος, άραγε η Ιχνηλάτρια να θυμάται;


    Με τα μάτια της, που πάντα θλιμμένα μοιάζουν, με ορίζει και μετά γυρνάει και μου στρέφει την πλάτη.


    Τώρα δυο φωτιές χαράζουν λέξεις μυστικές στο δέρμα μου. Ο Πόθος με τις χιλιάδες ιστορίες του. Με τα χέρια του, το σώμα το δικό της γδύνει. Στα χείλια τρυφερά τον φιλάει, νεαρό φθινόπωρο στο γερασμένο καλοκαίρι δίνεται. Τα ντελικάτα άκρα της, μικρά αρπακτικά, τα δικά του ρούχα μακριά να διώξουν θέλουν. Με βία τα πετάει στις κλωστές και αυτές με θόρυβο σαν τρίχες σπάνε. Οι υποκρίτριες !


    Το σώμα του, της ερήμου θάλασσα και το Φως μου αχόρταγος εξερευνητής. Σέρνει τη γλώσσα της, πάνω του . Δεν είναι το δέρμα το δικό του διψασμένο. Τα χείλη της σκασμένα νερό να ψάχνουν. Περιπλανιέται στο αχαρτογράφητο στερνό του και από κει στην σκαλιστή κοιλιά του. Κάνει να κατέβει πιο χαμηλά, αλλά αυτός δεν την αφήνει . Ένα παράπονο μαζί με βογκητό, σκιάχτρο που μαραίνεται η Πηγή μου. Με τα αγαλματένια του χέρια την κρατά δεμένη. Ικετεύει και τα πάντα στα πόδια του προσφέρει. Της χαμογελάει…


    Ο δρόμος της πλάνης απ’ την κόλαση περνάει και πίσω απ’ τις φλεγόμενες τις βάτους, τα νόθα παιδιά της κρύβει.


    Της ζητάει ένα ψαλίδι. Του το φέρνει και λυγίζει μπροστά του. Η εικόνα με πονάει, δεν την αντέχω, γιατί να την ξαναζήσω πρέπει;


    Ιχνηλάτρια, λύτρωσε με και θυμήσου! Να τα ‘χει καταφέρει; Ή ακόμα τα μαγικά δεσμά του να μην της επιτρέπουν;


    Μια χρυσή τούφα από τα ακριβά μαλλιά της τεντώνεται ψηλά. Μέτρο κοντά, από το πιο σπάνιο μετάξι , απλωμένο στον αιθέρα να στοχεύει τον ουρανό.


    ΜΗ ! Την κόβει! Στα μακριά του δάκτυλα την πιάνει και την πετά ψηλά. Άψυχα φτερά που αιωρούνται στιγμιαία κι ύστερα μαγνητίζονται από το έδαφος. Κάνω να κινηθώ αλλά σε εφιάλτη είμαι μουδιασμένος και δύναμη δεν έχω.


    ΜΗ !! Η φωνή μου δεν φτάνει πουθενά. Δεύτερη τούφα. Θεέ μου. ΜΗ !!! Σε παρακαλώ… Τρίτη … σε ικετεύω … τέταρτη … σε εκλιπαρώ … Πέμπτη … δεκάδες …


    Ο ουρανός αίμα και πέταλα γεννά σε ένα κόσμο που ποτέ του δεν θυμάται και για το τίποτα ξεχνά.


    « Άφθαρτη από δω και πέρα θα ‘σαι και για πάντα νέα», φωνή ενός θεού.


    «Θα λησμονήσεις. Τι ήσουν, τι είσαι, τι θα ‘θελες να γίνεις», τον κοιτάει και η λάμψη των λιμνών της, νεκρόφωτα των χαμένων μου νησιών.


    «Το όνομα μου, η Ιθάκη σου και πόθος σου ακριβός, αυτός και μόνο θα ‘ναι …», απ’ τα πύρινα του μάτια, φλόγες ξεγλιστρούν και το σκοτάδι της φιγούρας του μαγεμένες αγκαλιάζουν.


    «…και όταν μπορέσεις και με φτάσεις τότε μόνο ελεύθερη θα μπορείς να επιλέξεις», καυτός και εκτυφλωτικός σαν μικρός ήλιος, πυρσός της λήθης γίνεται. Το Φως μου, η Πηγή μου, με τα μαλλιά της κομμένα, αρπάζει και παραδίνεται στη λησμονιά της ξεχωριστής αγκαλιάς Του. Η σάρκα της δεν μαγαρίζεται, μόνο οι μνήμες της διαγράφονται. Το Φως μου φεύγει. Ιχνηλάτρια πια.


    Βρίσκω τη δύναμη και σηκώνομαι. Τα πόδια μου σαν τον κόσμο μαζί τους να κουβαλούν. Με τα βήματα μου αργά φτάνω στους ζωντανούς πυρσούς. Τους αγγίζω και με αγγίζει και εμένα η φωτιά. Όχι όμως τρυφερά αλλά τι σημασία έχει τώρα;


    Ο Πόθος χάνεται για άλλη μια φορά. Η Ιχνηλάτρια φεύγει μακριά στο αέναο κυνηγητό με την λευκή και μαρμάρινη ψυχή της να την προσδιορίζει. Η σάρκα μου συρρικνώνεται και καταστρέφεται. Το υλικό μου, κάρβουνο που ζεσταίνει την παγωμένη νύχτα. Αφήνω τον κόσμο της φθοράς και ακολουθώ τα βήματα της. Το ταξίδι αρχίζει. Μόνο που τώρα ο κύκλος έχει κλείσει και τα τρία σημεία μπορούν να πάνε παρακάτω…


    Οι φωτιές κοιμούνται κουρασμένες. Η Ιχνηλάτρια όρθια μπροστά στο παράθυρο κοιτάει προς τα έξω. Από την στιγμή που επιστρέψαμε δεν έχει με κανένα τρόπο εκδηλώσει, κάτι που θα σήμαινε μια οποιαδήποτε αλλαγή. Δεν μπορώ να εισχωρήσω στο μυαλό της. Στο σύμπαν αυτό που βρισκόμαστε αφέντης είναι ο Κυνηγός και οι φυσικοί κανόνες πιόνια του.


    «Δεν χαράζει ποτέ εδώ;» , η φωνή της άχρωμη, δίχως κανένα στοιχείο που να θυμίζει το αλλοτινό της πάθος. Ίσως αυτό να κρύβει…


    «Θέλεις να χαράξει ;» , καθισμένος στο παχύ χαλί, με ένα μέγεθος που θυμίζει μεγαλόσωμο άντρα να κάθεται σε θρόνο επιβλητικό, στο κέντρο της σάλας την κοιτάζει.


    Με τα εφηβικά της δάκτυλα αγγίζει το καθαρό τζάμι που θυμίζει δάκρυα αγγέλων. Ίσως να μην θυμίζει απλώς.


    «Δεν βαρέθηκες να παίζεις;» , η φωνή στην ίδια χροιά. Οι σκέψεις της;


    «Θα μπορούσα να κάνω και τίποτε άλλο, σε αυτό το μέρος;»


    Στιγμές παγωμένες, σε ένα χώρο που φωτίζεται παράξενα από ψυχρά φεγγάρια.


    «Τους καθρέπτες τους ορίζεις εσύ;» , γυρνάει και τον κοιτάει δίχως δέος να της προκαλεί. Είναι τόσο όμορφη…


    Ο Κυνηγός σηκώνεται. Ένας θεός πολεμιστής. Εικόνες μάχης περνούν φευγαλέα από το συνειδητό μου.


    «Όχι το θέμα τους. Όχι. Μόνο τη σειρά τους» , μυς μεγάλοι, βουνά μικρά από σάρκα που φουσκώνει προσπαθώντας να κρατήσει κάτι απύθμενο.


    «Παίζεις μαζί μου. Βαριέμαι» , ένα τεράστιο πουλί ρίχνει τη σκιά περνώντας μπροστά από το κεντρικό φεγγάρι. Ο Κυνηγός στρέφει ελάχιστα το βλέμμα του προς τα ‘κει και ξανά στην Ιχνηλάτρια. Σαν κάποιος να γυρίζει ένα αόρατο διακόπτη και το πουλί χάνει τον έλεγχο και πέφτει. Λιπόθυμο ή νεκρό.


    «Και ο Πόθος; Μήπως αυτός δεν παίζει μαζί σου;» , το βλέμμα της, σαν την φωτιά στο τζάκι που βρίσκει κάτι ξερό, ξυπνάει.


    «Τι εννοείς;» , ο Κυνηγός στρέφεται προς τα δυτικά και της δείχνει έναν οβάλ σκονισμένο καθρέπτη. Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα και η εικόνα παγωμένη. Μετά η Ιχνηλάτρια βαδίζει προς τα ‘κει. Προσπερνά τον Κυνηγό. Την αφήνει να πορευθεί λίγα βήματα και σαν πιστό άγριο σκυλί την ακολουθεί. Ένα νέο ταξίδι…


    Σκοτάδι. Μία φωνή. Ένα κορίτσι που τραγουδά. Ένα καναρίνι που κελαηδά φυλακισμένο…


    «Πέτα ψηλά μικρό μου


    τόσο ψηλά,που να μη σε βλέπουν μάτια.


    Άσε τη γη καρδιά μου


    μακριά απ’ τα χωμάτινα παλάτια.





    Δε σ’ αγαπάει γλυκό μου η φωτιά


    Δε θέλει το καλό σου η βροχή.


    Πρόσεχε των δέντρων τα κλαδιά


    απόψε η κοπέλα δε κοιμάται, μοναχή.





    Ξέχνα τη φωλιά σου, φύγε για αλλού


    κρύψου στα σύννεφα, μύρισε τ’ αστέρια.


    Έχουν για ‘σένα δώρα, τα μάτια του ουρανού


    στις γλυκές πηγές ακονίζουν, οι κυνηγοί μαχαίρια.





    Κι όταν έρθουν κοντά σου της νύχτας τα παιδιά


    φίλα τους καλό μου, φίλα τους στα χείλια.


    Στη ζεστασιά της γλώσσας τους, κρύβει ο θεός παιχνίδια


    και στο πάθος της ανάσας τους, η μάγισσα στολίδια.





    Τέσσερα, χαμόγελο μου είναι τα παιδιά


    τρία κορίτσια κι ένα αγόρι, πανέμορφα τραγούδια.


    Οκτώ τα μάτια , θα πλανέψουν τη κόκκινη ψυχή σου


    ένα, όμως να νικήσει των ονείρων σου τη λήθη.»
    (συνεχίζεται)
     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    …η φωνή σβήνει. Σιωπή. Ένας ήχος κοφτός και πλούσιος. Ένα μαστίγιο. Ένα πνιχτό βογκητό. Τα φώτα ανάβουν. Ένα καναρίνι γυμνό, φυλακισμένο…





    Νεαρό κορίτσι με τα χέρια δεμένα ψηλά από τα κάγκελα του κλουβιού. Γυμνό, με ένα σώμα που η φρεσκάδα φαίνεται στο αίμα που κυλάει στην λεπτοκαμωμένη πλάτη του. Μια γυναίκα λιτά ντυμένη και από την προσπάθεια υγρή κρατάει ένα μεγάλο μαστίγιο. Τραβάει το όργανο προς τα πίσω. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και με δύναμη χτυπάει το κορίτσι κραυγάζοντας και φτύνοντας περισσότερο παρά εκπνέοντας. Σαν φίδι που δείχνει κοιμισμένο στο θύμα του και στη κατάλληλη στιγμή επιτίθεται το φερέφωνο του πόνου ξεδιπλώνει τις ουρές του και τυλίγει τη κοπέλα χαράζοντας το τραγούδι του πάνω στο κορμί της.





    «Δύο», ένας άντρας στην είσοδο του μεγάλου ορθογώνιου κλουβιού.


    Δεν αισθάνομαι τους άλλους. Ο χώρος ένα δωμάτιο μεγάλο. Άδειο σχεδόν. Δύο μεγάλοι προβολείς που κοιτάνε στο κλουβί από τις γωνίες που βρίσκονται εκτός του. Τέσσερα σκαλιά που κατεβαίνουν από μια πόρτα ξεφλουδισμένη. Το κελί θυμίζει κλουβί και δύο άντρες κατά μήκος δύσκολα θα χωρούσαν ο ένας μετά τον άλλον. Το πλάτος ακόμα πιο μικρό και στο ύψος, ο άντρας που στέκεται στην πόρτα τα χέρια να σηκώσει και από το πάνω μέρος μπορεί να κρεμαστεί.





    Η γυναίκα τεντώνει το δεξί της χέρι και η προσοχή προς το κορίτσι πάλι. Η σκληρή και με δέρμα ντυμένη λαβή τινάζεται και πάλι. Μαέστρος η γυναίκα επιδέξια κινείται και το κορίτσι χαρίζει μια μελωδική και μονοσύλλαβη κραυγή.


    «Τρεις»


    Τα πόδια του χαλαρώνουν και λυγίζουν. Το βάρος δίχως καμιά δύναμη να του αντιστέκεται, με βία τα χέρια προς το έδαφος τραβάει και οι ευαίσθητοι καρποί από τις αλυσίδες που τους κρατούν , τραυματίζονται. Η γυναίκα σταματά, αφήνει το μαστίγιο κάτω και πλησιάζει το κορίτσι. Ο άντρας έναν αόρατο για μένα διακόπτη πιέζει και οι αλυσίδες κατεβαίνουν με την βοήθεια κάποιου μηχανισμού.


    Η γυναίκα αγκαλιάζει το λιπόθυμο και μικροκαμωμένο κορίτσι. Το ακουμπά με τρυφερότητα κάτω και το απελευθερώνει από τα δεσμά του. Οι δυο τους σηκώνουν το παραδομένο πλάσμα, το μεταφέρουν και το ξαπλώνουν σε ένα στρώμα που κείτεται αδύναμο και ξαπλωμένο. Με μια μάλλινη κουβέρτα το σκεπάζουν και αποχωρούν. Το κλουβί κλείνει. Μία τουαλέτα και ένας μικρός νιπτήρας, οι μόνοι συγκάτοικοι του κοριτσιού σε αυτή τη φυλακή. Οι ανέκφραστοι δεσμοφύλακες του δρασκελίζουν τα σκαλάκια και η πόρτα ήσυχα σφραγίζει το δωμάτιο. Τα φώτα κλείνουν. Το σκοτάδι ξαπλώνει στη σιωπή και μια ανάλαφρη ανάσα μένει για να βοηθάει το χρόνο που τις κόρες του μετράει. Γιατί είμαι μόνος;





    Ιχνηλάτρια. Σε ένα σώμα άγνωστο, εισβολέας. Νιώθει. Νιώθει τον πόνο στο σώμα από το μαστίγιο. Την υγρασία ανάμεσα στα πόδια του κοριτσιού που την φιλοξενεί. Τις σκέψεις της. Τον λήθαργο που ναρκώνει και την ίδια. Τα όνειρα που ακολουθούν. Τους στίχους.


    Ονειρεύονται …
    (συνεχίζεται)
     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    Σε ‘να δρόμο που το φως αφύσικα κυρίαρχο φαντάζει, σε σχέση με τη φυλακή που βρίσκονται. Το κορίτσι ανεβαίνει τα σκαλιά και στη πόρτα σταματά. Δεν κάνει κίνηση καμιά. Περιμένει. Ένα χέρι, το χέρι Του από την αριστερή μεριά εμφανίζεται και το κουδούνι χτυπάει. Αχχχ να μπορούσε, να της επέτρεπε να γυρίσει να Τον δει, για ακόμη μια φορά.


    Η πόρτα ανοίγει. Η γυναίκα. Η Ιχνηλάτρια την αναγνωρίζει. Η κοπέλα δεν την γνώριζε αλλά στο όνειρο το παρελθόν και το παρόν μπερδεμένα αλλάζουν τη σειρά. Την ξέρει. Η Μαρία. Η θεότητα που στο σώμα του κοριτσιού το πόνο σπέρνει.





    Τους υποδέχεται. Λέξεις; Το όνειρο άλλο δρόμο αναζητά. Μια εικόνα φευγαλέα ψάχνει. Το Κύριο της. Μια στιγμή μονάχα. Μια αντανάκλαση καθώς στο χωλ βαδίζουν. Ένα έπιπλο μεγάλο. Σύνθετο με διάφορα στολίδια. Ένα τζάμι που προστατεύει πορσελάνινες μινιατούρες. Εκεί ! Η τελευταία του εικόνα ! Η φιγούρα Του αχνά να σκιαγραφείτε στην αντανάκλαση. Η Ιχνηλάτρια με τα μάτια της οικοδέσποινας προσπαθεί με περιέργεια να διακρίνει. Το κορίτσι με λαχτάρα προσπαθεί να ρουφήξει το όποιο άρωμα θα μπορούσαν οι απαλές γραμμές να εκπέμπουν. Η Ιχνηλάτρια, ψυχρά προσπαθεί να διακρίνει τη δύναμη που θα μπορούσε να υποτάξει κάποιον. Το κορίτσι ξεκινά με σεβασμό από κάτω και με λατρεία ανεβαίνει. Στέκονται ακίνητοι στο διάδρομο, καθώς ο Κύριος της και η Μαρία συζητάνε. Μάλλον τα λόγια σώνονται, γιατί το κορίτσι βιαστικά φτάνει στο πρόσωπο Του. Μια έκρηξη, ένας μικρός ήλιος ανατέλλει και η καρδιά του κοριτσιού το σκοτάδι και το ψύχος εκτοπίζει. Η Ιχνηλάτρια, σοκαρισμένη κοιτάζει τα μάτια Του. Τα μάτια του Πόθου, το Άγιο Δισκοπότηρο της. Κινούνται. Το κορίτσι προσπαθεί στο ονειρικό του κόσμου να αντισταθεί. Λίγο ακόμα ! Η Ιχνηλάτρια, παλεύει να τη βοηθήσει. Μάταια. Ξυπνούν.


    Το κορίτσι δεν ανοίγει τα μάτια του. Δε θέλει. Βάζει το χέρι της ανάμεσα στα πόδια της. Είναι μούσκεμα. Τα χείλια γλιστράνε στα ακροδάχτυλα της. Εύκολα βυθίζει δύο δάχτυλα μέσα της. Με το άλλο χέρι τρίβει απαλά την κλειτορίδα της. Το τραγούδι πρέπει να συνεχίσει. Η εικόνα Του, μαέστρος της. Πρέπει να τελειώσει. Μονάχα έτσι θα Τον ξαναδεί.


    Η Ιχνηλάτρια νιώθει την ηδονή και την αγωνία να τη παρασέρνουν και να σμίγουν, σα δίδυμα ποτάμια με τα δικά της ορμητικά νερά. Ένα τραγούδι που τώρα δύο γεννήτορες έχει. Στίχοι που αιωρούνται στο κενό και στη θέση που τους ταιριάζει με αρμονία μπαίνουν. Το τραγούδι συνεχίζει…


    «Ένα κορίτσι με μπλε μαλλιά


    και μάγουλα χρυσά


    παιδί της χρυσαυγής


    και του ώριμου Δεκέμβρη


    χορεύει όπου υπάρχει πάθος


    και κλαίει λίγο πριν το μεσημέρι.


    Σε φιλάει με στόμα υγρό


    και γλώσσα απ’ των ονείρων το βυθό.


    Και εσύ θυμάσαι :


    Θυμάσαι το κορίτσι του Ιούνη


    που τη φωνή της ποτέ δεν άκουσες


    τη μυρωδιά της έμαθες


    αλλά όχι και τ’ όνομα της


    το σώμα σου και τον πόθο σου της χάρισες


    αλλά δε πρόλαβες τον έρωτα.





    Το ποτάμι της ψυχής σου ξεχείλισε


    και χόρτασε απ’ τα φράγματα .


    Η κοιλιά του νέου χρόνου άνοιξε


    και δώρισε τα πλάσματα.





    Όμορφα , ερωτικά κι αόρατα


    Πληγωμένα απ’ τα φωτεινά , τα δόρατα.


    Θλιμμένοι χορευτές της έκστασης


    νεκρά από τους εραστές της έκφρασης.





    Μη σταματάς μικρό μου , είσαι δυνατό


    σκούπισε το δάκρυ και γύρνα να σε δω.


    Χαμογέλα με τη θλίψη σου και τα λευκά μαλλιά σου


    περιμένει το δεύτερο κορίτσι να λαβώσει τη καρδιά σου.»

    (συνεχίζεται)
     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Οι στίχοι λικνίζονται τρυφερά και τους τοίχους στο σκοτάδι βρίσκουν. Τυφλοί απορροφιούνται από το σκληρό πετσί και ποτίζουν με ζωή τα άψυχα θεμέλια. Λίγο πιο πάνω, ένα ζευγάρι κάνει έρωτα. Ένας άντρας. Μια γυναίκα. Και ο Κυνηγός αόρατος κρυμμένος στο μυαλό τους…


    Ο Παναγιώτης παρακολουθεί με τα μάτια μισόκλειστα τη Μαρία να γλύφει το πέος του. Οι κινήσεις της πάντα έδειχναν την εμπειρία της αλλά τώρα… Τώρα δεν φτάνει. Τα μαλλιά της βαμμένα ξανθά, κάποτε τον ερέθιζαν, αλλά τώρα; Κλείνει τα μάτια μου και ψάχνει για εικόνες που θα τον βοηθήσουν. Δεν αργεί. Ο Πόθος του βρίσκεται δύο πατώματα πιο κάτω. Στο υπόγειο. Γυμνός και ανυπεράσπιστος.


    Η Μαρία πιέζει με τα χείλια της, στα σημεία που γνωρίζει, το όργανο του Παναγιώτη. Δεν έχει σκληρύνει ακόμη. Δυο φορές το ένιωσε να ανασαλεύει στο στόμα της και μετά σαν κάποιος ν’ αφαίρεσε τη ροή από μέσα του. Νιώθει απογοήτευση. Λαχταράει κάτι στιβαρό, δυνατό και αυταρχικό να την παρασύρει. Ζηλεύει το κορίτσι. Για αυτό που ζει. Για αυτόν που της το προκαλεί. Θα ήθελε και αυτή … Με ένα τίναγμα του κεφαλιού της διώχνει την εικόνα Του. Θέλει να συγκεντρωθεί σε αυτό που κάνει. Ίσως να φταίει αυτή. Ίσως …


    Ο Κυνηγός μια ηλεκτρική πνοή ελίσσεται ανάμεσα στις σκέψεις τους. Έχει κάνει μια σημαντική ανακάλυψη. Η ταχύτητα του φανερώνει την ανυπομονησία του. Ένα παράθυρο. Ένα σχέδιο. Μια ελπίδα ...


    Ο Παναγιώτης, ταξιδεύει στο υπόγειο. Βλέπει ξανά το κορίτσι πρόθυμο να στυλώνει το σώμα του και να περιμένει τα χτυπήματα της Μαρίας. Το μάτια του κλειστά. Κραυγές, μικρές κοφτές, πόνος και ηδονή καθώς η Μαρία με προσήλωση σημαδεύει κάθε σημείο του εύθραυστου κορμιού της. Καυλώνει. Θα ήθελε να τη χτυπήσει αυτός. Μέχρι να καταρρεύσει. Να της λύσει τα χέρια και όπως είναι πεσμένη να τη μπουκώσει. Σχεδόν νιώθει το στόμα της παραδομένο στις ωθήσεις του. Τη γλώσσα της να τον υγραίνει να τον σκληραίνει, να τον μετατρέπει σε έναν άκαμπτο σωλήνα. Βγαίνει και πάει από πίσω της. Ούτε καν θα την ανασηκώσει. Εκεί όπως είναι πεσμένη θα παίξει με τη υγρασία της. Θα φτύσει και θα ανακατέψει το σάλιο του με τη δική της μυρωδιά και θα μπει μέσα της.


    Να μπει μέσα της, πόσες φορές δεν το έχει σκεφτεί. Να τινάζει το μικροσκοπικό κορμό της και να πιέζει την νεανική της σάρκα προς τα μέσα. Να την νιώσει να τεντώνεται, να συνέρχεται, να βογκάει, να φωνάζει το όνομα του …


    Τα μάτια της σφραγισμένα. Ρουφάει με λαχτάρα. Δεν είναι ο Παναγιώτης. Είναι ο Κύριος της μικρής Δούλας. Δεν είναι ξαπλωμένη. Στέκεται στα γόνατα και τα χέρια της, βρίσκονται κάτω από τις σκληρές Του μπότες. Γλύφει, καταπίνει, γεύεται και προσπαθεί να ικανοποιήσει.


    Το σώμα της γυμνό στη καταιγίδα. Οι σταγόνες ζεστές, στιγματισμένες από το άρωμα του. Χτυπάνε με μανία την το σώμα της και το οδηγούν στην έκσταση.


    «Σου ανήκω, εγώ μια χαμένη ψυχή. Θεέ μου πάρε με…», λέξεις που ξεφεύγουν από το στόμα της.


    Την ακούει, αλλά δεν συνειδητοποιεί τα λόγια της. Πάνω στα βλέφαρα του βλέπει το ανώνυμο κορίτσι που κρατά φυλακισμένο. Τώρα του φωνάζει. Την ακολουθεί και με ένα τίναγμα τη γεμίζει σπέρμα. Το κορίτσι, τον ευχαριστεί. Είναι δική του. Είναι η δική του δούλα …


    Νιώθει το στόμα της να γεμίζει από το ακριβό υγρό Του. Χύνει. Χύνει μαζί Του, με σπασμούς. Καταπίνει και ευχαριστεί …


    «Σας ευχαριστώ , Κύριε μου …» , ανοίγει τα μάτια της και βλέπει. Δεν βλέπει αυτό που ήθελε. Το σπέρμα του ξινό…


    Ανοίγει τα μάτια του και το κορίτσι χάνεται. Στη θέση της, η Μαρία, γερασμένη από τη σύγκριση. Αποτυχημένη μεταμόρφωση, από μια φθηνής παραγωγής ταινίας τρόμου. Τα λόγια, δικά της. Αηδία. Θέλει κι αυτή τέτοια περιποίηση. Σιγά μη…


    Ο Κυνηγός παίζει με τις αισθήσεις τους. Σβήνει και γράφει. Αντικαθιστά τα οργασμικά τους χρώματα με γεύσεις απέχθειας που ξεθάβει από τις δικές τους αναμνήσεις…


    Ώρα μετά, ένα ζευγάρι κοιμάται. Τα σώματα τους απομακρυσμένα στο κρεβάτι. Δε θέλει κανείς τους να αγγίξει τον άλλο, έστω και κατά λάθος. Λίγο πιο κάτω. Ένα γλυκό πλάσμα κινείται στο σκοτάδι…


    Πλένεται και καθαρίζει τις πληγές του. Το νερό συγκεντρώνεται με αγαλλίαση στις μικρές χούφτες της νεαρής κοπέλας. Βρέχει με τη δροσιά του το πρόσωπο της και δείχνει να το απολαμβάνει. Σειρά έχει το υπόλοιπο σώμα. Ο λαιμός της και οι ώμοι της , η επίπεδη κοιλιά της, τα πόδια της, τα γόνατα της, οι ταρσοί της. Μικροτεχνήματα που εξαγνίζονται επιμελώς. Κλείνει τη βρύση, στέκεται για μια στιγμή και μετά γονατίζει. Μάτια ανοιχτά και χείλια που ψελλίζουν. Προσεύχεται;


    Πλησιάζω για να ακούσω. Νιώθω το άρωμα της. Αμόλυντη σάρκα που τίποτα το τεχνητό δεν την έχει ακόμα μαγαρίσει. Ψίθυροι που δένουν με την πνοή της. Οι Στίχοι. Τους έχω ακούσει. Απομακρύνομαι. Ψάχνω το δωμάτιο. Δίχως την ύλη να με εμποδίζει, μπαινοβγαίνω στο κλουβί. Η κοπέλα δεν μπορεί. Είναι κλειδωμένο. Εξερευνώ τον χώρο που αντιλαμβάνομαι. Καταλήγω στην πόρτα. Κάνω να τη διασχίσω και το ξύλο με σταματά. Είμαι εγκλωβισμένος ! Πανικοβάλλομαι ! Αλλάζω κατεύθυνση και τρέχω. Πέφτω πάνω στο τοίχο. Αδιαπέραστος ! Δοκιμάζω άλλη διαδρομή. Το ίδιο ! Ξανά και ξανά. Είμαι φυλακισμένος …


    Η νύχτα αποχωρεί από τη πόλη και η μέρα, προστατευτική μητέρα, την ξυπνάει με ένα φιλί. Το φως που αναβλύζει από τα μαλλιά της ξυπνάει και το σπίτι. Οι ώρες περνούν και τα άτομα ακολουθούν σε ένα σενάριο που την ψευδαίσθηση της ελεύθερης βούλησης κρατούν στα χέρια τους και ελπίζουν.


    Αιωρούμαι μπροστά της, αλλά δε με βλέπει. Η χροιά της φωνής της νοτισμένη με κάτι οικείο. Με έχει συνεπάρει. Ίσως είναι η κίνηση και η στάση του σώματος. Γονατισμένη με τα πόδια σε γωνιά αμβλεία. Το πάνω μέρος του κορμού γερμένο ελαφρά προς τα πίσω με τις θηλές να με δείχνουν προκλητικά, σα να γνωρίζουν την ύπαρξη μου. Τα μάτια της κλειστά, το στόμα της στολίζει τις λέξεις. Τα χέρια της ταξιδεύουν, παίζουν και υπνωτίζουν, θυμίζοντας μου το μάγο που γοητεύει τα πλήθη με τα επιδέξια δάκτυλα του. Υπάρχει κάτι στην εικόνα που με ξενίζει, αλλά το κελάηδημα της δεν με αφήνει να το διακρίνω…


    «Είναι χλομό , με χειλάκια νεκρού παιδιού


    πλάστηκε στ’ όργιο των θεών που κατοικούν στις σκιές.


    Έχει πρόσωπο λευκό και πυρωμένα μάτια


    και μαγική φωνή από καπρίτσιο φτερωτών δαιμόνων.


    Φιγούρες απόκοσμες , ξεπροβάλλουν απ’ τα τραγούδια της


    σκιές πολύχρωμες , που γητεύουν τις παιδικές ψυχές .


    Στους στοίχους πλέκει ναούς για να μείνουν τ’ αγγελούδια της


    μακριά από τις αρρώστιες που φέρνουν γκρίζες ενοχές.





    Κι εσύ χορεύεις ομορφιά μου , χορεύεις για το θάνατο


    και νιώθεις πόνο που γεννάει έρωτα , στους τόπους της φωτιάς.


    Χορεύεις με τις κραυγές των πληγωμένων , που διψάνε για ζωή


    και δίνεις αίμα σε πλούσια στεφάνια , στις εκκλησίες της οργής .





    Πεθαίνεις για τη μοναξιά στα μάτια της , ψυχή μου


    και σου προσφέρει το σώμα του με σπασμούς , μικρή μου.


    Μ’ ακούει και να ζήσεις σ’ αφήνει


    Το τραγούδι σταματά και τη ψυχή της χύνει .


    Στον Αχέροντα.





    Μη κλαις πουλί μου είσαι κουρασμένο


    πέτα χαμηλά γιατί είσαι χτυπημένο .


    Πάρε ανάσα ακριβή και κοίτα στα ψηλά


    το αίμα των θεών απ’ τα χείλη του αγοριού κυλά»
    (συνεχίζεται)
     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    Ένα πάτωμα πιο πάνω χτυπάει το τηλέφωνο. Το κορίτσι ανοίγει τα μάτια του απότομα. Δεν είναι τρομαγμένο. Αφουγκράζεται για λίγο ήχους που δε μπορώ να τους αντιληφθώ και μετά ένα χαμόγελο διαβολικό σ’ ένα πρόσωπο αγγέλου ζωγραφίζεται…


    Το τηλέφωνο χτυπάει για δεύτερη φορά, η Μαρία το φτάνει λαχανιασμένη. Το σηκώνει στη παύση για το επόμενο κουδούνισμα.


    «Παρακαλώ;» η φωνή της κάνει αυτόν που την ακούει, να τη φαντάζεται μικρότερη.


    «Καλημέρα » , μια εικόνα αρπάζει απότομα τη Μαρία. Αυτή δεμένη σε ένα βράχο στην ακροθαλασσιά, γυμνή, να τη μαστιγώνουν τα κύματα.


    «Καλημέρα σας. Τι κάνετε ;» Δισταγμός. Μπορεί μια γυναίκα να μην υποκλιθεί μπροστά στη αρχέγονη θάλασσα;


    «Όμορφα γλυκιά μου. Το καναρίνι μου;» και να μη παραδοθεί στον άρχοντα του αλμυρού στοιχείου;


    «Καλά. Πολύ καλά κύριε Νίκο, ακολουθούμε πιστά τις οδηγίες σας.»


    «Και;»


    «Τι κύριε Νίκο;» θέλει να κάτσει. Δίπλα της ένα σκαμπό που βρίσκεται όπως πάντα στη θέση του για αυτόν ακριβώς το λόγο. Προτιμά το πάτωμα.


    «Τραγουδάει;» πατρική φωνή που απευθύνεται σε ένα τρακαρισμένο παιδί και όχι σε μια ώριμη γυναίκα. Η Μαρία νιώθει να ζεσταίνεται.


    «Μάλιστα κύριε Νίκο. Προχωράει το τραγούδι της και είναι πολύ όμορφο, πολύ…» , άθελα της τοποθετεί το αριστερό χέρι ανάμεσα στα πόδια της. Νιώθει την ανυπομονησία της θέρμης της. Κάπου μέσα της ο Κυνηγός μετακινεί διόδους. Σε κάποιο μακρινό σημείο της πόλης, ίσως και της χώρας, μέσα στο σκοτάδι, ο Πόθος αποπλανεί.


    «Την φροντίζετε όπως της πρέπει;» Η Μαρία φαντάζεται τον εαυτό της να είναι παραδομένη στα χέρια έμπειρων σκλάβων και να ετοιμάζεται για γίνει το πρόχειρο χαλί που θα πατήσει ο άρχοντας.


    «Μάλιστα Κύριε. Τη μαστιγώνω κάθε μέρα με τον τρόπο που μου έχετε πει. Ο Παναγιώτης ηχογραφεί το τραγούδι της. Όταν ο ήλιος μπαίνει στη τροχιά της δύσης του, της κάνουμε μπάνιο και την ταΐζουμε. Μετά επιστρέφει στο κλουβί για να συνεχίσει» , το χέρι της τρίβει τη σχισμή. Το ρούχο την εμποδίζει. Το ξεκουμπώνει και βάζει το χέρι μέσα από το εσώρουχο. Τώρα είναι πιο καλά.


    «Καμιά απόκλιση;» η φωνή του , δείχνει ικανοποίηση. Το τηλεφώνημα θα τελειώσει. Τα δάκτυλα της Μαρίας χαμένα στη θαλπωρή του κόλπου της. Δε θέλει να σταματήσει.


    «Καμιά Κύριε Νίκο» , δεν βρίσκει κάτι για να πει . Να καθυστερήσει . Τρία δάκτυλα μέσα της μοιάζουν πολύ λίγα για ξεγελάσει τη πείνα της .


    «Τότε …» , θα φύγει . Θα κλείσει . Δεν πρέπει . Η Μαρία δε θέλει .


    «Κύρριε…» , η λέξη επηρεασμένη από τους σφυγμούς της ακούγεται αλλόκοτη . Η αμηχανία της ενοχλητική . Ο Κυνηγός μέσα στο μυαλό της, το διορθώνει και χάνεται . Ένα τέταρτο δάκτυλο κάνει συντροφιά στα μουλιασμένα άλλα .


    «Ναι τρυφερή μου ; Τι θέλεις ;» ένα άγαλμα, ένας αθάνατος που περιμένει βαριεστημένα αλλά με ευγένεια, το μικρό σκουπίδι να κάνει τη φιγούρα του. Η ερεθισμένη γυναίκα το συνειδητοποιεί, αλλά δε τη σταματά η αξιοπρέπεια της. Δεν έχει. Έχει χαθεί στο βάζο με το γλυκό και στη ηδονή που της γεννά η γεύση του.


    «Κύριε Νίκο …σας …θέλω…» , ο ρυθμός των λεπτών διακορευτών της, αυξάνεται. Ακόμα και αν την απορρίψει, ο οργασμός της, θα αγκαλιάσει τις στερνές του λέξεις.


    Παύση. Μόνος ήχος, το θρόισμα του υφάσματος που εμποδίζει τις κινήσεις της Μαρίας .


    «Γδύσου» , τόνος επιτακτικός και δυνατός . Ικανός σαν άνεμος να σκίσει τα ρούχα της και να τα πάρει μακριά .


    Λίγο πιο κάτω μέσα σε ένα κορίτσι , η Ιφιγένεια νιώθει την αλλαγή στην διάθεση και στο σώμα που τη φιλοξενεί . Ένα μικρό και ανυπεράσπιστο πουλί πριν . Θλίψη και παράδοση που την παρέσερναν σε μια μελωδική ραψωδία και τώρα…


    Τώρα αρπακτικό που αγριεμένο αναζητά σάρκα . Κρύβεται από τη συνείδηση της μικρής σκλάβας, νιώθει ευάλωτη και λουφάζει στις σκιές . Παρακολουθεί όμως γεμάτη περιέργεια…


    Το κορίτσι σηκώνεται . Άλλος αέρας στις κινήσεις της . Κοιτάει τα κάγκελα ψηλά . Λυγίζει τα γόνατα της και με ένα καλοζυγισμένο σάλτο πηδάει και κρεμιέται από αυτά . Κοιτάω σοκαρισμένος το πλάσμα που μέχρι από λίγο έδειχνε ταλαιπωρημένο να περνάει το σώμα του ανάμεσα από τα σίδερα και να δραπετεύει . Στέκεται για λίγο κουλουριασμένη πάνω στο κλουβί . Μου θυμίζει γάτα που μόλις έχει κατασπαράξει το θύμα του . Γέρνει το σώμα της μπροστά , σφίγγει τα κάγκελα και με ανάποδη στροφή αθόρυβα πέφτει στο πάτωμα .


    Αποτραβιέμαι τρομαγμένος . Λες και μπορεί να με αισθανθεί . Ίσως και να μπορεί. Κινείται προς τη πόρτα και παραμερίζω να περάσει . Ανεβαίνει τα σκαλιά και σκύβει στη κλειδαρότρυπα . Τι σκοπεύει να κάνει ; Φυσάει μέσα απαλά και ένας ήχος ακούγεται . Σηκώνεται και δοκιμάζει το χερούλι . Η πόρτα ανοίγει δίχως τρίξιμο…


    Η Μαρία είναι γυμνή και γονατισμένη . Ανάμεσα στο στήθος της κόκκινη από τη προσπάθεια .


    «Ξάπλωσε και σήκωσε τα πόδια . Άνοιξε τα καλά για μένα φοραδίτσα μου» . Φθόγγοι κυρίαρχοι , σώμα φθηνό .


    Δεν αντιλαμβάνεται που είναι . Βρίσκεται αλλού , σε ένα στάβλο . Από κάτω δεν υπάρχει χαλί , παρά μόνο άχυρο . Γυμνή και βρώμικη με τα πόδια της δεμένα από αλυσίδες . Δίπλα της ο άρχοντας με τις μπότες του γυαλισμένες . Από πάνω της ο μονόκερος . Ο μονόκερος είναι ερεθισμένος και η στύση του θηριώδης . Περιμένει.


    «Άσε το ακουστικό , δε χρειάζεται . Βάλε τα χέρια κάτω από τη λεκάνη και άνοιξε περισσότερο» , δεν ακούει . Βλέπει τις αλυσίδες που τεντώνονται και τα πόδια της που ξεδιπλώνονται. Η αμβλεία γωνία ανάμεσα τους μεγαλώνει . Το σώμα της σέρνεται κάτω από το μονόκερο . Με τα χέρια της πιάνεται από τα μπροστινά του πόδια . Ο άρχοντας της βάζει χειροπέδες . Κάθε χέρι και ένας κρίκος . Κάθε πόδι και ένας άλλος . Το σώμα της τανύζεται και τα πόδια της ανασηκώνονται . Ο κορμός της ακολουθεί . Η λεκάνη πλησιάζει και ο μονόκερος τινάζεται νευρικά . Ο άρχοντας το ηρεμεί , οι αλυσίδες συνεχίζουν . Το κεφάλι του οργάνου μεγάλο όσο ο πάτος ενός μπουκαλιού αγγίζει την είσοδο της . Το σώμα της μια ευθεία που με το έδαφος κλίση σχηματίζει . Κλίση που με πιο αργό ρυθμό τώρα αυξάνεται ...


    Αόρατος παρακολουθώ τη σκηνή . Η γυναίκα με τα σκέλη της ψηλά και ορθάνοιχτα , να μουρμουρίζει ακατάληπτα και να βογκάει με τα μάτια κλειστά . Ένα μέχρι πρότινος εύθραυστο πλάσμα , πεσμένο μπροστά του . Όχι δεν τιμάει με λατρεία τη δεσμοφύλακα της . Ούτε την ικετεύει για συγχώρεση . Η εικόνα είναι απλή μα η αντίφαση , τεράστια .


    Τη σκίζει με τη γροθιά της , που αργά και με επιδεξιότητα χάνεται στο κόλπο της άμοιρης γυναίκας …


    Οι μηροί της ανοίγουν κι άλλο ακολουθώντας τις αλυσίδες . Η φύση του μονόκερου παρασέρνει τις αντιστάσεις της σάρκας και ανοίγει δρόμο στην ισοπέδωση μιας πύλης που κάποτε οδηγούσε στο ναό της γυναίκας . Χρόνια πολλά, σε ταξίδια γεμάτα ηδονή και αισθησιακού παιχνιδιού , είχαν χαρίσει στη Μαρία σημάδια και αναμνήσεις που την προφύλασσαν από το δέος του καινούριου . Ένας ναός με δικά του σκαλίσματα που προσωπικότητα είχε και ιστορία γραμμένη στο μωσαϊκό του . Τώρα ένας κατακτητής με μήκος πάνω από μισό μέτρο και πάχος όσο το πόδι ενός μικρού παιδιού σβήνει κάθε κληρονομιά . Ο κόλπος της γυναίκας τείνει να εξαρθρωθεί στην απελπισμένη προσπάθεια να υποδεχτεί τον ανομολόγητο του πόθο . Πόνος ;


    Δεν υπάρχει . Ξένες παρουσίες κατέχουν τον έλεγχο στο πυρήνα του υποταγμένου θηλυκού . Αντιθέτως συγκεντρώνουν τα ουρλιαχτά και τις ικεσίες του νευρικού συστήματος της και τα μετουσιώνουν σε συμπυκνωμένη ερωτική απόλαυση . Η πλάνη είναι ολοκληρωτική και καθώς το όργανο του μονόκερου στη φαντασία και το χέρι του κοριτσιού στη πραγματικότητα , έχει εισχωρήσει σε πολύ επικίνδυνό για τη μήτρα της γυναίκας βάθος , οι αλυσίδες σταματούν τη διαδρομή της . Το ίδιο και η μικρή δούλα που βγάζει το χέρι έξω από τον ταλαιπωρημένο ναό. Σηκώνεται και γυρίζει στη φυλακή της. Η γυναίκα μουρμουρίζει αδύναμα και ζητάει την επιστροφή του βάναυσου κατακτητή της . Ο οργασμός ηθελημένα δεν την άγγιξε και παραμένει κλαψουρίζοντας στη θέση αυτή για ώρα . Έτσι ακριβώς τη βρίσκει και ο Παναγιώτης όταν μπαίνει στο σπίτι . Πεσμένη στο χαλί με το πόδια να μην μπορούν να κλείσουν και μια μικρή γραμμή από αίμα που παγώνει , στο στρεσαρισμένο της μονοπάτι , το μοναδικό ίχνος της εισβολής .


    Λίγο πριν η αυλαία της ημέρας αποχωρήσει και απομακρυνθεί η τραυματική επιρροή της στο σπίτι , ο Παναγιώτης βρίσκεται χαμένος στις σκέψεις του και κρυμμένος στο καπνό του . Η Μαρία στην κρεβατοκάμαρα τους κοιμάται . Την φρόντισε και αφού δεν μπορούσε να βγάλει άκρη από το παραλήρημα της έδωσε ένα ηρεμιστικό και την βοήθησε να ξαπλώσει . Έλεγξε την πόρτα αρκετές φορές όπως και τα παράθυρα για σημάδια παραβίασης . Τίποτα . Προσπάθησε να βγάλει κάποια άκρη από τις λέξεις της , αλλά το μόνο που ξεχώρισε και που επαναλαμβανόταν συνεχώς από τα δαγκωμένα χείλια της ήταν το όνομα Του . Να τους επισκέφθηκε όσο αυτός έλειπε ; Μετά από σκέψη το απέρριψε , δεν το Συνήθιζε και από την άλλη η πόρτα ήταν κλειδωμένη από μέσα και το κλειδί στη θέση που το έβαζαν πάντα . Έτσι είχαν αποκλείσει και το ενδεχόμενο απόπειρας απόδρασης του κοριτσιού , αν και κάτι τέτοιο δεν είχε φανεί ούτε μια φορά στις προθέσεις του . Μια μικρή εντύπωση του έκανε η θέση της Μαρίας δίπλα από το τηλέφωνο . Έλεγξε τις κλήσεις . Καμία , ούτε εισερχόμενη αλλά ούτε και στις εξερχόμενες .


    Ώρα μετά ο Παναγιώτης ανεβαίνει την ενδιάμεση σκάλα τρομοκρατημένος τρέχοντας . Οι σκέψεις και οι εικόνες περνούν σαν πουλιά με ταχύτητα μπροστά στα μάτια του . Μπαίνει στο δωμάτιο , κλείνει τη πόρτα , όχι το φως και τρέχει στο κρεβάτι . Η γυναίκα του , η μόνη γυναίκα πέρα από τη μητέρα του που τον κάνει να νιώθει ασφαλής , το μοναδικό του καταφύγιο . Χώνεται στην αγκαλιά της χαλαρώνει στη μυρωδιά της . Η ανάσα του ηρεμεί και κάνει αναδρομή στο τι συνέβη τη τελευταία ώρα. Θυμάται που…


    …έσβησε το τσιγάρο και κατέβηκε να ελέγξει την πόρτα του υπογείου . Κλειδωμένη και αυτή και το κλειδί απέξω . Ξεκλείδωσε . Δύο φορές . Όσες φορές πάντα κλείδωναν . Κατέβηκε τα σκαλάκια και άνοιξε το φως . Την είδε που καθόταν στο πάτωμα του κλουβιού της . Πλησίασε και είδε το λουκέτο στη θέση του. Δεν κοιμόταν αλλά ούτε και φάνηκε να του δίνει σημασία . Πάντα χαμένη στο κόσμο της . Να είχε άραγε ακούσει τίποτα ; Την φώναξε . Δεν τον άκουσε ή τουλάχιστον έτσι έδειξε . Άρχισε να εκνευρίζεται . Ξεκλείδωσε το κελί και μπήκε μέσα . Της ξαναμίλησε πριν την πλησιάσει . Τίποτα . Ξεκρέμασε το μαστίγιο από το γάντζο που το είχαν κρεμασμένο και δρασκέλισε τα δύο μέτρα που τους χώριζαν . Κάτι άρχισε να φουντώνει μέσα του και δεν ήταν μόνο η οργή . Την σκούντησε με το πόδι του. Καμιά αντίδραση στο πρόσωπο της . Ένα σαδιστικό μειδίαμα ζωγραφίστηκε στο στόμα του . Ήταν μόνος του ...


    Κατέβασε το μαστίγιο για δέκατη φορά ή μήπως ήταν παραπάνω ; Πάλι καμιά αντίδραση . Ήταν αφύσικο . Ούτε τα μάτια της δεν τρεμόπαιξαν . Κανένα βογκητό δεν βγήκε από το στόμα της για άλλη μια φορά . Η ανάσα της φυσιολογική . Μόνο τα σημάδια . Στο πρόσωπο της , στο στήθος της , στη πλάτη, στα πόδια της . Κόκκινες ματωμένες γραμμές να καταμαρτυρούν την αποτυχημένη του προσπάθεια . Πέταξε θυμωμένος το μαστίγιο πάνω της . Αυτό αναπήδησε με ένα υπόκωφο ήχο στο κεφάλι της και κατέληξε μπροστά στα πόδια της . Ουδεμία αλλαγή στην εικόνα .


    «Τι στο διάολο συνέβη εδώ μέσα ;;;», η φωνή του γέμισε το δωμάτιο . Ένιωσε σαν τρελός που φωνάζει σε ένα άδειο δωμάτιο . Ξαφνικά άρχισε να νιώθει σαν παιδί . Ένα φοβισμένο παιδί που μόνο του φωνάζει στη μοναξιά του για διώξει τους εφιάλτες του . Ένας αδικαιολόγητος φόβος . Προσπάθησε να το διώξει . Όσο περισσότερο όμως καθόταν μπροστά στο κορίτσι τόσο πιο ευάλωτος ένιωθε . Σήκωσε το μαστίγιο και της γύρισε τη πλάτη . Ήξερε ότι δεν τον κοιτούσε αλλά τα βήματα του πιέστηκε να τα κρατήσει σταθερά . Προσπάθησε να βάλει το λουκέτο . Του έπεσε . Ταράχθηκε . Βιαστικά έσκυψε να το πιάσει και χτύπησε το κεφάλι του στα κάγκελα. Ψήγματα πανικού άπλωσαν στα παγωμένα τους δάκτυλα από πίσω του . Γύρισε απότομα . Κανένας . Άφησε να βγει ο αέρας από τα πνευμόνια του και σφράγισε το κλουβί . Με γοργά βήματα έφτασε στα σκαλιά . Σκόνταψε αλλά δεν έχασε την ισορροπία του . Ο τρόμος τον άγγιζε . Δεν ήθελε να την κοιτάξει . Βγήκε έκλεισε την πόρτα και γύρισε το κλειδί δυο φορές . Το ξανασκέφτηκε και το γύρισε άλλη μία . Πήρε το κλειδί μαζί του . Με το ζόρι δεν το έβαζε στα πόδια . Η αίσθηση ότι κάτι κακόβουλο παραμόνευε στο υπόγειο δυνάμωσε . Στις σκάλες άρχισε να τρέχει . Πήγε στο δωμάτιο που βρισκόταν η Μαρία . Ούτε καν ξεντύθηκε . Χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα και την αγκάλιασε . Όχι για να την προστατεύσει αλλά για το αντίθετο…


    Η νύχτα σκέπασε το σπίτι . Τρεις άνθρωποι ανάσαναν από τη δροσιά της , μέσα του . Δύο που σφιχτά αγκαλιασμένοι ακολουθούσαν τον Μορφέα στο ταξίδι του και ένα κορίτσι που γλυκά τραγουδούσε για τον έρωτα της . Η νύχτα έσκυψε μαγεμένη να την ακούσει …


    «Πρόσεχε πολύ θνητό μου και ο ουρανός δειλιάζει.


    Οι άγγελοι σαν τα φύκια στη φουρτούνα σωριάζονται μπροστά του


    και οι δαίμονες σαν κομμένα τριαντάφυλλα ξεραίνονται στα μπλε τα δάκτυλα του.


    Ο θεός με ευλάβεια μαζεύει όλα τ’ αστέρια του ουρανού και τ’ ανατέλλει , το αγόρι να υπνωτίσει


    κι αυτό με μάτια αθώα , σα φωτεινά πετράδια τα σκορπάει , το θεό για να κοιμίσει.





    Τα πάντα υποκύπτουν και αυτό γυμνό χορεύει


    τα χέρια του δουλεύουν και το σώμα σου ληστεύει.


    Ερωτεύεσαι , την αθωότητα στις ρώγες του και θες να τις γευτείς


    το πρόσωπο σου , πλησιάζεις στο φωτεινό δικό του χωρίς να το σκεφτείς .





    Σκύβεις και στα μάτια του ζωντανεύει η φλόγα


    στα χρώματα και στις σκιές της τριζοβολλεί το θαύμα.


    Ψιχάλα οι σπίθες της ραίνουν τα όνειρα σου


    λάβδανο τα χάδια της ζεσταίνουν τα φτερά σου .





    Άνεμος στη γη γεννιέται κι ανεβαίνει στα βουνά


    Μυρίζει άνθρωπο και τζάκι και φυσάει δυνατά.


    Τη φλόγα σβήνει και παγώνει τη καρδιά


    τους εραστές χωρίζει και χαρίζει μοναξιά.





    Κάνε υπομονή πουλί μου και χτύπα τα φτερά σου


    δε τέλειωσαν ακόμη της αγάπης τα φιλιά σου .


    Μη χαμηλώνεις το κεφάλι και μην κοιτάς στη γη


    υπάρχει μια ψυχή ακόμη και είναι μοναχή.»


    (συνεχίζεται)
     
    Last edited by a moderator: 6 Μαϊου 2017
  7. thief

    thief παλιοπαιδο ο Νικολακης Contributor

    @Ηλίας να σου πω την αμαρτια μου δεν το διαβασα το ποστ αλλα ...... Deep Purple και να μην κανω Like δεν γινετε  
     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    Το σκλαβωμένο κορίτσι σταματά και αποκοιμιέται. Η μέρα στα πρώτα της βήματα συναντά τη νύχτα πληγωμένη. Ένα μεγάλο κομμάτι από την καρδιά της ξαπλωμένο πάνω στο σπίτι κείτεται άψυχο…


    Ο Παναγιώτης ανοίγει τα μάτια του. Ακόμα σκοτάδι, τα ξανακλείνει. Ανοίγουν πάλι από μόνα τους, δεν νιώθει ότι του λείπει ύπνος. Παραξενεύεται, γυρνάει και κοιτάει την ένδειξη στο ηλεκτρονικό ρολόι του κρεβατιού. Η ώρα είναι μία, είναι ακόμα νύχτα, επιστρέφει στην αρχική του θέση. Έχει ώρες ακόμα. Οι αριθμοί προβάλλονται στα οθόνη πίσω από τα βλέφαρα. Δεν το συνειδητοποιεί αμέσως. Τα κόκκινα ψηφία αναβοσβήνουν. Ανοίγει τα μάτια του και πετάγεται απότομα από τα σκεπάσματα. Ξανακοιτάει ! Η ένδειξη και τα κόκκινα ψηφία δεν λένε ψέματα. Η ώρα είναι 13:32. Κοιτάει το παράθυρο. Η κουρτίνα ανοιχτή. Τα παντζούρια επίσης. Σηκώνεται και τρέχει προς το παράθυρο, σκοτάδι. Μόνο το τζάμι εμποδίζει το οπτικό του πεδίο. Μαυρίλα. Δεν μπορεί να δει τίποτα από πίσω του. Τα χέρια του αρχίζουν να τρέμουν. Το γυαλί είναι πεντακάθαρο, φτιαγμένο έτσι ώστε να του χαρίζει το φως και τις ακτίνες του ήλιου, σε μια θέα που τίποτα το φυσικό δεν της εναντιώθηκε ποτέ. Τραβιέται ένα βήμα προς τα πίσω αλαφιασμένος. Τώρα το μόνο που τον κοιτάζει τρομαγμένο, είναι το είδωλο του. Μια φωνή διώχνει την σιωπή από το σπίτι. Δύο πατώματα πιο κάτω ένα κορίτσι τραγουδά. Οι πόρτες κλειστές. Η μόνωση καλή, αλλά αυτός την ακούει πεντακάθαρα. Το τρέμουλο μεταδίδεται στα πόδια του. Γονατίζει…


    «Η Μάνα , η Μεγάλη δημιουργεί το σύμπαν στα τρυφερά τα βάθη της


    φωτιά , πάγος και μέταλλα βαριά ξεφεύγουν απ’ τα σκοτεινά τα σπλάχνα της .


    Ένα βουνό μικρό από πάγο καμωμένο


    στο σκοτάδι το βαθύ στριφογυρνά χαμένο.


    Ένας πόνος δυνατός και απ’ τη πληγωμένη μήτρα


    ένας βράχος πυρωμένος εκσφενδονίζεται για τ’ άστρα.


    Χρυσός , χαλκός και Μπρούντζος


    τον πνίγουν σα φουσκωμένες φλέβες .


    Αδάμας , Οπάλιο και καθαρό Σμαράγδι


    Τον στοιχειώνουν σαν ανέγγιχτες παρθένες.





    Ο βράχος με ταχύτητα απίστευτη , τον πάγο φτάνει


    βυθίζεται στον ύπνο του και το πρόσωπο του χάνει .


    Δευτερόλεπτα κρατά μια αδύναμη σιωπή


    θόρυβος ξεσπά και μια τυφλή οργή .





    Πόλεμος θεριεύει μεταξύ των υλικών


    θάνατος και γέννηση στις λίμνες των ατμών.


    Τα πύρινα ποτάμια κάποτε στερεύουν


    ιδρωμένοι νεκρολάγνοι τα συντρίμμια ψαχουλεύουν .





    Και ξεθάβουν το κορίτσι .


    Και αγκαλιάζουνε τον χάροντα…»


    …ο Παναγιώτης κουνάει το κορμί του μπρος πίσω και προσπαθεί να διώξει τον τρόμο από μέσα του. Η φωνή της, δεν είναι πια η ίδια. Ακούγεται βαθιά, δυνατή και δείχνει να έρχεται προς το δωμάτιο. Όχι από κάτω , σαν να ανεβαίνει τις σκάλες, αλλά από παντού. Απ’ έξω από πάνω, από κάτω, μέσα από τους τοίχους, από μέσα του. Η Μαρία ακόμα κοιμάται και νιώθει μόνος, παγιδευμένος σε έναν εφιάλτη, μήπως βρίσκεται ακόμα στο κρεβάτι ξαπλωμένος δίπλα της; Η φωνή της συνεχίζει. Ακόμα πιο κοντά…


    «Η ομίχλη σπλαχνικά το σώμα της σκεπάζει , σα μεταξένιο σάβανο


    και τρεις ήλιοι τρυφερά το στέλνουν , για το ξεχασμένο άπειρο.


    Σ’ ένα ταξίδι που ψυχή αν είχε και μέχρι τέλος αντοχή


    χίλιες ανθρώπινες ζωές , τη μία στην άλλη πάνω θα προλάβαινε να δει.





    Σα βαρκάκι πεθαμένο κάποτε αράζει


    σ’ ένα παλιό καλύβι κι ένα κήπο που μαράζει.


    Η πόρτα μουχλιασμένη , χωρίς πνοή , τον ύπνο της αφήνει


    το καλύβι για κάποιο λόγο μυστικό , το κορίτσι καταπίνει.





    Όταν η πόρτα ανοίγει , για δεύτερη φορά


    μια σκιά ξεφεύγει και τραβάει για Βορρά .


    Είναι το κορίτσι , που γελάει ζωντανό


    Τραγουδάει στο φεγγάρι και κοιτάει ουρανό…»


    Πρέπει να ξεφύγει , να φύγει από το δωμάτιο . Δεν ξέρει προς τα που …


    «Μην χαμηλώνεις το κεφάλι και μην κοιτάς στην γη


    υπάρχει μια ψυχή ακόμη και είναι μοναχή .


    Έρχεται λένε απ’ του Βορρά τα δάση


    το πιο όμορφο λουλούδι , που μύρισε η πλάση.»


    …την ακούει είναι σχεδόν πίσω από τη πόρτα. Ο πανικός του δίνει την έναρξη, σηκώνεται, ανοίγει τη συρόμενη πόρτα του παραθύρου και αρχίζει να τρέχει σαν τρελός στο σκοτάδι. Η φιγούρα του χάνεται. Ο ήχος του ποδοβολητού του σβήνει. Ρουφιέται από τους υγρούς, παλλόμενους, ζωντανούς τοίχους του τούνελ που ξεδιπλώνεται μπροστά του…
    (συνεχίζεται)
     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Πλέω σε μια ατμόσφαιρα που ώρα με την ώρα πυκνώνει. Δεν έχω την αίσθηση της οσμής, αλλά σκέφτομαι ότι κάτι δύσοσμο πρέπει να μυρίζει. Κολυμπάω με δυσκολία στα σκοτεινά δωμάτια. Βλέπω την υφή στα άψυχα υλικά να αλλάζει σε κάτι μαλακό. Η γεωμετρία των σχημάτων αλλάζει και ενσωματώνεται σε κάτι μεγάλο και ενιαίο. Τα όρια επιμηκύνονται, οι γωνίες καμπυλώνουν, ακούω τα τριξίματα στην αντίσταση των στερεών κατά την μεταμόρφωση τους. Όλο το σπίτι σαν κάτι γιγάντιο που ξυπνάει από λήθαργο αιώνων, τεντώνεται και επιτρέπει στο μαύρο αίμα του να αρχίσει πάλι να κυκλοφορεί. Μεγάλοι σωληνοειδής σχηματισμοί εμφανίζονται παντού. Φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν με κάτι πηχτό που στην αρχή αργά μέσα τους κυλάει. Βήματα. Φωνή, που φτύνει τις λέξεις της, μαρκάροντας οτιδήποτε έχει ακόμα αλώβητο απομείνει…


    «Τα σύννεφα ανοίγουν και η τελειότητα απλώνεται σα φλογισμένο χάδι


    χείλια από καθαρό οπάλιο και μάτια από πράσινο σμαράγδι.


    Λαιμός από παρθενικό αλάβαστρο και πρόσωπο πολικά λευκό


    μήλα από θαλασσί διαμάντι και μαλλιά από ακατέργαστο χαλκό.





    Στήθος απαλό , παρμένο από Αυγουστιάτικο φεγγάρι


    δέρμα μεταξένιο , φερμένο απ’ το Ελληνικό Φανάρι.


    Κοιλιά προκλητική , σα πρόσωπο υπνωτισμένης λίμνης


    πόδια λεία , μπρούντζινες εικόνες ερωτευμένης μνήμης.





    Την είδα και θέλω το πρόσωπο της με τρυφερότητα ν’ αγγίξω


    στα χείλια της , τη γλώσσα καθώς δαγκώνω , να βογκήξω.


    Τα δάκτυλα μου , στο σώμα της εξωτικοί ταξιδευτές


    της ψυχής της και των νεύρων της πρωτοπόροι πλανευτές.





    Με το χρώμα των ματιών σου , θέλω να βαφτώ τ’ ουρανού πολεμιστή


    με τη θλίψη της φωνής σου , να πληγώσω της φωτιάς μου βαπτιστή .


    Τις πολιτείες των παιδικών σου μυστικών , με ηδονή να λεηλατήσω


    με τις φλόγες των χειλιών σου , το σκοτάδι της ψυχής μου να σκορπίσω.





    Μα οι φωνές πουλί μου τώρα να πάψουν πρέπει


    γιατί ο χρόνος με φθόνο τα φτερά σου βλέπει.


    Χάρισε μου το απρόσιτο μυαλό σου και την ελεύθερη ψυχή σου


    και κέρδισε του πάθους την ανάσα μου , με το πρόστυχο φιλί σου .





    Φ ί λ α μ ε !





    Δαγκώνω απαλά τα χείλια σου και γεύομαι την ανάσα σου


    γλιστρώ τη γλώσσα μου στο στόμα σου και νιώθω την παράδοση σου.


    Πανικοβάλλομαι και υποχωρώ στο απότομο και απαιτητικό φιλί σου


    επανέρχομαι , ζω τα πάντα και εγκαταλείπω στη σφιχτή αγκαλιά σου .





    Οι χτύποι της καρδιάς σου , οι τελευταίοι ήχοι που ακούω


    τα μισόκλειστα τα μάτια σου , η τελευταία εικόνα που βλέπω


    τα δόντια σου στο λαιμό μου , το τελευταίο άγγιγμα


    και οι σταγόνες αίματος στα χειλάκια σου


    οι τελευταίες μου , κορίτσι μου γλυκό.





    Σ’ αγαπώ


    και καληνύχτα


    για πάντα.





    Μια αθώα σκιά χρωματίζει το χάραμα Του ,


    Ένα πουλί μικρό ,


    σκίζει τα χυμώδη σύννεφα με τα λευκά φτερά του.


    πέφτει με ταχύτητα νεκρό.





    Σε σκότωσα μικρό μου , σ’ έστειλα στο θάνατο


    έχασα το χαμόγελο σου για πάντα , εγώ που σε ήθελα αθάνατο.


    Μη μου κρατάς κακία τρυφερό μου , το ‘κανα γιατί σ’ αγαπώ


    μη φεύγεις έτσι , τα μάτια σου για τελευταία φορά θέλω να δω.





    Το σύντομο ταξίδι τελειώνει και φτάνει προς το σκληρό το χώμα


    Πυκνό αέρος ρεύμα όμως , σταματά και αγκαλιάζει τρυφερά το σώμα.


    Σα παλάμη μητρική σε φέρετρο χρυσό το βάζει


    Κι απ’ τις ξύλινες τις πύλες , του κόσμου του φθαρτού , παντοτινά το βγάζει.»


    Διαλύομαι και υποτάσσομαι καθώς το τραγούδι, τις στερνές του λέξεις στην καρδιά μου αφήνει. Γονατίζω και κλαίω. Δύο σκιές μέσα από το σκοτάδι ξεπροβάλλουν. Η μικρή δούλα, πολεμίστρια πια. Ο Θεός Πόθος φόντο πίσω της, απερίγραφτης ρώμης και ομορφιάς. Περνούν μέσα από το δίχως ύλη σώμα μου. Κομματιάζομαι σε χιλιάδες μικρά σημεία. Το ίδιο και η Ιχνηλάτρια που την συναντώ ξανά. Ο Πόθος μπαίνει στο δωμάτιο, παίρνει στην τεράστια αγκαλιά του την κοιμισμένη Μαρία και επιστρέφει. Με την αύρα του στέλνει τα μόρια μας σε διάφορες κατευθύνσεις. Κανένα δεν τον αγγίζει.


    Η μικρή πολεμίστρια με δύο μεγάλα σπαθιά να κρέμονται από τα χέρια της προχωράει προς το τούνελ που χώθηκε ο Παναγιώτης . Το πάτωμα απ’ τα χάδια της ματώνει . Το σπίτι ουρλιάζει …

    (συνεχίζεται)
     
  10. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Η Μαρία ξυπνάει. Δεν ανοίγει αμέσως τα μάτια της, της είναι δύσκολο. Κάποιος την μετακινεί με μεγάλη ευκολία στα χέρια του λες και είναι κούκλα. Η μυρωδιά του, της είναι γνωστή αλλά όχι οικεία. Οι σκέψεις της είναι θολές και μπερδεμένες. Για λίγα δευτερόλεπτα έχει επιστρέψει στην παιδική της ηλικία. Νιώθει ότι ο πατέρας της την πάει για ύπνο. Ίσως είχε αποκοιμηθεί. Η θαλπωρή την τυλίγει και την κάνει να αισθάνεται ασφαλής. Απλώνει τα χέρια της να τον αγκαλιάσει, νιώθει το βάρος τους και οι θύμησες την χτυπάνε στο πρόσωπο σαν παγωμένη βροχή. Στιγμές, πολλές, έγχρωμες και πηχτές. Δεν είναι μωρό, είναι η γυναίκα του Παναγιώτη. Μένουν μαζί στο σπίτι τους. Στο υπόγειο η μικρή που κρατούν φυλακισμένη. Το τηλέφωνο που χτυπάει. Στα γεννητικά της όργανα ένα μικρό κάψιμο. Θυμάται ! Ανοίγει τα μάτια της τρομαγμένη και Τον βλέπει…


    «Σσσσς… τρυφερό μου λουλούδι μου. Ηρέμησε…», κατευναστικός όπως ο ανοιξιάτικος ήλιος.


    «Γεια σας …», η πρώτη λέξη που έφτασε στο στόμα της. Η ευγένεια που της χάρισαν οι γονείς της.


    «Τι κάνετε εδώ; Που είμαστε;» κοιτάει πίσω του. Δεν βρίσκεται πίσω του. Σαν υπόγειο εγκαταλειμμένο σταθμό μετρό. Όπως τουλάχιστον τα παρουσιάζουν στις ταινίες. Γυρνάει το κεφάλι της. Μόνο που είναι πιο στενός. Σαν σήραγγα από κάποιο λατομείο που χάνεται στα σπλάχνα της γης.


    Γυρνάει και πάλι και τον κοιτάζει. Τα μάτια Του μεγάλα και βαθιά. Θέλει κάτι να του πει αλλά δεν θυμάται πια. Την σηκώνει και φέρνει το πρόσωπο της κοντά με το δικό Του. Την φιλάει…


    Σε ένα άλλο κόσμο, αλλά πολύ κοντά, ο Παναγιώτης τρέχει λαχανιασμένος μέσα στο σκοτάδι. Την ακούει, του μιλάει, τον καλεί, ακούει το σύρσιμο του μετάλλου στο πέτρινο έδαφος και φοβάται…


    …τα χείλια του γεμάτα και αλμυρά. Δεν είναι η γεύση του ιδρώτα, παρά κάτι πιο πλούσιο και από το Νοτιά της θάλασσας. Η γλώσσα Του με χάδι από μετάξι παγιδεύει γλυκά την δική της και την πλανεύει με τις ιστορίες της. Δεν τολμάει να εισπνεύσει μήπως τυχόν και τίποτα διαφορετικό από την δική Του πνοή, εισχωρήσει στα σπλάχνα της. Την ρουφάει σαν ακριβό τσιγάρο και ο ανεπαίσθητος ήχος των υγρών της χειλιών που έχουν παγιδευτεί ανάμεσα στα δικά Του, ο ήχος που την γεμίζει. Ένα φιλί που δεν κρατά γιατί ο χρόνος δεν κυλά. Ένα φιλί που δεν τελειώνει ποτέ για αυτήν. Τα μάτια της ανοίγει και το τοπίο της χρώματα ατέρμονα. Λίμνες από έρημο στη χρώση τους κυλούν. Ζώα αρπακτικά που στη Γη ποτέ θήραμα δεν γεύτηκαν. Το στόμα του μια μαύρη τρύπα που την εγκλωβίζει και την έλκει. Μαζί και η ακοή της και η γεύση της αγκαλιασμένες χάνονται στα θλιμμένα μουντά λιβάδια Του. Θέλει να τα παρηγορήσει, πάνω τους γυμνή για πάντα να χορεύει.

    Την απομακρύνει. Αντιστέκεται. Κάτι Του λέει, αλλά δεν ακούει. Όχι μητέρα μην με ξαναφέρνεις στο κόσμο τούτο. Δύο ήλιοι που δύουν, την κοιτούν και την όραση της, πληρώνουν. Σκοτεινιάζουν γρήγορα. Τυφλή. Τα χείλια με την γλώσσα της, την πνοή της μαστορεύουν μα λέξεις δεν βγαίνουν. Είναι μουγκή. Την απιθώνει κάτω, τα πόδια της με δύναμη χτυπάει, την απελπισία της να δείξει, μα ήχους δεν ακούει. Είναι κουφή. Πέφτει μπροστά στα πόδια Του και γλύφει τις μπότες του, την λατρεία και την ικεσία της να Τον κάνει να αντιληφθεί. Μα οι κάλυκες τίποτα δεν της δωρίζουν. Δεν νιώθει γεύση.


    Μόνο η αφή. Με τα χέρια της Τον βλέπει, μα δεν τον χορταίνει. Σκίζει τα ρούχα της και απελευθερώνει το στήθος της, Τον αγκαλιάζει. Η λαχτάρα της φουντώνει. Ξεγυμνώνεται τελείως. Με το αιδοίο της, την κοιλιά της, τα πέλματα, θέλει να χορτάσει. Βαδίζει και την σέρνει από πίσω του. Το έδαφος άγριο την ξεφλουδίζει και το δέρμα της μουσκεύει. Ο πόνος της αλλού, αντιστέκεται, βαστιέται, παλεύει, η δύναμη της την προδίδει, αφήνεται. Το στήθος της τραντάζεται, κλαίει. Τα δάκρυα της, χάδια τρυφερά, γλιστρούν στα μάγουλα της και καταλήγουν στο χώμα. Η ώρα περνά, αλλά η οδύνη όχι. Ξαφνικά χέρια δυνατά την αρπάζουν και την σηκώνουν. Δεν είναι δύο μόνο. Δεν είναι τα δικά Του. Αφήνεται…


    Δεν αντέχει άλλο. Δεν μπορεί να αναπνεύσει. Τα πόδια του πονάνε. Γονατίζει και προσπαθεί να ακούσει. Ησυχία. Η καρδιά του χτυπάει φρενιασμένα. Βάζει τα χέρια του πάνω της. Φοβάται μήπως την ακούσουν. Ζορίζει την ανάσα του και προσπαθεί να την τιθασεύσει. Ίσως τον έχουν χάσει. Δεν ξέρει πόσα είναι. Ξέρει ότι όλα είναι θηλυκά. Τα άκουσε, τον φώναξαν, τον χλεύασαν, τον παρακάλεσαν ναζιάρικα, τον προκάλεσαν πρόστυχα. Φωνές λεπτές, βαθιές, στριγκές, φωνές που του έμοιαζαν πολύ οικίες και που όταν κιότευε και έτρεχε ακόμα πιο μακριά, τότε ζωώδης, με καμιά χροιά ανθρώπινη έδειχναν τους πραγματικούς σκοπούς τους.


    Ένα σούρσιμο. Μαγκώνει την ανάσα του. Άλλο ένα . Δαγκώνει την γλώσσα του…


    Σε ένα σκοτάδι που οι ήχοι με την απουσία τους μιλάνε, η ηδονή ξεγυμνώνεται και κατευθείαν από την πηγή αναβλύζει. Νιώθει στο σώμα της τα δάκτυλα , τα υγρά τους μέλη, τα ασύμμετρα νύχια τους.


    Στην απουσία της γεύσης, οτιδήποτε γεμίζει το στόμα φαντάζει απειλητικό, βδελυρό και άλλες φορές λυτρωτικά ανακουφιστικό. Είναι ψυχικά ισοπεδωτικό να μην μπορείς πια να αντιληφθείς τη γλώσσα και τα δόντια από την οικεία γεύση τους. Οτιδήποτε τώρα σπρώχνει τα χείλια και εισβάλει στην υγρή κοιλότητα μοιάζει καλοδεχούμενο.


    Οι έλλειψη των υπολοίπων κάνει την οσμή κυριαρχική ανάγκη. Τα σώματα αλλάζουν θέση πάνω της και δεν μπορεί να ξέρει αν είναι οι ίδιοι, οι άλλοι που περιμένουν ανυπόμονα την σειρά τους. Ο πόνος είναι το αρσενικό που την κρατά ακόμα στην επιφάνεια…


    Δεν φεύγει από την θέση του. Δεν έχει άλλη δύναμη. Σηκώνεται και στέκεται περιμένοντας να αντιμετωπίσει αυτό που τον πλησιάζει. Ο θυμός ενώνεται με την αδυναμία και ανάβει. Ο εγωισμός του, η κατάλληλη εύφλεκτη ύλη.


    «Ποιος είναι ;» δεν φοβάται. Η ένταση της φωνής του τον συντροφεύει.


    Ο χώρος διακριτικά διώχνει τις σκιές και φως σαν πάντα μαζί του να υπήρχε, ξεκαθαρίζει τις εικόνες…


    Άλλοτε κουλουριασμένη, πότε με τα πόδια σε διάταση, είτε από έναν, δύο, παραπάνω, θωπεύεται, παραβιάζεται, βιάζεται, πλάθεται και επαναπροσδιορίζει τη διαδρομή της προς τον οργασμό. Οι σταγόνες, τα υγρά, οι σπασμοί τους, δεν της ξεκαθαρίζουν τι εκφράζουν. Μπορεί να την φτύνουν, το σπέρμα τους να την ξεπλένει, τα ούρα τους να την βαφτίζουν. Το δυσάρεστο και η απόλαυση σφιχτοδεμένα το ένα με το άλλο την μαστιγώνουν ανελέητα και την μπερδεύουν. Αργεί να συνειδητοποιήσει ότι γελάει, κλαίει, τελειώνει, παρακαλάει για την ελαχιστοποίηση των παύσεων από το ένα άγγιγμα στο άλλο. Νιώθει σαν τον καρπό που κυλάει, πάνω σε ένα διάδρομο από επιδέξια ξυράφια. Η σάρκα της άχρηστη αφαιρείται προσεκτικά, σε ένα αποκαλυπτικό ταξίδι προς την αποκάλυψη του πυρήνα της…


    Τα μαλλιά της, δεν κρύβουν τα μάτια της. Εκεί παραμονεύουν οι δαίμονες. Τα χαμόγελο της πρόστυχο και αιχμηρό. Το στήθος της ιδρωμένο και αρωματικά διάφανο υγρό δείχνει να ρέει αφύσικα από τις ρώγες του. Ρυάκι από χυμό που διακλαδίζεται στον αριστουργηματικά κομμένο αφαλό της και ενώνεται διαγράφοντας δύο αντίθετης κυρτότητας καμπύλες στο μαγικό της τρίγωνο ανάμεσα στα πόδια της. Πόδια γυμνά και στολισμένα από τις σκιές των μυών, εξυμνούν τα κατορθώματα που έχουν καταφέρει. Τα χέρια της σε γωνιά από τον κορμό τους κρατούν δεσποτικά δύο δίδυμα σπαθιά.


    «Τι θέλεις;» ερώτηση και ρήμα που μέσα του, σε άλλο πρόσωπο διατυπώνεται.


    Δεν του απαντάει. Τα χέρια της τεντωμένα μετακινούνται και τα κοφτερά μέταλλα αργά πληγώνοντας αέρινους μανδύες συναντιούνται, σχηματίζοντας ένα βέλος. Μία νοητή γωνία, αυστηρά διατυπωμένη, φανερώνει το στόχο της. Το αρσενικό του εγώ που κρέμεται μεστό ανάμεσα στα πόδια του…


    Σκύβει το κεφάλι του και κοιτάει ανάμεσα στα πόδια του. Είναι γυμνός. Ούτε θυμάται που έχασε τα ρούχα του. Ο ανδρισμός του μισοκοιμάται. Τα τελευταία χρόνια του είχε προκαλέσει μεγάλα προβλήματα. Προσπαθούσαν να κάνουν παιδί με την Μαρία χρόνια τώρα. Οι καυγάδες που είχαν φουντώσει ανάμεσα τους ήταν άσχημοι στην αρχή. Πρώτα η ψυχραιμία και η αλληλοσυμπαράσταση. Μετά οι κακίες, ο ένας κατηγορούσε τον άλλο. Πέρασε καιρός μέχρι να απευθυνθούν σε κάποιο γιατρό. Η πρώτη απάντηση, αφορούσε την Μαρία. Ήταν στείρα. Η γυναίκα λύγισε και ξέσπασε σε λυγμούς. Την κοιτούσε και δεν ήξερε αν έπρεπε να της συμπαρασταθεί ή να θριαμβολογήσει. Ο γιατρός γύρισε και τον κοίταξε. Όχι για να τον επικρίνει για την στάση του. Το σπέρμα του ήταν εξαιρετικά αδύναμο. Ήταν σχεδόν ανίκανος. Όλα τους τα όνειρα, αποδομήθηκαν. Όχι με τρόπο προσεκτικό. Σαν το βάναυσο γκρέμισμα ενός πύργου από τραπουλόχαρτα.


    Κοίταξε το κουρασμένο του μόριο. Τι νόημα έχει…


    Το κουβάρι ξετυλίγεται και η Μαρία απλά υπάρχει. Ίσως λιπόθυμα. Ίσως απλά κοιμάται. Όταν η καταιγίδα την αφήνει γυμνή και μούσκεμα, ανοίγει τα μάτια της. Βλέπει ! Θολά στην αρχή. Παίρνει βαθιά αναπνοή. Ακούει τον αέρα που την γεμίζει ! Τον μυρίζει ! Τα χείλια της ξερά, τα γεύεται ! Το αίμα που τα σκεπάζει εκκωφαντικά γλυκό ! Η εικόνα της καθαρίζει...

    (συνεχίζεται)
     
  11. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Ξαπλώνει στο βρώμικο χώμα και ανοίγει τα πόδια του. Παραδίνεται. Δε θέλει πια να παλεύει. Η κοπέλα τον πλησιάζει. Στέκεται από πάνω του και ακουμπά με τις λεπίδες στις αντίθετες μεριές της βάσης του πέους του. Πιέζει απαλά, δεν θέλει και παραπάνω, το μέταλλο είναι κοφτερό, ανοίγει με τρυφερότητα την σάρκα του…

    Κάπου αλλού.

    Είναι δεμένη στους καρπούς της και στους αστραγάλους της πάνω σε ένα γυναικολογικό κρεβάτι. Δίπλα η μ… της, την κοιτάζει επιτιμητικά . Ένα ξερό βήξιμο. Γυρνάει το κεφάλι της τρομαγμένη και βλέπει τον π… της . Και οι δυο έχουν πια πεθάνει. Η ντροπή της όμως την προστατεύει από το σοκ. Κανένα ρούχο δεν την καλύπτει και το φύλο της ορθάνοιχτο κοιτά προς τον π… της…

    Δίπλα και ατέρμονα μακριά...

    Ο πόνος τον ερεθίζει, τον απελευθερώνει. Η κοπέλα πιέζοντας κι άλλο τις λεπίδες βρίσκει τον κόμπο που χρόνια τώρα τον εμπόδιζε, να απολαύσει. Ένα στραβοπλεγμένο κομμάτι σάρκας, μυών και νεύρων που εκ γενετής μείωνε την ροή αίματος και πάθους προς τους βουβώνες του.



    Το κορίτσι κάνει μερικά βήματα και τώρα στέκεται πάνω από το κεφάλι του. Οι προεκτάσεις των κοφτερών της χεριών χαράζουν δρόμους μυστικούς ανεβαίνοντας προς τις ρώγες του. Η ηδονή απίστευτη, ένα παιδί που για πρώτη φορά απολαμβάνει τον έρωτα στις προσταγές μιας πολύπειρης γυναίκας. Το σώμα του γεμίζει με αιθέρα, με καπνό ποτισμένο με την υγρασία των θεών.



    Η φωτιά δεν καίει πια μόνο ανάμεσα στα πόδια του, αλλά με μικρές εστίες κλιμακώνει την διέγερση, σε ένα σώμα που επαναστατεί και διεκδικεί με αντίτιμο ακόμα και τον θάνατο. Είναι γεράκι που βουτάει προς τον θύμα του. Είναι άγγελος που στα πόδια ενός δαίμονα γίνεται θνητός. Είναι μια χαλκογραφία σε ένα πίνακα του Νταλί. Είναι σκυλί που ικετεύει καυλωμένο για την ευχαρίστηση.



    Είναι διψασμένος και χαμένος στην έρημο και με το στόμα ανοιχτό πίνει ότι η κοπέλα με γενναιοδωρία του προσφέρει. Το κορίτσι χαμογελώντας αδειάζει το χρυσό της περιεχόμενο και τον βαπτίζει στα σκοτεινά της μονοπάτια . Πισωπατά και λυγίζει τα πόδια της. Ο ανδρισμός του λυμένος, σκληρός, κόκκινος και υγρός καταπίνεται από ένα αχόρταγο «στόμα» .


    Ένα τρέμουλο, ξεκινά στο δέρμα της από την λεκάνη και σαν κύμα ανεβαίνει προς τα πάνω. Σκάει αφρισμένο στο στόμα της και ενώνεται με το ουρλιαχτό της. Χορεύει αφηνιασμένη τον χορό των γεμάτων φεγγαριών και ο άνδρας χύνει ασταμάτητα. Από το στόμα αφρούς που ποτίζουν τις λεπίδες που πηδιούνται με την γλώσσα του. Από τις ρώγες και την κοιλιά του αίμα και ιδρώτα, που κάνουν τους αγκώνες της λασπωμένοι, σε βούρκο ακριβό να μοιάζουν. Από το πέος του λευκούς και πηχτούς κουρσάρους που χρόνια εγκλωβισμένοι σε απροσπέλαστη φυλακή το ηθικό τους θέριεψε.



    Χύνει σπέρμα, ψυχή, αγάπη, οργή, δάκρυα, χρόνο, απελπισία, λαχτάρα, αναμνήσεις, θέλω, λέξεις. Τρέχει, καλπάζει στην βροχή γυμνός και ελεύθερος, πηδάει από τις ανοιξιάτικες φωτιές και βουτάει από ψηλά στη θάλασσα του απύθμενου έρωτα του…
    (συνεχίζεται)
     
  12. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    Λεπτά πιο πριν σε ένα «άλλο» δωμάτιο…


    «Μ... , συγνώμη…» προσπαθεί να κλείσει τα πόδια της, αλλά είναι ακινητοποιημένα.


    «…λύστε με σας παρακαλώ, δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ.Με παρέσυραν…» ένα ξερό χαστούκι την διακόπτει .


    «Τσούλα ! Βρομοθήλυκο πάντα έτσι έκανες. Έκανες τα σκατά σου και μετά μας πουλούσες τα παραμύθια. Νομίζεις ότι εγώ τα έχαβα; Άλλος ήταν ο ανόητος εδώ μέσα» πριν τελειώσει την επίθεση, το βλέμμα της γυρνά με δύναμη προς τον π... . Αυτός σκύβει το κεφάλι, αλλά όχι προς το πάτωμα.


    «Ναι μουρόχαβλε, δείξε μας τα αρχίδια σου ή μήπως αυτά τώρα σκέφτεσαι; Τι έγινε σου γυάλισε το μουνί της μικρής;»


    «Μ...!!! Σταμάτα !!»


    «Γιατί σκυλίτσα; Μήπως δε το ήξερα; Καθόσουν και πόζαρες στο καθρέπτη φορώντας τις κιλότες μου και ο πουστόγερος, σε κοιτούσε από το παράθυρο.»


    «Μ...;» κοιτάζει το π... της κατάματα, ξεχνώντας την γύμνια της.


    «Βούλωστο βρώμα, που μας το παίζεις και ηθική, το ήξερες, βούλωστο …» το χέρι της κινείται με μανία και την ξαναχτυπά στο πρόσωπο.


    «Σταμάτα Πόπη, άσε το κορίτσι…» λόγος διστακτικός, φοβισμένος και ένοχος.


    «Ναι σταμάτα Πόπη άσε το κορίτσι ήσυχο, άσε το κορίτσι ήσυχο, μια ζωή μαλακοπίτουρας. Αδύναμος. Χέστης. Πες της βρε αν τολμάς, πες της.»


    «Πόπη, σκάσε !» σηκώνει το ανάστημα, αλλά όχι με τόσο σθένος. Αρκετά όμως ώστε οι δυο γυναίκες να παρατηρήσουν τον ερεθισμό του.


    «Μμμμ, σιγά τον επιβήτορα. Πες της ρε, πόσο ανίκανος ήσουν. Δεν τολμάς ε; Πες της ότι του σπέρμα σου ήταν ίσως πιο άχρηστο και από σένα.»


    «Βού…λωστο…» φωνή ξεψυχισμένη παραδομένη, με ένα άρωμα αλλόκοτης λαγνείας. Η μ... γυρνάει προς την Μαρία.


    «Άκουσε μικρή μου. Δεν είσαι π... του. Δεν μπορούσε, μόνο νερό έβγαζε ο άχρηστος …»


    «Μα … εγώ; Πώς;»


    «Ο Πέτρος ο τρελός , εκείνος ο ονειροπαρμένος, το ζώο. Ήταν η ιδέα δική του, του π... σου. Π... σου, ας γελάσω. Δεν θα το μάθαινε κανείς, έτσι έλεγε, ποιος θα πίστευε το τρελό, που όλο με το πουλί του γυρνούσε έξω.»


    «Και εσύ μ... ; Τι έκανες; Γιατί;» λυγμοί που εμποδίζουν τις λέξεις.


    «Τι περίμενες να κάνω …» ψυχή νεκρή που λυγίζει, «…πιτσιρίκα ήμουν. Σιχάθηκα, σιχάθηκα… Βρωμούσε και πονούσα, τον είχε μεγάλο και εγώ ήμουν… μικρή. Και αυτός ο μαλάκας κοιτούσε. Μην πάθω τίποτα και καλά. Καύλωνε ο μαλάκας ! Καύλωνε και χαϊδευόταν !! Δεκαεπτά χρονών ήμουν, ρε άθλιε...» , προχωράει απειλητικά προς το μέρος του. Στέκεται ακίνητος και την περιμένει στωικά.


    «…και το άλλο;» γυρνάει ξανά προς το μέρος της και την πλησιάζει ανάμεσα από τα ανοιχτά της πόδια.


    «Με έβαλε να στηθώ και στα τέσσερα, έτσι θα ήταν πιο σίγουρο, ήξερε αυτός…» , πίκρα, δηλητήριο θρεμμένο από τάφο.


    «Σκάσε πια Πόπη. Τι θέλεις πια;» οι φλέβες του λάμπουν, δίχως αίμα όμως.


    Η μ... γυρνάει και ισιώνει την πλάτη της, σκόνη πέφτει από τα μαλλιά της, ίσως να είναι χώμα. Τα πρόσωπα τους αντίκρυ, το χέρι της από πίσω ψάχνει, καταλήγει, έμπειρα τρίβει, δοκιμάζει και εισχωρεί σε στεγνή πύλη.


    «Τι θέλω; Τι θέλω… Θέλω αυτό που σε εμένα δεν χάρισες, θέλω να την γαμήσεις…» , η Μαρία ασπρίζει, παγώνει, θέλει να φύγει από εδώ, να ξυπνήσει.


    «…θέλω να της σπείρεις ένα παιδί », γυρνάει, φτύνει λάσπη στο αιδοίο της Μαρίας και παραμερίζει. Η Μαρία κοιτάει τρομοκρατημένη. Δεν είναι η μ... της που την τρομάζει. Είναι ο π..., το βλέμμα του. Είναι η στύση του που αποκαλύπτεται καθώς το πολυκαιρισμένο παντελόνι του κατεβαίνει ανυπόμονο…


    Τρία χρώματα σαν ομίχλη αναμοχλεύουν, τις ψευδαισθήσεις με την πραγματικότητα. Το γκρίζο του Κυνηγού, την αλήθεια που δεν θέλει ποτέ να ειπωθεί. Το μοβ της Ιχνηλάτριας που τον Πόθο δεν δύναται να νιώσει. Το λευκό το δικό μου, που χρώμα δεν μπορεί ποτέ να το λυτρώσει. Υπάρχουμε αδυνατώντας να βιώσουμε. Δημιουργούμε ως στημένοι θεατές και στο τέλος αποχωρούμε σαν τις μαριονέτες που τα δεσμά τους είχαν λησμονήσει…
    (συνεχίζεται)
     
    Last edited by a moderator: 24 Μαϊου 2017