Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η ιστορία του Πόθου

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 5 Απριλίου 2017.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Κούκλα; Μα είναι άνθρωπος, νιώθει . Ο Παύλος γοητευμένος, αμύνεται σε ότι η ζωή ως αφύσικο του έχει διδάξει.


    Ο άντρας ακολουθώντας το νεύμα της Ιωάννας τραβιέται λίγο προς τα πίσω και τώρα κομμάτι του φιδιού στην τρίτη επίθεση του εξαφανίζεται ανάμεσα στα πλούσια χείλια του αιδοίου. Τίποτα.


    Ο Παύλος, νιώθει τον σφυγμό στα αυτιά του που πιέζονται από τις γάζες, να δυναμώνει την ένταση.


    Η αρσενική μαριονέτα την ενορχήστρωση της Ιωάννας εκτελεί και το η μελωδία απρόβλεπτη, ολοκληρωτική και παθιασμένη στο σώμα της ανθρώπινης κούκλας αποτυπώνεται.


    Τέταρτη φορά και ο Παύλος παγιδευμένος νιώθει το ζεστό αίμα που κυλάει μέσα του.


    Πέμπτη φορά και το μαστίγιο στέλνει μακριά τις κόκκινες σταγόνες που σαν μπουμπούκια φυτρώνουν από τα σημεία που οργώνονται.


    Έκτη φορά και ο Παύλος νιώθει καθαρά πια τον ερεθισμό του.


    Έβδομη φορά και οι σκιές σαλεύουν από το νευρικό τίναγμα μου.


    Όγδοη φορά και ο μαστιγωτής σταματά σκυμμένος από την προσπάθεια. Το σώμα αρχίζει να γυαλίζει και ο ιδρώτας του συναγωνίζεται τα υγρά που το σώμα το δεμένο, πιο όμορφο φαντάζουν.


    Ένατη, δέκατη, τα χτυπήματα μοιάζουν με βροχή που δυναμώνει και σταματά, σαν σύννεφα βαριά που τρέχουν βιαστικά στην νύχτα.


    Ένας ανελέητος χορός που σε έκσταση οδηγεί τους πάντες, εκτός από τον δέκτη του.


    «Σταμάτα !» , η φωνή της Ιωάννας, με τρέμουλο που προσδιορίζει μια σκοτεινή ταραχή.


    «Πέτα το μαστίγιο» , ο μαστιγωτής υπηρέτης της υπακούει και τον κορμό του ορθώνει. Ένα μόριο ανάλογο του σώματος που το φέρει, γεμισμένο και νευρώδες, αποκτά την δική του σκιά.


    «Και τώρα γάμα την. Με όλη σου τη δύναμη σκίσε την σκύλα που στην δύναμη σου αδιαφόρησε.»


    Ο Υπηρέτης πλησιάζει χαμογελώντας σαν κακόβουλος δαίμονας. Με το δεξί του χέρι πιέζει το όργανο του προς τα κάτω και μπαίνει στην κοπέλα…


    Ένα τεράστιο κύμα σκάει σε έναν μικρό κόλπο. Αλμυρός αφρός σκεπάζει την εικόνα και θόρυβος τρανός και πλούσιος εισχωρεί και στην πιο κρυφή σχισμή. Ο άνεμος κιοτεύει για λίγο και δεν πλησιάζει φοβισμένος. Τα νερά αποσύρονται με μια επιβλητική βραδύτητα και η Θάλασσα κάθεται στο θρόνο της προκειμένου την καταστροφή να απολαύσει. Τίποτα.


    Τα μικρά βαρκάκια στην θέση τους απείραχτα και στεγνά. Ο πληγωμένος και λειψός από το χρόνο φάρος, συνεχίζει να αναβοσβήνει αδύναμα, όπως και τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τα πάντα νυσταλέα και ανέγγιχτα, σαν πίνακας ενός γέρου θαλασσογράφου.





    Η Θάλασσα κοιτάει το λιμανάκι απορημένη. Τι συμβαίνει; Γυρνά και δίνει σε χίλιους κυμολάτες οδηγίες. Προστάζει, καθοδηγεί, τοποθετεί και την έναρξη προστάζει. Όλοι μαζί με μια ανάσα τραβούν τα υδάτινα σκοινιά και το νερό ψηλά σηκώνουν. Στην βαρύτητα, τις φουσκωμένες φλέβες αντιτάσσουν και το νερό στα δεκαπέντε μέτρα φτάνει.


    «Τώρα !» , φωνή, αρχαία, γυναικεία, θυμωμένη.


    Οι κυμολάτες αφήνουν τα δεσμά και το θεριό στο αδύναμο κορίτσι φτάνει. Η Στεριά αγκομαχά, πέφτει και χάνεται. Μόνο νερό, παντού νερό τα πάντα σβήνει. Αχός βαρύς και τα χρώματα σε γάργαρο λευκό διαλύονται. Η ώρα βαστά κατά πως η Κυρά της, την έχει διατάξει και μετά την αποκάλυψη, ξανά στα πόδια της προσφέρει.


    Τίποτα.


    Ένα καβουράκι συνεχίζει την πορεία του πάνω στην νωπή αμμουδιά ψάχνοντας ποιος ξέρει τι. Το δεμένο κορίτσι αλώβητο…


    Η Θάλασσα τηράει προσεκτική. Στα σπλάχνα της για λίγο σκύβει και καλεί τις αδερφές της. Τις στέλνουν μερικά απ’ τα πιο γερά παιδιά τους.


    Τα μαζεύει και τους μιλά για ώρα σαν μάνα Καπετάνισσα. Δυο χιλιάδες στην Ανατολή και δύο στην Δύση. Παλούκι, κορμό τεράστιο πλάθουν από τη σάρκα τους και τον μπήγουν βαθιά στην αιώνια υγρή γη του απόκρυφου βυθού. Εκατό χιλιάδες ψημένοι αγωγιάτες ένα υδάτινο βουνό από τις άκρες τους πιάνουν και περιμένουν το σύνθημα της οργής. Χιλιόχρονοι στρατηγοί παιδιά των άγριων τυφώνων, τα μπόσικα κουλαντρίζουν και περιμένουν κι αυτοί με την σειρά τους.


    Οι φωνές πρώτα σταματούν. Οι ανάσες μετά. Ήχος κανένας, κίνηση ανύπαρκτη.


    «Τώρα!!!» δαίμονες πολλοί με ένα στόμα, μια ψυχή, μια βούληση, μια Αφέντρα Θάλασσα.


    Ο Ήλιος χάνεται και ο ουρανός χλομιάζει, ένα βουνό ψηλά στα σκαλοπάτια τα απάτητα φτάνει, πλησιάζει, πέφτει και η Γη λυγάει.


    Ξέρες στην μέση του ωκεανού εμφανίζονται. Καράβια στα βαθιά ξοκείλουν . Η Βενετία αποκαλύπτει το βυθισμένο της μισό και το λιμανάκι για άλλη μια φορά εξαφανίζεται. Σχεδόν τα χρώματα του στα μάτια μας ξεθωριάζουν. Λες και ποτέ να μην υπήρξε, η Θάλασσα βαστά τα πλάσματα της πλακωμένα μη τυχόν και της ξεφύγει. Πολλοί και ανδρειωμένοι σε αυτή τη μάχη χάνονται. Λίγοι ακόμα αντέχουν, όταν η Κυρά τους καλεί και πάλι πίσω…
    (συνεχίζεται)
     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Ο Υπηρέτης πέφτει στα γόνατα λαχανιασμένος. Η Ιωάννα τινάζει τα υγρά από τον ίδρωτα μαλλιά της…


    Ο παρθένος κόλπος ξεπροβάλει και μοιάζει διστακτικός. Μα δεν είναι.


    Ένα αγριολούλουδο της αλμύρας πλάσμα ξενικό, στέκεται εκεί…


    Εύθραυστο.


    Όμορφο.


    Ντελικάτο.


    Απείρακτο.


    Σιγή, μόνο μια μακρινή φωνή. Σκεπασμένη και θαμμένη, θυμίζει παιδί . Παιδί που χοροπηδά ενθουσιασμένο…


    Η Ιωάννα εγκαταλείπει κουρασμένη και στρέφεται προς την σαρκοφάγο. Ακούει τους πνιχτούς ήχους του Παύλου και χαμογελά. Παιδί που χοροπηδά ενθουσιασμένο…


    Την μαστίγωσαν μέχρι που το αίμα χρωμάτισε το λευκό της δέρμα.


    Ασέλγησαν στο σώμα της, σε ότι τρυφερό κρατούσε κρυφό και αμόλυντο.


    Έκλεψαν την μυρωδιά της και την αντικατάστησαν με την βαριά δική τους, γέμισαν τα καθαρά κενά της με τα πικρά υγρά τους, στιγμάτισαν τον κέρινο χρώμα της, με βρώμικο λειωμένο κερί, μα αυτή στο δικό της βωμό παρέμεινε.


    Αποστασιοποιημένη, με την ανάσα της να μην ταράζεται από τις μικρές ενοχλητικές βουλήσεις τους. Με στάση θεϊκή κοιτώντας ψηλά και αγνοώντας τους θνητούς ιερόσυλους, επιτρέποντας την αδύναμη προσπάθεια τους στο να σπιλώσουν το γήινο Ναό της, ενώ το πνεύμα της καθαρό και αθάνατο βάδιζε στον ουρανό, που σκέπαζε το μωσαϊκό από τις φλύαρες και απλοϊκές στιγμές τους.


    Μία Κούκλα, μια Θεά.


    Λίγη ώρα μετά η κοπέλα είναι λυτή, αλλά ακόμα ξαπλωμένη και ατάραχη στην ίδια στάση. Ο υπηρέτης της Ιωάννας αποχωρεί αποκαμωμένος. Ο Παύλος είναι ελεύθερος και περιμένει δίπλα Της.


    Η Ιχνηλάτρια αναπνέει το μεγαλείο Της. Ο Κυνηγός παράλογα γοητευμένος στέκεται στο περιθώριο, εγώ ψάχνω τις λέξεις με δυσκολία για να περιγράψω ότι το μικρό μυαλό μου προσπαθεί να κατακτήσει. Η Ιωάννα…


    «Τώρα δική σου είναι. Μια κούκλα όπως τη θέλησες, ζωντανή, ζεστή, ανθρώπινη» , ο Παύλος την κοιτάει με ένα ύφος που την περιφρόνηση του, στα λεγόμενα της δεν μπορεί να κρύψει. Ίσως και να μην θέλει.


    Η κοπέλα είναι καθαρή , την φρόντισαν, δεν δυσκολεύτηκαν, η βρωμιά τους ήταν επιφανειακή, τώρα το μόνο που θέλει ο Παύλος είναι να τον αφήσουν, να φύγουν μακριά. Να κάνουν σιωπή, να Την ακούσει. Να μιλήσει μαζί Της, να Της προσφέρει τη ψυχή του. Η Ιωάννα καταλαβαίνει το θέλω του και αποτραβιέται. Δεν φεύγει από το δωμάτιο, χάνεται στις σκιές.


    Την πλησιάζει. Το σώμα Της όμορφο, ερωτικό, αψεγάδιαστο στα μάτια του. Δεν Την αγγίζει, κινείται γύρω Της, αποτυπώνει όλες τις λεπτομέρειες και για κάθε μία ξεχωριστά πλάθει και ένα τραγούδι, μια ιστορία, μια ωδή. Δεν είναι καπηλευτής, παρά ένας επηρμένος τροβαδούρος που αναζητά τον Μύθο του. Στέκεται ακίνητος και αφήνει το άρωμα των χρωμάτων Της να εισχωρήσει από τους πόρους της οσμής. Η μελωδία που αποπνέει τον εκστασιάζει , θαμπώνει τις αντιστάσεις του, τον αναγκάζει να γονατίσει.


    Ένα μουρμουρητό, μία προσευχή, μία έκφραση λατρείας, η μικρή του προσφορά στον βωμό Της. Κλείνει τα μάτια του και βλέπει με την ψυχή του, ψάχνει τους ήχους Της. Πρώτος της μαγικής Της ανάσας, του δίνει την ελπίδα ότι στον ορθό δρόμο βαδίζει. Ίσως και άλλοι ήχοι στο δωμάτιο την δική τους παρουσία να προσπαθούν να δηλώσουν, αλλά αυτός αδιαφορεί. Το κέντρο του κόσμου, η Κοπέλα.


    «Έλα...» , μία λέξη μακρόσυρτη και αδύναμη, στα γκρίζα μονοπάτια του φανταστικού του κόσμου, σχηματίζεται. Ο Παύλος χαμογελάει, ξέρει ότι είναι η φωνή Της και ότι μόνο αυτός Την αντιλαμβάνεται. Μόνο αυτός και κανείς άλλος…


    «Έλα σε περιμένω …» , φωνή κοριτσίστικη, βαθιά, αναλλοίωτη, την θυμίζει. Ο Παύλος νιώθει το ρίγος, το πέπλο που κρύβει αναμνήσεις αποτραβιέται ελάχιστα. Προλαβαίνει να δει τον κήπο. Τον κήπο που έπαιζαν μικροί.


    Ανοίγει τα μάτια τρομαγμένος ! Στο υπόγειο ξανά. Ο χώρος αδιάφορος. Οι σκιές πολλές και περιέχουν πλάσματα και πνεύματα. Δεν τους δίνει σημασία. Η Κοπέλα, μόνο αυτή υπάρχει. Η πύλη του προς το θαμμένο παρελθόν. Η ψυχή του ηρεμεί ακολουθώντας την ανάσα της. Σαν θάλασσα νυσταγμένη, γλυκού χειμώνα. Τα πόδια της ανοιχτά. Απλώνει τα χέρια του και την αγγίζει. Τα μάτια του και πάλι αποκλείουν την πραγματικότητα και τον οδηγούν στην αλήθεια…


    Φτάνει πιο εύκολα στον κήπο του σπιτιού τους. Βλέπει τις άγριες τριανταφυλλιές. Ψηλές, πυκνές, πολλές, ένας μικρός λαβύρινθος που γέμιζε περίπου με ένα στρέμμα τρυφερής γης, την φαντασία τους. Αόρατοι για τους άλλους, ανάμεσα τους , ο δικός τους κρυφός παράδεισος.


    Ακούει φωνές. Φωνές π... , τις δικές τους. Η φωνή του ενθουσιασμένη και λαχανιασμένη και της α...ς του, βραχνιασμένη, ευαίσθητη σε κάθε μορφή υγρασίας, το μέταλλο ενός ώριμου κοριτσιού. Τρέχει και προσπερνά τις τριανταφυλλιές, θέλει να τους βρει. Του έχουν λείψει. Το πνεύμα του άυλη έκφραση στοιχειωμένης μνήμης, δεν ακολουθεί τα μονοπάτια, περνά μέσα από τα αγκαθωτά τείχη, όπως τα αποκαλούσαν. Αποπροσανατολίζεται και χάνει λίγο την φωνή τους. Ταράζεται και στο κόσμο τον πραγματικό σφίγγει το χέρι του. Η Κοπέλα παίζει τα μάτια της.


    Σταματά και προσπαθεί να τους ξανακούσει. Ένα γέλιο αυθόρμητο και ξαφνικό, εκεί πιο πέρα, στα δεξιά του ! Κινείται βιαστικά, δε θέλει να τους ξαναχάσει, βουτάει πάνω σε μια πυκνή και γέρικη τριανταφυλλιά, περνά από μέσα της και πέφτει σχεδόν επάνω τους !


    Η α... του είναι ξαπλωμένη και τα πυρόξανθα μαλλιά της, στολίζουν το λασπωμένο έδαφος. Γονατισμένος, ο παλιός του εαυτός, δίπλα της, κρατάει στα χέρια του, τα κέρινα δικά της και τρέμει ολόκληρος από τα γέλια. Το παιχνίδι τους…

    (συνεχίζεται)
     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Το θυμάται ξαφνικά, σαν ποτέ να μην το είχε ξεχάσει. Έμοιαζε με κρυφτό, αλλά δεν ήταν. Το είχαν πλάσει, κλέβοντας την ιδέα από μία ταινία που είχαν δει. Αυτή το είχε πλάσει, τώρα που το σκέφτεται περισσότερο.


    Ήταν κάπως έτσι. Αυτός καθόταν στο χώμα, στην αρχή του λαβυρίνθου και έκλεινε τα μάτια του και μετρούσε. Αυτή του έσκαγε πάντα ένα φιλί στο μάγουλο και μετά έφευγε αθόρυβη. Η αίσθηση της στο μάγουλο του, σκέπαζε τις αισθήσεις του για λίγο και οι αριθμοί από το στόμα του έβγαιναν μηχανικά. Υπήρχαν φορές που ξεπερνούσε το εκατό, μέχρι να το συνειδητοποιήσει και να ανοίξει τα μάτια του. Πάντα συναντούσε την σιωπή. Τα πάντα, ακόμα και τα πουλιά κρατούσαν το τιτίβισμα τους και παρακολουθούσαν με χαμόγελο. Σηκωνόταν από κάτω και με απαλά βήματα, άρχιζε το ψάξιμο. Πάντα τον ξάφνιαζε. Όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να καταλάβει την λογική της. Αλλά στο τέλος την έβρισκε. Εκεί στο χώμα ξαπλωμένη με τα μάτια κλειστά. Νεκρή…


    …να μοιάζει. Κάτασπρη, ακίνητη, με το ζόρι διέκρινε το μικρό της στήθος να πάλλεται, με χείλια φλογισμένα που όπως και τα μαλλιά της έδειχναν την φωτιά που έκαιγε μέσα της. Του ξέφευγε ένα χαμόγελο ικανοποίησης και γονάτιζε δίπλα της. Μονάχα αν την «ξυπνούσε» θα θεωρούταν ότι την είχε βρει. Το γαργάλημα δεν ήταν λύση. Ποτέ δεν έπιανε, είχε τρομερό αυτοέλεγχο η α...ή του . Ξεκινούσε με ένα τρυφερό χάδι από το πρόσωπο της. Σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Σαν να την ερωτευόταν ξανά από την αρχή. Στα δάχτυλα του ένιωθε το ανάγλυφο που τόσο πολύ αγαπούσε. Το κρύο το δέρματος που συναντούσε το ζεστό του πάθους. Ακουμπούσε τα βλέφαρα της. Δεν τρεμόπαιζαν. Γλιστρούσε στις ασθενικές λακουβίτσες και σκαρφάλωνε στο κομψοτέχνημα της μύτης. Παγωμένη και υγρή. Σαν τα σκυλάκια όπως συνήθιζε ο π...ς τους να λέει με μια έκφραση τρυφερότητας. Δρασκέλιζε από την μία μεριά και κατέβαινε από την άλλη μέχρι να βρει το άνω χείλος της. Εκεί σταματούσε διστακτικά, έκανε πως θα το αγγίξει και μετά το παραπλανούσε και δραπέτευε στο μάγουλο της. Μια φορά είχε πιάσει. Περιμένοντας το δάχτυλο του άνοιξε το στόμα της να τον δαγκώσει. Αλλά αυτό είχε ξεφύγει και ο παλιός Παύλος έκανε τούμπες γιατί την είχε σπάσει. Διέσχιζε το απαλό της δέρμα και έφτανε στο αυτί της. Ο λοβός του ήταν πολύ ευαίσθητος. Στην αρχή λύγιζε, αλλά μετά έμαθε να ελέγχει και αυτές τις αντιδράσεις της. Μία μέρα από τα νεύρα του, τον δάγκωσε και του έδωσε μία κλωτσιά, που το πέταξε δίπλα. Ξεκαρδισμένα άρχισαν να κυλιούνται στο χώμα. Δεν τσακωνόντουσαν ποτέ.


    Καμία αντίδραση και σε αυτή του την κίνηση, άφησε τα δάχτυλα του να τσουλήσουν στην εύθραυστη καμπύλη του λαιμού της. Παρόλο που ήταν μικρότερος από αυτήν ένιωθε ότι μπορούσε με μια απότομη κίνηση να της τον σπάσει. Υπήρχαν φορές που ήταν τόσο όμορφος που κάτι σκοτεινό, τον παρακινούσε από μέσα του να δοκιμάσει.


    Ανέβαινε από το πολύ ισχνό δέρμα που σαν μια λεπτή μεμβράνη προστάτευε την τραχεία και τις μελωδικές χορδές της, στεκόταν σαν ορειβάτης που φτάνει στην κορυφή και τραμπαλίζεται, στο πιγούνι της και μετά έφτανε στα χείλη της. Τα μαγικά της κοσμήματα…


    Πόσο πολύ θα ήθελε να τα γευτεί, να τα δοκιμάσει. Αυτή το ήξερε, αλλά αυτός δεν της το ζητούσε, φοβόταν. Όλη της η σωματική ύπαρξη έμοιαζε ασθενική, αλλά τα χείλη της δήλωναν με τον πλούτο τους, τη ρώμη του χαρακτήρα της.


    «Είναι μεγάλα…» του έλεγε , «…γιατί είναι οι πύλες που συγκρατούν τον θηριώδη λόγο μου» και την πίστευε.


    Διέγραφε με τα βρώμικα νύχια του μικρές βαθιές ευθείες, στην κορυφή της καμπυλότητας τους. Η εικόνα ήταν αντιφατική. Βρώμικα αχνάρια πάνω πολύτιμο σάρκινο μετάξι. Τον ερέθιζε. Τα μάγουλα της αποκτούσαν έναν πορφυρό χρώμα. Τότε σταματούσε τις μικρές γραμμές και πίεζε το κλειστό τους άνοιγμα. Ήθελε να νιώσει την υγρασία που έκρυβαν. Να βουτήξει τα μικρά του άκρα στο γλυκό τους νέκταρ. Σα μέλισσα να τρυγήσει τους χυμούς του λουλουδιού…


    Σαν σε τσουλήθρα, τα δάχτυλα του γλιστράνε στον αδύναμο λαιμό της και είτε από δεξιά, είτε από τα αριστερά, φθάνουν στους ώμους της. Σηκώνονται όρθια και βαδίζουν με βαριά και άγαρμπα βήματα. Βυθίζονται στο μπράτσο της, συναντιούνται και τσιμπάνε, χορεύουν, μπερδεύονται και πέφτουν. Μια ολόκληρη παράσταση, πάνω στο κ... βραχίονα της. Δε βιάζεται, δε θέλει να του αποκαλυφθεί. Όχι ακόμα, το ταξίδι του αρέσει και έχει πολλά μέρη ακόμα που δεν τολμά, αλλά που με το πρόσχημα του παιχνιδιού θέλει να ανακαλύψει.


    Ένας λυγμός σφίγγει το δρόμο της ανάσας του Παύλου, πίσω στο υπόγειο, ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλο του. Η Κοπέλα στρέφει το κεφάλι της και τον κοιτάει. Χαμένος στις γλυκόπικρες αναμνήσεις του δεν την αντιλαμβάνεται. Σηκώνεται, ανακάθεται, κατεβαίνει και τον πλησιάζει…


    Οι δαίμονες της μνήμης τον τραβάνε μακριά και σε μια άλλη τον μεταφέρουν. Οι αντιστάσεις έχουν πια καμφθεί και ότι πιο οδυνηρό και τραυματικό, έχει ο Παύλος ζήσει πρόκειται για άλλη μια φορά την διαδρομή του να ακολουθήσει…

    (συνεχίζεται)
     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Τέλος άνοιξης και το χώμα δεν έχει ακόμα στεγνώσει από τις βροχές. Το νιώθει στα δάχτυλα του που έχουν βυθιστεί στο χώμα καθώς μετράει. Θέλει από κάπου να κρατηθεί, για να μην σηκωθεί πριν το μέτρημα σφραγίσει. Το φιλί της σήμερα αφύσικα παγωμένο, μια πνοή φαντάσματος. Θέλει να την βρει σύντομα, να την ζεστάνει στην αγκαλιά του. Κάποιοι αριθμοί δραπετεύουν από την σειρά τους, τους αφήνει να φύγουν, ένα χρώμα απαισιοδοξίας βαραίνει την βούληση του. Δεν ξέρει γιατί, αλλά κάτι άσχημο νιώθει ότι θα συμβεί.


    Τελειώνει και το σώμα του εγείρει, πριν ο ήχος της λέξης «Εκατό», χαθεί στο νοτισμένο αιθέρα. Ξεκινάει τρέχοντας. Στην πρώτη ρίζα μπερδεύεται και πέφτει. Μια βλαστήμια, από αυτές που κάνουν τη μαμά να κοκκινίζει, ξεφεύγει από το στόμα του. Δεν έχει χρόνο για αυτά. Η αίσθηση του τείνει σχεδόν στην βεβαιότητα. Κάτι ή κάποιος πολύ κακός ψάχνει ταυτόχρονα με αυτόν να τη βρει. Δεν πρέπει !


    Οι Τριανταφυλλιές αποκτούν δαιμονική οντότητα. Είναι με τον Κακό. Τον εμποδίζουν, τον αποπροσανατολίζουν, με την βοήθεια του αέρα μετακινούν τα φύλα τους για να μοιάζουν διαφορετικές, όταν ξαναπερνά από μπροστά τους. Με τους βρώμικους μικρούς κορμούς τους προσπαθούν να τον σταματήσουν, με τα αγκάθια τους το καταφέρνουν. Παλεύει να ξεφύγει, τα ρούχα του σκίζονται, το δέρμα του ματώνει, αυτή τη φορά δεν του αρέσει, είναι παρά τη θέληση του. Χάνει το ένα του παπούτσι, δεν κάθεται να το βρει, πετάει και το άλλο. Τώρα ξυπόλυτος τρέχει. Σπάει τους κανόνες και φωνάζει το όνομα της. Στην αρχή από συνήθεια χαμηλόφωνα, δεν ήθελαν να τους ακούσουν, τώρα πια δεν τον ενδιαφέρει, ο τρόμος πολιορκεί την λογική του.


    Φτάνει στο τέλος του κτήματος, απογοητεύεται, μα δεν λυγίζει, ξαναγυρνά. Διαφορετικό μονοπάτι ακολουθεί και λίγη ώρα μετά φτάνει πάλι στην αρχή. Τα πνευμόνια του παίρνουν το μέρος του εχθρού. Χτυπάει το στήθος του με οργή.


    «Μαζί μου !!» ξαναμπαίνει στο λαβύρινθο και φτάνει πάλι στο τέλος, στροφή. Το πουκάμισο του τον εμποδίζει, το βγάζει και το τινάζει πίσω του. Τρέχει, ψάχνει, στριφογυρνά, τα μάτια του θολά, η ψιχάλα από δάκρυα, μπόρα έχει γίνει, στο στόμα του λάσπη έχει εισχωρήσει και λασπώνει το οξυγόνο, που θα του δώσει τη δύναμη να συνεχίσει .


    Στέκεται και προσπαθεί να βρει την αυτοκυριαρχία του. Κάτι καταφέρνει, στα αριστερά αυτό το μονοπατάκι δεν το έχει ακολουθήσει. Βαδίζει προσεκτικά, δεν υπάρχει άλλος χωρικός συνδυασμός. Δρασκελίζει σκυφτός, ένα άνοιγμα από δύο θηριώδεις Τριανταφυλλιές. Τα μυτερά τους ξίφη πληγώνουν βαθιά το σώμα του. Η δεξιά του ρώγα ματώνει, αγνοεί τον πόνο. Σηκώνει το κεφάλι ψηλά και την βλέπει !!!


    Ξαπλωμένη σε βάθρο δύσχρωμο, το πιο ακριβό κόσμημα του Θεού. Τα χεριά της δεν είναι απλωμένα σε σχηματισμό σταυρού όπως συνηθίζει, αλλά άψυχα και άναρχα πεσμένα. Τα πόδια της δεν είναι ανοιχτά και τεντωμένα, αλλά το ένα λυγισμένο και το άλλο σαν προσπαθώντας να τον αναζητήσει, με μια απελπισμένη κραυγή για βοήθεια, αφύσικα πλεγμένο.


    «Όχι !!!» ένα βήμα πιο κοντά της, τα πόδια του τρέμουν, δε θέλει το αναπόφευκτο να αποκαλύψει. Η λάσπη κολλάει στις γυμνές του φτέρνες, σαν προσπαθεί σε κάθε του βήμα όλη τη γη μαζί να σύρει. Φτάνει κοντά της, στο στήθος δεν πάλλεται. Λυγμός οξύς τον ρίχνει στο έδαφος.


    «Μη…» , λυγμοί που σαν τα φύλα του φθινοπώρου στον δυνατό άνεμο σκορπάνε , «…μη μου το κάνεις αυτό, μη φύγεις μακριά μου, σε …» , ο κορμός του πέφτει και αυτός νικημένος και το πρόσωπο εκατοστά πιο μακριά από το δικό της, με τα χέρια του έρποντας την πλησιάζει, «…αγαπάω…». Τα μάτια της ορθάνοιχτα και κενά, ποια εικόνα να αντίκρισαν λειψή. Το στόμα του πάνω από το δικό της,


    «…σε αγαπάω …γιατί …», ένα ρυάκι κόκκινο παγώνει αργά ξεκινώντας από την αριστερή μεριά.


    Τα χείλια του συναντούν τα δικά της και γεφυρώνουν τις ψυχές τους. Το αίμα της γλυκό, αλλά όχι σαν αίμα. Γλυκό σαν φρούτο. Το άνοιγμα παγωμένο, αλλά όχι και ο πυρήνας της. Η γλώσσα του συναντά την δική της, αλλά δεν απαντά το άψυχο. Το φιλί του βαθύ και ολοκληρωτικά δοσμένο, αλλά όχι μοναχικό. Τον φιλάει και αυτή. Στην αρχή δεν το συνειδητοποιεί, μετά τινάζεται όρθιος !


    Του χαμογελάει, τα μάτια της ανοιγοκλείνουν, είναι ζωντανή !!!


    «Στην έφερα » , χαμογελάει με την πιο όμορφη ανατολή του κόσμου.


    Χίλιοι ήλιοι που ανατέλλουν ταυτόχρονα.


    «Στην έφερα κορόιδο » , ο Παύλος γονατίζει και ξεσπάει στα κλάματα. Πόνος λύτρωσης, δάκρυα ελευθερίας, η μεγάλη του α...ή ανακάθεται και τον αγκαλιάζει ικανοποιημένη.


    Ίδια σκηνή και στο υπόγειο. Ο Παύλος κλαίει σαν μικρό παιδί και η Κοπέλα τον αγκαλιάζει ικανοποιημένη…


    Δύο άνθρωποι αγκαλιάζονται σε μία στάση απαλλαγμένη από τις ενοχές. Τρία χρώματα βιαστικά κινούνται σε μικρές διαδρομές ψάχνοντας το ένα, το άλλο. Ένα δωμάτιο που στα αντιληπτικά τους όργανα, χάνει το στίγμα του. Τα χρώματα κυλούν σε έναν κόσμο που γέρνει προς την αντίθετη μεριά. Φτάνουν στην άκρη του, αιωρούνται και πέφτουν. Προορισμός τους ένας τεράστιος καθρέπτης, η πύλη προς το Κάστρο. Το κίτρινο βαρύ, διαπερνώντας τους νόμους της φυσικής πέφτει πιο αργά, το μαύρο, στην μέση μη γνωρίζοντας το γιατί και το λευκό απροσδόκητα χαρούμενο, προηγείται βιαστικό.


    Ελάχιστα πριν το ταξίδι τους τελειώσει, ένα χέρι από το πουθενά απλώνεται και μια παλάμη πριν προλάβουν να αντισταθούν τα φυλακίζει. Το σκηνικό αποχρωματίζεται.


    Ο ουρανός στην θέση του δικαστή μπαίνει και καλύπτει το άνωθεν.


    Η γη το ειδώλιο, πράσινο χορτάρι και άπειρο επίπεδο ανεμπόδιστο.


    Δέντρο τεράστιο, δίχως φύλα. Ο ουρανός πίσω από τα κλαριά, κρατιέται προς το παρόν μακριά μας. Ο άντρας που μας παγίδευσε, ανοίγει τη χούφτα του. Γυρνάει το χέρι του και μας αφήνει να πέσουμε.


    Δεν φτάνουμε ως υγρά χρώματα, αλλά ως είμαστε.


    Η Ιφιγένεια με ένα βλέμμα γνώσης και λατρείας.


    Ο Κυνηγός περιμένοντας και όχι ξαφνιασμένος και εγώ για πρώτη φορά μετά τον θάνατο μου, απτός , πυκνός, σάρκινος και ίσως ζωντανός. Όλα όμως δείχνουν μικρά, ταπεινά και ανούσια, μπροστά στη φιγούρα που μας ατενίζει.


    Μπροστά μας, όρθιος, με μια ισοπεδωτική για την οντότητα μας μεγαλοπρέπεια…


    Ο Πόθος !


    «Καλώς ήρθατε » , φωνή που πονάει…

    (συνεχίζεται)
     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    …εισπνέουμε τις λέξεις Του σαν τουλίπες από αιθέριο καπνό . Εισβάλλουν μέσα μας και αιχμαλωτίζουν τα νεύρα μας με ευχάριστη πονηρή διάθεση. Στην αρχή αντιστεκόμαστε, όχι ανυποψίαστοι από το πλάσμα που στέκεται μπροστά μας. Μετά οι αντιστάσεις μας λυγίζουν και χαλαρώνουμε. Τότε ένας οξύς πόνος μας επαναφέρει. Κάθε Του λέξη και μία τέτοια δράση. Νιώθω ότι δεν μπορώ να αμυνθώ, κοιτάω δεξιά μου στην Ιφιγένεια. Πρέπει να βιώνει την ίδια αίσθηση, αλλά η καρδιά της το διαχειρίζεται διαφορετικά. Με ανοιχτό το στόμα για να απορροφήσει όσο το δυνατό περισσότερο, ένα χαμόγελο που δείχνει και προσμονή και ένα πνιγμένο βογκητό απόλαυσης την στιγμή του πόνου. Η εικόνα με πονάει περισσότερο και στρέφομαι προς τον Κυνηγό που με παρατηρεί.


    Καμία αντίδραση στο πρόσωπο του πέρα από την περιέργεια. Με βλέπει; Με βλέπει ! Κοιτάω τα χέρια μου. Με βλέπω !!


    «Ναι φαίνεσαι αγαπητέ μου» , κι άλλος πόνος. Άλλο ένα πνιγμένο βογκητό, κι άλλος πόνος από την ψυχή πλασμένος και πιο οδυνηρός. Την αγαπώ ακόμα και θα πονέσω για αυτό…


    «Τρεις διαφορετικοί κύκνοι στο δρόμο του θεού» , ο Πόθος γελάει, ο άνεμος μας μαστιγώνει. Τρεις φιγούρες, μικρές τελείες, στο απέραντο συγκεντρωμένες. Η πίεση είναι αφόρητη, δεν είναι μόνο η εικόνα Του που διαβάλλει την ψυχική μας άμυνα. Η φωνή ενός Θεού, όπως εκατομμύρια πιστοί στους πιο θολούς εφιάλτες τους την συνέβαλλαν. Δεν μοιάζει με κάποιον που έμαθε να μιλάει ερχόμενος σε ένα κόσμο που ήδη μιλούσε, αλλά σαν αυτόν που όρισε τις λέξεις και τώρα στην αρχική τους μορφή, κοφτερές και πρωτότυπες , τις λαμβάνουμε.


    «Άρχοντα της πλάνης, βλέπω ότι θέλεις να δοκιμάσεις πάλι. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι αυτή τη φορά θα τα καταφέρεις;»


    Ο Κυνηγός λόγω της πιο ευαίσθητης από τους απλούς ανθρώπους φύσης του, αντιλαμβάνεται τον πόνο σε υψηλότερα επίπεδα από εμάς. Το πρόσωπο του μία τεντωμένη μάσκα, μπροστά Του δείχνει γρέντζος και βρώμικος. Ίσως και για αυτό επιλέγει την αλήθεια.


    «Δεν ανήκω στην φυλακή που μου χτίσατε. Η μίζερη αθωότητα που διατείνεστε ότι προστατεύετε, με καλεί συνεχώς. Κάποια στιγμή θα τα καταφέρω, όσος χρόνος και να περάσει, δεν θα σε αφήσω ποτέ να χαλαρώσεις . Ένα ύπουλο σκυλί που μόλις βρει την ευκαιρία να είσαι σίγουρος ότι δεν θα σε δαγκώσει απλώς» , η οργή του Κυνηγού φωτιά που με τα βίας συγκρατείται. Φλόγα μικρή και διασκεδαστική για Τον Πόθο που τον πλησιάζει, με μια μικρή νότα προσμονής.


    Άραγε πόσο μεγάλη να είναι;


    Αόρατες δυνάμεις δείχνουν να συνθλίβουν τον Κυνηγό που γονατίζει άτσαλα μπροστά Του. Ο Πόθος απλώνει το χέρι Του και το βάζει στο στόμα του Κυνηγού που προσπαθεί απεγνωσμένα να ανασάνει.


    «Δάγκωσε» , πνεύματα που δεν μπορώ να διακρίνω παραμορφώνουν το πρόσωπο του Κυνηγού ή μήπως η προσπάθεια;


    Δεν έχει την δύναμη, δεν μπορεί να πραγματοποιήσει την απειλή του. Νιώθω ότι δεν είναι δίκαιο, νιώθω ότι συμπαθώ τον Κυνηγό. Να είναι άραγε αυτός και ο ύπουλος σκοπός του;


    Ο Πόθος συνεχίζει να προχωράει προς τον Κυνηγό. Αυτός γέρνει προς τα πίσω.


    Μπορεί ένα μικρό κλωνάρι να αντισταθεί σε ένα βουνό;


    Πέφτει και απλώνεται σαν τσουβάλι. Ο Πόθος συνεχίζει και απλώνει τώρα το πόδι Του. Γυμνό και αμόλυντο. Νευρώδες και στιβαρό, βυθίζεται στο στόμα του Κυνηγού, δίχως να σκιάζεται από την λάσπη που μπορεί να συναντήσει. Αφροί κυλάνε στα μάγουλα του Κυνηγού.


    «Δάγκωσε τώρα σκύλε. Μπορεί αυτός να σου φαίνεται πιο νόστιμος μεζές.»


    Ο Κυνηγός τελείως ανίκανος να ελέγξει οποιαδήποτε μυ του σώματος του, πνίγεται καθώς το πόδι Του Πόθου συνεχίζει να χάνεται από το οπτικό μας πεδίο, μέσα στη στοματική κοιλότητα του. Για μία απειροελάχιστη στιγμή με στοιχειώνει μια εικόνα. Το πόδι Του Πόθου να διαπερνάει το κρανίο Του Κυνηγού.


    «Ξεδοντιάρη» , ο Πόθος σκάει στα γέλια. Απίστευτος πόνος σε όλο μας το σώμα, μας καταπίνει σαν καταιγίδα. Με δυσκολία βλέπω.


    Ο Πόθος τραβάει το πόδι Του και κλοτσάει με δύναμη τον Κυνηγό. Η εικόνα του εξαερώνεται. Την μία στιγμή είναι εκεί, την άλλη όχι.


    «Θα τα πούμε σε λίγο σκύλε» , γυρνάει προς το μέρος μας, ο πόνος μαλακώνει…

    (συνεχίζεται)
     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Μόνο αποχρώσεις του μπλε χρωματίζουν τα βήματα Του καθώς με πλησιάζει. Κάθε Του κίνηση ικανή να με παρασύρει, θα μπορούσε και θα ήμουν ακόμα μαριονέτα Του, αν δεν…


    Η Ιχνηλάτρια γυρνάει με κοιτάει. Το βλέμμα της αδιάφορο δεν με αναγνωρίζει. Η μικρή μου λατρεμένη…


    …δεν είχα θυμηθεί. Επιστρέφω το κεφάλι μου στο ύψος των γονάτων Του. Έχει σταματήσει. Η στάση Του προδίδει κάποια προφύλαξη, δεν έχει πεισθεί ακόμα. Πρέπει όμως. Μόνο έτσι θα χαλαρώσει. Ίσως είναι η μοναδική μας ελπίδα. Γέρνω το λαιμό μου προς τα πίσω και Τον κοιτάω με βλέμμα αληθινού έρωτα. Δεν είναι ψεύτικος, τα μάτια Του είναι τεράστια, μαύρα, πανέμορφα και καθαρά. Δύο μεγάλοι καθρέπτες και μέσα τους η αντανάκλαση του αγαπημένου μου.


    Η Ιχνηλάτρια χαμένη στα μάτια Του, αν είχα την δύναμη θα σηκωνόμουν και θα Τον κομμάτιαζα. Πρέπει να περιμένω, θα μου δώσει την ευκαιρία το ξέρω, θα θέλει να με κερδίσει σαν ίσος προς ίσο. Ή έτσι η ελπίδα με κάνει και νομίζω. Ίσως και αυτός.


    «Τι κάνουν τα μικρά μου κουταβάκια;» η φωνή ενός Κυρίου, κάτι πέρα από την λογική μου, σχεδόν με ωθεί να αρχίσω να κουνάω την ουρά μου. Η Ιχνηλάτρια ξαπλώνει με μία κίνηση απόλυτης υποταγής στο χώμα και γλύφει τα πόδια Του. Η ροζ της γλώσσα ακουμπά, με την τρυφερή της όψη το δέρμα του και υγραίνει το δρόμο που θα διαβεί. Τα κερασένια χείλια της αγκαλιάζουν με λαχτάρα το μεγάλο Του δάχτυλο και χιλιοστό με χιλιοστό το καταπίνουν, σαν το πιο νόστιμο απαγορευμένο καρπό που πόθησαν ποτέ.


    «Καλά εκπαιδευμένη η σκυλίτσα σου, δεν νομίζεις;» το χαμόγελο Του Πόθου απορροφά διψασμένο την οργή μου.


    Η σάρκα Του ποτισμένη λες με αφροδισιακό κάνει το σώμα μου να τρέμει. Δοκιμάζω τα δάχτυλα Του το ένα μετά το άλλο, σαν μικρά πέη που λαχταρώ να με ποτίσουν, να με πλημμυρίσουν και να με πάρουν με τη σειρά ή και όλα μαζί. Το σώμα μου το έχει κερδίζει με την μαγεία Του, αλλά όχι και την καρδιά μου. Αυτήν την έχω κρύψει μακριά από το σαρκοβόρο θέλω Του. Στο ναό μου πλέει ένας άνεμος φθηνής ηδονής, που με τίποτα δεν μπορεί να μαγαρίσει τους πίνακες με την φιγούρα του θησαυρού μου. Άλλωστε οι μαύρες κουρτίνες που τους σκεπάζουν , θυμίζουν την νύχτα που κρύβει τα παιδιά της φοβισμένη.


    Ένα τίναγμα με πετάει μακριά και το σώμα μου νιώθω να ελαφραίνει.


    «Φτάνουν τα παιχνίδια θα έχουμε χρόνο και μετά» , η Ιχνηλάτρια όπως πριν ο Κυνηγός και αυτή σαν την ομίχλη χάνεται. Τελευταίος εγώ. Σκύβει από πάνω μου και απλώνει το χέρι Του στο πρόσωπο μου.


    «Εσύ θνητέ μαζί μου, θέλω την καρδιά σου…» και γινόμαστε ένα. Ένα σώμα δυο ψυχές, ένας θεός και ένας θνητός.
    (συνεχίζεται)
     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Πως είναι να είσαι εγκλωβισμένος μέσα στο σώμα ενός θεού;


    Πως είναι κάθε σου μόριο να έχει διασπαστεί και να πλέει στο εσωτερικό ενός αυγού;


    Η μία σου οντότητα να τεμαχίζεται σε άπειρες. Το συγκεκριμένο σου μέγεθος να απλοποιείται σε ατέρμονου πλήθους μηδενικά σημεία. Καθένα από αυτά να ανήκει σε διαφορετικό σύμπαν, να δέχεται άλλες βαρύτητες, θερμοκρασίες, ιξώδες και κανόνες αντίληψης. Τη μία στιγμή να σκέφτεσαι πως είναι δυνατό το μηδέν να μπορεί να νιώσει και την επόμενη, άλλη σκέψη να προσπαθεί να υποσκελίσει την πρώτη, η οποία παλεύει με μία τρίτη και ένας ορυμαγδός από πόλεμο απείρων συμπάντων που συγκρούονται μετωπικά σε ένα σύστημα αμέτρητων διαστάσεων, με σκοπό μονάχα ένα . Τα άπειρα να γίνουν ένα και το ένα να διασπαστεί και πάλι σε άπειρα. Στο ρυθμό του χτύπου της καρδιάς μου. Μια κίνηση επαναλαμβανόμενη .


    Μία μεγάλη έκρηξη.


    Η διασπορά.


    Το τέλος.


    Η επανένωση…


    Η δημιουργία μιας έκτασης που μοιάζει να τείνει στο άπειρο. Πλάσματα μύρια, παγωμένα σε μία στιγμή. Η ένταση στα σώματα τους, οι τένοντες σε μέλη που αποκομμένα αναζητούν τους ιδιοκτήτες τους, το αίμα σε όλες τις αποχρώσεις και σε όλα τα χρώματα, όλα σταματημένα, μία αχανής πετρωμένη σκηνή.


    Δεν υπάρχει αρχή και τέλος σε αυτό το πεδίο μάχης. Ο καθένας είναι εχθρός και κανείς δεν είναι φίλος. Δεν υπάρχουν δεδομένα, ούτε όπλα που επαναλαμβάνονται, μορφές που μοιάζουν, ανατομίες που ταιριάζουν. Ίσως μόνο μία κοινή βάση. Σκότωσε ότι είναι δίπλα σου, όποιον διασχίζει το πεδίο βολής, ότι σε εμποδίζει στο επόμενο στόχο σου. Ζήσε περισσότερο από τους άλλους, οδηγώντας τους στο χαμό πριν προλάβουν να σου χαρίσουν αυτοί την έννοια της ανυπαρξίας.


    Ο χώρος μοιάζει επίπεδος, αλλά σώματα νεκρά φτιάχνουν λόφους που πρέπει να δρασκελίσεις, μηχανές και ακρωτηριασμένα θηριώδη κτήνη, ζούγκλες που παλεύεις να μη χαθείς. Λάκκοι και τρύπες από χτυπήματα που δεν βρήκαν το στόχο τους, μοιάζουν με παγίδες ικανές να σε αναγκάσουν να γονατίσεις και μετά να παλεύεις να σηκωθείς δίχως πια τα άκρα που θα μπορούσαν να σε στηρίξουν.


    Φωτιές παγωμένες που φέρνουν σε εξωτικές βάτους είναι οάσεις που μπορείς να χωθείς για να πάρεις μια ανάσα από τον πόνο, που σε σκεπάζει. Κτίσματα μόνο από σάρκα, φρέσκια και ακόμα ζωντανή, σε μια άναρχη και χαοτική δόμηση, σαν κάποιος γίγαντας απλώς τα στοίβαξε για να ανοίξει δρόμο. Ίσως και έτσι να έχει γίνει.


    Χιλιόμετρα μακριά σε ένα άνοιγμα στέκεται ο Πόθος γυμνός. Δεν είναι παγωμένος. Απλώς ατενίζει και ίσως να απολαμβάνει το έργο που έπλασε. Αντικείμενο στα χέρια Του, όπλο θανάτου άραγε, ένα μικρό καλάμι.


    Δεκάδες χιλιάδες σώματα πιο πέρα, η Ιχνηλάτρια. Το σώμα της χρωματισμένο μαύρο. Στα λεπτά και στο σκοτάδι του εβένου βαμμένα δάχτυλα της, ένα πινέλο ενός ζωγράφου. Το πρόσωπο της γαλήνιο και κατά άλλα ανέκφραστο, ένα άγαλμα που σε καλεί να ασελγήσεις πάνω του.


    Κάπου στο κέντρο του ολέθρου, χωμένος μέσα στη λάσπη, να ξεπροβάλλει απότομα από μέσα της, ο Κυνηγός. Στα χέρια του ένας λευκός μανδύας, καθαρός και αμόλυντος.


    Σιωπή για μία στιγμή . Μία στιγμή που κρατάει μέρες ή αιώνες…
    (συνεχίζεται)
     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Τα πάντα στατικά εκτός από το στήθος Του Πόθου που ανασαίνει. Ο ουρανός σε κάθε Του πνοή, σκουραίνει. Πνοές από τα σπλάχνα ενός θεού που ανεβαίνουν προς τα πάνω. Οι πνοές μεστώνουν και σε ρεύματα ανέμου θεριεύουν. Όσο πιο ψηλά τόσο πιο μεγάλα τα θεριά. Αναμειγνύονται με τους υδρατμούς των πολεμιστών και μαυρίζουν. Αποκτούν πυκνότητα και σύννεφα δειλά γεννιούνται. Ακόμα πιο ψηλά και γίγαντες υγροί έτοιμοι να στάξουν δηλητήριο κατακτούν παρθενικό γαλάζιο.


    Μία κίνηση αργή στο καλάμι του θεού και τα σύννεφα στροβιλίζονται. Συγκεντρώνονται το ένα δίπλα στο άλλο, σε μια πειθαρχημένη σειρά. Το καλάμι κινείται κυκλικά, το ίδιο και οι γίγαντες. Ο ρυθμός αυξάνει και τα θεριά αποκτούν νεύρο. Πιο γρήγορα και το νεύρο γίνεται θυμός.


    Ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα και ο θυμός οργή. Ο ήχος που σκίζει τον αιθέρα από το καλάμι και μια λαίλαπα που μόνο από τα χέρια Του θεού θα μπορούσε να τιθασευτεί. Το κούφιο ξύλο στα χέρια του Πόθου φρενιασμένα μειώνει την ακτίνα των κύκλων και τα σύννεφα ακολουθούν.


    Και πλησιάζουν.


    Και συναντιούνται.


    Στο Κέντρο.


    Ένας κεραυνός πατέρας όλως αυτών που ξέρουμε ξεπηδάει από την σύγκρουση και σκάει στο κέντρου του πεδίου. Τα πάντα ζωντανεύουν.


    Πρώτα οι χτύποι της καρδιάς, ακολουθούν οι ανάσες, ύστερα η κίνηση και ο θόρυβος ξεκινά…


    …σε μια αρένα χιλιάδων τετραγωνικών μιλίων. Εκατομμύρια πλάσματα μάχονται με όλες τους τις δυνάμεις για την επιβίωση. Εχθροί του καθενός, όλοι οι υπόλοιποι. Μέταλλα, ξύλα, πέτρα, οργανικά και ανόργανα που συγκρούονται. Αίμα, ιδρώτας, σάλια, ούρα, οξέα, που τινάζονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Κεφάλια που αποχωρίζονται σε εκατοστά του δευτερολέπτου το σώμα που για χρόνια δέσποζαν, για να χρησιμοποιηθούν το επόμενο εκατοστό σαν φονικά όπλα στα χέρια αυτών που καταλήγουν. Ο ουρανός συμμετέχει στην τιτάνια αυτή μάχη ξερνώντας φωτιά και καίγοντας ότι ξεχωρίζει. Δίχως λόγο, δίχως σκοπό, ακολουθώντας ένα φρενιασμένο χορό η γη σκίζεται και τεράστια στόματα εμφανίζονται, με δόντια από κοφτερό γρανίτη και καταπίνουν, σκίζοντας με λαχτάρα ότι δεν καταφέρνει να τ’ αποφύγει.
    (συνεχίζεται)
     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Ένα πλάσμα που ο κορμός του θυμίζει ελέφαντα, αλλά το κεφάλι του είναι ανθρώπινο, εφορμά σε ένα τσούρμο από νάνους. Ποδοπατά, κρανία που τσακίζονται με εκκωφαντικούς θορύβους, κονιορτοποιεί τη σάρκα τους που σκάει με ένα υγρό ήχο, με το στόμα και τα ανθρώπινα αλλά τεράστια λόγω μεγέθους δόντια αφαιρεί και φτύνει οτιδήποτε μαλακό και αδύναμο βρίσκεται μπροστά του. Η μάχη δείχνει άνιση και τα δεκάδες σώματα των νάνων που δεν υποχωρούν, διαιρούνται σε εκατοντάδες μικρότερα κομμάτια. Ένας νάνος αποκόβεται από την ομάδα και στέκεται μπροστά στον ελέφαντα. Ο δεύτερος σταματά και κοιτάει το μικροκαμωμένο πλάσμα που τόλμησε να τον αντιμετωπίσει μόνο. Ο νάνος σηκώνει ένα μεταλλικό μπαστούνι με τα δυο του χέρια πάνω από το κεφάλι του. Κάποιος μηχανισμός δίνει κι άλλο ύψος στο μπαστούνι που τώρα ξεπερνά τα τρία μέτρα και καταλήγει σε μια ακίδα που σημαδεύει τον ουρανό. Ο ελεφαντάνθρωπος τον κοιτάζει με απορία και καθυστερεί την επίθεση του. Είναι αρκετό, γιατί ο ουρανός δεν αργοπορεί καθόλου και στέλνει την φωτιά του με την μορφή ενός κεραυνού στο μπαστούνι. Ο μικρόσωμος πολεμιστής πεθαίνει ακαριαία, αλλά όχι άδικα. Ο ελεφαντάνθρωπος βρίσκεται σε απόσταση λίγων μέτρων και τυφλώνεται. Τα μάτια του λιώνουν από την λάμψη και την θερμοκρασία και εξαερώνονται. Ο πόνος είναι μεγάλος, αλλά η οργή του απίστευτη όταν συνειδητοποιεί το σφάλμα του.

    Στραβωμένος αρχίζει και κινείται άτσαλα προσπαθώντας να αμυνθεί. Οι νάνοι τον περικυκλώνουν αλλά ακόμα δεν τον πλησιάζουν. Το λαβωμένο ζώο δαγκώνει στον αέρα παλεύοντας να τρομάξει τους αόρατους διώκτες του και περιστρέφει το άγαρμπο σώμα του για να καλύψει τα αδύναμα νώτα του. Μπερδεύεται όμως σε μία μάζα από σάρκινα κομμάτια και πέφτει και οι νάνοι ορμούν. Κατά δεκάδες μέχρι που το σώμα του κτήνους σκεπάζεται. Πλάσματα μικρά που με μαχαίρια, με τα δόντια και με τα νύχια τους, σκάβουν μέσα σε ένα μικρό λοφίσκο από σάρκα που χαμηλώνει. Τα έχει παρασύρει η μανία σε τέτοιο βαθμό που χτυπούν όχι μόνο την σάρκα του ζώου, αλλά και ότι βρουν μπροστά τους. Χωμένοι μέσα στην κοιλιά του κτήνους μάχονται μεταξύ τους. Με τα εντόσθια και τους τένοντες του πνίγουν τους πρώην συντρόφους τους. Από πίσω συνεχίζουν να πέφτουν σαν ποτάμι οι υπόλοιποι που τώρα δεν κυνηγούν το ζώο, αλλά την δική τους σάρκα…

    Χιλιόμετρα πιο μακριά ένας παράξενος κυκλικός σχηματισμός, ένα τεράστιο άνθος. Πλάσματα που μοιάζουν με αφύσικα μικροσκοπικούς έφηβους, γυμνοί και με μέτωπο έξω από τον κύκλο αμύνονται με όλες τους τις δυνάμεις. Υποχωρούν και εφορμούν ξανά, αλλά έως μια συγκεκριμένη απόσταση από τον κέντρο του κύκλου. Από την πλάτη του καθενός ξεκινά ένας σάρκινος σωλήνας, ένας ομφάλιος λώρος. Δείχνει εύθραυστος αλλά δεν είναι. Είναι ζωντανός και με δύναμη κι ενέργεια το έλλογο τείχος τροφοδοτεί. Δεκάδες λώροι που δεν μπλέκονται μεταξύ τους και καταλήγουν όλοι στο σώμα που στέκεται γυμνό και ξαπλωμένο στο κέντρο του κύκλου.

    Θυμίζει γυναίκα που από το σώμα της ξεπηδούν σωλήνες, αλλά το ύψος της ξεπερνά τα τρία μέτρα. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένα σημείο του σώματος κενό. Οι οργανικές απολήξεις δείχνουν ριζωμένες και οι φλέβες που τις στηρίζουν χοντρές και ζορισμένες, έτοιμες να σκάσουν από την προσπάθεια. Μάτια δεν υπάρχουν, στη θέση ρίζες και σφηνωμένοι δίοδοι, που εξελίσσονται και αυτοί σε λώρους. Το ίδιο και στο στόμα και την μύτη, στα μάγουλα, στο στήθος, στα χέρια, στον κορμό, στα πόδια, από παντού ξεκινούν εκτός από το σημείο του αιδοίου. Οι λώροι μετακινούνται ακολουθώντας τα βήματα των πολεμιστών και η γυναίκα μοιάζει να ακολουθεί τις κινήσεις τους σε ένα άναρχο χορό οδύνης. Φίδια που στραγγίζουν και προκαλούν πόνο.

    Ο πόνος όμως πηγάζει από αλλού. Ανάμεσα στα πόδια της και όρθιο ένα μικρό αγόρι. Ένα πανέμορφο πλάσμα που δείχνει ψυχρό, ντυμένο με έναν λευκό μανδύα. Στο κέντρο του μετώπου του, ένα μόνο μάτι μαύρο. Στην κορυφή του κεφαλιού φυτρώνει, ένα μεγάλο κατάλευκο κέρατο.Ήρεμο, σαν να κοιμάται και να μην αντιλαμβάνεται τον ορυμαγδό. Στα χέρια του δεμένες ξύλινες χοντρές λαβές. Ουρές δερμάτινες που ξεκινούν και ξεπερνούν σε μήκος το μικρό του μπόι. Τα μαστίγια ξεδιπλώνονται στο χώμα πίσω από την πλάτη του και τελειώνουν σε κοφτερές σαν ξυράφια μεταλλικές αιχμές.

    Γύρω από τον κύκλο εκατοντάδες σκυλιά. Λυσσασμένα, με βολβούς λευκούς, επιτίθενται τυφλά προσπαθώντας να σπάσουν τον κλοιό και να φτάσουν στην γυναίκα. Οι έφηβοι οπλισμένοι με λεπτά σπαθιά τραυματίζουν, σκοτώνουν, αποκρούουν τ’ άγρια ζώα. Τα πληγωμένα την αμέσως επόμενη στιγμή γίνονται λεία για τους επίδοξους θηρευτές και το τείχος προσωρινά αντέχει. Ο αριθμός των σκυλιών όμως συνεχώς αυξάνει και η μάχη δείχνει άνιση. Από ψηλά, η εικόνα δείχνει σαν μικρή νησίδα ξηράς που αντιστέκεται στην παλίρροια.

    Ένα ξαφνικό κύμα αναγκάζει το τείχος να υποχωρήσει. Το παιδί ακίνητο σαν άγαλμα δεν ταράζεται καθόλου. Κοιτάζει ανάμεσα στα πόδια της γυναίκας. Τα χείλια της φουσκωμένα, ανοιχτά και τεντωμένα. Σφήνες ξύλινες, μπηγμένες στην σάρκα της αφήνουν ακάλυπτο τον υγρό ναό και την ιέρεια που φυλάσσει την παρθένα είσοδο.

    Ένα δεύτερο κύμα, αναγκάζει τους υπερασπιστές να υποχωρήσουν κι άλλο. Το αγόρι ατάραχο κάνει ένα βήμα προς τα πίσω. Σηκώνει αργά τα χέρια του ψηλά και ανοιχτά. Οι ουρές των πλαισιώνουν σαν μαύρα μακριά μαλλιά.

    Ένα τρίτο κύμα και το τείχος φτάνει στα όρια του. Το αγόρι γυρνάει απότομα και βίαια γύρω από τον εαυτό του. Οι ουρές των ακολουθούν σε μια πειθαρχημένη πορεία και οι αιχμές διαγράφοντας μια ακραία ενεργειακή τροχιά συναντούν με ορμή την τρυφερή σάρκα του ναού…
    (συνεχίζεται)
     
    Last edited by a moderator: 11 Ιουνίου 2017
  10. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    …και ξεκινά ο πόνος. Σαν μια μεγάλη έκρηξη σε ένα κόσμο κοιμισμένο. Σαν την μέρα που πλάστηκε το φως, ένα δώρο δοσμένο με ατόφια παρθένα βία, που δεν απέχει πολύ από την απέραντη λατρεία ενός ερωτευμένου. Μετά το φως ή μέρα και στο τέλος της η νύχτα.

    Εκεί που το σκοτεινό με το φωτεινό διαχωρίζονται, που η ένταση με την σιωπή αγγίζουν η μία την άλλη με τα ακροδάχτυλα τους, εκεί που πόνος σβήνει και το σώμα απολαμβάνει μια στιγμιαία γαλήνη, πριν έρθει ο επόμενος, εκείνη την στιγμή η μήτρα της γυναίκας αποκαλύπτει τον καρπό της.

    Ενέργεια, δύναμη, κουράγιο, έμπνευση, μαγεία, ζωή, ατόφια αποστάγματα στο υγρό που ξεκινά από τις απολήξεις της μητέρας, για να καταλήξει στην ψυχή των αγοριών της.

    Τα σώματα τους αντιστέκονται στην λαίλαπα των βαρβάρων, χάνουν τα δάχτυλα τους στο στόμα των σκυλιών, αλλά η ψυχή τους σπρώχνει προς τα εμπρός.

    Τα κύματα σκάνε διαδοχικά και χωρίς ανάσα τον ένα πάνω στο άλλο, χιλιάδες ζώα που θέλουν απεγνωσμένα να τραφούν από την άσπιλη παρθένα, το παιδί ξαναχτυπά. Το κακό ενάντια στο καλό. Η αθωότητα απέναντι στην ενοχή, η μητέρα τινάζεται και αίμα αναβλύζει με δύναμη από τις πληγές της, μια πηγή που ποτίζει το χώμα.

    Οι πολεμιστές αντιστέκονται, μπουκώνουν με την σάρκα τους, τα στομάχια των πεινασμένων. Χέρια και άκρα που μοιράζονται σε δεκάδες συνειδήσεις. Αλλά δεν υποχωρούν, προελαύνουν κάποια ακόμα όρθια, κάποια γονατιστά μην έχοντας πόδια να βαδίσουν, άλλα σύρονται πάνω στις ανοιχτές κοιλιές τους, χρησιμοποιώντας την αύρα τους ως ασπίδα και το υπολείμματα του απτού τους σώματος ως όπλα.

    Το αγόρι χορεύει φρενιασμένο και χτυπά αδιάκοπα. Τα πόδια του βυθισμένα σε μια λιμνούλα αίματος. Σταγόνες που κυλούν στο λευκό μανδύα του και αφήνουν εικόνες πίσω τους. Η ιστορία της Μητέρας, του Πατέρα, ενός κόσμου ολάκερου . Λέξεις που δημιουργούνται και πάνω τους γράφονται άλλες, για να ακολουθήσουν οι επόμενες, ιστορίες μικρές καθημερινές γεμάτες από συναίσθημα. Ο μανδύας του παιδιού, ο καμβάς που αποτυπώνει την ιστορία της φυλής και αυτό να συνεχίζει να γυρνά και με τα όργανα του πόνου να οργώνει. Η γυναίκα να καρποφορεί ξανά και να στέλνει το υγρό της πλάσμα στα στερνά της.

    Η ώρα έφτασε και το τείχος των εφήβων ετοιμάζεται πέσει. Ένα τέλος, ηρωικό που θα χαθεί για πάντα μέσα σε αυτή την λάσπη. Το αγόρι χτυπά μανιασμένα, οι κινήσεις του δεν ξεχωρίζουν, μια θολή εικόνα από ενιαίες φωτογραφίες που αλλάζουν στάση καλπάζοντας ελεύθερα στο χρόνο. Σάρκα πια στην μητέρα δεν υπάρχει, την στιγμή που ο επιθανάτιος αδερφός την αγκαλιάζει, ο οργασμός της το τελευταίο άσμα που χαρίζει στην ύπαρξη.

    Η υποχώρηση του εδάφους, μια τρύπα που εμφανίζεται μέσα από την κόκκινη λίμνη, μια εισπνοή της γης και η μεγάλη εκτόνωση. Χιλιάδες εκρήξεις πλεγμένες σε μία, με επίκεντρο την μητέρα. Ένα κύμα παλιρροιακό στο χώμα, στο αίμα, στα σώματα, νεκρώνει ό,τι συναντά και κινείται προς τα έξω, καταπίνοντας τα πάντα. Το κύμα φτάνει σε διάμετρο ενός χιλιομέτρου και μετά σταδιακά χαμηλώνει, μέχρι που στο τέλος σταματά.

    Στον τεράστιο κυκλικό δίσκο που αφήνει πίσω της η έκρηξη, σιγή. Οι θόρυβοι απ’ έξω δεν εισδύουν. Κανένας χτύπος, κανένας σφυγμός, καμία ανάσα. Τίποτα ζωντανό, εκτός από έναν.

    Το παιδί στέκεται όρθιο και ατενίζει το χάος. Στο μανδύα του κυλούν οι τελευταίες σταγόνες της. Τον πιάνει στα χέρια του και τον τραβά. Απομακρύνεται από το σώμα του και μεταμορφώνεται. Μια φιγούρα απόκοσμη, μια οντότητα μοναδική.

    Ο Κυνηγός…

    (συνεχίζεται)
     
  11. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Δένδρα που παλεύουν μεταξύ τους. Πληγωμένα, άγρια, με ρόζους και κόμπους αιχμηρούς, με φύλλα διαφόρων σχημάτων και χρωμάτων. Άλλα με κλαδιά χοντρά και στιβαρά σαν πόδια δεινοσαύρων και άλλα με κλαδιά επιδέξια και μακριά, ικανά να στραγγαλίζουν, να ξεριζώσουν και να εκσφενδονίσουν βράχους.


    Όλα όμως δένδρα είναι και αυτό δεν είναι το μοναδικό κοινό τους σημείο. Σε καθένα από αυτά και πάνω στον κορμό τους παγιδευμένη μια γυναίκα. Σε άλλα δεμένες με σχοινιά χοντρά που ματώνουν την τρυφερή τους σάρκα, σε άλλα με σφήνες καρφωμένες με το αίμα τους να ανακατεύεται με τα υγρά των ξύλινων πληγών, κάποια με τα χαμηλά χλωρά κλαδιά και τις δεκάδες αγκίδες τους να κρατούν σφιχτά τα γυμνά γυναικεία κορμιά και κάποια λες και έθρεψαν πάνω από τους θηλυκούς μηρούς και τα λευκά τους χέρια, αφήνουν το μεταξένιο τους σώμα έκθετο και ευάλωτο σε κάθε είδους παραβίαση.


    Δεν είναι όλες οι στάσεις των ανθρώπινων δολωμάτων ίδιες. Όρθιες με τα χεριά ελεύθερα και τα νύχια προτεταμένα προσπαθώντας να αντισταθούν στις επιθέσεις, αγκαλιάζοντας τον κορμό με την οπίσθια μεριά τους, να θολώνει την όποια κρίση του των αντιληπτικών οργάνων , τεντωμένες με τα χέρια και τα πόδια να δένονται από πίσω και τα στήθια τους να λάμπουν υγρά και βαριά, ανάποδα με το κεφάλι κοντά στις ρίζες του δέντρου που τη φέρει και τα μαλλιά να μουσκεύουν στην λάσπη.


    Οι μάχες είναι τρομακτικές, οι ήχοι του ξύλου που θρυμματίζεται, συνοδεύονται από κραυγές απόγνωσης, πόνου, λαγνείας και θανάτου. Δεν ξεχωρίζει ο εχθρός και ο φίλος, ούτε τα στρατόπεδα. Θυμίζει μια τιτάνια μάχη αρσενικών με στόχο την εξόντωση όλων των υπολοίπων και έπαθλο την κυριαρχία του ενός.


    Η Ιχνηλάτρια δείχνει να βαδίζει ανάμεσα τους ανενόχλητη. Μόνο στην αρχή όμως…


    Σαν την ομίχλη που τη γη δεν ακουμπά, πλέει λίγο πιο πάνω από το έδαφος. Το σώμα της, από καπνό μοιάζει να είναι και το πιο μικρό ρεύμα την παρασέρνει στην πορεία του. Ανεπαίσθητες κινήσεις των χεριών της, σαν να κολυμπά αδιόρατα, κρατούν την συνοχή των μελών της που δείχνουν τόσο ευαίσθητα, έτοιμα να σπάσουν σε οτιδήποτε στερεό συναντήσουν.


    Οι γεμάτες ένταση μάχες των ξύλινων πλασμάτων, δημιουργούν τρικυμία στις λίμνες των αερίων που διασχίζει η Ιχνηλάτρια. Με επιδέξιες κινήσεις περνάει ανάμεσα τους, καβαλώντας τα αέρινα κύματα, στρίβοντας και αποφεύγοντας, καταφέρνει σαν έμπειρη καπετάνισσα να χώνεται όλο και πιο βαθιά στο πέλαγος των κλαδιών που κομματιάζουν το ένα το άλλο με μανία.


    Τρία κοντόχοντρα Ελαιόδεντρα, τραβούν με μανία τις ρίζες ενός έφηβου Πλατάνου. Το νεαρό δέντρο με τα χαμηλά μυώδη κλαδιά του σαρώνει τα κεφάλια των Ελιών ξεριζώνοντας οτιδήποτε βρίσκουν στο δρόμο τους, προχωρώντας προς τους γέρικους στεγνούς κορμούς τους. Οι τρεις γριές δείχνουν ανήμπορες σε μια μάχη που το παλιό μάχεται με το νέο. Το χαμηλό τους ύψος και το πείσμα τους συναγωνίζεται τις στριγκές φωνές τους και ώρα με την ώρα η γελοία τους προσπάθεια αποκτά νόημα. Οι πιο πρόσφατες ρίζες του Πλάτανου υποχωρούν και σπάνε και η ισορροπία του ταράζεται.


    Η Ιχνηλάτρια αιωρείται ακίνητη μπροστά τους περιμένοντας να βρει το κατάλληλο κενό.
    (συνεχίζεται)
     
  12. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Το νεαρό δέντρο νιώθοντας την απειλή, εντείνει τις επιθέσεις του και τα πληγωμένα κλαδιά του φτάνουν στην χαμηλή κορυφή της πιο ψηλής Ελιάς. Με δάχτυλα από ξύλο και χέρια γεμάτα χυμούς αφήνει τις άλλες δύο, πιάνει την αρχή του κορμού της και παλεύει να την σκίσει. Το ουρλιαχτό της που θυμίζει μοιρολόι τρελής γυναίκας, η μοναδική αντίσταση της. Πάνω στο κορμό της δεμένη μια γριά που δείχνει κομισμένη. Οι άλλες δύο τραβούν με μεγαλύτερη δύναμη και άλλες ρίζες υποχωρούν με πνιχτούς υγρούς ήχους.


    Ο Πλάτανος συνεχίζει απτόητος και η νεαρή έφηβη που είναι μπλεγμένη στον φλοιό του κραυγάζει ρυθμικά παροτρύνοντας τον.


    Ένας μικρός ξερός ήχος για αρχή και ο κορμός της γριάς ανοίγει. Μία ρωγμή που ξεκινά από πάνω και η άμυνα καταρρέει. Το άνοιγμα αμβλύνεται και το σώμα της δεμένης γυναίκας ακολουθεί με ήχους που φέρουν σε αυτό που είναι. Θόρυβος από κόκαλα που εξαρθρώνονται, από σάρκα που τεντώνεται και μαζί με τα εσωτερικά όργανα, διαχωρίζονται δίχως καμιά αντίσταση στα δύο.


    Το νεαρό δέντρο κερδίζει αυτή τη μάχη και κάνει να γυρίσει στις άλλες δύο. Μια κίνηση που μετατοπίζει το κέντρο βάρος του και ένα μεγάλο κομμάτι ρίζας, που οι δύο γριές μαζί τραβούν με όλη τους την δύναμη, ξεκολλάει από το έδαφος. Ο Πλάτανος κάνει να στηριχθεί αλλά έχει ήδη διαμορφωμένη τροχιά και ο άξονας ισορροπίας σε αυτή τη θέση δεν υπάρχει πια. Αρχίζει να πέφτει. Όχι γρήγορα, όχι εύκολα, υπάρχουν ρίζες που μπορούν να τον στηρίξουν, αλλά στον αγώνα που κάνουν για να κρατήσουν το βάρος αφήνονται ακάλυπτες στις γριές που καραδοκούν. Τώρα λυγίζουν πιο εύκολα και ο Πλάτανος υποκύπτει. Η πτώση του μοιάζει ηρωική και οι γριές σαν πεινασμένα τσακάλια χιμούν πάνω στο αδύναμο κορμί του.


    Η πτώση του Πλάτανου δημιουργεί το κενό που η Ιχνηλάτρια προσδοκούσε και αθόρυβα περνάει από εκεί που δευτερόλεπτα πιο πριν στεκόταν ένας έφηβος πολεμιστής.


    Σε αυτήν την αλλόκοτη παράνοια κανένας δεν την αντιλαμβάνεται. Η μάλλον κανένας θνητός.


    Ψηλά, πολύ ψηλά πετάει ένα γεράκι. Στο ράμφος Του κρατημένο ένα καλάμι και τα μάτια Του καρφωμένα στην Ιχνηλάτρια…


    Το γεράκι ανοίγει το ράμφος του και το καλάμι πέφτει. Ακίνητο στο ξεκίνημα μα η ορμή του ξεπερνά την αντίσταση του μικρού του βάρους. Περιστρέφεται και από το μικρό του στόμιο, σκόνη ξεχύνεται που με το άνεμο παρασέρνεται προς τα πάνω. Κόκκοι μικροί και χιλιάδες που σαν μαντήλι από μετάξι ακολουθούν τα τερτίπια του ανέμου και λικνίζονται σε ένα μυστικό ρυθμό. Το καλάμι συνεχίζει να την διαδρομή προς τη γη δίχως πια από μέσα του τίποτα να δραπετεύει. Το γεράκι βουτάει με δύναμη, αποφεύγει το παράξενο μαντήλι, φτάνει το καλάμι και μια κίνηση μοναδική πιάνει πάλι το καλάμι στο ράμφος του και πετάει μακριά.


    Οι κόκκοι αιωρούνται και αργά γλιστρούν προς το έδαφος. Σταγόνες υγρασίας στο δρόμο τους συναντούν και ανακατεύονται όλα μαζί σε ένα μυστηριακό τελετουργικό. Ο κόκκοι απορροφούν τα σταγονίδια και φουσκώνουν. Σπόροι παράξενοι που καταπίνουν αέρα και νερό και φτάνουν στο μέγεθος μικρών καρυδιών μέχρι που σπάνε.


    Το περίβλημα διαλύεται και χάνεται και κόκκινη και τρυφερή ψίχα στο δρόμο τον προηγούμενο ακολουθεί. Το αεράκι από την πτώση στα δειλά παιδιά θάρρος δίνει και η κόκκινη ψίχα ξεδιπλώνει το πέπλο της.


    Με χρώμα άλικο, πέταλα από λουλούδια ξεχωρίζουν και μια αιμάτινη βροχή, ένα σμήνος από αλλόκοτες πεταλούδες δίχως σώμα σχηματίζεται .


    Μερικές δεκάδες μέτρα χαμηλότερα η μάχη δεν δείχνει να σιωπά. Ξύλο και σάρκα ανθρώπινη με το υγρό χώμα αναμοχλεύονται. Χέρια και κλαριά παλεύουν μεταξύ τους και η Ιχνηλάτρια απαρατήρητη να πλέει ανάμεσα τους.


    Το σμήνος βλέπει το στόχο του και κινείται προς τα εκεί. Πέταλα που πετούν σαν πεταλούδες, φτάνουν και προσπερνούν τα δέντρα που πολεμούν.


    Δύο Κυπαρίσσια πέφτουν αγκαλιασμένα και η Ιχνηλάτρια κινείται προς το άνοιγμα που δημιουργείται. Δεν προλαβαίνει να περάσει και ένα κόκκινο σύννεφο με τριανταφυλλένια υφή την τυλίγει. Πέταλα από ορφανά λουλούδια σκεπάζουν το σώμα της ολόκληρο. Δε νιώθει πόνο, μα μόνο μια γλυκιά θαλπωρή και το σθένος της να βαραίνει.


    Δεν είναι όμως μόνο η ψυχή της που βάρος αποκτά, αλλά και η υλική της υπόσταση. Το δέρμα και τα μαλλιά της απορροφούν τα πέταλα και η ίδια χάνει την προκάλυψη της. Προσγειώνεται στο έδαφος όρθια, με έναν απαλό θόρυβο. Ένας ήχος που θα μπορούσε να πνιγεί στο ορυμαγδό που γίνεται γύρω της, αλλά για έναν καθόλου αθώο λόγο, γίνεται από όλους αντιληπτός.


    Και η μάχη σταματά.


    Τα δέντρα στρέφονται προς το μέρος της.
    (συνεχίζεται)