Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η ιστορία του Πόθου

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 5 Απριλίου 2017.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Ακούω κάθε της λέξη, βλέπω τον σκελετό του υποχθόνιου σχεδίου της, σαν σκίτσο ζωγραφισμένο στην άμμο. Κάποτε τελειώνει. Μαζί με την παλίρροια που ανεβαίνει. Τα ίχνη σβήνονται, το νερό σκεπάζει τα σώματα τους. Ο αφρός σφραγίζει την συμφωνία τους, σε ένα έργο που πλάθεται, με χαρακτήρες όλους καταδικασμένους και ένοχους. Πλην μίας. Μια ύπαρξης αμέτοχης και άσπιλης. Το πλάσμα που το αποκαλούσαν Ψυχή. Μαζί με την ημέρα αποχωρώ και εγώ. Πίσω στην σάρκινη σπηλιά. Στα κατάβαθα του Πόθου την ψυχή…

    Βρίσκομαι στο πιο αλλόκοτο σημείο του κόσμου όλου. Ίσως όλων των κόσμων καθώς δε γνωρίζω, σε ποιο κόσμο ο Πόθος βαδίζει και αναπνέει τούτη τη στιγμή.

    Σε μια κοιλότητα, φανταστική ή υλική δε ξέρω, που ο χρόνος έχει νόημα και πάλι ίσως όχι, που από ψηλά σταγόνες αποστάγματα αναμνήσεων, κάνουν χώρο σε μια μεγάλη χαλκόχρωμη μπάλα από αδιάφανο υγρό.

    Δεν περιμένω και δεν περιμένει και η επαφή μας γίνεται λίγες μόνο στιγμές από την είσοδο μου. Έξοδος και πάλι…

    …σε μία μικρή λιμνούλα. Πίσω από θάμνους παραμονεύοντας αυτόν που παραμονεύει. Είμαι ο ξενιστής σε ένα σώμα αόρατο, του Πόθου όμως ο χτύπος της καρδιάς θα μπορούσε να ‘ναι μόνο ο θόρυβος αυτός.

    Μπροστά μας ένας άγγελος. Στο κεφάλι του στεφάνι από χρώμα του σταχυού σε ανέμελο καλοκαίρι. Μια φαρέτρα γεμάτα βέλη, χαίρεται το δέρμα του που δείχνει να λαμπυρίζει. Βρισκόμαστε από πίσω του, μα δε μπορώ να μη θαυμάσω. Σώμα που μοιάζει απαλό και δυνατό συνάμα. Όμορφο αρσενικό και παιδί παρόμοια. Οι θάμνοι παραμερίζουν σιωπηλά και πλησιάζουμε. Βαστώ την αναπνοή μήπως και τέτοιο πλάσμα τολμήσω να τρομάξω. Μα ο Πόθος γνωρίζει καλά τη τέχνη του και ύπουλα και τρυφερά φτάνει στον μεγάλο του αντίπαλο. Κοντοστέκεται και με μία κίνηση γαλήνια αβίαστη, εισχωρούμε στο κεφάλι του.

    Είμαι ξενιστής στο κέντρο του Πόθου. Είναι ξενιστής στο μυαλό του Έρωτα και τώρα γνωρίζω ότι το αλλόκοτο, πέρας δεν μπορεί να έχει.

    Ακούω τις σκέψεις των τριών μας, ο Πόθος των δυο τους και ο Έρωτας μόνο τις δικές του. Και όλοι συμφωνούμε σε πράγμα ένα μόνο.

    Δεν μπορεί να υπάρξει κάτι πιο όμορφο. Η πλάση δείχνει μηδαμινή μπροστά της. Ότι πιο τέλειο είδα και αντίκρισα ποτέ. Η πανέμορφη Ψυχή να λούζεται γυμνή μπροστά μας…

    Όταν συναντάς κάτι άσχημο σου γεννιέται αποστροφή σε βαθμό γοητείας. Όταν ατενίζεις το ουδέτερο, απολαμβάνεις την στιγμή για να προβάλεις τις σκέψεις που είχες παραμελήσει, όταν αντικρίζεις το όμορφο θέλεις να το αγγίξεις, αν είναι ακόμα πιο όμορφο νιώθεις την ιερότητα και σε μια έκρηξη οργής μπορεί να θελήσεις να το καταστρέψεις. Ακόμα πιο πολύ αισθάνεσαι τυχερός που το συνάντησες και φθόνο που δε σου ανήκει. Αν ανέβεις πιο ψηλά ζαλίζεσαι και οι δικλείδες σου μοιάζουν με φθαρμένα σκοινιά. Ίσως ακόμα πιο ψηλά, να χάνεις την αίσθηση της ανθρωπιάς και της λογικής και να κινείσαι ασυναίσθητα εμπρός ακόμα και αν βαδίζεις πάνω σε φλόγες.
    (συνεχίζεται)
     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Ο Έρωτας έκανε μία απροκάλυπτη κίνηση προς το μέρος της και ο Πόθος μία ίδια νοητά. Κανένας δε πρόσεξε του άλλου. Ο πόνος μου στήριγμα γερό για τα φρένα μου.

    Το νερό απαλά διαμελιζόταν για να μην την πληγώσει. Έκαμπτε τις αντιστάσεις του καθώς κολυμπούσε στην επιφάνειά του θαρρώ. Ο συννεφιασμένος ουρανός άφηνε ένα παράθυρο ανοιχτό από το οποίο οι αχτίνες περνούσαν και ζέσταιναν το σώμα της. Να ήταν άραγε ο λόγος αυτός ή μήπως τα σύννεφα παραμέριζαν για να επιτρέψουν την θέα να φτάσει ψηλά στα ουράνια;

    Ο Έρωτας κοίταξε και αυτός ψηλά. Να σκέφτεται το ίδιο; Κρυφοκοιτάζω τις σκέψεις μου και συναντώ ένα πρόσωπο. Κάποια μας παρακολουθεί. Κάποια, κάποιοι, το σύμπαν όλο…

    Ο Έρωτας θεός, σκυθρωπιάζει και κρατά το βλέμμα του μακριά από την ψυχή. Το έργο του θα είναι πιο εύκολο αν αποφεύγει την λάμψη της.

    Ο Πόθος αντιθέτως αφήνει την προσοχή του να πλανηθεί πάνω στη λυγερόκορμη φιγούρα της. Μια νοητή γέφυρα μεταφοράς ενέργειας. Σχεδόν τη νιώθω και εγώ. Σαν πέταλα χρυσού που αποκολλιούνται γλυκά από το σώμα της, γδύνοντάς την ακόμα περισσότερο και πλέουν προς το μέρος μας. Ανέμελα και παιχνιδιάρικα φτάνουν προς εμάς και μετά συναντούν το πύρινο σκοτάδι του Πόθου και λιώνουν κυλώντας προς τα μέσα.

    Σε ένα εργαστήριο εμμονών, ο Πόθος συγκεντρώνει το χρυσό και το αναμειγνύει με δικά του μέταλλα. Με μαεστρία αλχημιστή το πλάθει στα χέρια του και σπάνιες πεταλούδες ξεπηδούν από τον πηλό του. Μόνο που στέκονται νεκρές ή μάλλον όχι ακόμα ζωντανές.

    Ο Πόθος με βήματα αέρινα γλιστράει σαν κλέφτης μέσα στο ναό του Έρωτα και αφαιρεί μνήμες και ποιήματα. Στα χέρια του τα φυλακίζει και στην δύναμη της βούλησής του θρυμματίζονται σε σκόνη. Επιστρέφει στο εργαστήριο και φυσάει την απαλή σαν πούδρα σκόνη λίγα εκατοστά ψηλότερα από τις πεταλούδες.

    Σαν χιόνι, σαν στάχτη, σαν τη ζωή, αργά αδιαφορώντας για την απεγνωσμένη έλξη της βαρύτητας, επικάθονται πάνω στα λαμπερά κομψοτεχνήματα. Ξυπνούν…

    Με κινήσεις ράθυμες που με ένα φύσημα ανάσας από το Πόθο, πρόθυμες γένονται, κινούνται προς τα ‘κει που καθορίζει. Το ταξίδι επιστροφής προς τη γυναίκα. Προς την Ψυχή.

    Πετώντας ανέμελα και μεταφέροντας το επικίνδυνο νέκταρ τους αφήνουν ένα φωτεινό μονοπάτι πίσω τους. Ο Έρωτας δε το παρατηρεί. Διαλέγει από το βέλη του, το πιο επιδέξιο και τα αγγίζει απαλά στη γλώσσα του. Δε θέλει να την πληγώσει, αλλά σα μια μυτερή ριπή μαΐστρου, απαλά στην αύρα της, το τραγούδι του να χαράξει.

    Η Ψυχή τις βλέπει και τις καλωσορίζει. Σα παιδί μαγεμένο από τα θαύματα που έχει αντικρίσει, προσφέρει τα λευκά της κλωναράκια σαν κλαδιά στις χρυσές πεταλούδες. Κάθονται, χαμηλώνουν τα φτερά και ξανά αποκοιμιούνται. Η Ψυχή τις κοιτάει χαμογελώντας και τις πλησιάζει προς το στόμα της. Τη μία μετά την άλλη, τις καταπίνει με την ανάσα που εισπνέει. Σαν μητέρα που οδηγεί με αγάπη τα παιδιά της και πάλι πίσω στη φωλιά. Μόλις χάνεται και η τελευταία, ο Έρωτας σηκώνει και πάλι το κεφάλι του και την κοιτάει.

    Στα χέρια του, το τόξο το δικό του, οπλισμένο…

    Σηκώνει και σημαδεύει και ο χρόνος την ανάσα του βαστά. Η Ψυχή κοιτάει προς το μέρος μας με ένα ύφος που δεν ανήκει σε αυτήν την εικόνα. Και τότε η έκρηξη του φωτός συμβαίνει...
    (συνεχίζεται)
     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Στην αρχή μοιάζει να σκοτεινιάζει απότομα. Μα όμως είναι ακόμα μέρα και ο ήλιος στέκεται ψηλά. Μα είναι λίγος, πολύ λίγος μπροστά στα αστέρια που ανατέλλουν από το σώμα της. Το αντιληπτικό τετραδιάστατο, τρεμοπαίζει σαν τον ωκεανό που συγκρούεται με ένα μετεωρίτη. Κύματα στέρεα, φωτός, ήχου, οσμής, με γεύση από μέταλλο μας χτυπούν και νοητά μας απωθούν.

    Ο Έρωτας τρέμει. Λαβώθηκε ! Πληγώθηκε από το ίδιο του το βέλος. Την στιγμή που τυφλωνόταν από το φως, κατέβαζε το τόξο με μια κίνηση μηχανική και απελευθέρωνε τη χορδή. Το πόδι του τρυπημένο και το γλυκό δηλητήριο στο σώμα του παραγωγού του, τώρα να απλώνεται. Μόνο που είναι νοθευμένο, από του Πόθου τις πιο βαθιές εκκρίσεις και προκαλεί συναισθήματα. Σαν τα κύματα που ξεκίνησαν από την έκρηξη της Ψυχής, χρώματα που στο διάβα τους σβήνουν ό,τι άλλο συναντούν, κατακλύζουν το σώμα που μας φιλοξενεί και στη συνέχεια ερεθίζουν και τα δικά μας ένστικτα.

    Βλέπω την Ψυχή ευθεία μπροστά να περιμένει. Νιώθω να φλογίζομαι και βίαιες σκέψεις με κυριεύουν. Νιώθω ότι το όμορφο περίβλημά της είναι μόνο η προκάλυψη μιας εκπορνευόμενης νεαρής που λαχταρά να γεμίσει. Ένα σώμα άσπιλο που του πρέπει να συληθεί, από άντρες, γυναίκες, παιδιά, ζώα, βρώμικα και καθαρά. Να κακοποιηθεί, να βασανιστεί, να χωθεί στην λάσπη και από πάνω του να περάσουν τόσα σώματα μέχρι να χαθεί στο πηγάδι που η ορμή τους θα σχηματίσει. Θέλω να την βιάσω και μαζί με αυτήν και ότι άλλο έχει μεθύσει με την βρώμικη μυρωδιά της. Θέλω να την χτυπήσω, να την ματώσω, να την κάνω να φωνάξει μέχρι να ακούσω τις χορδές της να σπάνε.


    Έχω χαθεί σε ένα παραλήρημα και αργώ να αντιληφθώ την κίνηση του Έρωτα. Βγαίνει από την κρυψώνα του, σέρνοντας το τραυματισμένο του πόδι. Η Ψυχή τον βλέπει, αλλά δεν δείχνει να ταράζεται. Η μολυσμένη μου συνείδηση φωνάζει…

    «Φυσικά βρώμα, το ήξερες» , μια μικρή και αδύναμη φωνή κάπου μέσα μου όμως, παρατηρεί την συμμετοχή του Πόθου, αλλά ποιος της δίνει σημασία. Αυτό που έχει σημασία τώρα είναι ότι ο Έρωτας την πλησιάζει. Την φτάνουμε την τσούλα και χαίρομαι για αυτό. Το νερό υποδέχεται τα πέλματα του Θεού που με φιλοξενεί και το υγρό που διαφεύγει από την πληγή του, δημιουργεί μία κηλίδα που κάνει το νερό να βράζει. Αλλά και σε αυτό ποιος δίνει σημασία τώρα, γιατί την φτάσαμε την πόρνη και τώρα θα της δείξουμε.

    Ο Έρωτας απλώνει το χέρι Του προς το πρόσωπο της. Η Ψυχή γέρνει το λαιμό της προς τα πίσω και του δίνεται…

    (συνεχίζεται)
     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    ...απλώνει το χέρι του και αγγίζει το πρόσωπό της. Το σπρώχνει απαλά προς τα πίσω. Το σώμα της ακολουθεί κάνοντας μία καμπύλη όπως πριν από ώρα το τόξο του. Τα γόνατα της λυγίζουν και πέφτει πάνω τους. Σταγόνες νερού πετάγονται ψηλά, αιωρούνται για μία στιγμή και προσγειώνονται τολμηρά στο δέρμα της.

    Στέκεται τώρα στα γόνατα, με τα σκέλια της πιο ανοιχτά από πριν και το νερό της λίμνης να τεντώνεται για να αγγίξει την σχισμή της, που αχνίζει. Οι σταγόνες που τρέχουν, γεμίζουν τα δρομάκια που γεννιούνται από την κλίση του κορμού. Πρόστυχα, τα ποτίζουν και στεγνώνουν από την κάψα που ζητάει περισσότερα.

    Ο Έρωτας την κοιτάει και στέκεται ακίνητος. Δεν μπορώ να κοιτάξω μες τις σκέψεις του, όπως και του Πόθου μου διαφεύγουν, κυνηγώντας τις δικές μου. Νιώθω όμως τον σφυγμό τους και έχει πολλά κοινά με το δικό μου. Είναι άναρχος, τρελός, δίχως βούληση, μόνο ένστικτο και λαχτάρα.

    Η Ψυχή συνεπαρμένη από την στερεή παρουσία του Έρωτα, γητεμένη από τις σκοτεινές αλχημείες του Πόθου, νιώθοντας τα μάτια των Θεών που παρακολουθούν την σκηνή από τις σκιές, προδομένη από την ανθρώπινη φύση της αρχίζει σα ζώο να βογκάει.

    Ήχοι που δεν τρέφονται μόνο από τον υγρό αέρα των πνευμόνων της, λαρυγγισμοί που κλέβουν το τρέμουλο από τους τένοντες, ένταση που εξαρθρώνεται όπως οι κλειδώσεις της, εναλλαγή που ακολουθεί υπνωτισμένη τις συσπάσεις της, σάλια από μεθυσμένο νέκταρ που φτύνονται από το στόμα της, λάδι και ρετσίνι στη φωτιά που με κατασπαράζει.

    Κάποιος να κάνει την σκύλα να σωπάσει. Κάποιος να γεμίσει αυτό το στόμα, να πνίξει αυτή την μελωδία, να την σπρώξει πίσω από εκεί που ήρθε, βαθιά στην πηγή της και να συνεχίσει μέχρι να φτάσει στο χώμα και να την καρφώσει εκεί. Να την ακινητοποιήσει. Να την παραδώσει στα δόντια, στα σαγόνια, στις λαγόνες που πεινούν. Κάποιος…


    Ο Έρωτας σκύβει, προς την δεξιά της ρώγα, που πρησμένη μοιάζει αφύσικη σαν μια τεράστια ρώγα σταφυλιού. Ανοίγει το στόμα του και την βάζει μέσα. Νιώθω την γεύση της, καίει. Ζεματιστή σαν την κόλαση. Ο Θεός κλείνει τα δόντια του πάνω της.

    Η Ψυχή δεν σωπαίνει. Το τραγούδι της δεν υποχωρεί και δεν ταράζεται ακόμα και όταν οι κοπτήρες χώνονται μέσα στη σάρκα. Τον παροτρύνει και αυτός συνεχίζει καθώς το αίμα της σκύλας ρέει μέσα στο στόμα του, μέσα στις συνειδήσεις μας και γεμίζει το άδειο λογικό μας με κόκκινο ζεστό...

    (συνεχίζεται)
     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Σύμφωνα με τη μυθολογία...

    Λέγεται ότι η Ψυχή ήταν τόσο εκπληκτικά όμορφη που επισκίαζε ακόμη και την Αφροδίτη, την θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Άνδρες συγκεντρωνόταν από παντού για να έρθουν να τη δουν και οι βωμοί της Αφροδίτης εγκαταλείφθηκαν εντελώς, καθώς όλοι λάτρευαν τώρα την ακαταμάχητη πριγκίπισσα αντί της θεάς, φέρνοντάς της προσφορές και σκορπίζοντας λουλούδια στους δρόμους όποτε έβγαινε έξω.
    Η απότομα ξεχασμένη Αφροδίτη ήταν εξαγριωμένη με την Ψυχή, ακόμα και αν το κορίτσι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για ότι συνέβαινε. Κάλεσε τον γιο της, Έρωτα (σε αυτόν τον μύθο παρουσιάζεται ως όμορφος νέος) και του έδωσε εντολή να κάνει την Ψυχή να ερωτευθεί τον κατώτερο και πιο αξιοκαταφρόνητο άνδρα που θα μπορούσε να βρει.

    Η δική μου εκδοχή είναι συμβολική μεν, αλλά πολύ σκληρή. Νομίζω ότι εδώ θα σταματήσω την δημοσίευση στο φόρουμ. Το σκέφτομαι ακόμα, αλλά δε νομίζω ότι ορισμένα πράγματα είναι για κοινή θέα, είναι άλλο αν είναι γραμμένα σε ένα βιβλίο, που μπορεί να το πάρει όποιος το επιλέξει να το διαβάσει και άλλο σε κοινή θέα.
     
  6. Gloriana Majestica

    Gloriana Majestica Notorious

    Διαφωνώ, ξέχωρα απ’ τ’ ότι είμαι αναγνώστρια, ξέχωρα απ’ τ’ ότι τα κείμενά σου αυτά δίνουν διαφορετική διάσταση στο χώρο (μη γυρεύεις κομπλιμέντα τώρα), η διαδικασία της δημοσίευσής τους (επομένως και η ψυχολογία σου κατά την προετοιμασία τους γι’ αυτό το σκοπό) ειν’ αυτό που τα ζωντανεύει. Εάν δεν πείθεσαι, γράψε τα ίδια κείμενα με στυλό σ’ ένα τετράδιο (α΄εκδοχή) και διάβασέ τα. Έπειτα ξαναγράψ’ τα στο word, αποθήκευσέ τα και διάβασέ τα ξανά (β΄εκδοχή). Δημοσίευσέ τα ηλεκτρονικά και διάβασέ τα (γ΄ εκδοχή). Στην τελευταία περίπτωση, διάβασέ τα με υπόκρουση αυτό που πιστεύεις ότι ταιριάζει σαν sountrack στο κείμενο (δ’΄εκδοχή). Θα δεις άλλη «ανάγνωση» κάθε φορά. Ε, η έκδοση σε βιβλίο είναι μια ε΄ εκδοχή, δηλαδή άλλο πράγμα, που δεν αναιρεί τη δ΄. Μπάστα μπρε, μη βιάζεσαι !

    (Αυτό με τα μαύρα γράμματα, πολύ ελεεινό, παρ' τα για να μάθεις)
    Αν θες σβήσε το μήνυμα, να μην «κόβει» την αφήγηση στη μέση.
     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Αίμα που σταγόνα με σταγόνα γεμίζει τα ποτήρια μας. Ο Έρωτας κόβει τη ρώγα και την καταπίνει. Εγώ και ο Πόθος νιώθουμε την γλυκιά σάρκα και γλειφόμαστε σαν άγρια σκυλιά. Η ροή αυξάνεται και γεμίζει τις χούφτες μας, για να ξεπλύνουμε τα πρόσωπα μας. Ο Έρωτας συνεχίζει να μασάει, να κόβει και να καταπίνει και η Ψυχή τώρα ουρλιάζει, όχι όμως από τον πόνο. Δεν νιώθει πόνο, οι μικρές πεταλούδες του Πόθου τον έχουν αντικαταστήσει, με ηδονή. Τώρα το αίμα τρέχει με βιάση και μας χτυπάει με δύναμη. Τα σώματα μας κόκκινα, σκεπασμένα με πορφυρούς υγρούς χιτώνες.

    Το ένα στήθος σώνεται και ο Έρωτας περνάει στο άλλο. Τα δάχτυλα του έχουν βυθιστεί στην τρυφερή κοιλιά της και ανοίγουν οπές. Με βία τις ξεχειλώνει και σκίζει τα στρώματα της σάρκας μέχρι να φτάσει στα εσωτερικά όργανα. Η Ψυχή προσπαθεί να τεντωθεί, ν’ «ανοίξει» κι άλλο για τον Έρωτα, να τον βοηθήσει να φτάσει «βαθιά» μέσα της.

    Τώρα τα χείλια του όμορφου Θεού, αγγίζουν το στομάχι, ανοίγουν απαλά και απελευθερώνουν τα δόντια που σαν μικρά μαχαίρια μαγκώνουν την μεμβράνη. Κρατώ εκστασιασμένος την αναπνοή μου και περιμένω. Ο Έρωτας νιώθει την μεμβράνη με την άκρη της γλώσσας του και δεν προχωρά. Σαν κάτι να περιμένει. Κάποιο σημάδι για να ξεκινήσει. Και δεν λαθεύει…
    (συνεχίζεται)
     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Η Ψυχή έχει σωπάσει. Ίσως και αυτή να περιμένει. Ίσως να έχει τις αισθήσεις της απολέσει. Την ζωή της σίγουρα όχι. Νιώθω τους χτύπους της καρδιάς της που χτυπούν με σταθερό ρυθμό, σαν μαγεμένο τύμπανο μέσα στις σκιές. Οπότε η κραυγή που θρυμματίζει την σιγή, δεν έρχεται από τα ανοιχτά σπλάχνα της. Ούτε όμως και από του Έρωτα, ούτε και από τα δικά μου.

    Μία φωνή τεράστια ενός παιδιού που γίνεται ενήλικας. Μία κραυγή που άνθρωπο δεν θυμίζει, αλλά ούτε πλάσμα. Σαν βροντή που δεν σβήνει, αλλά όσο ο χρόνος περνάει, όσο ο Έρωτας που σαν φρενιασμένο κτήνος ρίχνεται στην πολύτιμη τροφή του και με μανία τεμαχίζει, ξεσκίζει και καταπίνει χωρίς να νοιαστεί καθόλου να μασήσει, δυναμώνει και μεγαλώνει και μοιάζει όλο τον κόσμο και αυτή να καταπίνει. Η κραυγή του Πόθου !

    Συναισθήματα που εξυφαίνονται πάνω στον αιθέρα σε ένα σχέδιο που μοιάζει με κοχλία. Σε ένα χαλί που γεμίζει το κενό. Η λαχτάρα με κλωστή από ήχους καστανούς. Η μανία με κόκκινο, η οργή με λευκό, ο πόνος με μπλε, η μοναξιά με μαύρο, το ανεκπλήρωτο με στίγματα από χρυσό που λειώνουν σε μοβ πηχτές σταγόνες. Η απελπισία σε γκρίζο μεταλλικό φόντο και ο πόθος του Πόθου, για την μητέρα του Αφροδίτη, σε χάλκινο καυτό…

    …η τροφή, το κόκκινο νέκταρ, οι αναμνήσεις, τα συναισθήματα, όλα έγιναν δικά του, κομμάτι του. Έχουν απομείνει πια τα κόκαλα μόνο. Βυθισμένα μέσα στο νερό να γυαλίζουν σαν αταίριαστα τεχνουργήματα. Ο Έρωτας έχει γονατίσει και το νερό τον ξεπλένει, σε μία προσπάθεια να ανακουφίσει τον πόνο του. Τα πάντα γύρω έχουν παγώσει. Κανένας, ούτε οι θεοί δεν τολμούν καν να ψιθυρίσουν αυτό που μόλις έχουν δει. Μόνο ο Πόθος, μουρμουρίζει με αυταρέσκεια…

    «Νόστιμο το γεύμα γεμάτο σάρκα. Αχχχ Έρωτα άμοιρε των Μεγάλων των στιγμών, παιχνίδι. Έφαγες το μόνο που μπορούσες να αγαπήσεις. Μέσα σου αναπαύεται η χαμένη σου Ψυχή, σαν το πουλί μέσα στο αυγό. Το αίμα της δικό σου θα γίνει τώρα και αυτό που θνητό θα μπορούσε να σε κάνει, για πάντα θα χαθεί…» , ο Πόθος υλοποιείται μπροστά στο αδερφικό του αίμα, μπροστά στον μεγάλο του Εχθρό, μη σταματώντας να τραγουδά.
    (συνεχίζεται)
     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Ο Έρωτας σηκώνει το κεφάλι και τον αντικρίζει.

    «Εσύ…»

    Ο Πόθος του χαρίζει το πιο μοχθηρό του χαμόγελο.

    «Δεν χρειαζόταν και πολύ κόπο μιαρέ.»

    «Γιατί…»

    «Γιατί, γιατί, σαν μωρός να αναρωτιέσαι. Όμορφος και άδειος. Μια ζωή να παραμερίζω στις σκιές, για ‘σένα ανόητε αδερφέ. Να σε βλέπω να παίζεις με τις πόρνες, δίχως να σκιάζομαι καθόλου…»

    «Γιατί…»

    «Γιατί ; Όλες δικές σου ήταν, εκτός από μία. Μία μόνο, την πιο ακριβή, αλλά και σε αυτήν τα ψεύτικα τα χέρια σου άπλωσες. Γιατί ; Γιατί ; Τώρα εγώ σε ρωτώ άδειε μου αδερφέ.»

    «Ποια ; Ποια γυναίκα άξιζε αυτό τον πόνο ;» Ο Πόθος ακούει τα λόγια του αδερφού του και θυμώνει μη μπορώντας να πιστέψει.

    «Ποια ήταν ; Θα μπορούσες να μου το ζητήσεις, μικρέ μου αδερφέ…» , ο Πόθος τινάζεται οργισμένος και κάνει βήματα μεγάλα μέχρι που τον φτάνει. Μάτια γεμάτα οργή απόσταγμα αιώνιας πικρίας, απέναντι σε μάτια πληγωμένα αλλά πελώρια σαν αστέρια που δακρύζουν μία στη φορά στη ατέρμονη ζωή τους .

    «Ακόμα να αναρωτιέσαι το γιατί ; Τόσο λίγη ήταν για ‘σένα ; Τόσο φθηνός που δεν μπορείς ούτε την πιο πολύτιμη, θαρρετά να ξεχωρίσεις;»

    Τον Έρωτα, ο Πόθος τον κοιτάει περιμένοντας να ακούσει. Δε θέλει την ήττα του ακόμα να δεχτεί. Δεν είναι δυνατό να μη μπορεί να καταλάβει. Το βλέμμα όμως που αντικρίζει είναι θολό και τον γεμίζει απελπισία. Έτσι και οι λέξεις του βγαίνουν ξέπνοες…

    «Τη Μητέρα, σκύλε. Τη Μητέρα που τόλμησες να αγγίξεις τον ιερό ναό της…» , ο Έρωτας για στιγμές λίγες ακόμα σα χαμένος τον κοιτά και μετά φωτίζει. Το χαμόγελο του που διαγράφεται στο πρόσωπο η πιο τραγική έκφραση πόνου που έχω αντικρίσει.

    «Τη Μητέρα σου, την Αφροδίτη…»


    «Και Μητέρα σου ιερόσυλε !»

    «…τη γυναίκα που με έπλασε και από το σπέρμα μου χάρισε γιους πολλούς σε αυτό τον κόσμο…»

    «Σταμάτα σκύλε , σώπασε !!»

    «…και ένας από αυτούς , εσύ …»

    …και ξεσπάει στα γέλια. Γέλια που μοιάζουν με κραυγές. Που βουτούν από ψηλά σαν κοράκια που πεθαίνουν. Κάτι σκάει δίπλα μας, με δύναμη. Δεν μοιάζουν μόνο…

    Φτερά μαύρα που πλέουν στο νερό και αίμα που μπαίνει ανάμεσα στα αδέρφια. Ο Πόθος δεν σταματάει να γελάει. Ένας παροξυσμός από ανάσες, που μοιάζουν με ψυχές που δραπετεύουν από τα σκοτεινά σωθικά του. Τις βλέπω να βγαίνουν από το στόμα του. Δεν μοιάζουν μόνο…

    Ψυχές που χορεύουν γύρω από τον Πόθο και τον Έρωτα. Ο Πόθος σηκώνει τα χέρια του ψηλά και φωνάζει…

    «Που είναι οι Θεοί, οι άμοιροι αυτού του κόσμου;» Τα κοράκια πέφτουν κατά χιλιάδες γύρω μας. Στον αέρα μία ομίχλη, από μαύρα φτερωτά στιγμιότυπα.

    «Που είστε δειλοί; Που κρύβεται η αθάνατη θωριά σας; Πάλι αόρατοι τηρείται τα ατίθασα παιδιά σας;»

    (συνεχίζεται)
     
  10. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Ο Έρωτας ένα άγαλμα, από σάρκα, ομορφιά και θλίψη, κατεβάζει το βλέμμα του στα χέρια του. Το αίμα της Ψυχής στεγνώνει πάνω τους σαν υγρό μετάξι. Οι ψυχές που δραπετεύουν τον πλησιάζουν και σαν πουλιά τσιμπάνε από τις σταγόνες Της. Αμέσως μετά πετούν ψηλά ενώ τα νεκρά κοράκια διαπερνούν την άυλη εικόνα τους. Φουντώνουν, φουσκώνουν και άηχα σκάνε σε μία μικρή βροχή από αιμάτινες νιφάδες. Πέφτουν αργά και συμπληρώνουν με το χρώμα τους την μαύρη ομίχλη.


    «Που είστε πια καταραμένοι ; Τόσο πολύ φοβάστε ;» Τραβάει κάτι από τη ζώνη του. Ένα μικρό μαχαίρι. Το σηκώνει ψηλά και σκίζει την παλάμη του. Τον Έρωτα τον έχουν σκεπάσει πια οι ψυχές που τσιμπούνε πεινασμένες. Από την πληγή του Πόθου ξεχύνεται υγρό. Σαν αίμα, αλλά όχι κόκκινο. Βαθύ, μπλε και αχνίζει. Γύρω μας, μαύρες και κόκκινες νιφάδες αποκρύπτουν το τοπίο. Σα αυλαία που πρόκειται να πέσει. Ο ήχος από τα πουλιά που πέφτουν στο νερό, δείχνει να σκεπάζει τα βήματα Τους. Πλησιάζουν!

    Ο Πόθος φέρνει το πληγωμένο το χέρι κοντά στο στήθος του. Πλησιάζει και το άλλο και κάνει μία τομή στη ρώγα του. Πηχτές και γαλακτώδης σταγόνες που ξεχύνονται και αναμιγνύονται με το μπλε της παλάμης.

    Οι ήχοι σταματούν απότομα όπως ξεκίνησαν. Οι νιφάδες στέκονται ακίνητες, η μία απέναντι από την άλλη. Μία αιμάτινη για κάθε μία από τις μαύρες. Σα να υπολογίζουν, σα να ετοιμάζονται να χιμήξουν ή να ασελγήσουν, η μία στην άλλη.


    Ο Πόθος κατεβάζει το χέρι του χαμηλά. Είναι ερεθισμένος, το μόριο του αφύσικα μεγάλο, σαν μικρό σπαθί, περιμένει πειθαρχημένο.

    Κρύβομαι πιο βαθιά στις σκιές του μυαλού του Πόθου. Ακόμα και εδώ Τους νιώθω να σιμώνουν. Όλα γύρω δείχνουν να περιμένουν, ο Πόθος σκίζει το πέος του και πράσινο της φύσης χρώμα συναντά με ορμή, το μπλε και το λευκό. Τραβάει το χέρι του πάνω στο σώμα του, σηκώνει το κεφάλι του και τινάζει τα χρώματα με δύναμη γύρω του!

    Δεν είναι πια τρία, αλλά ένα. Στριφογυρνά με οργή, γύρω από το σημείο που στέκεται και το Χρώμα φεύγει με δύναμη προς όλες τις κατευθύνσεις. Διασπάται σε σταγονίδια που αυτόνομα, το καθένα από αυτά ταξιδεύει προς τ’ άλλα δύο, τα ακίνητα. Τα συναντά , τα παγιδεύει μέσα του και γίνονται το Ένα. Το Χρώμα της δημιουργίας, της Ζωής, της Σύλληψης, της Μηδενικής Στιγμής.


    Σφαίρες, στο μέγεθος μικρού καρπού, κάθε μία και μία ένωση. Ξαφνικά καταρρέουν προς τα μέσα και το Χρώμα γίνεται έντονο. Εκτυφλωτικό από την συσπείρωση της ενέργειας Του. Μία κατάρρευση που είναι αντιστρόφως ανάλογη από την ένταση του φωτός που εκλύει. Το μέγεθος κάθε καρπού τείνει προς το σημείο, προς το μηδέν. Η ένταση του Φωτός, αγγίζει το Άπειρο. Κλείνω τα μάτια μου, αλλά δεν μπορώ να ξεφύγω. Με καίει, με απογυμνώνει, με ισοπεδώνει, με κομματιάζει, καταπίνει σαν έρημος το μικρό ποτήρι της υγρής λογικής μου.

    Εκατομμύρια σύμπαντα την στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης. Που κρατάει για χρόνο μηδέν. Μου μοιάζει για αιώνας. Για λίγο ταξιδεύω έξω από το ποτάμι του Χρόνου. Ίσως για λίγο, ίσως για Πάντα. Ίσως αυτό που τώρα εδώ, στη θέση μου ακόμα στέκεται, να μην είμαι εγώ. Η ύπαρξη μου, διχοτομείται. Το ένα είδωλο καίγεται. Αυτό που μένει διχοτομείται. Ξανακαίγεται. Ξαναδιχοτομείται. Κάποτε , τα πάντα σβήνουν. Αυτό που μένει, είναι μία σκιά από την Σκιά μου. Ανοίγω τα μάτια και βλέπω.

    Τους βλέπω και Τα βλέπω…

    Τα Όντα που πλάστηκαν από το Χρώμα και τους Θεούς που έφτασαν…

    …η ομίχλη κατακάθεται. Στόματα δίχως πρόσωπο εμφανίζονται στη γη και ανοίγουν ορθάνοιχτα. Ένας ήχος ακούγεται σαν κάποιος θαμμένος να παίρνει ανάσα μετά από καιρό. Εκατομμύρια άλλοι ακολουθούν. Η γη ρουφάει την ομίχλη.


    Πλάσματα με την θωριά του ανθρώπου μας περικυκλώνουν. Κανένας δεν συνοδεύει κανέναν. Άντρες , γυναίκες και ένα παιδί. Οι Θεοί.

    Ο Έρωτας σηκώνει αργά το κεφάλι του και τους κοιτάει. Έναν προς ένα. Το βλέμμα του δείχνει τον πόνο. Κινείται προς το νοητό κύκλο που έχουν χαράξει. Στα χέρια του ακόμα τα υπολείμματα της ψυχής.
    (Από εδώ Τέλος)
     
  11. Ηλίας

    Ηλίας Guest

     

    Μια φορά κι έναν καιρό υπήρξε ένας βασιλιάς που είχε τρεις κόρες. Ήταν όλες πανέμορφες, αλλά η ομορφότερη ήταν η νεώτερη, η Ψυχή.

    Πραγματικά η ομορφιά της ήταν τέτοια που οι άνθρωποι άρχισαν να παραμελούν τη λατρεία της Αφροδίτης, θεά του έρωτα και της ομορφιάς. Η Αφροδίτη άρχισε να ζηλεύει, και ζήτησε από το γιο της Έρωτα να κάνει την Ψυχή να ερωτευτεί ένα φρικτό τέρας. Όταν όμως ο Έρωτας είδε πόσο όμορφη ήταν η Ψυχή, έριξε κάτω τα βέλη του και κατα λάθος τρυπήθηκε. Μ'αυτόν τον τρόπο ερωτεύτηκε την Ψυχή.

    Παρά τη μεγάλη ομορφιά της όμως κανένας δεν ήθελε να παντρευτεί την Ψυχή. Οι γονείς της συμβουλεύθηκαν ένα μαντείο, και έμαθαν ότι επρόκειτο να παντρευτεί ένα τέρας. Την άφησαν λοιπόν στην κορυφή ενός βουνού ολομόναχη να πεθάνει.

    Ένας παράξενος δυτικός άνεμος άρχισε να φυσάει και την παρέσειρε μακριά. Η Ψυχή βρέθηκε σε ένα υπέροχο και μαγικό παλάτι. Εκεί υπήρχαν αόρατοι υπηρέτες που τις πρόσφεραν ότι ήθελε. Όταν ήρθε η νύχτα, ο νέος και άγνωστος σύζυγός της την επισκέφτηκε, και της είπε ότι θα την επισκεπτόταν πάντα τή νύχτα. Η Ψυχή δεν θα πρέπει ποτέ να προσπαθήσει να τον δει ούτε να μάθει ποιός είναι.

    Αν και ο άγνωστος σύζυγός της ήταν καλός και ευγενικός μαζί της, και οι αόρατοι υπηρέτες ανταποκρίνονταν σε κάθε της επιθυμία, η Ψυχή κάποια μέρα πεθύμησε τους δικούς της.

    Έπεισε το σύζυγό της να επιτρέψει στις αδελφές της να την επισκεφτούν. Όταν οι αδερφές της είδαν πόσο ευτυχισμένη ήταν,άρχισαν να ζηλεύουν και έπεισαν την Ψυχή να κοιτάξει κρυφά τον σύζυγό της, λεγοντας της ότι ήταν ένα τέρας που την πάχαινε μέχρι να την κατασπαράξει και ότι η μόνη πιθανότητα ασφάλειάς της ήταν να τον σκοτώσει.

    Η Ψυχή λοιπόν πήρε ένα κερί και ένα μαχαίρι, αλλά όταν είδε τον πανέμορφο Έρωτα, έμεινε έκπληκτη. Το καυτό κερί έσταξε στον ώμο του και τον ξύπνησε. Ο Έρωτας έριξε μόνο μια θλιμένη ματιά στην Ψυχή και εξαφανίστηκε για πάντα σε μια ριπή καπνού.

    Η Ψυχή περιπλανήθηκε για χρόνια αναζητώντας τον συζύγο της, και κάποτε απογοητευμένη πλησίασε και τη μητέρα του, Αφροδίτη. Η θεά, ακόμη οργισμένη μαζί της, την ανάγκασε να φέρει σε πέρας διάφορους άθλους τους οποίους η Ψυχή κατάφερε να πραγματοποιήσει. Τελικά ο Έρωτας ανακάλυψε τι συνέβαινε, και έπεισε Δία να διατάξει την Αφροδίτη να σταματήσει να καταδιώκει την Ψυχή.

    Έτσι ο Έρωτας και η Ψυχή παντρεύτηκαν και έζησαν ευτυχισμένοι για πάντα.

    Infinitum Finitum Producit

    Πηγή: http://www.esoterica.gr/forumS/topic.asp?ARCHIVE=&whichpage=3&TOPIC_ID=7949
     
  12. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;