Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ιουλία / Julia

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος DocHeart, στις 24 Δεκεμβρίου 2010.

  1. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Ήταν ο τρίτος οργασμός της. Το λέω με σιγουριά, γιατί το καταλάβαινα πολύ καλά όταν αυτό συνέβαινε.

    Δεν ήταν απ’τα κορίτσια που τσιρίζουν ή βογγολογούν. Όχι πως έχω τίποτα με αυτές που τσιρίζουν ή βογγολογούν, απλά η Ιουλία δεν το έκανε. Αντ’αυτού, σφιγγόταν. Ένιωθα τους μηρούς της να κλειδώνουν γύρω από τη μέση μου όλο και πιο δυνατά, και έβλεπα τα χέρια της να γραπώνουν το μαξιλάρι με μανία, λες και ήθελε να το σκίσει. Το πρόσωπό της έπαιρνε μια έκφραση απέραντης έκπληξης, σα να ανακάλυπτε ξαφνικά έναν κροκόδειλο να περπατά ανάποδα στο ταβάνι, τα μάτια της ορθάνοιχτα, το μπλε τους να φωσφορίζει μέσα στο μισο-φως των κεριών. Για χρονικά διαστήματα που φαινόταν μεγάλα, δεν ανέπνεε. Έμενε έτσι, σαν πορτραίτο σιωπηλού ουρλιαχτού για περίπου ένα λεπτό, οι φλέβες στο λαιμό της (και μία στο μέτωπό της) τεντωμένες. Όταν τελικά ανάσαινε ξανά, γρήγορα και κοφτά στην αρχή, μετά πιο αργά και βαθειά, σχηματιζόταν στα χείλη της ένα χαμόγελο που μάλλον το φόραγε σε στιγμές χαράς ακόμα και όταν ήταν ένα ντροπαλό πιτσιρίκι. Και στο μεταξύ, καθώς όλα αυτά λάμβαναν μέρος, την ένιωθα να σφίγγει και μέσα της. Στην αρχή μόνο ένα σφίξιμο κάθε δέκα ή δεκαπέντε δευτερόλεπτα, μετά πιο συχνά, μέχρι που το καβλί μου βρισκόταν κι’αυτό αιχμάλωτο των εσωτερικών, γυναικείων, μουσκεμένων δομών της, όπως η μέση μου ανάμεσα στα μπούτια της.

    Καταλαβαίνετε τι εννοώ; Ήταν αδύνατο να χύσει χωρίς να το καταλάβω.

    Απελευθέρωσε το μαξιλάρι από τα μακριά κόκκινα νύχια της και αγκάλιασε το λαιμό μου. Με φίλησε, γελώντας.

    «Τι θα γίνει, μεγάλε, θα με διαλύσεις κι’άλλο μέχρι να χύσεις κι εσύ; Γράφουμε Ανατομία στις 9 το πρωί, σε περίπτωση που το έχεις ξεχάσει.»

    «Είμαι ψόφιος,» της είπα ρουφώντας τα μάγουλά της. «Το μεν πνεύμα πρόθυμον…»

    «Η δε σαρξ;»

    «Αδύναμη!» Τραβήχτηκα και ξάπλωσα ανάσκελα δίπλα της. Ο πούτσος μου μέσα στο προφυλακτικό ακόμα όρθιος, πρησμένος, αρνούταν να ησυχάσει. Ο οργανισμός μου έστελνε εκεί πολύ αίμα – άλλωστε δίπλα μου ήταν η Ιουλία, η καψούρα των γυμνασιακών μου χρόνων, το ξανθό κωλαράκι που όλα τα νεαρά αρσενικά του 60ου Λυκείου Αθηνών ήθελαν να ακουμπήσουν, η αφράτη, λευκόσαρκη φαντασίωση δεκάδων συμφοιτητών μας στην ιατρική του Imperial.

    «Αδυναμία το λες εσύ αυτό;» Ανασηκώθηκε, μου τον έπιασε με το χέρι της και άρχισε να τον γλείφει. «Έλα,» μουρμούρισε μπουκωμένη, «είναι πολύ καλό για να πάει χαμένο.»

    Καθώς ρούφαγε τη βάλανό μου, είχε ξυπνήσει στο μυαλό μου μια ανάμνηση. Η ανάμνηση της ανεκπλήρωτης επιθυμίας. Η αίσθηση του πως είναι να βλέπεις καθημερινά την καψούρα σου και να μην τολμάς να της μιλήσεις γι’αυτό που νιώθεις – έστω και αν αυτό είναι η άγουρη κάβλα της εφηβείας, ένα πρόχειρο, λίγο άτεχνο, ερωτικό σκίτσο υπερβολικού συναισθηματισμού και ανείπωτης κάβλας. Τα βράδια, ονειρεύεσαι, φαντασιώνεσαι. Και μετά την εκσπερμάτωση γυρνάς πλευρό, το όνειρο του γυμνού κορμιού της κάτω απ’τα χέρια σου εξίσου μακρινό όσο και πριν.

    Πριν το καταλάβω βρέθηκε καβαλημένη πάνω μου. «Για ένα λεπτό μόνο,» ψιθύρισε καθώς με έπαιρνε μέσα της. «Γράφουμε Ανατομία στις 9 το πρωί.»

    Αλλά τώρα, νάτη. Η Ιουλία. Η λεκάνη της ανεβοκατεβαίνει πάνω μου σα μαέστρος συνεπαρμένος από το ρυθμό των δοξαριών που σκίζουν τον αέρα, από τα κύμβαλα που κρούονται κάθε λίγο και λιγάκι, από το πιάνο που πασχίζει να γλιτώσει το κουκούλωμα της τρομπέτας. Το γαμήσι με την Ιουλία είναι μια ξετρελαμένη ορχήστρα που τα δίνει όλα μέσα στη νύχτα. Είναι το ξέσπασμα του αχόρταγου σκοταδιού πάνω στην ημέρα που προηγήθηκε, ημέρα συνεσταλμένη και άτολμη, ασφυκτιούσα.

    Υψώνω τα χέρια μου και πιάνω το κεφάλι της. Καλύπτω τη μύτη της και το στόμα της, σφιχτά και απροειδοποίητα. Με κοιτάζει. Δε βλέπω τα χείλη της, βλέπω ωστόσο το χαμόγελο στα μάτια της.

    Τώρα εγώ υπαγορεύω το ρυθμό, τινάζοντας τη μέση μου για να σπρωχτώ μέσα της πιο βαθειά, πιο γρήγορα και πιο δυνατά. Η Ιουλία δεν αναπνέει. Δεν την αφήνω. Νιώθω εκείνο το μούδιασμα χαμηλά στην κοιλιά, το σύνθημα του αφέτη του οργασμού που λέει «Λάβετε θέσεις!».

    Και μετά βλέπω τα καταγάλανα μάτια της να ανοίγουν περισσότερο απ’ότι όταν βλέπει τον κροκόδειλο να περπατά ανάποδα στο ταβάνι. Ξέρω ότι ο εγκέφαλός της την προειδοποιεί ότι το αίμα της είναι ανοξυγόνωτο και βρώμικο, ότι η καρδιά της και οι πνεύμονές της δεν ξέρουν ακριβώς πώς να ανταποκριθούν στις απελπισμένες εκκλήσεις του. Η φλέβα στο μέτωπό της είναι λες και θα σπάσει από στιγμή σε στιγμή.

    Και ακόμα και τότε, η σκύλα συνεχίζει να κουνιέται πάνω μου. Απτόητη, η ορχήστρα της σάρκας της συνεχίζει να πλησιάζει το κρεσέντο της, χωρίς να χάνει το ρυθμό της, χωρίς να χρειάζεται καν να γυρίσει τις σελίδες της παρτιτούρας.

    Της μιλάω:

    «Η στέρηση της αναπνοής ακόμα και για ένα ή δύο λεπτά αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα εγκεφαλικής βλάβης, σύμφωνα με ερευνητές του Πανεπιστημίου Imperial του Λονδίνου. Από τις μελέτες προκύπτει ότι τα benchmarks εγκεφαλικής βλάβης διπλασιάζονται σε ανθρώπους που συστηματικά δεν αναπνέουν για τις ανάγκες αθλημάτων ή παραστάσεων, όπως οι κολυμβητές, οι χορευτές και οι ηθοποιοί…»

    Για τέταρτη φορά μέσα σε μια ώρα, νιώθω τη μήτρα της να συσπάται δυνατά γύρω απ’το πέος μου. Μια στάλα ιδρώτα τρέχει στον αριστερό της κρόταφο, φτάνει το χέρι μου, τη νιώθω, ζεστή. Η λεκάνη της, αργά αλλά σταθερά, σταματά να ανεβοκατεβαίνει πάνω μου. Και όσο πιο λίγο κινείται, τόσο πιο πολύ το καβλί μου νιώθει το μασάζ που του προσφέρει ο οργασμός της. Τα μάτια της πετάνε μπλε φλόγες ανεξέλεγκτης ηδονής.

    Τα αρχίδια μου ζεματάνε και πονάνε από κάβλα. Νιώθω το σπέρμα μου να πιέζει τα τοιχώματα της επιδιδύμιου οδού, να αναβλύζει με δύναμη απο μέσα μου. Η έκρηξη με κάνει να χάσω τον έλεγχο του σώματός μου, το χέρι μου ελευθερώνει τη μύτη και το στόμα της και σκάει τεντωμένο πάνω στο στρώμα, ο λαιμός μου τινάζει το κεφάλι μου στα δεξιά, μετά στ’αριστερά. Τα πόδια μου τρέμουν. Μουγκρίζω σαν άγριο ζώο.

    Η Ιουλία σωριάζεται πάνω μου καθώς οι βαθειές, βιαστικές ανάσες της γεμίζουν το μισοσκόταδο. Το χαμόγελό της πέφτει πάνω στα χείλη μου και γλείφω τον ιδρώτα του προσώπου της, νιώθω τον αέρα να βγαίνει απ’τα ρουθούνια της με δύναμη και να σκάει πάνω στα μάτια μου. Το στήθος της πάνω μου, ο θώρακάς της διαστέλλεται και συστέλλεται γρήγορα, αισθάνομαι τα κλωτσήματα της καρδιάς της πάνω απ’τη δικιά μου.

    «Λοιπόν;» ψιθυρίζει στ’αυτί μου.

    «Λοιπόν…,» λέω άπνοα, «οι επιστήμονες παράλληλα επισημαίνουν ότι η πρωτεΐνη S100B φαίνεται πως εξαφανίζεται σύντομα μετά την παύση της άπνοιας, το οποίο εγείρει ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο η στέρηση της αναπνοής μπορεί να προκαλέσει σοβαρές και μακροχρόνιες βλάβες στον οργανισμό. Περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την έρευνα δημοσιεύονται στο τεύχος Σεπτεμβρίου του Journal of Applied Physiology.»

    «Σ’αγαπώ τόσο πολύ, Θέμη» βγαίνει αποκαμωμένη η φωνή της. Περνάνε μόνο λίγες στιγμές μέχρι να γυρίσουμε στο πλάι και να αποκοιμηθούμε, με τα σωματικά υγρά μας να συνεχίζουν να εκκρίνονται, λεκιάζοντας τα σεντόνια μας αργά, αθόρυβα, μέσα στη νύχτα.

    ***

    Μια απρόσμενη καλοκαιρινή μπόρα κάνει τους λιγοστούς λουόμενους να εγκαταλείψουν την παραλία του Σίμου εσπευσμένα. Χαχανίζοντας μαζεύουμε πετσέτες, αντηλιακά, σακούλες με υπολείμματα φρούτων και άδεια κουτιά αναψυκτικών. Βαδίζουμε γρήγορα προς το αυτοκίνητο παραπατώντας στην άμμο, χοντρές σταγόνες ζεστής βροχής σκάνε πάνω μας και γύρω μας σαν υγρά διαμάντια.

    «Τέσσερις ώρες με το αεροπλάνο και έξι ώρες με το αυτοκίνητο για να έρθουμε από το Λονδίνο στην Ελαφόνησο,» ξεκινάει μια πρόταση η Ιουλία.

    «Και βιώνουμε την ίδια εμπειρία σα να είχαμε πεταχτεί μέχρι την παραλία του Μπράιτον,» ολοκληρώνω.

    Το κάναμε που και που αυτό, να συμπληρώνουμε ο ένας τις προτάσεις που άρχιζε ο άλλος.

    Βρίσκουμε καταφύγιο κάτω απ’την τέντα μιας ταβέρνας στο λιμάνι. Παραγγέλνω ούζο και σαλάτα. Η Ιουλία καπνίζει και βλέπει τη βροχή να σκάει μέσα στη θάλασσα λίγα μέτρα πιο πέρα.

    «Πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου το πρωί,» μιλάει χωρίς να πάρει τα μάτια της από το Αιγαίο. «Απάντησαν απ’το πανεπιστήμιο. Με δέχτηκε ο Νίλσον στο ερευνητικό του.»

    «Συγχαρητήρια, μωρό μου,» λέω με όσο ενθουσιασμό μπορώ να υποκριθώ.

    Γυρνά και κοιτάζει το πρόσωπό μου διερευνητικά, χαμογελώντας.

    «Στεναχωρήθηκες;» Αγγίζει το μάγουλό μου. Γυρνώ και φιλάω την παλάμη της.

    «Να στεναχωρηθώ που θα κάνεις το διδακτορικό που ονειρευόσουν;»

    «Ναι, αλλά δε θα έρθω μαζί σου στο Εδιμβούργο.»

    Ανασηκώνω τους ώμους μου. «Θα σε βλέπω τα Σαββατοκύριακα. Και τα Χριστούγεννα. Και τα καλοκαίρια. Θα σε φέρνω για διακοπές σε βροχερά Ελληνικά νησιά.»

    Ήμουν πάντα προετοιμασμένος για τις δυσκολίες. Ήξερα, με κάποιο τρόπο, ότι θα προκύψουν και θα είναι σημαντικές, ακόμα και λίγα λεπτά μετά την πρώτη φορά που φίλησα την Ιουλία (στο Βρετανικό Μουσείο, μπροστά στο Καθιστό Γυμνό και Κεφαλή Γυναίκας του Πικάσο, τέσσερα χρόνια πριν). Κρυφά, από μέσα μου, με τρόπο που σχεδόν δεν το καταλάβαινα ούτε ο ίδιος, πάντα προετοίμαζα τις άμυνές μου για την ώρα που θα διαφαινόταν στον ορίζοντα η πιθανότητα να τη χάσω. Και τώρα, αντιμέτωπος με τα 500 μίλια που θα μας χώριζαν από τον επόμενο μήνα, σκεφτόμουν μόνο αυτό: είμαι ευγνώμων για την ύπαρξή της στη ζωή μου, και αν κάποια στιγμή αυτό πάψει, θα συνεχίσω να είμαι ευγνώμων.

    Πέταξα τη μπλούζα μου και τα παπούτσια μου, και καβάλησα τα ρέλια που χώριζαν το πάτωμα της ταβέρνας από τη θάλασσα. «Έλα,» της είπα. «Βουτιά στη βροχή!»

    Γέλασε και έβγαλε και αυτή τη μπλούζα της. Όσες φορές και να την έβλεπα να γδυνόταν, η αντίδραση του σώματός μου ήταν πάντα ίδια. Η θέα της πλάτης της, του στέρνου της, της κοιλιάς της – ποτέ δεν αποτύγχαναν να με καβλώσουν.

    Μείναμε ρηχά, σε βάθος που και οι δύο πατώναμε με άνεση. Την αγκάλιασα σφιχτά χουφτώνοντας τον κώλο της.

    «Σκέφτηκα ένα παιχνίδι που μπορούμε να παίξουμε,» είπα.

    Με κοίταξε στα μάτια και έγειρε το κεφάλι της λίγο προς το πλάι. «Τι παιχνίδι;»

    «Θα δεις,» της απαντώ, βάζοντας το χέρι μου κάτω απ’το μαγιώ της, το μεσαίο μου δάχτυλο πάνω στην κλειτορίδα της.

    «Μμ,» με φίλησε στον ώμο. «Μ’αρέσουν τα παιχνίδια που σκέφτεσαι.»

    «Άνοιξέ μου λίγο τα ποδαράκια σου, αγάπη μου.» Υπάκουσε, δίνοντάς μου το μουνί της.

    «Μπορώ να τυλίξω το ένα πόδι μου γύρω σου;» με ρώτησε ψιθυριστά.

    «Φυσικά,» της είπα, χώνοντας τώρα τα δάχτυλά μου μέσα της.

    Η μπόρα δυνάμωσε πάλι, ξαφνικά. Τώρα οι σταγόνες έπεφταν σε σεντόνια, μάζες νερού κατέβαιναν απ’τον ουρανό και έκαναν το θαλασσινό νερό να τινάζεται και αφρίζει. Μια αστραπή μακριά έκοψε τον ορίζοντα στη μέση. Ο κρότος που ακολούθησε την έκανε να σκιρτήσει ελαφρά, και αμέσως μετά άρχισε να κουνάει τη λεκάνη της πάνω στα δάχτυλά μου πιο γρήγορα, και πιο ρυθμικά.

    «Με προσέχεις, γλυκιά μου Ιουλία;»

    «Ναι.»

    «Πολύ ωραία. Άνοιξε λίγο το στόμα σου, πάρε αργές βαθιές ανάσες. Τρεις εισπνοές, τρεις εκπνοές. Μετά μια πολύ βαθειά τέταρτη εισπνοή, και τότε θα πρέπει να σταματήσεις και να μην αναπνεύσεις άλλο. Εντάξει;»

    «Εντάξει.»

    «Πάμε λοιπόν. Βαθειά αναπνοή.»

    Υπάκουσε. Τα χέρια της γράπωσαν την πλάτη μου λίγο πιο δυνατά. Το πόδι της σφίχτηκε κι’άλλο γύρω απ’τη μέση μου.

    «Ξανά. Βαθειά. Μπράβο. Εκπνοή. Μη βιάζεσαι… μπράβο. Ξέρεις, ένα σημαντικό μειονέκτημα του να κάνεις έρωτα στη θάλασσα, είναι ότι δε μπορείς να νιώσεις τα σωματικά υγρά. Ανάσα ξανά, βαθειά. Αλλά σίγουρα το μουνάκι σου είναι ανοιχτό και χαλαρό, και πολύ ζεστό μέσα. Βγάλε τον αέρα.»

    Μάλλον κατάλαβε, εκείνη τη στιγμή, ποιο ήταν το παιχνίδι και τι θα επακολουθούσε, αφού γραπώθηκε πάνω μου ακόμα πιο σφιχτά. Άφησε, ταυτόχρονα, να της ξεφύγει ένα μικρό βογγητό.

    «Και τώρα άλλη μια φορά, αργά, θέλω να γεμίσεις τους τρυφερούς σου πνεύμονες με αέρα. Πάμε. Αναπνοή.»

    Το στήθος της φούσκωσε και πίεσε το δικό μου. Φίλησα την κλείδα της.

    «Και τώρα κράτα την αναπνοή σου, Ιουλία.» Έκανε ακριβώς ότι της είπα. Σταμάτησε, μάλιστα, να κινείται πάνω κάτω στα δάχτυλά μου.

    Έβγαλα το χέρι μου από μέσα της και ξεκλείδωσα το πόδι της γύρω απ’τη μέση μου. Αργά, έσπρωξα το σώμα της από τους ώμους κάτω απ’το νερό. Την έπιασα απ’τις μασχάλες και τη γύρισα με την πλάτη της προς την επιφάνεια, οριζόντια. Άρχισα από μέσα μου να μετράω δευτερόλεπτα, και έλυσα το φιογκάκι που κρατούσε στη θέση του το κιλοτάκι του μαγιό της. Ήταν αφημένη ελεύθερη στα χέρια μου, έτσι όπως της άρεσε. Έτσι όπως μου άρεσε.

    …12 …13

    Τοποθέτησα το αριστερό μου χέρι ψηλά στην κοιλιά της για να μην την αφήσω να βουλιάξει και με το δεξιό μου χέρι άρχισα να δουλεύω. Και ενώ ο δείκτης μου άνοιγε το σφιγκτήρα της, τα δύο μεσαία μου δάχτυλα γαμούσαν το μουνί της, στην αρχή αργά, αλλά με αυξανόμενο ρυθμό και ορμή.

    …44 …45

    Το σώμα της τεντώθηκε, άπλωσε τα χέρια της και άνοιξε τα πόδια της, το κορμί της ένα καλλίγραμμο Χ κάτω απ’την επιφάνεια. Μια – δυο φορές βγήκε πάνω απ’το νερό η αριστερή της πατούσα, για λίγα δευτερόλεπτα. Το χέρι μου τώρα κοπανούσε τις τρύπες της, και μου φάνηκε ότι ένιωσα την πρώτη σύσπαση του κόλπου της, αρκετά δυνατή, τόσο που σηματοδοτούσε την εγγύτητα ενός μάλλον ισχυρού οργασμού.

    …70 …71

    Ήταν απόλυτα ακίνητη κάτω απ’το νερό τώρα, σαν πνιγμένη. Αλλά το μουνί της έχυνε δυνατά, τα σφιξίματα γύρω απ’τα δάχτυλά μου όλο και πιο συχνά και έντονα. Η καταιγίδα χειροτέρευε, η επόμενη αστραπή έπεσε πιο κοντά στη στεριά, η βροντή της έφτασε πιο γρήγορα απ’ότι πριν.

    Και σκέφτηκα: «Κοίτα πόσο πολύ με εμπιστεύεται η Ιουλία, κοίτα πως αφήνει τον εαυτό της στα χέρια μου. Θα μπορούσα τόσο εύκολα να τη σπρώξω προς τα κάτω και να πατήσω την πλάτη της, μέχρι να αρχίσει να τινάζεται πανικόβλητη. Μέχρι να την πείσω να μην μείνει στο Imperial, αλλά να με ακολουθήσει στο Εδιμβούργο, και να είναι για πάντα μαζί μου.»

    …117 …118

    Τράβηξα το χέρι μου από μέσα της και την έφερα στην επιφάνεια. Άνοιξε το στόμα της διάπλατα και ρούφηξε αέρα με όλη της τη δύναμη, ουρλιάζοντας με κάθε εκπνοή. Έτρεμε. Την αγκάλιασα, της είπα να χαλαρώσει και να αφήσει ξανά το κορμί της πάνω μου.

    «Συγκεντρώσου στο να ρυθμίσεις την αναπνοή σου τώρα, αγάπη μου, ώστε να την επαναφέρεις σε κανονικό ρυθμό. Εγώ θα σε κρατάω.»

    «Κτήνος,» λαχανιάζει στο αυτί μου. «Κτήνος…»

    ***

    Ο Στήβεν. Ο ψηλός, ξερακιανός, γλυκομίλητος Λονδρέζος χρηματιστής και καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης στο Imperial. Με Bentley και διαμέρισμα στο Τσέλσι, με καφέ pin-stripe κουστούμι και μυτερά σκαρπίνια που έμοιαζαν να κοστίζουν όσο ένας μισθός μου.

    Νωρίτερα, στο ταξί για το ξενοδοχείο, είχε χτυπήσει το κινητό μου.

    Να τα εκατοστήσεις, Θέμη μου, πολύχρονος και ευτυχισμένος, πως είναι ο καιρός στο Εδιμβούργο – τι, στο Λονδίνο είσαι; Κάποτε μου το έλεγες ότι θα έρθεις, παλιόπαιδο, τώρα περνάς και δε μας μιλάς! Μεσημεριανό, λοιπόν, στο Camden.

    Είχε δίκιο που έφερε τον Στήβεν χωρίς να με ρωτήσει. Καλό θα μου έκανε να γνωρίσω το σύζυγό της. Άλλωστε ήταν παντρεμένοι εδώ και ένα χρόνο, και δεν είχα πάει ούτε στο γάμο. Ήταν καιρός να αρχίσω να συμπεριφέρομαι σαν ώριμος άνθρωπος.

    «Ορθοπαιδικός, λοιπόν, ε;» άρθρωσε ο εγγλέζος σκουπίζοντας τα απομεινάρια του ριζόττο του με ένα κομμάτι ψωμί. «Έκανε ένα κρακ το γόνατό μου στο τέννις τις προάλλες, πονούσα αρκετά για δυο μέρες, και τώρα ακόμα που και που με τσιμπάει.»

    «Μηνίσκος,» του απάντησα με σιγουριά πίσω απ’το μαρτίνι μου.

    “Really?”

    “That’s what it sounds like.”

    «Αυτό μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι σοβαρό, can’t it?»

    «Θέλει προσοχή γενικώς, ναι.»

    «Δηλαδή; Να κόψω το τέννις; Μα, η Julia μου είπε ότι αποκλείεται να είναι κάτι σοβαρό.»

    “Who?”

    Η Ιουλία με κοιτάζει συνοφρυωμένη. Φοράει ένα γκρι κουστούμι και λευκό πουκάμισο, ξεκούμπωτο στο στέρνο, μια χρυσή αλυσίδα γύρω απ’το λαιμό της. Τα μαλλιά της είναι τώρα μαύρα, ίσια, και κομμένα κοντά.

    “Oh, Julia! Right. I always think of her as Ioulia, you see. The Greek version. Ee-oo-lee-ah.”

    «Ι see.»

    Έρχεται μια σιωπή λίγων δευτερολέπτων. Η Ιουλία κουνάει το κεφάλι της δεξιά – αριστερά και χαμογελάει ισχνά. Εγώ στραγγίζω το ποτό μου και γνέφω στο σερβιτόρο να μου φέρει άλλο ένα. Ο Στήβεν πίνει μια γουλιά νερό, και μετά κοιτάζει το ρολόι του.

    “Gosh, look at the time. Πρέπει να γυρίσω στη δουλειά.» Δίνει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη της Ιουλίας. “Love you, doc.”

    “Love you too, big boy,” του απαντάει αυτή.

    “Themis, it was a pleasure. Don’t be a stranger, ok? Και όποτε αποφασίσεις να φτιάξεις ένα μικρό πορτφόλιο μετοχών, πάρε με τηλέφωνο κατ’ευθείαν. Είναι στραβά λεφτά. Πλουτίζεις χωρίς να κάνεις τίποτα, know what I mean?” Ο σερβιτόρος ακουμπά μπροστά μου το φρέσκο μαρτίνι. “Tim, βάλε τα στο λογαριασμό μου, ok?”

    Όλες τις φορές που βρίσκομαι απέναντι στην Ιουλία από τότε που χωρίσαμε, κάνω πάντα την ίδια σκέψη: η προσωπική ζωή μου έχει τρία μεγάλα στάδια. Το πρώτο αρχίζει στα 15 μου, όταν την ερωτεύτηκα, αλλά μου φαινόταν τόσο μακρινή που πίστευα ότι ποτέ δε θα την είχα. Το σκηνικό αλλάζει στα 24 μου, όταν ξεκινά η ευτυχισμένη, ζηλευτή σχέση μας -- και μου φαινόταν τόσο υπέροχη που πίστευα ότι δεν την αξίζω, και πάντα προετοιμαζόμουν μέσα μου για το χωρισμό μας. Και η τρίτη στα 29 μου, όταν οι φόβοι μου για την απόσταση ανάμεσα στο Εδιμβούργο και το Λονδίνο αποδεικνύονται απολύτως δικαιολογημένοι, και ενώ βλέπω τις ζωές μας να αποκλίνουν όλο και περισσότερο, αρνούμαι να δεχθώ ότι δεν θα την ξαναέχω. Ακόμα και μετά το γάμο της. Ακόμα και τώρα.

    Της πιάνω το χέρι. Δεν αποτραβιέται. Χαμογελάει. Εκείνο το άτακτο παιδικό χαμόγελο.

    «Είσαι ευτυχισμένη;»

    «Δεν είμαι δυστυχισμένη.»

    «Δεν έχει και κανένα σπουδαίο νόημα που στο λέω, αλλά μαζί μου θα ήσουν πιο ευτυχισμένη.»

    «Το ξέρω.»

    «Τότε γιατί τον παντρεύτηκες;»

    «Γιατί εσύ δεν ήσουν εδώ.»

    «Γιατί δεν ερχόσουν στο Εδιμβούργο;»

    «Εσύ γιατί δεν ερχόσουν εδώ; Θέμη μου, τι κουβέντα είναι αυτή που ανοίγουμε τώρα; Γιατί το κάνουμε;»

    «Επειδή μ’αγαπάς ακόμα.»

    «Φυσικά και σ’αγαπάω ακόμα. Πάντα θα σ’αγαπάω.»

    «Και προτιμάς να είσαι μ’έναν άντρα που δεν αγαπάς;»

    «Φυσικά και τον αγαπάω. Και θέλω να σου πω νέα.»

    «Νέα;»

    «Είμαι έγκυος.»

    Περνάω το βράδι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, παρέα με ένα μπουκάλι ουίσκι και ένα πακέτο Camel. Tην περισσότερη ώρα κοιτάζω τη θέα από τον ενδέκατο όροφο, τα φώτα της πόλης αμέτρητα και πολύχρωμα. Τις πρώτες ώρες είμαι θυμωμένος για το λάθος. Μετά, καθώς η επίδραση του αλκόολ μαλακώνει τον πόνο, χάνομαι για άλλη μια φορά στις γλυκές αναμνήσεις. Στα αγκαλιασμένα βράδια και τα χιλιοφιλημένα πρωινά. Στα κρατήματα των χεριών, στα χείλη που αγγίζονται και καίνε, στα κορμιά που ιδρώνουν και τρέμουν. Στις λέξεις αγάπης. Στις υποσχέσεις αιώνιας παρουσίας.

    Αργότερα, ονειρεύομαι ότι την πάω με το αυτοκίνητο σε κάποιο αεροδρόμιο. «Δε θ’αργήσω,» μου λέει χαμογελαστή. «Ο χρόνος θα περάσει γρήγορα. Σ’αγαπώ.»

    ***

    Ο Άλαν Μίλλαρ, στα εξήντα του πια, δεν έχει ούτε μία τρίχα που να μην είναι άσπρη. Πίνει τη Guinness του αργά, αλλά παραγγέλνει πολλαπλά σφηνάκια malt παράλληλα. Είναι αυτό που κάποιος θα μπορούσε να ονομάσει «φίλος». Έχουμε δουλέψει μαζί πολύ καιρό, και του έκανα τον ψυχοθεραπευτή όταν έπιασε τη γυναίκα του με ένα πιτσιρικά Γλασκωβέζο ζιγκολό να πηδιούντιαι στην κρεβατοκάμαρά τους. Μετά από είκοσι βράδια μαζί μου στο στέκι μου στη Circus Place, κατάλαβε ότι θα ήταν καλύτερα να τη συγχωρέσει.

    Ο Άλαν Μίλλαρ είναι ο Διευθυντής της νευρολογικής κλινικής του πανεπιστημιακού νοσοκομείου του Εδιμβούργου, και μάλλον ο κορυφαίος Βρετανός νευρολόγος.

    «Κοίτα, φίλε,» μου λέει, κατεβάζοντας άλλο ένα σφηνάκι. «Όπως ξέρεις, έχω καιρό να δω ασθενή. Ξέρεις τι δουλειά κάνω, έτσι; Βλέπω τις ομαδικές αξιολογήσεις χιλιάδων φακέλων απρόσωπων προσώπων με σκλήρυνση κατά πλάκας και προσπαθώ να επιβεβαιώσω ή να απορρίψω το συσχετισμό τους με ντουζίνες προγνωστικές θεωρίες.

    «Για να ασχοληθώ με συγκεκριμένο ασθενή, θα πρέπει να είναι μια περίπτωση τόσο εξαιρετική που να μπορεί να ανατρέψει ότι ήδη γνωρίζω. Όχι επειδή βαριέμαι, αλλά επειδή ότι γνωρίζω, πάνω-κάτω, το γνωρίζουν ήδη όλοι. Και ο φάκελος της Julia δεν έχει τίποτα που να ανατρέπει ότι ήδη γνωρίζουν όλοι. Μέσα σε 5 μήνες από τη διάγνωση έφτασε σε βαθμό αναπηρίας 6.5. Η σκλήρυνση είναι κακοήθης. Δεν θα έχει περίοδο ύφεσης. Γιατρός είσαι, πρέπει να το καταλαβαίνεις. Ξέρω τι σε τυφλώνει και έρχεσαι να με ρωτήσεις αν κάποια μελλοντική εγκυμοσύνη της θα έχει καλύτερη τύχη από την πρόσφατη. Ξέρω ότι την αγαπάς. Αλλά – Θέμη… γιατρός είσαι. Όχι μόνο δε θα ξαναμείνει έγκυος, αλλά δε θα ξαναπερπατήσει. Δε θα γίνει καλά. I’m sorry, old chap.»

    Πίσω του, ένα κορίτσι σκάει στα γέλια καθώς ο αγαπητικός της λέει ένα ανέκδοτο στην παρέα τους.

    ***

    «Έφαγε σήμερα,» μου λέει ο Στήβεν καθώς ανεβαίνουμε τη σκάλα προς το δωμάτιο της Ιουλίας. «Μοσχάρι με πουρέ, σχεδόν όλη τη μερίδα. Και ήπιε και όλη την πορτοκαλάδα της. Νομίζω ότι την τελευταία εβδομάδα πάει καλύτερα.»

    Το σπίτι του Στήβεν είναι μεγάλο και πολυτελές, γεμάτο υπηρετικό προσωπικό και πολύτιμα αντικείμενα – πίνακες, χρυσά κηροπήγια, γλυπτά. Είναι ο άντρας που με νίκησε. Ο άντρας που ήταν εκεί, ενώ εγώ κάπου μακριά. Είναι ξηγημένος, ήπιος, ευγενικός. «Πήγαινε. Εγώ θα τη δω αργότερα,» μου λέει.

    «Γεια σου κουκλάρα,» της χαμογελάω.

    «Γεια σου κτήνος,» ψελλίζει.

    Κάθομαι στο κρεβάτι και πιάνω το χέρι της. Μου γελάει, το άτακτο χαμόγελό της ανεπηρέαστο από την αρρώστια που την καταστρέφει, μέρα με τη μέρα, δευτερόλεπτο με δευτερόλεπτο.

    Μιλάει. Πρέπει να σκύψω κοντά της για να την ακούσω.

    «Σταμάτα να μ’αγαπάς τώρα, Θέμη. Έπρεπε να το έχεις ήδη κάνει, εδώ και πολύ καιρό. Πρέπει να μου το υποσχεθείς. Έστω και καθυστερημένα.»

    Τα μάτια της είναι θολά. Είναι χλωμή και μικροσκοπική μέσα στο άσπρο νυχτικό της. Το αριστερό της μάτι τρεμοπαίζει συνεχώς, και αναπνέει βαριά και με θόρυβο. Όμως η ομορφιά της μάλλον ήταν πιο βαθειά μέσα της, γιατί κοιτάζοντάς τη βλέπω ακόμα το κορίτσι που ερωτεύτηκα στο γυμνάσιο.

    «Εντάξει, Ιουλία. Θα πάψω να σ’αγαπάω τώρα. Θα γνωρίσω μια άλλη γυναίκα και θα την ερωτευτώ, θα την παντρευτώ, θα κάνω οικογένεια μαζί της. Εσένα θα σε αφήσω στην ησυχία σου. Στο υπόσχομαι.»

    «Το πνεύμα πρόθυμο…», λέει βήχοντας.

    «Η δε σαρξ υπέροχη,» συμπληρώνω.

    «Ευχαριστώ, ανάσα μου,» μου χαμογελάει ξανά.

    Και μετά σηκώθηκα και βγήκα απ’το δωμάτιο, και ακόμα μετανιώνω που της είπα ένα τόσο μεγάλο ψέμα την τελευταία φορά που της μίλησα.

    ***

    “More scotch?”

    “No thanks, Steve. I’m driving.”

    Σβήνω το πούρο στο τασάκι και πίνω την τελευταία γουλιά. «Λοιπόν, πάω για ύπνο.»

    «Οκ, φίλε. Don’t be a stranger.»

    «Tώρα που ήρθα στην πόλη, θα βρισκόμαστε πιο συχνά.»

    «Τα Χριστούγεννα μ’έχει καλέσει η αδερφή μου. Το φαγητό της μερικές φορές τρώγεται. Ωστόσο, το ζεστό κρασί που φτιάχνει ο άντρας της είναι πολύ ευχάριστο. Θεώρησε τον εαυτό σου καλεσμένο.»

    “Thanks, man. I’ll let you know in time.”

    Με ξεπροβοδίζει, και όταν ανοίγω την εξώπορτα με πιάνει απ’το μπράτσο.

    «Όσο ήσουν μαζί της, είχες ποτέ μια περίεργη αίσθηση;»

    «Τι εννοείς;»

    «Μια περίεργη αίσθηση. Ότι αργά ή γρήγορα θα την χάσεις. Ότι είναι πολύ καλή για σένα και κάποια στιγμή κάποιος ή κάτι θα την πάρει μακριά σου.»

    Χιονίζει. Τα σπίτια τριγύρω έχουν στολίδια, φωτάκια στους θάμνους, τυχερά πέταλα στις εξώπορτες.

    «Ναι, Στήβεν. Το ένιωθα πάντα, ακριβώς όπως το λες.»

    Μένει ανέκφραστος, τα μάτια του κοκκινισμένα από το αλκοόλ, τα πούρα, και τα καταπιεσμένα δάκρυα. Έχει και αυτός, για χρονικό διάστημα απροσδιόριστο, να ανέβει την ανηφόρα του. Κι εγώ τη δική μου.

    “Merry Christmas, man.”

    “Merry Christmas.”

    Το αγιάζι του Λονδίνου τρυπάει το παλτό μου και χώνεται μέσα στην καρδιά μου καθώς περπατώ σ’ένα κόσμο που δεν έχει μέσα την Ιουλία. Το χιόνι πέφτει σιωπηλά, και τα χρόνια που πέρασαν σκεπάζονται κάτω από το άσπρο πάπλωμά του.

    Να κοιμηθούν, τους αξίζει, μακάρι, έστω για λίγο.
     
  2. Apollyon

    Apollyon God's Demon Contributor

  3. innerneed

    innerneed Regular Member

    Απάντηση: Ιουλία / Julia

    Δάκρυσα.
     
  4. DragonLady

    DragonLady Regular Member

    Απάντηση: Ιουλία / Julia

    Μία πραγματικά όμορφη και συγκινητική ιστορία. ...
             
     
  5. Elvira

    Elvira Regular Member

    Πολύ όμορφη ιστορία, τα ονόματα των πρωταγωνιστών πολύ καλά επιλεγμένα, όπως και το φετιχιστικό κομμάτι (χεχε)

    Σε Ε/ευχαριστούμε

    Mstr ThF & Elvira (Θέμης & ιουλία/julia)

    PS: Με τους συναδελφικούς ιατρικούς χαιρετισμούς Του
     
  6. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Απάντηση: Re: Ιουλία / Julia


    Aυτή και αν είναι κουφή σύμπτωση!

    Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια και ανταποδίδω τους χαιρετισμούς, και δηλώνω οτι η συγκεκριμένη ομοιότητα με τα δύο (αγαπητά) πραγματικά σας πρόσωπα είναι τυχαία  

    Xρόνια πολλά.
     
  7. sw

    sw

    Re: Απάντηση: Re: Ιουλία / Julia

     

    Γι ργος
     
  8. dhmhtrhs

    dhmhtrhs Regular Member

    Εξαιρετική!!

    Well done! 
     
  9. Animator

    Animator Regular Member

    Με το που ειδα τον τιτλο ελεγα να πω κανα κρυο αστειο για σαμπάνιες και bdsm αλλα αποθαρρύνθηκα λόγω της ωραίας ιστοριας. Thanx for sharing 
     
  10. Stalker

    Stalker Not a very nice guy Contributor

    Απάντηση: Ιουλία / Julia

    "Τα φαρμακα σου φερε Τεχνη της Ποιησεως που καμνουνε,για λιγο,να μη νοιωθεται η πληγη."..
     
  11. espimain

    espimain Contributor

    Απάντηση: Ιουλία / Julia

    Το καλύτερο Χριστουγεννιάτικο δώρο που έλαβα.
    Σαν τέτοιο εκλαμβάνω το κείμενο σου. Ευχαριστώ.
     
  12. Ninevi

    Ninevi Regular Member

    Απάντηση: Ιουλία / Julia

    Είσαι όντως δυσνόητα ευνόητος.
    Exquisite : )