Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Κάδος ανακύκλωσης

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 21 Ιανουαρίου 2010.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Πάτα το "Play"



    Στην ηλικία των 16, βρήκα ένα τρόπο να φεύγω από το σπίτι, να μην ξοδεύω τίποτα και να μην με πετυχαίνει κανείς γνωστός. Μόνος ο Φύλακας. Αλλά αυτός δικαιολογημένα. Φύλage τα μαύρα βιβλία.

    Η δημοτική βιβλιοθήκη του Κορωπίου. Δωρεάν(υπάρχουν ακόμα και σήμερα αυτά τα δωρεάν), μέχρι τρία βιβλία για δεκαπέντε μέρες. Και κάπου τέσσερις ώρες για το κοινό, για να διαλέξει ποια βιβλία θα έπαιρνε τελικά.

    Τέσσερις ώρες. Εγώ μόνο και ο φύλακας. Και που και που κανένας περαστικός μαθητής για να ρίξει μία ματιά στις εγκυκλοπαίδειες. Έπαιρνε αυτό που ήθελε και έφευγε. Έβλεπα ποιο βιβλίο είχε αγγίξει και το έπαιρνα και εγώ. Έκλεινα τα μάτια, μύριζα την σκόνη, το χαμηλό φως, το βλέμμα του αλλήθωρου παράξενου φύλακα, μήπως και τυχόν και κάνω κακό στα μαύρα βιβλία του. Όλα με επένδυση.

    Μαύρη καμπαρτίνα. Για να μην τα φάει η σκόνη. Και τα ιδρωμένα δάχτυλα των ζητιάνων.

    Άνοιγα το βιβλίο σε μία τυχαία σελίδα και κοιτούσα. Θησαυροί για να ποτίσουν τις προνύμφες, των λαγόνων, των ματιών μου. Γέμιζα τα πνευμόνια μου και επέστρεφα στη σειρά που είχα μείνει.

    Βιβλίο 13218. Ούτε καν τον τίτλο δεν καταλαβαίνω. Ο συγγραφέας κάτι μου λέει. Ο Νίτσε. Έχω ακούσει να μιλάνε για αυτόν. Ευκαιρία να μάθω. Ανοίγω το βιβλίο. Τον τίτλο δεν θυμάμαι.

    (Γράφω τις παραπάνω λέξεις και ανάβω ένα τσιγάρο. Αφήνω το τσιγάρο και κόβομαι σε ένα χαρτί. Ο Νίτσε με εκδικείται. Τον τίτλο δεν θυμάμαι.)

    Βλέπω μαύρες ομπρέλες. Σε μουντό χειμωνιάτικο καιρό. Αν δεν χαμογελάει ο ήλιος, πως θα χαμογελάει ταξιδιώτης; Πόνο.

    Πόνο για τον πόνο. Πληγές. Φλυαρία. Και στο τέλος μια κατάρα.

    «Μα τον καταραμένο Ωρομάσδη!» Κλείνω το βιβλίο. Μαύρα γράμματα που πλέουν στον αέρα. Δίχως να θυμάμαι τι λένε.

    Βιβλίο 3452 «Το νησί» «των καταραμένων» «θησαυρών». Μία λέξη από αυτό το τίτλο, μία από κείνο, μία από τον άλλο. Ετοιμάζομαι να κλείσω τα μάτια μου για να δω τα βαριά νέφη των μαύρων γραμμάτων και βλέπω τον φύλακα να με κοιτάει στα κρυφά.

    -Μπρε μπας και είναι ανώμαλος;

    -Μπα τον έχω δει πως χαϊδεύει τα βιβλία. Χυδαία, τόσο που με φρικάρει και όχι καλά.

    Ρίχνω ένα βλέμμα ξαφνικά προς το παράθυρο, παρασύρω το δικό του κάνω ένα βήμα και δεν με βλέπει πια. Κλείνω τα μάτια και βλέπω την καταιγίδα να μαίνεται. Έχουν αγριέψει. Τα αφήνω τα ποτίσουν τα κενά. Είμαι διψασμένος, παίρνω τρία για το σπίτι. Και ένα σουβλάκι με τζατζίκι.
    Την επόμενη μέρα ξύπνησα με μαύρους κύκλους. Ο πατέρας μου με κοίταξε και αναρωτιόταν. Μαλακία ή «μαλακία»; Σε μία αιφνιδιαστική επίθεση, βεβαιώθηκε. Πίσω από τα αρχαία είχα την Μυστηριώδης Νήσο. Τα πήρε. Και εγώ έφτιαξα την κρυφή βιβλιοθήκη στα κουφώματα του ξύλινου τοίχου.

    Συνέχισα να πηγαίνω στην βιβλιοθήκη. Ένιωθα το μυαλό μου να πονάει από τους ρευματισμούς από την συνεχόμενη βροχή. Είχα αποκτήσει και ένα τικ. Αλλά αρκούσε μία τζούρα μέσα από ένα βιβλίο και χαμογελούσα μετά μέχρι το πρωί ανέμελα.

    (συνεχίζεται)
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  2. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Απάντηση: Κάδος ανακύκλωσης



    Και μετά άρχισα να ξεφεύγω. Για άλλη μία φορά.

    Διάβαζα όλο και περισσότερο. Όλο και πιο γρήγορα. Διαγώνια. Τρεις λέξεις από κάθε γραμμή. Έφταναν. Τα μαύρα γράμματα γέμιζαν τα υπόλοιπα κενά. Και εγώ ήμουν σίγουρος ότι ήξερα τι έκανα.

    Μία μέρα διάβασα τρία βιβλία. Τα ξεκίνησα το πρωί στο σχολείο. Τα μεσάνυχτα μου είχε μείνει το μισό από το τρίτο. Το κεφάλι μου πονούσε αφόρητα. Δύο ασπιρίνες και βαρούσε ανελέητα. Τα δύο βιβλία τα είχα τελειώσει ταυτόχρονα. Μία σελίδα από αυτό, μία από εκείνο. Μία παράγραφο από εδώ, μία στην τουαλέτα στο κατούρημα.

    Έσβησαν σαν δύο εραστές στο χάραμα. Αφοσιώθηκα στο τρίτο. Στις 2 το πρωί έσπασε η μύτη μου. Έγειρα το κεφάλι μου πίσω στο μαξιλάρι, έπινα αίμα και συνέχισα το διάβασμα. Το τέλος με βρήκε με ένα μεταλλικό ρέψιμο ανακούφισης.

    Μέρες, βδομάδες, μήνες. Τώρα πια ένα μαύρο που είχε ακόμη λίγο για το τελείωμα του, έπεφτε στο κεφάλι μου και εγώ τιναζόμουν σαν άλλος ένας Γαλάτης. Γύρισε η χρονιά, ήρθε το καλοκαίρι, το φθινόπωρο, ο χειμώνας και το μπογιάντισμα έφτασε στο τέλος του.

    Κάθισα ένα απόγευμα και κοιτούσα τα ράφια. Όλα γνωστά και όλα συλημένα. Πήρα ότι είχα να πάρω.

    Και; Ένας μαύρος πίνακας, μαύρος από τις λέξεις που σκιάστηκαν μπροστά του.
    Και; Βγήκα έξω, χιόνιζε. Μία άσπρη νιφάδα στο χέρι μου έδειχνε τα χαοτικά της κάλλη.
    Και; Πήρα λάσπη από κάτω και την μαύρισα για να αποκαλύψω τα κενά της.
    Και; Ένας ονειροπαρμένος σκέφτηκε η γριά από απέναντι. Από τη βιβλιοθήκη δεν βγήκε, τι περιμένεις;

    Και; Συνέχισα στο σπίτι και σταμάτησα για τρία χρόνια να διαβάζω.

    Τρία χρόνια μετά περιφέρομαι στη Θεσσαλονίκη και μπαίνω σε ένα βιβλιοπωλείο.

    -Έχεις τίποτα καλό να μου δώσεις;
    (Με τζατζίκι ή χωρίς; )
    -Χμμμ…τι λες για την Ομίχλη του Stephen King;
    -Θα το πάρω. Τύλιξε το. Χαμόγελο.
    Το βιβλίο ήταν μάπα, αλλά άρχισα να ψάχνω για την Λάμψη…

    (συνεχίζεται)
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  3. Maley

    Maley Contributor

    Απάντηση: Κάδος ανακύκλωσης

    ενδιαφερον..περιμενω τη συνεχεια..
     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Απάντηση: Κάδος ανακύκλωσης

    Το τέλος του κόσμου έρχεται .
    Ποιανού κόσμου δεν μας είπε κανείς ακόμα...

    Κάποτε ο Θεός καθόταν μόνος μπροστά στην χαραυγή ενός νεφελώματος.
    Ένιωσε πλήξη.
    Έφτιαξε τα ζάρια.

    Κάποτε ο Θεός έπινε το νέκταρ μπροστά σε δύο ζάρια.
    Ένιωσε μοναξιά.
    Έφτιαξε ένα μοσχάρι.

    Κάποτε ο Θεός βαρέθηκε να κερδίζει το μοσχάρι.
    Και αυτό να μην το καταλαβαίνει.
    Έφτιαξε τον άνθρωπο.

    Κάποτε ο άνθρωπος άφησε τα ζάρια κάτω.
    Βαρέθηκε να χάνει από το Θεό.
    Και έφτιαξε ένα χρυσό Μοσχάρι.

    Ο Θεός θύμωσε πολύ.
    Και του πέταξε τις δέκα εντολές στο κεφάλι.

    Και η μάχη συνεχίστηκε για χρόνια.

    Κάποτε ο Θεός σταμάτησε την μάχη.
    Και είπε του ανθρώπου…
    Ήρθε η Ώρα.

    Του να επιλέξεις.

    Ο άνθρωπος τον κοίταξε καχύποπτα.
    Δεν είχε όμως τίποτα να χάσει.
    Και επέλεξε.

    Και έκανε τα υπόλοιπα μοσχάρια…
    Ανθρώπους.
    Και τον Θεό.

    Μοσχάρι…