Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Κι έχω δρόμο να κάνω προτού κοιμηθώ

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 18 Φεβρουαρίου 2011.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Υποσχέσεις… πόσες και πόσες δεν έχουμε δώσει; Πόσες και πόσες δεν έχουμε αθετήσει; Αν ωστόσο κάποια υπόσχεση έπρεπε να την κρατήσουμε πάση θυσία, πόσο μακρυά θα πηγαίναμε;

    Κι έχω δρόμο να κάνω προτού κοιμηθώ
    William Nolan

    «…Αλλά έχω υποσχέσεις να κρατήσω
    Κι έχω δρόμο να κάνω προτού κοιμηθώ…»

    Robert Frost ​

    Μονάχος με το σιγανό βούισμα των κινητήρων, βαθιά στο λαβύρινθο του σκάφους του, ο Ρόμπερτ Μάρντοκ περίμενε το θάνατο. Ενώ το αστρόπλοιο ταξίδευε αδυσώπητα προς τη Γη – μια τεράστια βελόνα που έσκιζε το μαύρο βελούδο του διαστήματος – περίμενε ήρεμα τις τελευταίες του ώρες, ξέροντας ότι καμία ελπίδα δεν υπήρχε πια.

    Ύστερα από είκοσι χρόνια στο διάστημα, ο Μάρντοκ γύριζε σπίτι του.

    Σπίτι… Γη… Θάγιερβιλ, μια μικρή πόλη του Κάνσας. Καθαρός αέρας κι ένα σκιερό δρομάκι μ’ ένα διώροφο σπίτι στην άκρη του τετραγώνου. Γύριζε σπίτι του, ύστερα από δυο δεκαετίες ανάμεσα στ’ άστρα.

    Το αστρόπλοιο έσκιζε το μαύρο κενό, με τους ατομικούς κινητήρες του σαν μια μεγάλη καρδιά που χτυπούσε βαθιά κάτω από τα πόδια του. Και ο Ρόμπερτ Μάρντοκ καθόταν σιωπηλός μπροστά σ’ ένα στρογγυλό τραπέζι, ατενίζοντας δίχως να βλέπει το απέραντο σκοτάδι ολόγυρα.

    Ο Μάρντοκ θυμόταν.

    Θυμόταν το ανήσυχο πρόσωπο της μητέρας του, τις ψιθυριστές προσευχές της για την ασφάλειά του, τον τρόπο που τον είχε σφίξει πάνω της για μια μεγάλη, ατέλειωτη στιγμή πριν ανηφορίσει τη ράμπα του αστρόπλοιου τότε, είκοσι χρόνια πριν. Θυμόταν και τον πατέρα του: έναν ψηλό, ρυτιδωμένο άντρα, κι εκείνο το ρωμαλέο σφίξιμο του χεριού του πριν του πει αντίο.

    Του ήταν σχεδόν αδύνατο να πιστέψει ότι τώρα ήταν γέροι και ασπρομάλληδες, με τον πατέρα του αναγκασμένο να χρησιμοποιεί μπαστούνι και τη μητέρα του σκυφτή και τσακισμένη από τα χρόνια.

    Αλλά κι ο ίδιος;

    Ήταν σαράντα ενός χρονών και το διάστημα τον είχε γεράσει όπως οι κάμποι του Κάνσας είχαν γεράσει τον πατέρα του. Κι αυτός είχε παλέψει ενάντια σε καταιγίδες στη δουλειά του πέρα από τη Γη, τρομερές, ξένες καταιγίδες χειρότερες από κάθε άλλη που είχε γνωρίσει στον πλανήτη του. Ναι, κι αυτός είχε δουλέψει σκληρά σε κάμπους κάτω από φλογερούς ήλιους, πολύ πιο δυνατούς από εκείνον του κόσμου του. Το πρόσωπό του ήταν τετράγωνο με αδρά χαρακτηριστικά, τα μάτια του σκοτεινά και βουλιαγμένα κάτω από τα φρύδια του.

    Ο Ρόμπερτ Μάρντοκ έβγαλε τις στερεοσκοπικές φωτογραφίες των γονιών του από την τσέπη της στολής του και περιεργάστηκε τα πρόσωπά τους. Ζεστά, χαμογελαστά πρόσωπα, γεμάτα προσοχή. Περίμεναν το γιο τους να γυρίσει πίσω. Προσεκτικά, ξεδίπλωσε το τελευταίο γράμμα της μητέρας του. Αρνιόταν πεισματικά να του στέλνει μαγνητοφωνημένες κασέτες, εξηγώντας του ότι η φωνή της δεν ήταν πια σταθερή και ότι δυσκολευόταν να εκφράσει τις σκέψεις της στο μεταλλικό αφτί μιας ψυχρής, απρόσωπης συσκευής. Επέμενε να χρησιμοποιεί μια παλαιομοδίτικη πένα, γράφοντας προσεκτικά με σχεδόν αρχαϊκό χαρακτήρα. Ο Μάρντοκ είχε πάρει το τελευταίο γράμμα της λίγο πριν την αναχώρησή του για τη Γη. Του έγραφε:

    Πολυαγαπημένο μας παιδί,

    Είμαστε τόσο συγκινημένοι από χαρά! Ο πατέρας σου κι εγώ ακούσαμε τη φωνή σου πάλι και πάλι, να μας λέει ότι θα γύριζες σπίτι τελικά και ευχαριστήσαμε και οι δυο το Θεό που σε φύλαξε γερό. Λαχταρούμε τόσο να σε ξαναδούμε γιε μου! Ξέρεις, δεν είμαστε και τόσο καλά στην υγεία μας τελευταία. Η καρδιά του πατέρα σου δεν του επιτρέπει να βγαίνει τόσο, όπως παλιά. Ακόμη και τα νέα του γυρισμού σου τον τάραξαν υπερβολικά. Αλλά και η δική μου υγεία δεν πάει καλύτερα και είχα άλλη μια κρίση λιποθυμίας την περασμένη βδομάδα. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς – αλήθεια στο λέω – γιατί ο Δρ. Τόμας λέει ότι είμαι γερό κόκαλο ακόμη και ότι αυτές οι κρίσεις θα περάσουν. Όμως φροντίζω να ξεκουράζομαι όσο μπορώ για να είμαι εντελώς καλά όταν μας έρθεις. Σε παρακαλώ, Μπομπ, πρόσεχε τον εαυτό σου. Η σκέψη σου γεμίζει τις καρδιές μας κάθε μέρα. Η ζωή μας απόκτησε ξαφνικά νόημα πάλι. Κάνε γρήγορα Μπομπ. Μην αργήσεις να γυρίσεις κοντά μας.

    Με όλη μας την αγάπη

    Η μητέρα σου.

    Ο Ρόμπερτ Μάρντοκ άφησε πλάι το γράμμα κι έσφιξε τις γροθιές του. Ελάχιστες ώρες ζωής του απόμεναν μονάχα… και η Γη ήταν ακόμα μέρες μακριά. Μια αγεφύρωτη απόσταση τον χώριζε από την πόλη του Θάγιερβιλ· ήξερε ότι ποτέ δεν θά ‘φτανε εκεί ζωντανός.

    Για μια ακόμη φορά, όπως τόσες και τόσες στο πρόσφατο παρελθόν, οι τελευταίες γραμμές ενός αρχαίου ποιήματος του Ρόμπερτ Φροστ πέρασαν ψιθυριστά από το μυαλό του.

    …Αλλά έχω υποσχέσεις να κρατήσω
    Κι έχω δρόμο να κάνω προτού κοιμηθώ…


    Είχε υποσχεθεί ότι θα γύριζε σπίτι, κι αυτή την υπόσχεση θα την κρατούσε. Ενάντια στον ίδιο το θάνατο, αυτός θα γύριζε στη Γη.

    «Αποκλείεται», του είχε πει ο γιατρός. «Ποτέ δε θα φτάσεις στη Γη. Θα πεθάνεις εκεί έξω. Θα πεθάνεις στο διάστημα».

    Του είχαν δείξει πως. Είχαν προδιαγράψει την πορεία του θανάτου του σχεδόν ως το τελευταίο δευτερόλεπτο. Του είχαν πει πότε η καρδιά του θα σταματούσε να χτυπά, πότε θα έπαυε να ανασαίνει. Η αρρώστιά του – που την είχε κολλήσει σε κάποιον ξένο κόσμο – ήταν ανίατη. Για τον Ρόμπερτ Μάρντοκ ο θάνατος ήταν κάτι το απόλυτα σίγουρο.

    Αλλά όπως και να ‘χε, είχε πει στον εαυτό του, αυτός θα γύριζε σπίτι του, θ’ αναχωρούσε για τη Γη. Και οι άλλοι είχαν ακούσει προσεκτικά το σχέδιό του.

    Τώρα, ενώ του απέμενε λιγότερο από μισή ώρα ζωής, ο Μάρντοκ κατηφόριζε έναν από τους μακριούς διαδρόμους του σκάφους, με τις μπότες του ν’ αντηχούν ξερά στο μετάλλινο δάπεδο.

    Ήταν έτοιμος, τελικά, να κρατήσει την υπόσχεσή του.

    Σταματώντας μπροστά σ’ ένα εντοιχισμένο ντουλάπι, γύρισε ένα μικρό διακόπτη. Η πόρτα άνοιξε. Ο Μάρντοκ κοίταξε τον ψηλό άντρα που στεκόταν ασάλευτος στο σκοτεινό εσωτερικό. Ύστερα άπλωσε το χέρι του κι έκανε μια γοργή ρύθμιση. Ο ψηλός άντρας μίλησε.

    «Ήρθε η ώρα;»

    «Ναι», αποκρίθηκε ο Ρόμπερτ Μάρντοκ. «Ήρθε η ώρα».

    Ο ψηλός άντρας βγήκε στο διάδρομο· το φως έλαμπε στα βαθιά χωμένα μάτια του κάτω από τα φρύδια. Το πρόσωπό του ήταν τετράγωνο, με αδρά χαρακτηριστικά. «Βλέπεις;» χαμογέλασε «Είμαι τέλειος»

    «Είσαι πράγματι», αποκρίθηκε ο Μάρντοκ. Αλλά βέβαια, συλλογίστηκε, τα πάντα εξαρτιόνταν από την τελειότητα. Δεν επιτρεπόταν κανένα λάθος, οσοδήποτε μικρό. Απολύτως κανένα.

    «Λέγομαι Ρόμπερτ Μάρντοκ», είπε η ψηλόκορμη μορφή με τη διαστημική στολή. «Είμαι σαράντα ενός χρονών, σωματικά και πνευματικά υγιής. Υπηρέτης στο διάστημα για δύο δεκαετίες… και τώρα γυρίζω σπίτι μου».

    Ο Μάρντοκ χαμογέλασε· ήταν ένα πικρό χαμόγελο θριάμβου που τρεμόπαιξε φευγαλέα στο κουρασμένο πρόσωπό του.

    «Πόση ώρα μένει;» ρώτησε η ψηλόκορμη μορφή.

    «Δέκα λεπτά. Μπορεί και μερικά δευτερόλεπτα παραπάνω», αποκρίθηκε αργά ο Μάρντοκ. «Μου είπαν ότι θα είναι ανώδυνο.»

    «Τότε…» Ο ψηλός άντρας κοντοστάθηκε και μετά πήρε μια βαθιά ανάσα. «Λυπάμαι» πρόσθεσε.

    Ο Μάρντοκ χαμογέλασε πάλι. Ήξερε ότι μια μηχανή, όσο τέλεια και αν ήταν, δεν μπορούσε να έχει το συναίσθημα της λύπης… αλλά ήταν μια ανακούφιση που άκουσε τα λόγια.

    Θα τα καταφέρει καλά, συλλογίστηκε ο Μάρντοκ. Θα παρουσιαστεί στη θέση μου και οι γονείς μου ποτέ δε θα υποψιαστούν ότι ποτέ δε γύρισα πίσω. Θα μείνει ένα μήνα, όπως συμφωνήθηκε, και μετά το ρομπότ θα παρουσιαστεί στις αρχές της υπηρεσίας στη Γη. Ναι, συμπέρανε ο Μάρντοκ, θα τα καταφέρει καλά.

    «Θυμήσου», είπε μεγαλόφωνα ο Μάρντοκ. «Όταν τους εγκαταλείψεις, πρέπει να μείνουν με την εντύπωση ότι επιστρέφεις στο διάστημα».

    «Φυσικά», απάντησε το ρομπότ. Και ο Μάρντοκ το άκουσε να εξηγεί με τη φωνή του: «Όταν τελειώσει ο μήνας που προγραμματίστηκα να περάσω μαζί τους, θα με δουν να επιβιβάζομαι σ’ ένα διαστημόπλοιο. Θα το δουν ν’ απογειώνεται από τη Γη προς τ’ άστρα και θα ξέρουν ότι δεν θα μπορώ να γυρίσω πριν περάσουν άλλα είκοσι χρόνια. Θ’ αποδεχτούν το γεγονός ότι ο γιος τους πρέπει να γυρίσει στο διάστημα… ότι ένας υγιής αστροναύτης δεν μπορεί να εγκαταλείψει την υπηρεσία πριν πατήσει τα εξήντα. Σε διαβεβαιώνω, όλα θα γίνουν όπως τα θέλεις.»

    Θα πετύχει, είπε στον εαυτό του ο Μάρντοκ· φρόντισα σωστά την κάθε λεπτομέρεια. Το ανδροειδές διαθέτει όλες μου τις αναμνήσεις· έχει τη φωνή μου και την κάθε μου μικροσυνήθεια. Και όταν τους αποχαιρετήσει, όταν φανεί ότι γυρίζει πίσω στ’ άστρα, οι προμαγνητοφωνημένες κασέτες μου θα συνεχίσουν να τους αποστέλλονται από το διάστημα, ακριβώς όπως και στο παρελθόν. Ως το θάνατό τους. Ποτέ δεν θα μάθουν ότι πέθανα, συλλογίστηκε ο Ρόμπερτ Μάρντοκ.

    «Είσαι έτοιμος τώρα;» ρώτησε σιγανά η ψηλόκορμη μορφή.

    «Ναι», αποκρίθηκε ο Μάρντοκ γνέφοντας καταφατικά. «Είμαι έτοιμος».

    Και οι δυο τους προχώρησαν αργά στο μακρύ διάδρομο.

    Ο Μάρντοκ θυμόταν πόσο καμάρωναν οι γονείς του όταν έγινε δεκτός στην Ειδική Υπηρεσία. Ήταν το μόνο αγόρι σε όλο το Θάγιερβιλ που είχε επιλεγεί. Ήταν μια αληθινά μεγάλη μέρα! Η τοπική μπάντα έπαιζε μουσική, ο δήμαρχος – ο γέρο-Χάρκινς μ’ εκείνα τα γυαλάκια στην άκρη της μύτης του – έβγαζε λόγο λέγοντας σε όλους πόσο περήφανο ήταν το Θάγιερβιλ για το διαλεχτό τέκνο του… και η μητέρα του έκλαιγε γιατί ήταν τόσο ευτυχισμένη.

    Αλλά, βέβαια, ήταν επόμενο να είναι αυτός που θα πήγαινε στο διάστημα. Τα άλλα αγόρια, εκείνα που είχαν αποτύχει στις δοκιμασίες, δεν είχαν ζήσει το όνειρο όπως αυτός. Από τη στιγμή που είχε δει την πρώτη προσσελήνωση, ήξερε δίχως αμφιβολία πως μια μέρα θα γινόταν αστροναύτης. Είχε σταθεί εκεί, εκείνη την κρύα μέρα του Δεκέμβρη του 1980, ένα δωδεκάχρονο αγόρι, παρακολουθώντας το διαστημόπλοιο να γυρίζει πίσω στη Γη, βλέποντας τις φλόγες του να καψαλίζουν και να μαυρίζουν το παγωμένο χώμα. Και ήξερε, στα βάθη της καρδιάς του, ότι μια μέρα θα έφευγε μαζί του για τ’ άστρα. Από κείνη τη στιγμή και μετά, το μόνο του όνειρο ήταν να φύγει κάποτε από τη Γη, πέρα προς αχανείς και ξένους ορίζοντες, σε θαυμαστούς κόσμους ασύλληπτους στη φαντασία.

    Πολλοί από τους άλλους υποψήφιους δεν ήταν τόσο πρόθυμοι να εγκαταλείψουν τα πάντα για το διάστημα. Ακόμη και τώρα, ύστερα από είκοσι χρόνια, στ’ αφτιά του αντηχούσαν ακόμη τα λόγια της Τζούλυ: «Ναι, είμαι σίγουρη ότι με αγαπάς, Μπομπ, αλλά δε φτάνει αυτό. Δε μ’ αγαπάς τόσο για να εγκαταλείψεις τ’ όνειρό σου». Και τον είχε αφήσει, φεύγοντας από τη ζωή του γιατί ήξερε ότι εκεί δεν υπήρχε χώρος γι αυτή. Υπήρχε μόνο για το διάστημα… το αχανές διάστημα, για τ’ αστρόπλοια και τα φλογερά άστρα. Για τίποτε άλλο.

    Θυμόταν την τελευταία του νύχτα στη Γη, πριν είκοσι χρόνια, όταν είχε νιώσει τη συντριπτική απεραντοσύνη του αχανούς σύμπαντος να τον περιβάλλει όπως ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Θυμόταν τις ώρες της αγρύπνιας πριν από την αυγή… όταν μπορούσε να νιώσει την υπερένταση ν΄ αυξάνεται στο μικρό άσπρο σπίτι αλλά και μέσα του, εκεί που ήταν πλαγιασμένος στη ζεστή σιωπή του δωματίου του. Θυμόταν τη βροχή, λίγο πριν από το χάραμα, να θροΐζει στη στέγη και τ’ αστροπελέκια που βροντούσαν στον ουρανό του Κάνσας. Και ύστερα, κατά κάποιο παράξενο τρόπο, το μουγκρητό των κεραυνών έγινε σιγά-σιγά ένα με το μουγκρητό των κινητήρων ενός διαστημοπλοίου που τον έπαιρνε μαζί του μακριά από τη Γη, πέρα στ’ απόμακρα άστρα… μακριά…

    Πέρα…

    Η ψηλόκορμη μορφή με την κομψή διαστημική στολή, έκλεισε την εξωτερική στεγανή θυρίδα και στάθηκε να παρακολουθήσει το σώμα που χανόταν στο σκοτάδι του χάους. Το σκάφος και το ρομπότ ήταν το ίδιο πράγμα: δυο πολύπλοκες και τέλειες μηχανές που έκαναν τη δουλειά τους.

    Για τον Ρόμπερτ Μάρντοκ το ταξίδι είχε τελειώσει· ο ατέλειωτος δρόμος του είχε φτάσει στο τέρμα του.

    Τώρα θα κοιμόταν αιώνια στο διάστημα.

    Όταν το διαστημόπλοιο προσγειώθηκε στο Θάγιερβιλ του Κάνσας, ένα ηλιόλουστο πρωινό του Ιούλη, τα πλήθη το περίμεναν κουνώντας τα χέρια και φωνάζοντας το όνομα του Ρόμπερτ Μάρντοκ. Όλοι οι επίσημοι της πόλης, δίχως να απουσιάζει κανείς, είχαν μαζευτεί εκεί, ο καθένας τους μ’ ένα προσεχτικά ετοιμασμένο λόγο στο μυαλό του. Η μπάντα της πόλης έπαιζε θριαμβευτικά μαρς κάτω από τον γαλανό ουρανό και τα παιδιά ανέμιζαν σημαιούλες. Ύστερα μια σιωπή έπεσε στο συγκεντρωμένο πλήθος. Οι ατομικοί κινητήρες είχαν σωπάσει και η πόρτα του σκάφους άνοιγε.

    Ο Ρόμπερτ Μάρντοκ έκανε την εμφάνισή του, ψηλόκορμος και ηρωικός με τη λαμπρή επίσημη στολή του που αντανακλούσε στο φως του ήλιο σαν χιλιάδες διαφορετικά άστρα. Χαμογέλασε και χαιρέτησε με το χέρι του, ενώ το πλήθος ξεσπούσε σε ζητωκραυγές και χειροκροτήματα.

    Και στην κάτω άκρη της ράμπας περίμεναν δύο μορφές: ένας γέρος, σκυφτός και τρεμουλιαστός, στηριγμένος στο μπαστούνι του και μια τσακισμένη και ρυτιδωμένη γυναίκα, με άσπρα μαλλιά που ανέμιζαν στον άνεμο και μάτια που έλαμπαν.

    Όταν ο ψηλός άντρας έφτασε τελικά κοντά τους, ανοίγοντας δρόμο μέσ’ από το πλήθος που τον καλωσόριζε, οι δυο γέροι τον έσφιξαν πάνω τους με θέρμη. Έμειναν εκεί, γαντζωμένοι στα μπράτσα του καθώς βάδιζε ανάμεσά τους? και τον κοιτούσαν με δάκρυα στα μάτια.

    Ο Ρόμπερτ Μάρντοκ, ο πολυαγαπημένος τους γιος, είχε επιτέλους γυρίσει κοντά τους.

    «Λοιπόν», είπε ένας άντρας στο πίσω μέρος του πλήθους, «τέλειωσε κι αυτό. Δες τους, φεύγουν».

    Ο σύντροφός του αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι του, «Δεν ξέρω, αλλά εξακολουθώ να μην το βλέπω σαν κάτι σωστό. Δε μου φαίνεται εντάξει.»

    «Μα αυτό ακριβώς δεν ήθελαν;» ρώτησε ο άλλος. «Αυτό ζήτησαν στη διαθήκη τους. Είχαν δώσει όρκο ποτέ ο γιος τους να μη γυρίσει σ’ ένα σπίτι που το είχε χτυπήσει ο θάνατος. Σε ένα μήνα αυτός θα ξαναφύγει έτσι κι αλλιώς. Θα ξαναγυρίσει στο διάστημα για άλλα είκοσι χρόνια. Γιατί να του χαλάσουν τις λίγες μέρες που θα μείνει εδώ, γιατί να του καταστρέψουν τα πάντα;» Ο άντρας κοντοστάθηκε, δείχνοντας προς τις δυο μορφές πιο πέρα. «Είναι τέλειοι, δεν νομίζεις; Ποτέ ο γιος τους δεν θα μάθει την αλήθεια».

    «Φαίνεται να έχεις δίκιο», συμφώνησε ο σύντροφός του. «Ποτέ δεν θα τη μάθει».

    Και στάθηκε κοιτάζοντας το γέρο και τη γριούλα και τον ψηλό άντρα ανάμεσά τους ν’ απομακρύνονται, μέχρι που χάθηκαν από τα μάτια του.
     
    Last edited: 18 Φεβρουαρίου 2011
  2. Απάντηση: Κι έχω δρόμο να κάνω προτού κοιμηθώ

    Rep, rep rep.
     
  3. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    Απάντηση: Κι έχω δρόμο να κάνω προτού κοιμηθώ

    Πολύ όμορφο!
    Με γύρισες πίσω κάτι μήνες που περίμενα κάθε πρωί να διαβάσω κάτι δικό σου.(καjλημέρα σου είπα?)