Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Κι ύστερα απλά συνέβη

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 29 Μαρτίου 2018.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Περπατούσα στην Αλιπέδου, λίγο στα χαμένα. Ο πρώτος μου ονειρότοπος. Στα 15 αγόρασα από ‘κει την πρώτη μου ηλεκτρική και λίγο μετά το ουάουα πετάλι μου. Σπάνια και μόνο για να λατρέψω απ’ τις βιτρίνες έφτανα παραπάνω εκεί που ήταν ο Ζοζέφ για να χαζέψω το ταυράκι της Γκίμπσον στη βιτρίνα. Κάποτε με είχαν αφήσει να παίξω σε μια Λεσπώλ αυθεντική και να δοκιμάσω τον πρώτο μου Πίβι και τον οποίο τελικά αγόρασα με ένα εκατονταδόλαρο που μου ‘χε δώσει δώρο η νονά μου και με κορόϊδεψε ένας φίλος στην αλλαγή σε δραχμές και μου έδωσε εφτά χιλιάδες λιγότερες. Αραχνιάζει ο ενισχυτής, μαζί μ’ εκείνη την πρώτη Χιουντάι και την επόμενη Σάμικ. Κάπου παραδίπλα σ’ ένα πιάνο, στο σπίτι που ορκίστηκα να μην επιστρέψω που το μισώ τόσο που καταλήγω να το αγαπάω.


    Έζησα σα νεκρός εκεί, έζησα σα ζωντανός, έζησα μέσα από θανάτους, θυμάμαι ακόμα που πέθανε ο καθένας απ’ όσους έχασα. Κλείνω τα μάτια και βλέπω εμένα να προσπαθώ να τα αφήσω όλα πίσω μου και να μαγειρεύω στην κουζίνα, την τσάντα της δουλειάς πεταμένη στο σαλόνι δίπλα απ’ τις εξάδες των νερών. Βλέπω τα σκυλιά ζωντανά, δίπλα μου να χτυπούν τις ουρές στο πάτωμα, γλώσσες έξω. ‘’Πάμε’’ να ρωτώ και να σηκώνονται να βγούμε. Βλέπω τα κρικρί του κιλού που τους έβαζα νερό, βλέπω την κοπέλα μου να γυρνά απ’ τη δουλειά και να προσπαθώ να την κάνω να χαρεί, με ένα καλό φαγητό, μια κουβέντα και τη φάτσα πάντα μουτρωμένη. Λίγα εγκώμια για το φαγητό κι ύστερα να τρέχει να κοιμηθεί. Βλέπω τα Σαββάτα να πηγαίνουμε μαζί στο Σκλαβενίτη της Ιζόλα, η βόλτα του Σαββάτου και μετά για ντιβιντί αφού μαγειρέψω κάποιο πολύπλοκο φαγητό και γλυκό. Βλέπω εμένα να ονειρεύομαι μέσα απ’ τη μουσική μου και κάποιες φορές να αφήνομαι να με μπλέκει στα δίχτυα του το Ich bin der brennende komet, να θέλω να γίνω αυτός ο κομήτης, να μη θέλω άλλο να περιμένουν τα όνειρα μου.


    Είναι χρόνια που έχω φύγει. Πάει η κοπέλα μου, πάει και το κορίτσι απ’ το ίντερνετ. Η μια αποδείχτηκε εκμεταλλεύτρια, ένα παράσιτο κι η άλλη μια δειλή. Πολλά θα μπορούσαν να γραφτούν, θα έπρεπε ίσως να προστατέψω τον εαυτό μου, να τραγουδώ μια ιστορία που θα με ‘βγαζε λευκό χαρτί, αλλά δεν ισχύει. Υπήρξα τυφλός, υπήρξα λίγος μέσα στη ζωή μου, ήμουν την ίδια στιγμή εκείνος που παίζει ένα ρόλο και το ξέρει πως παίζει ένα ρόλο και ταυτόχρονα στα καθίσματα να με παρακολουθώ. Εμένα να παρακολουθώ, όχι τους άλλους. Πόνος; Ναι πολύς. Μου άξιζε, τον προκάλεσα και μου άξιζε. Τον ευγνωμονώ, αυτός με έβγαλε απ’ όλα. Αθάνατε Σοπενάουερ.


    Έτσι μένουν πια μέσα μου, η κοπέλα μου και το κορίτσι απ’ το ίντερνετ χωρίς ονόματα. Είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις μου να έχουν ονόματα. Ζουν πάντα, θα ζουν για πάντα, στις πιο πικρές στιγμές μου σπάζουν τα λουκέτα της ψυχής μου και βγαίνουν να μου βάλουν φωτιά με ονειροτόκες αναμνήσεις στρογγυλεμένων άκρων και ατέρμονες αλήθειες για κάθε αδυναμία να κάνω τη ζωή μου δική μου.


    Δεν έχει σημασία τι ήταν και τι δεν ήταν. Πάνε, τέλειωσαν. Έφυγαν, ή τις έφυγα εγώ. Δεν ξέρω πια μα δε θέλω να αυταπατώ τον εαυτό μου. Έφυγαν γιατί θα έφευγαν. Αυτός ήταν ο ρόλος τους. Έβαλαν ένα σκήπτρο στο κεφάλι μου, μια εποχή που μεγαλούργησα, που δημιούργησα κόσμους κόλασης και οάσεων, καυτές σοκολάτες με σκουριασμένα καρφιά, πυρωμένα.


    Ακόμα θυμάμαι, ακόμα θα θυμάμαι την τελευταία μας φορά μαζί, τη φορά που παίξαμε μουσική. Κρατούσα στα χέρια μου ένα δοξάρι απ’ το Νάκα, δεν ξέρω καν γιατί το αγόρασα. Θυμάμαι να πιέζω την παχιά λευκή χορδή του αλόγου στη λεκάνη της, να το δοκιμάζω στα πλευρά της, στον καθρέφτη απέναντι να την κοιτώ να δαγκώνει με ανυπομονησία τα χείλη της, να μην παίρνει τα μάτια της από πάνω μου. ‘’Κάνε με μουσική σου’’ μου είχε πει. Δε θυμάμαι πια τι συνέβη. Θυμάμαι κλάμα και κραυγές, θυμάμαι να σοκάρομαι να θέλω να σταματήσω και τα απανωτά χαστούκια της για να μην την αφήσω, να συνεχίσω να παίζω μουσική πάνω της…μέσα της.


    Με θυμάμαι μέσα της από πίσω, να της κρατώ σφιχτά τον κότσο και τα μάτια της κολλημένα στον καθρέφτη να μου πετούν φωτιές και καύλα, τη θυμάμαι να τρέμει και να μου λέει ‘’συνέχισε’’, θυμάμαι ακόμα πως είναι να είμαι μέσα στο μουνί της, ω δε θα ξεχάσω ποτέ πως είναι να είμαι μέσα σε αυτή τη γυναίκα, πως είναι να με σκίζει αυτή η γυναίκα, πως είναι η κάθε πάλη μαζί της…


    ΤΕΛΟΣ.