Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Λογοθεραπεία

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Εμπειρίες' που ξεκίνησε από το μέλος DreamMaster, στις 9 Μαρτίου 2007.

  1. DreamMaster

    DreamMaster Regular Member

    Μόνο οι αισθήσεις μπορούν να γιατρέψουν την ψυχή.
    Και μόνο η ψυχή μπορεί να γιατρέψει τις αισθήσεις.

    Οσκαρ Γουάιλντ, Ντόριαν Γκρέι




    Η Μαριάνα είχε μπει στα 31 λίγο πριν τη βραδιά που μας σύστησαν, σ΄ένα χαμηλοτάβανο μπαρ της Καλλιδρομίου, γαμώ-την-κουλτούρα-μου-γαμώ.

    Μας σύστησε, για την ακρίβεια, ένας ηλίθιος που έλεγε ότι δούλευε στην "παραγωγή της τηλεόρασης", εννοώντας ότι κουβαλούσε δώρα στα ντεκόρ για τηλεπαιχνίδια ιδιωτικού καναλιού, ώστε να γαμεί φτηνά καμμιά "τσαούσα", και o οποίος νόμιζε ότι είμασταν φίλοι. Ως στιγμήν, δεν είχα γαμήσει καμμία "τσαούσα". Τί σόι φίλοι είμασταν λοιπόν;

    Εγώ ήμουν ακόμη 28. Με ταξίδευε παντού δωρεάν η εταιρεία και εγώ πήγαινα και παρακολουθούσα μεταμεσονύχτιες παραστάσεις από haus-besetzen στο Βερολίνο από τις οποίες δεν καταλάβαινα απολύτως τίποτα, αλλά κάβλωνα κάπως, ενθυμούμενος από τις προφορές τους τη Σύλβια, τη δασκάλα μου των Γερμανικών, που ναι, είναι αλήθεια, δεν μου 'κατσε. Κάβλωνα επίσης από την υποψία μου ότι πιο Μπρεχτ από αυτήν την κατάσταση δεν γίνεται: μεταμεσονύχτιες παραστάσεις από θεατρικώς ανίδεους, και ως επί το πλείστον ηλίθιους, εικοσάχρονους καταληψίες, μέσα σε βρώμικα εγκαταλειμένα σπίτια που είχαν καταπατήσει.

    Πήγαινα ντυμένος με κουρέλια που αγόραζα το ίδιο απόγευμα, με λεφτά της εταιρείας, για να μοιάζω συνομήλικος και ομοειδής με τους άλλους, τα οποία κουρέλια πετούσα πριν την επιστροφή, όταν ξανάβαζα το κουστούμι. Κουβαλούσα στην παράσταση σχεδόν πάντα κι ένα ελληνικό κρασί που το ανοίγαμε όλοι στο τέλος και το πίναμε, μαζί με τα άλλα, χύμα, ποτά που έφερνε ο κάθε "θεατής", καπνίζοντας βαριά τσιγάρα και καθισμένοι ανακούρκουδα στο σημείο που είχαμε πριν θεωρήσει ότι είναι η σκηνή. Κατόπιν, κάτι βλαμμένοι σαραντάρηδες, που είχαν τσακωθεί με τα ντους και τα ξυραφάκια από τα 70ς, μας (τους) εξηγούσαν το έργο. Καμμιά φορά, νωρίς το πρωί, μπουρδουκλωνόμουν σε καμμιά παρτούζα, που την ξεκινούσαν πάντα οι σαραντάρηδες, καμμιά φορά όχι. Είχα φάει και κάτι σφαλιάρες ένα βράδυ, τραγική παρεξήγηση, και μετά τα έκοψα αυτά τα δρώμενα, και κάνω έκτοτε το πολύ-πολύ το λιμοκοντόρο στο BE ή και στο Volksbuehne, όπου μπορείς πλέον, με το κουστούμι σου, να γνωρίσεις και να πηδήσεις παντρεμένες αριστερές αστές, όταν σου δωθεί η ευκαιρία.

    Η περιγραφή που μόλις έκανα δεν είναι για να σας ξεναγήσει στην "τεράστια γκαρνταρόμπα μου απο χιουμοριστικά αποφόρια". Υπάρχει και πιο γκλα-μουράτη εκδοχή για τα παραπάνω, που περιλαμβάνει την αξία της καθημερινής τέχνης, την ψυχική ανάταση, την επαναστατικότητα των νέων, την επανάσταση απέναντι στο φορμαλισμό του κουστουμιού κλπ. κλπ. αλλά δεν την επέλεξα σήμερα, μολονότι αν με ρωτάγατε τότε δεν θα είχα άλλη. Τα εξηγώ αυτά έτσι, ολίγον ωμά, για να καταλάβετε ότι εκείνη την εποχή ήμουν απολύτως σαλός. Δηλαδή, είχε τρυπήσει σε πολλά σημεία αυτή η λεπτή αμφιπερατή μεμβράνη που χωρίζει το μέσα μας από το έξω μας, με αποτέλεσμα αυτά που συνέβαιναν εκεί έξω να έχουν επίδραση κατευθείαν στο μέσα μου. Και, ακόμη χειρότερα, αυτά που συνέβαιναν μέσα μου, νόμιζα πως μπορούν να βρίσκουν συνέχεια στις πράξεις μου στον έξω κόσμο. Με όποιον ορισμό και να το δεις, είχα βαρέσει μπιέλα...

    Εγώ, λοιπόν, εκείνο το βράδυ στην Καλλιδρομίου, αφού δεν ήμουν ψυχίατρος, δεν θα μου 'ριχνα δεύτερη ματιά. Η Μαριάνα όμως, παραδόξως, με βρήκε ενδιαφέροντα τύπο, παρόλο που της τα είπα όλα αυτά. Και έτσι έκατσε και κουβέντιαζε μαζί μου αντί να μου υποδείξει το λεωφορείο για το Δαφνί. Ισως υπάρχει κάποιο δίκιο στο "κάλλιο μ΄ένα γάτο, παρά με κοιλαρά". Γάτος δεν ήμουν, αλλά κοιλαράς δεν υπήρξα ποτέ.

    Δεν ήταν "τσαούσα", έκανε σπικάζ σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές διαφημίσεις. Ηταν γύρω στο 1,65 –βγάλε τα τακούνια. Φορούσε ένα τσιτωμένο από τα μικρά της στήθη λιλά πουκάμισο –έμπαινε άνοιξη, καλή ώρα- το οποίο πουκάμισο είχε χωμένο σε ένα θεόστενο τζιν. Το τζιν της το κοσμούσε μια φαρδιά, χαλαρή ζώνη με τεράστια αγκράφα να χάσκει μπροστά στο φερμουάρ, και κατέληγε μέσα σε μαύρες κοντές μπότες. Ξέρω, στυλιστικά τραγική η δεκαετία του 90, αλλά πολλοί από σας θα προλάβετε την επαναφορά της, γι αυτό λίγα τα σχόλια. Πρέπει να πούμε ότι στο εικονολεξικό, δίπλα στη φράση "μέση δαχτυλίδι" θα είχε σίγουρα τη φωτό της Μαριάνας. Παρόλο το στενό XS τζιν, φαινόταν να χώραγε μια τεντωμένη απαλάμη στη μέση της, πράγμα που δε μου φάνηκε κακό. Ισως 52 κιλά, ίσως και λιγότερο. Μαλλί πιασμένο αλογοουρά , σουβλερό πηγούνι, γεμάτο γωνιές το πρόσωπο, και μαύρα επίμονα μάτια. Επινε Σάουθερν κόλα. Εγώ βότκα, σφηνάκι από κατάψυξη: τα είπαμε για τα 90ς, να μην τα ξαναλέμε...

    Αυτό που δεν είπαμε είναι ότι η Μαριάνα δεν είχε καμμία σχέση με BDSM, όπως άλλωστε και αυτή η ιστορία και απορώ γιατί την διαβάζετε. Η Μαριάνα ήταν τσογλάνι. Μαγκάκι, του χειρίστου είδους – σχεδόν έβλεπα το μήλο του Αδάμ να καλοδιαγράφεται χωρίς να καταπίνει. Ολους τους μασούσε και τους έφτυνε, στην κουβέντα μας. Σκηνοθέτες, παραγωγούς, φτασμένους ηθοποιούς. Μου το εξήγησε αμέσως. Ανίκανοι οι πάντες να καταλάβουν την αξία της. Σίγουρη πως όπου να ΄ναι, κάποιος θα βρεθεί να το καταλάβει. Και τότε, βέβαια, μόνον αυτός θα την αξίζει. Και θα του παραδοθεί, πέρα από κάθε όριο. Για Αυτόν άλλωστε τα έχτιζε όλα ως τώρα. Δεν είχε νόημα να αναζητήσει αυτή τίποτα, δεν είχε νόημα να εκφράσει κάτι. Αν ο άλλος δεν βλέπει, τότε δεν είναι ο Αλλος. Η μόνη της απορία από τη ζωή: γιατί αργεί τόσο αυτός ο Αλλος.. Μάλλον τη δοκιμάζει. Τόσο απλά.

    Σας θυμίζει κάτι; Κι εμένα...

    Μιλούσαμε πλέον στη μπάρα (αφού δεν είχαμε κινητά να τρίψουμε, τότε μιλούσαμε, στα μπαρ), ακούγοντας και υλοποιώντας Τalking Ηeads, Road to Nowhere, και περιμένοντας να πάμε στο τρίτο ποτό μπας και φιλοτιμηθούν και μας κεράσουν κανά γύρο – ο κανόνας ήταν ακόμη άγραφος. Παρακολουθούσα το στόμα της να ανοιγοκλείνει για την αξία της και προσπαθούσα να μην καρφώνομαι στο ότι εμένα με αφορούσε, μόνον και απολύτως, η κλείδα της που έκανε ένα μικρό βαθούλωμα στο πουκάμισο όταν άπλωνε το χέρι για το ποτό.

    Εκείνη με άκουγε, δήθεν με περιέργεια, να εξιστορώ τα του Βερολίνου (με κάθε υπερβολή και παραλείποντας τις σφαλιάρες) παρατηρώντας προσεκτικά σε κάθε άπλωμα του χεριού για το ποτήρι, να δει αν η επιθυμία της να θέλω να κοιτώ την κλείδα της πραγματοποιούταν.

    Εμενε μόνη, αλλά θα έπαιρνε σκύλο. Ζούσε στην Αθήνα 16 χρόνια. Ηταν από την Καρδίτσα αλλά δεν το ανίχνευες στην προφορά της με τίποτα. Ούτε λι, ούτε νι. Μου εξήγησε ότι κι αυτής της έκανε εντύπωση η άρθρωσή μου, το ότι κατάφερνα να μιλώ καθαρά και στη σωστή ένταση δίπλα στ΄αυτί της, μέσα σε όλον αυτόν το θόρυβο, και ανακαλύψαμε επί τόπου ότι είχαμε παλιά έναν κοινό δάσκαλο ορθοφωνίας, αυτή σε υποκριτική σχολή, εγώ κάπου αλλού – έναν παππούλη που τα είχε τεζάρει πρόσφατα και κανείς από τους δυό μας δεν είχε πάει στην κηδεία του. Αρχίσαμε να απαγγέλουμε από μνήμης μικρές παραγράφους από το ογκώδες κόκκινο βιβλίο του, κάτι σαν γλωσσοδέτες που μας έβαζε στις ασκήσεις. Οπότε τα "Βάρα ακατάπαυστα καρδιά μ', σαν θανατά καμπάνα" και τα τοιαύτα, αποτέλεσαν το ιδιότυπο μνημόσυνο του παππούλη, καθώς διαγωνιζόμασταν, εγώ και η Μαριάνα, στις βαρυγδουπίες, σε εκείνο το ορμονιασμένο μπαρ της Καλλιδρομίου.

    Από μακριά, φαινόμασταν για ζευγάρι. Τα γέλια ήταν τρανταχτά, και η επινόηση αυτού του ψευδώς κοινού παρελθόντος μας (τους ανθρώπους τους ενώνουν πάντα κάποιοι νεκροί, ποτέ κάποιοι ζωντανοί), μας γέννησε μιαν οικειότητα πρωθύστερη και έδωσε μάλλον σε εκείνην το πάτημα που χρειαζόταν. Μου πρότεινε να πάμε την Παρασκευή αργά να δούμε Στρίνμπεργκ (τί άλλο; 90ς γαρ...). Θα περνούσα από το σπίτι της να την πάρω κατά τις 23:00.

    Θα πρέπει να έμοιαζα διστακτικός καθώς το επιβεβαιώναμε πριν χωριστούμε, αν και εγώ σκεφτόμουν απλώς ότι πέσαμε πάλι σε "I don't fuck on the first date" – σύνηθες τότε από ελληνίδες που ζούσαν μόνες και, από τη μια, χρειάζονταν να επινοήσουν μια σχέση για να σε βάλουν στο σπίτι τους, κι από την άλλη, δεν πρωτοπηδιούνταν αλλού για να μη χάσουν τη μόστρα της ανεξαρτησίας τους. Ολα αυτά, εκεί στα αρχαία 90ς, όπου η λέξη "φάσωμα" ήτο άγνωστη λέξη. Προσπάθησε να βεβαιωθεί:

    - Σίγουρα θέλεις;
    - Φυσικά. Αρκεί να φοράς αυτό το πουκάμισο...
    - Γιατί;
    - Επειδή αυτό πρωτοθέλησα να σου βγάλω...

    Εκανα την καλή ευκαιρία στις καθυστερήσεις, μπας και σκοράρω. Χαμογέλασε. Φιλί σταυρωτό και χωριστήκαμε. Δοκάρι. Αλλά υπήρχε και η ρεβάνς.

    Εκείνη την Παρασκευή είπα στο τηλέφωνο στην τότε σχέση μου (πού η ευκολία του sms!) ότι θα πάω μεταμεσονύχτιο Στρίνμπεργκ με κάποια που γνώρισα σε μπαρ. Εκείνη μου απάντησε: "Καλά, κάτσε κι ένα βράδυ σπίτι αφού το θες... κουράζεσαι πολύ τελευταία.. ευκαιρία να δω και τη Μαίρη, γιατί πλακώθηκε πάλι με το Γιάννη... θα έρθω σε ξυπνήσω το πρωί.. και να σε κουράσω πάλι..".

    Πλύθηκα, ντύθηκα, στολίστηκα, νοικοκυρεύτηκα και μετά τσαντίστηκα γιατί κατάλαβα ότι και θα φάω δυό ώρες υστερο-Στρίνμπεργκ στη μάπα και δε θα γαμήσω, οπότε ξαναγδύθηκα, φόρεσα απλώς ένα πουλόβερ πάνω από το πουκάμισο, το οποίο άφησα έξω από το πρωινό παντελόνι, που έκανε και κουλτουρέ τότε, και πήγα στη Μαριάνα.

    Με περίμενε φορώντας το λιλά πουκάμισο ("Το 'πλυνα από προχτές - μη νομίζεις.."), ανοιχτό σε δυό κουμπιά και ένα χαϊμαλί με βελούδινες μαύρες φουντίτσες, μαύρη φούστα και καλσόν. Ντύσιμο για θέατρο. Είχαμε μισή ώρα κι ένα μπουκάλι Χατζημιχάλη που είχα φέρει για να μας βοηθήσει να την σπρώξουμε. Εφερε τα ποτήρια.

    Η λεπτομερής περιγραφή του σπιτιού παρέλκει, γιατί ο διάολος είναι σαρανταποδαρούσος. Φτάνει που στο σαλόνι, όπου καθόμασταν, υπήρχαν δύο καναπέδες αντικριστοί, λιτοί και αυστηροί στις γραμμές τους, με στόφα σε σάπιο μήλο και υφή ψιλο-κρεπ. Ανάμεσά τους ένα χαμηλό μεγάλο τετράγωνο τραπέζι, μαύρη λάκα, πάνω σε φο-υφαντό λεπτό χαλί. Πάνω από τον δικό μου καναπέ ένα ρεπροντουκσιόν, Ματίς, πάνω από τον δικό της, ντέξιον με βιβλία. Κυρίως θέατρο. Είδα και Μπέκετ, στ΄Αγγλικά. "Βαρύς", σκέφτηκα. Αν κοιμάσαι από κάτω και σου πέσει στο κεφάλι, δηλαδή, όχι τίποτ΄άλλο.

    Ετσι, στεκόμασταν σε απέναντι καναπέδες και πλαταγιάζαμε τα χείλη μας τάχα ότι γευσιγνωρίζαμε τον Χατζημιχάλη. Πού και πού λέγαμε κανά κουλό για την παράσταση που θα βλέπαμε και φυσάγαμε τον καπνό κατά πάνω, αλλιώς θα τον έριχνε στα μούτρα, ο ένας του άλλου. Πλησίαζε η ώρα να φύγουμε, το κρασί στέρεψε και έπιασε λίγο μούγγα. Ως οικοδέσποινα, μίλησε πρώτη:

    - Μήπως δεν θέλεις να πάμε θέατρο;
    - Δεν ξέρω... Εσύ, θέλεις;
    - Δεν ξέρω, μωρέ, έχω χαλαρώσει λίγο... είναι και το κρασί, ίσως...
    - Μήπως θέλεις να πάμε κάπου αλλού, να κάνουμε κάτι άλλο;

    Της βγήκε ένα πνιχτό γελάκι καθώς με κοίταξε αλανιάρικα:

    - Εσύ;... Θέλεις;
    - Εγώ ρώτησα πρώτος..

    Βλέμμα Ρίτας Χέιγουορθ, έσκυψε πάνω από το τραπέζι που μας χώριζε και στηρίχτηκε στους αγκώνες – το κρασί όντως την είχε πιάσει:

    - Θέλω..
    - Τί θέλεις;
    - Να κάτσουμε εδώ...
    - Σίγουρα; Αυτό θέλεις;
    - Ναι ... εσύ, δε θέλεις;
    - Ασε με εμένα, για σένα λέμε τώρα...
    - Θέ – λω...

    Χώρισε τις συλλαβές, με πολύ ερωτικό τρόπο, και φυσικά θυμηθήκαμε πάλι κι οι δυό τον παππούλη. Εσκυψα πάνω από το τραπέζι, προς συνάντησή της. Ακουμπούσαμε και οι δύο τα χέρια μας στο τραπέζι και οι φάτσες μας απείχαν 20 πόντους.

    - Για πάμε ξανά .. να χτυπάει η γλώσσα στον ουρανίσκο στο "λ"... δεν το μάθατε αυτό;
    - Θ-έ-λ-ω..
    - Τί θέλεις;
    - Ξέρεις τί... αυτό που θες κι εσύ, χα-χα...
    - Ασε τί θέλω εγώ, εσύ τί θέλεις περιμένω να ακούσω...
    - Θέλω – τί άλλο να σου πω...
    - Ναι, αλλά τί;
    - Θέ – λω.. θέλω...θ-έ-λ-ω..

    Εδωσε τρεις διαφορετικούς τονισμούς, Ζωΐτσα, Μελίνα, Αλίκη... Πουθενά η Μαριάνα... Κι όμως, είμασταν τώρα στους 10 πόντους... Προσπάθησα να το σώσω:

    - Μα τί είναι αυτά; Απ' το λαιμό; .... δεν σας έμαθε ο δάσκαλός σας να βγάζετε τη φωνή από το ηλιακό; ...δε σας έμαθε να φουσκώνουν χαμηλά τα πνευμόνια σας και να τεντώνουν τα τελευταία πλευρά;

    Είχα απλώσει το χέρι μου και την έπιανα χαμηλά, στα πλευρά στα οποία αναφερόμουν και τα οποία τώρα χάιδευα απαλά. Ηταν η πρώτη φορά που αγγιζόμασταν, η πρώτη φορά που την άγγιζα - και η δεύτερη που ακολούθησε δεν θα 'πρεπε να έχει έρθει ποτέ. Τέντωσε πράγματι τα πλευρά της, με μια βαθιά ανάσα, και εξέπνευσε τρεμάμενα πάνω στο πρόσωπό μου:

    - Θέλω, διάολε... τί άλλο να σου πω...

    Ο παρατηρητής θα έβλεπε ένα ερωτικό παιχνίδισμα κατσικιών εν εξελίξει και θα πρόσμενε τη στιγμή που θα σκύψει ο ένας εντελώς πάνω στα χείλη του άλλου, και θα πεταχτούν οι γλώσσες έξω, δηλαδή μέσα, και τα χέρια θα μανιάσουν πάνω στα πουκάμισα για να τα βγάλουν, πριν ψάξουν τα εκατέρωθεν απόκρυφα, και το δωμάτιο θα γεμίσει με λέξεις όπως "με τρελαίνεις", "τί μου κάνεις", "σβήνω μωρό μου" και τα τοιαύτα. Αλλά, δυστυχώς, εγώ δεν ήμουν παρατηρητής... Στους 10 πόντους, είσαι πολύ κοντά για να παρατηρείς.

    - Θα μου πεις, λοιπόν, τί ακριβώς θέλεις;
    - Λοιπόν, θέλω...
    - ..ναι...
    - Θ-έ-λ-ω, λέω...
    - ..ναι...
    - ...να δω πόσο πολύ με θέλεις...

    Με κοιτούσε με γλαρά μάτια απέραντης ηδυπάθειας. Ηταν όλη ένα χαμόγελο, όλη ένα υγρό και ανοιχτό αιδοίο...

    Και στο σημείο αυτό, αντί να περάσω το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά της για να την τραβήξω αυτούς τους 10 πόντους και να κολλήσω τα χείλη μου στα δικά της, όπως θα με ορμήνευα αν με σκηνοθετούσα, το σήκωσα και της άστραψα ένα δυνατό χαστούκι!

    Δέκα δευτερόλεπτα απόκοσμης σαστισμάρας... Αξέχαστο βλέμμα... Ποιό βλέμμα είναι πιο αλαφιασμένο από εκείνου που ξυπνάει από εφιάλτη; Το βλέμμα εκείνου που ξυπνάει σε εφιάλτη, σωστά... Ακολούθησε υστερικό ξέσπασμα: θα γράψει, ρε μαλάκα... δουλεύω αύριο... και σπαστική προσπάθεια να με χτυπήσει με το δεξί της χέρι, μέσα σε τσιρίδες και αναφιλητά.. Επιασα το χέρι της με το αριστερό μου, το κατέβασα και το έσφιξα πολύ δυνατά, πάνω στο τραπέζι... Πάγωσε. Θα πρέπει να είχα κι εγώ βλέμμα παρανοϊκού. Την κοίταξα στα βουρκωμένα και φουρκισμένα μάτια της: έχεις δίκιο, με συγχωρείς, με ύφος οδοντίατρου που ξέχασε την ένεση πριν πιάσει τον τροχό. Αντί του ορθού: δέκα δευτερόλεπτα μόνο κράτησε η συντριβή σου από την καταστροφή μιας ηδονικής βραδιάς; καμμία αίσθηση κινδύνου; δε φοβήθηκες μήπως είμαι κανάς τρελός και σε μαχαιρώσω; αμέσως στη μόστρα και στο πώς θα "πουληθείς" αύριο πήγε ο νους σου; σπικάζ κάνεις ρε βλαμμένη, δεν βγαίνεις στον πρωινό καφέ...

    Προσπαθούσε να ηρεμήσει.. Είχε αποτραβηχτεί στον καναπέ της με το χέρι της στο μάγουλο και κοιτούσε αλλού.. Εβγαλα το δαχτυλίδι μου και το ακούμπησα στο τραπέζι, πηγαίνοντας από τη μεριά της. Γύρισε, σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. Της άστραψα αμέσως μία με την ξανάστροφη στο άλλο μάγουλο. Ούρλιαξε κι άρχισε να κουνάει τα χέρια της δεξιά και αριστερά και να προσπαθεί, καθιστή, να με κλωτσήσει...

    Επαναλάμβανα συνεχώς την προτροπή "Ηρέμησε.." αλλά μάταια. Την κατέβασα πάλι κάτω, να κάτσει με τον κώλο στο χαλί, και τράβηξα το τραπέζι ώστε να την μαγκώσω με τον καναπέ στο ύψος της κοιλιάς και να έχει τα πόδια της αναγκαστικά κάτω από το τραπέζι, τεντωμένα. Γλίτωσα και τις κλωτσιές που προσπαθούσε να μου ρίξει, αλλά με τα χέρια εξακολουθούσε να με τραβάει, να με χτυπάει και να με γρατζουνάει.

    Η τύχη δεν υπήρξε ποτέ τσιγγούνα απέναντί μου, στα ελάσσονα. Τα χείλη της και η μύτη της δεν είχαν ανοίξει. Ηρέμησε, μη φοβάσαι... δεν έχει άλλο.. δε θα σε πειράξω.. για να ισορροπήσει το έκανα ... για να φαίνεται σαν κοκκίνισμα... ηρέμησε, σου λέω... ηρέμησε... τέλειωσε τώρα, πάει... Την βάστηξα αγκαλιά, ανεβαίνοντας στο τραπεζάκι. Αρχισα να της φιλώ τα μάγουλα στα οποία έτρεχαν τα δάκρυα και να λέω "σσσς..σσσς...". Δε με χτύπαγε πλέον, αλλά οι λυγμοί δε σταματούσαν. Τραβήχτηκα και την κοίταξα.

    Πόσο πιο τρελό μπορούσε να είναι το δικό μου βλέμμα από το δικό της; Πίσω από τα μάτια της, και δικαίως, τρέχαν όλες οι ταινίες κι όλες οι ιστορίες με rape date και παρανοϊκούς δολοφόνους... Δεν αμφέβαλα: σκεφτόταν όλες τις τοποθεσίες στο σπίτι της όπου υπήρχαν μαχαίρια και ψαλίδια και με ποιά αφορμή θα μπορούσε να με αποσπάσει για να φτάσει εκεί.

    Απομακρύνθηκα λίγο από το πρόσωπό της αλλά δεν κατέβηκα από το τραπεζάκι και έτσι δεν μπορούσε να το σπρώξει πέρα, παρότι δοκίμασε. Μου αναγνωρίζω το ότι είμαι απολύτως ψύχραιμος όταν τα έχω εντελώς χαμένα. Οπως ο αληθινός παίκτης, που στις πεντέμισι το πρωί ζητάει έναν ακόμη μονό, αν και ξέρει πως το τραπέζι δεν θα γυρίσει πια. Προσπάθησα να μιλήσω με σταθερή φωνή, μολονότι κατέρρεα...

    - Πάμε πάλι την άσκησή μας.. Λοιπόν, τί θέλεις;

    Με κοίταξε σαν να είμαι ούφο. Αρχισε να φτύνει κλαίγοντας:

    - Να φύγεις παλιομαλάκα, αυτό θέλω ... να φύγεις.. να τσακιστείς να φύγεις... αμέσως.. έξω από το σπίτι μου... αλήτη... φύγε ρε πούστη, φύγε...
    - Ηρέμησε...
    - ... τί θες από μένα; ... φύγε ρε αλήτη.. αει γαμήσου κι άσε με ήσυχη... φύγε... τί άντρας είσαι εσύ, ρε πούστη; .. τί σου 'κανα; ... φύγε σου λέω, φύγε.. γιατί δε φεύγεις;...

    Νέος γύρος υστερίας... Κούναγε τα χέρια, να με φτάσει να με χτυπήσει και μου έγδαρε το λαιμό... λέγοντας συνέχεια φύγε ρε πούστη ... φύγε απ΄το σπίτι μου... φύγε...

    Καμμιά γυναίκα να μην βρεθεί ποτέ στη θέση να ξεστομίσει τέτοιες λέξεις και κανείς άντρας να μην ακούσει ποτέ αυτές τις λέξεις, γιατί δεν υπάρχει delete για να τις σβήσει, όσα χρόνια και να περάσουν κι ό,τι κι αν ειπωθεί μετά...

    Επρεπε να σταματήσω τα χέρια της, όχι μόνο γιατί με χτύπαγε, αλλά γιατί η υστερία είναι μεγάλη ρουφήχτρα του μυαλού. Στις αψιμαχίες μας το χαϊμαλί είχε κοπεί, μαζί και το τρίτο κουμπί και τώρα το πουκάμισό της έχασκε ανοιχτό και αποκάλυπτε το αθλητικό σουτιέν που φορούσε, απ΄αυτά που ανοίγουν από μπροστά. Επιασα το πουκάμισο και το κατέβασα χαμηλά στα μπράτσα, χωρίς να το ξεκουμπώσω κι άλλο, και το μάγκωσα έτσι που τα χέρια της να περιορίζονται από αυτό. Οι κλείδες της είχαν τώρα αποκαλυφθεί και ήταν πράγματι μαγευτικές, ο ιδεώδης χώρος για να χάνεται κανείς και να μουγκρίζει όταν χύνει, μ΄ ένα γυναικείο χέρι να μπλέκεται στα μαλλιά του και δυό σφιχτά πόδια να κλειδώνουν τη μέση του. Τώρα, όμως, ήταν πολύ αργά για κάτι τέτοιο...

    Μπορούσε να τεντωθεί και να σπάσει το τέταρτο κουμπί, ή να ανα-τιναχτεί και να προσπαθήσει να ανεβάσει το πουκάμισο πίσω στους ώμους, για να ελευθερώσει τα χέρια της. Δεν το έκανε. Κάρφωσε το βλέμμα της στο κενό και ξεφυσούσε. Σταμάτησε και να μιλά. Το πιθανότερο, πίστευε ακόμη πως θα την βιάσω και μάζευε τις σκέψεις της για να αντιδράσει. Κάθισα πάνω στα γόνατά μου στο τραπέζι και την κοίταξα:

    - Θα φύγω.. μην ανησυχείς... θα φύγω... μόλις μου πεις τί ακριβώς θέλεις...

    Γύρισε και με κοίταξε. Αυτή τη φορά το βλέμμα ήταν ξεκάθαρο, διαμαντένιο.

    - Θέλω να βγεις αμέσως έξω και μόλις κατέβεις κάτω να σε πατήσει ένα αυτοκίνητο... αυτό θ-έ-λ-ω... θέλω να μην υπάρχεις... το καταλαβαίνεις αυτό;

    Μίσος... Μίσος... Μίσος... Απλό και απόλυτο μίσος... If looks could kill, they probably will – το είχαμε ακούσει και αυτό στο μπαρ εκείνο το βράδυ που γνωριστήκαμε...

    Εφτυνε καθώς μιλούσε, τα χείλη της στις άκρες είχαν σάλια. Η φωνή της έβγαινε από το στομάχι. Οταν έλεγε "θ-έ-λ-ω" νόμιζες πως θα τρίξουν τα τζάμια.

    Ετσι μπράβο! Ηταν ζωντανή λοιπόν η Μαριάνα... Και ήξερε απολύτως τί ήθελε εκείνη τη στιγμή... Και αυτή, ήταν σίγουρα η Μαριάνα - ούτε Εντα Γκάμπλερ, ούτε Σάρα Κέιν.. Ηταν Μαριάνα, 100%... Ημουν λοιπόν παρανοϊκός: είχα την απαίτηση να είναι η Μαριάνα 100% και όταν θα κάναμε έρωτα... Φτου μου, και πάλι φτου μου...

    - Είδες λοιπόν που δε θέλεις αυτό που θέλω και γω; Άλλα μου 'λεγες πριν..
    - Γιατί δεν είχα καταλάβει τί μαλάκας είσαι...
    - Αλλά το τί θέλω εγώ, το είχες καταλάβει, ε;

    Παύση.. Συνερχόταν πάντως. Πνευματικά, εννοώ. Δεν είχα πει την αλήθεια. Ηθελα να φύγω. Αλλά δεν μπορούσα. Δεν μπορούσα να την αφήσω εκεί, να κατασκευάσει τις ερμηνείες που θα την βόλευαν. Οταν αρχίζω μια γαμημένη δουλειά, θέλω να την τελειώνω.

    - Καταλαβαίνεις τώρα τη διαφορά; Βλέπεις τί θα πει, πραγματικά, "θέλω";
    - Ρε, άντε χέσε με...με τις μαλακίες... ποιός νομίζεις ότι είσαι;...

    Είχα αρχίσει να τσαντίζομαι με τις βρισιές της κι ακόμη περισσότερο, μου την έδινε που κατάφευγε σε αυτόν τον τρόπο για να βγάλει την έντασή της, τώρα που καταλάβαινε σιγά-σιγά ότι δεν σκόπευα να τη βιάσω. Αρπαξα το στόμα της, με τον αντίχειρα στο ένα μάγουλο και τον δείχτη στο άλλο, και το πίεσα με δύναμη, χωρίζοντας την άνω από την κάτω γνάθο. Μούγκρισε και με κοίταξε αλαφιασμένη, νομίζοντας ότι θα την ξαναχτυπήσω..

    Εσκυψα και έχωσα τη γλώσσα μου στο μισάνοιχτο στόμα που κρατούσα ακόμη σφιχτά. Δεν αντιδρούσε. Της κράτησα το κεφάλι πίσω, από το μέτωπο, και άρχισα να γλείφω και να δαγκώνω το λαιμό της, αργά και μεθοδικά, πάνω – κάτω, πάνω – κάτω.. Η Μαριάνα δε μιλούσε, αλλά ανέπνεε, όλο και πιο βαθιά... Καθώς κατέβηκα στο θώρακά της προσπάθησε να κατεβάσει το κεφάλι της. Την άφησα. Αρχισε να με φιλάει στο κεφάλι, στο αυτί και στο λαιμό. Ανοιξα το σουτιέν και άρπαξα με λαίμαργα χέρια τα στήθη της. Μούγκριζε και μου δάγκωνε το αυτί, έστριβε τη γλώσσα της μέσα του, καθώς στριφογύριζα μπρούμυτα πάνω στο τραπέζι για να υλοποιήσουμε το πιο γελοίο necking στην ιστορία του σύμπαντος. Εβαλα τη γλώσσα μου στην κάτω μεριά του δεξιού της στήθους, ακριβώς κάτω από τη θηλή, και άρχισα να την τινάζω πάνω–κάτω, κάνοντας το στήθος της να χοροπηδάει. Η αντίδρασή της με έπεισε πως έπρεπε να κάνω το ίδιο και με το αριστερό, πριν αρχίσω να της ρουφάω και να της δαγκώνω τις ρώγες. Μέσα στα μικρά βογγητά της, ένιωσα ότι προσπαθούσε να ελευθερώσει τα χέρια της. Σήκωσα το κεφάλι και την φίλησα πολύ απαλά στα χείλη.

    - Μήπως τώρα θέλεις να μου πεις τί ακριβώς θέλεις;

    Ψιθύρισε κάτι, ξέπνοα. Της χάιδευα τα στήθη, μαγκώνοντας τις ρώγες της στα δάχτυλά μου..

    - Πιο δυνατά... δε σ΄ακούω...
    - Θέλω-να-με-γαμήσεις...

    Εστριψα με όλη μου τη δύναμη τη ρώγα της. Τσίριξε.

    - Πάμε πάλι, πιο σωστά...

    Εσκυψα προς το μέρος της, είχε έναν φριχτό μορφασμό, από τον οξύ πόνο, και χωρίς να αφήσω τη ρώγα της, κόλλησα το αυτί μου στα χείλη της. Ισα που τα κουνούσε, νομίζω πως μόνο ο αδιαμόρφωτος αέρας από τα πνευμόνια της γλίστρησε στ΄αυτί μου.

    - Θέλω.. να... χύσω...

    Αφησα τη ρώγα της και τραβήχτηκα μισό μέτρο πίσω. Την καμάρωνα, ήταν πανέμορφη, παρόλο το άθλιο χάλι στο οποίο βρισκόταν, σαστισμένη, θολωμένη, κλαμένη, κόκκινα μάγουλα, άκομψη στάση σώματος. Γνώριζα φυσικά, ότι απλώς μετέφερε την έντασή της σε άλλη διέξοδο. Αλλά ήταν κι αυτό κάτι.

    Σηκώθηκα από το τραπεζάκι. Το τράβηξα και την απελευθέρωσα. Εψαξα τα τσιγάρα μου που είχαν πέσει κάτω και τα έβαλα στην τσέπη. Δεν έκανε καμμία προσπάθεια να σηκώσει το πουκάμισο. Με κοιτούσε σαστισμένη με τα χέρια να κρέμονται παράλυτα στο πλάι. Ισως πιο σαστισμένη κι από την ώρα του χαστουκιού.

    - Τί κάνεις; Πού πας;
    - Φεύγω.. να φύγω δε μου λες τόσην ώρα;
    - Είσαι πολύ μαλάκας... έλα δω...

    Ηταν ακόμη καθισμένη κάτω, με την πλάτη να ακουμπάει στον καναπέ. 'Εσκυψα πάνω της, της σήκωσα το πουκάμισο πίσω στους ώμους. Απλωσε το χέρι της και αρπάχτηκε από το πουλόβερ μου. Της το κατέβασα. Με κοιτούσε.

    - Μπορεί και να είμαι... απόψε μάθαμε το "θέλω".. μιαν άλλη βραδιά, ίσως μάθουμε και τα παρακάτω... εξάλλου, απόψε, ήρθα προετοιμασμένος για θέατρο...

    Τη φίλησα στο μέτωπο και γύρισα να φύγω. Εμεινε ακίνητη. Ανοιξα την πόρτα, πάτησα το φως, τράβηξα την πόρτα πίσω μου και ξεχύθηκα στις σκάλες. Πονούσα από την κάβλα, αλλά τουλάχιστον είχα γλιτώσει τον Στρίνμπεργκ.



    ------------------
    Αυτό που μου αφηγήθηκες, δεν είναι παρά ένα ρομάτζο.
    Και το κακό με τα ρομάτζα είναι πως μόλις τελειώσουν, δεν αφήνουν πίσω καθόλου ρομαντισμό.

    Οσκαρ Γουάιλντ, Ντόριαν Γκρέι
     
  2. zinnia

    zinnia Contributor

    χμ...

    τι δυσκολα που ειναι να αρθρωσεις τα θ - ε - λ - ω σου....


    μια ζωη μου πηρε κι ακομη το παλευω... με τα πισογυρισματα και τις ενοχες και τους φοβους μηπως τα θ-ε-λ-ω μου δεν γινουν αποδεκτα και μεινω στην ακρη με τη ματαιωση και ο,τι αλλο γενναει μια "υποτιθεμενη" αρνηση εκπληρωσης...


    κοιτα να δεις ποσο περιεργη ειναι η ζωη...μολις τις τελευταιες μερες μου γινε χειροπιαστο τι ειναι αυτο που Δ-Ε-Ν Θ-Ε-Λ-Ω...
     
  3. Apollyon

    Apollyon God's Demon Contributor

    Τεράστια λέξη το θέλω ...
     
  4. female

    female Contributor



    Συγκινητική η ορμή των θέλω σας DreamMaster...!
    Περίεργο όργανο αυτό το ανθρώπινο μυαλό...

     
  5. Mikra_Psemata

    Mikra_Psemata Contributor

    Απάντηση: Λογοθεραπεία

    και δαρμενη και κλαμενη και αγαμητη..
    Ασχημο καρμα η κοπελιτσα..
     
  6. zinnia

    zinnia Contributor

    ναι ..αλλα ΤΙ μαθημα..
     
  7. Mikra_Psemata

    Mikra_Psemata Contributor

    Απάντηση: Re: Λογοθεραπεία

    Σιγα μη το καταλαβε...
    το γιατι τελικα δε την πηδηξε θα ηταν ο ασβεστος καημος της... ...
    μεχρι να γινει..
    κ αν δεν εγινε ποτέ...
    ακομη αυτο τον καημο θα κουβαλαει..
     
  8. zinnia

    zinnia Contributor

    Αν δεν το καταλαβε...κακο του κεφαλιου της..και του Στρινμπεργκ βεβαιως-βεβαιως  
     
  9. alnair

    alnair Regular Member

    Απάντηση: Λογοθεραπεία

    Έχω την υποψία ότι, αν αντί για "θέλω" έλεγε "είναι βαθύτερη ανάγκη μου", θα τον συγκινούσε περισσότερο.
     
  10. Astarty

    Astarty Contributor

    Re: Απάντηση: Λογοθεραπεία

    Σιγά μην ήταν βαθύτερη ανάγκη της να γαμηθεί! Βαθύτερη ανάγκη είναι να μην είσαι μόνος, να μην έχεις κάποιον να δώσεις την τρυφερότητα σου.
    Το σεξ έπεται.
     
  11. Guest05

    Guest05 Guest

    Θέλω να κάψω τη δεσποινίδα Τζούλια (του Στρίνμπεργκ) μέσα στο θέατρο που θα ανεβάζει την παράσταση. Είναι να μην έχεις ενοχές 12 χρόνια μετά, καλέ μου Ντριμ;
     
  12. zeugari

    zeugari New Member

    Αλήθεια τι απέγινε η Μαριάννα? και δεν εννοώ τα του έξω (δουλειά κτλ κτλ) αλλά τα του έσω.