Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μένος

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 2 Φεβρουαρίου 2019.

  1. Dux

    Dux Regular Member

  2. kathreuths

    kathreuths New Member

    Τι?? Σε σοκαρα???   
     
  3. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Πες μου…

    - Τι;

    Δεν της απάντησε

    - Θες να μάθεις γιατί είμαι εδώ;

    - Αν αυτή την ερώτηση θες να απαντήσεις

    - Ναι θέλω!

    Τύλιξε μεθοδικά τα λιγκουίνι στο πιρούνι του, έβαλε τη μπουκιά στο στόμα κι ύστερα με τα δάχτυλα του άλλου χεριού, ψάρεψε ένα τσέρι απ’ το πιάτο του και της το ακούμπησε στα χείλη. Η κίνηση ήταν ξαφνική. Δεν άνοιξε το στόμα της, δεν τραβήχτηκε, τα μάτια της πρώτα κοίταξαν χαμηλά κι ύστερα καρφώθηκαν στα δικά του.

    - Κλείστα

    Τα μάτια της παρέμεναν καρφωμένα στα δικά του, στην αρχή μεγάλωσαν, μια σπίθα έπαιξε μέσα τους κι ύστερα έκλεισαν με μια αδίστακτη ορμή και σφάλισαν. Αντιλήφθηκε το ντοματίνι να πιέζεται στα χείλια της, δεν τα άνοιγε όμως κι ούτε της το ζήτησε. Αισθάνθηκε το ακόμη ζουμερό φρούτο να συγκρούεται και να χάνει τη μάχη. Το πιγούνι της γέμισε ζουμιά που έτρεχαν.

    - Άνοιξε το στόμα σου

    Τα μάτια της σφιχτά κλεισμένα, τα χείλια της πεισματικά κλειδωμένα. Άκουσε το γέλιο του, τον αισθάνθηκε να σηκώνεται απαλά απ’ τη θέση του. Δε θα άνοιγε το στόμα της, ήταν η απόφαση της κι όμως της είχε επιβληθεί και τα βλέφαρα της δεν κουνιούνταν, δεν έβλεπε. Τα χέρια του βρέθηκαν στον αυχένα της, μαλακά την πίεζε. Κατάλαβε πως το ντοματίνι τριβόταν απ’ το σβέρκο ως το λαιμό της. Η υγρασία της άφηνε μια πληγωμένη χαρά, μια αηδία που φαγητά κύλαγαν πάνω της και μια αδυναμία να πει όχι. Ήθελε να σταματήσει. Αμέσως. Έμοιασε να διάβασε μέσα της, ίσως την πρόδωσε κάποιο σφίξιμο.

    - Να σταματήσω; Ψιθύρισε αλλά μακριά απ’ το αυτί της κι ύστερα συνέχισε: είσαι έτοιμη ν’ αυτονομηθείς;


    Δεν καταλαβαίνω τι μου λέει, γιατί νιώθω έτσι, δυσάρεστα, κάτι ύπουλο να με καμαρώνει απ’ την ψυχή μου και να μη μπορώ να του αντισταθώ. Αντιλαμβανόταν να βρίσκεται παντού γύρω της, να κινείται, να την αγγίζει με τα δάχτυλα κι ύστερα να τραβιέται, μα κάτι λυσσαλέα μέσα της απέτρεπε τα μάτια της ν’ ανοίξουν. Σαν ένα έντομο να κινιόταν στο χώρο, κάτι ενοχλητικό, κάτι που σε τρομάζει και δεν ξέρεις γιατί και δε μπορείς να αποφύγεις τον τρόμο που σου προκαλεί κάτι τόσο μικρό, τόσο ανίσχυρο μπροστά στο μεγαλείο του να είσαι άνθρωπος, ανώτατη νοημοσύνη, υψηλές ικανότητες κι όμως η μικρότητα σου όταν δεν κοιτά κανείς, ν’ αποδεικνύει πόση θνητότητα διαθέτεις.


    - Θέλω να σου δέσω τα μάτια

    - Δε θα τα ανοίξω

    - Θέλεις όμως.

    - Θέλω, αλλά δε θα το κάνω.

    - Γιατί;

    - Γιατί;

    - Με ρωτάς αυτό που σε ρωτώ;

    - Με ρωτώ αυτό που με ρωτάς.

    Άκουσε την ανάσα του να βγαίνει αργά

    - Γιατί δεν τα ανοίγεις;

    Ο θυμός της δε μπορούσε να συγκρατηθεί, δεν καταλάβαινε την οργή της, δεν καταλάβαινε αυτόν και τα παιχνίδια του, ήταν ο ίδιος κι όμως της ξέφευγε, κάποιος άλλος, κάποιος που ήθελε… ήθελε… ήθελε. Ήθελε να φτάσει, να καλύψει, να ξεπεράσει. Ήθελε να πέσει να τον λιώσει, δικός της να γίνει, να της το πει, γονατιστός. Να του κάνει ό,τι της κάνει. Ήθελε κι ήθελε κι ο θυμός ανέβαινε. Κι εκείνος την πίεζε.

    - Γιατί δεν τα ανοίγεις;

    - Δεν ξέρω. Εντάξει; Δεν ξέρω.

    - Γιατί δεν τα ανοίγεις;

    - Παράτα με!

    - Πως με λένε;

    - Άντε γαμήσου!

    - Γιατί δεν ανοίγεις τα μάτια σου;

    - Πες το αλλιώς εντάξει, απλά πες το κάπως αλλιώς, ή σκάσε! Κάνε κάτι και βοήθησε με.

    - Θέλεις να ανοίξεις τα μάτια σου δηλαδή;

    - Ναι θέλω.

    - Με εμπιστεύεσαι;

    - Όχι.

    - Άνοιξε τα

    Και τα μάτια της άνοιξαν


    - Τι ήταν αυτό που συνέβη πριν;

    - Δεν ξέρεις;

    - τς

    - Γιατί χώρισες με τον αρραβωνιαστικό σου;

    - Δεν είναι δική σου δουλειά.

    - Συμφωνώ, αλλά γιατί χωρίσατε;

    - Ήθελε πράγματα που δεν ήθελα εγώ.

    - Είπες όχι ή τον χώρισες;

    - Έκανα αυτό που έπρεπε.

    - Έκανες;

    - Ναι έκανα!

    - Κλείσε τα μάτια σου

    - Όχι δεν τα κλείνω και δε θα τα ξανακλείσω ποτέ!

    - Θα στα κλείσω εγώ τότε

    - Όχι.

    - Εμπόδισε με.


    Κινήθηκε με μεγάλη ταχύτητα προς το μέρος της, υπήρχε σφοδρότητα αλλά όχι αγριάδα. Στην αρχή δεν ένιωσε να απειλείται, ύστερα όμως είδε το φουλάρι στα χέρι του και θέριεψε μέσα της, ετοιμαζόταν να μην τη σεβαστεί και αυτό δε θα το επέτρεπε, τώρα το ένιωθε: αφού δεν ήταν αυτός που ήθελε να είναι, ήταν καλύτερη του και θα τον έκανε να το καταλάβει.


    Σηκώθηκε όρθια κι έπιασε τα χέρια του, κανένα σοκ δε φάνηκε στο βλέμμα του, δεν έμοιαζε σε τίποτα με τη σοκαρισμένη παραίτηση στην έκφραση του πρώην της, ένα χαμόγελο σκληρό είχε αντικαταστήσει την πραότητα στο στήσιμο του προσώπου του. Το αριστερό της χέρι έσφιγγε το δεξί καρπό του, μα δεν πρόλαβε να κάνει το ίδιο με τον αριστερό. Το χέρι του παρέμενε ελεύθερο να αποκρούει τα άτσαλα χτυπήματα της. Την έσπρωξε και την κόλλησε στο ντουλάπι πίσω τους.

    - Είσαι αδύναμη και λίγη έτσι δεν είναι;

    - Όχι δεν είμαι!

    - Τότε δέσε με…

    - Δε μ’ ενδιαφέρει, είπε αγκομαχώντας με τις κινήσεις της να καταρρίπτουν τη λογική της.

    - Είσαι τίποτα

    Το ελεύθερο χέρι της τον χαστούκισε. Το χαμόγελο του γλύκανε. Κόλλησε το σώμα του πάνω στο δικό της. Τα ενωμένα δάχτυλα της έσκιζαν τον καρπό του

    - Τι θες;

    - Δε θέλω τίποτα, θέλω μόνο να πάω σπίτι μου.

    Κάτι τρεμόπαιξε στα μάτια του.

    - Εντάξει λοιπόν, είπε και την παράτησε. Στην αρχή δεν κατάλαβε και δεν άφησε τον καρπό του, όμως εκείνος τραβήχτηκε. Όταν δεν κατάλαβε και δεν τον άφησε, της είπε: άφησε με.

    Τράβηξε τα χέρια της ντροπιασμένη. Αποσβολωμένη. Δεν καταλάβαινε τι είχε συμβεί.


    Της πρόσφερε το χέρι του σε χειραψία. Χωρίς να καταλαβαίνει τι συμβαίνει, του το έδωσε.

    - Καληνύχτα, της είπε.



    Δεν της έδωσε καμία άλλη σημασία, μάζεψε τα πιάτα και τα έβαλε στο νεροχύτη, ενώ εκείνη παρέμενε στην ίδια θέση ακίνητη. Ύστερα έσβησε τα φώτα και σα να μην υπήρχε, πήγε στο υπνοδωμάτιο του. Τον άκουσε να μπαίνει μέσα απ’ τα σκεπάσματα και μετά έσβησε το φως. Έμεινε μόνη στο σκοτάδι, στο ξένο σπίτι. Στο σπίτι του. Κανένας ήχος, καμιά οικειότητα με το χώρο. Μια δυσάρεστη αίσθηση ντροπής, κατάπληξης και θυμού για τον εαυτό της, για ‘κεινον. Ρωτούσε και απαντήσεις δεν υπήρχαν και το σκοτάδι αδιαπραγμάτευτο. Πώς να κουνηθεί; Που να πάει; Μακάρι το φως να ήταν άπλετο. Ίσως τότε κάτι να έβλεπε, ή ίσως τότε να έβλεπε λιγότερα. Αισθάνθηκε να τρομοκρατείται, ακινητοποιημένη. Που να πάει; Πώς να φύγει; Δεν ήθελε να φύγει. Δεν ήθελε να είναι εκεί. Δεν ήθελε αυτή την ησυχία. Της έλειπε ο καρπός του, της έλειπε η κίνηση του, ήθελε τα λόγια του.



    Σα βόγκος βγήκε από μέσα της, έμοιαζε με θρήνο κι ερχόταν από ψηλά. Λέμε όταν κάτι έρχεται από μέσα μας πως έρχεται από βαθιά και χαμηλά, όμως εκείνη τη στιγμή το ένιωθε να έρχεται από ψηλά, πολύ ψηλά, της πίεζε το κεφάλι, το σώμα της πονούσε και δεν είχε σταματήμο. Στην αρχή παρά την ησυχία, ήταν τόσο σιγανά τα λόγια της που τίποτα δεν ακούστηκε. Κι ύστερα μια θυμωμένη ιαχή έσκιζε τη νύχτα, παρατεταμένα

    - Πού εισαι;

    - Πού είσαι;

    - Που στο διάολο είσαι;


    Δεν ήξερε από πού, δεν ήξερε από που ερχόταν, δεν ένιωσε καμιά παρουσία, κανένα μαγνητισμό. Το φως άναψε αιφνίδια και δεν έβλεπε τίποτα πια…


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
    Last edited: 10 Φεβρουαρίου 2019
  4. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Κλείσε τα μάτια

    - Όχι δεν τα κλείνω

    - Αν δεν τα κλείσεις το μάτι σου δε θα εγκλιματιστεί στο φως. Εκτός κι αν προτιμάς να το σβήσω πάλι

    - Ναι σβήστο.

    Το φως έσβησε

    - Άναψε το σε παρακαλώ

    - Το ανάβω ή μένει σβηστό;

    - Δεν ξέρω

    Η φωνή της ακούστηκε παραπονιάρικη, χαμένη. Δεν της άρεσε καθόλου αυτό. Δεν της άρεσε που ακουγόταν αδύναμη, τελειωμένη κατά κάποιο τρόπο. Ήθελε να έχει έλεγχο. Που να πάει; Πως;


    Αισθάνθηκε μια κίνηση. Και την επόμενη στιγμή βρισκόταν δίπλα της. Έπιασε το χέρι της με το δικό του.

    - Ηρέμησε, είπε κι ακούστηκε η φωνή του μαλακή, αλλά κατά κάποιο τρόπο ηλεκτρισμένη.

    - Ήρεμη είμαι

    Ένιωσε τα χείλη του να γαργαλούν με τον αέρα της φωνής το αυτί της: ‘’όχι δεν είσαι. Να φύγω’’;

    Δεν του απάντησε.

    Της άφησε το χέρι και τον άκουσε ν’ απομακρύνεται.

    - Σε παρακαλώ άναψε το φως, ή οδήγησε με κάπου.

    - Όχι! Θα διαλέξεις. Θα σε πάρω ή θα ανάψω το φως;

    - Δεν ξέρω ό,τι θέλεις εσύ.

    - Ότι θέλω εγώ;

    -…

    - Ό,τι θέλω εγώ;

    -…

    - Αποφάσισε! Ό,τι θέλω εγώ, ή ό,τι θέλεις εσύ;

    - Σε μισώ

    - Μισείς εμένα, το φως, ή την ισορροπία;

    - Κράτα με

    - Όχι! Θα μου αιτιολογήσεις γιατί να σε κρατήσω και γιατί να μην ανάψω το φως.

    - Δε θέλω να πω τίποτα, θέλω μόνο να με πας κάπου αλλού. Να μου δείξεις πώς να φτάσω στην πόρτα.

    - Θέλεις να φύγεις;

    -…

    - Θέλεις να φύγεις;

    -…

    - Θέλεις…

    Τον έκοψε αμήχανα

    - δεν ξέρω

    κι ακούστηκε σαν παιδούλα που πραγματικά ο κόσμος της έχει διαλυθεί.

    - Θα ανάψω το φως

    - Δε θέλω φως

    - Τι θέλεις τότε; ακουγόταν εκνευρισμένος, ή ανυπόμονος. Υπήρχε μια νότα χαρωπή, σαν να προσποιούταν

    - Να με πάρεις απ’ το χέρι

    - Γιατί;

    - Για να με …

    - Γιατί;

    - Δεν καταλαβαίνω

    - Γιατί να το κάνω εγώ αυτό;

    - Τι θέλεις να σου πω; Εξήγησε μου.

    Τον μισούσε τόσο πολύ, ήθελε να τον χαστουκίσει, ήθελε να τον σπρώξει, ήθελε να τον δει να πέφτει κάτω και να βάζει τα κλάματα πονώντας. Αισθανόταν τόσο λίγη. Μικρή.

    Σα να τη λυπήθηκε, πήρε μια ανάσα αργή και δυνατή και ήρεμα, σχεδόν σα να κινούνταν η σιωπή της είπε: ‘’με εμπιστεύεσαι’’;

    Η σιωπή κράτησε για ώρα. Τον άκουγε σα να έκανε κύκλους γύρω της μες στο σκοτάδι. Όσο κι αν ήταν αδύνατο, έμοιαζε τη μια να βρίσκεται στην άλλη άκρη, την άλλη αριστερά. Αισθάνθηκε την ανάσα του πίσω της κι όμως πίσω ήταν μόνο το ντουλάπι. Ξανά της ήρθε ο τρόμος ενός θανατηφόρου εντόμου, που δεν το έβλεπε κι όμως μπορούσε να της χύσει δηλητήριο. Βούιζε, μαγάριζε, ερέθιζε, ηλέκτριζε. Μια εδώ, την άλλη εκεί.


    Όλη αυτή την ώρα ακουμπούσε με δύναμη στο ντουλάπι πίσω της. Οι ώμοι ενοχλούνταν απ’ την πίεση. Αναζητούσε μέσα της εκείνο το κουράγιο που θα κάνει τη φωνή, στατική, ξεκάθαρη, αγέρωχη… επαγγελματική. Της φάνηκε πως το πέτυχε.

    - Για τώρα θα σε εμπιστευτώ.

    Αμέσως, κατάλαβε το λάθος της. Το πριγκηπικό σνομπ ύφος δε θα μπορούσε ποτέ να τον πείσει. Τον άκουσε μόνο να γελάει κάπου απ’ το βάθος. Κι ύστερα το συρόμενο κούφωμα άνοιξε και αέρας κρύος μπήκε μέσα. Η λεπτή μακό φόρμα έβαζε τον αέρα απ’ τα μπατζάκια.


    - Σταμάτα το!

    - Αποφάσισε τι θες να κάνω

    - Γιατί θα το κάνεις αν το πω;

    - Ναι. Εσύ έχεις τον έλεγχο… αν με πείσεις.

    - Άναψε το φως, του είπε με μια ανάσα για να μη δώσει την ευκαιρία στη φωνή της, να την προδώσει. Κι έπειτα έκλεισε τα μάτια της γρήγορα, σφιχτά. Μόλις εντόπισε μέσα απ’ τα βλέφαρα την ένταση του φωτός, τα άνοιξε και τα ξανάκλεισε αμέσως. Ύστερα τα ξανάνοιξε. Καθόταν στον καναπέ κι έπινε ουίσκι. Έδινε την εντύπωση πως δεν είχε σηκωθεί καθόλου από ‘κει.


    - Φεύγω, η αποφασιστικότητα στη φωνή, την έκανε να καμαρώνει.

    - Εσύ ξέρεις. Κανένας τόνος, κανένας χρωματισμός.

    Κάτι μέσα της παραπάτησε.


    Ήξερε πως ήταν λάθος κι όμως ανοίγοντας την πόρτα, καταρρίπτοντας τον εαυτό της δεν αντιστάθηκε και ρώτησε

    - Μπορώ να ξανάρθω;

    Δεν απάντησε αμέσως. Ήπιε μια γουλιά, άναψε το τσιγάρο για την τελευταία τζούρα κι ύστερα σα να αντέγραφε τον προηγούμενο τόνο της, κοιτώντας το ποτήρι του, είπε:

    - Για τώρα θα πω ναι


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  5. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Βλέπεις το χρόνο που έχει περάσει ανάμεσα σε δυο σημαντικά γεγονότα κι άλλες φορές αναρωτιέσαι πως ήταν δυνατόν να περίμενα τόσο πολύ. Άλλες πάλι, σου φαίνεται αδιανόητο πως οι άνθρωποι μπορούν τόσο πολύ να παθιάζονται και ν’ ασχολούνται, σαν μονομανία με ένα μόνο πράγμα. Όμως, είναι αλήθεια πως οτιδήποτε χαρακτηρίζει τη σεξουαλική μας ταυτότητα αν δεν είναι απενοχοποιημένο, πάντα φυλακίζει ένα κομμάτι του μυαλού, που μοιάζει να είναι μονίμως έτοιμο να ερωτευτεί, ή να παρατήσει τα πάντα για να πάει να ψωνιστεί. Όταν ονομάζεις την όρεξη σου, τη θέληση σου, προστυχιά ή τρέλα, ανοίγεις στην πραγματικότητα την πύλη για την αληθινή τρέλα, εκείνη που δε σε αφήνει λεπτό, να είσαι για όλα τα άλλα, που σ’ αφορούν.


    Μπορεί να μην ήξερα πως να φτάσω σε αυτά που επιθυμούσα, ήξερα όμως ποια ήταν κι αυτό με ηρεμούσε. Μπορούσα να το βάζω στην άκρη και στη διάρκεια της μέρας, ή τις πιο πολλές φορές της εβδομάδας να μην ασχολούμαι με αυτό. Είχε όμως κάτι αλλάξει. Είχαν συμβεί αυτά που είχαν συμβεί, ήξερα που ήθελα να την φτάσω, να μας φτάσω. Ήθελα εκείνη να αλλάξει, αλλά κι εγώ να μετατοπιστώ. Έμοιαζε κάτι πάντως, να είναι ακαθόριστο. Στη μέση βρισκόταν η Κατερίνα. Εμένα δε με πείραζε, δε με επηρέαζε αυτό, αλλά ήταν η φύση της δικής τους σχέσης, που με προβλημάτιζε και που τελικά κατά κάποιο τρόπο νεύρωνε περισσότερο την ιδέα του οικοδομήματος που θέλησα να στήσω. Θα ήταν κάτι διαφορετικό, άρα δε θα μπορούσε να το αισθανθεί σαν προδοσία προς την Κατερίνα. Ένα άλλο είδος σχέσης.


    Γενικά, εκείνες τις ημέρες που ακολούθησαν είχα μια νευρικότητα. Είχε ρωτήσει αν θα μπορούσε να ξανάρθει κι όμως από τότε δεν είχε εμφανιστεί με κανένα τρόπο και ούτε εγώ είχα πάει στο σούπερ μάρκετ. Είχε όμως στείλει πολλά μηνύματα η Κατερίνα και κάποιο πρωί, μου έστειλε καφέ και σοκολατόπιτα στη δουλειά, απ’ το ντελιβεράδικο που παίρναμε κι οι δύο. Το συγκεκριμένο ζήτημα με απασχολούσε πάρα πολύ, αλλά δεν ήταν σε πρώτη φάση δική μου η απόφαση, εκείνη είχε να δώσει μια μάχη με τον εαυτό της, την οποία τη σεβόμουν. Δε θα ήθελα να διαρρήξω ένα τέτοιο δέσιμο, δεν είχα το δικαίωμα. Κι επειδή δεν εξαρτιόταν από ‘μενα, διοχέτευσα τη σκέψη μου γενικά στο να κάνω κάτι, έστω για να λειτουργήσει σα μια εξαέρωση, που θα μου έδινε το περιθώριο να το βάλω στην άκρη.


    Ένα βράδυ λοιπόν, ήμουν έξω με τον Παναγιώτη, την κοπέλα του και μια φίλη της, με την οποία είχα συνεργαστεί παλιότερα. Ήθελε κάτι περισσότερο και ήταν ανώφελο να το αγνοήσω. Κι εγώ ήθελα να αποφορτιστώ. Κλέλια την έλεγαν. Είχε όμορφα καστανά, σπαστά μαλλιά και ωραία γαμπάκια. Κατά τ’ άλλα, το πρόσωπο της ήταν αδιάφορο, το στήθος της πλάκα κι η φωνή της βραχνιασμένα καυλωτική.


    Καθόμουν στον καναπέ και την κοίταζα που με κοίταζε στα μάτια, ενώ το στόμα της εξαφάνιζε κι εμφάνιζε τον πούτσο μου ρυθμικά. Δεν είχε καμιά τεχνική, το έκανε όμως συνεχόμενα, σχεδόν σα να τραβάς μαλακία. Δεν την προειδοποίησα και έχυσα στο στόμα της. Δεν παραπονέθηκε, τα κατάπιε και μετά με φίλησε στο στόμα. Ύστερα πήγε στην τουαλέτα και ξέρασε. Μπορεί να ήταν αναγούλα απ’ τα χύσια ή απ’ το πολύ αλκοόλ, πάντως μετά έμοιαζε άρρωστη, το δέρμα στις άκρες των ματιών της είχε κοκκινίλες. Ένας παιδικός φόβος μου καρφώθηκε, μήπως βρόμαγε ο πούτσος μου, αλλά ήξερα πως δεν ήταν αυτό το θέμα. Ήμουν ανόρεχτος ωστόσο και δεν πήγαινε καλά.


    Ξαπλώσαμε μαζί στο κρεβάτι, δε θα την άφηνα να φύγει μέσα στη νύχτα. Γύρισα πλευρό κι εκείνη μ’ αγκάλιασε και τυλίχτηκε πάνω μου. Γύρισα προς το μέρος της, δεν έμοιαζε να θέλει κάτι, αλλά τα πόδια της τυλίχτηκαν γύρω μου. Το βρακάκι της ήταν υγρό. Τη γύρισα ανάσκελα, απλώς παραμέρισα το λάστιχο και χώθηκα μέσα της. Τώρα όμως ο πούτσος μου ήταν πραγματικά λερός, απ’ τα ξεραμένα σάλια και τα χύσια μου. Μ’ αρέσει να μπαίνω δυνατά και αργά, να χτυπάω κάθε φορά και να βγαίνω εντελώς. Ήθελα να χύσει. Δεν έχυσε. Δεν προσποιήθηκε. Ένιωσα ευγνωμοσύνη γι’ αυτό, έστω γι’ αυτό. Έμεινε μέσα μου όμως, ένα αρνητικό υπόλοιπο και ήξερα πως δε θα με άφηνε ήσυχο. Έπρεπε να την κάνω να χύσει.


    Πήρα την κλειτορίδα της στο στόμα μου, παρά τη διαμαρτυρία της πως νύσταζε. Όταν έπαψε το σάλιωμα κι άρχισα να τη δαγκώνω και να ενώνω τα χέρια μου στα τοιχώματα ανάμεσα στον κώλο και το μουνί της, σταμάτησαν οι μαλακίες αυτές. Ήταν σφιγμένη, όσο περνούσε η ώρα χαλάρωνε. Και τελικά, τα υγρά της ήταν πηχτά, μ’ εκείνη τη γλυκιά αψάδα, που κανένα γλυκό, φαγητό, ή πιοτό δε μπορεί να συγκριθεί μαζί τους. Αντί να ηρεμήσει, άνοιγε και παλλόταν το μουνί της, γυάλιζε απ’ τα υγρά και με καλούσε. Μπήκα μέσα της με τον ίδιο τρόπο. Το κάτω μέρος των γαμπών της βρέθηκε στους ώμους μου. Συνέχιζα να σαλιώνω την κωλότρυπα της. Όταν το δάχτυλο μου δεν έβρισκε πια αντίσταση έβαλα δύο. Όταν έβαλα τρία κι αύξησα την ταχύτητα μου, βόγκηξε παραπονιάρικα.


    Ανασήκωσα τη μέση της και μπήκα απαλά στον κώλο της. Μόλις το πουτσοκέφαλο μου μπήκε, έμεινα εκεί κι απλώς κουνιόμουν χωρίς να μετακινούμαι. Μαζί μου άρχισε να κινείται κι εκείνη. Κάτι έκανε με το σώμα της και μπόρεσα να μπω περισσότερο. Και να βγω. Και να μπω, ώσπου μπήκα αρκετά για να μπορώ να κινηθώ με τρόπο που πονάγαμε κι οι δυο, όσο ξεραινόταν η περιοχή. Ήταν καυλωτικό για λίγο, κάποια στιγμή έγινε αφόρητο. Βγήκα από μέσα της και δεν ήθελα να ρισκάρω άλλο την υγιεινή μας. Φόρεσα βιαστικά ένα προφυλακτικό και μπήκα στο μουνί της. Και αυτή τη φορά κινήθηκα πιο επιφανειακά και μόνο κατά διαστήματα έμπαινα μέχρι μέσα, χτυπώντας βαθιά. Ήρθε σε οργασμό και αυτοστιγμής ήταν σα να βγήκα απ’ την πρίζα. Βγήκα από μέσα της, πέταξα στην άκρη το προφυλακτικό και τράβηξα μαλακία πάνω απ’ το πρόσωπο της. Έχυσα στα μάτια, στη μύτη, στα μαλλιά της.


    Ήταν τόσο πολύ βαρετό, που μετά έχασα τον ύπνο μου και την επόμενη ημέρα την όρεξη μου.


    Δυο απογεύματα μετά πήγα στο σούπερ μάρκετ. Το ψυγείο μου ήταν γεμάτο, τα ντουλάπια το ίδιο κι εγώ ήθελα μια ακόμα παρτίδα.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  6. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Δεν πολυήξερα τι κάνω και μέσα μου το γνώριζα, παρότι ήθελα να το αγνοήσω. Αν και ουσιαστικά ήταν σα να παρατηρώ τον εαυτό μου, απέξω μου. Ήδη είχα την εντύπωση πως βρισκόμουν κάπου από πάνω, απ’ όταν βγήκα με σιγουριά απ’ τον παράδρομο που οδηγεί στο γραφείο μου κι έστριψα δεξιά στον περιφερειακό, αντί για δεξιά προς το σπίτι. Η ίδια, η ποιότητα της σιγουριάς μου ήταν εκείνη που με χώριζε απ’ τον εαυτό μου.


    Ο δρόμος αν και φαρδύς, μεγαλύτερος από μιάμιση λωρίδα κυκλοφορίας, για κάθε ρεύμα, δεν έχει διαχωριστικές γραμμές κι όταν βρέχει πολύ, στο σημείο περίπου που στρίβεις για το σούπερ μάρκετ, κάνει μια γούβα που τα νερά φτάνουν πολύ ψηλά. Φορές σαν σήμερα τα νερά ήταν πολλά, είχε φως ακόμη, αν και χωρίς λάμψη και τα αυτοκίνητα κι απ’ τα δυο ρεύματα βρίσκονταν στο κέντρο του δρόμου. Σταμάτησα, κάνοντας την τελευταία στιγμή ένα αναγκαστικό ψαράκι λόγω ενός απρόσεκτου νεαρού απ’ την απέναντι πλευρά και τελικά έστριψα και πάρκαρα, ανάμεσα στο κατάστημα και στο διπλανό κινέζικο.


    Όταν βγήκα απ’ το αυτοκίνητο, η βροχή είχε σταματήσει, μια μαμά χυμώδης με ξενική προφορά προσπαθούσε να βάλει τα ψώνια, κοντρολάροντας ένα κοριτσάκι που έκλαιγε γιατί κάτι δεν της πήρε κι ένα αγοράκι που χτυπιόταν στο χέρι της γιατί ήθελε να πλησιάσει ένα κύριο που έκανε βόλτα μ’ ένα τεράστιο Κανγκάλ. Έβλεπα τους ανθρώπους αυτούς και αισθάνθηκα σαν να ήμουν αριθμός σελίδας απ’ το Μούχρωμα του Μαβίλη και την ίδια στιγμή, το ‘’αεράκι’’ του ποιητή, που απουσίαζε απ’ τη δική μου σκηνή. Αισθάνθηκα λύπη.


    Αμήχανα χάζεψα τις ανάκατες, πολύχρωμες ανοησίες στη βιτρίνα του κινέζικου και μιλούσα στον εαυτό μου, ή για να φύγω, ή για να μπω στο σούπερ μάρκετ. Όσο περνούσε η ημέρα η ελάχιστη αίσθηση υπεροχής που είχε απομείνει απ’ το βράδυ με την Κλέλια, με εγκατέλειπε. Ήθελα να πάω να τη βρω. Κι αισθανόμουν πως ήταν λάθος. Αισθανόμουν πως αν το έκανα αυτό θα έχανα εκείνο το ρόλο που φιλοδοξούσα να υιοθετήσω και θα έκανε αυτή τη σχέση να διαφέρει απ’ εκείνο που ήθελε η αδερφή της από ‘μενα και άρα αφού θα ήταν κάτι διαφορετικό, θα την απελευθέρωνε απ’ την υποχρέωση απέναντι στην Κατερίνα. Δεν είχε σημασία αν εγώ είχα αποφασίσει πως δεν ήθελα την Κατερίνα, η Κατερίνα ήθελε εμένα και αυτό είχε μεγάλη βαρύτητα για την αδερφή της. Ακόμη την έλεγα ‘’αδερφή της Κατερίνας’’. Δεν της έδινα κανένα όνομα, όπως κι εκείνη δε με αποκαλούσε με το όνομα μου.


    Ήταν τεράστια η προσπάθεια που κατέβαλα για να εγκαταλείψω το σούπερ μάρκετ, χωρίς να μπω μέσα. Έφυγα προς την εξοχή και κατέληξα στην αγαπημένη μου παραλία, με την παρέα του Ian Gillan και των υπολοίπων παιδιών. Το βράδυ με βρήκε να ακούω τραγούδια και να προσπαθώ να αιχμαλωτίσω σε μια φωτογραφία, το φεγγάρι να μοιάζει με φεγγάρι και όχι με σημαδάκι σε μαύρο φόντο. Γυρνώντας σπίτι αισθανόμουν την ημέρα άκαρπη και τον εαυτό μου ανόητο, αλλά να έχω γίνει πάλι κομμάτι μου.


    Το επόμενο πρωί είχα επιστρέψει στην οξυμένη αποστασιοποίηση μου. Στη δουλειά δεν πέταγα, αλλά τουλάχιστον την έκανα με αξιοπρεπή προσήλωση κι όσες εκκρεμότητες είχα να τακτοποιήσω, αποπερατώθηκαν. Παρόλ’ αυτά, ήμουν σε μεγάλο μέρος της ημέρας, προθυμότερος να κάνω αυτά που δεν απαιτούσαν το μυαλό μου. Και το βραδάκι έφυγα απ’ ευθείας απ’ τη δουλειά και πήγα στο 7 Roses. Δεν ήθελα κάτι περισσότερο απ’ το να κοιτάω τους κάβους, τρώγοντας εκείνες τις πανιασμένες αηδίες στο μπωλ που δε σταματάς αν δεν τελειώσει και να πίνω Καραμέλο. Η κοπέλα απ’ το μπαρ μου έκανε λίγη πλακίτσα, γιατί παλιά δούλευε σε μια καφετέρια που έπαιρνα καφέ τα πρωινά και μερικές φορές κοιμισμένος ακόμη, της παρήγγελνα φρέντο καπουτσίνο χωρίς γάλα, ή σαντιγύ. Αλλά κι αυτό ξεθύμανε. Μάλλον με έβλεπε ανόρεχτο, ή ήθελε να πουλήσει και μια μου έφερνε κι άλλα μπωλ, την άλλη με κέρναγε ένα μπουκαλάκι για να πληρώσω ένα επόμενο.


    Οδηγούσα αργά, αν και ήταν της ντροπής είχε σταφιδιάσει το μυαλό μου με Καραμέλο. Διασκέδαζα, κατσαδιάζοντας τον εαυτό μου. Μου αρέσει να του κάνω παρέα, να του μιλάω και δε με ενοχλεί καθόλου, να το κάνω δυνατά. Είναι προτιμότερο απ’ το προσπαθώ να τραγουδήσω και να πρέπει να με υποστώ. Θυμάμαι ακόμα και μια εποχή που είχα μια γκόμενα που δεν το έβρισκε φυσιολογικό ο παρτενέρ της να μη βογκάει και το είχα προσπαθήσει πολύ και αισθανόμουν τόσο ανόητος που ξεκαρδιζόμουν μόνος μου και για πολλά χρόνια μετά, κατά διαστήματα με έπιανε και βόγκαγα ψεύτικα, γελώντας πάντα με τον ίδιο τρόπο.


    Στο σπίτι δε με περίμενε κανένας, ανέβηκα, βρήκα κάτι ράφλες που είχαν λήξει τουλάχιστον έξι μήνες, τα πήρα στο κρεβάτι και κουλουριάστηκα.



    Τον είδα! Είμαι σίγουρη πως το αμάξι του μπήκε στο πάρκινγκ, όπου να ‘ναι θα μπει. Θέλω να με δει. Θέλω να δει πως δεν τον αποφεύγω, αλλά κάνω τη δουλειά μου, να καταλάβει πως δε με έχει επηρεάσει…


    Ασυναίσθητα ανασήκωνε μια τούφα που όλο έπεφτε κι είχε γίνει πολύ περισσότερο δραστήρια. Ζήταγαν κάποια να πάει να γεμίζει τις σακούλες για ένα ηλικιωμένο ζευγάρι πεταγόταν. Ζήταγαν κάποια να εξυπηρετήσει έναν ξερακιανό που έξυνε τη μύτη του και ήθελε να πληρώσει ογδόντα ευρώ σε κέρματα έτρεχε προς τα ‘κει. Η Μαρία φώναξε πως ήθελε μια βοήθεια να καταγράψει τους κωδικούς των νερών για να τα περνούν απ’ ευθείας στα ταμεία. Πήγε κι εκεί. Συνεχώς, ανέβαζε την τούφα. Ίδρωσε και δεν το ‘χε καταλάβει. Η ώρα πέρασε πολύ. Σα να ξύπνησε απ’ τα μεγάφωνα μόλις σήμανε για τους καθυστερημένους, να πάνε στα ταμεία. Δεν είχε μπει. Η κούραση όταν παντρεύεται με την απογοήτευση και την προσδοκία που γίνεται απελπισία ή ακόμη και καταφρόνια μπορεί να σε αφήσει στο σημείο που στέκεις. Δεν ξέρεις τι να κάνεις, που να πας.


    Είχε κάνει κάποια απροσεξία τις ώρες που είχε κάτσει στο ταμείο. Το Ζ δεν ταίριαζε με την είσπραξη της, χρειάστηκε να πληρώσει απ’ το πορτοφολάκι που είχε για τα πουρμπουάρ τη διαφορά. Είχε λεπτύνει πολύ αυτό το πορτοφολάκι απ’ όταν άρχισαν να χρεώνουν τις σακούλες χωριστά. Είχε θυμώσει και αυτό την επανέφερε. Είχε θυμώσει περισσότερο απ’ όσο δικαιολογούσε το περιστατικό. Δεν πάταγε σωστά το κουμπί και το αμάξι δεν ξεκλείδωνε, προσπάθησε να το κάνει με το κλειδί και αφηρημένα πάσχιζε να βάλει το μικρό του συναγερμού. Δε γέλασε, δεν κλώτσησε το αμάξι, έκανα μισό μέτρο πίσω, ξεφύσηξε και μετά λειτούργησε σωστά.


    Έκανε μπάνιο και κουλουριάστηκε μπροστά απ’ το τάμπλετ της, με τοστάκια. Έβαλε παλιά επεισόδια απ’ τις Οικογενειακές Ιστορίες και η ώρα πέρασε. Στο κρεβάτι κοίταζε το ταβάνι με σβηστό το φως. Είχε αποφύγει την Κατερίνα, με το ζόρι είχε μιλήσει στη μάνα της που κοίταξε περιφρονητικά τα τοστ, ενώ είχαν ωραιότατη ρεβιθάδα, με ζυμωτό ψωμί. Ο πατέρας δεν της μίλησε. Σπάνια μιλούσε άλλωστε όταν είχε κάποιο ματς η τηλεόραση. Μιλούσαν οι εκφωνητές γι’ αυτόν. Δεν έπινε μπίρες, δεν κάπνιζε, δεν έτρωγε σα βόδι. Ήταν γλυκομίλητος, δουλευταράς, λίγο χωριάτης, αλλά εντάξει άνθρωπος, ίσως να διαχειριζόταν βέβαια δύσκολα τα οικογενειακά συναισθήματα, πέρα βέβαια απ’ τις γιορτές και τα γενέθλια που γινόταν λίγο πιο εκδηλωτικός, πίνοντας και λίγο. Όταν όμως έβλεπε ποδόσφαιρο, βουβαινόταν εντελώς και κοιτούσε προσηλωμένος. Κάπου – κάπου τα μάτια του θύμιζαν θυμωμένη θάλασσα που μαυρίζει απ’ τα φύκια, όταν στη δουλειά κάποιος ανταπέδιδε την καλοπροαίρετη εξυπηρετικότητα του, ως ένα δικαίωμα που του άνηκε. Δεν αντιδρούσε όμως εύκολα και μια φορά που τον έθιξε ένας ξάδερφος του, ένα παιδί που είχε μεγαλώσει ο ίδιος, στα δύσκολα χρόνια της Χούντας, είχε μπει στην κουζίνα, έκλεισε μαλακά την πόρτα και τον άκουσαν κάπου να κοπανάει το χέρι του. Αργότερα βγήκε και είχε μια κοκκινίλα στο κούτελο. Πάντα πίστευε ότι ο πατέρας της είχε χρησιμοποιήσει την παλάμη του στον εαυτό του, για να μην το κάνει στον ξάδερφό του.


    Υπήρχε μέσα της αυτό το ίδιο. Κάποιος θα έλεγε, ίσως ένας ρομαντικός νατουραλιστής, πως ως κόρη του είναι κάτι φυσιολογικό. Όμως δεν ήταν αυτό, της είχε αρέσει αυτή η ικανότητα του, να μην αποσπάται, να μην εκδηλώνεται έντονα και να κοντρολάρει το θυμό του. Τα είχε καταφέρει καλά. Από μικρή τον παρατηρούσε, με την ίδια αγάπη, με την ίδια προσήλωση πάντα, ήταν εκεί ακόμη και παρατηρώντας τον να ξυρίζεται τα απογεύματα – πάντα ξυριζόταν απόγευμα, ποτέ πρωί, ήταν το συνήθειο του, να βγάζει τα γένια με το μπάνιο που έδιωχνε την ημέρα και τη δουλειά – και τελικά η ζωή της, την είχε βοηθήσει να πετύχει. Αλλά τις τελευταίες ημέρες δυσκολευόταν σε όλα. Κι ύστερα απ’ την τελευταία φορά που τον είδε, ο θυμός που σιγόβραζε για τον αποπροσανατολισμό της, για την ανασφάλεια, την ατσαλοσύνη της, την έκανε να θέλει να τα σπάσει. Επίτηδες να γίνεται στρυφνή με τις συναδέλφους, να αποφεύγει την Κατερίνα και να θέλει διαρκώς να χωθεί στα πόδια του πατέρα και να αρχίσει πάλι να τον παρατηρεί σαν όταν ήταν μικρό παιδί, να χωθεί στην αγκαλιά του όπως εκείνο το βράδυ που πέθανε ο Τζότζο, το σκυλάκι της κι ο μπαμπάς έκατσε ώρες ατελείωτες με το παιδί να μουλιάζει το καρό πουκάμισο του με δάκρυα. Δεν ξαναφόρεσε αυτό το πουκάμισο, αλλά πάντα ήταν στο πάνω ράφι, μόνο του, διπλωμένο. Πέρασαν τα χρόνια, ξεθώριαζε το πουκάμισο και τον αγαπούσε πάντα το ίδιο πολύ, ειδικά γι’ αυτό, εκτός απ’ όλα τα άλλα.


    Δεν είχε καταλάβει πως τα τσίνορα της φορτώθηκαν με δάκρυα για τον Τζότζο. Είχε ξεχαστεί κι επέτρεψε να δει με το μυαλό της τα γλυκά, καφετιά, τεράστια ματάκια του. Σκούπισε τα μάτια της, ένιωσε εκείνο το ανυπέρβλητο άγχος των παιδιών που νιώθουν αβοήθητα κι ανοιγοκλείνουν με βία τα μάτια, στο φόβο του μελλοντικού θανάτου των γονιών. Είχε καταβληθεί και προσπαθώντας να ηρεμήσει, ξεγέλασε τον εαυτό της.


    Επιτέλους, κοιμήθηκε.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  7. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Μια μεγάλη μου ανάγκη την οποία δυσκολεύομαι πολύ να γνωρίσω στους άλλους, είναι οι στιγμές που γίνομαι κουρέλι. Για ‘μενα δεν είναι μόνο, σποραδικές περιπτώσεις που οι καταστάσεις με ωθούν στο αυτομαστίγωμα, ή στο κανάκεμα μες στις σιωπές. Είναι ένα καθορισμένο ραντεβού που με συναντά κάθε Κυριακή, με τη μορφή μιας ένεσης που δεν είναι αγαπημένη φίλη, αλλά είναι ο λόγος που είμαι όρθιος για όλη τη βδομάδα. Το τίμημα της όμως για εκείνες τις Κυριακές είναι μια ακατανίκητη θλίψη, φωτοφοβία, αστάθεια και ρίγη. Εκείνες τις ώρες γεννιούνται τα σκοτεινότερα εναύσματα, μιας κακοδιάθεσης που με τσακίζει.


    Καθάρισα την περιοχή, άνοιξα το μικρό φακελάκι με το εμποτισμένο πανάκι κι αποστείρωσα το μπούτι μου. Τσίμπησα το δέρμα, που κάθε φορά είναι και δυσκολότερο να βρω κάποιο σημείο λίπους κι όχι κόκκαλα και μύες, έβγαλα το καπάκι του pen και έφερα τη μύτη σε επαφή με το δέρμα μου. Εγχύθηκε. Άμεσα αισθάνθηκα πίεση σε ολόκληρο το πόδι. Είχα λίγη ώρα ακόμα ηρεμίας. Πήγα στο μπάνιο και πότισα ένα χαρτί με αολκοολούχο λοσιόν. Πάλι στάθηκα απρόσεκτος και την έκανα πολύ κοντά σε μυ. Το αίμα άργησε να σταματήσει.


    Είχα το φαγητό μου ζεστό, ευτυχώς. Πάντα είναι οι μέρες που με καλοπιάνω, με κάτι νόστιμο και πλήρες θερμίδων και γεύσεων. Στο ένα πιάτο, φρεσκοβρασμένα καρότα, καλαμπόκι, αρακάς, πιπεριά, κρεμμυδάκι, σκόρδο κι ανακατεμένα με γιαούρτι, σόγια σος, μπαλσάμικο και ταμπάσκο χαμπανέρο. Στο άλλο πιάτο, ρύζι καστανό, αχνιστό, με κουταλιές βουτύρου να λιώνουν γρήγορα, κάρυ καυτερό και τριμμένο κεφαλοτύρι. Στο φούρνο υπήρχε το γλυκάκι μου: χαρουπάλευρο, βρωμάλευρο, αβγά, σταφίδες, καρύδια, νεράκι και πολλά μυρωδικά.


    Ασυναίσθητα, έχω υπολογίσει το χρόνο μου σωστά. Πάντα προφταίνω να φάω το φαγητό μου κι όταν πάω τα πιάτα στο νεροχύτη και καθαρίζω τη μπανάνα μου, τότε αρχίζουν τα ρίγη. Πάντα ξεκινάει με τα ρίγη. Πάντα με σπρώχνουν στο κρεβάτι μου, να κουλουριαστώ. Είναι ο λόγος που έχω πάπλωμα εύκαιρο, χειμώνα και καλοκαίρι. Μια ζαλάδα που ίσως θα μπορούσε να θύμιζε και τα πρώτα δαγκώματα του μεθυσιού ξεκινάει, δίνει μια αίσθηση πως τίποτα δεν είναι σταθερό και τότε κάπου πέφτει το μάτι μου, κάποια σκέψη άγχους απ’ την εβδομάδα, ή απ’ τη ζωή μπαίνει μέσα μου σαν φαλλός, μανιασμένου βιαστή. Αρχικά, δεν είναι σε στύση και μετά αρχίζει να ξεδιπλώνεται. Με γαμάει χωρίς λιπαντικό, χωρίς προφυλάξεις. Μόνο για την ηδονή του. Μόνο για την ικανοποίηση του βρίσκομαι εκεί.


    Με φόρα, οι αλληλουχίες διαχέονται με το ρυθμό που διαδέχονται. Το άγχος γίνεται τεράστιο, οι ψυχαναγκασμοί μανιασμένα, αδίστακτα γίνονται τεράστιες οι αντιδράσεις των άλλων και τα συναισθήματα μου για τους λάθος χειρισμούς μου, προσπαθούν να με στραγγαλίσουν. Στραγγίζουν από μέσα μου τη σιωπή, διεκδικούν να ακουστούν λέξεις δυνατά, μα δεν εξευμενίζονται, παίρνουν τις λέξεις και τις κάνουν αιτίες για ράπισμα.


    Ώρες μετά, συνέρχομαι λίγο. Πάω και παίρνω το γλυκό μου. Είναι η επιβράβευση μου. Μπορώ να ελπίζω πως θα λειτουργήσω ξανά, σύντομα. Είναι πάντα ψευδαίσθηση που πάντα της παραδίνομαι. Κάθομαι στον καναπέ μου και δεν προφταίνω τα ρίγη, γέρνω αγκαλιάζοντας τα γόνατα μου, κοιτώ έντονα τους αρμούς απ’ τα πλακάκια που ξεφεύγουν σε πάχος και σε λοξότητα. Τότε θυμάμαι, όσα υπήρξαν και δεν υπάρχουν. Όχι τους ανθρώπους, μόνο τις στιγμές και τα συναισθήματα που γεννήθηκαν.


    Δε θέλω ανθρώπους γύρω μου τις Κυριακές. Δε θέλω καν να ξέρω πως υπάρχουν. Τα τηλέφωνα χαμηλωμένα και με κλειστά τα δεδομένα, βρίσκονται κάτω απ’ το μαξιλάρι του καναπέ. Είχαμε αναλάβει τις μελέτες και την επιτόπια αναγνώριση των αιτίων που οδήγησαν σε μια κατάρρευση, πριν μερικά χρόνια και δουλέψαμε μέσα στα νερά και την υγρασία. Πάντα με κατεύθυνε μια υπεροχή πως είμαι ακατανίκητος. Έμαθα αργότερα πως ήταν ο τρόπος να διώχνω το άγχος πως δε θα τη γλιτώσω, όπως δε τη γλίτωσαν πολλοί δικοί μου άνθρωποι, που οδηγήθηκαν σιγά – σιγά να παραδοθούν στον πόνο, το σκέβρωμα, την απομόνωση. Και τότε ξεκίνησε.


    Είχε ξεκινήσει λίγο πριν με σπιθουράκια που εμφανίζονταν στους καρπούς και στους μηνίσκους, προτού τα άκρα μου γίνουν ασταθή, δυσκίνητα, πριν μουδιάσουν, πριν διογκωθούν και πονέσουν. Ναι ήξερα τι ήταν. Απέφυγα τους γιατρούς κι ανέλαβα τη δουλειά μόλις εμφανίστηκε. Ήθελα να το αποδείξω με αδίστακτη ανάγκη, πως είμαι καλά, ότι είναι παροδικό. Και τότε, γνώρισα τη Φιλιώ. Ποτέ δε μιλάω για τη Φιλιώ. Στην πραγματικότητα υπήρξε κι εκείνη πριν την Κατερίνα, μα την έχω διαγράψει.


    Όταν εμφανίστηκε δεν ήμουν έτοιμος για έναν άλλο άνθρωπο, δε μπορούσα να μοιραστώ αυτό που συνέβαινε. Η ομάδα μου είχε χαρεί μ’ αυτή τη γνωριμία. Ο μέντορας μου, όταν του πε ένας συνάδελφος πως με είδε σε τοπικό μπαράκι, βάραγε παλαμάκια. Για χάρη του μπήκα σ’ αυτή τη σχέση. Δεν είπε κάτι, αλλά ήταν τα παλαμάκια, ήταν το χαμόγελο. Μια εντύπωση πως εξισώθηκα για λίγο με ό,τι ένιωθε για τα παιδιά του.


    Θυμήθηκα τον πιο αγαπημένο συγγενή μου, το θάνατο του τελικά. Τα φάρμακα πρώτης γενιάς και είπα όχι. Έπαιρνα τεράστιες ποσότητες ντεπόν, έπινα απίστευτες ποσότητες ροφημάτων με κουρκουμά κι εντριβόμουν με καψαϊκίνη. Η θέληση μου είχε γιγαντωθεί, αλλά το σώμα μου με πρόδιδε. Κάθε στιγμή. Μου έπεφταν πράγματα, δε μπορούσα να ανοίξω τις πόρτες, κατέβαινα τους τρεις ορόφους ιδρωμένος και μετά από ώρες και ανακάλυψα σύντομα πως δε μου σηκωνόταν. Ο πόνος ήταν πάντα εκεί, το μάγκωμα. Ήταν σα να ακουγόταν μια μελωδία οχληρή διαρκώς.


    Δε μου αρέσουν τα ναρκωτικά και όμως υπάρχουν. Υπάρχουν και νόμιμα κάποια απ’ αυτά. Υπάρχουν σε μορφές που δρουν για χαλάρωση, για ψυχαγωγία, αλλά πάντα μπορείς να βρεις τις άλλες τους ιδιότητες. Ήταν αγαπημένη της συνήθεια, το αψέντι. Μου έμαθε πώς να το φτιάχνω. Έπαυε να είναι ένα ξυλάγγουρο, γιατί αυτό γινόταν στο κρεβάτι, γινόταν θελκτική, γλυκά συναισθηματική, βίαιη σεξουαλικά, απόλυτη κι εγώ βρήκα σ’ αυτό, ένα μέσο για να σταματάει εκείνος ο βόμβος. Να γίνομαι φυσιολογικός. Και τότε της έλεγα πως την αγαπάω, καύλωνα περισσότερο από ποτέ. Γαμιόμασταν, παλεύαμε, χτυπιόμασταν, δαγκώναμε, σκίζαμε. Ολόκληρες νύχτες τις περάσαμε με αψέντι, κύβους ζάχαρη και κολλώντας από χύσια, γυμνοί, πεινασμένοι αλλά νηστικοί. Έβρισκα ξανά την ευλυγισία μου, έβρισκα τον εαυτό μου να μιλά ακόμα.


    Και όμως τελείωσε, όπως τελειώνουν πάντα αυτές οι σχέσεις που ο ένας είναι ξένος κι ο άλλος ντόπιος. Παρότι έμεινα τελικά στο μέρος, ανασταίνοντας εκείνο το χώρο που είχε καταρρεύσει και δεχόμενος την πρόταση να αναλάβω υπεύθυνος για τη βελτίωση του, σύμφωνα με τις ζητήσεις και τις ανάγκες. Όμως αυτή η σχέση τελείωσε και μαζί τελείωσε και η ανάγκη μου να γίνομαι κάποιος άλλος. Κάποιος που ήμουν, αλλά όχι πια και άρα κατασκευασμένος. Παραδόθηκα στην εξάντληση κι ύστερα οι μηνίσκοι μου κλάταραν, τα χέρια μου σταμάτησαν να αντιδρούν και με πήγαν με το ζόρι στο γιατρό. Έκανε τη διάγνωση που ήξερα πως θα κάνει και μου είπε πως τα φάρμακα είναι νέα και πρέπει να έχω πίστη. Πίστη δεν είχα, αλλά έδωσα μια ευκαιρία. Και τη Δευτέρα εκείνη που ξύπνησα χωρίς το βόμβο, το μούδιασμα, τους πόνους ήταν η ημέρα που γεννήθηκα. Κι αφιέρωσα αυτές τις Κυριακές στον εαυτό μου. Κι αυτό σήμαινε πως κάθε επίπτωση ήταν καλοδεχούμενη, όχι μόνο γι’ αυτό που μου πρόσφερε, αλλά γιατί έπρεπε να υπάρχει ένα τίμημα. Έπρεπε να υπάρχει για να κρατήσει η ευτυχία μου. Για να μην είναι παροδική.


    Αυτή την Κυριακή, είπα τόσες φορές το όνομα της, αισθάνθηκα τόσο πολύ λίγος κι οι ώρες δεν περνούσαν. Το γλυκό είχε αφήσει ψιχουλάκια στα δόντια μου κι η γεύση τους, όπως έσκαγε στον ουρανίσκο μου το τζίντζερ, το μοσχοκάρυδο, η κανέλα μου έδιναν ένα χαμόγελο, που έβγαινε με κόπο, αλλά ήταν δικό μου, ήταν η αντοχή μου. Κι η ψυχή μου ξέρναγε φωτιά, με χρώματα περίεργα, εμποτισμένα με χημεία. Ατελείωτα μονοπάτια στη μνήμη την παλιά και στις πρόσφατες. Βουή.


    Μετά ξημέρωσε η Δευτέρα. Πηγαίνοντας για τη δουλειά, πέρασα απ’ την πολυκατοικία της. Δεν οδηγούσε εκεί ο δρόμος μου, ήθελα να περάσω. Μιλούσε με κάποιον μπροστά απ’ το αυτοκίνητο της, την κρατούσε απ’ τους ώμους, ήταν ψηλότερος κι ανασήκωνε θαρρετά το πιγούνι για να τον κοιτάξει. Ένιωσα πως ήταν ακόμα Κυριακή.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  8. kathreuths

    kathreuths New Member

    Πάλι μας ξέχασες....
     
  9. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Ήμουν θυμωμένος, ενοχλημένος και μόνος με τον εαυτό μου του οποίου η οργή ήθελε να ξεσηκώσει θύελλες. Τέτοιες στιγμές αισθανόμουν πως ήμουν εγώ στη θέση του Ζανή, του Τάσου Αθανασιάδη. Θα μπορούσα να γίνω τόσο ανήθικος, θα μπορούσα να γίνω τόσο σκληρός κι ατομιστής. Εγώ βέβαια δεν είχα καμία θεία, καταλύτη των ενστίκτων μου κι απ’ την άλλη εκφραστή του πιο μύχιου συναισθηματισμού μου. Είχα μόνο τον εαυτό μου.


    Για μέρες, έτρωγα ανοησίες για ευχαρίστηση. Λιπαρά πράγματα που μου φέρνανε αηδία μετά από λίγο κι έβαζα δάχτυλο. Δεν τα ήθελα μέσα μου, ήταν βεβήλωση στον εαυτό μου και στον τρόπο ζωής μου και παράλληλα το σφίξιμο στο κεφάλι μου την ώρα που ξερνούσα, οδηγούσε σε μια εγρήγορση σκέψης κι ακολουθίας εικόνων από ένα στρογγυλεμένο παρελθόν κι από ισοπίθανα ενδεχόμενα για το μέλλον. Το μέλλον ποιανού δεν ήξερα.


    Τις υπόλοιπες ώρες ώσπου να πέσω για ύπνο, αναλωνόμουν να βλέπω παλιές σειρές στο τάμπλετ και να πληκτρολογώ τυχαία γυναικεία ονόματα στις εικόνες του google, σε συνδυασμό με τις λέξεις blowjob, anal, spanking. Τις τρεις πράξεις που αποκαλύπτουν κάθε έκφραση που επιτρέπει η ελαστικότητα του γυναικείου προσώπου και του γυναικείου συναισθήματος. Τις καλύτερες, εκείνες που μου έκαναν κλικ τις σημείωνα σε ένα χαρτάκι για να δω τσόντες μετά, που δεν έβλεπα ποτέ. Είχα σταματήσει να αυτοϊκανοποιούμαι. Απλώς μεγάλωνε η λίστα. Μετά κοιμόμουν. Και το πρωί άφηνα να με εξαντλούν ψυχικά κι εγκεφαλικά, εργοδότες βυθισμένοι στην ίντριγκα και την κλίκα. Δε μπορούσα να συγκροτήσω το μυαλό μου. Ξεκινούσα 40 πράγματα, έκανα τα 15 και 20 άσχετα. Τίποτα δεν ολοκλήρωνα, ώσπου έφτανα σε εκείνο το σημείο, που πια όφειλα να ολοκληρώσω τις ενέργειες μου.


    Έτσι πέρασε ένας μήνας. Μέσα σε μια ομίχλη, όπου τη μια ημέρα ήταν Παρασκευή 1 Φλεβάρη και την επόμενη Παρασκευή 1 Μάρτη. Λυπόμουν το κουρσάκι μου που είχε πιάσει σκόνη, λυπόμουν το στατικό που έκανε την κρεμάστρα και άλλη μια γνωριμία απ’ το ίντερνετ είχε αποδειχθεί πολύ κατώτερη των προσδοκιών μου. Ή μάλλον είχε αποδειχτεί αυτό ακριβώς που περίμενα: πλαστικότητα αντί για ελαστικότητα, ψέματα κι υπερβολές κι ονειροφαντασία. Ακόμα και σωματικά δεν είχε καμία σχέση με αυτό που αναζητώ. Δεν έχει καμία σημασία αν δεν είναι σωστό να απορρίπτεις ανθρώπους απ’ τα σωματικά τους χαρακτηριστικά. Σημασία έχει τι θέλω ή τι δε θέλω εγώ και πως στην ηλικία μου μπορώ να μην υποκρίνομαι. Μπορώ να προτιμώ τη μοναχικότητα από κάτι που δε με καλύπτει. Σε οποιοδήποτε θέμα δε με καλύπτει. Ακόμα και τις στιγμές που επειδή δεν είμαι πλαστικός και θέλω να είμαι ελαστικός, που δε θέλω νωρίτερα απ’ το κανονικό να εκπέσω στη γεροντική δυσκινησία, σκέφτομαι να το αφήσω να δω που θα μπορούσε να φτάσει, γιατί το μυαλό μπορεί να κατασκευάσει και μπορεί να επισκιάσει κάθετί και η καρδιά είναι ικανή να κρύψει κάθε παράσταση του κόσμου, η ανταμοιβή μου υπήρξε πάντοτε μια ανηθικότητα ψεμάτων για κάλπικα παρελθόντα, κοινά φυσικά στις γνωριμίες του ίντερνετ.


    Έτσι λοιπόν αποφάσισα να πάω για μερικές ημέρες στην Αθήνα. Ήταν μια σκέψη κι ένα συναίσθημα της στιγμής, απ’ αυτά που μπορούν να γίνουν πολύ επικίνδυνα, ή πολύ αναζωογονητικά, όταν μια ακολουθία αριθμών, σου δίνει τη δυνατότητα να πληρώνεις ό,τι θες μέσω μιας οθόνης.


    Το ξενοδοχείο βρισκόταν στο κέντρο. Αρκετά πολυτελές για να αισθανθώ ζεστά κι ευχάριστα, αρκετά κατώτερο της ψευδεπίφασης της λεπτομέρειας με τη χαρτοπετσέτα κύκνο και την πανομοιοτυπία της υπερβολής. Ο δρόμος πολύβουος, τα αυτοκίνητα δολοφονικά γρήγορα κι η πόλη ρυπαρή, να θυμίζει θάνατο, να θυμίζει έκπτωση και να φωνάζει ζωή. Η ζωή που άφησα κάποτε και που είχα ανάγκη την ένεση της.


    Το μαγαζί ένα απ’ τα ελάχιστα ελευθέρων συντρόφων που διατηρούσαν ακόμη κάποια ποιότητα και κάποιον έλεγχο. Η μουσική καλή, σε ίσες δόσεις ζωηρή και απαλή. Άνθρωποι μόνοι και σε παρέες, πολλά ζευγάρια str8 και gay. Κάποιες τρανσέξουαλ, ακόμη και ένας τρανσέξουαλ που κάποτε ήταν γυναίκα. Δεν είχα δει ποτέ από κοντά, νόμιζα πως ήταν φαινόμενο του ίντερνετ μόνο. Μου άρεσε. Μου άρεσε η ελευθερία στην εκφραστικότητα, η ελαστικότητα. Υπήρχε ομορφιά σ’ αυτό.


    Απ’ την αρχή κλείδωσα σε μια κοπέλα με πρόσωπο αθώο και σμιχτά χείλη και μάτια ολοστρόγγυλα που κοιτούσαν διεισδυτικά. Το είδος του προσώπου που όταν τρέχει το μακιγιάζ και παίρνει εκφράσεις πόνου κι ηδονής αποτελεί την πεμπτουσία της ευχαρίστησης, οπτικής και μύχιας.


    Άντρες και άντρες πέρασαν από μπροστά της, ακόμα και γυναίκες. Πρώτα κερνούσαν ποτό ή τσούγκριζαν μαζί της, μιλούσαν λίγο. Έδειχναν θαυμασμό, ίσως και δουλικότητα. Όλοι απορρίπτονταν, όλοι έφυγαν. Άλλοι με έκφραση αδειάσματος, το βλέμμα της μια ακόμη αποτυχίας. Κι άλλοι, έκπληκτοι που απορρίφτηκαν. Κι εγώ την παρατηρούσα στα ίσα, αλλά χωρίς καμιά έκφραση, έπινα το ουίσκι μου κι έτρωγα τα φιστίκια μου, ή κάπνιζα το τσιγάρο μου.


    Σε μια στιγμή είχαμε μείνει οι δυο μας στην μπάρα, ενώ πολλά απαρτμάν ήταν καλυμμένα κι άνθρωποι στους καναπέδες χαϊδεύονταν, φιλιόνταν, γελούσαν. Ακόμη και ο μπάρμαν σε μια γωνία με το ένα μάτι στο πόστο του, έβαζε χέρι στη μπαργούμαν. Χτύπησα απαλά το κάθισμα του σκαμπό δίπλα μου και έβαλα το τασάκι στη μέση. Φάνηκε σα να μην είχε προσέξει. Μετά από λίγο όμως ήρθε και κάθισε δίπλα μου.


    Δεν την άφησα να πει το όνομα της, δεν της έδωσα το δικό μου. Ακόμα αυτά δεν είχαν σημασία. Πίναμε, καπνίζαμε, μοιραζόμασταν τα φιστίκια.


    - Έχεις μεγάλο πουλί;

    - Όχι

    - Γιατί μου λες την αλήθεια; Αν φύγω;

    - Αν γδυθούμε και σου έχω πει ψέματα θα μείνεις;


    Μετά από λίγες στιγμές σιωπής μια έκφραση σκληρότητας, ειρωνείας, υπεροχής φάνηκε στα μάτια της.

    - Δηλαδή είσαι μικροτσούτσουνος. Έχεις γαριδάκι. Αλήθεια φαίνεται ή χρειάζεται μεγεθυντικός;

    - Τώρα είναι μαζεμένο και ζεστό μέσα στο βρακί μου. Άμα καυλώσω γίνεται φυσιολογικό. Όταν θα σε γαμάω θα νιώσεις όλα όσα θέλω, το πρωί όμως που θα ξυπνήσεις δίπλα μου χυμένη πολλές φορές, θα είναι μαζεμένο ανάμεσα στα πόδια μου.


    Κάτι έπαιζε στα μάτια της. Αναποφασιστικότητα να μείνει ή να φύγει. Και μετά φάνηκε κάτι να θέλει να δοκιμάσει. Το χέρι της βασάνισε για λίγο το μανίκι μου, ώσπου ξεκούμπωσε το κουμπί του πουκαμίσου μου, χώθηκε κάτω απ’ το μανίκι. Τα δάχτυλα της παγωμένα άφηναν ίχνη στο δέρμα μου. Η ευχαρίστηση του πόνου ξύπνησε την κοιμισμένη φλέβα μου. Η ανάγκη να ανταποδώσω, να πάρω και να δώσω, να υποταχθώ ή να πατάξω βάθυναν το χρώμα των ματιών μου.


    Κατέβασα το χέρι μου και πήγε να τραβήξει το δικό της. Όχι συνέχισε της είπα. Κι έτσι το χέρι της με ακολουθούσε γαντζωμένο στον πήχη μου, τον ξέσκιζε ενώ της έχωνα ένα δάχτυλο στεγνό μέσα στο μουνί της. Φαινομενικά ατάραχοι, ακίνητοι. Εκείνη να μου σκίζει το χέρι και εγώ πια να έχω ξεπεράσει τα μεμονωμένα δάχτυλα και να τα χώνω όλα μαζί, με όποιο τρόπο επέτρεπε η στάση που καθόταν. Τραβούσα το χέρι μου έξω κι όσο άφηνε το λάστιχο του εσωρούχου της, άδραχνα τα μπούτια της, τα πίεζα, άφηνα το σημάδια των δαχτύλων μου, τσίμπαγα με δύναμη. Έχυσε στα δάχτυλα μου. Εγώ δεν έχυσα, παρά το βράδυ μόνος μου στο δωμάτιο. Χύσια που χωρίς καμιά προσπάθεια εκτοξεύτηκαν.


    Της είχα πει που μένω. Δεν είχαμε φιληθεί, δεν είχαμε ανταλλάξει ονόματα, ούτε τηλέφωνο, δεν είπαμε ούτε καληνύχτα. Έμενε να δω αν κάποια στιγμή, προτού φύγω, θα ερχόταν. Αν θα αποδεχόταν την πρόκληση.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
     
  10. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Καθώς γύριζα στο ξενοδοχείο σιγομουρμούριζα το Wish I had an angel, ελαφρώς παράφωνα και ρουφούσα αυτό που μπορούσε να μου δώσει μια πόλη που έπαψε να είναι στα καλύτερα της, την εποχή που φοιτητές συχνάζαμε στο Νέον στου Ζωγράφου και στο Ψυρρή, με το κρασί που δεν ήταν σπάνιο να πέσει κάποια στάχτη. Θυμήθηκα και μια γκόμενα που είχα τότε κι είχε ζητήσει παραγγελιά το Βρέχει φωτιά, έβαλε τα κλάματα για ένα παιδί απ’ το χωριό της που είχε σκοτωθεί – κάποτε με πήγε και μου γνώρισε και τη διαλυμένη απ’ το πένθος μάνα του – και στο δρόμο ένιωσε τύψεις που έκλαψε για κάποιον που ισχυριζόταν πως ήταν μόνο φίλος, ενώ ήμουν παρών και προσπάθησε να επανορθώσει. Αν κλείσω τα μάτια με δυσκολία τη θυμάμαι να μου παίρνει πίπα με δάκρυα στα μάτια, αλλά την ανάλυση της σε δάκρυα στο τσιπουράδικο τη θυμάμαι έντονα. Έμεινε το πιο σημαντικό. Μια ουσία που εγώ δεν κατάφερα να της βγάλω. Δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία, απ’ άλλη τη θέλησα αυτή την ουσία, μα ούτε από ‘κει την πήρα, όταν θέλησα να σταματήσω να είμαι ο δεύτερος, να γίνω εγώ ο εμφανής. Παλιές πληγές. Κλείνουν ποτέ;


    Φώτα μισοκαμένα, ταμπέλες κακόγουστες, αυτοκίνητα συνηθισμένα να τρέχουν, που και που κανάς μπέμπης με ακριβό στερεοφωνικό και ζάντες γυαλιστερές έκανε την παρωδία, τόσο κακή που σχεδόν τη γευόσουν σαν κάτι ευχάριστο. Μου άρεσε που περπατούσα σε αυτή την πόλη, φροντισμένη και μαζί παραμελημένη. Δε διέφερε πολύ απ’ τον απόηχο στον επίλογο της Μενεξεδένιας Πολιτείας. Κάπου στο βάθος, υπήρχε πάντα. Όπως όταν μικροί κοιτούσαμε τη θέα στα απέναντι βουνά, στα φωτάκια ερημικών σπιτιών. Η πόλη υπάρχει, δεν πεθαίνει. Παραιτείται, φιλοδοξεί, σέρνεται, εκφυλίζεται κι ανασταίνεται συνεχώς. Παλιές ιδέες κάνουν μπάνιο μα φορούν βρώμικα εσώρουχα κι ας είναι τα ρούχα τους λαμπερά και μυρίζουν καινουργίλα.


    Μια Άφρικα πέρασε και μου θύμισε άλλες εποχές. Μου άρεσε το ζευγάρι πάνω της, ήταν σα να γύριζα στην εποχή που καβαλούσα το στρογγυλοφάναρο ΧΤ μου. Σταμάτησα σε ένα περίπτερο και πήρα μια κόλα γκρην παγωμένη και την ήπια μονορούφι. Συνέχισα το δρόμο μου. Έφτασα στο ξενοδοχείο, αλλά δεν ήθελα να μπω ακόμα μέσα. Θυμήθηκα τις βόλτες με τον πατέρα μου, χρόνια πριν. Την πάστα στη Ζέα, το έργο – συνήθως περιπέτεια – στο Σινεάκ, τον τσακωμό μας ένα απόγευμα που δέχτηκα να πάω με ένα θείο μου, στο γήπεδο. Ένα καβγά στο τηλέφωνο που του ‘χα πει ότι θα φύγω να πάω στο θείο μου στην Αμερική, να ζήσω υπέροχα κι είχε φύγει απ’ τη δουλειά να έρθει και να καταλήξουμε να μου κάνει μασάζ για ώρες και να του λέω τρίψε με κι άλλο και στο τέλος, να με δείρει. Κάποτε, έκλεψα κι απ’ το πορτοφόλι του παππού μου ένα πεντοχίλιαρο για να πάρω παιχνίδια και ο ψιλικαντζής το είχε πει στον πατέρα μου ότι κυκλοφορούσα με πολλά χρήματα και με είχε σαπίσει με τη ζώνη του. Ούρλιαζα κι εκείνος έκλαιγε. Ήθελα να τον εκδικηθώ, ήθελα να με προσέξει, να σταματήσει να φεύγει κι ένα απόγευμα λίγο καιρό μετά πέταξα μια γλάστρα σε μια καινούργια μερσεντές, καθώς διέσχιζε το δρόμο για να έρθει στο σπίτι. Αλλά δε με έδειρε. Με είχε πάει να ζητήσω συγνώμη στην κυρία που είχε το αυτοκίνητο, να δώσουμε τα λεφτά κι εκείνη μου είχε δώσει μια σοκολάτα φράουλα.


    Είχα στενοχωρηθεί που δεν τον είχα πια, που δεν είχα κανέναν. Όλα αυτά που δεν ειπώθηκαν, τα σμιξίματα των ματιών μέσα στη νύχτα όταν σκέφτεσαι μην πάθουν κακό και παρόλ’ αυτά ποτέ να μη λες τα σημαντικά. Κι έρχεται ο καιρός που δε μπορείς. Μπήκα στη ρεσεψιόν και κατευθύνθηκα στο μπαρ. Οι επιλογές δεν ήταν πολλές. Πήρα σίβας. Ήμουν ήδη στο τέταρτο, όταν έφτασε στο ξενοδοχείο η κοπέλα. Σπάνια προσέχω τα ρούχα, αλλά μερικές φορές που μοιάζουν να σχολιάζουν την έκφραση, ή να επηρεάζουν μια κατάσταση, μέσα μου το σημειώνω. Πρέπει να είχε πάει σπίτι της. Το αμπιγιέ ρούχο είχε εξαφανιστεί. Φορούσε φόρμα κάτω κι ένα μπλουζάκι και σπορ μπουφάν από πάνω. Έμοιαζε τόσο γήινη που ήταν θεϊκή.


    Κάθισε δίπλα μου. Μύριζε αφρόλουτρο, τα μαλλιά της έμοιαζαν νωπά κι όταν έβγαλε το μπουφάν είχε ίχνη υγρασίας στο λαιμό. Παρήγγειλε ένα τζιν φις και ζήτησε να μη βάλουν ζάχαρη στο επιχείλιο του ποτηριού. Ανάψαμε τσιγάρο. Αφού έβγαλε τον καπνό, με τη γεύση του τζιν με φίλησε σχεδόν βίαια στα χείλια.


    - Θα πάμε σπίτι μου;

    - Αυτό θέλεις;

    - Προτείνω.

    - Εσύ τι θέλεις;

    - Να μείνεις.

    - Άρα να έρθω και να μείνω, ή να ανέβεις και να μη σε διώξω;

    - Πάμε;

    - Πού τελικά;

    - Αποφάσισε.

    - Εσύ δε μπορείς;

    - Ωραία, πάμε σπίτι μου.

    - Πώς θα πάμε;

    - Έχω αυτοκίνητο.


    Οδηγούσε χωρίς καμιά ταραχή, θύμιζε τον ελάχιστο κυματισμό όταν δε φυσάει. Έπαιζε στο ηχοσύστημα κάποια διασκευή του Κάρμινα Μπουράνα που θύμιζε τους στιβαρούς παλιμπαιδισμούς του Μανσέλ. Ακολούθησαν Ντελίριουμ και Ενίγκμα. Ανεβαστικά ήταν. Κάπνιζε πολύ. Μου ζήτησε ακόμη και να της στρίψω ένα απ’ τα δικά μου αλλά το βρήκε βαρύ και μου το ‘βαλε στο στόμα.


    Δεν κατάλαβα σε ποια περιοχή πήγαμε. Στρίψαμε για Κηφισιά, θυμάμαι ότι πήρε το μάτι μου το Βάρσο, αλλά καταλήξαμε κάπου εξοχικά. Δεν ήταν όμως ακριβή περιοχή. Τα σπίτια ήταν πιο αφρόντιστα και λιγότερο εντυπωσιακά, ή μάλλον καθόλου. Το δικό της ήταν ένα μονόροφο μονοκατοικιάκι που έμοιαζε μάλλον με νευρομετάλ. Ήταν πνιγηρό το σαλόνι και κυρίως με το τεράστιο τζάκι.


    Αν και δεν κρύβω τα παιχνίδια μου, δεν τα διατυμπανίζω κιόλας κρεμώντας τα στους τοίχους. Πάνω λοιπόν σε ένα τοίχο κρεμόταν ένα φλόγκερ με μαύρη λαβή από ακατέργαστο ξύλο και δυο ή τρεις ουρές πολύ λεπτές, αλλά κάτι δεν μου καθόταν πολύ καλά σε αυτό το αντικείμενο. Έμοιαζε κάπως διαφορετικό.


    - Ωραίο φλόγκερ.

    - Δεν είναι. Είναι κάποιου είδους απωθητικό νυχτερίδων που χρησιμοποιούν κάποιοι λαοί της Αφρικής.

    -Α.

    Δε συνηθίζω να κοκκινίζω αλλά αισθάνθηκα εντελώς ηλίθιος. Τώρα έβλεπα πως οι ‘’ουρές’’ παραήταν κοκαλωμένες για να είναι κάτι άλλο εκτός από έργαλείο.

    - Το ‘χω δοκιμάσει όμως.

    - Θα πιούμε κάτι;

    Σηκώθηκε να φέρει ποτήρια και μαζί μια τεκίλα και ένα βατ 69.

    - Και;

    - Τι και;

    - Είπες πως το δοκίμασες.

    - ε … ναι. Τι;

    - Σε ποιον;

    - Σε ‘σενα απόψε.

    - Πρέπει να το κερδίσεις.

    - Θα το κερδίσω.

    - Κι αν χάσεις;

    - Θα κάνω ό,τι θέλεις.

    - Ό,τι θέλω;

    - Ό,τι θέλεις.

    - Ακόμα κι αν σου πω να πάρουμε ένα τυχαίο λεωφορείο και

    - Ό,τι θέλεις.

    Με διέκοψε και συνέχισε: αλλά δε θα χάσω.

    - Καλά.


    Πίναμε κι είχε βάλει παρόμοια μιξ μουσική και καπνίζαμε. Κανένας δε μίλαγε πολύ.

    - Φοβάσαι να χάσεις;

    - Φοβάσαι αν κερδίσω;

    - Εγώ ρώτησα.

    - Κι εγώ απάντησα.

    - Ερώτηση μου έκανες;

    - Σου έκανα;

    - Ακόμα και τώρα φίλε μου φοβάσαι να χάσεις σε ένα απλό διάλογο.

    - Είναι απλός ο διάλογος;

    - Είναι οι όροι. Οι όροι είναι πάντα απλοί.

    - Και τότε γιατί λες τόσα πολλά;

    - Η απλότητα θέλει σαφήνεια.

    - Η απλότητα δε θέλει τίποτα, γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολη.

    - Εντάξει νίκησες. Έστω και με μια ατάκα.

    - Νίκησα;

    - Προς το παρόν.

    - Δε χρησιμοποιώ ατάκες κι αποφθέγματα.

    - Τα μιμείσαι όμως.

    - … ίσως

    Εντυπωσιάστηκα απ’ αυτό που εντόπισε. Κάποιοι συγγραφείς μου αρέσουν τόσο πολύ που πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου ασυναίσθητα να αντλώ απ’ το ύφος τους.

    - Νίκησα εγώ τώρα; Μου είπε πολύ γλυκά.

    - … νίκησες, της είπα και της έδωσα το χέρι μου για χειραψία.

    Το κοίταξε επιτιμητικά και δε μου έδωσε το δικό της.

    - και μόλις έχασες.

    - Αλήθεια;

    Η φωνή της είχε γίνει εριστική. Υπήρχε μια αιχμή που με καύλωνε. Με εκείνο τον ποιοτικό τρόπο που δεν καταλαβαίνουν ποτέ οι άνθρωποι που δε λειτουργούν εγκεφαλικά.

    - Έτσι θα το πάμε;

    - Τι εννοείς; Έμοιαζε μπερδεμένη.

    - Δε φέρνεις και ράφλες ή πίνατς για να γουστάρουμε.

    - Α θέλεις δράση;

    - Θέλω ό,τι έχεις να δώσεις.

    - Δε νομίζω ότι το αντέχεις.

    - Δε νομίζω ότι το ξέρεις.

    Μου πρόσφερε το χέρι της σε χειραψία. Της έδωσα το δικό μου. Μόλις το χέρι της βρέθηκε μέσα στο δικό μου, της το έσφιξα απαλά, ενθαρρυντικά, αλλά εκείνη αντέδρασε βάζοντας δύναμη. Δεν πόναγα κι ας χώνονταν τα νύχια της βαθιά. Την έπιασα καλύτερα και φυλάκισα τα δάχτυλα της.

    Χαμογέλασε και τράβηξε το χέρι της.

    - Πόσες φορές το ‘χεις κάνει αυτό;

    - Μαζί σου πρώτη.

    - Θα είναι τελευταία;

    - Θα είναι ό,τι είναι.

    - Πότε θα αρχίσουμε;

    - Τώρα ζητάς εσύ δράση.

    - Πότε;

    - Όταν καταλάβεις τους όρους σου.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  11. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Τι εννοείς;

    - Δημιουργείς ατμόσφαιρα συνόλου, αλλά το σύνολο σου μέσα τι περιέχει;

    - Αυτό που θέλω

    - Τι είναι αυτό που επιθυμείς;

    - Εννοείς αυτό που θέλω;

    - Αν είναι αυτό που επιθυμείς.

    - Θέλω κάτι μαζί σου τώρα, με κάποιον άλλο μπορεί να θέλω κάτι διαφορετικό

    - Αυτό που θες μαζί μου κι αυτό που θες με τον άλλο έχουν κοινά σημεία;

    - Υποθετικός άλλος

    - Ποτέ δεν είναι υποθετικός ο άλλος

    - Τι εννοείς;

    - Την κρυμμένη επιθυμία, ή την ανάμνηση

    - Δε σε καταλαβαίνω. Που διαφέρει το θέλω απ’ το επιθυμώ. Το ίδιο είναι.

    - Θέλεις κάτι τώρα μαζί μου είπες και διόρθωσες το ρήμα που χρησιμοποίησα, άρα αντιλαμβάνεσαι τη διαφορά.

    - Αντιλαμβάνομαι πως εσύ βλέπεις μια διαφορά.

    - Όχι αντιλαμβάνεσαι τη διαφορά. Ή μάλλον αντιλαμβάνεσαι πως υπάρχει διαφορά.

    - Ποια είναι αυτή;

    - Ποια είναι αυτή;

    - Αφού εγώ δεν ξέρω. Εσύ το είπες, εγώ σε ρωτάω.

    - Όχι εσύ αντιστάθηκες στο ρήμα που χρησιμοποίησα.

    - Να το αφήσουμε; Δε θα βγάλουμε άκρη.

    - Ωραία φωτογραφία, είπα και σηκώθηκα να δω μια αποτύπωση της ίδιας να σκαρφαλώνει σε κάποιο ορεινό μονοπάτι.

    Ήρθε κοντά μου και στιγμιαία έκλεισε τα μάτια.

    - Ο Σίμος ήταν ένας πολύ καλός φίλος… ήταν πολύ περισσότερα από φίλος μέχρι που επέλεξε κάθετί που ζούσαμε να το βλέπει μέσα απ’ το φακό μιας κάμερας. Τίποτα δεν ήταν αληθινό διαφορετικά.

    - Σαν τον πρωταγωνιστή στην ιστορία του Καλβίνο.

    - Δεν την ξέρω.

    - Αν ο Σίμος την ξέρει, τότε υπάρχουν πολλά περισσότερα να σκεφτείς … και για τους δυο σας.

    - Δε μπορώ να τον ρωτήσω.

    - Πέθανε;

    Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, μια άσκημη σκέψη έκλεψε στιγμιαία την παρουσία της.

    - Όχι. Αλλά δε μπορώ να του μιλήσω.

    - Άρα ανεβαίνεις κάπου, έχεις ιδρώσει, τα πόδια σου είναι πολύ λυγισμένα, η μέση σου παραμένει ίσια κι αυτός τρέχει κάπου απέναντι να σε κρυσταλλώσει στο χρόνο. Έχει κι αυτός αντίτυπο της φωτογραφίας;

    - Όχι δεν τις κράταγε. Τις έδινε σ’ εμένα.

    - Άρα;

    - Άρα;

    - Έβλεπε εκείνο που ήθελε να δει επιτόπου. Μήπως μετά ήθελε να δεις κάτι εσύ;

    - Δε νομίζω. Ο Σίμος ήταν πιο ρηχός.

    - Ή εσύ κουράστηκες να αναλύεις.

    -… ίσως τελικά.

    - Άρα τα παράτησες.

    - …

    - Όπως τα παράτησες με τη διαφορά ανάμεσα στο θέλω και το επιθυμώ.

    - …

    - Μήπως να κάνουμε κάτι απλούστερο;

    - τι; Είπε ξεψυχισμένα, μπερδεμένα.

    - Να σε γαμήσω και να φύγω. Να πάμε τώρα στο κρεβάτι σου, ή έξω στο κλιμακοστάσιο, να μπω μέσα σου και μόλις εκτονωθούμε να φύγω.

    - Δε μου βγάζεις αυτό!

    - Καθόλου;

    - Δε μου βγάζεις μόνο αυτό.

    - Άρα θες να καταλήξει σε αυτό;

    -…

    - Τι άλλο θες;

    - τι άλλο θέλω…

    - …

    - Δύναμη. Αυτό θέλω, δύναμη.

    - Να τη νιώσεις ή να την ασκήσεις;

    - Και τα δύο.

    - Και μόλις μπλοκαριστεί στιγμιαία αυτό που θες θα πεις να το αφήσουμε;

    - Δεν είναι το ίδιο! Γιατί είσαι τόσο…

    - Τόσο τι;

    - … απαιτητικός.

    - Απαιτητικός;

    - Σταμάτα σε παρακαλώ.

    - Αλλιώς;

    - Φύγε.

    - Αν δε σταματήσω να φύγω, ή να φύγω έτσι κι αλλιώς.

    - Όχι φύγε τώρα δε μου κάνεις.


    Βρήκα το μπουφάν μου, μάζεψα τα συμπράγκαλα μου και σηκώθηκα.

    - Μια τελευταία ερώτηση μπορώ να σου κάνω;

    - πες μου.

    - Με το Σίμο ποιος ασκούσε τη δύναμη;

    - Εγώ

    - Εσύ έχεις τις φωτογραφίες.

    - μπορείς να καθίσεις σε παρακαλώ; Με αγχώνεις όρθιος, έτοιμος να φύγεις.

    - Ποιος υποτασσόταν;

    - Άλλοτε ο ένας, άλλοτε ο άλλος.

    - Εκτός κι απ’ όταν ήταν πίσω απ’ το φακό.

    - Άλλο αυτό.

    - Αφήνει σημάδια.

    - …

    - Αφήνει σημάδια που δεν τα θες και που τα περιμένεις. Κι επειδή τα περιμένεις προσπαθείς περισσότερο. Τα θες και τα μισείς. Κι όταν χάνονται ευχαριστιέσαι και προσπαθείς περισσότερο. Άρα;

    - Άρα τι;

    - Τι ήθελες όταν έβλεπες το Σίμο;

    - … ισορροπία

    - Τι ισορροπία;

    - …

    - Μήπως ισοπαλία;

    - …

    - Ισοπαλία σε φάσεις;

    - Δηλαδή;

    - Το συναίσθημα που απορρέει απ’ τις νίκες, το συναίσθημα που απορρέει απ’ τις ήττες.

    - Ίσως.

    - Ήθελες να χάσεις, ήθελες να κερδίσεις.

    - Σε παρακαλώ σταμάτα.

    - Να σταματήσω;

    - Όχι.

    - Ήθελες να χάσεις θα αντλούσες ηδονή απ’ αυτό. Επιθυμούσες να κερδίσεις. Η προσπάθεια, το ταξίδι, η ηδονή του νικητή, η υποταγή του χαμένου και

    - όχι

    - και η ευγνωμοσύνη του χαμένου.

    - …

    - Με βλέπεις και τι θέλεις;

    - Να σε διαλύσω.

    - Τι είναι θέλω; Τι είναι επιθυμώ;


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
    Last edited: 10 Μαρτίου 2019
  12. Θέλω.... επιθυμώ
    Ενσυναισθηση...συμπόνια
    Και στα δύο ζευγάρια ειδοποιός διαφορά η κινητήρια δύναμη.


    Συγχαρητήρια στο νηματοθετη!