Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μένος

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 2 Φεβρουαρίου 2019.

  1. Dux

    Dux Regular Member

    Ρε @-Volt- μήπως τα κείμενα σου είναι 100% βιοματικά και πρέπει να περιμένουμε κάνα 6μηνο για να μας πεις τι έγινε στη συνέχεια, στη σεζόν στην Κω;
     
  2. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Σε μια ανακαίνιση ενός εστιατόριου που είχαμε αναλάβει, η πέργκολα που δε δέχτηκαν τελικά να την αντικαταστήσουμε, ή έστω να τη συντηρήσουμε για λόγους κόστους, κατέρρευσε ένα τμήμα της, ενώ το εστιατόριο ήταν ανοιχτό. Έπρεπε να γυρίσω, παύση, ή τελεία.


    Γυρνώντας στο νησί, έμαθα μέσω μιας ανακοίνωσης στο facebook πως τα βρήκε με τον πρώην της, απ’ τα σχόλια κατάλαβα πως είχε αγχωθεί γιατί είχαν μπει σε τελική διαδρομή γάμου, τότε. Αυτή τη φορά, δυο βδομάδες μετά θα γινόταν ο γάμος. Το χαμόγελο της μου έμοιαζε ψεύτικο, αλλά εγώ είχα λόγους να το βλέπω έτσι, όσο και άλλοι είχαν λόγους σε αυτό, να βλέπουν την επιβεβαίωση μιας προσδοκίας. Μπορείς να πιστέψεις σε κάτι παράλογο, ή να του αντισταθείς. Εγώ του αντιστάθηκα.


    Ένα βράδυ, την περίμενα έξω απ’ τη δουλειά και την ακολούθησα στο δρόμο. Δεν έκανα κάποια προσπάθεια να κρυφτώ. Σταμάτησε σε κάποιο πλάτυσμα κι όταν έκανα στην άκρη για να παρκάρω μπροστά της, είδα πως έκλεινε τα παράθυρα. Βγήκα απ’ το αυτοκίνητο και στάθηκα έξω απ’ το τζάμι του οδηγού. Ακούστηκε το τσιτσίρισμα του ηλεκτρικού μηχανισμού. Το τζάμι κατέβηκε ελάχιστα. Μου είπε πως τίποτα δεν είχε ξεκινήσει μεταξύ μας, καμιά υπόσχεση δε δόθηκε και πως η αδερφή της με θέλει πάντα. Της ζήτησα να βγει έξω. Και δεν έβγαινε. Αισθάνθηκα το θυμό να με κατακλύζει, ήθελα να ρίξω μπουνιές στο τζάμι, να τη βγάλω με το ζόρι και πιάνοντας τη απ’ το λαιμό να τη βάλω να γονατίσει και μετά να της μιλήσω. Να της γεννήσω τρόμο και ύστερα με χάδια να φιλήσω κάθε πληγή που δεν άνοιξα εγώ, αλλά που ήθελα να κλείσω. Όταν σε επισκέφτεται το Παράδοξο κι έχεις κλείσει τα μάτια, το γεύεσαι, γλείφεις τα χείλια σου και ετοιμάζεσαι να το αγκαλιάσεις και τελικά αποφασίζεις πως για να ζήσεις ανάμεσα στους άλλους, πρέπει να ανεχτείς την αχαριστία τους, την παραδοπιστία τους, την ανάγκη τους να αντιμετωπίζουν τους άλλους ως εχθρούς επειδή δε βλέπουν πόσο συγκλονιστικά μοναδική σπανιότητα, είναι η ευτυχία και πρέπει να έχουν κι αφού δε μπορούν να έχουν το μοναδικό, συμβιβάζονται με το να έχουν και βλέπεις πως σε αυτό τον κόσμο θέλεις να ανήκεις, αυτός ο κόσμος έχει λογική, τότε εγώ δε μπορώ να πω τίποτα, δε μπορώ να κάνω τίποτα.


    Το μόνο που μου μένει είναι να καλπάσω ξανά πάνω στη μοναξιά μου, καταλαβαίνοντας πως καμιά συνταγή ευτυχίας δεν αναπαράγεται κι αφού την αντιμετωπίζω τελικά να μου δώσει το δώρο, του να μην εξαρτάμαι απ’ τους άλλους. Ώσπου να μου χτυπήσει η ευτυχία ξανά, την πόρτα, ή μέχρι να πεθάνω.


    Μερικές ημέρες μετά, έβαλα μια αγγελία στην τοπική εφημερίδα: ‘’ζητείται γυναίκα να παίξουμε όλα τα παιχνίδια μαζί και να αγκαλιάσουμε το παράδοξο, εάν έχουμε τα κότσια. Μόνο ένα ζητάω, να είναι κοκαλιάρα. Δε με ενδιαφέρουν τα σχόλια, ούτε να προσπαθήσεις να με πείσεις. Δε χειραγωγούμαι. Έλα και θα δεις’’. Έβαλα το ονοματεπώνυμο και το τηλέφωνο μου. Κι έλαβα πολλά μηνύματα υβριστικά, ενοχλημένα, υποσχετικά. Το δικό μου παράδοξο όμως ήταν και είναι αυτό. Έτσι τη θέλω τη γυναίκα. Ελεύθερη μέσα της και κοκαλιάρα κι ας είμαι εγώ δεσμευμένος από την ανάγκη μου να είναι κοκαλιάρα. Είναι το τελευταίο πρόσχημα μου.
     
  3. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Δεν ήμουν έτοιμος γι’ αυτό που ζήταγα να βρω, όπως πολλές φορές δεν υπήρξα έτοιμος παρά μόνο όταν έσβηναν τα φώτα κι οι άνθρωποι χάνονταν. Δεν ήμουν καν έτοιμος να ολοκληρώσω εκείνη τη σκηνή στην Αθήνα. Ήμουν καλός να ξεκινώ, αλλά όχι να συνεχίζω. Όλη μου η ζωή ήταν γεμάτη από παύσεις, απ’ όλα εκείνα που ποτέ δεν ολοκλήρωσα και αρκούμουν σε μικρές επιβεβαιώσεις, εκλογικευμένων λόγων που τα παράτησα.


    Χρόνια πριν, ήμουν με τη Μόϊρα. Ήταν η μόνη φορά που υπήρξα παρών στη ζωή μου. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που δε μπορούσα να προσευχηθώ. Η σκέψη της, η εκκωφαντική ευτυχία μου διάβρωνε αυτή τη στροφή στον εαυτό μου. Κι ήταν η ίδια πίστη όταν δεν άκουσα κανέναν κι έφυγα μαζί της. Κι ύστερα ήρθε η στιγμή που όλοι χαλαρώνουμε, που ο άλλος δεν είναι πια μοναδικός, αλλά δεν έχει γίνει ακόμα, έπιπλο μέσα στο σπίτι.


    Το ρέψιμο είναι φυσιολογικό, η πορδή είναι φυσιολογική, όμως εγώ ήμουν ανέτοιμος για να αφεθεί κάποιος τόσο πολύ μαζί μου. Σοκαρίστηκα, τραβήχτηκα στη σιωπή μου. Ονειρευόμουν τις νύχτες πως νοίκιαζα κάποιο σπίτι και ζούσα μια δεύτερη ζωή, με άλλη γυναίκα, χωρίς να τη χωρίσω. Δεν έπρεπε ποτέ οι άλλοι να δουν, πως έχασα, πως είχαν δίκιο, γιατί δεν είχαν. Και το φαινόμενο θα τους επιβεβαίωνε. Δούλευε, κουραζόταν, είχε σημασία μόνο η στιγμή που γύριζε στο σπίτι, έτρωγε και κοιμόταν. Η ευχαρίστηση της έγινε το φαϊ. Η ανάσα της που βρώμαγε, τα μπούτια της που αφήνονταν χωρίς να κρύβονται να ακουμπούν στον καναπέ με το λίπος να μολύνει τη μοναδικότητα μου, όχι γιατί πάχυνε, γιατί αφηνόταν.


    Η μηχανή μου έμεινε σκονισμένη σε ένα πάρκιν, οι εξορμήσεις μας όλες ματαιώνονταν, αν δε μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε ποσότητα ημερών και επαρκή ποσότητα φαγητού. Χύναμε και το επόμενο λεπτό σηκωνόταν να φάει, μου έλεγε μια φυσικότητα και αδιαφορία πως αφού κι εμένα μ’ αρέσει να καπνίζω. Χάθηκε κάθε μυστικότητα μεταξύ μας. Και σε κάθε κύμα, σε κάθε αντιξοότητα ερχόμασταν ξανά, κοντά. Εμείς, απέναντι στον κόσμο κι ήλπιζα. Ονειρευόμουν πως θα μπορέσω να την ερωτευτώ ξανά. Νικούσαμε, ή χάναμε μονιασμένοι. Ο κόσμος τελικά βασίλευε πάνω μας με τον τρόπο του, σε νίκες και ήττες. Τη μισούσα. Και τελικά, ένα τυχαίο φιλί από μια συνάδελφο που παρερμήνευσε τη στάση μου, έγινε η αιτία να ξυπνήσω. Εκείνο το φιλί το ένιωσα σα βιασμό, κάτι –που δεν ήθελα και που δε με σεβάστηκε ο άνθρωπος απέναντι μου. Αλλά την ίδια στιγμή μπόρεσα να αντιμετωπίσω ό,τι είχα και δεν ήθελα. Έφυγα.


    Κι έβλεπα πια σε όλες τις παχιές γυναίκες την ομοιότητα, την παραιτημένη συγκατάβαση, την ανελαστικότητα. Ήταν το τελευταίο μου πρόσχημα και θα το κρατούσα ώσπου …Δεν υπήρχε όμως ώσπου, δεν υπήρχαν αποσιωπητικά. Ονειρευόμουν τον απόηχο μιας επίθεσης που θα ήμουν θύμα της, που θα έπρεπε ξανά να αμυνθώ, που θα έπρεπε να ανακατέψω το βούτυρο στο φαγητό κι όχι να το αφήνω να λιώνει από πάνω, για 'κεινη την ιδιαίτερη γεύση, που χάνεται αμέσως. Ήθελα να ζήσω, δεν έβρισκα τον τρόπο, παρά μόνο στην επίθεση.
     
  4. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Είναι αμφίβολο αν θα έρθει η στιγμή που βγαίνεις απ’ τον εαυτό σου και μπορείς να τον δεις ως μέρος του κόσμου, ως αναπόσπαστο κομμάτι του. Ακόμα κι αν στέκεσαι σε μια γραφική γωνιά, πάντα με κάποιο τρόπο αφήνεις ένα στίγμα. Εκπέμπεις, έχεις ρύπους. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε πληγώνουν και τους πληγώνεις. Κάνεις σπάνια άλματα να αγγίξεις την ψυχή σου, να αυτοξεσκιστείς. Πράξεις αυτοδιόρθωσεις που αγνοείς σε ένα καλώς νοούμενο κρυφτό με κάποιον μέσα σου που μιλάει διαρκώς και επικαλείσαι τη νεανική ασυνεννοησία, για να κρύψεις τη γνώση της απογοήτευσης που διαρκώς του προκαλείς. Τον διασύρεις ανάμεσα στους ανθρώπους και δε βρίσκεις τον τρόπο να τον συστήσεις, δε βρίσκεις καν τον τρόπο να συστηθείς ο ίδιος, παρά μόνο μέσω μικρών καλοβαλμένων, έστω κι άτσαλα, θεατρικών νούμερων, που σου επιτρέπουν να επικαλείσαι για μια ακόμη φορά, την ασυνεννοησία, αυτή τη φορά των άλλων και να κλείνεσαι στο σπίτι σου, στη μοναχική σου βόλτα, σε κάποιον που συναντάς εδώ κι εκεί και πια ανταλλάσσεται ένα νεύμα αναγνώρισης, αλλά όχι απαραίτητα συμπάθειας.


    Οι άλλοι πάντοτε σου δίνουν τη δικαιολογία να το κάνεις. Δε θέλουν και πολύ. Κι εσύ εμμένεις σε εκείνη την παλιά πεποίθηση που φτωχά ντυμένη σε ακολουθεί απ’ τα νιάτα σου, πως μπορείς να κάνεις κάτι ξεχωριστό και πως αναμφίβολα θα το κάνεις. Και κάθε λεπτό έρχεσαι σε αμηχανία. Για να το κάνεις –δεν ξέρεις τι είναι αυτό- πρέπει να συνειδητοποιήσεις μέσα σου πια, πως δεν τα ξέρεις όλα, δεν εξηγούνται τα πάντα, ούτε καν η ομορφιά. Δε μπορείς να εκλογικεύσεις το όμορφο. Δε μπορείς καν να εκλογικεύσεις το λογικό. Τα πράγματα είναι αυτά που είναι. Οι άνθρωποι όμως είναι αυτοί που είναι, γιατί δε μάθανε να θέλουν κάτι άλλο. Τους αφήνουν έκθαμβους οι δράσεις των άλλων, ένας καλοσχηματισμένος λόγος, κάποιος πολυδάπανος συλλογισμός που σε ταράζει μέχρι σημείου να θες να ξεράσεις, ο απόηχος του πόνου για όλα τα ξεχωριστά που πέρασαν και δεν κατάφερες να βάλεις τη σφραγίδα σου.


    Πρέπει επιτέλους να παραδεχτείς πως το να ζεις ανάμεσα στους ανθρώπους, έχει ένα κόστος. Αναγκαστικά, ζεις κοντά τους, αναγκαστικά έχεις σχέσεις μαζί τους, γιατί τελικά αν δεν υπήρχαν πόλεις, αν δεν υπήρχαν σπίτια, αν δεν υπήρχε οργάνωση, θα έπρεπε να παραδεχτείς πως σε ένα επίπεδο λιβάδι που όλοι πάνω του θα περιφέρονταν μόνοι και δε θα υπήρχε τίποτα να θαυμάσεις, να σκεφτείς, να αναρωτηθείς, θα ήταν αναγκαστική η πτώση, δε θα μπορούσες να βρεις την οπή εκείνη που επιτρέπει να αναζητήσεις ένα προσωπικό νόημα ύπαρξης. Μόνος, ή έρημος; Αυτό είναι πάντα ένα σημαντικό ερώτημα. Υπάρχουν υπέρ και κατά και αν το ψειρίσεις θα βρεις κι άλλα. Όμως όλα αυτά σε πονοκεφαλιάζουν, σε αναγκάζουν να κάνεις ερωτήσεις που πριν από ‘σενα έκανε ο άλλος μέσα σου και που δε δέχεται ερωτήσεις, στις ερωτήσεις του, θέλεις να κλειστείς πραγματικά αυτή τη φορά, να μην προκαλέσεις κανέναν και να τσακίσεις τη σκέψη σου, ώστε να βρεις απαντήσεις.


    Δεν είναι απαραίτητο πως θα καταλήξεις εξωστρεφής. Δε μπορούν όλοι να είναι εξωστρεφείς. Και δε χρειάζεται να γίνουν ούτε ανόητοι κι επιφανειακοί. Μπορούν να διατηρήσουν, να περιφρουρήσουν την προσωπική τους σφραγίδα, να αναζητήσουν την επικοινωνία με εκείνους, τους όσους, ξεχωρίσουν. Με λόγους ή χωρίς. Και δεν υπάρχουν κλειδιά, υπάρχουν πάντοτε συμβολισμοί κι είναι εύκολο να πληγώσεις, να πληγωθείς. Ειδικά, όταν ξαναεισάγεις τον εαυτό σου ανάμεσα στους ανθρώπους, όταν του αρνείσαι τη δικαιολογία πως η τοπική ταυτότητα σε ξενίζει και γι’ αυτό διαφοροποιείσαι. Ξεχωριστοί άνθρωποι υπάρχουν παντού, απλά εσύ δεν τους έχεις βρει. Ίσως να μην τους έδωσες καν την ευκαιρία.


    Έγραφα τις σκέψεις αυτές, σ’ ένα χοντρό βιβλίο εσόδων – εξόδων που είχε ολόλευκο εξώφυλλο και στο γειτονικό βιβλιοπωλείο, με έκανε να το πάρω αυτοστιγμής. Ένα μήνυμα ήρθε στο facebook. Ένα άγνωστο όνομα, κάτι σαν ψευδώνυμο, με μια εικόνα από το Θάνατο και τον Ιππότη. Δεν είχα δει τι έλεγε ακόμα, δεν είχα καμιά επιβεβαίωση, ήξερα όμως κάπως όπως συχνά, άλογα ξέρουμε τι θα δούμε σε μια σελίδα που γυρίζουμε, ή ανοίγοντας ένα σύνδεσμο πως κάτι θα είναι εκεί, ότι ήταν από ‘κεινη την κοπέλα. Φοβόμουν να το ανοίξω. Με όλες αυτές τις σκέψεις ανοιχτές, με την ψυχή μου ανοιχτή μπροστά μου φοβόμουν πως ήμουν έτοιμος, πανέτοιμος να χάσω κάθε μέτρο. Και είπα τι στο διάολο. Και το άνοιξα…


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  5. -Volt-

    -Volt- Contributor

    << Οι μέτριοι ρυθμίζουν τις πεποιθήσεις τους σύμφωνα με τις απόψεις που επικρατούν. Δεν είσαι μέτριος, αλλά τι είσαι; >>


    << Ο χειρότερος ανάμεσα στους άριστους και ο καλύτερος ανάμεσα στους χείριστους >>


    << Κάτι μου θυμίζει αυτό >>


    << Ακούμε, διαβάζουμε κι ό,τι προσκρούει πάνω μας κάποια στιγμή η εμπειρία του επιτρέπει και μας διαπερνά, γίνεται χνάρι στο χνάρι μας >>


    << Ωραία λόγια. Κρίμα που δεν ψάχνω ένα λόγιο ιππότη >>


    << Τι ψάχνεις; >>


    << Να μπει τελεία >>


    << Βάλτη >>


    << Όχι ακόμα >>


    << Γιατί; >>


    << Δεν έφτασα >>


    << Δε με χρειάζεσαι >>


    << Δεν είπα πως σε χρειάζομαι >>


    << Όμως αυτό είπες >>


    << Είσαι πολύ μακριά για να νιώσω έκπληξη σε διαπιστώσεις ενός αγνώστου >>


    << Ήμουν κοντά >>


    << Και έφυγες >>


    << Είχα δουλειά >>


    << Δε με νοιάζει >>


    Με πήρε ο ύπνος. Όσο κι αν με ιντριγκάριζε η στιχομυθία, ήταν άνευρη και μακρινή κι εγώ νύσταζα.


    Δεν υπήρξαν άλλα μηνύματα και δεν το ξανασκέφτηκα ως το Σαββάτο. Όμως, γύρισα πολύ πιωμένος και ήθελα να ακούσω τον ήχο της σκανδάλης. Όπλο διαθέσιμο δεν υπήρχε. Υπήρχε μόνο αυτή η ιδέα που μπήκε στο μυαλό μου όταν άρχισα να κάνω κεφάλι, πως ίσως και να ‘μαι μισότρελος, ή καταθλιπτικός.


    << Πάλι δούλευα >>


    << Εξακολουθεί να μη με νοιάζει >>


    << Ούτε εμένα >>


    <<   >>


    <<   >>



    Πήρα μια κόκα και έστριψα τσιγάρο, μασούλησα μια φέτα τυρί, δεν υπήρχε βιάση, δεν υπήρχε αναταραχή. Όλα ήταν τόσο νωθρά. Ναι μάλλον είμαι καταθλιπτικός, ή μισότρελος. Ήρθε ένα μήνυμα.


    << Που ζεις; >>


    << Ως που θα έφτανες; >>


    << Δεν καθορίζομαι από άλλους, είμαι απλά κοινωνική >>


    Δεν της απάντησα. Μια ανάμνηση έπιασε να με τσιγκλίζει. Ήταν πολύ θελκτική όπως μπορούν να γίνουν μόνο οι αναμνήσεις που κερδίσαμε το δικαίωμα να σκηνοθετούμε με κάποιο εναλλακτικό τέλος όταν έχουμε πιει κι η χρονική απιθανότητα γίνεται εκκρεμές. Αποξεχάστηκα στον εαυτό μου, σε ένα παράπονο κατσιασμένο.


    << Αν κρατούσες ένα μακρύ μυτερό σπαθί και με είχες μπροστά σου, τι θα έκανες; >>


    << Μιλάς με άνθρωπο τρελό, μπορεί και να σε σκότωνα >>


    << Τελειωτικά; Θα πέθαινα; >>


    << Αυτό δεν είπα >>


    << Μπορείς; >>


    << Ρωτάς αν θέλω; >>


    << Ρωτάω τι θα έκανες με το σπαθί στα χέρια σου κι εμένα μπροστά σου >>


    << Θα σου ξέσκιζα τα ρούχα μα δε θα σε πείραζα >>


    << Πως θα μπορούσες να με πειράξεις; >>


    Σηκώθηκα και πήρα άλλη μια φέτα τυρί, δε θα απαντούσα. Είχε εμφανιστεί κάποια σκανδάλη με το σπαθί, με την ιδέα ότι θα μπορούσε να αφεθεί σε ‘μενα, να κάνει αυτό που θέλω εγώ, κατά κάποιο τρόπο ήδη είχε κάνει αυτό που ήθελα εγώ, έστω κι αν η απόσταση με ματαίωνε, ή ακριβώς γι’ αυτό.


    << Η μύτη του σπαθιού ακουμπάει πάνω μου, νιώθω την πίεση. Πού με ακουμπάει; Ματώνω; >>


    << Στο στόμα σου την αλμυρή γεύση του ιδρώτα σταματώ μ’ ένα κύβο ζάχαρης βρεγμένο σε ουίσκι, ενώ το σπαθί κατεβαίνει απαλά στην κοιλιά σου, δεν το πιέζω, ένα ξασπρισμένο ίχνος – μια διαδρομή μόνο >>


    << Με το χέρι μου το κρατάω εκεί σε ένα σημείο πάνω απ’ την ταυτότητα μου, το πιέζω προς τα μέσα >>


    << Βλέπω την παράλειψη μου κι ακουμπώ το σπαθί στην άκρη, έρχομαι πίσω σου και σου δένω τα χέρια >>


    << Ναι αλλά σε σταματώ, δε μου αρέσει να με δένουν >>


    << Δε με σταματάς κι αν με σταματάς δε σου δίνω σημασία, με εμπιστεύτηκες με μια λάμα στα χέρια μου και μπορεί να είμαι τρελός >>


    << Είσαι σίγουρα τρελός. Είμαι κι εγώ τρελή. Και μετά; >>


    << Έχω μπει σε πειρασμό και σ’ αγκαλιάζω από πίσω, τα στήθη σου ξεχειλίζουν απ’ τα δάχτυλα μου, ζουλώ και σε τραβάω προς τα πίσω, κυρτώνει ο κώλος σου και ακουμπάει πάνω μου >>


    << Πιάσε το σπαθί >>


    << Όχι ακόμα >>


    << Πιάστο >>


    << Οι ρώγες σου είναι μεγάλες και τρυφερές στην αφή, στο πρώτο παρατεταμένο τσίμπημα σκληραίνουν >>


    << Πιάστο >>


    << Έχουν σκληρύνει, έχουν τσιτώσει σα να είναι έτοιμες να εκτοξευτούν. Τραβιέμαι λίγο πίσω και σε χτυπώ στον κώλο, κυρτώνεις κι άλλο, με πλησιάζεις >>


    << Πιάστο >>


    << Τι θες να κάνω μ’ αυτό; >>


    << Ακούμπησε το πάνω μου, να νιώσω το κρύο μέταλλο >>


    << Το αρπάζω στα χέρια μου με λαχτάρα να σε ικανοποιήσω, αρκεί να μου αφεθείς, να μ’ εμπιστευτείς >>


    << Είμαι στα χέρια σου >>


    << Είμαι πίσω σου και η μύτη διασχίζει την πλάτη σου, κρατάω τη λαβή γερά, είναι χοντρή και το ξύλο λείο, μοιάζει αχρησιμοποίητο, ψεύτικο. Δεν έχει παρελθόν. Γυρνώ τη λάμα προς το μέρος μου, χωρίς προειδοποίηση η λαβή μπαίνει βίαια μέσα σου. Βγαίνει ολόκληρη με έναν ήχο γλυκά άγριο. Μπαίνει ξανά και βγαίνει. Μπαίνει και μένει εκεί. Με το πόδι μου πατώ τη λάμα σαν αντηρίδα λοξά κι η λαβή χωμένη μέσα σου. Τα χέρια μου αδράχνουν ξανά τις ρώγες σου, έχουν πάλι μαλακώσει. Όχι για πολύ >>


    << Που ζεις; >>


    << Ως που θα έφτανες; >>


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  6. Stilvi

    Stilvi Nobody expects the Spanish inquisition! Contributor

    Missed you
     
  7. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Ο πειρασμός καθώς γυρνάς στο σπίτι και ξεκινάς όλες εκείνες τις διαδικασίες με το που κλείσει η πόρτα και σηματοδοτούν την επιστροφή στον εαυτό σου, είναι μεγάλο ναρκωτικό. Κλείνει η πόρτα και αυτό είναι το κλειδί. Σημαίνει ότι παύεις να φοράς την πανοπλία που αρνείσαι πως χρησιμοποιείς. Θαρρείς πως είσαι ακόμα 15 και μπαίνεις απροσχημάτιστα, με θράσος στον κόσμο και επιβάλλεις το ποιόν σου. Όμως όχι, δεν είσαι μικρός, δεν είσαι ούτε πολύ μεγάλος. Δε θα είσαι ποτέ πολύ μεγάλος. Υπάρχει ένας θόλος που δε μπορείς να ξεπεράσεις. Πάντα θα βλέπεις στα μάτια σου, τα μάτια που κοίταξαν τόσες φορές ανθρώπους, πράγματα και φρίκες, αληθινές ή πλαναισθήσεις. Οι ρυτίδες δεν είναι ρυτίδες, το σπάσιμο δεν είναι σπάσιμο. Μπροστά στον καθρέφτη σου δεν υπάρχει αποδόμηση και όμως ξεχωρίζεις κάθε εκατοστό, αντιλαμβάνεσαι πως αποτελείσαι από κομμάτια, σαν ένα παλιό καθηγητή που σου ‘μαθε πως όλα είναι ενωμένα με κάποια δύναμη και μοιάζουν με ενιαίες επιφάνειες. Πάντα θα σε βλέπεις έναν και πολλούς, ακόμα και στα πιο ύστερα χρόνια, ακόμα και στις μεγαλύτερες βαρυγκώμιες, τις ανελαστικές στιγμές που δε μπορείς να ακολουθήσεις, δε θα μπορείς να δεις στον εαυτό σου την ανημπόρια. Κι αυτός είσαι. Κι έχει ένα τίμημα.


    Όμως ναι, είναι πολύ θελκτική η συχνότητα που κάνεις κάποια πράγματα, ο τρόπος που υπακούνε σε μια δική σου γραφική παράσταση. Ξέρεις πως βρίσκεται εκεί, ξέρεις πως μοιάζει, ξέρεις τι περικλείει και τι μετρά ο κάθε άξονας κι ας μην το φέρνεις ποτέ στο νου. Μικρές κινήσεις, συχνά επαναλαμβανόμενες, όχι όμως πάντα και ποτέ στους ίδιους συνδυασμούς. Είναι μέρος της εικόνας που θες να διατηρήσεις για το νόημα του κόσμου. Είναι πολύ μεγάλο το τίμημα για να έχεις τον εαυτό σου, είναι περίτρανος ο φόβος να τον χάσεις έστω και για λίγο, έστω και για όσο διαρκεί ο έρωτας, ακόμα και για όσο κρατάει ένα διήμερο που θα πρέπει να ζήσεις με άλλους και δε θα μπορείς να κάνεις τίποτα για ‘κεινες τις οχληρές στιγμές που δεν είσαι μόνος αλλά βαθιά μέσα σου αισθάνεσαι την ερημιά, γιατί καθένας έχει ανάγκη τον προσωπικό του χωροχρόνο, μα οι παρουσίες τον ακυρώνουν. Κάνεις υπομονή, αντλείς από τα συν. Προσπαθείς με όλη σου τη δύναμη να το κρατήσεις εκεί, να μη σου πάρει το μυαλό. Είναι άπειρης ομορφιάς η στιγμή που μιλάς με τον εαυτό σου, είναι καθηλωτικά μαγευτικές οι στιγμές που αντιλαμβάνεσαι ότι ο χρόνος που χάθηκε δε σιωπά.


    Κι όμως, αυτή η ‘’συνάφεια του κόσμου’’ ώρες και στιγμές είναι γλυκιά, παρήγορη, ερεθιστική για ένα μυαλό, ένα σώμα που έχουν αρχίσει να λαγοκοιμούνται. Γι’ αυτό και συνέχισα εκείνη την επικοινωνία. Στους δικούς μου χρόνους κι αφού ποτέ δε στέρησα απ’ τον εαυτό μου, τις μικροχαρές του. Κάθε φορά ήταν εκεί και κάθε φορά υπήρχε μια λεκτική πρόκληση, ένα έναυσμα. Μετά το σπαθί, έβαλε στα χέρια μου ένα μαχαίρι κι ύστερα ένα αναμμένο κερί. Μου άνοιξε το στόμα και ξεγύμνωσε τα δόντια μου, γέμισε νυχιές τη σκέψη μου και πάντα καταλήγαμε στην ανικανοποίητη ερώτηση ‘’που ζεις’’ και στην απενοχοποιημένη ‘’ως που θα έφτανες’’. Αυτό ήταν, αντί για καληνύχτα, αντί για χαιρετισμό, ή θα τα πούμε αύριο πάλι, αφήναμε ο ένας τον άλλο μ’ αυτό. Κινδύνευε να γίνει άλλο ένα λεκτικό σύμβολο κι είναι επίφοβο το που σε οδηγούν οι λέξεις.


    Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο αργά ήταν. Δουλεύαμε όλο το πρωί στο cad και μια διακοπή το μεσημέρι έστειλε την προσπάθεια μας στο κενό. Ύστερα οι άλλοι έφυγαν κι έμεινα μόνος μου. Σε κάθε βήμα πάταγα το save. Με κούραζε περισσότερο ο ψυχαναγκασμός που μου δημιουργούσε παρά η διαδικασία. Δεν ήταν πια κάτι δημιουργικά ενδιαφέρον, ήταν ένα στοίβαγμα, μια αναπαραγωγή των ιδεών που συζητάγαμε όλο το πρωί και των προσχεδίων μας. Οι μόνες μου επιλογές ήταν το 24ωρο ψιλικατζίδικο για φιστίκια, κόκα κόλα και σοκοφρέτα, ή να πάω στο έβερεστ του αεροδρομίου. Γούσταρα τη βολτούλα. Πάντα μου άρεσε να οδηγώ νύχτα, ειδικά απ’ όταν πήρα το καινούργιο ηχοσύστημα που δεχόταν στικάκι. O Byron αναρωτιόταν για τα κίνητρα των κοντινών, όταν έμπαινα στο αεροδρόμιο.


    Η ώρα ήταν 3.20 κι είχε μόνο μια τυρόπιτα που έμοιαζε πολλές φορές ζεσταμένη, κοίταξα χαζά και κουρασμένα τις πτήσεις. Είχε πτήση για Αθήνα στις 6.45. Ήταν ένα τσίγκλισμα μέσα μου, κυρίως για το καθαρό, απρόσωπο δωμάτιο, που κάποιος άλλος έχει φροντίσει για όλα και κάποιος άλλος θα φροντίσει να το αποκαταστήσει μετά. Ήταν η γλώσσα που σου έβγαζε η Αθήνα κάθε φορά που πήγαινες κι οι οδηγοί δεν είχαν καμιά αιδώ απέναντι στους πεζούς και παντού επικρατούσε αυτή η σκόνη που κάνει τα πάντα λίγο πιο γκρι. Μερικές φορές ήταν επιθυμητή, κυρίως επειδή δεν ανήκες πια εκεί. Δεν υπήρχαν πια ‘’κοντινοί που σε κυνηγούσαν γιατί σε νοιάζονταν, όποια κι αν ήταν τα κίνητρα τους’’. Δεν υπήρχε παρά η ανάμνηση που μπορούσες να επαναφέρεις ή όχι και έμενε τελικά χωρίς αυτή, ο απόηχος μιας συγγένειας που δεν πεθαίνει, αλλά δεν είναι ούτε ακριβώς ζωντανή. Κι είναι εκεί τη στιγμή που σε χαϊδεύει να σε δαγκώσει.


    Το έκανα. Πήγα αμέσως σ’ ένα ξενοδοχείο που αγαπώ πολύ, σ’ ένα στενάκι που αν περπατήσεις λίγο στο κεντρικό, θα περάσεις σύντομα έξω απ’ το Αλεξάνδρα και την Αμερικάνικη πρεσβεία. Μου άρεσε να περπατάω σ’ εκείνους τους δρόμους. Να μην είμαι κανένας και να μπορώ την ίδια στιγμή να είμαι ο ένας για ‘μενα. Ήμουν πολύ νυσταγμένος και δεν είχα τίποτα μαζί μου. Σταμάτησα με το ταξί στο τριγωνάκι. Στην ανηφορίτσα για το ξενοδοχείο έχει πρώτα ένα παλιό μπακάλικο με φιλοδοξίες φρουταγοράς, που πήρα φρούτα και λίγο παραπέρα ένα ζαχαροπλαστείο με νόστιμα γεμιστά βουτήματα. Πήρα κι απ’ αυτά. Το δωμάτιο που έπαιρνα πάντα ήταν ελεύθερο. Έκανα μπάνιο, παρήγγειλα δύο τόστ και μετά τσιμπολόγησα φρούτα και βουτήματα, ώσπου ένιωσα τη νύστα να με τραβάει στο αφράτο κρεββάτι. Κοιμήθηκα πολλές ώρες κι όταν ξύπνησα, ήπια καφέδες, κάπνισα και βγήκα στην πόλη να περπατήσω. Στο δρόμο άνοιξα το μέσεντζερ. Σπάνια, άνοιγα την εφαρμογή απ’ το κινητό μου.


    Το τελευταίο μήνυμα ήταν ακόμα το δικό μου. Κι η επόμενη ερώτηση μου, το αντίστοιχο του γειά σου τι κάνεις, ήταν μια αναπαραγωγή της:


    << Ως που θα έφτανες; >>


    << Πουθενά τα έχουμε πει αυτά. Γιατί ρωτάς; >>


    << Είμαι στο ξενοδοχείο που είχες έρθει >>


    << Για ‘μενα ήρθες; >>


    << Για ‘μενα ήρθα >>


    << Και τώρα; >>


    << Από ‘σενα εξαρτάται >>


    << Δώσε μου το τηλέφωνο σου >>


    << Γιατί όχι εσύ το δικό σου; Έχεις κανέναν που θέλεις να διώξεις πρώτα; >>

    Ήταν μια έμπνευση της στιγμής αυτή η ερώτηση, περισσότερο πείραγμα, λιγότερο πραγματικό ενδιαφέρον


    << Ναι >>


    Πάντα μου αρέσει η ειλικρίνεια. Θέτει τα πράγματα στη σωστή τους βάση. Κατασπαράζει την ψευδαίσθηση αλλά και την προσδοκία.


    << Δε χρειάζεται >>


    << Θέλω όμως να συναντηθούμε >>


    << Ποιος είναι μαζί σου; >>


    << Κάποιος, δεν έχει σημασία >>


    << Κράτα τον εκεί και έρχομαι >>


    << Όχι! Δε μπορώ >>


    << Κράτα τον και έρχομαι, ή μπαίνει τελεία τώρα >>


    << Τελεία >>


    Δεν απάντησα, δεν βρήκα το λόγο να το κάνω. Θα δεχόταν. Της πρόσφερα μια λάμα για να μου την δώσει, αποκλείεται να έλεγε όχι. Πήρα ταξί.


    Λίγο μετά ήρθε μήνυμα


    << Εντάξει έλα και θα του εξηγήσω >>


    << Τίποτα να μην του πεις, περίμενε να έρθω >>


    << Δε γίνεται αυτό >>


    << Επέλεξες ήδη μια φορά την τελεία, αν την επιλέξεις πάλι θα είναι κι η τελευταία >>


    << Θα σε περιμένω. Σε πόση ώρα θα είσαι εδώ; >>


    << Σε ένα τέταρτο >>


    << Δεν είσαι στο ξενοδοχείο; >>


    << Είμαι ήδη στο ταξί >>


    << Άρα… >>


    << Άρα σταματούν οι διαπιστώσεις του αγνώστου που είναι μακριά, τώρα θα με γνωρίσεις >>


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  8. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Με άφησε το ταξί σε μια πλατεία που δε μου έλεγε τίποτα και μου έδειξε τα σκαλιά που έπρεπε να ανέβω για να φτάσω στο σπίτι της. Κάτι έλεγε καθώς έφευγε πως δεν είχε χρόνο να με πάει απ’ την άλλη πλευρά. Τόσο πολύτιμος ο χρόνος και τόσο υπερτιμημένος που καταντάει βουβός εκφωνητής του μαραμένου ανδρισμού του. Και πλησιάζεις με τα χρόνια από μια άλλη διαδρομή, κόβοντας δρόμο για να ανακαλύψεις πως εκείνος μιλούσε, όταν ακόμα τα αυτιά σου δεν είχαν γεννηθεί.


    Σε ένα μηδενικό διαμέρισμα, χρόνια πριν ανακάλυπτα σε μια γυναίκα που ερωτεύτηκε ένα άβαταρ και μερικά likes, μια φήμη που χτίστηκε στον άχρονο χρόνο μέσα σε παρηκμασμένα μηνύματα σε σταθερές σχέσεις του χρόνου με εγώ που παραληρούσαν για να ανήκουν, ή για να μην ανήκουν μα να ξεχωρίζονται σα να ανήκαν, για τα δυο λεπτά κοιτάγματος σε καθρέπτες φαντασιακούς. Συνειδητοποίησα σε μια στιγμή πως δεν προσκυνούσα τη ματαιοδοξία μου κάποτε, αλλά τη δύναμη του χρόνου πάνω της και πάνω μου να παγώνει τα πιο σημαντικά, για να θρέφω μέσα μου τα ασήμαντα.


    Μάστορας στο παιχνίδι του ο χρόνος, ικανός να ντυθεί με κάθε προβιά που του επιτρέπουμε, τη στιγμή ακριβώς που νομίζουμε πως του έχουμε απαγορεύσει κάποια άλλη να φορέσει. Γίνεται κηδεμόνας μας, όταν τον αποκαλύπτουμε και δεν τον λέμε γιο μας. Γίνεται αγαπητική σε ιεραποστολικό, τη στιγμή που τον τραβάμε γαντζωμένο απ’ την πλάτη μας, σα φρενιασμένο επιβήτορα που οργασμός απαγορεύει να βεβηλώσει μια οπή μέσα μας που δεν έχει ακόμα δημιουργηθεί. Αυτοκράτορας και αληθινός βασιλιάς στα κίτρινα. Σταθμάρχης που κατεβάζει το μοχλό και συνταγματάρχης σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης ηλιθίων.


    Τα σκαλιά ήταν κοφτά, μικρά, η επιφάνεια της σόλας μου κλώτσαγε το ρίχτι και το πίσω μέρος βρισκόταν στο κενό. Δε μου έδινε το χρόνο να πάω πιο αργά, να ξαποστάσω. Σαν κάποιος να μ’ έσπρωχνε από πίσω, σαν κάποιος να μ’ είχε πείσει πως αν σταματούσα για μια στιγμή θα κατρακυλούσα προς τα πίσω. Μήπως ήτανε ο χρόνος; Ο ίδιος υποβολέας που ψιθύριζε μέσα μου, πήγαινε τώρα, μη σταματάς, μη σκέφτεσαι.


    Και δεν είχα σκεφτεί. Ούτε πως είπα να μην του μιλήσει, ούτε πως ήθελα να περιμένει, ούτε καν τι θα ‘λεγα εγώ. Ήξερα μόνο πως ήταν μια πρόκληση που ήθελα να ζήσω. Κάτι που ίσως να κέρδιζα απ’ αυτό, μα που δε θα έχανα με τίποτα. Μια βεβαιότητα μέσα μου, τόσο ψυχρή που καταντούσε καταναγκασμός ότι ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει, μια αποκάλυψη, δεν ήξερα για ποιον.


    Το αμάξι της, από ‘κεινα τα μωβ μπλε άστρα κουπέ που ήταν της μόδας προ δεκαετίας, γυάλιζε πλυμένο σχολαστικά, η διπλή μπούκα κάτω απ’ τον προφυλακτήρα μ’ έκανε να γελάσω. Σκέφτηκα αυτόν που ήταν σπίτι της, ή κάποιον άλλο που είχε αφήσει το σημάδι του, κάποιον που ακόμα κι αν δεν το ‘βαλε ο ίδιος, ήταν άδηλος φόρος τιμής στη μνήμη του, ακόμη κι αν δεν ήταν ακόμη μνήμη, ακόμη κι αν ήταν τώρα… μέσα στο χρόνο του. Εγώ ήθελα να είμαι έξω από τέτοιους χρόνους. Δεν ήθελα να με θυμούνται, δεν ήθελα να με δοξάζουν, δεν ήθελα να θέλουν να πηδήξουν μια δόξα που δε σήμαινε τίποτα για ‘μενα, μισούσα εκείνο το μηδενικό διαμέρισμα, μου θύμιζε ποιος κόντεψα να γίνω και τις πιο μαύρες στιγμές της μοναξιάς μου, θύμιζε πόσο θα ήθελα να είμαι, αν δε με σταματούσε, η ανέχεια, ή αν δε με έσπρωχνε κάποτε ένα ποτήρι ουίσκι και λίγος άκακος κομπασμός. Όλα σε χρόνους τυφλούς, όλα σε χρόνους αδόξαστους μέσα στη δόξα να στέφονται μονίμως νικητές, σ’ εκείνο το παιχνιδάκι που στρογγυλεύεις τις γωνίες και ψελλίζεις για τη δύναμη κάποιας ανάμνησης και ουσιαστικά έχεις εξαιρέσει τον εαυτό σου απ’ αυτή, για να μπορείς να είσαι ξανά και ξανά θεατής στο ίδιο σου το έργο.


    Δεν ασχολήθηκα να χτυπήσω το κουδούνι, αφού η εξώπορτα ήταν ανοιχτή, πέρασα μέσα κι ανέβηκα στο δεύτερο. Αναρωτήθηκα για μια στιγμή αν ήταν οικογενειακή πολυκατοικία, ή αν ζούσε εδώ άγνωστη, ανάμεσα σε αγνώστους, ή αν προσπαθούσε να χτίσει το μύθο της αγνώστου ανάμεσα σε γνωστούς, αυτούς που με κάποιο τρόπο νοιάζονταν, ακόμα κι αν δεν ξέραμε τα κίνητρα τους, όπως δε σταμάτησαν να τραγουδούν εδώ και 40 χρόνια, οι Uriah.


    Τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι πλησίαζα το αυτί μου για να αφουγκραστώ φωνές, ή σιωπή, για να δώσω στον εαυτό μου χρόνο, για να του επιτρέψω να ντυθεί ένα ακόμη ρόλο, με απόλυτη επιτυχία, χτύπησα την πόρτα – και όχι το κουδούνι – δυνατά, διακριτά.


    Φορούσε παντελόνι φόρμας, φαρδύ στα γόνατα και σφιχτό στη μέση κι ένα τιραντάκι απροσδιόριστου χρώματος και στα μπράτσα της πρόσεξα αυτή τη φορά ταταούαζ, που δεν καταλάβαινα τι συμβόλιζαν, αυτό ίσως είχα χρόνο να το μάθω αργότερα. Που σήμαινε ότι ως εκείνη τη στιγμή, θα έκανα ότι μπορούσα για να μην καταλάβω τι σημαίνουν. Εγώ θα όριζα το χρόνο τους και δε θα χρησιμοποιούσε ο γεροδιάολος το καμουτσίκι του πάνω μου, όταν ήθελε αυτός.


    Στον καναπέ καθόταν ένας άντρας. Απροσδιόριστα μου θύμισε κάποιον κι έπειτα κατάλαβα πως μου θύμιζε τον εαυτό μου, όπως κάποτε στεκόμουν θύμα που δε βρέθηκε ποτέ ένας μαχητής να με κατασπαράξει κι ως κι αυτό έπρεπε να το κάνω μοναχός μου. Μόνος έπρεπε να γκρεμίσω την εικόνα μου, μόνος να νοιαστώ αν αυτό το πρόσωπο ήθελα ως το τέρμα του χρόνου, του δικού μου χρόνου. Κρίση ταυτότητας είπε μια χαζογκόμενα που δάνειζε βιβλιαράκια με ερμηνευτές του Λακάν στην πρώην γυναίκα μου, το σύνδρομο του ταξιδιώτη, την άκουσα κάποτε να λέει, νομίζοντας πως έχω ήδη φύγει. Να ‘ξερε τότε ήθελα μέσα μου, η πρώην μου, πως όταν μου τη σύστησε δεν ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα, μα μετά από λίγο δε με ένοιαζε, ήμουν σίγουρος για το ποιον της, κάποτε θα της το ‘λεγε μόνη της κι αναρωτιόμουν μόνο σ’ εκείνο το παιχνίδι ο χρόνος, ποιο ρόλο θα κρατούσε για τον εαυτό του, ή αν θα ‘ταν αφανής εκείνη τη στιγμή για να ντυθεί μετά στα κίτρινα στην πλατεία που θα βρισκόταν το προσωπικό μαγαζάκι προκλητών αυτοκτονιών που θα έστηνε η πρώην μου στη μνήμη της.


    Ήταν ωραίος κατά κάποιο τρόπο, με γενάκια που ήταν της μόδας μερικά χρόνια πριν, αυτά που σνομπάρανε όσοι τα πλούσια γένια δε σήμαιναν για ‘μας μια επιλογή, με την παραδοσιακή έννοια. Τον έκαναν να μοιάζει κάπως γλοιώδης, όπως έβλεπα κι εγώ τον εαυτό μου, κατά καιρούς που ξυριζόμουν συντηρητικά για να μη μου μπαίνουν οι τρίχες στο στόμα και που όμως ποτέ δεν κατάφερνα να κάνω πραγματικά σωστά, όπως τόσο ωραία κάνουν οι κινηματογραφικοί άντρες και τελικά έκοβα ό,τι χρειαζόταν για να μη βλέπω εγώ λειψό το πρόσωπο μου. Τρέχα γύρευε, είχα ήδη επιλέξει το ρόλο του αντίζηλου κι έστηνα στο μυαλό μου ατίθασες ανομοιότητες που μ’ έκαναν στα μάτια μου να μοιάζω αυθεντικός ήρωας. Αυθεντικός πορθητής.


    - Γιάννης

    Συστήθηκε. Εγώ δε συστήθηκα. Κάθισα χαλαρά δίπλα του στον καναπέ και της ζήτησα χωρίς να την κοιτώ, να μου φέρει ουίσκι, σαν αυτό της προηγούμενης φοράς.


    Έκανε μια δυο προσπάθειες να μου μιλήσει κι ύστερα σώπασε, σηκώθηκε κι έψαξε τα σιντί. Τελικά δεν έβαλε κάποιο. Έμοιαζε να προσκαλούσε το χρόνο να επικρατήσει με τη θεά αμηχανία πάνω μου, ίσως αφού δε μπορούσε αυτός.


    Το ουίσκι με τα παγάκια να κροταλίζουν ακούμπησε στο τραπέζι μπροστά μου.

    - Δε ζήτησα παγάκια

    - Δε ρώτησα

    - Βγάλτα

    Φάνηκε έτοιμη κάτι να πει και άστραψε στα μάτια της ένα φως, ύστερα όμως πήγε να σηκώσει το ποτήρι

    - Όχι! Εδώ! … με τα δάχτυλα σου

    - Σιχαίνομαι. Εσύ δε θα σιχαθείς;

    - Είχες κλειστά όλη μέρα, μα δε μυρίζει όπως τα κλειστά σπίτια που έχει προηγηθεί σμίξιμο.


    Έβγαλε τα παγάκια. Έπιασε όσο περισσότερα μπορούσε, μα κάποια της ξέφυγαν. Τα σήκωσε πάνω απ’ το ποτήρι, άνοιξε το χέρι και τ’ άφησε να πέσουν ανάμεσα στα πόδια μου, πάνω σε μια φλοκάτη που δεν είχε μαζευτεί για το καλοκαίρι.

    - Μα τι κάνεις;

    Ρώτησε όλο απορία αυτός που τον λέγανε Γιάννη.

    - Προσπαθεί να επιβληθεί

    Απάντησα στη θέση της

    - Δεν προσπαθώ τίποτα,

    Είπε με τη σειρά της.

    Επιτέλους μοιάζαμε με πραγματικό σκετς. Καθένας μίλησε σύμφωνα με το ρόλο του, είπε όσα του αναλογούσαν ή λιγότερα.

    Τι όμορφη που ήταν η σιωπή.

    Τι κρίμα! Δε μπορούσα να την ανεχτώ αυτή τη στιγμή

    - Πιες το, της είπα

    - Δε θέλω να το πιω

    - Πιες

    - Δε θέλω

    - Δεν έπρεπε ποτέ να πάρω τη λάμα

    Κάτι έσπασε μέσα της, κάτι τραβήχτηκε προς τα πίσω. Σήκωσε το ποτήρι κι ήπιε μια μικρή γουλιά, ετοιμάστηκε να το κατεβάσει

    - Όλο! Ακούστηκε. Δεν το είχα πει όμως εγω…

    Πάγωσε με το ποτήρι στην ίδια θέση κι εγώ τον κοίταξα

    - Συνέχισε, του είπα

    - Δε θέλω να συνεχίσω, θέλω να φύγεις από ‘δω. Έχουμε να μιλήσουμε

    - Για ‘μενα;

    - Δε σε αφορά

    - Εγώ θέλω να μείνω

    - Αδιάφορο

    - Θα μείνω

    Η φωνή του άλλαξε, έγινε σκληρή, μα με αγνόησε

    - Πιες το μωρή μαλακισμένη, της είπε ψιθυριστά

    - Θα το πιεις; Τη ρώτησα με τη σειρά μου

    - Να κάνουμε ψηφοφορία; Με ρώτησε με ειρωνεία

    Πάλι ακολουθήσαμε το ίδιο μοτίβο.

    - Πάρε μια γουλιά στο στόμα σου

    Το έκανε.

    - Όχι μην την καταπίνεις. Βάλε κι άλλη μέσα κι αυτή τη φορά κράτα τη εκεί.

    Την κρατούσε ώρα τώρα, με τα μάτια στην αρχή μου έκανε νόημα κι ύστερα έκανε ήχους με γεμάτο στόμα. Αυτός περπατούσε, ερχόταν προς τον καναπέ κι έπειτα το μετάνιωνε και έφευγε κι εκείνη με κοιτούσε όλο και πιο έντονα στα μάτια. Σε κάποιο πλησίασμα του την έσπρωξε, μα δεν έχασε την ισορροπία της. Με κοίταζε κι όταν την κοίταξα κι άνοιξαν διάπλατα τα δικά μου, κατέβασε τη γουλιά. Εκείνος είχε σταματήσει να περπατάει, στεκόταν με την πλάτη σ’ εμάς και κοίταζε κάπου στο πάτωμα, κάτι δικό του, ίσως όχι αυτού του κόσμου.

    - Πιες μια γουλιά,

    της είπε με πιο ήσυχη φωνή κι εκείνη με κοίταξε. Δεν κούνησα τα μάτια μου, δεν κούνησα τα χέρια μου

    - Άδειασε το ποτήρι, γέμισε το μου σε παρακαλώ.

    - Δεν ξέρω αν έχει άλλο.

    Είχαμε αλλάξει τη σειρά, όμως κατά κάποιο τρόπο δεν είχαμε ξεφύγει απ’ τους ρόλους μας κι όμως διεστραμμένα όλα είχαν πάει κατά διαόλου.

    Έφυγε… απ’ τη σκηνή κι εμείς επιστρέψαμε στη σιωπή. Τι ευλογημένη που ήταν.

    Γύρισε με το ποτήρι και μου το έδωσε στο χέρι. Κανένα παγάκι δεν υπήρχε μέσα, κρατούσε όμως ένα στο άλλο της χέρι κι άνοιξε την παλάμη της κι ετοιμαζόταν να τη γυρίσει, να πέσει κι αυτό μπροστά μου, να πάρει να λιώνει μαζί με τ’ άλλα.

    - Βάλτο στο στόμα του


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  9. Stilvi

    Stilvi Nobody expects the Spanish inquisition! Contributor

    Ο πούστης ο χρόνος. Έχεις χοντρό ταλέντο στο'χω πει ποτέ;
     
  10. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Κάποια στιγμή εμείς οι δυο θα μιλήσουμε σοβαρά για το πως σου γαμάνε το μυαλό άνθρωποι παντοτινά ζωντανοί, σα το Μπροχ και το Σερζ, τον Ίψεν και το Σενέκα. Πως εξωραϊζονται τα συναισθήματα και τα βιώματα, πως αποκτούν φως.
     
  11. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Στην αρχή δεν κουνήθηκε. Δεν πισωπάτησε, δεν έκανε κάποια αντίδραση. Μόνο όταν το χέρι της υψώθηκε στο στόμα του προτάσσοντας το παγάκι κι αυτό ακούμπησε τα χείλη του, τράβηξε το κεφάλι με σφοδρότητα προς τα πίσω. Τα μάτια του άστραφταν μ’ εκείνη την ιδιαίτερη ποιότητα που βγάζουν το θυμό τους, τα μελιά μάτια.


    Δεν τα παράτησε εύκολα, έγειρε προς το μέρος του και προσπάθησε πάλι να φέρει το παγάκι στα χείλη του. Σήκωσε το χέρι και χτύπησε το δικό της. Ακούστηκε ένας κοφτός ήχος, με τον τρόπο που πάντα θυμίζει διόρθωση όταν σάρκα αποκρούει σάρκα.


    Το παγάκι έπεσε με μισό ήχο στο πάτωμα, έσπασε σε κομματάκια που άλλα έμειναν εκεί κι άλλα εκσφενδονίστηκαν κοντά στη μπαλκονόπορτα και κάτω απ’ την πολυθρόνα και το έπιπλο με τα cd.


    Κοιτώντας από ‘κει που βρισκόμουν είχα την αίσθηση της μεταμόρφωσης του, από σωρός περιφερόμενος ασκόπως, έμοιαζε να έχει μετατραπεί σε συμπαγές ατσάλι. Περισσότερο διαισθάνθηκα, παρά είδα την κίνηση που θα ακολουθούσε. Τη χαστούκισε.

    ‘’Εδώ κάνω εγώ κουμάντο’’ είπε ψιθυριστά.


    Είχε σκύψει το κεφάλι της – έμοιαζε να κοιτάει τον σπασμένο πάγο στο πάτωμα. Ανασήκωσε τα χείλη της και τη φίλησε βιαστικά, έντονα, σα να ρούφαγε τα χείλη, το στόμα, το πρόσωπο της, αυτή ολόκληρη. Έβαζε το σημάδι του. Σαν τα σκυλιά που κατουρούν στη ρόδα.


    Είχε έρθει η στιγμή να κατουρήσω κι εγώ. Σηκώθηκα και πήγα προς το μέρος τους. Βρισκόμασταν εγώ πίσω της, η ανάσα μου αντέκρουε στο σβέρκο της κι εκείνος μπροστά της. Αν ήθελε να φύγει με πλάγια βήματα δε θα μπορούσε, χωρίς να μας αγγίξει. Το κεφάλι της έγερνε λίγο στο πλάϊ. Τα μάτια του μια με κοιτάγανε με το θράσος εκείνου που κατούρησε, την άλλη χάνονταν στα έπιπλα, στο πάτωμα, σ’ εκείνη.


    Σήκωσα το χέρι μου και το έφερα στο σβέρκο της. Χάϊδεψα την τσιτωμένη επιδερμίδα, στα δάχτυλα μου μπλέχτηκαν οι τριχούλες απ’ το κάτω μέρος του κεφαλιού της. Ήταν ζεστή. Έπειτα έσφιξα άτονα και μετά πιο δυνατά και την τράβηξα πάνω στο στέρνο μου. Με δυο δάχτυλα έσπρωξα το πρόσωπο της απ’ το πλάι του σαγονιού, στράφηκε μισή προς το μέρος μου. Το δικό μου φιλί ήταν απαλό, έβαλα γλώσσα μες στο στόμα της, που στην αρχή έμεινε μόνη και μετά ασθενικά αντέδρασε και γλώσσα χάϊδεψε γλώσσα. Μετά τράβηξα τη γλώσσα μου και μετακίνησα λίγο το κεφάλι μου προς τα κάτω, όταν ήμουν εκεί που ήθελα δάγκωσα τα χείλια της δυνατά. Μόνο όταν την αισθάνθηκα πως ο πόνος ήταν πια οξύς κι αφόρητος και δάκρυα κύλησαν απ’ τα μάτια της, την άφησα. Είχα βάλει το δικό μου σημάδι.


    Κι ήμασταν αντικριστά ακόμα. Πολλά μπορούσαν τώρα να συμβούν. Κάθε έκβαση ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω. Εκείνη κοίταζε χαμηλά, υπήρχε παραίτηση στον τρόπο που το σώμα της απωθούνταν από ‘κεινον, υπήρχε παράδοση σε ‘μενα, ακόμη το στέρνο μου κι η πλάτης της, ήταν ένα.


    - Θέλεις να φύγω;

    -…

    - Θα φύγω

    -…

    - Κι αν δεν ξανάρθω;

    Κανένας μας δε μπορούσε να καταλάβει αν οι ερωτήσεις απευθύνονταν σ’ εκείνη ή στον εαυτό του, ίσως να μην ήξερε ούτε αυτός.

    Ήθελα να μπω μέσα της. Εκείνη τη στιγμή ήθελα να κατεβάσω τη φόρμα της, να παραμερίσω το εσώρουχο της και να μπω μέσα της. Δεν ήθελα να κινηθώ, δεν ήθελα να τη γαμήσω. Ήθελα να μπω μέσα της και το χέρι μου ξανά να γραπώσει το σβέρκο της, να την κολλήσω περισσότερο απ’ όσο ήταν εφικτό πάνω μου. Ήθελα να χτυπήσω με το σώμα της το σώμα μου. Ήθελα αυτή την επαφή που μόνο όταν τσακίζονται οι σάρκες η μια στην άλλη, μπορεί να επιτευχθεί. Αυτή η ένταση κύλαγε σα μια ουσία από μέσα μου κι ας μη φαινόταν σε κανέναν άλλο. Ήθελα να το κάνω, μπορούσα να το κάνω.


    - Έχουμε σχέση!

    Είπε κατηγορηματικά και σα να την κατηγορούσε. Θύμιζε εκείνες τις ερωτήσεις που κάνουμε μόνο για να πάρουμε την επιβεβαίωση που θέλουμε και που ποτέ δεν είναι πραγματικές ερωτήσεις.

    Ο χρόνος σα ρούχο ιδρωμένο είχε κολλήσει πάνω μου. Ήμασταν τόση ώρα έτσι, που μπορεί να ήταν αιώνας, ή δευτερόλεπτα και όμως μύριζα την αποφορά της ζεσταμένης υγρασίας του. Αυτή η σκηνή έπρεπε να τελειώσει. Πότε θα έπεφτε κι ο τελευταίος κόκκος άμμου; Ήθελα να γυρίσει η κλεψύδρα απ’ την άλλη. Γινόμουν αιχμάλωτος του χρόνου. Τον σκεφτόμουν κι εκείνος με πλήρωνε με μια αμηχανία που αναδυόταν σιγά σιγά. Με πλήρωνε όπως κλείνουν οι πόροι του σώματος μετά από έντονη άσκηση και μοιάζει με μικρό θάνατο. Σώνονται οι ανάσες του και να ξαναγυρνάμε στη συνηθισμένη παθολογική μας κατάσταση.


    - Φύγε

    - Και ποιος είσαι ‘συ που θα μου πεις τι να κάνω;

    - Σου είπε να φύγεις.

    - Όχι δε θα φύγω. Θα μείνω εδώ να ανακαλύψω πόσο βρώμικη είσαι.


    Τα χέρια του ακούμπησαν στους ώμους της και την έσπρωξε προς τα κάτω. Άνοιξε λίγο περισσότερο τα πόδια της και απέκτησε μεγαλύτερη αντίσταση. Δε λύγιζε με τίποτα.

    - Γονάτισε, της είπα

    Για λίγο κοκάλωσε, μα ύστερα αφέθηκε στην πίεση που της ασκούσε ώσπου τα γόνατα της ακούμπησα στο δάπεδο.


    - Ρούφα τον! Ρούφα το πέος του! Της είπε άγρια.

    - Ρούφα το δικό του, της ζήτησα εγώ


    Κατέβασε το φερμουάρ του και τράβηξε απ’ το εσώρουχο του ένα μαραμένο όργανο. Η μάχη είχε κριθεί. Είχε κατουρήσει σε μια περιοχή που δε μπορούσε να βρίσκεται.

    - Άστο της είπα. Θα φύγει


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
    Last edited: 5 Ιουνίου 2019
  12. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Στην αρχή έφυγε. Αργότερα, τον ακούσαμε να χτυπάει το κουδούνι επανειλημμένα. Όμως, όπως σχολίασε εκείνη, δε χρησιμοποίησε το κλειδί του. Πολύ αργότερα, ξαναχτύπησε μια φορά κι έπειτα ακούσαμε την πόρτα να ανοίγει και να κλείνει μετά από λίγο, ίσως λιγότερο από λεπτό. Πηγαίνοντας στο σαλόνι, βρήκαμε το κλειδί του αφημένο μες στο ποτήρι με το ουίσκι μου.


    Καθόμουν ακόμη στον καναπέ, όταν έφυγε ο μελλοντικός αυτοαπόκληρος.


    - Βγάλε τα ρούχα σου

    - Τι έτσι;

    - Βγάλε τα ρούχα σου.


    - Ωραία. Φέρε μου παγάκια σε παρακαλώ.

    - Δε… δε θα μ’ αγγίξεις;

    - Να πάω να πάρω μόνος μου;


    - Ορίστε.

    - Βάλε δύο στο ποτήρι μου και το τρίτο δως το μου.


    - Έλα δω… πιο κοντά.

    Τα πόδια της καβάλησαν τα γόνατα μου και στεκόταν όρθια μπροστά μου. Το ξυρισμένο της ήταν μπροστά στο πρόσωπο μου. Κράτησα το παγάκι με τα τρία δάχτυλα, ίσα να προεξέχει η μύτη του και το έβαλα μέσα στο μουνί της. Το κράτησα εκεί. Ζέστη και πάγος. Πάγος που έλιωνε γρήγορα μέσα στη ζέστη. Άρχισε να τρέμει.


    - Θα μου δείξεις το δωμάτιο σου;


    Μπαίνοντας απ’ την πόρτα, πέρα στον τοίχο υπήρχε στο κέντρο του περίπου ένα διπλό κρεβάτι λακαριστό λευκό, καλυμμένο με μια μαύρη πικέ κουβέρτα και πολλά μαξιλάρια.

    - Να αλλάξω σεντόνια, είπε και κινήθηκε με φούρια

    - Όχι, άφησε τα.

    Πάγωσε η κίνηση της.

    - Στάσου κοιτώντας προς τον τοίχο με τα χέρια πάνω στο στρώμα.


    Πήγα κοντά της κι άρχισα να τη γλείφω λαίμαργα από πίσω. Το μουνί της είχε ωραία γεύση και μύριζε καθαριότητα. Αναστέναζε. Με τα δυο μου χέρια άνοιξα τα χείλια κι έχωσα τη γλώσσα μου όσο περισσότερο μπορούσα. Αισθανόμουν την ανυπομονησία της και λίγο μετά ένα πιο βαθύ αναστεναγμό. Έχυσε στο στόμα μου.


    - Όχι μη μετακινείσαι. Μείνε όπως είσαι.

    Μπήκα μέσα της και κινήθηκα γρήγορα. Έμπαινα μέσα της καρφωτά, συνεχόμενα. Με τα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού παραβίαζα την κωλότρυπα της.

    - Μη! Δε θέλω! Δεν … το έχω ξανακάνει…

    Βγήκα και στάθηκα ακίνητος. Κινήθηκε μ’ ανυπομονησία. Ο πούτσος μου γυάλιζε απ’ τα υγρά της. Γλίστραγε αρκετά. Μπήκα ως το πουτσοκέφαλο στον κώλο της κι έμεινα ακίνητος.

    - Την επόμενη φορά που θα μου πεις ψέματα, έχω φύγει.

    - Δε σου είπα ψέματα!

    - Ο κώλος σου είναι γαμημένος

    -… μπορεί… παλιά

    - Τι μπορεί; Δεν ξέρεις αν τον έχεις αρπάξει;

    - Μη μου μιλάς έτσι

    - Τι;

    - Σε παρακαλώ…

    - Γιατί μου είπες ψέματα;

    - Δε σου είπα

    - Δε μου αρέσουν αυτά τα παιχνίδια. Γιατί μου είπες ψέματα;

    - Δεν ξέρω.

    - Θέλεις να στον γαμήσω;

    - Σε παρακαλώ μη μιλάς έτσι

    - Πώς να μιλώ;

    - Δεν ξέρω… αλλιώς.

    - Στα μηνύματα δεν είχες τέτοια κολλήματα

    - Είσαι εδώ και…

    - Και…

    - Ήταν ξαφνικό.

    - Θα σε δέσω τώρα

    - Σου είχα πει…

    - Μου είπες να έρθω.

    -… καλά


    Έβγαλα τη ζώνη μου και έδεσα πίσω τα χέρια της. Από μια ρόμπα πήρα το ζωνάρι κι έδεσα τα πόδια της κάτω απ’ τα μπούτια, σφιχτά μεταξύ τους, να κλείσουν. Ο κώλος της είχε ανοίξει σαν αχλάδι και το μουνί της γυάλιζε.


    Πήγα μέσα κι έφερα το σάκο μου. Έβγαλα το λιπαντικό πρώτα και την πέρασα ολόκληρη, απ’ την όμορφη αδύνατη πλάτη της, μέχρι τις γάμπες κι έπειτα με το χέρι μου άπλωσα πάνω στα βυζιά της, στην κοιλιά της, στα μπούτια της από μπροστά.


    - Γιατί μου είπες ψέματα;

    - … δεν ξέρω

    - Γιατί μου είπες ψέματα;

    - Σου είπα πως δεν ξέρω

    - Γιατί;

    - Επειδή έτσι γουστάρω ρε μαλάκα! Ήθελα να δω τι ξέρεις!

    Χαμογέλασα. Την άφησα και ανέβηκα πάνω στο κρεβάτι και στάθηκα μπροστά της. Κατέβασα το φερμουάρ του τζιν μου.

    - Άνοιξε το στόμα σου. Ή μάλλον όχι. Άστο σε ‘μενα.

    Πίεσα απαλά κι ύστερα πιο δυνατά τα μάγουλα της και το στόμα της άνοιξε σε σφιχτό ‘’Ο’’. Τον έβαλα μέσα λίγο, ήταν ζεστά. Έμεινα εκεί να βάζω και να βγάζω το πουτσοκέφαλο μου για λίγο κι όταν συνήθισε αυτή την κίνηση, τον έχωσα όλο μέσα στο στόμα της. Πνίγηκε. Βγήκα. Σάλια έτρεξαν απ’ το στόμα της. Μπήκα μέχρι μέσα. Γρήγορα. Ξαναπνίγηκε. Τον έβγαλα. Κι άλλα σάλια κύλησαν. Μπήκα ξανά. Πιο δυνατά αυτή τη φορά. Δάκρυα κυλούσαν απ’ τα μάτια της και σάλια απ’ το στόμα της. Έβαλα το χέρι μου στο σβέρκο της και κουνούσα το κεφάλι της μπρος πίσω. Εγώ έμενα ακίνητος.

    - Θες να χύσω;

    - Μμμμμμ… θυμωμένο

    - Τι;

    - Όχι στο στόμα μου. Δε…

    -Δε τι; Δεν το έχεις ξανακάνει; Δε θυμάσαι; Δε θέλεις; Τι;

    - Δε θέλω, εντάξει;

    - Εντάξει. Γιατί;

    - …

    - Δεν άκουσα τι είπες

    Αυτή τη φορά την άκουσα να ψιθυρίζει

    - θέλω στο … πρόσωπο μου.

    - Γιατί;

    - Θέλω να δω αν θα εκτοξευτούν, ως που θα φτάσουν.

    - Γιατί;

    - Έτσι καταλαβαίνω

    - Τι καταλαβαίνεις;

    - Πόσο πολύ με θες…

    - Δεν είμαι ο Γιάννης

    - Όχι, δεν εννοώ…

    - Έχουμε πει πολλά λόγια, έχω ξενερώσει

    Έκλεισε στιγμιαία τα μάτια

    - Άνοιξε τα… όμορφα μάτια. Κοίταξε με… Αν την ώρα που σε χύνω φέρε το χέρι μου στη βάση και πιέσω δυνατά και τον φράξω, όταν σε χύνω θα εκτοξευτούν όσο δε φαντάζεσαι. Αυτό θα σου δείξει πως σε θέλω, ή πως ξέρω τι κάνω;

    -…

    Τον έβαλα πάλι μέσα στο στόμα της και συνέχιζα να κουνάω το κεφάλι της όλο και γρηγορότερα. Όμως δεν έχυσα. Τραβήχτηκα κι έμεινα καυλωμένος μπροστά της. Με κοίταζε με περιέργεια στην αρχή και μετά με έκπληξη, ή φόβο. Τον έβαλα μέσα στο μποξεράκι ανέβασα το φερμουάρ μου.

    - Δε θα φύγεις…

    - Όχι ακόμα

    - Αλλά θα φύγεις;

    - Περίμενε να σε λύσω. Πάμε να δούμε τι έχει το ψυγείο σου.

    - Μα…

    -Μα;

    - Μα … εσύ;

    Την έλυσα και ακολουθούσε μουδιασμένη.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.