Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Με λένε AwwA

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 10 Ιανουαρίου 2025 at 10:59.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    -Με λένε AwwA και ζητώ βοήθεια!

    Max

    R aw wa R (Υπάρχουμε)

    Τα άτομα της τάξης της Δευτέρας είναι της αντανακ0λάσεως τα ζεύγη

    Με φωνάζουν AwwA από το Aw που σημαίνει στέκομαι αβέβαια και ακίνητη στη ροή του χρόνου και το wA…

    …τρέχω και τις αμφιβολίες μου σκοτώνω, το χρόνο να προλάβω.

    Γεννήθηκα σε ένα πλανήτη Mar με τρεις ακόλουθους και πιο μικρούς απ’ αυτόν πλανήτες που κοντά μας στέκουν.

    Τρία τα αστέρια που μας θρέφουν με το φως και τη θερμότητα τους. Τα δίδυμα «a» και «r» και ο τεράστιος αδερφός τους «M». 772 οι μεγάλοι βράχοι και πλανήτες στο χωράφι των Mar. Αρκετοί από αυτούς κατοικήσιμοι, σε ‘πτα από αυτούς έχω αναπνεύσει.

    Ο «Μ» καλοκάγαθος μα γέρος. Θα προλάβει όμως να φωτίσει χιλιάδες ακόμα γενιές από εμάς, πριν για γιγάντιος λευκός τη διαδρομή αρχίσει.

    Το είδος μας, της μνήμης και της νόησης πολυεπίπεδος καμβάς. Ανοιχτοί σε δεκάδες ξένα του διαφορετικού, σύνολα ορίων λογικής, που μας χαρίζει την ικανότητα στο να κατανοήσουμε τη “γλώσσα» με την οποία επικοινωνούν όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί με τους οποίους έχουμε έρθει σε επαφή.

    Από το απλο ιϊκό σπαστικό χορό των μικρών πολύ μικρών πλασμάτων. Μικρόβια, ιοί, παράσιτα που επικοινωνούν με συσπάσεις, έως τον ήχο των κυμάτων που εκπέμπουν τα μεγάλα δέντρα της οικογένειας των «Αικ».

    Η Αμ η γυναίκα που από τη τρα σε αυτό το κόσμο με έφερε, με έμαθε τα πάντα. Το δρόμο για τις γνώσεις που κάθε είδος κατείχε, είτε του δικού μας, είτε άλλων. Μου δίδαξε να ακούω και να κατανοώ, αυτά που στέκονται με ρίζες.

    Εγώ ανάμεσα τους ξάπλωσα, για μέρες δίχως τροφή. Ξεδιψούσα από τη βροχή και τα υγρά τους. Ένιωσα τους κραδασμούς, μύρισα τις μυρωδιές και διάβασα στην υγρασία και στον αχνό που εξέπεμπαν, τον τρόπο που αυτά διάβαζαν από το ρευστό της γης χυλό, τι συνέβαινε…

    …στην ήπειρο τη γειτονική. Στα πιο βαθιά, εκατοντάδες χιλιόμετρα του πλανήτη έγκατα ή στα πέρατα του κόσμου αυτού. Έμαθα από αυτούς, το πως άκουγαν στο φως των Μαρ ό,τι αυτά στο δρόμο είχαν αντικρύσει και στις σταγόνες του φωτός που έβρεχαν τα φύλα, πως να γεύεσαι στα μικρά σκαλιστά τους τραύματα, τις απώλειες που μιλούσαν για την επιφάνεια πάνω στην οποία, με όποιο τρόπο είχα ναι γλιστρήσει.

    Έτσι μάθαιναν τι από το πριν μέχρι τα τώρα είχε συμβεί. Μετά άκουγα το πλήθος τους μουσική να γράφει και το καθένα από αυτά τις δικές του νότες να προσθέτει, ώστε τους κύκλους του χρόνου να προβλέπουν με απόκλιση του σχεδόν ασήμαντη.

    Η Αμ στο έδαφος με κράτησε ακίνητη μέχρι σε άγαλμα να μοιάζω και να μάθω να βλέπω στην απόχρωση, στην ένταση, στη διάρκεια και στο ρυθμό των ήχων των ζωών που βάδιζαν, έτρεχαν, σερνόντουσαν ή έρεαν στη γη, τα εκρηκτικά λόγω της συμπίεσης συναισθήματα τους και μέσα από αυτά να διαβάζω τι έζησαν, ποια είναι, που και γιατί βρίσκονταν και το πιο σημαντικό, ποια θα ήθελαν πολύ να είναι.

    Σ’ αυτά που στο νερό επέπλεαν ή μέσα του γλιστρούσαν, την ιστορία άκουσα που τους βουρβούριζε με τα εν δεκάκις μύρια της στόματα η θάλασσα, η λίμνη, μέχρι και η πιο μικρή γούρνα ή λακκούβα. Έμαθα από αυτά τι ήταν αυτό που έτρωγε και έσκαβε από το δέρμα έως και τη καρδιά τούτου του πλανήτη. Με πάθος μουρμούριζαν για τα πατήματα που άφηναν οι γίγαντες του α νέμου πάνω στη ευαίσθητη και λεπτή του νερού επιφάνεια και στο τέλος άκουσα το τραγούδι των πειρατών του αέρα.

    Άλλα με φτερά, άλλα με μεμβράνες, πέπλα, μπαλόνια και πανιά ή άλλες περίτεχνες κατασκευές που εκμεταλλευόταν τα ρεύματα του αγέρα και ψηλά στον ουρανό πετούσαν. Στη θερμότητα, στα μόρια και στα ιόντα που αόρατα έπλεαν μου έδειξαν μια άλλη ιστορία. Στους εκκωφαντικούς συριγμούς, σφυρίγματα που τα πέταλα του αέρα λάμβαναν από το αχανές εκεί πάνω, ιστορίες και μηνύματα από κόσμους μακρινούς.

    Από την Αμ έμαθα να τρέχω, να πετώ, να κολυμπώ, να πέφτω, να σηκώνομαι και το κορμί και τη ψυχή μου να ετοιμάζω για τη Μεγάλη Ώρα. Τον Αν δεν το γνώρισα ποτέ. Η Αμ είπε πως εγώ ήμουν το πρώτο τους παιδί και πως μαζί της υποχρέωση είχε για κόμα τέσσερα.

    Της χρωστούσε. Τη δική του τη ζωή είχε επιλέξει η Αμ να μη τελειώσει…

    Στο πλανήτη που πατώ η βαρύτητα μικρή και το σώμα μου ψηλό.

    Η λίμνη που μέσα της, γυμνό το σώμα μου βυθίζεται, μικρή και άρα λίγος ο χρόνος που κυλά από τη μια μεριά στην άλλη για να φτάσω.

    Παντού ζώα και φυτά, του νερού θαμώνες, αυτά που από τις καμπύλες μου προσπαθούν τροφή να αρπάξουν, αλλά εγώ τις προθέσεις τους ακούω στους χτύπους, σφυγμούς και κύκλους οπότε ένα βήμα πάντα πιο μπροστά.

    Χάδια και αμυχές τα σημάδια που απλόχερα ξαπλώνουν στην μελαχρινή μου σάρκα. Σημασία δεν τους δίνω, ούτε καν κοιτώ, το βλέμμα μου στη Αμ στυλώνεται που με τα χέρια της ψηλά στον Μ χορεύοντας, τεντώνει. Τα μάτια της ανοίγει, άλογα του πράσινου μεγάλα τα πετράδια.

    -Πληγώθηκες;

    -Όχι, την ευθεία που κοιτά ακολουθώ, κόκκινο προς ροζ το χρώμα που κυλά στους μηρούς μου. Ανόθευτα ποτάμια που καβαλούν τη λάσπη.

    -Τι είναι αυτό;

    -Το πρώτο αίμα. Θα πρέπει να ετοιμαστείς.

    Εννιά οι μέρες που ο κύκλος μου κρατά, τόσες και η νηστεία, από τροφή και ύπνο. Μόνο δύο φορές την ημέρα μου επέτρεπε να κοιμηθώ. Πεντακόσιους σφυγμούς τη φορά.

    Άφθονο το νερό που μέσα μου εισέρχεται και ελάχιστο αυτό που μέσα μένει.

    -Γιατί;

    -Να καθαρίσεις.

    -Τροφή;

    -Πεινασμένη να είσαι.

    -Ύπνος;

    -Ξύπνια.

    Την ένατη ημέρα και όταν το αίμα σταμάτησε να τρέχει, φωτιά άναψα και αλείφτηκα με λάδι.

    Τα άνθη του Ελώτου μου έδωσε να φάω.

    -Καλό ταξίδι μικρή μου. Έφυγε και μόνη μ’ άφησε. Ποτέ δεν την ξαναείδα.

    Το φως χαμήλωσε και μια ομίχλη την παρουσία της έκανε αισθητή μέσα στο κέλυφος μου. Ώρα με την ώρα και τα δύο πιο πυκνά έγιναν μη ξέροντας πιο από τα δύο τα θεάματα ήταν των Ανθών παραγωγή.

    Η πραγματικότητα γύρω μου με κοιτά και με χαμόγελο τη μωβ στολή φορά. Ένας σκοτεινός θηλυκός γελωτοποιός. Η αντίληψη μου βρώμικη ακόμα από την ορθότητα στην ευθεία να κοιτά με τύψεις, μέχρι που της νύχτας πεταλούδα βλέπει και ξεχνάει την Αρχή.

    Στη θέση του δικού της κελύφους εισβάλει και τώρα από πιο ψηλά κοιτά. Ένα δάσος πλούσιο και του βορρά το γοτθικό, στο κέντρο του εγώ και στις άκρες του…

    …από πέντε διαφορετικά σημεία, θύτες που ξεκινούν το θύμα για να πιάσουν. Ένα σχήμα που στοχεύει εμένα και τα δεσμά του σφίγγει.

    Ένα του αέρα το πλοκάμι, από όρνεο με φτερά και μάτια, τη πεταλούδα αρπάζει και τώρα στη θέση της ψυχής του η δική μου μπαίνει.

    Πέντε άντρες γυμνοί, προσεκτικά βαδιζουν…

    …το ταίρι μου ένας από αυτούς να γίνει και οι υπόλοιποι από τα χέρια μου στη γη να σβήσουν…

    ( Ο Ένα την επιλογή του κάνει την ιστορία να αρχίσει. Την συνείδηση της γυναίκας αντιγράφει από τις λεπτές τις αμυχές των στιγμών που παγωμένων σαν αγάλματα στέκουν. Στη σφαίρα του φέρνει και στο είναι του, τρυφερά τοποθετεί και να ξυπνήσει περιμένει…

    -Όχι! Μη το τέλος τραγικό θα είναι. Ο Δύο, κρυμμένος στα ανήλιαγα υπόγεια του πνεύματος τη σκέψη του προσπαθεί να στείλει, αλλά ο Τρία τον σταματά.

    -Έτσι να γίνει πρέπει. Και τις σκέψεις του Δύο που σαν πουλιά να πετάξουν ξεκινούν σε κοράκια μετά μορφώνει και στον αέρα τα παγώνει.

    Γύρω τους ένα τεράστιο του λευκού το χιονισμένο το τοπίο, σπαρμένο από χιλιάδες κοράκια που νεκρά στέκονται ανάποδα με το κεφάλι στο πάγο καρφωμένα…)

    Ζεται χίνε Συ

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    -Max που είσαι;

    Ανάμεσα στους κρίνους να κοιτώ

    Σκύλο να μη βρίσκω..

    rAw wAr (Δεν υπάρχω)

    -Max αγόρι μου έλα να σε δω.

    Στο βουνό ανεβαίνω να σε βρω

    Σκύλο μη σε πουν

    Θεό να σε βαφτίσω.

    Στη κορυφή γυναίκα βρίσκω ή μήπως ξωτικό και εφτά οι λέξεις που μου λέει….

    -Με λένε ΑwwA και φυτεύω με αγάπη…

    Έγκλημα της Δεύτερης τάξης.

    -Εγώ δεν είμαι Μαριανή, είμαι το Ξυρισμένο χρώμα. Φυτρώνω πριν την Ανατολή, τη λάσπη αφαιρώ και το νεκρό το χώμα. Τα πέταλα μου χαϊδεύω, τα αφήνω να πλωθούν, με προσοχή τεντώνω ζάρες να μην έχουν, μη κανείς από το Αν του Προκόπη με χαρά με οικτιρίσει.

    Ο ήλιος με βλέπει πρώτος, το γυμνό κορμί μου στο θόρυβο του ανέμου να λικνίζω. Στα σύννεφα με φέρνει, άλλος τις καμπύλες να μη δει και με τις ακτίνες του το δέρμα μου κτενίζει και επ’ αριστερά τις σκιές απομακρύνει.

    Πεινώ, από το φως φρούτα πλάθω και τρέφομαι με αυτό.

    Διψώ, τα σύννεφα στραγγίζω και τα χείλια μου γεμάτα τώρα. Οι σταγόνες ακόμα δεν έχουν κάτσει, όταν ο ήχος τις κάνει να λουφάξουν τρομαγμένες. Ο πρώτος άνδρας σε εμένα φτάνει.

    Προικισμένος και σταθερός σαν πύργος. Από τις επάλξεις να κοιτάς και η πόλη να ξαπλώνει ανερυθρίαστα εμπρός σου, αλλά…

    …όσο και αν προσπαθείς, ήχο να μην ακούς, κίνηση να μη βλέπεις, λες και κάποιος σε διάφανη του πάγου γυάλα, να την συμπύκνωσε σε μία μινιατούρα και να την παγίδεψε για πάντα.

    -Τον κόσμο δεν χρειάζεσαι. Οι δυο μας, εδώ στο κάστρο για πάντα να ‘μαστε. Και όποτε οι άλλοι θα σου λείπουν τη σφαίρα αυτή στα χέρια σου να πιάνεις, για να μπορείς να τους θυμάσαι.

    Να φύγω θέλω. Η πόρτα μου κλειδωμένη δε μου είναι και οι ε του νο οι χτες βαριές. Μέχρι που άλλο πια δεν βαστώ και…

    -Φεύγω!

    -Γιατί;

    -Γιατί δε σ’ αγαπώ…

    Είναι το ψέμα μια αλήθεια άκαιρη ή η αλήθεια ένα ψέμα που ακόμα δεν μας συνάντησε;

    Τη μισή καρδιά μου παίρνω, το υπόλοιπο αφήνω και μακριά του φεύγω.

    -Για λίγο στις μνήμες μου ανάσα πήρες, μετά ξεθώριασες, μαράζωσες, ξεράθηκες και σα κρίματα των φύλων των ξερών για πάντα χάθηκες…

    Ο υρανός κάθεται και κλαίει γιατί δεν τον παίζουν οι αράδες μου.

    Η ομίχλη βρώμικα νερά, στα υπόγεια λιμνάζουν. Στο ίδιο μέρος έκατσα πολύ και τώρα τρέχω να ξεφύγω.

    Από τον καπνό, τις μνήμες που πονούν, αγάπη να θυμίζουν. Ψάχνοντας τον Λύκο που κρύβεται εδώ…

    -Λύκε, λύκε είσαι εδώ;

    Δειλία, απουσία, ήχος ορφανός, λουλούδια δίχως χρώμα στο υπόβαθρο, σημαντικά καθόλου.

    Τρέχω, πέφτω, σκόντο flow, μέχρι που τα βήματα μου ξαναβρίσκω και από χαρά, ξανά εγώ χορεύω.

    Χορεύουν μαζί μου τα δέντρα, ρίζες που μπερδεύονται εθνικότητα μην έχουν, χορεύω με τα μάτια μου κελιά κλειστά.

    Η ντροπή κρύβεται σ’ ένα σχέδιο με κάρβουνο μολύβι, χορεύουν και τα θεριά κάτω από τις μπέρτες, χορεύουν και τα πλοία στη φουρτούνα, χορεύω, χορεύω γύρω από τον εαυτό μου, τι άραγε γυρεύω;

    Ανάποδα και γύρω από εμένα η πλάση κι αυτή χορεύει, τι άραγε από εμένα να γυρεύει;

    Τα κελιά ανοίγω και εκεί μπροστά μου, στα καφέ ντυμένος, μελαχρινός, κοντός, αγέρωχος, χαμόγελο, χωρίς το έδαφος να αγγίζει και προσεκτικά να με μυρίζει.

    -Σε θέλω!

    -Κι εγώ, του λέω, δίχως στέψη.

    Ένα σώμα κι άλλο ένα…

    …σώμα ένα στο σώμα ενωμένα. Τα μάτια δεν χρειάζονται, στην άκρη τα πετάμε, η γλώσσα τη ψυχή ξυπνά, χείλια σκληρά με σκασίματα, σκαλιά και χρόνια στα όρια του χάους.

    Στα χέρια του με πιάνει και ψηλά πετώ. Το σώμα μου στεγνό και διψασμένο. Ο ήλιος χάρη κάνει και μπουκάλι ανοίγει, τα σύννεφα με αφρό μας λούζουν.

    Ροή της θαλπωρής, ζεστή. Οι πύλες μου φωνάζουν και ορθάνοιχτες ανοίγουν, σπρώχνοντας η μια την άλλη, για το ποια θα τον πρωτοδεχθεί.

    Οι πόροι παράθυρα που ξεσφίγγουν και οι κουρτίνες φωτιά αρπάζουν. Ιδρώτας και υγρά χρυσά, όστρακα της θάλασσας, γεύση του ανε μελιού.

    Χύνει, μαζί και η Άνοιξη μέχρι την τελευταία της σταγόνα.

    Χύνω σ’ ένα σοκάκι καλπάζοντας, φωνάζοντας και με νύχια και το ‘ξυγόνο, γδέρνοντας δίχως να με νοιάζει.

    Η δονή, αμπέλι που φυτρώνει, του μεθυσιού βαρύ σταφύλι που πληγώνει. Τα σύννεφα το ροζ τους χάνουν. Τσαλακωμένα με σκουριά κι εγώ…

    …να τρίβω, να τρίβω, να φτύνω και να τρίβω, προσπαθώντας να τα καθαρίσω.

    -Σταμάτα κι άλλο μη πίνεις..

    -Δεν πίνω, Υργά μεγίζω για να πορώ να χήνο.

    Τον τενεκέ άνοιξα και τα σκουπίδια πέταξα στον κάδο με τα γυάλινα μπουκάλια. Μα όταν γύρισα, στο σπίτι ξανά τα βρήκα.

    Μια φορά ακόμα.

    -Σε παρακαλώ σταμάτα.

    -Μπφιτξμαξολυρτ… Έλεγχος κανένας.

    -Θα φύγω!

    -Δεν μπορείς.

    -Γιατί;

    -Μ’ αγαπάς, ο έρωτας βαρύς. Δίκιο είχε, να φύγω δεν μπορούσα. Μια λύση μόνο υπήρχε, στον ήλιο έσταξα γυμνή.

    Με σπαθί έσκισα το δέρμα και την καρδιά μου έξω έβγαλα που έσταζε με αίμα. Ένα φύλο της αφαίρεσα.

    -Σ’ αγαπώ ακόμα. Ακόμα ένα και ένα, ένα, ένα, ένα, ένα…

    -Σ’ αγαπώ…. Κι άλλο κι άλλο κι άλλο, μέχρι που ένα κουκούτσι έμεινε από την τεράστια καρδιά μου.

    Τον άφησα.

    Το κουκούτσι φίλησα, στο στερνό μου φύτεψα και το δρόμο μου συνέχισα, με τις πληγές να στάζουν.

    Ο έρωτας με έρωτα περνά και ναι και όχι, όπως το κάθε τι στη ζωή, ισορροπία απαιτεί να έχει. Ο χρόνος λίγος και η αυτοκαταστροφή του πυρ η κάργια που σε τρώει από μέσα.

    Πέπλο φόρεσα το μαύρο, αυτό που διάφανο στέκει και γυμνό όταν από τα πλάγια το κοιτάς διακριτικά και του εβένου το Έρεβος όταν στο κέντρο το κεντάς, γύρω από τη καρδιά του. Η φωτιά από τα δάχτυλα μου ξεπέζεψε και τα του 25, από τα μάτια δράκοι φλεγόμενοι, από το στήθος ηφαίστεια στάχτη μαύρη να ξερνούν και στο τέλος από τα χείλη…

    …πυρ υγρό του κατάρ ο ράκτης.

    Φωτιά που εξαπλώθηκε σαν φήμη στο ξερό χορτάρι των άνυδρων του πάθους, φωτιά και στου ουρανού τα μάτια. Φωτιά που τους ήλιους προκάλεσε σε μια αναμέτρηση φωτός.

    Στην αρχή οι “α” και “ρ”, μικροί σα φοβισμένοι, μα εγώ τα άκρα μου ξεδίπλωσα σαν αστέρι δίχως όρια ή τέλος. Χαμήλωσαν προσεκτικά να δουν και εγώ φούντωσα σαν μάγισσα λευκή της σελήνης Βάκχα από αλλού φερμένη.

    Έπεσαν και οι δύο πάνω μου σαν σκυλιά και ρουφούσαν, δάγκωναν, κάρφωναν και με τις ακτίνες τους μαστίγωναν. Φρένα δίχως υγρά καθόλου. Μέχρι που εξαντλήθηκαν και σε μια ομίχλη πάνω, στα πόδια μου γονάτισαν. Μικροί, πολύ μικροί για ‘μένα.

    -Ούφ…

    -Σκασμένη σε βλέπω, τι λες για μια βόλτα να ανασάνεις; Στα μάτια και στα χείλια, χαμόγελο, ζεστό ξανθό. Στη λίμνη περπατήσαμε, στα χόρτα που στην επιφάνεια, για του ηλίου θεραπεία τα φύλα τους ξαπλώνανε.

    Με ποιήματα δικά του, τα κάρβουνα του πόνου διαμάντια γίναν και από το στόμα μου ξεχύθηκαν. Μαζί με χαμόγελα που πετούσαν, χαρούμενα κοτσύφια.

    Χόρεψα για αυτόν πάνω στα τραπέζια.

    Ξάπλωσα για αυτόν πάνω στα τραπέζια.

    Τα πόδια μου άνοιξα για αυτόν και με δισταγμό στην αρχή μα με λατρεία στη συνέχεια, με γάμησε πάνω στα τραπέζια.

    Χέρι, χέρι, πόδι, πόδι, φιλί και φίλοι, βελόνες που τρυπούν τα πονεμένα χείλη. Όλα ομόκεντρα κυλούσαν και το ταίρι μου έμοιαζε πως βρήκα.

    Μέχρι…

    -Θέλω γυναίκα Μου να γίνεις. Τα πάντα πάγωσαν και το σκοτάδι κυρίεψε τα πάντα.

    Μία μόνο φορά,

    σε χρόνια χίλια,

    οι τρεις μας ήλιοι, οι Μαρ,

    ο ένας πίσω από τον άλλον μπαίνουν,

    και οι τρεις πίσω από το Πλούτο.

    Τότε για μία ώρα, του εφιάλτη πρόζα το σκοτάδι τα πάντα κυριεύει. Και όταν το φως επανήρθε, το χαμόγελο του ψεύτικο και τα μάτια του snake eyes. Η απάντηση μου δίστασε, το χέρι του καθόλου, ούτε και τα δόντια μου που από το χαστούκι, στον αέρα πέταξαν σαν του corn το pop.

    Στο κορμό μου σκάλισε με τις γροθιές του, καλαίσθητα της μελανογραφίας αριστουργήματα. Με τις κλοτσιές του τα κόκαλα μου έσπασε σε δεκάδες μέρη, τη μύτη μου επίσης ίσιωσε να μη θυμίζει της Κλαίω Πάτρας και στο τέλος με το πρήξιμο στα μάτια, το φως μου πήρε και εγώ τυφλή να γέρνω το λαιμό από την αγάπη του στο πλάι.

    Εγώ μόνο ένα του αφαίρεσα, μ’ ένα μικρό, πολύ μικρό κοφτερό μαχαίρι. Το τελευταίο του σφυγμό.

    Το κορμί του τα άγρια τα ζώα και το μοίρασαν σε μορφή λιπάσματος, σε ολάκερη τη πλάση. Όταν οι κόρες μου ξανά στο φως περπάτησαν, ξανά μόνη πια εγώ.

    Το τρίτο κερί και ταίρι είχε σβήσει.

    (-Χτύπα κι άλλο, μη σταματάς σου λέω ανάγκη το ‘χω. Το παλιά λευκό σεντόνι κόκκινο σα το τριαντάφυλλο.

    -Όχι άλλο να συνεχίσω δεν πρόκειται, οι λέξεις σου μικρές κανείς δεν τις ακούει.

    -ΧΤ είπα άχρηστε, τι σόι άνθρωπος εσύ, αν τη βία δεν κατέχεις; Κοίτα γύρω σου. Χτύπα δυνατά και τότε θα σε ακούσουν.

    -…- )