Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Νίκος Καββαδίας

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Captain_Morgan, στις 12 Ιανουαρίου 2024.

  1. Captain_Morgan

    Captain_Morgan https://www.youtube.com/watch?v=9wj6BqmyjM4

    Στις 11 Γενάρη του 1910 Γεννήθηκε ο, κατ΄εμέ μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής.

    Αντιγράφω από την wikipedia

    Ο Νίκος Καββαδίας (11 Ιανουαρίου 1910 - 10 Φεβρουαρίου 1975) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής και ναυτικός.
    Βιογραφία
    Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκ Ουσουρίσκι (Nikolsk-Ussuriysky)[1][2], μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Βλαδιβοστόκ στη Ρωσία, από γονείς Κεφαλονίτες, τον Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλονιάς. Στην ίδια πόλη γεννήθηκαν και τα αδέλφια του Τζένια (Ευγενία) και ο Μήτιας (Δημήτρης). Ο πατέρας του Καββαδία διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου διακινώντας μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.

    Το 1914, με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται. Γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα το 1921, τσακισμένος και ανίκανος να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα.

    Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό κι είναι συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Παπά-Γιώργη Πυρουνάκη. Διαβάζει Ιούλιο Βερν και διάφορα βιβλία περιπέτειας. Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με τον συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα. Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας και εκδίδει ο ίδιος το σατυρικό φυλλάδιο Σχολικός Σάτυρος, γράφοντας ποιήματα για τους συμμαθητές του. Το πρώτο ποίημά του δημοσιεύεται στην εφημερίδα Σημαία με τίτλο "Ο Θάνατος της Παιδούλας". Κατά τον Δ. Νικορέτζο (στο έργο του "Νίκος Καββαδίας, ο τελευταίος αμαρτωλός"), πρώτο του ποίημα ήταν άλλο ("Ο Πόθος") στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας.

    Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως την ίδια περίοδο πεθαίνει ο πατέρας του (Οκτώβριος 1929) και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο. Συνεχίζει όμως να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά, όπως Ο Διανοούμενος. Τον Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως "ναυτόπαις" τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό "Άγιος Νικόλαος", μαζί με τον μικρότερο αδελφό του Αργύρη, που είχε γεννηθεί στην Ελλάδα το 1915. Το 1931 το περιοδικό Ναυτική Ελλάς δημοσιεύει το έργο του Ν. Καββαδία, "Τραγούδια". Την επόμενη χρονιά ο ποιητής ξεκινά να δημοσιεύει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις στην εφημερίδα Πειραϊκόν Βήμα, μαζί με το μυθιστόρημά του (σε συνέχειες) Η Απίστευτη Περιπέτεια του Λοστρόμου Νακαχαναμόκο, όμως η εφημερίδα διακόπτει την έκδοσή της και το πόνημά του μένει ημιτελές.

    Το 1933, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Το σπίτι του γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες. Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Μαραμπού (από τις εκδόσεις Κύκλος σε 245 αντίτυπα) που του χαρίζει το προσωνύμιο που θα τον συνοδεύει έως το τέλος της ζωής του. Γίνεται δεκτή (η ποιητική του συλλογή) με πολύ ευνοϊκές κριτικές, πιο χαρακτηριστική εκ των οποίων ήταν εκείνη του Φώτου Πολίτη στην εφημερίδα Πρωία. Το 1938 η "Νέα Εστία" δημοσιεύει τα ποιήματά του, ενώ ο ίδιος στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη με την ειδικότητα του ημιονηγού. Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως. Στον πόλεμο του ’40 φεύγει για την Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα, λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής, χρησιμοποιείται στον σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας. Στο περιοδικό Λόγχη δημοσιεύει το πεζογράφημά του Στο Άλογό μου. Με τη συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού επιστρέφει πεζός στην Αθήνα.

    Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ. Εντάσσεται, επιπλέον, στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, παρά το γεγονός ότι είχε τυπώσει τότε μόνο ένα βιβλίο, το Μαραμπού, ενώ το όριο ήταν τα τρία βιβλία. Είναι όμως ενεργός λογοτεχνικά, γράφοντας ποιήματα, ορισμένα εξ αυτών αντιστασιακά, με πιο χαρακτηριστικό το ποίημα Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη και Αθήνα 1943, με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός, στο περιοδικό "Πρωτοπόροι". Το 1944 μεταφράζει μαζί με τον Βασίλη Νικολόπουλο, το έργο του Ευγενίου Ονήλ "Το Ταξίδι του Γυρισμού". Στις αρχές του 1945 γίνεται επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση την οποία παραχωρεί στις 6 Οκτώβρη του ίδιου έτους στον Νικηφόρο Βρεττάκο, εξαιτίας της αναχώρησής του από την Ελλάδα με το πλοίο "Κορινθία". Η ασφάλεια τού έδωσε άδεια, καθώς θεωρείτο ανενεργός κομμουνιστής[3][4]. Το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα δημοσιεύει τα ποιήματά του "Αντίσταση" και "Federico Garcia Lorca", ενώ κυκλοφορεί και η μετάφραση του έργου του Αμερικανού ποιητή Φορντ Μάντοξ με τίτλο Τα Παλιά Σπίτια της Φλάντρας. Τον Ιανουάριο του 1947 οι εκδόσεις Θ. Καραβία κυκλοφορούν τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Ν. Καββαδία, με τίτλο Πούσι, ενώ επανεκδίδεται και το Μαραμπού.

    Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα. Μέσα στη χρονική αυτή περίοδο, τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή του ποιητή αφορούν τον θάνατο του πιο μικρού του αδερφού, Αργύρη, το 1957, την κυκλοφορία της Βάρδιας στα γαλλικά το 1959, την επανέκδοση του Μαραμπού και του Πούσι το 1961 από τις εκδόσεις Γαλαξίας, τον θάνατο της μητέρας του το 1965 και τη γέννηση του Φιλίππου το 1966, γιου της ανιψιάς του Έλγκας.

    Από την έρευνα προκύπτει ότι είχαν ταξιδέψει αρκετές φορές στο ίδιο πλοίο με τον Γιώργο Σεφέρη. Ο Σεφέρης στα γνωστά Ημερολόγιά του (Μέρες) αναφέρεται με θετική διάθεση τρεις φορές στον Καββαδία. Μάλιστα ο Καββαδίας είχε στην καμπίνα του, για κάποιο διάστημα, κολλημένη φωτογραφία του Σεφέρη με αφιέρωση του ίδιου.[5]

    Το 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης.

    Καταξίωση
    Η μεγάλη αναγνώριση του έργου του Ν. Καββαδία ήρθε μετά θάνατον. Ποιήματά του μελοποίησαν ο Γιάννης Σπανός, η Μαρίζα Κωχ, ο Θάνος Μικρούτσικος, οι αδελφοί Κατσιμίχα, ο Δημ. Ζερβουδάκης κ.α.[6]

    Εργογραφία
    Ποίηση
    • Μαραμπού (1933)
    • Πούσι (1947)
    • Τραβέρσο (1975)
    • Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη: Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα, επιμέλεια Guy (Michel) Saunier. Αθήνα: Άγρα, 2005
    • Courants noirs, μοναδική συλλογή όλων των ποιημάτων σε μια δίγλωσση έκδοση Ελληνικά - Γαλλικά. Πρόλογος, σημειώσεις και μετάφραση από τον Pierre Guéry (εκδόσεις Signes et balises, 2023).
    Το ποίημα Αντίσταση αφιερωμένο από τον ποιητή στη Μέλπω Αξιώτη, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα (τεύχος 14 – 10 Αυγούστου 1945), και συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία «Τραγούδια της Αντίστασης» που επιμελήθηκε η Φούλα Χατζιδάκη και κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1951 από το Εκδοτικό Νέα Ελλάδα. Βρίσκεται στο βιβλίο ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ (2001, ΚΕΔΡΟΣ).

    Πεζογραφία
    • Βάρδια (1954)
    • Λι (1987)
    • Του πολέμου/Στ' άλογό μου (1987)
    Το μικρό πεζό Λι γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία το 1995 με τίτλο Between the devil and the deep blue sea.[8] Το διήγημα του Νίκου Καββαδία Του πολέμου, που εξιστορεί την φιλοξενία ενός Έλληνα στρατιώτη από έναν Αρβανίτη κατά την διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, γυρίστηκε σε ταινία και σε σκηνοθεσία του Χρήστου Παληγιαννόπουλου.



    Η πρώτη Μου επαφή με τον Κόλια ήταν γύρω στα 12... το μακρυνό 1979. Μόλις είχε βγει στην αγορά ο δίσκος του Θάνου Μικρούτσικου "Ο Σταυρός του Νότου". Είχα πάει με τον Μεγαλύτερο αδελφό μου σ ένα δισκάδικο στην Καλλιθέα για να αγοράσουμε το "The wall" των Pink Floyd και στο μαγαζί παίζει το πρώτο τραγούδι του δίσκου....

    (31) KURO SIWO - YouTube

    Η φωνή του Κούτρα επιβλητική.... η μουσική να Με χτυπάει στα σωθικά και οι στίχοι...χωρίς να καταλαβαίνω γιατί, με κάνουν και βουρκώνω... έτσι...χωρίς λόγο...Με κοιτάζει ο αδελφός Μου ..."ρε μαλάκα τι έπαθες;;;"... "τι να σου πω ρε...δεν ξέρω" "καλά ...από μωρό μαλάκας ήσουν" βάζει τα γέλια... χαζεύω τους δίσκους... συνεχίζουν οι στίχοι του Καββαδία να πλημμυρίζουν το δισκοπωλείο... ο Μάκης κάνει τις αγορές του κι επιστρέφουμε σπίτι μας ... Πάω στο δωμάτιο μου και ξαφνικά έρχονται απ το σαλόνι οι μελωδίες του Μικρούτσικου ..βγαίνω τρέχοντας απ το δωμάτιο και πέφτω πάνω στον αδελφό Μου... τον αγκαλιάζω σφιχτά ..."ευχαριστώ ρε...ευχαριστώ"...Αντί ν αγοράσει τον Δίsκο των Floyd, Μου αγόρασε τον "Σταυρό του Νότου" ...
    Από τότε ... Μέρος του χαρτζιλικιού Μου πήγαινε για ν αγοράσω τα βιβλία του, τους δίσκους όλων όσοι τον μελοποίησαν...
    Για ένα ανεξήγητο λόγο, χωρίς να Έχω σχέση, επαγγελματική, με την θάλασσα ο Καββαδίας μπήκε μέσα Μου περισσότερο από κάθε άλλον ποιητή ή λογοτέχνη. Κάθε στίχος του, ακόμη κι αν χρειαζόταν ειδικό γλωσσάρι για να πάρω χαμπάρι τι λέει , μου μάτωνε την καρδιά , περισσότερο κι από ανεκπλήρωτο έρωτα...
    Στην κρίση του 2010, έπρεπε για λόγους επαγγελματικής αξιοπρέπειας αλλά και για βιοποριστικούς λόγους να αλλάξω δουλειά... Για είκοσι και πλέον χρόνια είχα κάνει την καψούρα μου , επάγγελμα ... και ξαφνικά έπρεπε να κάνω κάτι άλλο...κάτι που σιχαινόμουν, κάτι που Μου έτρωγε τα σωθικά...κάτι που Μου χάλασε τις σχέσεις με ανθρώπους που αγάπησα και αγαπώ, κάτι που Μ έκανε να είμαι κάτι άλλο απ΄αυτό που είμαι ...

    希6 (youtube.com)

    ο Ιδανικός Κι ανάξιος εραστής έγινε το "σύμβολο" της δωδεκαετούς κατρακύλας Μου...

    "Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων, και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές, χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων. Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ’ Αλγέρι και το Σφαξ θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία, κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς, θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία. Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ, οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα `χω πια ξεχάσει, κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά: "Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει" Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει, κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί, θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει. Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες, θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες."

    Ακόμη και τώρα που σε μεγάλο βαθμό Μ έχω "ξαναβρεί " κάθε φορά που τ ακούω τα μάτια Μου θολώνουν απ τα δάκρυα...

    Αγαπημένε Μου Κόλια...σ ευχαριστώ που με συντροφεύεις εδώ και σχεδόν 45 χρόνια... Σ' ευχαριστώ που Με ταξιδέψες σε κάθε σπιθαμή της Γης. Σ ευχαριστώ που Με έκανες να ονειρευτώ, να ερωτευτώ... Σ ευχαριστώ που μπήκες στην ζωή Μου....

     
    Last edited: 12 Ιανουαρίου 2024
  2. Captain_Morgan

    Captain_Morgan https://www.youtube.com/watch?v=9wj6BqmyjM4

    Ο Νίκος Καββαδίας... στα 73 του, ερωτεύθηκε παράφορα την 25χρόνη φιλόλογο Θεανώ Σουνά. Έρωτας καταδικασμένος. Όμως ο Μαρκόνης της έγραφε ερωτικές επιστολές.


    " Κοριτσάκι μου, Θαλασσωμένο απόψε το Αιγαίο.
    Το ίδιο κι εγώ.

    Χθες δεν πρόλαβα να καθίσω στο τραπέζι κι ένα τηλέφωνο
    με κατέβασε στο λιμάνι. Στις εφτά που σαλπάραμε, δεν
    μπορούσα να περπατήσω από την κούραση. Η παρηγοριά μου
    ήταν η «ώρα» σου. Η λύπη μου ότι δεν κυβέρνησα ούτε στιγμή
    το καταπληκτικό Θαλασσινό σκαρί, το κορμί σου.

    Από δειλία και ατζαμοσύνη σήκωσα το κόκκινο σινιάλο της Ακυβερνησίας.
    Είδα χθες, πολλές φορές την κοπέλα της πλώρης:
    Τη λυσίκομη φιγούρα να σκοτεινιάζει, να θέλει να κλάψει.

    Σα να ‘χε πιστέψει για πρώτη φορά ότι πέθανε, ο Μεγαλέξανδρος,
    όμως το Καρχηδόνιο επίχρισμά του έμενε το ίδιο λαμπρό.
    Με το αυτοκρατορικό κάλυμμά του. Κόκκινο της Πομπηίας
    Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός.
    Βελούδο που σκεπάζει ιερὸ δισκοπότηρο.
    Όστρακο ωκεάνιο αλμυρό. Κρασί βαθυκόκκινο που δίνει
    δόξα στο κρύσταλλο. Πληγή απὸ κοπίδι κινέζικο.
    Αστραπή. Βυσσινί ηλιοβασίλεμα.

    Λαμπάδα της πίστης μου.
    Ανοιχτὸ σημάδι του έρωτά μου
    Όνειρο και τροφή της παραφροσύνης μου
    Σε αγκαλιάζω.
    Κόλιας "

    Της έγραψε και της αφιέρωσε και ποιήματα...

    “Fata Morgana”

    Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
    στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
    σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
    που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

    Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
    οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
    όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
    χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

    Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
    Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
    Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
    Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.

    Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
    Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
    Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
    Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.

    Μαρίζα Κωχ - Φάτα Μοργκάνα (youtube.com)



    Μόλις τρεις μέρες πριν πεθάνει της έγραψε και της αφιέρωσε το κύκνειο άσμα του

    “Πικρία”

    Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι
    και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα,
    τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,
    και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα.

    Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου,
    και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
    με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα,
    για το κορμί σου που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.

    Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι
    τον τρόμου που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι
    το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
    για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.

    Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Ρίο τη μαλαφράντζα
    την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο
    Τη μαχαιριά που μου ‘δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα
    και “Σε πονάει με τη νοτιά;” –Όχι από αλλού πονάω.

    Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια
    του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη
    Τις ξεβαμένες στάμπες μου πούχα για περηφάνεια
    για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.

    Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω
    Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική κι Ασία
    Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;
    Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.

    Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι,
    Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
    απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
    και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια.

    Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
    δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.
    Μια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει
    κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.

    Πικρία- Νίκος Καββαδίας (youtube.com)