Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Οι Κατακόμβες του Τρόμου

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος savra, στις 20 Φεβρουαρίου 2007.

  1. savra

    savra Guest

    Τα είχα βάλει πριν περίπου ένα χρόνο σε ένα άλλο φόρουμ φετιχιστών, το οποίο δυστυχώς δεν υπάρχει πλέον, anyway, λοιπόν...

    Ξύπνησα δεμένος από το λαιμό, ολόγυμνος. Για οκτώ ώρες με είχε δεμένο μέσα σε ένα κλουβί. Ήμουν πιασμένος, σε όλο μου το σώμα και δεν μπορούσα να κουνηθώ. Μάλιστα βρισκόμουν σε μια περίεργη υποσυνείδητη φάση, που λες και δεν ήμουν σε θέση να κουνηθώ έτσι κι αλλιώς. Δεν θυμόμουν το πρόσωπό της, και μόνο ήξερα πως ήμουν ένα καθαρά δικό της περιουσιακό στοιχείο, δίχως άποψη, δίχως το παραμικρό δικαίωμα πρωτοβουλίας έστω και στην φαντασία.
    Δύο βδομάδες τώρα που ήμουν δεμένος ίσως παραπάνω, μόνο με τα τέσσερα μπορούσα να κινηθώ, όποτε μου ‘έδιναν’ τη διαταγή και δεν είχα δικαίωμα να κοιτάξω πάνω από τα γόνατα, αλλιώς η τιμωρία ήταν ασταμάτητα μεγάλη. Επειδή δεν είμαι ο άνθρωπος που θα προκαλέσει, είχα φροντίσει να συμμορφωθώ το συντομότερο στους κανονισμούς. Το κλουβί ήταν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, δεν μπορούσα να καταλάβω πότε ήταν μέρα και πότε νύχτα. Το σκοτάδι είχε πια γίνει ο μοναδικός μου φίλος. Στα όνειρά μου έβλεπα συνέχεια περίεργους, τρομακτικούς εφιάλτες όπου μια ύπαρξη γένους θηλυκού με βασάνιζε σχεδόν όποτε κοιμόμουν στα γεννητικά όργανα, πάντα με τα πόδια της. Όποτε ξυπνούσα ήμουν υπερβολικά ερεθισμένος, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούσα να εκσπερματώσω επειδή ήμουν δεμένος και γιατί φορούσα ένα περίεργο εσώρουχο το οποίο μου απαγόρευε να μπορώ ακόμη και να ερεθίζομαι. Άρχισα να νιώθω μία θύελλα πολλών συναισθημάτων να με ξεσκίζουν, άρχισα να κλαίω.
    Όταν άνοιξαν το κλουβί άρχισα πάλι να ξυπνάω. Επειδή είχα να δω με φως περίπου δύο μέρες, στην αρχή δεν ήξερα τι μου γινόταν, μόλις προσπάθησα να σηκώσω το κεφάλι μου ένιωσα κάτι σκληρό στο κεφάλι μου, ήταν η γόβα της και με τη μία με καθήλωσε στο πάτωμα, ενώ πατώντας με δύναμη τον κρόταφό μου είπε:
    -Tι θα γίνει ρε με σένα? Θα σταματήσεις πια να κλαις ή θα μας πρήξεις τα συκώτια?
    Άρχισε να μου πασπατεύει τα δάκρυα με την μύτη της γόβας της ενώ με κοροϊδευτική φωνή την άκουγα να λέει:
    -Είμαι ένα καημένο παιδάκι, ένα καημένο παιδάκι…
    Πρώτη φορά που επιτέλους είδα το πρόσωπό της από κοντά. Ήταν εξαιρετικά όμορφη, το ομολογώ, δεν είδα πιο όμορφη γυναίκα στη ζωή μου. Δεν ξέρω τα άλλα μάτια τι θα έλεγαν, και δε θα με ενδιέφερε, αλλά εγώ ένιωσα πως πρώτη φορά αντίκριζα τέτοια ομορφιά. Ήθελα να κλάψω ακόμη περισσότερο, έστω κι αν δεν γνώριζα την αιτία, τα συναισθήματά μου βίαζαν κυριολεκτικά την ψυχή μου. Με πάτησε με τη γόβα της στο στόμα μου για να μην μπορώ να μιλήσω.
    -Βγάλε τη γλώσσα σου και πάψε να κλαις, μπέμπη. Ξεκίνα να καθαρίζεις.
    Έκανα αυτό που με διέταξε. Τις καθάρισα και τις δύο σόλες. Το λειτούργημα κράτησε περίπου τέσσερα με πέντε λεπτά.
    -Κι από πάνω τώρα, μόνο φρόντισε να μην ακουμπήσεις με τη γλώσσα σου εμένα!
    Φορούσε δικτυωτό καλσόν μαύρο, υπερβολικά ερεθιστικό. Προσπάθησα να κάνω καλό καθάρισμα και με όση περισσότερη δεξιοτεχνία μου ήταν δυνατό.
    Μετά από κάποια χρονική διάρκεια την άκουσα επιτέλους να λέει:
    -Θέλω να νιώσω τα χείλια σου, πρόσεχε, απαλά. Καταλαβαίνεις τι θα πει απαλά, ε?
    Ευτυχώς, για μένα, θυμήθηκα την τελευταία στιγμή πως εφόσον δεν μου είχε δοθεί το δικαίωμα του λόγου δεν έπρεπε να μιλήσω, απλά να κάνω αυτό που έπρεπε. Όσο πιο ήρεμα, και με λεπτεπίλεπτες κινήσεις σιγά σιγά άρχισα να πλησιάζω την επάνω πλευρά του ποδιού της, που η γόβα άφηνε ακάλυπτο. Μόλις τα χείλια μου ακούμπησαν το βελούδινο καλσόν της, πάλι ένιωσα καταιγισμό συναισθημάτων. Η αφή της, για πρώτη φορά στην ζωή μου, με συγκλόνισε και με έκανε να καταρρεύσω συναισθηματικά, ένιωσα μία λύτρωση.


    Μία εβδομάδα πέρασε και σε καθημερινή πλέον βάση ανυπομονούσα να μπορέσω να αποδείξω τη χρησιμότητα της γλώσσας μου στα παπούτσια της και φυσικά στις μπότες τις. Ίσως γιατί σιχάθηκα το σκοτάδι του δωματίου στο οποίο ήταν εγκατεστημένο το κλουβί μου. Ήταν όλα στημένα έτσι εξ αρχής ώστε ψυχολογικά και μόνο να ένιωθα πως η μοναδική άξια στιγμή της ζωής μου, που μπορούσε να ζήσει κάτω από το φως ήταν όταν θα επιδείκνυα τις αρετές της γλώσσας μου στα πόδια της. Δεν είναι μόνο η εξιλέωση που ένιωθα τις φορές που η γλώσσα μου άγγιζε τις πανέμορφες γόβες της, αλλά και η αίσθηση πως επιτέλους ήξερα την αιτία, τον σκοπό για τον οποίο βρισκόμουν σε αυτόν τον τόπο, για να της παρέχω τις υπηρεσίες μου όποτε αυτή το επιθυμούσε. Φυσικά ούτε κατά διάνυαν ακόμα δεν μου είχε επιτρέψει να θαυμάσω, έστω και μόνο με τα μάτια μου τα πόδια της γυμνά, σε καμία των περιπτώσεων, εξάλλου δεν ήμουν ακόμα άξιος για κάτι τέτοιο. Προφανώς η στιγμή τέτοιας τιμής απαιτούσε ακόμη εκπαίδευση και εξυπηρέτηση υψηλών προδιαγραφών, που δεν ήμουν ακόμη έτοιμος και ικανός να ανταπεξέλθω. Δεν ένιωθα λίγος απέναντί της, με τίποτα, γιατί στην ουσία ακόμα ήμουν ανύπαρκτος, μπορεί και τιποτένιος.
    Είχε καταλάβει την αδυναμία μου στην λεπτότητα, ήταν το μεγάλο μου μειονέκτημα και φυσικά το ξεχώρισε αμέσως, όπως κάθε έμπειρο μάτι αφέντρας ξεχωρίζει. Μου ήταν πολύ δύσκολο να κρατάω τη γλώσσα μου σταθερή και να την κατευθύνω με γεωμετρική (στα όρια της παράνοιας) ακρίβεια με τον τρόπο που διέταζε. Η αναθεματισμένη και άπειρη γλώσσα μου κινούνταν ‘σαχλά’ χοντροκομμένα και αυτό ήταν και πέρα για πέρα εξοργιστικό, με αποτέλεσμα η πλάτη να δέχεται συχνά τα υπέροχα χάδια του μαστίγιού της. Ήταν δε και εκείνες οι πολύ δυσάρεστες στιγμές που επειδή μου απαγορευόταν να ζητήσω είτε ‘έλεος’, είτε ‘ήμαρτον’, αφού είχα διαταγή για ένα μήνα ποτέ να μην μιλήσω, που απλά για να την παρακαλέσω να σταματήσει τα αλύπητα μαστιγώματα, κολλούσα τα χείλια μου στη γόβα της την οποία φιλούσα ευλαβικά, ήταν το δικό μου σιωπηλό ‘ήμαρτον’. Και βέβαια η ψυχή μου της ανήκει, σε αυτό ειδικά δεν χρειάστηκε ποτέ καμία ιδιαίτερη διευκρίνιση, αλλά είναι που όσο κι αν πρέπει να υπομείνει κάποιος μια τιμωρία εξαιτίας της ανικανότητας να παρέχει ικανές υπηρεσίες με την γλώσσα* του, που θα παρακαλέσει με τον τρόπο του να γνωρίσει τον οίκτο. Ευτυχώς με τον καιρό άρχισα να γίνομαι ολοένα και πιο επιδέξιος στο γλείψιμο. Η ώρα που θα αξιωνόμουν και για ανώτερα, λογικά, δεν θα αργούσε, φτάνει η αφέντρα να μην σκόπευε να εξαντλήσει όλα τα αποθέματα σαδισμού της πάνω μου, καθότι είχε και μια πρωτόγνωρη τρέλα που στην ζωή μου δεν είχα ξαναδεί, μία τρέλα που έκανε κάθε σκλάβο απόλυτο έρμαιό της και δεν γεννήθηκε ακόμη ο άνθρωπος αυτός που να μην φοβήθηκε σε αυτήν την δαιμονισμένη τρέλα της. Ας είναι το έλεός της το σκέπασμα των θλιβερών και σκοτεινών μου ονείρων.


    *σημείωση: το γεγονός του πρωτάρη ουδέποτε πρέπει να αποτελέσει δικαιολογία










    Ήμουν τιμωρημένος. Ένα τιμωρημένο σκυλί. Όχι πως δεν βελτίωσα τις κινήσεις της γλώσσας μου απλά δεν μπορούσα να αυτοσχεδιάσω κατά τις επιθυμίες της, πέραν αυτού έπρεπε και να εξοικειωθώ σε όλα της τα υποδήματα. Η γλώσσα μου ήταν υποχρεωμένη να συλλέξει όλες τις γεύσεις που το κάθε της υπόδημα περιείχε. Εξάλλου η γλώσσα μου, όπως και όλα τα υπόλοιπα μέρη του σώματός μου ήταν δική της ιδιοκτησία, εγώ δεν είχα καμία αρμοδιότητα επιλογής, αυτοσχεδιασμού και φυσικά πρωτοβουλίας. Οι δικές μου φαντασιώσεις είχαν σβήσει, ο διανοητικός της έλεγχος μου είχε απαγορεύσει να σκέφτομαι παρά μόνο πως θα εξυπηρετώ αυτήν και πως θα μπορούσα προλαβαίνω τις δικές της φαντασιώσεις μετατρέποντας τες άμεσα σε πράξη. Ήμουν όμως άχρηστα αμαθείς, για αυτό και με τιμώρησε, έπρεπε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να μπορώ σχεδόν άμεσα να ξεχωρίζω την γεύση του κάθε της υποδήματος και περισσότερο μάλιστα να είμαι σε θέση να ξεχωρίζω με κλειστά τα μάτια τα δικά της παπούτσια από οποιασδήποτε άλλης. Η γεύση του εξωτερικού ήταν πιο ασήμαντη σε σχέση με το εσωτερικό τους. Αν και πριν την αιχμαλωσία μου ένιωθα βιτσιόζος ποδολάτρης, με δεύτερη προτεραιότητα τα υποδήματα, πλέον αυτό δεν είχε καμία απολύτως σημασία, τώρα απλά ήμουν το εκτελεστικό όργανο των φαντασιώσεών της, τίποτα παραπάνω. Τα συναισθήματά μου για αυτήν δεν την άγγιζαν και δεν την ενδιέφεραν, αυτό έλειπε. Το κάθε παπούτσι της είχε μια ξεχωριστή υπέροχη γεύση και πλέον θα μπορούσα να έχω την τιμή να ξεχωρίσω το προσωπικό της άρωμα. Το εξωτερικό των παπουτσιών της γλείφονταν από την γλώσσα μου, περισσότερο για λόγους καθαριότητας. Τις πρώτες μέρες αυτής της γευστικής εκπαίδευσης ευτυχώς υπήρχε και λίγο φως, αλλά η πραγματική εκπαίδευση που θα αποτελούσε και εξετάσεις ικανότητας και λεπτότητας θα γινόταν στο σκοτάδι. Με κλειστά τα μάτια θα έδειχνα τις πραγματικές μου δυνατότητες. Ο εγωισμός μου είχε πάρει μια εκτελεστική μορφή που μόνο αυτή κατεύθυνε και φαινόταν από την αντοχή και την ασταμάτητη όρεξη για να θέλω κάθε φορά και πιο πολύ να ικανοποιώ τις δικές τις φαντασιώσεις. Ήμουν το απόλυτο έρμαιο αυτών των φρικαλέων σαδιστικών της διαθέσεων και μάθαινα, ο μοναδικός μου τρόπος να έρθω όσο το δυνατόν πιο κοντά σε αυτήν. Όταν έκλεινα τα μάτια μου προσπαθούσα να φανταστώ τα πόδια της, τα Θεϊκά της πόδια που δεν είδα ποτέ κρατώντας στα κρυφά με αγάπη σφιχτά κι από μία της γόβα ή μπότα. Οι μέρες είχαν πια ξεχωριστό νόημα, δεν περνούσαν μονότονα, αλλά σαν η ζωή μου να είχε αλλάξει και με αυτήν την αλλαγή όλα απόκτησαν σημασία. Οι ελεύθερες στιγμές της ανυπαρξίας μου είχαν αντικαταστεί από μια πλέον ουσιαστική θέληση προσφοράς και υπακοής στον αδιαμφισβήτητο κυρίαρχο, για μένα αυτό ήταν σαφέστατα οι πιο ελεύθερες στιγμές της ζωής μου μέχρι τότε. Τα πόδια της ήταν ο ναός της εξιλέωσής μου και τα υποδήματά της ήταν το μέσο έκφρασης της θέλησής μου για υποταγή απέναντί της.
     
    Last edited by a moderator: 20 Φεβρουαρίου 2007