Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ο Κύριος Κ…

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 22 Νοεμβρίου 2024.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    (Ένα σκληρό, πολιτικό, cuckold, παραμύθι)

    -Ένας αχταρμάς την Άνοιξη δεν φέρνει. Του είπε και πάνω στο σκαμνί ανέβηκε. Έβγαλε με αργές κινήσεις τα λιγοστά και γαλανόλευκα εσώρουχα που φορούσε και γυμνή παραδόθηκε στο γέρο. Τα μαλλιά της ξανθά έλαμπαν σα βροχή στον ισχνό ήλιο του 51. Ο γέρος την πλησίασε και σαν χτικιό γέλασε ασθμαίνοντας.

    Το χέρι άπλωσε και πλησίασε στα ροζ της χείλια. Τα δάχτυλα του βρώμικα, βουτηγμένα στο μελάνι, το στόμα της ανοίγει και νύχι δοσμένο στη νικοτίνη, μέσα του βαθιά μπαίνει και χάνεται.

    Στόμα είχε ο κύριος Κ και να μιλήσει δε μπορούσε. Ήταν μικρός, πολύ μικρός ακόμα εμπρός στο γέρο να σταθεί.

    -Σσσους μη μιλάς, μη φυσσάς, κινδυνεύεις ή γελάς. Ο γέρος από το χέρι την έπιασε και από το σκαμνί την κατέβασε. Εμπρός στους βλάχους την έφερε και πιάνοντας τη από το σβέρκο την ανάγκασε να γονατίσει.

    Ένα φερμουάρ ακούστηκε. Κάποια χείλια άνοιξαν, τούτη τη φορά δίχως ήχο.

    -Η συμφωνία μας, μπορεί να είναι αμφότερα απολαυστική. Ο γέρος γέλασε καθώς πίεσε την κεφαλή της την στιγμή που τα βρώμικα νερά τους χυνόντουσαν μέσα της…

    Ο Κύριος Κ, από την ανάμνηση σαν έλασμα τινάχτηκε, αλλά να ξεφύγει από το παλούκι που ήταν καρφωμένος δεν μπόρεσε. Βαθιά χωμένο, με ρίζες που έφταναν μέχρι τα σωθικά του.

    Χρόνια έχουν περάσει, αλλά να ξεχάσει εκείνη τη πρώτη τη φορά δεν μπόρεσε. Σήκωσε το ανάστημα του, πάλεψε, φώναξε για προδοσία.

    -Την ξεπουλάτε!!! Ούρλιαξε. Και αυτή;

    Γύρισε τον κοίταξε.

    -Ένας από αυτούς κι εσύ… Και τον περιφρόνησε. Θύμωσε, τα γκρέμισε όλα, τον κατηγόρησαν για αποστασία, ποιοι;!;

    -Αυτοί που την είχαν εκπορνεύσει, για λίγα γράμματα στην άμμο. Για μνήμες που σε χρόνια δέκα θα είχαν ξεχαστεί.

    Και τώρα;

    Μόνος, μέσα σε ένα σπίτι ξύλινο, που κάθε φωνή απέξω μέσα μπαίνει απρόσκλητη, αλλά αυτός δίχως άδεια να μην μπορεί να βγει.

    Κοίταξε το τηλέφωνο. Η ώρα ήταν δύο το μεσημέρι. Ο Χοντρός είχε αργήσει.

    -Μέσα στη μέρα, του είχε πει, νέα θα μάθεις. Αλλά οι ώρες σαν χρόνια περνούσαν. Βόλτα έβγαζαν με λουρί τις αναμνήσεις. Τον είχε απορρίψει, τον είχε κοιτάξει με απέχθεια και τρόμο και αυτός είχε μείνει μακριά της.

    Ο γέρος την ξόδεψε και την νεότητα της πρόσφερε για ελάχιστα. Αυτή το ένιωσε και το πηγούνι της ψηλά τίναξε, μαζί με το λακάκι, έπαε στα κεντρικά του στήθους.

    Σε άλλο γέρο δόθηκε. Με ευγένεια, πολιτισμό αυτός και τρόπους. Δική του μόνο την ήθελε, αυτή και άλλες δέκα. Δεν την πείραξε καθόλου. Εκεί γυμνή, ηλιόλουστη στα πόδια του, καθόταν παίζοντας με το ξανθό της τρίχωμα, περιμένοντας πότε θα την φωνάξει. Πάντα θερμή, υγρή και έτοιμη για αυτόν. Μέχρι που αυτός πέθανε.

    Και την ανέλαβαν οι του διά και άδοξοι του τεχνοκράτες. Την αναβάθμισαν, της έμαθαν τα κόλπα της ανατολής, φορώντας της ταγέρ για να θυμίζει Δύση και την έκαναν πόρνη πολυτελείας.

    -Τα καθάρματα!!! Ο Κύριος Κ τινάζεται, να ελευθερωθεί παλεύει, το παλούκι που όμως στα εσώψυχα του είναι καρφωμένο, ανένδοτο.

    -Δεν πας πουθενά. Πουθενά πας ε. Πιο βαθιά χώνεται, τα πόδια του τρέμουν σαν κλωνάρια στον δυνατό αέρα.

    Σε ένα πάρτι από αυτά, την πέτυχε. Σαρτρίερες να φορά, ψηλά τακούνια και σκυμμένη, κόκα να τραβά καθώς ο ένας με τον άλλο, διανοούμενοι και όποιος άλλος από εκεί περνούσε, ακόμα και ένας υδραυλικός για μια λεκάνη που είχε βουλώσει, το μακρύ και το κοντό του από πίσω της έβαζε με ενθουσιασμό.

    Τον κοίταξε με τα θολά της μάτια. Το πρόσωπο της Καρυάτιδας , η τραγωδία της απώλειας, όταν τα μάτια σου έκλεινες.

    -Θέλεις; Ένας χτύπος στην καρδιά του ελπίδα δίνει. Μετά σύννεφα στον ήλιο. Δεν τον αναγνώρισε.

    -Τι; Με μια κίνηση καλλιτεχνική, τα καπούλια της του δείχνει, νησιά που όσοι και αν περάσουν, παρθένα πάντα μοιάζουν.

    Θύμωσε, φώναξε και στου υπογείου τους διαδρόμους χτυπιόταν.

    -Δική μου είναι! Μόνο δική μου!!! Πως είναι δυνατόν να μη το βλέπει…

    Και μετά ήρθε ο Χοντρός.

    Ο κύριος Κ γύρω του κοιτά. Ελάχιστο το φως που από τις γρίλιες μέσα μπαίνει. Η ώρα 7. Ακόμα το τηλέφωνο.

    Είχε μια ελπίδα, πως ακόμα και αν σε αυτόν Αυτή δεν άνηκε, ο Χ λόγω της καταγωγής του καλύτερα θα της φερόταν.

    Όπως της άρμοζε, όπως την άξιζε. Αλλά…

    Βαρύς, δυσκίνητος, λίγα λόγια να μετρά…

    Σε ένα ταξίδι τους, καθώς τη ζουλούσε μπροστά του σαν μπριζόλα…

    -Ο θείος μου έλεγε πως τα λόγια οι άντρες τα λένε μετρημένα.

    -Και τον ρώτησα. Τι να κάνω, όταν δεν μπορώ να το ελέγξω.

    -Και μου απαντά. Όταν το στόμα σου ανοίγει, να γεμίζει και όχι να αφρίζει.

    -Και έτσι άρχισα να τρώω. Σε γέλια ξεσπά, μα και κλάματα να ήταν...

    Λίγος μεν, αλλά ήταν μια ευκαιρία να την πλησιάσει. Τα μάτια του έμοιαζαν ήρεμα. Τον πίστεψε. Όταν μακριά της ακόμα στεκόταν, ο Χ τον φώναξε.

    -Στάσου πλάι μου και εγώ εδώ για σένα θα ‘μαι.

    Και πήγε. Αλλά τα ίδια. Ο Χ, δημόσια της φερόταν με αξιοπρέπεια, αλλά τη νύχτα…

    Στις σκιές…

    Ομόφυλες με αυτήν ασελγούσαν πάνω της. Χρησιμοποιώντας υπερμεγέθεις καρικατούρες, ομοιώματα συμβόλων, αμαύρωναν το άσπιλο κορμάκι της, γεμίζοντας το, ουλές και Ξένα αντικείμενα…

    Άργησε να το αντιληφθεί, μέχρι που άκουσε ένα παπαγάλο στη Σκουφά να επαναλαμβάνει κομμάτια από μια συνομιλία.

    Ο χρωματισμός δικός της.

    -Κι άλλο Κυρία κη άλλο σας λέω, μη σταματάτε σας ικετεύω και αμέσως μετά ήχοι, που έμοιαζαν με γλώσσα που καθάριζε τις λάσπες από τις γαλότσες οικοδόμου.

    Ο Κύριος Κ σήκωσε το κεφάλι του, η ώρα δέκα να σιμώνει. Το τηλέφωνο να τον περιφρονεί. Σαν και αυτή…

    -Τι είναι αυτά που κάνεις; Σήκω σου λέω. Αυτή να στέκεται χαλί σε ταύρους και γριές να την πατήσουν, να τη γαμήσουν και να την ξεταυρώσουν. Τότε μπαίνει ο Χ…

    -Στάσου. Φωνή που βήχει μέλι. Δεν μπορώ να κάνω και αλλιώς…

    -Γιατί;

    -Έχουν φωτογραφίες. Εγώ με το Σπίνο. Ο Κύριος Κ από τα σύννεφα στα ανώμαλα να πέφτει.

    -Ειιισσααι Καίει; Το τραύλισμα του χρόνια, είχε να φανεί, να σου τώρα σημαία στο δεξί.

    -Όχι εγώ. Ο σπίνος. Απλά συγκαμένος ήμουν και του ζήτησα να μου βάλει Ταλκ.

    Ύστερα για λίγο το χάος. Ο Χ έφυγε από το δημαρχείο, ψάχνοντας για τυρόπιτες, κάποιοι άλλοι χέρι προσπάθησαν να της βάλλουν και να τη θωπεύσουν, αλλά δεν ένιωσε το παραμικρό. Μέχρι που ήρθε η σειρά του.

    -Επιτέλους! Είπε τη νύχτα εκείνη. Το άρωμα του έβαλε, σώβρακο καινούριο και πήγε και την βρήκε.

    Μια ξεφτιλισμένη πουτάνα, σκέφθηκε όταν την είδε. Αλλά τόσο όμορφη και τόσο ποθητή. Από τα πόδια να την πιάσει, να τα ανοίξει και να…

    -Τι το λες και δε το κάνεις; Βλέμμα προκλητικό, που τα έχει καταπιεί όλα αμάσητα. Συγκρατεί τον εαυτό του από την παρόρμηση να της ορμήσει.

    -Όχι αγάπη μου, εσύ είσαι θεά και δεν σου αξίζει η βιασύνη. Πριν η λέξη στο σεντόνι πέσει, το πόδι της στο στόμα τον βρίσκει και ανάσκελα τον πετά. Από πάνω του ανεβαίνει και το βρακί του σκίζει. Ο ανδρισμός μου, με όλου το πάθος και το κόμπλεξ που τον συνοδεύει, από τις τρ είχες κεφάλι βγάζει,

    -Να βγω ή είναι ακόμα μέρα;

    Εκείνη η νύχτα αποτυχημένη και αυτή βόλτα βγήκε. Το πρωί, στη κλίνη επιστρέφει, με κομβία στραβά και πατημένα.

    Άθως, αθώος και αφελής.

    -Τι είναι αυτό;

    -Ζέστη είχε και μπάνιο έκανα καυτό, σε του δημοσίου τα λουτρά.

    Ο καιρός πέρασε και το πουλί κεφάλι έβγαλε μεεεε δε θα το έλεγες μεγάλο, αλλά Αυτή, η αγάπη και ερωμένη, τις βόλτες της έκανε συχνά και με τα κομβία αριστερά, στραβά και πατημένα πάντα πίσω.

    Τα καλσόν σκισμένα και τα βρακιά λειψά.

    -Αγάπη μου φεύγω για taxιδι. Ο Κύριος Κ, με μάτια να ρέουν τη λατρεία, ένα χαμόγελο της Νίκης να γυρεύει.

    -Εδώ θα με βρεις όταν γυρίσεις. Μόνο το σύμβολο της ήττας.

    Και την βρήκε, στα τέσσερα να προσκυνά το Λεξ.

    Δεν τόλμησε να της μιλήσει, να τη σταματήσει, να την παρακαλέσει. Το πάθος της ήταν τεράστιο που τον γέμισε Δέος. Τους παρακολούθησε μέχρι που τελείωσαν.

    -Θέλω κι άλλο Λεξ. Και της το έδωσε.

    -Θέλω και άλλο Λέξ. Κι άλλο. Κι άλλο. Κι άλλο. Ο κύριος Κ, τα πόδια του έσυρε και έφυγε.

    Πίσω στο ξύλινο το σπίτι, κάποια φωνή απέξω ακούγεται, θηλυκή, βραχνιασμένη και οικεία.

    -Να είναι άραγε η δική της; Ή φαντάσματα του παρελθόντος μόνο;

    Δέκα και εικοσιπέντε. Το πάτωμα κοιτά και τις ράγες που διαδρομές προκαθορισμένες του χαράζουν. Τα μέταλλα παλιά και τα χημικά ληγμένα. Μια ανάσα κούρασης από τον κύριο Κ διαφεύγει. Ο πόνος είναι μεγάλος.

    -Πως μπόρεσε να μου το κάνει αυτό; Αυτή που για πάντα δική μου έλεγε πως θα ‘ναι. Στο χρόνο πίσω γυρνά και στην τεράστια Κόκκινη πλατεία.

    Ο Λεξ τη δούλα του πια σέρνει και επιδεικνύει τα γυμνά της κάλλη. Από τη μια πλατεία, σε άλλη και από εκεί σε άλλη, μέχρι που από δέντρο ψηλά κρεμάει και βάρη στα πόδια, στις ρώγες και στο κλείτο της κρεμά, στο σιντριβάνι της Μεμφίδος.

    -Αντέχει κι άλλο.

    -Όχι δεν αντέχει.

    -Ναι

    -Όχι

    -Ναι

    -Όχι

    -Ναι, άντεξε για λίγο καιρό. Αφού ρούφηξε και από τον Λεξ, μέχρι και την τελευταία του σταγόνα, τον έστειλε και νέο έψαχνε, ορεξάτο και με ενθουσιασμό γεμάτο.

    Και τον βρήκε. Ο Υιός του γέρου. Του πρώτου, όχι του δεύτερου. Και αυτόν τον πήρε, αλλά κάτι της γαργάλησε τη μύτη και το φτάρνισε στο τραπ πεζή.

    Ήταν έρωτας με την Τρίτη ματιά. Την πήδηξε, αλλά δεν έλεγε και πολλά.

    Την έγλυψε καλά, καρφώνοντας της με βλέμμα δια περ και αστικό.

    -Μμμ κάτι νιώθω. Αλλά…

    Την κέρδισε όταν…

    -Μια ευκαιρία ακόμη. Ο Λεξ να με τα μάτια παρακαλά. Αυτή να λέει όχι και να μουσκεύει από την αντίδραση του Λεξ. Ο Κύριος Κ κρυμμένος πίσω από τις κουρτίνες, να χαμογελά χαιρέκακα. Κακός γεννήθηκε ή κακό ο πόνος τον έκανε; Ξαφνικά μπουκάρει μέσα ο Υιός, σπρώχνει τον Λεξ στην άκρη, ρίχνει ένα ηχηρό χαστούκι σε Αυτήν, η οποία πέφτει στα πατώματα και τα πόδια ορθάνοιχτα…

    …ανοίγει.

    -Δική σου παλικάρι μου. Ο Λεξ, με την ουρά στα σκέλια. Ο Κύριος Κ με την ουρά εμπρός του, έντονα ενθουσιασμένη, με την εκδίκηση, που μπορείς για χρόνια να την περιμένεις, αλλά στο τέλος έρχεται…

    Της φέρθηκε καλά. Τη σουλούπωσε και όταν αυτή του αντιστάθηκε, την έκλεισε στο σπίτι. Ο Υιός, ο άντρας ο σωστός. Την όρθωσε, την έφτιαξε και αυτή άρχισε ξανά να λάμπει…

    Να χορεύει, να χαμογελά, να θέλει, να ζητά, να ονειρεύεται…

    -Μπορώ; Με ένα γαλάζιο γλειμιζούρι στα χείλια της να παίζει την τραπ μπάλα.

    -Μπορείς, αλλά το βράδυ πίσω να ‘σαι γιατί έχει Δήμο στο Πρασιά.

    Καβάλα με το μικρό της Πόνυ έβγαινε βόλτα, άναβε τα αγόρια και τα κορίτσια, στην κορυφή της Λευτεριάς ανέβαινε και άνοιγε τα πόδια.

    Και μετά πίσω. Πουλούσε τα ρούχα της.

    Το βρακάκι που φορούσε, μία λάμψη είχε τη χρυσή…

    Τα μαύρα της βαγόκια, μπορούσε στο σπίτι να φοράει τα παλιά..

    Μέχρι εκεί ο Κύριος Κ, πρόβλημα δεν είχε. Αλλά μέχρι εκεί!

    Απότομα τινάζεται εμπρός και το παλούκι το κάτω μέρος της καρδιάς του αγγίζει. Ένας πόνος οξύς, για έμφραγμα θυμίζει, σφίγγει τα δόντια, την ώρα βλέπει, ένδεκα και μετά τα μάτια.

    -Πρόβλημα δεν έχω αλλά μέχρι εκεί! Είπε στον Υιό.

    -Δική μου είναι και ό,τι θέλω θα την κάνω.

    -Μα το σταυρουδάκι της θα πουλήσεις;;;

    -Είναι από Λευκόχρυσο και τα χρήματα χρειάζομαι.

    Το δέχτηκε, όχι δίχως μάχη. Μίλησε πρώτα με τον Ζ και μετά με τον Χ.

    -Μη μιλάς, μη ρουφάς, κινδυνεύεις ή γελάς.

    Αλλά μετά ήρθε ο Τούρκος.

    -Πόσα θέλεις για το στήθος;

    -Τροία.

    -Πάρτα. Ο τούρκος, γέρος, πανάρχαιος, πιο γέρος από κάθε γέρο που χέρι της έβαλε βαθιά. Και αυτή να του χαμογελά με τα καταγάλανα ματάκια της να λάμπουν από χαρά. Να του κουνιέται με το μικροσκοπικό της…

    -Πόσα θέλεις για οΘω μανικό;

    -Αααααα μέχρι εδώ!!! Φώναξε ο Κύριος Κ και μπροστά μπήκε.

    -Τι σε κόφτει εσένα, σε ποιον θα κάτσω; Ένα χαμόγελο αλήτικο, της σπηλιάς το ανήλιαγο και στα τέσσερα σερβίρει και τουρλώνει, τη λαχταριστή της Υφαλοτρυπίδα. Ο Κύριος Κ, έξαλλος να δείρει τον Υιό ήθελε και από το γιακά τον έπιασε, αλλά ο Χοντρός τους χώρισε και του μίλησε στην άκρη.

    -Δώσε τόπο στην οργή και τη λύση θα τη βρούμε.

    -Όχι, εκτός, αν κατέβεις για Ηγούμενος, οπότε την υπογραφή σου χρειάζεται με το Κ όλο να του κάτσει.

    -Να φύγει από το σπίτι μου, να φωνάζει ο Υιός.

    Κωλοδάχτυλο να σαλιώνει Αυτή, στο στόμα του τούρκου.

    -ΚάΝε την και θα σε πάρω τηλέφωνο. Μέσα στη μέρα νέα θα μάθεις.

    Το τηλέφωνο μουγκό και η ώρα;

    00:00, η τροχαλία μπρος παίρνει, ο μηχανισμός γυρίζει και ο Κύριος Κ, καρφωμένος στο παλούκι, μετακινείται προς την έξοδο.

    Η πόρτα ανοίγει και…

    -Κου κου! Γύρω του κοιτά, μήπως την δει. Το πρώτο που το βλέμμα του τραβά, είναι ο πίσω τοίχος. Δεκάδες μικρά σπιτάκια, σα το δικό του και σε καθένα από αυτά κι ένας.

    -Κου κου!! Εκεί ο γέρος, εκεί ο άλλος γέρος, να και ο χοντρός και δεκάδες άλλοι.

    -Κου κου!!! Στο τελευταίο Κου και ελάχιστα πριν στο ξύλινο το σπίτι επιστρέψει, προλαβαίνει να κοιτάξει εμπρός του.

    Αυτή να στέκεται ψηλά, λουσμένη από τον ήλιο. Με τους δεκάδες κόλπους και κολπίσκους, να στεγνώνουν από την πλημύρα και χιλιάδες καβουράκια τα κοχύλια τους να βάζουνε σε τάξη.

    Ο υιός πεσμένος κατάχαμα να την παρά καλά…

    -Κυρία, kότα δεν ήμουν ποτέ..

    Το έκτο Κου, ο last one, το έλασμα μαζεύει σέρνοντας τον Κύριο Κ πίσω στο ξύλινο του σπίτι.

    Οι πόρτες κλείνουν..

    Ένα τηλέφωνο που δε χτύπησε ποτέ…