Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ο πόλεμος της Τροίας

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 19 Αυγούστου 2025 at 17:51.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    (Κάποιος, ίσως ο πιο ισχυρός που έχω συναντήσει μέχρι τώρα, καθώς τον κατουρούσα πάνω σε έναν ύφαλο μου είπε πως χειραγωγώ τους πάντες και τα πάντα ώστε να δημιουργώ συμβάντα, να εμπνέομαι από αυτά και μετά να γράφω.

    Του είπα πως βρίσκεται ανάσκελα, στη μέση του ωκεανού και εγώ όρθιος μπροστά του δέντρο να θυμίζω. Αν δε σπαταλούσε το χρόνο του ώστε να κοιτά εμένα, τότε δε θα έχανε το δάσος που από πίσω μου στεκόταν…

    Η συνέχεια μετά το τέλος..
    )


    Στην τάξη της Δευτέρας τον κόσμο κατακτάς με το σταυρό στο χέρι.

    The Replica’s war, threat η μέρα.

    Για κάθε άσημη Ελένη υπάρχει και μια ωραία Τροία.

    Στην ακρόπολη της Ιλίας, εκεί που για τα κοτσύφια πορτοκαλί τα φώτα που φορούν, η AwwA έστεκε με του χαμού το γέλιο στις επάλξεις του Μαύρου Πύργου. Τα διάφανα σχεδόν του αοράτου πέπλα, της αράχνης φαρμακωμένα υφαντά, τα μόνα που κρύβουν τη γύμνια στο κορμί της.

    Δίπλα της ο Κέρβερος, φύλακας, ευνούχος και πιστός.

    Max the doG is dead.

    Η AwwA σε αυτήν την έκδοση πιστή ποτέ. Ο άνδρας της ο πρώτος και τώρα…

    -Ρε κρατάς; Ο Ένα.

    Η Μία, η πρώτη πόλη που με τη δύναμη του νερού και του ανέμου ο Ένα γκρέμισε την AwwA για να πάρει. Η πόλη του πειρατή Λεμέναου, με τον οποίο κλέφτηκε η AwwA, για τη μεγάλη πΕνα.

    Φύσηξε αέρα και νερό και όταν μέσα μπήκε ο Ένα τον Λεμέναο, βρήκε μόνο του να κλαίει. Η AwwA τον είχε παρατήσει για τον ωριαίο και αμφιλεγόμενο Paris, που η ομορφιά του θα έριχνε και εμΕνα.

    Τη Δύο, του Paris τη λαξεμένη πολιτεία, ο Ένα με έγερση και δόλο γονάτισε και έσχισε, μα όταν το ρήγμα της διέσχισε το γερμένο Paris βρήκε μοναχό του. Βουτηγμένος στη θλίψη του…

    -Ρε κρατάς ή εγώ θα πέσω;

    …που τον παράτησε η AwwA για τον Αρχι τέκτονα τον Λεξ που η ευφυΐα του θα σαγήνευε κι εσΕνα.

    Να σου τώρα ο Ένα να πολιορκεί τη ξακουστή τη Τροία, την πόλη των θαμάτων για να πάρει πίσω την AwwA που παραδόξως ακόμα μέσα ήταν…

    Μέσα στην κάμαρη του Λεξ, το κρεβάτι του μεγάλο, με ουρανό και της Αριάς θεμέλια. Ο Λεξ τα μάτια του ανοίγει, αλλά που βρίσκεται δε ξέρει, το τελευταίο που θυμάται ο θάνατος του Boo και…

    -Τώρα;

    Μέσα στην καμάρα εισβάλλουν τεράστιες και με του ανθρώπου τη μορφή, του Άρχοντα οι μύγες.

    -Αφέ, αφέ, αφεντικό, ο Ένα ήρθε με πεσκέσι την Ιόλη. Την πύλη σφυροκοπά με τράγους και κριούς, πολιό και κριτικούς. Την AwwA πίσω θέλει και στη θέση της προσφέρει ως δούλα την Ιόλη.

    Ο Λεξ ξένος σε όλα αυτά, μέχρι που το όνομα της AwwA ακούει, τότε μέσα του σαν κάτι να ταιριάζει, κλειδί, γρανάζι ή μικρό τουβλάκι που τον πόθο του ξυπνά, μαζί με τον πόνο και την αφόρητη τη Ζήλια.

    Της ειρήνης τα φιλικά του συναισθήματα κυριεύει η μανία, ο φόβος και η οργή…

    -Δική μου είναι!!! Είναι; Μία η λαχτάρα, το κεφάλι του Ένα να δει παλουκωμένο. Μία η φωνούλα, μικρή και μακρινή, του φωνάζει μα τη λες αδύναμη.

    -Τι κάνεις; Εσύ ο Λεξ ο ειρηνοποιός και αυτά είναι παιχνίδια των Θεών. Το λάθος και κακό εσύ να διαπράξεις και στην αλόγιστη τη βία τον κόσμο να πλαντάξεις. Αλλά τι τιμή έχει μια φωνή…

    -Που είναι;

    -Ο Ένα; Στην πύλη…

    -Όχι! Η AwwA που είναι; Η μικρή και της ματωμένης της καρδιάς μου λατρεμένη.

    -Στις επάλξεις και με Χάρη του κουνιέται.

    Σώβρακο να φορέσει δεν προλαβαίνει ο Λεξ. Το μισό μέσα και…

    -…σε μισώ εσένα που μου έρχεσαι απ’ όξω! Στις επάλξεις του Μαύρου Πύργου με άλμα πρώτος φτάνει. Στο χρόνο πίσω, χρησιμοποιώντας το παράξενο σκοτάδι, πιο γρήγορα από το φως.

    Ακολουθεί η AwwA που δεν τον βλέπει και το κορμί της στη φλόγα της ανά και παραγωγής, απρόβλεπτα στη νύχτα το δωρίζει.

    Να σπάει στη σκιά και στο παρόν σα πόρνη να λυγιέται. Μαζί της του στρατού τα κύματα που κτυπούν το άμοιρο της πύλης ξύλο. Μαζί της και ο Ένα που ρυθμικά με το δόρυ παίζει και της φωνάζει να κατέβει…

    Poly όρκο das τη Τρ( )ία

    -Ένα ήρθε! Πριν το “η» τον κυματισμό του τεντώσει τον τόνο για να αγγίξει και με δύναμη το ακουστικό τύμπανο με βιας χτυπήσει, το κύκλο του γυρνά και την AwwA βλέπει.

    Ένα ταξίδι που με λύτρωση τελειώνει με αρχή…

    Μια παγωμένη του χρόνου στιγμή.

    Ζωή σα μήλο. Ο θάνατος της! Η της ψυχής της αντιγραφή με χρώματα στο φως του ήλιου. Η επικονίαση. Η άνθηση, η νέα AwwA, ανατροπή και τώρα πια ελεύθερη. Στο παρελθόν μια ξένη, στο παρόν μια διχασμένη φιγούρα και στο μέλλον…

    Η AwwA τους ήχους των κριών, που ψυχαναγκαστικά τα κεφάλια τους χτυπούν στα σκληρά της Τροίας Τύχη, ακολουθεί ως άσπρο μαύρο καθώς το κύμα της ζωής στα καπούλια αγγίζει.

    Από λιμάνια πέρασε πολλά. Γκρίζα, καφετιά, κόκκινα, γαλάζια, με έναν ή πολλούς και στο τέλος πάντα αυτή να φεύγει.

    Στο μέλλον άλλα τόσα θα περάσει, αλλά το Μηδέν του Ένα, αυτό που αγάπησε, της λείπει και δε θε ποτέ να χάσει.

    Με το βλέμμα της χτενίζει τα βρώμικα και σώματα υγρά των άγριων του Ένα plus πολεμιστών και τη βελόνα αναζητά του καθαρού του Ένα. Μαζί της οι μέλισσες κυρίες των τιμών, να βομβούν ολούθε της.

    -Να ‘τος αρχόντισσα μου! Ο Ανόθευτος, ο καθάριος, το πρωτότυπο. Μα πριν το Να στο ομφαλό της φτάσει, η εικόνα στα μάτια της ξαπλώνει.

    Αυτός κοιμάται και αυτή αναρωτιέται, πόσο ήρεμος και γαλήνιος δείχνει, που είναι το τέρας, που μπορεί να τη εντυπώ ξαφνιά τρομάζει τώρα;

    Την επόμενη στιγμή μαζί του μονού το πάτι να ακολουθεί στα χνάρια της Αλίκης. Κόσμος γύρω τους που τρέχει, μ’ αυτή δε βλέπει και τον αγκαλιάζει μέχρι οι σφυγμοί τους να συγχρονιστούν.

    Η καρδιά της σταματά. Τα φτερά των μελισσών brake κάνουν. Το τρένο επίσης πριν τη σύγκρουση, κάπου εκεί κοντά η ροή σε μια κλεψύδρα, ο χρόνος αποσυντίθεται και τα πάντα παγώνουν…

    …εκτός από τον Λεξ.

    Στα μάτια του πάνω η κόκκινη ντυμένη στα ροζ χορεύει. Πώς μπορεί η βία να είναι τόσο θηλυκή, όμορφη, διακριτή και εύθραυστη;

    Μια ανάμνηση δική του ή από αυτούς γραμμένη; Είναι δική σου ιστορία, αν άλλος είναι ο δημιουργός της;

    Ένα κοράκι στον αέρα παγωμένο ΑΛΛΑ Πόε να απαγγέλει, με το ένα του φτερό ασημί και το άλλο ροζ.

    Δολοφόνοι τραγωδοί και της αναστάσεως η θεία παρωδία, από σκιές του πριν θεοί. Κόλαση στη γη, αλλά αυτή παντός καιρού ατρόμητη.

    Τα ροζ πέταλα πετά, το στήθος της αποκαλύπτει, το κοράκι να αντισταθεί δεν δύναται και νυχιές πάνω στο αλαβάστρινο λευκό αφήνει.

    -Μου πάει; Στα λευκά της άνθη, από τα πληγωμένα της κεράσια άλικες του αίματος σταγόνες…

    -AwwA;

    -Ναι;

    -Εσύ;

    -Πάντα εγώ…στο πριν η προβολή, στο τώρα μια ψευδαίσθηση και στο μέλλον σιγουριά… Λέξεις που χάνουν τα χρώματα τους καθώς ξυπνάει από το λήθαργο.

    Η AwwA τον Ένα να κοιτά με πάθος και λατρεία.

    -Πώς μπορείς άλλον από ‘με να να αγά να πας; Η εικόνα σαν σφαίρα πέφτει στην καρδιά του και η απώλεια στραγγίζει την όποια του ελπίδα.

    Στις τελευταίες του σταγόνες αρπάζεται και οδηγίες δίνει στους εκτελεστικούς του ναυτικού.

    Δεκάδες τα πλοία της φωτιάς που τον στόλο του Ένα παγιδεύουν από πίσω και στα πλοία του μεταφέρουν τη πυρ και κάργια. Η στιγμή τε και λιώνει και ο χρόνος ξανά ρωτά;

    -Ρε κρατάς ή στο μέλλον ‘γω θα πέσω;

    Στις ακτές οι φλόγες, στο ενδιάμεσο τα ξύλινα πλοία και κυκλάκια του Ένα και κάτι. Στο τέλος η AwwA που τα πέπλα της απλώνει στον Ένα να ανέβει να γλυτώσει.

    Ο Ένα πίσω του κοιτά και τη φωτιά που τον πλησιάζει θωρεί και με άγρια χαρά γελά.

    -Ό,τι πρέπει. Τώρα ο στρατός του, μην έχοντας άλλη διέξοδο με απελπισία σφυροκοπά τη πέτρα και το ξύλο.

    Στις τρύπες των τειχών τα κόκκαλά τους μπήγουν και σκαλιά για άλλους γίνονται. Ήχοι από κόκκαλα που σπάζουν, φωνές ηρώων που δεν ακούγονται, η άμυνα της πόλης λυγίζει και…

    …η στιγμή ξανά παγώνει. Ο χρόνος σβήνει, γράφει και ξανά τη μελωδία δοκιμάζει.

    Των θεών τερτίπια, των θνητών πληρώματα…

    Σε μία του μαζό τη νέτα, στο επίπεδο των έξι, ο Νίκος και ο Silver τη γεωγραφία απολαμβάνουν σ’ ενός του χρόνου δέντρου.

    Ο χρόνος απροσδιόριστος στο νησί του Zero. Ίσως κάτι να κατέχει από το πριν, το τώρα και το μέλλοντα του Νίκου.

    -Ό,τι και αν διαλέξω;

    -Άλλη κατάληξη θα είχε το τέλος ενός θνητού από το θάνατο;

    Τα κλαδιά του δέντρου από τις ρίζες ξεκινούν και τελειώνουν κάπου στα άναστρα ουράνια.

    -Ποιο το καλύτερο κλαδί;

    -Για ποιον; Ποια; Και ως προς τι;

    -Στο σύνολο;

    -Αυτό που στο τέλος κρίνει; Αν η καλύτερη στιγμή ήταν στις αρχές και στοίχισε πολλά; Αν από την άλλη μικρές του απολύτου οι αποκλίσεις, μικρές και οι εμπειρίες; Τι κρίνεις ως καλύτερο;

    -Αυτό που αυτή στο τέλος της θα πει.

    -Γιατί το τέλος το δικαίωμα να έχει και όχι η αρχή; Λόγω του τρόπου που κοιτάς;

    Ο Νίκος ανήσυχος, αβέβαιος, τα αυγά πάνω στα οποία περ πατεί, δόντια βγάζουν. Αισθάνονται την αδή να μία του…

    -Όποιο και αν διαλέξεις σ’ αυτό θα πρέπει να σταθείς πιστός έως το τέλος του.

    -Γιατί;

    -Πώς το μέλλοντα θες εσύ να ξέρεις, αν συνεχώς τον κυνηγάς και τον αλλάζεις;

    Ο Νίκος έφηβος της ορμής, της τόλμης νέος, γέρος και γενναίος.

    -Θέλω να δω!

    -Ποιο;

    -Όσα περισσότερα μπορώ. Ο Silver πένθιμα και μελαγχολικά με το καλαμάρι του χορεύει.

    -Γίνεται αυτό! Στα κλαδιά και στα κανάλια σαν κολυμβητής να τα διασχίζεις και σαν πουλί από τον ένα δρόμο στον άλλον να πετάς, για όσο θέλεις.

    -Δίχως αλλά; Ο Silver πριν απαντήσει το τραγούδι του λιγώνει με κρασί βαρύ και μέλι.

    -Δεν είναι το αλλά αντίτιμο, αλλά της προστασίας ο μανδύας. Όταν θα διαλέξεις, τα άλλα θα αποχρωματιστούν και σαν όνειρα ή της φαντασίας πια τα έργα μέσα σου θα μένουν.

    -Το δέχομαι. Ο Silver το μάγουλο αγγίζει και ο Νίκος από το Α και το Ω, ‘ς σημείο κυκλικό, στο δέντρο κολυμπά.

    Χρόνια πολλά πετούν.

    953 δισεκατομμύρια απ’ αυτά μετά, ο Νίκος του μιλά.

    -Διάλεξα !.!

    Από ένα άλλο των βιβλίων σύμπαν…

    “Το Κάστρο”

    Από ένα άλλο του χρόνου το ακτίνιο..

    Μέρα 64η

    -Θα μου πεις τώρα ποια είναι η σωστή απάντηση, σε κάθε ερώτηση; Αυτή που με τη σοφία του απείρου, για πάντα την δική μου ψυχή θα πληρώσει.

    -Όλες. Κάθε απάντηση που μπορείς να δώσεις, σωστή είναι. Και ο Πόθος σηκώνεται, την πόρτα ανοίγει, το χώρισμα διαπερνά και την πύλη κλείνει.

    -Η Αθηνά τον κοιτάει, στην αρχή σα μικρό παιδί. Λίγες ώρες του μετά, ε και Φοίβη, αργότερα γυναίκα, στην τέλος του 24ώρου, ελλειπτική της γης τροχιά, το κεφάλι της γέρνει στο μαξιλάρι και…

    …λίγο πριν τον ύπνο τον εαυτό της συναντά και μαζί μιλούν…

    -Το κάθε σημαίνει παιδί και θρέμμα του απείρου και μέσα του θα βρω, άπειρους κόσμους σαν και το δικό μου;

    -Ναι.

    -Υπάρχεις και εσύ;

    -Κι εσύ.

    -Πώς μπορώ μαζί μου να μιλήσω;

    -Αν εσύ είσαι, τότε την ωριμότητα θα έχεις ώστε να μιλήσεις στον εαυτό σου. Οι λέξεις με το χρόνο ξεθωριάζουν και μετά η Αθηνά…

    …κοιμάται.

    Στον κόσμο του “Max”, ξυπνά ως Φοίβη. Από φωνές γυναίκειες, που στην αρχή μοιάζουν σαν κάποιον να σχίζουν ή και να ακρωτηριάζουν…

    Η ομορφιά της AwwA επική, ενώ ο ερωτισμός που εξέπεμπε ρωγμές δημιουργούσε σε κάθε αντίσταση, με ή δίχως φύλο. Ψηλή και αγέρωχη, το φως να σκαλώνει πάνω στις αψεγάδιαστες καμπύλες της.

    Στο πρόσωπο της, το χάρισμα της Μέδουσας. Όταν την κοιτούσες η πραγματικότητα σου βάρος ήταν, που σε παράσερνε στον άφωτο βυθό της κρυφής σου φαντασίας. Αν ήσουν ελαφρύς, ήσουν και καταδικασμένος.

    Ικανή ώστε να καρπίσει κάθε είδους βάλανο. Ο Δούρειος του Ίππος όπως από πόθο την φώναζε ο Ένα, την στιγμή που πάνω στην ορθωμένη του αιχμή κάλπαζε καθώς τον καβαλούσε.

    Έτσι φρενιασμένα κάλπαζε απάνω του και τώρα, μία μαινάδα και άγρια αμαζόνα.

    -Πιο δυνατά σου λέω πάρε με ! Το κεφάλι της ρίχνει απέναντι από το δικό του και από τα μαλλιά τον πιάνει. Πρόσωπο με πρόσωπο, τα μάτια να κοιτούν δίχως χρόνο μεταξύ τους. Με μανία τα τραβά, να τον πονέσει, να τον εξοργίσει και αυτός μετά να την πονέσει.

    -Σκίσε με !! Την πετάει προς στα πίσω. Δεν πέφτει όμως, κάθετα στέκει στο κορμί του πάλι καθώς τον σφίγγει με τους μηρούς της. Τις φλέβες της βλέπει ο Ένα να πνίγουν και να βαστούν τους μύες.

    Φλέβα, τένοντας ή φίδι είναι αυτό που στον λαιμό ουρλιάζει;

    Χαμογελά στον πόνο, ε αυτό κυριαρχεί, το χατίρι δεν της κάνει. Όταν η Φοίβη και αδερφή της σε απόσταση καλή βρίσκεται ώστε να μπορεί να ακούσει, η AwwA πάντα υπερβάλλει.

    Γιατί του υπέρ βολή όταν αληθινό μπορεί να γίνει;

    Το τσεκούρι του με την αιχμή του απαλά ακουμπά πάνω στο κορμό της.

    Αυτός φωτιά παίρνει και πάλλεται.

    -Πιο δξυν… Σάλια και υγρά, βροχή καυτή με πάθος τον χτυπούν, από πύλες διάφορες.

    Το τσεκούρι του σηκώνει και χτυπά τον κορμό με δύναμη. Μια σχισμή ανοίγει. Η AwwA ανάσα παίρνει, το στήθος της γεμίζει, αλλά την κρατά και δεν ουρλιάζει.

    Με τα νύχια στο στήθος του γραπώνεται. Το τσεκούρι πιο ορμητικά τώρα κατεβαίνει και χτυπά. Η σχισμή ανοίγει κι άλλο.

    Και χτυπά. Κι άλλο. Χτυπά. Κι άλλο. Χτυπά. Κι άλλο. Μέχρι που η AwwA δεν αντέχει άλλο και ουρλιάζει με όλη της τη δύναμη. Οι τένοντες φτάνουν στα όρια τους.

    Άραγε να μπορούν να σπάσουν;

    Τα πουλιά σε ακτίνα χιλιομέτρων σιωπούν. Τα αρπακτικά λουφάζουν.

    Έλεος κανένα δεν της δείχνει. Συνεχίζει να χτυπά, ξανά και ξανά, ακόμα και όταν αυτή πάνω του λιποθυμά και η μήτρα στα δυο ανοίγει…

    Τότε το ζώο μέσα της ξυπνά και αναλαμβάνει. Ορθώνεται, τα χέρια της μακριά από τα γκέμια και προς την κορφή ελεύθερη καλπάζει…

    Η Φοίβη άκουγε την AwwA. Την τρόμαζε η αδερφή της.

    Όχι με το ύψος.

    Όχι με την απαράμιλλη ομορφιά της, ούτε με την παράσταση που έδινε, αλλά γιατί μόνο αυτή είχε δει, σε κάποιες στιγμές μοναδικές, τον πραγματικό της εαυτό.

    Ήταν παιδιά μικρά και η AwwA με λεπίδια χάραζε με μανία πάνω στη σάρκα του παπύρου. Από τα μάτια της φως έρρεε, αίμα και σκοτάδι.

    -Γιατί; Την είχε ρωτήσει τρομαγμένη.

    -Δε ξέρεις ! Παράτα με !!

    -Τι; Η AwwA προς το μέρος της γυρνά με τα λεπίδια να την κοιτούν, η Φοίβη ένα βήμα κάνει πίσω.

    -Δεν μπορεί να διανοηθείς, τι σημαίνει από σώμα σε σώμα να ταξιδεύεις, αλλά η ύπαρξη σου πάντα φυλακισμένη να είναι στη φλέβα του λειψού.

    -AwwA;

    -Σκάσε !

    Το βράδυ όταν η AwwA ήρεμη κοιμόταν, η Φοίβη αθόρυβα δίπλα της γλίστρησε και από τα χέρια της το πάπυρο αφαίρεσε.

    Μέσα του χαρακιές που ξεκινούσαν παράλληλα και σαν καρκινικός κισσός έπλεκαν και έπνιγαν το καρβουνιασμένο υπόβαθρο. Σ’ ένα ξέφωτο, της μουτζούρας το λευκό ξεπρόβαλλε η AwwA με σώμα μελαμψό και ξένο και του αρπακτικού το βλέμμα…

    Το κεφάλι της η Φοίβη τινάζει, τις αναμνήσεις μακριά να διώξει. Η AwwA στον οργασμό της φτάνει με νότες σε χορδές του τσέλου σφιχτά δεμένες κι ανάσες ιδρωμένες.

    Η Φοίβη αναστατωμένη. Από τον κόρφο καραβάνι της ξηρασίας ξεκινά, το άνυδρο ρέμα διασχίζει και στο τρίγωνο του κόλπου βουτά και ξεδιψά.

    -Δεν είναι δυνατόν ! Σηκώνεται και αρπάζει, το αέρινο πανωφόρι φτιαγμένο από επεξεργασμένο δέρμα σκλάβου και τις καμπύλες στο κορμί της κρύβει και σκεπάζει. Βγαίνει έξω τρέχοντας.

    Ήχος κανένας δεν την προδίδει, από τους φύλακες της πύλης του Κάστρου ξεφεύγει και δε σταματά της βίας το ρυθμό στο περπάτημα της, μέχρι που το Κάστρο από μακριά πια τηρά.

    Όγκος δυσοίωνος με μάτια πύρινα.

    Γέρικος ο κορμός που στα πόδια της ξαπλώνει. Υγρή και τραχιά η θωπεία του, όταν πάνω του λαχανιασμένη θρονιάζεται.

    -Αϋπνίες; Το πνεύμα της τινάζεται, το σώμα όμως πειθαρχεί στη θέληση της. Προλαβαίνει να ακούσει, να ψάξει, να αναγνωρίσει, να προετοιμαστεί, το γλυκό της το χαμόγελο να φορέσει και να τον καλώς ορίσει.

    -Οδυσσέα;

    -Φοίβη. Τη θωριά του όμορφη δε θα την έλεγες. Αδιάφορη σίγουρα, να μην τον βλέπεις έως που τα μάτια του συναντούσες, της ψυχής τα φινιστρίνια και αν ήθελε σου επέτρεπε να δεις, το κτήνος που μέσα του κρυβόταν.

    Στα πηγάδια να βουτάς και εκεί να θες πέσεις με μάρτυρες τα αστέρια.

    Της άρεσε και ο Οδυσσέας το ήξερε, όπως επίσης πως και αυτό επίσης γνώριζε. Ελάχιστα από τις σκέψεις θα μπορούσαν από αυτόν να διαφύγουν.

    Παρόλα αυτά διακριτικά ελισσόταν καθώς προβάδισμα της έδινε, για χάρη του χορού.

    -Όχι αϋπνίες. Η AwwA… Ο Δυσσέας γέλιο βραχνό, ατόφιο καθαρό και μια παύση, αφήνει να κυλήσει. Τις άμυνες η Φοίβη να χαλαρώσει…

    -Μέχρι εδώ την άκουσα και εγώ και ο θλιμμένος Μπούφος. Το τραγούδι του σταμάτησε κι αυτός να την ακούσει.

    Η Φοίβη το τέχνασμα του αντιλαμβάνεται. Γιατί όχι; Τα παράθυρα της ανοίγει και αβίαστα γελά. Νερό χαρούμενο κυλά, δίχως κάστορες ή φράγματα.

    -Να την προσέχουν όλοι…

    -…και να την ακούνε επίσης. Ιδίωμα αυτών που κάτι έχουν στον κόσμο να αναγγείλουν.

    -Στον κόσμο; Η Φοίβη τον κοιτά ευθεία. Ο Δυσσεύς πλάγια και τις λέξεις του λειαίνει.

    -Πιστεύεις πως η AwwA, θα μπορούσε σ’ ένα Κάστρο, για πάντα να κοιμάται;

    Κανείς δεν απαντά. Μήτε η νύχτα που μαζεύει τη δροσιά της και αποσύρεται αργά από πάνω τους…

    -Σ’ αγαπάει ο Ένα, AwwA. Η Φοίβη με τις λέξεις μαζί τη χορδή τεντώνει.

    -Ναι, όπως ο πατέρας τους καρό του σκλάβους.

    -Πύργο! Τι λέω; Κάστρο μεγάλο έφτιαξε από τα κόκκαλα των σκλάβων για πάρτη σου. Σημαδεύει το μαύρο και το βέλος της αφήνει. Το σφύριγμα του το βέλος προσπερνά και στο κορμί βαθιά του σκλάβου, για της καρδιάς το θησαυρό καρφώνεται.

    -Όπως ακριβώς και ο μπαμπάς τους σκλάβους. Τους ταΐζει, τους ποτίζει, τους κοιμίζει σε αστακού κλουβί και όταν αυτοί πια του άχρηστου πια γίνουν, τους αμολάει για κυνήγι.

    Ο σκλάβος τσιμουδιά, δίχως ανάσα ή ελπίδα, δίχως νάρκη ή δράμα πέφτει χάμου. Η Φοίβη το άλογο γυρνά. Το ένα του κεφάλι της AwwA να κοιτά και το άλλο στο έδαφος να ψάχνει για πετρέλαιο.

    -Δε μπορείς να συγκρίνεις αυτούς με εμάς AwwA. Αυτοί είναι ζώα.

    Δεν κοιμήθηκε καλά την τελευταία της νυχτιά η Φοίβη. Αγωνία, εφιάλτης ή προμήνυμα Μορφέα;

    Την AwwA στου Γου το λόφο ψηλά την είχανε σταυρώσει.

    Ξύλα τριανταφυλλιάς από κάτω. Σαν μάγισσα την καίγανε.

    -Σταματήστε ! Η Φοίβη σε βοήθεια να καλεί και να φωνάζει, μα ο Ένα στα πόδια του λόφου να βρισκόταν και να πάλευε να ανέβει. Με το ζόρι τα κατάφερνε και ας γλιστρούσε, μα πριν τη κορυφή τους πρόποδες και πάλι.

    Τα πάντα στη δύσης το κόκκινο το χρω να βάφονται και η Φοίβη στον ωκεανό του αορίστου να μη τολμά.

    Μια φωνή ἐν τῇ ἐρήμῳ…

    Να αποδεχθείς αυτό που το χάος σου προσφέρει.

    -Όχι! Ποια είσαι; Το μη της τάξης εγώ δεν το μπορώ. Να ξέρω τι, ποιος, ποια και από που κρατά η σκούφια του. Το δρόμο το δικό μου άνεμος δεν τον χαράζει. Μόνο εγώ με αγάπη τον καθορίζω.

    -Η Αθηνά κι εσύ.

    -Ψέματα μου λες. Τ’ όνομα μου Φοίβη.

    -Η αλήθεια εξαρτημένη από το χώρο.

    -Ποιος είναι ο μαστροπός και χώρος;

    -Το σύνολο που εσύ ή το έκαστο υπό του κείμενου υπάρχει για να ζει, συν ένα σκοινί ακόμα που μετρά το χρόνο.

    Η Φοίβη τα μάτια τα δικά της βλέπει. Τα θυμάται γαλανά και άπλετα και αυτά είναι κόκκινα μικρά και βρώμικα.

    Η φωνή ρέει δίχως διακοπή και ας είναι η δική της. Μήπως είμαι μια παράφρον;

    -Ως του από το τέλεσμα, ο χώρος που κινούμαστε ψευδής και του παραμυθιού να μοιάζει, ως προς αυτό που εμείς νομίζουμε ή του ορθού τη πράσινη τη βούλα καθορίζουμε.

    Τώρα τον νιώθει. Τον Ξένο τον αέρα που ψυχρός από τα δικά της τα πνευμόνια ξεκινά, από της λύρας τις φωνητικές χορδές περνά και με το δικό της στόμα συνεχίζει.

    -Πληγές δημιουργούνται λόγω της εγωιστικής αλγοριθμικής μας ρύθμισης, στο να έχουμε πάντα δίκιο. Αίμα που κυλά από τις πύλες, εκεί που ο δράκος του παραμυθιού συγκρούεται με την αλήθεια του κόσμου που βρισκόμαστε.

    Τραύματα, αισθήματα, συναισθήματα, όλη η παλέτα με της ψυχής τα χρώματα, τον τυφλό τον ποιητή από το χέρι πιάνει και τον καθοδηγεί σε δρόμο ωφέλιμο, μέσα από το χάος.

    -Είσαι δαίμονας ή του ονείρου τα κίβδηλα τα κόλπα;

    -Η Αθηνά είμαι.

    -Η Φοίβη.

    -Μέσα στο κέλυφος χίλια τα φαντάσματα που κατοικούν και ελλοχεύουν. Ένα από αυτά και το δικό μου.

    Η Φ την αλήθεια νιώθει σ’ ένα τμήμα του εγώ της.

    Η κατανόηση φτάνει πιο γρήγορα από το ξύπνημα και ίσα που προλαβαίνει τις τελευταίες λέξεις.

    -Τι να αποδεχθώ;

    -Αυτός θα ξέρει !

    Η λήθη φεύγει σέρνοντας μαζί της…

    …του υπό το συν ει δη τό.

    Έχει απομακρυνθεί από την AwwA και μαζί με τον Οδυσσέα για ψυχαγωγία κυνηγούν, μια οικογένεια από σκλάβους. Την γριά με τσεκούρι την τελειώνουν.

    Ο Δυσσέας από μπρος κι αυτή από πίσω, τον πατέρα παγιδεύουν.

    Τομές άψογες και καθαρές, ενώ τα παιδιά του στο χώμα τρομαγμένα να εκλιπαρούν, να κλαίνε.

    -Εύκολο. Ούτε μια σταγόνα δεν κηλίδωσε το ωραίο μου φουστάνι.

    Χαμόγελο σα φάρος στον Οδυσσεύς σαλπάρει, μα πριν αυτό από το λιμάνι φύγει, ξύλο φτηνό μα αιχμηρό από το στήθος της προβάλλει.

    Η δούλα και μάνα των παιδιών.

    Πέλεκυς από τα δικά του χέρια εκ Σφεν δονίζεται, για το άγνωστο πετά, μια τούφα από τα μαλλιά της κλέβει και το της σκλάβας το καρπούζι, στα δυο χωρίζει.

    Πέφτει στα τέσσερα με διχοτομημένο κεφάλι και πάνω της θρονιάζεται η πληγωμένη Φοίβη.

    Ο Δυσσέας κοντά της τρέχει, γονατίζει και τα χέρια στα δικά του τρυφερά προστατεύει.

    -Πες μου άνδρα πολυμήχανε, ελπίδα έχω καμιά να μην πεθάνω;

    Μαύρο το χρώμα που απλώνεται σε ύφασμα Λευκό. Στα μάτια την κοιτά, ψώμα θα της πει;

    -Η αβεβαιότητα που πηγάζει από την άγνοια του μέλλοντος, μητέρα της ελευθερίας. Τα χέρια της στα πολύχρωμα δικά του αργά να σβήνουν και να χάνονται.

    Τα μάτια του χρώμα ‘λλάζουν. Δεν είναι ο Δυσσέας αυτός και δεν είναι μόνο του ενός το σύμπαν που μέσα του γεννήθηκε.

    -Τι μπορείς να μου προσφέρεις;

    -Το σίγουρο ! Να γνωρίζεις πότε θα πεθάνεις. Στα δικά του τα δικά της χέρια αφήνονται.

    -Καν το! Σύρε με ως δούλα από το πέραμα και από εκεί λεύτερη εγώ θα χαθώ στο άγνωστο.

    Τα χέρια της αφήνει. Στα δικά του ένα παλιό αφρικάνικο και βρώμικο μαχαίρι.

    Στο καρδιά της το βυθίζει και στο άλλο κόσμο την περνά μακάρι α με ρκετό καμάρι.

    Λέξη καμιά από το στόμα της. Τα μπλε του μάτια και μετά το μαύρο…

    (...και μετά τον έχεσα.

    Ο πόλεμος της Τροίας. Για όσους δεν γνωρίζουν ιστορία, ήρθε η ώρα να την μάθουν με τον τρόπο…

    …τ( ) ορθό. )