Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ο τελευταίος χορός

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 30 Μαρτίου 2025.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 1ο - Ένα σαββατιάτικο απόγευμα

    Λένε πως όσα φέρνει μια στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος, και πως τα καλύτερα έρχονται εκεί που δεν τα περιμένεις. Και αν για το πρώτο δεν είχα ποτέ μου αμφιβολία, το δεύτερο το αντιμετώπιζα πάντα με την ειρωνική συγκατάβαση που φυλάς για φράσεις τύπου Κοέλιο. «Όταν θέλεις κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να στο δώσει.»

    Τρίχες.

    Το σύμπαν δε δίνει δεκάρα. Η θεά Τύχη είναι τυφλή—αν σε ευλογήσει, σε ευλόγησε. Ο καθένας μας ακολουθεί το δικό του δρόμο, κάνει τις δικές του επιλογές—καλές ή κακές—και αναλόγως δρέπει τους καρπούς τους ή τις λούζεται. Και, αν έχει μυαλό, βγαίνει σοφότερος.

    Ήταν Σάββατο απόγευμα. Ήμουν στον καναπέ, με το laptop ανοιχτό και την καρδιά να γέρνει προς καμία υποχρέωση. Δεν είχα τι να κάνω—ή μάλλον, δεν είχα όρεξη να κάνω τίποτα. Βαριόμουν και να φτιάξω καφέ. Οπότε, μπήκα στο αυτοκίνητο και πήγα να πάρω από την αγαπημένη μου καφετέρια. Δεν κάνει delivery, αλλά αξίζει τον κόπο.

    Μόλις έξι και μισή. Και προς μεγάλη μου απογοήτευση, τη βρήκα κλειστή. Κατεβάζω λίγο το παράθυρο, κοιτάζω μέσα — τίποτα. Σβηστά φώτα, κατεβασμένα ρολά. Μου ξεφεύγει ένας μορφασμός απογοήτευσης.

    Η δεύτερη επιλογή, από όπου παίρνω συνήθως delivery, έκλεινε κι εκείνη νωρίς. Κι έτσι, έμεινα να κοιτάω το τιμόνι σαν να έφταιγε αυτό για την γκαντεμιά μου.

    Υπήρχε, βέβαια, και μια τρίτη καφετέρια. Από εκείνη που πας όταν δεν έχεις εναλλακτική. Οι καφέδες της πενήντα-πενήντα: ή θα σου φτιάξει αριστούργημα ή για πέταμα. Σκέφτομαι λίγο, διστάζω, σηκώνω τους ώμους μου με ένα «δε βαριέσαι» και κατευθύνομαι προς τα εκεί.

    Παρκάρω, κατεβαίνω, περπατάω χαλαρά προς την είσοδο και μπαίνω. Το μαγαζί σχεδόν άδειο—δύο άτομα όλο κι όλο. Ένας τύπος γύρω στα τριάντα πίσω απ’ τον πάγκο, ασχολείται με έναν freddo. Και τότε... τη βλέπω.

    Η ματιά μου σταματάει πάνω της.

    Και μένει εκεί.

    Κοριτσάκι γύρω στα 25, με καστανόξανθο μαλλί που πέφτει σε χαλαρές μπούκλες στους ώμους. Πρόσωπο γλυκό, καθαρό, φωτεινό, με καστανά αμυγδαλωτά μάτια που δεν χρειάζονται τίποτα για να μιλήσουν. Σαν να μπήκε ήλιος μέσα στο μαγαζί.

    Κομπλάρω ελαφρώς. Δεν φαίνεται, τουλάχιστον όχι πολύ—νομίζω. Εκείνη με βλέπει και μου χαμογελάει.

    «Καλησπέρα!» μου λέει, με μια φωνή που μου χτυπάει κατευθείαν στο στομάχι. Όχι παιδική, όχι στιλπνή—καθαρή, μελωδική, απαλή. Υπέροχη.

    «Καλησπέρα,» της απαντάω, προσπαθώντας να κρατήσω σταθερή φωνή. «Ένα latte, extra-large, σκέτο.» Προσπαθώ να φαίνομαι φυσικός, αλλά δεν μπορώ να ξεκολλήσω τα μάτια μου.

    «Συγκεντρώσου, ρε μαλάκα,» βρίζω τον εαυτό μου από μέσα μου και γυρίζω απότομα το βλέμμα προς τη βιτρίνα. Κάνω δήθεν ότι χαζεύω κάτι ποτήρια, κάποιες συσκευασίες. Μέσα από την αντανάκλαση όμως την παρακολουθώ. Μιλάει με έναν πελάτη που μπήκε μετά από εμένα. Του εξηγεί τα σάντουιτς, δείχνει, γελάει. Είναι ήρεμη, χαλαρή, και έχει εκείνο το είδος ευγένειας που δεν διδάσκεται.

    Ο καφές μου είναι έτοιμος σε τρία λεπτά.

    «Κάρτα;» με ρωτάει. Πάλι με το χαμόγελο. Και πάλι κάπως με ξαφνιάζει.

    «Ναι, κάρτα,» της λέω, και της λέω να κρατήσει δέκα ευρώ — τέσσερα για τον καφέ και τα υπόλοιπα tip.

    Με κοιτάει. Κουνάει το κεφάλι της. Το χαμόγελο τώρα έχει μια αμήχανη γλύκα. «Είναι πολλά…» μου λέει, διστακτικά.

    «Να φροντίσετε να τα επενδύσετε σοφά, τότε!» της κάνω με ελαφρύ χαμόγελο, γέρνοντας λίγο το κεφάλι μου προς τα δεξιά. «Δεν βρίσκονται συχνά τέτοιες ευκαιρίες!» συνεχίζω χαμογελώντας παιχνιδιάρικα.

    Και γελάει. Αληθινά. Γάργαρα. Σχεδόν κάνει την ατμόσφαιρα να λάμπει. Ξεχνάω τον καφέ. Θέλω να με ξανακοιτάξει έτσι. «Σας ευχαριστούμε,» μου λέει τελικά, με ένα άλλο χαμόγελο τώρα. Ζεστό. Ανθρώπινο.

    Παίρνω το ποτήρι μου. Καυτό. Μυρίζει υπέροχα. Κρατάω το βλέμμα μου πάνω της ένα δευτερόλεπτο παραπάνω απ’ όσο πρέπει.

    «Καλή συνέχεια!» της λέω. Και, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, το εννοώ.

    «Επίσης!» μου απαντά και δεν ξέρω γιατί, αλλά για μια στιγμή ένιωσα σα να μου χαμογέλασε η τύχη.

    Δεν μπορούσα να τη βγάλω από το μυαλό μου παρόλο που δεν μπορώ να ανακαλέσω λεπτομέρειες του προσώπου της. Το μόνο που θυμάμαι είναι τα μακριά της μαλλιά, που ένα μέρος τους έπεφτε ελεύθερο πίσω από την πλάτη της και ένα μέρος τους ήταν πιασμένο σε αλογοουρά, τις φράντζες της που χάιδευαν το υπέροχα γλυκό πρόσωπό της και το χαμόγελό της που θαρρείς έκανε τον περιβάλλοντα χώρο να λάμπει.

    Μάταια προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου να ξεκολλήσει. Στα πενήντα πέντε μου, ήμουν αρκετά μεγάλος για να είμαι ο πατέρας της. Και ακόμα κι αν για μια στιγμή άφηνα στην άκρη τη διαφορά ηλικίας, πόσες πιθανότητες υπήρχαν να είναι μόνη της; Και αν—λέμε αν—ήταν μόνη της, πόσες πιθανότητες είχα εγώ μαζί της;

    Καμία, προφανώς.

    Δεν ήταν μοντέλο. Δεν είχε αυτό το εξωπραγματικό που κόβει την ανάσα. Είχε όμως εκείνη την ομορφιά που σε κάνει να κοντοστέκεσαι. Του κοριτσιού της διπλανής πόρτας, λένε. Εκείνη που δεν προκαλεί, δεν φωνάζει, δεν προσπαθεί. Απλώς… είναι. Και σου μένει.

    Κι όμως. Δεν ήταν η εξωτερική της εμφάνιση που με είχε διαλύσει. Ή τουλάχιστον… όχι μόνο αυτή. Ήταν το βλέμμα της. Ο τόνος της φωνής της. Ο τρόπος που σήκωσε το φρύδι της όταν της έδωσα το πουρμπουάρ. Το γέλιο της. Εκείνο το γέλιο, καθαρό και γάργαρο, σαν να της ανήκε πραγματικά.

    Και το πρόβλημα, φυσικά, δεν σταματούσε εκεί.

    Ακόμα κι αν—και αυτό το αν σηκώνει πολλή συζήτηση—υπήρχε μια πιθανότητα να τη γνωρίσω καλύτερα… τι κοινό θα μπορούσαμε να έχουμε; Τι γέφυρα να χτιστεί ανάμεσα σε δύο τόσο διαφορετικές ηλικίες, τόσες διαφορετικές εμπειρίες; Εγώ κουρασμένος από τα πάντα, εκείνη στο ξεκίνημα. Και ακόμα και αν λυνόταν αυτό, έμενε το τελευταίο και πιο σημαντικό πρόβλημα.

    Λένε, στη ζωή, πως μπορείς να έχεις χίλια προβλήματα αλλά όταν αρρωστήσεις έχεις μόνο ένα. Ο καρκίνος μου είχε επιστρέψει. Και μπορεί να μην ήταν άκρως επιθετικός αλλά δεν είχα αυταπάτες. Ένα, άντε δύο χρόνια ζωής, που προς το τέλος θα είναι αρκετά ζόρικα.

    Είχα κόψει το κάπνισμα εδώ και πολλά χρόνια. Με το που επέστρεψε ο καρκίνος το ξεκίνησα και πάλι. Τι σημασία είχε;

    Έπιασα τον εαυτό μου να γελάει πικρά την ώρα που χάιδευα τη ράχη του θηλυκού μου αιλουροειδούς σίφωνα που είχε κουρνιάσει στον καναπέ δίπλα μου και με κοίταζε με μισόκλειστα μάτια. Την είχα βρει τυχαία στις καλοκαιρινές μου διακοπές. Πέρασα από δίπλα της, μου νιαούρισε και με πήρε στο κατόπι. Δεν διαλέγεις εσύ τη γάτα, η γάτα διαλέγει εσένα, και το καθαρματάκι μου είχε κάνει την επιλογή του.

    Από τότε είχα μια παρέα. Μια παρουσία. Κάποιον που χαιρότανε να με βλέπει όταν γύριζα από το γραφείο, να με ξυπνάει μέσα στη μαύρη νύχτα με τα zoomies της, να μου έχει καταστρέψει όλα τα t-shirts κάνοντάς μου πατουσάκια και κοιμάται δίπλα μου ή πάνω μου, ανάλογα τα κέφια της.

    Αλλά η κοπελίτσα αυτή, έστω και μέσα από τις φευγαλέες κρυφές ματιές που της έριξα, μου υπενθύμισε ότι είχα περισσότερο ανάγκη την ανθρώπινη παρουσία απ’ όσο επέτρεπα στον εαυτό μου να παραδεχτεί.

    Όχι απλά ανθρώπινη. Γυναικεία. Και ήταν ακριβώς αυτή η αίσθηση που με τρόμαξε περισσότερο απ’ όλα. Το καντήλι μου στέρευε σιγά-σιγά αλλά η ανάγκη μου δεν είχε σβήσει ποτέ. Οι ανύπαντροι, λένε, ζουν σαν άνθρωποι και πεθαίνουν σα σκύλοι. Κάπως έτσι κι εγώ.

    Είχα ανήσυχο ύπνο εκείνο το βράδυ και δεν οφειλόταν στην πίεση που είχα στη δουλειά ή τους λογαριασμούς που έπρεπε να πληρωθούν· από τη στιγμή που επέστρεψε ο καρκίνος τα παραπάνω έγιναν ξαφνικά ασήμαντα. Απλά δε μπορούσα να βγάλω αυτή την κοπελίτσα από το μυαλό μου.

    Δεν ξέρω τι με έκανε το επόμενο πρωί που ξύπνησα να πάω να πάρω καφέ από εκείνη την καφετέρια. Το λογικό θα ήταν ότι μιας και δούλευε το απόγευμα του Σαββάτου, το πιθανότερο θα ήταν να δουλεύει την ίδια βάρδια και την Κυριακή, αν υποθέσουμε ότι δεν είχε κάποιο ρεπό.

    Ίσως γιατί, κάπου στο βάθος του κουρασμένου μυαλού μου, ήθελα να τη δω άλλη μια φορά. Να βεβαιωθώ ότι δεν ήταν αποκύημα κάποιας μοναχικής παρενέργειας των φαρμάκων μου. Ότι υπήρξε στ’ αλήθεια. Δεν είχα κάποιο σχέδιο. Δεν ήξερα καν τι ήθελα. Ούτε να τη φλερτάρω, ούτε να της μιλήσω παραπάνω.

    Απλώς… να τη δω. Να ξανακούσω εκείνο το γέλιο της. Να θυμίσω στον εαυτό μου πως, παρά το σκοτάδι που είχε αρχίσει να μαζεύεται μέσα μου, ο κόσμος δεν είχε σταματήσει να παράγει φως. Ένα χαμόγελο. Ένα ζευγάρι καστανά μάτια να σε κοιτάζουν και μια απλή “καλημέρα” που δεν είχε ιδέα τι μπορούσε να σημαίνει σε κάποιον σαν εμένα.

    Κάπου ανάμεσα στο φως της ηλιόλουστης ανοιξιάτικης Κυριακής και στο ψιθυριστό νιαούρισμα της γάτας μου που τεντωνόταν νωχελικά στην κουβέρτα, πήρα τα κλειδιά. Κατέβηκα. Άναψα τσιγάρο. Και ξεκίνησα.

    Χωρίς να ξέρω καν αν ήθελα να ελπίζω.

    Το σύμπαν μπορεί να είναι αδιάφορό αλλά το γαμημένο έχει χιούμορ, του το αναγνωρίζω. Ειρωνικό και κατάμαυρο, πολλές φορές φαρμακερό, αλλά χιούμορ. Βάζω μπρος το αυτοκίνητο, το ράδιό του, όπως πάντα, στον Rock FM. Doors και Hello I love you στην τελευταία στροφή. Βάζω τα γέλια.

    Sidewalk crouches at her feet
    like a dog that pegs for something sweet
    Do you hope to make her see you, fool?
    Do you hope to pluck this dusky jewel?


    Ελπίδα. Τι γύρευε στο πιθάρι με όλα τα κακά; Σοφός ο μπάρμπα-Ησίοδος. Καλό και κακό, ευλογία και κατάρα. Η ύπαρξή της μπορεί να είναι βασανιστήριο αλλά η ανυπαρξία της είναι εκμηδενιστική. Το ξέρω, γιατί εγώ δεν έχω να ελπίζω σε τίποτα περισσότερο από το να έχω ένα ήσυχο—όσο δηλαδή μου το επιστρέψει η αρρώστια μου—τέλος. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

    Είναι λίγο μετά τις εννιά το πρωί που μπαίνω στην καφετέρια. Η τύχη μου χαμογελάει, η κοπελίτσα είναι εκεί! Μόνη της. Δεν ξέρω γιατί είναι μόνη της ή που είναι ο άλλος μπαρίστα, αλλά όταν σου χαρίζουν γάιδαρο δεν τον κοιτάς στα δόντια.

    Τα μαλλιά της, όπως χθες—πλούσια, κυματιστά, να πέφτουν στην πλάτη της, με ένα κομμάτι δεμένο πρόχειρα σε αλογοουρά. Στα ρούχα δεν έχει αλλάξει κάτι, σήμερα—όπως και χθες—είναι με τη στολή της καφετέριας.

    «Καλημέρα!» μου λέει χαρίζοντάς μου το χαμόγελό της, διώχνοντας μέσα σε μια στιγμή τα σκοτάδια από την ψυχή μου.

    «Καλημέρα,» της λέω ανταποδίδοντάς της το χαμόγελο. «Θα μου φτιάξεις σε παρακαλώ ένα latte extra-large σκέτο;»

    «Βεβαίως!» μου λέει συνεχίζοντας να χαμογελάει.

    Ξέρετε ποιος δε φοβάται τίποτα; Αυτός που δεν έχει τίποτα να χάσει. Αποφασίζω να πάρω την όποια τύχη έχω στα χέρια μου. Με ποιον τρόπο; Δεν έχω ιδέα. Μπορεί να μην ξέρεις πως θα καταλήξει κάτι που ξεκινάς αλλά κάτι που δεν ξεκινάς σίγουρα δεν πρόκειται να το τελειώσεις.

    «Θα μου τον φέρεις έξω σε παρακαλώ;» της λέω εννοώντας ότι θα κάτσω εκεί να πιώ τον καφέ μου.

    «Ευχαρίστως!» μου λέει χαρίζοντάς μου ακόμα ένα χαμόγελο.

    Βγαίνω έξω και κάθομαι σε ένα τραπεζάκι. Στρίβω ένα τσιγάρο και το ανάβω. Απ’ έξω δεν περνάνε αυτοκίνητα, για Κυριακή και με τόσο όμορφη μέρα έχει ασυνήθιστα λίγο κόσμο έξω. Δυο-τρία λεπτά αργότερα έρχεται έξω με τον καφέ μου.

    «Πού είναι ο συνεργάτης σου;» τη ρωτάω προσπαθώντας να πω κάτι, οτιδήποτε.

    «Τις Κυριακές οι βάρδιες είναι μονές!» μου απαντάει χαμογελαστή. «Δεν έχει πολύ κόσμο,» μου εξηγεί και μου δίνει τον καφέ μου. «Στην υγειά σας» μου κάνει και χαρίζοντάς μου ένα χαμόγελο επιστρέφει μέσα.

    Δεν ξέρω αν είναι επειδή νιώθω ερωτοχτυπημένος αλλά ο καφές της είναι πολύ καλύτερος από αυτόν που μου έφτιαξε χθες ο άλλος.

    Μπορεί να μην είναι τίποτα περισσότερο από παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του, αλλά η ψυχρή και τυφλή μιστρέσα αυτού του κόσμου, στα τελειώματά μου και για κάποιο δικό της λόγο, επιλέγει να μου χαμογελάσει. Η κοπελίτσα, μην έχοντας μάλλον τίποτα να κάνει μέσα, έρχεται έξω και κάθεται σε ένα από τα τραπεζάκια.

    Κάθεται σταυροπόδι, βγάζει το κινητό από την ποδιά της και σκύβει ελαφρά, με το φως του ήλιου να της πιάνει τις μπούκλες. Κάτι βλέπει και ξαφνικά… χαχανίζει. Ένα μικρό, αυθόρμητο γελάκι που φεύγει από τα χείλη της σαν σπινθήρας και με βρίσκει στην καρδιά.

    Η καρδιά μου κάνει δέκα κωλοτούμπες. Και ταυτόχρονα, το μυαλό μου… μπλοκάρει.

    Πες κάτι. Κάτι. Οτιδήποτε.

    Τίποτα.

    Γυρίζει και με βλέπει να την κοιτάζω—δεν πρόλαβα να τραβήξω το βλέμμα μου. Τα μάγουλά της κοκκινίζουν ελαφρά, το βλέμμα της χαμηλώνει και μετά σηκώνεται πάλι.

    «Δεν έχει δουλειά σήμερα!» μου λέει απολογητικά, με εκείνο το ντροπαλό χαμόγελο που κάνει τον κόσμο λίγο πιο φωτεινό. Παύση. «Βλέπω ένα βίντεο με μια γατούλα.»

    Σχεδόν την ακούω. Την τύχη. Την αυθάδικη θεά, να μου ψιθυρίζει στ’ αυτί: «Συν Αθηνά, και συ χείρα κίνει.»

    «Time very well spent,» της λέω, και της κλείνω παιχνιδιάρικα το μάτι.

    Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Δεν ξέρω αν μου βγαίνει καλά. Αν είναι χαριτωμένο ή απλώς γραφικό. Αλλά την βλέπω να χαμογελάει κι άλλο.

    «Η Λίζι εγκρίνει με χίλια!» συνεχίζω, αρπάζοντας την ευκαιρία απ’ τα μαλλιά.

    «Η Λίζι;» με ρωτάει με βλέμμα γλυκιάς απορίας.

    «Το τρίχρωμο πορτοκαλί καθαρματάκι μου,» της απαντάω, και δεν καταλαβαίνω γιατί, αλλά η φωνή μου γίνεται τρυφερή, σχεδόν ψιθυριστή, σαν να λέω κάτι ιερό.

    Βγάζω το κινητό μου και βρίσκω εκείνη τη selfie—λίγες μέρες αφότου την είχα βρει, που είχε σκαρφαλώσει στον ώμο μου και καθόταν σαν παπαγάλος. Πατάω να μεγαλώσει η εικόνα, να φαίνεται καλύτερα, και της το δίνω. Πιάνει το κινητό με προσοχή και το κρατάει στα δύο της χέρια. Σκύβει ελαφρά, και βλέπω το πρόσωπό της να φωτίζεται.

    «Αχ, είναι κουκλί!» μου λέει και μου επιστρέφει το κινητό. Τα μάτια της λάμπουν. Το λέει και το εννοεί.

    «Εσύ έχεις γάτα;» τη ρωτάω και μαζί, σχεδόν άθελά μου, την ακολουθεί και δεύτερη ερώτηση. «Πώς σε λένε, αν επιτρέπεται;»

    Επιλέγει να απαντήσει πρώτα την πρώτη, αλλά το χαμόγελό της προδίδει πως κατάλαβε ότι η δεύτερη ήταν η ουσιαστική.

    «Κρινιώ,» μου απαντάει.

    Τι όμορφο, τι υπέροχο όνομα!

    «Και για να απαντήσω και στη δεύτερη ερώτησή σας…» συνεχίζει, και ο τρόπος που μαλακώνει η φράση της με κάνει να λιώσω και πάλι. «Όχι, δεν έχω γάτα, αλλά τις λατρεύω!»

    «Είναι οι άτιμες…» της λέω χαμογελώντας και γέρνω ελαφρώς πίσω στην καρέκλα, αφήνοντας να ξεφύγει ένας γλυκός αναστεναγμός. «Και ξέρεις… δεν τις διαλέγεις εσύ. Εκείνες σε διαλέγουν!»

    Γελάει. Και πάλι. Ένα γέλιο που δε χορταίνω.

    «Το έχω ξανακούσει αυτό, κύριε…»

    Με κοιτάζει ερωτηματικά.

    Η καρδιά μου κάνει πάλι κωλοτούμπα. «Γιώργος,» της λέω. Κρατώντας το βλέμμα της για λίγο περισσότερο απ’ όσο θα τολμούσα κανονικά.

    Ζήτησε να μάθει το όνομά μου. Μπορεί να μη σημαίνει τίποτα. Μπορεί να σημαίνει και τα πάντα.

    «Χαίρω πολύ!» μου απαντάει και τείνει ανεπαίσθητα το κεφάλι της προς τα εμπρός, σαν υπόκλιση. Το χαμόγελό της—πιο φωτεινό από ποτέ. «Η αλήθεια είναι ότι το σκέφτομαι κάμποσο καιρό να υιοθετήσω κι εγώ μια γατούλα!»

    «Βασικά… η γάτα είναι που θα σε υιοθετήσει,» της λέω πειρακτικά και σηκώνω λίγο τα φρύδια μου. «Αλλά μου αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι.»

    «Είναι κι αυτό!» μου κάνει, κι εκείνη τη στιγμή δεν υπάρχει τίποτα άλλο στον κόσμο παρά μόνο το γέλιο της.

    Και δεν ήταν μόνο η Κρινιώ που μου χάρισε το γέλιο της εκείνη τη μέρα.

    Έστω και ως ύστατο δώρο σ’ αυτό τον κόσμο, το ίδιο έκανε και η Θεά Τύχη. Όταν έφυγα το μεσημέρι, είχα το κινητό της και το messenger της.

    Εικοσιπέντε χρονών, με καταγωγή από τα Κύθηρα. Το είπε χωρίς κανένα ίχνος καμαριού ή ντροπής, απλώς σαν δεδομένο. Όπως και όλα τα υπόλοιπα. Ότι στα δεκαοχτώ της τα ‘χε ρίξει στην παλαβή — δικά της λόγια — και ότι στα είκοσι δύο αποφάσισε να βάλει «τον κώλο της κάτω» και να σπουδάσει. Τώρα είναι στο τρίτο έτος στην Πάντειο, πολιτικές επιστήμες.

    Με χρυσά κουτάλια θα φας, σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή, αλλά κράτησα τη γνώμη μου για τον εαυτό μου. Όχι από ευγένεια. Από σεβασμό. Δική της επιλογή, δική της πορεία. Εμένα δεν μου έπεφτε κανένας λόγος.

    Μοναχοκόρη, ορφανή από πατέρα. Τον έχασε στα δέκα της σε τροχαίο. Δεν το είπε με πόνο. Το είπε σαν κάτι παλιό, βαρύ μεν, αλλά επεξεργασμένο. Το βλέμμα της σκοτείνιασε για μια στιγμή, μόνο μια. Και μετά καθάρισε ξανά, όπως η θάλασσα μετά τη φουρτούνα.

    Τη θαύμασα.

    Όχι για τη δύναμή της. Όχι καν για την ιστορία της. Αλλά για το φως που είχα μπροστά μου, παρά τα σκοτάδια που κουβαλούσε πίσω της. Τη δίψα της για ζωή — αυτήν τη φλόγα που έβλεπα καθαρά στα μάτια της και που δεν μπορούσα να μη ζηλέψω.

    Όχι για τη δίψα. Για τη ζωή. Για το εύρος του δρόμου της, για τους ανοιχτούς ορίζοντες, για τις χιλιάδες πιθανότητες που ανοιγόντουσαν μπροστά της. Για όλα όσα μπορούσε ακόμα να ονειρευτεί χωρίς να της κόβονται στη μέση.

    Κι εγώ;

    Το δικό μου μονοπάτι κόντευε στο τέρμα. Το ήξερα. Το είχα αποδεχτεί, ή έτσι τουλάχιστον έλεγα στον εαυτό μου. Ίσως για την Κρινιώ να μην είμαι τίποτα περισσότερο από ένας συμπαθητικός μεσήλικας που αγαπάει όπως κι εκείνη τις γάτες και η πρόθυμη φυσικότητα με την οποία μου έδωσε το κινητό της, το messenger της, ο τρόπος που μου χαμογέλασε, ίσως να ήταν απλά μια καλοσύνη που δεν επιζητούσε τίποτα.

    Την σκεφτόμουν όλη την υπόλοιπη μέρα. Έπεσα για ύπνο με τη σκέψη της και το πρωί ξύπνησα και πάλι με τη σκέψη της. Σηκώθηκα και ξεκίνησα την καθημερινή μου ιεροτελεστία για να πάω στο γραφείο.

    Κορόιδευα τον εαυτό μου πως, αν είχα χρήματα στην άκρη, θα είχα ήδη παραιτηθεί από τη δουλειά. Πως θα φρόντιζα να ζήσω το λίγο που μου έμενε χωρίς σκοτούρες, χωρίς deadlines, χωρίς email στις 11 το βράδυ με την ένδειξη “επείγον”.

    Τρίχες.

    Η αλήθεια είναι πως, όσο κι αν είχα σταματήσει εδώ και χρόνια να αγαπάω τον δρόμο που επέλεξα, η δουλειά μου ήταν το τελευταίο μου καταφύγιο. Το σκυλί που δεν με εγκατέλειψε, όσο κι αν το αγνοούσα, όσο κι αν του φώναζα να φύγει. Ήταν αυτή που μου απέσπασε την προσοχή από την άβυσσο. Αυτή που με ανάγκαζε να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι, να ντυθώ, να ξυριστώ, να λειτουργήσω. Με κράταγε σε κίνηση. Και η κίνηση, όταν δεν έχεις πια να περιμένεις τίποτα, είναι ζωή.

    Είχα σταματήσει την τηλεργασία. Επέστρεψα στο γραφείο—όχι γιατί το απαιτούσε κάποιος. Γιατί το είχα ανάγκη. Ήθελα να βλέπω κόσμο. Ήθελα να περπατάω στον δρόμο και να με διαπερνάει ο θόρυβος της πόλης. Να ακούω ξένες φωνές, να μυρίζω φρεσκοψημένο ψωμί, να βλέπω ανθρώπους να γελάνε στο μετρό ή να διαπληκτίζονται για το τίποτα. Ήθελα να νιώθω μέρος του κόσμου, όσο ακόμα μπορούσα.

    Ζήλευα.

    Ζήλευα εκείνους που συνέχιζαν τη ζωή τους δίχως να ξέρουν. Όχι γιατί τους εύχομαι κάτι κακό. Αλλά γιατί ήθελα να είμαι κι εγώ μέσα στην άγνοιά τους. Η δική τους θνητότητα ήταν αφηρημένη, θεωρητική. Ένα σενάριο σε κάποιο βάθος χρόνου. Η δική μου, μετρούσε σε μήνες. Κι αν είναι κοινή για όλους μας η κατάληξη, άλλο να ξέρεις πως σε περιμένει «κάπου», κι άλλο να βλέπεις τα φώτα της ήδη να αναβοσβήνουν στο τέλος του δρόμου.

    Η βεβαιότητα του θανάτου είναι μια απλή φιλοσοφική ιδέα για τους περισσότερους. Για μένα, είχε όνομα, διεύθυνση και τηλέφωνο. Δεν ερχόταν με δρεπάνι. Ερχόταν με τις τρεις λέξεις που κανείς δεν θέλει να ακούσει: «έχει επιστρέψει πάλι».

    Και παρ' όλα αυτά, κάθε πρωί φορούσα το σακάκι μου. Έπαιρνα το λεωφορείο. Έπινα καφέ στο γραφείο. Δούλευα. Μιλούσα για KPI και deadlines και budget cuts. Κανείς δεν ήξερε. Ούτε ήθελα να ξέρει. Όχι γιατί ντρεπόμουν. Αλλά γιατί δεν ήθελα να γίνω το βλέμμα λύπησης στους διαδρόμους.

    Όσο ακόμα μπορούσα, ήθελα να μετριέμαι με τον κόσμο σαν ίσος προς ίσους. Έστω κι αν ήξερα ότι το ρολόι μου μετρούσε ανάποδα.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
    Last edited: 30 Μαρτίου 2025
  2. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Premium Member Contributor

    Ε, μα, να συνεχιστεί βέβαια!  
     
  3. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 2ο - Πόσο μελαγχόλησε αυτός ο τόπος

    Δεν ξέρω πως κρατήθηκα και δεν έβαλα τα γέλια. Όλοι τους σοβαροί-σοβαροί να προσπαθούν να δουν πώς θα χωρέσει το έργο της μετάβασης σε νέα κεντρική αποθήκη το 2026 και πως αυτό μας έχει φάει όλο το budget. Θεωρητικά ως προϊστάμενος της υποδιεύθυνσης του supply chain με αγγίζει σε χίλιες μεριές αλλά… από το «δυστυχώς, ο καρκίνος σας επέστρεψε» και μετά, τίποτα δε μπορεί να με αγχώσει.

    Ωστόσο επειδή το έργο είναι σημαντικό για την επιβίωση της εταιρίας και επειδή κατά πάσα πιθανότητα το 2026—αν ζω ακόμα—το ζήτημα της δικής μου επιβίωσης θα με απασχολεί περισσότερο από το πρώτο, το απόγευμα της ίδιας μέρας αποφασίζω ότι πρέπει να μιλήσω στον δικό μου C-Level.

    Κάποια σιτγμή πηγαίνω στο Γιάννη. Το γραφείο του δεν έχει πόρτα, είναι σε μια από τις άκρες του open space, πίσω από ένα τζαμένιο διαχωριστικό με ημιδιάφανες κουρτίνες.

    «Γιάννη, το απόγευμα πρέπει να μιλήσουμε,» του λέω.

    Με κοιτάζει προσπαθώντας να καταλάβει που το πάω. Τον τελευταίο καιρό λόγω της πίεσης και επειδή η νέα γενιά έχει λιγότερη ανοχή και υπομονή, οι παραιτήσεις έχουν πάει σύννεφο. Θα μου πεις εγώ δεν ανήκω σε αυτή τη γενιά αλλά κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του όρια. Μόνο που το δικό μου τέντωμα βασίζεται σε τελείως διαφορετικούς λόγους.

    «Για ποιο πράγμα;» με ρωτάει τελικά.

    «Είναι προσωπικό θέμα,» του απαντάω ειλικρινά.

    Με κοιτάζει για μερικές στιγμές. «Εντάξει, έλα γύρω στις έξι» μου κάνει.

    Η υπόλοιπη μέρα περνάει μέσα σε ατελείωτα βαρετά meetings και με τη δική μου σκέψη στην Κρινιώ.

    Καλά το λένε, γεροντοέρωτες.

    Στις έξι παρά κάτι είμαι στο γραφείο του Γιάννη. Τον βλέπω σκυμμένο στον υπολογιστή, με τα γυαλιά του κατεβασμένα στη μύτη, να ξεφυσάει καθώς διαβάζει. Μου κάνει νόημα με το χέρι να πλησιάσω και κάθομαι απέναντί του, όπως τόσες άλλες φορές.

    Μόνο που σήμερα, δεν ήρθα να μιλήσουμε για KPIs.

    «Δεν ξέρω αν υπάρχει κατάλληλος τρόπος να το πεις αυτό, οπότε θα στο πω απλά και όπως είναι.» Σταυρώνω τα χέρια μπροστά μου, παίρνω μια ανάσα. Εκείνη τη μικρή, βραχνή ανάσα που φέρνει τα λόγια στην επιφάνεια. «Γιάννη, πρέπει να βρεθεί αντικαταστάτης μου. Αλλά όχι για τον λόγο που φαντάζεσαι.»

    Αφήνει κάτω το στυλό του. Το βλέμμα του με ψάχνει αλλά δε μπορεί να με διαβάσει. «Τι εννοείς;» με ρωτά τελικά, με φωνή που ακούγεται πιο λεπτή απ’ το συνηθισμένο.

    «Επέστρεψε ο καρκίνος μου,» του λέω απλά. Ούτε στόμφος, ούτε δράμα. Μόνο αλήθεια.

    Για ένα δευτερόλεπτο όλα παγώνουν. Το βλέπω στα μάτια του. Δεν ξέρει αν πρέπει να πει κάτι, να πιάσει τον καφέ, να κατεβάσει το βλέμμα. Κοιτάζει τα χέρια του και μετά ξανά εμένα. Πάει να πει κάτι αλλά τον κόβω.

    «Δεν είναι επιθετικός, αλλά δεν είναι και ιάσιμος. Έχω, ένα άντε δύο χρόνια μπροστά μου.»

    Ξεροκαταπίνει. «Χημειοθεραπεία;»

    «Δε θα το ξαναπεράσω αυτό για να κερδίσω μερικούς μήνες μιζέριας. Το τέλος έτσι και αλλιώς θα είναι ζόρικο. Παίρνω τα φάρμακα που μου έγραψαν οι γιατροί και όσο βοηθήσουν.»

    Κλείνει τα μάτια για λίγο και τα τρίβει με το χέρι του. Όταν τα ανοίγει, είναι κόκκινα. «Σκατά.»

    «Εμένα μου λες;» τον ρωτάω πικρά. «Τέλος πάντων, δεν ήρθα εδώ για να σου πω τον πόνο μου, ήρθα να σου πω ότι θέλω να βοηθήσω όσο μπορώ. Να βρω, να εκπαιδεύσω τον επόμενο. Και να αποχωρήσω με τρόπο που δε θα αφήσει καμένη γη πίσω μου.»

    Μου κουνάει καταφατικά το κεφάλι, αργά. Πιάνει το στυλό του ξανά αλλά δεν γράφει τίποτα. Το κρατάει μηχανικά.

    «Μπορείς να το πεις στον Χρήστου, αλλά ως εκεί. Δε θέλω να μαθευτεί παραέξω. Δεν είμαι έτοιμος να μου φέρονται σαν να είμαι ήδη φάντασμα.»

    «Κατανοητό.» Σηκώνει το βλέμμα και με κοιτάζει στα ίσια. «Θα γίνει όπως το θέλεις.»

    «Ευχαριστώ,» του λέω.

    Σηκώνομαι, του δίνω το χέρι. Το σφίξιμο είναι ήπιο αλλά αληθινό.

    Φεύγω από το γραφείο και κατεβαίνω για το τραίνο λίγο πιο ανάλαφρος. Άλλο ένα πράγμα που άλλαξε. Παλιά πήγαινα και γύριζα με το αυτοκίνητο. Τώρα παίρνω τραίνο και λεωφορείο. Να βλέπω κόσμο. Να γεμίζω τα μάτια μου με καθημερινές εικόνες. Όσο προλαβαίνω.

    Προφανώς και δεν περίμενα την Κρινιώ να αρχίσει να επικοινωνεί μαζί μου, έκανα εγώ το πρώτο βήμα. Και όχι, δεν της έστειλα καλησπέρα. Της έστειλα απλά ένα βιντεάκι με τη Λίζι να κυνηγάει το λέιζερ στο σαλόνι. Αυτό, τίποτε άλλο. Λίγη ώρα αργότερα πήρα την απάντησή της, όχι με τη μορφή κειμένου αλλά με τη μορφή emoji.

      

    Άκουσα την ειδοποίηση αλλά δεν της έστειλα κάποιο άλλο μήνυμα. Με τη Λίζι να έχει στρογγυλοκαθίσει στα γόνατά μου και με ένα ποτήρι κρασί στο πλάι, πήρα το Kindle μου και άρχισα να διαβάζω. Λίγη ώρα αργότερα άκουσα τον ήχο ειδοποίησης του messenger.

    Και φυσικά ήταν βίντεο με μια γκρίζα γατούλα που την είχαν πιάσει τα zoomies της και είχα κάνει το σαλόνι του σπιτιού ροντέο. Αυτή τη φορά της απάντησα με μήνυμα.

    «Και η δικιά μου τα κάνει αυτά, κατά προτίμησή της στις 03:00 το πρωί, γιατί αν δεν κάνουμε το μπαμπά να πάθει ταράκουλο μέσα στον ύπνο του, ποιο το νόημα;»

    Λίγη ώρα αργότερα λαμβάνω την απάντησή της πάλι με τη μορφή emoji. Είτε δεν έχει όρεξη για συζήτηση είτε δεν έχει χρόνο, σε κάθε περίπτωση το λαμβάνω το μήνυμα, οπότε δεν της στέλνω άλλο, και επιστρέφω στο e-book μου.

    Κάποια στιγμή σηκώνομαι για να καθαρίσω την άμμο της Λίζι και εκείνη τη στιγμή ακούω και πάλι τον ήχο του messenger. Το κοπρόγατο, όπως πάντα, περίμενε με υπομονή την ώρα που θα της αλλάξω την άμμο για να πάει να την εγκαινιάσει. Αναστενάζω, καθώς μέσα σε όλα θα πρέπει να της βρω και κάποιο σπίτι, και αυτό με αγχώνει περισσότερο από κάθε άλλη εκκρεμότητα που πρέπει να κλείσω.

    Πίνω μια γουλιά κρασί και ανοίγω το κινητό μου. Είναι μήνυμα από την Κρινιώ.

    «Τέλος το διάβασμα για σήμερα, το κεφάλι μου είναι κουδούνι!» μου λέει και η καρδιά μου κάνει πάλι δέκα τούμπες. Δεν είναι ότι δεν είχε όρεξη για συζήτηση, απλά διάβαζε!

    «Τι διάβαζες;» τη ρωτάω.

    «Εισαγωγή στην συγκριτική πολιτική ανάλυση και γράφω πρόοδο την Πέμπτη.»

    «Ο καθένας μας ανεβαίνει τον Γολγοθά του  » της γράφω για να πάρω την απάντησή της σχεδόν αμέσως.

    «   Και ποιος είναι ο δικός σας Γολγοθάς;»

    Και πού νά’ ξερε. Χαμογέλασα πικρά και χάιδεψα αφηρημένα το κεφάλι της Λίζι που ήρθε και κούρνιασε ξανά πάνω μου.

    «You can’t handle the truth  » της απαντάω απλά, θέλοντας και να παίξω αλλά και να την ιντριγκάρω. Για να δούμε.

    «Try me!» είναι η απάντηση που παίρνω.

    Αντί απάντησης τραβάω βίντεο τη Λίζι που καθιστή πάνω στους μηρούς μου το έχει ρίξει στην καθαριότητα. Σηκώνει το κεφάλι της για μια στιγμή και με κοιτάζει που την τραβάω βίντεο, μου ρίχνει μια τρίλια γεμάτη απαξίωση και επιστρέφει στο έργο της. Στέλνω το βίντεο και λίγη ώρα αργότερα παίρνω την απάντησή της:

    «Ζήλεια ψώρα   »

    Βάζω τα γέλια. Πραγματικά γέλια, από αυτά που κάνουν το πρόσωπό σου να πονάει σχεδόν. Αναστενάζω, εκείνη τη στιγμή ευχαρίστως θα θυσίαζα έναν ή ακόμα και δύο μήνες από τους ελάχιστους που μου απέμειναν για να ακούσω το δικό της γέλιο.

    «Όχι, όχι… Μη το σκέφτεσαι αυτό!» μαλώνω τον εαυτό μου.

    Ούτε μισό λεπτό αργότερα λαμβάνω νέο μήνυμα: «Πάω να μαγειρέψω!»

    Χαμογελάω. Δεν είμαι μόνος στον κόσμο απόψε. «Τι καλό θα φτιάξεις;»

    Η απάντησή της έρχεται μερικές στιγμές αργότερα. «Τίποτα εξεζητημένο, δεν είμαι για πολλά-πολλά. Μια ομελέτα στα γρήγορα!»

    Γυρνάω και κοιτάζω τη Λίζι, που έχει κουλουριαστεί πάλι στα γόνατά μου, τα μάτια της μισόκλειστα από ευτυχία. Χαμογελάω. Είναι η σειρά μου να της απαντήσω «Ζήλεια ψώρα    »

    «Εσείς τι θα φάτε;» με ρωτάει σχεδόν αμέσως.

    «Έχω ακόμα τα γεμιστά που έφτιαξα προχθές,» της απαντάω.

    «Μ’ αρέσει που μου κάνετε ζήλεια ψώρα! Ορίστε, τώρα νιώθω εγώ η ψωραλέα   » μου απαντάει κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια.

    Αν είχα περισσότερο θάρρος μαζί της θα την καλούσα να φάμε παρέα, αλλά η ζωή δεν είναι άρλεκιν. Αντί αυτό της απαντάω «Είπαμε, ο καθένας ανεβαίνει το δικό του Γολγοθά!»

    Η απάντησή της έρχεται μερικές στιγμές αργότερα και με κάνει να βάλω και πάλι τα γέλια: «Γκρρρρρρ!»

    Την αφήνω στην ησυχία της, πιάνω ξανά το Kindle, αλλά δεν προλαβαίνω να αλλάξω ούτε σελίδα. Pling! Νέο μήνυμα.

    Και όταν το διαβάζω… για μερικά δευτερόλεπτα μένω απολύτως κάγκελο.

    «Έχετε δει το Band of Brothers;»

    What?

    Κοιτάζω το κινητό λίγο σα χαμένος. «Το έχω δει,» της απαντάω λακωνικά προσπαθώντας να καταλάβω που το πάει, η ερώτησή της μου φαίνεται τελείως σουρεαλιστική.

    «Αυτό δεν είναι Γολγοθάς, το Currahee είναι! Μόλις διαπίστωσα ότι έχω μόνο ένα αυγό! Και δεν είναι στρουθοκάμηλου» μου απαντάει και αυτή τη φορά με πιάνει σχεδόν βήχας από το γέλιο, τόσο δυνατά που η Λίζι φεύγει ενοχλημένη από τα πόδια μου.

    «Καημενούλα μου, ζεις ένα δράμα!» της απαντάω ακόμα χαχανίζοντας.

    «Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει e-food!» έρχεται η ατάκα της, και στο μυαλό μου τη φαντάζομαι με τα χέρια σταυρωμένα να αποδέχεται τη μοίρα της με βλέμμα φιλοσοφημένης παραίτησης.

    «Μακαρόνια έχεις; Αν ναι φτιάξε μια καρμπονάρα! Ή φτιάξε τηγανητό ρύζι. Και στις δύο περιπτώσεις ένα αυγό φτάνει!»

    «Καρμπονάρα! Θαυμάσια ιδέα! Αχ κύριε Γιώργο, σας ευχαριστώ!!!!»

    Κεριά και λιβάνια, σκέφτομαι μέσα μου, αλλά προφανώς δεν μπορώ να της απαντήσω κάτι τέτοιο. Και άλλωστε τι μου είπε το κορίτσι; Για εκείνη αυτό είμαι, ο κύριος Γιώργος.

    «Ό,τι μπορούμε κάνουμε δεσποινίς!» της απαντάω τελικά, για να κερδίσω την απάντησή της με τη μορφή emoji.

     

    Παρά το γεγονός ότι η ανάγκη μου να συνεχίσω το μικρό διάλογό μας έχει χτυπήσει κόκκινα, κρατιέμαι με τα δόντια. Δεν θέλω να φανώ πιεστικός. Οπότε, με πειθαρχία που θα ζήλευε και μοναχός στο Άγιο Όρος, επιστρέφω στο βιβλίο μου, παρόλο που τα μάτια μου διαβάζουν λέξεις και το μυαλό μου αναρωτιέται τι να κάνει εκείνη τη στιγμή η Κρινιώ.

    Αλλά, κατά τα φαινόμενα, μάλλον δεν είμαι ο μόνος που διασκεδάζει.

    Μισή ώρα αργότερα. Pling.

    «Δεν το λες ακριβώς καρμπονάρα αυτό που έφτιαξα   Για να δούμε τι θα δούμε   »

    Χωρίς δεύτερη σκέψη της στέλνω το meme με τον Michael Jackson να τρώει ποπ κορν από το Thriller. Η απάντησή της έρχεται σχεδόν ακαριαία:

    «ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ»

    Χαμογελάω τόσο, που το χαμόγελο σχεδόν πονάει. Δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που έπιασα τον εαυτό μου να περιμένει ειδοποίηση σαν δεκαεφτάχρονος που κάνει φλέρτ στο msn.

    «Καλή σου όρεξη,» της γράφω. «Μπορεί η καρμπονάρα σου να μην είναι η ορθόδοξη—ή έστω καθολική—αλλά είμαι σίγουρος ότι θα είναι πεντανόστιμη.»

    «Σας ευχαριστώ! ΧΟΧΟΧΟ»

    Σταματάω. Τι ήταν αυτό τώρα; Σατανικό γέλιο; Το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό είναι το ΧΟ ΧΟ ΧΟ που έκανε ο Σωκράτης Κόκκαλης.

    «Είστε ο Σωκράτης Κόκκαλης;»

    «Με πιάνετε αδιάβαστη, τι εννοείτε;»

    «Ήταν το σατανικό του / ειρωνικό του γέλιο!»

    «    XOXOXO σημαίνει hugs and kisses

    «Που πας με το πιτσιρίκι ρε μπούρδα Καραβάγγο, το φελέκι σου;» λέω από μέσα μου και χαχανίζω. Hugs and kisses! Με την καρδιά μου να κάνει άλλες πέντε κωλοτούμπες συνεχίζω το χαβαλέ: της στέλνω το γνωστό ηχητικό με το «ΑΑΑΑΑΧ» της Γεωργιάδου από την Ωραία των Αθηνών. Και την απάντησή της την ακούω σχεδόν να ξεπηδάει μέσα από το κινητό:

    «Καλέ θέλετε να με πνίξετε;      Καθίστε φρόνιμος!»

    Φυσικά και δεν κρατιέμαι—της στέλνω αμέσως τον Φωτόπουλο να λέει με ύφος βαρύ: «Χάρακας!», η αμέσως προηγούμενη σκηνή από το ΑΑΑΑΧ.

    «Εγώ θα ξεκινήσω να τρώω και αν με πνίξετε, το κρίμα στο λαιμό σας!    »

    «Καλά, θα σε αφήσω στην ησυχία σου για λίγη ώρα!» της απαντάω τελικά και, σαν φιλί αποχαιρετισμού, της στέλνω βιντεάκι από τον Εξολοθρευτή Νο.2, με τον Άρνι να λέει “I’ll be back.”

    Αφήνω το κινητό στο τραπεζάκι, ξαπλώνω πίσω στην πολυθρόνα, και αφήνω το σώμα μου να βυθιστεί. Το πρόσωπό μου χαμογελάει τόσο πλατιά που σχεδόν διαμαρτύρεται. Νιώθω εκείνο το γλυκό τσίμπημα στο στήθος που δεν ξέρεις αν είναι ευτυχία ή συγκίνηση ή απλώς η επίγνωση ότι αυτή η στιγμή δεν είναι τίποτα... και είναι τα πάντα.

    Τι δε θα έδινα να μπορούσα να τη δω από κοντά. Να ακούσω το κελαρυστό της γέλιο της με τα αυτιά μου, όχι να το διαβάσω, να δω το προσωπάκι της να φωτίζεται και τα μάτια της να λάμπουν.

    Beggars can’t be choosers.

    Αλλά ακόμα και έτσι, νιώθω υπέροχα. Τελεία.

    Η Λίζι μού κάνει μια τρίλια και ρίχνει ένα σάλτο πάνω μου. Στριφογυρίζει δυο-τρεις φορές σαν να δοκιμάζει τη θέση της και τελικά βολεύεται στους μηρούς μου, κουλουριάζεται και μου σπρώχνει το χέρι με το κεφάλι της. Θέλει χάδια. Πάντα θέλει χάδια όταν νιώθει ότι η καρδιά μου βαραίνει.

    Τη χαϊδεύω πίσω από τα αφτιά, εκεί που το λατρεύει. Τραβιέται για λίγο, με κοιτάζει με το βλέμμα της που είναι βαθύτερο από λέξεις, και μισοκλείνει αργά τα μάτια της—το γατίσιο ισοδύναμο του «σ’ αγαπώ». Μετά σηκώνεται και, όπως είμαι ξαπλωμένος στην πολυθρόνα, σκαρφαλώνει πάνω στο στομάχι μου. Αρχίζει να μου κάνει πατουσάκια με ρυθμό τελετουργικό, και ο μόνος ήχος που κάνει είναι ένα σιγανό, σχεδόν αδιόρατο γουργουρητό.

    Είμαι μοναχοπαίδι, κι οι γονείς μου το ίδιο. Δεν έχω ούτε έναν πρώτο ξάδερφο. Κανέναν δικό μου άνθρωπο που να μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει η Λίζι για μένα. Το κοριτσάκι μου. Η συντροφιά μου. Το πλάσμα που με περιμένει να γυρίσω από τη δουλειά και τρέχει στην πόρτα. Που κοιμάται πάνω μου. Που κάνει zoomies μέσα στη μαύρη σαν να την κυνηγάει ο ίδιος ο διάολος.

    Και τώρα… Τώρα με βασανίζει η σκέψη. Όχι για μένα. Όχι για το τέλος. Αλλά για εκείνη. Ποιος θα την αγαπάει όταν εγώ φύγω; Ποιος θα της δίνει τη σωστή τροφή, θα της αλλάζει την άμμο, θα της ξύνει τη βάση της ουράς όπως θέλει; Ποιος θα την καταλαβαίνει όταν θα τρέμει από τους κεραυνούς και θα χώσει το μουτράκι της κάτω από τη μασχάλη μου;

    Ναι, το ξέρω ότι θα μπορούσα να βάλω μια αγγελία σε ένα από τα groups του Facebook, αλλά αφενός δε θέλω να τη δώσω από τώρα, και αφετέρου όταν θα έρθει εκείνη η ώρα δεν ξέρω αν θα είμαι καν σε θέση να το κάνω. Και έπειτα… πώς θα δώσεις μια ψυχούλα που την αγαπάς σαν παιδί σου σε κάποιον άγνωστο;

    Το τέλος μου κοντοζυγώνει και η Λίζι είναι η μόνη μου πραγματική έγνοια.

    Κουνάω το κεφάλι μου και με πνίγει η πίκρα. Στα 32 μου είχα πάρει τη μεγάλη απόφαση και πήρα δάνειο για 25 χρόνια και με αυτό ανακαίνισα, σχεδόν έχτισα από την αρχή, το πατρικό μου, την μονοκατοικία που μένω. Το δάνειο τελείωνε σε δύο χρόνια, πλέον θα μπορούσα να πληρώσω το υπόλοιπο του άληκτου κεφαλαίου.

    Είχα σκεφτεί να το κάνω, ώστε ότι και να γίνει στη δουλειά να μην έχω το άγχος να χάσω το σπίτι μου, αλλά πια δεν έχει νόημα. Χέστηκα, ας το πάρει η τράπεζα για μερικές χιλιάδες ευρώ, έτσι κι αλλιώς εμένα θα έχει πάψει να με απασχολεί το θέμα.

    Κουνάω το κεφάλι μου σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να το καθαρίσω από τις μαύρες σκέψεις και επικεντρώνομαι στη Λίζι που συνεχίζει να μου κάνει πατουσάκια, τρυπώντας με που και που με τα νύχια της. Αγάπη μου! Τη χαϊδεύω στη βάση της ουράς και σταματάει τα πατουσάκια και μου γυρίζει τον κώλο της στη μούρη.

    «Μωρή δεν ντρέπεσαι να βάζεις τον κώλο σου στη μούρη του μπαμπά;» την ψευτομαλλώνω τρυφερά, συνεχίζοντας να τη χαϊδεύω στη βάση της ουράς της. Τραβιέται και πάλι, κάνει μια σβούρα, και ρίχνει ένα σάλτο και κατεβαίνει στο πάτωμα και πάει και κάθεται στον καναπέ.

    Η διάθεσή μου βουλιάζει και πάλι. Είναι από αυτές τις φορές που ούτε να σκεφτείς δε θέλεις, κι όμως σκέφτεσαι τα πάντα. Ανοίγω το YouTube, μηχανικά, ψάχνοντας κάτι να με κάνει να χαμογελάσω. Κάτι, οτιδήποτε. Δεν τα καταφέρνω.

    Σχεδόν σα ρομπότ, τα δάχτυλά μου πληκτρολογούν. Δε θα μου φτιάξει τη διάθεση, απλά ταιριάζει μαζί της. Το βίντεο φορτώνει. Πατάω το play. Κλείνω τα μάτια και παραδίνομαι στην υπέροχα θλιμμένη μουσική. Κάθε λέξη, κάθε ανάσα, σπάει κάτι μέσα μου.

    Έχεις ιδέα τι είναι να πολεμάς μες στο σκοτάδι και να μην πνίγεσαι,
    μονάχος μες στη σκέψη να αφήνεσαι και να δίνεσαι
    Δε γίνεσαι γαμώτο είσαι και για ότι είσαι πάντα κρίνεσαι
    Μη μου θλίβεσαι αγαπημένη που `σαι τώρα πια
    χαμένη εξαντλημένη ξοφλημένη
    αφού η αγάπη ήταν το μόνο που δεν ένιωσες
    Τώρα πάλι να, με τα τέρατα πως έμπλεξες και πως θέλεις να ξεμπλέξεις
    της ζωής σου είναι και του θανάτου η έλξη…


    Δεν μπορώ να κρατηθώ. Ξεσπάω σε λυγμούς που μου κόβουν την ανάσα στα δύο. Δεν ξέρω καν γιατί κλαίω; Για τη ζωή μου που ξεθωριάζει; Για τις τα όνειρα που δεν ακολούθησα; Για τους δρόμους που δεν πήρα; Για όσα δεν έζησα και πλέον δεν προλαβαίνω να ζήσω;

    Η Λίζι αφήνει τον καναπέ και με πλησιάζει αθόρυβα. Ανεβαίνει στην αγκαλιά μου και τρίβεται πάνω μου. Δεν νιαουρίζει, δεν απαιτεί. Απλώς... είναι εδώ. Τη σφίγγω πάνω μου σαν σωσίβιο. Ανταριασμένη θάλασσα η ζωή μου που με σπρώχνει αμείλικτα προς τα βράχια.

    Αυτή τη φορά δεν φεύγει. Σα να νιώθει την ανάγκη μου. Σα να μου λέει «Εδώ είμαι, μπαμπά. Δεν πάω πουθενά.»

    Αγάπησέ με…
    Σκούπισε το δάκρυ μου με φως και κράτησέ με
    Αυτός ο τόπος μελαγχόλησε, βοήθησέ με
    Λιώσε το φεγγάρι μου, κάν’ το βροχή και ξέπλυνέ με
    Αγάπησέ με…


    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
    Last edited: 1 Απριλίου 2025
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 3ο - Riders on the storm

    Με είχε πάρει κάτω για τα καλά. Και όπως λέει και το τραγούδι «όταν παίρνω φόρα, φόρα κατηφόρα, ο Θεός ο ίδιος δε με σταματά.»

    Ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζα.

    Χρειάστηκε μόνο ένα pling. Ένα απλό ηχητικό pling από το κινητό. Ένα μήνυμα στο messenger. Βίντεο από YouTube. Η σκηνή: “It’s alive! It’s alive!” από το Young Frankenstein.

    Το γέλιο μου βγήκε τόσο δυνατό, τόσο ξαφνικό, που τρόμαξα και τη Λίζι. Πετάχτηκε ελαφρώς, με κοίταξε με εκείνο το προσβεβλημένο βλέμμα του «μα τι κάνεις εκεί πέρα», αλλά, λες και κατάλαβε πόσο το χρειαζόμουν, δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση της. Κούρνιασε πάλι στους μηρούς μου και λίγο αργότερα άρχισε και πάλι να γουργουρίζει.

    Κι όσο για την Κρινιώ…

    Εντάξει. Ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι ήταν ξεχωριστή, αλλά άρχιζε πια να με εντυπωσιάζει με τρόπους που δεν είχα προβλέψει.

    Εικοσιπέντε χρονών. Και είχε δει το Band of Brothers.

    Είχε δει, ή τουλάχιστον αναγνώριζε, τον Young Frankenstein.

    Δηλαδή τι να λέμε τώρα. Δεν είναι μικρό πράγμα.

    Ξέρεις τι βλέπω κάθε μέρα στη δουλειά μου; Παιδιά 25, 28, 30 χρονών που αν τους πεις κάτι έξω από τα memes του TikTok, σε κοιτάζουν σαν χάνοι. Μια φορά, σε ένα meeting, έκανα την πλάκα και είπα «Louis, I think this is the beginning of a beautiful friendship» για να πάρω ως απάντηση κενά βλέμματα.

    Δεν ήξεραν την Casablanca.

    Την Casablanca, ρε φίλε.

    Και η πιτσιρίκα, ήξερε το Young Frankenstein. Είχε δει το Band of Brothers. Και, το πιο απίθανο; Καταλάβαινε τα references. Δεν ήταν απλή γνώση, ήταν πολιτισμική συνείδηση. Είχε context. Είχε χιούμορ.

    Είχε ψυχή.

    Αποφασίζω να κάνω το τεστ.

    “Louis, I think this is the beginning of a beautiful friendship”

    Η απάντηση έρχεται τόσο γρήγορα που δεν μπορεί να το έψαξε στο δίκτυο, πρέπει να το αναγνώρισε.

    «Δε θα έλεγα όχι για ένα ταξίδι στο Παρίσι  »

    «Συν Αθηνά και συ χείρα κίνει,» μουρμουρίζω από μέσα μου.

    «Επιθετική, μ’ αρέσεις!  »

    Η απάντησή της έρχεται με μια χροιά παιχνιδιού: «Άπαπα! Απλά δεν ταίριαζε εδώ το “Play it, Sam!”  »

    Και εκεί εντυπωσιάζομαι ακόμα περισσότερο. Δεν ήταν απλώς fan της ταινίας. Ήξερε το σωστό quote. Όχι το διαστρεβλωμένο που αναπαράγεται παντού.

    Δεν κρατιέμαι, της γράφω “Paint me truly impressed. Όχι απλά ξέρεις την ταινία, ξέρεις και τη σωστή ατάκα!”

    Η απάντησή της… Μου ξεφεύγει ένα ροχαλητό βλέποντας το “No, I’m your father!  ”

    Ένα άλλο iconic λάθος quote που ο κόσμος μπερδεύει νομίζοντας πως η ατάκα είναι “Luke, I’m your father”.

    Κουνάω το κεφάλι μου χαμογελώντας ακόμα σα χαζός. «Πολλά τα λεφτά, Άρη,» της απαντώ. «Αν περάσει και αυτό το τεστ, την παντρεύομαι

    …λέμε τώρα.

    Και τότε έρχεται το τελειωτικό χτύπημα.

    «Αχ κύριε Γιώργο, μου πατήσατε κάλο τώρα! Η “Λόλα” ήταν η αγαπημένη ταινία του πατέρα μου. Την έχω δει αμέτρητες φορές.»

    Τα χέρια μου που κρατάνε το κινητό αρχίζουν να τρέμουν λίγο, κάτι μου σκίρτησε βαθιά μέσα μου.

    Όχι μόνο γιατί η “Λόλα” είναι αριστουργηματική ταινία—που αμφιβάλω αν υπάρχουν πολλοί στην ηλικία της που τη γνωρίζουν—αλλά γιατί την είχε συνδέσει με τον πατέρα της. Με έναν άνθρωπο που… λείπει. Όπως θα λείψω κι εγώ. Και κάπου εκεί με χτύπησε αυτή η γλυκιά, σπαραχτική αναγνώριση. Ότι υπάρχει μια αόρατη, λεπτή γέφυρα που ενώνει τους πόνους, ακόμα και ανάμεσα σε δύο γενιές που φαινομενικά δεν έχουν καμία σχέση.

    «Ψυχή βαθιά, Κρινιώ μου,» της απαντάω, με όση τρυφερότητα μπόρεσα να στριμώξω στα πλήκτρα.

    «Λεβέντες γεννηθήκαμε, λεβέντες θα πεθάνουμε,» είναι αυτό που δεν της γράφω.

    «Ψυχή βαθιά!» μου στέλνει λίγες στιγμές μετά συνοδευόμενο από βίντεο στο YouTube με την εικονική σκηνή που Λόλα, Άρης και Φαρέας χορεύουν χασάπικο, το χορό του Σάκαινα.

    Μην ξέροντας που βρίσκω το θάρρος, με χέρια που τρέμουν και με την ψυχή στα δόντια, και όχι βαθιά, της στέλνω νέο μήνυμα. «Θέλεις να κάνουμε βίντεο κλήση;»

    Σφίγγω τα δόντια προσπαθώντας να προετοιμάσω τον εαυτό μου για τα χειρότερα. Αφήνω το κινητό κάτω, μην έχοντας το κουράγιο να το κοιτάζω όσο περιμένω την απάντησή της. Σηκώνομαι με λίγη δυσκολία από την πολυθρόνα και κόβω βόλτες νευρικά στο σαλόνι.

    Pling!

    Ξεροκαταπίνοντας επιστρέφω στην πολυθρόνα μου και παίρνω το κινητό στο χέρι. Κλείνω για μια στιγμή τα μάτια μου, παίρνω βαθιά ανάσα— και ευτυχώς μπορώ να πάρω ακόμα γιατί ο καρκίνος δεν έχει κάνει μετάσταση στους πνεύμονες… ή τουλάχιστον δεν το έχει κάνει ακόμα—και βλέπω την απάντησή της.

    «Αμέ! Δώστε μου μόνο πέντε λεπτάκια!»

    Η ανάσα που είχα ξεχάσει ότι κρατούσα βγαίνει από μέσα μου με θόρυβο. Σχεδόν δεν μπορώ να πληκτρολογήσω από την ταραχή. Δε χρειάζεται μόνο η Κρινιώ τα πέντε λεπτά, τα χρειάζομαι κι εγώ γιατί με το ταράκουλο που νιώθω αυτή τη στιγμή θα γίνω θέαμα.

    «Ναι, βεβαίως. Πες μου όταν είσαι έτοιμη!» της γράφω με πολύ μεγάλη προσπάθεια. Τέσσερις διορθώσεις για μια απάντηση επτά λέξεων.

    Σηκώνομαι και πάλι από την πολυθρόνα και αρχίζω να βηματίζω νευρικά στο σαλόνι.

    «Συγκεντρώσου,» μαλώνω τον εαυτό μου. «Συγκεντρώσου! Μην κάνεις σαν ερωτοχτυπημένος έφηβος. Μην παίρνεις θάρρος, δε σου έταξε γάμο. Το γεγονός ότι δεν έχει να κάνει κάτι καλύτερο αυτή την ώρα δε σημαίνει τίποτα. Μη φαντασιώνεσαι, μη χτίζεις κάστρα στην άμμο. Απλώς ζήσε το. Χωρίς προσδοκίες. Χωρίς αύριο.»

    Γυρίζω και πάλι στην κουνιστή μου καρέκλα και προσπαθώ να βολευτώ. Η Λίζι, σαν να ένιωσε την αναστάτωσή μου, κατεβαίνει απ’ τον καναπέ και ανεβαίνει ξανά στα πόδια μου. Μου σπρώχνει το χέρι με το κεφαλάκι της, επιμένοντας. Τη χαϊδεύω αφηρημένα ανάμεσα στ’ αφτιά. Ξαπλώνει και μου γυρνάει την κοιλιά της παιχνιδιάρικα—και για να στο κάνει αυτό μια γάτα σημαίνει ότι σε εμπιστεύεται απόλυτα, σε λατρεύει! Μου δαγκώνει απαλά το χέρι, μετά ξαναγυρνάει στο πλάι και με κοιτάζει, αργοκλείνοντας τα μάτια της.

    «Κι εγώ σ’ αγαπάω πολύ-πολύ…» της λέω με χαμόγελο που μοιάζει να έχει ξεφύγει από άλλη εποχή. Από τότε που νόμιζα πως η ζωή κρατάει για πάντα. Χαϊδεύω ξανά το κεφάλι της — αυτή τη φορά πιο συνειδητά.

    Pling.

    Η καρδιά μου σταματάει για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου.

    «Έτοιμη!» μου γράφει.

    Ξεροκαταπίνω, και πατάω το εικονίδιο της βιντεοκλήσης. Ένας χτύπος, δύο χτύποι…

    Και τότε… εμφανίζεται.

    Το πρόσωπό της γεμάτο φως, τα μαλλιά της όλα πιασμένα σε αλογοουρά, αφήνοντας ακάλυπτο τον λαιμό και τα μάγουλά της. Το βλέμμα της γλυκό, καθαρό, χαμογελαστό.

    Είναι αυτή η φατσούλα —ναι, αυτή!— που με είχε στοιχειώσει όλες αυτές τις μέρες, που πάσχιζα να ανακαλέσω, και τώρα που τη βλέπω... νιώθω να διαλύεται κάθε άμυνα.

    «Καλησπέρα κι από εδώ!» της λέω προσπαθώντας να κρατήσω σταθερή τη φωνή μου, ενώ η καρδιά μου πάει να πεταχτεί από το στήθος μου.

    «Καλησπέρα σας!» μου απαντάει και χαμογελάει—και ο κόσμος γίνεται για λίγες στιγμές πιο όμορφος.

    Το μυαλό μου παγώνει, δεν ξέρω τι να πω. Ευτυχώς, η Λίζι αποφασίζει να μου σώσει το τομάρι. Με απόλυτη φυσικότητα, σηκώνεται όρθια, σκαρφαλώνει πάνω μου μου και στρέφει το πρόσωπό της κατευθείαν στην κάμερα.

    Η Κρινιώ βάζει τα γέλια. «Καλησπέρα, Λίζι!» Θεέ μου αυτό το γέλιο της. Αν η ευτυχία είχε ήχο, θα ήταν αυτός. Ένα γέλιο που σου ραγίζει την ψυχή και τη γιατρεύει ταυτόχρονα.

    «Βρε τέρας, θα αφήσεις τον μπαμπά να μιλήσει;» ψευτομαλλώνω τη Λίζι που έχει μπει μπροστά από το κινητό.

    «Μη το μαλώνετε το κορίτσι!» με ψευτομαλώνει—επίσης τρυφερά—η Κρινιώ από την οθόνη του κινητού!

    «Άπαπα, φωτιά να πέσει να με κάψει,» της απαντάω και την ίδια στιγμή μου ξεφεύγει ένα ροχαλητό από την ειρωνεία του πράγματος. Προσπαθώ να σκεφτώ κάτι να ξεκινήσω την κουβέντα. «Ειλικρινά δεν περίμενα να ξέρεις την Casablanca!»

    «Αυτό θα έλειπε!» μου λέει με ύφος που δηλώνει απόλυτα φυσιολογικό το γεγονός ότι γνώριζε μία από τις εικονικότερες στιγμές της έβδομης τέχνης.

    «Μην το λες αυτό,» της λέω χαμογελώντας και αναστενάζοντας. «Είχα πει ακριβώς την ίδια ατάκα σε μια συνάντηση, που είχε μέσα ακόμα και άτομα γύρω στα τριάντα, και με κοιτάζαν όλοι με το βλέμμα της αγελάδας!»

    «Σοβαρά μιλάτε;» με ρωτάει με γνήσια απορία.

    «Δεν ξέρω μωρέ Κρινιώ, μερικές φορές νιώθω σαν απολίθωμα της εποχής των δεινοσαύρων,» της λέω με πικρό χαμόγελο.

    «Ναι, σας καταλαβαίνω,» μου απαντάει χαμογελώντας αμήχανα. «Εδώ εγώ και δεν μπορώ να συνεννοηθώ ώρες-ώρες με τους συνομήλικούς μου,» συνεχίζει.

    Ώπα;!;!

    Τη βλέπω σκεφτική. Σα να έχει κάτι μέσα της που θέλει και δε θέλει να το βγάλει πιο έξω. Όχι, δεν είναι ιδέα μου, μπορεί να μην μπορώ να διαβάσω σκέψεις αλλά μπορώ να διαβάσω ένα πρόσωπο σε μια συζήτηση που γίνεται πρόσωπο με πρόσωπο, έστω και πίσω από μια κάμερα. Δεν επιμένω, δε θέλω να νιώσει πίεση, θέλω να της δώσω το χρόνο της. Αν θέλει να μου πει κάτι, να μου το πει όταν αυτή θα νιώθει έτοιμη. Άλλωστε, πρώτη… Λάθος! Δεύτερη φορά είναι που μιλάμε.

    «Δεν έχει να κάνει μόνο με τη διαφορά ηλικίας,» της λέω, κάπως πιο σκεφτικός. «Ξέρεις, αυτό που έμαθα μεγαλώνοντας είναι πως το κοινό πλαίσιο δεν εγγυάται κοινή κατανόηση. Μπορεί να έχεις γεννηθεί την ίδια χρονιά, να έχεις πάει στο ίδιο σχολείο, να έχεις ακούσει τα ίδια τραγούδια, και πάλι… να μην μπορείς να επικοινωνήσεις.»

    Η Κρινιώ δεν απαντά αμέσως. Την βλέπω να κουνάει αργά το κεφάλι της καταφατικά. Το βλέμμα της έχει χαμηλώσει λίγο, το χαμόγελό της έχει μαλακώσει. Είναι εκείνη η σπάνια στιγμή που η οθόνη δεν λειτουργεί σαν φράγμα αλλά σαν παράθυρο. Σαν να περνάει μέσα της κάτι πολύ πιο βαθύ απ’ ό,τι λέγεται.

    «Έχετε δίκιο,» μου λέει τελικά ήσυχα. «Ή τουλάχιστον έτσι το νιώθω κι εγώ. Ότι οι λέξεις που λέμε δεν σημαίνουν πάντα τα ίδια πράγματα για όλους. Ότι… δεν ξέρω… λείπει κάπως το νόημα. Σαν να περνάς μέσα απ’ τους άλλους, αλλά να μη σε βλέπει κανείς στ’ αλήθεια.»

    «Όταν είχα πάρει τον πρώτο μου υπολογιστή το 1985, στα δεκαπέντε μου, έμαθα από μόνος μου την πιο βασική αρχή της πληροφορικής: Ο υπολογιστής κάνει αυτό που του λες — όχι αυτό που θέλεις!» της λέω, χαμογελώντας.

    Με κοιτάζει για μερικά δευτερόλεπτα και βάζει τα γέλια—αυτό το καθαρό, αβίαστο γέλιο που ακούγεται σαν καθάρισμα ουρανού.

    «Αυτό ισχύει και στη διαχείριση έργων,» της λέω με νόημα, «με μια μικρή τροποποίηση: Οι πόροι σου κάνουν αυτό που ΝΟΜΙΖΟΥΝ ότι κατάλαβαν—όχι αυτό που τους ζήτησες. Και, ακόμα χειρότερα, αυτό που ΝΟΜΙΖΕΙΣ ότι τους ζήτησες μπορεί κάλλιστα να διαφέρει, τόσο από αυτό που ζήτησες, όσο και από αυτό που ήθελες να τους ζητήσεις!»

    «Και τότε… πώς βγαίνουν τα έργα;» με ρωτάει πειρακτικά, με εκείνη την σπίθα στο βλέμμα της.

    «Ενίοτε με πολύ πόνο και δάκρυ,» της απαντώ με απολύτως θεατρική απόγνωση—και την κερδίζω ξανά στο γέλιο.

    Αυτό το γέλιο… όχι, δεν έχει ιδέα πόσο φως απλώνει γύρω του. Δεν έχει ιδέα τι φέρνει στην ψυχή μου αυτό το χαμόγελο που γεννιέται τόσο αυθόρμητα κάθε φορά που πετυχαίνω να την κάνω να γελάσει.

    «Ό,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο, στη διαχείριση έργων το ξέρουμε μόνο!» της τραγουδάω παραφρασμένο το τραγούδι του Σκορδίλη, κάπως φάλτσα, με ύφος βαρύ λες και λέω μοιρολόι.

    Η Κρινιώ γελάει αμέσως. «Είμαι σίγουρη ότι λέει για πικραμένες καρδιές το τραγούδι!» μου πετάει με πειρακτική φωνή και ακόμα μεγαλύτερο χαμόγελο.

    «Το ξέρεις κι αυτό βρε θηρίο;» τη ρωτάω, ειλικρινά εντυπωσιασμένος.

    «Ε, εντάξει κύριε Γιώργο, είναι πολύ γνωστό τραγούδι το “είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια”!»

    «Κεριά και λιβάνια!» της κάνω, δήθεν σκανδαλισμένος, και εκείνη γελάει ξανά.

    «Ε δε μου πάει να σας λέω σκέτο Γιώργο,» μου λέει με απολογητικό ύφος, αλλά με μια παιχνιδιάρικη σπίθα στο βλέμμα.

    «Άπαπα, τέτοιο κακό μη σε βρει!» συνεχίζω το χαβαλέ, και τεντώνω το πρόσωπό μου με προσποιημένη αγανάκτηση.

    «Ουφ, καλά!» κάνει, προσποιούμενη τη βαριά καρδιά. «Γιώργο! Ορίστε, ευχαριστημένος;» προσθέτει σουφρώνοντας ελαφρά τη μύτη της και κάνοντας εκείνη τη φατσούλα της που μου φέρνει γέλιο και τρυφερότητα μαζί. Θεέ μου, είναι γλύκα.

    Παίρνω μια ανάσα, μαλακώνω τον τόνο μου. «Για πες τώρα, πώς πάει η μελέτη για την πρόοδο; Και αλήθεια… πού βρίσκεις τον χρόνο; Δουλεύεις, σπουδάζεις… πώς τα κουμαντάρεις όλα αυτά;»

    Κουνάει λίγο το κεφάλι της. «Με δυσκολία, μη λέω ψέματα,» μου λέει ειλικρινά. «Στην καφετέρια δουλεύω part-time, και αυτό γιατί είμαι τυχερή—ο ιδιοκτήτης είναι φίλος φίλου. Δουλεύω απογεύματα και Σαββατοκύριακα, αναλόγως τη βάρδια. Και ευτυχώς βοηθάει και η μαμά μου. Να είναι καλά τα ενοικιαζόμενα που έχουμε στο νησί, αλλά καταλαβαίνετε…»

    Κουνάω σιωπηλά το κεφάλι μου. «Ναι. Το καταλαβαίνω,» της λέω με ησυχία. Την κοιτάζω καθώς μιλάει, τόσο νέα, αλλά τόσο προσγειωμένη. Έχεις να μάθεις από ανθρώπους, άσχετα με την ηλικία.

    «Και η αλήθεια είναι,» συνεχίζει, σκύβοντας λίγο προς την κάμερα με ύφος συνωμοτικό, «ότι από τα δεκάξι μέχρι τα εικοσιδύο… αρκετά στην παλαβή το είχα ρίξει.»

    «Ναι βρε κορίτσι μου, δε λέω… αλλά από την άλλη, τα φοιτητικά χρόνια έρχονται μια φορά. Δε λέω να το ρίξεις στην παλαβή, αλλά… να ζήσεις κιόλας.»

    «Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια κυ…» λέει και σταματάει απότομα, με μάτια που φαρδαίνουν ελαφρά, σαν να θυμήθηκε κάτι. «Γιώργο,» το διορθώνει με χαμόγελο που αυτή τη φορά συνοδεύεται από μια δόση ντροπής.

    Ανασηκώνω τα φρύδια και κάνω πως την κοιτάζω επικριτικά. Εκείνη κατεβάζει λίγο το βλέμμα και μετά το σηκώνει πάλι και συνεχίζει πιο σοβαρή.

    «Αν είχα τα μυαλά μου όταν έπρεπε… θα μπορούσα να το κάνω. Όπως στρώνει κανείς, κοιμάται.»

    Τη νιώθω. Πιο βαθιά απ’ όσο μπορώ να της πω. Τη νιώθω και δεν λέω τίποτα. Την αφήνω να ανασάνει στον δικό της ρυθμό. Τα πολλά λόγια είναι φτώχια, η αποδοχή δε χρειάζεται λόγια. Μόνο παρουσία.

    «Κάλιο αργά παρά ποτέ,» της απαντάω με ένα χαμόγελο που έρχεται πιο αβίαστα απ’ ό,τι περίμενα. Πριν προλάβω να σκεφτώ κάτι να προσθέσω, με προλαβαίνει.

    «Εσείς;» με ρωτάει με ειλικρινές ενδιαφέρον.

    «Εγώ τι;» κάνω, κάπως ξαφνιασμένος.

    «Με τι ασχολείστε;»

    Παίρνω μια ανάσα. «Σπούδασα logistics,» της λέω, «όχι με την έννοια της λογιστικής, αλλά της διαχείρισης εφοδιαστικής αλυσίδας. Και αυτός είναι και ο τομέας που εργάζομαι.»

    Σταματάω για λίγα δευτερόλεπτα. Τα χείλη μου σφίγγονται σε μια αδιόρατη γραμμή. Κουνάω ελαφρά το κεφάλι μου.

    «Αν και… ο ρομαντισμός έχει χαθεί εδώ και πολλά-πολλά χρόνια.»

    «Ο ρομαντισμός;» με ρωτάει, σηκώνοντας το φρύδι με έκπληξη.

    «Η αγάπη, η όρεξη, γι’ αυτό που κάνω.» Χαμογελάω μισά. «Κάποτε έμπαινα στο γραφείο και ανυπομονούσα να ξεκινήσει η μέρα. Τώρα… μετράω αντίστροφα για να τελειώσει.»

    Τη βλέπω να κουνάει το κεφάλι της με κατανόηση. Το χαμόγελό της είναι λίγο πιο θλιμμένο τώρα.

    «Δε βαριέστε… αργά ή γρήγορα όλοι το παθαίνουμε αυτό,» μου λέει. «Ακόμα κι αν κάνεις το χόμπι σου δουλειά, κάποια στιγμή σταματάει να είναι χόμπι. Και γίνεται αυτό: δουλειά.»

    Σταματάει για μια στιγμή. Τα μάτια της χαμηλώνουν ελαφρά, σαν κάτι να ζυγίζει.

    «Βέβαια…» προσθέτει, «δεν έχω ψευδαισθήσεις ότι θα βρω δουλειά στο αντικείμενό μου.»

    «Γιατί το επέλεξες τότε;» τη ρωτάω ήρεμα.

    «Γιατί ήθελα να το κάνω.» Μου χαμογελάει, αυτή τη φορά με λίγο πείσμα. «Το πιο πιθανό είναι ότι θα καταλήξω να διαχειρίζομαι τα ενοικιαζόμενα στο νησί και να βρω και μια δεύτερη δουλειά, αλλά αυτό ήθελα να σπουδάσω. Αφού το πήρα που το πήρα αργά απόφαση, γιατί να μην κάνω τουλάχιστον αυτό που ήθελα;»

    Την κοιτάζω και μέσα μου σκέφτομαι: Πώς μπορείς να συνδυάζεις ρεαλισμό και ιδεαλισμό σε τόσο τρυφερή ηλικία; Και να που τελικά μπορείς. Ή τουλάχιστον… υπάρχουν εκείνοι που μπορούν.

    Δεν προλαβαίνω να το διατυπώσω, γιατί έρχεται μια ερώτησή της, αυτή τη φορά διστακτική.

    «Έχετε παιδιά;» με ρωτάει και το βλέμμα της είναι γεμάτο ευγένεια, όχι περιέργεια.

    «Όχι,» της απαντάω, κουνώντας αργά το κεφάλι. «Με την πρώην γυναίκα μου είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας… και όταν άρχισε να χτυπάει το δικό της ρολόι, εγώ ήμουν πια κοντά στα πενήντα. Δεν ήθελα να γίνω παππούς.»

    Το πρόσωπό της μαλακώνει. «Ναι… σας καταλαβαίνω,» μου λέει ήσυχα.

    «Εσύ;» τη ρωτάω μετά από μια σύντομη παύση. «Εννοώ… θέλεις να κάνεις παιδιά;»

    «Όχι!» μου απαντά με άμεση βεβαιότητα και σηκώνει τα φρύδια βλέποντας την έκφρασή μου. «Ποτέ δε με συγκίνησε η ιδέα. Δεν ξέρω αν θα αλλάξει στο μέλλον, αλλά ως τώρα, όχι.»

    Σηκώνει αδιάφορα τους ώμους της. Τη βλέπω όπως είναι εκείνη τη στιγμή—ήρεμη, γειωμένη, καθόλου κυνική, απλώς ειλικρινής.

    «Θέλεις να παίξουμε ένα παιχνιδάκι;» τη ρωτάω με ξαφνική έμπνευση.

    «Τι παιχνιδάκι;» με ρωτάει με γνήσια έξαψη και περιέργεια.

    «Θα σου κάνω τρεις ερωτήσεις που θα πρέπει να απαντήσεις, και μετά θα σου εξηγήσω τι σημαίνουν οι απαντήσεις σου. Αν και είναι, ξέρεις, από αυτά τα χαζά, έχω διαπιστώσει με τα ίδια μου τα μάτια ότι είναι αξιοσημείωτα ακριβές!»

    «Αμέ, γιατί όχι!» μου λέει χαμογελαστή.

    «Ωραία. Θέλω να μου πεις ποιο είναι το αγαπημένο σου ζώο και μετά με τρία επίθετα να μου εξηγήσεις την επιλογή σου!»

    Μου χαμογελάει και το πρόσωπό της φωτίζεται. «Ευκολάκι, γάτα!» μου λέει.

    «Τρία-τέσσερα επίθετα!»

    «Χμμμ…» μου λέει και τα μάτια της κοιτάζουν ψηλά, σα να σκέφτεται. «Ανεξάρτητη, χαδιάρα, τρελλιάρα, παιχνιδιάρα, τρυφερή… Αν θέλετε έχω και άλλα επίθετα!» μου λέει γελώντας.

    «Όχι, φτάνουν αυτά!» της κάνω ανταποδίδοντας το χάχανο. «Ωραία, δεύτερη ερώτηση. Το νερό έχει πολλές μορφές, θάλασσα, λίμνη, ποτάμι… και τα ρέστα! Ποια είναι η αγαπημένη σου και γιατί;»

    «Χμμμ» μου απαντάει σκεπτική. «Η βροχή, πιάνει;» με ρωτάει.

    «Ναι, βέβαια!»

    «Βροχή!» μου απαντάει με το πρόσωπό της να φωτίζεται και πάλι. «Επίθετα ε;»

    «Ναι, θα ήταν το ιδανικό»

    «Δεν ξέρω αν ένα επίθετο μπορεί να περιγράψει το εύρος… Εννοώ… η βροχή ποτίζει τα χωράφια και το διψασμένο χώμα αλλά ταυτόχρονα μπορεί να τα πνίξει. Μπορεί να είναι δροσερή και ποτιστική αλλά μπορεί να προκαλέσει οργισμένους χείμαρρους. Μπορεί το επίθετο απρόβλεπτη να τα χωρέσει όλα αυτά; Μπορεί να σε δροσίσει το καλοκαίρι ή να σε παγώσει το χειμώνα… Μπορεί να χορέψεις στο ρυθμό της ή να τρέξεις να προστατευείς για να μη γίνεις μούσκεμα…»

    «Εντάξει, εντάξει,» της λέω χαμογελώντας. «Το έπιασα το νόημα. Οκ, ας πούμε με καλύπτει η απάντησή σου!»

    «Ωραία!» μου λέει χαρίζοντάς μου ένα ακόμα φωτεινό της χαμόγελο.

    «Τρίτη ερώτηση… είναι και η πιο δύσκολη να απαντηθεί. Ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα;» Για πρώτη φορά δεν απαντά αμέσως.

    «Χμμμ...» κάνει σκεφτική, και το βλέμμα της πάει λίγο προς τα δεξιά, σαν να προσπαθεί να ψάξει μέσα της. «Θα έλεγα το βαθύ μπλε. Ή… όχι, καλύτερα το μπλε της θάλασσας αργά το απόγευμα, λίγο πριν νυχτώσει.»

    «Οκέι,» της λέω χαμογελώντας. «Και τώρα, τα επίθετα…»

    «Γαλήνιο, βαθύ, καθησυχαστικό, μυστηριώδες,» μου λέει, και σχεδόν ψιθυρίζει την τελευταία λέξη.

    Κρατάω για μια στιγμή το βλέμμα μου πάνω της, πριν της πω ήσυχα «Ωραία. Και τώρα… θέλεις να μάθεις τι σημαίνουν οι απαντήσεις σου;»

    «Ναι!» μου λέει με λαχτάρα. «Πείτε μου!»

    «Το αγαπημένο σου ζώο…» αρχίζω, «…αντιπροσωπεύει τον τρόπο που θέλεις να σε βλέπουν οι άλλοι. Εσύ λοιπόν, βλέπεις τον εαυτό σου ως ανεξάρτητη, χαδιάρα, τρελλιάρα, παιχνιδιάρα, τρυφερή…»

    Βάζει τα γέλια, γέρνει πίσω και σηκώνει τα χέρια. «Ε ναι, αν δεν είμαι εγώ αυτά, ποια είναι;»

    «Η δεύτερη ερώτηση, για το νερό… αφορά τον τρόπο που βλέπεις τον έρωτα. Εσύ λοιπόν τον βλέπεις σαν βροχή: ποτιστική αλλά και επικίνδυνη, δροσερή και παγωμένη, απρόβλεπτη, γεμάτη αντιφάσεις. Μπορείς να χορέψεις μαζί της, αλλά να τρέξεις να γλιτώσεις από την οργή της.»

    Χαμογελάει. Αυτή τη φορά όχι πλατιά—αλλά ζεστά, με εκείνη τη γλυκιά μελαγχολία στα μάτια της.

    «Και τέλος… το αγαπημένο σου χρώμα είναι ο τρόπος που βλέπεις πραγματικά τον εαυτό σου.»

    Γέρνει λίγο το κεφάλι της, το πρόσωπό της γίνεται πιο ήσυχο. Περιμένει.

    «Γαλήνια, βαθιά, καθησυχαστική, μυστηριώδης. Όχι φωτιά και πάθος, αλλά μια αγκαλιά που σε τυλίγει αργά και σε κρατάει…»

    Δεν απαντάει αμέσως. Με κοιτάζει. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν μιλάμε. Μόνο χαμόγελα. Από εκείνα που λένε περισσότερα από χίλιες λέξεις.

    «Οκέι…» μου λέει τελικά. «Είχατε δίκιο! Παιχνίδι ή όχι, μέσα έπεσε!» Σταματάει για μερικές στιγμές. Το βλέμμα της μένει επάνω μου. «Εσείς τι είχατε απαντήσει;» με ρωτάει και το ύφος της κρύβει ενδιαφέρον. Όχι ακαδημαϊκή περιέργεια, ενδιαφέρον.

    «Γάτα, νομίζω ότι εδώ δεν έχουμε έκπληξη,» της απαντάω κερδίζοντας το γέλιο της. «Στα άλλα δύο ποτάμι και μωβ.»

    «Κλέβετε τώρα!» μου λέει σουφρώνοντας παιχνιδιάρικα τα χείλη της. Το βλέμμα πετάει σπίθες. «Χωρίς τα επίθετα δεν έχει αξία!»

    Αναστενάζω ελαφρά, χαμογελώντας ακόμα. Σηκώνω τα φρύδια με θεατρικότητα, σαν να παραδίνομαι. «Το τεστ αυτό το είχα κάνει πρώτη φορά στα δεκαπέντε μου, έχουν περάσει σαράντα ολόκληρα χρόνια από τότε!»

    «Ωραία, σκεφτείτε νέα επίθετα!» μου λέει χωρίς να χάνει χρόνο.

    «Ορίστε, με χώνει το πιτσιρίκι!» της απαντάω παιχνιδιάρικα, κουνώντας το κεφάλι μου αλλά διασκεδάζοντάς το όσο δεν πάει!

    «Καλά σας κάνω!» μου λέει με ναζιάρικο πείσμα και μετά μου χαρίζει αυτό το χαμόγελο που δεν χορταίνω να βλέπω.

    «Οκ,» της απαντάω, χαμογελώντας ακόμα. Γέρνω λίγο πίσω στην καρέκλα. «Γάτα: Ανεξάρτητη, τρυφερή, απρόβλεπτη.»

    Σταματάω λίγο. Το χαμόγελο μένει, μα τώρα συνοδεύεται από ένα ίχνος σκέψης. Σηκώνω το χέρι και ξύνω αφηρημένα το μέτωπό μου. Ψάχνω τις λέξεις μέσα μου.

    «Ποτάμι,» συνεχίζω. «Απρόβλεπτο, άλλοτε αργό και νωχελικό, άλλοτε ταραγμένο και επικίνδυνο. Ρευστό ρε παιδί μου, όχι στατικό.» Τη βλέπω να γνέφει καταφατικά, και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου οι ματιές μας μένουν εκεί, σε μια ήσυχη κατανόηση.

    Τα τελευταία λόγια βγαίνουν λίγο πιο αργά. Πιο χαμηλά. Όχι για να προκαλέσω εντύπωση. Αλλά γιατί είναι αλήθεια. Και η αλήθεια χρειάζεται χώρο.

    «Χρώμα… Σκοτεινό μα τρυφερό, μελαγχολικό, εσωστρεφές…»

    Η φωνή μου σβήνει εκεί. Δεν χρειάζεται να πω τίποτε άλλο. Για μερικές στιγμές δεν μιλάει κανείς. Και είναι απ’ αυτές τις σιωπές που δεν θέλεις να γεμίσεις. Που κουβαλούν περισσότερα από λόγια.

    Η φωνή της έρχεται ήσυχα, σχεδόν ψιθυριστά, σπάζοντας την ησυχία. «Να σας στείλω ένα τραγούδι;»

    Κοιτάζω την οθόνη. «Αμέ!» της λέω με μια γλυκιά ανυπομονησία και τη βλέπω να απομακρύνεται για λίγο—η κάμερα μαυρίζει.

    Μένω μόνος για μερικά δευτερόλεπτα, με τη Λίζι ζεστή πάνω μου και την καρδιά μου να χτυπάει πιο ήρεμα πια. Η εικόνα επιστρέφει και μαζί της και το μήνυμα.

    Raiders on the Storm.

    Λες και με διάβαζε ρε φίλε. Λες και με διάβαζε!

    Δεν μιλάμε. Ακούω τη μουσική και χωρίς να το καταλάβω η φωνή μου, βραχνή και κουρασμένη, συνοδεύει αυτή του Morisson.

    Riders on the storm.
    Riders on the storm.
    Into this house we’re born.
    Into this world we’re thrown.
    Like a dog without a bone
    An actor out on loan
    Riders on the storm


    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 4ο - Η κοιλάδα των χαμένων ψυχών

    Χάνοντας κάθε αίσθηση του χρόνου—και δεν έχω και πολύ από δαύτον τρομάρα μου—κλείσαμε λίγο μετά τα μεσάνυχτα.

    Δεν εμβαθύναμε σε πολύ προσωπικές λεπτομέρειες. Και μεταξύ μας, δεν ήμουν καν σίγουρος ότι θα ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο, ακόμα κι αν η Κρινιώ είχε την ανάλογη διάθεση. Από την άλλη… μπορείς να μιλήσεις για σένα χωρίς να μιλήσεις για σένα.

    Λέγοντας για τη μουσική που σ’ αρέσει. Για τα βιβλία που σου έχουν μιλήσει. Για τις ταινίες που σε άγγιξαν. Για άλλα μικρά καθημερινά, ανώδυνα πράγματα, που από μόνα τους δεν λένε τίποτα—και συνάμα είναι κομμάτι του ίδιου παζλ. Λέξεις-κλειδιά για όσους ξέρουν να τις διαβάσουν.

    Οι μόνες πραγματικά προσωπικές πληροφορίες που μου έδωσε, έτσι, από μόνη της, κατά τη διάρκεια της κουβέντας, ήταν δύο. Κι ήταν από εκείνες που λένε τα πάντα και δεν λένε τίποτα.

    Η πρώτη: ότι είχε ερωτευτεί έναν πολύ μεγαλύτερό της—κι ότι εκείνη η ιστορία ήταν ο λόγος που το είχε ρίξει στην παλαβή από τα δεκάξι της.

    Η δεύτερη: ότι είναι μόνη της εδώ και περίπου μισό χρόνο.

    Και η τρίτη… δεν μου τη μετέφερε με λόγια. Αλλά τη διάβασα, καθαρά. Εκείνη η σχέση—όποιος και αν ήταν ο άλλος, όσο κι αν κράτησε—την είχε σημαδέψει. Όχι με τον κακό τρόπο. Όχι σαν τραύμα, μα σαν αποτύπωμα. Σαν κάτι που χαράχτηκε μέσα της και την άλλαξε. Απ’ ό,τι κατάλαβα, εκείνος ήταν που τη μύησε σε παλιές ταινίες, στη ροκ, στην ποίηση και στη λογοτεχνία. Κι είναι διαβασμένη η Κρινιώ, όχι αστεία.

    Εγώ, τι να πω; Δεν έχω ιδέα από ποίηση. Και παρότι λάτρης της λογοτεχνίας του φανταστικού, η επαφή μου με τη συμβατική λογοτεχνία είναι μικρή. Αναγνώρισα τα ονόματα που μου είπε—φυσικά και τα αναγνώρισα. Αλλά εκτός από ένα βιβλίο του Remark και ένα του Steinbeck που είχα διαβάσει στα νιάτα μου, κάποια τα είχα απλώς ακουστά. Και κάποια άλλα, ούτε καν.

    Δεν περίμενα ότι θα της άρεσε το φανταστικό. Και δεν έπεσα έξω. Μου είπε ότι είχε προσπαθήσει να διαβάσει τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και τον παράτησε.

    Αλλά…

    Μαγεύτηκε όταν της περιέγραψα τον τραγικό αντιήρωα Έλρικ του Μελνιμπονέ. Του Moorcock. Και κάπως έτσι… δώσαμε ραντεβού. Κυριακή πρωί. Να τη βρω στην καφετέρια. Να της δώσω το πρώτο βιβλίο.

    «Να προσπαθήσω τουλάχιστον!» μου είπε ντροπαλά.

    «Δε θα σου πω πως θα το λατρέψεις,» της είπα χαμογελώντας, «αλλά πραγματικά δώσε του μια ευκαιρία.»

    «Θα το κάνω,» μου υποσχέθηκε ανταποδίδοντας το χαμόγελο.

    Δεν ήμουν ο μόνος που είχε ανάγκη για επικοινωνία με κάποιο άνθρωπο. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα καταλάβει γιατί είχε επιλέξει την προσωπική της απομόνωση, αλλά… παρ’ όλο που την είχε επιλέξει, η ανάγκη ήταν εκεί.

    Οι βίντεο κλήσεις μας έγιναν καθημερινές αλλά δε μείναμε μόνο σε αυτές. Μικρά μηνύματα μέσα στην ημέρα, μια καλημέρα το πρωί, ένα «ουφ βαριέμαι!» μέσα στη μέρα. Ένα δικό μου «Δεν τους αντέχω, θα τους πνίξω!» όταν με έσκαγαν στα meetings για να λάβω την πειρακτική της απάντηση ένα link με το «Κάνε υπομονή!» Το «ΕΣΚΙΣΑ!!!!!» που μου έστειλε τη μέρα που είχε για την πρόοδό της.

    Πώς κελαηδούσε στο skype το βράδυ με το πρόσωπό της να λάμπει.

    Η Κρινιώ ήταν όπως σε όλα της, χείμαρρος. Δε μιλούσα πολύ, την άφηνα να μιλάει εκείνη για τα πάντα και για το τίποτα. Από το γιατί την άγγιξε το επίγραμμα του Ελύτη μέχρι και «μα κι εμένα μ’ αρέσουν τα ψηλοτάκουνα, αλλά δεν τους μπορώ αυτούς τους κοθόρνους!»

    Παραδέχτηκε γελώντας ντροπαλά ότι της άρεσαν κάποια τραγούδια του Ρουβά. Πώς λάτρευε την Ευρυδίκη, όχι μόνο για τη φωνή της αλλά για το πραγματικό συναίσθημα που βγάζει η φωνή της. Πώς αν δε μιλούσαμε τα βράδια θα έβλεπε μάστερ σεφ.

    Ήξερα, μου είχε πει, πως το σαββατόβραδο θα έβγαινε με φίλους της, και μου είχε γκρινιάξει χαριτωμένα «άντε να ξυπνήσω πρωινιάτικα την Κυριακή!»

    Εκεί είχα βρει την ευκαιρία να της πω «Αν τα καταφέρεις θα έρθω να πιώ εκεί τον καφέ μου, για να μη χαζεύεις γάτες, όχι για κανένα άλλο λόγο!» και μου είχε χαρίσει το γέλιο της. Ήταν ό,τι πιο κοντινό σε face to face ραντεβού πίστευα ότι θα μπορούσα να έχω μαζί της.

    Και το Σάββατο το απόγευμα που ήξερα ότι δουλεύει… απλά πήγα εκεί για καφέ. Μιλούσε με ένα άλλο πελάτη, και ήταν χαμογελαστή, αλλά ρε φίλε το βλέμμα της άστραψε όταν με είδε. Όταν μου είπε χαμογελώντας παιχνιδιάρικα «Latte σκέτο extra large, σας μάθαμε κύριε!» μου είπε και έδωσε η ίδια παραγγελία στον Barista.

    «Αύριο!» μου ψιθύρισε σχεδόν συνωμοτικά όταν πήγα να πληρώσω.

    «Αύριο!» της απάντησα στο ίδιο ύφος, κλείνοντάς της παιχνιδιάρικα το μάτι, για να κερδίσω και πάλι το χαρούμενο, γεμάτο φως, χαμόγελό της.

    Τα μυαλά μου είχαν γίνει πουρές!

    Και όσο κι αν πίεζα τον εαυτό μου να μην αφήνεται, να μην παρασύρεται, να μην βγάζει ρίζες σε χώμα που δεν του ανήκει, κάτι μέσα μου αντιστεκόταν. Σαν το κλαδί που στρέφεται προς το φως, παρά τις εντολές του μυαλού, παρά τη λογική, παρά την επίγνωση του τέλους. Έλεγα ότι ήθελα μόνο λίγη ανθρώπινη επαφή, έναν διάλογο να σπάσει τη σιωπή, ένα γέλιο να φωτίσει τα απογεύματά μου. Μα η ψυχή μου είχε άλλη άποψη. Είχε σηκωθεί και πέταγε, ταξίδευε χωρίς χάρτη, σαν να είχε ξεχάσει την ασθένεια, τον χρόνο που μετρούσε ανάποδα, σαν να ήθελε να αρπάξει από τον ουρανό ό,τι μπορούσε ακόμη να χωρέσει μέσα της.

    Δεν είχα το δικαίωμα.

    Αυτό σκεφτόμουν κάθε φορά που τα μάτια της φώτιζαν στην οθόνη. Δεν είχα το δικαίωμα να χτίζω προσδοκίες πάνω σε κάτι που δεν θα μπορούσα να προσφέρω μέχρι τέλους. Εκείνη έχει τη ζωή μπροστά της. Δεν είναι δίκαιο. Δεν είναι σωστό. Μπορεί να της προσφέρω στιγμές, μπορεί να της δίνω το αντίβαρο στη μοναξιά της, αλλά τι αξία έχουν αυτές όταν συνοδεύονται από την προδιαγεγραμμένη απώλεια;

    Δεν είχε σημασία. Δεν μπορούσα να πάψω να θέλω. Να ελπίζω. Να της μιλάω, να την ακούω, να γελάω με το γέλιο της. Δεν μπορούσα να τιθασεύσω την επιθυμία. Ήθελα να είμαι κομμάτι της καθημερινότητάς της, έστω και για λίγο. Ήθελα να αφήσω ένα ίχνος. Όχι από ανάγκη να με θυμάται, όχι από ματαιοδοξία, αλλά γιατί είχα ξεχάσει τι θα πει ζωή με χρώμα και εκείνη, χωρίς να το ξέρει, τα έφερε πίσω.

    Μα δεν γίνεται έτσι. Δεν μπορώ να της στερώ την επιλογή. Πρέπει να της μιλήσω. Πρέπει να ξέρει. Πρέπει να της πω, όσο δύσκολο κι αν είναι, όσο κι αν τρέμω στην ιδέα πως ίσως χαθεί αυτό που χτίστηκε ανάμεσά μας με τόσο φυσικό, αβίαστο τρόπο. Και από την άλλη φοβάμαι. Φοβάμαι γιατί ίσως αυτό την κάνει να θεωρήσει απάνθρωπο να με κάνει πέρα.

    Όμως το απάνθρωπο δεν είναι να με κάνει πέρα. Το απάνθρωπο είναι που θέλησα να μπω σαν λαθρεπιβάτης στη ζωή της.

    Και όμως μου είναι αδύνατο να μη τη σκέφτομαι. Και μόνο η σκέψη της κάνει την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Εκτός από τη Λίζι μου και μέχρι να γνωρίσω την Κρινιώ απλά υπήρχα. Υπήρχα να περιφέρομαι στην κοιλάδα των χαμένων ψυχών, μόνο και μόνο γιατί το καντήλι μου τσιτσίριζε ακόμα. Η ζωή μου είχε γεμίσει και πάλι φως.

    Πόση ειρωνεία να αντέξει κανείς; Η ζωή του να αποκτήσει ξανά φως πάνω που σβήνει. Είναι απάνθρωπο γαμώ το. Είναι απάνθρωπο για μένα μα είναι και απάνθρωπο να το ζητώ από εκείνη. Πώς το λέει η θεωρία παιγνίων; Zero sum game, ο ένας κερδίζει ο άλλος χάνει.

    Μόνο που στην περίπτωσή μας, στο τέλος χαμένοι θα είναι δύο.

    Έχω και πάλι ανήσυχα όνειρα, αλλά ξυπνάω σχεδόν στο πρώτο φως της αυγής. Ακόμα μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα, ακόμα μια υπενθύμιση ότι ο κόσμος ακολουθεί μια δική του κανονικότητα, ένα δικό του ρυθμό και θα συνεχίσει να το κάνει, τι που εγώ δε θα είμαι εδώ για να το ζήσω.

    Σηκώνομαι και πάω να κάνω ένα ζεστό ντους. Όσο και αν η διάθεσή μου είναι βαριά και μόνο η σκέψη ότι σε καμιά ώρα θα τη δω και πάλι από κοντά είναι αρκετή για να μου φτιάξει τη μέρα.

    Λίγο μετά τις 09:00 είμαι στην καφετέρια. Μπαίνω μέσα, τακτοποιεί κάποια πράγματα στη βιτρίνα με τα σάντουιτς. Σηκώνει το κεφάλι της και με βλέπει και το πρόσωπό της φωτίζεται.

    «Καλημέρα!» μου κάνει με την πιο γλυκιά φωνή της.

    «Καλημέρα,» της απαντάω με τέτοιο χαμόγελο που νομίζω ότι θα στραμπουλίσω τα μάγουλά μου. «Πώς πέρασες χθες;»

    «Όμορφα ήταν χιχιχι» μου κάνει χαχανίζοντας ελαφρά. «Κουτουλάω λίγο, με τρεις ώρες ύπνο είμαι!»

    «Αυτά είναι!» της κάνω ανταποδίδοντας το χαμόγελο. «Α, σου έφερα και το βιβλίο!» της κάνω, και ανοίγω την τσάντα μου και το βγάζω.

    «Καθίστε έξω να σας φέρω το καφεδάκι σας και μου το δίνετε!» μου λέει.

    «Σήμερα λέω να πιώ freddo, έχει ζέστη!» της λέω.

    «Εσπρέσο ή latte;»

    «Latte!» της απαντάω.

    «Σας τον φέρνω σε δυο λεπτάκια!» μου τιτιβίζει σχεδόν, και πάει να μου ετοιμάσει τον καφέ.

    Χαμογελώντας την αφήνω και πάω και κάθομαι έξω. Δυο-τρία λεπτά αργότερα μου φέρνει τον καφέ μου.

    «Έχω κάτι δουλειές να κάνω ακόμα!» μου λέει απολογητικά.

    «Μην αγχώνεσαι, κάνε τη δουλειά σου με την ησυχία σου!» της λέω καθησυχαστικά.

    Ναι, δεν είναι η μέρα μου σήμερα, σε αντίθεση με την προηγούμενη Κυριακή σήμερα έχει περισσότερο κόσμο. Μέχρι που μου ζήτησε και συγνώμη η χαζούλα.

    «Βρε, κάνε εσύ τη δουλειά σου! Εδώ είμαι, έχω το kindle μου, πίνω το καφεδάκι μου, καλά είμαι!»

    «Ουφ καλά!» μου κάνει χαμογελώντας, και ξαναπηγαίνει μέσα. Κατά τις μία πέφτει λίγο ο κόσμος και βρίσκει την ευκαιρία να ξεκλέψει μερικά λεπτά. «Όσο ανοίγει ο καιρός θα ζορίζουν οι Κυριακές» μου λέει ξεφυσώντας.

    «Είσαι πάντα πρωινή τις Κυριακές;»

    «Όχι, δύο φορές το μήνα πρωί, δύο φορές απόγευμα. Την επόμενη για παράδειγμα θα είμαι απόγευμα!»

    «Δεν είναι κουραστικό να είσαι Σάββατο απόγευμα και Κυριακή πρωί;»

    «Συνήθως η βάρδια τα ΣΚ είναι πρωί-πρωί ή απόγευμα-απόγευμα. Απλά μας έκατσε στραβή τις δύο τελευταίες εβδομάδες και δεν έβγαιναν οι βάρδιες…» μου λέει στενάζοντας.

    «Τι ώρα σχολάς, αν επιτρέπεται;»

    «Τα σαββατοκύριακα κάνω έξι ώρες. Άνοιξα στις οχτώ οπότε στις δύο σχολάω, λογικά σε λίγη ώρα θα έρθει και ο Κώστας, ο άλλος μπαρίστα.»

    «Θέλεις μετά να πάμε να φάμε κάπου έξω;» βρίσκω το θάρρος να τη ρωτήσω, γιατί αν δεν το κάνω τώρα δε θα βρω άλλη ευκαιρία σήμερα.

    «Αμέ! Γιατί όχι!» μου απαντάει σχεδόν αμέσως και η αγωνία μου έσβησε πριν καν φουντώσει. «Πελάτης!» μου κάνει και σηκώνεται και επιστρέφει μέσα.

    Μέχρι να σχολάσει δεν βρήκαμε ευκαιρία να μιλήσουμε αλλά δε με ένοιαζε, θα είχαμε όλο το χρόνο μετά που θα πηγαίναμε για φαγητό. Άλλη μια μικρή ειρωνεία… «όλο το χρόνο δικό μας.»

    Έχει χιούμορ το γαμημένο το σύμπαν, δεν μπορείς να πεις!

    Με το που σχολάει έρχεται και με βρίσκει.

    «Έτοιμη. Κυ…» ξεκινάει να πει και συνειδητοποιώντας τη γκάφα της σταματάει και χαχανίζει. «Θα σας ήταν εύκολο να πεταχτούμε πρώτα από το σπίτι μου να αλλάξω;» με ρωτάει και συνειδητοποιώ ότι είναι με τη μπλούζα της δουλειάς.

    «Και το ρωτάς Κρινιώ μου;» της λέω. «Θα σε πετάξω εγώ αν δεν έχεις πρόβλημα!»

    «Ναι, δεν γίνεται αλλιώς. Αν περιμένω το λεωφορείο φέξε μου και γλίστρησα!»

    «Πού μένεις;» τη ρωτάω. Δεν ξέρω γιατί αλλά το είχα δέσει ότι μένει κάπου κοντά.

    «Νέα Ερυθραία,» μου απαντάει. «Πίσω από τον Άγιο Φανούριο, ξέρετε που είναι;»

    «Ναι, φυσικά και ξέρω!» τη διαβεβαιώνω. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε. «Αλήθεια, πως και επέλεξες να μείνεις τόσο βόρεια;»

    «Από συγγενή, ξαδέρφη της μητέρας μου. Ήμουν πολύ τυχερή που δε χρειάστηκε να ψάξω να βρω καμιά τρύπα στο κέντρο με τα διπλάσια χρήματα.»

    «Σε βολεύει όμως;»

    «Μια χαρά είναι. Λεωφορεία έχει συχνά και μετά τρενάκι. Συνήθως στη δουλειά πηγαίνω με το παπί μου αλλά σήμερα το πρωί κουτουλούσα οπότε προτίμησα να πάω με συγκοινωνία!» μου απαντάει χαμογελαστή.

    «Και πολύ καλά έκανες!»

    «Αχ! Μπορείτε να δυναμώσετε;» με ρωτάει καθώς εκείνη τη στιγμή ο Rock FM έπαιζε το “Killing in the name of” των Rage against the machine.

    Αντί απάντησης δυναμώνω τον ήχο και το κρεσέντο μας βρίσκει να τραγουδάμε ντουέτο.

    Fuck you, I won’t do what you tell me!
    Fuck you, I won’t do what you tell me!
    Fuck you, I won’t do what you tell me!

    UUUUUUUUUUGH


    Motherfucker!

    Φτάνουμε στο σπίτι της χωρίς να το καταλάβω. Καθώς μπαίνει στην πολυκατοικία της η μουσική συνεχίζει να παίζει χαμηλά από τα ηχεία, αλλά «το Killing in the name of» έχει δώσει τη θέση του σε κάτι πιο αργό, σχεδόν υπνωτικό. Δεν το αναγνωρίζω αλλά έχει ρυθμό που κυλάει απαλά, σαν ανάσα, σαν παύση ανάμεσα σε δύο χτύπους καρδιάς. Μου ταιριάζει. Αυτή η απότομη ησυχία που έπεσε μέσα στο αυτοκίνητο, μου ταιριάζει.

    Μέχρι πριν λίγο, δίπλα μου καθόταν μια παρουσία που έμοιαζε φτιαγμένη από φως. Από ζωή. Από ενέργεια αστείρευτη. Τώρα η θέση του συνοδηγού είναι άδεια, αλλά είναι σα να μην έφυγε ποτέ. Η παρουσία της ακόμα πλανάται στον αέρα. Το γέλιο της, η φωνή της, εκείνο το πεισματάρικο «Καλά σας κάνω!»—ακόμα ηχούν μέσα μου.

    Αφήνω το κεφάλι μου πίσω, ακουμπάω στο προσκέφαλο. Παίρνω βαθιά ανάσα. Σα να θέλω να κρατήσω μέσα μου ό,τι απέμεινε από εκείνη τη διαδρομή. Τη φωνή της. Τη μυρωδιά της. Την ενέργεια της ύπαρξής της. Και μετά, έρχεται η σκέψη. Η φωνή της λογικής. Που με μαλώνει. Που μου φωνάζει ότι δεν έχω το δικαίωμα να ονειρεύομαι. Που μου θυμίζει ποιος είμαι, πού βρίσκομαι και—κυρίως—πόσο κοντά βρίσκομαι στο τέλος.

    Αλλά η καρδιά μου δε συμφωνεί. Η καρδιά μου δεν δίνει δεκάρα. Μου λέει ότι ήταν όμορφο. Ότι ένιωσα. Ότι χαμογέλασα με όλη μου την ψυχή. Ότι η στιγμή είχε φως. Πόσο απλό είναι να θέλεις απλώς να καθίσεις απέναντι από έναν άνθρωπο και να πιείτε έναν καφέ. Και πόσο τρομακτικά σύνθετο γίνεται αυτό όταν ξέρεις ότι κουβαλάς μέσα σου μια λήξη. Μια ημερομηνία που δεν ξέρεις ποια ακριβώς είναι, αλλά πλησιάζει, είναι σχεδόν στην επόμενη στροφή.

    Κι όμως, να ’μαι. Καθισμένος εδώ, στην άλλη άκρη αυτής της συναισθηματικής χαραμάδας που άνοιξε μόνη της χωρίς να το καταλάβω, κι εγώ πια δεν μπορώ να την κλείσω. Δεν είναι μόνο η Κρινιώ. Είναι όλα όσα συμβολίζει. Μια κανονικότητα που είχα ξεχάσει πώς μοιάζει. Μια ελπίδα που δεν την προσκάλεσα αλλά ήρθε, και κάθισε δίπλα μου στο τραπέζι και μου ψιθύρισε: «Είσαι ακόμα εδώ. Ακόμα ανασαίνεις. Ακόμα μπορείς να νιώσεις.»

    Ανοίγω το παράθυρο. Μπαίνει μέσα η μυρωδιά του γιασεμιού. Ο ανοιξιάτικος αέρας με χαϊδεύει στο πρόσωπο. Ο ήλιος περνάει μέσα από τα φύλλα και παίζει στα χέρια μου που ακουμπάνε στο τιμόνι.

    Χαμογελάω μόνος μου. Όχι ακόμα. Ακόμα δεν έχει τελειώσει τίποτα.

    Και εκεί, μέσα στο μεσημεριανό φως που λούζει τα πάντα, εμφανίζεται σαν όραμα. Στην αρχή ακούω το θρόισμα της πόρτας πίσω μου κι ύστερα το βλέπω με την άκρη του ματιού μου: το φλοράλ φορεματάκι που κυματίζει ελαφρά με κάθε της βήμα. Στρίβω το κεφάλι μου να την αντικρίσω και για μερικά δευτερόλεπτα… μένω ακίνητος. Αμίλητος.

    Τα μαλλιά της είναι λυτά, κυλάνε σε κύματα μέχρι τη μέση της πλάτης της και μοιάζουν σχεδόν χρυσά κάτω από το φως του ήλιου. Δεν την είχα παρατηρήσει έτσι μέχρι τώρα—όχι πραγματικά. Λεπτή και λυγερή, και το φόρεμα, κομψό και ανεπιτήδευτα θηλυκό, τονίζει με την απαραίτητη διακριτικότητα τις καμπύλες της. Δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει. Απλώς είναι.

    «Έτοιμη κι εγώ!» μου λέει και μπαίνει στο αυτοκίνητο, το άρωμά της διαχέεται στον αέρα, ανάλαφρο και καλοκαιρινό.

    Μου χαρίζει ένα χαμόγελο τόσο λαμπερό που θαρρείς για μερικές στιγμές μου θαμπώνει τα μάτια. Για μια στιγμή σχεδόν κατεβάζω το βλέμμα. Σχεδόν ντρέπομαι για το πόσο την κοιτάζω.

    «Πού λέτε να πάμε;» με ρωτάει ανέμελα, σαν να ήταν αυτή η πιο φυσική ερώτηση του κόσμου. Σαν να μη με είχε μόλις κάνει να ξεχάσω ότι βρίσκομαι στη μέση ενός δύσκολου κεφαλαίου της ζωής μου.

    «Θέλεις θάλασσα;» της λέω, και τη βλέπω να ανασηκώνει το κεφάλι, να γυαλίζει το βλέμμα της.

    «Πολύ!» μου απαντάει, με φωνή που στάζει προσμονή.

    «Ψήνεσαι για Χαλκίδα;» ρωτάω κι αυτή μένει για μια στιγμή σιωπηλή. Με κοιτάζει καλά-καλά, σαν να προσπαθεί να καταλάβει αν το εννοώ ή αν της κάνω πλάκα.

    Δεν της απαντάω, απλά την κοιτάζω χαμογελαστός δείχνοντάς την ότι το εννοώ. Το καταλαβαίνει και παίρνει την απόφασή της σχεδόν στιγμιαία.

    «Μέσα!» μου απαντάει και δεν προσπαθεί να κρύψει τον ενθουσιασμό της.

    Η διαδρομή μέχρι τη Χαλκίδα μοιάζει να περνάει μέσα σε μια ανάσα. Όχι επειδή δεν είχε διάρκεια—είχε και παραείχε—αλλά γιατί κυλάει με αυτή τη γλυκιά ανεμελιά που σε κάνει να χάνεις κάθε αίσθηση του χρόνου. Μιλάει, γελάει, σχολιάζει τα πάντα. Τιτιβίζει, αυτή είναι η σωστή λέξη. Με τον ενθουσιασμό παιδιού και την ευφυΐα ενήλικης γυναίκας, πετάει από το ένα θέμα στο άλλο, χωρίς να χάνει ποτέ τη ζωντάνια της.

    Εγώ; Εγώ ακούω. Ενίοτε πετάω κάποιο σχόλιο, κάποια παρατήρηση, ή τραγουδάω μαζί της όταν παίζει κάποιο κομμάτι που αγαπάμε και οι δύο. Αλλά κατά βάση… την αφήνω να ξεδιπλωθεί. Όχι γιατί δεν έχω κάτι να πω, αλλά γιατί είναι τόσο όμορφο να τη βλέπεις έτσι: γελαστή, ομιλητική, γεμάτη ζωή.

    Λίγο πριν τη νέα γέφυρα σταματάμε. Θέλει να περπατήσει, λέει. Ο χώρος, κλασικά ελληνικά, παρατημένος, οι πινακίδες ξεθωριασμένες, τα παγκάκια γδαρμένα, τα παρτέρια πιο πολύ σκόνη παρά πράσινο. Εκείνη όμως δεν πτοείται καθόλου. Σαν να μην τα βλέπει καν. Περπατάει μπροστά μου, το φορεματάκι της κυματίζει απαλά και το πρόσωπό της λάμπει λες και έχει απέναντί της την πιο γραφική θέα του κόσμου.

    Την κοιτάζω, κι όσο την κοιτάζω, τόσο περισσότερο σαστίζω. Πώς γίνεται ένα πλάσμα με τόση ενέργεια, με τόση όρεξη για ζωή, με τόσο καθαρό φως να έχει επιλέξει τη μοναξιά; Γιατί; Δεν το χωράει το κεφάλι μου. Και δεν είναι απλώς ότι ζει μόνη της—αυτό το κάνουν πολλοί. Είναι κάτι βαθύτερο, κάτι πιο σιωπηλό. Ένας εσωτερικός κόσμος κλειστός, προστατευμένος. Μου μιλάει για φίλους, για συμφοιτητές, για νυχτοπερπατήματα που είναι σπάνια, για εξόδους που δεν διαρκούν πολύ. Και κάθε νέα λεπτομέρεια αντί να λύσει τον γρίφο, τον κάνει ακόμα πιο περίπλοκο.

    Περηφανευόμουν, τόσα χρόνια, ότι μπορώ να διαβάζω τους ανθρώπους. Έχω μάθει να παρατηρώ σιωπές, βλέμματα, μικρές κινήσεις. Μα την Κρινιώ δεν την καταλαβαίνω. Είναι σαν καθρέφτης που δείχνει τα πάντα κι όμως τίποτα. Σαν νερό που σου ξεφεύγει ανάμεσα στα δάχτυλα. Αντιφατική. Γεμάτη φως, γεμάτη σκιές. Και είναι ακριβώς αυτή η αντίφαση που με τραβάει σαν μαγνήτης.

    Φεύγουμε και πάμε στην Χαλκίδα. Βρίσκουμε κάπου να σταματήσουμε και περπατάμε προς το λιμάνι μέχρι που φτάνουμε στην παλιά γέφυρα.

    «Ξέρετε κάτι;» γυρνάει και μου λέει χαμογελώντας με μια ζεστασιά που με κάνει να ξεχνάω τον πληθυντικό της. Δεν το κάνει για να δημιουργήσει απόσταση. Το κάνει γιατί έτσι της βγαίνει καλύτερα. Δε τη διορθώνω, δεν υπάρχει κάτι να διορθώσω. Παίρνω ό,τι μου δίνεται. Για όσο μου δίνεται.

    «Είναι η δεύτερη φορά που έρχομαι στη Χαλκίδα,» μου λέει και αυτή τη φορά το χαμόγελό της έχει μια θλίψη γλυκιάς μελαγχολίας. «Ζούσε ακόμα ο πατέρας μου. Θυμάμαι…» μου λέει και σηκώνει ψηλά τα μάτια της σα να ψαχουλεύει μέσα στο μυαλό της όχι λέξεις αλλά αισθήσεις. «Εδώ αλλάζει φορά το ρεύμα, μου είχε πει,» μου λέει και σταματάει και πάλι. «Δεν είναι αστείο; Σαν η θάλασσα να είναι αναποφάσιστη, σα να μην ξέρει που θέλει να πάει.»

    Αναστενάζει και μια σκιά θλίψης απλώνεται στα μάτια της.

    Και τότε γίνεται μέσα μου το κλικ. Και το κλικ το ακολουθεί το κρακ, και είναι το κρακ της ίδιας μου της ψυχής. Ξαφνικά καταλαβαίνω γιατί έχει επιλέξει τη μοναξιά της.

    Φοβάται να δεθεί.

    Και… και αν ανοιχτεί μαζί μου θα φάει ακόμα μια κατραπακιά που θα την κλείσει ακόμα πιο σφιχτά στο καβούκι της. Δεν μπορώ, δεν έχω το δικαίωμα να της κρύψω την κατάστασή μου. Δεν έχω το δικαίωμα να μην της δώσω την επιλογή της.

    Η Κρινιώ με βλέπει που η διάθεσή μου ξαφνικά βουλιάζει. «Μη χαλάμε τη διάθεσή μας!» μου λέει και μου χαμογελάει και πάλι.

    «Θέλεις να κάτσουμε λίγο εδώ;» τη ρωτάω δείχνοντάς της το παγκάκι.

    Δε μου απαντάει, απλά μου γνέφει καταφατικά. Καθόμαστε δίπλα, κοντά, σχεδόν τα σώματά μας ακουμπάνε.

    Γυρίζω και την κοιτάζω. Αχ και πως το λένε αυτό;

    «Κρινιώ μου, δε μου χάλασες τη διάθεση,» ξεκινάω. «Ίσα-ίσα μου τη φτιάχνεις σε βαθμό που ούτε η ίδια το φαντάζεσαι.»

    Γέρνει το κεφάλι της λίγο και με κοιτάζει προσπαθώντας να καταλάβει που το πάω. «Τότε;»

    Ξεροκαταπίνω. «Έχω ημερομηνία λήξης,» της απαντάω όσο πιο απλά μπορώ, όσο περισσότερο μπορεί να αστειευτεί κανείς με την κατάστασή του.

    Γουρλώνει ελαφρά τα μάτια της, δεν μπορεί να καταλάβει αν της μιλάω σοβαρά ή αστειεύομαι, ούτε καν ποιο είναι το αστείο, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει πράγματι κάτι αστείο.

    «Πριν πέντε χρόνια διαγνώστηκα με καρκίνο. Έκανα χημειοθεραπείες και νόμιζα ότι νίκησα. Ο καρκίνος ωστόσο επέστρεψε και αυτή τη φορά είναι τερματικός.»

    Αντί απάντησης παίρνει το χέρι μου στο χέρι της και μου το σφίγγει.

    «Έχω ένα, άντε δύο χρόνια ζωής ακόμα. Και ίσως ούτε αυτό, εξαρτάται από το που θα είναι η επόμενη μετάσταση. Αν πάει στο πάγκρεας…» κάνω και σταματάω. Δε χρειάζεται να πω περισσότερα.

    «Δεν έχω δικαίωμα…» λέω και κουνάω το κεφάλι μου. «Σε… σε έφερα σε μια θέση… συγνώμη Κρινιώ μου…»

    Μου σφίγγει το χέρι ακόμα πιο δυνατά.

    «Στα δεκαέξι μου ερωτεύτηκα ένα καθηγητή μου,» μου λέει. «Φιλόλογος,» στενάζοντας ελαφρά. «Με κρατούσε σε απόσταση μέχρι που τέλειωσα τελικά το σχολείο.»

    Δεν της απαντάω, δεν ξέρω τι να της πω, δεν ξέρω καν που το πάει. Της γνέφω να συνεχίσει.

    «Δεκαοχτώ χρονών, εκείνος κοντά στα πενήντα. Χωρισμένος, είχε δύο παιδιά μεγαλύτερα από εμένα. Δε μ’ ένοιαζε τίποτα. Τίποτα. Μου είχε πάρει τα μυαλά τελείως. Δεν ήταν παιχνίδι για μένα Γιώργο. Ήταν ανάγκη που με έκαιγε σα φωτιά.»

    Αναστενάζει. «Είχε ημερομηνία λήξης. Δεν χρειαζόταν να το πούμε μεταξύ μας, το ξέραμε. Το τέλος κάθε σχέσης είναι ένας μικρός θάνατος. Κλαις, απελπίζεσαι, προσπαθείς να το διαπραγματευτείς με τον εαυτό σου και τον κόσμο… πονάς… και στο τέλος το αποδέχεσαι. Το αποδέχεσαι και πας παρακάτω.»

    Της απαντάω προσεκτικά. «Με τον…»

    «Γιώργο,» μου λέει αναστενάζοντας. «Το έχει το όνομα, μάλλον!» μου λέει προσπαθώντας να αστειευτεί.

    «Αυτό που θέλω να πω είναι ότι… Με το Γιώργο δεν είχες επιλογή…» της λέω αλλά με κόβει.

    «Είχα επιλογή και την έκανα,» μου λέει απλά. «Κι εσείς κάνατε επιλογή,» μου λέει. «Κάνατε την επιλογή που μπορούσατε να κάνετε. Επιλέξατε να μη μου κρύψετε την κατάστασή σας.»

    «Με το Γιώργο ήσουν ερωτευμένη, Κρινιώ μου,» επιμένω. Παίρνω βαθιά ανάσα και την αφήνω να βγει. «Υπό μια οπτική δεν είχες επιλογή, όχι πραγματικά.» Αναστενάζω και πάλι και το βλέμμα μου χαμηλώνει. Το χέρι μου είναι ακόμα μέσα στο δικό της. Χαμογελάω μελαγχολικά. «Εγώ… είμαι κάποιος που τον ξέρεις μια εβδομάδα,» της λέω ανασηκώνοντας ελαφρά τους ώμους μου.

    «Που λατρεύει τη γάτα του,» λέει, και τα δάχτυλά της σφίγγουν ελαφρά τα δικά μου. Το χαμόγελό της φαρδαίνει και με κοιτάζει στα μάτια, βαθιά, σαν να προσπαθεί να με ζωγραφίσει με βλέμμα και μνήμη.

    «Που μπορώ να συζητήσω μαζί του για τα πάντα χωρίς να με κάνει να νιώθω σαν ούφο» συνεχίζει πιο απαλά, με μια ελαφριά κλίση του κεφαλιού, σαν να ακουμπά τις λέξεις πάνω μου.

    «Που δεν του αρέσει να τον λέω κύριο Γιώργο…» μου λέει παιχνιδιάρικα αλλά η φωνή της σπάει για μια στιγμή από τρυφερότητα. «Και…» μου κάνει, αφήνοντας μια μικρή παύση και σφίγγοντάς μου το χέρι λίγο πιο δυνατά, «…που πάνω απ’ όλα με κάνει και γελάω.»

    Σκύβει λίγο πιο κοντά, όχι πολύ, όσο χρειάζεται για να νιώσω την ανάσα της. Τα μάτια της χαμογελούν πιο πριν από τα χείλη. Βάζει και το άλλο χέρι της πάνω στο δικό μου.

    «Και που αν συνεχίσεις να κάνεις παρέα μαζί του θα κλάψεις, Κρινιώ μου,» της λέω στενάζοντας και πάλι. «Και δεν είναι μια αφαίρεση στην αχλή του μέλλοντος. Είναι βεβαιότητα.»

    Δε μου απαντάει, όχι με λόγια. Απλά συνεχίζει να μου χαμογελάει και σηκώνεται, χωρίς να αφήσει ούτε μια στιγμή το χέρι μου. «Πάμε να φάμε;»

    Κουνάω το κεφάλι μου και δε δεν μπορώ να μη χαμογελάσω κι εγώ. Υψώνω το βλέμμα μου πάνω της. Σηκώνομαι. Τραβάει απαλά το χέρι της, αλλά δε με αφήνει. Αγκαλιάζει μόνη της το μπράτσο μου. «Θαλασσινά!» μου κάνει με παιδιάστικο σχεδόν ενθουσιασμό διώχνοντας τα σκοτάδια που είχαν μαζευτεί στην κοιλάδα των χαμένων ψυχών. Ο ήλιος θαρρείς πως λάμπει πιο δυνατά, ο αέρας έχει γίνει πιο γλυκός, και η αλμύρα του ακόμα πιο μεθυστική.

    «Ό,τι θέλει το κορίτσι!» της απαντάω. Ξεκινάμε με ανάλαφρο βήμα, σαν παιδάκια, και πάμε από ταβέρνα σε ταβέρνα διαβάζοντας τα μενού και προσπαθώντας να επιλέξουμε που θα κάτσουμε. Αφήνομαι στη ζωντάνια της που με παρασέρνει τελείως… Σα να μου κάνει ένα εμβόλιο ζωής ρε φίλε. Απλά γιατί τιτιβίζει και γελάει σαν κοριτσάκι.

    Απλά γιατί υπάρχει.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
  6. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 5ο - Life is a moment in space

    Τετάρτη. Το πρώτο μέρος, το ατελείωτο, είναι μέχρι τις έξι στο γραφείο. Από τη στιγμή που θα περάσω το κατώφλι των κεντρικών θαρρείς ο χρόνος τρέχει σαν παλαβός. Πότε φτάνω στο τραίνο, πότε κατεβαίνω και παίρνω το λεωφορείο, πότε φτάνω στο σπίτι με τη Λίζι να σκαρφαλώνει στο τζάμι της πόρτας περιμένοντάς με γεμάτη χαρά να μπω μέσα.

    Να κάτσω μαζί της, να τη χαϊδέψω, να την κάνω να τρέχει πάνω-κάτω κυνηγώντας το laser, να της βάλω να φάει και να της καθαρίσω την άμμο. Να μαγειρέψω, αν δεν έχω μαγειρέψει ήδη, να κάτσω να διαβάσω ή να ακούσω μουσική περιμένοντας την Κρινιώ.

    Από τη στιγμή που το πρόσωπό της εμφανιζόταν στην οθόνη του κινητού μου, ο χρόνος εξαφανιζόταν, κυλούσε σαν την άμμο μέσα από τα χέρια μου. Και αν η κλεψύδρα άδειαζε ένιωθα τόσο ζωντανός όσο είχα να νιώσω πολλά χρόνια.

    Ειρωνεία, ε;

    Και σήμερα; Σήμερα την περίμενα να έρθει να της κάνω το τραπέζι. Όχι, δεν ήταν ρομαντικό δείπνο με κεριά, ακριβό κρασί και ροδοπέταλα στο πάτωμα. Ούτε η όποια σχέση μας ήταν τέτοια, ούτε και θα της άρεσε. Κάτι απλό, κάτι καθημερινό. Γεμιστά της είχα πει, ενθυμούμενος την πρώτη φορά που είχαμε μιλήσει και το προσωπάκι της είχε φωτιστεί.

    Και αν και ένιωθα ότι έσκαβα το λάκκο μου—pun intended—είχα διαλέξει και ποια ταινία θα δούμε αργότερα. Πολύ σκληρή γιατί… γιατί μιλούσε για ανθρώπους που βρισκόντουσαν στην κατάστασή μου. Ήθελα… ήθελα να της δείξω στο βαθμό που μπορούσα τι την περίμενε.

    Δεν ήταν κάποια αυτοκαταστροφική μου μανία. Απλά… απλά δεν άντεχα καν τη σκέψη αυτό το προσωπάκι να κλαίει. Να πονάει. Γιατί η φιλία μας—ναι, φιλία, και όσο και αν έκανε την καρδιά μου να χτυπάει όπως δεν είχε χτυπήσει από την εφηβεία της, δεν ζητούσα τίποτα παραπάνω—εκεί θα οδηγούσε.

    Γρήγορα ή γρηγορότερα…Ούτε καν «αργά ή γρήγορα.»

    Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό εκείνη τη μέρα δούλεψα από το σπίτι. Ήθελα να έχω όλο τον χρόνο δικό μου, να μαγειρέψω με την ησυχία μου, χωρίς το άγχος ότι κάτι μπορεί να πάει στραβά. Η Λίζι, φυσικά, δε με είχε αφήσει σε ησυχία. Σκαρφάλωνε συνεχώς στο γραφείο, δε με άφηνε να πληκτρολογήσω, ερχόταν για χάδια τις πιο ακατάλληλες ώρες—μέχρι που σε ένα video call αποφάσισε ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να γίνει μασκότ. Σκαρφάλωσε πάνω μου, κάθισε στον ώμο μου σαν παπαγάλος και με κοίταζε με ύφος «και τι θα κάνεις τώρα, μεγάλε;»

    «Βρε, θα κάτσεις φρόνιμη να κάνει ο μπαμπάς καμιά δουλειά;» της ψιθύρισα γελώντας.

    Απάντησε με τον γατίσιο της τρόπο. Κυλίστηκε πάνω στο γραφείο, γύρισε ανάσκελα, μου έδειξε την κοιλιά της και μου τρίφτηκε στο μπράτσο απαιτώντας χάδια αμέτι μουχαμέτι. Άντε να συγκεντρωθείς έτσι.

    Και στις οχτώ νταν χτύπησε το κουδούνι. Πετάγομαι από την πολυθρόνα λες και με διαπέρασε ρεύμα. Καθώς κατευθύνομαι προς την πόρτα, η Λίζι με ακολουθεί κατά πόδας, με τον ίδιο ενθουσιασμό που έχει όταν ακούει τον ήχο από το φακελάκι της λιχουδιάς. Από το τζάμι βλέπω την Κρινιώ. Κρατάει ένα κουτί γλυκά. Η καρδιά μου ανεβάζει στροφές. Δεν είναι ο φόβος, δεν είναι η αγωνία, είναι αυτή η... εφηβική ταραχή που κάνει το στήθος να σφίγγει και το στομάχι να πεταρίζει.

    Ανοίγω την πόρτα.

    «Καλώς το κορίτσι!» της λέω, και η φωνή μου μου φαίνεται κάπως πιο ψιλή απ’ ό,τι την ήθελα.

    «Να’ μαι κι εγώ!» μου λέει χαρίζοντάς μου το πιο φωτεινό της χαμόγελο. Ξαφνικά ο διάδρομος γεμίζει ήλιο.

    «Πέρνα μέσα!» της λέω και την ίδια στιγμή εμφανίζεται ο αρχηγός του σπιτιού.

    Η Λίζι.

    Κάνει ένα βήμα, σταματάει, κάθεται και την κοιτάζει καχύποπτα, όπως μόνο οι γάτες ξέρουν να το κάνουν.

    «Κουκλί μου!!!!» τσιρίζει σχεδόν η Κρινιώ και πέφτει στα γόνατα.

    Η Λίζι στέκεται. Δεν φεύγει. Δεν πλησιάζει. Την παρατηρεί.

    «Δώσε της τον χρόνο της,» της λέω. «Άσε την να σε συνηθίσει.»

    «Έχετε δίκιο!» μου απαντά και σηκώνεται. Τινάζει ελαφρά το παντελόνι της και παίρνει μια ανάσα.

    Φοράει μπλούζα με διακριτικό ντεκολτέ, υφασμάτινο παντελόνι που αγκαλιάζει τους γοφούς της, και ανοιχτές χαμηλές γόβες. Τα νύχια των χεριών και των ποδιών της σε απαλό, ανοιχτό μωβ. Όμορφη. Λαμπερή. Ζεστή. Ζωντανή. Της κάνω νόημα να περάσει κι εκείνη το κάνει, μα εγώ για μερικά δευτερόλεπτα μένω να την κοιτάζω. Άθελά μου το βλέμμα μου καρφώνεται στις καμπύλες των γοφών της και ξεροκαταπίνω. Δεν το επιλέγω—συμβαίνει. Το μάτι πηγαίνει μόνο του. Αγοράκι είμαι, εκτός εγγύησης μεν, αλλά αγοράκι. Και γρήγορα στρέφω αλλού το βλέμμα. Δεν είμαστε για τέτοια.

    Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι ο μόνος που νιώθει αμήχανα. Το βλέπω στις κινήσεις της. Λίγο το παρατεταμένο χαμόγελο που δε λέει να σβήσει, λίγο τα μάτια της που τρέχουν γύρω στον χώρο ψάχνοντας κάπου να σταθούν. Δεν έχει τη φυσικότητα που είχε στη Χαλκίδα. Κι εγώ; Κι εγώ παριστάνω τον cool τύπο που την έφερε απλά για ένα πιάτο γεμιστά, αλλά μέσα μου είμαι λες και περιμένω το πρώτο μου φιλί.

    «Κάποιος είπε ότι του αρέσουν οι τάρτες!» μου λέει σπάζοντας πρώτη τη σιωπή, και μου δίνει το κουτί με τα γλυκά. Η φωνή της είναι γεμάτη εκείνο το παιχνιδιάρικο φως που τόσο γρήγορα έμαθα να αναγνωρίζω — και να λαχταράω.

    Το παίρνω στα χέρια μου και το κρατάω λίγο παραπάνω από όσο χρειάζεται. Γιατί δεν είναι απλά ένα κουτί με γλυκά. Είναι ένα δώρο. Μια σκέψη. Ένα κομμάτι της, που μπήκε στον κόπο να κουβαλήσει για εμένα.

    «Έτσι σου είπε;» της λέω τελικά, και το χαμόγελό μου είναι τόσο φαρδύ που σχεδόν με τραβάει προς τα μάγουλα.

    «Θες να πιείς κάτι;» συνεχίζω. «Κρασί; Αναψυκτικό; Μπύρα;»

    «Αμέ! Μπύρα!» μου λέει και κουνάει τα φρύδια της με τρόπο που με κάνει να γελάσω.

    «Έχω δύο ειδών, και κανονική και radler, ξέρεις, με λεμόνι!» της λέω και γελάει. Φυσικά και ξέρει.

    «Χμμμ…» μου κάνει σουφρώνοντας τα φρύδια της. «Ναι, γιατί όχι;» μου λέει και μετά συνειδητοποιεί ότι δε μου απάντησε και βάζει και πάλι τα γέλια. «Radler!»

    Όση ώρα είμαι στην κουζίνα, την ακούω να κινείται στο σαλόνι, αργά, προσεκτικά. Δεν ψαχουλεύει—δεν είναι αυτό το στυλ της. Απλώς περιεργάζεται, όπως κοιτάζεις τα αντικείμενα κάποιου που αρχίζεις σιγά-σιγά να γνωρίζεις καλύτερα. Που αρχίζεις να συμπαθείς. Ίσως και κάτι παραπάνω. Ξέρεις πως οι χώροι κρατάνε μέσα τους ίχνη από τους ανθρώπους που τους ζουν. Κι αυτή τώρα διαβάζει τα δικά μου.

    Γυρίζω κρατώντας τις μπύρες και τη βρίσκω μπροστά από τη βιβλιοθήκη. Η πλάτη της γυρισμένη, το κεφάλι της ελαφρώς γερμένο προς τα δεξιά, καθώς προσπαθεί να διαβάσει τους τίτλους στη δεύτερη σειρά από πάνω. Δεν λέω τίποτα. Τη χαζεύω για λίγα δευτερόλεπτα. Το προφίλ της, το χέρι της που αγγίζει ελαφρά τη ράχη ενός βιβλίου, τη συγκέντρωση στο βλέμμα. Είναι λες και βλέπω κάποιον να ψάχνει κάτι πολύ συγκεκριμένο—κι ας μην ξέρει τι.

    Μετά από λίγες στιγμές, στρέφεται προς το μέρος μου. Με πιάνει να την κοιτάζω και παίρνει εκείνο το ελαφρώς αμήχανο χαμόγελο.

    «Είστε λίγο nerd!» μου λέει και μου δείχνει με το δάχτυλο έναν τίτλο—το Hyperion του Simmons.

    «Εσύ το λες nerd… εγώ το λέω συναισθηματική επένδυση δεκαετιών!» της λέω και της τείνω την μπύρα.

    «Cheers λοιπόν, στη συναισθηματική επένδυση!» λέει και τσουγκρίζουμε ελαφρά τα μπουκάλια. Μια στιγμή απόλυτης απλότητας. Δύο άνθρωποι, δύο μπουκάλια μπύρας, και μια τεράστια απόσταση που μοιάζει πως ολοένα και μικραίνει..

    Κάθεται στον καναπέ, σταυρώνοντας τα πόδια της στο πλάι, με εκείνη τη φυσικότητα που έχουν οι άνθρωποι όταν αισθάνονται άνετα. Κάθομαι κι εγώ δίπλα της, αλλά αυτή τη φορά όχι όπως στο παγκάκι. Αφήνω σκόπιμα λίγο χώρο μεταξύ μας. Όχι πολύ. Όσο χρειάζεται για να μη φανεί πιεστικό. Όσο χρειάζεται για να δηλώσω ότι είμαι εδώ, αλλά χωρίς απαιτήσεις.

    Και πριν προλάβω να αρθρώσω λέξη, να συνεχίσω αυτό το σιγανό ξετύλιγμα που λέγεται γνωριμία, με προλαβαίνει το καμάρι μου. Η Λίζι. Που μέχρι εκείνη τη στιγμή καθόταν στην πολυθρόνα της—τη δική της πολυθρόνα, να τα λέμε αυτά, δεν κάθεται πουθενά αλλού—ρίχνει ένα σάλτο, από εκείνα τα αθόρυβα, τα γεμάτα χάρη που μόνο οι γάτες μπορούν να κάνουν, και έρχεται και κάθεται ακριβώς στο κενό ανάμεσά μας.

    Σταματάει. Μένει για λίγο ακίνητη, σα να εξετάζει αν πήρε τη σωστή απόφαση. Μετά πλησιάζει αργά την Κρινιώ. Την κοιτάζει. Την μυρίζει. Προσεκτικά, με μεθοδικότητα σχεδόν επιστημονική, όπως μόνο μια γάτα ξέρει. Η Κρινιώ μένει ακίνητη, δεν ανασαίνει καν. Με δυσκολία κρατιέμαι να μη βάλω τα γέλια. Το βλέμμα της είναι μισό έκσταση και μισό τρόμος.

    Αργά και με προσοχή χειρουργού, κατεβάζει το χέρι της προς το κεφάλι της Λίζι, σα να προσπαθεί να εξημερώσει τίγρη. Η Λίζι, για λίγα δευτερόλεπτα, παγώνει. Δεν φεύγει. Δεν νιαουρίζει. Απλώς την κοιτάει. Ή μάλλον όχι—δεν την κοιτάει καν, την αφήνει να την ακουμπήσει, κι αυτό από μόνο του είναι τεράστιο.

    Η Κρινιώ κατεβάζει το χέρι της. Δεν τολμάει δεύτερη κίνηση. Και τότε, το καθαρματάκι μου—η απόλυτη θεότητα του σπιτιού—παίρνει την απόφαση. Σκύβει το κεφάλι της και τρίβεται πάνω στο χέρι της Κρινιώς, προσφέροντας ένα ελαφρύ γουργούρισμα που μόλις ακούγεται.

    Η Κρινιώ χαμογελάει. Όχι απλώς χαμόγελο, αλλά εκείνο το χαμόγελο που φωτίζει όλο το πρόσωπο. Από το ένα αυτί ως το άλλο. Και αμέσως μετά ξεσπάει σε γέλια, από ανακούφιση, από τρυφερότητα, από καθαρή παιδική χαρά. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η Λίζι ολοκληρώνει τη στέψη. Κάνει ένα μικρό σάλτο πάνω στα γόνατα της Κρινιώς, στριφογυρίζει δυο-τρεις φορές, σαν να ψάχνει το πιο άνετο σημείο, και τελικά κάθεται.

    Ξαπλώνει. Κλείνει τα μάτια της. Τέλος. Η απόλυτη αποδοχή.

    «Εντάξει, πέρασες τις εισαγωγικές εξετάσεις!» της λέω γελώντας, και την βλέπω να με κοιτάζει σαν να της χάρισα παράσημο.

    «Είναι κουκλί!» μου απαντάει, κι η φωνή της είναι μισή ψίθυρος, μισή λαχτάρα. Λίγο πιο λεπτή από το συνηθισμένο, σχεδόν τρεμάμενη, σαν να κρατάει κάτι εύθραυστο στα χέρια της — και το ξέρει.

    Η Λίζι γουργουρίζει απαλά, η Κρινιώ την κοιτάζει λες και της έχουν χαρίσει κάποιο σπάνιο, πολύτιμο πράγμα, κι εγώ… εγώ απλώς τις χαζεύω. Να μια στιγμή που άξιζε να ζήσεις για να τη δεις. Να την κλέψεις από τον χρόνο και να την κρατήσεις μέσα σου για όσο έχεις ακόμα.

    «Στην υγειά σου!» της λέω και σηκώνω το μπουκάλι με μια σχεδόν αδέξια ελαφρότητα, προσπαθώντας να σπάσω τη στιγμή.

    Για μια απειροελάχιστη στιγμή παγώνει. Τι να μου πει άλλωστε, “στην υγειά σου;” Τι μαλάκας... Δεν το σκέφτηκα καν. Με κοιτάζει και το βλέμμα της μαλακώνει.

    «Στις όμορφες στιγμές!» μου λέει τελικά, και χαρίζοντάς μου το χαμόγελό της—εκείνο το χαμόγελο που μοιάζει να διαλύει κάθε σκοτάδι—μου τσουγκρίζει το μπουκάλι. Πίνει μια γουλιά και σκουπίζει τα χείλη της με την άκρη των δαχτύλων της. «Αυτές είναι που μετράνε, δε νομίζετε;»

    Την κοιτάζω. Δεν απαντώ αμέσως. Μόνο μετά από λίγο.

    «Ξέρεις τι μου είχε πει ένας φίλος μου, μαθηματικός;» τη ρωτάω, και πριν προλάβει να ανταποκριθεί, συνεχίζω. «Ότι είμαστε το ολοκλήρωμα του παρελθόντος μας.»

    Με κοιτάζει, λίγο απορημένη.

    «Το άπειρο άθροισμα των στιγμών μας,» της εξηγώ, με τη φωνή μου να παίρνει έναν τόνο στοχαστικό. Σαν να θέλω να την αγγίξω όχι με τα λόγια, αλλά με τη σημασία τους.

    Τα μάτια της φωτίζονται.

    «Μου αρέσει αυτό,» μου λέει ήσυχα. «Το άπειρο άθροισμα των στιγμών μας…» επαναλαμβάνει με μια φωνή σχεδόν ονειρική. Μένει για λίγο σιωπηλή, και μετά: «Ναι! Έτσι είναι!» λέει πιο ενθουσιασμένα, με μια σπίθα χαράς και στοχασμού μαζί.

    Χαμογελάω.

    «Ο ίδιος φίλος μου είχε πει πως η ευτυχία και η δυστυχία είναι τοπικά ακρότατα. Και είναι τοπικά… γιατί απλούστατα δεν ξέρουμε, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν πιάσαμε το ολικό μας μέγιστο ή το ολικό μας ελάχιστο. Και… είναι ευλογία, αν το καλοσκεφτείς.»

    Η Κρινιώ αναστενάζει. Κουνάει αργά το κεφάλι της, σαν να συμφωνεί μ’ έναν τρόπο που έχει περισσότερο βάρος από τα λόγια. Με κοιτάζει για λίγο. Το βλέμμα της ψάχνει. Σαν να παλεύει με μια σκέψη που δεν ξέρει αν πρέπει να ειπωθεί ή όχι. Τελικά, παίρνει μια ανάσα. Σηκώνει ελαφρά τους ώμους της.

    «Ξέρετε τι μου είχε πει ο Γιώργος;» μου λέει. «Μου είχε πει ότι ο χρόνος που έχουμε… είναι το μόνο πραγματικό μας συνάλλαγμα.»

    Σιωπή. Μια από αυτές τις όμορφες, γεμάτες σιωπές.

    «Έτσι είναι, Κρινιώ μου,» της απαντώ. «Η πραγματική μας περιουσία είναι όλα όσα ζήσαμε και…»

    Σταματάω. Χαμογελάω πικρά. Δεν χρειάζεται να πω παραπάνω.

    «…και δυο μέτρα γης.»

    «Το μόνο βέβαιο πράγμα στη ζωή,» μου λέει. «Αυτό και οι φόροι!» συνεχίζει προσπαθώντας να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.

    «Μπα, το τελευταίο δεν είναι καθόλου βέβαιο!» της λέω κάνοντάς τη να χαχανίσει. «Εντωμεταξύ γιατί καθόμαστε στα μουγκά;»

    «Τέτοιος είστε!» μου λέει χαχανίζοντας και κάνοντας την καρδιά μου να κάνει μια ακόμα φορά μερικές κωλοτούμπες.

    Βάζω μουσική, αυτή τη φορά όχι ράδιο, αλλά το playlist μου από απαλή acid jazz, ότι πρέπει για μια ανάλαφρη βραδιά.

    Βραδιά η οποία κυλάει υπέροχα. Δεν της παίρνει πολύ για να αρχίσει και πάλι να κελαηδάει, ξεκινώντας από τη μέρα της, και πηδώντας από θέμα σε θέμα, αλλά με τρόπο συνεκτικό, όχι κουραστικό. Δε τη χορταίνω, δε μπορώ να τη χορτάσω. Μέχρι και την καρδιά της Λίζι έχει κλέψει, που κάποια στιγμή σηκώνεται και αρχίζει και της κάνει πατουσάκια, κάνοντας την Κρινιώ να λερώσει τα βρακιά της ακόμα περισσότερο.

    Και δεν της βγάζει καν και νύχια, κατάλαβες το κωλόγατο; Εμένα δε μου έχει αφήσει μπλούζα για μπλούζα. Προσπαθώ να μη σκέφτομαι το ότι το κάνει στα στήθη της και ότι ευχαρίστως θα έδινα όσο υπόλοιπο μου μένει να μπορούσα να το κάνω εγώ αυτό, αν και νιώθω ότι ακόμα και έτσι πάλι θα την έριχνα, δε μου μένει και πολύ.

    «Συγκεντρώσου, παπάρα!» μαλώνω τον εαυτό μου.

    Και τα λάτρεψε και τα γεμιστά μου, αυτό που το πας. Και όχι απλά τα λάτρεψε, θα φύγει και με ταπεράκι. Είναι τόσο μικρό, τόσο χαζό, και όμως… Σημαίνει τόσα πολλά για μένα.

    Και μετά, η ταινία.

    Δεν της λέω τίποτα για το θέμα. Δε χρειάζεται. Από τα πρώτα λεπτά το “Fault in Our Stars” δείχνει με ακρίβεια χειρουργική πού πάει. Ήξερα πως θα την αγγίξει. Ήξερα πως στο τέλος θα κλάψει.

    Αυτό που δεν ήξερα… ήταν πως έγερνε το κεφάλι της στον ώμο μου, Αυτό που δεν περίμενα, ήταν να την πάρω στην αγκαλιά μου. Να τη νιώσω να τραντάζεται από σπαρακτικούς λυγμούς. Να της χαϊδεύω τα μαλλιά, αργά, με όση τρυφερότητα μου είχε απομείνει. Και να μένω δυνατός. Να μη σπάω. Να μη βλέπω τον εαυτό μου στον ήρωα της ταινίας.

    «Γιατί;» μου λέει, με σπασμένη φωνή, ακόμα γερμένη στην αγκαλιά μου. Δεν σηκώνει το βλέμμα. Δεν χρειάζεται. Το ερώτημα είναι παντού.

    Γιατί μου το έδειξες αυτό;

    «Γιατί…» ψιθυρίζω. «Αν συνεχίσουμε να κάνουμε παρέα, όσο και αν—όσο και αν δεν έχουμε το είδος της σχέσης που έχουν οι πρωταγωνιστές… αυτό είναι το δικό μου μέλλον, Κρινιώ. Και, το δικό σου, αν…»

    Δεν μπορώ να το πω. Δεν μπορώ.

    «Για να φύγεις όσο προλαβαίνεις. Δεν μπορώ να σε διώξω, δεν θέλω να σε διώξω. Δεν μπορώ, Κρινιώ… Μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις. Για σένα. Μόνο για σένα.»

    Και τότε, ξαφνικά, με σφίγγει με όλη της τη δύναμη.

    «Όχι!» μου λέει. «ΌΧΙ, Τ’ ΑΚΟΥΣ; ΌΧΙ!»

    Λιώνω. Κυριολεκτικά. Θρυμματίζομαι στα χέρια της.

    «Και πάει και ο πληθυντικός,» λέω, προσπαθώντας να το γυρίσω στο αστείο.

    Με σπρώχνει ελαφρά και με κοιτάει με μάτια κόκκινα από τα δάκρυα.

    «Έτσι και μου το ξανακάνετε αυτό… θα σας ανοίξω το κεφάλι!» μου λέει, και ξεσπάμε εγώ σε γέλια κι εκείνη σε κλαυσίγελο.

    Και ταυτόχρονα μου διαλύει το φόβο ότι μένει εδώ γιατί με λυπάται. Μπορεί οι σκέψεις μου να περιστρέφονται γύρω της σαν αστέρια σε τροχιά, αλλά βλέπω ξεκάθαρα πως η έλξη δεν είναι μονόπλευρη. Είναι σαν άσπρο καπνό που αναδύεται μέσα από κάθε της χειρονομία, κάθε βλέμμα που αργεί να φύγει από πάνω μου, κάθε μικρή πρόφαση για επαφή.

    Έχουν περάσει τριάντα χρόνια από όταν ήμουν εικοσιπέντε, μα τη γλώσσα του σώματος δεν την ξεχνάς. Τον τρόπο που γέρνει το κεφάλι όταν της μιλάω, πως τα μάτια της αναζητούν τα δικά μου ακόμα κι όταν το βλέμμα της πλανιέται αλλού, το χαμόγελο που ξεκινά στιγμιαία και μετά προσπαθεί να το συγκρατήσει. Η φλόγα που ανάβει στο πρόσωπό της όταν μοιραζόμαστε κάτι που μόνο εμείς καταλαβαίνουμε. Δεν είναι οίκτος.

    Είναι κάτι βαθύτερο… πιο όμορφο.

    Ο Γιώργος, ο πρώτος Γιώργος, της είχε πάρει τα μυαλά όταν ήταν μόλις δεκαέξι. Δάσκαλός της, με όλη τη δύναμη και την επιρροή που φέρνει ο ρόλος. Δεν ξέρω αν έβλεπε σ' εκείνον τον πατέρα που έχασε νωρίς—πόσες φορές δεν το έχουμε δει αυτό το μοτίβο; Μα ίσως να ήταν κάτι άλλο, κάτι που ξεπερνά την απλοϊκή ψυχολογική ανάλυση. Ίσως να ήταν απλώς το βάθος που έφερνε, οι λέξεις που τη μάγευαν, η ματιά που έβλεπε πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων.

    Τότε η διαφορά της με εκείνον ήταν σχεδόν τόσο μεγάλη όσο η δική μας σήμερα, μόνο που εκείνη ήταν ακόμα ένα κορίτσι. Έφηβη με ματιά θολωμένη από ορμόνες και ρομαντισμό, κι εκείνος ένας ώριμος άντρας που την καθοδηγούσε σ' έναν κόσμο που μόλις ανακάλυπτε. Οι ρόλοι ξεκάθαροι. Δάσκαλος-μαθήτρια, καθοδηγητής-μαθητευόμενη. Η γνώση έρεε από τον έναν στον άλλον.

    Τώρα, ποιοτικά, η διαφορά είναι αλλιώτικη. Τριάντα χρόνια χωρίζουν τις ηλικίες μας, όμως η Κρινιώ έχει διανύσει μια μεγάλη απόσταση απ' το κορίτσι που ήταν. Έχει γευτεί τη ζωή, έχει μάθει να στέκεται στα πόδια της, να έχει άποψη, να διαφωνεί, να επιλέγει. Έρχεται προς εμένα όχι για να στηριχτεί, αλλά για να συναντηθούμε. Είναι μια συνειδητή επιλογή που έχει βάρος, γιατί ξέρει ακριβώς τί σημαίνει.

    Διαλέγει εμένα όπως διάλεξε και τότε τον καθηγητή της, από έναν αληθινό, ανεξήγητο μαγνητισμό που τραβά κάποιες ψυχές σε μεγαλύτερες ηλικίες. Το βλέπω καθαρά. Δεν είναι η απώλεια του πατέρα της που την κάνει να ψάχνει μια φιγούρα αναπλήρωσης—είναι πολύ πέρα από αυτό. Είναι η έλξη σ' έναν άνθρωπο που, με τα λόγια της, “έχει ζήσει”. Που μεταφέρει μια άλλη αίσθηση του χρόνου, μια άλλη προοπτική για τη ζωή.

    Γοητεύεται από τη μελαγχολία μου όπως εγώ από το φως της. Από τον τρόπο που η εμπειρία μου έχει γίνει χιούμορ και σοφία, από τις ουλές που με έκαναν αυτό που είμαι. Πολεμάω να μην καταχραστώ αυτή τη γοητεία της, μα ταυτόχρονα αισθάνομαι ότι να την απορρίψω θα ήταν μια άλλου είδους υποτίμηση. Σαν να της λέω ότι δεν εμπιστεύομαι την κρίση της.

    Και ποιος είμαι εγώ να κρίνω τις επιλογές της; Ποιος είμαι εγώ να της στερήσω αυτό που ζητά, όταν είναι το μόνο πράγμα που κι εγώ λαχταράω περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο; Δε θα το πιέσω ωστόσο. Θα το αφήσω να βρει το δρόμο του. Αφενός γιατί μπορεί να κάνω και λάθος και αφετέρου… Βροχή ο έρωτας για την Κρινιώ, ποτάμι για εμένα. Το νερό θα κυλίσει από μόνο του… ή θα λιμνάσει. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ωστόσο… ό,τι είναι να συμβεί, θα συμβεί.

    Αυτό είναι το πραγματικό νόημα του carpe diem. Ζήσε τη στιγμή, άδραξέ την, μην την αφήνεις να χάνει την ομορφιά της ανησυχώντας για το μέλλον. Όχι να μη σε νοιάζει, αλλά μην αφήνεις κάτι που δεν υπάρχει ακόμα να σε ορίσει, όσο βέβαιο και αν είναι. Και αν ξέρεις ότι το μονοπάτι έχει τέρμα, δεν είναι ήδη χαραγμένο. Χαραγμένο είναι μόνο το τέρμα του.

    Και αν η ομορφιά είναι στο ταξίδι, για μένα η Κρινιώ δεν είναι η Ιθάκη. Θα είναι η Αλεξάνδρεια που ως άλλος Αντώνιος θα πρέπει κάποια στιγμή να αποχαιρετήσω, όχι με των δειλών τα δάκρυα και τα παρακάλια.

    Μα με την ευγνωμοσύνη για τη μουσική του μυστικού θιάσου.

    «Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει περνώντας και πάλι αυθόρμητα στον ενικό, σηκώνοντας το βλέμμα της προς εμένα. Τα μάτια της, ακόμα κόκκινα από τα δάκρυα, έχουν μια νέα λάμψη τώρα—περιέργεια, αντί για θλίψη. Είναι ακόμα κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου, το βάρος της ζεστό και παράδοξα οικείο, σαν να ήταν πάντα εκεί.

    Εγώ; Σκέφτομαι τον Αντώνιο και την Αλεξάνδρεια του. Σκέφτομαι τη βροχή και τα ποτάμια. Σκέφτομαι πόσο γρήγορα άλλαξε ο κόσμος μου από τότε που άκουσα εκείνο το γέλιο στην καφετέρια. Αλλά αντί να μοιραστώ αυτές τις σκέψεις, αντί να βαρύνω περισσότερο τη νύχτα με φιλοσοφίες και μελαγχολίες, αποφασίζω να κάνω αυτό που δεν περίμενα ποτέ ότι θα ξανάκανα—να ζήσω, απλά.

    «Έχω μηχάνημα καραόκε!» της λέω με βλέμμα που πετάει παιχνιδιάρικες σπίθες. Η δική μου αλλαγή θέματος, η δική μου άρνηση να αφήσω τη στιγμή να βουλιάξει στη μελαγχολία. Κι αν δεν ξέρω πόσο θα μου μείνει, ξέρω τουλάχιστον πώς θέλω να το ξοδέψω.

    Με κοιτάζει για δύο δευτερόλεπτα, σαν να προσπαθεί να καταλάβει αν το εννοώ. Μετά, σαν σύννεφο που διαλύεται μπροστά στον ήλιο, το πρόσωπό της φωτίζεται.

    «ΜΕΣΑ!» μου απαντάει με ενθουσιασμό που εκτοξεύεται από μέσα της, γνήσιος και ακράτητος. Και μέσα σε μια στιγμή, μια μόνο στιγμή—μια από αυτές που φέρνουν περισσότερα απ' ό,τι φέρνει ο χρόνος όλος—η μελαγχολία εξαφανίζεται από το δωμάτιο. Το χαμόγελό της είναι το ξόρκι που διώχνει τα σκοτάδια, και η λέξη της είναι το κλειδί που ξεκλειδώνει έναν κόσμο που νόμιζα πως είχα αφήσει πίσω.

    Δε μας έμεινε άντερο!

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 6ο - Είναι καιρός που φέρνει τον ένα στον άλλον ξανά

    Τρεις εβδομάδες έχουν περάσει από τότε. Δεν ξέρω τι είδους σχέση έχουμε με την Κρινιώ και για πρώτη φορά στη ζωή μου δε με ενδιαφέρει καθόλου. Ή μάλλον, δεν με πιέζει καθόλου να την καθορίσω. Μιλάμε, παίζουμε δικτυακά παιχνίδια, της κάνω παρέα στις βάρδιες της τα Σαββατοκύριακα, τρώμε μερικές φορές μαζί, και είναι και καλή μαγείρισσα το σκασμένο!

    Αλλά το αγαπημένο μου μακράν είναι όταν βλέπουμε μαζί ταινία ή σειρά ή της διαβάζω. Της αρέσει να γέρνει πάνω μου, να την κρατάω στην αγκαλιά μου, και όταν μάλιστα και η Λίζι της κάνει την τιμή να ανέβει πάνω της, το χαμόγελό της γίνεται ακόμα πιο λαμπερό.

    Σάββατο βράδυ και επέλεξε τη δική μου ήσυχη σπιτική συντροφιά αντί να βγει με φίλους ή φίλες. Πλέον νιώθει πολύ άνετα, με το που μπαίνει στο σπίτι μου το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να πετάξει τα παπούτσια της. Της αρέσει να κυκλοφορεί σαν ξυπόλυτο αλητάκι.

    «Κρίμα που δε γνωριστήκαμε χειμώνα,» της κάνω πειρακτικά. «Θα τη λάτρευες την ενδοδαπέδια!»

    «Του χρόνου!» μου κάνει με μια βεβαιότητα που κάνει την καρδιά μου να λιώσει και ας ξέρω ότι ο επόμενος χειμώνας, πιθανότατα να είναι και ο τελευταίος μου. Δεν θέλω να φύγω χειμώνα. Θέλω να φύγω μια ζεστή ανοιξιάτικη μέρα. Γεμάτη φως, γεμάτη υπόσχεση για το καλοκαίρι που θα έρθει. Με τα κλαδιά ανθισμένα, με τα αηδόνια να κελαηδούν χαρούμενα ξημερώνοντας τη μέρα. Με φως.

    Έχει κουρνιάσει και πάλι στην αγκαλιά μου μαζεύοντας τα πόδια της στο πλάι πάνω στον καναπέ. Τελικά δεν ξεκίνησε τον Έλρικ. Έκανε κάτι πολύ καλύτερο, μου ζήτησε να τον διαβάσουμε παρέα. Δηλαδή εγώ να της το διαβάζω και εκείνη να ακούει την ιστορία. Σαν παιδάκι.

    «Μέρος τρίτο,» της λέω ξεκινώντας τη διήγηση. «Τώρα πια δεν υπάρχει γυρισμός. Η μοίρα του Έλρικ έχει σφυρηλατηθεί ανεξίτηλα, όπως σφυριλατήθηκαν και τα κολασμένα σπαθιά, αμέτρητους αιώνες πριν. Να υπήρχε άραγε κάποιο χρονικό σημείο από το οποίο θα μπορούσε να αποφύγει αυτό το μονοπάτι της απόγνωσης, της καταδίκης και της καταστροφής; Ή μήπως ήταν καταδικασμένος από τη μέρα της γέννησής του; Καταραμένος μέσα από χίλιες ενσαρκώσεις να μη γνωρίζει τίποτε άλλο πέρα από θλίψη και αγωνία, μοναξιά και τύψεις —ο αιώνιος πρόμαχος κάποιου άγνωστου ιδανικού;»

    Συνεχίζω την ανάγνωση χωρίς να κουράζομαι, χωρίς να με βαραίνει διόλου, μέχρι που τελειώνω και αυτό το κεφάλαιο. Έτσι κάνουμε, της διαβάζω ένα κεφάλαιο τη φορά. Στην αρχή απλά δεν ήθελε να μου χαλάσει το χατίρι αλλά όσο συνεχίζαμε τόσο περισσότερο την κέρδιζε η ιστορία του καταραμένου αλμπίνο.

    «Θέλεις να συνεχίσουμε στο επόμενο;» τη ρωτάω. Έχει ξαπλώσει το κεφάλι της στα γόνατά μου. Πάνω στο στήθος της έχει κουρνιάσει η Λίζι, την οποία χαϊδεύει τρυφερά ανάμεσα στ’ αφτιά. Το κοπρόγατο δεν την αφήνει να σταματήσει, με το που παίρνει το χέρι της, της τρίβει το κεφάλι της σα να της λέει «Σου έδωσα εγώ άδεια να σταματήσεις;»

    Τα κορίτσια …μου;



    Χθες το βράδυ, είχαμε πάει για ένα χαλαρό ποτό σε ένα κοντινό μπαρ. Και είχαμε φάει κιόλας. Είχα πάρει white Russian και η Κρινιώ που είχε πάρει μπύρα ζήτησε να δοκιμάσει. Και το έκανε αφού είχαμε τσουγκρίσει και είχα πιει την πρώτη γουλιά.

    «Θες να σου παραγγείλω;» τη ρώτησα.

    «Σιχασιάρη!» με πείραξε.

    «Όχι βρε όργιο… αλλά…»

    «Είσαι βλάκας!» μου είπε χαμογελώντας μου γλυκά και χωρίς δεύτερη σκέψη πήρε το ποτήρι μου και δοκίμασε. Γούρλωσε τα μάτια της, όταν της είχα πει ότι έχει και βότκα και κρέμα γάλακτος είχε πει “μπλιαχ!” Και να που της άρεσε.

    «Ωραίο είναι!» μου κάνει πραγματικά έκπληκτη. Χαχανίζω και μου δίνει τη μπύρα της. «Αλλαγή ρόλων!» μου κάνει κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι, και έτσι καταλήγω εγώ με τη μπύρα της και η Κρινιώ με το ποτό μου.

    Ήπιε και δεύτερο, ήπιε και τρίτο. Μου είχε πει ότι έχει αντοχές στο ποτό, αλλά έτσι κι αλλιώς με τρία white Russian δεν μπορείς να γίνεις κουδούνι. Δεν την αφήνω να πληρώσει το βράδυ και πάει να μου γκρινιάξει!

    «Κάτσε καλά σπόρε γιατί θα σε κάνω μαύρη!» την πειράζω.

    «Αχνέ!» μου κάνει γελώντας, κάνοντας με να βάλω κι εγώ τα γέλια. «Αύριο θα σου φτιάξω ομελέτα!» μου δηλώνει.

    «Αύριο είναι Σάββατο, δεν έχεις να βγεις με κανένα φίλο ή φίλη;»

    «Γιατί, εσύ τι είσαι, εχθρός;» μου λέει και μου κάνει ένα απαλό ping με το δάχτυλό της στη μύτη.

    «Όχι βία στα γήπεδα!» της λέω με πάθος ιεροκήρυκα και βάζει τα γέλια. «Ενώ ας πούμε το ότι απειλείς ότι θα με κάνεις μαύρη δεν είναι;»

    «Άλλο αυτό!» της λέω γελώντας κι εγώ με τα καμώματά της. «Αυτό είναι για λόγους αρχής!»

    «Αχνέ!» μου κάνει και πάλι και μετά μου βγάζει πειρακτικά τη γλώσσα της κάνοντάς μου ένα ΠΡΡΡΡΡΡΡ όλο δικό μου.​


    «Φιλιούνται, αγκαλιάζονται!» την πειράζω.

    «Αφού είναι γλύκα!» μου κάνει. «Δεν είσαι μούτρο; Ναι, είσαι! Είσαι!» κάνει τρυφερά στην Λίζι που την κοιτάει κλείνοντας αργά τα μάτια της. Δεν έχει κερδίσει μόνο η Λίζι την Κρινιώ, έχει κερδίσει και η Κρινιώ τη Λίζι.

    «Λοιπόν να συνεχίσω;» την ρωτάω ξανά.

    «Όχι,» μου λέει. «Να δούμε καμιά ταινία;»

    Παρόλο που είναι σχετικά αργά, γύρω στις δέκα, δεν το έχει άγχος, αύριο είναι απογευματινή. Το γεγονός ότι θέλει να περάσει αυτό το βράδυ μαζί μου και όχι να βγει με τους φίλους της, να ξενυχτίσει, και γενικά… να κάνει ό,τι έκανα κι εγώ στην ηλικία της, λέει τα πάντα… και δεν λέει τίποτα.

    «Ό,τι θέλει το κορίτσι!» της απαντάω.

    «Να φτιάξουμε ποπ-κορν!» μου λέει με ενθουσιασμό. «Λίζι μου θα σε ξεβολέψω τώρα,» λέει απολογητικά στο τρίχρωμο τερατάκι μου, «αλλά το καθήκον με καλεί!»

    Ήξερε να φτιάχνει ποπ-κορν. Εγώ απλά είχα πάρει τα υλικά και της είχα αναθέσει τα καθήκοντα. Πέντε-δέκα λεπτά αργότερα επιστρέφουμε στον καναπέ. Έχει ψύχρα σήμερα, οπότε αφού βολεύεται στην αγκαλιά μου σκεπαζόμαστε και με ένα ελαφρύ κουβερτάκι. Η Λίζι μυρίζει το ποπ-κορν αλλά δεν ψήνεται, οπότε κάνοντας ακροβατικά καταφέρνει και χώνεται κάτω από το κουβερτάκι με την κεφάλα της να εξέχει.

    «Τι έχουμε εδώ;» της κάνω και της χαϊδεύω το κεφάλι για να κερδίσω μια τρίλια της, που κάνει και τους δυο μας να βάλουμε τα γέλια. Και μετά σκέφτομαι τι θα απογίνει και μελαγχολώ και πάλι.

    «Γιώργο;» με ρωτάει η Κρινιώ βλέποντάς με να σκοτεινιάζω. Δε θέλω να της χαλάσω τη διάθεση ρε γαμώτο…

    «Η Λίζι… είναι η μόνη μου πραγματική έγνοια,» της λέω στενάζοντας. «Τι θα απογίνει όταν…»

    «Εγώ!» μου κάνει και χτυπάει το στήθος της.

    «Κρινιώ μου… δεν…» πάω να της πω ότι δεν έχω το δικαίωμα να της ζητήσω κάτι τέτοιο.

    «Μη με αναγκάσεις να καταφύγω σε μέτρα βίας! Μίλησα!» μου λέει και μου κάνει ένα ping και πάλι στη μύτη.

    Εκείνη τη στιγμή… δεν μπορούσα να της πω τίποτα. Ούτε ευχαριστώ, ούτε συγγνώμη. Τίποτα δεν χώραγε. Μόνο αυτό το μούτρωμα που έπαιζε στα μάτια μου και η τρεμάμενη ανάσα που δεν ήθελα να της φανερώσω. Γιατί δεν ήταν μόνο ότι κάποιος αναλάμβανε τη Λίζι. Ήταν ότι κάποιος μετρούσε τη ζωή μου και πέρα από το τέλος της.

    Μου χαμογελάει και η φωνή της μαλακώνει, γίνεται βελούδινη, γεμάτη τρυφερότητα, σαν χάδι που γλιστρά απαλά πάνω από πληγή. «Μπούφο!» μου λέει, και αυτή η μία λέξη, απλή και παιχνιδιάρικη, σαρώνει μονομιάς την πίεση που ένιωθα στο στήθος μου—λες και ένα αόρατο χέρι την τραβά από μέσα μου και τη σκορπίζει στον άνεμο, κάνοντάς τη φτερό που χορεύει ανάλαφρα στις ριπές του.

    Της χαμογελώ χωρίς να το σκεφτώ—το χαμόγελο αναβλύζει από μέσα μου, χωρίς φραγμούς—και, γελώντας, της ανακατεύω τα μαλλιά με τη γροθιά μου, όπως έκανα πάντα όταν ήθελα να τη δω να ξεκαρδίζεται. Και πράγματι, γελά, εκείνο το γελάκι το καθαρό, το αυθόρμητο, που κάνει το πρόσωπό της να φωτίζεται σαν παιδί που βλέπει χιόνι για πρώτη φορά.

    Στρέφει το κεφάλι της ελαφρά και με κοιτάζει, και εκείνο το βλέμμα, τόσο απλό και γυμνό, με καρφώνει στην καρδιά. Δεν μου μιλάει—δε χρειάζεται. Τα μάτια της μου λένε όσα δεν θα μπορούσε ποτέ να χωρέσει η γλώσσα, γιατί η γλώσσα είναι φτωχή μπροστά σε τούτο το συναίσθημα, σε τούτη την οικειότητα, σ' αυτή την αγάπη που δε ζητάει διαβεβαιώσεις, δε χρειάζεται λέξεις. Τα μάτια της κλείνουν σιγά, και το πρόσωπό της γέρνει ελάχιστα προς το μέρος μου.

    Κι είναι εκείνη η στιγμή, αυτή η μία στιγμή, που τα πάντα αναστέλλονται. Λένε πως όσα φέρνει μια στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος—και τώρα το καταλαβαίνω. Είναι η στιγμή που κάτι μέσα μου υποχωρεί, που όλες οι άμυνες που έκτιζα μεθοδικά εδώ και τρεις εβδομάδες λιώνουν σαν βούτυρο σε δυνατή φωτιά.

    Όλο αυτόν τον καιρό πάσχιζα να διατηρήσω τη σχέση μας σε εκείνο το εύθραυστο, πολύτιμο σημείο ισορροπίας, σαν να φοβόμουν πως η παραμικρή μετακίνηση θα κατέστρεφε κάτι.

    Μα οι σχέσεις δεν είναι στατικές—δεν μπορούν να παραμείνουν αιώνια στο ίδιο σημείο. Ή προχωρούν ή τελειώνουν. Κι εγώ, εκείνη τη στιγμή, ήξερα πως δεν υπήρχε τρίτος δρόμος. Ή θα προχωρούσα ή θα την άφηνα να σβήσει σαν σπίθα.

    Κι αν όντως το ασυνείδητο αποφασίζει πάντα πριν από μας, τότε η απόφασή μου είχε ήδη ληφθεί πριν καν συνειδητοποιήσω τι κάνω. Το σώμα μου κινήθηκε μόνο του, σαν να υπάκουε σε εντολές βαθύτερες, προγενέστερες της λογικής, κι έσκυψα προς το μέρος της, αργά, προσεκτικά, σχεδόν ευλαβικά—όχι σαν άντρας που ζητά ένα φιλί, αλλά σαν προσκυνητής που πλησιάζει το ιερό.

    Τα χείλη μας αγγίζονται απαλά και ο χρόνος… σταματά. Η γεύση της είναι γλυκιά και ελαφρώς αλμυρή, μεθυστική σαν το νέκταρ των λουλουδιών, σαν την αμβροσία των αθανάτων. Τα χέρια της τυλίγονται γύρω από τον λαιμό, και το φιλί μας γίνεται πιο βαθύ, πιο οικείο, πιο ερωτικό.

    Την κρατάω σφιχτά πάνω μου, αφήνοντας τα πάντα να χαθούν γύρω μου—ήμουν εκεί, μόνο εκεί, μέσα σε αυτό το φιλί, και τίποτα άλλο δεν υπήρχε. Ούτε μέλλον, ούτε παρελθόν. Μόνο το παρόν—μόνο εκείνη.

    Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα φιλιόμαστε. Αυτό. Τίποτα περισσότερο. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Τραβιόμαστε αλλά τα πρόσωπά μας δεν απομακρύνονται, ανασαίνουμε ο ένας την ανάσα του άλλου.

    Ἀποθανέτω ἡ ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων

    Τη χαϊδεύω τρυφερά στο πρόσωπο και σχεδόν τρίβεται πάνω μου σαν το άλλο μου το κορίτσι, σα γάτα. Το χαμόγελό της σκορπίζει και πάλι το φως γύρω του αλλά αυτή τη φορά είναι διαφορετικό. Σα να έχει φύγει από πάνω της ένα βάρος που ούτε η ίδια δεν ήξερε ότι το κουβαλούσε.

    «Μια δεκάρα για τη σκέψη σου» μου λέει παιχνιδιάρικα.

    «Αν είναι όνειρο πολύ θα μου κακοφανεί το ξύπνημα,» της λέω και το γάργαρο γέλιο της γεμίζει και πάλι το χώρο και το χρόνο.

    Αντί απάντησης, μου πατάει μια τσιμπιά όλη δική μου και γελάει με το ξάφνιασμά μου. «Δεν κοιμάσαι!» μου λέει και βάζει και πάλι τα γέλια.

    «Αυτό είναι, θα σε μαυρίσω!» της κάνω και αρχίζω και τη γαργαλάω, μου είχε πει ότι είναι γαργαλιάρα και… ας πρόσεχε!

    Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η Κρινιώ σφαδάζει από τα γέλια. Προσπαθεί να ξεφύγει, να με σπρώξει μακριά, αλλά τα γέλια την έχουν αποδυναμώσει εντελώς. Η Λίζι, τρομαγμένη από την ξαφνική φασαρία, πετάγεται από τα πόδια μας και πηδάει στο πάτωμα, κοιτάζοντάς μας με απαξίωση.

    «Σταμάτα!» καταφέρνει να πει η Κρινιώ, ανάμεσα στα αναφιλητά γέλιου.

    «Πριτς» της λέω συνεχίζοντας το γαργάλημα. «Να μάθεις να τσιμπάς!» κάνοντάς τη να γελάει ακόμα πιο δυνατά.

    Δεν την χορταίνω!

    «Συγγνώμη! Συγγνώμη!» κραυγάζει γελώντας ακόμα πιο δυνατά, με δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της. Προσπαθεί να πιάσει τα χέρια μου, αλλά δεν τα καταφέρνει. «Έλεος!»

    Τελικά, την αφήνω. Πέφτει πάνω μου εξαντλημένη, το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει καθώς προσπαθεί να πάρει ανάσα. Τα μάγουλά της έχουν κοκκινίσει από το γέλιο, τα μάτια της γυαλίζουν.

    «Παίζεις βρώμικα!» μου λέει όταν καταφέρνει επιτέλους να ηρεμήσει, χτυπώντας με ελαφρά στο στήθος.

    «Αμ τι νόμιζες; Εκατό η αλεπού, εκατόν δέκα το απελουδάκι;» της απαντώ, σκουπίζοντας απαλά ένα δάκρυ από το μάγουλό της.

    «Αλίμονο!» μου απαντάει. «Έχω να γελάσω έτσι… δεν ξέρω κι εγώ πόσο καιρό.»

    Η φωνή της δεν είναι πια τόσο ανάλαφρη όσο πριν. Κουβαλάει εκείνη την υποψία σοβαρότητας που έρχεται μόνο όταν ανοίγεσαι χωρίς άμυνες. Σηκώνω το χέρι μου και της χαϊδεύω τα μαλλιά, αργά, ρυθμικά.

    «Το γέλιο σου Κρινιώ μου…» της λέω και σταματάω… ψάχνω να βρω τις λέξεις και ξαφνικά η γλώσσα γίνεται τόσο φτωχή. «Θυμάμαι… την πρώτη φορά που ανταλλάξαμε μηνύματα. Που σου έστειλα το βίντεο με τη Λίζι να κυνηγάει το λέιζερ και που μου απάντησες ζήλια-ψώρα…»

    Την κοιτάζω στα μάτια.

    «Ξέρεις τι σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή;»

    Κουνάει το κεφάλι της

    «Ευχαρίστως θα έδινα ένα-δυο μήνες από τους ελάχιστους που μου απομένουν μόνο και μόνο για να το άκουγα και πάλι,» της λέω και φέρνω το χέρι της στα χείλη μου και το φιλάω απαλά. «Αυτό σημαίνει για μένα το γέλιο σου.»

    Σηκώνει το βλέμμα της προς τα εμένα. Εκείνο το χαμόγελο… αχ εκείνο το χαμόγελο… δεν είναι φωτεινό όπως πριν. Είναι γλυκόπικρο, γεμάτο εκείνο το “ξέρω”, το “σε βλέπω”, το “καταλαβαίνω”. Το απαντημένο χαμόγελο ενός ανθρώπου που δεν χρειάζεται πια λέξεις για να νιώσει. Και με μια σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση, σκύβει ξανά και χώνεται στην αγκαλιά μου.

    Δεν λέμε τίποτα για λίγα λεπτά. Μόνο οι ανάσες μας ακούγονται, σιγανές, σαν δυο κύματα που έφτασαν στην ίδια ακτή. Κάπου στο βάθος η τηλεόραση παίζει την αρχή της ταινίας, αλλά δεν προσέχουμε. Ο χρόνος, η ταινία, το φαγητό, η μπύρα—τίποτα δεν έχει σημασία. Σηκώνει το χέρι της και αγγίζει τα δάχτυλά μου που χαλαρώνουν πάνω στο μπράτσο της. Τα τυλίγει σιωπηλά μέσα στα δικά της.

    «Θυμάμαι τη βραδιά με το καραόκε…» ξεκινάει διστακτικά, σχεδόν ψιθυριστά, σαν να δοκιμάζει τις λέξεις πριν τις αφήσει να βγουν. Κάθε λέξη της έχει βάρος, σαν να τραβάει από μέσα της κάτι που την είχε καιρό κρυμμένο. «Που τραγουδούσαμε καραόκε…» επαναλαμβάνει, και κάνει παύση. Δεν κοιτάζει αμέσως προς το μέρος μου—κοιτάζει χαμηλά, ίσως για να αποφύγει να με αντικρίσει προτού βρει το θάρρος να συνεχίσει. «Θυμάσαι που τραγούδησες το ‘Έλα ήλιε μου’;»

    Γέρνω ελαφρά προς το μέρος της, ενθαρρύνοντάς την με ένα απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο νεύμα. «Ναι;» της κάνω, και η φωνή μου βγαίνει πιο μαλακή από όσο περίμενα – σαν να ήξερα, κατά βάθος, ότι ετοιμαζόταν να ειπωθεί κάτι που κουβαλούσε μέσα της καιρό.

    «Το βράδυ που με γύρισες σπίτι…» συνεχίζει, και τώρα σηκώνει το βλέμμα της και με κοιτάζει κατάματα, «…η δεύτερη στροφή του τραγουδιού γυρνούσε συνεχώς μέσα στο κεφάλι μου.»

    Η φωνή της δεν απαγγέλλει· θυμάται. Και οι λέξεις βγαίνουν όχι σαν απλός στίχος αλλά σαν μια βιωμένη ανάμνηση:

    Είναι καιρός που φέρνει τον έναν στον άλλον κοντά.
    Είναι καιρός που χωρίζουν οι σκέψεις και μένουμε μόνοι.
    Πόσο ανάγκη έχω τώρα από ένα δικό σου φιλί,
    Πόσο μου λείπει η ζεστή σου ανάσα που χείλη θεριεύει,
    Ζωντανεύει την καρδιά.
    Στο τελευταίο στίχο η φωνή της χαμηλώνει, σχεδόν σπάει. Δεν προσπαθεί να δώσει θεατρικότητα—το αντίθετο. Είναι γυμνή, ευάλωτη, αληθινή. Κι εγώ την κοιτάζω, ακούω την κάθε λέξη σαν να τη λέει για πρώτη φορά, αν και τη νιώθω πως εκείνη τη νύχτα, χωρίς να το ξέρω, την είχε ήδη πει σιωπηλά μέσα της.

    «Το ένιωσα σαν κάτι παραπάνω από παιχνίδι…» μου λέει τελικά, σταθεροποιώντας το βλέμμα της πάνω μου. «Ήταν… ήταν σαν να μου έκανες ερωτική εξομολόγηση, με εκείνο το τραγούδι…» Σταματά και πάλι, διστάζει για μια στιγμή. «Αλλά δεν… δεν έκανες καμία κίνηση.»

    Κρατώ την ανάσα μου χωρίς να το καταλαβαίνω—το σώμα μου αναμένει, όπως κάποιος που ακούει τη δική του ιστορία από τα χείλη κάποιου άλλου.

    Παίρνει μια βαθιά ανάσα και συνεχίζει με εκείνη την αφοπλιστική ειλικρίνεια που την κάνει να διαλύει κάθε μου άμυνα. «Δεν μπορώ να διαβάσω τις σκέψεις των άλλων, αλλά μπορώ να καταλάβω αν αρέσω σε έναν άνδρα. Κι εσύ… έδειχνες όλα τα σημάδια, Γιώργο. Όλα. Και ήμουν σχεδόν σίγουρη.»

    Δεν της απαντώ αμέσως. Δε χρειάζεται. Ό,τι και να πω τώρα θα είναι λιγότερο αληθινό από αυτό που ήδη λένε τα μάτια μου. Τα λόγια της πέφτουν σαν βροχή πάνω σε έδαφος που διψούσε καιρό – όχι γιατί δεν ήξερε, αλλά γιατί ήθελε να το ακούσει, να το πει, να το μοιραστεί.

    «Και… δεν μπορούσα να καταλάβω αν δεν έβλεπες τα δικά μου σημάδια ή τα έβλεπες και επέλεγες να τα αγνοήσεις… Και δεν σε αδικώ,» λέει, κι ένα χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη της, ήπιο και συμπονετικό, σχεδόν μητρικό. «Δεν ξέρω τι άλλαξε… αλλά χαίρομαι που άλλαξε.» Και καθώς το λέει αυτό, με κοιτάζει ξανά με εκείνο το βλέμμα της προσμονής που όμως δεν εκλιπαρεί—απλώς περιμένει την επιβεβαίωση πως δεν ονειρεύεται. Το χαμόγελό της γίνεται ξαφνικά παιχνιδιάρικο, επιστρέφει η σπιρτάδα στα μάτια της. «Γιώργο;»

    «Πες μου,» της λέω, κρύβοντας πίσω από το χαμόγελό μου όλα μου τα συναισθήματα.

    Αντί για απάντηση, μου χώνει ξαφνικά μια παιχνιδιάρικη στη μύτη με το δάχτυλό της. Την κοιτάζω αιφνιδιασμένος, αλλά προτού προλάβω να αντιδράσω, συνεχίζει με εκείνη την ψευτοπαραπονεμένη φωνή που χρησιμοποιεί όταν θέλει να με κάνει να χαμογελάσω.

    «Αυτό για να μάθεις να με αφήνεις να περιμένω τρεις ολόκληρες εβδομάδες, γάιδαρε!» μου λέει, κι εγώ, αντί να γελάσω, νιώθω έναν κόμπο να ανεβαίνει στο λαιμό μου, τα μάτια μου να τσούζουν από τη συγκίνηση. Γιατί η ζεστασιά της με κατακλύζει, με λιώνει από μέσα προς τα έξω, σαν να με ξεκουμπώνει από κάθε ενοχή, κάθε καθυστέρηση, κάθε δισταγμό.

    Καταφέρνω να χαμογελάσω—ένα χαμόγελο βουβό, γεμάτο τύψεις και ευγνωμοσύνη μαζί. «Είμαι απαράδεκτος,» της λέω, και η φωνή μου έχει μέσα της αποδοχή και συγγνώμη ταυτόχρονα.

    «Είσαι,» μου απαντά με ύφος παραπονιάρικο, αλλά το βλέμμα της δεν έχει ούτε ίχνος θυμού μέσα του. Χαμογελάει ξανά, αυτή τη φορά πιο ανάλαφρα. «Bygones,» μου λέει, με εκείνο το μείγμα ειρωνείας και γλυκύτητας που μόνο εκείνη μπορεί να ισορροπήσει τόσο αβίαστα. Και με το ίδιο ύφος, σαν να μην ειπώθηκε τίποτα απ’ όλα όσα μόλις ειπώθηκαν, συνεχίζει: «Τι ταινία θα δούμε;»

    «Λέω να κάνουμε επανάληψη στο Top Secret…» της λέω καθώς περιεργάζομαι τον κατάλογο με τις ταινίες. Με κοιτάζει με απορία, ανασηκώνοντας το ένα της φρύδι, ενώ στο πρόσωπό της σχηματίζεται εκείνη η χαρακτηριστική έκφραση της “Explain yourself, or else…”

    «Το άκρως τρελό κι απόρρητο;» τη ρωτάω ξανά, με ύφος συνωμοτικό και κάπως ενθουσιώδες, σαν να της αποκαλύπτω το απόλυτο κρυμμένο διαμάντι του σινεμά. Εκείνη κουνάει το κεφάλι της αρνητικά. «Σοβαρά μιλάς; Δεν το έχεις δει; Αυτό και το Απίθανη Πτήση, ένα και δύο, είναι… είναι εμβληματικές ταινίες! Ιστορικές! Σαν τον Νονό, αλλά με λιγότερους φόνους και περισσότερη χαζομάρα!»

    Με κοιτάζει μισοχαμογελώντας και σηκώνει τους ώμους της. «Όσες κλασικές ταινίες ξέρω τις ξέρω… ξέρεις…» λέει, με μια μικρή παύση στη φράση της που προδίδει την αμηχανία. Ξέρω ακριβώς τι εννοεί. Δεν χρειάζεται να συμπληρώσει την πρόταση—και μόνο το βλέμμα της φτάνει.

    «Γιατί παιδάκι μου δεν λες το όνομά του;» τη ρωτάω χαχανίζοντας, προσπαθώντας να τη βγάλω από τη δύσκολη θέση με λίγο πείραγμα. Εκείνη γουρλώνει τα μάτια και αφήνει έναν ήχο διαμαρτυρίας.

    «Εεεεε!» με μαλώνει, σαν να μου τραβάει το αυτί με το βλέμμα της και μόνο.

    «Κρινιώ μου…» της λέω χαμογελώντας γλυκά, κι η φωνή μου γίνεται μαλακή, χωρίς ίχνος ειρωνείας πια. «Δεν έχω τέτοιου είδους ανασφάλειες. Δεν υπάρχει λόγος να περνάς τα λόγια σου από φίλτρο. Δε θυμάσαι τι είπαμε για το άπειρο άθροισμα των στιγμών του παρελθόντος μας; Είμαστε όσα έχουμε ζήσει!»

    Με κοιτάζει για μια στιγμή, ανοιγοκλείνει τα μάτια της σαν να θέλει να σιγουρευτεί ότι άκουσε σωστά, και ύστερα χαχανίζει. «Αφού με έσκασες καλά-καλά!» μου κάνει, και μου χώνει ακόμα μια στη μύτη, εκείνη τη μικρή, παιχνιδιάρικη «σφαλιάρα» που έχει καθιερώσει ως τιμωρία κάθε φορά που παίζω τον ανήξερο.

    «Δε θα το ξανακάνω!» της λέω και σταυροκοπιέμαι, με ύφος παιδιού που μόλις δεσμεύτηκε ενώπιον του Ιερού Λειψάνου.

    «Το καλό που σου θέλω!» μου λέει, με το δάχτυλο σηκωμένο και το πρόσωπό της να παίρνει εκείνη τη δήθεν αυστηρή έκφραση που δεν τρομάζει κανέναν, αλλά με κάνει πάντα να χαμογελώ σαν μαθητής που μόλις τη γλίτωσε για λίγο. «Και τώρα… ταινία!» ανακοινώνει με ενθουσιασμό, σκύβει και αρπάζει το μπολ με το ποπκόρν, σαν να εφορμά σε λάφυρα πολέμου.

    Πραγματικά τη ζήλεψα που δεν την είχε ξαναδεί. Υπήρχαν στιγμές που γελούσε τόσο δυνατά, τόσο αβίαστα, που ούτε όταν την είχα γαργαλήσει ως το σημείο της απελπισίας δεν είχε γελάσει έτσι. Της έφευγαν τα ποπκόρν από το στόμα, δάκρυζε από τα γέλια, στροβιλιζόταν στον καναπέ σα να μην μπορούσε να ελέγξει το σώμα της.

    Εγώ; Εγώ την κοιτούσα περισσότερο απ’ ό,τι την ταινία. Και όσο κι αν έχω χάσει το λογαριασμό πόσες φορές έχω δει το Top Secret, αυτή τη φορά ήταν διαφορετική. Το γέλιο της με παρέσυρε, κι όσο έβλεπα το πρόσωπό της να φωτίζεται, τα μάτια της να αστράφτουν, κάποια στιγμή με έπιασαν στ’ αλήθεια τα πλευρά μου από τα γέλια.

    Με το που τελειώνει η ταινία, ανακάθεται λίγο στον καναπέ, χωρίς να φύγει από την αγκαλιά μου και γυρίζει και με κοιτάει. Τα μάτια της γυαλίζουν με μια φλόγα που δεν είχα ξαναδεί, τα μάγουλά της κοκκινισμένα ακόμα από το γέλιο. Δεν προλαβαίνω να μιλήσω, με αρπάζει από το σβέρκο με μια απροσδόκητη αποφασιστικότητα και με τραβάει προς το μέρος της, και χανόμαστε και πάλι για μερικά λεπτά σε ένα ατελείωτο ερωτικό φιλί.

    Τα δάχτυλά της χώνονται στα μαλλιά μου, ενώ το σώμα της τρέμει ελαφρά καθώς πιέζεται πάνω μου. Αποτραβιέται σχεδόν απρόθυμα και με κοιτάζει ντροπαλά, δαγκώνοντας απαλά το κάτω χείλος της, ένα μικρό νευρικό τικ που έχω αρχίσει να αναγνωρίζω.

    «Να σου πω κάτι, αλλά μη γελάσεις!» μου λέει, η φωνή της λίγο τρεμουλιαστή, ενώ τα δάχτυλά της παίζουν αφηρημένα με την άκρη της μπλούζας της.

    «Δε στο υπόσχομαι!» της κάνω χαχανίζοντας και το πρόσωπό της αλλάζει αμέσως. Σουφρώνει τη μύτη της και σταυρώνει πεισματάρικα τα χέρια της στο στήθος, το σώμα της τεντώνεται σε μια στάση ψεύτικης αγανάκτησης.

    «Δε σου λέω, να σκάσεις!» μου κάνει σουφρώνοντας τα χείλη της, το κεφάλι της κλίνει ελαφρά στο πλάι σαν προκλητικό πουλάκι, κάνοντάς με να γελάσω ακόμα πιο δυνατά! «Ορίστε, του είπα να μη γελάσει, και γελάει ο γάιδαρος!» συνεχίζει, αυτή τη φορά χαχανίζοντας κι εκείνη, τα μάτια της συρρικνώνονται σε ημισέληνους χαράς.

    «Αν δεν μου πεις θα σε γαργαλήσω μέχρι να τα ομολογήσεις όλα!» την απειλώ, υψώνοντας τα δάχτυλά μου σε θέση επίθεσης, και γουρλώνει τα μάτια της, το σώμα της μαζεύεται αμυντικά προς τα πίσω.

    «Μην τολμήσεις!» μου λέει σηκώνοντας προειδοποιητικά το δείκτη της αλλά το χαμόγελό της λέει άλλα. Λέει, «Μη και ΔΕΝ τολμήσεις!»

    Δεύτερος γύρος γαργαλήματος. Τα δάχτυλά μου βρίσκουν τα ευαίσθητα σημεία στα πλευρά της, και το σώμα της τινάζεται σαν να το διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Προσπαθεί να μου ξεφύγει, στριφογυρίζοντας σαν χέλι, αλλά την κρατάω γερά με το ένα χέρι ενώ το άλλο συνεχίζει το βασανιστήριο. Και όχι τίποτε άλλο αλλά εγώ δε γαργαλιέμαι οπότε δε μπορεί να μου το ανταποδώσει. Η Λίζι, τρομαγμένη από την αναταραχή, πηδά στο πάτωμα και απομακρύνεται με ελαφρά χοροπηδηματάκια. Σταματάω ίσα-ίσα για να βρει τις ανάσες της, το στήθος της ανεβοκατεβαίνει γρήγορα, τα μαλλιά της έχουν σκορπίσει γύρω από το πρόσωπό της σαν φωτοστέφανο.

    «Παραδίνεσαι;» τη ρωτάω, τα χέρια μου έτοιμα για νέα επίθεση.

    «Παραδίνομαι! Παραδίνομαι!» μου λέει σχεδόν ξεψυχισμένα, υψώνοντας τα χέρια της σε ένδειξη συνθηκολόγησης. «Είσαι ένας κοινός εκβιαστής!» μου λέει σουφρώνοντας και πάλι τα χείλη της, αλλά τα μάτια της λάμπουν.

    «Ο χειρότερος!» τη διαβεβαιώνω, υποκλινόμενος ελαφρά με επιτηδευμένη αλαζονεία. «Λοιπόν, θα μου πεις ή θα έχουμε και τρίτο γύρο;» Τα δάχτυλά μου πλησιάζουν και πάλι απειλητικά.

    «Ουφ!» μου κάνει ξεφυσώντας, τα μάγουλά της φλεγόμενα από το γέλιο και την ένταση. «Ορίστε, ξέχασα τι ήθελα να πω!»

    «Καλό κόλπο, δεσποινίς!» της λέω, πλησιάζοντας απειλητικά τα δάχτυλά μου. «Αλλά δε με ξεγελάς τόσο εύκολα.»

    Η Κρινιώ κουνάει το κεφάλι της, τα μαλλιά της αναπηδούν γύρω από τους ώμους της. «Όχι, αλήθεια!» διαμαρτύρεται, κρατώντας τα χέρια της προστατευτικά μπροστά της. «Περίμενε… περίμενε!» Το πρόσωπό της φωτίζεται ξαφνικά. «Α, ναι! Θυμήθηκα!»

    Κάθεται πιο ίσια τώρα, προσπαθώντας να διορθώσει τα ανακατεμένα μαλλιά της, με μια έκφραση που ταλαντεύεται μεταξύ συστολής και αποφασιστικότητας. Τα μάτια της συναντούν τα δικά μου και μετά χαμηλώνουν στιγμιαία.

    «Θέλω κάτι γλυκό. Σοκολάτα…» λέει και με κοιτάζει και πάλι ντροπαλά κάνοντάς με να χάσω στροφές. «Είμαι… είμαι κοντά στις μέρες μου…»

    Της ανακατεύω παιχνιδιάρικα τα μαλλιά. «Τότε σήκω να πάμε για κρέπες» της απαντάω και το πρόσωπό της φωτίζεται.

    «Στην Κηφισιά;» με ρωτάει ξαναμμένη.

    «Για το Κρινιώ μου, και στην άκρη του κόσμου!» της απαντάω τρυφερά, και εκεί έχουμε τρίτο γύρο φιλιού, τόσο έντονου, που θαρρείς η ψυχή μου ρουφήχτηκε από τα χείλη μου, έκανε μια βόλτα μέσα στην Κρινιώ, και επέστρεψε καθάρια πίσω στον ιδιοκτήτη της.

    Όταν είναι να μου βγει η ψυχή, κάπως έτσι θα ήθελα να είναι!

    «Το Κρινιώ σου…» μου κάνει όταν αποτραβιόμαστε. Χαμογελάει. «Μ’ αρέσει!» μου λέει με μάτια που λάμπουν.

    Τελικά δε χρειάζεται να πάμε μέχρι την άκρη του κόσμου, πάμε στην κρεπερί στον τροχονόμο. Η Κρινιώ παίρνει μια κρέπα με σοκολάτα, μπανάνα και μπισκότο. Εγώ δε θέλω να φάω, οπότε αρκούμαι σε ένα αναψυκτικό. Τρώει σαν παιδάκι, αχόρταγα, απρόσεκτα. Δε τη νοιάζει που πασαλείβεται με σοκολάτα στην άκρη των χειλιών της—αντίθετα, το διασκεδάζει, η πραγματική, η απόλυτη απόδειξη ότι το απολαμβάνει.

    Χαμογελάω και πάω να την σκουπίσω με μια χαρτοπετσέτα. Γελάει σαν παιδάκι και αφήνεται στην περιποίησή μου. Νιώθω τα βλέμματα πάνω μας, σχεδόν ακούω τις σκέψεις τους: Τι δουλειά έχει ο σκατόγερος με το λουλούδι; Δε δίνω δεκάρα, έχω πάψει εδώ και πολλά χρόνια να δίνω δεκάρα γιατί το τι μπορεί να σκέφτεται ο κάθε άσχετος.

    Μου δίνει να φάω κι εγώ λίγο, και παρόλο που δε θέλω της κάνω το χατίρι. Λερώνομαι κι εγώ ελαφρά από την ζεστή σοκολάτα, και η Κρινιώ δε χρησιμοποιεί χαρτοπετσέτα, με τραβάει πάνω της και με σκουπίζει με τα χείλη της.

    «Τι, χωρίς φιλάκι;» με ρωτάει χαμογελώντας σαν παιδάκι.

    «Ποτέ!» της λέω, και αυτή τη φορά είμαι εγώ που την τραβάω πάνω μου.

    Να ήταν η ζήλεια ψώρα, σκέφτομαι αυτάρεσκα νιώθοντας ξανά να τραβάμε τα βλέμματα πάνω μας. Και πώς να μην τα τραβάμε, η Κρινιώ είναι σα να έχει ξεπηδήσει από κάποιο πίνακα ζωγράφου. Μπορεί η ομορφιά της να μην είναι εκθαμβωτική αλλά λάμπει με αυτή την ανέμελη λάμψη που μόνο ένα κορίτσι της διπλανής πόρτας μπορεί να έχει. Είναι όμορφη με ένα τρόπο που θα ζήλευε και το πιο όμορφο μοντέλο. Είναι γήινη, είναι αληθινή.

    Στα δικά μου μάτια είναι κάτι πολύ περισσότερο. Αιθέρια, σχεδόν υπερβατική, λάμπει με ομορφιά που θα ζήλευε και η ωραία Ελένη. Γιατί μπορώ να αφήσω πια τον εαυτό μου να το παραδεχτεί. Είμαι ερωτευμένος μαζί της όσο δεν πάει… κι άλλο τόσο.

    Και δεν με τρομάζει αυτό. Ούτε καν το τέλος του. Το μόνο που με τρομάζει είναι το αν δεν προλάβω να της το πω όπως πρέπει. Όχι με λόγια—με τον χρόνο μου. Με τα μάτια μου. Με το κάθε φιλί που θα της δίνω σα να ήταν το πρώτο και το τελευταίο.

    «Πάμε να πάρουμε τσίχλες;» με ρωτάει πίνοντας την τελευταία γουλιά από το αναψυκτικό της.

    «Πάμε,» της απαντάω.

    Βάζει το χέρι της στο δικό μου, και έτσι, χεράκι-χεράκι, περνάμε απέναντι στο περίπτερο. Της λέω ότι θα κάτσω να στρίψω ένα τσιγάρο, και σχεδόν απρόθυμα αφήνω το χέρι της και πάω δίπλα και κάθομαι στο πεζούλι. Στρίβω ένα τσιγάρο και το ανάβω απολαμβάνοντας το κάψιμο στο λαιμό μου. Είναι κοντά στα μεσάνυχτα, και η στάση είναι γεμάτη από κόσμο που περιμένει το τελευταίο λεωφορείο.

    Τα περισσότερα είναι πιτσιρίκια στην εφηβεία, μιλάνε, γελάνε, κάνουν φασαρία, ρουφάνε τη ζωή.

    Επιστρέφουμε στο αυτοκίνητο. Καθώς βάζω μπροστά, αντί να πάρω το δρόμο για το σπίτι της, γυρίζω και την κοιτάζω. «Αντί να σε γυρίσω σπίτι... πάμε μια βόλτα;» της προτείνω. «Νυχτερινή περιήγηση στην Αθήνα;»

    Τα μάτια της φωτίζονται αμέσως. «Ναι!» αναφωνεί με ενθουσιασμό που με κάνει να νιώσω λες και της πρότεινα ταξίδι στο Παρίσι.

    Ξεκινάω την πορεία μας από τον Τροχονόμο. Η Κηφισιά τέτοια ώρα έχει αρχίσει να ησυχάζει, με το ρυθμό της να επιβραδύνεται—λιγότερα αυτοκίνητα, λιγότεροι άνθρωποι, περισσότερος χώρος να αναπνεύσεις. Στο ράδιο ξεκινάει το “LA Woman” των Doors—συγχρονισμός σχεδόν μεταφυσικός, λες και κάποιος ραδιοφωνικός παραγωγός διάβασε τη στιγμή μας. Δυναμώνω λίγο την ένταση και αρχίζω να τραγουδάω συνοδεύοντας τη φωνή του Morisson.

    Well, I just got into town about an hour ago
    Took a look around, see which way the wind blow
    Where the little girls in their Hollywood bungalows
    Are you a lucky little lady in the city of light
    Or just another lost angel, city of night
    City of night, city of night, city of night, woo, come on

    Η Κρινιώ χαμογελάει με το πάθος μου και νιώθω το χέρι της να ακουμπά απαλά στο δικό μου πάνω στο λεβιέ. Συνεχίζουμε έτσι, με τα δάχτυλά μας μπλεγμένα, με εμένα να τραγουδάω και εκείνη να κοιτάζει πότε εμένα και πότε έξω από το παράθυρο.

    Καθώς κατεβαίνουμε την Κηφισίας, τα φωτισμένα κτήρια σχηματίζουν μια φωτεινή γιρλάντα στο πλάι του δρόμου. Η λεωφόρος είναι ακόμα ζωντανή, με αυτοκίνητα που περνούν δίπλα μας. Πινακίδες νέον αντανακλώνται πάνω στο παρμπρίζ, ρίχνοντας φευγαλέες αποχρώσεις μπλε και κόκκινου στο πρόσωπό της. Όσο πλησιάζουμε στους Αμπελόκηπους, η Κηφισίας αποκτά έναν πιο αστικό χαρακτήρα, τα κτήρια με τα γραφεία και τα καταστήματα έχουν αφήσει τις θέσεις τους σε πολυκατοικίες.

    Συνεχίζουμε στη Βασιλέως Κωνσταντίνου, με το Παναθηναϊκό Στάδιο να λάμπει λευκό στα αριστερά μας, σαν πέτρινο φεγγάρι που έπεσε ανάμεσα στα κτίρια. Τα μαρμάρινα καθίσματα αντανακλούν το φως των προβολέων, σχεδόν σαν να λάμπουν από μέσα τους.

    Η Συγγρού μας βγάζει στην παραλιακή, στη λεωφόρο Ποσειδώνος. Παίρνω την έξοδο προς τη Γλυφάδα και ξαφνικά η θάλασσα απλώνεται στα δεξιά μας. Σκοτεινή, μυστηριώδης, με το φεγγάρι να αντανακλάται στα νερά της σχηματίζοντας ένα ασημένιο μονοπάτι. Τα φώτα από τα καράβια στον ορίζοντα μοιάζουν με μικρά αστέρια που έπεσαν στη γη.

    «Στάσου,» μου λέει ξαφνικά. «Μπορούμε να σταματήσουμε για λίγο;»

    Βρίσκω έναν χώρο στάθμευσης κοντά στην παραλία του Φλοίσβου και παρκάρω. Μόλις σβήνω τη μηχανή, η Κρινιώ ανοίγει την πόρτα και βγαίνει με μια σχεδόν παιδική ανυπομονησία. Βγαίνω κι εγώ, και τη βλέπω να στέκεται μπροστά στο κιγκλίδωμα, το πρόσωπό της στραμμένο προς τη θάλασσα. Ο άνεμος παίζει με τα μαλλιά της, κάνοντάς τα να χορεύουν γύρω από τους ώμους της.

    Την πλησιάζω και στέκομαι δίπλα της. Το φως του φεγγαριού τονίζει το προφίλ της, κάνοντάς την να μοιάζει σχεδόν εξωπραγματική, λες και βγήκε από κάποιο όνειρο.

    «Είναι τόσο όμορφα…» ψιθυρίζει. «Λατρεύω την θάλασσα τη νύχτα. Έχει κάτι… μυστηριώδες.»

    «Όπως και συ,» της λέω, χωρίς να το σκεφτώ πολύ.

    Στρέφεται και με κοιτάζει. Τα μάτια της αντανακλούν το φεγγάρι, δημιουργώντας μικρά αστέρια μέσα τους.

    «Εγώ μυστηριώδης;» γελάει απαλά. «Είμαι ανοιχτό βιβλίο.»

    «Ναι, αλλά σε γλώσσα που ακόμα μαθαίνω,» της απαντώ, και πριν προλάβει να μου απαντήσει, την τραβάω απαλά προς το μέρος μου και τη φιλώ. Τα χείλη της έχουν γεύση από σοκολάτα και θαλασσινό αέρα.

    Μένουμε εκεί για λίγα λεπτά, ακούγοντας τον ήχο των κυμάτων που σπάνε στην ακτή. Οι ανάσες μας σταδιακά συγχρονίζονται, γίνονται ένα με τον ρυθμό της θάλασσας. Ένα ζευγάρι περνά κοντά μας περπατώντας, τα χέρια τους ενωμένα, οι κουβέντες τους χαμηλόφωνες. Μας χαμογελούν φευγαλέα, σαν να αναγνωρίζουν κάτι κοινό.

    «Επιστρέφουμε;» με ρωτά τελικά η Κρινιώ, αλλά το λέει χωρίς να κουνηθεί, σαν να μην θέλει πραγματικά να φύγει.

    «Από νότια ή από εθνική,» της απαντώ.

    «Πάμε από εθνική, έχουμε αφήσει και τη Λίζι μόνη της!» μου λέει.

    Επιστρέφουμε στο αυτοκίνητο χέρι-χέρι. Καθώς μπαίνουμε μέσα, βάζω πάλι μπροστά και παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής. Τρώμε λίγη κίνηση, αλλά με το που μπαίνουμε στην Εθνική η κίνηση ελαττώνεται και πάλι, ούτε μισή ώρα δε μας παίρνει να φτάσουμε στο ύψος της Κηφισιάς.

    Καθώς πλησιάζουμε ξανά προς τα μέρη μας, με το ξημέρωμα να είναι ακόμα αρκετές ώρες μακριά, συνειδητοποιώ ότι δεν θέλω να τελειώσει αυτή η βραδιά. Θέλω να συνεχίσω να οδηγώ, με εκείνη δίπλα μου, να εξερευνώ δρόμους και γειτονιές, φωτεινούς και σκοτεινούς τόπους, να ανακαλύπτω την πόλη ξανά μέσα από τα μάτια της. Θέλω να κατασκοπεύσω τα ξημερώματα μαζί της, να δω τον ήλιο να ανατέλλει πάνω από τα βουνά της Αττικής, να νιώσω το πρώτο φως να ζεσταίνει το πρόσωπό της.

    Αλλά ξέρω ότι δεν είναι ανάγκη να τα ζήσουμε όλα απόψε. Θα έχουμε κι άλλες νύχτες, κι άλλες διαδρομές. Ο χρόνος μου μπορεί να είναι περιορισμένος, αλλά για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, αισθάνομαι ότι θα τον αξιοποιήσω—κάθε δευτερόλεπτό του.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
  8. mnms

    mnms Regular Member

    Εκδόσεις ;;;;   ... Κάντε το βιβλίο ΧΘΕΣ...

    Η Αφέντρα Μ.
     
  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 7ο - De l’eau. De l’air… La vie.

    Είμαστε και οι δύο στο κρεβάτι μου. Γυμνοί, κάτω από το απαλό κουβερτάκι, τυλιγμένοι ο ένας γύρω από τον άλλον όπως οι ρίζες ενός δέντρου που έχουν βρει καταφύγιο στο ίδιο χώμα. Η Κρινιώ είναι κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου, το πρόσωπό της χωμένο στην καμπύλη του ώμου μου, εκεί όπου ο χτύπος της καρδιάς μου είναι πιο δυνατός.

    Το ένα της χέρι ξεκουράζεται πάνω στο στέρνο μου και με τα ακροδάχτυλα χαράζει αργά, σχεδόν τελετουργικά, κύκλους πάνω στο δέρμα μου—σαν να προσπαθεί να μετρήσει τις σκέψεις μου, να γαληνέψει τις ταραχές μου. Τη σφίγγω πάνω μου. Τα χείλη μου βρίσκουν τα μαλλιά της και αφήνουν εκεί ένα φιλί—τρυφερό, γεμάτο ευγνωμοσύνη.

    Το μυαλό μου είναι αχταρμάς. Μια ανεξέλεγκτη ροή από εικόνες, ανάσες, χαμόγελα και αγγίγματα που ξετυλίγεται χωρίς τάξη και λογική. Προσπαθεί ακόμα να επεξεργαστεί τι ακριβώς συνέβη από τη στιγμή που περάσαμε το κατώφλι του σπιτιού μου. Πώς έγινε τόσο φυσικά, τόσο αβίαστα. Πώς ένα “να κάτσουμε λίγο ακόμα” έγινε μια από τις πιο τρυφερές, πιο αληθινές νύχτες της ζωής μου.


    Η Γέφυρα της Βαρυμπόμπης ξεπροβάλλει μπροστά μας και, χωρίς δεύτερη σκέψη, κάνω δεξιά.

    «Πού πάμε;» με ρωτάει ξαφνιασμένη, γύρω της ακόμα ανασαίνει η αύρα του γέλιου μας.

    «Σπίτι σου σε πάω,» της λέω απλά.

    «Έλα μωρέ Γιώργο, από τώρα;» μου κάνει με φωνή γεμάτη παράπονο και βλέμμα που λιώνει πέτρες. Σουφρώνει τα χείλη της σαν μικρό κορίτσι που του είπαν πως τελείωσε το παιχνίδι. «Ούτε μία δεν έχει πάει και αύριο είμαι απογευματινή!»

    Κοιτάζω για λίγο μπροστά μου—τάχα μου σκεφτικός.

    «Ό,τι θέλει το κορίτσι!» της λέω και χαμογελάω σαν χαζός ερωτευμένος έφηβος. Απέναντι από τα Έβερεστ σταματάω και βάζω alarm. Την κοιτάζω συνωμοτικά, σηκώνοντας ελαφρά τα φρύδια.

    «Γουστάρεις γρανίτα;»

    «ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!» μου απαντάει με ενθουσιασμό που δεν μπορεί να συγκρατηθεί, και η φωνή της κάνει τον αέρα μέσα στο αμάξι να γεμίσει καλοκαίρι.

    Κατεβαίνουμε και παίρνουμε τις γρανίτες μας—εκείνη διαλέγει φράουλα, εγώ κλασική λεμόνι. Όλα είναι ελαφριά και γεμάτα ζωντάνια. Όταν επιστρέφουμε στο σπίτι μου, μας περιμένει η Λίζι στην πόρτα. Όχι απλώς για να μας καλωσορίσει αλλά για να μας μαλώσει που την αφήσαμε μόνη.

    «Συγγνώμη κοριτσάκι μου,» της λέω ψιθυριστά. «Αργήσαμε λιγάκι.» Η Κρινιώ γελάει και της δίνει ένα χάδι στο κεφάλι.

    Καθόμαστε στον καναπέ—δηλαδή εγώ και η Κρινιώ, και η Λίζι… επάνω της. Ε, κατάλαβες, το τριχωτό προδοτικό κάθαρμα διάλεξε και πάλι. Στρογγυλοκάθεται στην αγκαλιά της και γουργουρίζει σαν να ήταν εκεί από πάντα.

    Βάζουμε να δούμε Cunk on Earth στο Netflix—το είχε προτείνει εκείνη, εγώ ούτε που το ήξερα. Κι όμως, το γέλιο μας ξεσπάει ταυτόχρονα, εκείνο το ειλικρινές, βαθύ γέλιο που αδειάζει την ψυχή από ό,τι σκοτεινό. Γελάει τόσο πολύ που νομίζω ότι θα πέσει από τον καναπέ, και μαζί της γελάει και η Λίζι, με τον δικό της τρόπο—κάνοντάς της τρίλιες κάθε φορά που η Κρινιώ αλλάζει θέση και της χαλάει τη βολή.

    Κάποια στιγμή, μην αντέχοντάς μας άλλο, η Λίζι μας αφήνει και πηγαίνει και κάθεται στο δέντρο της. Η Κρινιώ βρίσκει την ευκαιρία και βολεύεται καλύτερα στην αγκαλιά μου. Πραγματικά δεν κατάλαβα τι έγινε. Τη μια στιγμή γελούσαμε με το κεραυνοβολημένο βλέμμα του καλεσμένου της Philomena από κάτι που του πέταξε με το απίστευτο deadpan delivery της και την επόμενη…

    Αυτή τη φορά το φιλί δεν ήταν απλά παθιασμένο, ήταν υπόσχεση. Την ήθελα, τη λαχταρούσα, και με το φιλί της μου έδειξε με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι δεν ήμουν ο μόνος που ήθελε να πάμε παρακάτω. Το χέρι μου για πρώτη φορά αγκάλιασε την καμπύλη του στήθους της ενώ με τα χείλη μου εξερευνούσα τα χείλη της και το λαιμό της.

    Πέρασα το χέρι μου μέσα από το ντεκολτέ της, στην αρχή πάνω από το σουτιέν της και μετά από κάτω. Χωρίς δισταγμό έκανα να της σηκώσω την μπλούζα και σήκωσε τα χέρια της για να με βοηθήσει. Έβγαλα το σουτιέν της με μια κίνηση.

    «Βρε μπερμπάντη!» μου είπε χαχανίζοντας, θαυμάζοντας την τέχνη μου να της το ξεκουμπώσω μ’ ένα δάχτυλο.

    Την είδα για πρώτη φορά γυμνή από πάνω και η ανάσα μου σχεδόν κόπηκε στα δύο. Τα στήθη της είναι όμορφα, υπέροχα! Ελαφρά μεγαλύτερα για τις αναλογίες της, έχουν την ίδια γήινη ομορφιά με την ιδιοκτήτριά τους. Βαραίνουν ελαφρά, αλλά αυτό προσθέτει ακόμα περισσότερο στην ομορφιά τους. Οι θηλές της είναι σκούρες και σε σχεδόν τέλεια αναλογία.

    Και στην κορυφή του στέρνου της ένα tattoo! Ένας ήλιος με ασύμμετρες ακτίνες, σαν παιδική ζωγραφιά, και από κάτω μια νότα, στο κέντρο το κλειδί του σολ και αριστερά το σύμβολο του απείρου. Το χαζεύω για μερικές στιγμές, σχεδόν μαγεμένος. Αλλά το θέαμα του γυμνού της στήθους με μεθά· ξεχνάω το τατουάζ, ξεχνάω τους συμβολισμούς, ξεχνάω το όνομά μου το ίδιο. Σκύβω και τα φιλάω αχόρταγα. Όλα γίνονται στο μυαλό μου μια θολούρα, ούτε που καταλαβαίνω για πότε βρισκόμαστε και οι δύο στην κρεβατοκάμαρά μου γυμνοί.

    Όλο μου το σύμπαν έχει επικεντρωθεί στις ανάσες της, στο διάβασμα του κορμιού της καθώς το εξερευνώ με το στόμα μου. Με τραβάει προς τα πάνω, με φιλάει, και μετά χαμηλώνει εκείνη προς τα μένα. Με παίρνει στο στόμα της και τα μάτια μου σχεδόν γυρίζουν στις κόγχες τους.

    Η αίσθηση είναι απίστευτη. Ο ερεθισμός μου, που ήταν εξ αρχής έντονος, γιγαντώνεται μέσα σε μερικές στιγμές. Με πολύ μεγάλη δυσκολία καταφέρνω να τη σταματήσω και να τη φέρω προς το μέρος μου και πάλι. Σταματάω και ανοίγω το συρτάρι, ξέρω ότι είχα προφυλακτικά αλλά… είναι εκεί πάνω από ενάμιση χρόνο.

    Η Κρινιώ βλέπει το δισταγμό μου και χαχανίζει. «Έχω εγώ!» μου λέει χαμογελώντας μου πονηρά. «Δεν πήρα μόνο τσίχλες στο περίπτερο!» Βάζει τα γέλια από το σαστισμένο μου ύφος. «Εκατόν πενήντα το αλεπουδάκι!» μου κάνει και αυτή τη φορά παραδίνομαι.

    Σηκώνεται και πάει μέσα να φέρει τα προφυλακτικά και δεν μπορώ να μη τη θαυμάσω. Υπέροχη, θηλυκή, σμιλεμένη σαν άγαλμα και ταυτόχρονα γήινη και καθημερινή. Πώς ήταν δυνατόν;

    Και τότε προσέχω τον αριστερό της γλουτό. Κι άλλο tattoo! Το κεντρικό σχήμα είναι το σταυρόνημα, σα να κοιτάς μέσα από διόπτρα. Στο κέντρο του στόχου βρίσκεται μια καρδιά. Ο στόχος είναι ασπρόμαυρος αλλά η καρδιά είναι κόκκινη. Παρά τον ερωτισμό της στιγμής ξυπνάει μέσα μου το διαολάκι, ε, άμα μου ζωγραφίζουν στόχο—pun intended—δεν αφήνω την ευκαιρία να πάει χαμένη.

    “STOP” της φωνάζω όταν επιστρέφει με τα προφυλακτικά, ξαφνιάζοντάς την. «Πρώτα θα μιλήσουμε για τους στόχους σου!» της λέω και με κοιτάζει για μερικές στιγμές. Κι εκεί στροφάρει επιτέλους και βάζει τα γέλια.

    «Π’ ανάθεμά σε!» μου κάνει γελώντας, «με κοψοχόλιασες!» Ξαφνικά η φωνή της γίνεται ντροπαλή. «Δώρο… δώρο ήταν… στον Γιώργο. Μικρή, ηλίθια και ερωτευμένη ήμουν. Μου ’λεγε συνέχεια ότι έχω τόσο όμορφο κώλο που δίνω στόχο… and the rest is history!»

    «Έτσι και ξαναμιλήσεις άσχημα για το Κρινιώ μου, θα σου κάνω το κωλαράκι κόκκινο, και με αυτό ζωγραφισμένο πάνω του αποκλείεται να χάσω το στόχο!»

    “That’s the idea!” μου λέει παιχνιδιάρικα, και χωρίς πολλά άλλα έρχεται και με σπρώχνει και με πετάει πίσω στο κρεββάτι. Με παίρνει για μερικές στιγμές στο στόμα της και μετά μου φοράει το προφυλακτικό.

    Γέρνω από πάνω της και με υποδέχεται πρόθυμη. Μπαίνω, σχεδόν γλιστράω μέσα της. Τα πόδια της τυλίγονται γύρω μου, με αγκαλιάζουν, με τραβάνε πάνω της. Ξεκινάω να κινούμαι και ο χρόνος σταματάει και πάλι…


    Από τις σκέψεις με βγάζει η φωνή της. «Γιώργο;» με ρωτάει η Κρινιώ κοιτάζοντάς με σα να προσπαθεί να βρει τα λόγια, και ξαφνικά η καρδιά μου βουλιάζει. Φοβάμαι πως θα μου πει πως το μετάνιωσε, τρέμω ότι θα μου πει ότι αυτό ήταν λάθος. «Δε θέλω να με πας σπίτι μου,» μου λέει και η καρδιά μου επιστρέφει στη θέση της.

    «Δεν πας πουθενά!» τη διαβεβαιώνω, και γέρνω πάνω της και φιλιόμαστε σα να μην υπάρχει αύριο. Το χέρι μου ταξιδεύει και πάλι στο κορμί της, από το λαιμό της στα στήθη της, από τα στήθη της στην κοιλιά της, και από εκεί ανάμεσα στα πόδια της, το κέντρο της ίδιας της ύπαρξης.

    Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά,
    Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι,
    Το επίχρισμα, η άγια σκουριά.
    Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.
    Τη φιλάω στο λαιμό και μετά χαμηλώνω και βρίσκομαι και πάλι στα στήθη της. Παίρνω τη θηλή του αριστερού της στήθους στα χείλη μου και νιώθω την ανάσα της που κόβεται σχεδόν.

    «Δάγκωσέ την,» μου λέει με βραχνή φωνή. Υπακούω και τη δαγκώνω ελαφρά. «Πιο δυνατά!» μου κάνει. Σφίγγω τα δόντια μου περισσότερο προσπαθώντας να καταλάβω πόσο περισσότερο. Τη νιώθω να σφίγγεται αλλά όταν κάνω να χαλαρώσω μου λέει «μη σταματάς!» Δε σταματάω αλλά δε βάζω και περισσότερη δύναμη.

    Αφήνω το ένα στήθος της και πάω στο άλλο και επαναλαμβάνω σχεδόν τελετουργικά τις ίδιες κινήσεις. Με αρπάζει από το κεφάλι και σχεδόν με κολλάει πάνω της. Παίρνω το μήνυμα και αυτή τη φορά αλλάζω τακτική, χαμηλώνω προς τα κάτω, πότε φιλώντας, και πότε δαγκώνοντας το κορμάκι της. Οι ανάσες της έχουν γίνει κοφτές. Χαμηλώνω ακόμα περισσότερο και βρίσκομαι να ανασαίνω τη θηλυκότητά της.

    Δεν υπάρχει πιο όμορφο, πιο ακριβό άρωμα πάνω σε αυτό τον πλανήτη. Την ανασαίνω, ρουφάω το άρωμά της που με μεθάει, που με κάνει να ξεχνάω τα πάντα. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο για μένα. Κι όμως, ένα κομμάτι του μυαλού μου—το πιο ηλίθιο—σκέφτεται μήπως είμαι γελοίος έτσι όπως στέκομαι σκυμμένος μπροστά της, τόσο χαμένος, τόσο ευάλωτος, τόσο… ευτυχισμένος. Μου περνάει. Τα χείλη της είναι σαν ροδοπέταλα που θα ζήλευε και το πιο σπάνιο λουλούδι. Βυθίζω τη γλώσσα μου στο νέκταρ της, και τη γεύομαι, σαν διψασμένη μέλισσα.

    Ανεβάζω και τα δυο μου χέρια προς τα πάνω και σφίγγω τα στήθη της, χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσω το χάδι με τη γλώσσα και τα χείλη μου. Οι κοφτές ανάσες της γίνονται βογγητά, νιώθω το κορμάκι της κάποιες στιγμές να τρέμει. Γρήγορα καταλαβαίνω τι απολαμβάνει περισσότερο και επικεντρώνομαι εκεί. Το τρέμουλο σιγά-σιγά γίνεται πιο έντονο, τα βογγητά της πιο δυνατά. Τεντώνεται και τη νιώθω σα να περνούν το σώμα της χιλιάδες βολτ.

    «ΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ»

    Κολλάει το κεφάλι μου πάνω της και με κρατάει ακίνητο, το σώμα της τεντώνεται και πάλι… και το πρόσωπό μου γεμίζει από τη θηλυκή της αμβροσία. Τη γεύομαι και την πίνω αχόρταγα, σαν τον χαμένο στην έρημο ταξιδιώτη που βρήκε την όαση με το νερό της αθανασίας. Στο μυαλό μου έρχεται το πιο άκυρο πράγμα, η διαφήμιση του Perrier.

    De l’eau, de l’air… La vie.

    Ανεβαίνω ξανά προς τα πάνω ενώ το κορίτσι μου προσπαθεί να βρει τις ανάσες της. Ανεβαίνει πάνω μου σχεδόν και χάνομαι και πάλι στο φιλί της. Ας τελειώσει και τώρα η ζωή μου, δε με νοιάζει. Πενηνταπέντε χρονών αλλά τίποτα… ΤΙΠΟΤΑ… δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτή τη στιγμή.

    Η ζωή που περνά και χάνεται.
    Η ζωή περνά και χάνεται, χάνεται
    κι η στιγμή που ποτέ δεν πιάνεται.
    Η στιγμή ποτέ δεν πιάνεται, μάτια μου,
    μια στιγμή και μ’ αφήνεις μόνο μου,
    Μια στιγμή και είμαι μόνος μου, μόνος μου,
    Να σε δω κι ας τελειώσει ο χρόνος μου,
    Κι ας τελειώσει τώρα ο χρόνος μου
    Μάτια μου
    «Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει βλέποντάς με να έχω χαθεί.

    Χαμογελάω. Δεν της απαντάω αμέσως, μόνο τείνω το χέρι μου προς το κομοδίνο και πιάνω το κινητό μου. Ξεκλειδώνω την οθόνη, ψάχνω λίγα δευτερόλεπτα και βρίσκω αυτό που θέλω. Εκείνη γέρνει ελαφρά προς το μέρος μου, μισοσκεπασμένη με το σεντόνι, το βλέμμα της γεμάτο περιέργεια και τρυφερή υπομονή. Τα δάχτυλά της παίζουν νευρικά με την άκρη του σεντονιού καθώς περιμένει.

    «Τι είναι αυτό;» με ρωτάει.

    «Για μένα… είναι η πιο όμορφη διαφήμιση που έχει υπάρξει.» Η φωνή μου χαμηλώνει, αποκτά έναν τόνο σχεδόν μυστικιστικό, σαν να ετοιμάζομαι να της αποκαλύψω κάτι πολύτιμο.

    Πατάω το play και η οθόνη ζωντανεύει και σε ταξιδεύει αμέσως στην καρδιά της αφρικανικής σαβάνας. Ο ήλιος καίει αμείλικτα. Τα ξεραμένα φυτά λαμπυρίζουν σαν χρυσός. Μια γυναίκα, με χαρακτηριστικά σμιλεμένα από την εξάντληση, σέρνεται απελπισμένα στο καυτό έδαφος. Το δέρμα της γυαλίζει από τον ιδρώτα, τα χείλη της σκασμένα, διψασμένα. Κάθε κίνηση είναι αγώνας επιβίωσης καθώς μπουσουλάει με όση δύναμη της απομένει.

    Το πλάνο αλλάζει. Ένα αρσενικό λιοντάρι με μεγαλοπρεπή χαίτη προβάλλει στον ορίζοντα, κινούμενο αντίθετα, αλλά με την ίδια αποφασιστικότητα. Τα μάτια του καρφώνονται μπροστά, η περπατησιά του αργή αλλά σίγουρη—ο κυρίαρχος της σαβάνας σε όλο του το μεγαλείο.

    Ξαφνικά, στο βλέμμα της γυναίκας αστράφτει μια σπίθα ελπίδας. Σε ένα λοφίσκο μπροστά της, κάτι γυαλίζει στον ήλιο. Με νέα αποφασιστικότητα στρέφει το σώμα της προς τα εκεί, κάθε κίνηση πιο επίμονη από την προηγούμενη. Το λιοντάρι, όμως, έχει εντοπίσει κι αυτό το ίδιο σημείο. Επιταχύνει το βήμα του, η γλώσσα του γλιστράει ανάμεσα από τα δόντια του.

    Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Το λιοντάρι βρυχάται, ένας ήχος που κάνει τη γη να τρέμει.

    Αλλά αντί να οπισθοχωρήσει, η γυναίκα σηκώνεται όρθια. Μια απρόσμενη κίνηση. Και τότε αφήνει ένα ουρλιαχτό που σχίζει τον αέρα—ένα πρωτόγονο, άγριο κάλεσμα που αψηφά το θηρίο μπροστά της. Τα μάτια της καρφωμένα στα μάτια του λιονταριού, αδιαπραγμάτευτα. Η έκπληξη είναι έκδηλη. Ο βασιλιάς της ζούγκλας διστάζει, οπισθοχωρεί, τρομαγμένος από τη δύναμη αυτής της άγνωστης αντιπάλου.

    Η γυναίκα φτάνει στην κορυφή του λόφου και αρπάζει το πρίσμα που γυάλιζε στον ήλιο—ένα πράσινο μπουκάλι Perrier. Με απληστία φέρνει το μπουκάλι στα χείλη της και πίνει αχόρταγα, σαν να ρουφά την ίδια τη ζωή. Το ανθρακούχο νερό κυλά στο λαιμό της, αναζωογονώντας κάθε κύτταρο του σώματός της. Η κάμερα τραβιέται αργά προς τα πίσω. Η γυναίκα στέκεται περήφανη στην κορυφή του λόφου, το μπουκάλι στο χέρι της σαν τρόπαιο, το λιοντάρι να παρακολουθεί από απόσταση με νέο σεβασμό.

    Και τότε, με κάθε zoom-out, ακούγονται τρεις λέξεις, κάθε μία πιο δυνατή από την προηγούμενη:

    De l’eau.

    De l’air.

    La vie.

    Κάθε φορά που βλέπω αυτή τη διαφήμιση σχεδόν ανατριχιάζω. Περνάω ασυναίσθητα τα δάχτυλά μου στο μπράτσο μου, εκεί που οι τρίχες έχουν σηκωθεί. Η Κρινιώ στρέφει το βλέμμα της σε μένα. «Όντως, υπέροχη!» μου λέει, χαμογελώντας, αλλά μπορώ να καταλάβω πως ακόμα δεν έχει πιάσει γιατί της την έδειξα. Το κεφάλι της γέρνει ελαφρά, το ένα της φρύδι ανασηκώνεται σε μια αδιόρατη έκφραση απορίας.

    «Από το νερό… από τον αέρα… η ζωή,» της λέω σιγανά. Η ανάσα μου βαθαίνει, ο θώρακάς μου ανεβοκατεβαίνει σχεδόν επώδυνα. Γυρίζω και την κοιτάζω. «Εσύ!»

    Η φωνή μου δεν έχει ίχνος στόμφου. Είναι μια διαπίστωση. Η αλήθεια μου, γυμνή και απλή. Τα μάτια της γουρλώνουν. Όχι γιατί εκπλήσσεται—αλλά γιατί ξαφνικά όλα κάνουν νόημα. Ένα ρίγος διατρέχει το σώμα της, ορατό ακόμα και κάτω από το σεντόνι. Το στόμα της ανοίγει ελαφρά. Τα χείλη της τρέμουν σχεδόν ανεπαίσθητα, προσπαθώντας να αρθρώσουν λέξεις που δεν έρχονται.

    Δεν λέει τίποτα. Δεν χρειάζεται. Απλώνει το χέρι της και με χαϊδεύει στο μάγουλο. Το δωμάτιο σωπαίνει. Δεν ακούγεται τίποτα πέρα από τις ανάσες μας, που έχουν βρει έναν ρυθμό—σαν κύματα, σαν ψίθυροι, σαν φως. Το σώμα της ακουμπά πάνω στο δικό μου, οι καρδιές μας χτυπούν η μία δίπλα στην άλλη, σχεδόν συγχρονισμένες.

    Το βλέμμα της ανεβαίνει σιγά προς το δικό μου, κι εκεί μέσα διαβάζω κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω, μόνο να νιώσω. Σηκώνω το χέρι μου, της χαϊδεύω μια τούφα από τα μαλλιά, αργά. Πολύ αργά. Τα δάχτυλά μου σταματούν στιγμιαία, διστακτικά, πριν συνεχίσουν το χάδι. Κι εκεί, στη σιωπή αυτή, παίρνω την απόφασή μου. Μια απόφαση που για μένα είχε κλείσει. Και άνοιξε και πάλι… απλά γιατί πλέον είχα λόγο να ζήσω.

    «Θα το παλέψω!» της λέω σιγανά, με φωνή που δεν βγαίνει από το λαιμό μου, αλλά από βαθιά μέσα, εκεί που κατοικεί ο φόβος και το πείσμα. Τα χέρια μου σφίγγονται ακούσια σε γροθιές, οι κόμποι λευκαίνουν, και μετά χαλαρώνουν ξανά, σαν κύματα αποφασιστικότητας που διαδέχονται το ένα το άλλο. «Δε θα κερδίσω… το ξέρω… αλλά δε θα φύγω χωρίς μάχη.»

    Τα μάτια της γουρλώνουν, όχι από έκπληξη, αλλά από αυτό το ασύλληπτο μείγμα ανακούφισης και αγωνίας. Το στήθος της ανεβοκατεβαίνει απότομα, παγώνει στη μέση μιας ανάσας και μένει ακίνητο. Δεν τολμάει να μιλήσει. Κρατάει την ανάσα της, σαν να φοβάται πως αν μιλήσει, η στιγμή θα χαθεί, θα σκορπίσει.

    Γέρνω προς το μέρος της. Με μια αργή κίνηση τεντώνω το σώμα μου, σαν να προσπαθώ να ξεμουδιάσω από έναν μακρύ λήθαργο. «Θα ξεκινήσω χημειοθεραπεία,» της λέω και νιώθω τον κόμπο στο λαιμό να κατεβαίνει σαν πέτρα.

    Το χέρι μου ανεβαίνει ασυναίσθητα προς το λαιμό μου, εκεί που οι λέξεις παλεύουν να βγουν. Δεν χρειάζεται να πω περισσότερα. Εκείνη καταλαβαίνει τα πάντα. Σε μια κίνηση που συμπυκνώνει όλα τα λόγια που δεν χρειάζεται να ειπωθούν, τα δάχτυλά της μπλέκονται με τα δικά μου και σφίγγουν, μεταφέροντας ζεστασιά, φόβο, ελπίδα και υπόσχεση—όλα μαζί σε μια απλή χειρονομία.

    Δεν έχω αυταπάτες. Ξέρω πως ο καρκίνος μου είναι τερματικός. Ξέρω πως η χημειοθεραπεία δεν θα τον νικήσει, απλά θα παρατείνει λίγο παραπάνω τη ζωή μου. Και όποιος δεν το έχει περάσει αυτό δεν μπορεί πραγματικά να καταλάβει τη φράση «Η θεραπεία είναι χειρότερη από την ίδια την αρρώστια.»

    Ας είναι και έξη μήνες. Ας είναι και ένας χρόνος. Μόνο και μόνο γι’ αυτό το κορίτσι που είναι ξαπλωμένο δίπλα μου. Μόνο και μόνο για την Κρινιώ μου που μ’ έκανε σε ούτε καν ένα μήνα να θυμηθώ ότι αξιοπρέπεια δεν έχει μόνο η αποδοχή του τέλους σου.

    Έχει και η μάχη σου να μην το αφήσεις να σε ορίσει.

    Προσπαθώ να αστειευτώ για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα. «Θα είμαι καράφλας και γκρινιάρης!» της λέω για να κερδίσω ένα ping στη μύτη.

    «Ενώ ας πούμε τώρα είσαι σα χίπης;» μου λέει χαχανίζοντας για τα αραιωμένα μου γκρίζα μαλλιά.

    «Σήκω,» της λέω και πετάγομαι πάνω. Σηκώνεται χαμογελώντας παιχνιδιάρικα. Ξέρει ότι κάτι έχω στο μυαλό μου μα δεν την νοιάζει. Στέκεται γυμνή στο απαλό φως του δωματίου αλλά ακόμα και τόσο ερωτική το μυαλό μου είναι αλλού. Στο παιχνίδι. Στο κέφι. Στη χαρά της ζωής.

    Πιάνω το κινητό με χέρια που τρέμουν από την προσμονή, τρώω τα γράμματα από την ταραχή μου. Βρίσκω στο YouTube το τραγούδι που θέλω και… Avanti Maestro! Δεν είναι το πρωτότυπο των Swinging Blue Jeans, είναι το cover των Georgia Satellite από το Cocktail

    For goodness sake
    I got the hippy hippy shakes
    Yeah, I've got the shakes
    I got the hippy hippy shakes
    Η Κρινιώ βάζει τα γέλια και αρχίζει και χορεύει μαζί μου. Κουνιέται με απίστευτη χάρη, και σίγουρα όχι σαν ξεκούρδιστη αρκούδα όπως του λόγου μου. Η Λίζι, που όλη αυτή την ώρα είχε εξαφανιστεί, έρχεται στο δωμάτιο και ρίχνει ένα σάλτο στο κρεβάτι. Τη βλέπω πώς με κοιτάει αποδοκιμαστικά, σαν τη Ροζίτα Σώκου στο «Να η ευκαιρία!», και βάζω και πάλι τα γέλια.

    Τελειώνει το κομμάτι και ξεθεωμένος—δε βοηθούσε και το κάπνισμα—πέφτω στο κρεβάτι.

    «Ο θείος σου ο χίπης θα κάνει ένα μικρό διαφημιστικό διάλειμμα,» της κάνω για να κερδίσω ένα ακόμα μεγαλοπρεπέστατο «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡ.»

    Βάζω το μαξιλάρι μου στην πλάτη και κάθομαι στο προσκέφαλο του κρεβατιού. Η Κρινιώ κάθεται κι αυτή απέναντί μου οκλαδόν, με το βλέμμα της να λάμπει ακόμα από τη ζωντάνια του χορού. Παίρνω το πακέτο με τον καπνό, στρίβω ένα τσιγάρο. Τραβάω μια ηδονική ρουφηξιά. Μία ακόμα. Το κάψιμο στον λαιμό με χτυπά σαν παλιός φίλος.

    Και ξαφνικά, δεν το θέλω άλλο. Όχι γιατί δε μ’ αρέσει, όχι γιατί δεν το απολαμβάνω. Για να μείνω λίγο παραπάνω. Να την δω να χορεύει άλλη μια φορά. Να γελάσει άλλη μία φορά έτσι όπως μόνο εκείνη γελάει.

    Σβήνω το τσιγάρο. Τσαλακώνω το πακέτο και το πετάω. Έτσι απλά. Χωρίς μεγαλόστομες δηλώσεις, η ίδια η κίνηση είναι δήλωση από μόνη της.

    Η Κρινιώ δεν λέει τίποτα. Μόνο με κοιτάζει. Το πρόσωπό της σχεδόν λάμπει. Ούτε που κατάλαβα πώς βρέθηκα ξαπλωμένος ανάσκελα με την Κρινιώ από πάνω μου, να με φιλάει σαν να μην υπάρχει αύριο. Και δεν έχει σημασία, εδώ που τα λέμε. Μόνο ότι κατάλαβε.

    «Βλάκα!» μου κάνει και μου χώνει μια στη μύτη.

    Και μετά γέρνει και πάλι πάνω μου και επιστρέφουμε στο φιλί μας. Αυτή τη φορά είναι εκείνη που παίρνει την πρωτοβουλία. Πότε με τη γλώσσα της και πότε με απαλές δαγκωνιές ξεκινάει από το σαγόνι μου, και αργά, βασανιστικά και υπέροχα αργά, κατεβαίνει πιο χαμηλά, και όλο πιο χαμηλά, μέχρι που νιώθω και πάλι το όργανό μου στα χείλη της.

    Αρχίζει να ανεβοκατεβάζει το κεφάλι της με απίστευτα αισθησιακό ρυθμό, και μπορεί και με παίρνει όλο στο στόμα της. Καλά, όχι ότι είναι και κανένας τεράστιος, αλλά και πάλι δεν είναι κάτι που μπορούν να το κάνουν όλες οι γυναίκες. Και δεν το κάνει απλά, δεν το κάνει διεκπεραιωτικά, το απολαμβάνει, πραγματικά το απολαμβάνει.

    Σταματάει για μερικές στιγμές και με κοιτάζει στα μάτια. Της κάνω νόημα να έρθει προς τα μένα. Τραβιέται απαλά και με κοιτάζει παιχνιδιάρικα. «Τσούκου!» μου κάνει.

    «Έλα εδώ βρε κέρατο!» της λέω και την αρπάζω, κερδίζοντας το χάχανό της, ωστόσο δεν αντιστέκεται, έρχεται υπάκουα προς τα μένα. Σκύβει πάνω μου και χανόμαστε και πάλι στο φιλί μας.

    Με το που φοράω το προφυλακτικό σκαρφαλώνει και κάθεται με τέχνη πάνω μου. Κλείνει τα μάτια της και γέρνει ελαφρά προς τα πίσω, στηριζόμενη στα χέρια της. Με τα δικά μου ελεύθερα χουφτώνω και αρχίζω να μαλάζω δυνατά τα στήθη της. Ενθυμούμενος την προηγούμενη σκηνή, τσιμπάω στην αρχή απαλά, και μετά πιο δυνατά τις ρόγες της. Βογγάει δυνατά, ηδονικά, και αρχίζει να κουνάει τη λεκάνη της.

    Ρε μπας και έχω πεθάνει και βρίσκομαι στον παράδεισο;

    «Πιο δυνατά!» μου κάνει. «Πιο δυνατά!»

    Τα χέρια μου κλείνουν τα στήθη της σα μέγγενη, όσο πιο πολύ τα σφίγγω, τόσο πιο ηδονικά γίνονται τα βογγητά της. Δεν αντέχω το αργό της τέμπο, την πιάνω και τη βάζω να σκύψει πάνω μου, και αρχίζω εγώ να κουνιέμαι, όσο πιο γρήγορα και δυνατά μου επιτρέπει το κουρασμένο μου κορμί.

    Ναι, φιλόδοξο, γρήγορα μένω χωρίς ανάσα.

    «Έλα ν’ αλλάξουμε στάση,» μου λέει, κατεβαίνει από πάνω μου και κάθεται στα τέσσερα. Ξεροκαταπίνω με τον αισθησιασμό της στάσης της. Με βλέπει και της ξεφεύγει ένα γελάκι. Γελάω κι εγώ με τη σειρά μου και της τραβάω ένα απαλό σκαμπίλι στο δεξί γλουτό.

    «ΜΜΜΜΜ» μου κάνει, και μου κουνιέται προκλητικά. Γυρίζει και με κοιτάζει και μου βγάζει τη γλώσσα της.

    Ναι, είτε έχω πάρει ψυχοτρόπα είτε έχω πεθάνει και βρίσκομαι σε κάποιο ηδονιστικό παράδεισο, δεν εξηγείται αλλιώς.

    Της ρίχνω και δεύτερη, και τρίτη. Αυτή τη φορά δε μου λέει πιο δυνατά, δε χρειάζεται. Δεν είναι η πρώτη μου ερωτική σύντροφος στην οποία αρέσει το spanking, και από δαύτο, δόξα τω Θεώ, έχω αρκετή εμπειρία. Γλιστράω και πάλι μέσα της, και πιάνοντάς την από τη μέση αρχίζω να κουνιέμαι. Τα μαλλιά της πέφτουν στην πλάτη της. Παίρνοντας θάρρος από τα υπόλοιπα την τραβάω από τα μαλλιά και τη φέρνω προς τα μένα.

    Της αρέσει! Της αρέσει πολύ. Το καταλαβαίνω από τις ανάσες της, από τον τρόπο που παραδίδεται σε μένα. Επιταχύνω το ρυθμό μου, πότε τραβώντας της από τα μαλλιά—όχι πολύ δυνατά, πότε κρατώντας την από τη μέση, και πότε πότε ρίχνοντας άλλοτε απαλά και άλλοτε—ας πούμε όχι απαλά—σκαμπίλια στους γλουτούς της που έχουν αρχίσει και κοκκινίζουν.

    Και αν κι εγώ απέχω ακόμα αρκετά από το να τελειώσω, η Κρινιώ δεν έχει αυτούς τους περιορισμούς. Δεν είναι ιδιαίτερα φωνακλού, τα βογγητά της δεν είναι από αυτά που ξυπνάνε νεκρούς, αλλά είναι έντονα. Κάποιες στιγμές τις ξεφεύγουν κάποιες φωνούλες σαν αυτές των γιαπωνέζικων hentai, που με κάνουν να χάσω όσα μυαλά μου απόμεναν.

    «ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ… ΑΑΑΑΑΑΑΧ… ΓΙΩΩ… ΓΙΩΡΓΟ… ΓΙΩ….ΡΓΟΟΟΟ ΑΑΑΑΧ» μου κάνει σχεδόν ξεψυχισμένα τη στιγμή που ο οργασμός της κορυφώνει.

    «Ναι μωρό μου!» της λέω. «Τέλειωσε… Τέλειωσε για μένα!» της κάνω με φωνή που ίσα που μπορεί να βγει.

    «ΑΑΑΑΧ ΝΑΙ… ΝΑΙΙΙΙΙ… ΑΑΑΑΧ ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ…ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ!» φωνάζει και πάλι, και εγώ, αν και στα πρόθυρα του εμφράγματος, εντείνω ακόμα περισσότερο το ρυθμό μου…

    …μέχρι που δε μπορώ άλλο. Τραβιέμαι και προσπαθώ να βρω τις ανάσες μου.

    «Γιώργο μου;» μου κάνει με μια χροιά ανησυχίας στη φωνή της.

    «Καλά είμαι ματάκια μου!» της λέω με κοφτές ανάσες προσπαθώντας να την καθησυχάσω. «Ακόμα ένας λόγος που έπρεπε να κόψω το κάπνισμα» της λέω αστειευόμενος και σωριάζομαι και της ανοίγω την αγκαλιά μου.

    «Θα σε γδάρω φουκαρά μου!» μου κάνει απειλητικά. «Άντε!»

    Αντί απάντησης τη σφίγγω πάνω μου και τη φιλάω τρυφερά στα μαλλιά. Η δική της απάντηση είναι να σηκωθεί και να πιάσει πρόχειρα πίσω τα μαλλιά της.

    Oh boy!

    Μου βγάζει το προφυλακτικό και με ξαναπαίρνει στο στόμα της, και αυτή τη φορά με παίζει και με το χέρι της. Ούτε λεπτό δεν περνάει και νιώθω την έκρηξη να έρχεται.

    «Τραβήξου!» της κάνω ξεψυχισμένα.

    Εμένα μου λες; Αντί να τραβηχτεί με πήρε ακόμα πιο βαθιά στο στόμα της. Είχα περάσει το σημείο της μη επιστροφής, δεν προλαβαίνω να αντιδράσω, νιώθω την έκρηξη και χωρίς να σταματήσει τις κυκλικές κινήσεις με το χέρι της, το κεφάλι της μένει ακίνητο, με το όργανό μου σχεδόν το μισό μέσα της, να αδειάζει με ηδονικούς σπασμούς. Τα καταπίνει όλα και μετά με χαϊδεύει με τη γλώσσα της από πάνω μέχρι κάτω, καθαρίζοντάς τον από όποια ίχνη σπέρματος και σάλια.

    Τελειώνει και μου κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι. Άλλοι πενήντα πόντοι για το αλεπουδάκι, έχει κάνει τη γριά αλεπού ρόμπα! Την τραβάω πάνω μου. Διστάζει για λίγο, αλλά δεν ακούω κουβέντα. Την τραβάω προς το μέρος μου ακόμα πιο επιτακτικά. Το πρόσωπό της… το πρόσωπό της φωτίζεται. Τα χείλη μας ακουμπάνε μεταξύ τους και σε λίγο οι γλώσσες μας αγκαλιάζονται στις άκρες τους.

    «Μπούφο!» είναι η σειρά μου να της πω.

    «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡ» μου κάνει και με γεμίζει σάλια.

    Και εκεί έχουμε τον τρίτο γύρο γαργαλήματος… και ας πρόσεχε!

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 8ο - Let the sunshine in

    Το φως της αυγής με βρίσκει με την Κρινιώ στην αγκαλιά μου και τη Λίζι ανάμεσα στα πόδια μου, κουλουριασμένη σαν μικρό σύννεφο γαλήνης. Το σώμα της Κρινιώς κολλημένο πάνω μου, η ανάσα της ήρεμη, βαθιά, σαν θρόισμα φύλλων. Μικρές τούφες από τα μαλλιά της αγγίζουν το πρόσωπό μου, μεταφέροντας εκείνο το απαλό άρωμα γιασεμιού που κουβαλά πάντα μαζί της. Τα δάχτυλά της, χαλαρωμένα τώρα στον ύπνο, αναπαύονται απαλά πάνω στο στήθος μου, λες και ακόμα και στον ύπνο της, βεβαιώνεται ότι είμαι εδώ, ότι υπάρχω. Και με ό,τι κι αν είχε προηγηθεί τη νύχτα—με όλα όσα μοιραστήκαμε, όλα όσα ξυπνήσαμε ο ένας μέσα στον άλλον—το πρωινό είναι ακόμα πιο όμορφο.

    Γιατί με την Κρινιώ επέστρεψε η άνοιξη. Η άνοιξη που νόμιζα πως είχε πια χαθεί για μένα. Πως την είχα προσπεράσει, πως δεν θα την ξανάβλεπα. Και όμως, να τη εδώ, απλωμένη πάνω στο σεντόνι, στην ανάσα μας, στο φως που τρυπώνει απ' τις γρίλιες και της χρυσίζει τα μαλλιά. Παρατηρώ τον τρόπο που το φως παιχνιδίζει στο δέρμα της, στις καμπύλες των ώμων της, στις σκιές που δημιουργούνται στην κοιλότητα του λαιμού της.

    Και ας το ξέρω… δε θα γεράσω. Ίσως, ίσως είναι καλύτερα έτσι. Ίσως η ζωή να με αποζημίωσε με την ένταση αυτό που μου στέρησε σε διάρκεια—σαν φλόγα που καίει διπλά λαμπερή, γνωρίζοντας ότι το κερί δεν θα διαρκέσει μέχρι το πρωί.

    Το μόνο που με βαραίνει, το μόνο που δε με αφήνει να χαμογελάσω τελείως ελεύθερα, είναι αυτό που έρχεται. Ότι θα πονέσει. Ότι αυτό το χαμόγελο—που τώρα φωτίζει τον κόσμο—μια μέρα θα γίνει σιωπή. Θα γίνει πέτρα και δάκρυ. Θα αφήσω πίσω μου ένα κενό που κανείς άλλος δεν θα μπορέσει να γεμίσει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.

    Μα είναι ακόμα μικρή. Έχει μπροστά της χρόνο. Ζωή. Έρωτες. Όνειρα. Θα έχει την ευκαιρία να γιατρευτεί. Να αγαπήσει ξανά. Να ξεκινήσει απ' την αρχή. Να ζήσει και πάλι την άνοιξη…

    Αυτή που η ίδια μου χάρισε…

    Η Λίζι τεντώνεται, ένα μικρό γουργουρητό βγαίνει από το λαιμό της καθώς ξυπνάει σταδιακά. Τα μουστάκια της τρεμοπαίζουν, σαν να αφουγκράζεται τον κόσμο γύρω της. Γλιστράω προσεκτικά από το κρεβάτι, φροντίζοντας να μην ξυπνήσω την Κρινιώ. Η Λίζι με ακολουθεί σιωπηλά, μια σκιά στα πόδια μου καθώς κατευθύνομαι προς την κουζίνα.

    Ανοίγω τα ντουλάπια αθόρυβα και συγκεντρώνω τα υλικά για ένα πρωινό που θα της θυμίσει ότι κάθε μέρα μας μαζί είναι για μένα γιορτή. Βγάζω το ψωμί για τοστ και πιάνω το τυρί και τη γαλοπούλα από το ψυγείο. Κόβω μια ντομάτα σε λεπτές φέτες, τα δάχτυλά μου κινούνται με την ακρίβεια χειρουργού—κάθε κίνηση μετρημένη, κάθε λεπτομέρεια προσεγμένη. Δε θέλω να κάθομαι στα μουγκά, οπότε ανοίγω το κινητό μου και βάζω το YouTube να παίζει.

    Ανακατεύω λίγη μαγιονέζα με μουστάρδα, κέτσαπ και λίγο ελαιόλαδο, η σπιτική μου σως που θέλω να δοκιμάσει. Στύβω πορτοκάλια για φρέσκο χυμό, η οξύτητά τους γεμίζει την κουζίνα με το άρωμα της νιότης και της δροσιάς. Ακούω τον ήχο του μικρού χειροκίνητου στίφτη καθώς πιέζω τα πορτοκάλια, ένας ρυθμικός ήχος που φέρνει στο νου καλοκαιρινά πρωινά, ανεμελιά, στιγμές που ο χρόνος δεν μετράει.

    Και μετά σου λένε να μην πιστεύεις τα σημάδια. Δεν υπάρχει τραγούδι πιο ταιριαστό με αυτό που νιώθω αυτή τη στιγμή με το τραγούδι που επέλεξε ο αλγόριθμος.

    Imagine me and you, I do
    I think about you day and night
    It's only right
    To think about the girl you love
    And hold her tight
    So happy together

    Βάζω το καφέ της να ετοιμαστεί—ξέρω ακριβώς πώς τον προτιμά, με μια κουταλιά ζάχαρη και λίγο γάλα, μόλις όσο χρειάζεται για να μετριάσει την πικρότητα αλλά όχι τόσο ώστε να χαθεί η ένταση της γεύσης. Καθώς ο καφές ετοιμάζεται, ο πλούσιος αρωματικός ατμός του ανεβαίνει σαν θυμίαμα, γεμίζοντας την κουζίνα με την υπόσχεση μιας νέας μέρας.

    I can't see me lovin' nobody but you for all my life
    When you're with me, baby, the skies will be blue for all my life
    Me and you, and you and me
    No matter how they tossed the dice
    It had to be
    The only one for me is you
    And you for me
    So happy together

    Τοποθετώ προσεκτικά τα πάντα στον μικρό ξύλινο δίσκο—το τοστ με τη σπιτική σως, ένα ποτήρι φρεσκοστυμμένη πορτοκαλάδα, το μικρό φλιτζάνι του καφέ που τόσο της αρέσει, με το σχέδιο της κόκκινης παπαρούνας που έχει αρχίσει να ξεθωριάζει από τα πλυσίματα. Προσθέτω δίπλα μια χαρτοπετσέτα διπλωμένη προσεκτικά και βγαίνω στον κήπο. Η ανοιξιάτικη δροσιά ανακατεύεται με τη μυρωδιά του γιασεμιού και της νωπής γης. Σκύβω και κόβω μια μαργαρίτα, διαλέγω προσεκτικά μία που έχει ανοίξει τελείως, με πέταλα τεντωμένα προς τον ήλιο.

    Επιστρέφω μέσα και την τοποθετώ σε ένα μικρό γυάλινο βαζάκι, λεπτό και κομψό σαν παιδικό παιχνίδι. Το βάζω κι αυτό στο δίσκο, ολοκληρώνοντας το μικρό τελετουργικό του πρωινού, όπως το είχα φανταστεί. Ύστερα παίρνω τον δίσκο στα χέρια και ανεβαίνω ήσυχα τα σκαλιά, προσπαθώντας να μη χτυπήσουν τα βήματά μου στα ξύλινα πατώματα.

    Μπαίνω στο υπνοδωμάτιο και τη βρίσκω ακριβώς εκείνη τη στιγμή που ισορροπεί ανάμεσα στον ύπνο και το ξύπνιο. Τα μάτια της παραμένουν κλειστά, αλλά το χέρι της αναζητά στα τυφλά, ψηλαφίζει το στρώμα δίπλα της, όπως κάποιος που έχει μάθει να ξυπνά μέσα στην αγκαλιά του άλλου. Δεν με βρίσκει, και τα βλέφαρά της ανοίγουν απότομα, αθώα και θολά, σαν να έχει βγει μόλις από τη θάλασσα ενός ονείρου.

    Αφήνω τον δίσκο στο κομοδίνο με προσοχή, για να μη χυθεί τίποτα, και σκύβω προς το μέρος της, αγγίζοντας απαλά τον ώμο της, σαν να θέλω να τη διαβεβαιώσω ότι είμαι εκεί, ότι δεν χάθηκα. «Καλημέρα, Κρινιώ μου,» της ψιθυρίζω. Η φωνή μου ακούγεται σχεδόν αόρατη στο πρωινό φως. Τα μάτια της με αναγνωρίζουν, και ξαφνικά, με τρόπο μαγικό, φωτίζονται. Γυρίζει προς το μέρος μου, και το χαμόγελό της ξεδιπλώνεται αργά στο πρόσωπό της, σαν ήλιος που ανατέλλει πίσω από σύννεφα. Το σεντόνι έχει γλιστρήσει χαμηλά, αφήνοντας τα στήθη της γυμνά στο φως της μέρας.

    «Ορίστε, εγώ σου έφτιαξα πρωινό και εσύ με φλασάρεις!» την πειράζω.

    «Τι έκανες;» μου λέει και είναι η στιγμή που προσέχει το δίσκο στο κομοδίνο δίπλα της.

    «Τι, έτσι θα σε άφηνα;» της απαντάω χαμογελώντας.

    Αντί απάντησης σηκώνεται και με αρπάζει και μου δίνει ένα τρυφερό φιλί στο στόμα. Μετά κάθεται και πάλι στο κρεββάτι. Παίρνει το ποτήρι με την πορτοκαλάδα, πίνει μια γουλιά, και με κοιτάζει πάνω από το χείλος του ποτηριού, τα μάτια της γεμάτα μια τρυφερότητα που με κάνει να νιώθω τυχερός παρά τα όσα έρχονται.

    «Σε ευχαριστώ,» μου λέει χαμηλόφωνα, σχεδόν ντροπαλά, αλλά τα λόγια της γεμίζουν το δωμάτιο. Μέσα σε δύο λέξεις περικλείεται η ευγνωμοσύνη, η εμπιστοσύνη, και μια υπόσχεση που δεν χρειάζεται να ειπωθεί. Καθώς τρώει το τοστ της, ένα μικρό «μμμ» ξεφεύγει από τα χείλη της, κι εγώ χαμογελώ ικανοποιημένος, σαν μάγειρας που μόλις έλαβε το πολυτιμότερο βραβείο του. «Αυτή η σως είναι καταπληκτική,» λέει με ενθουσιασμό.

    «Μυστική συνταγή,» της λέω, παίζοντας με τα φρύδια μου και παίρνοντας το πιο σοβαροφανές ύφος που μπορώ. Μου χαμογελά, με ένα χαμόγελο καθαρό, αληθινό, που διαλύει κάθε σκιά που είχε μείνει να αιωρείται μέσα μας, κάθε σκέψη για το αύριο που δεν θα μοιραστούμε.

    Και αυτό είναι που μετράει. Όχι το πότε ή το πόσο, αλλά το τώρα. Η στιγμή. Το χαμόγελό της, τα χέρια της γύρω από την κούπα του καφέ, ο ήλιος που χορεύει ανάμεσα στις τούφες των μαλλιών της. Η Λίζι, που πηδά στο κρεβάτι σαν να το είχε προγραμματίσει, και κουλουριάζεται ανάμεσά μας, διεκδικώντας το μερίδιό της από τη θαλπωρή.

    Αυτές είναι οι στιγμές που μένουν. Αυτές είναι οι στιγμές που μετρούν, που αξίζουν. Αυτές θα πάρω μαζί μου. Γιατί η ζωή δεν μετριέται με τα χρόνια ή με τα πλούτη. Μετριέται με τις στιγμές που άγγιξαν την καρδιά σου.

    «Στις 14:00 πρέπει να είσαι στην καφετέρια, έτσι;»

    Η Κρινιώ καταπίνει τη μπουκιά της και αφήνει για λίγες στιγμές το τοστ στο πιάτο. «Ναι, στις 14:00»

    «Είναι ακόμα 10:30,» ξεκινάω. «Θες να πάμε να κάτσουμε έξω στον κήπο; Έχει πολύ όμορφη μέρα. Ή αν δε θες να κάτσουμε εδώ, μπορούμε να πάμε κάπου έξω να πιούμε το καφεδάκι μας.»

    «Έχω καφεδάκι που μου έφτιαξε ο μπάρμπας μου ο χίπης,» μου λέει γελώντας μου παιχνιδιάρικα αλλά μετά το προσωπάκι της σκοτεινιάζει. «Δεν έχω ρούχα!» μου λέει.

    «Θες να σε πάω από το σπίτι σου να αλλάξεις;»

    «Δε θέλω να φύγω!» μου κάνει παραπονιάρικα. «Θα σου κλέψω μια μπλούζα σου για να μάθεις!»

    «Θα σου πέφτει λίγο μεγάλη,» της λέω, καθώς είμαι σημαντικά πιο ψηλός από την Κρινιώ που είναι κάπου στο 1,60 με 1,65.

    “Don’t care!” μου λέει παιχνιδιάρικα και έτσι και με συνοπτικές διαδικασίες η μαύρη κοντομάνικη μπλούζα με το εξώφυλλο του δίσκου Lemuria των Therion γίνεται δική της.

    “Metal geek!” μου κάνει πειράζοντάς με αλλά την αρπάζει και τη φοράει. Φυσικά και της πέφτει μεγάλη, φτάνει μέχρι το μέσο των μηρών της. Χαμογελάω και ψάχνω και βρίσκω ένα μποξεράκι που έχω με looney tunes. Δεν ταιριάζει σε τίποτα με τη μπλούζα, but who cares?

    “Looney tunes?” με ρωτάει βάζοντας και πάλι τα γέλια. Το αρπάζει και αυτό από τα χέρια μου αλλά δε βρίσκει το εσώρουχό της, και πώς να το βρει άλλωστε αφού χθες στη λύσσα μας τα είχαμε πετάξει στο σαλόνι; Πηγαίνω και της το φέρνω, το φοράει και από πάνω φοράει το μποξεράκι μου. «Έτοιμη!» μου λέει χαμογελώντας σα να είναι σε διαφημιστικό οδοντόκρεμας.

    Παίρνει το δίσκο με το πρωινό της, το οποίο δεν έχει τελειώσει, και πηγαίνουμε έξω στον κήπο με τη Λίζι να μας ακολουθεί κατά πόδας. Καθόμαστε στο τραπεζάκι και η Λίζι εξαφανίζεται και πάει να επιθεωρήσει το εξωτερικό μέρος του βασιλείου της. Ελπίζω να μη μου κουβαλήσει κανένα ποντίκι πάλι, το κάνει καμιά φορά, και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν κάνει να τη μαλώσω, γιατί για τη Λίζι είναι δώρο που μου κάνει για να μου δείξει την αγάπη της.

    «Πώς κοιμήθηκες καρδούλα μου;» τη ρωτάω τρυφερά και το πρόσωπό της φωτίζεται και πάλι από το γλυκόλογο.

    «Καρδούλα μου!» λέει και κλείνει τα μάτια της παιχνιδιάρικα χαρίζοντάς μου ένα χαμόγελο. «Υπέροχα! Κατά τις τρεις, κοιμόσουν του καλού καιρού εσύ, η Λίζι άρχισε να τρέχει πάνω-κάτω!» συνεχίζει μ’ ένα γελάκι. «Και μετά ανέβηκε πάνω μου και μου έκανε πατουσάκια!»

    «Κι έλεγα κι εγώ γιατί ξύπνησα ξεκούραστος!» της απαντάω κάνοντας χαβαλέ. «Είναι που δε με ξύπνησε το βράδυ το κοπρόγατο!»

    «Ει! Σου απαγορεύω ρητά και κατηγορηματικά να λες τη Λίζι κοπρόγατο, άντε μην προβώ σε ωμότητες!» μου κάνει, και για να μην ξεχνιόμαστε, μου ρίχνει και πάλι μια με το δάχτυλο στη μύτη.

    «Φουκαριάρα μου, κάτσε καλά, γιατί έχεις και ζωγραφισμένο στόχο!» της απαντάω, συνεχίζοντας το χαβαλέ.

    «Money very well spent, που λέει και ο θείος μου ο χίπης!» μου κάνει χαχανίζοντας.

    «Ποιος από τους δύο;» τη ρωτάω πειρακτικά.

    «Ένας είναι ο χίπης! Ο άλλος ήταν πιο σφιχτόκωλος!» μου απαντάει γελώντας κι εγώ βρίσκω την ευκαιρία να συνεχίσω το χαβαλέ τραγουδώντας—λάθος· εκτελώντας—το Let the sunshine από το Hair.

    “We starve, look at one another, short of breath, walking proudly in our winter coats, wearing smells from laboratories, facing a dying nation—”

    Κι εκεί η Κρινιώ με κόβει με ακόμα ένα πινγκ στη μύτη. «Σου απαγορεύω και επίσης δεν σου επιτρέπω!»

    «Βρε κέρατο τι μου απαγορεύεις; Αφού αυτοί είναι οι στίχοι του τραγουδιού!» κερδίζοντας ένα δυνατό «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» που με γεμίζει σάλια.

    «Μου φαίνεται σε τρώει!»

    «Η αλήθεια είναι ότι ξύνεις πολύ καλά γερο-χίπη μου!» μου λέει παιχνιδιάρικα και βάζω τα γέλια.

    «Δεν ντρέπεσαι βρε νυμφομανές γύναιο;»

    «Μα δεν είδες πως κοκκίνησα χθες βράδυ;» μου απαντάει χαχανίζοντας και εκεί τα γέλια μου γίνονται ακόμα πιο δυνατά. «Είσαι λατρεία ρε μούτρο!»

    «Φιλάκιιιιιιιιιι!» μου κάνει γλυκουλινιάρικα και χωρίς να περιμένει με αρπάζει, με φέρνει προς το μέρος της και μου δίνει ένα βαθύ φιλί.

    «Θα φας το τοστ σου ή θα κάνω σκοποβολή;»

    «Και τα δύο, μπα;» μου κάνει και αυτή τη φορά παραλίγο να με πνίξει. «Χριστούλης! Χριστούλης!»

    Ναι, θα έχει και από αυτόν οσονούπω, πήγα να πω για να κάνοντας μαύρο χιούμορ με τον εαυτό μου, αλλά με προλαβαίνω πριν το εκστομίσω και χαλάσω την διάθεσή της.

    Πριν προλάβω να απαντήσω η Λίζι ρίχνει ένα σάλτο και ανεβαίνει πάνω μου. «Μπα, με θυμήθηκες καμάρι μου;» της κάνω χαϊδεύοντάς την στην κορυφή του κεφαλιού. «Μη μου κάνεις εμένα το κοπρόσκυλο!» την ψευτομαλλώνω καθώς μου γλείφει το χέρι, κερδίζοντας το γέλιο της Κρινιώς. Η Λίζι γράφοντάς με στα παλαιότερα των υποδημάτων της με γλείφει για λίγη ώρα ακόμα και μετά από δυο στριφογυρίσματα βολεύεται πάνω στα γόνατά μου.

    «Είναι να την έχεις σκίσει τη γάτα!» μου λέει γελώντας.

    «Με λες χαλβά, Κρινιώ μου;»

    «Αν είναι ποτέ δυνατόν, Τζωρτζίνο μου!» μου απαντάει κάνοντάς με να λιώσω, είναι η πρώτη φορά που με λέει έτσι. Δεν ξέρω… από το πουθενά νιώθω τα μάτια μου να τσούζουν.

    Άει, άει… την έχω δαγκώσει για τα καλά τη λαμαρίνα…

    «Πες το μου πάλι!»

    «Τζωρτζίνο μου!» μου λέει ακόμα πιο γλυκά.

    Αγνοώντας τις διαμαρτυρίες της Λίζι που την ξεβόλεψα σηκώνομαι από τη θέση μου και πάω από πίσω από την Κρινιώ. Σκύβω και την αγκαλιάζω σφιχτά και βάζει τα χέρια της πάνω στα δικά μου. Τρίβει το μάγουλό της πάνω στο δικό μου και μετά γυρνάει ελαφρώς το κεφάλι της προς το μέρος μου και μου δίνει ένα τρυφερό φιλί στα χείλη.

    Τη σφίγγω δυνατά και μετά την αφήνω επιστρέφοντας στη θέση μου. Η Κρινιώ μου χαρίζει ένα ντροπαλό, σχεδόν κοριτσίστικο χαμόγελο, και παίρνοντας την πορτοκαλάδα στα χέρια της αδειάζει το ποτήρι.

    «Με κακομαθαίνεις!»

    «Καλά σου κάνω!» της απαντάω κερδίζοντας και πάλι το χαμόγελό της, αλλά αυτή τη φορά μου φαίνεται κάπως αμήχανο. «Τι είναι Κρινιώ μου;»

    «Είμαι πολύ δοτικός άνθρωπος!» μου απαντάει αναστενάζοντας. «Σε όλες μου τις σχέσεις ήμουν εγώ… εγώ που έδινα. Πάντα έδινα…»

    «Γιατί μου το λες έτσι;» τη ρωτάω κοιτάζοντάς την εξεταστικά.

    «Δεν είναι παράπονο. Εννοώ, ότι ποτέ και σε καμιά μου σχέση δεν ένιωσα ότι με εκμεταλλευόντουσαν… είχα την τύχη να κάνω σχέσεις με σωστούς ανθρώπους.»

    «Δεν είναι τύχη, Κρινιώ μου, μυαλό είναι.»

    «Όταν είχα ερωτευτεί τον Γιώργο… τα μυαλά μου είχαν γίνει πουρές. Μεγαλώνοντας… το ακούω αυτό που λες, αλλά με το Γιώργο απλά στάθηκα τυχερή. Είμαι αυτή που είμαι, ήμουν και τρελά και παλαβά ερωτευμένη μαζί του, χαλί είχα γίνει… αλλά ποτέ… ποτέ του δεν με πάτησε.»

    «Δες το αλλιώς, Κρινιώ μου, αν ήταν διαφορετικός θα τον είχες ερωτευτεί;»

    «Δεν τον γνώριζα σαν χαρακτήρα όταν τον ερωτεύτηκα. Στη… στη σχέση μας τον έμαθα.»

    «Ας το θέσω αλλιώς, αν σου είχε δείξει διαφορετικά σημάδια από αυτά που σου έδειξε στη σχέση σας, θα είχες παραμείνει ερωτευμένη μαζί του;»

    «Ναι,» μου απαντάει χωρίς δισταγμό. «Ο έρωτας μπορεί να σε τυφλώσει, Γιώργο. Η πρώτη θα ήμουν ή η τελευταία;»

    «Όστις αναμάρτητος…» της απαντάω ξερά. «Έχεις δίκιο, Κρινιώ μου, όλοι κάπου μας, λίγο ή πολύ, την έχουμε πατήσει. Καλώς ή κακώς από τα λάθη μας μαθαίνουμε γιατί αν δε μάθουμε θα είμαστε απλά καταδικασμένοι να τα επαναλαμβάνουμε.»

    «Σαν αυτό που λένε ότι σχιζοφρένεια είναι να κάνεις συνεχώς τα ίδια και να περιμένεις διαφορετικά αποτελέσματα…»

    «Κάπως έτσι,» της απαντάω χαμογελαστός.

    «Ο Γιώργος δεν ήταν εύκολος άνθρωπος… Εννοώ… ήταν πολύ κλειστός, πολύ σφιχτός άνθρωπος. Ήταν τρυφερός με τον τρόπο του, αλλά δεν ήταν εκδηλωτικός. Κι όμως ήταν τέτοια η σχέση μας που ούτε στιγμή δεν ένιωσα ανασφάλεια δίπλα του. Πάντα… πάντα ήξερε… Θα μου πεις ήταν 45 χρονών και ήμουν 18… αλλά…»

    «Δεν χρειάζεται να μου το εξηγήσεις, Κρινιώ μου,» τη διακόπτω απαλά.

    «Δεν… δεν είναι εύκολο να εξηγήσεις το είδος της σχέσης που είχα με το Γιώργο.»

    «Και όπως σου είπα δεν χρειάζεται. Σε γέμιζε;»

    «Ναι, φυσικά!»

    «Ήσουν ευτυχισμένη; Ένιωθες πλήρης;»

    «Ναι!»

    «Δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο. Οι λέξεις και οι όροι χρησιμεύουν μόνο όταν υπάρχει ανάγκη να συνεννοηθούμε μεταξύ μας. Είναι ταμπέλες, λεκτικές σημάνσεις…Ήσουν πλήρης και ευτυχισμένη στη σχέση σας, Κρινιώ μου, αυτό είναι που έχει σημασία, όχι πως θα ονομάζατε τη σχέση σας για να την καταλάβει κάποιος τρίτος.»

    «Έχεις δίκιο μωρέ Τζωρτζίνο μου, αλλά… θέλω να καταλάβεις.»

    «Γιατί; Τι περισσότερο χρειάζεται να ξέρω για τη σχέση σου, πέραν ότι σε γέμιζε και ήσουν ευτυχισμένη;»

    «Γιατί… γιατί κάποιος τρίτος θα μπορούσε να την πει κακοποιητική. Θα μπορούσε να πει ότι με εκμεταλλεύτηκε.»

    «Κρινιώ μου, ένιωσες ποτέ στη σχέση σου με το Γιώργο κακοποίηση;»

    «Όχι βέβαια!»

    «Ένιωσες ποτέ ότι σε εκμεταλλεύτηκε;»

    «Όχι! Με έκανε καλύτερη!»

    «Τότε, στα μεταφορικά σου αρχίδια τι μπορεί να πει ο κάθε άσχετος. Και επειδή φαντάζομαι ότι προσπαθείς να μου πεις χωρίς να μου πεις ότι απολαμβάνεις σαδομαζοχιστικά παιχνίδια, guess what. So do I!»

    «Εεε…» μου είπε στουκάροντας και κοκκινίζοντας τελείως.

    “It’s not my first rodeo, αλεπουδάκι μου,” της απαντάω κλείνοντάς της το μάτι. «Ακόμα και αν ήμουν τελείως άπειρος σε τέτοια θέματα—και δεν είμαι—μετά από αυτά που κάναμε χθες το βράδυ θα έπρεπε να είμαι τελείως ηλίθιος να μην έχω καταλάβει τουλάχιστον τα βασικά!»

    «Μπερμπάντη! Καλά το είπα!» μου λέει πειρακτικά κάνοντάς με να χαμογελάσω και πάλι.

    «Δεν είμαι μπερμπάντης, Κρινιώ μου. Είμαι έμπειρος, ναι, αλλά ποτέ μου δεν υπήρξα γυναικάς, ίσα-ίσα… πάντα ήμουν φοβερά επιλεκτικός στο σε ποια γυναίκα θα αφιερώσω το χρόνο μου.»

    «Σε πειράζω βρε Τζωρτζίνο μου, μη τα παίρνεις όλα τοις μετρητοίς!»

    «Πειράζεις τον παλιό;» της κάνω δήθεν αυστηρά. «Καλά το πας!» συνεχίζω, και η Κρινιώ πιάνοντας το υπονοούμενο βάζει τα γέλια. Ξαφνικά πετάγομαι από τη θέση μου και αρχίζω και πάλι το γαργαλητό.

    «ΜΗΗΗΗΗΗ!» μου κάνει προσπαθώντας να αμυνθεί, και καλή της τύχη!

    «Πες “bless me father, for I have sinned!”» τη διατάζω.

    “Bless… ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ B—Bless ΧΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑ! Δε!!! ΧΑΧΑΧΑ ΜΗΗΗΗ!»

    Σταματάω και την αφήνω για μερικές στιγμές για να βρει τις ανάσες της, και με αυτό που μου πετάει χάνω εγώ τις δικές μου. “Sorry daddy, I’ve been naughty!”

    Εντάξει, δεν κατάλαβα πως κατάφερα να μην πάθω έμφραγμα από τα γέλια, με έπιασε βήχας, πραγματικά. Μέχρι και η Κρινιώ κάποια στιγμή τα χρειάστηκε.

    «Γιώργο;» με ρώτησε με φωνή γεμάτη ανησυχία.

    «Αχ θα με στείλεις πριν την ώρα μου, και δεν έχω και πολλές από δαύτες π’ ανάθεμά με» της απαντάω για να εισπράξω μια στη μύτη όλη δική μου, και αυτή τη φορά πόνεσε!

    «Ει! Υποτίθεται ότι εγώ δέρνω!»

    «Άμα το ξαναπείς κάτι τέτοιο φουκαρά μου θα φας τόσο ξύλο που θα παρακαλούσες να είσαι τερμίτης!» μου δηλώνει, και πάρ’ τον πάλι κάτω τον δικό σου.

    “Cross my heart and hope to die,” της απαντάω όταν βρίσκω και πάλι της ανάσες μου, μην αντέχοντας να μην τρολλάρω ξανά τον εαυτό μου και η Κρινιώ σουφρώνει τα χείλη της και σταυρώνει τα χέρια της μπροστά της.

    «Τέτοιος είσαι! Δε σ’ αγαπάω!» μου κάνει, μιλώντας μου σαν κοριτσάκι, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια.

    “Love, love me do! You know I love you” της λέω τραγουδιστά για να την πειράξω… μόνο που το εννοώ.

    «Εσύ δε μ’ αγαπάς καθόλου με αυτά που μου λες» μου λέει προσπαθώντας με δυσκολία να μου κρατήσει μούτρα. «Άντεεεεεε…» συνεχίζει γεμάτη παράπονο.

    «Καρδούλα μου,» της λέω και της πιάνω το χέρι. «Δεν το κάνω για να σου χαλάσω τη διάθεση… όμως έχει σημασία να με καταλάβεις…»

    «Το καταλαβαίνω Τζωρτζίνο μου,» μου λέει χαμογελώντας μου γλυκά. «Είναι η άμυνά σου. Δεν… δεν μπορώ να φέρω τον εαυτό μου στη θέση σου… δεν… δεν ξέρω πως… πώς είναι…» μου λέει και η φωνή της σπάει.

    «Έλα εδώ!»

    Με κοιτάζει για μερικές στιγμές αβέβαιη και σηκώνεται και έρχεται προς τα μένα. Χτυπάω τα γόνατά μου, κάνοντάς την νόημα να κάτσει πάνω μου. Σκαρφαλώνει πάνω μου ανοίγοντας τα πόδια της και με αγκαλιάζει γύρω από το λαιμό. Της χαμογελάω και της χαϊδεύω το πρόσωπο.

    «Ξέρεις πως λένε το χίπικο τραγούδι που ξεκίνησα να σου τραγουδάω;»

    “Let the sunshine,” μου απαντάει.

    «Όχι Κρινιώ μου, δεν λέγεται Let the sunshine,» της λέω και με κοιτάζει απορημένη. «Ο τίτλος του είναι Let the sunshine *in*. Η Θεά Τύχη σ’ έφερε στη ζωή μου… και έκανα ακριβώς αυτό που λέει το τραγούδι. Άφησα το φως να μπει.»

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 8 Μαϊου 2025
  11. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 9ο - We come from the land of the ice and snow

    Τη Δευτέρα το πρωί πηγαίνω στο γραφείο. Εκτός από το Γιάννη κανείς δεν ξέρει τίποτα. Και έτσι θέλω να μείνει. Διασχίζω τους διαδρόμους με το κεφάλι ψηλά, προσπαθώντας να κρύψω το ελαφρό τρέμουλο στα χέρια μου. Προσπερνώ συναδέλφους που με χαιρετούν, ανταποδίδοντας με ένα σύντομο νεύμα—τίποτα στο πρόσωπό μου δεν προδίδει την καταιγίδα που μαίνεται μέσα μου.

    Το απογευματάκι πηγαίνω και πάλι και τον βρίσκω. Στέκομαι για μια στιγμή, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα για να σταθεροποιήσω τη φωνή μου.

    «Καλώς τον,» μου κάνει, και μου κάνει νόημα να κάτσω. Το βλέμμα του με σαρώνει από πάνω μέχρι κάτω, αναζητώντας σημάδια, εκτιμώντας την κατάστασή μου χωρίς να χρειάζεται να ρωτήσει.

    «Πήρα μια απόφαση,» ξεκινάω να του λέω αλλά το ύφος μου είναι τέτοιο που το καταλαβαίνει. Τα χείλη μου σφίγγονται σε μια λεπτή γραμμή, τα μάτια μου καρφωμένα στα δικά του, αποφασιστικά. Χαμογελάει, σηκώνεται με μια απότομη κίνηση που κάνει την καρέκλα του να τρίξει, και έρχεται και με αγκαλιάζει. Η αγκαλιά του είναι δυνατή, σχεδόν ασφυκτική, ένας βουβός διάλογος μεταξύ δύο ανθρώπων που γνωρίζονται πολύ καιρό για να χρειάζονται λέξεις.

    «Ποτέ δε θα πεθάνουμε κουφάλα νεκροθάφτη!» μου λέει και με δυσκολία πνίγω το γέλιο μου. Νιώθω τους ώμους μου να χαλαρώνουν για πρώτη φορά σήμερα, το διάφραγμά μου να πάλλεται με ένα γέλιο που έρχεται από βαθιά—ένα γέλιο που θυμίζει άλλες εποχές, άλλες συνθήκες.

    «Καλά, δεν θα το πήγαινα τόσο μακριά,» του λέω προσπαθώντας να κάνω κι εγώ χαβαλέ, αλλά η φωνή μου έχει μια βραχνάδα που αποκαλύπτει το βάρος πίσω από την προσπάθειά μου για ελαφρότητα. Τα μάτια μου υγραίνονται, αλλά ανοιγοκλείνω γρήγορα τα βλέφαρα, διώχνοντας τα δάκρυα πριν προλάβουν να σχηματιστούν.

    «Θα το παλέψω Γιάννη… Θα το παλέψω μέχρι που δεν θα μπορέσω άλλο.» Καθώς μιλάω, το σαγόνι μου σφίγγεται, το χέρι μου υψώνεται σε μια γροθιά που επιβεβαιώνει την αποφασιστικότητά μου.



    Το βραδάκι κάνω την κλήση μου στο messenger. Ξαπλώνω στον καναπέ, με το μαξιλάρι στηριγμένο πίσω από τη μέση μου, και τεντώνω τα πόδια μου στο τραπεζάκι. Κρατάω το κινητό λίγο ψηλότερα απ’ ό,τι συνήθως για να αποφύγω τις σκιές στο πρόσωπό μου. Το πρόσωπο της Κρινιώς εμφανίζεται στο messenger και το χαμόγελό της με φωτίζει περισσότερο και από τον ήλιο. Τα μάτια μου αμέσως ζωντανεύουν, οι γωνίες του στόματός μου υψώνονται σε ένα ακούσιο χαμόγελο.

    «Καλησπέρα μούτρο!» της κάνω, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι στο πλάι με εκείνη την παιχνιδιάρικη κίνηση που της αρέσει.

    «Καλησπέρα Τζωρτζίνο μου!» μου απαντάει τρυφερά, κάνοντας την καρδιά μου να λιώσει, όπως και την πρώτη φορά που το άκουσα, μόλις χθες! Τα δάχτυλά μου σφίγγουν ελαφρά το κινητό και νιώθω μια γλυκιά ζεστασιά να απλώνεται στο στήθος μου.

    «ΑΑΑΑΑΑΧ» της κάνω προσπαθώντας να μιμηθώ τη Βασιλειάδου στην ωραία των Αθηνών, ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια και φέρνοντας το χέρι μου στο στήθος με θεατρική υπερβολή, κερδίζοντας το γέλιο της. Το σώμα μου αναδεύεται ελαφρά καθώς κι εγώ γελάω μαζί της.

    «Κρινιώ μου, την άλλη εβδομάδα μπορείς να πάρεις άδεια το Σαββατοκύριακο; Και αν είναι δυνατόν, μπορείς να λείψεις από τα μαθήματά σου την Πέμπτη και την Παρασκευή;» Ανασηκώνομαι λίγο πιο όρθιος καθώς μιλάω, τα φρύδια μου ελαφρώς υψωμένα σε μια έκφραση προσμονής.

    «Χμμμ… Τι έχεις στο μυαλό σου;» ρωτάει καχύποπτα, μισοκλείνοντας τα μάτια και φέρνοντας το πρόσωπό της πιο κοντά στην κάμερα.

    «Μια εκδρομούλα!» της λέω, με τα δάχτυλά μου να παίζουν ρυθμικά στο μπράτσο του καναπέ από τον ενθουσιασμό. «Μπορείς;»

    «Θα μπορέσω!» με διαβεβαιώνει, γνέφοντας καταφατικά με το κεφάλι. «Για πού λες;»

    «Παρίσι!» της κάνω και βλέπω τα μάτια της να γουρλώνουν. Ένα πλατύ χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό μου καθώς απολαμβάνω την έκπληξή της. Γέρνω προς τα εμπρός, σχεδόν αγγίζοντας την οθόνη. «Στο πρώτο chat μας, κάποια όνομα και μη χωριό μου είχε πει ότι δε θα τη χάλαγε ένα ταξίδι στην πόλη του Φωτός!» Η φωνή μου τρέμει ελαφρά από τον ενθουσιασμό, τα χέρια μου κάνουν μια πλατιά χειρονομία σαν να αγκαλιάζω όλη την ιδέα του ταξιδιού.

    «Μου κάνεις πλάκα τώρα!» μου λέει αδυνατώντας να πιστέψει ότι της μιλάω σοβαρά. Το στόμα της ανοίγει σε έκπληξη, τα χέρια της καλύπτουν τα μάγουλά της καθώς γέρνει πίσω, η κάμερα τρέμει ελαφρά από την κίνησή της.

    «Καθόλου,» τη διαβεβαιώνω, κοιτάζοντάς την κατευθείαν στα μάτια, με το πηγούνι μου ελαφρώς ανασηκωμένο για να δείξω πόσο σοβαρός είμαι. Μετά η φωνή μου μαλακώνει, τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου χαλαρώνουν. «Η ζωή είναι ένα μεγάλο καρουζέλ. Η μουσική δε σταμάτησε ακόμα Κρινιώ μου.»

    Το βλέμμα της σκοτεινιάζει για μερικές στιγμές αλλά φωτίζεται και πάλι. Παρατηρώ τον τρόπο που οι ώμοι της πέφτουν για ένα δευτερόλεπτο, πριν τεντωθούν ξανά με αποφασιστικότητα. «Πανί με πανί θα μείνω, αλλά δε γαμιέται!» μου λέει με ολοένα και αυξανόμενο ενθουσιασμό, χτυπώντας ελαφρά το χέρι της στο τραπέζι μπροστά της, ο τόνος της φωνής της ανεβαίνει με κάθε λέξη.

    «Τα έξοδα δικά μου,» της ξεκαθαρίζω.

    «Γιώργο…» πάει να μου φέρει αντίρρηση αλλά το ξεκόβω.

    «Αυτό που σου είπα και μη με κάνεις να έρθω από εκεί!» την απειλώ στα ψέματα!

    «Μωρέ τι μας λες;» μου κάνει προκλητικά και βρίσκω την ευκαιρία μου.

    «Αυτό ήταν, έρχομαι να σε μαυρίσω!» της δηλώνω για να πάρω ως απάντηση ένα «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» όλο δικό μου. «Έρχομαι!» της λέω και κλείνω το messenger.

    Σηκώνομαι όπως είμαι με τη φόρμα, παίρνω το πορτοφόλι μου και το κινητό μου και κατεβαίνω στο αυτοκίνητο. Δέκα λεπτά αργότερα είμαι κάτω από το σπίτι της. Χτυπάω το κουδούνι της.

    «Αυτή τη στιγμή απουσιάζουμε! Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας μετά το χαρακτηριστικό ήχο!» ακούω τη φωνή της Κρινιώς από το μεγάφωνο της εξώπορτας. «Χαρακτηριστικός ήχος!» μου λέει και βάζει τα γέλια, και δεν υπάρχει ομορφότερος ήχος στον κόσμο από το γέλιο της.

    Το ρίχνω κι εγώ στην πλάκα και αρχίζω να της τραγουδάω φάλτσα το Immigrant Song:

    We come from the land of the ice and snow
    From the midnight sun where the hot springs flows
    The hammer of the Gods will drive our ships to new lands
    To find the horde, sing and cry “Valhalla I’m coming”
    «Πρώτη φορά μου κάνουν καντάδα!» μου λέει ξεκαρδισμένη και πάλι στα γέλια, και αυτή τη φορά ακούω το χαρακτηριστικό βουητό της πόρτας που ξεκλειδώνει.

    Ανεβαίνω στο δεύτερο όροφο που μένει, με περιμένει στην πόρτα. Φοράει τη μαύρη κοντομάνικη μπλούζα που της έδωσα χθες και που φτάνει μέχρι τη μέση των μηρών της. Από κάτω τα πόδια της είναι γυμνά, είτε είναι με κάποιο κοντό σορτσάκι που το καλύπτει η μπλούζα, είτε είναι μόνο με το εσώρουχό της. Ή ίσως ούτε καν αυτό!

    «Μαύρισον μεν φίλησον δε!» μου λέει χαχανίζοντας και με παίρνει αγκαλιά στην πόρτα και μου δίνει ένα τρυφερό φιλί στα χείλη. Τραβιέται και με κοιτάζει με πονηρό βλέμμα. Όπως την έχω αγκαλιά της ρίχνω μια απαλή στα μεριά της. Δεν φοράει σορτσάκι, πρέπει να είναι με το εσώρουχό της.

    «Αχνε!» μου κάνει χαχανίζοντας και κάνει στο πλάι για να περάσω μέσα. Κλείνει την πόρτα και της ρίχνω ακόμα μια παιχνιδιάρικη στα πισινά της που την κάνει να χοροπηδήσει. «Αγροίκε!»

    «Αεροπορικά, ξενοδοχεία, φαγητά, ποτά και Disneyland δικά μου!» της λέω μετρώντας με τα δάχτυλά μου καθώς απαριθμώ τα έξοδα, και η μαγική τρίτη λέξη την κάνει να ξεχάσει τις αρχικές της διαμαρτυρίες.

    “Disneyland?” με ρωτάει με έξαψη, τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα και λάμπουν, τα χέρια της πλησιάζουν στο πρόσωπό της σε μια χειρονομία παιδικού ενθουσιασμού.

    «Εμ, τι νόμιζες; Θα πηγαίναμε Παρίσι και δε θα σε πήγαινα στη Disneyland?”

    Μου χαμογελάει αλλά μετά σοβαρεύει. «Γιώργο μου, σοβαρά τώρα…»

    «Οκ,» της λέω υποχωρώντας. «Οι καφέδες στο αεροδρόμιο δικοί σου!» συνεχίζω το χαβαλέ αλλά μετά σοβαρεύω. Την παίρνω από το χέρι και πάμε και καθόμαστε στον καναπέ. «Κρινιώ μου,» της λέω και όπως έχω ακόμα το χέρι της στο δικό μου το φέρνω στο στόμα μου και το φιλάω. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αισθάνεσαι αμήχανα ή οτιδήποτε. Ξέρω ότι δεν σου περισσεύουν, και όσο και αν δεν είμαι κανένας πλούσιος, για μένα τα χρήματα δεν έχουν πια καμία αξία. Δεν αγοράζω με δαύτα το χρόνο σου, Κρινιώ μου. Τα επενδύω σε όσον έχει απομείνει από τον δικό μου.»

    Για μια στιγμή, το βλέμμα της θολώνει. Βλέπω τα μάτια της να γυαλίζουν, λες και κάτι μέσα της παλεύει να μη λυγίσει. Μα δεν τη σπρώχνω, ούτε λέω τίποτα άλλο. Της αφήνω χώρο να νιώσει, να σκεφτεί, να αποφασίσει. Μόνο της σφίγγω απαλά τα δάχτυλα, μεταφέροντας της όλη την ήρεμη βεβαιότητα που αισθάνομαι.

    «Είσαι τρελός,» μου ψιθυρίζει τελικά, με εκείνο το χαμόγελο που μόνο εκείνη ξέρει να δίνει, μισό γεμάτο ευγνωμοσύνη, μισό γεμάτο αμφιβολία αν της αξίζουν όλα αυτά.

    «Είμαι,» της απαντώ σοβαρά. «Η λογική είναι υπερτιμημένη.»

    Γέρνει το κεφάλι της στον ώμο μου και μένουμε έτσι, σιωπηλοί, με το ρολόι στον τοίχο να μετράει ρυθμικά τις στιγμές μας. Έξω η νύχτα πέφτει, και εγώ, μέσα σε αυτή τη μικρή αγκαλιά, νιώθω ότι για πρώτη φορά εδώ και καιρό, τίποτα έξω δεν έχει σημασία. Ούτε η καταιγίδα που πλησιάζει, ούτε οι εξετάσεις της, ούτε οι λογαριασμοί που περιμένουν καρτερικά στο τραπέζι μου. Μόνο εκείνη.

    Σηκώνει το βλέμμα της και με κοιτάζει στα μάτια. «Πότε φεύγουμε;» ρωτάει απλά, χωρίς πια καμία επιφύλαξη.

    Χαμογελάω φαρδιά. «Την άλλη Πέμπτη τα ξημερώματα. Σου έφτιαξα και πρόγραμμα.»

    Ανοίγω το κινητό μου και της δείχνω το αρχείο: μικρές σημειώσεις, γεμάτες καρδούλες και ζωγραφισμένα αεροπλανάκια. Τα μάτια της γελάνε, καθώς βλέπει το δικό μας Παρίσι να ξετυλίγεται μπροστά της:
    • Πρώτη μέρα
      • Περίπατος στις όχθες του Σηκουάνα.
      • Πρωινός καφές στο Saint-Germain.
      • Βόλτα με ποδήλατο στο Jardin des Tuileries.
      • Προσκύνημα στο Shakespeare and Company.
    • Δεύτερη μέρα
      • Ανέβασμα στον πύργο του Eifel.
      • Μονμάρτη.
    • Τρίτη μέρα
      • Disneyland, μέχρι να μας πάρουν σηκωτούς.
    Σηκώνεται απότομα, παίρνει το πρόσωπό μου στα χέρια της και με φιλάει—αργά, βαθιά, γεμάτα υπόσχεση. Όχι μόνο για το Παρίσι. Για όλα όσα δεν έχουν ακόμα γραφτεί. Το φιλί στην αρχή είναι τρυφερό αλλά σταδιακά γίνεται όλο και πιο παθιασμένο. Σταματάει, με πετάει κάτω στον καναπέ και σκαρφαλώνει πάνω μου. Με μια κίνηση βγάζει το μπλουζάκι που φοράει και μένει γυμνή από πάνω.

    Παίρνει τα χέρια μου και τα βάζει πάνω στα στήθη της και τα πιέζει πάνω τους. Χαμογελώντας πονηρά, κατεβαίνει λίγο πιο κάτω και αρχίζει και τρίβεται πάνω μου, και παρόλο που μας χωρίζουν το μποξεράκι μου, η φόρμα μου και το κιλοτάκι της, ο ερεθισμός μου είναι τόσο έντονος που σχεδόν με πονάει.

    Κάνει ακόμα πιο πολύ προς τα πίσω και μου κατεβάζει τη φόρμα και το μποξεράκι και με το που μένω γυμνός σκύβει και με παίρνει στο στόμα της κάνοντάς με να δω αστεράκια. Κλείνω τα μάτια μου και αφήνομαι στο χάδι της γλώσσας της και τον χειλιών της. Είναι πολύ καλή, μπορεί να με πάρει όλο στο στόμα της και η αίσθηση μέσα του είναι πέραν πάσης περιγραφής. Τη σταματάω γιατί αν συνεχίσει δε θα αντέξω ούτε λεπτό.

    Η Κρινιώ καταλαβαίνει τις προθέσεις μου και μου χαρίζει το χαμόγελό της που με κάνει κάθε φορά και λιώνω. Σηκώνεται και πηγαίνει να φέρει ένα προφυλακτικό και επιστρέφει λίγες στιγμές μετά. Βγάζει το κιλοτάκι της, με ξαναπαίρνει στο στόμα της ίσα για να μου γίνει ξανά κατάρτι και αφού μου φορέσει το προφυλακτικό με απίστευτη επιδεξιότητα, σκαρφαλώνει ξανά πάνω μου και με τα χέρια της οδηγεί το όργανό που γλιστράει σχεδόν μέσα της.

    Ω Θεοί!

    Βάζει τα χέρια μου στα στήθη της και αρχίζει και κινείται μπρος-πίσω. Παίρνοντας το μήνυμα αρχίζω και τα μαλάζω, στην αρχή πιο απαλά και μετά με αυξανόμενη δύναμη. Σφιχτά, νεανικά… πλούσια… η αίσθησή τους στα χέρια μου, οι στεναγμοί της, ο τρόπος που χορεύει σχεδόν πάνω μου με κάνουν να χάσω τελείως τον έλεγχο, δεν αντέχω ούτε δύο λεπτά. Αφήνω στα στήθη και την αρπάζω από τη λεκάνη και την κρατάω ακίνητη και οι εκρήξεις μου διαδέχονται η μία την άλλη καθώς τελειώνω με σπασμούς μέσα της.

    “Awkard!” είναι το πρώτο πράγμα που λέω αφού καταφέρω να βρω τις ανάσες μου και το γέλιο της ακούγεται όπως κάθε φορά σα μουσική στ’ αφτιά μου.

    «Μη μου σκας, έχω κι άλλα προφυλακτικά!» μου λέει γελώντας μου πονηρά και τραβιέται προσεκτικά από πάνω μου.

    Σηκώνομαι κι εγώ και βγάζω το προφυλακτικό. «Δεν χρειάζεται προφυλακτικό γι’ αυτό που θα σου κάνω!» της λέω και ορμάω πάνω της και αρχίζω και την γαργαλάω!

    «Μηηηη!!» μου κάνει σκασμένη στα γέλια παλεύοντας να ξεφύγει.

    Σταματάω και την αρπάζω και φέρνω το κεφάλι της προς το μέρος μου και τα χείλη μας κολλάνε και η Κρινιώ λιώνει στο φιλί μου. Σταματάω το φιλί και την ξαπλώνω στην πλάτη του καναπέ. Γονατίζω μπροστά της, της ανοίγω τα πόδια και χώνω το κεφάλι μου ανάμεσά τους. Τα χείλη της είναι σα ροδοπέταλα. Ανασαίνω τη θηλυκή της ευωδιά που δεν συγκρίνεται ούτε με το ακριβότερο άρωμα, και κολλάω το στόμα μου πάνω της.

    Η γλώσσα μου και τα χείλη μου παίζουν με την κλειτορίδα της, και σιγά-σιγά οι ανάσες της γίνονται πρώτα στεναγμοί και μετά βογγητά. Αν και η στάση δεν βολεύει ιδιαίτερα καταφέρνω να στριμώξω το χέρι μου από κάτω και βυθίζω μέσα της το μεσαίο μου δάχτυλο, κερδίζοντας ακόμα πιο δυνατά βογγητά. Από την αντίδρασή του σώματός της καταλαβαίνω ότι αυτό που της αρέσει περισσότερο είναι να της πιέζω την κλειτορίδα με το μέσο της γλώσσας μου κάνοντας κυκλικές κινήσεις.

    Αν και ακούγεται εύκολο, δεν είναι, η στάση με κουράζει και δεν έχω και ιδιαίτερες αντοχές, ωστόσο εκείνη τη στιγμή προτιμάω να πάθω έμφραγμα παρά να σταματήσω. Η Κρινιώ έχει παραδοθεί τελείως, νιώθω το σώμα της να τρεμουλιάζει σα να το διαπερνάνε χιλιάδες βολτ. Τα βογγητά της έχουν γίνει ακόμα πιο δυνατά και αυτό μου δίνει τη δύναμη μου χρειάζομαι για να συνεχίσω και η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκε κάμποση ώρα για να δρέψω τελικά τους καρπούς.

    Νιώθω το σώμα της να τεντώνεται και ταυτόχρονα να κάνει σχεδόν σπασμούς. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΧ ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ… ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ!!!!» Τεντώνεται για μία τελευταία φορά. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ!!!!!» και τα υγρά της γεμίζουν το πρόσωπό μου.

    Ρουφάω αχόρταγα τους χυμούς της ενώ η Κρινιώ κοντεύοντας να χυθεί από τον καναπέ προσπαθεί να βρει τις ανάσες της. Αλλά δεν έχω τελειώσει μαζί της, ούτε καν! Σηκώνομαι λίγο για να ξεπιαστώ και τη βοηθάω να σηκωθεί. Τη γυρίζω να μου έχει πλάτη και τη φιλάω στο σβέρκο ενώ με τα χέρια μου μαλάζω δυνατά τα στήθη της και τσιμπάω τις ρόγες της, κερδίζοντας νέους ηδονικούς στεναγμούς.

    «Κάτσε στα τέσσερα στον καναπέ!» της λέω και το κάνει αμέσως και χωρίς κανένα δισταγμό. Θαυμάζω για μερικές στιγμές το υπέροχο κωλαράκι της και γονατίζω πίσω της. Της χουφτώνω και τους δύο γλουτούς χωρίζοντάς τους και βυθίζω τη γλώσσα μου στο άνοιγμά της, ξαφνιάζοντάς την ευχάριστα. «Σ’ αρέσει μωρό μου;»

    «Πολύ! Πολύ!» μου απαντάει ξεψυχισμένα.

    Περνάω το χέρι μου από κάτω και περνώντας το μπροστά παίζω με την κλειτορίδα της ενώ η γλώσσα μου βυθίζεται στην πίσω της τρυπούλα απολαμβάνοντας την αρμύρα του κορμιού της. Συνεχίζω έτσι για κάμποση ώρα μέχρι που η γλώσσα μου κουράζεται. Χωρίς να διστάσω τραβάω το δάχτυλό μου που το είχα μέσα στο μουνάκι της και το βυθίζω απαλά πίσω της.

    «ΜΜΜΜΜΜ» της ξεφεύγει.

    «Σ’ αρέσει Κρινιώ μου;»

    «Με τρελαίνεις!» μου απαντάει με τη φωνή της να βγαίνει σχεδόν σαν ψίθυρος από την καύλα της.

    «Σε τρελαίνω μωρό μου;» τη ρωτάω βυθίζοντας το δάχτυλό μου όσο πιο βαθιά μπορούσε να μπει πίσω της.

    «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΝΑΙ!!! Σε θέλω!» μου κάνει. «Σε θέλω πάλι!»

    Καταφέρνω χωρίς να βγάλω το δάχτυλό μου από πίσω της να γυρίσω προς το τραπεζάκι και να βγάλω ένα προφυλακτικό. Βέβαια το σχέδιό μου έπασχε γιατί αφενός για να το φορέσω χρειαζόμουν και τα δυο μου χέρια και αφετέρου δεν ήμουν τελείως ερεθισμένος. Για το δεύτερο πάντως δε χρειάζεται πολλά-πολλά, απλά τον τρίβω πισωκολλητά της και σε δευτερόλεπτα γίνεται και πάλι κατάρτι.

    Σταματάω και φοράω το προφυλακτικό και προσεκτικά το βάζω πισωκολλητά στο μουνάκι της, κερδίζοντας ακόμα ένα ηδονικό της βογγητό. Την αρπάζω από τους γλουτούς και αρχίζω να κινούμαι απαλά, δεν βιάζομαι καθόλου. Ακόμα και με το προφυλακτικό η αίσθηση μέσα στο μουνάκι της είναι απίστευτη, και το θέαμα που μου προσφέρει με το κορμάκι της καμπυλωμένο την κάνει ακόμα πιο έντονη.

    Την τραβάω από το μαλλί και την φέρνω προς το μέρος μου και ταυτόχρονα καρφώνομαι όσο πάει μέσα της. Κρατώντας την ακόμα από το μαλλί με το ένα χέρι, της δίνω μια δυνατή ξυλιά στο δεξί κωλομέρι.

    «ΜΜΜΜΜΜΜΜΜ» μου κάνει. «ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ!»

    «Πιο δυνατά θέλει το κορίτσι;» τη ρωτάω και χωρίς να περιμένω απάντηση της ρίχνω μία ακόμα πιο δυνατή.

    «ΝΑΙ! ΝΑΙ!»

    Αρχίζω και πάλι να κινούμαι χωρίς να σταματήσω να τις ρίχνω δυνατά σκαμπίλια στα μεριά της, που έχουν αρχίσει και κοκκινίζουν. Και δεν είναι μόνο στην Κρινιώ που αρέσει αυτό, εγώ δεν πάω πίσω. Είχα αρχίσει να επιταχύνω αλλά σταματάω γιατί νιώθω ότι πάλι δε θα αντέξω ούτε λεπτό. Την τραβάω και πάλι από το μαλλί και τη σηκώνω όσο πιο πολύ μπορώ.

    «Γιώργο!» μου λέει ξεψυχισμένα.

    «Σε πόνεσα μωρό μου;» τη ρωτάω ανήσυχος και την αφήνω.

    «Όχι!! Όχι!! Σε… σε θέλω… πίσω μου!» μου απαντάει.

    Δεν την ρώτησα αν είναι σίγουρη. Αφενός χθες μου είχε πει ότι της αρέσει το παρά φύσιν, ειδικά αν έχει προηγηθεί spanking, και αφετέρου είχα καταλάβει ότι είναι άνθρωπος που ξέρει τι θέλει και δεν διστάζει να το ζητήσει.

    «Ό,τι θέλει το κορίτσι,» της απαντάω και τραβιέμαι από μέσα της. «Έχεις λιπαντικό;»

    «Δεν χρειάζεται!» μου απαντάει. Ναι, της άρεσε το rough sex—μου το είχε πει και αυτό in no uncertain terms—το λιπαντικό βασικά εγώ το ήθελα περισσότερο—καθώς με δαύτο η αίσθηση είναι ανώτερη—αλλά και όχι σε σημείο να χαλάσουμε τις καρδιές μας.

    Το προφυλακτικό είναι γεμάτο από τα υγρά της και έτσι απλά τον τρίβω πίσω της και αρχίζω να σπρώχνω προσεκτικά. Παρόλο που μου είχε πει ότι της αρέσει αυτός ο πόνος—να κάτι που δε μπορούσα να φανταστώ βασιζόμενος στις προηγούμενες σχέσεις μου—δεν βιάζομαι το από πίσω θέλει τη ρέγουλά του. Αργά και με προσεκτικές κινήσεις—και παρά του περί του αντιθέτου παραινέσεις από την Κρινιώ—καταφέρνω να αρχίζω να τον βυθίζω μέσα της.

    «ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙΙ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜ ΝΑΙΙΙΙΙΙΙ!» Αρχίζω να πιέζω ακόμα πιο δυνατά και τα βογγητά της—μείξης πόνου και καύλας—είναι η απάντηση στους δικούς μου φόβους. Καταφέρνω να βυθιστώ μέχρι τα τρία τέταρτα μέσα της. «ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜ ΝΑΙΙΙΙΙΙΙ ΝΑΙΙΙΙΙΙ!»

    Την αρπάζω από το μαλλί και καρφώνομαι όλος μέσα της.

    «ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!»

    Και κάπου εκεί το χάνω κι εγώ και αρχίζω να μπαινοβγαίνω μέσα της σαν μανιακός, και παρόλο που νιώθω το τέλος σχεδόν μια ανάσα μακριά, καταφέρνω να διατηρήσω αυτό το ρυθμό για πάνω από πέντε λεπτά. Πότε την αρπάζω από το μαλλί, πότε τη γραπώνω από τη μέση ή τους γλουτούς, και πότε της χώνω εναλλάξ σκαμπίλια στα κωλομέρια που έχουν γίνει κατακόκκινα.

    «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ! ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ!!!! ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» μου φωνάζει πάνω στην κορύφωση του οργασμού της.

    Είχα ακούσει ότι κάποιες γυναίκες μπορούν να έχουν οργασμό και στο παρά φύσιν, αλλά μέχρι τώρα δε μου είχε τύχει να το διαπιστώσω ιδίοις όμμασι! Καρφώνομαι για τελευταία φορά μέσα της, και κοκκαλώνω με το όργανό μου να κάνει σπασμούς μέσα της, και την ψυχή μου σχεδόν να φεύγει από το σώμα μου.

    Ναι, τόσο έντονος ήταν ο οργασμός μου!

    Μπορεί το Σύμπαν να μου έστειλε τερματικό καρκίνο αλλά η Θεά Τύχη να αποφάσισε έστω κι έτσι, στα τελειώματα, να μου χαμογελάσει.

    Και έχει υπέροχο χαμόγελο η πουτάνα!

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
  12. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 10ο - Στην πόλη του φωτός

    Μέχρι να έρθει η επόμενη εβδομάδα και το ταξίδι μας, ο χρόνος φάνηκε σα να είχε κολλήσει. Πέρα από τα πρωινά στο γραφείο, με το που σχολούσα ο κόσμος μου γινόταν πιο φωτεινός, γιατί είτε το απόγευμα, είτε το βράδυ—κάθε βράδυ—το περνούσαμε μαζί, συνήθως στο σπίτι μου, για να μην αφήνουμε μόνο και το άλλο μου κορίτσι.

    Όσο για το που θα άφηνα τη Λίζι, το τετραήμερο που θα ήμασταν στο Παρίσι, αυτό το είχα λυμένο εδώ και καιρό, καθώς οι επαγγελματικές μου υποχρεώσεις καμιά φορά απαιτούσαν ολιγοήμερα ταξίδια είτε στην Κύπρο, είτε στη Ρουμανία, οπότε είχα βρει ξενοδοχείο για κατοικίδια και την άφηνα εκεί.

    Βέβαια, με την είσοδο της Κρινιώς στη ζωή μου, δε θα χρειαζόταν ξενοδοχείο, μου το είχε πει άλλωστε και η ίδια, και δεν εννοώ μόνο το ότι θα την αναλάμβανε όταν… όταν δε θα ήμουν πια εδώ. Παρόλο που στις γάτες δεν αρέσει να αλλάζουν περιβάλλον, δυο-τρεις φορές που περάσαμε το βράδυ στο διαμέρισμά της, είχα φέρει μαζί μου και την Λίζι, που μπορεί να μην πέταγε τη σκούφια της, αλλά… τουλάχιστον δεν έμενε μόνη της.

    Την Τετάρτη το απόγευμα, άφησα την εντόνως διαμαρτυρόμενη Λίζι στο ξενοδοχείο, και μετά πήγα στην καφετέρια που δούλευε η Κρινιώ και ήπια το καφεδάκι μου, διαβάζοντας και περιμένοντάς την να σχολάσει.

    «Ουφ, τον ατελείωτο είχε Τζωρτζίνο μου!»

    «Μερικές ώρες έμειναν καρδούλα μου!»

    «Ναιιιιιιιιιιιι!» μου κάνει ενθουσιασμένη και αρπάζοντάς με στην αγκαλιά της μου ρίχνει ένα ρουφηχτό φιλί.

    Μας είχε κόψει και τους δυο μας η πείνα κι έτσι κάναμε μια σύντομη στάση από ένα σουβλατζίδικο. Τα πράγματά της τα είχε φέρει από εχθές στο σπίτι μου και έτσι δε χρειαζόταν να πάει από το δικό της. Παρόλο που είχε φέρει και δικά της ρούχα για να έχει στο σπίτι μου, όπως άλλωστε είχα αφήσει κι εγώ κάποια πράγματα στο δικό της, η Κρινιώ λάτρευε να φοράει τις δικές μου μπλούζες, παρόλο που πάνω της έπεφταν σαν κελεμπίες.

    «Μυρίζει Τζωρτζίνο!» ήταν η μόνιμη δικαιολογία της.

    Και εκτός από τις μπλούζες μου είχε απαλλοτριώσει και άλλα δύο μποξεράκια, και με τα υπέροχα οπίσθια που έχει το κορίτσι μου θα προτιμούσα να τη βλέπω με τα δικά της εσώρουχα, αλλά… μόνο και μόνο το παιχνιδιάρικο χαμόγελό της κάθε φορά που της έλεγα «Βρε, κι άλλη μπλούζα/κι άλλο μποξεράκι μου βούτηξες;» άξιζε όσο δεν αξίζουν μαζί όλη η Victoria Secret και ο Kelvin Klein, να πούμε!

    Και αφού φάγαμε καλά-καλά ήρθε η ώρα της μεγάλης επιθεώρησης. Και όχι, δεν εννοώ καμιά διακριτική ματιά στις βαλίτσες να βεβαιωθούμε ότι έχουμε τα βασικά. Όχι. Μιλάμε για κανονική ταξιαρχική επιθεώρηση με στάμπα Κρινιώς.

    «Βρε, δεν είναι το πρώτο μου ταξίδι!» πήγα να διαμαρτυρηθώ—λέμε τώρα—αλλά το αφεντικό δεν άκουγε κουβέντα. Δεν απάντησε καν. Απλώς σηκώθηκε, φόρεσε εκείνη τη σοβαρή της έκφραση τύπου “είμαι αποφασισμένη και τίποτα δεν με σταματά”, και σε χρόνο μηδέν το δωμάτιο είχε μετατραπεί σε βομβαρδισμένη περιοχή.

    Όλα μου τα ρούχα—όλα—είχαν ξεριζωθεί από τη ντουλάπα και ήταν απλωμένα στο κρεβάτι, στο κομοδίνο, ακόμα και στην πλάτη της καρέκλας. Η Κρινιώ, με το φρύδι ανασηκωμένο και τα χέρια στη μέση, έκανε triage πάνω από τη στοίβα.

    «Κρινιώ μου, δεν μετακομίζουμε!»

    «Μη μιλάτε στον οδηγό!» μου απάντησε, ενώ μου ταχτοποιούσε εκ νέου τη βαλίτσα, γεμίζοντας την η ίδια με τα ρούχα που έκρινε ότι θα έπρεπε να φορέσω.

    Η αλήθεια είναι πάντως ότι αυτά που τελικά επέλεξε να πάρω μαζί μου ήταν πολύ πιο ισορροπημένα και θα έκαναν για όλες τις περιστάσεις, από περίπατο μέχρι και ρομαντικό δείπνο. Και μεταξύ μας, είχε και τα δίκια της, είχε πάρει μαζί της δυο καλά φορέματα, δεν πήγαινε να τη συνοδέψω φορώντας τζιν.

    Βέβαια, παρά το γεγονός ότι η βαλίτσα ήταν έτοιμη, το δωμάτιο εξακολουθούσε να είναι σαν να ετοιμάζομαι για μετακόμιση, οπότε την επόμενη ώρα την περάσαμε ταχτοποιώντας ξανά τα πράγματα στις ντουλάπες και στα συρτάρια.

    «Ορίστε, είδες που γκρίνιαζες;»

    «Θα μας δείρεις κιόλας, νεαρά;»

    «Και θα σας δείρω,» μου δηλώνει μ’ ένα πονηρό γελάκι, και βγάζοντας τη μπλούζα της και μένοντας γυμνή από πάνω μου ορμάει και με πετάει στο κρεββάτι.

    Μωρέ μαύρο μ’ έκανε!

    Για να έχουμε όλη τη μέρα δική μας, είχαμε κλείσει πρωινή πτήση με την Air France, πετούσαμε 06:30 το οποίο σημαίνει ότι έπρεπε να είμαστε στο αεροδρόμιο στις 05:30, παρόλο που είχαμε κάνει check-in ηλεκτρονικά, οπότε γύρω στις 23:00, με την Κρινιώ σα χορτασμένο γάτο, κι εμένα ελαφρώς ξεθεωμένο αλλά με το ηλίθιο χαμόγελο του ανθρώπου που είχε πιάσει γραμμή με Βαλχάλα, πέσαμε για ύπνο.

    Το ξυπνητήρι χτύπησε στις 04:30 το πρωί, και παρόλο που και οι δύο νυστάζαμε, τιναχτήκαμε από το κρεββάτι λες και ήμασταν στο στρατό και μπήκε μέσα να μας ξυπνήσει ο διοικητής του τάγματος. Μετά την πρωινή μας ρουτίνα, ήπιαμε βιαστικά λίγο γαλλικό για να ξυπνήσουμε, φορτώσαμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο και γύρω στις 05:15 ήμασταν αεροδρόμιο. Είχα κλείσει business class για να έχουμε την άπλα μας και έτσι αφού αφήσαμε τις βαλίτσες μας στο check-in, πήγαμε και ήπιαμε τα καφεδάκια μας.

    «Αχ, Τζωρτζίνο μου, σαν ψέματα μου φαίνεται!» μου λέει με φωνή που δεν μπορεί να κρύψει τον ενθουσιασμό και την ανυπομονησία της.

    «Εγώ δηλαδή τι να πω;» της λέω ανταποδίδοντας το χαμόγελο.

    “Aww!!!!” μου κάνει και μου δίνει ένα ρουφηχτό φιλί και ξαπλώνει στον ώμο μου.

    Δεν την χορταίνω… δεν μπορώ να τη χορτάσω.

    Η πτήση ήταν ήρεμη, σχεδόν νωχελική, με το αεροσκάφος να γλιστρά πάνω απ’ την Ευρώπη ενώ έξω ο ήλιος ανέβαινε αργά, βάφοντας τον ουρανό σε αποχρώσεις του κεχριμπαριού. Η Κρινιώ δίπλα μου κοιμόταν με το κεφάλι της στον ώμο μου, ανασαίνοντας ήσυχα. Το χέρι της είχε κουλουριαστεί μέσα στο δικό μου, τα δάχτυλά της τυλιγμένα σαν να μη μ’ άφηναν να φύγω. Την κοίταζα—πώς να μην την κοιτάζω;—και για μια στιγμή, ένιωσα πως αν το αεροπλάνο έμενε για πάντα στον αέρα, δεν θα είχα κανένα απολύτως πρόβλημα.

    Φτάσαμε στο Charles de Gaulle λίγο μετά τις 9. Το Παρίσι μας υποδέχτηκε με έναν καθαρό, δροσερό αέρα και ένα φως διάφανο, σχεδόν ποιητικό. Οι κερασιές στους δρόμους άνθιζαν, τα πάρκα γέμιζαν με πράσινο, και η ατμόσφαιρα μύριζε κάτι ανάμεσα σε λουλούδι και ψωμί φούρνου. Ο οδηγός του ταξί ήταν ένας ηλικιωμένος με ραδιοφωνική φωνή και κασέτες Charles Aznavour να παίζουν χαμηλόφωνα από τα ηχεία.

    Η Κρινιώ είχε κολλήσει τη μύτη της στο παράθυρο σαν παιδάκι, δείχνοντάς μου συνεχώς πράγματα που έβλεπε πρώτη φορά—μια πινακίδα, μια πρόσοψη, ένα γαλλικό μπιστρό με καρό τραπεζομάντηλα. Μονολογούσε, γέλαγε, σχολίαζε, κι εγώ απλώς την άκουγα και την κοιτούσα. Δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο. Η φωνή της ήταν το soundtrack μου. Κάθε της λέξη, μια σταγόνα ζωής.

    Το ξενοδοχείο ήταν ένα boutique hôtel στο 7ο διαμέρισμα, δυο στενά πιο πάνω από το Champ de Mars. Είχε εκείνη τη παριζιάνικη φινέτσα χωρίς φανφάρες—πέτρα, σίδερο, γήινα χρώματα και μεγάλα παράθυρα. Ο ρεσεψιονίστ μάς υποδέχθηκε με ευγένεια που δεν ήταν τυπική αλλά σχεδόν θερμή, και μας έδωσε ένα από τα δωμάτια με θέα σε εσωτερική αυλή γεμάτη αναρριχώμενα φυτά και ανθισμένες γαρδένιες.

    Μπήκαμε μέσα και η Κρινιώ γύρισε σε μένα με μάτια που λαμποκοπούσαν. «Είμαστε στο Παρίσι, Τζωρτζίνο μου!» μου ψιθύρισε, σαν να φοβόταν ότι θα χαθεί η στιγμή αν τη φωνάξει δυνατά.

    «Είμαστε,» της απάντησα και την τράβηξα στην αγκαλιά μου.

    Κι όπως στεκόμασταν εκεί, στη μέση του δωματίου, ένιωσα πάλι εκείνο που κάποτε είχα ξεχάσει: πώς είναι να σε πηγαίνει ο έρωτας σαν φτερό στον άνεμο, και να μη σε νοιάζει τίποτα.

    «Λοιπόν, πάμε να φάμε πρωινό όσο προλαβαίνουμε…»

    «Ναι, πάμε!» μου αποκρίνεται ενθουσιασμένη.

    Τρώμε ένα ελαφρύ πρωινό στο Le Six—κρουασάν βουτύρου, φρέσκο χυμό πορτοκάλι και δυνατό καφέ, αχνιστό ακόμα, με τη μυρωδιά του να γλιστράει στις κουρτίνες του μικρού παριζιάνικου σαλονιού. Καθώς βγαίνουμε από το ξενοδοχείο, ο αέρας μάς χαϊδεύει το πρόσωπο· είναι ανοιξιάτικος, καθαρός, γεμάτος υποσχέσεις. Κατηφορίζουμε με τα πόδια προς τον Σηκουάνα, διασχίζοντας τα στενά δρομάκια του 6ου διαμερίσματος. Οι φωνές των περαστικών μοιάζουν με ήρεμα κύματα που σπάνε πάνω στις προσόψεις των πέτρινων κτηρίων. Από τις boulangeries ξεχύνεται η μυρωδιά φρεσκοψημένου ψωμιού, ανακατεμένη με νότες βανίλιας και λιωμένου βουτύρου.

    Η Κρινιώ περπατά δίπλα μου φορώντας ένα λινό φόρεμα σε γήινη απόχρωση· ο άνεμος παίζει με τα μαλλιά της, τα ανακατεύει παιχνιδιάρικα σαν να προσπαθεί να την κρατήσει στο Παρίσι για πάντα. Κρατιόμαστε από το χέρι, πότε σφιχτά, πότε ανάλαφρα, σαν δύο παιδιά που ανακαλύπτουν ξανά τον κόσμο.

    Κατεβαίνουμε τις πέτρινες σκάλες που οδηγούν στις όχθες και, μόλις φτάνουμε κοντά στο νερό, όλα αλλάζουν. Οι ήχοι της πόλης μένουν πίσω· εδώ, κάτω, δίπλα στο ποτάμι, ο ρυθμός γίνεται πιο αργός, πιο ανθρώπινος. Το νερό κυλά αδιάφορο, βαρύ και γαλήνιο, σαν να κουβαλά αιώνες ιστορίας χωρίς να τους προσμετρά. Οι πλωτές βιβλιοθήκες έχουν αρχίσει να ξυπνούν. Τα σταντ ανοίγουν, γεμίζουν με παλιές αφίσες, κιτρινισμένες καρτ-ποστάλ, βιβλία με σκονισμένες ράχες και δερματόδετα τεύχη με χρυσά γράμματα που μοιάζουν να ψιθυρίζουν μυστικά.

    Η Κρινιώ σταματά μπροστά σε ένα ράφι. Πιάνει με προσοχή ένα αντίτυπο του Le bateau ivre και το ξεφυλλίζει. Το εξώφυλλο είναι ξεθωριασμένο, οι σελίδες τραχιές από τον χρόνο. Στην πρώτη σελίδα μια αφιέρωση με πένα: «À toi, qui comprends la mer mieux que moi.» Με κοιτάζει με μάτια υγρά, φωτισμένα από μια σιωπηλή συγκίνηση. Δεν λέω τίποτα. Της παίρνω το βιβλίο από τα χέρια, το αγοράζω χωρίς να ρωτήσω την τιμή. Είναι δικό της. Όχι—είναι δικό μας.

    Περπατάμε πλάι-πλάι στις όχθες και καθόμαστε ανά διαστήματα στα πέτρινα σκαλοπάτια, κοιτάζοντας τις γέφυρες που ενώνουν τις δύο πλευρές της πόλης. Στην Pont des Arts τουρίστες φωτογραφίζονται, ερωτευμένα ζευγάρια κρεμούν ακόμα λουκέτα—σημάδια πίστης που ελπίζουν να αντέξουν στο χρόνο. Η Κρινιώ κάθεται σταυροπόδι, το βλέμμα της καρφώνεται στο ποτάμι· κάθεται σιωπηλή, και σιωπηλός κι εγώ δίπλα της. Της πιάνω το χέρι, χωρίς λόγια.

    Ο ήλιος ακουμπά απαλά την επιφάνεια του Σηκουάνα, σχηματίζοντας χρυσές ραβδώσεις που ταξιδεύουν με το ρεύμα. Ένας ηλικιωμένος περνά αργά με ποδήλατο, μια κυρία με γκρι καπέλο ταΐζει περιστέρια. Δύο παιδιά γελούν πίσω από μια καρότσα με παγωτά. Η ζωή συνεχίζεται, αλλά εμείς είμαστε εκτός χρόνου. Είμαστε μέσα στη στιγμή. Μέσα στον έρωτα.

    Ανεβαίνουμε από τις όχθες πίσω στον κόσμο. Η διαδρομή ως τη Saint-Germain-des-Prés κυλά ήσυχα, με τα πεζοδρόμια να μυρίζουν παλαιωμένο ασβέστη και πρωινή σκόνη. Περπατάμε δίπλα-δίπλα, κι ανάμεσα στα χαμηλόφωνα μας πειράγματα, η Κρινιώ στρέφει το βλέμμα της σε κάθε μικρό κατάστημα, σε κάθε βιτρίνα γκαλερί, σε κάθε παλιό βιβλιοπωλείο ή καλλιγραφικό εργαστήριο που πουλά μελάνια, χαρτί πολυτελείας, πένες με χειροποίητα σκαλίσματα. Δεν τα χαζεύει σαν τουρίστρια—τα κοιτάζει σαν κάποια που προσπαθεί να χτίσει μέσα της αναμνήσεις απ’ το μηδέν. Σαν να θέλει να κρατήσει αυτό το Παρίσι όχι απλώς στη μνήμη, αλλά στο αίμα της.

    Σταματάμε στον θρύλο των θρύλων, το Café de Flore. Κάποτε εδώ έπιναν τον καφέ τους ο Σαρτρ και η Μποβουάρ—σήμερα, κάθεσαι με την ελπίδα ότι κάτι από εκείνη την αύρα αιωρείται ακόμη πάνω από τα τραπεζάκια του πεζοδρομίου. Επιλέγουμε ένα τραπέζι κάτω απ’ τον ήλιο που γλιστρά διαγώνια ανάμεσα από τις κλασσικές πράσινες τέντες.

    Παραγγέλνω έναν espresso allongé, εκείνη παίρνει café crème. Ακουμπάει την τσάντα της απαλά στο πλάι, βγάζει το σημειωματάριο και, χωρίς να πει τίποτα, αρχίζει να ζωγραφίζει με εκείνη τη χαμηλόφωνη συγκέντρωση που την χαρακτηρίζει.

    Κλέβω μια ματιά πάνω από τον ώμο της. Έχει φτιάξει μια μικρή καρικατούρα—εγώ με γυαλιά ηλίου, ένα τεράστιο φλιτζάνι καφέ στο χέρι και… τη Λίζι κουλουριασμένη στο κεφάλι μου σαν στέμμα.

    «Τι είναι αυτό τώρα;» της λέω χαμογελώντας, σκύβοντας πιο κοντά.

    «Εσύ, όπως σε βλέπω όταν μου φτιάχνεις καφέ. Αλλά με λίγο… γαλλικό άρωμα!» μου λέει και μου κλείνει το μάτι, με εκείνο το πονηρό χαμόγελό της που με κάνει να λιώνω κάθε φορά.

    Πίνω μια γουλιά και αφήνω το βλέμμα μου να χαθεί στην κίνηση του κόσμου. Μια ηλικιωμένη κυρία με σκυλάκι περνά και τη χαιρετούν οι σερβιτόροι με το μικρό της όνομα. Ένας νεαρός τουρίστας προσπαθεί διστακτικά να παραγγείλει croque-monsieur χωρίς να φανεί πως διαβάζει από το κινητό. Λίγο πιο πέρα, ένα νεαρό ζευγάρι κάθεται πολύ κοντά—τόσο κοντά που σχεδόν μιλούν με τα βλέφαρα. Το Παρίσι δεν δηλώνει τον ρομαντισμό του. Τον αφήνει να διαποτίζει τον αέρα, σιωπηλά, σαν ανάμνηση που δεν έχει πια ανάγκη να εξηγηθεί.

    Η Κρινιώ παίρνει το φλιτζάνι της, φυσά ελαφρά τον ατμό, και το κρατά με τα δύο χέρια της σαν κάτι πολύτιμο. Τη χαζεύω—είναι όμορφη με εκείνο το τρόπο που έχουν κάποια κορίτσια της διπλανής πόρτας που δεν μπορείς να τα ξεχάσεις ποτέ. Απλώνει το χέρι της, πιάνει το δικό μου, το φέρνει στα χείλη της και το φιλάει. Δεν λέει τίποτα. Ούτε κι εγώ. Δεν χρειάζεται.

    Είναι μεσημέρι όταν φτάνουμε στο Jardin des Tuileries. Ο ουρανός έχει πάρει εκείνο το λευκό-γαλάζιο χρώμα που έχουν μόνο οι μέρες χωρίς έγνοια, και ο αέρας μυρίζει καραμελωμένα αμύγδαλα και σκονισμένο χώμα. Νοικιάζουμε δύο ποδήλατα από έναν πλανόδιο στα δεξιά της Place de la Concorde. Είναι κάπως ταλαιπωρημένα, με τις λεπτές τους ρόδες και τις κουδουνίστρες που κουδουνίζουν με ένα ελαφρύ παράπονο. Η Κρινιώ διαλέγει το κόκκινο, εγώ το πράσινο. «Σαν παιδική ζωγραφιά,» λέει γελώντας, και ξέρω ακριβώς τι εννοεί.

    Μπαίνουμε στον κήπο και αφήνουμε πίσω μας τον απόηχο της πόλης. Οι θόρυβοι σβήνουν—μόνο τα λάστιχα στο πατημένο χώμα ακουμπάνε ήσυχα τα αυτιά μας. Τα δέντρα τριγύρω είναι ντυμένα με τα φύλλα τους, σαν να βγήκαν μόλις από το ατελιέ του Μονέ. Η Κρινιώ πετάγεται μπροστά μου, το φόρεμά της ανεμίζει πίσω της σαν φλάμπουρο επανάστασης.

    Περνάμε δίπλα από το σιντριβάνι, όπου φοιτητές ξαπλώνουν στο γρασίδι με ξεχασμένα βιβλία του Καμύ και ακουστικά στα αυτιά. Πιο πέρα, μια κυρία δανείζει μικρές ξύλινες βαρκούλες σε παιδιά, τα οποία τις σπρώχνουν με κοντάρια στην επιφάνεια της λιμνούλας.

    Σταματάμε κοντά σ’ ένα παγκάκι. Καθόμαστε στο πεζούλι με τα ποδήλατα παρκαρισμένα δίπλα μας. Η Κρινιώ βγάζει το παγούρι από την τσάντα της, πίνει μια γουλιά και τινάζει τα μαλλιά της πίσω. Για μια στιγμή, μένω να την κοιτάζω—όχι μόνο επειδή είναι όμορφη, αλλά επειδή μέσα σ’ εκείνη τη φυσική της κίνηση υπάρχει μια αλήθεια που δεν ζητά να εντυπωσιάσει.

    Πριν φύγουμε, βάζει το πόδι στη σέλα και με κοιτάζει πλάγια. «Σου αρέσει εδώ;» με ρωτάει, με φωνή ήρεμη, σχεδόν ψιθυριστή. Δεν της απαντώ με λόγια. Πλησιάζω, σκύβω και τη φιλάω τρυφερά στο στόμα. «Δεν είναι το ‘εδώ’ που μου αρέσει,» της λέω. «Είναι το ‘μαζί’.»

    Και εκεί το ακούω για πρώτη φορά.

    «Σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω Τζωρτζίνο μου!»

    «Κι εγώ Κρινιώ μου! Από ‘δω μέχρι την άκρη του ουράνιου τόξου!»

    «Μόνο;» μου απαντάει δήθεν παραπονεμένα.

    «Κι άλλο τόσο, κι άλλο τόσο, κι άλλο τόσο!»

    Περνάμε τη γέφυρα Saint-Michel κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Οι πέτρες της Notre-Dame στο βάθος λαμποκοπούν κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού, και τα νερά του Σηκουάνα κυλούν νωχελικά. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, το Shakespeare and Company στέκει σιωπηλό. Η Κρινιώ κοντοστέκεται έξω από την πρόσοψη. Η μικρή, ξύλινη ταμπέλα, τα πράσινα παντζούρια, τα κιτρινισμένα αποκόμματα εφημερίδων στις βιτρίνες… όλα αποπνέουν την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια άλλη εποχή.

    Μέσα, ο αέρας μυρίζει παλιό χαρτί. Στέκομαι μπροστά στη γωνιά με τα used books, περνάω τα δάχτυλά μου στις ράχες των βιβλίων όπως θα άγγιζα ένα γνώριμο σώμα. Η Κρινιώ χάνεται στον επάνω όροφο. Περπατά ανάμεσα στα ράφια, στα παλιά πιάνα, στους τίτλους που της ψιθυρίζουν κάτι. Κάθεται στο πάτωμα, δίπλα σε μια γάτα που κοιμάται ανάμεσα σε δυο αντίτυπα του Ulysses. Της χαϊδεύει το κεφάλι, κι εκείνη, χωρίς να ξυπνήσει, αναστενάζει ευχαριστημένα. Είναι σαν να βρήκε τη Λίζι της σε αυτή τη γωνιά του Παρισιού.

    Το βράδυ μας βρίσκει στο “Le Temps Retrouvé”, ένα παλιό μπιστρό λίγο πιο πίσω από την Rue de Seine, χωμένο σε ένα στενό που μοσχοβολά γιασεμί. Η ταμπέλα ξεθωριασμένη, οι βιτρίνες θαμπές από τον χρόνο, σαν να έχουν μαζέψει μέσα τους όλες τις ιστορίες που ειπώθηκαν εδώ. Μας οδηγούν σ’ ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο, και η σερβιτόρα μάς αφήνει δυο μενού, μ’ ένα διακριτικό χαμόγελο που μοιάζει να έχει δει πολλά ζευγάρια σαν κι εμάς.

    Η Κρινιώ κάθεται απέναντί μου, τα μαλλιά της πιασμένα πρόχειρα, με μερικές τούφες να έχουν δραπετεύσει και να πέφτουν γύρω από το πρόσωπό της. Φοράει ένα υπέροχο βραδινό φόρεμα που αγκαλιάζει το σώμα της, και τα μάτια της είναι πιο φωτεινά από τις φλόγες των κεριών. Για μια στιγμή δεν μιλάμε. Απλώς κοιταζόμαστε, με μια σιωπή τόσο γεμάτη που θα μπορούσε να είναι τραγούδι.

    Ξαφνικά σηκώνομαι. Εκείνη με κοιτάζει απορημένη.

    «Πού πας;» μου ψιθυρίζει, μα εγώ της κλείνω το μάτι και της λέω «Θα δεις.»

    Πλησιάζω τους τρεις μουσικούς που κάθονται στη γωνία—δύο βιολιά και ένα κοντραμπάσο. Τους εξηγώ με λίγα γαλλικά και πολλά χέρια. Τους δείχνω το τραπέζι μας και ψιθυρίζω ένα μόνο όνομα: Hungarian Dance No. 5. Ο ένας χαμογελά και μου γνέφει με κατανόηση. Γυρίζω στη θέση μου αθόρυβα, την ώρα που οι πρώτες νότες ξεκινούν, παιχνιδιάρικες, σαν μικρές σπίθες που ανάβουν στον αέρα.

    Η Κρινιώ με κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα και χαμόγελο που πάει να ξεχειλίσει απ’ το πρόσωπό της.

    «Γιώργο…» ψιθυρίζει.

    «Για σένα, καρδούλα μου.»

    Οι μουσικοί πλησιάζουν σιγά-σιγά το τραπέζι μας, και τώρα η μελωδία μας αγκαλιάζει. Δεν είναι πια μουσική που ακούγεται στον χώρο. Είναι μουσική που παίζεται για εμάς. Πάνω από το τραπέζι μας, πάνω από τα ποτήρια με το κόκκινο κρασί, ανάμεσα στις παλάμες που αγγίζονται, στις σκιές που ρίχνουν τα κεριά στα μάγουλά της.

    Μόλις τελειώνει ο Brahms, ο ένας βιολιστής χαμογελά και ξεκινά ένα κομμάτι που δεν ξέρω πώς λέγεται—μα είναι λες και το ξέραμε πάντα. Είναι ανάλαφρο, γλυκό, χαρούμενο και ρομαντικό σαν την άνοιξη που μπήκε και πάλι στη ζωή μου. Η Κρινιώ δεν λέει τίποτα. Μόνο με κοιτάζει. Σκύβω και τη φιλάω απαλά στο χέρι. Το κρατάω εκεί, στα χείλη μου, σαν να είναι όρκος.

    Όταν τελειώνουν και απομακρύνονται, η Κρινιώ μουρμουρίζει σχεδόν άηχα «Σ’ αγαπάω.»

    «Εγώ να δεις…»

    Το μπιστρό αδειάζει αργά, σαν σκηνή που μαζεύει τα φώτα της για το φινάλε. Βγαίνουμε έξω χέρι-χέρι, και το βραδινό Παρίσι μας υποδέχεται με μια ανάσα δροσιάς και τη γλυκιά μυρωδιά από καμένο ξύλο και φρεσκοψημένο κρουασάν που ακόμα ξεφεύγει από κάποιο φούρνο της γειτονιάς.

    Περπατάμε χωρίς βιασύνη. Το χέρι της μέσα στο δικό μου έχει μια σιγουριά σαν να ήταν πάντα εκεί. Όχι σαν κάτι καινούργιο που ανακαλύπτεις, αλλά σαν κάτι που έχεις βρει μετά από καιρό, κάτι δικό σου, που είχε χαθεί—και το κράτησες αυτή τη φορά καλά, για να μην το χάσεις πάλι.

    Η πόλη γύρω μας δεν κοιμάται. Όχι ακόμα. Παράθυρα φωτισμένα εδώ κι εκεί, ήχοι από ένα βιολί σε μια γωνιά, από γέλια σε ένα παγκάκι, από ένα ζευγάρι που φιλιέται μέσα στη σκιά. Το Παρίσι δεν λέει ιστορίες—τις ψιθυρίζει. Και εμείς, περπατώντας, ακούμε τους ψιθύρους του. Όχι με τα αυτιά μας. Με την καρδιά.

    Σταματάμε σε μια γωνιά που έχει θέα προς τον Σηκουάνα. Ο ποταμός κυλά ήσυχα, γυαλίζει κάτω από το φεγγάρι σαν λιωμένο μέταλλο. Ένα πλοιάριο περνά αργά, φωτισμένο από μέσα, και ακούγονται από μακριά νότες από ένα παλιό γαλλικό τραγούδι—κάτι της Piaf ίσως, ή του Aznavour. Δεν χρειάζεται να ξέρεις τη γλώσσα. Η μελωδία αρκεί.

    Συνεχίζουμε το δρόμο μας αργά, χωρίς βιάση, μέχρι που επιστρέφουμε και πάλι στο ξενοδοχείο. Βγάζουμε τα ρούχα μας και πάμε μαζί στο μπάνιο. Παρόλο που η μπανιέρα δεν είναι μεγάλη, κατορθώνουμε και στριμωχνόμαστε μέσα της, με εμένα να κάθομαι στην βαθιά άκρη της και την Κρινιώ να γέρνει στην αγκαλιά μου. Νιώθω να λιώνω στο ζεστό νερό αλλά το κορίτσι μου έχει άλλα σχέδια και το χέρι της με παίζει με τόση τέχνη που παρά την κούραση μου, μου γίνεται σούζα σε χρόνο dt.

    Με βάζει να κάτσω στο πεζούλι της μπανιέρας, και καθισμένη στα τέσσερα μέσα στο νερό, με παίρνει στο στόμα της. Αν και το στοματικό που μου κάνει ανασταίνει και νεκρούς—ειδικά την εβδομάδα που είχε περίοδο κόντεψε να με ξεζουμίσει—τη σταματάω. Βγαίνω από τη μπανιέρα και σκουπίζομαι πρόχειρα για να μην γεμίσω τον κόσμο νερά και πηγαίνω σχεδόν τρέχοντας μέσα και φέρνω τα προφυλακτικά. Επιστρέφω και μπαίνω στη μπανιέρα.

    Φοράω το προφυλακτικό, δε μου έχει πέσει ακόμα, και τη βοηθάω να σηκωθεί. Τη γυρνάω να έχει πλάτη προς εμένα και αρχίζω και τη φιλάω και τη δαγκώνω απαλά στο σβέρκο, ενώ το ένα μου χέρι της σφίγγει το αριστερό στήθος και το άλλο παίζει με κυκλικές κινήσεις την κλειτορίδα της.

    «Σε θέλω!» μου λέει με βραχνή, σχεδόν ψιθυριστή φωνή.

    Τη βάζω να σκύψει στον τοίχο, και χαμηλώνοντας τα πόδια μου—έχουμε και μια υψομετρική διαφορά—οδηγώ προσεκτικά το όργανό μου μέσα της, και γλιστράω μέσα της, κερδίζοντας ένα δυνατό στεναγμό. Χουφτώνοντάς την και από τα δύο στήθη σχεδόν την κάνω να σηκωθεί όρθια, και αρχίζω να κινούμαι μέσα της, στην αρχή σιγά, και στη συνέχεια με επιταχυνόμενο ρυθμό. Νιώθω τα πόδια μου σχεδόν να τρέμουν από την άβολη στάση αλλά δε σταματάω ούτε στιγμή. Ευτυχώς το κορίτσι μου τον έχει σχετικά εύκολο τον οργασμό της και έτσι καταφέρνω να την κάνω να τελειώσει πριν τα πόδια μου διαλυθούν από την εξάντληση.

    «ΑΑΑΑΧ ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ… ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ…»

    Πάντα φωνάζει το όνομά μου όταν τελειώνει. Πάντα. Όσο και αν ακούγεται ανόητα ρομαντικό, κάθε φορά που το ακούω να βγαίνει έτσι από τα χείλη της, με κάνει να νιώθω πιο ζωντανός από ποτέ. Μπορεί ο καρκίνος μου να με τρώει αργά και σταθερά αλλά η Κρινιώ μου… Είναι φως… είναι ένεση ζωής.

    Τα πόδια μου σχεδόν τρέμουν από εξάντληση και η Κρινιώ μου με βάζει να κάτσω και πάλι στην άκρη της μπανιέρας, μου βγάζει το προφυλακτικό και πάει να με πάρει στο στόμα της.

    «Μωρό μου, δε χρειάζεται…» πάω να της πω.

    «Και ποιος σε ρώτησε, Τζωρτζίνο μου;» μου απαντάει αυθάδικα, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    Της κάνω ένα «Αφού το ζητάς τόσο ευγενικά…» και η Κρινιώ σηκώνεται, μου κάνει ένα μεγαλοπρεπέστατο «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» στα μούτρα γεμίζοντάς με σάλια, και μετά γονατίζει και πάλι και με κάνει να μιλήσω με το Θεό. Πραγματικά, για ακόμα μια φορά δεν πρέπει να μου πήρε ούτε καν δυο λεπτά, και υποτίθεται ότι εγώ ήμουν βραδύκαυστος στην πίπα.

    «Άντε, που θα με άφηνες χωρίς την πρωτεΐνη μου,» μου κάνει αφού ολοκληρώσει το τελετουργικό της, να με καθαρίσει καλά-καλά με τη γλώσσα της και να μου δώσει ένα φιλάκι στο κάτω κεφάλι.

    «Ω Θεοί! Εδώ κόντεψε να με κάνει μούμια την προηγούμενη εβδομάδα και τώρα μου κάνει και παράπονα!» λέω τάχα μου αγανακτισμένος.

    «Και σε χάλασε, κακομοίρη μου!» μου κάνει ειρωνικά και σηκώνεται όρθια και με γραπώνει για λαρυγγοσκόπηση.

    «Ναι, δε βλέπεις πως υποφέρω;» της κάνω και τις σκάω μια δυνατή στα κωλομέρια, που είναι και βρεγμένα, κερδίζοντας ένα απολαυστικότατο χλαααατς.

    «Αχνε!» μου κάνει και γυρνώντας πλάτη, σκύβει και μου κουνάει προκλητικά το υπέροχο κωλαράκι της.

    «Βρε κέρατο!» της λέω γελώντας και τη σφίγγω πάνω μου.

    «Είμαι μακαρονού, τι να κάνω;»

    Είμαι πολύ κουρασμένος για να έχουμε και δεύτερο γύρο, και σημειώνοντας ότι της χρωστάω, και άντε γιατί άντε, σκουπιζόμαστε και πάμε και πέφτουμε ξεροί—και τελείως τσίτσιδοι—κάτω από τα σκεπάσματα. Μου ήθελε και περιπέτειες το τέρας, με το που βολεύτηκε στην αγκαλιά μου της κατέβηκε ο γενικός. Καλά, όχι ότι εγώ ήμουν καλύτερος, έπεσα ξερός, ούτε για κατούρημα δε σηκώθηκα όλο το βράδυ, πράγμα αξιοσημείωτο!

    Το πρωί ξυπνάμε νωρίς, σχεδόν πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Έξω, το φως του ήλιου διαπερνά τις κουρτίνες και ρίχνει χρυσές λωρίδες πάνω στα λευκά σεντόνια. Η Κρινιώ χουχουλιάζει δίπλα μου, μισοκοιμισμένη, και καθώς την κοιτάζω, σκέφτομαι πως δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από το να τη βλέπω να ξυπνάει σιγά σιγά, με τα μαλλιά της ακατάστατα και ένα μικρό χαμόγελο που σχηματίζεται αβίαστα.

    «Καλημέρα, Τζωρτζίνο μου…» μου λέει νυσταγμένα

    «Καλημέρα, Κρινιώ μου. Σήκω! Σήμερα έχουμε Πύργο του Άιφελ.

    Αφήνουμε πίσω το ξενοδοχείο και το Παρίσι να απλώνεται μπροστά μας, νωπό και δροσερό. Η ουρά για τον Πύργο του Άιφελ είναι μεγάλη, αλλά η Κρινιώ δεν παραπονιέται ούτε στιγμή. Αντιθέτως, γελάει, σχολιάζει, παρατηρεί τους ανθρώπους γύρω μας, σαν παιδί που βρίσκεται πρώτη φορά σε λούνα παρκ.

    Η άνοδος στον Πύργο του Άιφελ μοιάζει με ιεροτελεστία—μια προοδευτική έξοδο από την καθημερινότητα προς ένα μέρος όπου το φως έχει άλλη βαρύτητα. Η Κρινιώ στέκεται μπροστά στην τεράστια μεταλλική κατασκευή και με κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα, γεμάτα δέος και κάτι που θυμίζει καθαρή, ατόφια παιδική χαρά.

    «Δεν το πιστεύω… Είμαστε… είμαστε στον πύργο του Άιφελ!» λέει και βάζει τα χέρια στα μάγουλά της, κάνοντας με να γελάσω δυνατά.

    «Ήθελες να τον δεις;»

    «Τόσο καιρό τον έβλεπα σε καρτ-ποστάλ και σε ταινίες… και τώρα είναι μπροστά μου! Γι’ αυτό μου φαίνεται τόσο… εξωπραγματικό!»

    Αμέσως πιάνει το κινητό της και αρχίζει τις φωτογραφίες. Ποζάρει πλάι στον πύργο με τον ήλιο να χρυσίζει τα μαλλιά της. Πρώτα γυρνάει προφίλ με ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα, μετά απλώνει τα χέρια της σα να θέλει να τον αγκαλιάσει.

    «Περίμενε, περίμενε! Έχω δει ένα trick στο Instagram! Βγάλε με έτσι ώστε να φαίνεται λες και τον ακουμπάω με το δάχτυλό μου!»

    «Θες να κάνω ακροβατικά με το κινητό μου για να ταιριάξω προοπτικές;»

    «Θέλω, ναι!» λέει γελώντας και το βλέμμα της σπιθίζει σαν παιδί που μόλις κατέστρωσε πλάνο σκανταλιάς.

    Ανεβαίνουμε με τον ανελκυστήρα, σφιχτά ο ένας δίπλα στον άλλον. Το χέρι της έχει μπει μέσα στο μανίκι μου και με κρατάει γερά—όχι από φόβο, αλλά από ενθουσιασμό. Καθώς το ύψος μεγαλώνει, η ανάσα της βαθαίνει, μα δεν ξεκολλά το βλέμμα από το τοπίο που ξεδιπλώνεται.

    «Δες! Εκεί είναι η Παναγία των Παρισίων! Και ο Σηκουάνας! Πω-πω… είναι όλα τόσο μικρά…»

    Όταν φτάνουμε στην κορυφή, βγαίνουμε έξω στο παρατηρητήριο. Ο αέρας μυρίζει μέταλλο και τσιμέντο. Η Κρινιώ κάνει δυο βήματα μπροστά και απλώνει τα χέρια της, σχεδόν σαν να πετάει.

    «Εδώ πάνω είναι σαν να μη μας πιάνει τίποτα… Selfie!!!!» Τρέχει πίσω μου, κολλάει πάνω μου και σηκώνει το κινητό. «Χαμογέλα!»

    Η πρώτη είναι με φιλί στο μάγουλο. Η δεύτερη, στο στόμα. Στην τρίτη, γελάμε και οι δύο τόσο πολύ που βγαίνει κουνημένη. Περπατάμε γύρω-γύρω, κοιτάζουμε από τα κιάλια, κάνουμε πλάκα στους άλλους τουρίστες, και κάπου ανάμεσα στις κουβέντες και τις σιωπές, εγώ αισθάνομαι κάτι να αλλάζει. Κάτι μέσα μου μαλακώνει, κάτι ξεχνά για λίγο τον χρόνο, την αρρώστια, την αντίστροφη μέτρηση.

    «Θα το θυμάμαι για πάντα…» μου λέει.

    Δεν της απαντάω. Γιατί ξέρω πως κι αν όλα ξεχαστούν κάποτε, εκείνη τη μέρα, εκείνη τη στιγμή πάνω από το Παρίσι, το φως θα μείνει. Η μέρα είναι ζεστή, υπέροχη, και το γέλιο της Κρινιώς μου την κάνει ακόμα πιο φωτεινή.

    «Και τώρα… Μονμάρτη!» της λέω με ύφος και χειροκροτάει μόνη της με ενθουσιασμό, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. «Βρε τσίρκο!» της λέω για να κερδίσω ένα «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» και ένα «Τζωρτζίνο μουυυυυυυυυυυυ!»

    Η ανηφόρα προς τη Μονμάρτη ξεκινά σαν παιχνίδι. Περπατάμε πλάι πλάι, η Κρινιώ κρατά το χέρι μου και κάθε τόσο κάνει μικρές στάσεις μπροστά από μπαλκονάκια με ανθισμένα γεράνια ή μπιστρό με καταλόγους γραμμένους με κιμωλία. Η πόλη εδώ πάνω αλλάζει χρώμα. Αφήνουμε πίσω την αρχοντιά της rive gauche, τις λεωφόρους και τα στολισμένα cafés, γίνεται πιο παλιά, πιο λυρική, πιο ανθρώπινη. Η Μονμάρτη έχει κάτι το υπόγειο—σαν να περπατάς σε παλιά τραγούδια του Μπρασένς και του Αζναβούρ, με το σαξόφωνο της νιότης να φυσά απ’ τα σοκάκια.

    Η Κρινιώ φοράει το φουλάρι που της πήρα απ’ το Saint-Michel. Το ‘χει δέσει λίγο πρόχειρα στον λαιμό, και οι άκρες του ανεμίζουν καθώς ανεβαίνουμε τη Rue Lepic. Φτάνουμε στη Rue de l’Abreuvoir, μια από τις πιο ρομαντικές γωνιές της πόλης, κι εκεί κοντοστέκεται μπροστά στο γνωστό ροζ σπιτάκι με τα πράσινα παραθυρόφυλλα.

    «Σαν να ξεπήδησε από την Amélie...» μου λέει ψιθυριστά, ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο μου.

    Διασχίζουμε την Πλατεία με τα χίλια χρώματα, την Place du Tertre, όπου η ψυχή του Παρισιού χορεύει στα δάχτυλα των καλλιτεχνών. Γύρω μας πληθαίνουν οι φιγούρες—περιηγητές από μακρινές πατρίδες, μουσικοί που υφαίνουν αρμονίες στον αέρα, τεχνίτες του γέλιου που μεταμορφώνουν πρόσωπα σε καρικατούρες. Παντού ζωγράφοι, ιερείς του φωτός, στήνουν τους καμβάδες τους, αλχημιστές που μετουσιώνουν τις αχτίδες του ήλιου σε ιριδίζοντες χρωματισμούς.

    Ένας μεταξύ τους, με τραγιάσκα σημαδεμένη από τα χρόνια και μουστάκια που μοιάζουν να έχουν κλέψει τη λάμψη του φεγγαριού, μας καλεί με ένα νεύμα.

    «Θέλεις να αιχμαλωτίσουμε αυτή τη στιγμή;» ψιθυρίζω στην Κρινιώ.

    «Μαζί σου, τα πάντα!» αποκρίνεται αυθόρμητα και με το βλέμμα της να φωτίζεται με μια παιδιάστικη χαρά, καθώς γλιστρά στο κάθισμα. Για ένα μαγικό διάστημα, ο κόσμος ολόγυρα μοιάζει να κρατά την ανάσα του. Οι φωνές της πλατείας μεταμορφώνονται σε ψίθυρους φύλλων που φιλούν τον άνεμο—υπάρχουμε μόνο εκείνη κι εγώ, και η γέννηση ενός κόσμου στο χαρτί.

    Όταν ο ζωγράφος μάς αποκαλύπτει τη δημιουργία του, νιώθω τον χρόνο να σταματά. Εμένα με έχει αποτυπώσει με μια γενναιόδωρη ευγένεια, αλλά την Κρινιώ... Δεν είναι απλώς σχέδιο, είναι ωδή. Πώς να περιγράψω με το φτωχό μου λεξιλόγιο αυτό που βλέπω; Η γλώσσα τρέμει μπροστά στην ομορφιά, γίνεται ξερό φύλλο στον άνεμο. Ο άνθρωπος αυτός δεν αιχμαλώτισε μόνο τα χαρακτηριστικά της, αλλά το αόρατο φως που εκπέμπει η ύπαρξή της—τη μυστική μελωδία που συνθέτει η ψυχή της.

    Καθώς ανηφορίζουμε προς τη Sacré-Cœur κάνουμε στάσεις κάθε λίγα μέρα. Βγάζει φωτογραφίες τις σκάλες, τις προσόψεις, ακόμα και έναν πλανόδιο με φυσαρμόνικα. Στη μεγάλη σκάλα που κοιτά το Παρίσι από ψηλά, καθόμαστε αγκαλιά. Ο ήλιος πλησιάζει τη δύση και η πόλη απλώνεται μπροστά μας, άχρονη, ροζ, χρυσαφένια.

    Η στιγμή σταματά. Δεν χτυπάει ρολόι, δεν περνάει χρόνος. Κατεβαίνοντας, εκείνη παίρνει μια καρτ-ποστάλ με ένα σκίτσο της Μονμάρτης. Στην πίσω πλευρά, γράφει κάτι στα γρήγορα με τον στυλό που της δίνω.

    «Τι έγραψες;»

    «Όχι ακόμα. Θα το δεις όταν στο ταχυδρομήσω.»

    «Θα το ταχυδρομήσεις;» τη ρωτάω ξεκαρδισμένος.

    «Ναι!»

    Αυτή είναι η Κρινιώ. Γεμάτη απρόοπτα και παιδικότητα, και τρυφερότητα που δεν κάνει φασαρία. Και αυτή ήταν η Μονμάρτη: μια ολόκληρη ημέρα ζωγραφισμένη στο χέρι, με γέλια και βλέμματα, σκίτσα και σκάλες, πορτραίτα και χαρακιές στο φως.

    Η ώρα έχει περάσει. Ο ήλιος έχει κρυφτεί πίσω από τις παριζιάνικες στέγες, αλλά η μέρα είναι πεισματάρα σαν παιδί που αρνείται να πάει για ύπνο. Κατηφορίζουμε τον λόφο με τον ρυθμό ανθρώπων που δεν έχουν πουθενά να βιαστούν να φτάσουν. Η Κρινιώ σφίγγει το χέρι μου λες και είμαι μπαλόνι που, αν με αφήσει, θα πετάξω μακριά. Είναι ακριβώς όπως εκείνο το εξάχρονο που ικετεύει: “Μόνο ένα ακόμα παιχνίδι, σε παρακαλώ, μόνο μια ακόμα βόλτα με το καρουζέλ!”

    Περνάμε από τη Rue des Abbesses που έχει μεταμορφωθεί σε πανηγύρι αισθήσεων. Πού να πρωτοκοιτάξεις; Τα φώτα που λικνίζονται σαν πυγολαμπίδες, τους ανθρώπους που τριγυρίζουν σαν μέλισσες σε ανθισμένο λιβάδι, τις μυρωδιές που σε χτυπούν σαν κύματα—εδώ το λιωμένο τυρί που σιγοτραγουδά πάνω σε ζεστό ψωμί, εκεί τα καραμελωμένα αμύγδαλα που σε καλούν σαν σειρήνες. Και τότε, σαν να την έβαλε ο ίδιος ο Τουλούζ-Λωτρέκ, εμφανίζεται στο οπτικό μας πεδίο η αιώνια κόκκινη πρόσοψη: Moulin Rouge.

    «Θέλεις;» τη ρωτάω σχεδόν ψιθυριστά.

    «Εσύ τι λες;» που λέει με μάτια που λάμπουν τόσο πολύ που θαρρείς μπορούν να φωτίσουν το νυχτερινό Παρίσι.

    Διασχίζουμε το κατώφλι σαν να περνάμε σε άλλο κόσμο. Η αίθουσα είναι μισοσκότεινη, ένα καλειδοσκόπιο από πορφυρά υφάσματα, φώτα που παίζουν κρυφτό με τις σκιές, καθρέφτες που πολλαπλασιάζουν την ομορφιά και χαμόγελα που λάμπουν στο ημίφως. Υπάρχει ακόμα αυτή η αδιόρατη μυρωδιά παλιού καπνού, σαν φάντασμα από άλλες εποχές, όταν ο Πικάσο έπινε τα ποτά του δίπλα στον Χέμινγουεϊ.

    Οι τραπεζοκόμοι, ντυμένοι σαν να πρόκειται να παίξουν κι αυτοί στο σόου, μας οδηγούν στο τραπέζι μας. Είναι στο πλευρό, αλλά με θέα που θα ζήλευε κι ο σκηνοθέτης. Η Κρινιώ ακουμπά τον αγκώνα της στο τραπέζι με τη χάρη αρχαίας μούσας, στηρίζει το πιγούνι της στην παλάμη που μοιάζει σμιλεμένη από φως, και αρχίζει να καταπίνει την ατμόσφαιρα με τα μάτια της, σαν να προσπαθεί να την αποθηκεύσει για πάντα στη μνήμη της.

    «Αν ήμουν ζωγράφος,» μου ψιθυρίζει, «θα ζωγράφιζα αυτό ακριβώς το κόκκινο. Είναι κόκκινο που ξέρει πράγματα, που έχει δει ιστορίες!»

    Το πρόγραμμα ξεκινά με έναν καταιγισμό φωτός που καταπίνει τη σκηνή. Ω, αυτός ο οργασμός χρωμάτων και κίνησης! Τα φτερά που αψηφούν τη βαρύτητα, οι κρύσταλλοι που εκτοξεύουν μικρά ουράνια τόξα σε κάθε κίνηση, οι καμπύλες των χορευτριών που ζωγραφίζουν γεωμετρία στον αέρα, τα χαμόγελα που είναι τόσο λαμπερά που θα μπορούσαν να θεραπεύσουν κατάθλιψη, τα βήματα που είναι τόσο συγχρονισμένα που μοιάζουν με ένα σώμα με πολλά κεφάλια.

    Ο κόσμος γύρω μας μεταμορφώνεται σε συμμετέχοντες—χειροκροτούν με τον ενθουσιασμό παιδιών που βλέπουν πυροτεχνήματα, φωνάζουν επιδοκιμασίες σε τρεις διαφορετικές γλώσσες, γελούν με εκείνο το γέλιο που λέει “τί υπέροχος που είναι ο κόσμος.”

    Η Κρινιώ είναι καθηλωμένη. Τα μάτια της δεν αφήνουν τη σκηνή ούτε για μια στιγμή. Αλλά δεν κοιτάζει όπως ο συνηθισμένος τουρίστας που απλά καταναλώνει εικόνες για να τις μετατρέψει σε ιστορίες για το επόμενο δείπνο με φίλους. Όχι. Το βλέμμα της είναι βαθύ, αναλυτικό, σαν να αποκωδικοποιεί κάθε κίνηση, κάθε λεπτομέρεια του κοστουμιού, κάθε νότα. Την παρακολουθώ που παρακολουθεί, και συνειδητοποιώ πως χορεύει μαζί τους μέσα στο κεφάλι της—μπορώ σχεδόν να δω τις σκέψεις της να κάνουν τις δικές τους πιρουέτες.

    Όταν το σόου κάνει μια παύση, σκύβει τόσο κοντά στο αυτί μου που νιώθω την ανάσα της σαν ρίγος. «Ξέρεις, μπορεί να είναι τελείως τουριστικό, το απόλυτο κλισέ, αλλά... έχει κάτι το αναμφισβήτητα μαγικό. Είναι σαν να βλέπεις ένα όνειρο που ξέρεις πως είναι κατασκευασμένο, ξέρεις ότι υπάρχουν σύρματα και καθρέφτες και τεχνάσματα, αλλά και πάλι... δεν θέλεις να ξυπνήσεις! Είναι σαν να συμφωνείς με ένα όμορφο ψέμα.»

    Γελάω, γιατί αυτή είναι η Κρινιώ μου, βλέπει πίσω από το προφανές, αλλά επιλέγει να απολαύσει το θαύμα ακόμα κι όταν καταλαβαίνει πώς λειτουργεί το κόλπο του ταχυδακτυλουργού.

    Στο τελευταίο νούμερο, οι χορευτές μοιάζουν με πύρινη θύελλα. Στροβιλίζονται, περιστρέφονται, ανοίγουν και κλείνουν σαν μανιασμένες φλόγες που αρνούνται να σβήσουν. Το τραγούδι είναι στα γαλλικά, μια γλώσσα που μου είναι τόσο ξένη όσο και τα μαθηματικά στην Κρινιώ, αλλά ειλικρινά—ποιος χρειάζεται μετάφραση; Το νιώθω στο δέρμα μου, στο στέρνο, στο χαμόγελο που δεν μπορώ να κρατήσω μακριά από το πρόσωπό μου. Είναι ένας ύμνος στο τώρα, μια διακήρυξη ανεξαρτησίας από τον τυραννικό χρόνο, ένα μανιφέστο που φωνάζει “ζήσε, γέλα, αγάπα, πιες, τραγούδα, ακόμα κι αν αύριο όλα τελειώσουν!”

    Είναι το τελευταίο μου καρουζέλ πάνω σ’ αυτή τη Γη, και θα το απολαύσω… θα το απολαύσω όσο κρατήσει.

    Το τελευταίο κόκκινο φως σβήνει. Το κοινό ξεσπά σε χειροκροτήματα που θα μπορούσαν να γκρεμίσουν το Τείχος της Κίνας. Σηκωνόμαστε, και η Κρινιώ παραδόξως έχει βυθιστεί σε μια σχεδόν ιερή σιωπή.

    Καθώς βγαίνουμε στον νυχτερινό αέρα του Παρισιού, το πρόσωπό της φωτίζεται από τα φώτα νέον της πρόσοψης. Τα μάτια της λάμπουν σαν να έχουν κλέψει μερικούς από τους προβολείς του σόου. Δεν μιλάει—είναι σαν να υπάρχει ακόμη σε μια παράλληλη διάσταση όπου ο χρόνος κινείται διαφορετικά.

    Και έτσι, αφήνουμε τη βραδιά πίσω μας, αλλά κουβαλάμε μαζί μας τα φώτα της, τα χρώματά της, τον ρυθμό της. Δεν χρειαζόμαστε τίποτε άλλο σε αυτή την τέλεια στιγμή. Ούτε ακριβό κρασί, ούτε εξεζητημένη μουσική. Μόνο το Παρίσι που αναπνέει γύρω μας, η νύχτα που μας τυλίγει σαν κάπα από σκοτεινό βελούδο, και το χέρι της Κρινιώς μέσα στο δικό μου, μια γέφυρα από σάρκα και αίμα που ενώνει δύο κόσμους που κάποτε ήταν ξεχωριστοί.

    Γυρνάμε στο ξενοδοχείο. Παρόλη την κούραση μου, έχουμε και οι δύο ορέξεις και κάναμε έρωτα ξανά και ξανά, και μετά γείραμε και πάλι γυμνοί, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου γιατί αύριο ξημέρωνε Σάββατο… και Disneyland!

    Ξυπνάμε λίγο πριν τις εφτά. Δεν χρειάζεται να βάλουμε ξυπνητήρι—η Κρινιώ, ενθουσιασμένη σαν παιδί, πετάγεται από το κρεβάτι πριν καλά-καλά χαράξει.

    «Πάμε; Πάμε; Πάμε τώρα;» επαναλαμβάνει με φωνή που τρέμει από προσμονή.

    «Πρώτα καφέ!» γρυλίζω μισοκοιμισμένος.

    «Καφέ και Mickey!» μου απαντά γελώντας, και με φιλάει στο μάγουλο πριν εξαφανιστεί στο μπάνιο σαν σίφουνας.

    Η διαδρομή με το RER προς τη Disneyland έχει κάτι το σουρεαλιστικά υπέροχο. Το βαγόνι γεμίζει προοδευτικά με οικογένειες και παιδιά ντυμένα πριγκίπισσες και υπερήρωες—όλοι πηγαίνουμε στον ίδιο προορισμό, στον κόσμο της φαντασίας.

    Η Κρινιώ, με το πρόσωπό της κολλημένο στο τζάμι του τρένου, σχολιάζει με έξαψη καθετί που βλέπει. Περνώντας την είσοδο, είναι σαν να διαβαίνουμε το κατώφλι ανάμεσα στον πραγματικό κόσμο και το παραμύθι. Το κάστρο της Ωραίας Κοιμωμένης υψώνεται μπροστά μας, και η Κρινιώ με τραβάει ασταμάτητα από το χέρι. «Φωτογραφία!» απαιτεί, και στήνεται μπροστά του με το πιο πλατύ χαμόγελο που έχω δει ποτέ. Μετά, με τραβάει κοντά της για μια σέλφι.

    Οι επόμενες ώρες περνούν σε ένα καλειδοσκόπιο χρωμάτων και εμπειριών. Στο Space Mountain, η Κρινιώ κραυγάζει από ενθουσιασμό ενώ εγώ κρατιέμαι για τη ζωή μου. Στο Buzz Lightyear, με κατατροπώνει στη σκοποβολή και με πειράζει αλύπητα. «Μήπως να γυρίσεις σε επιτραπέζια παιχνίδια εσύ; Κάτι πιο... χαλαρωτικό για την ηλικία σου;»

    «Θα σε δείρω όταν γυρίσουμε στο ξενοδοχείο, καθότι πολιτισμένος!» της απαντώ, κι εκείνη ξεσπάει σε γέλια που τραβούν όλα τα βλέμματα γύρω μας.

    Τρώμε μπέργκερ σε σχήμα Mickey, η Κρινιώ τραβάει αμέτρητες φωτογραφίες, συναντάμε τον Goofy και η Κρινιώ τον πείθει να χορέψουν μαζί ένα αυτοσχέδιο νούμερο. Ο κόσμος χειροκροτεί, κι εκείνη υποκλίνεται σαν να είναι η πραγματική σταρ του πάρκου.

    Το απόγευμα, καθώς ξεκουραζόμαστε απέναντι από το κάστρο, αρχίζουν τα πρώτα τύμπανα της παρέλασης. «ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ!» αναφωνεί, και τρέχουμε για να πιάσουμε θέση.

    Η παρέλαση είναι ένα υπερθέαμα—ο Mickey και η Minnie, η Έλσα και η Άννα, η Χιονάτη και οι επτά νάνοι, όλοι περνούν μπροστά μας σε άρματα που αστράφτουν από χρώματα και φώτα. Η Κρινιώ μένει άφωνη, απορροφημένη από το θέαμα. Όταν ο Πίτερ Παν πετάει χρυσόσκονη που κάθεται στα μαλλιά της, δεν την τινάζει—λάμπει σαν έναστρο στέμμα. Το βράδυ, τα πυροτεχνήματα φωτίζουν τον ουρανό σαν έκρηξη χρωμάτων. Πριν φύγουμε, διαλέγει ένα μπρελόκ με τα αυτιά του Mickey και μου το δίνει. «Για να θυμάσαι πως έζησες μια μέρα σαν παιδί…»

    Στο τρένο του γυρισμού, η Κρινιώ κουρνιάζει στον ώμο μου, κρατώντας σφιχτά το χέρι μου. Δε μιλάμε—έχουμε χορτάσει ήλιο, φωνές, χρώματα και μαγεία.

    Είμαστε και οι δύο ξεθεωμένοι όταν επιτέλους μπαίνουμε στο ξενοδοχείο. Γεμίζουμε και πάλι την μπανιέρα με σχεδόν καυτό νερό, πετάμε δυο βόμβες αφρού και μπαίνουμε μέσα. Νιώθω και πάλι σχεδόν να λιώνω. Κρατάω την Κρινιώ σφιχτά στην αγκαλιά μου ενώ το χέρι της κάνει αφηρημένους κύκλους στη γεμάτη αφρούς επιφάνεια του νερού.

    «Τζωρτζίνο μου;»

    «Τι είναι καρδούλα μου;»

    «Το καλοκαίρι πότε παίρνεις άδεια;»

    «Δεν έχω κανονίσει ακόμα. Έχεις κάποια καλή ιδέα;» τη ρωτάω παιχνιδιάρικα.

    «Ναι…» μου λέει σχεδόν διστακτικά. Γυρίζει και με κοιτάζει. «Θέλω να έρθεις μαζί μου στα Κύθηρα.»

    Ομολογώ ότι αιφνιδιάζομαι στην αρχή. Όχι για το μέρος, αλλά για το τι σημαίνει αυτό το μέρος. «Είσαι σίγουρη;»

    «Τι νομίζεις Τζωρτζίνο μου, ότι δεν το έχω πει στη μητέρα μου ότι είμαι μαζί σου;»

    «Της τα έχεις πει όλα-όλα;»

    «Ναι,» μου απαντάει χωρίς δισταγμό και μετά χαχανίζει. «Οκ, δεν της έχω πει ότι τι βρίσκουμε να μου τις βρέχεις με το χέρι ή με τη ζώνη…»

    «Ε;» της λέω κολλώντας τελείως. «Ζώνη;» Δεν είχα χρησιμοποιήσει ζώνη πάνω της!

    «Είδες με τι τέχνη στο έφερα;» μου λέει χαχανίζοντας και πάλι.

    «Μωρή Μεσσαλίνα! Μωρή Λουκριτία-Βοργία!» της λέω βάζοντας τα γέλια. «Ένα-ένα μου τα ξεφουρνίζεις!»

    “Pot, meet kettle…” μου απαντάει με deadpan ύφος, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια.

    Φυσικά και δε μου πέρασε απαρατήρητο ο τρόπος με τον οποίο άλλαξε την κουβέντα, αλλά έκανα το κορόιδο αφήνοντάς τη να χαρεί τη μικρή της νίκη. Άλλωστε ποιος ο λόγος να το βαρύνω και να χαλάσω το κέφι της υπέροχης μέρας που περάσαμε;

    «Απλά πες μου ημερομηνία…» της λέω φιλώντας της απαλά τα μαλλιά.

    «Θα… θα έρθεις;» με ρωτάει με φωνή γεμάτη λαχτάρα.

    «Χαλάω εγώ χατίρι στο Κρινιώ μου;» τη λέω σφίγγοντάς την πάνω μου.

    Γυρίζει ελαφρά και με κοιτάζει στα μάτια. «Σ’ αγαπάω!»

    Χανόμαστε σε ένα βαθύ, ατελείωτο φιλί…

    Το πρωί ξυπνάμε νωρίς, μα δεν σηκωνόμαστε αμέσως. Το φως περνάει μέσα απ’ τις γρίλιες του παραθύρου και πέφτει διάσπαρτο πάνω μας, σαν να προσπαθεί να μας ξυπνήσει με χάδι και όχι με φωνή. Η Κρινιώ κουλουριάζεται πάνω μου, με το ένα πόδι της περασμένο πάνω απ’ το δικό μου, και το μάγουλό της ακουμπισμένο στο στέρνο μου. Δεν μιλάει· τα δάχτυλά της χαράζουν αργά κύκλους στην κοιλιά μου, σαν να ζωγραφίζει κάτι που δεν γίνεται να ειπωθεί.

    Της χαϊδεύω τα μαλλιά. «Θες να μείνουμε έτσι λίγο ακόμα;» τη ρωτάω ψιθυριστά.

    «Θέλω να παγώσει ο χρόνος,» μου απαντά χωρίς να με κοιτάξει. «Αλλά μέχρι να μάθουμε να κάνουμε μαγικά… ναι, ας μείνουμε λίγο ακόμα έτσι.»

    Όταν τελικά σηκωνόμαστε, δεν βιαζόμαστε. Παραγγέλνουμε πρωινό στο δωμάτιο. Ούτε που μπαίνω στον κόπο να φορέσω κάτι καλύτερο από ένα t-shirt και τη φόρμα μου. Εκείνη φοράει μόνο ένα λευκό πουκάμισό μου, κουμπωμένο στραβά, και τίποτα άλλο. Καθόμαστε δίπλα-δίπλα στον καναπέ, με την πλάτη της να ακουμπά στον ώμο μου, και τρώμε μέσα σε μικρές, γεμάτες νόημα σιωπές. Κόβει το κρουασάν της και μου δίνει μπουκιές βουτηγμένες στη μαρμελάδα. Την κοιτάζω και προσπαθώ να μην σκέφτομαι τι ώρα πετάει η πτήση μας.

    Βγαίνουμε για μια τελευταία βόλτα στο Παρίσι. Όχι κάτι φανταχτερό. Jardin du Luxembourg. Ο κήπος είναι σχεδόν έρημος τέτοια ώρα. Περπατάμε αργά, πλάι-πλάι, με τα χέρια να ακουμπούν που και που χωρίς να μπλέκονται. Οι φωνές των παιδιών που παίζουν με μικρές ξύλινες βαρκούλες στη λίμνη φτάνουν ως εμάς φιλτραρισμένες απ’ τα κλαδιά των δέντρων, σαν να έρχονται από άλλη εποχή. Καθόμαστε σε ένα παγκάκι. Εκείνη βγάζει ένα πακέτο χαρτομάντηλα απ’ την τσάντα της και με καθαρίζει μηχανικά απ’ τα ψίχουλα που έχω στο μπουφάν.

    «Μη με κοιτάς έτσι,» μου λέει.

    «Πώς σε κοιτάω;»

    «Σαν να φοβάσαι πως θα σβήσω.»

    «Δε σε κοιτάω έτσι, καρδούλα μου. Ρουφάω την εικόνα σου… δε σε χορταίνω… απλά δε σε χορταίνω…»

    «Χμμμ… Οκ, τότε να με κοιτάς έτσι!» μου λέει χαρίζοντάς μου το χαμόγελό της.

    Φεύγοντας, σταματάμε για έναν τελευταίο καφέ στο Quartier Latin. Δε διαλέγω το καφέ για το όνομά του, ούτε για το μενού του. Το διαλέγω γιατί έχει εκείνη την αυλή με τις κληματαριές και τα στρογγυλά τραπεζάκια με τα σκαλιστά πόδια. Ο ήλιος πέφτει λοξά—όχι πια κάθετος, όπως κάνει στις τελευταίες ώρες μιας όμορφης μέρας. Καθόμαστε αντικριστά. Δεν χρειαζόμαστε τίποτα άλλο.

    Της πιάνω το χέρι πάνω στο τραπέζι και το κρατάω εκεί. Έρχεται η σερβιτόρα, παραγγέλνουμε δυο καφέδες. Η Κρινιώ χαμογελάει. Δεν λέει τίποτα. Μόνο με κοιτάζει. Ένας καφές δεν είναι απλώς καφές, όταν ξέρεις πως ίσως είναι ο τελευταίος σου σ’ ένα μέρος που σου χάρισε ευτυχία. Είναι τελετουργία.

    Δεν λέμε μεγάλα λόγια. Δεν χρειάζεται.

    Όταν μπαίνουμε στο ταξί για το αεροδρόμιο, την κρατάω σφιχτά από το χέρι. Έξω, το Παρίσι απομακρύνεται σιγά σιγά. Το πρόσωπό της στον καθρέφτη αλλάζει. Δεν είναι μελαγχολία. Είναι κάτι άλλο—μια ήσυχη προσπάθεια να τυπώσει κάθε εικόνα μέσα της για να μη χαθεί ποτέ. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Κλείνω τα μάτια μου και αφήνομαι στο αίσθημα που έχει πλημμυρίσει την καρδιά μου.

    Ευγνωμοσύνη.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---