Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ο τελευταίος χορός

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 30 Μαρτίου 2025.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 1ο - Ένα σαββατιάτικο απόγευμα

    Λένε πως όσα φέρνει μια στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος, και πως τα καλύτερα έρχονται εκεί που δεν τα περιμένεις. Και αν για το πρώτο δεν είχα ποτέ μου αμφιβολία, το δεύτερο το αντιμετώπιζα πάντα με την ειρωνική συγκατάβαση που φυλάς για φράσεις τύπου Κοέλιο. «Όταν θέλεις κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να στο δώσει.»

    Τρίχες.

    Το σύμπαν δε δίνει δεκάρα. Η θεά Τύχη είναι τυφλή—αν σε ευλογήσει, σε ευλόγησε. Ο καθένας μας ακολουθεί το δικό του δρόμο, κάνει τις δικές του επιλογές—καλές ή κακές—και αναλόγως δρέπει τους καρπούς τους ή τις λούζεται. Και, αν έχει μυαλό, βγαίνει σοφότερος.

    Ήταν Σάββατο απόγευμα. Ήμουν στον καναπέ, με το laptop ανοιχτό και την καρδιά να γέρνει προς καμία υποχρέωση. Δεν είχα τι να κάνω—ή μάλλον, δεν είχα όρεξη να κάνω τίποτα. Βαριόμουν και να φτιάξω καφέ. Οπότε, μπήκα στο αυτοκίνητο και πήγα να πάρω από την αγαπημένη μου καφετέρια. Δεν κάνει delivery, αλλά αξίζει τον κόπο.

    Μόλις έξι και μισή. Και προς μεγάλη μου απογοήτευση, τη βρήκα κλειστή. Κατεβάζω λίγο το παράθυρο, κοιτάζω μέσα — τίποτα. Σβηστά φώτα, κατεβασμένα ρολά. Μου ξεφεύγει ένας μορφασμός απογοήτευσης.

    Η δεύτερη επιλογή, από όπου παίρνω συνήθως delivery, έκλεινε κι εκείνη νωρίς. Κι έτσι, έμεινα να κοιτάω το τιμόνι σαν να έφταιγε αυτό για την γκαντεμιά μου.

    Υπήρχε, βέβαια, και μια τρίτη καφετέρια. Από εκείνη που πας όταν δεν έχεις εναλλακτική. Οι καφέδες της πενήντα-πενήντα: ή θα σου φτιάξει αριστούργημα ή για πέταμα. Σκέφτομαι λίγο, διστάζω, σηκώνω τους ώμους μου με ένα «δε βαριέσαι» και κατευθύνομαι προς τα εκεί.

    Παρκάρω, κατεβαίνω, περπατάω χαλαρά προς την είσοδο και μπαίνω. Το μαγαζί σχεδόν άδειο—δύο άτομα όλο κι όλο. Ένας τύπος γύρω στα τριάντα πίσω απ’ τον πάγκο, ασχολείται με έναν freddo. Και τότε... τη βλέπω.

    Η ματιά μου σταματάει πάνω της.

    Και μένει εκεί.

    Κοριτσάκι γύρω στα 25, με καστανόξανθο μαλλί που πέφτει σε χαλαρές μπούκλες στους ώμους. Πρόσωπο γλυκό, καθαρό, φωτεινό, με καστανά αμυγδαλωτά μάτια που δεν χρειάζονται τίποτα για να μιλήσουν. Σαν να μπήκε ήλιος μέσα στο μαγαζί.

    Κομπλάρω ελαφρώς. Δεν φαίνεται, τουλάχιστον όχι πολύ—νομίζω. Εκείνη με βλέπει και μου χαμογελάει.

    «Καλησπέρα!» μου λέει, με μια φωνή που μου χτυπάει κατευθείαν στο στομάχι. Όχι παιδική, όχι στιλπνή—καθαρή, μελωδική, απαλή. Υπέροχη.

    «Καλησπέρα,» της απαντάω, προσπαθώντας να κρατήσω σταθερή φωνή. «Ένα latte, extra-large, σκέτο.» Προσπαθώ να φαίνομαι φυσικός, αλλά δεν μπορώ να ξεκολλήσω τα μάτια μου.

    «Συγκεντρώσου, ρε μαλάκα,» βρίζω τον εαυτό μου από μέσα μου και γυρίζω απότομα το βλέμμα προς τη βιτρίνα. Κάνω δήθεν ότι χαζεύω κάτι ποτήρια, κάποιες συσκευασίες. Μέσα από την αντανάκλαση όμως την παρακολουθώ. Μιλάει με έναν πελάτη που μπήκε μετά από εμένα. Του εξηγεί τα σάντουιτς, δείχνει, γελάει. Είναι ήρεμη, χαλαρή, και έχει εκείνο το είδος ευγένειας που δεν διδάσκεται.

    Ο καφές μου είναι έτοιμος σε τρία λεπτά.

    «Κάρτα;» με ρωτάει. Πάλι με το χαμόγελο. Και πάλι κάπως με ξαφνιάζει.

    «Ναι, κάρτα,» της λέω, και της λέω να κρατήσει δέκα ευρώ — τέσσερα για τον καφέ και τα υπόλοιπα tip.

    Με κοιτάει. Κουνάει το κεφάλι της. Το χαμόγελο τώρα έχει μια αμήχανη γλύκα. «Είναι πολλά…» μου λέει, διστακτικά.

    «Να φροντίσετε να τα επενδύσετε σοφά, τότε!» της κάνω με ελαφρύ χαμόγελο, γέρνοντας λίγο το κεφάλι μου προς τα δεξιά. «Δεν βρίσκονται συχνά τέτοιες ευκαιρίες!» συνεχίζω χαμογελώντας παιχνιδιάρικα.

    Και γελάει. Αληθινά. Γάργαρα. Σχεδόν κάνει την ατμόσφαιρα να λάμπει. Ξεχνάω τον καφέ. Θέλω να με ξανακοιτάξει έτσι. «Σας ευχαριστούμε,» μου λέει τελικά, με ένα άλλο χαμόγελο τώρα. Ζεστό. Ανθρώπινο.

    Παίρνω το ποτήρι μου. Καυτό. Μυρίζει υπέροχα. Κρατάω το βλέμμα μου πάνω της ένα δευτερόλεπτο παραπάνω απ’ όσο πρέπει.

    «Καλή συνέχεια!» της λέω. Και, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, το εννοώ.

    «Επίσης!» μου απαντά και δεν ξέρω γιατί, αλλά για μια στιγμή ένιωσα σα να μου χαμογέλασε η τύχη.

    Δεν μπορούσα να τη βγάλω από το μυαλό μου παρόλο που δεν μπορώ να ανακαλέσω λεπτομέρειες του προσώπου της. Το μόνο που θυμάμαι είναι τα μακριά της μαλλιά, που ένα μέρος τους έπεφτε ελεύθερο πίσω από την πλάτη της και ένα μέρος τους ήταν πιασμένο σε αλογοουρά, τις φράντζες της που χάιδευαν το υπέροχα γλυκό πρόσωπό της και το χαμόγελό της που θαρρείς έκανε τον περιβάλλοντα χώρο να λάμπει.

    Μάταια προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου να ξεκολλήσει. Στα πενήντα πέντε μου, ήμουν αρκετά μεγάλος για να είμαι ο πατέρας της. Και ακόμα κι αν για μια στιγμή άφηνα στην άκρη τη διαφορά ηλικίας, πόσες πιθανότητες υπήρχαν να είναι μόνη της; Και αν—λέμε αν—ήταν μόνη της, πόσες πιθανότητες είχα εγώ μαζί της;

    Καμία, προφανώς.

    Δεν ήταν μοντέλο. Δεν είχε αυτό το εξωπραγματικό που κόβει την ανάσα. Είχε όμως εκείνη την ομορφιά που σε κάνει να κοντοστέκεσαι. Του κοριτσιού της διπλανής πόρτας, λένε. Εκείνη που δεν προκαλεί, δεν φωνάζει, δεν προσπαθεί. Απλώς… είναι. Και σου μένει.

    Κι όμως. Δεν ήταν η εξωτερική της εμφάνιση που με είχε διαλύσει. Ή τουλάχιστον… όχι μόνο αυτή. Ήταν το βλέμμα της. Ο τόνος της φωνής της. Ο τρόπος που σήκωσε το φρύδι της όταν της έδωσα το πουρμπουάρ. Το γέλιο της. Εκείνο το γέλιο, καθαρό και γάργαρο, σαν να της ανήκε πραγματικά.

    Και το πρόβλημα, φυσικά, δεν σταματούσε εκεί.

    Ακόμα κι αν—και αυτό το αν σηκώνει πολλή συζήτηση—υπήρχε μια πιθανότητα να τη γνωρίσω καλύτερα… τι κοινό θα μπορούσαμε να έχουμε; Τι γέφυρα να χτιστεί ανάμεσα σε δύο τόσο διαφορετικές ηλικίες, τόσες διαφορετικές εμπειρίες; Εγώ κουρασμένος από τα πάντα, εκείνη στο ξεκίνημα. Και ακόμα και αν λυνόταν αυτό, έμενε το τελευταίο και πιο σημαντικό πρόβλημα.

    Λένε, στη ζωή, πως μπορείς να έχεις χίλια προβλήματα αλλά όταν αρρωστήσεις έχεις μόνο ένα. Ο καρκίνος μου είχε επιστρέψει. Και μπορεί να μην ήταν άκρως επιθετικός αλλά δεν είχα αυταπάτες. Ένα, άντε δύο χρόνια ζωής, που προς το τέλος θα είναι αρκετά ζόρικα.

    Είχα κόψει το κάπνισμα εδώ και πολλά χρόνια. Με το που επέστρεψε ο καρκίνος το ξεκίνησα και πάλι. Τι σημασία είχε;

    Έπιασα τον εαυτό μου να γελάει πικρά την ώρα που χάιδευα τη ράχη του θηλυκού μου αιλουροειδούς σίφωνα που είχε κουρνιάσει στον καναπέ δίπλα μου και με κοίταζε με μισόκλειστα μάτια. Την είχα βρει τυχαία στις καλοκαιρινές μου διακοπές. Πέρασα από δίπλα της, μου νιαούρισε και με πήρε στο κατόπι. Δεν διαλέγεις εσύ τη γάτα, η γάτα διαλέγει εσένα, και το καθαρματάκι μου είχε κάνει την επιλογή του.

    Από τότε είχα μια παρέα. Μια παρουσία. Κάποιον που χαιρότανε να με βλέπει όταν γύριζα από το γραφείο, να με ξυπνάει μέσα στη μαύρη νύχτα με τα zoomies της, να μου έχει καταστρέψει όλα τα t-shirts κάνοντάς μου πατουσάκια και κοιμάται δίπλα μου ή πάνω μου, ανάλογα τα κέφια της.

    Αλλά η κοπελίτσα αυτή, έστω και μέσα από τις φευγαλέες κρυφές ματιές που της έριξα, μου υπενθύμισε ότι είχα περισσότερο ανάγκη την ανθρώπινη παρουσία απ’ όσο επέτρεπα στον εαυτό μου να παραδεχτεί.

    Όχι απλά ανθρώπινη. Γυναικεία. Και ήταν ακριβώς αυτή η αίσθηση που με τρόμαξε περισσότερο απ’ όλα. Το καντήλι μου στέρευε σιγά-σιγά αλλά η ανάγκη μου δεν είχε σβήσει ποτέ. Οι ανύπαντροι, λένε, ζουν σαν άνθρωποι και πεθαίνουν σα σκύλοι. Κάπως έτσι κι εγώ.

    Είχα ανήσυχο ύπνο εκείνο το βράδυ και δεν οφειλόταν στην πίεση που είχα στη δουλειά ή τους λογαριασμούς που έπρεπε να πληρωθούν· από τη στιγμή που επέστρεψε ο καρκίνος τα παραπάνω έγιναν ξαφνικά ασήμαντα. Απλά δε μπορούσα να βγάλω αυτή την κοπελίτσα από το μυαλό μου.

    Δεν ξέρω τι με έκανε το επόμενο πρωί που ξύπνησα να πάω να πάρω καφέ από εκείνη την καφετέρια. Το λογικό θα ήταν ότι μιας και δούλευε το απόγευμα του Σαββάτου, το πιθανότερο θα ήταν να δουλεύει την ίδια βάρδια και την Κυριακή, αν υποθέσουμε ότι δεν είχε κάποιο ρεπό.

    Ίσως γιατί, κάπου στο βάθος του κουρασμένου μυαλού μου, ήθελα να τη δω άλλη μια φορά. Να βεβαιωθώ ότι δεν ήταν αποκύημα κάποιας μοναχικής παρενέργειας των φαρμάκων μου. Ότι υπήρξε στ’ αλήθεια. Δεν είχα κάποιο σχέδιο. Δεν ήξερα καν τι ήθελα. Ούτε να τη φλερτάρω, ούτε να της μιλήσω παραπάνω.

    Απλώς… να τη δω. Να ξανακούσω εκείνο το γέλιο της. Να θυμίσω στον εαυτό μου πως, παρά το σκοτάδι που είχε αρχίσει να μαζεύεται μέσα μου, ο κόσμος δεν είχε σταματήσει να παράγει φως. Ένα χαμόγελο. Ένα ζευγάρι καστανά μάτια να σε κοιτάζουν και μια απλή “καλημέρα” που δεν είχε ιδέα τι μπορούσε να σημαίνει σε κάποιον σαν εμένα.

    Κάπου ανάμεσα στο φως της ηλιόλουστης ανοιξιάτικης Κυριακής και στο ψιθυριστό νιαούρισμα της γάτας μου που τεντωνόταν νωχελικά στην κουβέρτα, πήρα τα κλειδιά. Κατέβηκα. Άναψα τσιγάρο. Και ξεκίνησα.

    Χωρίς να ξέρω καν αν ήθελα να ελπίζω.

    Το σύμπαν μπορεί να είναι αδιάφορό αλλά το γαμημένο έχει χιούμορ, του το αναγνωρίζω. Ειρωνικό και κατάμαυρο, πολλές φορές φαρμακερό, αλλά χιούμορ. Βάζω μπρος το αυτοκίνητο, το ράδιό του, όπως πάντα, στον Rock FM. Doors και Hello I love you στην τελευταία στροφή. Βάζω τα γέλια.

    Sidewalk crouches at her feet
    like a dog that pegs for something sweet
    Do you hope to make her see you, fool?
    Do you hope to pluck this dusky jewel?


    Ελπίδα. Τι γύρευε στο πιθάρι με όλα τα κακά; Σοφός ο μπάρμπα-Ησίοδος. Καλό και κακό, ευλογία και κατάρα. Η ύπαρξή της μπορεί να είναι βασανιστήριο αλλά η ανυπαρξία της είναι εκμηδενιστική. Το ξέρω, γιατί εγώ δεν έχω να ελπίζω σε τίποτα περισσότερο από το να έχω ένα ήσυχο—όσο δηλαδή μου το επιστρέψει η αρρώστια μου—τέλος. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

    Είναι λίγο μετά τις εννιά το πρωί που μπαίνω στην καφετέρια. Η τύχη μου χαμογελάει, η κοπελίτσα είναι εκεί! Μόνη της. Δεν ξέρω γιατί είναι μόνη της ή που είναι ο άλλος μπαρίστα, αλλά όταν σου χαρίζουν γάιδαρο δεν τον κοιτάς στα δόντια.

    Τα μαλλιά της, όπως χθες—πλούσια, κυματιστά, να πέφτουν στην πλάτη της, με ένα κομμάτι δεμένο πρόχειρα σε αλογοουρά. Στα ρούχα δεν έχει αλλάξει κάτι, σήμερα—όπως και χθες—είναι με τη στολή της καφετέριας.

    «Καλημέρα!» μου λέει χαρίζοντάς μου το χαμόγελό της, διώχνοντας μέσα σε μια στιγμή τα σκοτάδια από την ψυχή μου.

    «Καλημέρα,» της λέω ανταποδίδοντάς της το χαμόγελο. «Θα μου φτιάξεις σε παρακαλώ ένα latte extra-large σκέτο;»

    «Βεβαίως!» μου λέει συνεχίζοντας να χαμογελάει.

    Ξέρετε ποιος δε φοβάται τίποτα; Αυτός που δεν έχει τίποτα να χάσει. Αποφασίζω να πάρω την όποια τύχη έχω στα χέρια μου. Με ποιον τρόπο; Δεν έχω ιδέα. Μπορεί να μην ξέρεις πως θα καταλήξει κάτι που ξεκινάς αλλά κάτι που δεν ξεκινάς σίγουρα δεν πρόκειται να το τελειώσεις.

    «Θα μου τον φέρεις έξω σε παρακαλώ;» της λέω εννοώντας ότι θα κάτσω εκεί να πιώ τον καφέ μου.

    «Ευχαρίστως!» μου λέει χαρίζοντάς μου ακόμα ένα χαμόγελο.

    Βγαίνω έξω και κάθομαι σε ένα τραπεζάκι. Στρίβω ένα τσιγάρο και το ανάβω. Απ’ έξω δεν περνάνε αυτοκίνητα, για Κυριακή και με τόσο όμορφη μέρα έχει ασυνήθιστα λίγο κόσμο έξω. Δυο-τρία λεπτά αργότερα έρχεται έξω με τον καφέ μου.

    «Πού είναι ο συνεργάτης σου;» τη ρωτάω προσπαθώντας να πω κάτι, οτιδήποτε.

    «Τις Κυριακές οι βάρδιες είναι μονές!» μου απαντάει χαμογελαστή. «Δεν έχει πολύ κόσμο,» μου εξηγεί και μου δίνει τον καφέ μου. «Στην υγειά σας» μου κάνει και χαρίζοντάς μου ένα χαμόγελο επιστρέφει μέσα.

    Δεν ξέρω αν είναι επειδή νιώθω ερωτοχτυπημένος αλλά ο καφές της είναι πολύ καλύτερος από αυτόν που μου έφτιαξε χθες ο άλλος.

    Μπορεί να μην είναι τίποτα περισσότερο από παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του, αλλά η ψυχρή και τυφλή μιστρέσα αυτού του κόσμου, στα τελειώματά μου και για κάποιο δικό της λόγο, επιλέγει να μου χαμογελάσει. Η κοπελίτσα, μην έχοντας μάλλον τίποτα να κάνει μέσα, έρχεται έξω και κάθεται σε ένα από τα τραπεζάκια.

    Κάθεται σταυροπόδι, βγάζει το κινητό από την ποδιά της και σκύβει ελαφρά, με το φως του ήλιου να της πιάνει τις μπούκλες. Κάτι βλέπει και ξαφνικά… χαχανίζει. Ένα μικρό, αυθόρμητο γελάκι που φεύγει από τα χείλη της σαν σπινθήρας και με βρίσκει στην καρδιά.

    Η καρδιά μου κάνει δέκα κωλοτούμπες. Και ταυτόχρονα, το μυαλό μου… μπλοκάρει.

    Πες κάτι. Κάτι. Οτιδήποτε.

    Τίποτα.

    Γυρίζει και με βλέπει να την κοιτάζω—δεν πρόλαβα να τραβήξω το βλέμμα μου. Τα μάγουλά της κοκκινίζουν ελαφρά, το βλέμμα της χαμηλώνει και μετά σηκώνεται πάλι.

    «Δεν έχει δουλειά σήμερα!» μου λέει απολογητικά, με εκείνο το ντροπαλό χαμόγελο που κάνει τον κόσμο λίγο πιο φωτεινό. Παύση. «Βλέπω ένα βίντεο με μια γατούλα.»

    Σχεδόν την ακούω. Την τύχη. Την αυθάδικη θεά, να μου ψιθυρίζει στ’ αυτί: «Συν Αθηνά, και συ χείρα κίνει.»

    «Time very well spent,» της λέω, και της κλείνω παιχνιδιάρικα το μάτι.

    Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Δεν ξέρω αν μου βγαίνει καλά. Αν είναι χαριτωμένο ή απλώς γραφικό. Αλλά την βλέπω να χαμογελάει κι άλλο.

    «Η Λίζι εγκρίνει με χίλια!» συνεχίζω, αρπάζοντας την ευκαιρία απ’ τα μαλλιά.

    «Η Λίζι;» με ρωτάει με βλέμμα γλυκιάς απορίας.

    «Το τρίχρωμο πορτοκαλί καθαρματάκι μου,» της απαντάω, και δεν καταλαβαίνω γιατί, αλλά η φωνή μου γίνεται τρυφερή, σχεδόν ψιθυριστή, σαν να λέω κάτι ιερό.

    Βγάζω το κινητό μου και βρίσκω εκείνη τη selfie—λίγες μέρες αφότου την είχα βρει, που είχε σκαρφαλώσει στον ώμο μου και καθόταν σαν παπαγάλος. Πατάω να μεγαλώσει η εικόνα, να φαίνεται καλύτερα, και της το δίνω. Πιάνει το κινητό με προσοχή και το κρατάει στα δύο της χέρια. Σκύβει ελαφρά, και βλέπω το πρόσωπό της να φωτίζεται.

    «Αχ, είναι κουκλί!» μου λέει και μου επιστρέφει το κινητό. Τα μάτια της λάμπουν. Το λέει και το εννοεί.

    «Εσύ έχεις γάτα;» τη ρωτάω και μαζί, σχεδόν άθελά μου, την ακολουθεί και δεύτερη ερώτηση. «Πώς σε λένε, αν επιτρέπεται;»

    Επιλέγει να απαντήσει πρώτα την πρώτη, αλλά το χαμόγελό της προδίδει πως κατάλαβε ότι η δεύτερη ήταν η ουσιαστική.

    «Κρινιώ,» μου απαντάει.

    Τι όμορφο, τι υπέροχο όνομα!

    «Και για να απαντήσω και στη δεύτερη ερώτησή σας…» συνεχίζει, και ο τρόπος που μαλακώνει η φράση της με κάνει να λιώσω και πάλι. «Όχι, δεν έχω γάτα, αλλά τις λατρεύω!»

    «Είναι οι άτιμες…» της λέω χαμογελώντας και γέρνω ελαφρώς πίσω στην καρέκλα, αφήνοντας να ξεφύγει ένας γλυκός αναστεναγμός. «Και ξέρεις… δεν τις διαλέγεις εσύ. Εκείνες σε διαλέγουν!»

    Γελάει. Και πάλι. Ένα γέλιο που δε χορταίνω.

    «Το έχω ξανακούσει αυτό, κύριε…»

    Με κοιτάζει ερωτηματικά.

    Η καρδιά μου κάνει πάλι κωλοτούμπα. «Γιώργος,» της λέω. Κρατώντας το βλέμμα της για λίγο περισσότερο απ’ όσο θα τολμούσα κανονικά.

    Ζήτησε να μάθει το όνομά μου. Μπορεί να μη σημαίνει τίποτα. Μπορεί να σημαίνει και τα πάντα.

    «Χαίρω πολύ!» μου απαντάει και τείνει ανεπαίσθητα το κεφάλι της προς τα εμπρός, σαν υπόκλιση. Το χαμόγελό της—πιο φωτεινό από ποτέ. «Η αλήθεια είναι ότι το σκέφτομαι κάμποσο καιρό να υιοθετήσω κι εγώ μια γατούλα!»

    «Βασικά… η γάτα είναι που θα σε υιοθετήσει,» της λέω πειρακτικά και σηκώνω λίγο τα φρύδια μου. «Αλλά μου αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι.»

    «Είναι κι αυτό!» μου κάνει, κι εκείνη τη στιγμή δεν υπάρχει τίποτα άλλο στον κόσμο παρά μόνο το γέλιο της.

    Και δεν ήταν μόνο η Κρινιώ που μου χάρισε το γέλιο της εκείνη τη μέρα.

    Έστω και ως ύστατο δώρο σ’ αυτό τον κόσμο, το ίδιο έκανε και η Θεά Τύχη. Όταν έφυγα το μεσημέρι, είχα το κινητό της και το messenger της.

    Εικοσιπέντε χρονών, με καταγωγή από τα Κύθηρα. Το είπε χωρίς κανένα ίχνος καμαριού ή ντροπής, απλώς σαν δεδομένο. Όπως και όλα τα υπόλοιπα. Ότι στα δεκαοχτώ της τα ‘χε ρίξει στην παλαβή — δικά της λόγια — και ότι στα είκοσι δύο αποφάσισε να βάλει «τον κώλο της κάτω» και να σπουδάσει. Τώρα είναι στο τρίτο έτος στην Πάντειο, πολιτικές επιστήμες.

    Με χρυσά κουτάλια θα φας, σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή, αλλά κράτησα τη γνώμη μου για τον εαυτό μου. Όχι από ευγένεια. Από σεβασμό. Δική της επιλογή, δική της πορεία. Εμένα δεν μου έπεφτε κανένας λόγος.

    Μοναχοκόρη, ορφανή από πατέρα. Τον έχασε στα δέκα της σε τροχαίο. Δεν το είπε με πόνο. Το είπε σαν κάτι παλιό, βαρύ μεν, αλλά επεξεργασμένο. Το βλέμμα της σκοτείνιασε για μια στιγμή, μόνο μια. Και μετά καθάρισε ξανά, όπως η θάλασσα μετά τη φουρτούνα.

    Τη θαύμασα.

    Όχι για τη δύναμή της. Όχι καν για την ιστορία της. Αλλά για το φως που είχα μπροστά μου, παρά τα σκοτάδια που κουβαλούσε πίσω της. Τη δίψα της για ζωή — αυτήν τη φλόγα που έβλεπα καθαρά στα μάτια της και που δεν μπορούσα να μη ζηλέψω.

    Όχι για τη δίψα. Για τη ζωή. Για το εύρος του δρόμου της, για τους ανοιχτούς ορίζοντες, για τις χιλιάδες πιθανότητες που ανοιγόντουσαν μπροστά της. Για όλα όσα μπορούσε ακόμα να ονειρευτεί χωρίς να της κόβονται στη μέση.

    Κι εγώ;

    Το δικό μου μονοπάτι κόντευε στο τέρμα. Το ήξερα. Το είχα αποδεχτεί, ή έτσι τουλάχιστον έλεγα στον εαυτό μου. Ίσως για την Κρινιώ να μην είμαι τίποτα περισσότερο από ένας συμπαθητικός μεσήλικας που αγαπάει όπως κι εκείνη τις γάτες και η πρόθυμη φυσικότητα με την οποία μου έδωσε το κινητό της, το messenger της, ο τρόπος που μου χαμογέλασε, ίσως να ήταν απλά μια καλοσύνη που δεν επιζητούσε τίποτα.

    Την σκεφτόμουν όλη την υπόλοιπη μέρα. Έπεσα για ύπνο με τη σκέψη της και το πρωί ξύπνησα και πάλι με τη σκέψη της. Σηκώθηκα και ξεκίνησα την καθημερινή μου ιεροτελεστία για να πάω στο γραφείο.

    Κορόιδευα τον εαυτό μου πως, αν είχα χρήματα στην άκρη, θα είχα ήδη παραιτηθεί από τη δουλειά. Πως θα φρόντιζα να ζήσω το λίγο που μου έμενε χωρίς σκοτούρες, χωρίς deadlines, χωρίς email στις 11 το βράδυ με την ένδειξη “επείγον”.

    Τρίχες.

    Η αλήθεια είναι πως, όσο κι αν είχα σταματήσει εδώ και χρόνια να αγαπάω τον δρόμο που επέλεξα, η δουλειά μου ήταν το τελευταίο μου καταφύγιο. Το σκυλί που δεν με εγκατέλειψε, όσο κι αν το αγνοούσα, όσο κι αν του φώναζα να φύγει. Ήταν αυτή που μου απέσπασε την προσοχή από την άβυσσο. Αυτή που με ανάγκαζε να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι, να ντυθώ, να ξυριστώ, να λειτουργήσω. Με κράταγε σε κίνηση. Και η κίνηση, όταν δεν έχεις πια να περιμένεις τίποτα, είναι ζωή.

    Είχα σταματήσει την τηλεργασία. Επέστρεψα στο γραφείο—όχι γιατί το απαιτούσε κάποιος. Γιατί το είχα ανάγκη. Ήθελα να βλέπω κόσμο. Ήθελα να περπατάω στον δρόμο και να με διαπερνάει ο θόρυβος της πόλης. Να ακούω ξένες φωνές, να μυρίζω φρεσκοψημένο ψωμί, να βλέπω ανθρώπους να γελάνε στο μετρό ή να διαπληκτίζονται για το τίποτα. Ήθελα να νιώθω μέρος του κόσμου, όσο ακόμα μπορούσα.

    Ζήλευα.

    Ζήλευα εκείνους που συνέχιζαν τη ζωή τους δίχως να ξέρουν. Όχι γιατί τους εύχομαι κάτι κακό. Αλλά γιατί ήθελα να είμαι κι εγώ μέσα στην άγνοιά τους. Η δική τους θνητότητα ήταν αφηρημένη, θεωρητική. Ένα σενάριο σε κάποιο βάθος χρόνου. Η δική μου, μετρούσε σε μήνες. Κι αν είναι κοινή για όλους μας η κατάληξη, άλλο να ξέρεις πως σε περιμένει «κάπου», κι άλλο να βλέπεις τα φώτα της ήδη να αναβοσβήνουν στο τέλος του δρόμου.

    Η βεβαιότητα του θανάτου είναι μια απλή φιλοσοφική ιδέα για τους περισσότερους. Για μένα, είχε όνομα, διεύθυνση και τηλέφωνο. Δεν ερχόταν με δρεπάνι. Ερχόταν με τις τρεις λέξεις που κανείς δεν θέλει να ακούσει: «έχει επιστρέψει πάλι».

    Και παρ' όλα αυτά, κάθε πρωί φορούσα το σακάκι μου. Έπαιρνα το λεωφορείο. Έπινα καφέ στο γραφείο. Δούλευα. Μιλούσα για KPI και deadlines και budget cuts. Κανείς δεν ήξερε. Ούτε ήθελα να ξέρει. Όχι γιατί ντρεπόμουν. Αλλά γιατί δεν ήθελα να γίνω το βλέμμα λύπησης στους διαδρόμους.

    Όσο ακόμα μπορούσα, ήθελα να μετριέμαι με τον κόσμο σαν ίσος προς ίσους. Έστω κι αν ήξερα ότι το ρολόι μου μετρούσε ανάποδα.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
    Last edited: 30 Μαρτίου 2025
  2. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Premium Member Contributor

    Ε, μα, να συνεχιστεί βέβαια!  
     
  3. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 2ο - Πόσο μελαγχόλησε αυτός ο τόπος

    Δεν ξέρω πως κρατήθηκα και δεν έβαλα τα γέλια. Όλοι τους σοβαροί-σοβαροί να προσπαθούν να δουν πώς θα χωρέσει το έργο της μετάβασης σε νέα κεντρική αποθήκη το 2026 και πως αυτό μας έχει φάει όλο το budget. Θεωρητικά ως προϊστάμενος της υποδιεύθυνσης του supply chain με αγγίζει σε χίλιες μεριές αλλά… από το «δυστυχώς, ο καρκίνος σας επέστρεψε» και μετά, τίποτα δε μπορεί να με αγχώσει.

    Ωστόσο επειδή το έργο είναι σημαντικό για την επιβίωση της εταιρίας και επειδή κατά πάσα πιθανότητα το 2026—αν ζω ακόμα—το ζήτημα της δικής μου επιβίωσης θα με απασχολεί περισσότερο από το πρώτο, το απόγευμα της ίδιας μέρας αποφασίζω ότι πρέπει να μιλήσω στον δικό μου C-Level.

    Κάποια σιτγμή πηγαίνω στο Γιάννη. Το γραφείο του δεν έχει πόρτα, είναι σε μια από τις άκρες του open space, πίσω από ένα τζαμένιο διαχωριστικό με ημιδιάφανες κουρτίνες.

    «Γιάννη, το απόγευμα πρέπει να μιλήσουμε,» του λέω.

    Με κοιτάζει προσπαθώντας να καταλάβει που το πάω. Τον τελευταίο καιρό λόγω της πίεσης και επειδή η νέα γενιά έχει λιγότερη ανοχή και υπομονή, οι παραιτήσεις έχουν πάει σύννεφο. Θα μου πεις εγώ δεν ανήκω σε αυτή τη γενιά αλλά κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του όρια. Μόνο που το δικό μου τέντωμα βασίζεται σε τελείως διαφορετικούς λόγους.

    «Για ποιο πράγμα;» με ρωτάει τελικά.

    «Είναι προσωπικό θέμα,» του απαντάω ειλικρινά.

    Με κοιτάζει για μερικές στιγμές. «Εντάξει, έλα γύρω στις έξι» μου κάνει.

    Η υπόλοιπη μέρα περνάει μέσα σε ατελείωτα βαρετά meetings και με τη δική μου σκέψη στην Κρινιώ.

    Καλά το λένε, γεροντοέρωτες.

    Στις έξι παρά κάτι είμαι στο γραφείο του Γιάννη. Τον βλέπω σκυμμένο στον υπολογιστή, με τα γυαλιά του κατεβασμένα στη μύτη, να ξεφυσάει καθώς διαβάζει. Μου κάνει νόημα με το χέρι να πλησιάσω και κάθομαι απέναντί του, όπως τόσες άλλες φορές.

    Μόνο που σήμερα, δεν ήρθα να μιλήσουμε για KPIs.

    «Δεν ξέρω αν υπάρχει κατάλληλος τρόπος να το πεις αυτό, οπότε θα στο πω απλά και όπως είναι.» Σταυρώνω τα χέρια μπροστά μου, παίρνω μια ανάσα. Εκείνη τη μικρή, βραχνή ανάσα που φέρνει τα λόγια στην επιφάνεια. «Γιάννη, πρέπει να βρεθεί αντικαταστάτης μου. Αλλά όχι για τον λόγο που φαντάζεσαι.»

    Αφήνει κάτω το στυλό του. Το βλέμμα του με ψάχνει αλλά δε μπορεί να με διαβάσει. «Τι εννοείς;» με ρωτά τελικά, με φωνή που ακούγεται πιο λεπτή απ’ το συνηθισμένο.

    «Επέστρεψε ο καρκίνος μου,» του λέω απλά. Ούτε στόμφος, ούτε δράμα. Μόνο αλήθεια.

    Για ένα δευτερόλεπτο όλα παγώνουν. Το βλέπω στα μάτια του. Δεν ξέρει αν πρέπει να πει κάτι, να πιάσει τον καφέ, να κατεβάσει το βλέμμα. Κοιτάζει τα χέρια του και μετά ξανά εμένα. Πάει να πει κάτι αλλά τον κόβω.

    «Δεν είναι επιθετικός, αλλά δεν είναι και ιάσιμος. Έχω, ένα άντε δύο χρόνια μπροστά μου.»

    Ξεροκαταπίνει. «Χημειοθεραπεία;»

    «Δε θα το ξαναπεράσω αυτό για να κερδίσω μερικούς μήνες μιζέριας. Το τέλος έτσι και αλλιώς θα είναι ζόρικο. Παίρνω τα φάρμακα που μου έγραψαν οι γιατροί και όσο βοηθήσουν.»

    Κλείνει τα μάτια για λίγο και τα τρίβει με το χέρι του. Όταν τα ανοίγει, είναι κόκκινα. «Σκατά.»

    «Εμένα μου λες;» τον ρωτάω πικρά. «Τέλος πάντων, δεν ήρθα εδώ για να σου πω τον πόνο μου, ήρθα να σου πω ότι θέλω να βοηθήσω όσο μπορώ. Να βρω, να εκπαιδεύσω τον επόμενο. Και να αποχωρήσω με τρόπο που δε θα αφήσει καμένη γη πίσω μου.»

    Μου κουνάει καταφατικά το κεφάλι, αργά. Πιάνει το στυλό του ξανά αλλά δεν γράφει τίποτα. Το κρατάει μηχανικά.

    «Μπορείς να το πεις στον Χρήστου, αλλά ως εκεί. Δε θέλω να μαθευτεί παραέξω. Δεν είμαι έτοιμος να μου φέρονται σαν να είμαι ήδη φάντασμα.»

    «Κατανοητό.» Σηκώνει το βλέμμα και με κοιτάζει στα ίσια. «Θα γίνει όπως το θέλεις.»

    «Ευχαριστώ,» του λέω.

    Σηκώνομαι, του δίνω το χέρι. Το σφίξιμο είναι ήπιο αλλά αληθινό.

    Φεύγω από το γραφείο και κατεβαίνω για το τραίνο λίγο πιο ανάλαφρος. Άλλο ένα πράγμα που άλλαξε. Παλιά πήγαινα και γύριζα με το αυτοκίνητο. Τώρα παίρνω τραίνο και λεωφορείο. Να βλέπω κόσμο. Να γεμίζω τα μάτια μου με καθημερινές εικόνες. Όσο προλαβαίνω.

    Προφανώς και δεν περίμενα την Κρινιώ να αρχίσει να επικοινωνεί μαζί μου, έκανα εγώ το πρώτο βήμα. Και όχι, δεν της έστειλα καλησπέρα. Της έστειλα απλά ένα βιντεάκι με τη Λίζι να κυνηγάει το λέιζερ στο σαλόνι. Αυτό, τίποτε άλλο. Λίγη ώρα αργότερα πήρα την απάντησή της, όχι με τη μορφή κειμένου αλλά με τη μορφή emoji.

      

    Άκουσα την ειδοποίηση αλλά δεν της έστειλα κάποιο άλλο μήνυμα. Με τη Λίζι να έχει στρογγυλοκαθίσει στα γόνατά μου και με ένα ποτήρι κρασί στο πλάι, πήρα το Kindle μου και άρχισα να διαβάζω. Λίγη ώρα αργότερα άκουσα τον ήχο ειδοποίησης του messenger.

    Και φυσικά ήταν βίντεο με μια γκρίζα γατούλα που την είχαν πιάσει τα zoomies της και είχα κάνει το σαλόνι του σπιτιού ροντέο. Αυτή τη φορά της απάντησα με μήνυμα.

    «Και η δικιά μου τα κάνει αυτά, κατά προτίμησή της στις 03:00 το πρωί, γιατί αν δεν κάνουμε το μπαμπά να πάθει ταράκουλο μέσα στον ύπνο του, ποιο το νόημα;»

    Λίγη ώρα αργότερα λαμβάνω την απάντησή της πάλι με τη μορφή emoji. Είτε δεν έχει όρεξη για συζήτηση είτε δεν έχει χρόνο, σε κάθε περίπτωση το λαμβάνω το μήνυμα, οπότε δεν της στέλνω άλλο, και επιστρέφω στο e-book μου.

    Κάποια στιγμή σηκώνομαι για να καθαρίσω την άμμο της Λίζι και εκείνη τη στιγμή ακούω και πάλι τον ήχο του messenger. Το κοπρόγατο, όπως πάντα, περίμενε με υπομονή την ώρα που θα της αλλάξω την άμμο για να πάει να την εγκαινιάσει. Αναστενάζω, καθώς μέσα σε όλα θα πρέπει να της βρω και κάποιο σπίτι, και αυτό με αγχώνει περισσότερο από κάθε άλλη εκκρεμότητα που πρέπει να κλείσω.

    Πίνω μια γουλιά κρασί και ανοίγω το κινητό μου. Είναι μήνυμα από την Κρινιώ.

    «Τέλος το διάβασμα για σήμερα, το κεφάλι μου είναι κουδούνι!» μου λέει και η καρδιά μου κάνει πάλι δέκα τούμπες. Δεν είναι ότι δεν είχε όρεξη για συζήτηση, απλά διάβαζε!

    «Τι διάβαζες;» τη ρωτάω.

    «Εισαγωγή στην συγκριτική πολιτική ανάλυση και γράφω πρόοδο την Πέμπτη.»

    «Ο καθένας μας ανεβαίνει τον Γολγοθά του  » της γράφω για να πάρω την απάντησή της σχεδόν αμέσως.

    «   Και ποιος είναι ο δικός σας Γολγοθάς;»

    Και πού νά’ ξερε. Χαμογέλασα πικρά και χάιδεψα αφηρημένα το κεφάλι της Λίζι που ήρθε και κούρνιασε ξανά πάνω μου.

    «You can’t handle the truth  » της απαντάω απλά, θέλοντας και να παίξω αλλά και να την ιντριγκάρω. Για να δούμε.

    «Try me!» είναι η απάντηση που παίρνω.

    Αντί απάντησης τραβάω βίντεο τη Λίζι που καθιστή πάνω στους μηρούς μου το έχει ρίξει στην καθαριότητα. Σηκώνει το κεφάλι της για μια στιγμή και με κοιτάζει που την τραβάω βίντεο, μου ρίχνει μια τρίλια γεμάτη απαξίωση και επιστρέφει στο έργο της. Στέλνω το βίντεο και λίγη ώρα αργότερα παίρνω την απάντησή της:

    «Ζήλεια ψώρα   »

    Βάζω τα γέλια. Πραγματικά γέλια, από αυτά που κάνουν το πρόσωπό σου να πονάει σχεδόν. Αναστενάζω, εκείνη τη στιγμή ευχαρίστως θα θυσίαζα έναν ή ακόμα και δύο μήνες από τους ελάχιστους που μου απέμειναν για να ακούσω το δικό της γέλιο.

    «Όχι, όχι… Μη το σκέφτεσαι αυτό!» μαλώνω τον εαυτό μου.

    Ούτε μισό λεπτό αργότερα λαμβάνω νέο μήνυμα: «Πάω να μαγειρέψω!»

    Χαμογελάω. Δεν είμαι μόνος στον κόσμο απόψε. «Τι καλό θα φτιάξεις;»

    Η απάντησή της έρχεται μερικές στιγμές αργότερα. «Τίποτα εξεζητημένο, δεν είμαι για πολλά-πολλά. Μια ομελέτα στα γρήγορα!»

    Γυρνάω και κοιτάζω τη Λίζι, που έχει κουλουριαστεί πάλι στα γόνατά μου, τα μάτια της μισόκλειστα από ευτυχία. Χαμογελάω. Είναι η σειρά μου να της απαντήσω «Ζήλεια ψώρα    »

    «Εσείς τι θα φάτε;» με ρωτάει σχεδόν αμέσως.

    «Έχω ακόμα τα γεμιστά που έφτιαξα προχθές,» της απαντάω.

    «Μ’ αρέσει που μου κάνετε ζήλεια ψώρα! Ορίστε, τώρα νιώθω εγώ η ψωραλέα   » μου απαντάει κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια.

    Αν είχα περισσότερο θάρρος μαζί της θα την καλούσα να φάμε παρέα, αλλά η ζωή δεν είναι άρλεκιν. Αντί αυτό της απαντάω «Είπαμε, ο καθένας ανεβαίνει το δικό του Γολγοθά!»

    Η απάντησή της έρχεται μερικές στιγμές αργότερα και με κάνει να βάλω και πάλι τα γέλια: «Γκρρρρρρ!»

    Την αφήνω στην ησυχία της, πιάνω ξανά το Kindle, αλλά δεν προλαβαίνω να αλλάξω ούτε σελίδα. Pling! Νέο μήνυμα.

    Και όταν το διαβάζω… για μερικά δευτερόλεπτα μένω απολύτως κάγκελο.

    «Έχετε δει το Band of Brothers;»

    What?

    Κοιτάζω το κινητό λίγο σα χαμένος. «Το έχω δει,» της απαντάω λακωνικά προσπαθώντας να καταλάβω που το πάει, η ερώτησή της μου φαίνεται τελείως σουρεαλιστική.

    «Αυτό δεν είναι Γολγοθάς, το Currahee είναι! Μόλις διαπίστωσα ότι έχω μόνο ένα αυγό! Και δεν είναι στρουθοκάμηλου» μου απαντάει και αυτή τη φορά με πιάνει σχεδόν βήχας από το γέλιο, τόσο δυνατά που η Λίζι φεύγει ενοχλημένη από τα πόδια μου.

    «Καημενούλα μου, ζεις ένα δράμα!» της απαντάω ακόμα χαχανίζοντας.

    «Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει e-food!» έρχεται η ατάκα της, και στο μυαλό μου τη φαντάζομαι με τα χέρια σταυρωμένα να αποδέχεται τη μοίρα της με βλέμμα φιλοσοφημένης παραίτησης.

    «Μακαρόνια έχεις; Αν ναι φτιάξε μια καρμπονάρα! Ή φτιάξε τηγανητό ρύζι. Και στις δύο περιπτώσεις ένα αυγό φτάνει!»

    «Καρμπονάρα! Θαυμάσια ιδέα! Αχ κύριε Γιώργο, σας ευχαριστώ!!!!»

    Κεριά και λιβάνια, σκέφτομαι μέσα μου, αλλά προφανώς δεν μπορώ να της απαντήσω κάτι τέτοιο. Και άλλωστε τι μου είπε το κορίτσι; Για εκείνη αυτό είμαι, ο κύριος Γιώργος.

    «Ό,τι μπορούμε κάνουμε δεσποινίς!» της απαντάω τελικά, για να κερδίσω την απάντησή της με τη μορφή emoji.

     

    Παρά το γεγονός ότι η ανάγκη μου να συνεχίσω το μικρό διάλογό μας έχει χτυπήσει κόκκινα, κρατιέμαι με τα δόντια. Δεν θέλω να φανώ πιεστικός. Οπότε, με πειθαρχία που θα ζήλευε και μοναχός στο Άγιο Όρος, επιστρέφω στο βιβλίο μου, παρόλο που τα μάτια μου διαβάζουν λέξεις και το μυαλό μου αναρωτιέται τι να κάνει εκείνη τη στιγμή η Κρινιώ.

    Αλλά, κατά τα φαινόμενα, μάλλον δεν είμαι ο μόνος που διασκεδάζει.

    Μισή ώρα αργότερα. Pling.

    «Δεν το λες ακριβώς καρμπονάρα αυτό που έφτιαξα   Για να δούμε τι θα δούμε   »

    Χωρίς δεύτερη σκέψη της στέλνω το meme με τον Michael Jackson να τρώει ποπ κορν από το Thriller. Η απάντησή της έρχεται σχεδόν ακαριαία:

    «ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ»

    Χαμογελάω τόσο, που το χαμόγελο σχεδόν πονάει. Δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που έπιασα τον εαυτό μου να περιμένει ειδοποίηση σαν δεκαεφτάχρονος που κάνει φλέρτ στο msn.

    «Καλή σου όρεξη,» της γράφω. «Μπορεί η καρμπονάρα σου να μην είναι η ορθόδοξη—ή έστω καθολική—αλλά είμαι σίγουρος ότι θα είναι πεντανόστιμη.»

    «Σας ευχαριστώ! ΧΟΧΟΧΟ»

    Σταματάω. Τι ήταν αυτό τώρα; Σατανικό γέλιο; Το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό είναι το ΧΟ ΧΟ ΧΟ που έκανε ο Σωκράτης Κόκκαλης.

    «Είστε ο Σωκράτης Κόκκαλης;»

    «Με πιάνετε αδιάβαστη, τι εννοείτε;»

    «Ήταν το σατανικό του / ειρωνικό του γέλιο!»

    «    XOXOXO σημαίνει hugs and kisses

    «Που πας με το πιτσιρίκι ρε μπούρδα Καραβάγγο, το φελέκι σου;» λέω από μέσα μου και χαχανίζω. Hugs and kisses! Με την καρδιά μου να κάνει άλλες πέντε κωλοτούμπες συνεχίζω το χαβαλέ: της στέλνω το γνωστό ηχητικό με το «ΑΑΑΑΑΧ» της Γεωργιάδου από την Ωραία των Αθηνών. Και την απάντησή της την ακούω σχεδόν να ξεπηδάει μέσα από το κινητό:

    «Καλέ θέλετε να με πνίξετε;      Καθίστε φρόνιμος!»

    Φυσικά και δεν κρατιέμαι—της στέλνω αμέσως τον Φωτόπουλο να λέει με ύφος βαρύ: «Χάρακας!», η αμέσως προηγούμενη σκηνή από το ΑΑΑΑΧ.

    «Εγώ θα ξεκινήσω να τρώω και αν με πνίξετε, το κρίμα στο λαιμό σας!    »

    «Καλά, θα σε αφήσω στην ησυχία σου για λίγη ώρα!» της απαντάω τελικά και, σαν φιλί αποχαιρετισμού, της στέλνω βιντεάκι από τον Εξολοθρευτή Νο.2, με τον Άρνι να λέει “I’ll be back.”

    Αφήνω το κινητό στο τραπεζάκι, ξαπλώνω πίσω στην πολυθρόνα, και αφήνω το σώμα μου να βυθιστεί. Το πρόσωπό μου χαμογελάει τόσο πλατιά που σχεδόν διαμαρτύρεται. Νιώθω εκείνο το γλυκό τσίμπημα στο στήθος που δεν ξέρεις αν είναι ευτυχία ή συγκίνηση ή απλώς η επίγνωση ότι αυτή η στιγμή δεν είναι τίποτα... και είναι τα πάντα.

    Τι δε θα έδινα να μπορούσα να τη δω από κοντά. Να ακούσω το κελαρυστό της γέλιο της με τα αυτιά μου, όχι να το διαβάσω, να δω το προσωπάκι της να φωτίζεται και τα μάτια της να λάμπουν.

    Beggars can’t be choosers.

    Αλλά ακόμα και έτσι, νιώθω υπέροχα. Τελεία.

    Η Λίζι μού κάνει μια τρίλια και ρίχνει ένα σάλτο πάνω μου. Στριφογυρίζει δυο-τρεις φορές σαν να δοκιμάζει τη θέση της και τελικά βολεύεται στους μηρούς μου, κουλουριάζεται και μου σπρώχνει το χέρι με το κεφάλι της. Θέλει χάδια. Πάντα θέλει χάδια όταν νιώθει ότι η καρδιά μου βαραίνει.

    Τη χαϊδεύω πίσω από τα αφτιά, εκεί που το λατρεύει. Τραβιέται για λίγο, με κοιτάζει με το βλέμμα της που είναι βαθύτερο από λέξεις, και μισοκλείνει αργά τα μάτια της—το γατίσιο ισοδύναμο του «σ’ αγαπώ». Μετά σηκώνεται και, όπως είμαι ξαπλωμένος στην πολυθρόνα, σκαρφαλώνει πάνω στο στομάχι μου. Αρχίζει να μου κάνει πατουσάκια με ρυθμό τελετουργικό, και ο μόνος ήχος που κάνει είναι ένα σιγανό, σχεδόν αδιόρατο γουργουρητό.

    Είμαι μοναχοπαίδι, κι οι γονείς μου το ίδιο. Δεν έχω ούτε έναν πρώτο ξάδερφο. Κανέναν δικό μου άνθρωπο που να μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει η Λίζι για μένα. Το κοριτσάκι μου. Η συντροφιά μου. Το πλάσμα που με περιμένει να γυρίσω από τη δουλειά και τρέχει στην πόρτα. Που κοιμάται πάνω μου. Που κάνει zoomies μέσα στη μαύρη σαν να την κυνηγάει ο ίδιος ο διάολος.

    Και τώρα… Τώρα με βασανίζει η σκέψη. Όχι για μένα. Όχι για το τέλος. Αλλά για εκείνη. Ποιος θα την αγαπάει όταν εγώ φύγω; Ποιος θα της δίνει τη σωστή τροφή, θα της αλλάζει την άμμο, θα της ξύνει τη βάση της ουράς όπως θέλει; Ποιος θα την καταλαβαίνει όταν θα τρέμει από τους κεραυνούς και θα χώσει το μουτράκι της κάτω από τη μασχάλη μου;

    Ναι, το ξέρω ότι θα μπορούσα να βάλω μια αγγελία σε ένα από τα groups του Facebook, αλλά αφενός δε θέλω να τη δώσω από τώρα, και αφετέρου όταν θα έρθει εκείνη η ώρα δεν ξέρω αν θα είμαι καν σε θέση να το κάνω. Και έπειτα… πώς θα δώσεις μια ψυχούλα που την αγαπάς σαν παιδί σου σε κάποιον άγνωστο;

    Το τέλος μου κοντοζυγώνει και η Λίζι είναι η μόνη μου πραγματική έγνοια.

    Κουνάω το κεφάλι μου και με πνίγει η πίκρα. Στα 32 μου είχα πάρει τη μεγάλη απόφαση και πήρα δάνειο για 25 χρόνια και με αυτό ανακαίνισα, σχεδόν έχτισα από την αρχή, το πατρικό μου, την μονοκατοικία που μένω. Το δάνειο τελείωνε σε δύο χρόνια, πλέον θα μπορούσα να πληρώσω το υπόλοιπο του άληκτου κεφαλαίου.

    Είχα σκεφτεί να το κάνω, ώστε ότι και να γίνει στη δουλειά να μην έχω το άγχος να χάσω το σπίτι μου, αλλά πια δεν έχει νόημα. Χέστηκα, ας το πάρει η τράπεζα για μερικές χιλιάδες ευρώ, έτσι κι αλλιώς εμένα θα έχει πάψει να με απασχολεί το θέμα.

    Κουνάω το κεφάλι μου σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να το καθαρίσω από τις μαύρες σκέψεις και επικεντρώνομαι στη Λίζι που συνεχίζει να μου κάνει πατουσάκια, τρυπώντας με που και που με τα νύχια της. Αγάπη μου! Τη χαϊδεύω στη βάση της ουράς και σταματάει τα πατουσάκια και μου γυρίζει τον κώλο της στη μούρη.

    «Μωρή δεν ντρέπεσαι να βάζεις τον κώλο σου στη μούρη του μπαμπά;» την ψευτομαλλώνω τρυφερά, συνεχίζοντας να τη χαϊδεύω στη βάση της ουράς της. Τραβιέται και πάλι, κάνει μια σβούρα, και ρίχνει ένα σάλτο και κατεβαίνει στο πάτωμα και πάει και κάθεται στον καναπέ.

    Η διάθεσή μου βουλιάζει και πάλι. Είναι από αυτές τις φορές που ούτε να σκεφτείς δε θέλεις, κι όμως σκέφτεσαι τα πάντα. Ανοίγω το YouTube, μηχανικά, ψάχνοντας κάτι να με κάνει να χαμογελάσω. Κάτι, οτιδήποτε. Δεν τα καταφέρνω.

    Σχεδόν σα ρομπότ, τα δάχτυλά μου πληκτρολογούν. Δε θα μου φτιάξει τη διάθεση, απλά ταιριάζει μαζί της. Το βίντεο φορτώνει. Πατάω το play. Κλείνω τα μάτια και παραδίνομαι στην υπέροχα θλιμμένη μουσική. Κάθε λέξη, κάθε ανάσα, σπάει κάτι μέσα μου.

    Έχεις ιδέα τι είναι να πολεμάς μες στο σκοτάδι και να μην πνίγεσαι,
    μονάχος μες στη σκέψη να αφήνεσαι και να δίνεσαι
    Δε γίνεσαι γαμώτο είσαι και για ότι είσαι πάντα κρίνεσαι
    Μη μου θλίβεσαι αγαπημένη που `σαι τώρα πια
    χαμένη εξαντλημένη ξοφλημένη
    αφού η αγάπη ήταν το μόνο που δεν ένιωσες
    Τώρα πάλι να, με τα τέρατα πως έμπλεξες και πως θέλεις να ξεμπλέξεις
    της ζωής σου είναι και του θανάτου η έλξη…


    Δεν μπορώ να κρατηθώ. Ξεσπάω σε λυγμούς που μου κόβουν την ανάσα στα δύο. Δεν ξέρω καν γιατί κλαίω; Για τη ζωή μου που ξεθωριάζει; Για τις τα όνειρα που δεν ακολούθησα; Για τους δρόμους που δεν πήρα; Για όσα δεν έζησα και πλέον δεν προλαβαίνω να ζήσω;

    Η Λίζι αφήνει τον καναπέ και με πλησιάζει αθόρυβα. Ανεβαίνει στην αγκαλιά μου και τρίβεται πάνω μου. Δεν νιαουρίζει, δεν απαιτεί. Απλώς... είναι εδώ. Τη σφίγγω πάνω μου σαν σωσίβιο. Ανταριασμένη θάλασσα η ζωή μου που με σπρώχνει αμείλικτα προς τα βράχια.

    Αυτή τη φορά δεν φεύγει. Σα να νιώθει την ανάγκη μου. Σα να μου λέει «Εδώ είμαι, μπαμπά. Δεν πάω πουθενά.»

    Αγάπησέ με…
    Σκούπισε το δάκρυ μου με φως και κράτησέ με
    Αυτός ο τόπος μελαγχόλησε, βοήθησέ με
    Λιώσε το φεγγάρι μου, κάν’ το βροχή και ξέπλυνέ με
    Αγάπησέ με…


    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
    Last edited: 1 Απριλίου 2025
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 3ο - Riders on the storm

    Με είχε πάρει κάτω για τα καλά. Και όπως λέει και το τραγούδι «όταν παίρνω φόρα, φόρα κατηφόρα, ο Θεός ο ίδιος δε με σταματά.»

    Ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζα.

    Χρειάστηκε μόνο ένα pling. Ένα απλό ηχητικό pling από το κινητό. Ένα μήνυμα στο messenger. Βίντεο από YouTube. Η σκηνή: “It’s alive! It’s alive!” από το Young Frankenstein.

    Το γέλιο μου βγήκε τόσο δυνατό, τόσο ξαφνικό, που τρόμαξα και τη Λίζι. Πετάχτηκε ελαφρώς, με κοίταξε με εκείνο το προσβεβλημένο βλέμμα του «μα τι κάνεις εκεί πέρα», αλλά, λες και κατάλαβε πόσο το χρειαζόμουν, δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση της. Κούρνιασε πάλι στους μηρούς μου και λίγο αργότερα άρχισε και πάλι να γουργουρίζει.

    Κι όσο για την Κρινιώ…

    Εντάξει. Ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι ήταν ξεχωριστή, αλλά άρχιζε πια να με εντυπωσιάζει με τρόπους που δεν είχα προβλέψει.

    Εικοσιπέντε χρονών. Και είχε δει το Band of Brothers.

    Είχε δει, ή τουλάχιστον αναγνώριζε, τον Young Frankenstein.

    Δηλαδή τι να λέμε τώρα. Δεν είναι μικρό πράγμα.

    Ξέρεις τι βλέπω κάθε μέρα στη δουλειά μου; Παιδιά 25, 28, 30 χρονών που αν τους πεις κάτι έξω από τα memes του TikTok, σε κοιτάζουν σαν χάνοι. Μια φορά, σε ένα meeting, έκανα την πλάκα και είπα «Louis, I think this is the beginning of a beautiful friendship» για να πάρω ως απάντηση κενά βλέμματα.

    Δεν ήξεραν την Casablanca.

    Την Casablanca, ρε φίλε.

    Και η πιτσιρίκα, ήξερε το Young Frankenstein. Είχε δει το Band of Brothers. Και, το πιο απίθανο; Καταλάβαινε τα references. Δεν ήταν απλή γνώση, ήταν πολιτισμική συνείδηση. Είχε context. Είχε χιούμορ.

    Είχε ψυχή.

    Αποφασίζω να κάνω το τεστ.

    “Louis, I think this is the beginning of a beautiful friendship”

    Η απάντηση έρχεται τόσο γρήγορα που δεν μπορεί να το έψαξε στο δίκτυο, πρέπει να το αναγνώρισε.

    «Δε θα έλεγα όχι για ένα ταξίδι στο Παρίσι  »

    «Συν Αθηνά και συ χείρα κίνει,» μουρμουρίζω από μέσα μου.

    «Επιθετική, μ’ αρέσεις!  »

    Η απάντησή της έρχεται με μια χροιά παιχνιδιού: «Άπαπα! Απλά δεν ταίριαζε εδώ το “Play it, Sam!”  »

    Και εκεί εντυπωσιάζομαι ακόμα περισσότερο. Δεν ήταν απλώς fan της ταινίας. Ήξερε το σωστό quote. Όχι το διαστρεβλωμένο που αναπαράγεται παντού.

    Δεν κρατιέμαι, της γράφω “Paint me truly impressed. Όχι απλά ξέρεις την ταινία, ξέρεις και τη σωστή ατάκα!”

    Η απάντησή της… Μου ξεφεύγει ένα ροχαλητό βλέποντας το “No, I’m your father!  ”

    Ένα άλλο iconic λάθος quote που ο κόσμος μπερδεύει νομίζοντας πως η ατάκα είναι “Luke, I’m your father”.

    Κουνάω το κεφάλι μου χαμογελώντας ακόμα σα χαζός. «Πολλά τα λεφτά, Άρη,» της απαντώ. «Αν περάσει και αυτό το τεστ, την παντρεύομαι

    …λέμε τώρα.

    Και τότε έρχεται το τελειωτικό χτύπημα.

    «Αχ κύριε Γιώργο, μου πατήσατε κάλο τώρα! Η “Λόλα” ήταν η αγαπημένη ταινία του πατέρα μου. Την έχω δει αμέτρητες φορές.»

    Τα χέρια μου που κρατάνε το κινητό αρχίζουν να τρέμουν λίγο, κάτι μου σκίρτησε βαθιά μέσα μου.

    Όχι μόνο γιατί η “Λόλα” είναι αριστουργηματική ταινία—που αμφιβάλω αν υπάρχουν πολλοί στην ηλικία της που τη γνωρίζουν—αλλά γιατί την είχε συνδέσει με τον πατέρα της. Με έναν άνθρωπο που… λείπει. Όπως θα λείψω κι εγώ. Και κάπου εκεί με χτύπησε αυτή η γλυκιά, σπαραχτική αναγνώριση. Ότι υπάρχει μια αόρατη, λεπτή γέφυρα που ενώνει τους πόνους, ακόμα και ανάμεσα σε δύο γενιές που φαινομενικά δεν έχουν καμία σχέση.

    «Ψυχή βαθιά, Κρινιώ μου,» της απαντάω, με όση τρυφερότητα μπόρεσα να στριμώξω στα πλήκτρα.

    «Λεβέντες γεννηθήκαμε, λεβέντες θα πεθάνουμε,» είναι αυτό που δεν της γράφω.

    «Ψυχή βαθιά!» μου στέλνει λίγες στιγμές μετά συνοδευόμενο από βίντεο στο YouTube με την εικονική σκηνή που Λόλα, Άρης και Φαρέας χορεύουν χασάπικο, το χορό του Σάκαινα.

    Μην ξέροντας που βρίσκω το θάρρος, με χέρια που τρέμουν και με την ψυχή στα δόντια, και όχι βαθιά, της στέλνω νέο μήνυμα. «Θέλεις να κάνουμε βίντεο κλήση;»

    Σφίγγω τα δόντια προσπαθώντας να προετοιμάσω τον εαυτό μου για τα χειρότερα. Αφήνω το κινητό κάτω, μην έχοντας το κουράγιο να το κοιτάζω όσο περιμένω την απάντησή της. Σηκώνομαι με λίγη δυσκολία από την πολυθρόνα και κόβω βόλτες νευρικά στο σαλόνι.

    Pling!

    Ξεροκαταπίνοντας επιστρέφω στην πολυθρόνα μου και παίρνω το κινητό στο χέρι. Κλείνω για μια στιγμή τα μάτια μου, παίρνω βαθιά ανάσα— και ευτυχώς μπορώ να πάρω ακόμα γιατί ο καρκίνος δεν έχει κάνει μετάσταση στους πνεύμονες… ή τουλάχιστον δεν το έχει κάνει ακόμα—και βλέπω την απάντησή της.

    «Αμέ! Δώστε μου μόνο πέντε λεπτάκια!»

    Η ανάσα που είχα ξεχάσει ότι κρατούσα βγαίνει από μέσα μου με θόρυβο. Σχεδόν δεν μπορώ να πληκτρολογήσω από την ταραχή. Δε χρειάζεται μόνο η Κρινιώ τα πέντε λεπτά, τα χρειάζομαι κι εγώ γιατί με το ταράκουλο που νιώθω αυτή τη στιγμή θα γίνω θέαμα.

    «Ναι, βεβαίως. Πες μου όταν είσαι έτοιμη!» της γράφω με πολύ μεγάλη προσπάθεια. Τέσσερις διορθώσεις για μια απάντηση επτά λέξεων.

    Σηκώνομαι και πάλι από την πολυθρόνα και αρχίζω να βηματίζω νευρικά στο σαλόνι.

    «Συγκεντρώσου,» μαλώνω τον εαυτό μου. «Συγκεντρώσου! Μην κάνεις σαν ερωτοχτυπημένος έφηβος. Μην παίρνεις θάρρος, δε σου έταξε γάμο. Το γεγονός ότι δεν έχει να κάνει κάτι καλύτερο αυτή την ώρα δε σημαίνει τίποτα. Μη φαντασιώνεσαι, μη χτίζεις κάστρα στην άμμο. Απλώς ζήσε το. Χωρίς προσδοκίες. Χωρίς αύριο.»

    Γυρίζω και πάλι στην κουνιστή μου καρέκλα και προσπαθώ να βολευτώ. Η Λίζι, σαν να ένιωσε την αναστάτωσή μου, κατεβαίνει απ’ τον καναπέ και ανεβαίνει ξανά στα πόδια μου. Μου σπρώχνει το χέρι με το κεφαλάκι της, επιμένοντας. Τη χαϊδεύω αφηρημένα ανάμεσα στ’ αφτιά. Ξαπλώνει και μου γυρνάει την κοιλιά της παιχνιδιάρικα—και για να στο κάνει αυτό μια γάτα σημαίνει ότι σε εμπιστεύεται απόλυτα, σε λατρεύει! Μου δαγκώνει απαλά το χέρι, μετά ξαναγυρνάει στο πλάι και με κοιτάζει, αργοκλείνοντας τα μάτια της.

    «Κι εγώ σ’ αγαπάω πολύ-πολύ…» της λέω με χαμόγελο που μοιάζει να έχει ξεφύγει από άλλη εποχή. Από τότε που νόμιζα πως η ζωή κρατάει για πάντα. Χαϊδεύω ξανά το κεφάλι της — αυτή τη φορά πιο συνειδητά.

    Pling.

    Η καρδιά μου σταματάει για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου.

    «Έτοιμη!» μου γράφει.

    Ξεροκαταπίνω, και πατάω το εικονίδιο της βιντεοκλήσης. Ένας χτύπος, δύο χτύποι…

    Και τότε… εμφανίζεται.

    Το πρόσωπό της γεμάτο φως, τα μαλλιά της όλα πιασμένα σε αλογοουρά, αφήνοντας ακάλυπτο τον λαιμό και τα μάγουλά της. Το βλέμμα της γλυκό, καθαρό, χαμογελαστό.

    Είναι αυτή η φατσούλα —ναι, αυτή!— που με είχε στοιχειώσει όλες αυτές τις μέρες, που πάσχιζα να ανακαλέσω, και τώρα που τη βλέπω... νιώθω να διαλύεται κάθε άμυνα.

    «Καλησπέρα κι από εδώ!» της λέω προσπαθώντας να κρατήσω σταθερή τη φωνή μου, ενώ η καρδιά μου πάει να πεταχτεί από το στήθος μου.

    «Καλησπέρα σας!» μου απαντάει και χαμογελάει—και ο κόσμος γίνεται για λίγες στιγμές πιο όμορφος.

    Το μυαλό μου παγώνει, δεν ξέρω τι να πω. Ευτυχώς, η Λίζι αποφασίζει να μου σώσει το τομάρι. Με απόλυτη φυσικότητα, σηκώνεται όρθια, σκαρφαλώνει πάνω μου μου και στρέφει το πρόσωπό της κατευθείαν στην κάμερα.

    Η Κρινιώ βάζει τα γέλια. «Καλησπέρα, Λίζι!» Θεέ μου αυτό το γέλιο της. Αν η ευτυχία είχε ήχο, θα ήταν αυτός. Ένα γέλιο που σου ραγίζει την ψυχή και τη γιατρεύει ταυτόχρονα.

    «Βρε τέρας, θα αφήσεις τον μπαμπά να μιλήσει;» ψευτομαλλώνω τη Λίζι που έχει μπει μπροστά από το κινητό.

    «Μη το μαλώνετε το κορίτσι!» με ψευτομαλώνει—επίσης τρυφερά—η Κρινιώ από την οθόνη του κινητού!

    «Άπαπα, φωτιά να πέσει να με κάψει,» της απαντάω και την ίδια στιγμή μου ξεφεύγει ένα ροχαλητό από την ειρωνεία του πράγματος. Προσπαθώ να σκεφτώ κάτι να ξεκινήσω την κουβέντα. «Ειλικρινά δεν περίμενα να ξέρεις την Casablanca!»

    «Αυτό θα έλειπε!» μου λέει με ύφος που δηλώνει απόλυτα φυσιολογικό το γεγονός ότι γνώριζε μία από τις εικονικότερες στιγμές της έβδομης τέχνης.

    «Μην το λες αυτό,» της λέω χαμογελώντας και αναστενάζοντας. «Είχα πει ακριβώς την ίδια ατάκα σε μια συνάντηση, που είχε μέσα ακόμα και άτομα γύρω στα τριάντα, και με κοιτάζαν όλοι με το βλέμμα της αγελάδας!»

    «Σοβαρά μιλάτε;» με ρωτάει με γνήσια απορία.

    «Δεν ξέρω μωρέ Κρινιώ, μερικές φορές νιώθω σαν απολίθωμα της εποχής των δεινοσαύρων,» της λέω με πικρό χαμόγελο.

    «Ναι, σας καταλαβαίνω,» μου απαντάει χαμογελώντας αμήχανα. «Εδώ εγώ και δεν μπορώ να συνεννοηθώ ώρες-ώρες με τους συνομήλικούς μου,» συνεχίζει.

    Ώπα;!;!

    Τη βλέπω σκεφτική. Σα να έχει κάτι μέσα της που θέλει και δε θέλει να το βγάλει πιο έξω. Όχι, δεν είναι ιδέα μου, μπορεί να μην μπορώ να διαβάσω σκέψεις αλλά μπορώ να διαβάσω ένα πρόσωπο σε μια συζήτηση που γίνεται πρόσωπο με πρόσωπο, έστω και πίσω από μια κάμερα. Δεν επιμένω, δε θέλω να νιώσει πίεση, θέλω να της δώσω το χρόνο της. Αν θέλει να μου πει κάτι, να μου το πει όταν αυτή θα νιώθει έτοιμη. Άλλωστε, πρώτη… Λάθος! Δεύτερη φορά είναι που μιλάμε.

    «Δεν έχει να κάνει μόνο με τη διαφορά ηλικίας,» της λέω, κάπως πιο σκεφτικός. «Ξέρεις, αυτό που έμαθα μεγαλώνοντας είναι πως το κοινό πλαίσιο δεν εγγυάται κοινή κατανόηση. Μπορεί να έχεις γεννηθεί την ίδια χρονιά, να έχεις πάει στο ίδιο σχολείο, να έχεις ακούσει τα ίδια τραγούδια, και πάλι… να μην μπορείς να επικοινωνήσεις.»

    Η Κρινιώ δεν απαντά αμέσως. Την βλέπω να κουνάει αργά το κεφάλι της καταφατικά. Το βλέμμα της έχει χαμηλώσει λίγο, το χαμόγελό της έχει μαλακώσει. Είναι εκείνη η σπάνια στιγμή που η οθόνη δεν λειτουργεί σαν φράγμα αλλά σαν παράθυρο. Σαν να περνάει μέσα της κάτι πολύ πιο βαθύ απ’ ό,τι λέγεται.

    «Έχετε δίκιο,» μου λέει τελικά ήσυχα. «Ή τουλάχιστον έτσι το νιώθω κι εγώ. Ότι οι λέξεις που λέμε δεν σημαίνουν πάντα τα ίδια πράγματα για όλους. Ότι… δεν ξέρω… λείπει κάπως το νόημα. Σαν να περνάς μέσα απ’ τους άλλους, αλλά να μη σε βλέπει κανείς στ’ αλήθεια.»

    «Όταν είχα πάρει τον πρώτο μου υπολογιστή το 1985, στα δεκαπέντε μου, έμαθα από μόνος μου την πιο βασική αρχή της πληροφορικής: Ο υπολογιστής κάνει αυτό που του λες — όχι αυτό που θέλεις!» της λέω, χαμογελώντας.

    Με κοιτάζει για μερικά δευτερόλεπτα και βάζει τα γέλια—αυτό το καθαρό, αβίαστο γέλιο που ακούγεται σαν καθάρισμα ουρανού.

    «Αυτό ισχύει και στη διαχείριση έργων,» της λέω με νόημα, «με μια μικρή τροποποίηση: Οι πόροι σου κάνουν αυτό που ΝΟΜΙΖΟΥΝ ότι κατάλαβαν—όχι αυτό που τους ζήτησες. Και, ακόμα χειρότερα, αυτό που ΝΟΜΙΖΕΙΣ ότι τους ζήτησες μπορεί κάλλιστα να διαφέρει, τόσο από αυτό που ζήτησες, όσο και από αυτό που ήθελες να τους ζητήσεις!»

    «Και τότε… πώς βγαίνουν τα έργα;» με ρωτάει πειρακτικά, με εκείνη την σπίθα στο βλέμμα της.

    «Ενίοτε με πολύ πόνο και δάκρυ,» της απαντώ με απολύτως θεατρική απόγνωση—και την κερδίζω ξανά στο γέλιο.

    Αυτό το γέλιο… όχι, δεν έχει ιδέα πόσο φως απλώνει γύρω του. Δεν έχει ιδέα τι φέρνει στην ψυχή μου αυτό το χαμόγελο που γεννιέται τόσο αυθόρμητα κάθε φορά που πετυχαίνω να την κάνω να γελάσει.

    «Ό,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο, στη διαχείριση έργων το ξέρουμε μόνο!» της τραγουδάω παραφρασμένο το τραγούδι του Σκορδίλη, κάπως φάλτσα, με ύφος βαρύ λες και λέω μοιρολόι.

    Η Κρινιώ γελάει αμέσως. «Είμαι σίγουρη ότι λέει για πικραμένες καρδιές το τραγούδι!» μου πετάει με πειρακτική φωνή και ακόμα μεγαλύτερο χαμόγελο.

    «Το ξέρεις κι αυτό βρε θηρίο;» τη ρωτάω, ειλικρινά εντυπωσιασμένος.

    «Ε, εντάξει κύριε Γιώργο, είναι πολύ γνωστό τραγούδι το “είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια”!»

    «Κεριά και λιβάνια!» της κάνω, δήθεν σκανδαλισμένος, και εκείνη γελάει ξανά.

    «Ε δε μου πάει να σας λέω σκέτο Γιώργο,» μου λέει με απολογητικό ύφος, αλλά με μια παιχνιδιάρικη σπίθα στο βλέμμα.

    «Άπαπα, τέτοιο κακό μη σε βρει!» συνεχίζω το χαβαλέ, και τεντώνω το πρόσωπό μου με προσποιημένη αγανάκτηση.

    «Ουφ, καλά!» κάνει, προσποιούμενη τη βαριά καρδιά. «Γιώργο! Ορίστε, ευχαριστημένος;» προσθέτει σουφρώνοντας ελαφρά τη μύτη της και κάνοντας εκείνη τη φατσούλα της που μου φέρνει γέλιο και τρυφερότητα μαζί. Θεέ μου, είναι γλύκα.

    Παίρνω μια ανάσα, μαλακώνω τον τόνο μου. «Για πες τώρα, πώς πάει η μελέτη για την πρόοδο; Και αλήθεια… πού βρίσκεις τον χρόνο; Δουλεύεις, σπουδάζεις… πώς τα κουμαντάρεις όλα αυτά;»

    Κουνάει λίγο το κεφάλι της. «Με δυσκολία, μη λέω ψέματα,» μου λέει ειλικρινά. «Στην καφετέρια δουλεύω part-time, και αυτό γιατί είμαι τυχερή—ο ιδιοκτήτης είναι φίλος φίλου. Δουλεύω απογεύματα και Σαββατοκύριακα, αναλόγως τη βάρδια. Και ευτυχώς βοηθάει και η μαμά μου. Να είναι καλά τα ενοικιαζόμενα που έχουμε στο νησί, αλλά καταλαβαίνετε…»

    Κουνάω σιωπηλά το κεφάλι μου. «Ναι. Το καταλαβαίνω,» της λέω με ησυχία. Την κοιτάζω καθώς μιλάει, τόσο νέα, αλλά τόσο προσγειωμένη. Έχεις να μάθεις από ανθρώπους, άσχετα με την ηλικία.

    «Και η αλήθεια είναι,» συνεχίζει, σκύβοντας λίγο προς την κάμερα με ύφος συνωμοτικό, «ότι από τα δεκάξι μέχρι τα εικοσιδύο… αρκετά στην παλαβή το είχα ρίξει.»

    «Ναι βρε κορίτσι μου, δε λέω… αλλά από την άλλη, τα φοιτητικά χρόνια έρχονται μια φορά. Δε λέω να το ρίξεις στην παλαβή, αλλά… να ζήσεις κιόλας.»

    «Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια κυ…» λέει και σταματάει απότομα, με μάτια που φαρδαίνουν ελαφρά, σαν να θυμήθηκε κάτι. «Γιώργο,» το διορθώνει με χαμόγελο που αυτή τη φορά συνοδεύεται από μια δόση ντροπής.

    Ανασηκώνω τα φρύδια και κάνω πως την κοιτάζω επικριτικά. Εκείνη κατεβάζει λίγο το βλέμμα και μετά το σηκώνει πάλι και συνεχίζει πιο σοβαρή.

    «Αν είχα τα μυαλά μου όταν έπρεπε… θα μπορούσα να το κάνω. Όπως στρώνει κανείς, κοιμάται.»

    Τη νιώθω. Πιο βαθιά απ’ όσο μπορώ να της πω. Τη νιώθω και δεν λέω τίποτα. Την αφήνω να ανασάνει στον δικό της ρυθμό. Τα πολλά λόγια είναι φτώχια, η αποδοχή δε χρειάζεται λόγια. Μόνο παρουσία.

    «Κάλιο αργά παρά ποτέ,» της απαντάω με ένα χαμόγελο που έρχεται πιο αβίαστα απ’ ό,τι περίμενα. Πριν προλάβω να σκεφτώ κάτι να προσθέσω, με προλαβαίνει.

    «Εσείς;» με ρωτάει με ειλικρινές ενδιαφέρον.

    «Εγώ τι;» κάνω, κάπως ξαφνιασμένος.

    «Με τι ασχολείστε;»

    Παίρνω μια ανάσα. «Σπούδασα logistics,» της λέω, «όχι με την έννοια της λογιστικής, αλλά της διαχείρισης εφοδιαστικής αλυσίδας. Και αυτός είναι και ο τομέας που εργάζομαι.»

    Σταματάω για λίγα δευτερόλεπτα. Τα χείλη μου σφίγγονται σε μια αδιόρατη γραμμή. Κουνάω ελαφρά το κεφάλι μου.

    «Αν και… ο ρομαντισμός έχει χαθεί εδώ και πολλά-πολλά χρόνια.»

    «Ο ρομαντισμός;» με ρωτάει, σηκώνοντας το φρύδι με έκπληξη.

    «Η αγάπη, η όρεξη, γι’ αυτό που κάνω.» Χαμογελάω μισά. «Κάποτε έμπαινα στο γραφείο και ανυπομονούσα να ξεκινήσει η μέρα. Τώρα… μετράω αντίστροφα για να τελειώσει.»

    Τη βλέπω να κουνάει το κεφάλι της με κατανόηση. Το χαμόγελό της είναι λίγο πιο θλιμμένο τώρα.

    «Δε βαριέστε… αργά ή γρήγορα όλοι το παθαίνουμε αυτό,» μου λέει. «Ακόμα κι αν κάνεις το χόμπι σου δουλειά, κάποια στιγμή σταματάει να είναι χόμπι. Και γίνεται αυτό: δουλειά.»

    Σταματάει για μια στιγμή. Τα μάτια της χαμηλώνουν ελαφρά, σαν κάτι να ζυγίζει.

    «Βέβαια…» προσθέτει, «δεν έχω ψευδαισθήσεις ότι θα βρω δουλειά στο αντικείμενό μου.»

    «Γιατί το επέλεξες τότε;» τη ρωτάω ήρεμα.

    «Γιατί ήθελα να το κάνω.» Μου χαμογελάει, αυτή τη φορά με λίγο πείσμα. «Το πιο πιθανό είναι ότι θα καταλήξω να διαχειρίζομαι τα ενοικιαζόμενα στο νησί και να βρω και μια δεύτερη δουλειά, αλλά αυτό ήθελα να σπουδάσω. Αφού το πήρα που το πήρα αργά απόφαση, γιατί να μην κάνω τουλάχιστον αυτό που ήθελα;»

    Την κοιτάζω και μέσα μου σκέφτομαι: Πώς μπορείς να συνδυάζεις ρεαλισμό και ιδεαλισμό σε τόσο τρυφερή ηλικία; Και να που τελικά μπορείς. Ή τουλάχιστον… υπάρχουν εκείνοι που μπορούν.

    Δεν προλαβαίνω να το διατυπώσω, γιατί έρχεται μια ερώτησή της, αυτή τη φορά διστακτική.

    «Έχετε παιδιά;» με ρωτάει και το βλέμμα της είναι γεμάτο ευγένεια, όχι περιέργεια.

    «Όχι,» της απαντάω, κουνώντας αργά το κεφάλι. «Με την πρώην γυναίκα μου είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας… και όταν άρχισε να χτυπάει το δικό της ρολόι, εγώ ήμουν πια κοντά στα πενήντα. Δεν ήθελα να γίνω παππούς.»

    Το πρόσωπό της μαλακώνει. «Ναι… σας καταλαβαίνω,» μου λέει ήσυχα.

    «Εσύ;» τη ρωτάω μετά από μια σύντομη παύση. «Εννοώ… θέλεις να κάνεις παιδιά;»

    «Όχι!» μου απαντά με άμεση βεβαιότητα και σηκώνει τα φρύδια βλέποντας την έκφρασή μου. «Ποτέ δε με συγκίνησε η ιδέα. Δεν ξέρω αν θα αλλάξει στο μέλλον, αλλά ως τώρα, όχι.»

    Σηκώνει αδιάφορα τους ώμους της. Τη βλέπω όπως είναι εκείνη τη στιγμή—ήρεμη, γειωμένη, καθόλου κυνική, απλώς ειλικρινής.

    «Θέλεις να παίξουμε ένα παιχνιδάκι;» τη ρωτάω με ξαφνική έμπνευση.

    «Τι παιχνιδάκι;» με ρωτάει με γνήσια έξαψη και περιέργεια.

    «Θα σου κάνω τρεις ερωτήσεις που θα πρέπει να απαντήσεις, και μετά θα σου εξηγήσω τι σημαίνουν οι απαντήσεις σου. Αν και είναι, ξέρεις, από αυτά τα χαζά, έχω διαπιστώσει με τα ίδια μου τα μάτια ότι είναι αξιοσημείωτα ακριβές!»

    «Αμέ, γιατί όχι!» μου λέει χαμογελαστή.

    «Ωραία. Θέλω να μου πεις ποιο είναι το αγαπημένο σου ζώο και μετά με τρία επίθετα να μου εξηγήσεις την επιλογή σου!»

    Μου χαμογελάει και το πρόσωπό της φωτίζεται. «Ευκολάκι, γάτα!» μου λέει.

    «Τρία-τέσσερα επίθετα!»

    «Χμμμ…» μου λέει και τα μάτια της κοιτάζουν ψηλά, σα να σκέφτεται. «Ανεξάρτητη, χαδιάρα, τρελλιάρα, παιχνιδιάρα, τρυφερή… Αν θέλετε έχω και άλλα επίθετα!» μου λέει γελώντας.

    «Όχι, φτάνουν αυτά!» της κάνω ανταποδίδοντας το χάχανο. «Ωραία, δεύτερη ερώτηση. Το νερό έχει πολλές μορφές, θάλασσα, λίμνη, ποτάμι… και τα ρέστα! Ποια είναι η αγαπημένη σου και γιατί;»

    «Χμμμ» μου απαντάει σκεπτική. «Η βροχή, πιάνει;» με ρωτάει.

    «Ναι, βέβαια!»

    «Βροχή!» μου απαντάει με το πρόσωπό της να φωτίζεται και πάλι. «Επίθετα ε;»

    «Ναι, θα ήταν το ιδανικό»

    «Δεν ξέρω αν ένα επίθετο μπορεί να περιγράψει το εύρος… Εννοώ… η βροχή ποτίζει τα χωράφια και το διψασμένο χώμα αλλά ταυτόχρονα μπορεί να τα πνίξει. Μπορεί να είναι δροσερή και ποτιστική αλλά μπορεί να προκαλέσει οργισμένους χείμαρρους. Μπορεί το επίθετο απρόβλεπτη να τα χωρέσει όλα αυτά; Μπορεί να σε δροσίσει το καλοκαίρι ή να σε παγώσει το χειμώνα… Μπορεί να χορέψεις στο ρυθμό της ή να τρέξεις να προστατευείς για να μη γίνεις μούσκεμα…»

    «Εντάξει, εντάξει,» της λέω χαμογελώντας. «Το έπιασα το νόημα. Οκ, ας πούμε με καλύπτει η απάντησή σου!»

    «Ωραία!» μου λέει χαρίζοντάς μου ένα ακόμα φωτεινό της χαμόγελο.

    «Τρίτη ερώτηση… είναι και η πιο δύσκολη να απαντηθεί. Ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα;» Για πρώτη φορά δεν απαντά αμέσως.

    «Χμμμ...» κάνει σκεφτική, και το βλέμμα της πάει λίγο προς τα δεξιά, σαν να προσπαθεί να ψάξει μέσα της. «Θα έλεγα το βαθύ μπλε. Ή… όχι, καλύτερα το μπλε της θάλασσας αργά το απόγευμα, λίγο πριν νυχτώσει.»

    «Οκέι,» της λέω χαμογελώντας. «Και τώρα, τα επίθετα…»

    «Γαλήνιο, βαθύ, καθησυχαστικό, μυστηριώδες,» μου λέει, και σχεδόν ψιθυρίζει την τελευταία λέξη.

    Κρατάω για μια στιγμή το βλέμμα μου πάνω της, πριν της πω ήσυχα «Ωραία. Και τώρα… θέλεις να μάθεις τι σημαίνουν οι απαντήσεις σου;»

    «Ναι!» μου λέει με λαχτάρα. «Πείτε μου!»

    «Το αγαπημένο σου ζώο…» αρχίζω, «…αντιπροσωπεύει τον τρόπο που θέλεις να σε βλέπουν οι άλλοι. Εσύ λοιπόν, βλέπεις τον εαυτό σου ως ανεξάρτητη, χαδιάρα, τρελλιάρα, παιχνιδιάρα, τρυφερή…»

    Βάζει τα γέλια, γέρνει πίσω και σηκώνει τα χέρια. «Ε ναι, αν δεν είμαι εγώ αυτά, ποια είναι;»

    «Η δεύτερη ερώτηση, για το νερό… αφορά τον τρόπο που βλέπεις τον έρωτα. Εσύ λοιπόν τον βλέπεις σαν βροχή: ποτιστική αλλά και επικίνδυνη, δροσερή και παγωμένη, απρόβλεπτη, γεμάτη αντιφάσεις. Μπορείς να χορέψεις μαζί της, αλλά να τρέξεις να γλιτώσεις από την οργή της.»

    Χαμογελάει. Αυτή τη φορά όχι πλατιά—αλλά ζεστά, με εκείνη τη γλυκιά μελαγχολία στα μάτια της.

    «Και τέλος… το αγαπημένο σου χρώμα είναι ο τρόπος που βλέπεις πραγματικά τον εαυτό σου.»

    Γέρνει λίγο το κεφάλι της, το πρόσωπό της γίνεται πιο ήσυχο. Περιμένει.

    «Γαλήνια, βαθιά, καθησυχαστική, μυστηριώδης. Όχι φωτιά και πάθος, αλλά μια αγκαλιά που σε τυλίγει αργά και σε κρατάει…»

    Δεν απαντάει αμέσως. Με κοιτάζει. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν μιλάμε. Μόνο χαμόγελα. Από εκείνα που λένε περισσότερα από χίλιες λέξεις.

    «Οκέι…» μου λέει τελικά. «Είχατε δίκιο! Παιχνίδι ή όχι, μέσα έπεσε!» Σταματάει για μερικές στιγμές. Το βλέμμα της μένει επάνω μου. «Εσείς τι είχατε απαντήσει;» με ρωτάει και το ύφος της κρύβει ενδιαφέρον. Όχι ακαδημαϊκή περιέργεια, ενδιαφέρον.

    «Γάτα, νομίζω ότι εδώ δεν έχουμε έκπληξη,» της απαντάω κερδίζοντας το γέλιο της. «Στα άλλα δύο ποτάμι και μωβ.»

    «Κλέβετε τώρα!» μου λέει σουφρώνοντας παιχνιδιάρικα τα χείλη της. Το βλέμμα πετάει σπίθες. «Χωρίς τα επίθετα δεν έχει αξία!»

    Αναστενάζω ελαφρά, χαμογελώντας ακόμα. Σηκώνω τα φρύδια με θεατρικότητα, σαν να παραδίνομαι. «Το τεστ αυτό το είχα κάνει πρώτη φορά στα δεκαπέντε μου, έχουν περάσει σαράντα ολόκληρα χρόνια από τότε!»

    «Ωραία, σκεφτείτε νέα επίθετα!» μου λέει χωρίς να χάνει χρόνο.

    «Ορίστε, με χώνει το πιτσιρίκι!» της απαντάω παιχνιδιάρικα, κουνώντας το κεφάλι μου αλλά διασκεδάζοντάς το όσο δεν πάει!

    «Καλά σας κάνω!» μου λέει με ναζιάρικο πείσμα και μετά μου χαρίζει αυτό το χαμόγελο που δεν χορταίνω να βλέπω.

    «Οκ,» της απαντάω, χαμογελώντας ακόμα. Γέρνω λίγο πίσω στην καρέκλα. «Γάτα: Ανεξάρτητη, τρυφερή, απρόβλεπτη.»

    Σταματάω λίγο. Το χαμόγελο μένει, μα τώρα συνοδεύεται από ένα ίχνος σκέψης. Σηκώνω το χέρι και ξύνω αφηρημένα το μέτωπό μου. Ψάχνω τις λέξεις μέσα μου.

    «Ποτάμι,» συνεχίζω. «Απρόβλεπτο, άλλοτε αργό και νωχελικό, άλλοτε ταραγμένο και επικίνδυνο. Ρευστό ρε παιδί μου, όχι στατικό.» Τη βλέπω να γνέφει καταφατικά, και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου οι ματιές μας μένουν εκεί, σε μια ήσυχη κατανόηση.

    Τα τελευταία λόγια βγαίνουν λίγο πιο αργά. Πιο χαμηλά. Όχι για να προκαλέσω εντύπωση. Αλλά γιατί είναι αλήθεια. Και η αλήθεια χρειάζεται χώρο.

    «Χρώμα… Σκοτεινό μα τρυφερό, μελαγχολικό, εσωστρεφές…»

    Η φωνή μου σβήνει εκεί. Δεν χρειάζεται να πω τίποτε άλλο. Για μερικές στιγμές δεν μιλάει κανείς. Και είναι απ’ αυτές τις σιωπές που δεν θέλεις να γεμίσεις. Που κουβαλούν περισσότερα από λόγια.

    Η φωνή της έρχεται ήσυχα, σχεδόν ψιθυριστά, σπάζοντας την ησυχία. «Να σας στείλω ένα τραγούδι;»

    Κοιτάζω την οθόνη. «Αμέ!» της λέω με μια γλυκιά ανυπομονησία και τη βλέπω να απομακρύνεται για λίγο—η κάμερα μαυρίζει.

    Μένω μόνος για μερικά δευτερόλεπτα, με τη Λίζι ζεστή πάνω μου και την καρδιά μου να χτυπάει πιο ήρεμα πια. Η εικόνα επιστρέφει και μαζί της και το μήνυμα.

    Raiders on the Storm.

    Λες και με διάβαζε ρε φίλε. Λες και με διάβαζε!

    Δεν μιλάμε. Ακούω τη μουσική και χωρίς να το καταλάβω η φωνή μου, βραχνή και κουρασμένη, συνοδεύει αυτή του Morisson.

    Riders on the storm.
    Riders on the storm.
    Into this house we’re born.
    Into this world we’re thrown.
    Like a dog without a bone
    An actor out on loan
    Riders on the storm


    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 4ο - Η κοιλάδα των χαμένων ψυχών

    Χάνοντας κάθε αίσθηση του χρόνου—και δεν έχω και πολύ από δαύτον τρομάρα μου—κλείσαμε λίγο μετά τα μεσάνυχτα.

    Δεν εμβαθύναμε σε πολύ προσωπικές λεπτομέρειες. Και μεταξύ μας, δεν ήμουν καν σίγουρος ότι θα ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο, ακόμα κι αν η Κρινιώ είχε την ανάλογη διάθεση. Από την άλλη… μπορείς να μιλήσεις για σένα χωρίς να μιλήσεις για σένα.

    Λέγοντας για τη μουσική που σ’ αρέσει. Για τα βιβλία που σου έχουν μιλήσει. Για τις ταινίες που σε άγγιξαν. Για άλλα μικρά καθημερινά, ανώδυνα πράγματα, που από μόνα τους δεν λένε τίποτα—και συνάμα είναι κομμάτι του ίδιου παζλ. Λέξεις-κλειδιά για όσους ξέρουν να τις διαβάσουν.

    Οι μόνες πραγματικά προσωπικές πληροφορίες που μου έδωσε, έτσι, από μόνη της, κατά τη διάρκεια της κουβέντας, ήταν δύο. Κι ήταν από εκείνες που λένε τα πάντα και δεν λένε τίποτα.

    Η πρώτη: ότι είχε ερωτευτεί έναν πολύ μεγαλύτερό της—κι ότι εκείνη η ιστορία ήταν ο λόγος που το είχε ρίξει στην παλαβή από τα δεκάξι της.

    Η δεύτερη: ότι είναι μόνη της εδώ και περίπου μισό χρόνο.

    Και η τρίτη… δεν μου τη μετέφερε με λόγια. Αλλά τη διάβασα, καθαρά. Εκείνη η σχέση—όποιος και αν ήταν ο άλλος, όσο κι αν κράτησε—την είχε σημαδέψει. Όχι με τον κακό τρόπο. Όχι σαν τραύμα, μα σαν αποτύπωμα. Σαν κάτι που χαράχτηκε μέσα της και την άλλαξε. Απ’ ό,τι κατάλαβα, εκείνος ήταν που τη μύησε σε παλιές ταινίες, στη ροκ, στην ποίηση και στη λογοτεχνία. Κι είναι διαβασμένη η Κρινιώ, όχι αστεία.

    Εγώ, τι να πω; Δεν έχω ιδέα από ποίηση. Και παρότι λάτρης της λογοτεχνίας του φανταστικού, η επαφή μου με τη συμβατική λογοτεχνία είναι μικρή. Αναγνώρισα τα ονόματα που μου είπε—φυσικά και τα αναγνώρισα. Αλλά εκτός από ένα βιβλίο του Remark και ένα του Steinbeck που είχα διαβάσει στα νιάτα μου, κάποια τα είχα απλώς ακουστά. Και κάποια άλλα, ούτε καν.

    Δεν περίμενα ότι θα της άρεσε το φανταστικό. Και δεν έπεσα έξω. Μου είπε ότι είχε προσπαθήσει να διαβάσει τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και τον παράτησε.

    Αλλά…

    Μαγεύτηκε όταν της περιέγραψα τον τραγικό αντιήρωα Έλρικ του Μελνιμπονέ. Του Moorcock. Και κάπως έτσι… δώσαμε ραντεβού. Κυριακή πρωί. Να τη βρω στην καφετέρια. Να της δώσω το πρώτο βιβλίο.

    «Να προσπαθήσω τουλάχιστον!» μου είπε ντροπαλά.

    «Δε θα σου πω πως θα το λατρέψεις,» της είπα χαμογελώντας, «αλλά πραγματικά δώσε του μια ευκαιρία.»

    «Θα το κάνω,» μου υποσχέθηκε ανταποδίδοντας το χαμόγελο.

    Δεν ήμουν ο μόνος που είχε ανάγκη για επικοινωνία με κάποιο άνθρωπο. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα καταλάβει γιατί είχε επιλέξει την προσωπική της απομόνωση, αλλά… παρ’ όλο που την είχε επιλέξει, η ανάγκη ήταν εκεί.

    Οι βίντεο κλήσεις μας έγιναν καθημερινές αλλά δε μείναμε μόνο σε αυτές. Μικρά μηνύματα μέσα στην ημέρα, μια καλημέρα το πρωί, ένα «ουφ βαριέμαι!» μέσα στη μέρα. Ένα δικό μου «Δεν τους αντέχω, θα τους πνίξω!» όταν με έσκαγαν στα meetings για να λάβω την πειρακτική της απάντηση ένα link με το «Κάνε υπομονή!» Το «ΕΣΚΙΣΑ!!!!!» που μου έστειλε τη μέρα που είχε για την πρόοδό της.

    Πώς κελαηδούσε στο skype το βράδυ με το πρόσωπό της να λάμπει.

    Η Κρινιώ ήταν όπως σε όλα της, χείμαρρος. Δε μιλούσα πολύ, την άφηνα να μιλάει εκείνη για τα πάντα και για το τίποτα. Από το γιατί την άγγιξε το επίγραμμα του Ελύτη μέχρι και «μα κι εμένα μ’ αρέσουν τα ψηλοτάκουνα, αλλά δεν τους μπορώ αυτούς τους κοθόρνους!»

    Παραδέχτηκε γελώντας ντροπαλά ότι της άρεσαν κάποια τραγούδια του Ρουβά. Πώς λάτρευε την Ευρυδίκη, όχι μόνο για τη φωνή της αλλά για το πραγματικό συναίσθημα που βγάζει η φωνή της. Πώς αν δε μιλούσαμε τα βράδια θα έβλεπε μάστερ σεφ.

    Ήξερα, μου είχε πει, πως το σαββατόβραδο θα έβγαινε με φίλους της, και μου είχε γκρινιάξει χαριτωμένα «άντε να ξυπνήσω πρωινιάτικα την Κυριακή!»

    Εκεί είχα βρει την ευκαιρία να της πω «Αν τα καταφέρεις θα έρθω να πιώ εκεί τον καφέ μου, για να μη χαζεύεις γάτες, όχι για κανένα άλλο λόγο!» και μου είχε χαρίσει το γέλιο της. Ήταν ό,τι πιο κοντινό σε face to face ραντεβού πίστευα ότι θα μπορούσα να έχω μαζί της.

    Και το Σάββατο το απόγευμα που ήξερα ότι δουλεύει… απλά πήγα εκεί για καφέ. Μιλούσε με ένα άλλο πελάτη, και ήταν χαμογελαστή, αλλά ρε φίλε το βλέμμα της άστραψε όταν με είδε. Όταν μου είπε χαμογελώντας παιχνιδιάρικα «Latte σκέτο extra large, σας μάθαμε κύριε!» μου είπε και έδωσε η ίδια παραγγελία στον Barista.

    «Αύριο!» μου ψιθύρισε σχεδόν συνωμοτικά όταν πήγα να πληρώσω.

    «Αύριο!» της απάντησα στο ίδιο ύφος, κλείνοντάς της παιχνιδιάρικα το μάτι, για να κερδίσω και πάλι το χαρούμενο, γεμάτο φως, χαμόγελό της.

    Τα μυαλά μου είχαν γίνει πουρές!

    Και όσο κι αν πίεζα τον εαυτό μου να μην αφήνεται, να μην παρασύρεται, να μην βγάζει ρίζες σε χώμα που δεν του ανήκει, κάτι μέσα μου αντιστεκόταν. Σαν το κλαδί που στρέφεται προς το φως, παρά τις εντολές του μυαλού, παρά τη λογική, παρά την επίγνωση του τέλους. Έλεγα ότι ήθελα μόνο λίγη ανθρώπινη επαφή, έναν διάλογο να σπάσει τη σιωπή, ένα γέλιο να φωτίσει τα απογεύματά μου. Μα η ψυχή μου είχε άλλη άποψη. Είχε σηκωθεί και πέταγε, ταξίδευε χωρίς χάρτη, σαν να είχε ξεχάσει την ασθένεια, τον χρόνο που μετρούσε ανάποδα, σαν να ήθελε να αρπάξει από τον ουρανό ό,τι μπορούσε ακόμη να χωρέσει μέσα της.

    Δεν είχα το δικαίωμα.

    Αυτό σκεφτόμουν κάθε φορά που τα μάτια της φώτιζαν στην οθόνη. Δεν είχα το δικαίωμα να χτίζω προσδοκίες πάνω σε κάτι που δεν θα μπορούσα να προσφέρω μέχρι τέλους. Εκείνη έχει τη ζωή μπροστά της. Δεν είναι δίκαιο. Δεν είναι σωστό. Μπορεί να της προσφέρω στιγμές, μπορεί να της δίνω το αντίβαρο στη μοναξιά της, αλλά τι αξία έχουν αυτές όταν συνοδεύονται από την προδιαγεγραμμένη απώλεια;

    Δεν είχε σημασία. Δεν μπορούσα να πάψω να θέλω. Να ελπίζω. Να της μιλάω, να την ακούω, να γελάω με το γέλιο της. Δεν μπορούσα να τιθασεύσω την επιθυμία. Ήθελα να είμαι κομμάτι της καθημερινότητάς της, έστω και για λίγο. Ήθελα να αφήσω ένα ίχνος. Όχι από ανάγκη να με θυμάται, όχι από ματαιοδοξία, αλλά γιατί είχα ξεχάσει τι θα πει ζωή με χρώμα και εκείνη, χωρίς να το ξέρει, τα έφερε πίσω.

    Μα δεν γίνεται έτσι. Δεν μπορώ να της στερώ την επιλογή. Πρέπει να της μιλήσω. Πρέπει να ξέρει. Πρέπει να της πω, όσο δύσκολο κι αν είναι, όσο κι αν τρέμω στην ιδέα πως ίσως χαθεί αυτό που χτίστηκε ανάμεσά μας με τόσο φυσικό, αβίαστο τρόπο. Και από την άλλη φοβάμαι. Φοβάμαι γιατί ίσως αυτό την κάνει να θεωρήσει απάνθρωπο να με κάνει πέρα.

    Όμως το απάνθρωπο δεν είναι να με κάνει πέρα. Το απάνθρωπο είναι που θέλησα να μπω σαν λαθρεπιβάτης στη ζωή της.

    Και όμως μου είναι αδύνατο να μη τη σκέφτομαι. Και μόνο η σκέψη της κάνει την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Εκτός από τη Λίζι μου και μέχρι να γνωρίσω την Κρινιώ απλά υπήρχα. Υπήρχα να περιφέρομαι στην κοιλάδα των χαμένων ψυχών, μόνο και μόνο γιατί το καντήλι μου τσιτσίριζε ακόμα. Η ζωή μου είχε γεμίσει και πάλι φως.

    Πόση ειρωνεία να αντέξει κανείς; Η ζωή του να αποκτήσει ξανά φως πάνω που σβήνει. Είναι απάνθρωπο γαμώ το. Είναι απάνθρωπο για μένα μα είναι και απάνθρωπο να το ζητώ από εκείνη. Πώς το λέει η θεωρία παιγνίων; Zero sum game, ο ένας κερδίζει ο άλλος χάνει.

    Μόνο που στην περίπτωσή μας, στο τέλος χαμένοι θα είναι δύο.

    Έχω και πάλι ανήσυχα όνειρα, αλλά ξυπνάω σχεδόν στο πρώτο φως της αυγής. Ακόμα μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα, ακόμα μια υπενθύμιση ότι ο κόσμος ακολουθεί μια δική του κανονικότητα, ένα δικό του ρυθμό και θα συνεχίσει να το κάνει, τι που εγώ δε θα είμαι εδώ για να το ζήσω.

    Σηκώνομαι και πάω να κάνω ένα ζεστό ντους. Όσο και αν η διάθεσή μου είναι βαριά και μόνο η σκέψη ότι σε καμιά ώρα θα τη δω και πάλι από κοντά είναι αρκετή για να μου φτιάξει τη μέρα.

    Λίγο μετά τις 09:00 είμαι στην καφετέρια. Μπαίνω μέσα, τακτοποιεί κάποια πράγματα στη βιτρίνα με τα σάντουιτς. Σηκώνει το κεφάλι της και με βλέπει και το πρόσωπό της φωτίζεται.

    «Καλημέρα!» μου κάνει με την πιο γλυκιά φωνή της.

    «Καλημέρα,» της απαντάω με τέτοιο χαμόγελο που νομίζω ότι θα στραμπουλίσω τα μάγουλά μου. «Πώς πέρασες χθες;»

    «Όμορφα ήταν χιχιχι» μου κάνει χαχανίζοντας ελαφρά. «Κουτουλάω λίγο, με τρεις ώρες ύπνο είμαι!»

    «Αυτά είναι!» της κάνω ανταποδίδοντας το χαμόγελο. «Α, σου έφερα και το βιβλίο!» της κάνω, και ανοίγω την τσάντα μου και το βγάζω.

    «Καθίστε έξω να σας φέρω το καφεδάκι σας και μου το δίνετε!» μου λέει.

    «Σήμερα λέω να πιώ freddo, έχει ζέστη!» της λέω.

    «Εσπρέσο ή latte;»

    «Latte!» της απαντάω.

    «Σας τον φέρνω σε δυο λεπτάκια!» μου τιτιβίζει σχεδόν, και πάει να μου ετοιμάσει τον καφέ.

    Χαμογελώντας την αφήνω και πάω και κάθομαι έξω. Δυο-τρία λεπτά αργότερα μου φέρνει τον καφέ μου.

    «Έχω κάτι δουλειές να κάνω ακόμα!» μου λέει απολογητικά.

    «Μην αγχώνεσαι, κάνε τη δουλειά σου με την ησυχία σου!» της λέω καθησυχαστικά.

    Ναι, δεν είναι η μέρα μου σήμερα, σε αντίθεση με την προηγούμενη Κυριακή σήμερα έχει περισσότερο κόσμο. Μέχρι που μου ζήτησε και συγνώμη η χαζούλα.

    «Βρε, κάνε εσύ τη δουλειά σου! Εδώ είμαι, έχω το kindle μου, πίνω το καφεδάκι μου, καλά είμαι!»

    «Ουφ καλά!» μου κάνει χαμογελώντας, και ξαναπηγαίνει μέσα. Κατά τις μία πέφτει λίγο ο κόσμος και βρίσκει την ευκαιρία να ξεκλέψει μερικά λεπτά. «Όσο ανοίγει ο καιρός θα ζορίζουν οι Κυριακές» μου λέει ξεφυσώντας.

    «Είσαι πάντα πρωινή τις Κυριακές;»

    «Όχι, δύο φορές το μήνα πρωί, δύο φορές απόγευμα. Την επόμενη για παράδειγμα θα είμαι απόγευμα!»

    «Δεν είναι κουραστικό να είσαι Σάββατο απόγευμα και Κυριακή πρωί;»

    «Συνήθως η βάρδια τα ΣΚ είναι πρωί-πρωί ή απόγευμα-απόγευμα. Απλά μας έκατσε στραβή τις δύο τελευταίες εβδομάδες και δεν έβγαιναν οι βάρδιες…» μου λέει στενάζοντας.

    «Τι ώρα σχολάς, αν επιτρέπεται;»

    «Τα σαββατοκύριακα κάνω έξι ώρες. Άνοιξα στις οχτώ οπότε στις δύο σχολάω, λογικά σε λίγη ώρα θα έρθει και ο Κώστας, ο άλλος μπαρίστα.»

    «Θέλεις μετά να πάμε να φάμε κάπου έξω;» βρίσκω το θάρρος να τη ρωτήσω, γιατί αν δεν το κάνω τώρα δε θα βρω άλλη ευκαιρία σήμερα.

    «Αμέ! Γιατί όχι!» μου απαντάει σχεδόν αμέσως και η αγωνία μου έσβησε πριν καν φουντώσει. «Πελάτης!» μου κάνει και σηκώνεται και επιστρέφει μέσα.

    Μέχρι να σχολάσει δεν βρήκαμε ευκαιρία να μιλήσουμε αλλά δε με ένοιαζε, θα είχαμε όλο το χρόνο μετά που θα πηγαίναμε για φαγητό. Άλλη μια μικρή ειρωνεία… «όλο το χρόνο δικό μας.»

    Έχει χιούμορ το γαμημένο το σύμπαν, δεν μπορείς να πεις!

    Με το που σχολάει έρχεται και με βρίσκει.

    «Έτοιμη. Κυ…» ξεκινάει να πει και συνειδητοποιώντας τη γκάφα της σταματάει και χαχανίζει. «Θα σας ήταν εύκολο να πεταχτούμε πρώτα από το σπίτι μου να αλλάξω;» με ρωτάει και συνειδητοποιώ ότι είναι με τη μπλούζα της δουλειάς.

    «Και το ρωτάς Κρινιώ μου;» της λέω. «Θα σε πετάξω εγώ αν δεν έχεις πρόβλημα!»

    «Ναι, δεν γίνεται αλλιώς. Αν περιμένω το λεωφορείο φέξε μου και γλίστρησα!»

    «Πού μένεις;» τη ρωτάω. Δεν ξέρω γιατί αλλά το είχα δέσει ότι μένει κάπου κοντά.

    «Νέα Ερυθραία,» μου απαντάει. «Πίσω από τον Άγιο Φανούριο, ξέρετε που είναι;»

    «Ναι, φυσικά και ξέρω!» τη διαβεβαιώνω. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε. «Αλήθεια, πως και επέλεξες να μείνεις τόσο βόρεια;»

    «Από συγγενή, ξαδέρφη της μητέρας μου. Ήμουν πολύ τυχερή που δε χρειάστηκε να ψάξω να βρω καμιά τρύπα στο κέντρο με τα διπλάσια χρήματα.»

    «Σε βολεύει όμως;»

    «Μια χαρά είναι. Λεωφορεία έχει συχνά και μετά τρενάκι. Συνήθως στη δουλειά πηγαίνω με το παπί μου αλλά σήμερα το πρωί κουτουλούσα οπότε προτίμησα να πάω με συγκοινωνία!» μου απαντάει χαμογελαστή.

    «Και πολύ καλά έκανες!»

    «Αχ! Μπορείτε να δυναμώσετε;» με ρωτάει καθώς εκείνη τη στιγμή ο Rock FM έπαιζε το “Killing in the name of” των Rage against the machine.

    Αντί απάντησης δυναμώνω τον ήχο και το κρεσέντο μας βρίσκει να τραγουδάμε ντουέτο.

    Fuck you, I won’t do what you tell me!
    Fuck you, I won’t do what you tell me!
    Fuck you, I won’t do what you tell me!

    UUUUUUUUUUGH


    Motherfucker!

    Φτάνουμε στο σπίτι της χωρίς να το καταλάβω. Καθώς μπαίνει στην πολυκατοικία της η μουσική συνεχίζει να παίζει χαμηλά από τα ηχεία, αλλά «το Killing in the name of» έχει δώσει τη θέση του σε κάτι πιο αργό, σχεδόν υπνωτικό. Δεν το αναγνωρίζω αλλά έχει ρυθμό που κυλάει απαλά, σαν ανάσα, σαν παύση ανάμεσα σε δύο χτύπους καρδιάς. Μου ταιριάζει. Αυτή η απότομη ησυχία που έπεσε μέσα στο αυτοκίνητο, μου ταιριάζει.

    Μέχρι πριν λίγο, δίπλα μου καθόταν μια παρουσία που έμοιαζε φτιαγμένη από φως. Από ζωή. Από ενέργεια αστείρευτη. Τώρα η θέση του συνοδηγού είναι άδεια, αλλά είναι σα να μην έφυγε ποτέ. Η παρουσία της ακόμα πλανάται στον αέρα. Το γέλιο της, η φωνή της, εκείνο το πεισματάρικο «Καλά σας κάνω!»—ακόμα ηχούν μέσα μου.

    Αφήνω το κεφάλι μου πίσω, ακουμπάω στο προσκέφαλο. Παίρνω βαθιά ανάσα. Σα να θέλω να κρατήσω μέσα μου ό,τι απέμεινε από εκείνη τη διαδρομή. Τη φωνή της. Τη μυρωδιά της. Την ενέργεια της ύπαρξής της. Και μετά, έρχεται η σκέψη. Η φωνή της λογικής. Που με μαλώνει. Που μου φωνάζει ότι δεν έχω το δικαίωμα να ονειρεύομαι. Που μου θυμίζει ποιος είμαι, πού βρίσκομαι και—κυρίως—πόσο κοντά βρίσκομαι στο τέλος.

    Αλλά η καρδιά μου δε συμφωνεί. Η καρδιά μου δεν δίνει δεκάρα. Μου λέει ότι ήταν όμορφο. Ότι ένιωσα. Ότι χαμογέλασα με όλη μου την ψυχή. Ότι η στιγμή είχε φως. Πόσο απλό είναι να θέλεις απλώς να καθίσεις απέναντι από έναν άνθρωπο και να πιείτε έναν καφέ. Και πόσο τρομακτικά σύνθετο γίνεται αυτό όταν ξέρεις ότι κουβαλάς μέσα σου μια λήξη. Μια ημερομηνία που δεν ξέρεις ποια ακριβώς είναι, αλλά πλησιάζει, είναι σχεδόν στην επόμενη στροφή.

    Κι όμως, να ’μαι. Καθισμένος εδώ, στην άλλη άκρη αυτής της συναισθηματικής χαραμάδας που άνοιξε μόνη της χωρίς να το καταλάβω, κι εγώ πια δεν μπορώ να την κλείσω. Δεν είναι μόνο η Κρινιώ. Είναι όλα όσα συμβολίζει. Μια κανονικότητα που είχα ξεχάσει πώς μοιάζει. Μια ελπίδα που δεν την προσκάλεσα αλλά ήρθε, και κάθισε δίπλα μου στο τραπέζι και μου ψιθύρισε: «Είσαι ακόμα εδώ. Ακόμα ανασαίνεις. Ακόμα μπορείς να νιώσεις.»

    Ανοίγω το παράθυρο. Μπαίνει μέσα η μυρωδιά του γιασεμιού. Ο ανοιξιάτικος αέρας με χαϊδεύει στο πρόσωπο. Ο ήλιος περνάει μέσα από τα φύλλα και παίζει στα χέρια μου που ακουμπάνε στο τιμόνι.

    Χαμογελάω μόνος μου. Όχι ακόμα. Ακόμα δεν έχει τελειώσει τίποτα.

    Και εκεί, μέσα στο μεσημεριανό φως που λούζει τα πάντα, εμφανίζεται σαν όραμα. Στην αρχή ακούω το θρόισμα της πόρτας πίσω μου κι ύστερα το βλέπω με την άκρη του ματιού μου: το φλοράλ φορεματάκι που κυματίζει ελαφρά με κάθε της βήμα. Στρίβω το κεφάλι μου να την αντικρίσω και για μερικά δευτερόλεπτα… μένω ακίνητος. Αμίλητος.

    Τα μαλλιά της είναι λυτά, κυλάνε σε κύματα μέχρι τη μέση της πλάτης της και μοιάζουν σχεδόν χρυσά κάτω από το φως του ήλιου. Δεν την είχα παρατηρήσει έτσι μέχρι τώρα—όχι πραγματικά. Λεπτή και λυγερή, και το φόρεμα, κομψό και ανεπιτήδευτα θηλυκό, τονίζει με την απαραίτητη διακριτικότητα τις καμπύλες της. Δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει. Απλώς είναι.

    «Έτοιμη κι εγώ!» μου λέει και μπαίνει στο αυτοκίνητο, το άρωμά της διαχέεται στον αέρα, ανάλαφρο και καλοκαιρινό.

    Μου χαρίζει ένα χαμόγελο τόσο λαμπερό που θαρρείς για μερικές στιγμές μου θαμπώνει τα μάτια. Για μια στιγμή σχεδόν κατεβάζω το βλέμμα. Σχεδόν ντρέπομαι για το πόσο την κοιτάζω.

    «Πού λέτε να πάμε;» με ρωτάει ανέμελα, σαν να ήταν αυτή η πιο φυσική ερώτηση του κόσμου. Σαν να μη με είχε μόλις κάνει να ξεχάσω ότι βρίσκομαι στη μέση ενός δύσκολου κεφαλαίου της ζωής μου.

    «Θέλεις θάλασσα;» της λέω, και τη βλέπω να ανασηκώνει το κεφάλι, να γυαλίζει το βλέμμα της.

    «Πολύ!» μου απαντάει, με φωνή που στάζει προσμονή.

    «Ψήνεσαι για Χαλκίδα;» ρωτάω κι αυτή μένει για μια στιγμή σιωπηλή. Με κοιτάζει καλά-καλά, σαν να προσπαθεί να καταλάβει αν το εννοώ ή αν της κάνω πλάκα.

    Δεν της απαντάω, απλά την κοιτάζω χαμογελαστός δείχνοντάς την ότι το εννοώ. Το καταλαβαίνει και παίρνει την απόφασή της σχεδόν στιγμιαία.

    «Μέσα!» μου απαντάει και δεν προσπαθεί να κρύψει τον ενθουσιασμό της.

    Η διαδρομή μέχρι τη Χαλκίδα μοιάζει να περνάει μέσα σε μια ανάσα. Όχι επειδή δεν είχε διάρκεια—είχε και παραείχε—αλλά γιατί κυλάει με αυτή τη γλυκιά ανεμελιά που σε κάνει να χάνεις κάθε αίσθηση του χρόνου. Μιλάει, γελάει, σχολιάζει τα πάντα. Τιτιβίζει, αυτή είναι η σωστή λέξη. Με τον ενθουσιασμό παιδιού και την ευφυΐα ενήλικης γυναίκας, πετάει από το ένα θέμα στο άλλο, χωρίς να χάνει ποτέ τη ζωντάνια της.

    Εγώ; Εγώ ακούω. Ενίοτε πετάω κάποιο σχόλιο, κάποια παρατήρηση, ή τραγουδάω μαζί της όταν παίζει κάποιο κομμάτι που αγαπάμε και οι δύο. Αλλά κατά βάση… την αφήνω να ξεδιπλωθεί. Όχι γιατί δεν έχω κάτι να πω, αλλά γιατί είναι τόσο όμορφο να τη βλέπεις έτσι: γελαστή, ομιλητική, γεμάτη ζωή.

    Λίγο πριν τη νέα γέφυρα σταματάμε. Θέλει να περπατήσει, λέει. Ο χώρος, κλασικά ελληνικά, παρατημένος, οι πινακίδες ξεθωριασμένες, τα παγκάκια γδαρμένα, τα παρτέρια πιο πολύ σκόνη παρά πράσινο. Εκείνη όμως δεν πτοείται καθόλου. Σαν να μην τα βλέπει καν. Περπατάει μπροστά μου, το φορεματάκι της κυματίζει απαλά και το πρόσωπό της λάμπει λες και έχει απέναντί της την πιο γραφική θέα του κόσμου.

    Την κοιτάζω, κι όσο την κοιτάζω, τόσο περισσότερο σαστίζω. Πώς γίνεται ένα πλάσμα με τόση ενέργεια, με τόση όρεξη για ζωή, με τόσο καθαρό φως να έχει επιλέξει τη μοναξιά; Γιατί; Δεν το χωράει το κεφάλι μου. Και δεν είναι απλώς ότι ζει μόνη της—αυτό το κάνουν πολλοί. Είναι κάτι βαθύτερο, κάτι πιο σιωπηλό. Ένας εσωτερικός κόσμος κλειστός, προστατευμένος. Μου μιλάει για φίλους, για συμφοιτητές, για νυχτοπερπατήματα που είναι σπάνια, για εξόδους που δεν διαρκούν πολύ. Και κάθε νέα λεπτομέρεια αντί να λύσει τον γρίφο, τον κάνει ακόμα πιο περίπλοκο.

    Περηφανευόμουν, τόσα χρόνια, ότι μπορώ να διαβάζω τους ανθρώπους. Έχω μάθει να παρατηρώ σιωπές, βλέμματα, μικρές κινήσεις. Μα την Κρινιώ δεν την καταλαβαίνω. Είναι σαν καθρέφτης που δείχνει τα πάντα κι όμως τίποτα. Σαν νερό που σου ξεφεύγει ανάμεσα στα δάχτυλα. Αντιφατική. Γεμάτη φως, γεμάτη σκιές. Και είναι ακριβώς αυτή η αντίφαση που με τραβάει σαν μαγνήτης.

    Φεύγουμε και πάμε στην Χαλκίδα. Βρίσκουμε κάπου να σταματήσουμε και περπατάμε προς το λιμάνι μέχρι που φτάνουμε στην παλιά γέφυρα.

    «Ξέρετε κάτι;» γυρνάει και μου λέει χαμογελώντας με μια ζεστασιά που με κάνει να ξεχνάω τον πληθυντικό της. Δεν το κάνει για να δημιουργήσει απόσταση. Το κάνει γιατί έτσι της βγαίνει καλύτερα. Δε τη διορθώνω, δεν υπάρχει κάτι να διορθώσω. Παίρνω ό,τι μου δίνεται. Για όσο μου δίνεται.

    «Είναι η δεύτερη φορά που έρχομαι στη Χαλκίδα,» μου λέει και αυτή τη φορά το χαμόγελό της έχει μια θλίψη γλυκιάς μελαγχολίας. «Ζούσε ακόμα ο πατέρας μου. Θυμάμαι…» μου λέει και σηκώνει ψηλά τα μάτια της σα να ψαχουλεύει μέσα στο μυαλό της όχι λέξεις αλλά αισθήσεις. «Εδώ αλλάζει φορά το ρεύμα, μου είχε πει,» μου λέει και σταματάει και πάλι. «Δεν είναι αστείο; Σαν η θάλασσα να είναι αναποφάσιστη, σα να μην ξέρει που θέλει να πάει.»

    Αναστενάζει και μια σκιά θλίψης απλώνεται στα μάτια της.

    Και τότε γίνεται μέσα μου το κλικ. Και το κλικ το ακολουθεί το κρακ, και είναι το κρακ της ίδιας μου της ψυχής. Ξαφνικά καταλαβαίνω γιατί έχει επιλέξει τη μοναξιά της.

    Φοβάται να δεθεί.

    Και… και αν ανοιχτεί μαζί μου θα φάει ακόμα μια κατραπακιά που θα την κλείσει ακόμα πιο σφιχτά στο καβούκι της. Δεν μπορώ, δεν έχω το δικαίωμα να της κρύψω την κατάστασή μου. Δεν έχω το δικαίωμα να μην της δώσω την επιλογή της.

    Η Κρινιώ με βλέπει που η διάθεσή μου ξαφνικά βουλιάζει. «Μη χαλάμε τη διάθεσή μας!» μου λέει και μου χαμογελάει και πάλι.

    «Θέλεις να κάτσουμε λίγο εδώ;» τη ρωτάω δείχνοντάς της το παγκάκι.

    Δε μου απαντάει, απλά μου γνέφει καταφατικά. Καθόμαστε δίπλα, κοντά, σχεδόν τα σώματά μας ακουμπάνε.

    Γυρίζω και την κοιτάζω. Αχ και πως το λένε αυτό;

    «Κρινιώ μου, δε μου χάλασες τη διάθεση,» ξεκινάω. «Ίσα-ίσα μου τη φτιάχνεις σε βαθμό που ούτε η ίδια το φαντάζεσαι.»

    Γέρνει το κεφάλι της λίγο και με κοιτάζει προσπαθώντας να καταλάβει που το πάω. «Τότε;»

    Ξεροκαταπίνω. «Έχω ημερομηνία λήξης,» της απαντάω όσο πιο απλά μπορώ, όσο περισσότερο μπορεί να αστειευτεί κανείς με την κατάστασή του.

    Γουρλώνει ελαφρά τα μάτια της, δεν μπορεί να καταλάβει αν της μιλάω σοβαρά ή αστειεύομαι, ούτε καν ποιο είναι το αστείο, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει πράγματι κάτι αστείο.

    «Πριν πέντε χρόνια διαγνώστηκα με καρκίνο. Έκανα χημειοθεραπείες και νόμιζα ότι νίκησα. Ο καρκίνος ωστόσο επέστρεψε και αυτή τη φορά είναι τερματικός.»

    Αντί απάντησης παίρνει το χέρι μου στο χέρι της και μου το σφίγγει.

    «Έχω ένα, άντε δύο χρόνια ζωής ακόμα. Και ίσως ούτε αυτό, εξαρτάται από το που θα είναι η επόμενη μετάσταση. Αν πάει στο πάγκρεας…» κάνω και σταματάω. Δε χρειάζεται να πω περισσότερα.

    «Δεν έχω δικαίωμα…» λέω και κουνάω το κεφάλι μου. «Σε… σε έφερα σε μια θέση… συγνώμη Κρινιώ μου…»

    Μου σφίγγει το χέρι ακόμα πιο δυνατά.

    «Στα δεκαέξι μου ερωτεύτηκα ένα καθηγητή μου,» μου λέει. «Φιλόλογος,» στενάζοντας ελαφρά. «Με κρατούσε σε απόσταση μέχρι που τέλειωσα τελικά το σχολείο.»

    Δεν της απαντάω, δεν ξέρω τι να της πω, δεν ξέρω καν που το πάει. Της γνέφω να συνεχίσει.

    «Δεκαοχτώ χρονών, εκείνος κοντά στα πενήντα. Χωρισμένος, είχε δύο παιδιά μεγαλύτερα από εμένα. Δε μ’ ένοιαζε τίποτα. Τίποτα. Μου είχε πάρει τα μυαλά τελείως. Δεν ήταν παιχνίδι για μένα Γιώργο. Ήταν ανάγκη που με έκαιγε σα φωτιά.»

    Αναστενάζει. «Είχε ημερομηνία λήξης. Δεν χρειαζόταν να το πούμε μεταξύ μας, το ξέραμε. Το τέλος κάθε σχέσης είναι ένας μικρός θάνατος. Κλαις, απελπίζεσαι, προσπαθείς να το διαπραγματευτείς με τον εαυτό σου και τον κόσμο… πονάς… και στο τέλος το αποδέχεσαι. Το αποδέχεσαι και πας παρακάτω.»

    Της απαντάω προσεκτικά. «Με τον…»

    «Γιώργο,» μου λέει αναστενάζοντας. «Το έχει το όνομα, μάλλον!» μου λέει προσπαθώντας να αστειευτεί.

    «Αυτό που θέλω να πω είναι ότι… Με το Γιώργο δεν είχες επιλογή…» της λέω αλλά με κόβει.

    «Είχα επιλογή και την έκανα,» μου λέει απλά. «Κι εσείς κάνατε επιλογή,» μου λέει. «Κάνατε την επιλογή που μπορούσατε να κάνετε. Επιλέξατε να μη μου κρύψετε την κατάστασή σας.»

    «Με το Γιώργο ήσουν ερωτευμένη, Κρινιώ μου,» επιμένω. Παίρνω βαθιά ανάσα και την αφήνω να βγει. «Υπό μια οπτική δεν είχες επιλογή, όχι πραγματικά.» Αναστενάζω και πάλι και το βλέμμα μου χαμηλώνει. Το χέρι μου είναι ακόμα μέσα στο δικό της. Χαμογελάω μελαγχολικά. «Εγώ… είμαι κάποιος που τον ξέρεις μια εβδομάδα,» της λέω ανασηκώνοντας ελαφρά τους ώμους μου.

    «Που λατρεύει τη γάτα του,» λέει, και τα δάχτυλά της σφίγγουν ελαφρά τα δικά μου. Το χαμόγελό της φαρδαίνει και με κοιτάζει στα μάτια, βαθιά, σαν να προσπαθεί να με ζωγραφίσει με βλέμμα και μνήμη.

    «Που μπορώ να συζητήσω μαζί του για τα πάντα χωρίς να με κάνει να νιώθω σαν ούφο» συνεχίζει πιο απαλά, με μια ελαφριά κλίση του κεφαλιού, σαν να ακουμπά τις λέξεις πάνω μου.

    «Που δεν του αρέσει να τον λέω κύριο Γιώργο…» μου λέει παιχνιδιάρικα αλλά η φωνή της σπάει για μια στιγμή από τρυφερότητα. «Και…» μου κάνει, αφήνοντας μια μικρή παύση και σφίγγοντάς μου το χέρι λίγο πιο δυνατά, «…που πάνω απ’ όλα με κάνει και γελάω.»

    Σκύβει λίγο πιο κοντά, όχι πολύ, όσο χρειάζεται για να νιώσω την ανάσα της. Τα μάτια της χαμογελούν πιο πριν από τα χείλη. Βάζει και το άλλο χέρι της πάνω στο δικό μου.

    «Και που αν συνεχίσεις να κάνεις παρέα μαζί του θα κλάψεις, Κρινιώ μου,» της λέω στενάζοντας και πάλι. «Και δεν είναι μια αφαίρεση στην αχλή του μέλλοντος. Είναι βεβαιότητα.»

    Δε μου απαντάει, όχι με λόγια. Απλά συνεχίζει να μου χαμογελάει και σηκώνεται, χωρίς να αφήσει ούτε μια στιγμή το χέρι μου. «Πάμε να φάμε;»

    Κουνάω το κεφάλι μου και δε δεν μπορώ να μη χαμογελάσω κι εγώ. Υψώνω το βλέμμα μου πάνω της. Σηκώνομαι. Τραβάει απαλά το χέρι της, αλλά δε με αφήνει. Αγκαλιάζει μόνη της το μπράτσο μου. «Θαλασσινά!» μου κάνει με παιδιάστικο σχεδόν ενθουσιασμό διώχνοντας τα σκοτάδια που είχαν μαζευτεί στην κοιλάδα των χαμένων ψυχών. Ο ήλιος θαρρείς πως λάμπει πιο δυνατά, ο αέρας έχει γίνει πιο γλυκός, και η αλμύρα του ακόμα πιο μεθυστική.

    «Ό,τι θέλει το κορίτσι!» της απαντάω. Ξεκινάμε με ανάλαφρο βήμα, σαν παιδάκια, και πάμε από ταβέρνα σε ταβέρνα διαβάζοντας τα μενού και προσπαθώντας να επιλέξουμε που θα κάτσουμε. Αφήνομαι στη ζωντάνια της που με παρασέρνει τελείως… Σα να μου κάνει ένα εμβόλιο ζωής ρε φίλε. Απλά γιατί τιτιβίζει και γελάει σαν κοριτσάκι.

    Απλά γιατί υπάρχει.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
  6. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 5ο - Life is a moment in space

    Τετάρτη. Το πρώτο μέρος, το ατελείωτο, είναι μέχρι τις έξι στο γραφείο. Από τη στιγμή που θα περάσω το κατώφλι των κεντρικών θαρρείς ο χρόνος τρέχει σαν παλαβός. Πότε φτάνω στο τραίνο, πότε κατεβαίνω και παίρνω το λεωφορείο, πότε φτάνω στο σπίτι με τη Λίζι να σκαρφαλώνει στο τζάμι της πόρτας περιμένοντάς με γεμάτη χαρά να μπω μέσα.

    Να κάτσω μαζί της, να τη χαϊδέψω, να την κάνω να τρέχει πάνω-κάτω κυνηγώντας το laser, να της βάλω να φάει και να της καθαρίσω την άμμο. Να μαγειρέψω, αν δεν έχω μαγειρέψει ήδη, να κάτσω να διαβάσω ή να ακούσω μουσική περιμένοντας την Κρινιώ.

    Από τη στιγμή που το πρόσωπό της εμφανιζόταν στην οθόνη του κινητού μου, ο χρόνος εξαφανιζόταν, κυλούσε σαν την άμμο μέσα από τα χέρια μου. Και αν η κλεψύδρα άδειαζε ένιωθα τόσο ζωντανός όσο είχα να νιώσω πολλά χρόνια.

    Ειρωνεία, ε;

    Και σήμερα; Σήμερα την περίμενα να έρθει να της κάνω το τραπέζι. Όχι, δεν ήταν ρομαντικό δείπνο με κεριά, ακριβό κρασί και ροδοπέταλα στο πάτωμα. Ούτε η όποια σχέση μας ήταν τέτοια, ούτε και θα της άρεσε. Κάτι απλό, κάτι καθημερινό. Γεμιστά της είχα πει, ενθυμούμενος την πρώτη φορά που είχαμε μιλήσει και το προσωπάκι της είχε φωτιστεί.

    Και αν και ένιωθα ότι έσκαβα το λάκκο μου—pun intended—είχα διαλέξει και ποια ταινία θα δούμε αργότερα. Πολύ σκληρή γιατί… γιατί μιλούσε για ανθρώπους που βρισκόντουσαν στην κατάστασή μου. Ήθελα… ήθελα να της δείξω στο βαθμό που μπορούσα τι την περίμενε.

    Δεν ήταν κάποια αυτοκαταστροφική μου μανία. Απλά… απλά δεν άντεχα καν τη σκέψη αυτό το προσωπάκι να κλαίει. Να πονάει. Γιατί η φιλία μας—ναι, φιλία, και όσο και αν έκανε την καρδιά μου να χτυπάει όπως δεν είχε χτυπήσει από την εφηβεία της, δεν ζητούσα τίποτα παραπάνω—εκεί θα οδηγούσε.

    Γρήγορα ή γρηγορότερα…Ούτε καν «αργά ή γρήγορα.»

    Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό εκείνη τη μέρα δούλεψα από το σπίτι. Ήθελα να έχω όλο τον χρόνο δικό μου, να μαγειρέψω με την ησυχία μου, χωρίς το άγχος ότι κάτι μπορεί να πάει στραβά. Η Λίζι, φυσικά, δε με είχε αφήσει σε ησυχία. Σκαρφάλωνε συνεχώς στο γραφείο, δε με άφηνε να πληκτρολογήσω, ερχόταν για χάδια τις πιο ακατάλληλες ώρες—μέχρι που σε ένα video call αποφάσισε ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να γίνει μασκότ. Σκαρφάλωσε πάνω μου, κάθισε στον ώμο μου σαν παπαγάλος και με κοίταζε με ύφος «και τι θα κάνεις τώρα, μεγάλε;»

    «Βρε, θα κάτσεις φρόνιμη να κάνει ο μπαμπάς καμιά δουλειά;» της ψιθύρισα γελώντας.

    Απάντησε με τον γατίσιο της τρόπο. Κυλίστηκε πάνω στο γραφείο, γύρισε ανάσκελα, μου έδειξε την κοιλιά της και μου τρίφτηκε στο μπράτσο απαιτώντας χάδια αμέτι μουχαμέτι. Άντε να συγκεντρωθείς έτσι.

    Και στις οχτώ νταν χτύπησε το κουδούνι. Πετάγομαι από την πολυθρόνα λες και με διαπέρασε ρεύμα. Καθώς κατευθύνομαι προς την πόρτα, η Λίζι με ακολουθεί κατά πόδας, με τον ίδιο ενθουσιασμό που έχει όταν ακούει τον ήχο από το φακελάκι της λιχουδιάς. Από το τζάμι βλέπω την Κρινιώ. Κρατάει ένα κουτί γλυκά. Η καρδιά μου ανεβάζει στροφές. Δεν είναι ο φόβος, δεν είναι η αγωνία, είναι αυτή η... εφηβική ταραχή που κάνει το στήθος να σφίγγει και το στομάχι να πεταρίζει.

    Ανοίγω την πόρτα.

    «Καλώς το κορίτσι!» της λέω, και η φωνή μου μου φαίνεται κάπως πιο ψιλή απ’ ό,τι την ήθελα.

    «Να’ μαι κι εγώ!» μου λέει χαρίζοντάς μου το πιο φωτεινό της χαμόγελο. Ξαφνικά ο διάδρομος γεμίζει ήλιο.

    «Πέρνα μέσα!» της λέω και την ίδια στιγμή εμφανίζεται ο αρχηγός του σπιτιού.

    Η Λίζι.

    Κάνει ένα βήμα, σταματάει, κάθεται και την κοιτάζει καχύποπτα, όπως μόνο οι γάτες ξέρουν να το κάνουν.

    «Κουκλί μου!!!!» τσιρίζει σχεδόν η Κρινιώ και πέφτει στα γόνατα.

    Η Λίζι στέκεται. Δεν φεύγει. Δεν πλησιάζει. Την παρατηρεί.

    «Δώσε της τον χρόνο της,» της λέω. «Άσε την να σε συνηθίσει.»

    «Έχετε δίκιο!» μου απαντά και σηκώνεται. Τινάζει ελαφρά το παντελόνι της και παίρνει μια ανάσα.

    Φοράει μπλούζα με διακριτικό ντεκολτέ, υφασμάτινο παντελόνι που αγκαλιάζει τους γοφούς της, και ανοιχτές χαμηλές γόβες. Τα νύχια των χεριών και των ποδιών της σε απαλό, ανοιχτό μωβ. Όμορφη. Λαμπερή. Ζεστή. Ζωντανή. Της κάνω νόημα να περάσει κι εκείνη το κάνει, μα εγώ για μερικά δευτερόλεπτα μένω να την κοιτάζω. Άθελά μου το βλέμμα μου καρφώνεται στις καμπύλες των γοφών της και ξεροκαταπίνω. Δεν το επιλέγω—συμβαίνει. Το μάτι πηγαίνει μόνο του. Αγοράκι είμαι, εκτός εγγύησης μεν, αλλά αγοράκι. Και γρήγορα στρέφω αλλού το βλέμμα. Δεν είμαστε για τέτοια.

    Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι ο μόνος που νιώθει αμήχανα. Το βλέπω στις κινήσεις της. Λίγο το παρατεταμένο χαμόγελο που δε λέει να σβήσει, λίγο τα μάτια της που τρέχουν γύρω στον χώρο ψάχνοντας κάπου να σταθούν. Δεν έχει τη φυσικότητα που είχε στη Χαλκίδα. Κι εγώ; Κι εγώ παριστάνω τον cool τύπο που την έφερε απλά για ένα πιάτο γεμιστά, αλλά μέσα μου είμαι λες και περιμένω το πρώτο μου φιλί.

    «Κάποιος είπε ότι του αρέσουν οι τάρτες!» μου λέει σπάζοντας πρώτη τη σιωπή, και μου δίνει το κουτί με τα γλυκά. Η φωνή της είναι γεμάτη εκείνο το παιχνιδιάρικο φως που τόσο γρήγορα έμαθα να αναγνωρίζω — και να λαχταράω.

    Το παίρνω στα χέρια μου και το κρατάω λίγο παραπάνω από όσο χρειάζεται. Γιατί δεν είναι απλά ένα κουτί με γλυκά. Είναι ένα δώρο. Μια σκέψη. Ένα κομμάτι της, που μπήκε στον κόπο να κουβαλήσει για εμένα.

    «Έτσι σου είπε;» της λέω τελικά, και το χαμόγελό μου είναι τόσο φαρδύ που σχεδόν με τραβάει προς τα μάγουλα.

    «Θες να πιείς κάτι;» συνεχίζω. «Κρασί; Αναψυκτικό; Μπύρα;»

    «Αμέ! Μπύρα!» μου λέει και κουνάει τα φρύδια της με τρόπο που με κάνει να γελάσω.

    «Έχω δύο ειδών, και κανονική και radler, ξέρεις, με λεμόνι!» της λέω και γελάει. Φυσικά και ξέρει.

    «Χμμμ…» μου κάνει σουφρώνοντας τα φρύδια της. «Ναι, γιατί όχι;» μου λέει και μετά συνειδητοποιεί ότι δε μου απάντησε και βάζει και πάλι τα γέλια. «Radler!»

    Όση ώρα είμαι στην κουζίνα, την ακούω να κινείται στο σαλόνι, αργά, προσεκτικά. Δεν ψαχουλεύει—δεν είναι αυτό το στυλ της. Απλώς περιεργάζεται, όπως κοιτάζεις τα αντικείμενα κάποιου που αρχίζεις σιγά-σιγά να γνωρίζεις καλύτερα. Που αρχίζεις να συμπαθείς. Ίσως και κάτι παραπάνω. Ξέρεις πως οι χώροι κρατάνε μέσα τους ίχνη από τους ανθρώπους που τους ζουν. Κι αυτή τώρα διαβάζει τα δικά μου.

    Γυρίζω κρατώντας τις μπύρες και τη βρίσκω μπροστά από τη βιβλιοθήκη. Η πλάτη της γυρισμένη, το κεφάλι της ελαφρώς γερμένο προς τα δεξιά, καθώς προσπαθεί να διαβάσει τους τίτλους στη δεύτερη σειρά από πάνω. Δεν λέω τίποτα. Τη χαζεύω για λίγα δευτερόλεπτα. Το προφίλ της, το χέρι της που αγγίζει ελαφρά τη ράχη ενός βιβλίου, τη συγκέντρωση στο βλέμμα. Είναι λες και βλέπω κάποιον να ψάχνει κάτι πολύ συγκεκριμένο—κι ας μην ξέρει τι.

    Μετά από λίγες στιγμές, στρέφεται προς το μέρος μου. Με πιάνει να την κοιτάζω και παίρνει εκείνο το ελαφρώς αμήχανο χαμόγελο.

    «Είστε λίγο nerd!» μου λέει και μου δείχνει με το δάχτυλο έναν τίτλο—το Hyperion του Simmons.

    «Εσύ το λες nerd… εγώ το λέω συναισθηματική επένδυση δεκαετιών!» της λέω και της τείνω την μπύρα.

    «Cheers λοιπόν, στη συναισθηματική επένδυση!» λέει και τσουγκρίζουμε ελαφρά τα μπουκάλια. Μια στιγμή απόλυτης απλότητας. Δύο άνθρωποι, δύο μπουκάλια μπύρας, και μια τεράστια απόσταση που μοιάζει πως ολοένα και μικραίνει..

    Κάθεται στον καναπέ, σταυρώνοντας τα πόδια της στο πλάι, με εκείνη τη φυσικότητα που έχουν οι άνθρωποι όταν αισθάνονται άνετα. Κάθομαι κι εγώ δίπλα της, αλλά αυτή τη φορά όχι όπως στο παγκάκι. Αφήνω σκόπιμα λίγο χώρο μεταξύ μας. Όχι πολύ. Όσο χρειάζεται για να μη φανεί πιεστικό. Όσο χρειάζεται για να δηλώσω ότι είμαι εδώ, αλλά χωρίς απαιτήσεις.

    Και πριν προλάβω να αρθρώσω λέξη, να συνεχίσω αυτό το σιγανό ξετύλιγμα που λέγεται γνωριμία, με προλαβαίνει το καμάρι μου. Η Λίζι. Που μέχρι εκείνη τη στιγμή καθόταν στην πολυθρόνα της—τη δική της πολυθρόνα, να τα λέμε αυτά, δεν κάθεται πουθενά αλλού—ρίχνει ένα σάλτο, από εκείνα τα αθόρυβα, τα γεμάτα χάρη που μόνο οι γάτες μπορούν να κάνουν, και έρχεται και κάθεται ακριβώς στο κενό ανάμεσά μας.

    Σταματάει. Μένει για λίγο ακίνητη, σα να εξετάζει αν πήρε τη σωστή απόφαση. Μετά πλησιάζει αργά την Κρινιώ. Την κοιτάζει. Την μυρίζει. Προσεκτικά, με μεθοδικότητα σχεδόν επιστημονική, όπως μόνο μια γάτα ξέρει. Η Κρινιώ μένει ακίνητη, δεν ανασαίνει καν. Με δυσκολία κρατιέμαι να μη βάλω τα γέλια. Το βλέμμα της είναι μισό έκσταση και μισό τρόμος.

    Αργά και με προσοχή χειρουργού, κατεβάζει το χέρι της προς το κεφάλι της Λίζι, σα να προσπαθεί να εξημερώσει τίγρη. Η Λίζι, για λίγα δευτερόλεπτα, παγώνει. Δεν φεύγει. Δεν νιαουρίζει. Απλώς την κοιτάει. Ή μάλλον όχι—δεν την κοιτάει καν, την αφήνει να την ακουμπήσει, κι αυτό από μόνο του είναι τεράστιο.

    Η Κρινιώ κατεβάζει το χέρι της. Δεν τολμάει δεύτερη κίνηση. Και τότε, το καθαρματάκι μου—η απόλυτη θεότητα του σπιτιού—παίρνει την απόφαση. Σκύβει το κεφάλι της και τρίβεται πάνω στο χέρι της Κρινιώς, προσφέροντας ένα ελαφρύ γουργούρισμα που μόλις ακούγεται.

    Η Κρινιώ χαμογελάει. Όχι απλώς χαμόγελο, αλλά εκείνο το χαμόγελο που φωτίζει όλο το πρόσωπο. Από το ένα αυτί ως το άλλο. Και αμέσως μετά ξεσπάει σε γέλια, από ανακούφιση, από τρυφερότητα, από καθαρή παιδική χαρά. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η Λίζι ολοκληρώνει τη στέψη. Κάνει ένα μικρό σάλτο πάνω στα γόνατα της Κρινιώς, στριφογυρίζει δυο-τρεις φορές, σαν να ψάχνει το πιο άνετο σημείο, και τελικά κάθεται.

    Ξαπλώνει. Κλείνει τα μάτια της. Τέλος. Η απόλυτη αποδοχή.

    «Εντάξει, πέρασες τις εισαγωγικές εξετάσεις!» της λέω γελώντας, και την βλέπω να με κοιτάζει σαν να της χάρισα παράσημο.

    «Είναι κουκλί!» μου απαντάει, κι η φωνή της είναι μισή ψίθυρος, μισή λαχτάρα. Λίγο πιο λεπτή από το συνηθισμένο, σχεδόν τρεμάμενη, σαν να κρατάει κάτι εύθραυστο στα χέρια της — και το ξέρει.

    Η Λίζι γουργουρίζει απαλά, η Κρινιώ την κοιτάζει λες και της έχουν χαρίσει κάποιο σπάνιο, πολύτιμο πράγμα, κι εγώ… εγώ απλώς τις χαζεύω. Να μια στιγμή που άξιζε να ζήσεις για να τη δεις. Να την κλέψεις από τον χρόνο και να την κρατήσεις μέσα σου για όσο έχεις ακόμα.

    «Στην υγειά σου!» της λέω και σηκώνω το μπουκάλι με μια σχεδόν αδέξια ελαφρότητα, προσπαθώντας να σπάσω τη στιγμή.

    Για μια απειροελάχιστη στιγμή παγώνει. Τι να μου πει άλλωστε, “στην υγειά σου;” Τι μαλάκας... Δεν το σκέφτηκα καν. Με κοιτάζει και το βλέμμα της μαλακώνει.

    «Στις όμορφες στιγμές!» μου λέει τελικά, και χαρίζοντάς μου το χαμόγελό της—εκείνο το χαμόγελο που μοιάζει να διαλύει κάθε σκοτάδι—μου τσουγκρίζει το μπουκάλι. Πίνει μια γουλιά και σκουπίζει τα χείλη της με την άκρη των δαχτύλων της. «Αυτές είναι που μετράνε, δε νομίζετε;»

    Την κοιτάζω. Δεν απαντώ αμέσως. Μόνο μετά από λίγο.

    «Ξέρεις τι μου είχε πει ένας φίλος μου, μαθηματικός;» τη ρωτάω, και πριν προλάβει να ανταποκριθεί, συνεχίζω. «Ότι είμαστε το ολοκλήρωμα του παρελθόντος μας.»

    Με κοιτάζει, λίγο απορημένη.

    «Το άπειρο άθροισμα των στιγμών μας,» της εξηγώ, με τη φωνή μου να παίρνει έναν τόνο στοχαστικό. Σαν να θέλω να την αγγίξω όχι με τα λόγια, αλλά με τη σημασία τους.

    Τα μάτια της φωτίζονται.

    «Μου αρέσει αυτό,» μου λέει ήσυχα. «Το άπειρο άθροισμα των στιγμών μας…» επαναλαμβάνει με μια φωνή σχεδόν ονειρική. Μένει για λίγο σιωπηλή, και μετά: «Ναι! Έτσι είναι!» λέει πιο ενθουσιασμένα, με μια σπίθα χαράς και στοχασμού μαζί.

    Χαμογελάω.

    «Ο ίδιος φίλος μου είχε πει πως η ευτυχία και η δυστυχία είναι τοπικά ακρότατα. Και είναι τοπικά… γιατί απλούστατα δεν ξέρουμε, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν πιάσαμε το ολικό μας μέγιστο ή το ολικό μας ελάχιστο. Και… είναι ευλογία, αν το καλοσκεφτείς.»

    Η Κρινιώ αναστενάζει. Κουνάει αργά το κεφάλι της, σαν να συμφωνεί μ’ έναν τρόπο που έχει περισσότερο βάρος από τα λόγια. Με κοιτάζει για λίγο. Το βλέμμα της ψάχνει. Σαν να παλεύει με μια σκέψη που δεν ξέρει αν πρέπει να ειπωθεί ή όχι. Τελικά, παίρνει μια ανάσα. Σηκώνει ελαφρά τους ώμους της.

    «Ξέρετε τι μου είχε πει ο Γιώργος;» μου λέει. «Μου είχε πει ότι ο χρόνος που έχουμε… είναι το μόνο πραγματικό μας συνάλλαγμα.»

    Σιωπή. Μια από αυτές τις όμορφες, γεμάτες σιωπές.

    «Έτσι είναι, Κρινιώ μου,» της απαντώ. «Η πραγματική μας περιουσία είναι όλα όσα ζήσαμε και…»

    Σταματάω. Χαμογελάω πικρά. Δεν χρειάζεται να πω παραπάνω.

    «…και δυο μέτρα γης.»

    «Το μόνο βέβαιο πράγμα στη ζωή,» μου λέει. «Αυτό και οι φόροι!» συνεχίζει προσπαθώντας να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.

    «Μπα, το τελευταίο δεν είναι καθόλου βέβαιο!» της λέω κάνοντάς τη να χαχανίσει. «Εντωμεταξύ γιατί καθόμαστε στα μουγκά;»

    «Τέτοιος είστε!» μου λέει χαχανίζοντας και κάνοντας την καρδιά μου να κάνει μια ακόμα φορά μερικές κωλοτούμπες.

    Βάζω μουσική, αυτή τη φορά όχι ράδιο, αλλά το playlist μου από απαλή acid jazz, ότι πρέπει για μια ανάλαφρη βραδιά.

    Βραδιά η οποία κυλάει υπέροχα. Δεν της παίρνει πολύ για να αρχίσει και πάλι να κελαηδάει, ξεκινώντας από τη μέρα της, και πηδώντας από θέμα σε θέμα, αλλά με τρόπο συνεκτικό, όχι κουραστικό. Δε τη χορταίνω, δε μπορώ να τη χορτάσω. Μέχρι και την καρδιά της Λίζι έχει κλέψει, που κάποια στιγμή σηκώνεται και αρχίζει και της κάνει πατουσάκια, κάνοντας την Κρινιώ να λερώσει τα βρακιά της ακόμα περισσότερο.

    Και δεν της βγάζει καν και νύχια, κατάλαβες το κωλόγατο; Εμένα δε μου έχει αφήσει μπλούζα για μπλούζα. Προσπαθώ να μη σκέφτομαι το ότι το κάνει στα στήθη της και ότι ευχαρίστως θα έδινα όσο υπόλοιπο μου μένει να μπορούσα να το κάνω εγώ αυτό, αν και νιώθω ότι ακόμα και έτσι πάλι θα την έριχνα, δε μου μένει και πολύ.

    «Συγκεντρώσου, παπάρα!» μαλώνω τον εαυτό μου.

    Και τα λάτρεψε και τα γεμιστά μου, αυτό που το πας. Και όχι απλά τα λάτρεψε, θα φύγει και με ταπεράκι. Είναι τόσο μικρό, τόσο χαζό, και όμως… Σημαίνει τόσα πολλά για μένα.

    Και μετά, η ταινία.

    Δεν της λέω τίποτα για το θέμα. Δε χρειάζεται. Από τα πρώτα λεπτά το “Fault in Our Stars” δείχνει με ακρίβεια χειρουργική πού πάει. Ήξερα πως θα την αγγίξει. Ήξερα πως στο τέλος θα κλάψει.

    Αυτό που δεν ήξερα… ήταν πως έγερνε το κεφάλι της στον ώμο μου, Αυτό που δεν περίμενα, ήταν να την πάρω στην αγκαλιά μου. Να τη νιώσω να τραντάζεται από σπαρακτικούς λυγμούς. Να της χαϊδεύω τα μαλλιά, αργά, με όση τρυφερότητα μου είχε απομείνει. Και να μένω δυνατός. Να μη σπάω. Να μη βλέπω τον εαυτό μου στον ήρωα της ταινίας.

    «Γιατί;» μου λέει, με σπασμένη φωνή, ακόμα γερμένη στην αγκαλιά μου. Δεν σηκώνει το βλέμμα. Δεν χρειάζεται. Το ερώτημα είναι παντού.

    Γιατί μου το έδειξες αυτό;

    «Γιατί…» ψιθυρίζω. «Αν συνεχίσουμε να κάνουμε παρέα, όσο και αν—όσο και αν δεν έχουμε το είδος της σχέσης που έχουν οι πρωταγωνιστές… αυτό είναι το δικό μου μέλλον, Κρινιώ. Και, το δικό σου, αν…»

    Δεν μπορώ να το πω. Δεν μπορώ.

    «Για να φύγεις όσο προλαβαίνεις. Δεν μπορώ να σε διώξω, δεν θέλω να σε διώξω. Δεν μπορώ, Κρινιώ… Μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις. Για σένα. Μόνο για σένα.»

    Και τότε, ξαφνικά, με σφίγγει με όλη της τη δύναμη.

    «Όχι!» μου λέει. «ΌΧΙ, Τ’ ΑΚΟΥΣ; ΌΧΙ!»

    Λιώνω. Κυριολεκτικά. Θρυμματίζομαι στα χέρια της.

    «Και πάει και ο πληθυντικός,» λέω, προσπαθώντας να το γυρίσω στο αστείο.

    Με σπρώχνει ελαφρά και με κοιτάει με μάτια κόκκινα από τα δάκρυα.

    «Έτσι και μου το ξανακάνετε αυτό… θα σας ανοίξω το κεφάλι!» μου λέει, και ξεσπάμε εγώ σε γέλια κι εκείνη σε κλαυσίγελο.

    Και ταυτόχρονα μου διαλύει το φόβο ότι μένει εδώ γιατί με λυπάται. Μπορεί οι σκέψεις μου να περιστρέφονται γύρω της σαν αστέρια σε τροχιά, αλλά βλέπω ξεκάθαρα πως η έλξη δεν είναι μονόπλευρη. Είναι σαν άσπρο καπνό που αναδύεται μέσα από κάθε της χειρονομία, κάθε βλέμμα που αργεί να φύγει από πάνω μου, κάθε μικρή πρόφαση για επαφή.

    Έχουν περάσει τριάντα χρόνια από όταν ήμουν εικοσιπέντε, μα τη γλώσσα του σώματος δεν την ξεχνάς. Τον τρόπο που γέρνει το κεφάλι όταν της μιλάω, πως τα μάτια της αναζητούν τα δικά μου ακόμα κι όταν το βλέμμα της πλανιέται αλλού, το χαμόγελο που ξεκινά στιγμιαία και μετά προσπαθεί να το συγκρατήσει. Η φλόγα που ανάβει στο πρόσωπό της όταν μοιραζόμαστε κάτι που μόνο εμείς καταλαβαίνουμε. Δεν είναι οίκτος.

    Είναι κάτι βαθύτερο… πιο όμορφο.

    Ο Γιώργος, ο πρώτος Γιώργος, της είχε πάρει τα μυαλά όταν ήταν μόλις δεκαέξι. Δάσκαλός της, με όλη τη δύναμη και την επιρροή που φέρνει ο ρόλος. Δεν ξέρω αν έβλεπε σ' εκείνον τον πατέρα που έχασε νωρίς—πόσες φορές δεν το έχουμε δει αυτό το μοτίβο; Μα ίσως να ήταν κάτι άλλο, κάτι που ξεπερνά την απλοϊκή ψυχολογική ανάλυση. Ίσως να ήταν απλώς το βάθος που έφερνε, οι λέξεις που τη μάγευαν, η ματιά που έβλεπε πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων.

    Τότε η διαφορά της με εκείνον ήταν σχεδόν τόσο μεγάλη όσο η δική μας σήμερα, μόνο που εκείνη ήταν ακόμα ένα κορίτσι. Έφηβη με ματιά θολωμένη από ορμόνες και ρομαντισμό, κι εκείνος ένας ώριμος άντρας που την καθοδηγούσε σ' έναν κόσμο που μόλις ανακάλυπτε. Οι ρόλοι ξεκάθαροι. Δάσκαλος-μαθήτρια, καθοδηγητής-μαθητευόμενη. Η γνώση έρεε από τον έναν στον άλλον.

    Τώρα, ποιοτικά, η διαφορά είναι αλλιώτικη. Τριάντα χρόνια χωρίζουν τις ηλικίες μας, όμως η Κρινιώ έχει διανύσει μια μεγάλη απόσταση απ' το κορίτσι που ήταν. Έχει γευτεί τη ζωή, έχει μάθει να στέκεται στα πόδια της, να έχει άποψη, να διαφωνεί, να επιλέγει. Έρχεται προς εμένα όχι για να στηριχτεί, αλλά για να συναντηθούμε. Είναι μια συνειδητή επιλογή που έχει βάρος, γιατί ξέρει ακριβώς τί σημαίνει.

    Διαλέγει εμένα όπως διάλεξε και τότε τον καθηγητή της, από έναν αληθινό, ανεξήγητο μαγνητισμό που τραβά κάποιες ψυχές σε μεγαλύτερες ηλικίες. Το βλέπω καθαρά. Δεν είναι η απώλεια του πατέρα της που την κάνει να ψάχνει μια φιγούρα αναπλήρωσης—είναι πολύ πέρα από αυτό. Είναι η έλξη σ' έναν άνθρωπο που, με τα λόγια της, “έχει ζήσει”. Που μεταφέρει μια άλλη αίσθηση του χρόνου, μια άλλη προοπτική για τη ζωή.

    Γοητεύεται από τη μελαγχολία μου όπως εγώ από το φως της. Από τον τρόπο που η εμπειρία μου έχει γίνει χιούμορ και σοφία, από τις ουλές που με έκαναν αυτό που είμαι. Πολεμάω να μην καταχραστώ αυτή τη γοητεία της, μα ταυτόχρονα αισθάνομαι ότι να την απορρίψω θα ήταν μια άλλου είδους υποτίμηση. Σαν να της λέω ότι δεν εμπιστεύομαι την κρίση της.

    Και ποιος είμαι εγώ να κρίνω τις επιλογές της; Ποιος είμαι εγώ να της στερήσω αυτό που ζητά, όταν είναι το μόνο πράγμα που κι εγώ λαχταράω περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο; Δε θα το πιέσω ωστόσο. Θα το αφήσω να βρει το δρόμο του. Αφενός γιατί μπορεί να κάνω και λάθος και αφετέρου… Βροχή ο έρωτας για την Κρινιώ, ποτάμι για εμένα. Το νερό θα κυλίσει από μόνο του… ή θα λιμνάσει. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ωστόσο… ό,τι είναι να συμβεί, θα συμβεί.

    Αυτό είναι το πραγματικό νόημα του carpe diem. Ζήσε τη στιγμή, άδραξέ την, μην την αφήνεις να χάνει την ομορφιά της ανησυχώντας για το μέλλον. Όχι να μη σε νοιάζει, αλλά μην αφήνεις κάτι που δεν υπάρχει ακόμα να σε ορίσει, όσο βέβαιο και αν είναι. Και αν ξέρεις ότι το μονοπάτι έχει τέρμα, δεν είναι ήδη χαραγμένο. Χαραγμένο είναι μόνο το τέρμα του.

    Και αν η ομορφιά είναι στο ταξίδι, για μένα η Κρινιώ δεν είναι η Ιθάκη. Θα είναι η Αλεξάνδρεια που ως άλλος Αντώνιος θα πρέπει κάποια στιγμή να αποχαιρετήσω, όχι με των δειλών τα δάκρυα και τα παρακάλια.

    Μα με την ευγνωμοσύνη για τη μουσική του μυστικού θιάσου.

    «Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει περνώντας και πάλι αυθόρμητα στον ενικό, σηκώνοντας το βλέμμα της προς εμένα. Τα μάτια της, ακόμα κόκκινα από τα δάκρυα, έχουν μια νέα λάμψη τώρα—περιέργεια, αντί για θλίψη. Είναι ακόμα κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου, το βάρος της ζεστό και παράδοξα οικείο, σαν να ήταν πάντα εκεί.

    Εγώ; Σκέφτομαι τον Αντώνιο και την Αλεξάνδρεια του. Σκέφτομαι τη βροχή και τα ποτάμια. Σκέφτομαι πόσο γρήγορα άλλαξε ο κόσμος μου από τότε που άκουσα εκείνο το γέλιο στην καφετέρια. Αλλά αντί να μοιραστώ αυτές τις σκέψεις, αντί να βαρύνω περισσότερο τη νύχτα με φιλοσοφίες και μελαγχολίες, αποφασίζω να κάνω αυτό που δεν περίμενα ποτέ ότι θα ξανάκανα—να ζήσω, απλά.

    «Έχω μηχάνημα καραόκε!» της λέω με βλέμμα που πετάει παιχνιδιάρικες σπίθες. Η δική μου αλλαγή θέματος, η δική μου άρνηση να αφήσω τη στιγμή να βουλιάξει στη μελαγχολία. Κι αν δεν ξέρω πόσο θα μου μείνει, ξέρω τουλάχιστον πώς θέλω να το ξοδέψω.

    Με κοιτάζει για δύο δευτερόλεπτα, σαν να προσπαθεί να καταλάβει αν το εννοώ. Μετά, σαν σύννεφο που διαλύεται μπροστά στον ήλιο, το πρόσωπό της φωτίζεται.

    «ΜΕΣΑ!» μου απαντάει με ενθουσιασμό που εκτοξεύεται από μέσα της, γνήσιος και ακράτητος. Και μέσα σε μια στιγμή, μια μόνο στιγμή—μια από αυτές που φέρνουν περισσότερα απ' ό,τι φέρνει ο χρόνος όλος—η μελαγχολία εξαφανίζεται από το δωμάτιο. Το χαμόγελό της είναι το ξόρκι που διώχνει τα σκοτάδια, και η λέξη της είναι το κλειδί που ξεκλειδώνει έναν κόσμο που νόμιζα πως είχα αφήσει πίσω.

    Δε μας έμεινε άντερο!

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---