Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ο τελευταίος χορός

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 30 Μαρτίου 2025.

  1. Γερακι

    Γερακι Regular Member

    Σ αυτο το τελευταιο, τα εδωσες ολα!
    Κεντημα!!!
     
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 11ο - Το δηλητήριο της ζωής

    Τρίτη απόγευμα έχω ραντεβού με τον ογκολόγο μου. Ανατριχιάζω και μόνο στη σκέψη ότι θα το περάσω αυτό και πάλι, αλλά το υποσχέθηκα στο Κρινιώ μου. Της υποσχέθηκα ότι θα το παλέψω, γιατί η ίδια η Κρινιώ μου έδωσε λόγο να θέλω να το παλέψω. Να γεμίσω και πάλι το σώμα μου με δηλητήριο, με την ελπίδα… με την ελπίδα να μου δώσει έστω και λίγους παραπάνω μήνες μαζί της. Να μου δώσει ακόμα μερικούς γύρους με το καρουζέλ πριν, αναπόφευκτα, η μουσική σταματήσει για πάντα.

    Κάθομαι απέναντί του, στο μικρό γραφείο με το μονίμως ακατάστατο σωρό από φακέλους και δείγματα. Το φως του μεσημεριού τρυπώνει διστακτικά από τις λευκές περσίδες, ζωγραφίζοντας διαγώνιες ρίγες στα χαρτιά και στα χέρια μας. Στον τοίχο πίσω του, πίσω από τα πιστοποιητικά και τα διπλώματα σε ασημένιες κορνίζες, υπάρχει ένας πίνακας με μια βάρκα που παλεύει με τα κύματα—τον έχω παρατηρήσει σχεδόν σε κάθε επίσκεψη. Σήμερα, μοιάζει πιο σχετικός από ποτέ.

    Ο γιατρός μου—ο Νίκος—κρατάει τον φάκελό μου στο χέρι αλλά με κοιτάζει στα μάτια, όχι τα χαρτιά. Ήρεμος. Από αυτούς τους ανθρώπους που έχουν δει τα πάντα, κι όμως καταφέρνουν να σε βλέπουν σαν να είσαι ο πρώτος. Τα μάτια του, ένα βαθύ καστανό, έχουν μια φλόγα ενσυναίσθησης που δεν έχει σβήσει παρά τα χρόνια του με τον πόνο και το θάνατο. Γκρίζοι κρόταφοι, χέρια με λεπτές φλέβες που ξεχωρίζουν κάτω από δέρμα που μαρτυρά την ηλικία του, αλλά δάχτυλα που κινούνται με σταθερότητα και ακρίβεια.

    «Χαίρομαι που επιτέλους το αποφάσισες,» μου λέει και η φωνή του έχει εκείνη την αυθεντική ζεστασιά που δε διδάσκεται στις ιατρικές σχολές.

    Γνέφω, νιώθοντας έναν κόμπο στο λαιμό που πασχίζω να καταπιώ. Μια απόφαση που απέφευγα για μήνες, κρατώντας την σαν τελευταία κάρτα σε ένα παιχνίδι που ήξερα ότι δεν μπορούσα να κερδίσω, μόνο να παρατείνω. Κοιτάζω το χρυσό του ρολόι με το καφέ λουράκι—άλλο ένα σταθερό σημείο αναφοράς στις επισκέψεις μου εδώ.

    «Δεν το κάνω για να το γυρίσω Νίκο,» του εξηγώ, τονίζοντας κάθε λέξη σαν να προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου όσο και εκείνον. «Το ξέρω ότι είναι ταξίδι χωρίς επιστροφή... Το κάνω για να πάρω χρόνο. Γνώρισα… γνώρισα μια κοπέλα…» του λέω και διστάζω. «Θέλω… θέλω να ζήσω όσο περισσότερο γίνεται… για εκείνη.»

    «Όποιος και αν είναι ο λόγος χαίρομαι που το έκανες, Γιώργο,» μου λέει με σταθερό, συγκρατημένο λόγο.

    Δεν προσπαθεί να με καθησυχάσει με ψευδείς ελπίδες. Είναι κάτι που εκτιμώ απεριόριστα στον Νίκο—την ειλικρίνειά του. Σε όλα αυτά τα χρόνια, από τις πρώτες υποψίες μέχρι τη διάγνωση και τώρα αυτή την απόφαση, δε μου έχει πει ποτέ ψέματα.

    «Και εκεί θα στοχεύσουμε,» μου απαντάει. «Όσο περισσότερο χρόνο και όση καλύτερη ποιότητα μπορούμε,» συμπληρώνει, δίνοντας έμφαση στην τελευταία λέξη.

    «Θα είμαι ζωντανός ή θα σέρνομαι;» ρωτάω ευθέως. Η ερώτηση που με βασανίζει περισσότερο, όποιος έχει περάσει χημειοθεραπεία δε μπορεί να την ξεχάσει.

    Σκύβει λίγο μπροστά, με τους αγκώνες του να ακουμπούν στο γραφείο, τα δάχτυλά του να σχηματίζουν ένα είδος γέφυρας κάτω από το σαγόνι του. Η στάση του είναι ανεπαίσθητα πιο οικεία, λιγότερο τυπική. Το φως τονίζει τις ρυτίδες έκφρασης γύρω από τα μάτια του, σημάδια από χαμόγελα δοσμένα σε ασθενείς που χρειάζονταν ελπίδα και από συνοφρυώματα για περιπτώσεις που τον είχαν προβληματίσει στο παρελθόν.

    «Δεν θα είναι εύκολο, αλλά δεν θα σε εξοντώσουμε. Δε στο λέω ωραιοποιώντας,» λέει με μια ειλικρίνεια που αισθάνομαι να με διαπερνά. «Η χημειοθεραπεία που θα κάνουμε είναι παρηγορική, όχι επιθετική. Δύο μέρες κάθε τρεις εβδομάδες. Με ενδιάμεση υποστήριξη.»

    Ακούγεται, ταυτόχρονα, και χειρότερο και καλύτερο από ό,τι περίμενα. Υπάρχει κάτι στη λέξη “παρηγορική” που με τρομάζει—η παραδοχή ότι αυτή δεν είναι θεραπεία, είναι διαχείριση. Αλλά υπάρχει επίσης κάτι καθησυχαστικό στην παρουσίαση του προγράμματος—συγκεκριμένο, διαχειρίσιμο, με αναπνοές ενδιάμεσα.

    Συνεχίζει, εξηγώντας με φωνή που δεν είναι ούτε κλινική ούτε υπερβολικά συναισθηματική: «Θα έχεις παρενέργειες: κόπωση, ναυτία, ίσως τριχόπτωση. Αλλά όχι του τύπου “δεν μπορώ να σηκωθώ από το κρεβάτι.”» Το βλέμμα του σκληραίνει ελαφρώς, με αποφασιστικότητα που φανερώνει τη φιλοσοφία του. «Δεν σε θέλουμε έτσι.»

    Αυτός ο τρόπος που χρησιμοποιεί το πρώτο πληθυντικό με κάνει να αισθάνομαι ότι μπαίνω σε μια κοινή προσπάθεια, σε μια ομάδα που παλεύει για εμένα. Μου δίνει κουράγιο.

    «Να δουλεύω θα μπορώ;» ρωτάω, κρατώντας στα δάχτυλά μου ένα ξυλάκι από το γραφείο του, περιστρέφοντάς το νευρικά.

    «Με μέτρο, και μόνο αν το θέλεις. Μη γίνεις ήρωας,» μου απαντά, πιάνοντας στιγμιαία το βλέμμα μου και μετά αφήνοντάς με ελεύθερο να κοιτάξω όπου αισθάνομαι άνετα. «Κάνε το όσο σε γεμίζει. Όταν δεν σε γεμίζει πια, άστο.»

    Η συμβουλή του εμπεριέχει μια ελευθερία που δεν περίμενα—δεν μιλάει για το τι “πρέπει”, αλλά για το τι θα με βοηθήσει να διατηρήσω τον εαυτό μου σε αυτή την πορεία. Είναι ένας γιατρός που κατανοεί ότι η ζωή δεν είναι απλώς το να επιβιώνεις, αλλά το να ζεις.

    Ακολουθεί σιωπή για λίγα δευτερόλεπτα. Ο ήχος ενός κινητού που κουδουνίζει κάπου αχνά στο διάδρομο. Η μυρωδιά του αντισηπτικού από το διπλανό εξεταστήριο. Μια πόρτα που κλείνει. Ο κόσμος συνεχίζει να γυρίζει γύρω μας, αδιάφορος στο δικό μας μικρό δράμα. Μετά σηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω σταθερά.

    «Να σε ρωτήσω κάτι σημαντικό,» λέω και νιώθω τη φωνή μου πιο σταθερή τώρα, καθώς πλησιάζω στην ερώτηση που έχω προβάρει στο μυαλό μου όλο το πρωί.

    «Ό,τι θέλεις,» αποκρίνεται, με την προσοχή του πλήρως στραμμένη πάνω μου.

    «Τον Αύγουστο… θα ήθελα να λείψω. Να πάω Κύθηρα. Να είμαι με εκείνη,» αναφέρομαι στην Κρινιώ χωρίς να χρειάζεται να την κατονομάσω. «Όχι για λίγο. Δύο, τρεις εβδομάδες. Μπορώ; Ή πρέπει να γυρίσω Αθήνα στη μέση για να πάρω τη δόση μου;»

    Τα δάχτυλά μου σταματούν να περιστρέφουν το ξυλάκι. Το κρατάω σφιχτά, σαν να είναι μια γέφυρα σταθερότητας. Η ανάσα μου κόβεται ελαφρά. Είναι τόσο σημαντικό για μένα, αυτό το ταξίδι, αυτός ο χρόνος μαζί της—που πρέπει να με έχει προδώσει η έκφρασή μου. Με κοιτάζει λίγο σκεφτικός, αλλά όχι διστακτικός. Βλέπω τα μάτια του να στρέφονται στιγμιαία προς τα δεξιά, όπως κάνει όταν κάνει νοερούς υπολογισμούς. Ύστερα, χαμογελάει αχνά, και αυτό το χαμόγελο είναι σαν μια ακτίνα ήλιου που διαπερνά τα σύννεφα.

    «Θα το πούμε “θεραπευτικό παράθυρο”,» λέει, χρησιμοποιώντας τα χέρια του για να σχηματίσει αόρατα εισαγωγικά στον αέρα. «Αν μέχρι τότε πηγαίνει καλά η αγωγή σου, αν το PET και οι εξετάσεις σου είναι σταθερές… ναι. Θα σου δώσω το πράσινο φως.»

    Νιώθω την ανάσα μου να επιστρέφει, σαν να είχα κρατήσει την αναπνοή μου υποσυνείδητα ακούγοντάς τον. Ο Νίκος, ωστόσο, σηκώνει το δάχτυλό του σε μια κίνηση που δείχνει ότι έχει ακόμα κάτι να προσθέσει.

    «Αρκεί να είσαι ειλικρινής μαζί μου και με τον εαυτό σου. Αν δεν αισθάνεσαι καλά, δεν θα το ζορίσουμε.» Ο τόνος του είναι σοβαρός αλλά γεμάτος κατανόηση. Δεν είναι προειδοποίηση, είναι υπενθύμιση της κοινής μας συμφωνίας για ειλικρίνεια. Ξέρει ότι μπορεί να μου εμπιστευτεί την αλήθεια μου, όπως κι εγώ ξέρω ότι μπορώ να εμπιστευτώ τη δική του. «Αν όμως είσαι όπως είσαι τώρα—κι ελπίζω να είσαι—θα πας και θα μείνεις όσο θέλεις,» συμπληρώνει, επιστρέφοντας στο αρχικό του χαμόγελο. «Και να περάσεις όμορφα!»

    Χαμηλώνω το βλέμμα μου για μια στιγμή, νιώθοντας κάτι μεταξύ ανακούφισης και ευγνωμοσύνης. Είναι περισσότερο απ’ όσο τολμούσα να ελπίζω. Τα Κύθηρα, η Κρινιώ, η γαλήνη του Αυγούστου. Τα διατηρώ στον ορίζοντά μου, όχι ως ευχή αλλά ως σχέδιο.

    «Ευχαριστώ, ρε Νίκο…» λέω, και ακούω τη φωνή μου να τρέμει λίγο, προδίδοντας την έντονη συγκίνηση που προσπαθώ να συγκρατήσω.

    Κουνάει το κεφάλι του, απορρίπτοντας τις ευχαριστίες μου με μια κίνηση που μοιάζει σχεδόν ενοχλημένη. «Μην ευχαριστείς. Δεν σου κάνω χάρη.» Και μετά, με λόγια απλά αλλά γεμάτα μια ουσία που θα κουβαλάω μαζί μου για το υπόλοιπο της διαδρομής μου, συμπληρώνει: «Ζωή φτιάχνουμε. Όσο κρατήσει.»

    Μέσα στη λιτότητά τους, αυτές οι λέξεις περικλείουν όλα όσα προσπαθώ να αγκαλιάσω αυτές τις μέρες. Όχι επιβίωση, αλλά ζωή. Όχι χρόνος, αλλά στιγμές. Όχι μοναχική πορεία, αλλά κοινό ταξίδι.

    Και έχει δίκιο. Δεν είναι χάρη, είναι σεβασμός. Είναι η αναγνώριση ότι ακόμα κι όταν το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο, η διαδρομή μετράει. Ίσως, τελικά, είναι το μόνο που μετράει πραγματικά.

    Καθώς σηκώνομαι να φύγω, έχοντας συμφωνήσει για το πρόγραμμα που θα ξεκινήσει την επόμενη εβδομάδα, ρίχνω μια τελευταία ματιά στον πίνακα με τη βάρκα. Τώρα παρατηρώ κάτι που δεν είχα προσέξει τις προηγούμενες φορές: τον άνθρωπο μέσα στη βάρκα. Δεν παλεύει με τα κύματα. Πλέει με αυτά.

    Το βραδάκι περνάω και παίρνω την Κρινιώ από την καφετέρια, και γυρίζουμε σπίτι όπου μας περιμένει σχεδόν σκαρφαλωμένη στο τζάμι η Λίζι. Την Κυριακή το βράδυ που γυρίσαμε από το Παρίσι, πήγαμε πρώτα και πήραμε το τριχωτό μου τερατάκι από το ξενοδοχείο της, και μετά γυρίσαμε σπίτι μου. Μου ζήτησε να κάνω κοπάνα από τη δουλειά τη Δευτέρα, και σιγά που θα της χαλούσα το χατίρι.

    Περάσαμε μια όμορφη τεμπέλικη μέρα, μαγειρέψαμε, ακούσαμε μουσική, χαζέψαμε στην τηλεόραση, κάναμε έρωτα ξανά και ξανά και ξανά, και το βραδάκι την πήγα σπίτι της, καθώς το πρωί είχε να πάει στη σχολή, αφού πρώτα σταματήσαμε για κρέπες.

    Όσο έκανε ντουζάκι, εγώ ετοίμασα το τραπέζι, είχε μείνει κοκκινιστό από εχθές, το οποίο σήμερα θα το συνοδεύαμε με κρασάκι, και όχι με μπύρα.

    «Είχα ραντεβού με το γιατρό, σήμερα!» της λέω.

    Αφήνει κάτω το πιρούνι και με κοιτάει.

    «Σου υποσχέθηκα ότι θα το παλέψω, Κρινιώ μου, και αυτό ακριβώς θα κάνω!»

    Μου σφίγγει το χέρι. «Θα είμαι μαζί σου σε κάθε βήμα, Τζωρτζίνο μου,» είναι η υπόσχεσή της. «Το ξέρω ότι θα είναι δύσκολο.»

    «Δεν θα είμαι τελείως κομμάτια, ματάκια μου,» της λέω. «Η χημειοθεραπεία θα είναι παρηγορική… δεν… δεν είναι αναστρέψιμος ο καρκίνος που έχω. Είναι… είναι απλά για να μου δώσει όσο περισσότερο χρόνο και ποιότητα μπορώ να πάρω.»

    Μου σφίγγει το χέρι ακόμα πιο δυνατά, και παρά το δάκρυ στα μάτια της, το χαμόγελό της δε σβήνει. Το σκουπίζει βιαστικά με το άλλο της χέρι.

    «Σε κάθε βήμα,» μου επαναλαμβάνει. «Αν αυτό σημαίνει ότι θα με χάσει το σπίτι μου, η σχολή μου και η καφετέρια, στο διάολο να πάνε όλα!»

    «Δε θα χρειαστεί να σε χάσει ούτε η σχολή σου ούτε η καφετέρια, καρδούλα μου. Και μεταξύ μας… δε με χαλάει ούτε στο ελάχιστο το να σε χάσει το σπίτι σου, αν αυτό σημαίνει περισσότερο χρόνο μαζί σου!»

    «Καλά, να σε δω να τα λες αυτά αύριο που θα σου πετάξω τα μισά ρούχα έξω από τη ντουλάπα!» μου λέει και βάζω τα γέλια.

    «Μόνο τα μισά;» τη ρωτάω γελώντας ακόμα.

    «Ε, ναι, δε νομίζω ότι θα σου ταιριάζουν τα φορέματά μου!» μου κάνει χαχανίζοντας. «Πότε ξεκινάμε;»

    «Χμμμ…» της κάνω. «Την ερχόμενη Δευτέρα, έχουμε και μια μετακόμιση μπροστά μας!» της απαντάω πειρακτικά.

    «Λίγο μόνο!» μου απαντάει εξίσου πειρακτικά.

    Ναι, μόνο τα έπιπλά της δεν φέραμε σπίτι. Στο «μερικά απαραίτητα πράγματα,» το «μερικά» αποδείχθηκε εξαιρετικά ελαστική έννοια.

    Μέχρι και τα διακοσμητικά της μαξιλάρια φέραμε—μα τι μανία έχουν ορισμένες γυναίκες με δαύτα; Άλλωστε, ποιος δε χρειάζεται δεκαεπτά διαφορετικά μαξιλάρια, το καθένα με το δικό του ηχηρό όνομα; «Αυτό είναι ο κύριος Φούντας!» μου ανακοίνωσε θριαμβευτικά, δείχνοντας ένα φουντωτό πράσινο πράγμα. «Κι αυτό, η κυρία Σύννεφο,» συνέχισε, σηκώνοντας κάτι που έμοιαζε με λευκό νεφέλωμα.

    Εγώ απλά ένευσα… τι να της έλεγα;

    «Έχουν προσωπικότητες, ξέρεις,» με πληροφόρησε σοβαρά. «Ο κύριος Φούντας μισεί να τον βάζεις δεξιά, ενώ η κυρία Σύννεφο...»

    «...προτιμάει τη μέση του καναπέ;,» μάντεψα, προσπαθώντας να συμμετάσχω στη συζήτηση.

    «Όχι! Είναι σχέση με τον Κοραλλένιο,» αποκρίθηκε, λες και μου εξηγούσε τη δυναστική διαδοχή στο Westeros.

    Ακολούθησε μια δεκάλεπτη ανάλυση για το πώς ο Κοραλλένιος είχε χωρίσει με την κυρία Σύννεφο επειδή εκείνη τον θεωρούσε «πολύ έντονο χρωματικά,» και τώρα ο κύριος Φούντας, που ήταν αιώνιος εχθρός του Κοραλλένιου λόγω μιας παλιάς παρεξήγησης για μια θέση στον καναπέ, είχε τον ρόλο του συμβούλου της κυρίας Σύννεφο. Ένιωσα την ανάγκη να ρωτήσω αν υπάρχει κάποιο οικογενειακό δέντρο που θα με βοηθούσε να παρακολουθήσω την ιστορία, αλλά κατάπια τη γλώσσα μου.

    Και φυσικά φέραμε τη συλλογή με τους αρκούδους της, τους οποίους τους τακτοποίησε πάνω στο κρεβάτι, και να δω πού θα κοιμόμαστε. Αυτές οι χνουδωτές υπάρξεις καταλαμβάνουν περίπου το 80% της επιφάνειας του στρώματος, αφήνοντας σε εμάς ένα λεπτό περιθώριο στην άκρη του κρεβατιού που μοιάζει περισσότερο με περβάζι παραθύρου παρά με χώρο ύπνου.

    «Θα κοιμόμαστε σε βάρδιες;» τη ρωτάω βλέποντας τον μικρό στρατό από λούτρινα που κατέλαβε το κρεβάτι μας.

    «Μη λες χαζομάρες!» μου απαντάει χαχανίζοντας. «Τους μαζεύουμε το βράδυ και τους βάζουμε στην πολυθρόνα.»

    Ώστε η πολυθρόνα μου, η αγαπημένη μου θέση για διάβασμα, θα μετατρεπόταν πλέον σε ορφανοτροφείο αρκούδων. Φανταζόμουν ήδη τον εαυτό μου να προσπαθεί να διαβάσει ενώ είκοσι γυάλινα μάτια με κοιτούσαν σε έντονη αποδοκιμασία.

    Εκείνη που ξετρελάθηκε ωστόσο περισσότερο με όλα αυτά τα τζιτζιμάντζαλα, ήταν η Λίζι, που δώσ’ της μαξιλάρι και πάρ’ της την ψυχή. Λίγη ώρα αφού βάλαμε τον «κύριο Φούντα» στη θέση του, και προφανώς αδιαφορώντας για την περίπλοκη συναισθηματική του ζωή, θρονιάστηκε πάνω του σαν τη βασίλισσα στο θρόνο της.

    «Μάλλον χαίρεται που έχει παρέα,» λέει η Κρινιώ, χαϊδεύοντας τη Λίζι που τώρα είχε φωλιάσει μέσα σε ένα άδειο κουτί παπουτσιών με τρόπο που παραβίαζε τουλάχιστον δύο-τρεις νόμους της φυσικής.

    «Παρέα ή τσίρκο;» μουρμουράω, βλέποντας τη γάτα μου να κάνει κωλοτούμπες σαν ακροβάτης. «Την έχεις δωροδοκήσει; Της έδωσες μπισκοτάκια με κάτι μέσα;»

    Η Κρινιώ γελάει. «Δεν ξέρω πως να σου το πω... Έχουμε γίνει φίλες εδώ και καιρό. Της φέρνω μεζεδάκια όταν δεν βλέπεις.»

    Άρχισαν όλα να αποκτούν νόημα. Οι επισκέψεις της Κρινιώς που η Λίζι υποδεχόταν με περίεργο ενθουσιασμό, η σταδιακή προδοσία του γατιού μου που ξεκίνησε να προτιμά την αγκαλιά της από τη δική μου.

    «Νομίζω ότι έχω γίνει θύμα μιας καλά οργανωμένης συνωμοσίας,» της λέω, σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος με προσποιητή αγανάκτηση.

    «Καλώς ήρθες στη μητριαρχία,» χαχανίζει η Κρινιώ, κάνοντάς μου μια αναιδέστατη γκριμάτσα. «Τρεις γυναίκες στο σπίτι τώρα, συνήθισέ το!»

    «Τρεις;»

    «Εγώ, η Λίζι, και η κυρία Σύννεφο,» εξηγεί με απόλυτη σοβαρότητα, κρατώντας το λευκό μαξιλάρι ψηλά στον αέρα σαν τρόπαιο.

    Κοιτάζω τριγύρω το σπίτι μου—που πλέον έμοιαζε με αποθήκη του ΙΚΕΑ που είχε περάσει ανεμοστρόβιλος—και ύστερα τη Λίζι που είχε δεχτεί επίσημα την Κρινιώ ως νέο της υπήκοο. Και μετά την Κρινιώ, με το παιδικό της χαμόγελο και τα μάτια που λάμπουν με χαρά.

    «Ελπίζω τουλάχιστον ο κύριος Φούντας να μην ροχαλίζει,» λέω τελικά, παραδιδόμενος στην νέα τάξη πραγμάτων.

    «Ο κύριος Φούντας κοιμάται ήσυχος, όχι σα μερικούς-μερικούς!» μου κάνει βγάζοντας αναιδέστατα τη γλώσσα της.

    «Δε ροχαλίζω!» απαντάω δήθεν θιγμένος. «Ροχαλίζω;» ρωτάω αυτή τη φορά με αβεβαιότητα.

    «Όχι, αλλά μου βάζεις χέρι! Ο κύριος Φούντας δε μου βάζει!»

    «Το καλό που του θέλω! Χέρι στο κορίτσι μου βάζω μόνο εγώ!»

    «Μοναχοφαγά!» μου λέει πειρακτικά.

    Και κάπως έτσι εγκαινιάσαμε και τη ζώνη. Τι να πεις, η Κρινιώ μου έχει τον τρόπο της να με παρασύρει στην ακολασία…

    Ο χρόνος μέχρι τη Δευτέρα κύλισε σα νεράκι. Κάθομαι στην καρέκλα της χημειοθεραπείας και νιώθω τον ψυχρό πλαστικό σωλήνα του ορού να ακουμπάει στον αγκώνα μου. Η νοσοκόμα είναι ευγενική, ήσυχη, ρίχνει γρήγορες ματιές στο μόνιτορ καθώς περνάει τον ορό. Δεν πονάει. Ούτε τσούζει. Δεν είναι αυτό που σε τρομάζει. Είναι η σιωπή. Η αναμονή. Το άγνωστο.

    Η Κρινιώ κάθεται δίπλα μου. Έχει φέρει μαζί της ένα βιβλίο, αλλά δεν το έχει ανοίξει. Μου κρατάει το χέρι. Δεν λέει πολλά. Μόνο αυτό το «είμαι εδώ» που το λέει το σώμα της, η παρουσία της. Έχει πλέξει τα δάχτυλά της με τα δικά μου και που και που μου κάνει έναν μικρό κύκλο στην παλάμη, όπως όταν χαϊδεύεις ένα ζώο για να το καθησυχάσεις.

    «Δεν είναι και τόσο χάλια,» της λέω προσπαθώντας να δώσω ανάλαφρο τόνο.

    «Δε θα πω ψέματα, με τρομάζει λίγο…» μου λέει χαμηλόφωνα.

    Την κοιτάζω. Δεν φοράει ίχνος μακιγιάζ σήμερα. Τα μάτια της έχουν εκείνη τη γυαλάδα που μαρτυράει έγνοια, αλλά προσπαθεί να κρατηθεί. Δεν την κατηγορώ. Ούτε εμένα με χαροποιεί να βλέπω τον εαυτό μου μ’ αυτό το σωληνάκι στο χέρι, σ’ αυτή την καρέκλα. Αλλά είμαι εδώ. Και εκείνη είναι μαζί μου.

    Το βράδυ μου φτιάχνει κοτόσουπα. Δεν με πιέζει να φάω, αλλά μου τη φέρνει με το κουταλάκι και κάθεται απέναντί μου, με το σώμα της στραμμένο προς τα εμένα. Τρώω λίγες κουταλιές. Ήπια ναυτία. Περισσότερο από άγχος νομίζω παρά από το φάρμακο. Αργότερα, ξαπλώνω στον καναπέ. Εκείνη μου βάζει μια κουβέρτα και κάθεται δίπλα μου με τη Λίζι κουλουριασμένη στην αγκαλιά της.

    Χαμογελάω. Και κάπως έτσι, μέσα σ’ ένα σπίτι που μυρίζει ακόμα λεμόνι απ’ το καθαριστικό και κοτόσουπα, κλείνω τα μάτια μου και για πρώτη φορά νιώθω ότι ναι, μπορεί να μην το νικήσω… αλλά δε θα το περάσω μόνος.

    Η δεύτερη μέρα πάει πιο γρήγορα. Ξέρω ήδη τι να περιμένω. Η Κρινιώ κάθεται πάλι δίπλα μου. Αυτή τη φορά έχουμε φέρει και το tablet μου και με το ένα ακουστικό στο αφτί της και το άλλο στο δικό μου, βλέπουμε ένα επεισόδιο Fawlty Towers.

    Μου ξεφεύγει γέλιο—γνήσιο. Βαθύ. Ένα γέλιο που μου θυμίζει ότι δεν είμαι ακόμα φάντασμα. Είμαι ακόμα άνθρωπος. Με σύντροφο. Με ζωή. Με χιούμορ.

    Το επόμενο πρωί ξυπνάω βαρύς. Στο στόμα μου έχει μείνει μια πικρή γεύση—σαν σκουριά. Ούτε νερό δεν μου κατεβαίνει εύκολα. Νιώθω το σώμα μου να είναι ξένο. Όχι απλώς κουρασμένο. Άδειο. Σαν να μου έχουν αποσυνδέσει την πρίζα. Η Κρινιώ δεν λέει κουβέντα. Δεν κάνει ερωτήσεις. Με κοιτάζει, με πλησιάζει, και μου φέρνει ένα ποτήρι νερό με λεμόνι και δυο κράκερ. Κάθεται δίπλα μου, μου χαϊδεύει το κεφάλι.

    «Πιες λίγο μόνο. Για μένα.»

    Πίνω. Για εκείνη.

    Κοιμάμαι στον καναπέ για ώρες. Ούτε όνειρα, ούτε σκέψεις. Μόνο ύπνος. Εκείνη στο γραφείο, γράφει τις εργασίες στης στο laptop, αλλά κάθε τόσο έρχεται και με κοιτάζει. Την τελευταία φορά τα είχα περάσει όλα αυτά μόνος μου. Όχι πια.

    Η επόμενη μέρα είναι ακόμα χειρότερη. Η ναυτία είναι πολύ έντονη, ούτε η κοτόσουπα δεν κατεβαίνει. Κάποια στιγμή, με παίρνει μια βόλτα μέχρι το μπαλκόνι. Έχει αρχίσει να πέφτει ο ήλιος και ο αέρας έχει εκείνο το ανοιξιάτικο άρωμα της ζεστής γης και των πρώτων νυχτολούλουδων. Μου φέρνει μια ελαφριά κουβέρτα, μια λεμονάδα με λίγο μέλι και βασιλικό, και κάθεται δίπλα μου χωρίς να μιλάει. Μου κρατάει το χέρι.

    «Είμαι λίγο κουρέλι σήμερα,» της λέω.

    «Είσαι ο γέρο-χίπης μου και δε σε αλλάζω με τίποτα στον κόσμο, Τζωρτζίνο μου.»

    Γέρνω το κεφάλι μου στον ώμο της. Δεν έχω άλλη ενέργεια για λέξεις.

    Η επόμενη μέρα είναι η πρώτη μέρα που νιώθω λίγο καλύτερα. Η ναυτία υποχωρεί, το κεφάλι μου δεν βουίζει τόσο. Δεν έχω όρεξη για φαγητό, αλλά μπορώ να καθίσω στον καναπέ χωρίς να νιώθω σαν χαρτοπολτός.

    Η Κρινιώ φέρνει pancakes. Λεπτά, με μέλι και κανέλα. Έχει φορέσει την αγαπημένη μου μπλούζα μου—αυτή που της πέφτει μέχρι τα γόνατα. Η Λίζι κουλουριάζεται στο πλάι της.

    «Πάμε να φάμε στον καναπέ και να δούμε Cunk on Earth?»

    Χαμογελάω. Το πρώτο μου πραγματικό χαμόγελο εδώ και πέντε μέρες. Την ακολουθώ.

    Το επόμενο πρωί ξυπνάω και για πρώτη φορά νιώθω τον εαυτό μου να μην είναι σκιά. Όχι εντελώς εγώ, αλλά κάτι κοντά. Η γεύση στο στόμα μου δεν είναι σίδερο, δεν έχει την αίσθηση χημικού εργοστασίου. Το κεφάλι μου δεν χτυπάει. Το στομάχι μου δεν γυρίζει.

    Η Κρινιώ, απόλυτα συγχρονισμένη μαζί μου, δεν λέει τίποτα. Με κοιτάζει και το βλέπει. Της κάνω ένα αδιόρατο νεύμα. Μου χαμογελάει—όχι με τον ενθουσιασμό της Disneyland, αλλά με εκείνο το ήσυχο, ήρεμο χαμόγελο που λέει “σ’ έχω.”

    «Λέω να βγούμε λίγο,» της λέω. «Να πάρω λίγο αέρα.»

    «Πάμε. Αλλά όχι μακριά.»

    Δε βγαίνουμε μακριά. Περπατάμε γύρω απ’ τη γειτονιά. Η Λίζι μαζί μας—της βάλαμε το λουράκι και τη βγάλαμε σαν σκύλο. Η Κρινιώ το βρίσκει ξεκαρδιστικό. Η Λίζι όχι. Ψάχνει τρόπο να απεμπλακεί με αξιοπρέπεια. Πάνω από όλα, γάτα.

    Γυρνάμε σπίτι. «Κρινιώ μου, θέλεις να κάνουμε αύριο τραπέζι στο Γιάννη και την Κατερίνα, τη σύζυγό του;»

    «Και το ρωτάς, Τζωρτζίνο μου; Τι θέλεις να σας μαγειρέψω!»

    «Όχι μαγείρεμα… Barbeque,» της λέω και παίρνω το κινητό μου να παραγγείλω να μας φέρουν κρέατα. «Για εσάς παϊδάκια, που αρέσουν πολύ του Γιάννη, και για μένα κοτόπουλο, φτερούγες και μπουτάκια… Τι λες;»

    «Εγώ λέω να ρωτήσεις το Γιάννη πρώτα, μπορεί να έχει κανονίσει τίποτα ο άνθρωπος!» μου λέει χαμογελαστή.

    Δεν είχε κανονίσει κάτι, και έτσι το πρόγραμμα για την αυριανή μέρα έκλεισε με συνοπτικές διαδικασίες.

    Ξυπνάω νωρίς το πρωί με την πρώτη ακτίνα του ήλιου να τρυπώνει από τις γρίλιες του παντζουριού. Η Κρινιώ κοιμάται ακόμα δίπλα μου, το πρόσωπό της γαλήνιο και ήρεμο. Σηκώνομαι αθόρυβα, προσπαθώντας να μην την ξυπνήσω. Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα που θα συστήσω την Κρινιώ στον καλύτερό μου φίλο και την γυναίκα του. Θέλω όλα να είναι τέλεια.

    Κατεβαίνω στην κουζίνα και βάζω καφέ. Η Λίζι τρίβεται στα πόδια μου ζητώντας το πρωινό της. Την ταΐζω και μετά βγαίνω στην αυλή για να ετοιμάσω την ψησταριά. Ο ουρανός είναι καταγάλανος, χωρίς ίχνος σύννεφου—μια τέλεια μέρα για μπάρμπεκιου.

    Βγάζω το κρέας από το ψυγείο για να έρθει σε θερμοκρασία δωματίου. Η Κρινιώ έχει ήδη μαρινάρει τα παϊδάκια από χθες το βράδυ, και η μυρωδιά τους με κάνει να ανυπομονώ. Εγώ ασχολούμαι με τα κοτόπουλα—φτερούγες και μπουτάκια που τα λούζω με λεμόνι και μπαχαρικά.

    Η Κρινιώ κατεβαίνει μισή ώρα αργότερα, με τα μαλλιά της ακόμα αχτένιστα και ένα χαμόγελο που φωτίζει το πρόσωπό της.

    «Καλημέρα,» μου λέει και με φιλάει απαλά στο μάγουλο. «Ξεκίνησες νωρίς βλέπω.»

    «Θέλω όλα να είναι τέλεια,» της απαντώ. «Ο Γιάννης είναι ο καλύτερός μου φίλος, θέλω να σε γνωρίσει όπως σε βλέπω εγώ.»

    Γελάει και αρχίζει να ετοιμάζει τη σαλάτα ενώ εγώ συνεχίζω με το κρέας. Δουλεύουμε παράλληλα σε μια αρμονία που έχουμε αναπτύξει τους τελευταίους μήνες—σαν να χορεύουμε ένα χορό που μάθαμε μαζί.

    Στις μία ακριβώς χτυπάει το κουδούνι. Είναι ο Γιάννης, πάντα στην ώρα του. Τρέχω να ανοίξω.

    «Καλημέρα αδερφέ!» λέει χαμογελαστός, κρατώντας ένα κουτί με μπύρες και ένα σακουλάκι. «Έφερα σπιτικό τζατζίκι, μην τρέχουμε τελευταία στιγμή.»

    Πίσω του στέκεται η Κατερίνα, η σύζυγός του, κομψή και χαμογελαστή όπως πάντα. Έχει μια ζεστασιά που κάνει όποιον τη συναντά να νιώθει αμέσως ευπρόσδεκτος.

    «Περάστε, περάστε,» τους λέω και τους οδηγώ στην αυλή όπου η Κρινιώ τακτοποιεί το τραπέζι. Η Λίζι έχει ήδη θρονιαστεί σε μια ψάθινη καρέκλα και μας παρακολουθεί σαν επιθεωρητής υγειονομικού.

    «Κατερίνα, Γιάννη, να σας συστήσω... αυτή είναι η Κρινιώ μου!» λέω και παρατηρώ το βλέμμα του Γιάννη να φωτίζεται με ειλικρινή έκπληξη. Η πραγματικότητα ξεπερνά τη φήμη.

    Η Κρινιώ, απλή αλλά λαμπερή με το κοντό τζιν σορτσάκι και το μπλουζάκι δεμένο στη μέση της, χαμογελά και απλώνει το χέρι της με μια φυσικότητα που με κάνει να νιώθω περήφανος. Η Κατερίνα την αγκαλιάζει αμέσως και ο Γιάννης σφίγγει το χέρι της σαν παλιός φίλος.

    «Άκουσα τόσα για εσένα που είχα αρχίσει να πιστεύω ότι είσαι μυθοπλασία!» της λέει πειρακτικά, κάνοντάς την να γελάσει.

    Προχωράμε όλοι προς την ψησταριά. Ο Γιάννης σηκώνει τα μανίκια του πουκαμίσου του.

    «Λοιπόν, πού χρειάζεσαι βοήθεια;» με ρωτάει. «Είμαι έτοιμος για δράση!»

    «Άναψε τα κάρβουνα κι εγώ θα τελειώσω με το κρέας,» του λέω και του δίνω τον αναπτήρα.

    Ο Γιάννης ανάβει τα κάρβουνα με επιδεξιότητα. Ξέρω ότι έχει εμπειρία—κάθε καλοκαίρι οργανώνει μπάρμπεκιου για την παρέα. Τα κορίτσια κάθονται σε ένα τραπεζάκι παραδίπλα και πιάνουν κουβέντα, λες και γνωρίζονται χρόνια. Η Κρινιώ γελάει με κάτι που της λέει η Κατερίνα, και το γέλιο της είναι μελωδικό, γεμίζει την αυλή.

    Τα κάρβουνα αρχίζουν να πυρώνουν και η μυρωδιά τους γεμίζει τον αέρα. Ο Γιάννης με βοηθάει να τοποθετήσω το κρέας πάνω στη σχάρα.

    «Έχεις λαβίδα;» με ρωτάει.

    «Μια στιγμή,» του λέω και τρέχω μέσα να φέρω τα εργαλεία του ψησίματος.

    Όταν επιστρέφω, τον βρίσκω να συζητά με την Κρινιώ. Του δείχνει τα παϊδάκια που έχει μαρινάρει και εξηγεί τι μπαχαρικά χρησιμοποίησε. Ο Γιάννης την ακούει με ενδιαφέρον, γνέφοντας επιδοκιμαστικά. Γελάμε όλοι και η ατμόσφαιρα γίνεται ακόμα πιο ζεστή. Ο Γιάννης ξεδιπλώνει το ταλέντο του στο ψήσιμο, γυρίζοντας τα κρέατα με προσοχή και στην κατάλληλη στιγμή.

    «Δείξε μου το κόλπο με τα κοτόπουλα,» τον παρακαλώ. «Τα δικά σου πάντα βγαίνουν τόσο ζουμερά.»

    «Το μυστικό είναι στη θερμοκρασία και στην υπομονή,» μου εξηγεί. «Πρέπει να τα ψήσεις σε μέτρια φωτιά για να μην στεγνώσουν.»

    Παρακολουθώ προσεκτικά καθώς μου δείχνει πώς να τοποθετώ τα κοτόπουλα στη σχάρα και πότε να τα γυρίζω. Η μυρωδιά από το ψημένο κρέας αρχίζει να απλώνεται και κάνει το στομάχι μου να γουργουρίζει. Η Κρινιώ και η Κατερίνα στρώνουν το τραπέζι στην αυλή, κάτω από τη σκιά της τέντας. Ανοίγουν μπύρες και τοποθετούν σαλάτες στο κέντρο. Η Λίζι κάνει επιθεωρήσεις τώρα από το περβάζι του παραθύρου, σαν λοχίας σε επιφυλακή.

    Τα πρώτα κομμάτια κρέατος είναι έτοιμα και τα βάζουμε σε ένα πιάτο. Ο Γιάννης συνεχίζει να παρακολουθεί τα υπόλοιπα στη σχάρα. «Πήγαινε να κάτσεις με τα κορίτσια,» μου λέει. «Έχω εγώ το πόστο εδώ.»

    Τον ευχαριστώ και πηγαίνω στο τραπέζι όπου η Κρινιώ και η Κατερίνα συζητούν για βιβλία. Τους προσφέρω από το ψημένο κρέας και τα μάτια τους λάμπουν από ευχαρίστηση.

    «Θεϊκά παϊδάκια!» φωνάζει η Κατερίνα σχεδόν εκστασιασμένη,

    Ο Γιάννης έρχεται με το τελευταίο πιάτο γεμάτο παϊδάκια κοτόπουλο και κάθεται μαζί μας. Σηκώνει το μπουκάλι της μπύρας του για πρόποση.

    «Στις νέες φιλίες και στον έρωτα,» λέει κοιτάζοντας την Κρινιώ και εμένα. «Μα πάνω απ’ όλα, στο καλό φαγητό!»

    Τσουγκρίζουμε τα μπουκάλια μας και αρχίζουμε να τρώμε με όρεξη. Τα πειράγματα δεν αργούν να ξεκινήσουν.

    Καθώς το γεύμα συνεχίζεται, η συζήτηση ρέει αβίαστα. Μιλάμε για δουλειά, για διακοπές, για όνειρα. Η Κατερίνα και η Κρινιώ ανακαλύπτουν ότι έχουν το ίδιο αγαπημένο συγγραφέα και αρχίζουν μια ζωηρή συζήτηση για βιβλία.

    Η μέρα κυλάει αργά και γλυκά. Η Λίζι έχει πλέον ξαπλώσει ανάσκελα σε μια καρέκλα, αποχαυνωμένη από τον ήλιο και τις μυρωδιές.

    Και με τη μυρωδιά των κάρβουνων ακόμα στον αέρα, τις μπύρες μισοάδειες και τις καρδιές μας γεμάτες, το ξέρω: αυτή δεν ήταν απλώς μια Κυριακή. Ήταν μια απάντηση. Στη ζωή. Στο δηλητήριο. Στην αγάπη.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 26 Μαϊου 2025
  3. BDSM_Couple

    BDSM_Couple New Member

    Συγκλονιστικό..
     
  4. ERW

    ERW NOTHING MORE OR LESS. OWNED AND COLLARED SLAVE Premium Member

    Τα θερμά μου συγχαρητήρια.
     
  5. antreas Armatas

    antreas Armatas Regular Member

    Άνετα σενάριο ταινίας.
    Και με υποψία για Όσκαρ.
    Αναμένοντας την συνέχεια.
     
  6. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 12ο - Ο κήπος της Εδέμ

    Ακόμα και με το πρόγραμμα της χημειοθεραπείας, ο χρόνος κυλάει σα νερό, μόνο και μόνο επειδή περνάω με την Κρινιώ μου κάθε ελεύθερη στιγμή της. Αν και ήξερα εξ αρχής τι με περιμένει, τα συμπτώματα των επόμενων κύκλων δεν ήταν ποτέ ευχάριστα, αλλά ήταν λιγότερο έντονα από τον πρώτο. Ίσως επειδή ήξερα πια τι να περιμένω. Ίσως επειδή εκείνη ήταν δίπλα μου. Ίσως επειδή όσο πιο βαθιά μπαίνεις στο τούνελ, τόσο πιο πολύ συνηθίζουν τα μάτια σου το σκοτάδι.

    Η χημειοθεραπεία, το δηλητήριο της ζωής—έτσι την αποκαλώ, για να την ξορκίσω—είναι όντως δηλητήριο. Δεν είναι μεταφορά. Είναι αλήθεια. Κάθε κύτταρο διαμαρτύρεται, κάθε ανάσα κουβαλάει το βάρος της προσπάθειας. Και αν με ρωτάς, δεν είναι ούτε η ναυτία, ούτε η γεύση σιδήρου στο στόμα, που σε γονατίζουν. Είναι αυτή η βαθιά κόπωση που απλώνεται σε όλα σου τα μέλη, σα να έχει κάτσει πάνω σου ελέφαντας και σε κρατάει καθηλωμένο στο πάτωμα. Και όμως, ακόμα κι έτσι, μέσα σ’ όλα αυτά, υπάρχει φως. Και το φως έχει όνομα. Κρινιώ.

    Χωρίς εκείνη, δεν θα είχα μπει σε όλο αυτό. Όχι απλώς γιατί δεν θα είχε νόημα, αλλά γιατί δεν θα το άντεχα. Η ύπαρξή της είναι το αντίδοτο. Η φωνή της, το γέλιο της, το άγγιγμά της… Είναι φως, είναι ένεση ζωής, πιο δυνατή κι από οποιοδήποτε φάρμακο.

    Και δεν σταμάτησα τη δουλειά. Όσο άντεχα, δούλευα από το σπίτι. Όχι για να αποδείξω κάτι, όχι γιατί ήμουν ήρωας, αλλά γιατί η ρουτίνα είναι καταφύγιο. Είχα δίπλα μου τη Λίζι, που δεν ξεκολλούσε από το πλάι μου, είτε στον καναπέ, είτε πάνω στο πληκτρολόγιο, είτε κουρνιασμένη δίπλα μου, και περνούσαμε τα πρωινά της παρέα.

    Όταν είχα δυνάμεις, το πρωί κατέβαζα την Κρινιώ στην Κηφισιά για να πάρει το τρένο. Ανάλογα με το πρόγραμμά της, πήγαινα και την έπαιρνα νωρίς το μεσημέρι ή απόγευμα. Γυρίζαμε σπίτι, εκείνη έκανε ένα ντουζάκι, έτρωγε μια μπουκιά και τη συνόδευα στην καφετέρια για τη βάρδια της. Υπήρχε κάτι όμορφο σε αυτή τη ρουτίνα, κάτι παρηγορητικό. Σα να πλέαμε μέσα της μέρες της, με το ίδιο καραβάκι, και καθετί γνώριμο ήταν και μία άγκυρα.

    Όταν δεν είχα δυνάμεις—και επειδή δεν ήθελα να κυκλοφορεί στην Αθήνα με το μηχανάκι—πήγαινε με το δικό μου. Βέβαια το renegade μου δεν το λες και βολικό για μέσα στην πόλη, και μου παραπονιόταν ότι στην Καλλιθέα που ήταν η σχολή της έβρισκε ελαφρά το διάολό της για να παρκάρει, αλλά είχα το κεφάλι μου ήσυχο οπότε—τελείως δημοκρατικά—της είπα «σκάσε και κολύμπα!»

    «Αυτό λέγεται καταπίεση!» μου απάντησε γελώντας.

    «Ε, αν δεν σε καταπιέσω εγώ, ποιος θα σε καταπιέσει;»

    «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ!» μου έκανε και μου έριξε μια μαξιλαριά που έπεσε πάνω στη Λίζι, κι εκείνη, μέσα στη νύστα της, μου έριξε ένα βλέμμα σαν να μου έλεγε “λύστε τα μεταξύ της, εμένα αφήστε με να κοιμηθώ.”

    Και κάθε τόσο, εκείνες οι μικρές, ανεπαίσθητες στιγμές—μια αγκαλιά χωρίς λόγο, ένα φιλί στον ώμο την ώρα που μαγειρεύει, η φωνή της να μου διαβάζει με δυνατή φωνή αποσπάσματα από βιβλία που αγαπά—ήταν τα φυλαχτά μου. Σα να μαζεύαμε, μέρα τη μέρα, λίγη ακόμα ζωή, να τη βάλουμε στην άκρη για της μέρες που θα τη χρειαζόμασταν περισσότερο.

    Είχαμε κανονίσει και της διακοπές της στα Κύθηρα. Πρωί, της 2 του Αυγούστου θα φεύγαμε από Αθήνα και θα επιστρέφαμε το Σάββατο της 23. Η Αγγελική, η μητέρα της, της κράτησε το καλύτερό της δωμάτιο και μόνο που δε με διαολόστειλε όταν τόλμησα να της προτείνω να πληρώσω τη διαμονή μου. Και μετά τα άκουσα και από την Κρινιώ.

    «Καρδούλα μου, από αυτό ζείτε…»

    «Γιώργο, μη το συνεχίζεις γιατί θα γίνουμε από δυο χωριά!»

    Τη θυμάμαι που στεκόταν μπροστά μου με τα χέρια στη μέση, τα μάτια της να πετάνε σπίθες, και τα μαλλιά της να πέφτουν ατίθασα στο πρόσωπό της. Ήταν από εκείνες της στιγμές που την έβλεπα και σκεφτόμουν πόσο τυχερός ήμουν, πόσο απίστευτα τυχερός που είχα βρει έναν άνθρωπο που με κοιτούσε και έβλεπε κάτι περισσότερο από έναν ασθενή, κάτι περισσότερο από ένα πρόβλημα που έπρεπε να λυθεί.

    «Εντάξει, εντάξει,» της είπα υψώνοντας τα χέρια σε ένδειξη παράδοσης. «Σταματάω.»

    Αλλά φυσικά, δεν σταμάτησα. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. Κρυφά και από τις δυο τους, πήγα και έκλεισα μέσω του booking.com την άλλη σουίτα για το ίδιο χρονικό διάστημα, και ας έψαχναν μετά να βρουν τον μαλάκα τον Τσέχο που δεν πήγε. Τα λεφτά, πάντως, δεν θα της τα ζητούσε πίσω ο ψευτο-Τσέχος από την Αθήνα.

    Αν και ένιωσα άσχημα που το έκανα πίσω από την πλάτη της, θα ένιωθα ακόμα πιο άσχημα στερώντας και από της δυο της ένα μέρος των εσόδων της στο peak της θερινής σαιζόν. Και στην τελική-τελική, σάμπως θα τά ‘παιρνα και μαζί μου;

    Τις φορές που η ναυτία γίνεται αφόρητη και η κούραση πέφτει πάνω μου σα βαρίδι, σκέφτομαι τη θάλασσα. Το νησί της Κρινιώς, που δεν έχω δει ακόμα, αλλά το έχω ζήσει μέσα από της ιστορίες της τόσες φορές που είναι σαν να έχω ήδη περπατήσει σε κάθε του δρομάκι. Φαντάζομαι τον εαυτό μου να κάθεται σε μια καρέκλα μπροστά στο νερό, με την Κρινιώ δίπλα μου, να κοιτάζουμε τη θάλασσα να χρυσίζει από το δειλινό. Και σ’ εκείνη τη φαντασίωση, ο πόνος δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο γαλήνη. Υπάρχει μόνο αγάπη.

    Και όταν η πραγματικότητα με τραβάει πίσω, όταν το σώμα μου με προδίδει ξανά και ξανά, εκείνη είναι εκεί. Να με κρατάει όρθιο. Να με ψιθυρίζει ότι όλα θα πάνε καλά. Και ακόμα κι αν δεν πάνε, ακόμα κι αν ο δρόμος είναι σκοτεινός, δεν θα τον περπατήσω μόνος.

    Αυτή είναι η δύναμή της. Αυτό είναι το δώρο της. Και για αυτό, ακόμα και μέσα στο βαθύτερο σκοτάδι, αισθάνομαι τον εαυτό μου να λαμπυρίζει λίγο. Γιατί, παρά όλα αυτά, είμαι αγαπημένος. Και αυτό, στο τέλος της ημέρας, είναι το μόνο που μετράει πραγματικά.



    Ο τέταρτος κύκλος της χημειοθεραπείας είναι 8 και 9 Ιουλίου. Ο Νίκος με παρακολουθεί στενά. Οι μέρες με τον Νίκο έχουν αποκτήσει μια περίεργη οικειότητα. Μου φτιάχνει τον ορό, μου παίρνει αίμα, με εξετάζει και συζητάμε για όλα—από τις παρενέργειες μέχρι το πώς η Κρινιώ κατάφερε να μου φτιάξει τον καλύτερο μουσακά που έχω φάει στη ζωή μου, λέγοντάς μου μάλιστα ότι η Αγγελική τον έκανε ακόμα καλύτερο!

    Στον δεύτερο κύκλο αναπροσάρμοσε ελαφρώς τη δοσολογία, και οι ενδιάμεσες εξετάσεις αίματος ήταν ενθαρρυντικές. Μου εξήγησε πως τα λευκά μου αιμοσφαίρια είχαν πέσει επικίνδυνα, αλλά τώρα έχουν σταθεροποιηθεί σε ένα αποδεκτό επίπεδο. Ο τρίτος κύκλος, όπως αναμενόταν, μου αύξησε την κόπωση—και τις ενοχλήσεις—αλλά το τίμημα αξίζει. Για αυτό το κορίτσι. Για την κάθε μέρα, την κάθε ώρα, το κάθε λεπτό που μπορώ να κερδίσω για να το περάσω μαζί της.

    Τις καλές μέρες, τις μέρες που το σώμα μου δε διαμαρτύρεται τόσο έντονα, προσπαθώ να τις γεμίσω με εμπειρίες. Όχι κάτι μεγάλο ή εξαντλητικό. Μικρά πράγματα. Ένας περίπατος στο πάρκο. Ένα παγωτό στην στον Στάμου. Ένα επιτραπέζιο παιχνίδι στο σαλόνι, με την Κρινιώ να θριαμβεύει σχεδόν πάντα και τη Λίζι να προσπαθεί να σκορπίσει τα πιόνια.

    Το σύμπαν είναι σπλαχνικό μαζί μου. Τη μέρα των γενεθλίων μου, την Κυριακή στις 13 κλείνω τα 55, αν και νιώθω εξαντλημένος, είμαι σχετικά σε καλή κατάσταση. Η αλήθεια είναι ότι τα 55 έχουν μια περίεργη γεύση φέτος, καθώς χωρίς τις χημειοθεραπείες που άρχισα, το πιο πιθανό, θα ήταν και τα τελευταία μου.

    Τα περσινά μου γενέθλια τα είχα περάσει μόνος μου, συντροφιά με τη με τη Λίζι που την είχα βρει—ούτε καν δυο μέρες πριν—στη Αλόννησο, λες και το σύμπαν είχε αποφασίσει να μου κάνει δώρο για τα πεντηκοστά μου τέταρτα. Ήταν ένα μικροσκοπικό πλασματάκι τότε, μου νιαούρισε και με πήρε στο κατόπι, και απλά δε μου έκανε καρδιά να την αφήσω πίσω. Τώρα κυκλοφορεί σαν βασίλισσα στο σπίτι… γιατί βασικά είναι. Η Λίζι είναι η βασίλισσά μου και η Κρινιώ η πριγκηπέσσα μου.

    Φέτος… Φέτος το δώρο μου το είχε κάνει ακόμα νωρίτερα, στα μέσα του Απρίλη… Είχε φέρει την Κρινιώ στη ζωή μου. Η Κρινιώ, με το χαμόγελο που φωτίζει την ψυχή μου, με τα μάτια που με κοιτάζουν και βλέπουν πέρα από την αρρώστια, με την καρδιά που με αγαπά παρά την αβεβαιότητα.

    Την ημέρα των γενεθλίων μου την έχουμε οργανώσει καλά. Μία μεγάλη τάρτα με ένα κεράκι για μένα και το καλύτερο πατέ για το τριχωτό μου κάθαρμα. Με την Κρινιώ μου, τον φίλο μου τον Γιάννη και την Κατερίνα. Με γέλιο, με μπάρμπεκιου που θα αναλάβει ο Γιάννης γιατί εγώ δύσκολα θα στεκόμουν για πολλή ώρα, με μια παγωμένη μπύρα στη ζούλα και με την Κρινιώ και την Κατερίνα να μας μαλώνουν τρυφερά και τους δυο, με εκείνη τη στοργική αυστηρότητα που δείχνουν οι γυναίκες στους άνδρες που αγαπάνε.

    Φυσικά, ξέρω ότι δεν πρέπει να πίνω αλκοόλ με τη θεραπεία, αλλά μια γουλιά δεν πειράζει. Ο Νίκος μου έχει πει, με εκείνο το συνωμοτικό του ύφος, ότι η ψυχολογία είναι το μισό της θεραπείας, οπότε αν μια μπύρα μου φτιάχνει τη διάθεση, να την πιώ και να μην το πολυσκέφτομαι.

    Όταν έρχεται η στιγμή και οι δυο μας με τον Γιάννη βρισκόμαστε με το κουτάκι της μπύρας στο χέρι, σαν δύο έφηβοι που καπνίζουν κρυφά, νιώθω σαν παιδάκι που έκανε αταξία. Σαν μικρή επανάσταση ενάντια στην αρρώστια, στους περιορισμούς, στη μοίρα.

    «Κρινιώ μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις!» της λέω με τον αφρό της παγωμένης μπύρας να μου στολίζει τα μουστάκια σαν πινελιά σε καρικατούρα.

    «Όχι μόνο είναι αυτό που νομίζω, αλλά παίζει να είναι και δυο-τρία άλλα που δεν τα έχω νομίσει ακόμα!» με μαλώνει η Κρινιώ, με τα μάτια της να λάμπουν από εκείνο το ανάκατο συναίσθημα αγάπης και αγανάκτησης.

    «Άνδρες…» μουρμουράει η Κατερίνα, κοιτώντας τον ουρανό λες και περιμένει να πέσει καμιά ποινή εξ ουρανού. «Δεν είναι να τους αφήσεις ούτε πέντε λεπτά μόνους τους… αμέσως την κουτσικέλα!»

    «Κύριοι δικασταί! Κύριοι ένορκοι! Ζητώ την επιείκειά σας!» λέει ο Γιάννης με υψωμένο δάχτυλο, κρατώντας με κόπο το γέλιο του. Ο Γιάννης πάντα ήξερε πώς να κάνει τις δύσκολες στιγμές να μοιάζουν λιγότερο σοβαρές.

    «Θα σας γδάρω και τους δύο!» απαντά η Κρινιώ, με πιάνει αγκαλιά και μου σκουπίζει τον αφρό απ’ το στόμα μ’ ένα βλέμμα που μπλέκει το τάχα θυμωμένο με το βαθιά τρυφερό. «Τι θα σε κάνω, βρε ατάσθαλε;»

    «Να με αφήσεις να πιώ και το υπόλοιπο κουτάκι;» ρωτάω με το πιο αθώο ύφος που μπορώ να κατασκευάσω εκείνη τη στιγμή, σαν παιδί που ζητάει ένα ακόμη γλυκό ενώ ξέρει ότι δεν πρέπει.

    Μου ρίχνει μια φιλική στα μούτρα—πιο πειρακτική από αυστηρή—αλλά με αφήνει να πιώ δυο-τρεις γουλιές ακόμα από το παγωμένο νέκταρ. Είναι από εκείνες τις μπύρες που φέρνει ο Γιάννης, με περίεργες γεύσεις και ονόματα που δεν μπορείς να προφέρεις, αλλά που σε κάνει να νιώθεις ότι πίνεις κάτι ξεχωριστό.

    «Επειδή έχει τα γενέθλιά του σας τη χαρίζω και στους δύο… αλλά φουκαράδες μου! ΦΟΥΚΑΡΑΔΕΣ ΜΟΥ!» λέει και κουνάει δήθεν απειλητικά το δάχτυλο, με εκείνο το βλέμμα που λέει ότι ξέρει πως θα το ξανακάνουμε και θα μας αφήσει και πάλι.

    Η μέρα κυλάει με γέλια, με κουβέντες, με αναμνήσεις από το παρελθόν και σχέδια για το μέλλον—παρόλο που όλοι ξέρουμε πόσο αβέβαιο είναι αυτό. Αλλά στο σήμερα, εδώ, σ’ αυτή την αυλή, με τους ανθρώπους που αγαπώ, είναι σαν ο χρόνος να έχει σταματήσει.

    Και εκεί, με τον ήλιο να χαμηλώνει σιγά-σιγά στον κήπο, τα πιάτα άδεια, τις φωνές μας να μπλέκονται με το τιτίβισμα των πουλιών, συνειδητοποιώ κάτι που δεν το είχα παραδεχτεί φωναχτά ούτε στον εαυτό μου.

    Ο καρκίνος δεν είναι μόνο κατάρα. Είναι—όσο παράδοξο κι αν ακούγεται—και δώρο. Γιατί από τη στιγμή που μπήκε η Κρινιώ μου στη ζωή μου, από εκείνο το απόγευμα του Απρίλη που δεν ξέχασε ποτέ η καρδιά μου, η κάθε στιγμή μαζί της απέκτησε πυκνότητα. Βάρος. Αξία. Κάθε λεπτό έγινε πολύτιμο, κάθε χαμόγελο ανεκτίμητο, κάθε αγκαλιά ένας μικρός θησαυρός που αποθηκεύω βαθιά μέσα μου.

    Η ζωή μου, στα τελειώματά της, μεταμορφώθηκε σε κάτι άλλο. Έγινε σαν παλιό κρασί. Το μπουκάλι μπορεί να αδειάζει σιγά-σιγά, αλλά κάθε γουλιά αξίζει όσο δεν αξίζουν όλα τα φτηνά κρασιά μαζί. Και όταν η Κρινιώ με κοιτάζει, με το βλέμμα της γεμάτο υπόσχεση και ελπίδα, ξέρω πως ακόμα κι αν αύριο είναι η τελευταία μου μέρα, θα έχω ζήσει μια ζωή γεμάτη.

    Παρόλο που στο τέλος της ημέρας ένιωσα τέτοια εξάντληση που ούτε καλά-καλά στον καναπέ δεν μπορούσα να κάτσω, η ψυχή μου ταξίδευε σαν ελεύθερο πουλί. Η Κρινιώ έχει χωθεί στην αγκαλιά μου και η Λίζι έχει σκαρφαλώσει πάνω στην κοιλιά μου και νιώθω τόση πληρότητα όσο δεν είχα ζήσει τα προηγούμενα πενήντα-πέντε χρόνια της ζωής μου.

    «Γιατί χαχανίζεις;» με ρωτάει η Κρινιώ, χαμογελώντας κι εκείνη.

    «Θυμάμαι προχθές, το πρωινό τραίνο. Που βγαίνει μια ακροάτρια και ο Βραχωρίτης της βρήκε το ζώδιο. Τη ρώτησε τελικά αν είναι καρκίνος, κι εκείνη απάντησε ότι είναι καρκίνος με καρκίνο.»

    «Και πού είναι το αστείο;»

    «Και ο δικός μου ωροσκόπος, καρκίνος είναι!» της λέω χαχανίζοντας.

    «Ασχολείσαι με ζώδια;» με ρωτάει γουρλώνοντας τα μάτια της.

    «Ούτε καν… η Αργυρώ μου είχε κάνει τη …διάγνωση,» της απάντησα εννοώντας την πρώην σύζυγό μου. «Τέλος πάντων… σκέφτομαι ότι αν είχα βγει εγώ θα του απαντούσα “καρκίνος με καρκίνο …με καρκίνο!» συνεχίζω χαχανίζοντας και πάλι με τα χάλια μου.

    «Με βλέπεις να γελάω;» με μαλώνει.

    «Εσύ με ρώτησες γιατί χαχανίζω!» της απαντάω προσπαθώντας να αμυνθώ.

    «Τζωρτζίνο… Άντε… Άντε γιατί άντε!» μου κάνει, και κερδίζω επάξια άλλη μια στη μύτη.

    «Τσαούσα μου εσύ!» της απαντάω χαμογελώντας και σφίγγοντάς την πάνω μου. «Κρινιώ μου;»

    «Τι είναι Τζωρτζίνο μου;»

    «Ήταν τα πιο όμορφα γενέθλια που έχω κάνει,» της απαντάω, και το εννοώ. «Σ’ αγαπάω!»

    «Πολύ-πολύ;»

    «Από εδώ μέχρι την άκρη του ουράνιου τόξου,» της απαντάω ξεκινώντας και πάλι το παιχνίδι μας.

    «Μόνοοοοοοο;» μου κάνει με ψεύτικο παράπονο.

    «Κι άλλο τόσο, κι άλλο τόσο, κι άλλο τόσο!!!» της απαντάω τρυφερά, και της δίνω ένα φιλάκι στα μαλλιά.



    Όπως γίνεται με κάθε κύκλο, μου πήρε μια εβδομάδα για να αρχίσει ο οργανισμός μου να επανέρχεται σιγά-σιγά. Οι ναυτίες σχεδόν εξαφανίστηκαν, και η συνεχής εξάντληση που ένιωσα στις αρχές του τέταρτου κύκλου, μειώνεται και αυτή σταδιακά. Είναι σαν να ξυπνάς από έναν μακρύ λήθαργο, και το σώμα σου να σου λέει «ωραία, είμαστε ακόμα εδώ, ας συνεχίσουμε.»

    Ο Νίκος με είχε προειδοποιήσει για τον συγκεκριμένο κύκλο. «Αυτή η φάση θα είναι δύσκολη,» μου είπε με το συνήθως σταθερό του βλέμμα, «αλλά είσαι πιο δυνατός από ό,τι νομίζεις.» Και είχε δίκιο. Τα κατάφερα, όπως τα καταφέρνω κάθε φορά, με την Κρινιώ στο πλευρό μου να με κρατάει ζωντανό, όχι απλά σωματικά, αλλά και ψυχικά.

    Αρχίσαμε με αργούς περιπάτους στη γειτονιά, και κάθε μέρα περπατούσαμε και λίγο παραπάνω. Στην αρχή με δυσκολία φτάναμε μέχρι το παγκάκι της γωνίας, αλλά σταδιακά οι δυνάμεις μου επέστρεφαν. Μια μέρα καταφέραμε να περπατήσουμε μέχρι το πάρκο και πίσω, κι εκείνη με κοίταξε με τόση περηφάνια λες και είχα σκαρφαλώσει το Έβερεστ. Ίσως για τον οργανισμό μου εκείνη τη στιγμή, αυτό ήταν ακριβώς—ένα Έβερεστ μικρογραφία.

    Το Σάββατο το πρωί την πήγα εγώ στην καφετέρια, ένιωθα τόσο καλά που επέμενα να οδηγήσω. Η χαρά της που με έβλεπε πίσω από το τιμόνι ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Και το μεσημεράκι, που πήγα να την πάρω όταν σχολούσε, της είχα έκπληξη.

    Στο διάστημα που εκείνη δούλευε, είχα προετοιμαστεί. Η ιδέα είχε γεννηθεί σχεδόν αυθόρμητα το πρωί, όταν είδα από το παράθυρο τον καταγάλανο ουρανό και ένιωσα μέσα μου μια λαχτάρα για θάλασσα που είχα καιρό να νιώσω.

    «Ουφ, θέλω να κάνω ένα ντουζάκι και να ανοίξουμε το air conditioning σε θερμοκρασίες που θα κάνει το νότιο πόλο να μοιάζει με Σαχάρα!» μου κάνει με το που μπαίνει στο αυτοκίνητο, ξεφυσώντας από τη ζέστη. Τα μαλλιά της είναι κολλημένα στο μέτωπό της και η μπλούζα της έχει ίχνη ιδρώτα—έχει δουλέψει σκληρά όλο το πρωί.

    «Έχω καλύτερη ιδέα!» της λέω, προσπαθώντας να κρύψω τον ενθουσιασμό μου. «Γουστάρεις μπανάκι θάλασσα;» τη ρωτάω και τα μάτια της αστράφτουν. Για μια στιγμή βλέπω στο πρόσωπό της το κορίτσι που κατάγεται από νησί, που η θάλασσα είναι στο DNA της. Αν δεν υπήρχα εγώ στη ζωή της, μετά το τέλος της εξεταστικής της θα ήταν ήδη στο νησί και θα απολάμβανε κάθε μέρα τη θάλασσα. Το ξέρω αυτό, και μερικές φορές νιώθω τύψεις που την κρατάω μακριά από το στοιχείο της.

    «Αντέχεις Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει γεμάτη λαχτάρα, αλλά και με ένα ίχνος ανησυχίας στη φωνή της. Πάντα προσέχει να μην υπερβάλλω, να μην πιέζω τα όριά μου.

    «Όχι απλά αντέχω, έχω τρελή όρεξη! Και άλλωστε… έχω και σοφέρ!» της κάνω χαμογελώντας παιχνιδιάρικα, δείχνοντάς της ότι είμαι αρκετά καλά για να αστειεύομαι, αλλά και αρκετά σοφός για να μην επιμείνω να οδηγήσω στον μεγαλύτερο δρόμο προς τη θάλασσα.

    «Έχεις!» μου λέει και σχεδόν σκαρφαλώνει πάνω μου και μου δίνει ένα τρυφερό φιλί στο στόμα. Η γεύση της είναι σαν καφές και μέλι, και για μια στιγμή ξεχνάω τα πάντα—τη χημειοθεραπεία, την κούραση, το αβέβαιο μέλλον. Υπάρχει μόνο το τώρα, και το τώρα έχει το άρωμά της.

    Πηγαίνοντας στο σπίτι διαπιστώσαμε ότι ναι μεν είχε φέρει τα καλοκαιρινά της μαζί, αλλά όχι τα είδη της θάλασσας, και έτσι, κάναμε μια αναγκαστική περαντζάδα και από το σπίτι της, το οποίο είχε να τη δει από τότε που ξεκίνησα τη χημειοθεραπεία, μόνο για να ποτίζει τα φυτά της πήγαινε.

    Όταν φτάσαμε, παρατήρησα ότι ο χώρος είχε εκείνη τη χαρακτηριστική μυρωδιά των μη κατοικημένων σπιτιών—έναν αέρα εγκατάλειψης, παρότι ήταν καθαρό και περιποιημένο. Τα φυτά της ήταν το μόνο στοιχείο ζωής, πράσινα και φροντισμένα, σε αντίθεση με την ακινησία του υπόλοιπου χώρου. Η Κρινιώ άνοιξε το παράθυρο για να αεριστεί λίγο ο χώρος και άρχισε να ψάχνει το μαγιό της και τα υπόλοιπα πράγματα της θάλασσας.

    Και κάπου εκεί, κοιτάζοντας να μαζεύει τα πράγματα από τις μισοάδεις ντουλάπες, συνειδητοποίησα πόσο παράλογο ήταν να διατηρεί ένα ολόκληρο διαμέρισμα που δε χρησιμοποιεί, και πόσο θα ήθελα να κάνουμε το επόμενο βήμα. Δεν ήταν μόνο το πρακτικό κομμάτι, αλλά και η ανάγκη μου να επισημοποιήσω κάπως αυτό που ήδη συνέβαινε—ζούσαμε μαζί, απλά χωρίς να το έχουμε ομολογήσει. Όσο η Κρινιώ έψαχνε να μαζέψει τα είδη της θάλασσας, πήρα την απόφασή μου.

    «Κρινιώ μου;» της είπα με το που επέστρεψε στο σαλόνι με τα πράγματά της. «Δεν… δεν υπάρχει λόγος να κρατάς το σπίτι και να πληρώνεις τσάμπα ενοίκιο… Και… Θέλεις…» ξεκίνησα και πάλι τρώγοντας τα λόγια μου από την αμηχανία και το άγχος. Ένιωθα σαν έφηβος που ρωτάει το κορίτσι του να πάνε μαζί στο σχολικό χορό. «Θέλεις να φέρεις όλα τα πράγματά σου;»

    Με κοιτάζει για μερικές στιγμές με γουρλωμένα μάτια και η σιωπή της με κάνει να παγώσω και να γεμίσω αμφιβολίες. Μήπως ήταν πολύ νωρίς; Μήπως έκανα λάθος; Μήπως χρειαζόταν τον χώρο της όταν ήθελε να απομακρυνθεί από όλο αυτό—από εμένα, από την αρρώστια, από την καθημερινότητα που επιβάλλει η θεραπεία;

    «Δε… δε χρειάζεται να το αποφασίσεις… εννοώ… εδώ και τώρα…» ψέλλισα, προσπαθώντας να διορθώσω την αμηχανία που προκάλεσα και με την καρδιά μου να έχει πάει στην Κούλουρη.

    Και εκεί τη βλέπω που χαμογελάει πονηρά και παιχνιδιάρικα και η ψυχή μου επιστρέφει στη θέση της. Ένιωσα τους μυς μου να χαλαρώνουν από την ανακούφιση. «Θα με γδάρει η Αγγελική!» μου λέει. «Και μετά θα γδάρει κι εσένα!»

    Η Αγγελική, η μητέρα της, τόσο προστατευτική με την κόρη της όσο όλες οι μανάδες. Ξέρω ότι δεν είμαι ο ιδανικός γαμπρός για καμία μάνα—ένας άντρας μεγαλύτερος, άρρωστος και χωρίς μέλλον. Αλλά η Κρινιώ δεν με απέρριψε, δεν έτρεξε μακριά. Το αντίθετο—άνοιξε την αγκαλιά της περισσότερο.

    «Ε, αν είναι να δικαιώσουμε την κυρά-Σοφία, τη μάνα μου, που όταν έκανα αταξίες τομάρι με ανέβαζε, τομάρι με κατέβαζε, χαλάλι!» της λέω και βάζει τα γέλια. Η κυρά-Σοφία, μακαρίτισσα πια, θα είχε σίγουρα κάτι να πει για αυτή την εξέλιξη. Ίσως, για πρώτη φορά, να ήταν και περήφανη για τις επιλογές μου. «Πες μου “ναι!”, πες μου σε παρακαλώ το “ναι!”» της λέω γεμάτος λαχτάρα, σαν παιδί που ζητάει επιβεβαίωση.

    «Υπό ένα όρο!» μου λέει χαμογελώντας, σουφρώνοντας τα χείλη της σε εκείνη την έκφραση που κάνει όταν προσποιείται ότι διαπραγματεύεται κάτι σοβαρό.

    «Δεκτός!» της απαντάω, χωρίς δεύτερη σκέψη. Ό,τι κι αν ζητούσε, θα το έκανα πραγματικότητα.

    «Κάτσε να τον ακούσεις πρώτα!» μου λέει, με μια πονηριά στα μάτια που τα κάνει να λάμπουν ακόμα περισσότερο.

    «Δε χρειάζεται, δεκτός!» επιμένω. Και το εννοώ—δεν υπάρχει τίποτα που να μην της δώσω αυτή τη στιγμή.

    «Θέλω… θέλω να πάρουμε και άλλα φυτά εκτός από αυτά που έχω ήδη.» Χαμογελάει σαν παιδί που ζητάει ένα ακόμα παιχνίδι. Τα φυτά της—αυτή η μικρή της αδυναμία, αυτή η ανάγκη να βλέπει πράγματα να μεγαλώνουν, να ανθίζουν, να ζουν.

    «Κρινιώ μου, ΑΜΑΖΟΝΙΟ ΘΑ ΤΟ ΚΑΝΟΥΜΕ ΑΝ ΑΥΤΟ ΓΟΥΣΤΑΡΕΙΣ!» φωνάζω με όλη μου τη δύναμη.

    Έτσι, μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, με το αυτοκίνητο να κατευθύνεται προς τη θάλασσα και την καρδιά μου να χτυπά δυνατά από χαρά, συνειδητοποιώ ότι η ζωή μου έδωσε ακόμα ένα δώρο που δεν περίμενα. Όχι απλά στιγμές με την Κρινιώ, αλλά μια κοινή ζωή, όσο κι αν αυτή η ζωή είναι αβέβαιη. Και αφού στο κορίτσι άρεσαν τα φυτά, τότε ας γεμίσουμε το σπίτι με δαύτα. Ας γίνει κήπος της Εδέμ, ζούγκλα, βοτανικός παράδεισος.

    Γιατί τα φυτά, όπως και η αγάπη, χρειάζονται φροντίδα για να μεγαλώσουν. Και η Κρινιώ έχει φροντίδα για όλο τον κόσμο.

    Φτάνουμε στο Σχοινιά μετά από περίπου σαράντα λεπτά. Η διαδρομή ήταν ευχάριστη, με την Κρινιώ να οδηγεί και να τραγουδάει επίτηδες παράφωνα, κι εμένα να την κοιτάζω θαυμάζοντας την απλή, αυθόρμητη χαρά της. Το parking του beach bar είναι γεμάτο, όχι σε σημείο να μη βρούμε να αφήσουμε το αυτοκίνητο, αλλά καταλαβαίνω ότι θα έχει πολύ κόσμο και μάλλον δε θα βρούμε να κάτσουμε. Εντάξει, προφανώς μπορούμε να κάτσουμε στην άμμο, αλλά στην κατάσταση που είμαι θα προτιμούσα να κάτσω σε καναπέ, ή στη χειρότερη σε μια ξαπλώστρα.

    Η σκέψη να ξαπλώσω στην άμμο, να σηκωθώ όρθιος μετά, να προσπαθήσω να βγάλω την άμμο από παντού—αυτές οι απλές, καθημερινές κινήσεις που κάποτε δεν τις σκεφτόμουν καν—τώρα αποτελούν μικρές προκλήσεις. Μικρές μάχες που πρέπει να παλέψω, και που ακόμα κι αν τις κερδίσω, θα μου κοστίσουν ενέργεια που δεν περισσεύει.

    Και εκεί η τύχη μας χαμογελάει ακόμα μια φορά. Το μπαρ ναι μεν είναι γεμάτο, αλλά πετυχαίνουμε ένα τραπέζι με δύο καναπέδες, ακριβώς τη στιγμή που έφευγε μια οικογένεια με τρία παιδιά. Τα μικρά διαμαρτύρονται, θέλουν να μείνουν κι άλλο, αλλά οι γονείς είναι ανένδοτοι—είναι η ώρα του μεσημεριανού τους. Με βλέπουν να κοιτάζω το τραπέζι με λαχτάρα και μου χαμογελούν ενθαρρυντικά, σαν να λένε «δικό σου, φίλε.»

    «Ούτε του παππά!» κάνω στην Κρινιώ με το που καθόμαστε στους καναπέδες. Τακτοποιούμε τα πράγματά μας, και όταν έρχεται η γκαρσόνα για να καθαρίσει το τραπέζι, παραγγέλνουμε και τα καφεδάκια μας. Η γκαρσόνα είναι ένα νεαρό κορίτσι, μάλλον φοιτήτρια που δουλεύει το καλοκαίρι για το χαρτζιλίκι. Έχει αυτή την υπομονετική ευγένεια των εργαζόμενων που ξέρουν ότι η μέρα θα είναι μεγάλη. «Λοιπόν, μέχρι να τα φέρουν, πάμε μέσα;» ρωτάω την Κρινιώ, προσπαθώντας να κρύψω τον ενθουσιασμό μου.

    «Ναι!» απαντάει με ενθουσιασμό και σε χρόνο dt μένει με το μπικίνι της και δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω για πότε τράβηξε πάνω της τα ανδρικά βλέμματα. Και μπορεί η ταλαιπωρία της χημειοθεραπείας να με είχε εξαντλήσει και να μην ήμουν για πολλά-πολλά, ωστόσο αγοράκι είμαι κι εγώ και το φάτε μάτια ψάρια είχε πάει σύννεφο! Μάλιστα, ένας νεαρός στο διπλανό τραπέζι την κοιτάζει με θαυμασμό τόσο έντονα που η κοπέλα του του ρίχνει μια αγκωνιά. Νιώθω μια μικρή, παιδιάστικη περηφάνια—ναι, αυτός ο κακομοίρης, ο φαλακρός τύπος με τα σημάδια της χημειοθεραπείας, είναι με αυτή την κούκλα.

    Το μαγιό της ήταν απίστευτα σέξι χωρίς να είναι προκλητικό. Μωβ, στράπλες, και τα δυο του μέρη αγκάλιαζαν και αναδείκνυαν με υπέροχο τρόπο τις καμπύλες της, πάνω και κάτω, χωρίς να τις βγάζουν στη φόρα, τραβούσε πάνω του τα βλέμματα σα μαγνήτης χωρίς να χρειάζεται να φωνάζει «ΚΟΙΤΑΧΤΕ ΜΕ!» Πώς γίνεται, σκέφτομαι, να είμαι τόσο τυχερός; Τι έκανα στην προηγούμενη ζωή μου για να αξίζω αυτή την ομορφιά, αυτή την καλοσύνη, αυτή την αγάπη; Ίσως ο καρκίνος να είναι το τίμημα. Αλλά αξίζει. Γι’ αυτή την κοπέλα, αξίζει.

    Η Κρινιώ με πήρε πρέφα που τη χάζευα κινδυνεύοντας να καταπιώ ό,τι μυγάκι κυκλοφορούσε, και έβαλε τα γέλια. Το γέλιο της, σαν κρυστάλλινο κουδουνάκι, μου διώχνει κάθε βαριά σκέψη.

    «Βρε σαρδανάπαλε!» μου είπε χώνοντάς μου μια παιχνιδιάρικη στη μύτη, ενώ εγώ είχα πέσει σχεδόν σαν καταληψία ίδια με του αφεντικού του Εξαρχάκου στο «Γκαρσονιέρα για δέκα,» μετά το στριπτήζ της Μπουμπού-Άντζελας. «Σήκω βρε να πάμε να βουτήξουμε!»

    «Εχμ… παρά είμαι …σηκωμένος για να σηκωθώ!» της λέω και βάζει και πάλι τα γέλια. Το γέλιο της τραβάει λίγα βλέμματα, αλλά είναι τόσο αληθινό που είμαι σίγουρος πως όποιος το ακούει γεμίζει με χαρά. Εμένα αυτό με είχε μαγέψει από την πρώτη φορά που την είδα μπροστά μου: Το γέλιο της.

    «Καλά σε λέω σαρδανάπαλο!»

    Με τα χίλια ζόρια στρώνω το μαγιό-σορτσάκι μου για να μη γίνω ρόμπα ξεκούμπωτη, και βάζω το χέρι μου στο δικό της, και ξεκινάμε, εκείνη μπροστά κι εγώ πίσω να πάμε για βουτιά. Το γεγονός πάντως είναι ότι σκόνταψα δυο-τρεις φορές καθώς δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από τα πισινά της. Ρε τι πάθαμε στα γεροντάματα! Και να ‘ταν μόνο αυτό! Αισθάνομαι καμιά φορά σαν έφηβος που ανακαλύπτει τον έρωτα για πρώτη φορά. Αυτό που λένε το «δεύτερη εφηβεία» μάλλον πέφτει κάπου στα πενηντακάτι.

    Μπαίνουμε στη θάλασσα αργά. Εγώ πιο διστακτικά, εκείνη λες και επιστρέφει στο φυσικό της στοιχείο. Η άμμος κάτω από τα πόδια μου κινείται, με προκαλεί να διατηρήσω την ισορροπία μου. Η Κρινιώ μοιάζει να χορεύει, τα πόδια της γλιστρούν ανάλαφρα, σαν να ξέρουν πού πατούν, πού βυθίζονται, πού αφήνονται στο κύμα. Βουτάει πρώτη αλλά δεν απομακρύνεται και μου κάνει νόημα να πάω κοντά της. Το νερό είναι δροσερό αλλά όχι παγωμένο, και με κάθε βήμα που βουλιάζω μέσα του, νιώθω τη ζέστη να ξεπλένεται από πάνω μου. Νιώθω… κάπως ζωντανός. Όχι ολόκληρος, αλλά λειτουργικός. Και αυτό, αυτές τις μέρες, είναι ευλογία.

    Στο Σχοινιά η θάλασσα είναι ρηχή, έχει κάμποσο περπάτημα μέχρι το νερό να βαθύνει ικανοποιητικά. Στεκόμαστε δίπλα-δίπλα, μέχρι που το νερό φτάνει στο στήθος μου, ενώ της Κρινιώς, που είναι καμιά εικοσαριά πόντους κοντύτερη, της φτάνει μέχρι τη μέση του λαιμού.

    «Είσαι εντάξει Τζωρτζίνο μου;» ρωτάει, και η ανησυχία στα μάτια της δεν είναι αυτή η διαρκής αγωνία των τελευταίων μηνών, αλλά κάτι πιο απλό, πιο καθημερινό.

    «Μια χαρά είμαι καρδούλα μου!» της λέω, και το εννοώ. Αυτή τη στιγμή, με το νερό γύρω μου, τα κύματα να με αγκαλιάζουν απαλά και το πρόσωπό της να λάμπει από τον ήλιο και την αλμύρα, νιώθω πραγματικά καλά. «Δεν είμαι για να κολυμπήσω αλλά μια χαρά μπορώ να σταθώ. Πήγαινε να κολυμπήσεις εσύ, εδώ θα είμαι και θα σε περιμένω!»

    «Τσούκου!» μου κάνει και έρχεται και χώνεται στην αγκαλιά μου. Μέσα στο νερό, και παρά την κατάστασή μου, μας παίρνει να κάνουμε λίγα ζογκλερικά, και έτσι την παίρνω αγκαλιά με την Κρινιώ τα τυλίγει τα πόδια της γύρω από τη μέση μου. Το βάρος της είναι ανάλαφρο μέσα στο νερό, σαν να αφήνει κι εκείνη, μαζί με το σώμα της, όλες τις έννοιες, όλες τις σκοτούρες στα χέρια της θάλασσας.

    «Μωρέ τι μας λες;» της λέω και αρχίζω να προχωράω προς τα πιο βαθιά, μέχρι που το νερό φτάνει μέχρι το σαγόνι μου. Με κάθε βήμα νιώθω την απουσία βάρους, τη δυνατότητα να κινηθώ χωρίς κόπο, χωρίς προσπάθεια. Νιώθω για λίγο, σχεδόν υγιής. «Εδώ δεν πατάς!» της κάνω, και η φωνή μου κυματίζει ανάμεσα στο αστείο και στο παιχνιδιάρικο.

    «Δε φεύγω από πάνω σου! Χα!» μου κάνει κρατώντας με ακόμα πιο σφιχτά. Τα μαλλιά της είναι βρεγμένα τώρα, και το νερό κυλάει σε σταγόνες στο πρόσωπό της, αλλά τα μάτια της, τα υπέροχα μάτια της, είναι φωτεινά και καθαρά, γεμάτα εμπιστοσύνη και αγάπη.

    «Σ’ αγαπάω!» της λέω, και είναι από εκείνες τις στιγμές που οι λέξεις απλώς ξεφεύγουν, δεν είναι προμελετημένες, είναι καθαρή αλήθεια.

    «Κι εγώ σ’ αγαπάω, Τζωρτζίνο μου, πολύ-πολύ-πολύ!» μου απαντά, και σφίγγεται πάνω μου, σα να μην της αρκεί η αγκαλιά, σα να θέλει να γίνουμε ένα με κάποιο τρόπο. Ίσως ήδη να είμαστε.

    Με την Κρινιώ σκαρφαλωμένη πάνω μου κοιτάζω προς τα έξω. Παιδιά τρέχουν στην παραλία, φωνάζουν, πλατσουρίζουν. Ένα αγοράκι προσπαθεί να πιάσει έναν φουσκωτό καρχαρία που του γλιστράει συνεχώς από τα χέρια. Ένα κοριτσάκι βάζει άμμο σε ένα κουβαδάκι με τόση σοβαρότητα που νομίζεις πως φτιάχνει θεμέλια για το μέλλον.

    Δύο έφηβοι παίζουν ρακέτες με την ίδια αδιάφορη επιδεξιότητα που έχουν όλα τα παιδιά, το μπαλάκι πάει κι έρχεται σαν εκκρεμές, με την προβλεψιμότητα της νιότης που νομίζει ότι ο χρόνος είναι αιώνιος. Μια νεαρή μητέρα τρέχει πίσω από το νήπιό της που έχει εντοπίσει ένα κοχύλι και σπεύδει προς το μέρος του σαν να έχει ανακαλύψει το Ιερό Δισκοπότηρο. Και γελάνε, και το γέλιο τους αυτή τη φορά δεν είναι ενόχληση, είναι μουσική. Είναι ζωή!

    «Ξέρεις…» της λέω, σχεδόν ψιθυριστά, «παλιά με ενοχλούσαν αυτά. Οι φωνές, οι τσιρίδες, το χάος. Ήθελα ησυχία. Ηρεμία.» Πόσο ανόητος ήμουν που δεν έβλεπα την ομορφιά, σκέφτομαι. Που δεν άκουγα τη μουσική. Που δε γευόμουν τη ζωή.

    Με κοιτάει στα μάτια χωρίς να με διακόψει. Σα να καταλαβαίνει, σα να ξέρει τι θέλω να πω πριν καν το πω.

    «Τώρα όμως… Τώρα τις ακούω και νιώθω την καρδιά μου να αναγαλλιάζει. Είναι ζωή, Κρινιώ μου. Είναι ζωή!» Πόσο παράξενο που χρειάστηκε να έρθω τόσο κοντά στο θάνατο για να καταλάβω τι σημαίνει να ζεις. Τι σημαίνει να ακούς τη μουσική της ζωής.

    Μου δίνει ένα τρυφερό φιλί στο στόμα, και το άρωμά της—αλμύρα και ήλιος και κάτι ανεξήγητα δικό της—με κάνει να νιώθω ολόκληρος, ακέραιος. Παρόλο που είμαι σχεδόν μέχρι το σαγόνι μέσα στο νερό, νιώθω τον ήλιο να μου ζεσταίνει την πλάτη. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά γιατί η ζωή είναι και πάλι όμορφη.

    Γιατί υπάρχει το Κρινιώ μου που μου τη φωτίζει. Και η ζωή, έστω και λιγοστή, έστω και δανεική, είναι πολύτιμη και όμορφη όταν βρίσκεις κάποιον να τη μοιραστείς. Κάποιον που κάνει κάθε στιγμή να λάμπει, ακόμα και στο σκοτάδι. Ειδικά στο σκοτάδι.

    Καθίσαμε δέκα λεπτά ακόμα μέσα στο νερό, με την Κρινιώ πότε να κολυμπάει γύρω μου σαν χαρούμενο δελφίνι και πότε να επιστρέφει στην αγκαλιά μου. Είχαμε φτιάξει το δικό μας μικρό σύμπαν μέσα στη θάλασσα, όπου ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά και το σώμα μου ξεχνούσε για λίγο τα βάσανά του.

    Βγήκαμε από το νερό και επιστρέψαμε στο τραπέζι μας όπου τα ποτά μας, τσάι για εμένα, freddo για την Κρινιώ, περίμεναν. Η γκαρσόνα είχε την ευγένεια να μας τα αφήσει σκεπασμένα με χαρτοπετσέτες για να μην πέσουν μυγάκια. Κάθισα, νιώθοντας μια ευχάριστη κούραση, καθόλου σαν την εξάντληση που συνήθως με καταβάλλει. Νερό, ήλιος και καλή παρέα—το καλύτερο φάρμακο.

    «Είσαι εντάξει;» με ρώτησε η Κρινιώ, παρατηρώντας με μέ το συνηθισμένο της, γεμάτο φροντίδα, βλέμμα.

    «Καλύτερα δε γίνεται,» της απάντησα, και το εννοούσα.

    Εγώ δεν πεινούσα ιδιαίτερα, πεινούσε ωστόσο η Κρινιώ μου και έτσι παραγγείλαμε ένα κλαμπ σάντουιτς και κατόπιν επιμονής της ένα απλό τοστάκι τυρί, γαλοπούλα, ντομάτα για μένα.

    «Είσαι σίγουρη ότι θα το φάω;» τη ρώτησα με κάποια αμφιβολία. Το στομάχι μου τους τελευταίους μήνες είχε μετατραπεί σε ένα ιδιότροπο πλάσμα με δική του προσωπικότητα, που απέρριπτε τροφές που παλιά λάτρευα.

    «Ένα τοστάκι είναι, δεν είναι αρνί σούβλας!» μου απάντησε. «Αν δεν το φας, το ταΐζω στα ψάρια.»

    Η γκαρσόνα μάς έφερε το φαγητό, και η Κρινιώ έπεσε με τα μούτρα στο κλαμπ σάντουιτς της σαν να μην είχε φάει για μέρες. Ήταν απίστευτο πώς μπορούσε να φάει τόσο και να διατηρεί το λεπτό της σώμα. Εγώ αντίθετα, κοίταζα το τοστ μου με κάποια επιφύλαξη.

    «Έλα, μια μπουκιά,» με ενθάρρυνε. «Για χάρη μου.»

    Πήρα μια μικρή μπουκιά, περιμένοντας το στομάχι μου να διαμαρτυρηθεί. Αλλά προς έκπληξή μου, το τοστ ήταν υπέροχο. Το τυρί είχε λιώσει τέλεια, η γαλοπούλα ήταν νόστιμη και η ντομάτα έδινε μια δροσερή νότα, και ήταν τόσο νόστιμα που ακόμα και αυτή η μεταλλική γεύση που είχα στο στόμα μου, δεν ήταν παρά μια ασήμαντη ενόχληση.

    «Είχα ξεχάσει πόσο νόστιμο είναι!» της είπα μασουλώντας.

    «Φυσικά και είναι,» είπε η Κρινιώ με τη στόμα γεμάτο. «Σου το είπα!»

    Και κοίτα να δεις που όχι μόνο το έφαγα χωρίς να νιώσω το στομάχι μου να θέλει να βγει από το στόμα μου, αλλά διαπίστωσα ότι ήθελα κι άλλο. Η Κρινιώ πρόσεξε τον τρόπο που κοίταζα το άδειο πιάτο και τα μάτια της άστραψαν.

    «Θέλεις κι άλλο;» με ρωτάει με το χαμόγελο να φτάνει μέχρι τα αυτιά της.

    «Σαν να πεινάω λίγο ακόμα,» παραδέχομαι ντροπαλά.

    Η Κρινιώ με ένα χαμόγελο τόσο φωτεινό που έκανε τον καλοκαιρινό ήλιο να μοιάζει με κάρβουνο που τσιτσιρίζει, πετάγεται τρέχοντας και πάει και μου παραγγέλνει και δεύτερο τοστ. Την βλέπω να μιλάει με τη σερβιτόρα δείχνοντας το τραπέζι μας με τόσο ενθουσιασμό λες και είχα καταφέρει κάποιο απίστευτο κατόρθωμα.

    «Ξέρεις πόσο χαίρομαι, ε;» μου λέει όταν επιστρέφει στο τραπέζι. «Η όρεξη είναι το καλύτερο σημάδι. Ο Νίκος το λέει συνέχεια.»

    «Μου φαίνεται πως ο Νίκος είναι ο τρίτος στη σχέση μας,» αστειεύομαι. «Συνέχεια τον επικαλείσαι.»

    «Είναι ο άνθρωπος που σε κρατάει κοντά μου, οπότε του έχω αδυναμία,» απαντάει, και τα μάτια της ξαφνικά γυαλίζουν. «Αλλά εσένα έχω περισσότερη.»

    «Ο τυχερός είμαι εγώ που σας έχω και τους δυο,» της λέω, νιώθοντας μια παράξενη ευγνωμοσύνη για τον γιατρό μου, για την Κρινιώ, για τη ζωή που ακόμα είχα.

    Το δεύτερο τοστ ήταν εξίσου απολαυστικό με το πρώτο. Η γκαρσόνα μάς ρώτησε αν θέλαμε και επιδόρπιο, αλλά είχα αρχίσει να νιώθω ευχάριστα χορτάτος.

    «Κρινιώ μου, θες ένα παγωτάκι;»

    «Μόνη μου θα το φάω;»

    «Άντε, θα σε βοηθήσω κι εγώ… λιγάκι!»

    «Τώρα μιλάς σωστά!» μου λέει σφίγγοντάς με πάνω της.

    Καθίσαμε καμιά ωρίτσα μιλώντας περί ανέμων και υδάτων, και τότε η Κρινιώ, σα να διάβασε τη σκέψη μου, με ρώτησε αν ήθελα να μπούμε και πάλι στη θάλασσας.

    «Νόμιζα ότι δεν πρέπει να μπαίνουμε στη θάλασσα αμέσως μετά το φαγητό,» της είπα.

    «Έχει περάσει μια ώρα από τότε που φάγαμε. Έλα, πάμε!»

    Δεν χρειαζόταν να με πείσει περισσότερο. Παρόλο που η κούραση είχε αρχίσει και πάλι να με καταβάλει, για πρώτη φορά από το Μάη που ξεκίνησα τις χημειοθεραπείες ένιωσα τόσο ζωντανός. Κατόρθωσα μάλιστα και κολύμπησα και λίγο και έτσι βρήκε ευκαιρία να κολυμπήσει και το δελφίνι μου. Η Κρινιώ έκανε μικρούς κύκλους γύρω μου, κολυμπώντας με χάρη και ευκολία.

    «Μην απομακρύνεσαι πολύ,» της φώναξα.

    «Δεν πρόκειται,» μου απάντησε. «Ποτέ δεν θα πάω μακριά σου.»

    Και καθώς ο ήλιος άρχιζε να βυθίζεται στη θάλασσα, βάφοντας τον ουρανό σε αποχρώσεις του πορτοκαλί και του ροζ, συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα να είμαι πουθενά αλλού στον κόσμο. Αυτό ήταν αρκετό. Αυτό ήταν τα πάντα.

    «Νομίζω ότι είναι ώρα να γυρίσουμε,» είπε τελικά η Κρινιώ, παρατηρώντας με προσεκτικά. «Αρχίζεις να κουράζεσαι.»

    «Λίγο,» παραδέχτηκα. «Αλλά ήταν η καλύτερη κούραση εδώ και μήνες.»

    Βγήκαμε από το νερό, σκουπιστήκαμε και ετοιμαστήκαμε για την επιστροφή. Αλλά πριν φύγουμε, κοίταξα για μια τελευταία φορά τη θάλασσα, προσπαθώντας να αποτυπώσω στη μνήμη μου αυτή τη μέρα, αυτή τη στιγμή, αυτό το συναίσθημα. Ήξερα πως οι μέρες που θα ακολουθούσαν θα ήταν και πάλι δύσκολες. Αλλά τώρα είχα κάτι να κρατηθώ, μια ανάμνηση ομορφιάς και ζωντάνιας.

    «Θα ξανάρθουμε,» μου είπε η Κρινιώ, σαν να διάβαζε τη σκέψη μου. «Έχουμε όλο το καλοκαίρι μπροστά μας.»

    «Κι έχουμε το νησί σου το δεκαπενταύγουστο,» της θύμισα.

    «Το νησί μας,» με διόρθωσε. «Από εδώ και πέρα, είναι το νησί μας.»

    Της χαμογέλασα και της έπιασα το χέρι. Ναι, είχαμε το υπόλοιπο καλοκαίρι. Είχαμε το νησί. Είχαμε ο ένας τον άλλον. Και για εκείνη τη στιγμή, αυτό ήταν αρκετό.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
  7. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Contributor

    Ένα like είναι πολύ λίγο. Εξαιρετικό!
     
  8. BDSM_Couple

    BDSM_Couple New Member

    "Γι’ αυτή την κοπέλα, αξίζει." Συνέχισε τότε !

    Η γραφή είναι εξαιρετική, έχω κολλήσει τα διαβάζω ξανά και ξανά.
     
  9. Constan

    Constan Regular Member

    Αγαπητέ γιώργο , γράφω και σβυνω , εύχομαι όλα να κυλήσουν όσο πιο ομαλά και ανώδυνα γίνεται. Αξίζει γι εσένα πρώτα και για αυτόν τον άνθρωπο που επέλεξε να είναι δίπλα σου. Ποτε δεν είναι αργά τελικά
     
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 13ο - Ό,τι αγαπάς δεν το κρατάς φυλακισμένο

    Όσο περνάνε οι μέρες ανακτώ όλο και περισσότερο τις δυνάμεις μου, αυτή τη βδομάδα μάλιστα κατάφερα να πάω και δυο φορές στο γραφείο. Ένιωθα παράξενα που επέστρεψα, σαν επισκέπτης στον ίδιο μου το χώρο. Οι συνάδελφοι με υποδέχτηκαν με χαμόγελα που έκρυβαν επιμελώς την ανησυχία για την εμφάνισή μου, αλλά ένιωσα και πάλι χρήσιμος, έστω και για λίγες ώρες.

    Την μετακόμιση της Κρινιώς στο σπίτι μου την αναβάλαμε για το Σεπτέμβρη ώστε κατά το διάστημα που θα είμαστε στα Κύθηρα να της ποτίζει ο γείτονας τις γλάστρες, κάτι που κάνει η ίδια εδώ και μια εβδομάδα για τις δικές του. Ήδη η Κρινιώ έχει δημιουργήσει μια σχέση εμπιστοσύνης με τους γείτονες, που με κάνει να νιώθω περήφανος—έχει αυτή την ικανότητα να κερδίζει τους ανθρώπους με την ειλικρίνεια και τη ζεστασιά της.

    Δεν έχει πει ακόμα στη μητέρα της την απόφαση που πήραμε να συγκατοικήσουμε καθώς κατά τη γνώμη της αυτά λέγονται καλύτερα από κοντά. Δεν ξέρω αν συμφωνώ, πάντως σίγουρα είναι πολύ καλύτερο από αυτό που είχε κάνει στα δεκαεννιά της, που υποτίθεται ότι πήγε για διακοπές, ενώ στην πραγματικότητα ανέβηκε Αθήνα να μείνει με το Γιώργο με τον οποίο ήταν ήδη ένα χρόνο μαζί και που στο ενδιάμεσο είχε πάρει μετάθεση.

    Καθόμαστε στη βεράντα με τη Λίζι να έχει στρογγυλοκαθίσει πάνω μου. Η νύχτα είναι ζεστή, το αεράκι μόλις που κουνάει τα φύλλα των δέντρων. Η Κρινιώ ακουμπάει το ποτήρι του κρασιού της στο τραπεζάκι και γυρίζει προς το μέρος μου. Το πρόσωπό της φωτίζεται από τα κεριά που έχουμε ανάψει, δημιουργώντας παιχνιδίσματα σκιάς στα μάτια της.

    «Είσαι σίγουρη ότι είναι καλή ιδέα να της το μπουμπουνίσουμε στις διακοπές;» τη ρωτάω, περιστρέφοντας αργά το κρασί στο ποτήρι μου, αποφεύγοντας να την κοιτάξω κατευθείαν. Το ζήτημα της μητέρας της με απασχολεί εδώ και μέρες, από τότε που αποφασίσαμε τη συγκατοίκηση.

    Η Κρινιώ αναστενάζει ελαφρά, τρίβει το χέρι της αφηρημένα στο μηρό της. Βλέπω την αμφιβολία να περνά σαν σύννεφο από το πρόσωπό της, αλλά γρήγορα αντικαθίσταται από αποφασιστικότητα.

    «Σίγουρη… όσο σίγουρη μπορεί να είμαι ξέροντας την Αγγελική.» Κάνει μια παύση, δαγκώνει ελαφρά το κάτω χείλος της. «Εντάξει, δεν είναι το ίδιο με αυτό που έκανα στα δεκαεννιά μου. Και δεν είναι ότι είναι συντηρητική…»

    Τα δάχτυλά της παίζουν νευρικά με το βραχιόλι που της χάρισα πριν δύο εβδομάδες. Ξέρω αυτή την κίνηση—είναι ο τρόπος της να καταπραΰνει το άγχος που δεν θέλει να μου δείξει.

    «Μια χαρά μπορώ να καταλάβω τις πιθανές της ενστάσεις, Κρινιώ μου. Κι εγώ θα τις είχα στη θέση της,» της λέω με ειλικρίνεια, αφήνοντας το ποτήρι μου στο τραπέζι και γέρνοντας προς το μέρος της.

    Σκέφτομαι τη μητέρα της, την Αγγελική, μια δυναμική γυναίκα που μόνη της μεγάλωσε την κόρη της, που διευθύνει με επιτυχία την επιχείρησή της στο νησί, που έχει αντιμετωπίσει στη ζωή της τόσα πολλά. Φυσικό είναι να ανησυχεί για τις επιλογές της κόρης της, ειδικά όταν αυτές περιλαμβάνουν έναν άντρα μεγαλύτερο και με τερματική αρρώστια—χωρίς μέλλον.

    Η Κρινιώ τεντώνει την πλάτη της, το πηγούνι της ανασηκώνεται ελαφρά—αυτή η στάση που παίρνει όταν θέλει να δείξει αποφασιστικότητα.

    «Μπορεί, αλλά στο τέλος της ημέρας είμαι ενήλικη και οι αποφάσεις μου, και οι όποιες συνέπειές τους, είναι δικές μου.»
    Η φωνή της έχει αυτή την αποφασιστικότητα που τη χαρακτηρίζει όταν έχει πάρει μια απόφαση, αλλά διακρίνω και ένα ίχνος τρεμούλας. Ξέρω πόσο σημαντική είναι η γνώμη της μητέρας της, παρά την ανεξαρτησία που επιδεικνύει.

    «Δεν διαφωνώ, καρδούλα μου, αλλά μητέρα είναι και…» κομπιάζω, ψάχνοντας τις κατάλληλες λέξεις. Το χέρι μου τρίβει αμήχανα το μουστάκι μου, μια συνήθεια που έχω όταν νιώθω άβολα. «Και εγώ είμαι κάποιος που ξέρεις από τα μέσα του Απρίλη.»

    Παρατηρώ το πρόσωπό της να μαλακώνει. Απλώνει το χέρι της και πιάνει το δικό μου, δημιουργώντας μια γέφυρα ανάμεσά μας πάνω από το τραπεζάκι.

    «Μπορεί, αλλά έχεις μια μεγάλη διαφορά από τον Γιώργο.» Το βλέμμα της απομακρύνεται για ένα δευτερόλεπτο, σαν να ταξιδεύει στο παρελθόν. «Καλά, δε συζητάω για τις σύντομες σχέσεις που έκανα μετά…» Επιστρέφει στο παρόν, τα μάτια της καρφώνονται στα δικά μου με μια ένταση που με καθηλώνει. «Μαζί σου νιώθω πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια.»

    Η απλότητα της δήλωσής της με αιφνιδιάζει. Τα λόγια της με χτυπούν βαθιά μέσα μου. Εγώ, ένας άνθρωπος με τόσες αβεβαιότητες, με ένα σώμα που προδίδει τον ίδιο του τον κάτοχο, με ένα μέλλον ασαφές και θολό, και όμως της προσφέρω ασφάλεια. Η αντίφαση με αφήνει άφωνο.

    «Δεν ξέρω… δεν ξέρω πως να το απαντήσω αυτό.» Τα λόγια μου βγαίνουν διστακτικά, η φωνή μου τρεμουλιαστή. «Μην… μην το πάρεις άσχημα, δεν εννοώ ότι το πήρα άσχημα… απλά… απλά δεν ξέρω…»

    Το χέρι μου τρέμει ελαφρά μέσα στο δικό της. Πώς μπορώ να της προσφέρω ασφάλεια—και μάλιστα πολύ περισσότερη—εγώ, μια-δυο στροφές πριν το τέλος μου; Η Κρινιώ μετακινείται από την καρέκλα της και γονατίζει μπροστά μου, παίρνοντας και τα δύο μου χέρια στα δικά της. Τα μάτια της γυαλίζουν στο φως των κεριών, γεμάτα μια ζεστασιά που με τυλίγει.

    «Δεν χρειάζεται να απαντήσεις κάτι.» Η φωνή της είναι απαλή αλλά σταθερή. «Κράτα μόνο αυτό, παρόλες τις δυσκολίες της κατάστασής μας…»

    «Κατάστασής μου…» την διακόπτω πικρά, τραβώντας ελαφρά τα χέρια μου, χωρίς όμως να τα απομακρύνω τελείως. Τα χείλη μου σφίγγονται σε μια λεπτή γραμμή, νιώθω το βάρος της ασθένειας να πέφτει ξανά πάνω μου, όπως κάθε φορά που η πραγματικότητα χτυπά την πόρτα της μικρής μας φούσκας ευτυχίας.

    «Κατάστασής ΜΑΣ» επαναλαμβάνει, τονίζοντας έντονα το “ΜΑΣ” και σφίγγοντας τα χέρια μου σαν να θέλει να εμποτίσει αυτή τη λέξη μέσα μου. Τα μάτια της μ’ αιχμαλωτίζουν, δεν μ’ αφήνουν να απομακρύνω το βλέμμα μου. «Περνάω όμορφα μαζί σου. Με ακούς, όχι από υποχρέωση, αλλά γιατί σ’ αρέσει να με ακούς. Με κάνεις να νιώθω ότι έχω πραγματικά αξία για σένα.»

    Κάτι μέσα μου λιώνει σαν το κερί που τρέχει αργά στο κηροπήγιο. Δεν είναι μόνο τα λόγια της, είναι ο τρόπος που τα λέει, είναι ο τρόπος που με κοιτά, σαν να είμαι ο πιο σπουδαίος άνθρωπος στον κόσμο.

    «Έχεις Κρινιώ μου…» ψιθυρίζω, η φωνή μου σχεδόν να χάνεται στο αεράκι της νύχτας. Αλλά ξέρω ότι με άκουσε.

    Ένα χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό της, ένα από εκείνα τα χαμόγελα που φτάνουν μέχρι τα μάτια της και τα κάνουν να λάμπουν σαν αστέρια.

    «Το ξέρω Τζωρτζίνο μου. Το βλέπω κάθε στιγμή, σε κάθε σου βλέμμα, σε κάθε σου λέξη, σε κάθε σου χάδι.» Η φωνή της γίνεται πιο ζωηρή, τα μάτια της πιο φωτεινά. «Και με κάνεις και γελάω! Θεέ μου, με κάνεις και γελάω.» Αφήνει ένα μικρό, μελωδικό γέλιο να της ξεφύγει. «Ακόμα και στις χειρότερές σου μέρες, ακόμα και όταν θέλω να σου ανοίξω το κεφάλι με το μαύρο χιούμορ που κάνεις με τον εαυτό σου, μέσα μου με κάνεις και γελάω.»

    Η ανάμνηση των αστείων μου για την αρρώστια, για τα φάρμακα, για την φαλάκρα μου, περνά από το μυαλό μου. Τα αστεία που κάνω για να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα, αυτά που κάποιες φορές την κάνουν να με κοιτάζει με μια έκφραση που μπερδεύει την απόγνωση με τη διασκέδαση. Και όμως, αυτό το κομμάτι μου, αυτό το σκοτεινό μου χιούμορ, είναι κάτι που αγαπάει. Μια ζεστασιά απλώνεται στο στήθος μου.

    «Το γέλιο σου…» της λέω, ανασηκώνοντας το χέρι μου για να αγγίξω απαλά το μάγουλό της. «Δεν υπάρχει σ’ αυτή τη Γη αντάλλαγμα αρκετό για το γέλιο σου, μωρό μου!» Γέρνει το κεφάλι της στο χέρι μου, ακουμπώντας το μάγουλό της στην παλάμη μου και τα μάτια της κλείνουν για μια στιγμή, απολαμβάνοντας το άγγιγμα.

    «Ξέρεις γιατί είμαι γελαστή, Τζωρτζίνο μου;» Ανοίγει τα μάτια της και με κοιτάζει με μια τρυφερότητα που με κάνει να λιώνω. «Γιατί εσύ με κάνεις γελαστή. Ναι, είναι τόσο απλό.» Τα χείλη της ακουμπούν για μια στιγμή την παλάμη μου. «Νιώθω ασφαλής και γεμάτη, αυτό χρειάζεται να ξέρει η μητέρα μου. Και όταν σε γνωρίσει, εδώ θα είσαι και εδώ θα είμαι, θα καταλάβει και η ίδια.»

    Τα λόγια της πέφτουν μέσα μου σαν βότσαλα σε ήρεμη λίμνη, δημιουργώντας κύκλους που απλώνονται και αγγίζουν κάθε γωνιά της ύπαρξής μου. Αυτή η γυναίκα, αυτό το υπέροχο πλάσμα, με βλέπει με τρόπο που κανείς άλλος δεν με έχει δει ποτέ. Με βλέπει ολόκληρο και επιλέγει να μείνει.

    Κλαψιάρη δε με λες με την καμία, αλλά μετά από αυτή της την εξομολόγηση, ανάθεμά με και αν δεν έβαλα τα κλάματα σαν παιδάκι. Τα μάτια μου θολώνουν, νιώθω τα δάκρυα να κυλούν στο μάγουλό μου, αδύναμος να τα συγκρατήσω. Ένα λυγμός μου ξεφεύγει, παρά τις προσπάθειές μου να τον πνίξω.

    Και όπως κάθε φορά που τη χρειαζόμουν, ήταν εκεί. Μέσα σε μια στιγμή, τα χέρια της τυλίγονται γύρω μου, το πρόσωπό μου χώνεται στον λαιμό της, το άρωμά της με τυλίγει σαν κουβέρτα. Τα δάχτυλά της χαϊδεύουν απαλά την πλάτη μου, κάνοντας μικρούς κύκλους που με καθησυχάζουν.

    «Σ’ αγαπάω, Κρινιώ μου,» ψιθυρίζω μέσα στο δέρμα της, τα λόγια μου πνιγμένα από τα δάκρυα. «Σ’ αγαπάω τόσο πολύ.»

    «Το ξέρω, Τζωρτζίνο μου,» μου απαντά με φωνή τρυφερή σαν χάδι. «Το ξέρω. Κι εγώ σ’ αγαπάω. Θα τα καταφέρουμε μαζί. Με την Αγγελική, με τη θεραπεία, με ό,τι κι αν έρθει. Μαζί.»

    Και μένουμε έτσι, αγκαλιασμένοι κάτω από τον αθηναϊκό ουρανό, με τα φώτα του κήπου να αστράφτουν κάτω από τα πόδια μας και τ’ αστέρια να λάμπουν από πάνω μας. Και για εκείνη τη στιγμή, όλα είναι εντάξει. Για εκείνη τη στιγμή, είμαστε ακριβώς εκεί που πρέπει να είμαστε.

    Για να επιστρέψουμε στα του Γιώργου, θυμάμαι όταν μου διηγήθηκε την ιστορία, καθισμένοι στο μπαλκόνι ένα βράδυ. Τα μάτια της κοίταζαν κάπου μακριά, πέρα από την Αθήνα, σαν να έβλεπε τον εαυτό της στα δεκαεννιά, γεμάτη ελπίδες και όνειρα, να ετοιμάζει κρυφά τη βαλίτσα της με τρεμάμενα χέρια.

    Δεν ξέρω πως να χαρακτηρίσω τη σχέση που είχαν. Είχε έντονα στοιχεία D/s αλλά δεν ήταν ακριβώς D/s, σε κάποια πράγματα, όπως μου εξήγησε και η ίδια, η Κρινιώ έκανε του κεφαλιού της. Μου είναι δύσκολο να περιγράψω επακριβώς τον ψυχισμό της. Είναι πολύ δοτική και people’s pleaser, είναι υποχωρητική, δηλαδή αν εγώ θέλω το α και εκείνη το β, θα προτιμήσει να κάνουμε το α ακόμα και αν δεν πετάει τη σκούφια της για δαύτο, αλλά δε θα την έλεγα υποτακτική, όχι τουλάχιστον σύμφωνα με όσα έχω καταλάβει για δαύτες από αυτά που έχω διαβάσει.

    Το «ό,τι θέλεις εσύ Τζωρτζίνο μου,» το οποίο μου άρεσε πολύ στην αρχή, κάποια στιγμή άρχισε να γίνεται για μένα πηγή προβληματισμού, όταν επιτέλους κατάλαβα πως έβαζε τα δικά της θέλω στην άκρη, και ήταν η πρώτη και η μοναδική φορά μέχρι σήμερα που της έβαλα τις φωνές. Μπορεί αυτό να λειτουργούσε με τον πρώτο της Γιώργο, όταν δηλαδή δεν μουλάρωνε και έκανε του κεφαλιού της, αλλά εκείνη τη φορά ποιος με είδε και δε με φοβήθηκε.

    Ήταν δύο εβδομάδες μετά την πρώτη μου αγωγή που είχα αρχίσει να ξεπερνάω τα συμπτώματα. Συζητούσαμε για το πού θα πάμε για φαγητό.



    «Λοιπόν, τι τραβάει η ψυχάρα σου για σήμερα;» τη ρωτάω.

    «Ό,τι θέλεις εσύ, Τζωρτζίνο μου,» μου απαντάει χαμογελώντας, το συνηθισμένο της χαμόγελο που λέει “είμαι εδώ για σένα.”

    «Βρε πες μου τι θα γούσταρες να κάνουμε,» επιμένω, νιώθοντας έναν εκνευρισμό να αρχίζει να αναβλύζει μέσα μου.

    «Μα σου λέω, ό,τι θέλεις κι εσύ» μου απαντάει, ανασηκώνοντας τους ώμους της με μια κίνηση που δείχνει απόλυτη παραίτηση από οποιαδήποτε επιλογή.

    «Κρινιώ, σε ρωτάω τι θα ήθελες ΕΣΥ να κάνουμε!» επιμένω, βάζοντας έμφαση στο “εσύ”, η φωνή μου ήδη πιο δυνατή.

    «Τζωρτζίνο μου…» κάνει μια παύση, τα χείλη της σχηματίζουν μια λεπτή γραμμή καθώς προσπαθεί να καταλάβει τι θέλω. «Δεν… δεν έχω κάποια προτίμηση.»

    Και τότε είναι που χάνω την ψυχραιμία μου. Όλες οι φορές που έχω δει αυτό το μοτίβο να επαναλαμβάνεται—στην επιλογή ταινίας, φαγητού, εξόδου, ακόμα και του πώς θα περνάμε το Σαββατοκύριακο—συσσωρεύονται μέσα μου και εκρήγνυνται.

    «ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΜΟΥ ΛΕΣ ΚΙ ΕΣΥ ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ, ΕΓΙΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΤΟΣ;» βρυχώμαι, τα χέρια μου να χειρονομούν έντονα, το πρόσωπό μου να έχει κοκκινίσει από θυμό.

    Η Κρινιώ αναπηδάει, τα μάτια της ορθάνοιχτα από σοκ, τα χέρια της να σφίγγονται νευρικά το ένα με το άλλο, το σώμα της να μαζεύεται σαν να θέλει να γίνει όσο πιο μικρό γίνεται.

    «Μη μου φωνάζεις σε παρακαλώ,» μου λέει εμφανώς ταραγμένη, η φωνή της τρεμάμενη, σχεδόν ψίθυρος.

    Παίρνω βαθιές ανάσες προκειμένου να ηρεμήσω. Παρασύρθηκα, δεν ήθελα να τις βάλω τις φωνές. Κλείνω τα μάτια, μετράω μέχρι το πέντε, ανοίγω ξανά τα μάτια και τη κοιτάζω. Στέκεται ακόμα εκεί, με το βλέμμα της στο πάτωμα, το σώμα της σε ένταση, σαν να περιμένει την επόμενη έκρηξη.

    «Συγνώμη Κρινιώ μου,» της λέω και ανοίγω την αγκαλιά μου, στην οποία μπαίνει μέσα σχεδόν δακρυσμένη, διστακτικά στην αρχή, μετά αφήνοντας τον εαυτό της να χαλαρώσει στα χέρια μου.

    «Καρδούλα μου…» της κάνω μια παύση, ψάχνοντας τις σωστές λέξεις, «το καταλαβαίνω ότι θέλεις να με ευχαριστείς, καταλαβαίνω ότι πάνω-κάτω τέτοιου είδους σχέση είχες με το Γιώργο, αλλά εγώ είμαι διαφορετικός.» Ξεκολλάω ελαφρά για να μπορέσω να δω το πρόσωπό της. «Δε θέλω να κάνουμε μόνο πράγματα που αρέσουν σε μένα, για μένα έχει τεράστια σημασία να κάνουμε πράγματα που αρέσουν και σε σένα!»

    Η Κρινιώ δαγκώνει νευρικά το κάτω χείλος της, τα μάτια της γυαλίζουν από τα δάκρυα που προσπαθεί να συγκρατήσει. Φαίνεται να παλεύει να βρει τις λέξεις, να διατυπώσει κάτι που ίσως ποτέ δεν της έχει επιτραπεί να εκφράσει.

    «Τζωρτζίνο μου, δεν το καταλαβαίνεις ότι…» σταματάει, παίρνει μια βαθιά ανάσα, «ότι μ' αρέσει να κάνω πράγματα που σ' αρέσουν;»

    «Μπορεί, αλλά ο συγκεκριμένος Τζωρτζίνος προτιμάει να κάνει μαζί σου πράγματα που αρέσουν ΚΑΙ στους δύο.» Της χαϊδεύω απαλά το μάγουλο, σκουπίζοντας ένα δάκρυ που έχει ξεφύγει. «Θέλω να νιώθεις άνετα να μου λες τι θέλεις.»

    Η Κρινιώ κάθεται στον καναπέ, τα χέρια της παίζουν νευρικά με την άκρη της μπλούζας της. Αποφεύγει να με κοιτάξει κατάματα, σαν να φοβάται αυτό που πρόκειται να πει.

    «Τζωρτζίνο μου…» κομπιάζει, παίρνει μια βαθιά ανάσα και συνεχίζει, «εμένα μου αρέσουν πράγματα που ξέρω ότι δε σου αρέσουν. Θέλω να πάω σε ένα τελειωμένο ελληνάδικο. Θέλω που και που να πηγαίνω για clubbing…» Η φωνή της χαμηλώνει καθώς ολοκληρώνει τη φράση της, σαν να περιμένει μια αρνητική αντίδραση.

    «Το ότι δεν αρέσουν σε μένα δε σημαίνει ότι πρέπει να τα στερείσαι, μόνο και μόνο για να μη μ' αφήσεις μόνο μου ένα βράδυ.»

    Τα μάτια της γουρλώνουν, το στόμα της ανοίγει ελαφρά από έκπληξη. Μένει άφωνη για μερικά δευτερόλεπτα.

    «Και θα μ' άφηνες να είμαι έξω κι εσύ να είσαι σπίτι;» ρωτάει τελικά, η φωνή της να τρέμει ελαφρά.

    «Τι πράγμα;» τη ρωτάω αδυνατώντας να πιστέψω στ' αφτιά μου.

    Αυτό και αν μου ήρθε απότομο. Νιώθω σαν να με χτυπάει κάποιος στο στομάχι. Η απορία της, η αμφιβολία της, μου αποκαλύπτει ένα ολόκληρο σύμπαν από παλιές πληγές.

    Η Κρινιώ χαμηλώνει το βλέμμα, τα χείλη της σφιγμένα, τα χέρια της να τρέμουν ελαφρά. Νιώθω σαν να αντικρίζω για πρώτη φορά μια πτυχή της που μέχρι τώρα είναι κρυμμένη βαθιά—η Κρινιώ που έχει μάθει να ζει με περιορισμούς, με απαγορεύσεις, με όρια που κάποιος άλλος της έχει θέσει.

    Και τότε μου γίνεται το κλικ. Ο πρώτος της Γιώργος μπορεί να ήταν σε όλα του καλός και χρυσός, αλλά ήταν φοβερά κτητικός, για να μην πω ζηλιάρης. Αυτή ήταν και η αιτία των on/off τους, η Κρινιώ τα κρατούσε μέσα της μέχρι που έσκαγε και επαναστατούσε, για να γυρίσει μετά από λίγο μετανιωμένη και να έχουμε νέο κύκλο.

    Κάθομαι δίπλα της στον καναπέ, παίρνω τα χέρια της στα δικά μου. Είναι κρύα, παρά τη ζέστη του καλοκαιριού.

    «Κρινιώ μου,» αρχίζω, η φωνή μου απαλή αλλά σταθερή, «όταν σε λέω Κρινιώ μου το “μου” δεν είναι κτητικό. Σημαίνει ότι είσαι το κορίτσι μου, είσαι η κοπέλα με την οποία είμαι ερωτευμένος και έχω μαζί της σχέση, δε σημαίνει ότι μου ανήκεις.» Σταματάω, περιμένω να σηκώσει το βλέμμα της και να με κοιτάξει. «Η ερώτηση σου για μένα δεν έχει νόημα, δεν έχω καμία δικαιοδοσία να σου επιτρέψω ή να σου απαγορέψω να κάνεις αυτά που θέλεις. Μπορώ να σου εκφράσω τη συμφωνία μου ή τη διαφωνία μου αλλά στο τέλος της ημέρας οι όποιες αποφάσεις είναι δικές σου και μόνο.»

    Η Κρινιώ με κοιτάζει έκπληκτη, σαν να της μιλάω σε μια γλώσσα που δεν έχει ακούσει ποτέ πριν. Τα χείλη της κινούνται, αλλά δεν βγαίνει ήχος.

    «Τζωρτζίνο μου… δεν…» κομπιάζει, αδυνατώντας να ολοκληρώσει τη σκέψη της.

    «Το γεγονός ότι εγώ είμαι κλειστός και μοναχικός άνθρωπος δε σημαίνει ότι περιμένω από εσένα να μονάσεις δίπλα μου, ούτε να σταματήσεις να έχεις φίλους.» Της χαϊδεύω τα μαλλιά, απαλά, με μια τρυφερή κίνηση που προσπαθεί να της μεταδώσει ασφάλεια. «Θέλω να βγαίνεις, θέλω να έχεις φίλους, θέλω να κάνεις πράγματα μαζί τους. Και, πάνω απ' όλα, θέλω όταν κάνουμε κάτι μαζί, να το κάνουμε γιατί αρέσει και σε σένα και όχι για να μη μου χαλάσεις το χατίρι ή για να μην περάσω ένα σαββατόβραδο παρέα με τη Λίζι.»

    Η Κρινιώ με κοιτάζει κατάματα, τα μάτια της να αναζητούν στα δικά μου κάποιο σημάδι αμφιβολίας, κάποια χαραμάδα αβεβαιότητας. Υγραίνει τα χείλη της, ζυγίζει τις λέξεις πριν μιλήσει.

    «Δεν… δεν ζηλεύεις;» μου κάνει επιτέλους την ερώτηση του εκατομμυρίου, η φωνή της τόσο αδύναμη που μόλις που την ακούω.

    «Ζηλεύω που δεν είμαι υγιής και δεν έχω τα νιάτα και τη δύναμη να μπορώ να σε ακολουθήσω σε κάποια από τα πράγματα που σ' αρέσουν.» Κάνω μια παύση, αφήνω τα λόγια μου να απορροφηθούν. «Αλλά δε ζηλεύω με την έννοια που νομίζεις.»

    «Δε… δε θα σ' ενοχλεί που…» τα μάτια της αποφεύγουν ξανά τα δικά μου, το σώμα της φαίνεται να συστέλλεται ελαφρά.

    «Που θα υπάρχουν αγόρια στην παρέα σου;» συμπληρώνω τη φράση της, προσπαθώντας να της δείξω ότι καταλαβαίνω. «Όχι, δεν μ' ενοχλεί. Δεν ζηλεύω με αυτό τον τρόπο Κρινιώ μου, σ' εμπιστεύομαι.»

    «Τζωρτζίνο μου…» μου λέει με σπασμένη φωνή και βάζει τα κλάματα στην αγκαλιά μου. Το σώμα της τραντάζεται από λυγμούς, σαν να απελευθερώνεται από ένα βάρος που κουβαλάει χρόνια. Δεν μιλάω, δεν λέω κάτι, απλά την κρατάω σφιχτά και τη χαϊδεύω μέχρι να ηρεμήσει τελείως. Αισθάνομαι τις ανάσες της να γίνονται πιο ρυθμικές, το σώμα της να χαλαρώνει σταδιακά.

    «Σ' αγαπάω,» της λέω με το που ηρεμεί, το πρόσωπό της ακόμα χωμένο στον ώμο μου. «Ό,τι αγαπάς δεν το κρατάς φυλακισμένο, το αφήνεις να πετάξει. Αν σ' αγαπάει δε θα φύγει ποτέ από κοντά σου.»

    Η Κρινιώ ανασηκώνει το κεφάλι της, τα μάτια της κόκκινα και πρησμένα, αλλά με μια νέα λάμψη.

    «Σ’ αγαπάω Τζωρτζίνο μου,» μου απαντάει βάζοντας και πάλι τα κλάματα, αλλά αυτή τη φορά είναι διαφορετικά—σαν δάκρυα απελευθέρωσης, σαν βροχή που καθαρίζει την ατμόσφαιρα μετά από καταιγίδα.

    «Το ξέρω, χαζούλα!» της λέω, φιλώντας απαλά το μέτωπό της και σκουπίζοντας με τον αντίχειρά μου τα δάκρυα από τα μάγουλά της. «Και γι' αυτό ακριβώς ξέρω ότι θα είσαι πάντα δίπλα μου, ακόμα κι όταν διασκεδάζεις με τους φίλους σου.»

    «Γδύσου να σε βιάσω!» μου λέει, ακόμα δακρυσμένη, και βάζω τα γέλια.

    «Ναι, δε θα είναι ακριβώς βιασμός!» της λέω.

    «Μωρέ τι μας λες;» μου κάνει, και σε χρόνο dt μου τσιτσιδώνεται στο σαλόνι και σχεδόν μου ορμάει.

    «Δεν ντρέπεσαι μπροστά στα παιδιά; Τι γνώμη θα σχηματίσουν Κοραλλένιος, Φούντας και κυρία Σύννεφο;»

    «Σου είχα πει ότι είναι μπανιστιρτζήδες!» μου απαντάει χαχανίζοντας και χωρίς να χάσει χρόνο μου κατεβάζει παντελόνι και μποξεράκι και με παίρνει στο στόμα της.

    Έχω και δυνάμεις και όρεξη, κι έτσι μετά από λίγη ώρα τη σταματάω και με το που σηκώνεται με αρπάζει και πάμε μπροστά εκείνη και πίσω εγώ—πιγκουινάτο, ούτε το παντελόνι δε με άφησε να ανεβάσω η λυσσάρα—στο δωμάτιο διά τα περαιτέρω, και στα σκαλιά παραλίγο να φάω και τα μούτρα μου, να πούμε.

    «Νομίζω ότι το κάνεις επίτηδες για να στις βρέξω με τη ζώνη!»

    «Αν είναι ποτέ δυνατόν!» μου κάνει ειρωνικά και μου κουνάει προκλητικά το κωλαράκι της, και της ρίχνω μια γερή στον αριστερό γλουτό, που είχε και το tattoo με το στόχο. Και να ήθελα δηλαδή, πως να αστοχήσω;

    Με το που φτάνουμε στο δωμάτιο κλείνω την πόρτα και ας γκρινιάζει η Λίζι, γιατί μη γελάτε, δεν μπορώ να λειτουργήσω με το κοπρόγατο να με κοιτάζει.

    «Ορίστε, του είπα ότι θα τον βιάσω και είναι με την τσουτσού κάγκελο!» μου λέει πειρακτικά.

    «Εκτός και αν εννοούσες ότι θα με βιάσεις με κανένα strap-on, να πούμε, πώς αλλιώς θα άργαζες το παραγινωμένο μου κορμί;»

    «Σου αρέσει το strap-on?» με ρωτάει με γουρλωμένα μάτια.

    «Όχι, γι’ αυτό μη σου μπαίνουν ιδέες!» της λέω και την αρπάζω και την βάζω να ξαπλώσει πάνω στα γόνατά μου. «Θα τιμωρηθείς και μόνο που το σκέφτηκες!»

    «Καλά, όχι strap-on» μου λέει και μετά χαχανίζει. “Dildo?” με ρωτάει προκλητικά, και αρχίζουν να πέφτουν οι σφαλιάρες σύννεφο στο υπέροχο κωλαράκι της. «ΑΑΑΑΑΧ! Γορίλλα μου εσύ!» μου πετάει, και άντε τώρα να κάτσεις σοβαρός.

    Αφού την προθέρμανα καλά-καλά ήρθε η ώρα της ζώνης, που της αρέσει πολύ. Ωστόσο εδώ γίνεται διαφορετικά, τη βάζω να κάθεται στα τέσσερα και μετράει την κάθε μία. Υποτίθεται ότι η ποινή είναι ότι αν δεν πει τον αριθμό το χτύπημα θα επαναληφθεί, με αποτέλεσμα στις αρχές που ξεκινούσα με 20 και 30 να μένουμε στο 19 και στο 29, και μετά να της ρίχνω μέχρι να κουραστεί το χέρι μου, κατάλαβες η Μεσσαλίνα;

    «100!» της λέω. «Τι έχεις να πεις;»

    «Θα αντέξεις Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει πιο σοβαρά.

    «Θα δείξει!» της λέω και την βάζω να κάτσει καλά στα τέσσερα. Τουρλώνεται με τέτοιο τρόπο, που το μόνο που σκέφτομαι είναι να παρατήσω τη ζώνη και να την πάρω από πίσω… αλλά κύριος εγώ.

    «Ένα!» μου λέει καθώς πέφτει η πρώτη. «Δύο, τρία…» Οι πρώτες είκοσι δεν είναι ιδιαίτερα δυνατές, αλλά από εκεί και πέρα αρχίζουν και γίνονται. Η Κρινιώ έχει μεγάλες αντοχές και μέχρι στιγμής ούτε μια φορά δε μου είχε πει να σταματήσω. Εγώ είμαι που βάζω φρένο στον εαυτό μου, γιατί εμένα μου αρέσει περισσότερο η ιδέα του παιχνιδιού παρά ο πόνος που προκαλεί. Όπως και να έχει αυτή τη φορά θέλω να της δώσω αυτό που της αρέσει, οπότε τις ρίχνω αρκετά πιο δυνατές.

    Αποτέλεσμα, γύρω στις 50 η Κρινιώ να έχει αποκτήσει ένα υπέροχο κοκκίνισμα στα κωλομέρια και εγώ να είμαι στα πρόθυρα να σωριαστώ. Της ρίχνω καμιά δεκαριά ακόμα και εκεί… λέω το safeword εγώ που βαράω!

    «Αμμώδης καμπουρογαμόσαυρος ο Αιτωλός» λέω ξεψυχισμένα, ναι και σε αυτό χαβαλέ κάναμε, και βάζει τα γέλια.

    Ξαπλώνω λίγο για να βρω τις ανάσες μου και το Κρινιώ μου σκύβει μπροστά μου και μου κάνει μια αργή αισθησιακή πίπα μέχρι να βρω τις δυνάμεις μου. Η αλήθεια είναι ότι το απολαμβάνω πολύ αλλά το κορίτσι μετά τη ζώνη θέλει πάντα από πίσω, και δεν ξέρω πως τα καταφέρνει αλλά κάθε φορά έχει οργασμό. Τουλάχιστον πλέον δε μου γκρινιάζει που βάζω λιπαντικό, παρά το γεγονός ότι της αρέσει ο πόνος της παραβίασης της πίσω της πόρτας, τελικά διαπίστωσε ότι με χρήση λιπαντικού το απολαμβάνει περισσότερο.

    «Έλα, πάμε για το Τζόκερ!» της λέω και σταματάει την πίπα και βάζει τα χάχανα.

    Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε κερδίσει ακόμα τις προηγούμενες φορές που την έκανα …κωλόφαρδη, αλλά ποτέ μη λες ποτέ. Εδώ και καιρό έχουμε σταματήσει να χρησιμοποιούμε προφυλακτικό όταν την παίρνω από πίσω, οπότε όταν έκατσε και πάλι στα τέσσερα, το μόνο που χρειάστηκε ήταν να βάλω λίγο λιπαντικό πίσω της και να την παίξω με το δάχτυλο για ένα λεπτό. Βάζω λιπαντικό και πάνω μου, και χωρίς άλλα μπαίνω πίσω της.

    «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜ» μου κάνει καθώς μετά από λίγο σπρώξιμο καταφέρνω να χωθώ σχεδόν όλος πίσω της. Την τραβάω με δύναμη από τα μαλλιά και αρχίζω να κινούμαι με σταθερό ρυθμό, γιατί στην κατάστασή μου δεν είμαι και για πολλά και δε θέλω να το κόψω στη μέση.

    Μια κουβέντα είναι αυτό, καθώς η ρουφιάνα έχει απίστευτα όμορφο κώλο και έτσι όπως κάθεται, η εικόνα της, τα βογγητά και οι στεναγμοί της, παντρεύονται με την αίσθηση του οργάνου μέσα μου, και σχεδόν κάθε φορά χάνω τον έλεγχο του εαυτού μου. Σήμερα πάντως, κύριος, κατάφερα να κρατήσω τον σταθερό ρυθμό που έδωσα εξαρχής, μπαίνοντας μέσα της όλος κάθε φορά, κάνοντάς τη να χάσει πάλι τ’ αυγά και τα πασχάλια. Καλά όχι ότι εγώ ήμουν καλύτερος να πούμε…

    Πέντε λεπτά χρειάστηκε για να έρθει σε οργασμό, και μπορεί να μην είναι φασαριόζα αλλά το καταλαβαίνω καθώς κάθε φορά που τελειώνει φωνάζει το όνομά μου. «ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ… ΑΑΑΑΑΧ ΓΙΩ… ΓΙΩΡΓΟ…ΑΑΑΑΑΧ!»

    Αφήνω κι εγώ ελεύθερο τον εαυτό μου, και ούτε λεπτό αργότερα καρφώνομαι για τελευταία φορά μέσα της και κοκκαλώνω.

    Και σήμερα είχαμε και ατυχηματάκι, καθότι δεν είχε γίνει η σχετική προετοιμασία, αλλά δε βαριέσαι, όποιος τη νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί, και δεν είναι κάτι που δε μας είχε ξανατύχει…

    Τα έχουν αυτά οι αυθορμητισμοί.

    Μετά το ντουζάκι, και καθώς οι δυνάμεις μου είχαν αρχίσει να με εγκαταλείπουν ξαπλώσαμε αγκαλίτσα, με την Λίζι στο μαξιλάρι πίσω από το κεφάλι μου, γιατί σιγά που θα αφήναμε το άλλο μου κορίτσι στην απ’ έξω.

    Το σημαντικότερο ωστόσο ήταν πως από εκείνη την ημέρα, σιγά-σιγά, η Κρινιώ άρχισε να εκφράζει περισσότερο τις επιθυμίες της, τα θέλω της, τα όνειρά της. Κι εγώ ανακάλυψα ότι τίποτα δεν με κάνει πιο ευτυχισμένο από το να τη βλέπω να ανθίζει, να ζει, να γίνεται όλο και περισσότερο ο εαυτός της.



    Επιτέλους έφτασε ο Αύγουστος. Παρασκευή πρώτη του μήνα σήμερα και αύριο το πρωί ταξιδεύουμε για Κύθηρα. Το σώμα μου έχει ανακάμψει σε πολύ μεγάλο βαθμό, πλέον δεν αισθάνομαι εξάντληση με το παραμικρό. Την τελευταία εβδομάδα κάθε μέρα μετά το σχόλασμά της από την καφετέρια, κάνουμε περιπάτους με την Κρινιώ που στις αρχές του μήνα ούτε καν μπορούσα να διανοηθώ, χθες για παράδειγμα κατεβήκαμε Αθήνα περπατήσαμε στο λόφο του Φιλοπάππου και καθίσαμε σ’ ένα παγκάκι, αγκαλιασμένοι, κοιτάζοντας την Αθήνα να απλώνεται κάτω από τα πόδια μας.

    Οι Αθηναίοι μπορεί να μην έχουν φύγει ακόμα όλοι, αλλά έχουν φύγει αρκετοί. Η κίνηση στους δρόμους είναι περιορισμένη, και στην καφετέρια δεν έχει και πολλή δουλειά. Αυτός είναι και ο λόγος που τις τελευταίες μέρες, κάθε απόγευμα, αφού τελειώνω από τη δουλειά, πηγαίνω και κάθομαι εκεί, πίνοντας το καφεδάκι μου και διαβάζοντας Kindle, και δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε αρκετό χρόνο να κάτσουμε έξω παρεούλα.

    Την τελευταία εβδομάδα κατέβηκα κάθε μέρα στο γραφείο, το οποίο μου είχε λείψει. Το πρωινό ξύπνημα, οι άνθρωποι, η συντροφικότητα, η αίσθηση του ανήκειν σε κάτι μεγαλύτερο από εμένα. Η εκπαίδευση του μελλοντικού μου αντικαταστάτη πάει πολύ καλά, ο Λεωνίδας είναι ατσίδα, ξέρει την εταιρία απ’ έξω και ανακατωτά, και έχει και το σωστό μείγμα θράσους, θάρρους και τσαμπουκά που απαιτείται για μια τέτοια θέση. Παρόλο που τυπικά είναι ακόμα head τμήματος, από τις αρχές του Ιούλη έχω αρχίσει και του δίνω δικά μου κομμάτια.

    Ουσιαστικά δεν κάνω τίποτα περισσότερο από αυτό που του υποσχεθήκαμε εγώ και ο Γιάννης: θα πάρει προαγωγή και θα με αντικαταστήσει στο ρόλο του προϊστάμενου της υποδιεύθυνσης. Μόνο ο Γιάννης, ο Χρήστου—ο CEO—και ο executive του HR ξέρει ποιος είναι ο πραγματικός λόγος, το μυστικό του τερματικού μου καρκίνου δεν το ξέρει κανείς άλλος στην εταιρία και ούτε θέλω να μαθευτεί.

    Όπως και τις προηγούμενες μέρες που κατέβηκα γραφείο, πήγε στην καφετέρια με το παπάκι της. Οδηγεί με μια χάρη που με γοητεύει, αρμονική με το σώμα της, γεμάτη αυτοπεποίθηση παρά το μικρό της μέγεθος. Πάρκαρα κι εγώ κάπου κοντά, και πήγα στην καφετέρια. Σήμερα ήταν εκεί και ο ιδιοκτήτης της καφετέριας, γιατί ο άλλος barista είχε ρεπό και δε θα μπορούσε να του αφήσει τα κλειδιά η Κρινιώ.

    «Καλησπέρα,» είπα μπαίνοντας μέσα. Παρόλο που όλοι στην καφετέρια ξέρουν ότι εγώ και η Κρινιώ είμαστε μαζί, όταν πηγαίνω για να κάτσω εκεί, το κάνω πάντα σα να ήμουν απλός πελάτης.

    Δεν έχει άλλο πελάτη μέσα στο μαγαζί, οπότε η Κρινιώ μου απαντάει με περισσότερη οικειότητα. «Καλώς τον μου!» μου κάνει χαμογελώντας μου αλλά το χαμόγελό της σήμερα έχει… δεν ξέρω… Σα να τη βλέπω προβληματισμένη. Τα μάτια της, συνήθως γεμάτα λάμψη, φαίνονται σήμερα κάπως θολά, και έχει μια μικρή, σχεδόν ανεπαίσθητη ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια της, αυτή που εμφανίζεται όταν κάτι την απασχολεί. Δεν λέω κάτι, αν συμβαίνει το οτιδήποτε θα μου το πει όταν σχολάσει.

    Και αν δεν έχει πατήσει ψυχή στο μαγαζί, με τον ιδιοκτήτη σήμερα εδώ, η Κρινιώ δεν μπορεί να βγει έξω να κάτσει μαζί μου, οπότε περνάω το απόγευμα μόνος μου, πίνοντας αργά το καφεδάκι μου, και διαβάζοντας kindle ή χαζολογώντας στο YouTube. Από τη θέση μου, την παρακολουθώ διακριτικά. Κινείται πίσω από τον πάγκο με την κομψότητα που τη χαρακτηρίζει, αλλά κάπου-κάπου πιάνω το βλέμμα της να αποσπάται, να κοιτάζει το κενό για ένα-δυο δευτερόλεπτα. Ναι, κάτι την απασχολεί. Περιμένω υπομονετικά μέχρι τις 21:00 που σχολάει, και φεύγουμε παρέα, μπροστά η Κρινιώ με το παπί και εγώ από πίσω με το αυτοκίνητο.

    Τα πράγματα τα έχουμε ετοιμάσει τις προηγούμενες μέρες και το μόνο που μένει είναι αύριο να τα φορτώσουμε στο αυτοκίνητο. Χθες το βράδυ, η Κρινιώ δίπλωνε προσεκτικά τα ρούχα της, τοποθετώντας τα στη βαλίτσα. Τα χέρια της, λεπτά και ευκίνητα, δημιουργούσαν μικρά, τακτοποιημένα πακέτα από μπλούζες και φορέματα. Την παρακολουθούσα να κινείται με μια ελαφρότητα σχεδόν χορευτική, κάνοντας την πιο πεζή δουλειά να φαίνεται σαν τελετουργία.

    Αν και το να πηγαίναμε ακτοπλοϊκώς από τον Πειραιά θα ήταν πιο ξεκούραστο, αποφασίσαμε τελικά να πάμε οδικώς μέχρι τη Νεάπολη, γιατί δεν ξέρω πόσο θάλασσα θα άντεχε το στομάχι μου, και ας έχουν περάσει σχεδόν τέσσερις εβδομάδες μετά τον τέταρτο κύκλο χημειοθεραπείας και δεν ήθελα να το ρισκάρω.

    Γυρίζουμε σπίτι και όσο ετοιμάζω το φαγητό, δηλαδή ζεσταίνω αυτό που είχε μείνει από εχθές, κόβοντας και μια σαλάτα, η Κρινιώ πάει και κάνει το ντουζάκι της. Σφυρίζω ένα τραγούδι καθώς ανακατεύω τη σαλάτα, νιώθοντας σήμερα περισσότερη ενέργεια απ’ ό,τι συνήθως. Η χαρά της επικείμενης απόδρασης, ίσως. Η προσμονή να δω το νησί της, να γνωρίσω τη μητέρα της, να ζήσουμε στιγμές κανονικότητας μακριά από νοσοκομεία και χημειοθεραπείες.

    Επιστρέφει δέκα λεπτά αργότερα έχοντας απαλλοτριώσει ακόμα μια μπλούζα, και ένα μποξεράκι μου. Τα μαλλιά της είναι νωπά, κολλημένα στο πρόσωπό της, και η μπλούζα μου την κάνει να φαίνεται ακόμα πιο μικροκαμωμένη, σαν παιδί που ντύθηκε με τα ρούχα του πατέρα του. Τη βλέπω και χαχανίζω.

    «Βρε κλεφτοκοτά!» της λέω, αφήνοντας τα μαχαιροπίρουνα που είχα στα χέρια μου.

    «Λίγο μόνο!» μου κάνει χαρίζοντας μου το χαμόγελό της που θαρρείς ότι κάνει την πλάση να λάμψει. Για μια στιγμή το βλέμμα της είναι καθαρό, χωρίς τη σκιά που είχα παρατηρήσει νωρίτερα. Ανοίγει τα χέρια της σε μια παιχνιδιάρικη κίνηση, αθώα και προκλητική ταυτόχρονα. Μετά το πρόσωπό της σοβαρεύει, τα χείλη της σφίγγονται ελαφρά. «Τζωρτζίνο μου;»

    «Τι είναι καρδούλα μου;» Αναγνωρίζω αμέσως τον τόνο στη φωνή της. Είναι ο ίδιος που χρησιμοποιεί όταν θέλει να μου πει κάτι που την προβληματίζει. Στρέφομαι πλήρως προς το μέρος της, δίνοντας της την αμέριστη προσοχή μου.

    «Ο Χάρης μου είπε ότι δεν μπορεί να με κρατήσει άλλο part time.» Καθώς μιλάει, τα δάχτυλά της παίζουν νευρικά με την άκρη της μπλούζας μου που φοράει. «Ή θα πρέπει να γίνω full time όταν επιστρέψω είτε αντίο Σπανιόλες κυρίες…»

    «Αφού έχεις τη σχολή σου!» Η φωνή μου ανεβαίνει λίγο περισσότερο απ’ όσο ήθελα, από έγνοια για εκείνη. Ξέρω πόσο σημαντικές είναι οι σπουδές της, πόσο σκληρά δουλεύει για να τα βγάλει πέρα.

    «Δεν το ξέρω;» μου κάνει στενάζοντας, τα ώμοι της πέφτουν ελαφρά, και κάθεται σε μια καρέκλα. «Τέλος πάντων… θα το αντιμετωπίσουμε όταν έρθει…» Το χέρι της περνά μέσα από τα υγρά μαλλιά της, μια χειρονομία που κάνει όταν νιώθει αβέβαιη.

    Προφανώς και δεν χρειαζόταν καν δουλέψει η Κρινιώ, ο μισθός μου επαρκεί για να την περάσουμε αξιοπρεπώς και οι δυο μας. Δεν της έχω προτείνει κάτι τέτοιο, γιατί αφενός δε θα το δεχόταν και αφετέρου γιατί πρώτος εγώ θέλω η Κρινιώ να έχει την ανεξαρτησία της. Την πλησιάζω και γονατίζω μπροστά της, παίρνοντας τα χέρια της στα δικά μου. Είναι δροσερά από το ντους, και τόσο μικρά μέσα στις παλάμες μου.

    «Κάτι θα βρούμε, μη μου ανησυχείς. Και θα είμαι κι εγώ εδώ, καρδούλα μου, δε χρειάζεται να μας πιάνει άγχος.» Τα μάτια μου συναντούν τα δικά της, προσπαθώντας να μεταδώσω την αισιοδοξία που νιώθω.

    «Το ξέρω μωρέ Τζωρτζίνο μου αλλά…» αφήνει τα χέρια της να πέσουν στα γόνατά της, όπου τα σφίγγει νευρικά, «είμαι εικοσιπέντε χρονών γαϊδάρα, δε θέλω να με συντηρεί η μάνα μου. Και που μου πληρώνει το νοίκι νιώθω άσχημα.» Το πηγούνι της ανασηκώνεται λίγο σε μια κίνηση που δείχνει την περηφάνια της.

    Δεν της υπενθυμίζω ότι από το Σεπτέμβρη δε θα χρειάζεται να πληρώνει νοίκι, γιατί στην κατάσταση που είναι μπορεί να το πάρει αλλιώς και να μαυρίσει ακόμα περισσότερο η διάθεσή της. Σηκώνομαι όρθιος, αλλά παραμένω κοντά της, μια παρουσία σταθερή και υποστηρικτική.

    «Θα τη βρούμε την άκρη,» της λέω και εκεί μου έρχεται η ιδέα. Στο τμήμα υποστήριξης πελατών έχουμε άτομα που δουλεύουν part time, κυρίως φοιτητές. Βέβαια έχει βάρδιες και μπορεί να δουλεύει στις γιορτές, αλλά αυτό δε γινόταν και στην καφετέρια; «Κρινιώ, θα την πάλευες να δουλέψεις σε τηλεφωνικό;» Τα μάτια μου λάμπουν με ενθουσιασμό καθώς της μιλώ.

    «Τι εννοείς;» με ρωτάει με περιέργεια, η έκφρασή της αλλάζει, το βλέμμα της ζωντανεύει. Ανασηκώνεται λίγο στην καρέκλα της, δείχνοντας ενδιαφέρον.

    «Στο τμήμα εξυπηρέτησης πελατών της εταιρίας. Ξέρω μετά λόγου γνώσης ότι έχει κόσμο που δουλεύει part time, είναι κυρίως φοιτητές που βγάζουν το χαρτζιλίκι τους.» Καθώς μιλάω, τα χέρια μου κινούνται ζωηρά, εκφράζοντας τον ενθουσιασμό μου για την ιδέα.

    «Δεν έχω δουλέψει ποτέ σε τηλεφωνικό κέντρο. Τι χρειάζεται;» Τα μάτια της με κοιτάζουν ερευνητικά, σαν να προσπαθεί να διαβάσει στο πρόσωπό μου αν είναι κάτι που μπορεί να κάνει. Τα δάχτυλά της έχουν σταματήσει να παίζουν νευρικά με την μπλούζα και τώρα ακουμπούν ήρεμα πάνω στα γόνατά της.

    «Υπομονή και γερό στομάχι, να μπορείς να διατηρείς την ψυχραιμία σου όταν ο πελάτης γκαζώνει. Όλα τα άλλα μαθαίνονται.» Της χαμογελώ ενθαρρυντικά, ξέροντας πόσο υπομονετική και γλυκιά είναι με τους ανθρώπους, δηλαδή ό,τι χρειάζεται γι’ αυτή τη δουλειά.

    «Χμμμ…» μου κάνει σκεπτική, το βλέμμα της χάνεται κάπου πέρα από μένα, σαν να προσπαθεί να φανταστεί τον εαυτό της σε αυτή τη θέση. Το πρόσωπό της είναι ανέκφραστο, δυσκολεύομαι να καταλάβω αν της αρέσει η ιδέα.

    «Δεν είναι εύκολη δουλειά…» προσθέτω, θέλοντας να είμαι ειλικρινής μαζί της. «Αλλά Κρινιώ μου πραγματικά το πιστεύω ότι μπορείς να την κάνεις χωρίς καν να ιδρώσεις. Είσαι από φύση ήρεμη, γελαστή και έχεις και όμορφη, καθησυχαστική φωνή. Παιχνιδάκι θα είναι για σένα!» Καθώς της μιλώ, αισθάνομαι έναν αληθινό ενθουσιασμό για την προοπτική. Το call center μπορεί να είναι σε άλλο όροφο αλλά είναι στο ίδιο κτίριο με τα κεντρικά. Φαντάζομαι την Κρινιώ να έρχεται στο γραφείο, να την βλέπω στα διαλείμματα, να πηγαίνουμε μαζί στη δουλειά…

    «Χμμμ…» μου κάνει αυτή τη φορά με περισσότερο ενθουσιασμό, και ένα μικρό, διστακτικό χαμόγελο αρχίζει να σχηματίζεται στα χείλη της. Τα μάτια της επιστρέφουν σε μένα, πιο ζωηρά τώρα.

    «Τέλος πάντων, δεν χρειάζεται να το αποφασίσεις τώρα δα!» Κάνω μερικά βήματα προς την κουζίνα, συνεχίζοντας τις προετοιμασίες για το δείπνο μας. Δεν θέλω να της βάλω πίεση, ξέρω πως χρειάζεται χρόνο να επεξεργαστεί τις ιδέες.

    «Εντάξει,» μου λέει και αυτή τη φορά το πρόσωπό της λάμπει, σα να της έφυγε ένα βάρος. Σηκώνεται από την καρέκλα και έρχεται κοντά μου, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τη μέση μου από πίσω, ακουμπώντας το κεφάλι της στην πλάτη μου. «Σ’ ευχαριστώ.»

    «Για ποιο πράγμα;» τη ρωτώ, στρέφοντας ελαφρά το κεφάλι μου προς το μέρος της, αν και δεν μπορώ να δω το πρόσωπό της από τη θέση μου.

    «Που είσαι πάντα εδώ με λύσεις. Που με φροντίζεις.» Η φωνή της είναι χαμηλή, σχεδόν ψίθυρος, αλλά γεμάτη συναίσθημα.

    Γυρίζω προς το μέρος της, παίρνοντάς την στην αγκαλιά μου. «Αυτό κάνουμε, σωστά; Φροντίζουμε ο ένας τον άλλον.» Φιλώ απαλά το μέτωπό της και μένουμε έτσι για λίγο, αγκαλιασμένοι στην κουζίνα, ενώ η μυρωδιά του φαγητού απλώνεται γύρω μας.

    «Και αύριο Κύθηρα!» λέει ξαφνικά με φωνή γεμάτη έξαψη, υψώνοντας το βλέμμα της προς εμένα, τα μάτια της να λάμπουν από προσμονή. «Ανυπομονείς;»

    «Περισσότερο απ’ όσο μπορείς να φανταστείς,» της απαντώ, και είναι αλήθεια. Ανυπομονώ να δω τον τόπο της, να γνωρίσω την μητέρα της, να ζήσω μαζί της στιγμές κανονικότητας, μακριά από γιατρούς και νοσοκομεία. Μακριά από την υπενθύμιση της θνητότητάς μου.

    «Έχουμε τόσα πολλά να κάνουμε! Θα σου δείξω τις παραλίες, το σπίτι που μεγάλωσα, το σχολείο, τα πάντα!» Η φωνή της γίνεται όλο και πιο ζωηρή καθώς μιλάει, τα χέρια της κινούνται εκφραστικά, το πρόσωπό της φωτίζεται.

    Την παρακολουθώ με λατρεία, απολαμβάνοντας την παιδιάστική χαρά και τον ενθουσιασμό της. «Ανυπομονώ για όλα αυτά, καρδούλα μου. Για όλα.»

    «Και θα σου έχω και μια έκπληξη!» μου λέει με φωνή γεμάτη υπόσχεση.

    «Τι έκπληξη;» ρωτάω ενθουσιασμένος, για να φάω ένα ping στη μύτη, αλλοίμονο!

    «Να μην είσαι ανυπόμονος! Αν στην πω τι έκπληξη θα είναι;» μου λέει κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι.

    Και καθώς την κρατώ στην αγκαλιά μου, νιώθω βαθιά, απλή ευτυχία. Είναι αυτές οι στιγμές που με κάνουν να νιώθω ζωντανός—όχι απλά να επιβιώνω, αλλά να ζω πραγματικά. Γιατί δε ζούσα, όχι στ’ αλήθεια. Είχα παραιτηθεί όταν επέστρεψε ο καρκίνος και απλά περίμενα παθητικά να έρθει η στιγμή που θα με χώσουν στο χώμα.

    Και τώρα όχι απλά ζω, αλλά μέσα στα χάλια μου, νιώθω πιο ζωντανός από ποτέ. Για την κάθε στιγμή, το κάθε λεπτό, το κάθε της χαμόγελο. Γιατί στη διαφήμιση της ζωής μου, ο καρκίνος είναι το λιοντάρι κι εγώ η κοπέλα.

    Και η Κρινιώ;

    Η Κρινιώ είναι το νερό της ζωής.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 28 Μαϊου 2025
  11. ERW

    ERW NOTHING MORE OR LESS. OWNED AND COLLARED SLAVE Premium Member

    Ειστε υπεροχος
     
  12. BDSM_Couple

    BDSM_Couple New Member

    "Η Κρινιώ είναι το νερό της ζωής."

    Ακριβώς αυτό. Περιμένουμε την συνέχεια..