Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ο τελευταίος χορός

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 30 Μαρτίου 2025.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 14ο - Ταξίδι στα Κύθηρα

    Παρά το γεγονός ότι έχουμε όλο το χρόνο δικό μας και τα πράγματα είναι ήδη έτοιμα, ξυπνάμε νωρίς το πρωί. Η Κρινιώ, παρά την πρωινή ώρα, είναι ζωηρή και ενθουσιώδης, τριγυρνώντας στο σπίτι για να βεβαιωθεί ότι δεν ξεχάσαμε τίποτα. Ο καφές μας είναι ακόμα ζεστός στα φλιτζάνια, όταν φορτώνουμε τις τελευταίες βαλίτσες στο αυτοκίνητο.

    «Λίζι! Έλα κορίτσι μου, ώρα για ταξίδι!» φωνάζει η Κρινιώ, και το τριχωτό μας κάθαρμα εμφανίζεται διστακτικά από την κρεβατοκάμαρα, με ένα βλέμμα που λέει ξεκάθαρα “Τι εννοείς ‘ταξίδι’; Εγώ δεν πάω πουθενά.”

    «Κάνε πως δεν καταλαβαίνεις,» μου ψιθυρίζει η Κρινιώ, χαμογελώντας πονηρά.

    Έλα παππού μου να σου δείξω τ’ αμπελοχώραφά σου.


    Η Κρινιώ προσποιείται ότι κλείνει την πόρτα του μεταφορέα και η Λίζι, παρακινημένη από το ένστικτό της να μην μείνει στην απ’ έξω, μπαίνει πρόθυμα—ελληνιστί κουτρουβαλώντας—στο μεταφορέα της.

    «Είναι να μην σου έχουν βρει τα κουμπιά,» λέω χαχανίζοντας στη Λίζι και κλείνω την πόρτα του μεταφορέα.

    «Μην το κοροϊδεύεις το κορίτσι!» μου απαντάει Η Κρινιώ. «Της αρέσει να είναι μαζί μας.»

    Η Λίζι μάς κοιτάζει μέσα από τα κάγκελα του μεταφορέα της με μια έκφραση ήσυχης αποδοχής ανακατεμένης με ελαφριά αγανάκτηση. Την τοποθετούμε προσεκτικά στο πίσω κάθισμα, περιτριγυρισμένη από μαξιλάρια για περισσότερη άνεση.

    Κλείνω το σπίτι και κατεβαίνουμε στο αυτοκίνητο. Κάθομαι στη θέση του οδηγού, νιώθοντας ανανεωμένη ενέργεια. Η θεραπεία έχει τελειώσει πριν τέσσερις εβδομάδες και το σώμα μου δείχνει επιτέλους σημάδια ανάκαμψης.

    «Έτοιμη για περιπέτεια;»

    «Πάντα!» μου απαντάει, το χαμόγελό της να λάμπει στο πρωινό φως. «Αν και το GPS λέει πεντέμισι ώρες μέχρι τη Νεάπολη… Είσαι σίγουρος ότι θα αντέξεις τόση ώρα οδήγηση;»

    «Γι’ αυτό έχουμε συμφωνήσει να μοιραστούμε την οδήγηση, καρδούλα μου,» της απαντάω καθώς ξεκινάω το αυτοκίνητο. «Και γι’ αυτό θα κάνουμε τις απαραίτητες στάσεις.»

    «Μμμ… ξέρω ένα υπέροχο μέρος για καφέ στο Ναύπλιο,» λέει σκεπτικά, καθώς βγαίνουμε στην Αττική Οδό. «Να σταματήσουμε εκεί;»

    «Συμφωνώ απόλυτα,» της απαντάω. «Εξάλλου, δεν βιαζόμαστε. Έχουμε όλη τη μέρα μπροστά μας.»

    Μέσα στον μεταφορέα της, η Λίζι αρχίζει να διαμαρτύρεται με ένα χαμηλό, μονότονο νιαούρισμα, που ακούγεται σαν να λέει «Δεν με ρώτησε κανείς αν θέλω να πάω στο Ναύπλιο.»

    Η Κρινιώ απλώνει το χέρι της πίσω, χώνοντας δύο δάχτυλα μέσα από τα κάγκελα του μεταφορέα για να χαϊδέψει τη Λίζι. «Έλα, κορίτσι μου, όλα καλά. Δεν πάμε στο κτηνίατρο, σου το υπόσχομαι.»

    Βγαίνουμε από την Αθήνα με τις πρωινές ακτίνες του ήλιου να χρυσίζουν την άσφαλτο. Η Κρινιώ έχει φτιάξει μια playlist για το ταξίδι, κι έτσι συνοδεία ελληνικών τραγουδιών, κυρίως παλιών αγαπημένων, κατευθυνόμαστε προς την Κόρινθο.

    Οδηγώ αργά και σταθερά, απολαμβάνοντας τη διαδρομή και την παρέα. Η Κρινιώ μού διηγείται ιστορίες από την παιδική της ηλικία στα Κύθηρα, για το πώς κολυμπούσε κάθε μέρα, για το πώς βοηθούσε τη μητέρα της στο κατάλυμα και για τις σκανταλιές που έκανε με τους φίλους της.

    «Θα δεις, η μαμά κάνει το καλύτερο πρωινό στο νησί,» μου λέει με υπερηφάνεια. «Όλα σπιτικά, μαρμελάδες, γλυκά του κουταλιού, πίτες, τα πάντα.»

    «Με το ζόρι κρατιέμαι να μην τρέξω με 200 για να φτάσουμε πιο γρήγορα!» της απαντάω, και το γέλιο της γεμίζει το αυτοκίνητο.

    Περνάμε από την Κόρινθο και ακολουθούμε τον δρόμο προς Άργος. Η Λίζι έχει ηρεμήσει κάπως, μόνο περιστασιακά βγάζει έναν αναστεναγμό που μοιάζει να λέει «Αυτό το μαρτύριο θα συνεχιστεί για πολύ ακόμα;»

    Λίγο πριν το Άργος, σταματάμε σε ένα σημείο με θέα, για να ξεμουδιάσουμε και να βγάλουμε λίγο τη Λίζι από τον μεταφορέα της. Η Κρινιώ την κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της, ενώ εγώ τραβάω μερικές φωτογραφίες. Είναι μια εικόνα που θέλω να κρατήσω για πάντα—η Κρινιώ, με τα μαλλιά της να χορεύουν στο αεράκι, η Λίζι να κουλουριάζεται προστατευτικά στην αγκαλιά της, και πίσω τους το ελληνικό τοπίο, ξερό και υπέροχο, κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο.

    «Selfieeeeeee!» φωνάζει ενθουσιασμένη η Κρινιώ κάνοντάς με να χαμογελάσω σαν ηλίθιος.

    «Έλα, δώσε μου τη Λίζι,» της λέω, «και πιάσε μου το κινητό να βγούμε όλοι μαζί.»

    Η Λίζι διαμαρτύρεται έντονα για την αλλαγή χεριών, αλλά την σφίγγω απαλά και της μιλάω γλυκά, προσπαθώντας να την ηρεμήσω. Η Κρινιώ στήνει το κινητό και έρχεται δίπλα μου. Σηκώνω τη Λίζι ψηλά μπροστά στο πρόσωπό μου, η Κρινιώ τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου, και βγαίνουμε μια φωτογραφία που δεν υπάρχει περίπτωση να βγει καλή, αλλά που σίγουρα θα μας κάνει να γελάμε κάθε φορά που θα την κοιτάζουμε.

    Συνεχίζουμε την πορεία μας προς το Ναύπλιο, με την Κρινιώ να έχει αναλάβει το τιμόνι αυτή τη φορά. Οδηγεί με σιγουριά και χαλαρότητα, κυρίως σιωπηλή, μόνο περιστασιακά να τραγουδάει μαζί με τη μουσική που παίζει. Φτάνουμε στο Ναύπλιο λίγο μετά το μεσημέρι. Πλοηγείται με άνεση μέσα από τους στενούς δρόμους της πόλης, κατευθυνόμενη προς ένα συγκεκριμένο σημείο.

    «Έχω ξαναέρθει εδώ με την παρέα μου,» μου εξηγεί. «Έχει ένα καφέ με υπέροχη θέα στην παραλία.»

    «Εσύ να τα βλέπεις αυτά που πήγες να μου μονάσεις!» την μαλώνω.

    «Δε θα το ξανακάνω Τζωρτζίνο μου!» μου απαντάει χαρίζοντάς μου το πιο φωτεινό της χαμόγελο.

    Παρκάρουμε και βγαίνουμε από το αυτοκίνητο. Η ζέστη είναι έντονη, αλλά ένα ελαφρύ αεράκι από τη θάλασσα κάνει την ατμόσφαιρα υποφερτή. Η Λίζι γκρινιάζει μέσα στο μεταφορέα της, λες και υπήρχε περίπτωση να την αφήσουμε μόνη στο αυτοκίνητο!

    «Σταμάτα γκρινιάρα,» της λέω και πιάνω το μεταφορέα της.

    Το καφέ που έχει στο μυαλό της η Κρινιώ έχει υπαίθρια τραπεζάκια με θέα στον κόλπο του Ναυπλίου. Αντίκρυ μας ορθώνεται το Μπούρτζι, το μικρό νησάκι-κάστρο στη μέση του κόλπου, ενώ στα αριστερά μας το επιβλητικό Παλαμήδι δεσπόζει στον λόφο. Πίνουμε τα καφεδάκια μας χαζολογώντας και λίγο πριν μπούμε στο αυτοκίνητο για να συνεχίσουμε το ταξίδι, η Κρινιώ παίρνει τηλέφωνο την Αγγελική να της πει ότι θα είμαστε στα Κύθηρα κατά το απογευματάκι.

    Νιώθω ότι έχω ακόμα δυνάμεις, οπότε παίρνω και πάλι το τιμόνι. Η διαδρομή από το Ναύπλιο προς την Σπάρτη είναι εντυπωσιακή, καθώς περνάμε από τους πρόποδες του Πάρνωνα. Η Κρινιώ κοιτάζει από το παράθυρο, θαυμάζοντας τη θέα, τραβώντας που και που φωτογραφίες. Περνάω το χέρι μου στον ώμο της και εκείνη γέρνει το κεφάλι της πάνω του, αφήνοντας έναν αναστεναγμό ευχαρίστησης. Έτσι συνεχίζουμε, εγώ στο τιμόνι, εκείνη κουλουριασμένη δίπλα μου, η Λίζι να έχει αποδεχτεί πλέον τη μοίρα της στο πίσω κάθισμα.

    Κάπου πριν την Σπάρτη αλλάζουμε βάρδια στο τιμόνι γιατί έχω αρχίσει να κουράζομαι και ο δρόμος από εδώ και πέρα γίνεται πιο απαιτητικός, με στροφές και ανηφόρες, καθώς θα περάσουμε μέσα από τα ορεινά χωριά του Πάρνωνα. «Αν νομίζεις ότι αυτός ο δρόμος είναι δύσκολος, περίμενε να δεις τους δρόμους στο νησί,» μου λέει χαρίζοντάς μου ένα χαμόγελο γεμάτο προσμονή.

    Φτάνουμε στη Νεάπολη μια ώρα πριν τον απόπλου. Η μικρή παραθαλάσσια πόλη είναι γεμάτη κίνηση, καθώς αποτελεί το κύριο λιμάνι για τα Κύθηρα. Ανεβαίνουμε στο κατάστρωμα μόλις το πλοίο ξεκινάει, με τη Λίζι ασφαλισμένη στην αγκαλιά της Κρινιώς. Το τριχωτό μας τερατάκι φαίνεται ελαφρώς ταραγμένο από την κίνηση του πλοίου, αλλά το απαλό χάδι της Κρινιώς το διατηρεί ήρεμο.

    Ο ήλιος αρχίζει να γέρνει προς τη δύση, χρωματίζοντας τον ουρανό σε αποχρώσεις του πορτοκαλί και του ροζ. Στεκόμαστε στην κουπαστή, αγκαλιασμένοι, κοιτάζοντας το νησί που μεγαλώνει σιγά-σιγά μπροστά μας. Όσο πλησιάζουμε το Διακόφτι, που είναι και το πατρικό της, ο ενθουσιασμός της αυξάνεται όλο και περισσότερο. Καθώς το πλοίο πλησιάζει στο λιμάνι η ένταση στο σώμα της Κρινιώς είναι αισθητή. Τα μάτια της ψάχνουν το λιμάνι, σα να ψάχνει να εντοπίσει γνώριμα πρόσωπα.

    «Λες να μας περιμένει η μαμά στο λιμάνι;» με ρωτάει, η φωνή της να προδίδει λίγο άγχος.

    «Θα το μάθουμε σύντομα,» της απαντάω, προσπαθώντας να ακουστώ καθησυχαστικός.

    Καθώς το πλοίο δένει στο λιμάνι, μπορούμε να διακρίνουμε τους ανθρώπους που περιμένουν στην προβλήτα. Ανάμεσά τους, μια γυναίκα με μακριά, καστανόξανθα μαλλιά που μοιάζουν πολύ με της Κρινιώς, και που κουνάει το χέρι της με ενθουσιασμό.

    «Η μαμά!» φωνάζει η Κρινιώ, κουνώντας κι εκείνη το χέρι της με ενθουσιασμό. «Ήρθε να μας πάρει!»

    Νιώθω ένα κύμα νευρικότητας να με διαπερνά. Η στιγμή που θα συναντήσω τη μητέρα της έχει έρθει. Αλλά καθώς κοιτάζω την Κρινιώ που το πρόσωπό της λάμπει από χαρά, όλες οι ανησυχίες μου υποχωρούν. Είμαι έτοιμος να γνωρίσω την οικογένειά της, τον τόπο της, άλλο ένα κομμάτι της ζωής της. Άλλο ένα βήμα σε ένα κοινό μονοπάτι που έχουμε αρχίσει να χαράζουμε μαζί.

    Κατεβαίνουμε στο αυτοκίνητο, με τη Λίζι που είχε ησυχάσει όσο ταξιδεύαμε με το καράβι, να αρχίσει να γκρινιάζει και πάλι. Τα αυτιά της είναι πεσμένα προς τα πίσω και η ουρά της κινείται νευρικά.

    «Δε θα σε ταλαιπωρήσουμε άλλο, αγάπη μου!» της κάνει η Κρινιώ χαϊδεύοντάς την ανάμεσα από τ’ αφτιά, σκύβοντας με τρυφερότητα πάνω από τον μεταφορέα. «Σε λίγη ώρα θα είσαι στο νέο σου βασίλειο.»

    Ναι, γενικά οι γάτες δεν γουστάρουν αλλαγές περιβάλλοντος, και την πρώτη μέρα, ίσως και τη δεύτερη, θα έχουμε και πάλι γκρίνια από το τρίχρωμό μας κάθαρμα, αλλά… υγεία και ζουμί από λάχανο. «Μας» σκέφτομαι και χαμογελάω μόνος μου, τρίβοντας αφηρημένα τον αντίχειρά μου πάνω στο τιμόνι. Η Λίζι μας, το σπίτι μας, οι διακοπές μας, όλα έχουν γίνει μας—αυτή η λέξη με ζεσταίνει περισσότερο από τον ήλιο που λούζει το νησί.

    Επιτέλους έρχεται ο μπροστινός που μας έκλεινε και ξεπαρκάρει, και ξεπαρκάρουμε και εμείς και αποβιβαζόμαστε στο λιμάνι. Ανασαίνω βαθιά τον θαλασσινό αέρα, γεμίζοντας τα πνευμόνια μου. Σταματάω κάπου που δεν εμποδίζουμε και κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητο. Η Κρινιώ τρέχει σχεδόν χοροπηδώντας προς την μητέρα της με πρόσωπό που λάμπει.

    «Μαμάαααααααα!» φωνάζει και χώνεται στην αγκαλιά της Αγγελικής λες και είναι κοριτσάκι, στριφογυρίζοντας ελαφρά μέσα στην αγκαλιά της. Προσπαθώντας σκληρά να μη χαμογελάω σαν κρετίνος, στέκομαι διακριτικά παράμερα, νιώθοντας το βάρος της καρδιάς μου να ελαφραίνει βλέποντας τη χαρά της. Τις αφήνω να αγκαλιαστούν και να φιληθούν με την ησυχία τους. Η Κρινιώ με χαμόγελο που φωτίζει θαρρείς το ηλιοβασίλεμα, έρχεται προς το μέρος μου και μου πιάνει το χέρι, τα δάχτυλά της μπλέκονται με τα δικά μου με μια οικειότητα που ακόμα με ξαφνιάζει.

    «Μαμά, από εδώ ο Γιώργος!» της λέει και η καρδιά μου χτυπάει ταμπούρλο λες και είμαι κανένας έφηβος να πούμε, ενώ η πραγματικότητα είναι πως είμαι μεγαλύτερος και από τους δυο της γονείς… αν δηλαδή ζούσε ακόμα ο Στέλιος που χάθηκε τόσο άδικα στα 35 του. Ισιώνω ελαφρά τους ώμους μου, προσπαθώντας να καταπνίξω αυτή την αίσθηση αμηχανίας. Έχουμε μιλήσει με την Αγγελική στο Messenger, μου τα είχε χώσει κιόλας όταν τόλμησα να της πω να πληρώσω τη διαμονή μου. Της την έκανα γυριστή μέσω …Πράγας, αλλά φυσικά δεν είπα τίποτα σε καμία από τις δυο τους.

    «Γεια σου Αγγελική,» της λέω ζεστά δίνοντάς της το χέρι μου, νιώθοντας μια ξαφνική ξηρότητα στο στόμα μου. «Επιτέλους σε γνωρίζω και από κοντά!»

    «Καλώς τον,» μου απαντάει ζεστά μεν, αλλά με την μικρή επιφύλαξη που πάντα έχει μια μητέρα όταν γνωρίζει για πρώτη φορά το αμόρε της κόρης της. Τα μάτια της με εξετάζουν διακριτικά αλλά προσεκτικά. Πόσο μάλλον όταν το εν λόγω αμόρε είναι τριάντα χρόνια μεγαλύτερος και με τερματικό καρκίνο. Το βλέμμα της σταματά για λίγο στα μαλλιά μου—πιο αραιά και γκρίζα από ό,τι στις φωτογραφίες, υποθέτω.

    Μπαίνουμε και οι τρεις στο αυτοκίνητο, και η Αγγελική επιλέγει να κάτσει πίσω, κάνοντας έτσι και τη γνωριμίας της με τη Λίζι που γκρινιάζει ελαφρά, αλλά σύντομα ησυχάζει καθώς η Αγγελική της ψιθυρίζει κάτι. Για προφανείς λόγους αφήνω την Κρινιώ να οδηγήσει, τα χέρια μου τρέμουν ελαφρά καθώς της δίνω τα κλειδιά, και της Αγγελικής δεν της ξεφεύγει η οικειότητα που έχει η κόρη της με το αυτοκίνητό μου. Το βλέμμα της αντανακλάται στον καθρέφτη—παρατηρητικό, διαπεραστικό.

    Πέντε λεπτά αργότερα είμαστε στο συγκρότημα των διαμερισμάτων που νοικιάζουν. Παρόλο που είχα δει αμέτρητες φωτογραφίες, μένω να κοιτάζω σα χαζός, το στόμα μου ανοίγει ελαφρά από την έκπληξη, ακόμα και οι καλύτερες φωτογραφίες το αδικούν παράφορα.

    «Καλώς ήρθες στο βασίλειό μας,» μου λέει χαμογελαστά η Κρινιώ, αγγίζοντας απαλά τον αγκώνα μου, ενώ εγώ έχω μείνει να χαζεύω σαν τον ηλίθιο από το μπαλκόνι του δωματίου μας. Όχι επειδή το κατάλυμα είναι της Αγγελικής και της Κρινιώς μου, αλλά σας το ορκίζομαι στο χρόνο που μου μένει, τέτοια άνεση ούτε πεντάστερο ξενοδοχείο!

    Το «δωμάτιο» στην πραγματικότητα είναι ένα μεγάλο δίπατο δυάρι που έχει τα πάντα, και όταν λέμε τα πάντα, εννοούμε τα πάντα. Στον κάτω πάτωμα έχει ένα ενιαίο χώρο για κουζίνα και σαλόνι, και όταν λέμε κουζίνα μιλάμε για ψυγείο και ηλεκτρική κουζίνα κανονικού μεγέθους και φούρνο μικροκυμάτων. Περνάω τα δάχτυλά μου στο ξύλινο πάσο της κουζίνας, νιώθοντας την υφή του. Το μπάνιο είναι μεγάλο και έχει κλειστή ντουζιέρα που χωράνε πέντε άτομα να πούμε, το φως του ήλιου διαθλάται μέσα από το τζάμι σχηματίζοντας ουράνια τόξα.

    Δεξιά υπάρχει μια ξύλινη σκάλα που οδηγεί στο «πατάρι,» και όταν λέμε πατάρι εννοούμε χώρο κανονικού ύψους, με μπαλκονάκι, ένα διπλό κρεββάτι και δύο μονά. Περνάω τα χέρια μου πάνω από τα φρεσκοπλυμένα σεντόνια, εισπνέοντας το άρωμα λεβάντας. Όσο για τη βεράντα του σαλονιού… Τραπέζι, αναπαυτικές καρέκλες και θέα που κόβει την ανάσα. Στέκομαι ακίνητος, με τα μάτια ορθάνοιχτα, ενώ ο θαλασσινός αέρας ανακατεύει απαλά τα μαλλιά μου.

    Έχετε ακούσει την έκφραση «θα μπορούσα να μείνω για πάντα εδώ;» Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή, καθώς το χέρι της Κρινιώς γλιστράει στο δικό μου και σφίγγει τα δάχτυλά μου. Εκείνη τη στιγμή παίρνω την απόφασή μου. Όταν… θέλω οι στάχτες μου να σκορπιστούν σε αυτό το νησί… σε ένα σημείο που να βλέπει το απέραντο γαλάζιο. Να… να γίνω έστω και στο τέλος μέρος του· μέρος του νησιού στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε το Κρινιώ μου.

    Ανοίγουμε το μεταφορέα της Λίζι και η αυτού εξοχότης βγαίνει επιφυλακτικά από μέσα. Κάνει μερικά βήματα, ακόμα πιο επιφυλακτικά, αλλά κάτι την τρομάζει και ρίχνει ένα επιτόπιο σάλτο και γυρνάει πίσω στο μεταφορέα της. Την αφήνουμε στην ησυχία της να προσαρμοστεί, και βγαίνουμε και οι τρεις να κάτσουμε στο μπαλκόνι.

    «Πώς ήταν το ταξίδι σας;» ρωτάει η Αγγελική.

    «Ήρεμο,» της απαντάω εγώ. «Ξέροντας ότι σήμερα είχε τρεις φορές καράβι, κλείσαμε με το τελευταίο και ήρθαμε με την ησυχία μας.»

    «Ήπιαμε το καφεδάκι μας στο Ναύπλιο, φάγαμε, κάναμε τις βόλτες μας, και ήρθαμε χαλαουρίτα,» συμπληρώνει η Κρινιώ. «Και μιας και οδηγούσαμε και σε βάρδιες, δεν κουραστήκαμε ούτε εγώ ούτε ο Τζ… ο Γιώργος.»

    «Τζ;» ρωτάει χαμογελώντας η Αγγελική, που δεν της διαφεύγει τίποτα.

    «Ο Τζωρτζίνος μου!» της απαντάει χαμογελώντας ντροπαλά η Κρινιώ και η Αγγελική χαμογελάει χωρίς να σχολιάσει ότι ο …Τζωρτζίνος, της ρίχνει δέκα χρόνια στην ηλικία.

    Νιώθω λίγο αμήχανα, αλλά την κατάσταση τη σώζει και πάλι η Λίζι, που ναι μεν δεν νιώθει ακόμα άνετα, αλλά ούτε θέλει να κάτσει και μόνη της, και έτσι διστακτικά μεν, αποφασιστικά δε, μας κάνει τη χάρη να ξεμυτήσει στο μπαλκόνι, και να ρίξει ένα σάλτο πάνω μου.

    «Βρε, καλώς την!» της κάνω όπως μου τρίβεται με την κεφάλα της για να τη χαϊδέψω. Όπως πάντα κάνει δυο γυροβολιές και κάθεται. Μετά, σα να αλλάζει απόφαση, σηκώνεται και πάλι, και κάνει ένα σάλτο στην αγκαλιά της Κρινιώς. «Προδότρια!» την κατηγορώ, κάνοντας Αγγελική και Κρινιώ να γελάσουν.

    «Πέρσι είχα πάει διακοπές στην Αλόννησο,» ξεκινάω τη διήγηση, ακουμπώντας απαλά τη Λίζι που τώρα λαγοκοιμάται στην αγκαλιά της Κρινιώς. «Εκεί που περπατούσα ακούω ένα νιαούρισμα, και να σου η πριγκηπέσσα,» λέω συγκινημένος με τις αναμνήσεις να με πλημμυρίζουν, τα μάτια μου υγραίνουν ελαφρά καθώς κοιτάζω το τρίχρωμο κουβαράκι μας.

    Η Αγγελική ακουμπάει το ποτήρι της λεμονάδας στο τραπέζι και γέρνει ελαφρώς προς το μέρος μου, προσέχοντας τη διήγησή μου με ενδιαφέρον.

    «Γυρνάω και τη βλέπω να έρχεται τρεχάλα πάνω μου, με αυτό το αδέξιο τρέξιμο των μικρών γατιών.» Μιμούμαι με τα χέρια μου το αστείο, ταλαντευόμενο περπάτημα ενός μικρού γατιού και η Κρινιώ χαμογελάει, κοιτώντας εναλλάξ εμένα και τη μητέρα της. «Ήταν…» κάνω μια παύση, σαν να ψάχνω τις λέξεις, «…ήταν μια ζωγραφιά.»

    Το βλέμμα μου απλώνεται πέρα απ’ το μπαλκόνι, στη θάλασσα, σαν να βλέπω εκεί την ανάμνηση. Ανασαίνω βαθιά προτού συνεχίσω.

    «Ήρθε και κόλλησε στο πόδι μου σαν στρείδι.» Τα δάχτυλά μου σφίγγονται ελαφρά, μιμούμενα το πώς το μικρό γατάκι γαντζώθηκε πάνω μου. Κουνάω το κεφάλι μου, σαν να προσπαθώ να συγκρατήσω τη συγκίνηση. «Δε… δε μου έκανε καρδιά να την αφήσω…»

    Σταματώ ξανά, και η Κρινιώ απλώνει το χέρι της και αγγίζει το δικό μου, ένα άγγιγμα τόσο ανάλαφρο όσο φτερό αλλά γεμάτο κατανόηση. Η Αγγελική παρατηρεί την κίνηση αυτή, και ένα σχεδόν ανεπαίσθητο χαμόγελο σχηματίζεται στις άκρες των χειλιών της.

    «Είχα τα γενέθλιά μου σε δυο μέρες και λες…» σηκώνω τα μάτια μου στον ουρανό που αρχίζει να γεμίζει με αστέρια, «…λες και το σύμπαν μου την έκανε δώρο.» Η φωνή μου σπάει ελαφρά στην τελευταία λέξη.

    Ξεροβήχω διακριτικά και στρέφω πάλι το βλέμμα μου στις δύο γυναίκες, που με κοιτούν με μια ζεστασιά που με τυλίγει σαν κουβέρτα.

    «Λένε… λένε πως δεν επιλέγεις εσύ τις γάτες, οι γάτες επιλέγουν εσένα.» Τα δάχτυλά μου χαϊδεύουν μηχανικά το ξύλινο τραπέζι. «Και… και αυτό ακριβώς έγινε!» Ανασηκώνω τους ώμους μου με μια κίνηση που συνδυάζει απορία και θαυμασμό για την τροπή που πήρε η ζωή μου.

    Σαν να καταλαβαίνει ότι μιλάμε γι’ αυτήν, η Λίζι τεντώνεται νωχελικά στην αγκαλιά της Κρινιώς και ανοίγει για μια στιγμή τα μάτια της, κοιτάζοντάς με μέ εκείνο το διαπεραστικό βλέμμα που μοιάζει να γνωρίζει όλα τα μυστικά του κόσμου.

    «Τα ζώα έχουν ένστικτο,» σχολιάζει η Αγγελική, σερβίροντας παγωμένη λεμονάδα από μια κανάτα που έχει φέρει στο τραπεζάκι του μπαλκονιού. «Καταλαβαίνουν τους καλούς ανθρώπους.»

    Νιώθω ένα κύμα ευγνωμοσύνης για αυτό το σχόλιο. Είναι το πρώτο σημάδι αποδοχής από την Αγγελική και σημαίνει περισσότερα απ’ όσα μπορώ να εκφράσω.

    «Σπιτική;» ρωτάω, δείχνοντας τα ποτήρια με τη λεμονάδα

    «Φυσικά!» απαντά η Αγγελική με μια δόση περηφάνιας. «Με λεμόνια από την αυλή μας. Φέτος ειδικά, τα δέντρα μας έδωσαν τόσα πολλά που δεν προλαβαίναμε να τα μαζεύουμε.»

    «Έχουμε και λικέρ λεμόνι,» προσθέτει η Κρινιώ με ένα πονηρό χαμόγελο.

    «Μας το έφτιαξε ο μπάρμπα-Μιχάλης, ο αδερφός του πατέρα της. Έχει τα καλύτερα ποτά στο νησί,» συμπληρώνει η Αγγελική.

    «Ανυπομονώ να το δοκιμάσω,» απαντάω, και πίνω μια γουλιά από τη λεμονάδα. Είναι τέλεια—η γλυκύτητα και η οξύτητα ισορροπούν ιδανικά. «Θεέ μου, αυτή είναι η καλύτερη λεμονάδα που έχω πιει ποτέ!.»

    «Μην το παρακάνεις,» γελάει η Αγγελική, αλλά φαίνεται ευχαριστημένη.

    «Όχι, σοβαρά,» επιμένω. «Στην Αθήνα όλα έχουν τη γεύση… δεν ξέρω, σαν να τους λείπει κάτι.»

    «Είναι ο αέρας της θάλασσας,» εξηγεί η Κρινιώ. «Και το χώμα εδώ. Όλα μεγαλώνουν διαφορετικά.»

    Ο ήλιος αρχίζει να δύει, λούζοντας το μπαλκόνι με ένα χρυσαφί φως. Η Λίζι, αφού ολοκλήρωσε τα χάδια της, έχει ήδη αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της Κρινιώς, εξαντλημένη από το ταξίδι.

    «Έχετε σχέδια για απόψε;» ρωτάει η Αγγελική. «Ή είστε πολύ κουρασμένοι από το ταξίδι;»

    «Εγώ σχεδιάζω να μείνω καρφωμένος σε αυτή την καρέκλα και να θαυμάζω τη θέα. Δεν είμαι ιδιαίτερα κουρασμένος αλλά δε σηκώνομαι από εδώ μήτε σουβλάκι να μου τάξεις!» απαντάω, κάνοντας και τις δυο να χαμογελάσουν.

    «Μουσακά;» ρωτάει η Αγγελική με μάτια που αστράφτουν. «Η Κρινιώ μου είπε ότι είναι το αγαπημένο σου φαγητό!»

    Ανοίγω το στόμα μου έκπληκτος και κοιτάζω την Κρινιώ, που μου χαμογελάει με νόημα. Ήξερε ότι είναι το αγαπημένο μου φαγητό αλλά εγώ δεν το καταφέρνω. Η ίδια μου το είχε μαγειρέψει μια φορά, πριν ξεκινήσω τις χημειοθεραπείες και είχα σχεδόν δακρύσει, ήταν υπέροχος. «Και που να τον δοκιμάσεις από τα χεράκια της Αγγελικής!» μου είχε πει παιχνιδιάρικα. Και να που… που όχι απλά το θυμήθηκε, αλλά το σχεδίασε με την μητέρα της για να μου κάνουν έκπληξη!

    Και τότε το θυμήθηκα: η έκπληξη που μου είχε τάξει! Νιώθω την καρδιά μου να λιώνει και πάλι.

    «Είναι! Και… ενώ μαγειρεύω, και είμαι αρκετά καλός…»

    «Όχι απλά καλός!» με διακόπτει η Κρινιώ. «Μαμά, τα γεμιστά του… Θεέ μου τα γεμιστά του…»

    «Έστω… στο μουσακά δεν τα καταφέρνω. Μου είχε φτιάξει μια φορά η Κρινιώ και κόντεψα να βάλω τα κλάματα! “Που να τον φας μαγειρεμένο από την Αγγελική,” μου είχε πει!»

    «Τότε είναι η μέρα σου!» μου λέει χαμογελώντας η Αγγελική. «Μουσακάς με μελιτζάνες από τον μποστάνι μας.»

    «Έχετε και μποστάνι;» ρωτάω, εντυπωσιασμένος.

    «Φυσικά,» απαντά η Αγγελική. «Έχουμε ντομάτες, αγγούρια, μελιτζάνες, κολοκύθια, φασολάκια… Ό,τι χρειαζόμαστε. Αύριο θα σε πάω να το δεις.»

    «Μαμά, μην τον τρομάζεις από την πρώτη μέρα με τα κηπευτικά σου,» την πειράζει η Κρινιώ. «Δεν είναι όλοι έτοιμοι για το πάθος σου με τη γη.»

    Να από που είχε πάρει την αγάπη της για τα φυτά η Κρινιώ που μου είχε δηλώσει ότι θα μου κάνει το σπίτι βοτανικό κήπο.

    Αφού πέφτει η νύχτα για τα καλά, μπαίνουμε μέσα για φαγητό. Η μυρωδιά του μουσακά που βγάζει η Αγγελική από το φούρνο είναι θεϊκή. Κάθομαι στο τραπέζι και παρακολουθώ μητέρα και κόρη να κινούνται με άνεση στην κουζίνα, να συνεργάζονται χωρίς να μιλούν, σαν χορεύτριες που γνωρίζουν τα βήματα απ’ έξω. Μαζί στρώνουν το τραπέζι, σερβίρουν το φαγητό και γεμίζουν τα ποτήρια με κρασί.

    «Στις χαρές μας,» λέει η Αγγελική, αντί του συνηθισμένου “στην υγειά μας” δείχνοντας απίστευτη ενσυναίσθηση. «Και καλώς ήρθες στο νησί μας, Γιώργο.»

    «Στις χαρές μας,» επαναλαμβάνουμε η Κρινιώ κι εγώ, και μετά συμπληρώνω «Καλώς σας βρήκα,» και τα ποτήρια μας συγκρούονται με ένα κρυστάλλινο ήχο που μοιάζει να αντηχεί στην καρδιά μου.

    Δεν ξέρω πόσες ακόμα τέτοιες στιγμές θα έχω, αλλά αυτή—αυτή ακριβώς η στιγμή—είναι τέλεια. Και για την ώρα, αυτό είναι αρκετό.

    Η πρώτη μπουκιά του μουσακά είναι μια αποκάλυψη. Κλείνω τα μάτια μου για μια στιγμή, αφήνοντας τις γεύσεις να με κατακλύσουν και μου ξεφεύγει αυθόρμητα ένα «Ω, ΘΕΟΙ!!!!,» που κάνει την Αγγελική να χαμογελάσει ζεστά και την Κρινιώ να μου κάνει νόημα “Στα ‘λεγα, δε στα ‘λεγα;”

    Μακράν του δεύτερου, που ήταν από την ίδια την Κρινιώ μου, ο καλύτερος μουσακάς που είχα δοκιμάσει στη ζωή μου.

    Η συζήτηση κυλάει αβίαστα καθώς τρώμε. Μιλάμε για το νησί, για τα μέρη που πρέπει να δω, για τις παραλίες που πρέπει να επισκεφτώ. Η Αγγελική διηγείται ιστορίες από την παιδική ηλικία της Κρινιώς, και εκείνη κοκκινίζει και διαμαρτύρεται, αλλά βλέπω την αγάπη που μοιράζονται, τόσο βαθιά και πηγαία που σχεδόν μπορώ να την αγγίξω.

    Κάποια στιγμή, αφού έχουμε τελειώσει με το φαγητό, η Κρινιώ βλέπει μια κοπέλα να περνάει από κάτω και πετάγεται σα σούστα. «Η Ειρήνη» λέει με ενθουσιασμό, εννοώντας την παιδική της φίλη. Μου είχε μιλήσει για εκείνη, πλέον μένει στο εξωτερικό αλλά έρχεται κάθε Αύγουστο στα Κύθηρα για δυο εβδομάδες, και είναι και μια από τις αιτίες που κανονίσαμε να έρθουμε αρχές Αυγούστου. Πάει στην άκρη της βεράντας και τη φωνάζει. «Ειρήνη!!!!»

    «Κρινιώ!;!;» ακούγεται η φωνή από κάτω.

    «Εγώ είμαι! Ήρθαμε σήμερα!» της φωνάζει και κατεβαίνει τρέχοντας στην αυλή να υποδεχτεί τη φίλη της. Πέφτουν η μία στην αγκαλιά της άλλης και τσιρίζουν και χοροπηδάνε σα δεκάχρονα και είναι τόσο μεταδοτικός ο ενθουσιασμός τους που κι εγώ και η Αγγελική χαμογελάμε τόσο πολύ που πονάνε τα μάγουλά μας.

    Ανεβαίνουν πάνω και κάνουμε γρήγορες συστάσεις και έτσι γνωρίζω από κοντά και την Ειρήνη, που μέχρι τώρα την ήξερα από φωτογραφίες και από τις διηγήσεις της Κρινιώς.

    «Έχω ακούσει τόσα πολλά για σένα, που νιώθω σα να γνωρίζω,» της λέω χαμογελώντας της ζεστά.

    «Ελπίζω τα χειρότερα!» μου λέει χαχανίζοντας με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που χαχανίζει και η Κρινιώ και μου σφίγγει το χέρι δυνατά.

    «Εννοείται!» της απαντάω κλείνοντάς της το μάτι.

    «Θα τα πούμε αναλυτικά αύριο, θα πάμε το πρωί θάλασσα και το μεσημέρι θα φάτε μαζί μας και δεν ακούω κουβέντα. Προς το παρόν θα πρέπει να σας αφήσω γιατί έχω αφήσει το Γιάννη με τα δίδυμα και αν τους αφήσω μόνους δε θα βρω σπίτι!» μας λέει απολογητικά η Ειρήνη και βάζουμε τα γέλια, είχε δυο δίδυμα αγοράκια τριών χρονών, που ήταν σκέτα διαβολάκια, με το χαζομπαμπά να είναι ακόμα …χειρότερος.

    Η Κρινιώ κατεβαίνει μαζί της για να δει τα δίδυμα και το Γιάννη, αλλά περισσότερο για να με αφήσει να μιλήσουμε και να γνωριστούμε καλύτερα με την Αγγελική.

    «Θέλεις λίγο κρασάκι ακόμα;» με ρωτάει αλλά το ύφος της εννοεί «κάνει να πιείς κι άλλο;»

    «Ναι, ένα ακόμα ποτηράκι θα το έπινα,» της απαντάω και μου γεμίζει το ποτήρι. Γεμίζει και το δικό της και τσουγκρίζουμε και πάλι.

    «Λοιπόν, για πες, πώς γνωριστήκατε με την Κρινιώ;» με ρωτάει η Αγγελική, γέρνοντας ελαφρά προς το μέρος μου. Παρόλο που είμαι σίγουρος ότι η Κρινιώ της έχει πει τα πως και τα γιατί, προφανώς θέλει να τα ακούσει και από τη δική μου οπτική. Τα μάτια της με κοιτάζουν με ένα μείγμα περιέργειας και προσεκτικής παρατήρησης.

    Περιστρέφω αργά το ποτήρι με το κρασί στα χέρια μου, παρακολουθώντας το υγρό να στροβιλίζεται απαλά. «Τυχαία,» της απαντάω κουνώντας το κεφάλι μου χαμογελαστός, ενώ τα μάτια μου χάνονται στιγμιαία σε ένα σημείο πίσω από τον ώμο της, σαν να προσπαθώ να ξαναζωντανέψω τη σκηνή. «Ήταν Σάββατο απόγευμα και ήθελα να βγω λίγο έξω…» της λέω και διηγούμαι όλη την ιστορία από την αρχή.

    Τελειώνω τη διήγηση και κατεβάζω το βλέμμα μου στο τραπέζι, η φωνή μου γίνεται σχεδόν απολογητική. «Δεν… δεν είχα προσδοκίες,» λέω κουνώντας αργά το κεφάλι μου, «δεν περίμενα τίποτα περισσότερο, δεν ζητούσα τίποτα περισσότερο, δεν ήλπιζα σε τίποτα περισσότερο…» Κάθε επανάληψη συνοδεύεται από ένα μικρό κούνημα των χεριών μου, σαν να προσπαθώ να πείσω περισσότερο τον εαυτό μου παρά την Αγγελική.

    Εκείνη με κοιτάζει για μερικές στιγμές με μια έκφραση που συνδυάζει κατανόηση και μια ανεπαίσθητη μελαγχολία. «Πάντα την τραβούσαν οι μεγαλύτεροι…» μου απαντάει στενάζοντας, το βλέμμα της χάνεται για λίγο στο σκοτάδι πέρα από το μπαλκόνι. Τα δάχτυλά της χαϊδεύουν σκεπτικά το μάγουλό της. «Δεν ξέρω αν οφείλεται στο ότι έχασε τόσο μικρή τον πατέρα της… ή απλά ήταν το καλούπι της.»

    Αφήνω το ποτήρι μου στο τραπέζι και γέρνω προς το μέρος της, τα μάτια μου γεμάτα κατανόηση. «Σε καταλαβαίνω,» της λέω με ζεστή, καθησυχαστική φωνή, τολμώντας να αγγίξω απαλά το χέρι της για ένα δευτερόλεπτο. «Πίστεψέ με, σε καταλαβαίνω, και ας μην έχω παιδιά.» Το πρόσωπό μου σκοτεινιάζει ελαφρά. «Πόσο μάλλον όταν στη ζωή της είναι κάποιος όπως… όπως εγώ…»

    Η Αγγελική σηκώνει το ποτήρι της, παίρνει μια αργή, σκεπτική γουλιά κρασί, τα μάτια της καρφωμένα στα δικά μου. Το λεπτό φως των κεριών τονίζει τις ρυτίδες εμπειρίας γύρω από τα μάτια της. «Γιώργο, το μόνο που με ενδιαφέρει σε σχέση με τις επιλογές της, είναι να την κάνουν ευτυχισμένη.»

    Ακουμπά το ποτήρι της κάτω και με κοιτάζει ευθεία στα μάτια, το βλέμμα της έντονο και ειλικρινές. «Ό,τι… ό,τι και αν νομίζεις ότι πιστεύω για σένα, κράτα αυτό:» Σταματά, δίνοντας έμφαση στα λόγια της. «Μπορεί να είστε μερικούς μήνες μαζί, μπορεί…» Η φωνή της τρεμοπαίζει ελαφρά, ανοιγοκλείνει τα μάτια για να συγκρατήσει κάποιο συναίσθημα. «Μπορεί να υπάρχουν οι δυσκολίες που υπάρχουν, αλλά η Κρινιώ είναι ευτυχισμένη. Είναι γεμάτη.»

    Σταματάει για μερικές στιγμές και με κοιτάζει στα μάτια. «Και εγώ… εγώ μπορώ να κοιμάμαι τα βράδια ήσυχη. Ότι είναι με έναν άνθρωπο που την αγαπάει, την εκτιμάει, που είναι πάντα εκεί για εκείνη. Που δεν την ζηλεύει, δεν την καταπιέζει και δεν την κλείνει σε μια γυάλα· δεν την περιορίζει.»

    Κοιτάζω το κρασί μου, στριφογυρίζοντάς το αργά στο ποτήρι, παρακολουθώντας το βαθύ κόκκινο υγρό να δημιουργεί μικρές δίνες στα τοιχώματα. Ένα πικρό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη μου, σχεδόν ακούσια. Τα δάχτυλά μου σφίγγουν το πόδι του ποτηριού τόσο δυνατά που οι αρθρώσεις μου ασπρίζουν ελαφρά.

    «Περιορίζεται όμως…» της απαντάω τελικά, με φωνή βραχνή από συγκρατημένο συναίσθημα, τόσο χαμηλή που χάνεται σχεδόν στο θρόισμα των φύλλων της ελιάς που αιωρείται πάνω από το μπαλκόνι. «Και όχι επειδή το ζητάω.»

    Ο τόνος μου είναι γεμάτος ενοχή, ενώ οι ώμοι μου πέφτουν ελαφρά, το βλέμμα μου ακόμα καρφωμένο στο ποτήρι, σαν να μην τολμώ να αντικρίσω την Αγγελική. Τα δάχτυλά μου περιστρέφουν νευρικά το ποτήρι, μια κίνηση που επαναλαμβάνεται ασυναίσθητα.

    Η σιωπή που ακολουθεί διαρκεί μόλις λίγα δευτερόλεπτα, αλλά μοιάζει με αιωνιότητα. Ξαφνικά, η Αγγελική χτυπά παιχνιδιάρικα το χέρι της στο ξύλινο τραπέζι, με έναν απότομο ήχο που σπάει τη νυχτερινή γαλήνη, κάνοντάς με να τιναχτώ ελαφρά.

    «Σε αγαπάει βρε μπούφο!» μου λέει με ένα πλατύ χαμόγελο που φωτίζει όλο της το πρόσωπο, κάνοντας τις γραμμές γύρω από τα μάτια της να βαθαίνουν σαν ρυάκια χαράς. Τα μάτια της λάμπουν με μια ζωντάνια που δεν είχα προσέξει νωρίτερα. Η απότομη αλλαγή του τόνου της με ξαφνιάζει ευχάριστα, σηκώνω το βλέμμα μου απότομα και συναντώ το δικό της. Τα φρύδια μου υψώνονται σε μια έκφραση έκπληξης, ενώ τα χείλη μου ανοίγουν ελαφρά αλλά δεν βγαίνει ήχος.

    Η Αγγελική σηκώνει το δάχτυλό της και το κουνάει επιτιμητικά στον αέρα, σαν δασκάλα που επιπλήττει μαθητή, αλλά με ένα χαμόγελο που δε φεύγει από τα χείλη της. «Το θεωρείς περιορισμό να της φτιάχνεις πρωινό κάθε πρωί;» Με κάθε ερώτηση, το δάχτυλό της χτυπά ρυθμικά τον αέρα. «Το θεωρείς περιορισμό να την κατεβάζεις το πρωί στο τραίνο και το απόγευμα να την περιμένεις για να την πας στην καφετέρια;» Γέρνει ελαφρά προς τα εμπρός, τα μάτια της καρφωμένα στα δικά μου. «Το θεωρείς περιορισμό να πηγαίνεις και να την περιμένεις να σχολάσει;»

    Ανακάθομαι στην καρέκλα μου, τρίβοντας το σβέρκο μου με αμηχανία. Αναστενάζω και κουνάω ελαφρά το κεφάλι μου, ένα μείγμα άρνησης και απόγνωσης. «Δεν είναι το ίδιο Αγγελική…» Η φωνή μου είναι απαλή, σχεδόν παρακλητική, ενώ τα χέρια μου ανοίγουν σε μια κίνηση αδυναμίας.

    Η Αγγελική με κοιτάζει για μια στιγμή με τέτοια ένταση που νιώθω σαν να βλέπει μέσα στην ψυχή μου. Τα χέρια της ακουμπούν επίπεδα στο τραπέζι, τα δάχτυλά της απλωμένα σαν να προσπαθεί να αγκαλιάσει μια αόρατη αλήθεια. Όταν μιλάει ξανά, η φωνή της είναι πιο ήρεμη αλλά γεμάτη πεποίθηση.

    «Γιώργο, ο τρόπος σου να δείχνεις την αγάπη σου είναι να την προσέχεις, να την φροντίζεις, να την κάνεις να γελάει. Να της φτιάχνεις το πρωινό της, να της μαγειρεύεις τα φαγητά που της αρέσουν, να της δίνεις το αυτοκίνητο σου για να μην γυρίζει με το παπί, να την σπρώχνεις σχεδόν να βγαίνει έξω και με τους φίλους της, να μην την περιορίζεις, να μην τη ζηλεύεις.»

    Καθώς μιλάει, μια ανεπαίσθητη αύρα φυσάει από τη θάλασσα, αναδεύοντας απαλά μια τούφα από τα μαλλιά της. Το φως του φεγγαριού αντανακλά στο γκρίζο της μαλλιών, δίνοντάς τους μια ασημένια λάμψη.

    «Ο τρόπος της Κρινιώς είναι να μη φεύγει από κοντά σου, όχι γιατί το έχει υποχρέωση…» Γυρίζει ξανά το βλέμμα της σε μένα, και υπάρχει τέτοια σιγουριά στα μάτια της που μου κόβεται η ανάσα. «…αλλά γιατί δε θέλει να φύγει από κοντά σου.» Η φωνή της χαμηλώνει, σχεδόν σε ψίθυρο, αλλά κάθε λέξη αντηχεί μέσα μου σαν καμπάνα. «Με όλα όσα είσαι, με όλα όσα κουβαλάς.»

    Μένω ακίνητος, τα χέρια μου παγωμένα γύρω από το ποτήρι, καθώς τα λόγια της διαπερνούν την άμυνά μου και φτάνουν στην καρδιά της ενοχής που κουβαλώ.

    «Όταν χάσαμε το Στέλιο, ένιωσα ότι μου έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι,» μου λέει σιγανά η Αγγελική, το βλέμμα της χάνεται κάπου στον ορίζοντα όπου ο ουρανός συναντά τη θάλασσα. Τα δάχτυλά της περιστρέφουν αργά το ποτήρι της, σχεδόν ασυναίσθητα. «Πάλευα κάθε μέρα να σηκωθώ από το κρεββάτι, γιατί δε γινόταν αλλιώς.»

    Παίρνει μια βαθιά ανάσα, ο ώμος της ανασηκώνεται ελαφρά και μετά πέφτει πάλι καθώς εκπνέει. Το φως των κεριών τρεμοπαίζει στο πρόσωπό της, αναδεικνύοντας τις γραμμές που έχει χαράξει ο χρόνος γύρω από τα μάτια και τα χείλη της—γραμμές που μαρτυρούν τόσο χαρά όσο και πόνο.

    «Είχαμε ένα παιδί που έχασε τον πατέρα του,» συνεχίζει, η φωνή της σταθερή παρά τη συγκίνηση που καθρεφτίζεται στα μάτια της, «δεν μπορούσε να χάσει και τη μάνα του.»

    Δεν απαντάω, την αφήνω να ολοκληρώσει τη σκέψη της. Γέρνω ελαφρά προς το μέρος της, τα χέρια μου ακουμπισμένα ήσυχα στα γόνατά μου, το βλέμμα μου σταθερό πάνω της, δείχνοντας με όλο μου το σώμα ότι ακούω, ότι είμαι παρών, ότι καταλαβαίνω.

    Η Αγγελική στρέφει το βλέμμα της από τον ορίζοντα και με κοιτάζει κατάματα, μια αποφασιστικότητα φωτίζει ξαφνικά το πρόσωπό της. Ακουμπά το ποτήρι της στο τραπέζι και γέρνει κι εκείνη προς το μέρος μου, μειώνοντας την απόσταση ανάμεσά μας. Τα δάχτυλά της πλέκονται μεταξύ τους, σαν να προσπαθεί να συγκρατήσει κάτι που κινδυνεύει να ξεφύγει.

    «Δεν μπορώ να φανταστώ πως είναι να είναι κάποιος στη θέση σου,» συνεχίζει, κάθε λέξη προσεκτικά ζυγισμένη. Τα μάτια της αναζητούν κάτι στα δικά μου—ίσως κατανόηση, ίσως απλά επιβεβαίωση ότι τα λόγια της φτάνουν σε μένα. «Αλλά ξέρεις κάτι Γιώργο;»

    Κάνει μια μικρή παύση, ξεροκαταπίνει, βλέπω καθαρά την ελαφριά κίνηση κάτω από το λεπτό δέρμα του λαιμού της. «Κανείς δεν έχει υπογράψει συμβόλαιο με το Θεό για να ξέρει τι θα του ξημερώσει η επόμενη μέρα.»

    Τα λόγια της αιωρούνται ανάμεσά μας για μερικές στιγμές. Από κάπου μακριά ακούγεται το τραγούδι ενός γρύλου, η νύχτα μοιάζει να αφουγκράζεται μαζί μας.

    «Ελεύθερος,» της απαντάω τελικά μονολεκτικά, η φωνή μου ξαφνικά πιο δυνατή από πριν, σχεδόν χαρούμενη. Ανασηκώνω το κεφάλι μου, τα μάτια μου φωτίζονται από μια εσωτερική λάμψη. «Όσο και αν σου φανεί περίεργο, νιώθω ελεύθερος.» Απλώνω τα χέρια μου στον αέρα, μια κίνηση που περικλείει τον κόσμο γύρω μας—το φεγγάρι, τα αστέρια, τη θάλασσα που αντανακλά το φως τους. «Πραγματικά ελεύθερος. Η ζωή μου έγινε ξαφνικά σαν ακριβό κρασί, μπορεί το μπουκάλι να τελειώνει…»

    Σηκώνω το ποτήρι μου, το κρατάω ψηλά και το περιστρέφω ελαφρά, παρατηρώντας πώς το κρασί πιάνει το φως και γίνεται σχεδόν διαφανές στα άκρα του ποτηριού. «Αλλά κάθε νέα γουλιά αξίζει όσο όλα τα φτηνά κρασιά του κόσμου.»

    Κατεβάζω το ποτήρι, το ακουμπάω στο τραπέζι, και τα μάτια μου σκοτεινιάζουν ελαφρά. Η φωνή μου χαμηλώνει, γίνεται πιο έντονη, πιο προσωπική. «Δεν στεναχωριέμαι για μένα, δε φοβάμαι για μένα. Μόνο…»

    Σταματάω εκεί, το βλέμμα μου πέφτει στιγμιαία, πριν υψωθεί ξανά για να συναντήσει το δικό της. Δε χρειάζεται να πω τη συνέχεια. Ξέρουμε και οι δύο πως το “μόνο” αφορά την Κρινιώ, πως φοβάμαι για το πώς θα το αντιμετωπίσει εκείνη, για το πώς θα την επηρεάσει η απώλεια.

    Η Αγγελική με κοιτάζει για μια μακρά στιγμή. Το πρόσωπό της είναι γαλήνιο, σχεδόν σοφό, τα χείλη της σχηματίζουν ένα μικρό, μελαγχολικό χαμόγελο. Σηκώνει κι εκείνη το ποτήρι της, μια αργή κίνηση που μοιάζει με τελετουργία.

    «Η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα,» μου αποκρίνεται ήσυχα, η φωνή της σταθερή σαν βράχος, σαν να μεταφέρει μια αλήθεια αιώνων. Τα μάτια της με κοιτάζουν με τρυφερότητα. «Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι.»

    Εκείνη τη στιγμή επιστρέφει η Κρινιώ αναψοκοκκινισμένη και με ένα χαμόγελο τόσο φωτεινό που διαλύει σε μια στιγμή όλα τα σκοτάδια που είχαν μαζευτεί.

    «Αχ, είναι γλύκες!» μας λέει. «Ίδια η μαμά τους στο βαθμό που λες πως ο Γιάννης είχε φιλική συμμετοχή!» συμπληρώνει, κάνοντας και τους δυο μας να χαμογελάσουμε. «Τι κάνατε εσείς;» μας ρωτάει αλλάζοντας θέμα, ενώ η Λίζι της κάνει μια χαρούμενη τρίλια και πηδάει πάνω της.

    «Μας πρόλαβες πάνω που ετοιμαζόμασταν να πάμε για rave party στο Μυλοπόταμο,» της απαντάω τρολάροντας κάνοντας την Αγγελική να της ξεφύγει ένα πνιχτό ροχαλητό.

    «Ορίστε, μας δουλεύουν και οι δύο ψιλό γαζί, Λίζι μου!»

    «Ε όχι δα,» της απαντάει η Αγγελική. «Δεν δουλεύουμε τη Λίζι, μόνο εσένα!»

    Η συζήτηση συνεχίζεται χαλαρά, με ανέκδοτα και ιστορίες για τα δίδυμα, για την Ειρήνη και τον Γιάννη, για παλιές αναμνήσεις από τα καλοκαίρια στο νησί. Καθόμαστε έτσι καμιά ώρα ακόμα, αλλά σταδιακά νιώθω την κούραση να με καταβάλλει. Η πολύωρη οδήγηση, το πλοίο, η συγκίνηση της άφιξης, η βαρύτητα της συζήτησης με την Αγγελική, όλα συνωμοτούν και τα βλέφαρά μου βαραίνουν.

    Προσπαθώ να καλύψω ένα χασμουρητό, αλλά η Κρινιώ το προσέχει αμέσως. «Κάποιος κουράστηκε!» λέει χαμογελώντας μου τρυφερά.

    «Νομίζω πως είναι ώρα να αποσυρθώ,» παραδέχομαι, νιώθοντας το σώμα μου βαρύ. «Ήταν μια μεγάλη μέρα.»

    Σηκώνομαι από το τραπέζι και καληνυχτίζω την Αγγελική, που μου σφίγγει το χέρι με μια ζεστασιά που λέει περισσότερα από χίλιες λέξεις. Η Κρινιώ έρχεται μαζί μου πάνω. Με βοηθά να βολευτώ και αφού ξαπλώσω, σκύβει πάνω μου και μου δίνει ένα τρυφερό φιλί στο στόμα.

    «Θα κατέβω για λίγο ακόμα να κάτσω με τη μαμά,» μου ψιθυρίζει, χαϊδεύοντας απαλά το μάγουλό μου. «Έχουμε να τα πούμε.»

    «Να πας καρδούλα μου!» της λέω τρυφερά.

    Μου χαρίζει ακόμα ένα φιλί και κατεβαίνει ξανά κάτω να καθίσει με τη μητέρα της, ενώ η Λίζι, με την αλάνθαστη διαίσθησή της, αποφασίζει να μείνει μαζί μου και κουλουριάζεται στα πόδια μου. Καθώς με παίρνει ο ύπνος, ακούω από κάτω το απαλό μουρμουρητό των φωνών τους, μάνας και κόρης, που κουβεντιάζουν κάτω από τα αστέρια.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
  2. BDSM_Couple

    BDSM_Couple New Member

    Είμαστε στο νησί μαζί σου..

    Θα το ξανά διαβάσω το βραδάκι, να το απολαύσω. Θα με ταξιδέψει εκεί, στο νησί.
     
  3. ERW

    ERW NOTHING MORE OR LESS. OWNED AND COLLARED SLAVE Premium Member

    Από τα καλύτερα διηγήματα. Συγχαρητήρια
     
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 15ο - Ήσυχες μέρες του Αυγούστου

    Παρόλο που η Κρινιώ έπεσε ήσυχα στο κρεββάτι για να μη με ξυπνήσει, ξύπνησα από μόνος μου όταν προσπάθησε να χωθεί στην αγκαλιά μου.

    «Ύπουλη κι επιδέξια,» της είπα νυσταγμένα. «Μ’ αρέσεις!»

    «Σε ξύπνησα Τζωρτζίνο μου; Συγνώμη!» μου έκανε απολογητικά αλλά την έσφιξα πάνω μου και της έδωσα ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά της που μύριζαν γιασεμί.

    «Τα είπατε με τη μητέρα σου;» τη ρωτάω και εκεί η Κρινιώ πετάγεται και κάθεται καθιστή στο κρεββάτι με ενθουσιασμό που δεν μπορούσε να κρυφτεί.

    «Όχι απλά τα είπαμε… της είπα και για το Σεπτέμβρη!»

    «Βρε τέρας, γιατί δε με περίμενες να της το πούμε μαζί;»

    «Γιατί σε αυτό ήσουν ο άμαχος πληθυσμός!» μου λέει χαχανίζοντας. «Αν και εδώ που τα λέμε, μόνο μάχη δεν ήταν.»

    «Το πήρε καλά, δηλαδή;»

    «Ε, μάνα είναι, γκρίνιαξε λίγο, αλλά περισσότερο ήταν για την τιμή των όπλων παρά για το ότι είχε κάποια σοβαρή αντίρρηση. Τι διάολο, μάγια της έκανες;» με ρωτάει γελώντας και πάλι.

    «Είμαι ακαταμάχητος, τι να πω!» της λέω ειρωνικά, και εισπράττω μία στη μύτη όλη δική μου. «Τι βαράς καλέ, αφού είμαι!»

    «Είσαι ο καλύτερος μπάρμπα-χίπης σε όλο τον πλανήτη, αυτό να λέγεται!» μου λέει με ένα χαμόγελο τόσο φωτεινό που σχεδόν με τυφλώνει. Δεν την χορταίνω, δεν μπορώ να την χορτάσω.

    Αντί απάντησης την τραβάω πάνω μου και βυθιζόμαστε σε ένα βαθύ ερωτικό φιλί. Βασικά αυτό είχα σκοπό αλλά η Κρινιώ το πήρε τελείως αλλιώς και σε χρόνο dt είχε μείνει γυμνή και… ε, αγοράκι είμαι κι εγώ και ας με λέει μπάρμπα-χίπη. Βάλε και το ότι είμαι ερωτευμένος μέχρι τα μπούνια, βάλε ότι είναι και σαν άγαλμα, βάλε ότι είχε και ορέξεις… και η πρώτη νύχτα στο νησί ξεκίνησε …οργασμικά.

    Βέβαια στη Λίζι δεν της άρεσε καθόλου που την ξεβολέψαμε και μας τόνισε τη διαμαρτυρία της με αποδοκιμαστικά νιαουρίσματα, αλλά όπως λέγανε και οι παλιοί, υγεία και ζουμί από λάχανο!

    Εντωμεταξύ ούτε τα προκαταρκτικά δε με άφησε να κάνω η λυσσάρα, μου κατέβασε το μποξεράκι, με πήρε για λίγο στο στόμα της ίσα για να μου γίνει κατάρτι, μου φόρεσε το προφυλακτικό και με καβάλησε να παίξουμε ροντέο. Εντάξει, όχι ακριβώς ροντέο, γιατί μόνο να φύγει από πάνω μου δεν ήθελα, αλλά νομίζω ότι το πιάνετε το υπονοούμενο, και όχι τίποτε άλλο, αλλά είναι και η αγαπημένη μου στάση.

    Και πώς να μην είναι άλλωστε;

    Το στήθη της είναι ελεύθερα για να τα χουφτώνω και να τα μαλάζω, η Κρινιώ ξέρει να κινείται με απίστευτη τέχνη, λες και χορεύει ρε παιδί μου, μου είναι πολύ πιο ξεκούραστο, και το κυριότερο δίνει εκείνη το ρυθμό, και έτσι μπορεί και το παρατείνει περισσότερο απ’ ότι αν έδινα εγώ. Απόδειξη ότι σήμερα είχε απίστευτες ορέξεις, δεν της πήρε ούτε ένα πεντάλεπτο για να έρθει σε οργασμό.

    «ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ…. ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ» ξεκινάει και αμέσως δαγκώνει τον πήχη της για να μην ακουστεί περισσότερο. «ΓΜΜΨΜΜΨ ΜΜΜΜ ΜΜΜΜ ΜΜΜΜ…» και κάπου εκεί αφήνομαι τελείως κι εγώ, και έτσι έστω και με καθυστέρηση ενός λεπτού τελειώνω κι εγώ, αν και πιο ήσυχα.

    Τραβιέται προσεκτικά ώστε να βγω από μέσα της και ξαπλώνει πάνω μου και φιλιόμαστε στο στόμα για λίγες στιγμές. «Σ’ αγαπάω Τζωρτζίνο μου!»

    «Κι εγώ σ’ αγαπάω Κρινιώ μου! Πολύ-πολύ-πολύ-πολύ!»

    Καθόμαστε για μερικά λεπτά έτσι, απολαμβάνοντας το βάρος του κορμιού της και τη ζέστη της επαφής σάρκας με σάρκα. Κατεβαίνει από πάνω μου και ξαπλώνει δίπλα μου, κι εγώ σηκώνομαι για να πάω να πετάξω το προφυλακτικό και να ξεπλυθώ. Επιστρέφω στο κρεββάτι, ξαπλώνω και της ανοίγω την αγκαλιά μου, και χώνεται μέσα της σφίγγοντάς με.

    «Και τώρα νάνι,» μου κάνει, «γιατί αύριο έχουμε Φυρή Άμμο!»

    «Δηλαδή ήρθες, με γλέντησες και τώρα ύπνο;»

    «Τι σόι Μεσσαλίνα θα ήμουν αλλιώς;» με ρωτάει αθώα.

    «Έλα μου ντε!» της απαντάω χαχανίζοντας και της δίνω ένα πεταχτό φιλί. «Άντε, ύπνο τότε και όνειρα γλυκά!»

    «Όνειρα γλυκά Τζωρτζίνο μου» μου λέει και πέφτουμε για ύπνο.

    Δηλαδή η Κρινιώ, εμένα μου πήρε λίγη ώρα να τα καταφέρω… αλλά μάγκα μου τα κατάφερα, μιλάμε έπεσε ο γενικός!

    Η πρώτη μέρα στο νησί ξημερώνει και μοσχοβολά καλοκαίρι. Ξυπνάω με εκείνη τη γλυκιά ανυπομονησία που έχουν τα παιδιά λίγο πριν πάνε εκδρομή. Σήμερα η Κρινιώ ξύπνησε πιο νωρίς και φορώντας πάντα ;ένα από τα μπλουζάκια που μου έχει απαλλοτριώσει και της πέφτει σαν κελεμπία, φτιάχνει πρωινό. Τα μαλλιά της είναι δεμένα πρόχειρα, και είναι τόσο όμορφη που η καρδιά μου χάνει κάμποσους χτύπους.

    «Τζωρτζίνο μου, καλημερούδια!» μου λέει με το που με βλέπει να κατεβαίνω τα σκαλιά. «Μαρμελάδα της μαμάς!» μου λέει και μου δείχνει τις φέτες που έχει αλείψει. «Να μου έχεις δυνάμεις!» συνεχίζει να τιτιβίζει, και δεν την χορταίνω… δεν μπορώ να τη χορτάσω.

    «Καλημέρα μωρό μου,» της απαντάω, και της δίνω ένα πεταχτό φιλάκι καθώς δεν έχω πλύνει ακόμα τα δόντια μου. Ναι, καλή μου τύχη, η Κρινιώ με αρπάζει και μου κάνει λαρυγγοσκόπηση.

    Τρώμε το πρωινό μας και αφού περνάμε και λέμε μια καλημέρα στην Αγγελική, μπαίνουμε στο αυτοκίνητο για την πρώτη μας εξόρμηση, στη Φυρή Άμμο. Η Κρινιώ χωρίς καν να με ρωτήσει κάθεται στη θέση του οδηγού. Χαχανίζω, και μπαίνω υπάκουα στη θέση του συνοδηγού. Η Λίζι δεν έδειξε καμία διάθεση να μας ακολουθήσει και έτσι κάθισε να κάνει παρέα στην Αγγελική.

    «Θα πάμε από τη μεγάλη διαδρομή,» μου δηλώνει η Κρινιώ καθώς βάζει μπρος τη μηχανή, το πρόσωπό της φωτίζεται από ένα ενθουσιώδες χαμόγελο. «Αυτή που περνάει κοντά από το αεροδρόμιο. Είναι λίγα χιλιόμετρα παραπάνω αλλά περνάει από πιο πολλά μέρη!»

    «Αμέ!» της λέω ενθουσιασμένος, απολαμβάνοντας αυτή την πλευρά της—την περήφανη ξεναγό του τόπου της. Δεν υπάρχει τίποτα που να θέλω περισσότερο από το να δω το νησί μέσα από τα μάτια της.

    Σε όλη τη διαδρομή δε σταματάει να κελαηδάει, ονομάζοντάς μου τα μέρη που περνάμε και λέγοντάς μου ιστορίες. Το χέρι της κινείται στον αέρα, δείχνοντας πότε ένα εκκλησάκι σκαρφαλωμένο σε μια πλαγιά, πότε μια αρχαία γέφυρα, πότε μια συστάδα δέντρων όπου, όπως μου λέει, κρύβεται μια πηγή που ποτέ δεν στερεύει, ακόμα και στα πιο ξερά καλοκαίρια. Μου είχε πει ότι παλιότερα το είχε κάνει και αυτό ημιεπαγγελματικά, ειδικά όταν ερχόντουσαν γκρουπ στο συγκρότημά τους, και κάπως έτσι έβγαζε και επιπλέον χαρτζιλίκι. Όχι γιατί ήταν επί πληρωμή υπηρεσία, μου εξηγεί γελώντας, απλά γιατί οι τουρίστες την έκαναν τόσο πολύ χάζι με τις γνώσεις και τον ενθουσιασμό της, που τη γέμιζαν πουρμπουάρ.

    Ο δρόμος ξετυλίγεται μπροστά μας σαν κορδέλα, στριφογυρίζοντας ανάμεσα σε ελαιώνες και απόκρημνες πλαγιές. Κάθε στροφή αποκαλύπτει μια νέα όψη του νησιού—πότε τη βαθυγάλαζη θάλασσα στο βάθος, πότε πετρόχτιστα χωριουδάκια σκαρφαλωμένα σαν φωλιές αετών στις πλαγιές.

    Μετά από καμιά ώρα διαδρομής, με τη Κρινιώ να με έχει εφοδιάσει με ιστορίες και μύθους του τόπου, φτάνουμε επιτέλους στη Φυρή Άμμο. Παρκάρουμε και κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητο, το αλμυρό αεράκι της θάλασσας μας χαιρετά αμέσως. Το χρώμα της άμμου μοιάζει να καίει ελαφρά το φως—μια απόχρωση ανάμεσα σε χρυσό και κεχριμπάρι, που αστράφτει κάτω από τον ήλιο. Το νερό φαίνεται να καθρεφτίζει κάτι πολύ πιο βαθύ από ουρανό—ίσως την ψυχή του ίδιου του νησιού.

    Αφήνουμε τα πράγματά μας κάτω από μια ομπρέλα και καθόμαστε για λίγο στην άμμο, να θαυμάσουμε αυτή τη μικρή τελειότητα πριν μπούμε στο νερό. Η Κρινιώ μού σφίγγει το χέρι, τα μάτια της γεμάτα μια παιδική ανυπομονησία.

    Εκείνη μπαίνει πρώτη στο νερό, με κινήσεις απαλές και άνετες, σαν γοργόνα που επιστρέφει σπίτι. Το σώμα της γλιστράει μέσα στο γαλαζοπράσινο νερό με μια χάρη που με κάνει να μείνω για λίγο ακίνητος, απλώς να την παρατηρώ με δέος.

    Την ακολουθώ αργά, με βήματα πιο διστακτικά, βουλιάζοντας στην υγρή αγκαλιά της θάλασσας, νιώθοντας το νερό να τυλίγει το σώμα μου με δροσερή τρυφερότητα. Κολυμπάμε λίγο, το δέρμα μας γυαλίζει κάτω από το νερό, σαν μικρά ψάρια που παιχνιδίζουν. Μετά, καθόμαστε αγκαλιά μέσα στο νερό, τα σώματά μας μισοβυθισμένα στη θάλασσα, και μιλάμε ψιθυριστά—όχι γιατί φοβόμαστε μην μας ακούσουν, αλλά γιατί τέτοιες στιγμές δεν θέλουν ένταση. Θέλουν ανάσες, απαλές σαν το αεράκι που χαϊδεύει τα βρεγμένα μας πρόσωπα.

    Το απόγευμα, με το δέρμα μας γεμάτο αλάτι και τα μαλλιά μας τραχιά από το θαλασσινό νερό, αποφασίζουμε να πάμε στον Χαλκό. Η Κρινιώ λέει πως είναι η αγαπημένη της παραλία στο νησί, αυτή που επισκέπτεται τις μέρες που θέλει απομόνωση και σκέψη.

    Κατεβαίνουμε την απότομη πλαγιά με προσοχή, πιάνοντας πού και πού ο ένας τον άλλον για να κρατήσουμε την ισορροπία μας, τα πόδια μας γλιστρούν ελαφρά στο χαλικωτό μονοπάτι. Κι όταν φτάνουμε κάτω, στέκομαι για λίγο σαστισμένος, σχεδόν άναυδος από την ομορφιά που απλώνεται μπροστά μας. Η θάλασσα έχει το αυτό το υπέροχο χρώμα που δε μπορείς να περιγράψεις ακριβώς—ένα βαθύ γαλάζιο με ανταύγειες πράσινου, που μοιάζει να αντανακλά κάτι πέρα από το ορατό.

    Καθόμαστε κάτω από ένα αλμυρίκι, που προσφέρει απλόχερα τη σκιά του, και βγάζουμε από το φορητό ηλεκτρικό μας ψυγειάκι δύο κομμάτια καρπούζι και παγωμένο τσάι. Το καρπούζι είναι κρύο και τραγανό, οι σπόροι κάνουν ένα απαλό ήχο καθώς τους φτύνουμε πέρα στην άμμο. Δεν πεινάω, αλλά τρώω, γιατί είναι γλυκό σαν καλοκαίρι και γιατί το μοιραζόμαστε—κάθε δαγκωματιά γίνεται ένα μικρό τελετουργικό ανάμεσά μας.

    Στο βάθος, κάποιοι πιτσιρικάδες παίζουν ρακέτες, οι κινήσεις τους μια μικρή χορογραφία ενέργειας και νιότης. Ένα παιδί φωνάζει για να του ρίξουν τη μπάλα, η φωνή του διαπερνά τη ζεστή ατμόσφαιρα σαν χαρούμενο βέλος. Κι εγώ, με την πλάτη ακουμπισμένη στον κορμό του αλμυρικιού και το χέρι της Κρινιώς μέσα στο δικό μου, σκέφτομαι ότι αν σταματούσε ο κόσμος εδώ, τώρα, δεν θα είχα τίποτα να ζηλέψω. Τίποτα απολύτως.

    Η επόμενη μέρα μας βρίσκει στο Μυλοπόταμο, που μας υποδέχεται σαν μια ανάσα δροσιάς μετά τη ζέστη της διαδρομής. Καθώς βγαίνουμε από το αυτοκίνητο, το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνομαι είναι η αλλαγή στην ατμόσφαιρα. Ο ήλιος ήδη καίει ψηλά στον ουρανό, ξεραίνοντας το χώμα της διαδρομής, μα εδώ, ανάμεσα στα πυκνόφυλλα δέντρα που δημιουργούν ένα φυσικό θόλο πάνω από τα κεφάλια μας, η θερμοκρασία πέφτει απότομα, λες και διασχίσαμε κάποιο αόρατο σύνορο και μπήκαμε σε άλλη εποχή—έναν μικρό παράδεισο σκιάς και δροσιάς.

    Η Κρινιώ περπατάει μπροστά, με ένα κοντό σορτσάκι τζιν που αναδεικνύει την υπέροχη κορμοστασιά της και ένα μικρό σακίδιο κρεμασμένο χαλαρά στην πλάτη της. Κάθε τόσο γυρνά το κεφάλι της πάνω από τον ώμο και μου χαρίζει ένα πλατύ χαμόγελο, τα μάτια της λάμπουν με μια ικανοποίηση που μοιάζει να λέει: «είδες τι σου είχα υποσχεθεί;» Και έχει δίκιο—αυτό το μέρος είναι μαγικό.

    Ο τόπος αυτός μοιάζει με καρτ-ποστάλ από μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια—ή μάλλον, που υπάρχει μόνο σε κρυμμένες γωνιές όπως αυτή, μακριά από τις πολυσύχναστες τουριστικές διαδρομές. Πετρόχτιστα σπίτια με κεραμοσκεπές στέκουν αγέρωχα παρά τον χρόνο που έχει περάσει από πάνω τους, εγκαταλελειμμένοι νερόμυλοι με τις μεγάλες ξύλινες ρόδες τους διηγούνται ιστορίες μιας άλλης εποχής, και πλατάνια αιωνόβια απλώνουν τις τεράστιες ρίζες τους μες στο ρέμα, σαν να προσπαθούν να ξεδιψάσουν από το γάργαρο νερό.

    Στέκομαι για λίγο, αφήνοντας τον ήχο του τρεχούμενου νερού να με τυλίξει, μια μελωδία τόσο διαφορετική από τους θορύβους της πόλης. Η Κρινιώ παρατηρεί την έκφρασή μου και χαμογελά με κατανόηση—ξέρει ακριβώς τι νιώθω.

    Περπατάμε αργά κατά μήκος του μονοπατιού που οδηγεί στους καταρράκτες, τα βήματά μας απαλά πάνω στο χωμάτινο έδαφος που είναι στρωμένο με πεσμένα φύλλα, δημιουργώντας έναν φυσικό χαλί που μαλακώνει τον ήχο. Η Κρινιώ κρατά το χέρι μου σφιχτά, όχι από ανάγκη για στήριξη στο εύκολο μονοπάτι, μα από συνήθεια, από μια ανάγκη για συνεχή επαφή που έχει γίνει δεύτερη φύση και για τους δυο μας.

    Ο αέρας γίνεται πιο υγρός καθώς πλησιάζουμε, και η βοή του νερού όλο και πιο έντονη. Και ξαφνικά, μετά από μια στροφή του μονοπατιού, τον βλέπουμε—τον καταρράκτη που οι ντόπιοι ονομάζουν “Νεράιδα.” Το νερό πέφτει από ψηλά σαν ψίθυρος, ένα διάφανο πέπλο που διασπάται σε μυριάδες σταγόνες πριν συναντήσει την επιφάνεια της μικρής λιμνούλας που έχει σχηματιστεί από κάτω. Το φως του μεσημεριού περνά μέσα από τα φύλλα των δέντρων και δημιουργεί ένα παιχνίδισμα σκιών που χορεύουν πάνω στην επιφάνεια του νερού.

    «Έλα, να καθίσουμε εδώ,» μου λέει η Κρινιώ, δείχνοντας μια επίπεδη πέτρα στην άκρη της λιμνούλας, ιδανική για να δροσίσουμε τα πόδια μας. Βγάζουμε τα παπούτσια μας και καθόμαστε δίπλα-δίπλα, με τα πόδια μας βυθισμένα μέχρι τους αστραγάλους στο κρύο νερό που μοιάζει να έχει απορροφήσει τη δροσιά των βουνών. Ένα μικρό ρίγος ανεβαίνει στη σπονδυλική μου στήλη από την αντίθεση της ζέστης του αέρα με το παγωμένο νερό.

    Εκείνη ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο μου με μια κίνηση φυσική και άνετη, σαν να είναι η θέση της εκεί, και μένουμε σιωπηλοί για ώρα. Ο καταρράκτης μπροστά μας, τα δέντρα γύρω μας, το τραγούδι των πουλιών που αντηχεί στο μικρό φαράγγι—όλα συνθέτουν μια συμφωνία που δεν χρειάζεται λόγια. Δεν υπάρχει τίποτα να πούμε—αυτό που νιώθουμε γεμίζει τον χώρο γύρω μας, μια σιωπή που μιλάει πιο δυνατά από χίλιες λέξεις.

    Νιώθω τον ρυθμό της αναπνοής της να συγχρονίζεται με τη δική μου, σε μια αρμονία που μόνο η οικειότητα μπορεί να δημιουργήσει. Τα δάχτυλα των ποδιών μας παίζουν κάτω από το νερό, μια μικρή μουσική που μόνο εμείς ακούμε.

    Πριν φύγουμε, αποφασίζουμε να ανεβούμε στον παλιό νερόμυλο που στέκει σαν φρουρός στην είσοδο του μονοπατιού. Η πέτρινη σκάλα είναι φθαρμένη από τα χρόνια και τους αναρίθμητους επισκέπτες, αλλά ακόμα στέρεη. Η Κρινιώ ανεβαίνει πρώτη, τα δάχτυλά της χαϊδεύουν νοσταλγικά τις πέτρες καθώς περνάει.

    Μέσα στον μύλο, η θερμοκρασία είναι ακόμα πιο χαμηλή, η πέτρα κρατά τη δροσιά σαν θησαυρό. Η Κρινιώ μου δείχνει το εσωτερικό με την άνεση κάποιου που γνωρίζει καλά τον χώρο—τους μηχανισμούς που κάποτε κινούνταν από τη δύναμη του νερού, τις μυλόπετρες που άλεθαν το σιτάρι, τα ξύλινα δοκάρια που στηρίζουν ακόμα τη στέγη.

    «Ο παππούς μου έλεγε ότι έφερναν εδώ το σιτάρι απ’ όλο το νησί,» μου λέει, τα μάτια της λάμπουν καθώς ανασύρει αναμνήσεις. «Και ότι τις νύχτες με πανσέληνο, λέγανε πως έβλεπαν νεράιδες να χορεύουν γύρω από τον καταρράκτη.»

    «Εγώ βλέπω πάντως μία, μέρα μεσημέρι!» της κάνω. «Με τη διαφορά ότι αντί να χορεύει στον καταρράχτη, χορεύει εμένα στο ταψί!» της κάνω και κερδίζω το γέλιο της.

    «Καλά σου κάνω!» μου λέει, βάζοντας και πάλι στόχο τη μύτη μου με το δάχτυλό της.

    Και μετά αρχίζει και πάλι να κελαηδάει. Την ακούω να μιλάει και μες στη φωνή της διακρίνω κάτι παιδικό, μια ξεχασμένη αθωότητα που επανέρχεται στην επιφάνεια καθώς επιστρέφει στα μέρη που σημάδεψαν την παιδική της ηλικία. Είναι σαν το νησί να ξεκλειδώνει ένα κομμάτι της που παραμένει κρυμμένο στην καθημερινότητα της πόλης—πιο ανέμελο, πιο ελεύθερο, πιο αυθεντικό.

    Και σκέφτομαι, καθώς την παρατηρώ να κινείται στον χώρο με τόση άνεση, ότι το να βλέπεις κάποιον να επιστρέφει στις ρίζες του είναι ίσως το πιο βαθύ είδος οικειότητας—να σου επιτρέπει να δεις πώς διαμορφώθηκε, από πού προήλθε, τι τον έκανε αυτό που είναι σήμερα. Δεν χρειάζεται να πω τίποτα για να της δείξω πόσο εκτιμώ αυτή την εμπιστοσύνη. Της κρατώ απλά το χέρι καθώς κατεβαίνουμε προσεκτικά τη σκάλα, μια σιωπηλή υπόσχεση ότι θα είμαι εδώ για όσο χρόνο μου έχει απομείνει.

    Γυρνάμε αργά το απόγευμα, με το φως να έχει πάρει εκείνη την χρυσαφένια απόχρωση που σημαδεύει το τέλος μιας καλοκαιρινής μέρας στα νησιά. Τα μαλλιά μας είναι ακόμα νωπά από το τελευταίο μπάνιο, το δέρμα μας αλμυρό και ζεστό από τον ήλιο. Η Κρινιώ χασμουριέται καθώς ξεκλειδώνουμε την πόρτα, αλλά όταν βλέπει το μήνυμα στο κινητό της, τα μάτια της ζωντανεύουν.

    «Η Ειρήνη με το Γιάννη θέλουν να βγούμε για φαγητό!» μου λέει, δείχνοντάς μου την οθόνη. «Έχουν και τα δίδυμα μαζί. Πάμε;»

    Παρά την κούραση της μέρας που νιώθω να βαραίνει τα πόδια μου, το χαμόγελό της είναι αρκετό για να με πείσει. Κάνουμε ένα γρήγορο ντους, αλλάζουμε ρούχα, και καταφέρνω να ξεκολλήσω και την Αγγελική από τους λογαριασμούς της και τις σκοτούρες της επιχείρησης για να έρθει μαζί μας και εκείνη.

    «Μα έχω να βγάλω τους μισθούς του προσωπικού!» διαμαρτύρεται αδύναμα, κλείνοντας ωστόσο τον υπολογιστή της και σηκώνοντας τα γυαλιά της στο μέτωπο.

    «Θα τα κάνεις αύριο που θα είσαι ξεκούραστη,» της λέω με μια τόσο σιγουριά που δεν αφήνει περιθώρια αντίρρησης. «Και θα δουλέψει καλύτερα το μυαλό σου.»

    Το ταβερνάκι που επιλέγουμε βρίσκεται σ’ ένα ύψωμα με θέα το λιμάνι. Τα φώτα των καραβιών αναβοσβήνουν στο βάθος σαν πυγολαμπίδες, ενώ η μυρωδιά από φρεσκοψημένο ψάρι γεμίζει τον αέρα. Τα δίδυμα, ο Πέτρος και ο Μάριος, τρέχουν αμέσως στην αγκαλιά της Κρινιώς, που τα σηκώνει ψηλά με ένα γέλιο που αντηχεί σε όλο το μαγαζί.

    Περάσαμε πολύ όμορφα, με τις ιστορίες του Γιάννη για τα καπρίτσια των πλούσιων τουριστών στο ξενοδοχείο, τις αναμνήσεις της Ειρήνης και της Κρινιώς από τα εφηβικά τους χρόνια, και τα δίδυμα να μας διασκεδάζουν με τα καμώματά τους. Η Αγγελική σιγά-σιγά χαλάρωσε, άφησε πίσω τις έγνοιες της. Κάπου εκεί όμως, μετά το δεύτερο ποτήρι κρασί, μου βγήκε η κούραση της μέρας σαν κύμα που με παρέσυρε. Τα βλέφαρά μου βάρυναν, ένα μικρό βήξιμο που προσπάθησα να κρύψω έγινε αντιληπτό από την Κρινιώ, που άπλωσε αμέσως το χέρι της ανήσυχα στο μέτωπό μου.

    «Ώρα να γυρίσουμε σπίτι,» μου ψιθυρίζει στο αυτί.

    «Όχι πρώτο πληθυντικό» της απαντάω, βλέποντας πόσο απολάμβανε την παρέα με τους παιδικούς της φίλους. «Θα γυρίσω σπίτι και εσύ θα κάτσεις όσο θέλεις με τα παιδιά.»

    Για μια στιγμή βλέπω τη διχασμένη έκφραση στο πρόσωπό της—η επιθυμία να μείνει και η ανάγκη να φροντίσει. Εκεί παρεμβαίνει Η Αγγελική, με την αλάνθαστη μητρική της διαίσθηση.

    «Παρέα θα γυρίσουμε,» λέει, σηκώνοντας ήδη την τσάντα της. «Έχω πιει μόνο μισό ποτήρι κρασί, οπότε μπορώ να οδηγήσω. Εσύ κάτσε με τα παιδιά.»

    Αφήνω την κάρτα μου στην Κρινιώ για να πληρώσει παρά τις διαμαρτυρίες της και γυρίζουμε στο σπίτι με την Αγγελική, αφήνοντας την παρέα να συνεχίσει το γλέντι. Στο δρόμο της επιστροφής, η Αγγελική οδηγεί σιωπηλά, το προφίλ της φωτίζεται στιγμιαία από τα φώτα του δρόμου. Μια γαλήνη επικρατεί μεταξύ μας, αποτέλεσμα της οικειότητας που έχουμε αναπτύξει αυτές τις μέρες.

    Μόλις φτάνουμε στο σπίτι, η Λίζι με υποδέχεται με τέτοιο ενθουσιασμό λες και έλειπα ένα χρόνο, όχι μερικές ώρες. «Λοιπόν, πάω να την πέσω κι εγώ!» λέω στην Αγγελική.

    Εκείνη στέκεται στη βάση της σκάλας, το χέρι της παίζει νευρικά με τα κλειδιά. Κάτι φαίνεται να την απασχολεί. «Να σου πω,» ξεκινάει και μετά διστάζει για λίγο, σαν να ζυγίζει τις λέξεις της. Τα μάτια της κάνουν μια γρήγορη βόλτα στο χώρο πριν καρφωθούν και πάλι εξεταστικά πάνω μου. «Είχε κλείσει τη σουίτα-β ένας Τσέχος από το booking.com και δεν εμφανίστηκε!»

    Αισθάνομαι ένα μικρό σφίξιμο στο στομάχι μου, αλλά διατηρώ την έκφρασή μου ουδέτερη. Η σουίτες-α και β είναι το πιο ακριβά δωμάτια του συγκροτήματος και δεν έχουν συχνές κρατήσεις.

    «Σε είχε πληρώσει;» τη ρωτάω, κάνοντας τον ανήξερο, με τη Λίζι ακόμα να προσπαθεί να βρει άνετη θέση στην αγκαλιά μου.

    «Ναι, κανονικά,» απαντά η Αγγελική, τα φρύδια της σμίγουν ελαφρά καθώς με παρατηρεί.

    «Τότε, πρόβλημά του,» της λέω συνεχίζοντας να κάνω την κουφή τυρόπιττα, αποφεύγοντας το διαπεραστικό της βλέμμα με το να χαϊδεύω επιδεικτικά τη Λίζι.

    «Θα σε πάρει και θα σε σηκώσει!» μου κάνει ξαφνικά, με ένα τόνο που δείχνει ότι έχει καταλάβει το παιχνίδι μου. Βάζω όλο μου το ταλέντο να την κοιτάξω έκπληκτος, ανασηκώνοντας τα φρύδια μου σε μια έκφραση που ελπίζω να είναι πειστική.

    «Εμένα γιατί;» τη ρωτάω, κάνοντας όσο πιο πειστικά μπορούσα τον ανίδεο, με ένα ελαφρύ τρέμουλο στη φωνή μου που ελπίζω να ερμηνευτεί ως έκπληξη και όχι ως ενοχή.

    Η Αγγελική σταυρώνει τα χέρια της μπροστά στο στήθος και γέρνει ελαφρά προς το μέρος μου, σαν ντετέκτιβ που έχει μόλις λύσει μια υπόθεση.

    «Γιατί ρώτησα το Booking.com… και η κράτηση έγινε από ελληνική IP…» Τα μάτια της καρφώνονται στα δικά μου, με ένα βλέμμα που θα μπορούσε να τρυπήσει τοίχο. «Όλως τυχαίως δυο μέρες αφού σας έκλεισα τη σουίτα-Α.»

    Νιώθω το πρόσωπό μου να ζεσταίνεται ελαφρά αλλά εξακολουθώ να κάνω τον κινέζο. «Ρε συ Αγγελική για όνομα!» της κάνω, προσπαθώντας να ακουστώ αγανακτισμένος. «Θα μπορούσε κάλλιστα κανένας πλούσιος Τσέχος που ήταν στην Ελλάδα όταν έκανε την κράτηση!»

    Η Αγγελική με κοιτάζει για μερικά δευτερόλεπτα που μοιάζουν με αιωνιότητα, τα χείλη της σφιγμένα σε μια γραμμή που σιγά-σιγά χαλαρώνει σε ένα συγκρατημένο χαμόγελο.

    «Καλώς… απαλλάσσεσαι λόγω αμφιβολιών!» μου λέει τελικά, χωρίς να με πολυπιστεύει, το βλέμμα της πιο μαλακό τώρα, σχεδόν τρυφερό. Κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου και το πρόσωπό της μαλακώνει εντελώς, η προσποιητή αυστηρότητα εξαφανίζεται. «Σ’ ευχαριστώ!» μου λέει με φωνή που τρεμοπαίζει ελαφρά.

    «Για ποιο πράγμα βρε τρελλο-Τσιριγώτισσα;» συνεχίζω το θέατρο.

    «Ξέρεις εσύ!» μου κάνει κουνώντας μου το δάχτυλο παιχνιδιάρικα, ενώ ταυτόχρονα σκουπίζει διακριτικά ένα δάκρυ που απειλεί να ξεφύγει από την άκρη του ματιού της.

    Η Λίζι, σαν να αντιλαμβάνεται τη συγκινησιακή φόρτιση, πηδά από την αγκαλιά μου και αρχίζει να γυρίζει γύρω-γύρω από τα πόδια της Αγγελικής, που σκύβει να την χαϊδέψει.

    «Λίζι, κι εσύ συνένοχη είσαι;» της ψιθυρίζει η Αγγελική, και εγώ ανεβαίνω τη σκάλα με την καρδιά μου λίγο πιο ελαφριά, γνωρίζοντας ότι η μικρή μου συνωμοσία έχει αποκαλυφθεί, αλλά έχει γίνει αποδεκτή με αγάπη.

    «Καληνύχτα …Κλουζώ!» της λέω τρολάροντας την.

    Κουνάει το κεφάλι της χαμογελώντας. «Καληνύχτα Γιώργο!»

    Τις δυο επόμενες μέρες καθόμαστε στο Διακόφτι και πηγαίνουμε στην παραλία με την Ειρήνη, το Γιάννη και τα δίδυμα αλλά την τρίτη μέρα κάνουμε το διήμερο που είχαμε σχεδιάσει στην Ελαφόνησο. Παίρνουμε το καράβι για τη Νεάπολη, και από εκεί πάμε Πούντα για να πάρουμε το ferry boat για την Ελαφόνησο.

    «Κρινιώ, λέω να αφήσουμε το αυτοκίνητο εδώ!» της λέω καθώς η Ελαφόνησος είναι μικρή, η παραλία του Σίμου είναι ούτε μια ώρα περπάτημα από το λιμάνι.

    «Θα αντέξεις Τζωρτζίνο μου;»

    «Ναι ματάκια μου. Εντάξει, το βράδυ δε θα είμαι για χορό… εκτός και αν είναι αυτός που μου κάνεις εσύ!» της λέω πονηρά και χαχανίζει.

    Η διαδρομή είναι μικρή, μόλις δέκα λεπτά διαρκεί η θαλάσσια διάβαση, μα το συναίσθημα μεγάλο· νιώθω σαν παιδί που πάει εκδρομή με την αγαπημένη του δασκάλα, αυτή που το κάνει να ανακαλύπτει τον κόσμο με καινούργια μάτια. Ο αέρας της θάλασσας χτυπά το πρόσωπό μου, μου κλέβει την ανάσα, αλλά δεν με νοιάζει. Την κοιτάζω που στέκεται στο κατάστρωμα, με τα μαλλιά της να χορεύουν στον άνεμο, και νιώθω τόσο τυχερός που τη γνώρισα.

    Η Κρινιώ είναι ενθουσιασμένη, σχεδόν σε κατάσταση ευφορίας. Έχει ετοιμάσει σακίδιο, αντηλιακά, νερά, καπέλα, μέχρι και μικρά σάντουιτς τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο—όλα στην εντέλεια, σαν να εκτελεί μια ιεροτελεστία. Κάθε μικρή λεπτομέρεια του ταξιδιού έχει προβλεφθεί, κάθε πιθανή ανάγκη έχει καλυφθεί. «Έχεις σκεφτεί τα πάντα,» της λέω, και εκείνη μου χαμογελά με μια γλυκιά υπερηφάνεια.

    «Το καλοκαίρι είναι τελετουργία, Γιώργο,» μου απαντά, και στη φωνή της ακούω μια σοφία που ξεπερνά τα χρόνια της. «Τίποτα δεν πρέπει να μένει στην τύχη.»

    Μόλις πατάμε το πόδι μας στο νησί, ο αέρας αλλάζει· έχει αυτή τη θαλασσινή αρμύρα που σε κάνει να ξεχνάς ό,τι σε βαραίνει, ανακατεμένη με μυρωδιές θυμαριού και φασκόμηλου από τους χαμηλούς θάμνους που φυτρώνουν ανάμεσα στους αμμόλοφους. Πλέον ο ήλιος έχει ανατείλει και χρυσίζει όλο το τοπίο, κάνοντας τα νερά να λαμπυρίζουν σε αποχρώσεις που κανένας ζωγράφος δε θα μπορούσε να αποτυπώσει με ακρίβεια.

    Παίρνουμε το δρόμο για τον Σίμο, διασχίζοντας το μικρό νησί με τα πόδια, απολαμβάνοντας την πεζοπορία. Τα μάτια της Κρινιώς λάμπουν κάθε φορά που ο ορίζοντας ανοίγει και αποκαλύπτεται μια νέα εικόνα—μια θάλασσα που μοιάζει απέραντη, ένας ουρανός τόσο γαλάζιος που πονάει, μικρά πουλιά που πηδούν από θάμνο σε θάμνο. «Κοίτα!» μου λέει συνέχεια, πιάνοντας το μπράτσο μου με ενθουσιασμό, σαν να φοβάται ότι θα χάσω κάτι. Και όντως, χάρη σε εκείνη, βλέπω πράγματα που κανονικά θα μου διέφευγαν: ένα μικρό λουλούδι ανάμεσα στις πέτρες, τον τρόπο που το φως διαθλάται στο νερό, την ιδιαίτερη υφή της άμμου κάτω από τα πόδια μας.

    Και πράγματι, όταν φτάνουμε μετά από περίπου μία ώρα περπάτημα, νιώθω πως έφτασα στον παράδεισο. Δίπλα στη Λεύκη, η παραλία του Σίμου είναι ένα θαύμα που ξετυλίγεται μπροστά μας—διπλή, με μια γλώσσα άμμου να χωρίζει δύο κόλπους, με λεπτή λευκή άμμο που τρίζει κάτω από τα βήματά μας σαν ζάχαρη άχνη και νερά που από γαλαζοπράσινα γίνονται τιρκουάζ όσο το βλέμμα προχωρά βαθύτερα. Στο βάθος, ελάχιστα σύννεφα σαν από βαμβάκι κρέμονται πάνω από τον ορίζοντα, προσθέτοντας βάθος στον απέραντο γαλάζιο θόλο.

    Στήνουμε ομπρέλα σε ένα ήσυχο σημείο της παραλίας, απλώνουμε τις ψάθες μας, αλείφουμε το ένας τον άλλον με αντηλιακό—τα χέρια της στο δέρμα μου με κάνουν να ανατριχιάζω από ευχαρίστηση. Ξαπλώνουμε για λίγο, αλλά δεν αργούμε να μπούμε στη θάλασσα, η έλξη του νερού είναι ακαταμάχητη. Το νερό είναι κρύο στην αρχή, μια ευχάριστη έκπληξη μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, καθαρό σαν κρύσταλλο, με την άμμο να διακρίνεται στο βυθό ακόμα και όταν φτάνουμε στα βαθιά. Με κάθε βήμα που προχωρώ νιώθω να μου φεύγει η ένταση, σαν το νερό να ξεπλένει όχι μόνο το αλάτι της ζωής αλλά και τις έννοιες, τους φόβους, τις αμφιβολίες.

    Η Κρινιώ κολυμπάει σαν δελφίνι, το σώμα της γλιστρά μέσα στο νερό με μια φυσικότητα που με κάνει να τη θαυμάζω. Βουτά, αναδύεται, φτύνει νερό προς τον ουρανό σαν μικρό σιντριβάνι και γελά με την καρδιά της. Έρχεται κοντά μου και μου φυτεύει ένα φιλί στον ώμο, τα χείλη της αλμυρά από τη θάλασσα, τα μάτια της γεμάτα ένα φως που με κάνει να λησμονώ το παρελθόν και το μέλλον. Δεν χρειάζεται να μιλήσουμε. Τα μάτια μας λένε όσα δεν λένε τα χείλη—την ευγνωμοσύνη, τη χαρά, το δέος για όλη αυτή την ομορφιά που μας περιβάλλει.

    Το απόγευμα, αφού έχουμε ξεκουραστεί κάτω από την ομπρέλα διαβάζοντας—κι εγώ βρήκα την ευκαιρία να ρίξω και ένα ύπνο—βρίσκουμε ένα μικρό ταβερνάκι με θέα στη θάλασσα. Οι καρέκλες είναι ξύλινες, βαμμένες μπλε, κάπως ταλαιπωρημένες από τον ήλιο και την αλμύρα. Το τραπεζομάντιλο είναι πλαστικό, ξεθωριασμένο από τον καιρό, αλλά πεντακάθαρο. Ο σερβιτόρος, ένας ηλικιωμένος άντρας με δέρμα σκαμμένο από τον ήλιο και τα χρόνια, μας προτείνει να δοκιμάσουμε το πιάτο της ημέρας.

    Τρώμε φρέσκο ψάρι, λαβράκι ψημένο στα κάρβουνα με λαδολέμονο που κυλά στα δάχτυλά μας, και ντοματοσαλάτα με τις ντομάτες ζουμερές, μόλις κομμένες από τον κήπο, το τυρί αλμυρό και εύγευστο. Ο ιδιοκτήτης μας φέρνει ρετσίνα σε ένα παλιό μεταλλικό κανάτι, “από το δικό του βαρέλι”, μας λέει με περηφάνια. Το πρώτο ποτήρι με ξαφνιάζει με τη χαρακτηριστική γεύση ρετσινιού, μα το δεύτερο με κάνει να αναρωτιέμαι γιατί δεν την πίνω πιο συχνά.

    Η Κρινιώ, αφού έχουμε φάει και την τελευταία μπουκιά από το γλυκό του κουταλιού που μας κέρασαν, αφήνει τα πόδια της να κρέμονται από το πεζούλι του μαγαζιού που βλέπει στη θάλασσα και χαζεύει τον ήλιο που σιγά-σιγά κατεβαίνει προς τη δύση. Τα χρώματα στον ουρανό αλλάζουν—από το λαμπερό γαλάζιο σε απαλό ροζ, μετά σε βαθύ πορτοκαλί και τέλος σε μοβ που σκουραίνει όλο και περισσότερο. Όλο αυτό το θέαμα καθρεφτίζεται στα ήρεμα νερά του κόλπου, δημιουργώντας μια εικόνα που θα μπορούσε να είναι από όνειρο.

    Το βράδυ, βρίσκουμε δωμάτιο σε μια μικρή πανσιόν στο χωριό, απλό και καθαρό, με τοίχους ασβεστωμένους και μια βεράντα που βλέπει προς τη θάλασσα. Η γυναίκα που το διατηρεί, με γκρίζα μαλλιά πιασμένα σε έναν σφιχτό κότσο, μας προσφέρει ένα κομμάτι σπιτικό κέικ πορτοκαλιού, “για το καλωσόρισμα”, μας λέει. Η γλυκιά μυρωδιά γεμίζει το δωμάτιο, ανακατεύεται με τον αέρα της θάλασσας που μπαίνει από το παράθυρο.

    Πέφτουμε να κοιμηθούμε κουρασμένοι αλλά ευτυχισμένοι, το δέρμα μας ακόμα αλμυρό από τη θάλασσα και ζεστό από τον ήλιο. Στο κρεβάτι, την κρατάω στην αγκαλιά μου, αφουγκράζομαι την αναπνοή της που σταδιακά γίνεται πιο βαθιά καθώς αποκοιμιέται, και σκέφτομαι ότι κάθε μέρα μαζί της είναι σαν μια προέκταση του καλοκαιριού που νόμιζα πως δεν θα ξαναζήσω. Κάθε στιγμή μαζί της είναι ένα δώρο που δεν περίμενα να λάβω, και αναρωτιέμαι αν υπάρχει τρόπος να της δείξω πόσο σημαίνει για μένα χωρίς να της προκαλέσω λύπη για όσα θα ακολουθήσουν.

    Την επόμενη μέρα ξυπνάμε νωρίς, με το φως να γλιστράει ανάμεσα από τις γρίλιες του παραθύρου, σχηματίζοντας γραμμές φωτός και σκιάς πάνω στο κρεβάτι, και το φλοράλ σεντόνι να μυρίζει καθαριότητα και ήλιο, σαν να το έχουν απλώσει στον ανοιξιάτικο αέρα. Οι θόρυβοι του μικρού χωριού αρχίζουν να ζωντανεύουν—μια μηχανή που ξεκινά, ένα παιδί που φωνάζει, μια γυναίκα που χτυπά ένα χαλί.

    Η Κρινιώ έχει ήδη σηκωθεί και μου φέρνει καφέ στο χέρι σε μια κούπα με ξεθωριασμένα γαλάζια λουλούδια. Ο καφές είναι δυνατός και αρωματικός, με μια νότα κανέλας που μάλλον έχει προσθέσει η ίδια, γνωρίζοντας την αδυναμία μου. «Κοιμήθηκες καλά;» με ρωτά, καθώς χαϊδεύει τα μαλλιά μου που θα πρέπει να είναι ανακατωμένα από τον ύπνο.

    «Σαν μωρό,» της απαντώ, και δεν είναι ψέμα. To βράδυ, κοιμήθηκα βαθιά και ξύπνησα ξεκούραστος, σαν να με νανούρισε η ίδια η θάλασσα με το ρυθμικό της κύμα.

    Βγαίνουμε στο μικρό μπαλκονάκι του δωματίου και απολαμβάνουμε τη θέα προς το λιμανάκι, εκεί που τα ψαροκάικα λικνίζονται ήρεμα στο νερό και οι ψαράδες ετοιμάζουν τα δίχτυα τους για την επόμενη βάρδια. Η μέρα σήμερα είναι πιο ήρεμη, πιο αργή, σαν να μας λέει το νησί «μην αγχώνεστε, προλάβετε τη χαρά.» Και αποφασίζουμε να την ακούσουμε.

    Το πρωινό μας είναι λιτό αλλά γευστικό—ψωμί φρεσκοψημένο, βούτυρο, μέλι από τοπικό παραγωγό, και φρούτα της εποχής που μας έφερε η γυναίκα του πανσιόν. Τρώμε με όρεξη, το μέλι στάζει από τις άκρες του ψωμιού, γλυκαίνοντας τα δάχτυλά μας, που τα γλείφουμε σαν παιδιά.

    Πηγαίνουμε στην παραλία της Παναγιάς, πιο μικρή, πιο ήσυχη από τον Σίμο, αλλά εξίσου πανέμορφη, με λιγότερο κόσμο και περισσότερη γαλήνη. Οι σκιές από τα αρμυρίκια αγκαλιάζουν την άμμο, προσφέροντας φυσική σκιά που τρεμοπαίζει με το ελαφρύ αεράκι, και ρίχνουμε τις ψάθες μας κάτω από ένα δέντρο που έχει γείρει προς τη θάλασσα, σαν να θέλει να δροσιστεί.

    Κολυμπάμε στα κρυστάλλινα νερά, περιπλανιόμαστε ανάμεσα στα βράχια που ορθώνονται στη μια άκρη της παραλίας, ανακαλύπτοντας μικρές κρυφές σπηλιές και γούβες με θαλασσινά πλάσματα. Η Κρινιώ μαζεύει κοχύλια, τα εξετάζει προσεκτικά και διαλέγει μόνο τα πιο ιδιαίτερα—ένα με σπειροειδές σχήμα σε αποχρώσεις του ροζ, ένα άλλο που μοιάζει με μικροσκοπικό αστέρι. «Για τη συλλογή μου,» μου εξηγεί, δείχνοντάς μου μια χούφτα κοχύλια που έχει ήδη μαζέψει.

    Όταν βγαίνουμε από το νερό, τρώμε κεράσια που είχαμε φέρει μαζί μας, ζουμερά και γλυκά, και γελάμε με το πώς μαζεύονται οι γλάροι γύρω μας, ελπίζοντας για κάποιο κομμάτι της λιχουδιάς. Τα κουκούτσια από τα κεράσια τα φτύνουμε μακριά, ένα παιχνίδι που κάνει την Κρινιώ να γελά με την καρδιά της όταν ένα από τα δικά μου πέφτει μόλις λίγα εκατοστά μακριά. Στο πρόσωπό της βλέπω το φως του καλοκαιριού, τη χαρά που βιώνει με όλες της τις αισθήσεις αυτές τις στιγμές, και στο δικό μου ελπίζω να βλέπει λίγη από την ευγνωμοσύνη που νιώθω για όλα όσα μου έχει προσφέρει.

    Το μεσημέρι, αφού έχουμε απολαύσει αρκετά την παραλία και τον ήλιο, κάνουμε βόλτα στο χωριό. Τα δρομάκια είναι στενά, με σπίτια στα χρώματα της ώχρας και του λευκού, και γάτες που λιάζονται στα πεζούλια τεμπέλικα. Μια γριούλα καθισμένη σε μια καρέκλα έξω από το σπίτι της μάς χαιρετά και μας ρωτά αν περνάμε καλά. Η Κρινιώ της απαντά στη διάλεκτο του τόπου, κάτι που την κάνει να γελάσει με ικανοποίηση. «Άξια κοπέλα,» μου λέει, κλείνοντάς μου το μάτι.

    Η Κρινιώ μπαίνει σε ένα μικρό μαγαζί με χειροποίητα κοσμήματα, εκεί που η ιδιοκτήτρια μας εξηγεί πως φτιάχνει η ίδια ό,τι βλέπουμε. Μετά από λίγη ώρα περιήγησης στα ράφια, η Κρινιώ διαλέγει και αγοράζει ένα βραχιόλι φτιαγμένο από κοχύλια και μικρές χάντρες σε αποχρώσεις του μπλε και του πράσινου, που θυμίζουν τα νερά της Ελαφονήσου. Μου λέει θα το φοράει και θα θυμάται το διήμερο αυτό, τις στιγμές που μοιραστήκαμε, τη μαγεία του τόπου.

    Το απόγευμα παίρνουμε το καραβάκι για πίσω, φορτωμένοι με τις αναμνήσεις και τα μικρά μας δώρα. Το φως έχει αρχίσει να αλλάζει ξανά, αυτή τη φορά παίρνοντας μια χρυσαφένια απόχρωση που κάνει τα πάντα να μοιάζουν εξωπραγματικά. Καθόμαστε πλάι πλάι στο κατάστρωμα και κοιτάζουμε τη στεριά της Ελαφονήσου που σιγά-σιγά χάνεται πίσω μας, τα χρώματά της να ξεθωριάζουν στην απόσταση, σαν ένα όνειρο που τελειώνει.

    Δεν μιλάμε πολύ κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, μόνο τα χέρια μας είναι ενωμένα και οι καρδιές μας γεμάτες με εικόνες, μυρωδιές, γεύσεις, συναισθήματα που θα παραμείνουν μαζί μας πολύ μετά το τέλος αυτού του ταξιδιού. Η Κρινιώ ακουμπά το κεφάλι της στον ώμο μου και κλείνει τα μάτια, όχι για να κοιμηθεί, αλλά για να βυθιστεί περισσότερο σ’ αυτή τη στιγμή, σ’ αυτό το συναίσθημα.

    Μιας και δεν προλάβαμε το τελευταίο καράβι για τα Κύθηρα θα πρέπει να διανυκτερεύσουμε στη Νεάπολη. Βρίσκουμε ένα απλό δωμάτιο πάνω από ένα παλιό καφενείο. Το δωμάτιο είναι λιτό αλλά καθαρό, με ψηλό ταβάνι και έπιπλα μιας άλλης εποχής. Ένα παλιό ορειχάλκινο κρεβάτι με στρώμα που βουλιάζει ελαφρά στη μέση, μια ξύλινη ντουλάπα με καθρέφτη που έχει αρχίσει να ξεφλουδίζει στις άκρες, και μια καρέκλα με ψάθινο κάθισμα κάτω από το παράθυρο.

    «Πεινάω,» δηλώνει, και τα μάτια της λάμπουν με μια παιχνιδιάρικη διάθεση.

    Βγαίνουμε για φαγητό σε μια παραλιακή ταβέρνα όπου μας συστήνουν τη σπεσιαλιτέ του μαγαζιού—φρεσκότατο σαργό ψημένο στη σχάρα. Τρώμε με θέα το σκοτεινό πέλαγος, ακούγοντας το ρυθμικό χτύπημα των κυμάτων στα βράχια κάτω από το πόδια μας. Η νύχτα είναι ζεστή και αστροφώτιστη, ο ουρανός τόσο καθαρός που νομίζεις πως μπορείς να αγγίξεις τα άστρα.

    Το πρωί ξυπνάμε νωρίς, με την ανατολή, και αφού παίρνουμε πρωινό στο καφενείο του κυρ-Μιχάλη—ελληνικό καφέ και χωριάτικο ψωμί με μέλι και βούτυρο—ξεκινάμε για τη σπηλιά της Καστανιάς. Η διαδρομή είναι μαγευτική, ανάμεσα σε ελαιώνες και βραχώδεις πλαγιές που κατεβαίνουν απότομα προς τη θάλασσα. Η Κρινιώ οδηγεί προσεκτικά, σιγοτραγουδώντας ένα παλιό νησιώτικο τραγούδι που της έμαθε η γιαγιά της.

    Φτάνουμε στη σπηλιά και συναντάμε τον ξεναγό μας, έναν νεαρό σπηλαιολόγο με πάθος για το αντικείμενό του. Μας εξηγεί ότι η σπηλιά ανακαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα, το 1958, από έναν βοσκό που ακολούθησε το χαμένο του ζώο. «Προσέξτε το κεφάλι σας,» μας προειδοποιεί καθώς μπαίνουμε από τη στενή είσοδο. Και τότε, σαν να περνάμε μέσα από μια πύλη σε άλλο κόσμο, ανοίγεται μπροστά μας ένα θέαμα που κόβει την ανάσα.

    Αίθουσες τεράστιες γεμάτες με σταλακτίτες και σταλαγμίτες σε απίστευτους σχηματισμούς—κάποιοι λεπτοί σαν βελόνες, άλλοι ογκώδεις σαν στήλες ναού, άλλοι πάλι σαν παγωμένοι καταρράκτες από πέτρα. Τα χρώματα κυμαίνονται από το λευκό του μαρμάρου μέχρι το βαθύ κόκκινο της σκουριάς, με διαβαθμίσεις κίτρινου και καφέ που ο ξεναγός μας εξηγεί ότι οφείλονται στα μεταλλικά στοιχεία που περιέχονται στο νερό.

    Περνάμε από διαδρόμους με χαμηλά ταβάνια, από αίθουσες που θα μπορούσαν να χωρέσουν καθεδρικούς ναούς, και καταλήγουμε σε μια μικρή λιμνούλα με κρυστάλλινα νερά. Ο ξεναγός μας λέει πως η στάθμη της λίμνης αυτής παραμένει σταθερή όλο το χρόνο, ανεξάρτητα από τις εποχές.

    Μετά τη σπηλιά, κάνουμε μια στάση για μεσημεριανό σε ένα παραθαλάσσιο χωριουδάκι. Χταπόδι στα κάρβουνα, χωριάτικη σαλάτα με ελιές και παξιμάδι βουτηγμένο στο λαδόξιδο, και κρύα ρετσίνα—ένα γεύμα απλό αλλά τόσο ταιριαστό με τον τόπο και τη στιγμή.

    Το απόγευμα επιστρέφουμε στη Νεάπολη, παίρνουμε τις βαλίτσες μας από το δωμάτιο, αποχαιρετούμε τον κυρ-Μιχάλη που μας δίνει και ένα πακετάκι με κουλουράκια για το ταξίδι, και κατευθυνόμαστε προς το λιμάνι. Μπαίνουμε στο καράβι και γύρω στη μιάμιση ώρα αργότερα είμαστε και πάλι στο δωμάτιό μας. Η Λίζι που είχε γίνει αυτοκόλλητη στην Αγγελική αυτές τις δυο μέρες, αφού μας μαλώσει νιαουρίζοντάς μας αποδοκιμαστικά που την αφήσαμε μόνη της, μας συγχωράει και το βράδυ καταδέχεται μεγαλόψυχα να ξαπλώσει στο στέρνο μου και να μην ξεκουνάει από κει ούτε για μεζέ.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 1 Ιουνίου 2025 at 00:20
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 16ο - Το απέραντο γαλάζιο

    Οι δύο επόμενες μέρες κυλάνε τεμπέλικα, σαν μέλι που απλώνεται αργά στο ψωμί. Ξυπνάμε αργά, με το φως του ήλιου να μπαίνει από τις γρίλιες και τα μακρινά κελαηδίσματα των πουλιών να συνθέτουν τη μελωδία του πρωινού. Η Κρινιώ τεντώνεται δίπλα μου σαν γάτα, με τα μαλλιά της ανακατεμένα και ένα χαμόγελο που υπόσχεται άλλη μια ξέγνοιαστη μέρα.

    Τρώμε το πρωινό μας με την Αγγελική στη σκιερή αυλή, κάτω από την κληματαριά που προσφέρει απλόχερα τη δροσιά της. Το τραπέζι είναι γεμάτο καλούδια που ετοιμάζει η Αγγελική κάθε πρωί—φρεσκοψημένο ψωμί που μοσχοβολάει, ντόπιο μέλι που έχει μια ιδιαίτερη γεύση από τα θυμάρια του νησιού, γιαούρτι με φρούτα εποχής, και ομελέτα με φρέσκια ντομάτα και ρίγανη. Ο καφές της Αγγελικής είναι θρυλικός, δυνατός και αρωματικός, με μία νότα κανέλας που δεν αποκαλύπτει σε κανέναν πώς την πετυχαίνει.

    Μετά το πρωινό, πηγαίνουμε για μπανάκι στην παραλία. Δεν είναι μακριά, μόλις πέντε λεπτά με τα πόδια, ένα μικρό κολπάκι με γαλαζοπράσινα νερά και λεπτή άμμο που λαμπυρίζει στον ήλιο. Απλώνουμε τις πετσέτες μας, βάζουμε αντηλιακό ο ένας στον άλλον—μια τελετουργία που η Κρινιώ επιμένει να ακολουθούμε πιστά—και μπαίνουμε στο νερό που μας υποδέχεται δροσερό και διαυγές.

    Κολυμπάμε μέχρι έναν μικρό βράχο στη μέση του κόλπου, ξαπλώνουμε για λίγο πάνω του, αφήνοντας τον ήλιο να στεγνώσει το δέρμα μας, και μετά βουτάμε πάλι στο νερό. Η Κρινιώ είναι εξαιρετική κολυμβήτρια, με κινήσεις ρευστές που θυμίζουν γοργόνα. Εγώ προσπαθώ να την ακολουθήσω, αλλά μένω πάντα λίγα μέτρα πίσω, θαυμάζοντας τη χάρη της.

    Το μεσημέρι επιστρέφουμε στο σπίτι για ένα ελαφρύ γεύμα και έναν σύντομο υπνάκο, και μετά, όταν ο ήλιος χαμηλώνει λίγο, βγαίνουμε ξανά για μια βόλτα στο χωριό ή για ένα ακόμα μπάνιο πριν το ηλιοβασίλεμα.

    Την δεύτερη μέρα, όμως, το πρόγραμμα αλλάζει εντελώς. Η Ειρήνη, τηλεφωνεί νωρίς το πρωί με μια παράκληση. «Μπορείτε να πάρετε τα δίδυμα για μερικές ώρες; Πρέπει να κατέβουμε με το Γιάννη στη Χώρα.»

    Η Κρινιώ συμφωνεί αμέσως, με ενθουσιασμό που δεν προσπαθεί καν να κρύψει. «Θα τους πάμε στην παραλία!» ανακοινώνει, και η χαρά στη φωνή της με κάνει να χαμογελάσω, παρά την προοπτική του να περάσω την ημέρα μου με τα δύο τρίχρονα διαβολάκια με την αστείρευτη ενέργεια.

    Και πράγματι, μόλις η Ειρήνη φεύγει αφήνοντάς μας τον Πέτρο και τον Μάριο, το σπίτι μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Τα δίδυμα διαβολάκια είναι παντού ταυτόχρονα—κάτω από το τραπέζι, πάνω στον καναπέ, στριφογυρίζοντας στο πάτωμα με τα αυτοκινητάκια τους.

    «Θα πάμε μπάνιο;» ρωτά ο Πέτρος, ο πιο τολμηρός από τους δύο, με μάτια που λάμπουν από προσμονή, καθώς κρατιέται από το παντελόνι μου.

    «Έχουμε τα αυτοκινητάκια μας,» προσθέτει ο Μάριος, ο πιο ήσυχος αλλά εξίσου σκανταλιάρης, δείχνοντας περήφανα το μικρό του σακίδιο με τα παιχνίδια.

    «Βέβαια θα πάμε,» απαντά η Κρινιώ, ετοιμάζοντας ήδη ένα καλάθι με νερά, σνακ, πετσέτες, αντηλιακά, μωρομάντηλα, αλλαξιές, και όλα τα απαραίτητα για μια μέρα στην παραλία με δύο μικρά αγόρια που δεν έχουν μάθει καλά-καλά να περπατάνε.

    Φτάνουμε στην παραλία κρατώντας σφιχτά τα χέρια των διδύμων. Παρά το μικρό τους μέγεθος, με εντυπωσιάζει η δύναμή τους καθώς τραβούν με ενθουσιασμό προς την άμμο. Η Κρινιώ έχει το χέρι του Μάριου στο ένα χέρι και το καλάθι στο άλλο, ενώ εγώ κρατώ τον Πέτρο και την ομπρέλα.

    «Άμμοοοο!» φωνάζει ο Πέτρος μόλις πατάμε στην παραλία, και αρχίζει αμέσως να προσπαθεί να βγάλει τα σανδάλια του, χωρίς να κάθεται κάτω, με αποτέλεσμα να χοροπηδάει στο ένα πόδι.

    Και σας το ορκίζομαι, καλύτερο ξεθέωμα δεν έχω φάει στη ζωή μου. Μόλις απλώνουμε τις πετσέτες και στήνουμε την ομπρέλα, αρχίζει το ατελείωτο παιχνίδι. Τα δίδυμα δεν μπορούν να αποφασίσουν τι θέλουν να κάνουν πρώτα—να παίξουν στα ρηχά της θάλασσας, να φτιάξουν κάστρα στην άμμο, ή να βγάλουν τα αυτοκινητάκια τους.

    Κάναμε μπανάκι, αλλά όχι όπως το φαντάζεται κανείς. Τα αγοράκια, με τα μπρατσάκια τους φουσκωμένα και φορώντας τα μικροσκοπικά τους σωσίβια, δεν απομακρύνονται ποτέ από τα ρηχά. Η Κρινιώ κάθεται μαζί τους στο νερό που φτάνει μόλις στη μέση της και τους βοηθάει να μάθουν να μην φοβούνται τα μικρά κύματα. Εγώ, ως αυτοανακηρυγμένος καρχαρίας, πλησιάζω έρποντας μέσα στα ρηχά και παριστάνω ότι θα τους φάω τα δαχτυλάκια των ποδιών τους, με αποτέλεσμα να ακούγονται τσιρίδες χαράς και υποκριτικού τρόμου.

    «Μη με φας!» κραυγάζει ο Μάριος, κρυμμένος πίσω από την Κρινιώ, αλλά την ίδια στιγμή απλώνει το πόδι του για να με προκαλέσει.

    «Εγώ θα σε σώσω!» ανακοινώνει ο Πέτρος και μου επιτίθεται με χούφτες νερού που μου τις πετάει στο πρόσωπο, λούζοντάς με.

    Βγαίνουμε από τη θάλασσα με τα δίδυμα μισοκοιμισμένα από την προσπάθεια και την έξαψη. Η Κρινιώ τα τυλίγει με πετσέτες, τα στεγνώνει, και κάθεται μαζί τους κάτω από την ομπρέλα για ένα μικρό σνακ—μπανάνες κομμένες σε μικρά κομμάτια και κρακεράκια που τα διαολάκια τα εξαφανίζουν σε χρόνο dt.

    Χτίζουμε κάστρα στην άμμο—ή μάλλον, εγώ και η Κρινιώ προσπαθούμε να τους δείξουμε πώς να φτιάξουν ένα απλό κάστρο με πύργους, αλλά τα δίδυμα έχουν άλλη άποψη. Ο Πέτρος αποφασίζει ότι το κάστρο χρειαζόταν να καταστραφεί αμέσως, πηδώντας με ενθουσιασμό πάνω σε κάθε κατασκευή, ενώ ο Μάριος προτιμά να γεμίζει τον κουβαδάκι του με άμμο και να την αδειάζει πάνω στα πόδια μου.

    Παρατάμε τα κάστρα και αρχίζουμε το κυνηγητό στην παραλία, με εμένα να κάνω ότι θέλω να τους φάω και εκείνα να τρέχουν γελώντας και τσιρίζοντας να μου ξεφύγουν. Και εγώ, αναγκασμένος να παριστάνω το αργό τέρας που τους κυνηγά με αστεία γρυλίσματα, νιώθω ήδη την εξάντληση να με κυριεύει—είναι εκπληκτικό πόση ενέργεια έχουν τα τρίχρονα.

    Η Κρινιώ παρακολουθεί όλη αυτή τη σκηνή από την ασφάλεια της ομπρέλας μας, με τα γυαλιά ηλίου να κρύβουν μερικώς τα μάτια της, αλλά όχι το πλατύ χαμόγελο που δεν λέει να φύγει από το πρόσωπό της. Κάθε τόσο βγάζει το κινητό της για να απαθανατίσει κάποια στιγμή—εμένα μισοθαμμένο στην άμμο με τα δίδυμα να χαχανίζουν και να μου ζητάνε να τους κάνω αεροπλανάκι.

    Το απόγευμα που γυρνάμε τα τερατάκια στους γονείς της, έχουν γαντζωθεί και τα δύο πάνω μου και δεν λένε να ξεκολλήσουν. «Γιόγιο μου!» με ανεβάζουν, «Γιόγιο μου» με κατεβάζουν, και μεταξύ μας, δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, γιο-γιο με έκαναν όλη μέρα.

    «Πώς είσαι Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει η Κρινιώ καθώς επιστρέφουμε στο δωμάτιό μας.

    «Σα να πέρασε από πάνω μου τραίνο,» της λέω και γελάω. «Και δεν το αλλάζω με τίποτα!»

    «Τι θες να κάνουμε μετά;»

    «Αρχικά θέλω να μπω κάτω από το νερό, όσο ζεστό το αντέχει το δέρμα μου…» ξεκινάω να της λέω και με κόβει χαμογελώντας πονηρά.

    «Θες παρέα;»

    «Θα είσαι φρόνιμη;» τη ρωτάω χαχανίζοντας.

    «Όχι βέβαια, αυτό θα έλειπε!» μου απαντάει χαχανίζοντας με τη σειρά της.

    Τουλάχιστον με άφησε να κάτσω ένα ολόκληρο δεκάλεπτο κάτω από το ζεστό νερό πριν μου ορμίσει. Αφού ξεπλύναμε τα αλάτια, και χωρίς να κλείσει το νερό, γονάτισε και με πήρε στο στόμα της, και αν τα μάτια μου δε γύρισαν ανάποδα στις κόγχες τους από την απίστευτη αίσθηση, να μη σώσω να βγάλω τη μέρα. Της αρέσει πολύ να κάνει στοματικό, και το να γίνεται αυτό στο ντουζ με το νερό να τρέχει πάνω της, για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να καταλάβω—και μεταξύ μας, ούτε είχε και ιδιαίτερη σημασία να το κάνω—την ερεθίζει απίστευτα.

    Αυτό που την ερεθίζει ακόμα περισσότερο, ωστόσο, είναι το spanking και μετά να την παίρνω από το κωλαράκι, και όπως ήταν και το σώμα της βρεγμένο, όταν τη σήκωσα και την έβαλα να σκύψει, βίωσε τη Νιρβάνα.

    «Πιο δυνατά!»

    «Πόσο πιο δυνατά βρε κέρατο, πονάει το χέρι μου!» της έκανα γύρω στην τριακοστή, νομίζω δηλαδή, σάμπως και μετράγαμε.

    «Η τέχνη απαιτεί θυσίες!» μου κάνει κουνώντας μου προκλητικά το κωλαράκι της που ήταν ήδη κατακόκκινο… και τι να κάνω η …Ιφιγένεια, θυσιάστηκα! Και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν είχαμε πάρει μαζί μας από μέσα και το λιπαντικό, οπότε σήμερα είχε σάλιο, κολπικά υγρά και υπομονή.

    «ΑΑΑΑΑΑΧ ΝΑΙΙΙΙΙ» μου φώναξε όταν κατάφερα να μπω μέσα της. Είχα πάψει να απορώ τόσο το γιατί της άρεσε ο πόνος της παραβίασης της πίσω της πόρτας, όσο και το πώς κάθε μα κάθε φορά κλιμάκωνε με το παρά φύσιν, κάτι που δεν γινόταν και πολύ συχνά με το κανονικό σεξ.

    Βέβαια όταν σου χαρίζουν γάιδαρο δεν τον κοιτάς στα δόντια, πόσον μάλλον όταν ο μεταφορικός γάιδαρος ήταν το σμιλεμένο θαρρείς κωλαράκι της. Η αλήθεια είναι ότι στα όρθια—και λόγω της υψομετρικής μας διαφοράς—με κούραζε καθώς έπρεπε να λυγίζω τα πόδια μου, αλλά από την άλλη με έκανε να κρατιέμαι πιο δυνατά από τα στήθη της, προσφέροντάς της ακόμα περισσότερο ηδονή.

    «ΑΑΑΑΑΧ ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ!!! ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ!!!!» αρχίζει και μου τραγουδάει ούτε καν τρία λεπτά αργότερα, και προς μεγάλη μου ανακούφιση, γιατί παρά τις ορέξεις μου ένιωθα στα όρια της διάλυσης. Επιταχύνω ακόμα περισσότερο και λίγο αργότερα καρφώνομαι για τελευταία φορά μέσα της και κοκαλώνω καθώς ο οργασμός μου συνοδεύει, έστω και καθυστερημένα τον δικό της.

    «ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ… ΝΑΙ… ΧΥΣΕ ΜΕ… ΧΥΣΕ ΜΕ»

    Ναι, πρόσκληση χρειαζόμουν…

    Η αλήθεια είναι πάντως ότι με τούτα και με κείνα από το μπάνιο βγήκα σχεδόν υποβασταζόμενος, το κορμί μου βαρύ σαν μολύβι, τα πόδια μου να τρέμουν ελαφρά από την υπερπροσπάθεια. Δεν είχα καν τη δύναμη εκείνη τη στιγμή να ανέβω τα σκαλιά προς το κρεββάτι μας, τα οποία έμοιαζαν περισσότερο με την ανάβαση στον Όλυμπο παρά με μια απλή σκάλα.

    Η Κρινιώ, βλέποντας την κατάστασή μου, με οδηγεί προσεκτικά στη βεράντα, το χέρι της απαλά στη μέση μου σαν στήριγμα, όπου σωριάζομαι στην πολυθρόνα με έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Η παλιά ξύλινη πολυθρόνα τρίζει ελαφρά κάτω από το βάρος μου, ενώ το απογευματινό αεράκι χαϊδεύει το ιδρωμένο μου μέτωπο.

    «Θέλεις καφεδάκι;» με ρωτά, σκύβοντας πάνω μου με τα μαλλιά της να πέφτουν προς τα εμπρός σαν κουρτίνα, και τα μάτια της να με κοιτούν με μια τρυφερή ανησυχία.

    «Όχι μωρό μου,» της απαντάω χαϊδεύοντάς της τρυφερά το χέρι, νιώθοντας το απαλό της δέρμα κάτω από τα δάχτυλά μου, ένα σημείο επαφής που αντισταθμίζει κάπως την εξάντληση.

    «Τζωρτζίνο μου, το βράδυ είπαμε με την Ειρήνη να πάμε για ποτό!» μου λέει διστακτικά, δαγκώνοντας ελαφρά το κάτω χείλος της και τυλίγοντας νευρικά μια τούφα μαλλιών γύρω από το δάχτυλό της. «Δεν… δεν στο λέω για να σου ζητήσω την άδεια,» σπεύδει να με διαβεβαιώσει φοβούμενη μην τ’ ακούσει. «Απλά είσαι κουρασμένος και… θα είσαι εντάξει μόνος σου;»

    «Θα είμαι μωρό μου, μην ανησυχείς,» την καθησυχάζω, αισθανόμενος μια ζεστασιά να με πλημμυρίζει παρά την κούραση, για τη φροντίδα που δείχνει. Το απόγευμα στη βεράντα, με τον ήχο των τζιτζικιών και τη θέα προς τη θάλασσα που αστράφτει στο βάθος, είναι ό,τι χρειάζομαι αυτή τη στιγμή.

    «Σ’ αγαπάω!» μου λέει, και τα μάτια της λάμπουν με τρόπο που κάνει την καρδιά μου να χτυπά λίγο πιο γρήγορα, παρά την εξάντληση.

    «Κι εγώ σ’ αγαπώ Κρινιώ μου!» της λέω και της χαϊδεύω τρυφερά το χέρι, τα δάχτυλά μου να διαγράφουν μικρούς κύκλους στον καρπό της, εκεί που αισθάνομαι το σφυγμό της.

    «Α! Δε στο είπα, το ξέχασα! Μεθαύριο έρχεται ο Παύλος!» μου λέει ξαφνικά, χτυπώντας ελαφρά το μέτωπό της με την παλάμη της, εννοώντας τον φίλο της μητέρας της, έναν άντρα που από όσα έχω ακούσει είναι σχεδόν το αντίθετό μου—αθλητικός τύπος, λάτρης της θάλασσας και ιστιοπλόος.

    «Ωραία, να γνωρίσω και τον άλλο πεθερό!» της λέω χαχανίζοντας, νιώθοντας το παράδοξο της κατάστασης να μου φέρνει ένα κύμα ειλικρινούς διασκέδασης. Η …πεθερά, είναι δέκα χρόνια μικρότερη από εμένα και ο …πεθερός πέντε, μια πραγματικότητα που μερικές φορές με κάνει να αισθάνομαι σαν να έχω πέσει σε κάποιο εναλλακτικό σύμπαν.

    «Σάχλα!» μου κάνει χαζογελώντας, με τα μάγουλά της να παίρνουν ένα απαλό ροζ χρώμα, καθώς με χτυπά παιχνιδιάρικα στον ώμο, προσέχοντας όμως να μην πιέσει πολύ το εξαντλημένο μου σώμα.

    Έφυγε γύρω στις έντεκα, με ένα φωτεινό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της και το άρωμά της να πλανάται στον αέρα ακόμη κι αφού κατέβηκε τα σκαλιά. Η Ειρήνη ακόμα και στις καλοκαιρινές της διακοπές βοηθούσε στην οικογενειακή επιχείρηση και έτσι δεν μπορούσε να ξενυχτίσει, οπότε μου είπε ότι το πολύ μέχρι τις δύο θα είναι πίσω. Της έδωσα τις ευχές μου για μια όμορφη βραδιά, και πριν φύγει, σκύβει και μου δίνει ένα φιλάκι που με άφησε με ένα χαμόγελο και μια αίσθηση τρυφερότητας να αιωρείται γύρω μου.

    Εγώ, από την πλευρά μου, ξάπλωσα αναπαυτικά στο κρεββάτι και με τη Λίζι δίπλα στο κεφάλι μου, ξεκίνησα να διαβάζω kindle. Φιλόδοξο, ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω. Όταν γύρισε η Κρινιώ, με βρήκε να κοιμάμαι με το kindle σχεδόν καρφωμένο στο μέτωπό μου και να ροχαλίζω του καλού καιρού, σαν νταλικέρης σε νυχτερινή στάση. Και ευτυχώς που ροχάλιζα, γιατί αλλιώς θα είχε παγώσει όπως με βρήκε να έχω πέσει με αυτό τον τρόπο σε καταληψία.

    Το πρωί και παρά την κούραση της προηγούμενης μέρας, ξυπνάμε νωρίς το πρωί, με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου να γλιστρούν ανάμεσα από τις γρίλιες, σχηματίζοντας χρυσαφένιες γραμμές στο πάτωμα. Ο αέρας έχει ακόμα αυτή τη δροσιά που χάνεται μόλις η μέρα προχωρήσει, και από κάπου μακριά ακούγεται το κελάηδισμα των πουλιών που καλωσορίζουν την καινούργια μέρα.

    «Έλα, τεμπέλη, ξύπνα!» μου λέει δίνοντάς μου ένα τρυφερό φιλί. «Πάω να φτιάξω το καφεδάκι μας!»

    Εγώ, όπως πάντα, πιο αργός στις κινήσεις μου, σέρνομαι μέχρι το μπάνιο νυσταγμένος αλλά ταυτόχρονα με μια έξτρα δόση ενθουσιασμού που νιώθω να με κατακλύζει όταν συνειδητοποιώ τι μας περιμένει: σήμερα έχουμε ημερήσια κρουαζιέρα με καΐκι. Στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη, αφήνοντας το κρύο νερό να ξυπνήσει τις αισθήσεις μου, και δεν μπορώ να μη χαμογελάσω στον εαυτό μου. Παρά την κούραση, παρά την αδυναμία που νιώθω τον τελευταίο καιρό, η προοπτική της θάλασσας, του ήλιου και της Κρινιώς δίπλα μου, με γεμίζει με μια χαρά σχεδόν παιδική.

    Πίνουμε το καφεδάκι μας και μπαίνουμε στο αυτοκίνητο για να πάμε στο Καψάλι. Το πρωινό φως μετατρέπει το τοπίο σε ένα παιχνίδι σκιών και χρωμάτων, με τις ελιές να αστράφτουν κάτω από τον ανατέλλοντα ήλιο και τα πέτρινα σπίτια του νησιού να φαίνονται σαν να έχουν βγει από καρτ-ποστάλ.

    Ένα από τα πιο γραφικά καΐκια του νησιού μας περιμένει στο εκεί—το «Ποσειδώνας,» ένα παραδοσιακό ξύλινο σκάφος βαμμένο σε αποχρώσεις του μπλε και του λευκού, με τη φιγούρα ενός γοργόνας σκαλισμένη στην πλώρη. Ο καπετάνιος, ένας ηλιοκαμένος άντρας με βαθιές ρυτίδες γύρω από τα μάτια που μαρτυρούν μια ζωή στη θάλασσα, μας καλωσορίζει με ένα πλατύ χαμόγελο. «Καλώς τους!» μας φωνάζει, καθώς πλησιάζουμε την προβλήτα.

    Θα κατευθυνθούμε νότια, μας εξηγεί, στις ακτές που δεν μπορείς να δεις παρά μόνο από τη θάλασσα, απρόσιτες από την ξηρά, προστατευμένες από τα απότομα βράχια και τα πυκνά δάση πεύκων που φτάνουν μέχρι την ακροθαλασσιά. «Θα δείτε μέρη που οι περισσότεροι τουρίστες ούτε που φαντάζονται ότι υπάρχουν,» μας υπόσχεται, και τα μάτια της Κρινιώς λάμπουν από προσμονή.

    Υπάρχουν ακόμα μερικοί επιβάτες—ένα ζευγάρι Γάλλων, μια μικρή οικογένεια με δύο παιδιά, και ένας μοναχικός φωτογράφος με τον εξοπλισμό του—αλλά το σκάφος είναι αρκετά μεγάλο για να μην αισθανόμαστε συνωστισμένοι. Βρίσκουμε μια θέση στην πρύμνη, κάτω από την τέντα που προσφέρει σκιά, και η Κρινιώ απλώνει μια πετσέτα στον ξύλινο πάγκο για να καθίσουμε πιο άνετα.

    Καθώς απομακρυνόμαστε από την ακτή, οι όψεις των Κυθήρων αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τρόπο που δεν είχα φανταστεί. Από αυτή τη σκοπιά, το νησί μοιάζει σχεδόν εξωπραγματικό—ένα σκηνικό από παραμύθι που ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας. Απότομα βράχια υψώνονται από τη θάλασσα, φτάνοντας σε ύψος που προκαλεί δέος, για να καταλήξουν σε σμαραγδένιες παραλίες που λάμπουν σαν πολύτιμοι λίθοι στον ήλιο. Σπηλιές, σκαμμένες από τα κύματα μέσα σε χιλιετίες, φωτίζονται από τις ακτίνες του ήλιου που διαπερνούν τα ανοίγματά τους, μοιάζοντας με στόματα μυθικών πλασμάτων έτοιμα να αφηγηθούν ιστορίες αρχαίες όσο και το ίδιο το νησί.

    Ο καπετάνιος, γνωρίζοντας κάθε μυστικό του νησιού του, μας ξεναγεί με περηφάνια, δείχνοντάς μας κολπίσκους και παραλίες που, όπως μας εξηγεί, έχουν ονόματα μόνο στην τοπική διάλεκτο και είναι γνωστά μόνο στους ντόπιους. «Εκεί,» μας λέει δείχνοντας μια σχεδόν κρυμμένη παραλία, «είναι η ‘Καλαμίτσα’, όπου λένε πως κάποτε αγκυροβόλησε το πλοίο του Οδυσσέα.»

    Σε ένα σημείο, ο καπετάνιος μειώνει ταχύτητα και μας δείχνει ένα σπήλαιο με τιρκουάζ νερά. «Το σπήλαιο της Νηρηίδας,» μας εξηγεί. «Λένε πως μια φορά τον χρόνο, τη νύχτα της πανσελήνου του Αυγούστου, οι Νηρηίδες βγαίνουν από τη θάλασσα και χορεύουν στην άμμο.» Γελάει με τη δική του ιστορία, αλλά υπάρχει κάτι στον τρόπο που κοιτάζει το σπήλαιο που με κάνει να αναρωτιέμαι αν βαθιά μέσα του το πιστεύει.

    Συνεχίζουμε το ταξίδι μας κατά μήκος της ακτογραμμής, κάποιες φορές τόσο κοντά στα βράχια που μπορούμε να διακρίνουμε τα αρωματικά βότανα που φυτρώνουν ανάμεσά τους—θυμάρι, ρίγανη, φασκόμηλο—και άλλες φορές πιο μακριά, για να απολαύσουμε την πανοραμική θέα. Κάθε στροφή του σκάφους αποκαλύπτει έναν νέο μυστικό κόλπο, μια νέα παραλία, ένα νέο θαύμα της φύσης.

    Μετά από περίπου δύο ώρες ταξιδιού, ο καπετάνιος μας ανακοινώνει ότι θα σταματήσουμε για το πρώτο μας μπάνιο. Ρίχνουμε άγκυρα σε έναν μικρό κόλπο, προστατευμένο από τα κύματα και τον αέρα, με νερά τόσο διάφανα που μπορούμε να δούμε τον βυθό ακόμα και από το κατάστρωμα. «Εδώ είναι η ‘Κρυφή Λιμνούλα’,» μας λέει με συνωμοτικό ύφος. «Δεν θα τη βρείτε σε κανέναν τουριστικό οδηγό.»

    Ο καπετάνιος έχει ρίξει μια μικρή σκάλα στο πλάι του σκάφους, και ο ένας μετά τον άλλον, οι επιβάτες βουτούν στο δροσερό νερό. Η Κρινιώ με βοηθάει να κατέβω, κρατώντας με σταθερά μέχρι να νιώσω το νερό να με περιβάλλει. Και τότε, για λίγο, νιώθω το βάρος μου να χάνεται, το σώμα μου να ελαφρώνει με τρόπο που μόνο στο νερό μπορεί να συμβεί. Η Κρινιώ με κρατά από το χέρι, και το σώμα μου επιπλέει ελεύθερα, σαν να ξαναβρίσκει μια ξεχασμένη του ικανότητα, μια δύναμη που νόμιζα ότι είχα χάσει.

    Κολυμπάμε μαζί αργά, απολαμβάνοντας τη δροσιά του νερού και την αίσθηση της ελευθερίας. Η Κρινιώ κάνει μικρές βουτιές γύρω μου, σαν παιχνιδιάρα γοργόνα, και κάποιες φορές με πιτσιλάει, κάνοντάς με να γελάω σαν παιδί. Κοντά στην ακτή, τα νερά είναι τόσο ρηχά και καθαρά που μπορούμε να δούμε μικρά ψάρια να κολυμπούν ανάμεσα στα πόδια μας, ανέμελα και περίεργα.

    «Πώς νιώθεις;» με ρωτά η Κρινιώ σε μια στιγμή που έχουμε απομακρυνθεί λίγο από τους άλλους.

    «Ζωντανός,» της απαντώ, και το εννοώ. Μέσα στο νερό, με τον ήλιο πάνω από το κεφάλι μου και την αγαπημένη μου γυναίκα δίπλα μου, νιώθω πράγματι ζωντανός με τρόπο που δεν μπορώ καν να εξηγήσω.

    Μετά από περίπου μια ώρα στο νερό, αρχίζουμε να νιώθουμε την κούραση και το επακόλουθο πείνα. Ανεβαίνουμε στο καΐκι για φρούτα—καρπούζι, ροδάκινα και σταφύλια που ο καπετάνιος έχει ετοιμάσει—λίγο κρασί από το τοπικό οινοποιείο, δροσερό και ελαφρύ με μια νότα εσπεριδοειδών, και ξεκούραση στη σκιά της τέντας.

    Το πλήρωμα, ένας νεαρός που η Κρινιώ μου ψιθυρίζει ότι πρέπει να είναι γιος ή ανιψιός του καπετάνιου, μοιράζει πιάτα με μικρά ορεκτικά—ντόπια τυριά, ελιές, ντοματίνια, και παξιμαδάκια με θυμάρι—και η θαλασσινή αύρα κάνει το φαγητό αυτό να μοιάζει με συμπόσιο θεών.

    Καθώς οι ώρες περνούν, το καΐκι μας μεταφέρει από κόλπο σε κόλπο, σταματώντας για μπάνιο ή για να θαυμάσουμε κάποιο ιδιαίτερο τοπίο. Σε κάθε στάση, ο καπετάνιος έχει μια ιστορία να διηγηθεί, ένα μύθο να μοιραστεί, έναν θρύλο που έχει περάσει από γενιά σε γενιά. Και η Κρινιώ ακούει, μαγεμένη, σαν παιδί που ανακαλύπτει για πρώτη φορά τα μυστικά του κόσμου.

    Κλείνω τα μάτια μου, ακούγοντας τον ρυθμικό ήχο του νερού στο ξύλινο σκαρί και τις γλάρους να φωνάζουν από ψηλά, και για μια στιγμή δεν νιώθω καμία ανησυχία, κανέναν φόβο, καμία σκέψη για το τι μπορεί να φέρει το μέλλον. Υπάρχει μόνο το τώρα, μόνο εγώ, η Κρινιώ μου και το απέραντο γαλάζιο.

    Κοντεύει να βραδιάσει όταν γυρίζουμε στο Καψάλι και νιώθω τόσο ζωντανός όσο δεν είχα νιώσει τα τελευταία χρόνια. Επιστρέφουμε στη βάση μας και μετά από ένα γρήγορο ντουζάκι βγαίνουμε στη βεράντα για να απολαύσουμε τη βραδιά. Μαζί μας απόψε είναι και η Αγγελική, που στην αναμονή του ερχομού του Παύλου μοιάζει σα να μη τη χωράει ο τόπος.

    Χήρος και εκείνος, από το Γύθειο, γνωρίστηκαν πριν πέντε χρόνια, και έκαναν αμέσως κλικ ο ένας στον άλλον. Έρχεται ανελλιπώς κάθε Σαββατοκύριακο την θερινή σαιζόν, πέραν από τις τρεις εβδομάδες της άδειάς του, ενώ το χειμώνα είναι η Αγγελική που πηγαίνει και κάθεται μαζί του. Έχει και εκείνος μια κόρη που ζει στην Θεσσαλονίκη και πριν ένα μήνα έγινε παππούς και γι’ αυτό τον είχε χάσει το νησί, καθώς ήθελε να είναι κοντά στην κόρη του, και λογικό είναι.

    Κάποια στιγμή νιώθω τα μάτια μου να βαραίνουν, καληνυχτίζω μάνα και κόρη, και ανεβαίνω πάνω να ξαπλώσω, αυτή τη φορά μόνος μου καθώς η Λίζι προτίμησε την παρέα της Κρινιώς και της Αγγελικής. Ο ύπνος με παίρνει χωρίς να το καταλάβω, και όταν ανοίγω τα μάτια μου κοντεύει να ξημερώσει. Η Κρινιώ είναι γυρισμένη μπρούμητα και κοιμάται έχοντας με αγκαλιασμένο με το χέρι της.

    Χαμογελάω και σηκώνομαι σιγά-σιγά από το κρεβάτι, προσέχοντας να μην τρίξουν οι σανίδες του πατώματος για να μην την ξυπνήσω και σήμερα. Το φως του πρωινού μπαίνει από τις γρίλιες, σχηματίζοντας χρυσαφένιες γραμμές στο πάτωμα. Για πρώτη φορά μετά από αρκετές ημέρες, είμαι εγώ αυτός που θα φτιάξει το πρωινό με φρέσκο καφεδάκι, φρέσκο ψωμί της Αγγελικής και τις υπέροχες μαρμελάδες της.

    Κινούμαι αθόρυβα στην κουζίνα, τα χέρια μου λίγο άγαρμπα στην αρχή καθώς πασχίζω να θυμηθώ πού βρίσκεται το καθετί. Σερβίρω το πρωινό στη βεράντα, τοποθετώντας τα φλιτζάνια και τα πιάτα με προσοχή, σαν να στήνω μια μικρή γιορτινή τελετουργία, και ανεβαίνω να ξυπνήσω την ωραία κοιμωμένη.

    Στέκομαι για λίγο στο κατώφλι, απολαμβάνοντας τη θέα της καθώς κοιμάται με τα μαλλιά της απλωμένα στο μαξιλάρι σαν καστανό φωτοστέφανο. Πλησιάζω και αγγίζω απαλά τον ώμο της.

    «Τζωρτζίνο μου!» μου απαντάει νυσταγμένα, τα μάτια της ανοίγουν αργά και ένα χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό της μόλις με αντικρίζει.

    «Καλημέρα καρδούλα μου,» της λέω χαϊδεύοντάς την τρυφερά, τα δάχτυλά μου διατρέχουν απαλά το μάγουλό της, αισθανόμενος τη ζεστασιά του δέρματός της. «Σήκω, μας έχω φτιάξει πρωινό!»

    «Φιλάκι πρώτα!» μου λέει σουφρώνοντας τα χείλη της παιχνιδιάρικα, και χαχανίζοντας σκύβω και της δίνω ένα πεταχτό φιλάκι, νιώθοντας τη ζεστή ανάσα της στο πρόσωπό μου.

    Συνοδεία της Λίζι, που τρίβεται επίμονα στα πόδια μου σαν να θέλει να με καθυστερήσει, πάω στη βεράντα να την περιμένω. Λίγη ώρα αργότερα, ακούω τα ελαφριά βήματά της στις σκάλες και έρχεται και η Κρινιώ που και αυτή σήμερα είναι σε μεγάλα κέφια—τα μάτια της λάμπουν με έναν ενθουσιασμό που μου θυμίζει πόσο νέα είναι. Αφενός χαίρεται για τη μητέρα της και αφετέρου λατρεύει τον Παύλο που έχει να τον δει από πέρσι.

    «Και δε στο έχω πει το καλύτερο!» μου λέει μασουλώντας μια φέτα αλειμμένη με μέλι, μικρά ψίχουλα πέφτουν στο πιγούνι της καθώς μιλάει με τον ενθουσιασμό παιδιού. «Ο Παύλος έχει και σκάφος!»

    «Φουσκωτό;» τη ρωτάω, πίνοντας μια γουλιά καφέ.

    «Όχι, μια Nordcapp Noblesse 830 του 2021! Είναι κουκλί!» μου απαντάει ενθουσιασμένη, τα χέρια της κινούνται στον αέρα σαν να προσπαθεί να σχηματίσει το περίγραμμα του σκάφους, και βάζω τα γέλια τόσο δυνατά που παραλίγο να πνιγώ με τον καφέ μου.

    «Μ’ αρέσει που ξέρεις τη μάρκα και το μοντέλο!» της λέω, σκουπίζοντας μια σταγόνα καφέ από το πηγούνι μου.

    «Αμ τι νόμιζες;» μου απαντά υψώνοντας το ένα φρύδι με ψεύτικη αγανάκτηση, ενώ ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο παίζει στα χείλη της.

    «Ζωάρα η Αγγελική!» της λέω χαμογελώντας και γέρνοντας πίσω στην καρέκλα μου, απολαμβάνοντας τον πρωινό ήλιο στο πρόσωπό μου. «Της αξίζει!»

    «Και όχι μόνο η Αγγελική!» μου λέει χαμογελώντας ενθουσιασμένη, τα μάτια της λάμπουν με μια σπίθα που υπόσχεται περιπέτεια. «Είναι ο λόγος που έβγαλα το δίπλωμα για ταχύπλοο!» μου λέει και με αφήνει παγωτό, το στόμα μου μένει μισάνοιχτο από την έκπληξη, δεν είχα ιδέα!

    «Έχεις δίπλωμα για ταχύπλοο;» τη ρωτάω με γουρλωμένα μάτια, το φλιτζάνι του καφέ μένει μετέωρο στο χέρι μου, και ξαφνικά το πρόσωπό της σκοτεινιάζει για λίγο, τα χείλη της σφίγγονται σε μια λεπτή γραμμή.

    «Δε στο είχα πει;» ρωτά διστακτικά, τα δάχτυλά της παίζουν νευρικά με την άκρη του τραπεζομάντιλου.

    «Όχι, ένα-ένα μου τα ξεφουρνίζεις!» της απαντάω σε πειρακτικό τόνο, κάνοντας μια θεατρική κίνηση αγανάκτησης με τα χέρια μου. «Θα σε τσουρουμαδίσω!» συνεχίζω παιχνιδιάρικα, σηκώνοντας τα χέρια μου σαν νύχια έτοιμα να επιτεθούν.

    Η Κρινιώ μου χαμογελάει στην αρχή διστακτικά, οι ώμοι της χαλαρώνουν ορατά καθώς καταλαβαίνει ότι δεν είμαι πραγματικά ενοχλημένος, και μετά το χαμόγελό της γίνεται πάλι αυτό το φωτεινό χαμόγελο που ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά. «Τσουρομάδισον μεν, φίλησον δε!» μου απαντά με μια ψεύτικη επισημότητα, υψώνοντας το πηγούνι της σαν αρχαία τραγωδός.

    «Έλα εδώ βρε τέρας!» της κάνω ανοίγοντας τα χέρια μου διάπλατα, και σχεδόν ορμάει χαχανίζοντας στην αγκαλιά μου, με τόση ορμή που η καρέκλα μου τρίζει επικίνδυνα. Τη χαϊδεύω απλά στο μάγουλο, νιώθοντας το δέρμα της απαλό κάτω από τα δάχτυλά μου, και διώχνω μια φράντζα που πέφτει στο μάτι της, αποκαλύπτοντας το ζεστό καστανό βλέμμα της. «Σ’ αγαπάω!» της ψιθυρίζω, αισθανόμενος μια απέραντη τρυφερότητα να με πλημμυρίζει.

    «Κι εγώ Τζωρτζίνο μου, πολύ-πολύ-πολύ!» μου λέει τονίζοντας κάθε “πολύ” με ένα σκούντημα του δείκτη της στο στήθος μου, και σκύβει και μου δίνει ένα τρυφερό φιλί στο στόμα, τα χείλη της απαλά και ζεστά πάνω στα δικά μου. Κι εκεί, η Λίζι, μη θέλοντας να μείνει ρέστη στη διανομή αγάπης, πηδάει πάνω μας με ένα απότομο άλμα, τα νύχια της γαντζώνονται στιγμιαία στο μπράτσο μου προτού βρει την ισορροπία της, και βάζω τα γέλια όπως σκαρφαλώνει στον ώμο μου κάνοντας τον παπαγάλο, η ουρά της γαργαλάει το αυτί μου.

    «Βάρκα έχουμε, καπετάνισσα έχουμε, τριχωτό παπαγάλο έχουμε…» απαριθμώ, ενώ η Λίζι γουργουρίζει ευχαριστημένη στον ώμο μου. «Ζωάρα!» συμπληρώνω, κι απλώνω το χέρι μου για να πιάσω το χέρι της Κρινιώς, νιώθοντας τα δάχτυλά της να πλέκονται με τα δικά μου, σε μια απλή κίνηση που περιέχει όλη την ευτυχία του κόσμου.

    «Έχουμε και γέρο-χίπη-κόκορα!» μου λέει χαχανίζοντας. «Ό,τι πρέπει για μια εκδρομή με τη βάρκα στη Χύτρα!»

    «Λογαριάζεις να με ξεζουμίσεις, Κρινιώ μου;» της απαντάω βάζοντας τα γέλια.

    «Λουκριτία Βοργία με ανεβάζεις, Μεσσαλίνα με κατεβάζεις, να μη σε δικαιώσω;» με ρωτάει κάνοντάς μου ένα πινγκ στη μύτη.

    Τελειώνουμε το πρωινό μας και κατεβαίνουμε να κάνουμε παρέα στην Αγγελική. Σήμερα, επί τη ευκαιρία που περιμένουμε τον Παύλο, θα φτιάξω το φαγητό που τόσο πολύ αρέσει στην Κρινιώ μου, γεμιστά. Επειδή δεν τα προτιμάνε όλοι με κιμά, ρωτάω την Αγγελική αν θέλει να τα κάνω μισά-μισά.

    «Τα μισά με κιμά, τα άλλα μισά με πιο πολύ κιμά!» είναι η απάντηση που παίρνω και κάπου εκεί το ζήτημα κλείνει.

    «Ωραία, ωραία!» λέω εγώ τρίβοντας τα χέρια μου με ανυπομονησία. «Ντομάτες έχουμε, μελιτζάνες έχουμε…» μετράω στα δάχτυλα καθώς κάνω νοητικό κατάλογο.

    «Μελιτζάνες;» ρωτάει έκπληκτη η Αγγελική, με τα φρύδια της να σηκώνονται ψηλά.

    «Ναι, ο Γιώργος δεν κάνει μόνο ντομάτες και πιπεριές γεμιστές, κάνει και μελιτζάνες!» της απαντάει η Κρινιώ ενθουσιασμένη, χτυπώντας ελαφρά το χέρι της στο τραπέζι.

    «Πιπεριές θα πεταχτούμε να πάρουμε μιας και δεν έχει το μποστάνι…» λέω καθώς στρέφομαι προς την Αγγελική. «Και να σου πω ρε Αγγελική, παίζει να βρούμε πρόβιο κιμά;» σκύβω ελαφρά μπροστά, σαν να μοιράζομαι μυστικό.

    Δύο τηλεφωνήματα αργότερα βρίσκουμε και πρόβιο κιμά αλλά ο χασάπης που τον έχει είναι στο Καψάλι, και επειδή το πήγαινε-έλα είναι μιάμιση ώρα δρόμος, η Κρινιώ θα πάει να πάρει τον κιμά και εγώ θα πεταχτώ να πάω να πάρω πιπεριές και θα αρχίσω την προετοιμασία.

    Εντάξει, άξιζε η φασαρία, το μεσημέρι η μυρωδιά του φαγητού μας είχε σπάσει τη μύτη. Φυσικά δεν ξεκινήσαμε να τρώμε, αφενός τα γεμιστά έπρεπε να κρυώσουν σε θερμοκρασία δωματίου, και αφετέρου δε θα ξεκινούσαμε χωρίς τον Παύλο. Νωρίς το απόγευμα η Αγγελική μας αφήνει στο πόδι της και κατεβαίνει να υποδεχτεί το αμόρε στο λιμάνι.

    Και έτσι γνώρισα και τον …πεθερό, ο οποίος σε εικόνα είναι τελείως αντίθετος από εμένα. Μέτριο ανάστημα, πρέπει να είναι γύρω στο 1,70, αλλά με αθλητικό και γεροδεμένο σώμα, με χαμογελαστά μάτια, μαύρο μούσι και μουστάκι σα ναυτικός και κοντοκουρεμένα αλλά πλούσια μαύρα μαλλιά με έκανε άθελά μου να αισθανθώ άβολα καθώς σε σύγκρισή μαζί του ο καρκίνος και οι χημειοθεραπείες με έκαναν να φαίνομαι σα φάντασμα. Ασυναίσθητα περνάω το χέρι μου πάνω από το αραιωμένο μου μαλλί.

    «Και από εδώ ο Γιώργος, ο φίλος της Κρινιώς» λέει η Αγγελική και ο Παύλος μου δίνει το χέρι του και το σφίγγει με θέρμη.

    «Χαίρω πολύ!» μου λέει και το βλέμμα του δε στέκεται ούτε στιγμή παραπάνω απ’ όσο θα με έκανε να αισθάνομαι άβολα.

    «Να σου ζήσει και η εγγόνα!» του λέω χαμογελώντας πλατιά και το πρόσωπό του γίνεται ακόμα πιο φωτεινό. «Να είναι πάντα γερή, υγιής και ευτυχισμένη!»

    «Σ’ ευχαριστώ!» μου απαντάει, ακουμπώντας ελαφρά τον ώμο μου. «Καλά το λένε, του παιδιού σου το παιδί είναι δυο φορές παιδί σου, όταν την είδα για πρώτη φορά…» λέει και σταματάει με το πρόσωπό του να λάμπει σαν να ήταν αρσενική εκδοχή της Κρινιώς, να πούμε.

    Εντάξει, είχα φτιάξει αρκετά γεμιστά υποτίθεται για να μας φτάσουν και για το βράδυ. Εμένα μου λες;

    «Θεέ μου!» λέει σε μια στιγμή ο Παύλος, κρατώντας την κοιλιά του και γέρνοντας πίσω στην καρέκλα. «Ρε Γιώργο, τι έχεις βάλει μέσα; Θα μου βγει από τα αυτιά και δε μπορώ να σταματήσω να τρώω!»

    «Το ίδιο είχα πάθει κι εγώ την πρώτη φορά που έφαγα τα γεμιστά του,» του απαντάει η Κρινιώ, σκουπίζοντας με την άκρη του δαχτύλου της λίγο ζουμί από το πιάτο της. «Ένιωθα ότι θα σκάσω, ότι θα μου βγει από τη μύτη, και δε μπορούσα να σταματήσω να τρώω.»

    «Αυτή η μελιτζάνα της ντροπής, είναι;» ρωτάει η Αγγελική, δείχνοντας με το πιρούνι της. “Too late” συμπληρώνει χαχανίζοντας και την παίρνει στο πιάτο της με μια γρήγορη κίνηση.

    Πρέπει για μια ώρα να πέσαμε σε καταληψία και οι τέσσερις, μιλάμε δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα πόδια μας. Όλοι ξαπλωμένοι στις καρέκλες με τα χέρια στην κοιλιά. All-in-all, τα γεμιστά μου έκαναν πάταγο, και μπράβο μου!

    Όπως διαπίστωσα το απόγευμα που κατεβήκαμε να βοηθήσουμε τον Παύλο να βάλει στη θάλασσα το “Δελφινοκόριτσο”—έτσι είχε ονομάσει το ταχύπλοό του—το 830 στο μοντέλο του είχε να κάνει με το μήκος του. Εντάξει, χάζεψα, το σκάφος ήταν πανέμορφο, στα μάτια μου ήταν σα θαλαμηγός. Η μηχανή του είναι 500 άλογα και στην πλώρη έχει μέχρι και καμπίνα.

    Το βραδάκι που καθόμαστε και πίνουμε το κρασάκι μας ο Παύλος πετάει την ιδέα, στριφογυρίζοντας νευρικά το ποτήρι του στα χέρια. «Τώρα που είναι εδώ και η Κρινιώ, αν μπορεί να κάτσει για λίγο στο πόδι σου…»

    «Μπορεί,» του απαντάει η Κρινιώ με ένα πλατύ χαμόγελο και ο Παύλος χαμογελάει, ξαφνικά ανακουφισμένος.

    «Έλεγα να πάμε τρεις μέρες εκδρομούλα με το σκάφος!» λέει, ανοίγοντας τα χέρια του με ενθουσιασμό.

    «Γιατί μόνο τρεις;» πετάγομαι εγώ, σηκώνοντας ψηλά το ποτήρι μου σαν να κάνω πρόποση. «Μια εβδομάδα, μη σου πω και παραπάνω!»

    «Δε γίνεται!» απαντάει η Αγγελική, κουνώντας αποφασιστικά το κεφάλι της και σφίγγοντας τα χείλη. «Δε μπορώ μια εβδομάδα…»

    «Θα μπορέσεις και θα πεις και ένα τραγούδι,» της λέω κόβοντάς την, δείχνοντάς την παιχνιδιάρικα με το δάχτυλό μου. «Είμαστε εδώ και η Κρινιώ και εγώ, και ένας Θεός ξέρει ότι χρειάζεσαι και λίγη ξεκούραση,» την κόβω με τη σειρά μου, ακουμπώντας πίσω στην καρέκλα μου με σιγουριά.

    «Μαμά, έχει δίκιο ο Γιώργος.» Η Κρινιώ γέρνει μπροστά, ακουμπώντας απαλά το χέρι της μητέρας της.

    «Αγάπη μου…» πάει να πει διστακτικά η Αγγελική, παίζοντας νευρικά με το δαχτυλίδι της, και εκεί επεμβαίνω και πάλι εγώ.

    «Μια εβδομάδα τουλάχιστον,» λέω με ύφος που δεν σηκώνει αντίρρηση, χτυπώντας ελαφρά το τραπέζι για έμφαση. «Αν χρειαστεί θα στη φέρουμε kicking and screaming, ή ακόμα καλύτερα δεμένη και φιμωμένη σα σαλάμι! Θα τη λύσεις όταν ανοιχτείτε!» συνεχίζω, κάνοντας μια θεατρική κίνηση σαν να τυλίγω σχοινί, και βάζουν τα γέλια και οι τρεις, με τον Παύλο να γέρνει πίσω στην καρέκλα του κρατώντας την κοιλιά του.

    «Σας… σας ευχαριστώ!» λέει η Αγγελική σχεδόν δακρυσμένη, φέρνοντας το χέρι στο στήθος της συγκινημένη. «Πότε;» ρωτάει τον Παύλο, στρέφοντας το βλέμμα της προς το μέρος του με μια λάμψη στα μάτια που δεν είχα ξαναδεί.

    «Και αύριο αν θες!» της απαντάει ενθουσιασμένος, πετώντας ψηλά τα χέρια του, μην πιστεύοντας την τύχη του.

    «Από μεθαύριο, αν είναι να λείψουμε μια εβδομάδα θα πρέπει να οργανωθούμε!» απαντάει ο project manager μέσα της, μετρώντας στα δάχτυλα τις προετοιμασίες που πρέπει να γίνουν.

    «Ό,τι θέλει το κορίτσι!» απαντάει ο Παύλος που κοντεύει να τα κάνει πάνω του από την απρόσμενη προς το ευχάριστο τροπή που πήραν τα πράγματα, σκύβοντας να φιλήσει το χέρι της Αγγελικής με μια υπερβολική υπόκλιση.

    «Παύλο, μπορούμε αύριο να πάρουμε το σκάφος εμείς;» ρωτάει η Κρινιώ, χοροπηδώντας ελαφρά στη θέση της από ενθουσιασμό. «Έχω τάξει στο Γιώργο να τον πάω στη Χύτρα!»

    «Και το ρωτάτε μωρέ;» της λέει ο Παύλος, χτυπώντας το μέτωπό του θεατρικά σαν να έχει ακούσει την πιο παράλογη ερώτηση του κόσμου. «Φυσικά και μπορείτε! Και στη Χύτρα, και στην Κατσαρόλα και όπου αγαπάτε!»

    «Γιατί τι σόι μάγισσα θα ήταν χωρίς τη χύτρα της;» λέω τρυφερά, τυλίγοντας το χέρι μου γύρω από τους ώμους της Κρινιώς και φέρνοντάς την κοντά μου.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
  6. ERW

    ERW NOTHING MORE OR LESS. OWNED AND COLLARED SLAVE Premium Member

    Αναμένουμε αγωνιωδώς   
     
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 17ο - Το βαλς του αστερόφωτος

    Το βράδι πέφτουμε να κοιμηθούμε και νιώθω τόση έξαψη που ο ύπνος αρνείται να έρθει. Η Κρινιώ κοιμάται στην αγκαλιά μου του καλού καιρού και έτσι μένω συντροφιά με τον πορτοκαλί τριχωτό ξενύχτη που βρίσκει ευκαιρία και σκαρφαλώνει στο στέρνο μου για πατουσάκια.

    «Μη χάσεις ευκαιρία!» της λέω τρυφερά και τη χαϊδεύω στο κεφάλι κερδίζοντας το χαρακτηριστικό της σιγανό χουρχούρισμα. «Σιγά μωρή, μη βάζεις νύχια!» την ψευτομαλλώνω και όπως πάντα με γράφει εκεί που δεν πιάνει μελάνι.

    Έτσι όπως έκανα το θαλαμοφύλακα μέχρι που ο ύπνος με πήρε μπαμπέσικα, δεν είναι να απορείς που το πρωί δεν άνοιγε το μάτι. Από την άλλη η Κρινιώ είχε σηκωθεί, είχε πιει τον καφέ της, είχε κατέβει στο σούπερ μάρκετ να πάρει τα απαραίτητα για τη σημερινή μέρα, και γύρισε να με ξυπνήσει σα χαρούμενος τυφώνας.

    «Τζωρτζίνο μου! Ξύπνα!»

    Ανοίγω τα μάτια μου με δυσκολία. «Λίγο ακόμα;»

    «Ξύπνα φουκαρά μου γιατί θα φέρω τον κουβά!» με απειλεί, και τι να κάνω ο έρμος, υποκύπτω.

    Σηκώνομαι με τα χίλια ζόρια, και μετά το υποχρεωτικό φιλάκι, πάω στην τουαλέτα για την πρωινή μου ρουτίνα. Στο ενδιάμεσο η Κρινιώ έχει γεμίσει όχι ένα, αλλά δύο ψυγειάκια.

    «Καρδούλα μου, το δικό μας είναι με ρεύμα!» της λέω. Καλά, όχι ότι δεν μπορεί να κρατήσει ψύξη και χωρίς αυτό, αλλά όχι για μια ολόκληρη μέρα.

    «Έχει παροχή το “Δελφινοκόριτσο”, μη μου ανησυχείς!»

    Αφού τελειώνουμε το πρωινό μας, κατεβαίνουμε κάτω να χαιρετήσουμε Αγγελική και Παύλο και η Κρινιώ τους λέει ότι θα γυρίσουμε αύριο το απόγευμα. Γύρω στις 09:00 είμαστε στο λιμάνι. Το Δελφινοκόριτσο λαμπυρίζει στον πρωινό ήλιο, λες και μας καλεί για περιπέτεια. Η Κρινιώ μπαίνει με ένα σάλτο και της δίνω τα πράγματα.

    «Έλα, ανέβα!» μου λέει, απλώνοντας το χέρι της για να με βοηθήσει, αλλά πηδάω μέσα στο σκάφος με αναπάντεχη ευκινησία που κάνει την Κρινιώ να χαχανίσει.

    «Μπαρμπά-χίππης ο σέξι, και όποια αντέξει!» της λέω deadpan κάνοντάς τη να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.

    Η Κρινιώ τακτοποιεί τα πράγματα με μεθοδικότητα ενώ εγώ περιεργάζομαι από μέσα αυτή τη φορά το σκάφος. Εντάξει, το ταμπλό του είναι σαν διαστημόπλοιο και έχει χώρους που δεν είχα φανταστεί ότι μπορούν να υπάρξουν. Ακόμα και η καμπίνα του είναι εντυπωσιακή γι’ αυτό το μέγεθος. Οκ, δεν χωράς όρθιος—εννοείται—αλλά η άπλα μέσα του με κάνει να τα χάσω. Και δεν είναι μόνο η καμπίνα, έχει άπλα και στους καναπέδες πίσω, με την προϋπόθεση ότι κάποια ζευγάρια θα κοιμηθούν το βράδι έξω, το σκάφος έχει άφθονο χώρο για άλλα δύο.

    Η Κρινιώ παίρνει θέση στο τιμόνι με την αυτοπεποίθηση έμπειρου καπετάνιου. Βάζει μπρος τη μηχανή, και το Δελφινοκόριτσο ξυπνάει με έναν βαθύ βρυχηθμό που δονεί το σκάφος.

    «Φύγαμε!» φωνάζει ενθουσιασμένη καθώς βγαίνουμε από το λιμάνι, αφήνοντας πίσω μας ένα αφρισμένο ίχνος.

    Η θάλασσα είναι ήρεμη, σχεδόν λάδι, κάτι που κάνουν το ταξίδι μας ευχάριστο. Μόλις βγαίνουμε στα ανοιχτά, η Κρινιώ δίνει περισσότερο γκάζι και η πλώρη του σκάφους σηκώνεται ελαφρά, πετώντας σταγόνες που αστράφτουν στον ήλιο. Αν και μπορώ να κάτσω σαν τον πασά στα Γιάννενα, σηκώνομαι όρθιος για να είμαι πάνω από το ύψος του πλεξιγκλάς και κρατιέμαι προσεκτικά, αφήνοντας τον άνεμο να χτυπάει το πρόσωπό μου—μια αίσθηση ελευθερίας που είχα σχεδόν ξεχάσει.

    «Τρέχα-τρέχα οδηγέ!» της φωνάζω ενθουσιασμένος, η θάλασσα είναι γυαλί και η μηχανή του θηρίο, μπορούμε να γκαζόσουμε όσο θέλουμε!

    «Ναι αλλά θα κάτσεις κάτω!» μου λέει η Κρινιώ.

    «Μα ποιος κυβερνάει αυτό τον τόπο;» ρωτάω τάχα μου αγανακτισμένος.

    «Το σκάφος, πάντως, το κυβερνάω εγώ!» μου απαντάει με στόμφο.

    Τι να κάνω, παλουκώνομαι κι εγώ κάτω και η Κρινιώ ανοίγει περισσότερο το γκάζι… Θεέ μου, είναι σα να πετάμε πάνω στα κύματα.

    «ΓΟΥΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ» φωνάζω ενθουσιασμένος και το σκάφος κάνει ένα μικρό χοροπήδημα, που αν δεν είχα παλουκωθεί κάτω, τώρα θα έκανα παρέα με τα ψάρια, και με την ταχύτητα που πήγαινε το σκάφος η πρόσκρουση στο νερό δε θα είχε καθόλου πλάκα. Κάπου εκεί η Κρινιώ κόβει ταχύτητα και γυρνάει προς το μέρος μου.

    «Θέλεις να οδηγήσεις;» μου φωνάζει η Κρινιώ, προσπαθώντας να ακουστεί πάνω από τον θόρυβο της μηχανής.

    «Είναι δικό σου το παιχνίδι!» της απαντώ. «Εγώ απολαμβάνω τη θέα!»

    Και τι θέα! Τα Κύθηρα από τη θάλασσα αποκαλύπτουν μια άλλη, κρυμμένη ομορφιά—απόκρημνα βράχια, κρυστάλλινα νερά που αλλάζουν χρώματα καθώς αλλάζει το βάθος, μικρές, απομονωμένες παραλίες προσβάσιμες μόνο από τη θάλασσα. Μετά από περίπου μια ώρα, η Κρινιώ μειώνει την ταχύτητα και δείχνει μπροστά. «Να τη! Η Χύτρα μας!»

    Στον ορίζοντα διακρίνεται ένα μικρό νησάκι με απότομα βράχια και μια εντυπωσιακή σπηλιά στην πλευρά του. Καθώς πλησιάζουμε, το νερό γίνεται ολοένα και πιο διάφανο—ένα εξωπραγματικό γαλαζοπράσινο που μοιάζει να λάμπει από μέσα.

    Η Κρινιώ οδηγεί το σκάφος με προσοχή σε έναν προστατευμένο όρμο και ρίχνει την άγκυρα. «Ώρα για εξερεύνηση!» αναφωνεί, βγάζοντας ήδη το μπλουζάκι της για να αποκαλύψει το μαγιό της.

    Φοράμε τις μάσκες μας και βουτάμε μαζί. Το νερό είναι δροσερό και αναζωογονητικό, τόσο καθαρό που μπορώ να δω τον βυθό δεκάδες μέτρα κάτω. Η Κρινιώ με πιτσιλάει παιχνιδιάρικα και κολυμπάει μακριά, προκαλώντας με να την κυνηγήσω.

    «Έλα να δεις τη σπηλιά!» μου φωνάζει, κολυμπώντας προς το άνοιγμα στα βράχια.

    Την ακολουθώ, απολαμβάνοντας την αίσθηση της άνωσης που μου προσφέρει το νερό. Η Κρινιώ κολυμπάει δίπλα μου, ρίχνοντάς μου κλεφτές ματιές για να βεβαιωθεί ότι είμαι εντάξει, αλλά χωρίς να με κάνει να νιώθω περιορισμένος. Ξέρει ακριβώς πότε να είναι προστατευτική και πότε να με αφήνει να απολαμβάνω τη στιγμή.

    Η είσοδος της σπηλιάς είναι στενή, αλλά μόλις μπαίνουμε μέσα, ο χώρος ανοίγει σε έναν μαγικό θόλο. Το φως του ήλιου περνά μέσα από το νερό και δημιουργεί εκπληκτικά παιχνιδίσματα στα τοιχώματα της σπηλιάς. Το γαλάζιο νερό λαμπυρίζει περίεργα, σαν να περιέχει μικροσκοπικά άστρα.

    «Τι λες τώρα;» μου λέει η Κρινιώ, με μάτια που αστράφτουν από θαυμασμό. «Είναι σκέτη μαγεία, δεν είναι;»

    «Απίστευτο,» της απαντώ, μην μπορώντας να βρω καλύτερη λέξη. Ευτυχώς που πάνω στο νερό δεν κυκλοφορούσαν μυγάκια γιατί έτσι όπως είχε μείνει ανοιχτό θα είχα χάψει ό,τι πετούμενο κυκλοφορούσε.

    Περνάμε πολλή ώρα κολυμπώντας, εξερευνώντας και παίζοντας σαν παιδιά. Κάποια στιγμή, βρίσκουμε ένα σημείο όπου τα βράχια δημιουργούν μια φυσική πλατφόρμα περίπου τρία μέτρα πάνω από το νερό.

    «Θα κάνω βουτιά!» αναφωνεί η Κρινιώ και σκαρφαλώνει με ευκινησία. «Έρχεσαι;»

    Την ακολουθώ, κάπως πιο αργά αλλά εξίσου αποφασισμένος. Φτάνοντας στην κορυφή, παίρνω βαθιά ανάσα και κοιτάζω κάτω το κρυστάλλινο νερό.

    «Μαζί;» ρωτάει η Κρινιώ, παίρνοντας το χέρι μου.

    «Μαζί,» απαντώ και πηδάμε, φωνάζοντας από ενθουσιασμό καθώς πέφτουμε. Το νερό μας αγκαλιάζει και βγαίνουμε στην επιφάνεια γελώντας.

    Κάνουμε ακόμα μερικές βουτιές και επιστρέφουμε στη βάρκα. Εκείνη την ώρα έρχεται το καραβάκι με τουρίστες, οπότε παίρνουμε το σκάφος και πάμε σε ένα άλλο απόμερο και προστατευμένο όρμο, στον οποίο το σκάφος χωράει αλλά το καραβάκι όχι. Το νερό είναι διάφανο και φαίνεται απατηλά ρηχό, και όμως το βυθόμετρο του σκάφους δείχνει ότι το βάθος του νερού σε εκείνο το σημείο είναι 5,5 μέτρα.

    Τσιμπάμε κάτι στα γρήγορα γιατί μας έχει κόψει η πείνα και μετά η Κρινιώ τσιτσιδώνεται από πάνω για να κάνει ηλιοθεραπεία. Απλώνει προσεκτικά την πετσέτα της στο πλατύ μέρος της πλώρης, βγάζει με μια κίνηση το πάνω μέρος του μαγιό της και ξαπλώνει να κάνει τη λιαστή ντομάτα. Χαμογελάω καθώς θυμάμαι την πρώτη φορά, πίσω στην Αθήνα, που μου ζήτησε την άδεια—αν έχει το Θεό της αυτό το κορίτσι—για να τα πετάξει.



    «Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει διστακτικά ενώ εγώ προσπαθώ να βολευτώ όσο περισσότερο μου επιτρέπει το ταλαιπωρημένο μου κορμί στην άμμο, στριφογυρίζοντας ελαφρά για να βρω την πιο άνετη θέση.

    «Τι είναι καρδούλα μου;» της απαντώ, σηκώνοντας το χέρι μου για να κάνω σκιά στα μάτια μου από τον ήλιο καθώς την κοιτάζω.

    «Μπορώ… μπορώ να βγάλω το από πάνω μέρος του μαγιό μου;» με ρωτάει με τα μάτια καρφωμένα στην άμμο, σχεδιάζοντας νευρικά μικρούς κύκλους με το δάχτυλό της. «Δε… δε μου αρέσουν τα tan lines…»

    «Δεν είμαστε με τα καλά μας,» μουρμουρίζω, κουνώντας το κεφάλι μου αργά, και η Κρινιώ το παίρνει τελείως διαφορετικά, με τους ώμους της να πέφτουν απογοητευμένα, οπότε σπεύδω να ξεκαθαρίσω πως το παραπάνω πήγαινε στο γεγονός ότι μου ζήτησε άδεια και όχι στο γεγονός ότι ήθελε να κάνει γυμνόστηθη ηλιοθεραπεία.

    «Κρινιώ μου, κοίταξέ με στα μάτια,» της λέω και σηκώνει πάνω μου το βλέμμα της με δυσκολία, τα μάτια της διστακτικά να συναντήσουν τα δικά μου. «Βγάλε το πάνω σου, βγάλε το κάτω σου, χοροπήδα και κάνε και πιρουέτες αν θες!» της λέω, ανοίγοντας τα χέρια μου με μια θεατρική κίνηση.

    «Δεν… δεν σε πειράζει;» με ρωτάει ακόμα αβέβαιη, δαγκώνοντας ελαφρά το κάτω χείλος της.

    «Γιατί να με πειράξει βρε κορίτσι μου; Κλεμμένα τα έχεις;» γελάω ελαφρά, σηκώνοντας τα φρύδια μου. «Αν ρωτάς την γνώμη μου, την ομορφιά πρέπει να την αναδεικνύουμε, όχι να την κρύβουμε!» προσθέτω, κάνοντας μια χειρονομία σαν να παρουσιάζω κάτι πολύτιμο.

    «Δεν… δεν το κάνω αν έχει οικογένειες…» συνεχίζει διστακτικά, κοιτάζοντας γύρω της με ανησυχία.

    «Κρίμα, θα είχε πλάκα να βλέπω τους μπαμπάδες να προσπαθούν να μη σε κοιτάξουν,» συνεχίζω αυτή τη φορά κάνοντας χαβαλέ, σκουντώντας την ελαφρά με τον αγκώνα μου. Μετά σοβαρεύω και πάλι, παίρνοντας το χέρι της στο δικό μου. «Θέλω να είσαι ο εαυτός σου, αντιλαβού;»

    «Σ’ αγαπάω!» μου λέει με τα μάτια της να λάμπουν, σκύβοντας να με φιλήσει στο μάγουλο.

    «Οπότε σε παρακαλώ σταμάτα να μου ανεβάζεις την πίεση!» της απαντώ, βάζοντας το χέρι μου στην καρδιά μου με προσποιητό δράμα.


    Αυτή τη φορά, στο σκάφος, δεν υπάρχει καμία διστακτικότητα. Η Κρινιώ γυρίζει προς το μέρος μου, σηκώνοντας το χέρι της για να προστατέψει τα μάτια της από τον ήλιο.

    «Και δεν κινδυνεύεις να γίνεις και αντροχωρίστρα» την πειράζω καθώς ο όρμος στον οποίο είμαστε είναι πολύ μικρός για να χωρέσει το καραβάκι με τους τουρίστες. «Τώρα, αν καταφέρει να έρθει κανείς μπανιστιρτζής εδώ, είτε κολυμπώντας, είτε σκαρφαλώνοντας στα βράχια… τι να πω, χαλάλι του!»

    Η Κρινιώ γελάει, ένα γέλιο ελεύθερο όπως ο άνεμος που χαϊδεύει τα μαλλιά της, και μετά γυρίζει στο πλάι στηρίζοντας το κεφάλι της στο χέρι της για να με κοιτάξει καλύτερα. «Σ’ ευχαριστώ,» μου λέει με απροσδόκητη σοβαρότητα.

    «Για ποιο πράγμα;» ρωτάω, μπερδεμένος από την ξαφνική αλλαγή στον τόνο της.

    «Που με κάνεις να νιώθω άνετα με τον εαυτό μου. Που δε με κρίνεις. Που μ’ αφήνεις να είμαι ο εαυτός μου.»

    «Ο εαυτός σου είναι αυτό που αγαπάω, Κρινιώ μου! Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς;» τη ρωτάω. Απλώνω το χέρι μου και της χαϊδεύω απαλά το μάγουλο. «Και τώρα αντηλιακό,» της εξηγώ, δείχνοντας το μπουκαλάκι που έχω δίπλα μου. «Δε θέλουμε να καείς.»

    Καθώς αρχίζω να απλώνω το αντηλιακό στους ώμους και την πλάτη της, και μετά στα στήθη της—τρώγοντας σε αυτά αρκετά περισσότερη ώρα απ’ όσο πραγματικά χρειαζόταν, sue me!—νιώθω μια απέραντη ευγνωμοσύνη να με πλημμυρίζει. Μπορεί το τέλος μου να ήταν στην επόμενη στροφή αλλά τους τελευταίους μήνες η ζωή μου είχε γίνει όσο γεμάτη δεν είχε υπάρξει τα προηγούμενα πενήντα-πέντε χρόνια.

    Την αφήνω να κάνει τη λιαστή ντομάτα κι εγώ πηγαίνω στην καμπίνα να ρίξω ένα σύντομο ύπνο. Γυρνάω προς το μικρό παράθυρο, το νερό είναι-δεν είναι είκοσι-τριάντα εκατοστά χαμηλότερα, και με το απαλό κούνημα του σκάφους να με νανουρίζει, βυθίζομαι στην αγκαλιά του Μορφέα χωρίς να το καταλάβω.

    Όταν ανοίγω πάλι τα μάτια μου είναι πλέον απόγευμα. Βγαίνω έξω, η Κρινιώ μου έχει χυθεί κυριολεκτικά σε μια ξαπλώστρα τελείως γυμνή και ακούει μουσική. Με βλέπει που βγαίνω έξω και μου χαμογελάει.

    «Τζωρτζίνο μου ξύπνησες;»

    «Για τα καλά!» της λέω καθώς ερεθίστηκα αστραπιαία με το που την είδα.

    «Σάτυρε!» μου κάνει γελώντας. «Ξέρεις τι σου χρειάζεται;»

    «Έχω μια καλή ιδέα!» της κάνω πονηρά και βάζει τα γέλια.

    «Βουτιά σε κρύο νερό σου χρειάζεται!» μου λέει και πετάγεται όρθια και η κίνησή της… δε βοηθάει, αν με αντιλαμβάνεστε.

    Το κρύο νερό πάντως, βοήθησε, να τα λέμε αυτά! Η αίσθηση του να κολυμπάς γυμνός δεν συγκρίνεται με τίποτα. Εντάξει, μας πήρε σχεδόν η νύχτα να κάνουμε βουτιές, πατητές, να πιτσιλάμε ο ένας τον άλλον, να κάνουμε αυτοσχέδιους διαγωνισμούς στους οποίους εννοείται ότι ηττήθηκα κατά κράτος, με την Κρινιώ να λάμπει σαν τον ήλιο από τον ενθουσιασμό της κι εγώ να νιώθω και πάλι ζωντανός. Ζωντανός όσο δεν είχα νιώσει ποτέ.

    Όταν ο ήλιος αρχίζει να γέρνει στη δύση, επιστρέφουμε στο σκάφος. Ανοίγουμε το ψυγειάκι και βγάζουμε τους μεζέδες που είχε ετοιμάσει από το πρωί η Κρινιώ. Καθόμαστε στην πλώρη, τυλιγμένοι με πετσέτες, και απολαμβάνουμε το θέαμα του ηλιοβασιλέματος που βάφει τον ουρανό με αποχρώσεις του πορτοκαλί και του ροζ, τρώμε το φαγητό μας και πίνουμε τις μπύρες μας. Τρώμε αργά, απολαμβάνοντας κάθε μπουκιά και κουβεντιάζοντας για όλα και για τίποτα, όπως κάνουν οι άνθρωποι όταν είναι πραγματικά χαλαροί.

    Μετά το φαγητό, τυλιγμένοι και οι δύο με δύο κουβερτάκια—που ευτυχώς σκέφτηκε να τα φέρει—καθώς κάνει ψύχρα, ξαπλώνουμε αντίκρυ στον πίσω καναπέ του καταστρώματος και χαζεύουμε και η δύο τον νυχτερινό ουρανό.

    «Είναι απίστευτο πόσα πολλά αστέρια υπάρχουν όταν είσαι μακριά από τα φώτα της πόλης,» μου λέει, κοιτάζοντας ψηλά με θαυμασμό.

    «Νιώθω σαν να κολυμπάμε μέσα σε αστερισμούς,» της απαντώ, και είναι αλήθεια. Το ελαφρύ κούνημα του σκάφους στα ήρεμα νερά, το σκοτεινό περίγραμμα του νησιού, ο έναστρος ουρανός—όλα συνδυάζονται για να δημιουργήσουν μια αίσθηση πως αιωρούμαστε στο διάστημα.

    «Κοίτα! Ένα πεφταστέρι!» αναφωνεί η Κρινιώ, δείχνοντας με ενθουσιασμό. «Κάνε μια ευχή!»

    «Η δική μου έχει πραγματοποιηθεί ήδη!» της λέω χαμογελαστά.

    «Όχι, να κάνεις κι άλλη!» μου λέει πεισματάρικα και βάζω τα γέλια. Δεν εύχομαι για εμένα, εύχομαι για εκείνη. Να είναι δυνατή και να με ξεπεράσει όσο πιο ανώδυνα γίνεται όταν πια δε θα είμαι εδώ.

    «Τι ευχήθηκες;»

    «Α, απαγορεύεται από τον κανονισμό να στην πω, αλλιώς δε θα πιάσει!» της απαντάω κάνοντας χαβαλέ κι εκεί μου έρχεται ιδέα. «Κρινιώ, ξέρεις να χορεύεις βαλς;»

    «Ξέρεις εσύ;» με ρωτάει με βλέμμα γεμάτο έκπληξη. Ναι, η αλήθεια είναι ότι δεν φαίνομαι για άνθρωπος που θα ήξερε ή και θα ήθελε να χορέψει βαλς, αλλά τι να πω; Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις.

    Αντί απάντησης σηκώνομαι, μαζεύω το τραπεζάκι στα γρήγορα και το βάζω στην εσοχή του. Ανοίγω το κινητό μου, κι ευτυχώς που αυτό που θέλω το έχω αποθηκευμένο, γιατί εννοείται ότι το σήμα που έχουμε εκεί, μετά βίας φτάνει για τηλέφωνο… και αν! Της δίνω το χέρι μου και σηκώνεται χαμογελαστή. Πατάω play και ο όρμος γεμίζει από τη μουσική του Πολυδούρη. Είναι το “The Orgy” από τον Κόναν, γραμμένο ειδικά για το οργιαστικό “kitchen scene.”

    Η Κρινιώ με κοιτάζει με έκπληξη καθώς οι πρώτες νότες αγκαλιάζουν το σκάφος μας. Τα μάτια της λάμπουν στο φως του φεγγαριού.

    «Χορεύεις;» της ψιθυρίζω, ανοίγοντας τα χέρια μου.

    Δε χρειάζεται να απαντήσει. Έρχεται στην αγκαλιά μου λες και εκεί ανήκει, λες και είμαστε δύο κομμάτια του ίδιου παζλ που επιτέλους ενώνονται. Το χέρι μου βρίσκει τη θέση του στη μέση της, τόσο λεπτή, τόσο ζεστή κάτω από το παρεό της. Το άλλο της χέρι γλιστράει στο δικό μου, και τα δάχτυλά μας πλέκονται μεταξύ τους σαν να συνομιλούν.

    Αρχίζουμε να κινούμαστε. Το σώμα μου νιώθει απρόσμενα ελαφρύ απόψε, λες και η μουσική ρέει μέσα από τα κόκκαλά μου και με σηκώνει ψηλά. Οδηγώ τα βήματά μας, προσέχοντας τον περιορισμένο χώρο του καταστρώματος, αλλά αυτό με κάνει να την κρατώ ακόμα πιο κοντά μου, κάτι που καθόλου δε με πειράζει.

    Ένα-δύο-τρία, ένα-δύο-τρία. Ο ρυθμός ξεκινάει αργά, σχεδόν διστακτικά, και μετά κυλάει μέσα μας σαν παλίρροια που κερδίζει δύναμη. Κάθε τέμπο τραβάει το επόμενο, κάθε χτύπος γίνεται πιο βαθύς, πιο επιτακτικός, σαν κάποιος αρχαίος παλμός που ξυπνάει από βαθιά νάρκη. Η μουσική του Πολυδούρη έχει ένα ρυθμό σχεδόν υπνωτικό, τελετουργικό, τον νιώθεις σαν πνοή, σαν χτύπο καρδιάς,
    που σε παρασέρνει σα φύλλο στον άνεμο.

    Ένα-δύο-τρία, ένα-δύο-τρία. Το βαλς χτίζει στην ένταση, κάθε στροφή πιο μεγαλειώδης από την προηγούμενη, κάθε κύμα ήχου να σε τραβάει πιο βαθιά σε μια κατάσταση που είναι σχεδόν trance. Οι νότες κυλάνε σαν μέλι, σαν κρασί, σαν αίμα—ζεστές και βαριές, γεμάτες από μια αρχέγονο αισθησιασμό, που σε κάνει να ξεχάσεις τον κόσμο γύρω σου.

    Το σκάφος κουνιέται ελαφρά με τα κύματα, αλλά αντί να με αποσταθεροποιεί, νιώθω σαν να μας βοηθάει—σαν να χορεύει κι αυτό μαζί μας. Το Δελφινοκόριτσο γίνεται ο τρίτος χορευτής, λικνίζοντάς μας απαλά στο ρυθμό του νερού, λες και η ίδια η φύση συμμετέχει στο βαλς μας, όχι σαν υπόβαθρο αλλά σαν παρτενέρ.

    Καθώς η μουσική δυναμώνει, αισθάνομαι μια παράξενη δύναμη να ξυπνά μέσα μου. Την περιστρέφω απαλά, βλέποντας το παρεό της να ανοίγει σαν λουλούδι της θάλασσας, και όταν επιστρέφει στην αγκαλιά μου, η έκφραση στο πρόσωπό της μου κόβει την ανάσα. Με κοιτάζει σαν να είμαι ο δυνατότερος άντρας στον κόσμο, σαν να μην υπάρχει αρρώστια και αδυναμία στο σώμα μου, σαν να είμαι το μοναδικό πλάσμα που μπορεί να την κάνει να νιώσει έτσι. Και εκείνη τη στιγμή, πιστεύω ότι μπορεί να είμαι.

    Σε μια ξαφνική έξαρση του μουσικού θέματος, βρίσκω τη δύναμη να τη σηκώσω ελαφρά από το κατάστρωμα. Η έκπληξη και η χαρά στα μάτια της αξίζουν τον πόνο που ξέρω ότι θα νιώσω αύριο. Απλώνει τα χέρια της σαν να πετάει, και για μια στιγμή γινόμαστε κάτι περισσότερο από δύο άνθρωποι που χορεύουν—γινόμαστε η ενσάρκωση της ίδιας της στιγμής, αθάνατοι και ελεύθεροι.

    Δεν υπάρχει σύστημα υγείας εδώ, ούτε γιατροί με σφιγμένα χείλη, ούτε χημειοθεραπείες και προγνώσεις. Υπάρχουμε μόνο εμείς και η μουσική και τα αστέρια. Αναρωτιέμαι αν έτσι βιώνεται πραγματικά η ελευθερία—όχι ως απουσία περιορισμών, αλλά ως παρουσία σύνδεσης τόσο βαθιάς που κάνει τους περιορισμούς ασήμαντους.

    Την τραβώ πιο κοντά και πιο κοντά με κάθε βήμα, μέχρι που τα μέτωπά μας ακουμπούν. Μπορώ να νιώσω την ανάσα της στο πρόσωπό μου, ζεστή και γλυκιά, και αναρωτιέμαι αν μπορεί να νιώσει πόσο γρήγορα χτυπάει η καρδιά μου—όχι από την κούραση, αλλά από το απλό γεγονός της ύπαρξής της στην αγκαλιά μου.

    Καθώς η μουσική πλησιάζει προς το τέλος της, επιβραδύνουμε. Δεν είναι πια χορός με την τυπική έννοια, αλλά απλά δύο σώματα που κινούνται μαζί, δύο καρδιές που χτυπούν στον ίδιο ρυθμό. Ο κόσμος έξω από το μικρό μας σκάφος θα μπορούσε να εξαφανιστεί, και δε θα το παρατηρούσαμε.

    Με τις τελευταίες νότες, την περιστρέφω μια τελευταία φορά και μετά την τραβώ ξανά στην αγκαλιά μου, κλείνοντας αυτό τον αυτοσχέδιο χορό με ένα φιλί. Η μουσική σταματά, αλλά εμείς παραμένουμε ακίνητοι για πολλή ώρα ακόμα, αγκαλιασμένοι κάτω από τα αστέρια.

    «Σ’ αγαπώ,» της ψιθυρίζω, όχι γιατί είναι κάτι που δεν ξέρει, αλλά γιατί οι λέξεις είναι ο μόνος τρόπος που έχω για να εκφράσω το πώς νιώθω αυτή τη στιγμή.

    «Είσαι απίστευτος,» μου λέει κοιτάζοντάς με στα μάτια δακρυσμένη. Το φεγγαρόφωτο αντανακλάται στα υγρά της μάτια, κάνοντάς τα να λάμπουν σαν να περιέχουν ολόκληρους γαλαξίες. «Τζωρτζίνο μου… σ’ αγαπάω!» μου λέει. Η φωνή της τρέμει ελαφρά, σαν η λέξη “αγαπάω” να είναι πολύ μικρή για να χωρέσει όλα όσα προσπαθεί να εκφράσει.

    Τραβιέται λίγο από την αγκαλιά μου και κάνει χωνί τα χέρια της, σα να προσπαθεί να ακουστεί μέχρι τα πέρατα του κόσμου. Ο τρόπος που στέκεται, με το πρόσωπο στραμμένο προς τον απέραντο ουρανό και το σώμα της τεντωμένο προς τα αστέρια, μου θυμίζει αρχαία ιέρεια που επικαλείται τους θεούς.

    «Σ’ ΑΓΑΠΑΩ! Σ’ ΑΓΑΠΑΩ! Σ’ ΑΓΑΠΑΩ» μου φωνάζει με όλη τη δύναμη, όχι απλά της φωνής της, αλλά της ίδιας της της ψυχής.

    Η έντασή της σπάει τη γαλήνη της νύχτας, κάνοντας μερικά θαλασσοπούλια να πετάξουν τρομαγμένα από τις φωλιές τους στα γύρω βράχια. Η φωνή της αντηχεί στα τοιχώματα του μικρού όρμου, επιστρέφοντας σε κύματα που μοιάζουν να έρχονται από παντού—λες και ο ίδιος ο κόσμος επιβεβαιώνει την αγάπη της.

    Παρακολουθώ αυτό το ξέσπασμα αγάπης με ένα δέος που μοιάζει να διαστέλλει το στήθος μου. Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να είμαι τόσο τυχερός, να έχω κερδίσει την αγάπη ενός τέτοιου πλάσματος—τόσο άγριου και ταυτόχρονα τόσο τρυφερού.

    Η Κρινιώ μου πάντα ήταν αυθεντική, χωρίς προσποιήσεις και μισόλογα, αλλά αυτή η στιγμή ξεπερνά κάθε συμβατική έκφραση συναισθήματος. Είναι σαν η αγάπη της να είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορεί πια να συγκρατηθεί μέσα στα όρια των καθημερινών χειρονομιών και λέξεων.

    Χώνεται στην αγκαλιά μου και πάλι και αφήνεται. Το σώμα της τραντάζεται από δυνατούς λυγμούς που μοιάζουν να έρχονται από κάποιο βαθύ, πρωταρχικό, μέρος μέσα της. Νιώθω τα δάκρυά της να διαποτίζουν το κορμί μου, ζεστά σαν καλοκαιρινή βροχή. Τα χέρια της με αγκαλιάζουν τόσο σφιχτά που σχεδόν δυσκολεύομαι να αναπνεύσω, αλλά δεν θα το άλλαζα για τίποτα σε αυτόν τον κόσμο.

    Την σφίγγω πάνω μου, και την αφήνω να ξεσπάσει. Το σκάφος κουνιέται απαλά με τα κύματα, ρυθμικά σαν κούνια που νανουρίζει ένα παιδί. Ο νυχτερινός αέρας έχει δροσίσει, αλλά ανάμεσά μας υπάρχει μια θερμότητα που κανένα κρύο δεν μπορεί να διαπεράσει.

    Δεν μιλάω, δεν προσπαθώ να της πουλήσω ψεύτικη παρηγοριά, απλά είμαι εκεί και την αφήνω να βγάλει από μέσα της όλα όσα κρατούσε. Ξέρω τι σημαίνει αυτό το κλάμα. Δεν είναι μόνο αγάπη—είναι και φόβος και θλίψη και οργή για όσα δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Είναι το κλάμα που γεννιέται όταν η χαρά είναι τόσο δυνατή που γίνεται αβάσταχτη επειδή ξέρεις πως είναι παροδική.

    Μερικές φορές νομίζω ότι αυτή η γνώση είναι πιο δύσκολη για εκείνη παρά για μένα. Εγώ θα φύγω και θα πάψω να πονάω. Εκείνη θα μείνει πίσω, με αναμνήσεις και κενά και όνειρα που δεν προλάβαμε να ζήσουμε. Η ανημποριά μου μπροστά σε αυτό το γεγονός είναι το πιο σκληρό κομμάτι όλης αυτής της ιστορίας.

    Καθώς οι λυγμοί της αρχίζουν να καταλαγιάζουν, αισθάνομαι τα δάχτυλά της να με σφίγγουν, σαν να προσπαθεί να με κρατήσει εδώ με την καθαρή δύναμη της θέλησής της. Χαϊδεύω απαλά τα μαλλιά της, που μυρίζουν θάλασσα και ήλιο και κουβαλάνε και εκείνη την αδιόρατη ευωδιά γιασεμιού που τη συνοδεύει από τότε που τη γνώρισα.

    Ακόμα και αν ήξερα το δικό μου, το μέλλον είναι κάτι που δεν υπάρχει. Η ζωή είναι στο παρόν, και σε αυτό το παρόν και για όσο με βαστάνε τα ρημάδια τα πόδια μου θα είμαι εδώ. Μαζί της. Είναι περίεργο πώς μερικές φορές χρειάζεται να έρθεις αντιμέτωπος με το τέλος για να καταλάβεις πραγματικά αυτή την απλή αλήθεια.

    Τα μάτια της είναι κόκκινα και πρησμένα και τα χείλη της τρέμουν ακόμα λίγο. Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω δει κάτι πιο όμορφο. «Συγγνώμη,» ψιθυρίζει με φωνή βραχνή από το κλάμα. «Δεν ήθελα να…» προσπαθεί να μου πει και τη σταματώ, βάζοντας απαλά το δάχτυλό μου στα χείλη της.

    «Ποτέ μη ζητάς συγγνώμη για το πώς αισθάνεσαι,» της λέω σιγανά. «Ποτέ, σε κανέναν.»

    Μένουμε έτσι, αγκαλιασμένοι κάτω από τη νύχτα, ακούγοντας τη θάλασσα να χτυπάει απαλά στο κύτος του σκάφους και τον ήχο της αναπνοής μας που σιγά-σιγά συγχρονίζεται. Υπάρχει μια παράξενη τελειότητα σε αυτή τη στιγμή, μια αίσθηση ότι όλη η ζωή μου—κάθε πόνος, κάθε χαρά, κάθε επιλογή και κάθε τυχαίο συμβάν—με οδήγησε ακριβώς εδώ, σε αυτό το σημείο, σε αυτή τη γυναίκα, σε αυτή την αγάπη.

    Και αν αυτή είναι η τελευταία ανάμνηση που θα πάρω μαζί μου, σκέφτομαι, θα είναι αρκετή για όλη την αιωνιότητα. Ίσως η αιωνιότητα να μην είναι τελικά το ατέλειωτο ξεδίπλωμα του χρόνου, αλλά μια μόνο στιγμή—μια στιγμή τόσο πλήρης, τόσο γεμάτη στην εντέλειά της, που μπορεί να συμπυκνώσει μέσα της ολόκληρο το νόημα μιας ζωής.

    «Ώρα να πάρουμε τη …μαμά και τον …μπαμπά!» της κάνω όταν με τα πολλά ηρεμεί πλήρως, κάνοντάς την να βάλει τα γέλια.

    «Είσαι όργιο!» μου απαντάει και η νύχτα φωτίζεται και πάλι από το χαμόγελο που επέστρεψε στο προσωπάκι της. Καταφέρνουμε με χίλια ζόρια να πιάσουμε γραμμή με την τρίτη προσπάθεια και τους λέμε ότι έχουμε αράξει σε ένα μικρό προστατευμένο όρμο και ότι θα περάσουμε τη νύχτα εκεί.

    Έχει αρχίσει να κάνει ψύχρα για τα καλά, οπότε πηγαίνουμε στην καμπίνα και χωνόμαστε κάτω από την κουβέρτα. Τα χέρια και τα πόδια της είναι παγωμένα, και τα βάζει ανάμεσα στα δικά μου για να τα ζεστάνει. «Είσαι η σόμπα μου!» μου δηλώνει χαχανίζοντας, όταν με είδε να δαγκώνομαι.

    «Αφού δεν είπες ότι είμαι ο σούμπος σου, πάλι καλά!» της κάνω χαβαλέ και βάζει τα γέλια, της είχα εξηγήσει τον όρο sub όταν προσπαθούσα να καταλάβω τι είδους σχέση είχε με το Γιώργο, που δεν θα την έλεγες ακριβώς σχέση μεταξύ Dom και sub, αν και είχε αρκετά στοιχεία.

    «Είσαι ο γέρο-παραλυμένος μπάρμπα-χίπης μου!» μου απαντάει πονηρά και μου βάζει χέρι κάνοντάς με να τιναχτώ από το κρύο.

    «Καλή τύχη τώρα!» της λέω και βάζει ακόμα πιο δυνατά γέλια, ενώ το όργανό μου λες και προσπαθεί να χωθεί μέσα στο σώμα μου για να γλιτώσει από το κρύο.

    «Χα!» μου κάνει και χώνεται ύποπτα κάτω από την κουβέρτα. Μου τραβάει το μποξεράκι προς τα κάτω και μερικές στιγμές αργότερα νιώθω τα χείλη της να τυλίγονται στο όργανό μου, το οποίο παίρνει θάρρος και βγαίνει από την κρυψώνα της. Δεν αντέχω, και το ρίχνω κι εγώ στο χαβαλέ.

    «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαιιιιιιιιιιιιιιιιιις» τραγουδάω φάλτσα. «Να τη πετιέται, να τη πετιέται! Να τη, να τη, να τη πετιέται!» τραγουδάω παράφωνα καταστρέφοντας τον ερωτισμό της στιγμής και με κίνδυνο να εισπράξω καμιά δαγκωνιά όπως η Κρινιώ βάζει τα γέλια.

    «Βρε θα κάτσεις ήσυχος να τρυγήσω το παραγινωμένο σου κορμί;» με ρωτάει με το κεφάλι της να ξεπροβάλλει από την κουβέρτα.

    «Θα με δείρεις κιόλας;» τη ρωτάω.

    «ΚΑΙ θα σε δείρω!» μου λέει χαχανίζοντας και μετά κάνει κατάδυση επιστρέφοντας στο θεάρεστο έργο της. Ναι, δεν είχε στο μυαλό της να με …τρυγήσει με το στόμα. Σταματάει και ανεβαίνει προς τα πάνω. «Τσα!» μου κάνει και δεν μπορώ να συγκρατήσω το χάχανό μου.

    Σηκώνεται επιδεικτικά και πηγαίνει σε μια από τις τσάντες που είχαμε κουβαλήσει μαζί και βγάζει το πακέτο με τα προφυλακτικά, το οποίο δεν είχα ιδέα ότι είχε πάρει μαζί της.

    «Των φρονίμων τα παιδιά, yada-yada-yada!» μου κάνει, με ξεσκεπάζει, μου φοράει το προφυλακτικό, κάθεται πάνω μου και ξεκινάμε το ροντέο. Όρθιοι δεν μπορούσαμε να κάτσουμε στην καμπίνα, αλλά για το lady on top αεροπλανικό που είχε η Μεσσαλίνα μου στο νου, ο χώρος έφτανε και περίσσευε.

    Την χουφτώνω δυνατά από τα στήθη και τσιμπάω τις ρώγες της ακόμα πιο δυνατά, όπως ακριβώς της αρέσει, και εκεί διαπιστώνω ότι η Κρινιώ μια χαρά μπορεί να φωνάξει όταν δεν υπάρχει κίνδυνος να ακουστούμε. Θα μου πεις ούτε και στο σπίτι μου είχαμε τέτοιο κίνδυνο αλλά δεν την είχα ακούσει ποτέ να ρίχνει άρια. Ποιος ξέρει, μπορεί η βάρκα να την ενέπνευσε περισσότερο!

    «ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ!»

    Θέλω να την κάνω να τελειώσει αλλά νιώθω ότι δε θα αντέξω για περισσότερη ώρα, οπότε κάνω ένα έντεχνο διάλλειμα ζητώντας της να αλλάξουμε στάση. Τη βάζω να ξαπλώσει μπρούμητα και βάζω ένα μαξιλάρι στην κοιλιά της.

    «ΑΑΑΑΧ ΝΑΙ!!! ΣΚΙΣΕ ΜΕ!» μου λέει, νομίζοντας ότι θέλω να μπω στην πίσω πόρτα της. Ναι, δεν έχω ακριβώς αυτό στο μυαλό μου, οπότε της κάνω έκπληξη και οδηγώ το όργανό μου προσεκτικά μπροστά της. «Μπήκες μπροστά!» μου λέει νομίζοντας ότι έχω αστοχήσει.

    «Μην ομιλείτε στον οδηγό, ξέρω πολύ καλά που μπήκα!» της λέω και προς επίρρωση της χώνω και μια γερή στον αριστερό γλουτό.

    «ΑΑΑΑΑΧ! ΑΣΤΟΧΗΣΕΣ ΑΣΤΟΧΗΣΕΣ ΑΣΤΟΧΗΣΕΣ!» μου κάνει κουνώντας μου προκλητικά τον κώλο της για να τις ρίξω και άλλες, και σιγά που θα αστοχήσει το Τσόρι, ειδικά με το στόχο που έχει κάνει tattoo στον αριστερό γλουτό της. Το ξαπλωτό πισωκολλητά βέβαια δεν επιτρέπει σφαλιάρες και παραείμαι ψηλός για να την πάρω στα τέσσερα χωρίς κίνδυνο να βρω στο χαμηλό ταβάνι, οπότε μπαίνω μέσα της και όσες έφαγε, έφαγε!

    Αφήνω το βάρος μου να πέσει πάνω της, και αυτό που δεν μπορώ να κάνω με το κωλαράκι της σε αυτή τη στάση, το κάνω με τα στήθη της, περνώντας και τα δυο μου χέρια από κάτω της και χουφτώνοντάς τη δυνατά, χωρίς να σταματήσω να κινούμαι, και κάπου εκεί ξεκινάει ο δεύτερος γύρος άριας, και μπράβο μου. Με τα χίλια ζόρια και σκεπτόμενος ότι πιο άκυρο μου έρχεται στο μυαλό για να μην τελειώσω καταφέρνω να μην τελειώσω πριν τον οργασμό της.

    «ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΓΙΩΡΓΟΟΟΟΟ ΓΙΩΡΓΟΟΟΟ ΑΑΑΑΑΧ ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥΥΥΥΥΥ» φωνάζει δυνατά και κάπου εκεί αφήνω επιτέλους τον εαυτό μου. Πρέπει να μου πήρε και είκοσι δευτερόλεπτα, για να νιώσω τις γνώριμες απανωτές εκρήξεις που είναι τόσο δυνατές που νομίζω ότι θα διαλυθώ.

    Κάθομαι για λίγο μέσα της ακίνητος μέχρι να ηρεμίσω τελείως και μετά τραβιέμαι προσεκτικά. Ξαπλώνω στο πλάι ξέπνοος και η Κρινιώ, χωρίς να γυρίσει, βάζει το χέρι της στο στέρνο μου και ακουμπάει πάνω μου το σαγόνι της.

    «Όχι, που θα μου γλίτωνες!» μου λέει με στόμφο, κάνοντάς με να βάλω δυνατά γέλια.

    «Δεν το είχα σκοπό,» της λέω χαμογελαστά, κάνοντας στην άκρη μια τούφα από το μαλλί της που πέφτει στο πρόσωπό της.

    Καθόμαστε για λίγες στιγμές έτσι, και μετά σηκώνομαι για να πάω να πετάξω το προφυλακτικό, και τι καλά που πήγε το ξέπλυμα με το νυχτερινό θαλασσινό νερό. Που να έμπαινα και όλος μέσα, παγάκι θα γινόμουν.

    Η υπόλοιπη βραδιά κύλησε ήσυχα, όπως τα τεμπέλικα βράδια μας, και η σιγανή, ρυθμική κίνηση του σκάφους στο νερό έκανε τη σημερινή χίλιες φορές καλύτερη, και ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω. Αυτό που κατάλαβα για τα καλά ήταν το πρωινό ξύπνημα… που θα το έλεγες και οργασμικό… στην κυριολεξία. Η Κρινιώ είχε ξυπνήσει με ορέξεις και το ξύπνημα με βρήκε με το κάτω κεφάλι μέσα στο στόμα της και το πάνω κεφάλι να προσπαθεί—ανεπιτυχώς—να bootάρει.

    Και μπορεί το πάνω κεφάλι να μη δούλευε ακόμα, αλλά το κάτω δεν είχε τέτοιους περιορισμούς, πόσο μάλλον με την τέχνη που έχει το κορίτσι μου, και αν δε μου γύρισαν τα μάτια ανάποδα τη στιγμή που τελείωνα, να μη με λένε Γιώργο. Και όχι τίποτε άλλο, αλλά ήμουν σε ηλικία που νόμιζα ότι έχω απαλλαγεί από τις κατουρόκαυλες και είχα ξεχάσει την υψηλή τεχνική να κατορθώσεις να κατουρήσεις με την τσουτσού να μην λέει να πέσει.

    «Είδες τι μου κάνεις;» τη ρωτάω όταν μετά από προσπάθεια τουλάχιστον δέκα λεπτών καταφέρνω να αδειάσω την κύστη μου.

    «Το πρωινό είναι το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας!» μου απαντάει χωρίς ντροπή. «Χωρίς πρωτεΐνη θα με άφηνες;» Για τα τριών ειδών καναπεδάκια που είχε φτιάξει, με bacon, με γαλοπούλα και με σολομό ούτε κουβέντα, να πούμε!

    Μετά το πρωινό, κάνουμε την πρώτη μας βουτιά της ημέρας. Το νερό είναι ακόμα πιο κρυστάλλινο το πρωί, με την αντανάκλαση του πρωινού φωτός να δημιουργεί υπνωτικά σχέδια στον βυθό. Η πρώτη επαφή με τη θάλασσα μου κόβει την ανάσα—είναι δροσερή αλλά όχι κρύα, σαν μια απαλή αφύπνιση που διώχνει και τα τελευταία ίχνη του ύπνου από πάνω μου.

    Αφήνω το σώμα μου να βυθιστεί εντελώς και για λίγες στιγμές μένω εκεί, αιωρούμενος σε αυτή την απόλυτη γαλήνη. Κάτω από το νερό, ο ήχος της αναπνοής μου μεγεθύνεται και γίνεται το μοναδικό πράγμα που ακούω—ένας ρυθμικός, υπόκωφος ήχος που μου θυμίζει πως είμαι ακόμα εδώ, πως ζω ακόμα.

    Όταν βγαίνω στην επιφάνεια, βλέπω την Κρινιώ λίγα μέτρα μακριά μου, με τα μαλλιά της να γυαλίζουν ασημένια στο πρωινό φως. Μου γνέφει και βουτάει, και παρακολουθώ το περίγραμμά της καθώς κολυμπάει με άνεση κάτω από το νερό, το σώμα της να στροβιλίζεται με χάρη που θα ζήλευε και γοργόνα.

    Περνάμε το πρωινό κολυμπώντας γύρω από το νησί, ανακαλύπτοντας κρυμμένες γωνιές και μικρές παραλίες που φαίνεται να μην έχουν πατήσει ανθρώπινα πόδια εδώ και καιρό. Κάθε βράχος, κάθε γωνιά έχει τη δική της ιστορία να διηγηθεί. Σε ένα σημείο βρίσκουμε μια μικροσκοπική παραλία, όχι μεγαλύτερη από ένα μικρό δωμάτιο, κρυμμένη πίσω από δύο ψηλούς βράχους. Η άμμος είναι λευκή και απαλή, σχεδόν άθικτη.

    «Κοίτα! Ανακαλύψαμε τη δική μας ιδιωτική παραλία!» φωνάζει η Κρινιώ με ενθουσιασμό, βγαίνοντας από το νερό και περπατώντας στην άμμο. «Είναι σαν να είμαστε οι πρώτοι άνθρωποι που πατάνε εδώ!»

    Την ακολουθώ, νιώθοντας μια παράξενη συγκίνηση. Υπάρχει κάτι μαγικό στο να ανακαλύπτεις κρυμμένους θησαυρούς μαζί με κάποιον που αγαπάς—σαν να δημιουργείς αναμνήσεις που ανήκουν μόνο σε εμάς τους δύο.

    Επιστρέφουμε στο νερό και συνεχίζουμε την εξερεύνησή μας. Καθώς πλησιάζουμε ένα ρηχό σημείο με πεντακάθαρα νερά, η Κρινιώ πιάνει μια χούφτα νερό και μου τη ρίχνει στο πρόσωπο, γελώντας με ένα τρόπο που μοιάζει να έρχεται από τα παιδικά της χρόνια—καθαρό, αθώο, ανέμελο.

    «Για να ξυπνήσεις καλύτερα!» μου λέει, με τα μάτια της να αστράφτουν σκανταλιάρικα.

    «Α, έτσι ε;» της απαντώ, αισθανόμενος μια ξαφνική έκρηξη παιδιάστικου ενθουσιασμού. «Πόλεμος!»

    Ξεκινάμε και πετάμε ο ένας νερό στον άλλον με ενθουσιασμό που θα έκανε και πιτσιρικάδες να μας ζηλέψουν. Πιτσιλιές, φωνές, γέλια που αντηχούν σε όλο τον μικρό κόλπο. Για λίγο, ξεχνάω εντελώς. Ξεχνάω την αρρώστια, τις θεραπείες, τους πόνους, τους γιατρούς με τις σφιγμένες εκφράσεις, τις στατιστικές και τις προγνώσεις. Υπάρχουν μόνο το νερό, ο ήλιος, και η Κρινιώ με το γέλιο της που μου γεμίζει την καρδιά.

    Κάποια στιγμή βρίσκω την ευκαιρία να τη βουτήξω ολόκληρη, πιάνοντάς την από τη μέση και τραβώντας την κάτω από το νερό μαζί μου. Όταν ξαναβγαίνουμε στην επιφάνεια, είμαστε και οι δύο λαχανιασμένοι, αλλά δεν έχει σταματήσει να γελάει.

    «Αυτό ήταν άδικο!» μου λέει, πιτσιλώντας με ξανά.

    «Στον πόλεμο και στον έρωτα όλα επιτρέπονται, δεν το έχεις ακούσει;» της απαντώ, τραβώντας την κοντά μου για ένα υγρό φιλί.

    Όταν τελικά κουραζόμαστε από το παιχνίδι, επιστρέφουμε στο σκάφος για να ξεκουραστούμε λίγο και να φάμε κάτι. Η Κρινιώ ξετυλίγει τα σάντουιτς που είχε ετοιμάσει και ανοίγει ένα θερμός με παγωμένο τσάι. Τρώμε αργά, απολαμβάνοντας τη στιγμή, κουβεντιάζοντας για όλα και για τίποτα, όπως κάνουν οι άνθρωποι όταν ο χρόνος δεν τους πιέζει.

    Το μεσημέρι, καθώς ο ήλιος αρχίζει να γέρνει ελαφρά προς τη δύση, της προτείνω να επισκεφτούμε ξανά τη σπηλιά πριν ξεκινήσουμε για την επιστροφή. Η ιδέα την ενθουσιάζει, και σύντομα βρισκόμαστε να κολυμπάμε προς την είσοδο της σπηλιάς. Οι αχτίδες του ήλιου τρυπούν το νερό σε συγκεκριμένες γωνίες, δημιουργώντας φωτεινές δέσμες που διαπερνούν το βάθος σαν προβολείς. Το νερό μοιάζει τώρα βαθύ μπλε με χρυσαφένιες ανταύγειες, σαν το πιο πολύτιμο ζαφείρι στον κόσμο.

    Κολυμπάμε μαζί, χέρι-χέρι, μέσα στο φωτισμένο νερό της σπηλιάς. Υπάρχει μια αίσθηση ιερότητας σε αυτή την επίσκεψη, σαν να εκτελούμε ένα είδος τελετουργίας, ένα γαλήνιο αποχαιρετισμό σε αυτό το μαγικό μέρος που μας φιλοξένησε. Καθώς κολυμπάμε βαθύτερα μέσα στη σπηλιά, ο κόσμος έξω φαίνεται να απομακρύνεται, να διαλύεται. Εδώ μέσα, ο χρόνος έχει μια διαφορετική ποιότητα—ρέει πιο αργά, πιο γλυκά.

    Μοιραζόμαστε ένα σιωπηλό φιλί μέσα στη μαγική ατμόσφαιρα της σπηλιάς, ένα φιλί που μοιάζει να σφραγίζει μια υπόσχεση που δεν χρειάζεται λόγια για να εκφραστεί. Καθώς το απόγευμα προχωρά, αποφασίζουμε ότι είναι ώρα να ξεκινήσουμε για την επιστροφή. Κολυμπάμε αργά πίσω στο σκάφος, σαν να θέλουμε να καθυστερήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο την αναχώρησή μας.

    Η Κρινιώ βάζει μπρος τη μηχανή και σηκώνει την άγκυρα, πάντα με άνεση και σιγουριά. Υπάρχει κάτι υπέροχα ελκυστικό στο να βλέπω πώς χειρίζεται το σκάφος—η αυτοπεποίθησή της, η ικανότητά της, ο τρόπος που το σώμα της συντονίζεται με τις κινήσεις του σκάφους, σαν να αποτελούν μια ενιαία οντότητα.

    Καθώς απομακρυνόμαστε, κοιτάζω πίσω τη Χύτρα που σιγά-σιγά μικραίνει στον ορίζοντα. Προσπαθώ να αποτυπώσω κάθε λεπτομέρεια στη μνήμη μου—το σχήμα του νησιού κόντρα στον απογευματινό ουρανό, τα χρώματα της θάλασσας που αλλάζουν από τιρκουάζ σε σκούρο μπλε καθώς βαθαίνει, τα σύννεφα που αρχίζουν να πιάνουν ροζ και χρυσές αποχρώσεις από τον ήλιο που χαμηλώνει. Αναρωτιέμαι πόσες τέτοιες εικόνες μπορεί να κρατήσει ο ανθρώπινος νους και πόσο ζωντανές παραμένουν με το πέρασμα του χρόνου.

    Το ταξίδι της επιστροφής είναι γαλήνιο, με τον ήλιο να χαμηλώνει σιγά-σιγά πίσω μας, βάφοντας με χρυσαφένιες πινελιές τα κύματα που αφήνει το σκάφος μας. Κάθομαι δίπλα στην Κρινιώ στο τιμόνι, μοιραζόμενος μαζί της αυτές τις τελευταίες στιγμές της εκδρομής μας. Μιλάμε για το τι μας άρεσε περισσότερο, για το πώς θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε σύντομα, ίσως να φέρουμε και την Αγγελική με τον Παύλο την επόμενη φορά.

    Υπάρχει μια γλυκιά μελαγχολία στο να κάνουμε σχέδια για το μέλλον, γνωρίζοντας ότι πολλά από αυτά ίσως να μην πραγματοποιηθούν ποτέ. Αλλά υπάρχει και μια μικρή χαρά στο ίδιο το σχεδιασμό—στο όνειρο του “ίσως”, στην προσδοκία του “μια μέρα.” Λέγεται όνειρα. Λέγεται ζωή.

    Όταν φτάνουμε στο Διακόφτι, ο ήλιος έχει σχεδόν δύσει. Δένουμε το σκάφος και ξεφορτώνουμε τα πράγματά μας. Νιώθω κουρασμένος αλλά με τον ίδιο τρόπο που ένιωσα με τα δίδυμα—μια ευχάριστη, γεμάτη κούραση. Ζω, δεν επιβιώνω.

    Η Κρινιώ πετάγεται να φέρει το αυτοκίνητο και πάμε στο βενζινάδικο με τα μπιτόνια για να συμπληρώσουμε τη βενζίνη που κάψαμε στο ταξίδι. Μια απλή, καθημερινή δραστηριότητα, αλλά ακόμα και αυτή έχει μια γλυκιά οικειότητα—τα μικρά πράγματα που μοιράζεσαι με κάποιον που αγαπάς γίνονται κι αυτά μέρος της κοινής μας ιστορίας.

    «Λοιπόν, πώς σου φάνηκε;» με ρωτάει καθώς περιμένουμε το πρώτο μπιτόνι να γεμίσει. Φοράει ακόμα το μαγιό της με ένα απλό παρεό από πάνω, τα μαλλιά της σε μπούκλες, και το δέρμα της έχει πάρει ένα ελαφρύ χρυσαφένιο τόνο από τον ήλιο. Ποτέ δεν μου έχει φανεί πιο όμορφη.

    «Μπροστά στη Χύτρα της μάγισσάς μου δεν πιάνουν μπάζα όλες οι Disneyland του κόσμου μαζί!» της απαντώ με απόλυτη πεποίθηση.

    Και το εννοώ. Η πραγματική ευτυχία δεν κρύβεται σε επιβλητικά κάστρα και τεχνητές εμπειρίες. Κρύβεται σε αυτές τις μικρές, αληθινές στιγμές—στο κρυστάλλινο νερό της Χύτρας, στο γέλιο της, στην αίσθηση του αέρα στο πρόσωπό, στη μαγική γαλήνη της σπηλιάς, στο βαλς κάτω απ’ το φως των αστεριών και σε χίλια άλλα μικρά πράγματα. Κρύβεται στην αυθεντικότητα των εμπειριών που μοιραζόμαστε και στον τρόπο που μας συνδέουν με τον κόσμο και τον έναν με τον άλλον.

    Μου χαμογελάει, και σε αυτό το χαμόγελο βλέπω την αντανάκλαση όλων όσων νιώθω—την ευγνωμοσύνη για όσα ζούμε μαζί, τη χαρά αυτών που μοιραζόμαστε, και πάνω απ’ όλα, την αγάπη της που ήρθε και έδιωξε τα σκοτάδια.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
  8. BDSM_Couple

    BDSM_Couple New Member

  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 18ο - Το καρουζέλ

    Ήταν χωρίς υπερβολή οι καλύτερες διακοπές που έχω κάνει στη ζωή μου, δεν μας έκανε καρδιά να φύγουμε από τα Κύθηρα. Στεκόμαστε όλοι στην αυλή του σπιτιού, οι βαλίτσες ήδη φορτωμένες στο αυτοκίνητο, η ώρα της αναχώρησης να πλησιάζει αδυσώπητα. Για την ακρίβεια η Κρινιώ μπορούσε να κάτσει και άλλο, μέχρι που θα ξεκινούσαν τα μαθήματα της σχολής της, αλλά δεν ήθελε να με αφήσει μόνο μου.

    Τώρα στέκεται μπροστά στη μητέρα της και τον Παύλο, με τους ώμους ελαφρώς πεσμένους και το βλέμμα χαμηλωμένο. Τα δάχτυλά της παίζουν νευρικά με το μπρελόκ των κλειδιών της. Σηκώνει το κεφάλι της και προσπαθεί να χαμογελάσει, αλλά το χαμόγελο δεν φτάνει στα μάτια της.

    «Ουφ, θα μου λείψετε,» λέει μελαγχολικά στην Αγγελική και τον Παύλο, με φωνή που τρέμει ελαφρά. Αγκαλιάζει πρώτα τη μητέρα της σφιχτά, κρύβοντας για μια στιγμή το πρόσωπό της στον ώμο της.

    Η Αγγελική τη χαϊδεύει τρυφερά στα μαλλιά, όπως όταν ήταν μικρή. «Κι εμείς θα σε πεθυμήσουμε, κορίτσι μου,» της λέει με ζεστασιά. Έπειτα την κρατάει από τους ώμους και την κοιτάζει στα μάτια με έναν τόνο αισιοδοξίας στη φωνή της. «Τέλος Οκτώβρη θα έρθω και θα κάτσω μια εβδομάδα μαζί σας, αν με θέλετε. Στο υπόσχομαι!»

    «Φιρί-φιρί το πας ν’ ακούσεις κανένα γαλλικό!» της απαντάω με πειρακτικό ύφος, κλείνοντας το μάτι στον Παύλο που προσπαθεί να συγκρατήσει το γέλιο του.

    Η Αγγελική βάζει τα γέλια, με το πρόσωπό της να φωτίζεται. «Είσαι αδιόρθωτος!» μου λέει, χτυπώντας με παιχνιδιάρικα στον ώμο.

    Η Κρινιώ σκουπίζει ένα δάκρυ που έχει κυλήσει στα μάτια της και η Αγγελική την χαϊδεύει τρυφερά. «Στο υπόσχομαι,» επαναλαμβάνει η Αγγελική, κάνοντας το σταυρό της στο στήθος.

    Ο Παύλος πλησιάζει την Κρινιώ και της σφίγγει το χέρι με ζεστασιά. «Θα φροντίσω εγώ να κρατήσω το λόγο της,» της λέει με σοβαρότητα που αντιτίθεται με το χαμόγελο στα μάτια του.

    «Να ανέβεις κι εσύ,» του κάνω. «Δόξα τω Θεώ το σπίτι είναι μεγάλο, όλοι οι καλοί χωράνε! Βέβαια θα χρειαστεί να πετάξουμε κανένα μαξιλάρι!» συμπληρώνω και βάζουν και οι τρεις τα γέλια.

    Η Κρινιώ τον αγκαλιάζει σφιχτά. «Σ’ ευχαριστώ που φροντίζεις τη μαμά,» του ψιθυρίζει.

    Γυρνάω προς την Κρινιώ, με μια ιδέα που τριγυρίζει στο μυαλό μου. Δαγκώνω το χείλος μου διστακτικά, ξέροντας ότι η πρότασή μου ίσως δεν γίνει καλά δεκτή, αλλά αισθάνομαι την ανάγκη να την κάνω. «Κρινιώ μου, γιατί δεν κάθεσαι εδώ μέχρι να αρχίσουν τα μαθήματά σου;» της λέω απαλά, με χέρια μου χωμένα στις τσέπες για να κρύψω την αμηχανία μου. «Έχεις ακόμα τρεις εβδομάδες. Θα μπορούσες να απολαύσεις λίγο ακόμα αυτή τη γαλήνη.»

    Η έκφραση της Κρινιώς αλλάζει ακαριαία. Τα μάτια της στενεύουν και μια σκιά περνάει από το πρόσωπό της. Κάνει ένα βήμα μπροστά και με χτυπάει στη μύτη με το δάχτυλό της—ένα γερό και καθόλου παιχνιδιάρικο τσίμπημα που με κάνει να τραβηχτώ προς τα πίσω.

    «Ξέρω κι εγώ γαλλικά,» μου κάνει προσπαθώντας να αστειευτεί, αλλά η ματιά της πετάει κεραυνούς.

    Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος της και το σαγόνι της σφίγγεται—την χαρακτηριστική στάση όταν έχει πάρει μια αμετάκλητη απόφαση. Ένας μήνας για τον περισσότερο κόσμο δεν ήταν τίποτα, αλλά για τους δυο μας ήταν πολυτέλεια που δεν είχαμε—δεν μου έμεναν και πολλοί από δαύτους. Το πέταξα χωρίς καν να το σκεφτώ.

    Δεν επέμεινα περισσότερο, μπορεί η Κρινιώ να ήταν δοτική και υποχωρητική αλλά εκεί που τραβούσε γραμμή δεν πέρναγες το Θεό μπάρμπα να είχες. Και σε αυτό το θέμα, η γραμμή της ήταν ξεκάθαρη σαν την αυγή πάνω από το Αιγαίο.

    Η Αγγελική μας δίνει ένα πακέτο προσεκτικά τυλιγμένο. «Για το δρόμο,» λέει απλά, και ο τρόπος που το λέει με κάνει να υποψιάζομαι ότι περιέχει πολύ περισσότερα από μπισκότα.

    «Ευχαριστούμε, μαμά,» λέει η Κρινιώ, παίρνοντας το πακέτο και φιλώντας τη μητέρα της στο μάγουλο. «Και να προσέχετε κι εσείς.»

    «Εδώ είναι παράδεισος, τι να πάθουμε;» λέει ο Παύλος, απλώνοντας τα χέρια του προς τον απέραντο γαλάζιο ουρανό.

    Ο ήλιος λάμπει καθώς περπατάμε προς το αυτοκίνητο, αφήνοντας πίσω μας αυτό το μικρό καταφύγιο ευτυχίας. Γυρίζω μια τελευταία φορά και κοιτάζω το τοπίο, προσπαθώντας να χαράξω στη μνήμη μου κάθε λεπτομέρεια. Η Κρινιώ πιάνει το χέρι μου και το σφίγγει δυνατά.

    «Θα ξανάρθουμε,» μου λέει με μια σιγουριά που εύχομαι να μπορούσα να μοιραστώ.

    Της χαρίζω ένα χαμόγελο και πιάνοντας το μεταφορέα της Λίζι το βάζω στο πίσω κάθισμα και μπαίνω στο αυτοκίνητο στη θέση του συνοδηγού, παίρνοντας μαζί μου τις μυρωδιές, τους ήχους και τις εικόνες αυτού του παραδείσου, ένας θησαυρός αναμνήσεων που κανείς δεν μπορεί να μου πάρει.

    Στο καράβι την κρατάω αγκαλιά καθώς ξεμακραίνουμε από τα Κύθηρα. Η καρδιά μου σφίγγεται στη σκέψη ότι αυτή μπορεί να είναι και η τελευταία φορά που τα βλέπω. Κρατάω τις σκέψεις μου βαθιά μέσα μου, η Κρινιώ αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά ευάλωτη και δε θέλω να την κάνω να νιώσει ακόμα χειρότερα. Και όχι τίποτε άλλο αλλά έχω και τις εξετάσεις σε λίγες μέρες για να δούμε που βρισκόμαστε.



    Οι τρεις μέρες των εξετάσεων ήταν ένας μαραθώνιος σωματικής και ψυχικής εξάντλησης. Ξεκίνησα με την αξονική—πάντα η χειρότερη. Η Κρινιώ καθόταν στην αίθουσα αναμονής, με ένα βιβλίο που δεν άνοιξε ποτέ, ενώ εγώ ξάπλωνα στο παγωμένο μηχάνημα. Το κοντράστ έκαιγε τις φλέβες μου καθώς διέτρεχε το σώμα μου, προκαλώντας εκείνη την περίεργη αίσθηση που πάντα με κάνει να νομίζω ότι θα κατουρηθώ πάνω μου.

    Ήξερα πια τη διαδικασία απ’ έξω—πότε να κρατήσω την ανάσα μου, πότε να περιμένω το κάψιμο, πότε θα ακούσω την απρόσωπη φωνή από το μεγάφωνο. Η μαγνητική ήταν ευκολότερη, αν εξαιρέσεις τον εκκωφαντικό θόρυβο και την κλειστοφοβία. Οι αιματολογικές ήταν πια απλώς μια τυπική διαδικασία πια—τόσες φλεβοκεντήσεις έχω κάνει που οι φλέβες μου μοιάζουν με χάρτη δρόμων σε κακή κατάσταση.

    Το χειρότερο ήταν η αναμονή μετά. Τρεις μέρες που κυλούσαν με τον ρυθμό της χελώνας. Δεν υπάρχει τίποτα πιο βασανιστικό από το να περιμένεις να μάθεις αν το σώμα σου συνεχίζει να σε προδίδει ή αν σου έδωσε μια μικρή ανακωχή και το μυαλό σου να γυρνάει συνέχεια στο ίδιο σημείο: τι θα δείξουν αυτή τη φορά; Πόσο χρόνο έχω ακόμα;

    Τα βράδια, όταν η Κρινιώ κοιμόταν, καθόμουν στη μικρή βεράντα του πάνω ορόφου μόνος, κοιτάζοντας τα αστέρια και προσπαθώντας να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι ίσως τα αποτελέσματα να ήταν χειρότερα από την προηγούμενη φορά. Οι ώρες της αναμονής είναι οι ώρες που σε φέρνουν αντιμέτωπο με την πιο σκληρή αλήθεια: ότι δεν έχεις κανέναν έλεγχο.

    Το πρωί της συνάντησης με τον Νίκο, η Κρινιώ προσπάθησε να με πείσει να φάω πρωινό, αλλά το στομάχι μου ήταν δεμένο κόμπος. Στο αυτοκίνητο, ενώ οδηγούσε εκείνη, έπιασα τον εαυτό μου να μετράει τα κόκκινα φανάρια, τις στροφές, τους πεζούς που διασταυρώναμε—οτιδήποτε για να μη σκέφτομαι.

    Στην αίθουσα αναμονής, περιμέναμε μόνο δέκα λεπτά, αλλά φάνηκαν σαν αιώνες. Όταν ακούσαμε το όνομά μου από τη γραμματέα, σηκώθηκα με τα πόδια μου να μοιάζουν φτιαγμένα από μολύβι. Η Κρινιώ σηκώθηκε μαζί μου, αχώριστη, ο φύλακας άγγελός μου, έτοιμη να δεχτεί μαζί μου ό,τι νέα και αν υπήρχαν.

    Ο Νίκος κάθεται στην άλλη πλευρά του γραφείου του, τα δάχτυλά του πλεγμένα μπροστά του. Το δερμάτινο κάθισμά του τρίζει ελαφρά καθώς μετακινείται, ένας ήχος που ηχεί υπερβολικά δυνατός στο σχεδόν αποστειρωμένο γραφείο. Οι φάκελοι με τις εξετάσεις μου είναι απλωμένοι μπροστά του, όλα αυτά τα χαρτιά που κρατούν στοιχεία για τη ζωή μου όπως ένα ημερολόγιο ενός πολέμου που μαίνεται μέσα στο σώμα μου.

    Δεν μας κρατάει πολύ σε αγωνία—μας ξέρει πια καλά. Ξέρει πώς κάθε λεπτό αναμονής μοιάζει με αιωνιότητα, πώς κάθε δευτερόλεπτο σιωπής γεμίζει με χιλιάδες σενάρια στο μυαλό μας, τα περισσότερα ζοφερά. Γέρνει προς τα εμπρός και με κοιτάζει σοβαρά, αλλά τα μάτια του έχουν αυτή τη ζεστασιά που αφήνει μια χαραμάδα ελπίδας να περάσει. Το δάχτυλό του χτυπά απαλά στο χαρτί που έχει μπροστά του, σε έναν ρυθμό που μοιάζει σχεδόν να δίνει έμφαση σε κάθε λέξη που ακολουθεί.

    «Γιώργο, οι εξετάσεις σου είναι πολύ ενθαρρυντικές.»

    Η φράση αιωρείται στον αέρα για ένα δευτερόλεπτο. Νιώθω την Κρινιώ δίπλα μου να παγώνει, το σώμα της τεντωμένο σαν χορδή. Ακούω την ανάσα της να κόβεται. Τα δικά μου πνευμόνια μοιάζουν να έχουν ξεχάσει πώς λειτουργούν.

    «Δεν έχουμε νέες εστίες, οι παλιές δείχνουν σταθερές και οι δείκτες σου έχουν πέσει.»

    Ο Νίκος διαλέγει προσεκτικά τις λέξεις του. Τον γνωρίζω πια αρκετά καλά για να καταλαβαίνω τι δε λέει: δεν υπάρχει ίαση, δεν υπάρχει θαύμα. Δεν είναι αυτό που λένε “καθαρές εξετάσεις.” Αλλά το βλέμμα του έχει κάτι που δεν έχω ξαναδεί εδώ και πολύ καιρό—μια μικρή σπίθα ικανοποίησης, ίσως ακόμα και έκπληξης.

    «Αυτό, δεδομένων των συνθηκών, το λες και επιτυχία.»

    Δεν μιλάω. Δε βγαίνει ήχος. Μια ζεστή αίσθηση απλώνεται από το κέντρο του σώματός μου, σαν ένα μικρό φωτάκι που ανάβει μετά από πολύ καιρό. Το στομάχι μου, που ήταν σφιγμένο απ’ το πρωί—που είναι σφιγμένο εδώ και μήνες, για να είμαι ειλικρινής—χαλαρώνει για πρώτη φορά. Είναι σαν κάποιος να έλυσε έναν κόμπο βαθιά μέσα μου, έναν κόμπο που είχα σχεδόν ξεχάσει ότι υπάρχει.

    Δίπλα μου, η Κρινιώ μου πιάνει το χέρι. Το αρπάζει, για την ακρίβεια, σαν να πέφτει και αναζητά στήριγμα. Τα δάχτυλά της τρέμουν ελαφρά. Το δέρμα της είναι ψυχρό και αφύσικα υγρό. Σκύβω και της ρίχνω μια ματιά—χαμογελά, αλλά τα μάτια της είναι υγρά, γεμάτα δάκρυα που παλεύει να συγκρατήσει. Τα χείλη της τρεμοπαίζουν σε μια προσπάθεια να διατηρήσει τον έλεγχο.

    «Δηλαδή…;» ψιθυρίζω.

    Η φωνή μου βγαίνει βραχνή, σχεδόν άγνωστη στα αυτιά μου. Φοβάμαι να το πω, σαν να είναι εύθραυστο το καλό νέο και θα το ραγίσω αν το αρθρώσω. Σαν να υπάρχει κάπου ένας κανόνας που λέει πως αν χαρείς πολύ ή ελπίσεις πολύ, το σύμπαν θα βιαστεί να σε διαψεύσει. Έχω περάσει τόσους μήνες προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για τα χειρότερα που σχεδόν νιώθω ένοχος που αισθάνομαι αυτή τη μικρή έκρηξη ανακούφισης.

    Ο Νίκος χαμογελά αχνά. Υπάρχει κάτι πατρικό στην έκφρασή του, αν και πρέπει να είναι το πολύ πέντε χρόνια μεγαλύτερός μου. Ίσως είναι επειδή έχει δει τόσο πολλούς ανθρώπους να περνάνε από αυτό το γραφείο, σε τόσο διαφορετικά στάδια ελπίδας, απόγνωσης, αποδοχής.

    «Δηλαδή περνάμε στη φάση συντήρησης.»

    Η λέξη “συντήρηση” ποτέ δεν ακούστηκε τόσο όμορφη. Ήταν πάντα εκεί, ένα άπιαστο στάδιο που όλοι ανέφεραν αλλά κανείς δεν τολμούσε να μου υποσχεθεί. Ήταν πάντα “ίσως μια μέρα” και “αν όλα πάνε καλά.” Τώρα είναι εδώ, μπροστά μου, απτή σαν το χέρι της Κρινιώς μέσα στο δικό μου.

    «Σταματάμε την ενδοφλέβια, συνεχίζουμε μόνο με capecitabine σε χαμηλή δόση, να κρατήσουμε το τέρας κοιμισμένο όσο γίνεται.»

    Το “τέρας.” Έτσι το αποκαλεί πάντα. Ποτέ “όγκος” ή “καρκίνος” όταν μιλάει μαζί μου—πάντα “το τέρας.” Γιατί, αν μη τι άλλο, αυτό ακριβώς είναι· ένα τέρας που με τρώει κομμάτι-κομμάτι.

    «Θα έχεις μεγαλύτερα διαλείμματα, λιγότερες παρενέργειες.»

    Λιγότερη ναυτία. Λιγότερος πόνος. Λιγότερη εξάντληση. Περισσότερες μέρες που θα νιώθω σαν άνθρωπος και όχι σαν ένα κουρασμένο, άδειο δοχείο. Η σκέψη είναι σχεδόν μεθυστική.

    «Αν όλα πάνε καλά, αυτή η σταθερότητα μπορεί να κρατήσει μήνες.»

    Μήνες. Όχι βδομάδες. Όχι μέρες. Μήνες. Χρόνος. Το ακριβότερο νόμισμα στον κόσμο μου. Νιώθω τα μάτια μου να τσούζουν.

    Η Κρινιώ σφίγγει το χέρι μου τόσο δυνατά που σχεδόν με πονάει. Τα νύχια της μπήγονται στο δέρμα μου, αλλά δε με νοιάζει. Πίσω από αυτό τον πόνο κρύβεται μια απέραντη αγάπη, μια απόγνωση να κρατηθεί από κάτι πραγματικό σε μια στιγμή που μοιάζει ονειρική. Τη νιώθω να συγκρατεί την ανάσα της, σαν να φοβάται ότι η παραμικρή κίνηση θα διαλύσει αυτή τη στιγμή.

    Τα μάτια του Νίκου πηγαίνουν από εμένα στην Κρινιώ και πίσω. Υπάρχει μια σιωπηλή κατανόηση στο βλέμμα του. Βλέπει περισσότερα από δύο ανθρώπους που παλεύουν με μια ασθένεια—βλέπει μια ιστορία αγάπης στα όρια του χρόνου, μια ιστορία που ίσως μόλις κέρδισε λίγα παραπάνω κεφάλαια.

    Τη γυρνάω προς το μέρος μου και την κοιτάζω. Τα μάτια της, με κοιτάζουν με μια έκφραση που δεν μπορώ να περιγράψω. Είναι φόβος ανακατεμένος με ελπίδα, πόνος μπλεγμένος με χαρά, αγωνία και ανακούφιση σε ένα μείγμα που μόνο όσοι έχουν σταθεί στο χείλος της αβύσσου μπορούν να καταλάβουν.

    «Τα καταφέραμε μέχρι εδώ,» της λέω σιγανά, σχεδόν έκπληκτος. «Έχει κι άλλους γύρους το καρουζέλ!» συνεχίζω με φωνή που τρέμει.

    Η Κρινιώ με κοιτάζει δακρυσμένη, τα μάτια της τρέχουν. Η ανακούφιση την κατακλύζει σαν κύμα που δεν μπορεί πια να συγκρατήσει. Γέρνει το κεφάλι της στον ώμο μου. Τυλίγω το χέρι μου γύρω της και νιώθω την υγρασία των δακρύων της να διαπερνά το πουκάμισό μου.

    «Τα καταφέραμε Τζωρτζίνο μου…» μου ψιθυρίζει.

    Δεν είναι νίκη. Δεν είναι τέλος. Αλλά είναι κάτι που κανείς δεν περίμενε—μια αναβολή, μια ανάσα, ένας χώρος να υπάρξουμε χωρίς το μαύρο σύννεφο να κρέμεται τόσο χαμηλά πάνω από τα κεφάλια μας. Είναι η λέξη “μέλλον” να αποκτά ξανά κάποιο νόημα, έστω και περιορισμένο.

    Ο Νίκος, με τη διακριτικότητα που μόνο η μακρά εμπειρία δίνει, κάνει ότι τακτοποιεί κάποια χαρτιά και μας αφήνει για λίγο στη σιωπή, σαν να ξέρει πως αυτό το μικρό κομμάτι ανακούφισης έχει αξία μεγαλύτερη από οτιδήποτε άλλο μπορούσε να μας πει εκείνη τη στιγμή.

    Μένουμε έτσι, αγκαλιασμένοι, ακίνητοι, μέσα σε ένα γραφείο που έχει δει χιλιάδες ιστορίες σαν τη δική μας, άλλες με χαρούμενο τέλος, άλλες όχι. Αν και ξέρω την τελική κατάληξη της δικής μας, αυτή τη στιγμή, η ιστορία μας πήρε μια ανέλπιστη παράταση. Και αυτό, για τώρα, είναι αρκετό.



    Έχοντας ξεμπλέξει με το βραχνά των εξετάσεων, το επόμενο που είχαμε να κάνουμε ήταν η μετακόμισή της. Αρκετά χρόνια πριν θα είχα φρικάρει και μόνο στη σκέψη, όχι φυσικά στο να συζήσω με την Κρινιώ, αλλά στο πόσο γρήγορα θα γινόταν αυτό το βήμα, μέσα σε ούτε καν πέντε μήνες. Και να που ήμουν εγώ αυτός που το είχε προτείνει. Και η Κρινιώ μου το είχε αποδεχτεί, παρά το γεγονός ότι στα χαρτιά το μεγαλύτερο ρίσκο ήταν το δικό της, καθώς σε περίπτωση που τα πράγματα στραβώνανε, θα έπρεπε να ψάξει για νέο σπίτι.

    Ο μόνος λόγος που μπορούσα να φανταστώ, ο μόνος λόγος που έκανε την ψυχή μου να τρέμει και μόνο στη σκέψη του, ήταν να κουραστεί. Να μπουχτίσει, να μην αντέξει άλλο. Και δε θα την αδικούσα στο παραμικρό. Νέα, όμορφη, με όλη τη ζωή μπροστά της, πόσο θα άντεχε όταν η κατάστασή μου χειροτέρευε; Γιατί θα χειροτέρευε, η ερώτηση δεν ήταν το «αν» αλλά το «πότε.»

    Και όλους μου αυτούς τους άρρητους φόβους τους σκόρπισε με μια κίνηση. Είχα πάει γραφείο και όταν γύρισα το απόγευμα βρήκα φαγητό μαγειρεμένο και τη Λίζι ταϊσμένη. Αφού φιληθήκαμε πήγα να κάνω ένα ντουζάκι και όταν γύρισα την βρήκα να κάθεται στο σαλόνι γράφοντας σε ένα μπλοκάκι και σιγοτραγουδώντας.

    «Είδες τι καλή και φρόνιμη που ήμουν;» με ρωτάει με το που επιστρέφω στο σαλόνι. «Σε άφησα να κάνεις το μπανάκι σου χωρίς να σε βιάσω!»

    «Βλέπω και φρίττω,» της απαντάω συνεχίζοντας το χαβαλέ. «Εσείς τι κάνετε εδώ μαντάμ;»

    «Σχέδια για τη διακόσμηση μετά τη μετακόμιση!» μου λέει μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.

    «Για δείξε μου,» της λέω διασκεδάζοντας απίστευτα με τον ενθουσιασμό της.

    «Λοιπόν,» ξεκινά, σπρώχνοντας το σημειωματάριο προς το μέρος μου με έναν ενθουσιασμό που θα ταίριαζε σε αρχιτέκτονα που παρουσιάζει το έργο ζωής του. «Τα έχω χωρίσει ανά όροφο, ανά δωμάτιο και ανά είδος. Πρώτα απ’ όλα, από το διαμέρισμά μου θα φέρω, τη Σοφία, την Κλειώ και τον Πλάτωνα…»

    «Ε;» τη ρωτάω μπερδεμένος και η Κρινιώ ξεσπά σε γέλια.

    «Τα φυτά μου, Τζωρτζίνο μου! Η Σοφία είναι η μονστέρα που έχει πια μεγαλώσει τόσο που χρειάζεται τη δική της πολυθρόνα. Η Κλειώ είναι το αγαπημένο μου πόθος, αυτό με τις λευκές-πράσινες γραμμές στα φύλλα. Ο Πλάτωνας είναι το φίκος λύρατα που μου χάρισε η μαμά.»

    «Ονόμασες τα φυτά σου;» ρωτάω, προσπαθώντας να συγκρατήσω το γέλιο μου.

    «Φυσικά!» απαντά σαν να είναι το πιο προφανές πράγμα στον κόσμο. «Έχουν προσωπικότητα. Ο Πλάτωνας, για παράδειγμα, είναι τόσο ιδιότροπος με το πότισμα—ακριβώς σαν τον αληθινό Πλάτωνα που ήθελε τα πάντα στην εντέλεια.»

    Χαμογελάω καθώς πίνω τον καφέ μου. Αυτή η πλευρά της Κρινιώς είναι τόσο παιδική, τόσο αθώα. «Και πού σκέφτεσαι να τους βάλεις όλους αυτούς τους… φιλοσόφους;»

    Η Κρινιώ με αρπάζει από το χέρι και με τραβάει προς το σαλόνι, κινώντας το ελεύθερο χέρι της σαν μαέστρος που διευθύνει μια αόρατη ορχήστρα. «Η Σοφία θα πάει εδώ, δίπλα στο μεγάλο παράθυρο—χρειάζεται πολύ φως. Ο Πλάτωνας θα μπορούσε να πάει στη γωνία εκεί. Και η Κλειώ…» γυρίζει γύρω-γύρω ψάχνοντας, «η Κλειώ θα μπορούσε να κρέμεται από εκείνο το σημείο του ταβανιού!»

    «Δεν ήξερα καν ότι μπορούμε να κρεμάσουμε κάτι εκεί,» παραδέχομαι, κοιτάζοντας ψηλά.

    «Θα βάλουμε έναν γάντζο!» λέει με αυτοπεποίθηση, σαν η εγκατάσταση γάντζων στο ταβάνι να είναι μια από τις ειδικότητές της.

    Ξαφνικά τα μάτια της φωτίζονται και με τραβάει προς τις σκάλες. «Αλλά το αγαπημένο μου σχέδιο είναι για τη μικρή βεράντα έξω από την κρεβατοκάμαρά μας!»

    Ανεβαίνουμε γρήγορα στο δεύτερο όροφο και η Κρινιώ ανοίγει διάπλατα την μπαλκονόπορτα της κρεβατοκάμαρας. Βγαίνουμε στη μικρή βεράντα, που μέχρι τώρα φιλοξενούσε μόνο δύο πλαστικές καρέκλες και ένα τραπεζάκι.

    «Εδώ,» λέει με ένα δραματικό άπλωμα των χεριών της, «θα δημιουργήσουμε τον μικρό μας παράδεισο για το πρωινό καφεδάκι! Φαντάσου να ξυπνάς και να βγαίνεις εδώ, περιτριγυρισμένος από πράσινο, με τη μυρωδιά του γιασεμιού και του βασιλικού, πίνοντας τον καφέ σου ενώ ο ήλιος ανατέλλει!»

    «Ακούγεται υπέροχο,» παραδέχομαι, αρχίζοντας να βλέπω το όραμά της. «Αλλά είναι αρκετά μικρός ο χώρος.»

    «Αυτό είναι το ωραίο!» συνεχίζει ενθουσιασμένη. «Θα βάλουμε ράφια στον τοίχο για τα μικρότερα φυτά, κρεμαστές γλάστρες από την οροφή, και θα αντικαταστήσουμε αυτό το τραπεζάκι με ένα μικρότερο, πιο κομψό. Θα είναι ο δικός μας μικρός κήπος στον ουρανό! Φυσικά, για τα μεγαλύτερα τραπεζώματα θα έχουμε πάντα την κάτω βεράντα, αλλά αυτό εδώ θα είναι το μυστικό μας καταφύγιο.»

    «Και δεν είναι μόνο αυτά,» συνεχίζει χωρίς να παίρνει ανάσα, τραβώντας με πίσω στην κρεβατοκάμαρα. «Σκέφτομαι να πάρουμε κι άλλα φυτά! Χρειαζόμαστε σίγουρα ένα μεγάλο χαμαιδώρεο για εδώ—καθαρίζει τον αέρα και βοηθάει στον ύπνο. Και θα ήθελα να στήσουμε στην κουζίνα ένα μικρό κήπο μυρωδικών—βασιλικό, δυόσμο, ρίγανη, θυμάρι… Και βέβαια, τρεις-τέσσερις μικρές αλόες για το περβάζι της κουζίνας. Είναι τόσο χρήσιμες! Κάηκες στο μαγείρεμα; Κόβεις λίγο φύλλο και βάζεις!»

    Την παρακολουθώ να πετάγεται από δωμάτιο σε δωμάτιο, να δείχνει σημεία, να σχεδιάζει τη νέα πράσινη διακόσμηση, και νιώθω ένα κύμα ζεστασιάς να με κατακλύζει. Το σπίτι μου, που πάντα ήταν αρκετά λιτό και λειτουργικό, σύντομα θα γεμίσει ζωή. Και δε θα είναι πλέον σπίτι μου, θα είναι σπίτι μας.

    «Και για τη μεγάλη κάτω βεράντα,» συνεχίζει, κατεβαίνοντας γρήγορα τις σκάλες, «έχω άλλα σχέδια! Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε έναν πραγματικό υπαίθριο χώρο διαβίωσης. Περισσότερα φυτά βέβαια, αλλά και άνετα έπιπλα—ίσως ένας καναπές εξωτερικού χώρου; Και φαντάσου μια πέργκολα με αναρριχώμενα φυτά να σκιάζει το τραπέζι! Το καλοκαίρι θα είναι υπέροχα εκεί έξω.»

    Γελάω καθώς την ακολουθώ. «Θα το κάνουμε βοτανικό κήπο, μ’ αρέσεις!»

    «Ένας βοτανικός κήπος που μπορείς να ζήσεις μέσα του!» διορθώνει, γεμάτη ενθουσιασμό. «Θα σου αλλάξει τη διάθεση, Γιώργο, θα δεις! Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι τα φυτά στο σπίτι βελτιώνουν την ψυχική υγεία και…» κομπιάζει για μια στιγμή, ίσως αναλογιζόμενη την κατάστασή μου.

    «Θα είναι υπέροχα,» της λέω με ζεστασιά, πιάνοντας τα χέρια της. «Συνέχισε μου για τα σχέδιά σου. Τι άλλο έχεις στο μυαλό σου;»

    Το πρόσωπό της φωτίζεται και συνεχίζει με ανανεωμένο ενθουσιασμό. «Και βέβαια θα αλλάξουμε τις κουρτίνες,» συνεχίζει. «Αυτό το βαθύ μπλε είναι πολύ… άνδρας που ζει μόνος του. Χρειαζόμαστε κάτι πιο ζωντανό, ίσως πράσινο ανοιχτό ή ένα απαλό κίτρινο…»

    «Ξέρεις τι; Νομίζω και ότι η κρεβατοκάμαρα χρειάζεται ένα νέο χρώμα,» προτείνω, μπαίνοντας πλέον στο παιχνίδι, και τα μάτια της ανάβουν.

    «Το σκέφτηκες κι εσύ; Έχω σκεφτεί ένα απαλό χρώμα λεβάντας ή ίσως ένα γαλάζιο του ουρανού. Κάτι που να φωτίζει το χώρο. Και μπορούμε να προσθέσουμε κάποια έργα τέχνης στους τοίχους—έχω μερικές αφίσες από εκθέσεις που θα ταίριαζαν τέλεια!» λέει και σταματάει για λίγες στιγμές.

    «Τι, σκέφτεσαι Τζωρτζίνο μου,» με ρωτάει βλέποντας με να χαμογελάω τόσο δυνατά που πονάνε σχεδόν τα μάγουλά μου.

    «Σκέφτομαι πως μέχρι τώρα δεν ήταν παρά τέσσερεις τοίχοι. Τώρα θα γίνει σπίτι. Το σπίτι μας, Κρινιώ μου!»

    Τα μάτια της λάμπουν και χοροπηδάει προς το μέρος μου, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου. «Σ’ αγαπάω!» μου φωνάζει ενθουσιασμένη και με παίρνει αγκαλιά και μου σκάει ένα ρουφηχτό φιλί.

    «Φαντάσου το,» μου φωνάζει, «να ξυπνάμε κάθε πρωί, να φτιάχνουμε καφέ, και να ερχόμαστε εδώ να τον απολαμβάνουμε ανάμεσα στα φυτά μας. Και όταν έχουμε κόσμο ή θέλουμε περισσότερο χώρο, θα έχουμε τη μεγάλη βεράντα κάτω. Είναι τέλειο!»

    «Είναι!» της λέω με το χαμόγελο να μη λέει να φύγει από τα χείλη μου.

    «Και έχω ακόμα μια ιδέα!» μου λέει με τον ίδιο ενθουσιασμό. «Να φτιάξουμε στο σαλόνι και εδώ στο δωμάτιο ένα διάδρομο κάτω από το ταβάνι για να αλητεύει η Λίζι. Οι γάτες τα λατρεύουν κάτι τέτοια!»

    «Αρκεί να μην μπορεί να πηδήξει εκεί που θα κρεμάσουμε την Κλειώ… οκ, δεν ακούστηκε καλά αυτό!» της λέω και βάζει τα γέλια.

    «Αυτά όσο αφορά τα σχέδια. Τα logistics τα άφησα στον ειδικό,» μου λέει χαμογελώντας μου σα διαφήμιση οδοντόκρεμας.

    «Αλίμονο!» της απαντάω βάζοντας τα γέλια.



    Μπορεί το σπίτι για δυο εβδομάδες αρχικά να έμοιαζε με έκθεση του ΙΚΕΑ μέσα σε εργοτάξιο, με κουτιά αριστερά και δεξιά από τα πράγματα που έφερε η Κρινιώ από το παλιό της σπίτι, με τους μάστορες να τρίβουν και να λουστράρουν τα πατώματα, και μετά τους μπογιατζήδες, μπορεί να αλλάξαμε τρεις φορές δωμάτιο που κοιμόμασταν, όσο στα άλλα γινόντουσαν εργασίες, μπορεί να εξοριστήκαμε στη βεράντα και να μη μπορούσαμε να κάτσουμε στο σαλόνι, αλλά άξιζε το αποτέλεσμα.

    Η μεζονέτα είχε μετατραπεί σε ένα πεδίο μάχης επιχειρησιακής αναδιοργάνωσης, με την Κρινιώ στο ρόλο του στρατηγού και εμένα του υπομονετικού αρχηγείου των εφοδιασμών. Κάθε πρωί ξυπνούσαμε με τον ήχο της ηλεκτρικής σκούπας των μαστόρων ή το βουητό του τριβείου, που έμοιαζε να δονεί τα ίδια τα θεμέλια του σπιτιού. Τα πρωινά μας καφεδάκια συνοδεύονταν από το μονότονο τραγούδι του τρυπανιού που τοποθετούσε ράφια για τη μικρή αυτοκρατορία φυτών της Κρινιώς, ή από τις φωνές των μπογιατζήδων.

    Θυμάμαι χαρακτηριστικά την πέμπτη μέρα, όταν έπρεπε να μετακινήσουμε τα πάντα από την κρεβατοκάμαρα σε ένα άλλο από τα υπόλοιπα δωμάτια, γιατί οι μπογιατζήδες ήθελαν να ξεκινήσουν από εκεί. Τρεις μέρες αργότερα, άντε Γιάννη πάλι τα καράβια, εξορία σε άλλο δωμάτιο καθώς δεν μπορούσαμε ακόμα να επιστρέψουμε στο υπνοδωμάτιό μας.

    Οι μετακινήσεις μας μέσα στο εργοτάξιο απέκτησαν κωμικοτραγικές καταστάσεις, μια μίξη μεροκάματου του τρόμου και ναρκαλιευτή, κάθε διαδρομή έμοιαζε με πίστα με εμπόδια σε nightmare level. Η Κρινιώ είχε πλέον αναπτύξει μια έκτη αίσθηση, ένα είδος ραντάρ για το που ακριβώς βρισκόταν το κάθε αντικείμενο μέσα στο χάος.

    «To tablet σου είναι στο τρίτο κουτί από αριστερά, κάτω από το βιβλίο που διάβαζες χθες, δίπλα στο μπλε βαζάκι με τις κάλτσες!»

    Δεν ρώτησα τι δουλειά είχαν οι κάλτσες στο βαζάκι ή γιατί ήταν μπλε· υπάρχουν κάποια πράγματα που υπερβαίνουν την επιστήμη των logistics, την οποία είχα σπουδάσει, εξασκούσα, και που εκείνη καταργούσε καθημερινά με χάρη και αυτοπεποίθηση.

    Τα γεύματά μας αποτελούσαν άσκηση σε ισορροπία και προσαρμοστικότητα. Το τραπέζι της κουζίνας είχε μετατραπεί σε αποθήκη για μικροαντικείμενα, οπότε τρώγαμε στο πάτωμα, πάνω σε εφημερίδες που προστάτευαν το φρεσκογυαλισμένο παρκέ, ή στη βεράντα, ανάμεσα στις γλάστρες που πολλαπλασιάζονταν με ρυθμούς που θα έκαναν τους βιολόγους να αναθεωρήσουν τις θεωρίες για την αναπαραγωγή των φυτών.

    «Αυτός είναι ο Αριστοτέλης», μου κάνει τις συστάσεις η Κρινιώ ένα νέο φίκο, λες και ήταν οικογενειακός φίλος που μόλις είχε φτάσει για δείπνο.

    Αλλά όταν επιτέλους οι μάστορες μάζεψαν τα εργαλεία τους, όταν οι μπογιατζήδες έφυγαν αφήνοντας πίσω τους μόνο τη μυρωδιά του φρέσκου χρώματος, όταν τα κουτιά άδειασαν και τα πράγματα βρήκαν τη θέση τους, το αποτέλεσμα ήταν θαυματουργό. Οι τέσσερις τοίχοι είχαν γίνει σπίτι. Φωτεινό, χαρούμενο σπίτι, γεμάτο γλάστρες και βαμμένο τελικά σε απαλούς τόνους του άσπρου, του μπεζ και του γκρι της άμμου, και με τα υπνοδωμάτια σε απαλές, ανοιχτές αποχρώσεις λιλά και λεβάντας γιατί “αφού το αγαπημένο χρώμα του Τζωρτζίνου είναι το μωβ, έτσι θα τον άφηνα;”

    Το φως τώρα μπαίνει διαφορετικά στους χώρους, παίζοντας με τα χρώματα, δημιουργώντας σχέδια στους τοίχους που αλλάζουν κατά τη διάρκεια της ημέρας. Οι λεπτές αποχρώσεις του λιλά στην κρεβατοκάμαρα δημιουργούν μια ατμόσφαιρα γαλήνης που δεν είχα φανταστεί ότι θα μπορούσε να πετύχει ένα απλό χρώμα. Το πρωί, καθώς ο ήλιος ανατέλλει, ο τοίχος πίσω από το κρεβάτι μας γίνεται ένας καμβάς από ροζ και μοβ σκιές που σου φτιάχνουν τη διάθεση πριν καν ανοίξεις τα μάτια σου.

    Οι γλάστρες, αυτός ο μικρός στρατός με τα μεγαλόπρεπα ονόματα, έχουν διατάξει πλέον τις δυνάμεις τους στρατηγικά σε κάθε γωνιά. Ο Πλάτωνας δεσπόζει στο σαλόνι, η Σοφία φρουρεί το παράθυρο, η Κλειώ κρέμεται περήφανα από το ταβάνι, ο Αριστοτέλης αριστερά από το παράθυρο του σαλονιού «γιατί από δεξιά παθαίνει ιδεολογικές κρίσεις» και μια στρατιά από μικρότερα φυτά, όλα με όνομα, έχει καταλάβει τα ράφια, τα περβάζια, και την πολυπόθητη μικρή βεράντα. Το σπίτι αναπνέει, κυριολεκτικά, γεμάτο με οξυγόνο και ζωή.

    Λένε ότι ένα σπίτι μοιάζει με τους ανθρώπους που το κατοικούν. Αν είναι έτσι, τότε αυτό το σπίτι είναι σαν την Κρινιώ—φωτεινό, ζωντανό, γεμάτο χρώματα και απροσδόκητες λεπτομέρειες που ανακαλύπτεις σιγά-σιγά. Και ίσως, με κάποιο τρόπο, είναι και λίγο σαν εμένα—με αυτές τις απαλές αποχρώσεις του μωβ που μου υπενθυμίζουν κάθε μέρα ότι το κορίτσι μου σκέφτηκε και την παραμικρή λεπτομέρεια.



    Έχω γυρίσει από το γραφείο και θέλω να πω στην Κρινιώ τα ευχάριστα νέα, υπάρχει ανοιχτή θέση στο τμήμα τηλεφωνικής εξυπηρέτησης και το μόνο που χρειάζεται είναι να κάνει τη συνέντευξή της· δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι θα τους κερδίσει με χαρακτηριστική ευκολία. Το μηχανάκι λείπει, κάπου έχει πεταχτεί, οπότε κάθομαι στη …ζούγκλα του σαλονιού αγκαλιά με τη Λίζι που σκαρφάλωσε πάνω μου με το έτσι θέλω, και την περιμένω.

    Ακούω την πόρτα να ανοίγει και η Κρινιώ μπαίνει μέσα, αφήνοντας μια τσάντα στο πλάι, και όπως πάντα, το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να μείνει ξυπόλυτη, κλωτσώντας τα παπούτσια της προς τη γωνία της εισόδου με μια κίνηση ανακούφισης.

    «Τζωρτζίνο μου, γύρισες;» φωνάζει ενώ τακτοποιεί βιαστικά τα παπούτσια στη θέση τους.

    «Όχι, αυτή τη στιγμή απουσιάζω και βλέπεις οράματα!» της απαντάω κάνοντας χαβαλέ, υψώνοντας τα χέρια μου θεατρικά σαν φάντασμα. Έρχεται γρήγορα κοντά μου, σκύβει για ένα φιλί και μετά το φιλάκι κερδίζω επάξια και ένα ping στη μύτη. «Πού αλήτευες εσύ, μικρή;»

    «Χιχιχι» μου χαμογελάει, τα μάτια της λάμπουν με μια σπίθα μυστηρίου. «Σου έχω μια έκπληξη!»

    «Τι έκπληξη;» ανασηκώνομαι ελαφρά, με περιέργεια, κάνοντας τη Λίζι να γλιστρήσει στα πόδια μου.

    «Θα δεις!» μου απαντάει αινιγματικά, χορεύοντας ελαφρά στις μύτες των ποδιών της.

    «Εντάξει,» της λέω χαμογελώντας και χαλαρώνοντας ξανά στον καναπέ. «Σου έχω κι εγώ νέα, ρώτησα στο τμήμα τηλεφωνικής εξυπηρέτησης και ψάχνουν κόσμο, οπότε εφόσον ακόμα ενδιαφέρεσαι…»

    «Ενδιαφέρομαι!» με κόβει με ενθουσιασμό που δεν κρύβεται, κάνοντας ένα μικρό πηδηματάκι και σχεδόν τρέχοντας δίπλα μου στον καναπέ. «Αλλά… αλλά θα θέλουν part time;» ρωτά, το πρόσωπό της σοβαρεύει ελαφρά.

    «Ναι, μωρό μου, ψάχνουν και για full time και για part time, και δεν είσαι η μόνη φοιτήτρια, οπότε υπάρχει ευελιξία στο πρόγραμμα των βαρδιών.» Βλέπω την ανακούφιση να απλώνεται στο πρόσωπό της.

    «Τι χρειάζεται να κάνω;» σκύβει προς το μέρος μου με προσοχή, σαν μαθήτρια που παίρνει σημαντικές οδηγίες.

    «Πρώτα πρέπει να κάτσουμε να γράψουμε ένα βιογραφικό και μετά θα πρέπει να κάνεις και την απαραίτητη συνέντευξη.»

    «Ουφ, τι βιογραφικό μωρέ Τζωρτζίνο μου;» αναστενάζει, πέφτοντας πίσω στον καναπέ και απλώνοντας τα χέρια της σε μια χειρονομία παράδοσης. «Σάμπως και έχω κάνει άλλη δουλειά από barista;»

    «Φυσικά και έχεις κάνει», της λέω, γυρίζοντας προς το μέρος της και πιάνοντας απαλά τον ώμο της. «Τόσα χρόνια δε βοηθάς τη μητέρα σου τα καλοκαίρια με τα ενοικιαζόμενα; Μέχρι και την ξεναγό έκανες! Σε call centers, αν και καλοδεχούμενη, περισσότερο από τη σχετική εργασιακή εμπειρία είναι το attitude. Και στην τελική και οι άλλοι φοιτητές που εργάζονται εκεί, τι προϋπηρεσία θαρρείς ότι έχουν;»

    Η Κρινιώ δαγκώνει ελαφρά το κάτω χείλος της, σκεπτόμενη, και μετά γνέφει αργά με αυξανόμενη αυτοπεποίθηση.

    Μετά το φαγητό ανοίγουμε τον υπολογιστή και καθόμαστε δίπλα-δίπλα, οι ώμοι μας να ακουμπούν, και φτιάχνουμε ένα αξιοπρεπέστατο βιογραφικό. Μπορεί να μην έχει προϋπηρεσία, αλλά μπορεί και μιλάει πέντε γλώσσες, και σε τρεις από αυτές έχει και δίπλωμα. Που δηλαδή να μην το είχε ρίξει και στην παλαβή στα 16 της!

    «Και τώρα η έκπληξη,» μου λέει αινιγματικά και σηκώνεται από τον καναπέ και στέκεται όρθια μπροστά μου. Τα μάτια της λάμπουν με έναν συνδυασμό νευρικότητας και ενθουσιασμού που αμέσως μου κεντρίζει την περιέργεια. Πριν προλάβω να πω το οτιδήποτε τη βλέπω να αρχίζει να ξεκουμπώνει το πουκάμισό της. Δεν ξέρω τι ακριβώς έχει στο μυαλό της αλλά αυτό που κάνει, δεν το λες και στριπτίζ, παρά το ξεκούμπωμα κρατάει το πουκάμισο κλειστό, τα δάχτυλά της παίζουν νευρικά με την άκρη του υφάσματος.

    «Κλείσε τα μάτια σου!» με προστάζει με φωνή που τρεμοπαίζει ελαφρά.

    Κλείνω τα μάτια μου προσπαθώντας να καταλάβω τι έχει στο μυαλό της και ποια μπορεί να είναι αυτή η έκπληξη. Αισθάνομαι την καρδιά μου να χτυπά λίγο πιο γρήγορα.

    «Άνοιξε τα μάτια σου,» μου λέει μετά από μερικά δευτερόλεπτα, και όταν το κάνω μένω να την κοιτάζω σα χάνος. Στο στέρνο της, το tattoo με τον ήλιο, τη νότα και το σταυρό είχε εμπλουτιστεί.

    Με ένα καρουζέλ.

    Ένα περίτεχνα σχεδιασμένο, vintage καρουζέλ, με λεπτομέρειες που εντυπωσιάζουν ακόμα και από την απόσταση που στέκομαι. Τα μικροσκοπικά άλογα φαίνονται να αιωρούνται στον αέρα, ενώ η κορυφή του καρουζέλ συνδέεται με τον σταυρό, τη νότα και τον ήλιο μέσω μιας ελικοειδούς γραμμής που μοιάζει με μονοπάτι φωτός ή μουσικής.

    Σηκώνομαι από τον καναπέ, το στόμα μου ακόμα ανοιχτό από την έκπληξη. Η Κρινιώ στέκεται εκεί, με το πουκάμισο μισάνοιχτο, αποκαλύπτοντας το έργο τέχνης, με το δέρμα γύρω από το τατουάζ ακόμα ελαφρά κοκκινισμένο.

    «Θυμάσαι τι μου είχες πει Τζωρτζίνο μου όταν μου έκανες έκπληξη με το ταξίδι στο Παρίσι; “Η ζωή είναι ένα μεγάλο καρουζέλ. Η μουσική δε σταμάτησε ακόμα Κρινιώ μου.”»

    «Αυτό… αυτό είναι…» τραυλίζω, χωρίς να μπορώ να βρω τα σωστά λόγια.

    «Στο παλιό μου tattoo ο ήλιος συμβόλιζε το φως, τη ζωή, την ενέργεια. Η νότα ήταν η μουσική, η τέχνη, η ομορφιά που βρίσκουμε στην καθημερινότητα. Και ο σταυρός…» κάνει μια μικρή παύση, «ο σταυρός ήταν η πίστη, η ελπίδα, κάτι μεγαλύτερο από εμάς.»

    Τα μάτια μου καίνε και η φωνή μου έχει πάρει άδεια άνευ αποδοχών.

    «Ήταν όμορφο αλλά δεν ήταν πλήρες. Γιατί… γιατί η ζωή είναι αυτό που είπες, ένα μεγάλο πολύχρωμο καρουζέλ. Και η μουσική παίζει ακόμα Τζωρτζίνο μου. Το καρουζέλ είμαστε εμείς, η ζωή μας, το ταξίδι μας. Γυρίζει και γυρίζει, κάτω από τον ήλιο, με μουσική, με πίστη… Όσο διαρκεί, το απολαμβάνουμε. Κάθε γύρο, κάθε στιγμή».

    Νιώθω ένα κύμα συγκίνησης να με κατακλύζει. Αυτή η κοπέλα, αυτό το πλάσμα που στέκεται μπροστά μου, έχει αποτυπώσει μόνιμα στο δέρμα της ένα σύμβολο για τη ζωή μας, για το ταξίδι μας, για την αγάπη μας. Τέτοια δέσμευση, τέτοια αποδοχή, τέτοια αγάπη…

    Η Κρινιώ αφήνει τα δάκρυά της να κυλήσουν ελεύθερα τώρα, καθώς μένουμε αγκαλιασμένοι. Δεν είναι δάκρυα θλίψης, αλλά κάτι πιο περίπλοκο— ανακούφιση, αγάπη, σύνδεση, ακόμα και μια γλυκιά μελαγχολία για το πεπερασμένο του ταξιδιού μας.

    «Έτσι θα σε έχω πάντα κοντά μου», ψιθυρίζει με το πρόσωπό της χωμένο στο λαιμό μου.

    Δεν λέει «Ακόμα και μετά…»

    Δε χρειάζεται.

    Το ξέρει και το ξέρω. Ωστόσο, καθώς στεκόμαστε εκεί, αγκαλιασμένοι στη μέση του σαλονιού μας, περιτριγυρισμένοι από τα φυτά της Κρινιώς με τα αρχαιοελληνικά ονόματα, αισθάνομαι μια περίεργη γαλήνη. Το καρουζέλ της ζωής μου μπορεί να έχει λιγότερους γύρους από ό,τι θα ήθελα, αλλά είναι γεμάτο με περισσότερη μουσική, φως και αγάπη από ό,τι θα μπορούσα ποτέ να ζητήσω.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 19ο - Donaudampfschifffahrtsgesellschaftskapitän

    Όπως το είχα προβλέψει, μια συνέντευξη ήταν αρκετή ώστε να την προσλάβουν μετ’ επαίνων. Εντάξει, part time και όχι και κανένα μισθό της προκοπής, αρκετό ωστόσο να μπορεί να μανατζάρει τα μικροέξοδά της χωρίς να χρειάζεται να βάζει χέρι στις οικονομίες της ή να ζητάει χρήματα από τη μητέρα της· από μένα—που ήξερε πως ούτε οικονομικό πρόβλημα έχω, ούτε πολύ περισσότερο κίνδυνο να την παρεξηγήσω—ούτε γι’ αστείο.

    Είναι πολύ περήφανη και παρόλο που μερικές φορές μου ερχόταν να θέλω να της ανοίξω το κεφάλι για την ξεροκεφαλιά της, ούτε επέμεινα, ούτε της είπα τίποτα περισσότερο από το «Βρε μπουμπούνα, είμαι κι εγώ εδώ!» ενώ της έκανα ένα ελαφρύ ping με το δάχτυλό μου στη μύτη. Όπως και να έχει με το να μη χρειάζεται να συντηρεί το διαμέρισμά της και με όλα τα έξοδα του σπιτιού μας δικά μου, τουλάχιστον δεν θα χρειαζόταν να βάλει χέρι στις οικονομίες της.

    Όταν πηγαίνω στο γραφείο και τυγχάνει να έχει και εκείνη μεσημεριανή ή απογευματινή βάρδια, της αφήνω το αυτοκίνητο και εγώ πηγαίνω με τη συγκοινωνία, άλλωστε αυτό έκανα από τότε που είχε επιστρέψει ο καρκίνος και δεν είχα σκοπό να το αλλάξω. Όταν είχε πρωινή βάρδια και απογευματινά μαθήματα, πηγαίναμε παρέα και μετά της άφηνα το αυτοκίνητο και γύριζα σόλο.

    Αν πάλι τύχαινε να δουλεύει μέχρι πιο αργά το βράδυ—το τηλεφωνικό μας κλείνει στις εννιά—τότε είτε έκανα home office είτε απλά πήγαινα σε μια κοντινή καφετέρια και την περίμενα να σχολάσει, διαβάζοντας ή βλέποντας καμιά σειρά στο tablet. Όταν γυρνούσαμε σπίτι, είτε μαγειρεύαμε εκείνη τη στιγμή κάτι πρόχειρο, είτε τρώγαμε ότι μας είχε μείνει από τις προηγούμενες μέρες, και που και που με άφηνε να παραγγείλω.

    «Βρε διαόλι, μέχρι που σε γνώρισα τις μισές φορές έτρωγα στο e-food!» της λέω μια βραδιά, καθώς κοιτάζω μελαγχολικά το κλειστό laptop μου.

    «Ας πρόσεχες», μου απαντά σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά και γυρίζοντας από τη φωτιά για να με κοιτάξει απειλητικά. «Σιγά που θα αφήσω το Τζωρτζίνο μου να φάει ετοιματζίδικες αηδίες. Άντε, κανένα σουβλάκι, καμιά πίτσα που και που, αλλά δε θα το κάνουμε και συνήθεια. I have spoken!» λέει, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος της με μια έκφραση αποφασιστικότητας.

    «Ορίστε, μου έγινε και Mandalorian!» γελάω, σηκώνοντας τα χέρια σε παράδοση.

    «Εσύ ήθελες ντε και σώνει να με κάνεις να δω σειρές επιστημονικής φαντασίας, ας πρόσεχες!» μου απαντά, αλλά το χαμόγελό της την προδίδει.

    Βασικά το Mandalorian είχαμε δει και το Andor. Ήθελα κάποια στιγμή να δούμε και το Battlestar Galactica, αλλά ήθελα να την ξεκινήσω με κάτι πιο εύπεπτο, αν και το τελευταίο για μένα είναι η καλύτερη σειρά επιστημονικής φαντασίας που έχει υπάρξει, είναι αρκετά βαριά για κάποιον όχι μυημένο. Καλά, όχι ότι το επίσης εξαιρετικό Andor ήταν κανένα χαρούμενο, αλλά το ασφυκτικό κλίμα του BSG δεν το είχε.

    Με τούτα και με κείνα η καθημερινότητά μας είχε μπει σε ένα ρυθμό που για φυσιολογικά ζευγάρια θα το έλεγες ρουτίνα αλλά για μένα η κάθε καινούργια μέρα ήταν σαν ένα μικρό θαύμα, μια τζούρα ζωής που είχα σκοπό να τη ρουφήξω σταλιά-σταλιά. Οι αγωγές συνεχίστηκαν όπως είχε σχεδιάσει ο Νίκος και οι εξετάσεις μου εξακολουθούσαν να είναι καλές. Καλές, δηλαδή, στο βαθμό που θα μπορούσαν να είναι για ένα καρκινοπαθή στο τέταρτο στάδιο, αλλά όπως λένε και στο Αμέρικα, beggars can’t be choosers.

    Στο ενδιάμεσο είχαμε πάρει και άλλα φυτά και το σπίτι είχε αρχίσει να θυμίζει κάτι μεταξύ ανθοκομικής έκθεσης και βοτανικού κήπου. Μπορεί προς μεγάλη απογοήτευση της Κρινιώς να μην είχα μάθει το όνομά τους—και δεν αναφέρομαι στο είδος του φυτού, εννοώ το όνομα που τους έδινε η Κρινιώ—αλλά τουλάχιστον βοηθούσα στη φροντίδα τους.

    «Τζωρτζίνο μου, πώς δε θυμάσαι ότι ο Όμηρος πρέπει να ποτίζεται κάθε Τρίτη;» με μαλώνει ελαφρά, κουνώντας το κεφάλι της με προσποιητή απογοήτευση.

    «Συγγνώμη, αγάπη μου, αλλά έχω μια δυσκολία με τα ονόματα των πράσινων ποιητών και φιλοσόφων,» της απαντώ γελώντας.

    Να είναι καλά το tablet και η εφαρμογή Planta, δεν είχα καν ιδέα ότι υπάρχουν τέτοιες εφαρμογές. Μέχρι και Dr Planta είχε για τραβάς φωτογραφίες και να σου κάνει διάγνωση, χώρια φυσικά το ημερολόγιο και τον τρόπο που έπρεπε να φροντίσεις κάθε φυτό με τον τρόπο που πρέπει, στην ώρα που πρέπει. Μέχρι και αναδιατάξεις κάναμε σύμφωνα με φωτομέτρηση ανάλογα με το είδος του φυτού.

    Α, και πλέον είχαμε μόνιμη μουσική στο χώρο, είτε είμαστε στο σπίτι είτε όχι, γιατί σύμφωνα με την Κρινιώ η μουσική βοηθάει στην ανάπτυξή τους και στην υγεία τους.

    «Μωρό μου, σίγουρα τα φυτά ακούν κλασική μουσική;» τη ρώτησα μια μέρα, κοιτάζοντας με περιέργεια τον Μπαχ να παίζει για τον Αριστοτέλη.

    «Φυσικά!» μου απάντησε, σκύβοντας να ελέγξει το χώμα σε μια γλάστρα. «Έχουν κάνει μελέτες! Η κλασική μουσική βοηθάει στην ανάπτυξή τους».

    Με ποιο τρόπο και ποιο μηχανισμό, δεν είχα ιδέα, αλλά στην τελική-τελική, ακόμα και αν η όποια βοήθεια πρόσφερε η μουσική στα φυτά ήταν στη θεωρία, στην τελική ελάχιστη σημασία είχε. Το κορίτσι ήθελε μουσική για τα φυτά, και αυτό ακριβώς κάναμε. Άλλωστε, η μουσική έκανε καλό και σε μένα, οπότε όλοι κερδισμένοι βγαίναμε· και εγώ, και η Κρινιώ, και ο μικρός μας πράσινος στρατός.



    Είναι Σάββατο και έχει κανονίσει clubbing με τους συμφοιτητές της. Ξεροκαταπίνω από μέσα μου βλέποντάς την με το φόρεμα που επέλεξε· έχει κάμποσα πολύ προκλητικά φορέματα που δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια στη φαντασία, και σήμερα έχει επιλέξει ένα από τα πιο αποκαλυπτικά. Δερμάτινο σούπερ μίνι, που μετά βίας σκεπάζει τους γοφούς της, και με σταυρωτές τιράντες που καλύπτουν με το ζόρι το μισό στήθος και που αφήνει όλο το υπόλοιπο μπροστινό μέρος γυμνό.

    «Πώς σου φαίνομαι;» με ρωτάει στριφογυρνώντας να τη δω απ’ όλες τις μεριές, τα μαλλιά της ένας καστανόξανθος μεταξένιος χείμαρρος γύρω από τους γυμνούς ώμους της.

    Πώς να μου φαίνεσαι ρε κοπελιά, σα να έχεις ξεφύγει από σελίδες κάποιου περιοδικού που αν είχα κόρη και την έβλεπα να το διαβάζει θα πάθαινα εκατό εγκεφαλικά. Αυτό δηλαδή που μου συμβαίνει ακριβώς αυτή τη στιγμή.

    Τη γνώμη μου για το πόσο προκλητικά έχει ντυθεί την κρατάω για τον εαυτό μου· εγώ της είχα πει να είναι ο εαυτός της, και η Κρινιώ έτσι έβγαινε για clubbing. Δεν είναι πως είμαι εμβολιασμένος κατά της ζήλειας, αλλά τον άνθρωπό σου είτε τον εμπιστεύεσαι, είτε όχι, και η Κρινιώ έχει κερδίσει την δική μου εμπιστοσύνη με όλους τους δυνατούς τρόπους που μπορεί να το κάνει ένας άνθρωπος.

    «Κάτσε, έφαγα μπλε οθόνη, boot-άρω,» της απαντάω, κάνοντας μια τεχνητή κίνηση σαν να πατάω κουμπί επανεκκίνησης στο κεφάλι μου, κάνοντάς την να μου χαρίσει το γέλιο που είχα ερωτευτεί από την πρώτη φορά που το άκουσα.

    Η Κρινιώ σκάει στα γέλια, ρίχνοντας το κεφάλι της πίσω με εκείνον τον τρόπο που κάνει όλον τον κόσμο να σταματάει να υπάρχει για μένα. «Είσαι τρελός!» μου λέει, έρχεται κοντά και με φιλάει στο μάγουλο, αφήνοντας ένα ίχνος από το κραγιόν της.

    Προσπαθούσα να βρω τη λέξη, αλλά οτιδήποτε μου ερχόταν στο μυαλό μου φαινόταν πολύ λίγο για να περιγράψει αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου. Κούκλα; Κούκλα θα ήταν ακόμα και αν φορούσε σακί με πατάτες. Αιθέρια; Το επίθετο θα την αδικούσε, δεν ήταν απλά αιθέρια, ήταν κάτι πολύ παραπάνω, νεράιδα… ξωτικό… Σα να μην ανήκε σε αυτό τον κόσμο, σα να ήταν κάτι υπερβατικό. Ντυμένη σαν ξέκωλο (αντικειμενικά), αλλά ξωτικό.

    “Out of this world,” της απαντάω τελικά στα αγγλικά.

    Η Κρινιώ με κοιτάζει με μια έκφραση που είναι μείγμα ευχαρίστησης και ντροπαλότητας. «Μην υπερβάλλεις…» λέει, αλλά το χαμόγελό της μαρτυρά πως της άρεσε η περιγραφή.

    «Δεν υπερβάλλω», της απαντάω σοβαρά, σηκώνοντας το χέρι μου σαν να ορκίζομαι. «Απλά λέω την αλήθεια. Να φορέσεις καμιά χάντρα γιατί θα σε φάει το μάτι!»

    «Αυτή είναι η ιδέα,» μου απαντάει χαχανίζοντας πονηρά, κάνοντας μια μικρή περιστροφή που κάνει το φόρεμά της να ανεβεί ακόμα πιο ψηλά. «Φάτε μάτια ψάρια, ο περίδρομος για το σαρδανάπαλο γερό-χίπη μου!»

    Ξαφνικά η φωνή της αλλάζει τόνο, γίνεται πιο απαλή, και έρχεται κοντά μου ακουμπώντας το χέρι της στον ώμο μου. «Εσύ τι θα κάνεις Τζωρτζίνο μου;»

    «Με το που φύγεις θα έρθει η Σούλα, η Τούλα, η Ρούλα, και η Μπούλα για να μπορέσω να οργιάσω σαν άνθρωπος,» της απαντάω με την πιο σοβαρή έκφραση που μπορώ να κάνω, κερδίζοντας ένα ping στη μύτη που με κάνει να τραβηχτώ πίσω γελώντας. Έχει πλάκα που είναι ζηλιάρα και κτητική, λες και είμαι κανένα κελεπούρι, να πούμε, και δε βρίσκω την ησυχία μου από τις θαυμάστριες.

    «Θα σε φυτέψω φουκαρά μου, κι έχουμε και πολλές γλάστρες!» μου κάνει κουνώντας αυστηρά το δάχτυλό της μπροστά από τη μύτη μου σαν αυστηρή δασκάλα, οπότε βρίσκω την ευκαιρία και κάνω ότι προσπαθώ να τη δαγκώσω! «Μη μου κάνεις εμένα το κοπρόσκυλο, γέρο-Σαρδανάπαλε!» φωνάζει τραβώντας το χέρι της πίσω και γελώντας.

    Ευτυχώς κρατήθηκα και δεν της τραγούδησα το «Δάσκαλο» γιατί με το στίχο «να μου τον φέρετε στο χώμα,» δε θα πήγαινε και πολύ καλά, το μαύρο μου χιούμορ, ειδικά όταν είναι αυτοσαρκαστικό, δεν της αρέσει και της χαλάει τη διάθεση.

    «Ορίστε, ούτε να οργιάσουμε δε μπορούμε!» λέω, ρίχνοντας τα χέρια μου κάτω με θεατρική απόγνωση.

    «Θα οργιάσουμε ιδιωτικά όταν επιστρέψω,» μου δηλώνει, έρχεται κοντά και με φιλάει στο στόμα, αφήνοντας με το άρωμά της να με ζαλίζει. «Γι’ αυτό κράτα δυνάμεις!»

    «Βρε κέρατο εσύ θα γυρίσεις τα χαράματα που εγώ θα κοιμάμαι!» της λέω, κάνοντας ότι κοιτάζω το ρολόι μου με ανησυχία.

    «Μωρέ θα ξεπληρώσεις όλες σου τις αμαρτίες!» μου απαντά, δίνοντάς μου ένα ελαφρύ χτύπημα στο στήθος.

    Με τούτα και με κείνα, την κατεβάζω στην Κηφισιά όπου έχει ραντεβού με άλλους δύο συμφοιτητές της για να πάρει το τραίνο· όταν πηγαίνει για clubbing θέλει να μπορεί να πιει και δεν παίρνει το αυτοκίνητο, και έτσι μπορώ να κοιμάμαι και λίγο πιο ήσυχος. Στο Γκάζι θα πάνε, στο γυρισμό θα μοιραστεί το ταξί με τους ίδιους συμφοιτητές με τους οποίους έχει δώσει ραντεβού στην Κηφισιά, οπότε θα έχω το κεφάλι μου ήσυχο και για την ασφάλειά της.

    «Να προσέχεις ματάκια μου», της λέω καθώς βγαίνει από το αυτοκίνητο, σκύβοντας για να τη φιλήσω από το παράθυρο.

    «Εσύ να προσέχεις μην έρθουν όντως η Σούλες, Τούλες, Ρούλες, Κούλες και Μπούλες και καταλήξεις λίπασμα!» μου απαντά κλείνοντάς μου το μάτι, και την παρακολουθώ να απομακρύνεται με εκείνο το φόρεμα που κάνει κάθε περαστικό να γυρίζει να την κοιτάξει.

    «Ποιος είπε για Κούλες;» της φωνάζω, για να γυρίσει το κεφάλι της προς τα μένα και να κερδίσω ένα μεγαλοπρεπέστατο «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ!» που αν ήμουν σε απόσταση βολής θα με είχε κάνει λούτσα.

    «Έκαστος στο είδος του και ο Λουμίδης στους καφέδες,» σκέφτομαι καθώς παίρνω το δρόμο της επιστροφής. «Εσύ με την ομορφιά σου και τα νιάτα σου για clubbing κι εγώ σπίτι, παρέα με τη Λίζι και μουσική δωματίου για τα φυτά-φιλοσόφους.»

    Επιστρέφω σπίτι και με τη Λίζι κουρνιασμένη στα πόδια μου κάθομαι και διαβάζω, και για την αλητεία βάζω στα φυτά μας να ακούσουν Gothic Metal με συμφωνικά στοιχεία, αυτό των Therion. Ξεκινώντας από το Vovin, ακολούθησε το Secret of The Runes και Lemuria και Sirius B, και δεν ξέρω τι λένε οι πράσινοι φιλόσοφοι, αλλά εγώ πολύ το ευχαριστήθηκα.

    «Εδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορρα,» φωνάζω μόνος μου προσπαθώντας να μιμηθώ τη φωνή της Σαπφούς Νοταρά, με το που ξεκινάει το “The Rise of Sodom and Gomorrah.” Μόνος μου τα λέω, μόνος μου γελάω, αλλά δε βαριέσαι, τουλάχιστον σε σύγκριση με πριν γνωρίσω το κορίτσι μου, είχα κάτι να περιμένω, πέρα από τη γκρίνια της Λίζι, η οποία δεν είναι fan του Metal.

    Οι γλάστρες δεν διαμαρτυρήθηκαν πάντως—τις κοιτάζω με ύποπτο βλέμμα, περιμένοντας κάποια αντίδραση—είναι και αυτό μια παρηγοριά, καθώς αν γινόταν και αυτό, εκτός από καρκινοπαθής θα ήμουν και σχιζοφρενής. Το σκέφτομαι, σκουντάω ελαφρά το γεράνι με το δάχτυλο και γελάω και πάλι μόνος μου. Το καλό με τη σχιζοφρένεια είναι ότι ποτέ δε νιώθεις μοναξιά.

    «Εσύ Λίζι τι λες;» ρωτάω τον τρίχρωμο πορτοκαλί μου σίφωνα, και αντί απάντησης μου κλείνει αργά τα μάτια της, λέγοντάς μου με το γατίσιο τρόπο «Σ’ αγαπάω, ηλίθιε, και ας μου παίρνεις τα αφτιά με τις μουσικές σου επιλογές, αλλά θα πω στην Κρινιώ ότι βάζεις κρυφά Metal στα φυτά την ώρα που εκείνη λείπει, και δε θα σε ξεπλένουν ούτε ο Αμαζόνιος, ο Νείλος και ο Δούναβης μαζί»

    «Προδότρια!» την κατηγορώ γελώντας μόνος μου σαν τον ηλίθιο.

    Γύρω στη μιάμιση νιώθω τα μάτια μου να βαραίνουν—τα τρίβω με τις παλάμες μου και χασμουριέμαι τόσο δυνατά που παραλίγο να εξαρθρωθώ—οπότε πηγαίνω στο στερεοφωνικό και βάζω και πάλι κλασσική μουσική στα φυτά, χαμηλώνοντας προσεκτικά την ένταση.

    «Συγγνώμη παιδιά,» μουρμουρίζω στις γλάστρες καθώς περνάω δίπλα τους, «ελπίζω να μην έχετε πάθει πολιτισμικό σοκ.»

    Η ταρταρούγα μου με ακολουθεί καθώς ανεβαίνουμε πάνω—την ακούω πίσω μου να κάνει τα νυχάκια της στις σκάλες. Πέφτω στο κρεβάτι σαν σακί πατάτες και η Λίζι κάνει δυο-τρεις στροφές στο στρώμα πριν θρονιαστεί δίπλα στο μαξιλάρι μου, σφηνωμένη στην καμπύλη του λαιμού μου.

    «Μην ξυπνήσεις τον μπαμπά, εντάξει;» της λέω χαϊδεύοντάς την τρυφερά ανάμεσα στ’ αφτιά, και πολλή και καλή μου τύχη· το μοτεράκι της αρχίζει πάλι, κι έτσι με αυτό το ήχο, κλείνω τα μάτια.

    Ναι, δεν ήταν η Λίζι με τα zoomies της που με ξύπνησε αλλά η Κρινιώ, που μου γύρισε ντίρλα, και δεν της έφταναν τα χάλια της που αλλού πατούσε και αλλού βρισκόταν, είχε και ορεξούλες.

    «Εγώ το λόγο μου τον κρατάω,» μου είπε ανεβαίνοντας τις σκάλες με τον ήχο ενός ελέφαντα σε πολυκατάστημα, και προσπαθώντας να γδυθεί, καλά, όχι ότι είχε και πολλά να βγάλει με το φόρεμα που είχε επιλέξει. Στέκεται στο κατώφλι του υπνοδωματίου κρατώντας το τοίχο, με τα μάτια της να εστιάζουν σε διαφορετικά σημεία. Ναι, αυτά είναι κόλπα ζόρικα που κάνουν στις Ινδίες, προσπαθώντας να γδυθεί τρώει μια σούπα όλη δική της.

    «Κρινιώ μου;» φωνάζω και πετάγομαι από το κρεβάτι ανήσυχος βλέποντάς σωριάζεται στο πάτωμα σαν άδειο σακί. Και η γαϊδάρα ρίχνει το πιο ξεδιάντροπο γέλιο που έχω ακούσει και που κάνει το σώμα της να τραντάζεται.

    «Τζωρτζίνο μου,» λέει καθώς προσπαθεί να σταθεί στα τέσσερα και με κοιτάζει με τα μάτια της χωρίς να μπορεί να εστιάσει «δε φταίω εγώ, το δωμάτιο γυρίζει!»

    «Θα σε τσουρουμαδήσω, φουκαριάρα μου,» την απειλώ μέσα στην ταραχή μου, τεντώνοντας τα χέρια μου για να τη βοηθήσω να σηκωθεί, ξεχνώντας προσωρινά ότι το να απειλείς μια μαζοχίστρια ότι θα την μαυρίσεις, δεν είναι ακριβώς απειλή, πολύ περισσότερο όταν είναι ντίρλα και με ορέξεις.

    «ΑΧΝΕ!» μου λέει η σουρωμένη Λουκριτία Βοργία, χτυπώντας παλαμάκια σαν μικρό παιδί, έχοντας με τα πολλά καταφέρει να μείνει μόνο με το εσώρουχό της ενώ το φόρεμα είναι πεταμένο στο πάτωμα σαν πατσαβούρι. «Μαύρη να με κάνεις!» συμπληρώνει ρίχνοντας πίσω το κεφάλι της δραματικά.

    Δε μπορώ, βάζω τα γέλια τόσο δυνατά που η Λίζι πηδάει από το κρεβάτι τρομαγμένη.

    «Είμαι μια αμαρτωλή,» συνεχίζει η παράστασή της χτυπώντας τον εαυτό της στο στήθος, «μια τιποτένια!»

    Η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά την έβλεπα τόσο ντίρλα. Δεν είναι ότι δεν τα είχε κοπανίσει και άλλες φορές, αλλά ποτέ δεν την είχα δει να παραπατάει έτσι, να της τρέμουν τα χέρια και να μη μπορεί να εστιάσει το βλέμμα της. Ξέρω ότι έχει αρκετά μεγάλες αντοχές στο ποτό, οπότε για να γύρισε έτσι, πρέπει να ήπιε όλο το Βόσπορο, το μισό Αιγαίο και κάμποση από τη Μαύρη Θάλασσα.

    «Βρε τέρας,» την ρωτάω καθώς κάθομαι στο πάτωμα δίπλα της και προσπαθώ απεγνωσμένα να κρατηθώ σοβαρός, «πόσο ήπιες;»

    Με κοιτάζει με τα μάτια της μισάνοιχτα και σηκώνει το δάχτυλό της στον αέρα σαν δικηγόρος στο δικαστήριο: «Έχω το δικαίωμα να μη μιλήσω!» μου απαντάει αυθάδικα.

    «Αυτά στους φίλους σου τους Αμερικάνους,» της κάνω κουνώντας το κεφάλι και προσπαθώντας ακόμα πιο σκληρά να κρατηθώ αυστηρός και να μη βάλω τα γέλια.

    «Δε σου λέω!» επιμένει σταυρώνοντας τα χέρια της σαν παιδί. «Τι θα κάνεις, θα με βασανίσεις;» με ρωτάει και μετά βάζει και πάλι τα γέλια, ένα γέλιο που της κάνει όλο το κορμί να τρέμει. «ΑΧΝΕ, βασάνισέ με! Γιατί δε με βασανίζεις;» με ρωτάει με αληθινό παράπονο, κάνοντας μου μούτρα.

    Και εκεί το χάνω και πάλι, γελάω τόσο δυνατά που με πιάνει η κοιλιά μου.

    ΤΗΝ ΑΓΑΠΑΩ!!! ΤΗΝ ΛΑΤΡΕΥΩ!!!



    Και τις πλήρωσε τις νυχτερινές της κραιπάλες, αλλά όχι με τον τρόπο που ήλπιζε όταν με ξύπνησε σα μεθυσμένος τυφώνας. Λίγη ώρα αργότερα άρχισε να ανακατεύεται και όποιος έχει μεθύσει έστω και μια φορά στη ζωή του τη συνέχεια τη γνωρίζει. Η φουκαριάρα έχει σκύψει πάνω από τη λεκάνη γονατισμένη στα πλακάκια του μπάνιου και το στομάχι της να κάνει σπασμούς, καθώς μετά την τρίτη φορά δεν είχε και τι να βγάλει.

    Κι εγώ, να έχω κάτσει γονατιστός δίπλα της, με τα γόνατά μου να πονάνε από την άβολη στάση πάνω στα πλακάκια, να της κρατάω τα μαλλιά με το ένα χέρι για να μη λερωθούν, ενώ με το άλλο της χαϊδεύω απαλά την πλάτη, συμπάσχοντας, και περιμένοντας υπομονετικά τους σπασμούς της να καταλαγιάσουν.

    «Δε θα πιώ ποτέ ξανά!» να μου ορκίζεται τον όρκο των μεθυσμένων μετά τα ξενέρωμα, άσπρη σαν το ασβέστη, και με το βλέμμα της λυπημένης θλίψης. Δεν απαντάω, και τι να απαντούσα άλλωστε; Η δήλωση αυτή έχει τόσο βάρος όσο το «από Δευτέρα, δίαιτα,» πολλοί το λένε, ελάχιστοι το κάνουν.

    Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν τα γνωστά γιατροσόφια γι’ αυτές τις καταστάσεις—ελληνικός καφές σκέτος για τον πονοκέφαλο που σίγουρα θα έρθει, χαμομήλι για το ανακατεμένο στομάχι, ίσως λεμόνι με μέλι αν κατάφερνε να το κρατήσει μέσα της. Ο πατσάς, το απόλυτο όπλο της ελληνικής παράδοσης κατά της κραιπάλης, ήταν εκτός συζήτησης—πέρα από το ότι άντε βρες πατσατζίδικο, η σκέψη του φαγητού και μόνο θα την έστελνε πίσω στη λεκάνη.

    Και να ήθελα να θυμώσω μαζί της, δεν μπορούσα. Αφενός γι’ αυτό είχε βγει έξω, για να διασκεδάσει και να πιεί—ε, και αν το παράκανε και μια φορά δε χάλασε δα και ο κόσμος. Για να μην αναφέρω πόσες φορές είχα βρεθεί εγώ στη θέση της και εκείνη στη δική μου τους τελευταίους μήνες.

    Μπορεί οι λόγοι να ήταν διαφορετικοί—εμένα οι ναυτίες και οι εμετοί να ήταν αποτέλεσμα χημειοθεραπείας και όχι κραιπάλης—αλλά στο τέλος της ημέρας το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: στάση προσευχής μπροστά από τη λεκάνη μέχρι να περάσουν οι σπασμοί στο στομάχι.

    Μια περίεργη συμμετρία υπάρχει σε αυτό, σκέφτομαι καθώς της δίνω ένα ποτήρι νερό. Η ίδια ταπεινότητα μπροστά στις σωματικές μας αδυναμίες, η ίδια ευγνωμοσύνη για το χέρι που μας κρατάει τα μαλλιά. Της Κρινιώς δηλαδή, γιατί τα δικά μου… περασμένα μεγαλεία… Αν αυτό δεν είναι αγάπη, τότε δεν ξέρω τι είναι.



    Τουλάχιστον το hungover της το πρωί το ξεπέρασε σχετικά αναίμακτα—κατέβηκε από τη σκάλα κρατώντας το κουπαστή σαν γριούλα, με τα μαλλιά της να δείχνουν σαν να έχει βάλει το δάχτυλο στην πρίζα, αλλά όχι και στα χάλια που φοβόμουνα. Είχε μόνο ελαφρύ πονοκέφαλο, που ναι μεν ήταν ενοχλητικός, αλλά θα μπορούσε να είναι και πολύ χειρότερος.

    Της έχω στύψει πορτοκαλάδα για την αφυδάτωση από το αλκοόλ: πέντε ζουμερά πορτοκάλια, λίγο μέλι, και πάγο για να είναι δροσερή. Κάθεται στην κουζίνα και πίνει μικρές γουλιές, σαν πουλάκι που δοκιμάζει προσεκτικά το νερό. Αν και πλέον το στομάχι της δε γυρίζει, δεν είναι για να φάει, απλά κοιτάζει το ποτήρι της σαν να ‘ναι το πιο ενδιαφέρον πράγμα στον κόσμο.

    «Το παράκανα χθες,» μου λέει με χαμηλή φωνή και με τα μάτια καρφωμένα στο τραπέζι, παίζοντας νευρικά με την άκρη του ποτηριού. «Παρασύρθηκα, και το παράκανα. Συγγνώμη Τζωρτζίνο μου,» μουρμουρίζει, και στη φωνή της ακούγεται πραγματική ντροπή.

    «Δεν υπάρχει λόγος να ζητάς συγγνώμη Κρινιώ μου,» της λέω καθώς κάθομαι δίπλα της. «Εντάξει, ήπιες παραπάνω και έγινες ντέφι, αλλά ξέρεις κάτι; Που και που καλό είναι να ξεδίνουμε. Όλοι το κάνουμε.»

    Σηκώνει τα μάτια της για πρώτη φορά και με κοιτάζει με έκφραση ευγνωμοσύνης.

    «Δεν ήπια για να ξεδώσω Τζωρτζίνο μου,» μου κάνει χαϊδεύοντάς μου με τη σειρά της το χέρι μου με απαλές κινήσεις. «Και δεν ήταν ότι ήπια καμιά υπερβολική ποσότητα, έχω πιει και περισσότερο, απλά… απλά τόσο καιρό είχα ξεμάθει. Από τότε που μένω μαζί σου, έχω γίνει πιο… οικιακή.»

    «Ένας λόγος παραπάνω για να μη χαλιέσαι και να μη μου ζητάς συγγνώμη,» της λέω κλίνοντας ελαφρά το κεφάλι μου. «Οκ, λάθος υπολογισμός, πάμε παρακάτω.» Μου χαμογελάει διστακτικά, σαν παιδί που μόλις του είπαν ότι δε θα το μαλώσουν. «Χώρια που το ξύπνημα που μου έκανες δεν το αλλάζω με τίποτα,» συμπληρώνω χαχανίζοντας και διηγούμαι τις χθεσινοβραδινές της πομπές με τόσο παραστατικό τρόπο—μιμούμενος τη φωνή της όταν φώναζε “Μαύρη να με κάνεις!”—που βάζει τα γέλια και σχεδόν πνίγεται στην πορτοκαλάδα της.

    «Δε θυμάμαι τίποτα!» μου λέει όταν σταμάτησε να γελάει, σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια της. Και μετά με ρωτάει με παιχνιδιάρικο ύφος, η διάθεσή της να φαίνεται πολύ καλύτερη: «Με τιμώρησες τελικά;»

    «Όχι,» της απαντάω με ψεύτικα σοβαρό ύφος, «σε τιμώρησε το στομάχι σου!»

    “Meh,” μου λέει κουνώντας το χέρι της, «αυτή η τιμωρία δεν είναι του γούστου μου!» μου δηλώνει κάνοντάς με να χαχανίσω με τη σειρά μου. Το χρώμα έχει επιστρέψει στα μάγουλά της και τα μάτια της έχουν πάρει πάλι εκείνη την πονηρή λάμψη. «Εσύ τι έκανες;» με ρωτάει, στηρίζοντας το πηγούνι της στο χέρι της και με κοιτάζει με περιέργεια.

    «Πριν ή μετά τα όργια με τη Σούλα, Ρούλα, Τούλα, Μπούλα και guest star την Κούλα; —καλά που τη θυμήθηκες!» της λέω με αθώο ύφος, περιμένοντας την αναμενόμενη αντίδραση.

    Δεν με απογοητεύει. Μου ρίχνει το καθιερωμένο ping στη μύτη με το δάχτυλό της, τόσο δυνατά που την τρίβω μετά. «Τι βαράς καλέ;» της κάνω κρατώντας τη μύτη μου με ψεύτικο παράπονο. «Εγώ δεν είχα πει για Κούλα, εσύ μου την πρότεινες χθες βράδυ, και τι, να σου χαλούσα το χατίρι;»

    «Γελάω, γέρο-Σάτυρε;» με ρωτάει σηκώνοντας το φρύδι της με ψεύτικα αυστηρό ύφος, αλλά το χαμόγελο που προσπαθεί να κρύψει την προδίδει.

    «Αν σου πω τι έκανα χθες το βράδυ,» της λέω σκύβοντας προς το μέρος της με συνωμοτικό ύφος, «Σούλα και σία μπορεί να φανούν πλημμέλημα!»

    Τα μάτια της ανάβουν από περιέργεια. «Μολόγα τα όλα!» με πιέζει, χτυπώντας ελαφρά το τραπέζι με την παλάμη της.

    «Μέχρι τις 01:30 που έπεσα για ύπνο,» της λέω κάνοντας μια δραματική παύση για το εφέ: «έβαλα Therion στους φιλοσόφους στο σαλόνι.»

    Βάζει τα γέλια τόσο δυνατά που παραλίγο να ξαναχύσει την πορτοκαλάδα της. «Ω Θεοί! The Horror… The Horror…» μου λέει ανάμεσα στα γέλια, χτυπώντας με ελαφρά στον ώμο.

    «Προς υπεράσπισή μου,» συμπληρώνω με ψεύτικα σοβαρό ύφος, «κανένα δεν παραπονέθηκε! Το γεράνι μάλιστα νόμιζα ότι κουνούσε τα φύλλα του στον ρυθμό.»

    «Είσαι όργιο!» μου λέει όταν βρίσκει τις ανάσες της, σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα γέλια. Η φωνή της έχει γίνει τρυφερή. «Σ’ αγαπάω!»

    «Κι εγώ μωρό μου,» της λέω και τη χαϊδεύω στο μάγουλο. Σταματάω για μερικές στιγμές, την κοιτάζω με πονηρό χαμόγελο και μετά συμπληρώνω: «Και ας είσαι κατά δήλωση “μια αμαρτωλή… μια τιποτένια…”»

    «Θα τιμωρηθώ;» με ρωτάει γεμάτη ελπίδα, κάνοντάς με να το χάσω και πάλι.



    Δεν το λες ακριβώς τιμωρία αυτό που ακολούθησε το απόγευμα, μπορεί να μην ακούστηκε όπως εκείνη τη βραδιά στην Χύτρα, αλλά δεν το ευχαριστήθηκε λιγότερο. Όσο για μένα… δεν έχω λόγια. Αν και μαζί της έχουν υπάρξει μέρες που κάναμε τρεις φορές σεξ, είχα ξεχάσει την τελευταία φορά που είχα καταφέρει κάνω το ίδιο μέσα σε ένα απόγευμα.

    Είναι στα τέσσερα, και τα μεριά της έχουν αποκτήσει αυτό το υπέροχο βαθύ κοκκίνισμα, καθώς έχουμε φτάσει ήδη τα 50 με τη ζώνη.

    «ΜΧΜΧΜ 50» μου λέει με πνιχτή φωνή, καθώς μετά την προθέρμανση ρίχνω δυνατές, όχι αστεία. Δεν είναι απλά αλγολάγνα, έχει και μεγάλες αντοχές. Καλά, όχι ότι κάνουμε και τίποτα το εξεζητημένο και το safeword υπάρχει περισσότερο για το χαβαλέ, παρά για κάτι άλλο. Και το ακόμα πιο αστείο είναι ότι σχεδόν πάντα είμαι εγώ που το λέω, καθώς μένω από δυνάμεις.

    «Donaudampfschiff…» προσπαθώ να πω κάνοντας τη γλώσσα μου φιόγκο, και δεν τα καταφέρνω. «Donaudampfschifffaha…ΣΚΑΤΑ!» φωνάζω και η Κρινιώ βάζει τα γέλια, και μιας και δεν λέω σωστά το safeword δε μπορώ να σταματήσω κιόλας!

    «Δεν είπες τη μαγική λέξη! Σκάσε και βάρα!» συνεχίζει απτόητη το δούλεμα η υποτιθέμενη bottom της σκηνής. Τι να πω, είμαι η ντροπή των Σαδιστών!

    «Donaudampfschifffahrtsgesellschaftskapitän» καταφέρνω τελικά να πω με την έκτη προσπάθεια. Το κοκκίνισμά της είναι ικανοποιητικό—ακόμα κι αν είχα τις αντοχές, το δικό μου όριο είναι κάτι μεταξύ C4 και C5, ενώ η Κρινιώ θα προτιμούσε το C6, που την φτάνει στα άκρα.

    Not my cup of tea.

    Πριν τη γνωρίσω δεν ήξερα καν ότι υπάρχει βαθμονόμηση τύπου… Pantone στα S/m sessions—κι υποτίθεται ότι κάτι ήξερα από BDSM. Η σχέση της με τον Γιώργο είχε έντονα τέτοια στοιχεία, κι όταν της το ανέφερα, ήταν η ίδια που το έψαξε παραπέρα. Επιστημονική προσέγγιση, όχι μαλακίες.

    Ένας από τους πολλούς—αμέτρητους—λόγους που τη λατρεύω.

    «C3 και αν!» μου λέει πειρακτικά, γυρίζοντας όσο μπορούσε το κεφάλι της προς τα πίσω για να με δει.

    «Βρε καυλοράπανο, δεν ντρέπεσαι; Είναι τουλάχιστον C4—μη σου πω C5!»

    «Ce… ως Cπ!» μου πετάει και ξεκαρδίζομαι.

    Μπορεί τα μαθηματικά να μην είναι το φόρτε της, αλλά είχε διαβάσει εκείνο το βιβλίο μου, An Imaginary Tale: The Story of √–1, που εξηγούσε τη συναρπαστική ιστορία του “i”, της τετραγωνικής ρίζας του -1—και προφανώς, δεν μπορούσε να λείπει από μέσα η ομορφότερη ταυτότητα στην ιστορία των μαθηματικών: e^πi + 1 = 0, κι έτσι είχε μάθει και το e, καθώς, όπως και οι περισσότεροι γνώριζε το π, έστω και ως 3,14.

    «Φιρί-φιρί το πας να σ’ απαυτώσω!» της πετάω, για να μου απαντήσει σα τη Σαπφώ Νοταρά στο «Αχ, αυτή η γυναίκα μου» και μ’ έπιασε βήχας από τα γέλια.

    «Ε, πες το… Χρυσόστομε!»

    «Σάλιο και υπομονή,» της απαντάω όταν βρίσκω τις ανάσες μου.

    «Αχ ναι, σάλιο!» μου λέει. «Το λιπαντικό είναι ξενέρωμα!» συνεχίζει το τρολάρισμα, και πάρ’ τον κάτω ξανά τον δικό σου.

    Αν και για το από την πίσω πόρτα προτιμώ το λιπαντικό, για την αίσθηση δηλαδή, καθώς ο πόνος της εισόδου μου πίσω την ξετρελαίνει—αυτό και αν με είχε αφήσει αδιάβαστο τις πρώτες φορές· ήταν τελείως ξένο στην μέχρι τότε εμπειρία μου—σήμερα το κέρδισε με το σπαθί της.

    Τον σάλιωσα καλά-καλά, και κρατώντας την από τη μέση, τον βύθισα σιγά-σιγά μέσα της, κερδίζοντας τα βογγητά της, μείξη πόνου και καύλας. Αν και θα προτιμούσα την αίσθηση με χρήση λιπαντικού, άρχισα να κινούμαι με αυξανόμενο ρυθμό, και τα βογγητά μου συνόδεψαν τα δικά της. Κάποια στιγμή την τραβάω προς τα πίσω, αρπάζοντάς την από τα μαλλιά και καρφώνομαι όσο πάει μέσα της.

    «ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙΙ ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙ!» φωνάζει παραδομένη στην ηδονή.

    «Σ’ αρέσει μωρό μου;» τη ρωτάω, ακόμα ακίνητος.

    «Πολύ! Πολύ!» μου απαντάει σχεδόν ξεψυχισμένα.

    «C πόσο;» τη ρωτάω τραβώντας ξανά δυνατά από τα μαλλιά.

    «C άπειρο!» μου απαντάει.

    «Ορίστε, μου έμαθε και το άπειρο!» λέω και της ρίχνω μια σφαλιάρα στον ήδη κόκκινο από τη ζώνη αριστερό της γλουτό.

    «ΑΑΑΑΧ ΝΑΙ!!! ΚΙ ΑΛΛΟ! ΚΙ ΑΛΛΟ!»

    «Ποιο άπειρο; Το αριθμήσιμο; Των πραγματικών; Των πραγματικών συναρτήσεων;» τη ρωτάω συνεχίζοντας το πείραγμα.

    «ΔΕΝ… ΔΕΝ ΞΕΡΩ! ΝΑ ΤΙΜΩΡΗΘΩ! ΝΑ ΤΙΜΩΡΗΘΩ!» μου λέει καυλωμένη, και κερδίζει επάξια και άλλες σφαλιάρες στα πισινά της. «ΑΑΑΑΧ ΝΑΙ!!! ΕΝΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΡΙΑ!» μου λέει και με τα χίλια ζόρια κρατιέμαι σοβαρός.

    «Μη μου κάνεις εμένα δημιουργική λογιστική!» της λέω με πνιγμένο γέλιο, και της ρίχνω απανωτές στα μεριά της, είπαμε το κέρδισε με το σπαθί της!

    Αρχίζω και κινούμαι και πάλι μέσα της, και αυτή τη φορά οι κινήσεις μου συνοδεύονται και από δυνατά χαστούκια στον κώλο, και κάπου εκεί—και για δεύτερη φορά, μετά τη σκηνή στη βάρκα—κερδίζω την άριά της.

    «ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ!!! ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ ΓΙΩΡΓΟ… ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥΥΥΥΥΥ» φωνάζει δυνατά με το σώμα της σχεδόν να τραντάζεται από τον οργασμό.

    Έχοντας εκτελέσει επάξια το καθήκον μου, αφήνομαι κι εγώ, και μετά από ένα-δυο λεπτά εντατικού …λιμαρίσματος, φωνάζω πάνω στην κορύφωση ένα δυνατό «ΑΜΧΜΜΜΧΜΧΑΑΑΑΑΑΧ» και καρφώνομαι για τελευταία φορά μέσα της. Κάθομαι ακίνητος, με τα μάτια μου να γυρίζουν λες και μετράνε τα λίτρα, καθώς το όργανό μου κάνει σπασμούς βαθιά μέσα της, αδειάζοντας τα περιεχόμενα του.

    Και μετά το ντουζ που κάναμε επακολούθησε και δεύτερος γύρος, ιεραποστολικά και ορθόδοξα, και σα να μην έφτανε αυτό, το βράδυ πριν κοιμηθούμε μου έκανε και πίπα, και παρόλη την κούραση μου, μου γύρισαν τα μάτια ανάποδα. Και έτσι, σταφιδιασμένος από την αφυδάτωση, την πήρα στην αγκαλιά μου, τη φίλησα, και έπεσε ο γενικός.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
  11. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 20ο - Του σκοινιού και του παλουκιού

    Επί τη ευκαιρία που το κορίτσι μου είχε τα γενέθλιά του στις 15 του Νοέμβρη, που φέτος έπεφτε Σάββατο, η Αγγελική μας είχε υποσχεθεί ότι θα έρθει να κάτσει μαζί μας από τις 10 μέχρι και τις 25 του μήνα και στο διάστημα μεταξύ 13 και 19 Νοεμβρίου θα ερχόταν και ο Παύλος. Δόξα το Θεώ το σπίτι είχε μπόλικο χώρο, αν και ο αρχικός σχεδιασμός ήταν για τελείως διαφορετικό λόγο.

    Στο πάνω όροφο της μεζονέτας, πέρα από το μεγάλο μπάνιο και το υπνοδωμάτιό μας, υπάρχουν ακόμα δύο υπνοδωμάτια, αυτά ωστόσο με μικρό μπαλκόνι αντί για βεράντα. Αν και το ένα έγινε αποθηκευτικός χώρος μετά τη μετακόμιση της Κρινιώς, γεμάτο με κουτιά, κυρίως με παλιά δικά μου πράγματα που δεν τα χρειαζόμασταν, και που η Κρινιώ αρνούνταν πεισματικά να πετάξουμε.

    Οπότε, για να μπορούμε να δεχόμαστε τέτοιου είδους επισκέψεις, το άλλο το επιπλώσαμε με ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι, κομοδίνα και το παλιό νεσεσέρ της Κρινιώς, καθώς για το δικό μας δωμάτιο αγοράσαμε ένα που το είδε στη βιτρίνα και το ερωτεύτηκε. Θυμάμαι ακόμη πώς σταμάτησε μπροστά στο κατάστημα και έβαλε τις παλάμες της στο τζάμι σαν παιδί που κοιτάζει παιχνίδια.

    Κατά τα άλλα, περήφανη και ξεροκέφαλη καθώς είναι, δεν δέχτηκε να την κάνω συνδικαιούχο στον τραπεζικό μου λογαριασμό. Το συζητήσαμε και μαλώσαμε γι’ αυτό περισσότερες φορές από όσες θέλω να θυμάμαι. Αλλά μετά από μπόλικη πίεση—και αφού κατάλαβε ότι δεν πρόκειται να το αφήσω—την κατάφερα τουλάχιστον να ανοίξουμε έναν κοινό.


    «Μωρό μου,» της είχα πει εκείνο το απόγευμα, καθώς καθόμασταν στον καναπέ, «σκέψου να μου συμβεί κάτι και να μην μπορούμε να τραβήξουμε χρήματα τη στιγμή που τα χρειαζόμαστε περισσότερο. Δε θέλω ν’ αγγίξεις τις οικονομίες σου.»

    Είχε σταυρώσει τα χέρια της και με κοίταζε με εκείνο το ύφος που σήμαινε ότι δε θα το συζητούσαμε εύκολα.

    «Όχι!» μου είπε πεισμωμένη, σφίγγοντας τα χείλη της.

    «Κρινιώ μου,» της έκανα υπομονετικά, τεντώνοντας το χέρι μου για να της πιάσω το δικό της που το τράβηξε αμέσως. «Με τον ίδιο τρόπο που προτιμούσες να τραβάς χρήματα από τις οικονομίες σου παρά να ζητήσεις από εμένα
    και ήθελα να σου σπάσω το κεφάλι,» της είπα και το πρόσωπό της μαλάκωσε ελαφρά καθώς χαχάνιζε, «έτσι δε θέλω κι εγώ να τραβήξεις χρήματα από τις οικονομίες σου, ή ακόμα χειρότερα να ζητήσεις από τη μητέρα σου, σε περίπτωση που χρειάζονται χρήματα για εμένα και δεν είμαι σε θέση να τα τραβήξω!»

    Την έβλεπα να το σκέφτεται, να παίζει νευρικά με το δαχτυλίδι της. Την βλέπει τη λογική, την καταλαβαίνει, αλλά παραμένει διστακτική και
    με το βλέμμα της χαμηλωμένο.
    «Καλύτερα να τον έχουμε και ας μη το χρειαστούμε, παρά να το χρειαστούμε και να μην τον έχουμε,» είναι τελικά το επιχείρημα που την πείθει για την αναγκαιότητα ύπαρξης κοινού λογαριασμού. Βλέπω τους ώμους της να χαλαρώνουν ελαφρά.

    «Αν είναι να βάλεις χρήματα εσύ, θα βάλω κι εγώ!» μου είπε σηκώνοντας το κεφάλι της με το γνωστό της πείσμα.

    «Όχι,» της είπα σε τόνο που δε σηκώνει αντιρρήσεις, και αυτή τη φορά κατάφερα να πιάσω το χέρι της πριν το τραβήξει. «Στο λογαριασμό αυτό θα βάλω χρήματα ΜΟΝΟ εγώ. Θα τον χρησιμοποιήσουμε ως μέσο ασφάλειας, να υπάρχουν χρήματα τα οποία θα μπορείς να τραβήξεις σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης και εγώ δεν είμαι σε θέση να το κάνω.»

    Τότε την είδα να σπάει. Το κάτω χείλος της άρχισε να τρέμει και τα μάτια της να γυαλίζουν.

    «Δε θέλω, Τζωρτζίνο μου,» μου είπε και η φωνή της έσπασε. «Είναι… είναι σα να αποδεχόμαστε… σαν…» Δεν κατάφερε να τελειώσει τη φράση πριν βάλει τα κλάματα.

    Την αγκάλιασα σφιχτά, νιώθοντας πώς τρέμει στα χέρια μου, και την τράβηξα πάνω μου στον καναπέ. Μύρισα τα μαλλιά της, νιώθοντας την υγρασία των δακρύων της στο λαιμό μου.

    «Κρινιώ μου,» της μουρμούρισα χαϊδεύοντάς την στην πλάτη, «είσαι ότι καλύτερο έχει συμβεί στη ζωή μου. Εσύ είσαι ο λόγος που νιώθω ζωντανός, είσαι ο λόγος που με κάνει να το παλεύω σαν αρχαίος Σπαρτιάτης· μέχρι τέλους. Ωστόσο, και οι δυο μας το ξέρουμε, αργά ή γρήγορα
    μακάρι αργάαυτό θα έρθει.»

    «Δε θέλω να έρθει,» μου είπε μέσα σε λυγμούς που μπήγονταν σα μαχαιριές στα στήθη μου, κρύβοντας το πρόσωπό της στο στήθος μου.

    «Είσαι η Αλεξάνδρεια μου,» της είπα ήσυχα, σηκώνοντας απαλά το πηγούνι της για να με κοιτάξει. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και γεμάτα δάκρυα, αλλά εκεί μέσα έβλεπα όλη την αγάπη του κόσμου. «Και όταν έρθει η στιγμή δε θα την αποχαιρετήσω με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα.»

    «Σ’ αγαπάω!» μου είπε και ξέσπασε ξανά σε λυγμούς, πιάνοντας το πουκάμισό μου με τις γροθιές της σαν να θέλει να με κρατήσει εκεί για πάντα.


    Πλούσιος δεν ήμουν με την καμία· αλλά έπαιρνα καλό μισθό σε εταιρία που έδινε και καλά bonus επίτευξης στόχων στο τέλος του χρόνου, και επενδύοντας προσεκτικά (μισούσα να έχω τα χρήματα να κάθονται στην τράπεζα σα νεκρά ψάρια) όλα τα χρόνια που εργαζόμουν είχα καταφέρει να φτιάξω ένα χαρτοφυλάκιο της τάξης των 190.000 ευρώ. Όχι τρελά λεφτά, αλλά αρκετά για να νιώθω οικονομικά ασφαλής.

    Πέρσι, και πριν μάθω ότι ο καρκίνος είχε επιστρέψει—όταν ακόμη πίστευα ότι είχα μπροστά μου χρόνια για να απολαύσω το σπίτι—είχα ρευστοποιήσει πενήντα χιλιάρικα για ενεργειακή αναβάθμιση. Αντλία θερμότητας που κοστίζει όσο ένα μικρό αυτοκίνητο, θερμοπρόσοψη σε όλο το σπίτι, αλλαγή όλων των αλουμινίων με τριπλά τζάμια, και τα ρέστα. Το σπίτι έγινε ενεργειακής κλάσης Α+. Και ύστερα ήρθαν οι μέλισσες…

    Για την ανακαίνιση του σπιτιού μετά τη μετακόμιση της Κρινιώς είχα ρευστοποιήσει άλλα είκοσι, και μετά άλλα τόσα για να τα καταθέσω στον κοινό μας λογαριασμό έκτακτης ανάγκης. Το μόνο παρήγορο ήταν ότι φέτος θα έπαιρνα και 30% bonus υπερεπίτευξης στόχων. Με το μισθό μου αυτό μεταφραζόταν σε άλλα έντεκα χιλιάρικα στο χέρι, καθώς το κράτος-συνέταιρος παίρνει σχεδόν το 45%, λες και τους στόχους τους πιάσαμε μαζί…

    Αυτά θα έμεναν στον λογαριασμό μισθοδοσίας μου να κάνουν παρέα με τα άλλα δέκα χιλιάρικα που είχα μέσα. Θα τα χρησιμοποιούσαμε για τις καθημερινές μας ανάγκες ή για κάποιο απρόοπτο έξοδο. Και γιατί όχι, για κανένα ταξιδάκι, όπως αυτό που κάναμε στο Παρίσι.

    Όσο οι εξετάσεις μου ήταν καλές, δεν βιαζόμουν, τα εκατό χιλιάρικα που είχαν μείνει στο χαρτοφυλάκιό μου θα τα άφηνα να δουλέψουν για μένα, και μέρος του μισθού μου θα εξακολουθούσε να πηγαίνει εκεί. Όταν θα ερχόταν αναπόφευκτα η ώρα που τα πράγματα θα χειροτέρευαν θα τα ρευστοποιούσα και θα τα μετέφερα στον κοινό μας λογαριασμό.



    Σήμερα η Κρινιώ έχει πρωινή βάρδια, οπότε όπως κάθε φορά που γίνεται αυτό, στο Μαρούσι, που βρίσκονται τα κεντρικά της εταιρίας, πηγαίνουμε μαζί. Παρόλο που είναι Δευτέρα, έχουμε και οι δύο εξαιρετική διάθεση. Σήμερα το απόγευμα θα έρθει η Αγγελική, και παρόλο τυπικά το ωράριό μου τελειώνει στις έξι, θα φύγουμε μαζί στις δύο που τελειώνει η βάρδια της, και η Κρινιώ θα κάνει κοπάνα από το απογευματινό της μάθημα, εντάξει, για σήμερα λογικό είναι.

    «Πού πας βρε μπούρδα Καραβάγγο, το φελέκι μου;» φωνάζω μόνος μου σε έναν που έβγαλε τη μισή του μούρη από το stop, κάνοντας την Κρινιώ να χαχανίσει. «Διασκεδάζουμε, δεσποινίς;»

    «Γιατί νομίζεις ότι σου επιτρέπω να οδηγείς τα πρωινά που πηγαίνουμε μαζί στο γραφείο;» με ρωτάει αναιδέστατα, στρέφοντας όλο το κορμί της προς το μέρος μου με ένα πονηρό χαμόγελο.

    Την κοιτάζω για μια στιγμή με σηκωμένο φρύδι. «Μου επιτρέπεις;» τη ρωτάω κοιτάζοντάς την για μια στιγμή με ψεύτικη αγανάκτηση.

    «Τι, μόνο η εταιρία θα σου βάζει στόχους, Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει αθώα, παίζοντας με την άκρη της ζώνης ασφαλείας, και βάζω τα γέλια με τον υπαινιγμό της για το tattoo της στον αριστερό γλουτό.

    Κουνάω το κεφάλι μου επιδοκιμαστικά. «Όχι, και μπράβο σου. Αν και θα υπάρξει διάλειμμα δύο εβδομάδων από σήμερα που θα έρθει η Αγγελική, οπότε φρόνιμα!»

    «Στη …στοχοθεσία, ναι!» μου λέει χαχανίζοντας πονηρά, με τα μάγουλά της κοκκινίζουν ελαφρά. Θεέ μου, είναι γλύκα!

    «Δεν ντρέπεσαι καθόλου;» τη ρωτάω δήθεν σκανδαλισμένος, χτυπώντας την ελαφρά στο μπράτσο.

    «Όσο ντρεπόμουν το καλοκαίρι!» μου απαντά τελείως ξεδιάντροπα, ρίχνοντάς μου ένα βλέμμα που θα έλιωνε παγόβουνα.

    Σηκώνω το δάχτυλό μου σαν δάσκαλος. «Σου υπενθυμίζω ότι το καλοκαίρι η Αγγελική δεν κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο!»

    «Κι εγώ σου υπενθυμίζω ότι υπάρχει λόγος που επιπλώσαμε το ακριανό δωμάτιο για τη μαμά και τον Παύλο, και όχι αυτό απέναντι από το δικό μας!» μου απαντάει, σκύβοντας προς το μέρος μου και χαμηλώνοντας συνωμοτικά τη φωνή της.

    Χτυπάω την παλάμη μου στο τιμόνι με θαυμασμό. «Όλα τα σκέφτηκες Λουκριτία-Βοργία!» της απαντάω μ’ ένα πνιχτό γέλιο.

    «Τζωρτζίνο μου, δεν υπάρχουν μόνο τα δικά σου logistics!» μου λέει και μου ξεφεύγει ένα ροχαλητό.

    Πριν ερωτευτεί τον Γιώργο, είχε σχέση μ’ ένα συνομήλικό της, τον Νίκο, με τον οποίο είχε προλάβει να βγάλει τα μάτια της με όλους τους δυνατούς και αδύνατους τρόπους, οπότε στα logistics τύπου “μη μας πάρει χαμπάρι η μαμά,” ήταν αστέρι. Μου τις είχε πει τις πομπές της, όπως εκείνη τη φορά που η Αγγελική παραλίγο να τους κάνει τσακωτούς στο δωμάτιο της, με την Κρινιώ γονατισμένη—και όχι για να προσευχηθεί, αν μ’ εννοείτε.

    Ούτε καν που πτοήθηκαν, μέχρι και πρωτόγονο σύστημα συναγερμού είχε σκαρώσει, και η Αγγελική δεν είχε πάρει χαμπάρι. Αν η Κρινιώ δεν είχε αποφασίσει να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες, θα μπορούσε να είχε γίνει μηχανολόγος-μηχανικός, και δεν αστειεύομαι καθόλου! Το μυαλό της κόβει σαν ξυράφι, τα χέρια της πιάνουν, και από φαντασία… άλλο τίποτα.

    Αναβάλω την ανασκόπηση για να ρίξω ακόμα ένα φάσκελο με θεατρικό ύφος, κερδίζοντας και πάλι το χαχανητό της. Στο μεταξύ ακούγαμε όπως πάντα Βραχωρίτη και Καραντζή στο ‘Πρωινό τραίνο’ και σήμερα στο «βρες τη λέξη» ήταν προφανές από την επιλογή των τραγουδιών (American Woman, Bye-Bye Miss American pie και American Idiot) ότι η λέξη ήταν American.

    «Πάρε τηλέφωνο!» της λέω με ενθουσιασμό.

    «Σιγά μην πιάσω γραμμή!» μου απαντάει κουνώντας το κεφάλι της.

    «Πάρε βρε κέρατο, τι έχεις να χάσεις;» την παροτρύνω, χτυπώντας την ελαφρά στο γόνατο.

    «Χαχαχα, εντάξει,» μου λέει αναστενάζοντας με ύφος παραίτησης και καλεί.

    Είναι η μέρα μας, είναι η Κρινιώ που βγαίνει στη γραμμή. Απλώνω το χέρι μου και χαμηλώνω το ράδιο για να μη μικροφωνίζει, ενώ εκείνη μου κάνει νόημα με τον αντίχειρα προς τα πάνω· πέτυχε!

    «Καλημέρα,» λέει ο Βραχωρίτης.

    «Καλημέρα,» απαντάει χαμογελαστά η Κρινιώ, και την βλέπω να ισιώνει ελαφρά την πλάτη της.

    «Λιτή, δωρική, απέριττη,» κάνει χαβαλέ ο Καραντζής κερδίζοντας το γέλιο της.

    «Τι υπέροχο γέλιο είναι αυτό που έχετε!» της λέει με πραγματικό θαυμασμό ο Βραχωρίτης.

    Την βλέπω να κοκκινίζει ελαφρά. «Σας ευχαριστώ!» απαντάει ντροπαλά.

    «Πώς σας λένε;» τη ρωτάει.

    «Κρινιώ!» του απαντάει, και την παρατηρώ να παίζει νευρικά με το λουράκι της τσάντας της.

    «Δεν είναι μόνο το γέλιο σας υπέροχο, Κρινιώ, είναι και το όνομά σας! Που σας βρίσκουμε;»

    «Αχ, σας ευχαριστώ,» του απαντάει και πάλι, χαμογελώντας ακόμα πιο πλατιά. «Στο δρόμο είμαι!»

    «Δεν πιστεύω να οδηγείτε!» της λέει ο Βραχωρίτης.

    «Όχι, συνοδηγός είμαι. Οδηγεί ο σύντροφός μου!» απαντάει, κοιτάζοντάς με, και χαρίζοντάς μου το πιο γλυκό της χαμόγελο.

    «Και πώς τον λένε τον σύντροφό σου, Κρινιώ;» τη ρωτάει, αυτή τη φορά ο Καραντζής.

    «Γιώργο!» του απαντάει, και την βλέπω να με κοιτάζει τρυφερά.

    «Γιώργο, να τη χαίρεσαι την υπέροχη Κρινιώ σου!» απαντάει και πάλι ο Καραντζής, και χαχανίζω αμήχανα, νιώθοντας τα μάγουλά μου να ζεσταίνονται.

    Η Κρινιώ με κοιτάζει με πλατύ χαμόγελο. «Σας ευχαριστεί,» του λέει η Κρινιώ.

    «Και δε μου λες, Κρινιώ, μου επιτρέπεις να σου μιλάω στον ενικό, έτσι;» της λέει ο Βραχωρίτης, και συνεχίζει χωρίς να περιμένει απάντηση. «Ξέρεις από ζώδια;»

    «Τα πολύ βασικά,» του απαντάει η Κρινιώ, κουνώντας το κεφάλι της σεμνά.

    «Ωροσκόπο, γνωρίζεις;»

    Την βλέπω να φωτίζεται. «Ναι, να το πω;»

    «Πρώτα πες μου, είσαι πάνω ή κάτω από τριάντα;» τη ρωτάει ο Βραχωρίτης.

    «Σε μια εβδομάδα κλείνω τα 26 μου!» του απαντάει η Κρινιώ, σηκώνοντας τα φρύδια της με χαρά.

    «Να σε χαίρονται οι δικοί σου! Ακούς Γιώργο; Ακούω, να λες!» κάνει το χαβαλέ αυτή τη φορά ο Καραντζής.

    Σκύβω προς το τηλέφωνο. «Ακούω, ακούω!» λέω εγώ δυνατά για να ακουστώ από το τηλέφωνο.

    Κρινιώ και Καραντζής βάζουν τα γέλια, και ο Βραχωρίτης, τελείως γοητευμένος από το υπέροχο, κρυστάλλινο γέλιο της, δε χάνει ευκαιρία να το πει και πάλι.

    «Κρινιώ, να σου πω κάτι; Έτσι μου έρχεται να σε ηχογραφήσω για να βάλω το γέλιο σου ως ήχο στο ξυπνητήρι μου, να ξεκινάει η μέρα μου με τον ήχο του!»

    Την βλέπω να καλύπτει ντροπαλά το πρόσωπό της με το ελεύθερο της χέρι. «Χαχαχα,» γελάει και πάλι η Κρινιώ. «Κάτι θα κάνω για σένα!»

    «Μ’ αρέσεις!» της λέει ο Βραχωρίτης. «Λοιπόν, ποιος είναι ο ωροσκόπος σου;»

    «Καρκίνος!» του λέει η Κρινιώ χωρίς δισταγμό.

    Από καρκίνους άλλο τίποτα σκέφτομαι εγώ από μέσα μου, αλλά εννοείται κρατάω τη το μαύρο χιούμορ για τον εαυτό μου.

    «Χμμμ…» κάνει ο Βραχωρίτης. «Δύσκολα μου βάζεις!»

    Το πρόσωπό της φωτίζεται μ’ ένα πονηρό, παιχνιδιάρικο χαμόγελο. «Εδώ σε θέλω κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα!» του απαντάει η Κρινιώ και ο Καραντζής βάζει και πάλι τα γέλια.

    «Πρέπει να είσαι του νερού!» της λέει ο Βραχωρίτης.

    Με κοιτάζει πονηρά και μετά απαντάει: «Ο Γιώργος λέει ότι είμαι του σκοινιού και του παλουκιού!» του απαντάει χαχανίζοντας, κάνοντάς και τους τρεις μας, και πιθανόν όσους ακούνε την εκπομπή, να βάλουμε δυνατά γέλια.

    «Δε χρειάζεται καν να μαντέψω,» λέει ο Βραχωρίτης γελώντας ακόμα. «Σκορπιός είσαι, δεν μπορεί να είσαι τίποτε άλλο!»

    Την βλέπω να χαμογελάει θριαμβευτικά. «Είμαι, και μπράβο σου!» του απαντάει η Κρινιώ.

    «Βραχωρίτης, κυρίες και κύριοι. Ο μοναδικός αστρολόγος που δε σου λέει απλά το ζώδιο σου, αλλά σκοτώνει δάκο και μουχρίτσα, και καθαρίζει και τους λεκέδες!» λέει ο Καραντζής, και η Κρινιώ βάζει και πάλι τα γέλια.

    «Ωραία, και πάμε τώρα στο παιχνίδι μας,» της λέει ο Βραχωρίτης αλλά η Κρινιώ τον κόβει τραγουδιστά. “American woman! Stay away from me! American woman! Mamma let me be! Η λέξη είναι American!”

    Της κάνω νόημα την νίκης με υψωμένη γροθιά!

    «Συγχαρητήρια Κρινιώ, με το υπέροχο όνομα και το ακόμα πιο υπέροχο γέλιο, κέρδισες ένα γεύμα στο Ρακί μεζέ, στο οποίο μπορείτε να πάτε με το Γιώργο σου και να του δώσετε να καταλάβει!»

    «Αχ υπέροχα, και είμαστε και φαγανό ζευγάρι!» τους απαντάει χαχανίζοντας, κάνοντάς τους να λιώσουν και πάλι.

    «Και μπράβο σας,» απαντάει αυτή τη φορά ο Καραντζής. «Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο! Να είστε πάντα καλά, κι εσύ, και ο Γιώργος σου, και να χαρίζεις σε όλο τον κόσμο το υπέροχό σου γέλιο!»



    Έχει πάει πέντε και η Κρινιώ είναι λες και κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα· έχει τέτοια ανυπομονησία που θα δει την μητέρα της που δεν την χωράει ο τόπος. Πηγαίνει από το παράθυρο στην κουζίνα, μετά στο άλλο παράθυρο, κοιτάζει το κινητό της, το βάζει κάτω, το ξανασηκώνει, ισιώνει μια κούπα που δεν χρειάζεται ίσιωμα, αλλάζει θέση σε ένα μαξιλάρι που ήταν μια χαρά όπως ήταν.

    Κάθομαι στον καναπέ με τα πόδια μου απλωμένα, χαλαρωμένος, και την κοιτάζω που στριφογυρίζει όπως η Λίζι όταν την πιάνουν τα zoomies της. Κάθε φορά που περνάει μπροστά μου, κουνάω ελαφρά τα δάχτυλα των ποδιών μου μέσα στις κάλτσες μου, προσπαθώντας να κρύψω το χαμόγελό μου. Δεν μπορώ να πνίξω το χάχανό μου, με αποτέλεσμα να εισπράξω κεραυνούς από το βλέμμα της καθώς σταματάει και με κοιτάζει με τα χέρια στη μέση.

    «Διασκεδάζεις Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει με φωνή που υπονοεί πως ό,τι και να απαντήσω θα βγω χαμένος, οπότε σηκώνω τα χέρια μου κάνοντας ότι παραιτούμαι, και συνεχίζω το χαβαλέ.

    «Με όλη μου την καρδιά!» της απαντάω χαχανίζοντας και χτυπώντας ελαφρά την παλάμη μου στο στήθος μου. «Έχω να σε δω να μην μπορείς να κάτσεις τον κώλο σου κάτω από τότε που εγκαινιάσαμε τη βίτσα!» συνεχίζω, κουνώντας το δάχτυλό μου προς το μέρος της, και βάζει τα γέλια.

    «Δεν ντρέπεσαι βρε γέρο-παραλυμένε;» μου λέει γελώντας ακόμα, ρίχνοντάς μου ένα μαξιλάρι που το αποφεύγω γέρνοντας στο πλάι.

    Σηκώνομαι από τον καναπέ και στέκομαι με θεατρικό ύφος, σηκώνοντας τα χέρια μου ψηλά σαν τραγικός ηθοποιός: «ΑΑΑΑΧ ΝΑΙ!!! ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΑΜΑΡΤΩΛΗ! ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΤΙΠΟΤΕΝΙΑ!» κάνω με δραματικό ύφος, προσπαθώντας να μιμηθώ τη φωνή της κατά τα …εγκαίνια!

    Αντί απάντησης έρχεται προς το μέρος μου με αποφασισμένα βήματα και μου χώνει μια με το δάχτυλο στη μύτη—το παραδοσιακό της ping—τα συνηθισμένα δηλαδή. Τρίβω τη μύτη μου παραπονιάρικα, και μετά με σπρώχνει στον καναπέ και κάθεται στα γόνατά μου, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου. «Τι θα σε κάνω, μου λες;» μου λέει χαϊδεύοντάς με τρυφερά στο μάγουλο.

    «Αν σταματούσες να μου βάζεις γερμανικά safewords, θα με υποχρέωνες!» της απαντάω χαχανίζοντας, και, αγκαλιάζοντάς την από τη μέση, την τραβάω πιο κοντά μου.

    Εντάξει, και σ’ αυτό ανάποδοι ήμασταν, υποτίθεται ότι τα safewords μπαίνουν για την προστασία του bottom και καταλήγαμε να τα λέω εγώ, είτε γιατί ξέμενα από δυνάμεις, είτε γιατί έπιανα τα δικά μου όρια στον πόσο πόνο ήμουν διατεθειμένος να της προκαλέσω. Είπαμε, είμαι η ντροπή των σαδιστών!

    «Μωρ’ τι μας λες;» μου απαντάει βγάζοντάς μου αυθάδικα τη γλώσσα της, τραβώντας με ελαφρά από τ’ αφτιά.

    Σηκώνω το χέρι μου στον αέρα με μεγαλεπήβολη χειρονομία: «Μα επιτέλους, ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο!» τη ρωτάω τάχα μου αγανακτισμένος, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Μεγάλου, και μη ρωτάτε ποιος! Ένας ήταν ο Μεγάλος.

    «Θα σας ειδοποιήσουμε!» μου απαντάει χαχανίζοντας και σκύβει προς το μέρος μου.

    Τα χέρια μου πηγαίνουν αυτόματα στο πρόσωπό της, και χανόμαστε σε ένα τρυφερό φιλί. Εκείνη την ώρα χτυπάει το τηλέφωνό της με το ringtone που έχει για τη μητέρα της και πετάγεται σαν ελατήριο.

    «Μαμά; Πού είσαι; Στο Βασιλόπουλο; Ερχόμαστε! Ερχόμαστε!» Κλείνει το τηλέφωνο και γυρίζει προς εμένα με τα μάτια της να λάμπουν από ενθουσιασμό! «Ήρθε η μαμά! Σήκω! Πάμε! Τρέχουμε!»

    «Χαχαχα, σιγά βρε σίφωνα!» της απαντάω και σηκώνομαι από τον καναπέ, τεντώνοντας λίγο τη μέση μου. Η Κρινιώ σχεδόν χοροπηδάει από τη μια άκρη του σαλονιού στην άλλη, κάνοντας μικρούς χορευτικούς κύκλους, κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια. Παίρνω το πορτοφόλι μου από το τραπεζάκι και το κινητό μου από τον καναπέ, ενώ εκείνη έχει πάει ήδη στη ντουλάπα για το μπουφάν της. «Άντε, πάμε!»

    Την βλέπω να χορεύει σχεδόν μέχρι την πόρτα, και τη ακολουθώ κουνώντας το κεφάλι μου με τα μάγουλά μου να πονάνε και πάλι από την ένταση του χαμόγελού μου.

    Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε, η Κρινιώ δεν μπορεί να κάτσει ήσυχη στο κάθισμά της· κουνιέται ελαφρά μπρος-πίσω από την ανυπομονησία. Ο Βασιλόπουλος της Εθνικής δεν είναι ούτε καν πέντε λεπτά με το αυτοκίνητο. Τι λέω! Παλιότερα, όταν έβγαινα για περπάτημα έφτανα πολύ συχνά ως εκεί, από τους πίσω δρόμους εννοείται, πήγαινε-έλα ήταν-δεν-ήταν πέντε χιλιόμετρα.

    «Αχ, Τζωρτζίνο μου, μπορούμε να πεταχτούμε δίπλα στον Κωτσόβολο να πάρουμε τον πολυμάγειρα;» με ρωτάει καθώς τσεκάρει το κινητό της. «Μου ήρθε Viber ότι η παραγγελία είναι έτοιμη για παραλαβή!»

    Της ρίχνω μια ματιά στα πλάγια και χαμογελάω σατανικά. «Θα γίνουμε Ninja!» της απαντάω χαχανίζοντας αναφερόμενος στη μάρκα του πολυμάγειρα.

    «ΝΑΙ!!!!!» μου απαντάει το τσίρκο, αρχίζοντας να χειροκροτεί με ενθουσιασμό, χοροπηδώντας κυριολεκτικά στο κάθισμά της.

    «Αλλά πρώτα να πάρουμε τη ΜΗΤΕΡΑ!» της κάνω λέγοντας με στόμφο τη λέξη, κάνοντάς την να διπλωθεί στα γέλια.

    «Έτσι να της το πεις όταν τη δούμε!» μου λέει γελώντας ακόμα, σκουπίζοντας ένα δάκρυ από τα μάτια της.

    «Για να με φυτέψει στη γλάστρα του Αριστοτέλη, αριστερά από το παράθυρο;» τη ρωτάω με ψεύτικο πανικό στη φωνή μου.

    «Μπα, δε νομίζω ότι θα προλάβουμε να πάμε σπίτι, θα σε φυτέψει επί τόπου, στο τσιμέντο!» μου απαντάει γελώντας και χτυπώντας με παιχνιδιάρικα στον ώμο με το δάχτυλό της.

    «Πώς βρε σαμιαμίδια που είστε και οι δύο ένα μέτρο κι ένα μίλκο;» την πειράζω, καθώς ρίχνω πάνω από είκοσι πόντους και στην Κρινιώ και στην Αγγελική που έχει το ίδιο ύψος με την κόρη της.

    «ΙΙΙΙΙΙ!» μου λέει δήθεν προσβεβλημένη, γυρίζοντας όλο το κορμί της προς το μέρος μου και κοιτάζοντάς με μέ μισό μάτι. «Μας λες στούμπους, Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει σταυρώνοντας θεατρικά τα χέρια της.

    Ανοίγω τα μάτια μου διάπλατα με ψεύτικη αγανάκτηση: «Αν είναι δυνατόν, μωρό μου!» της απαντάω, επίσης δήθεν προσβεβλημένος, βάζοντας το χέρι μου στο στήθος μου. «Με ξέρεις, εγώ είμαι αν μη τι άλλο politically correct! Άκου στούμπους! Height challenged!» της κάνω με σοβαρότατο ύφος, και ξεκαρδίζεται και πάλι, σκύβοντας προς τα εμπρός από τα γέλια.

    «Θα τα πω όλα στη μαμά!» μου λέει απειλώντας με το δάχτυλο και χτυπώντας με ξανά στον ώμο.

    Την κοιτάζω πονηρά με σηκωμένο φρύδι: «Θα της πεις και για το Νίκο, τις …ευλαβικές προσευχές και το σύστημα συναγερμού με τα τενεκεδάκια;» τη ρωτάω πονηρά.

    Ανοίγει το στόμα της σοκαρισμένη για μια στιγμή, και μετά σταυρώνει πεισματάρικα και πάλι τα χέρια της στο στήθος: «Είσαι ένας κοινός εκβιαστής!» μου λέει κάνοντας μούτρα. «Δε σ’ αγαπάω!»

    Βάζω τη χειρότερη θλιμμένη έκφραση που μπορώ και αρχίζω να της τραγουδώ ελαφρά φάλτσα: «Αγάπησέ με! Σκούπισε το δάκρυ μου με φως και κράτησέ με! Αυτός ο τόπος μελαγχόλησε… Βοήθησέ με…»

    «Ορίστε, πάει να με τουμπάρει και πάλι!» μου λέει, αλλά αυτή τη φορά η φωνή της δεν είναι παιχνιδιάρικη, ξεχειλίζει από τρυφερότητα. Βάζει απαλά το χέρι της στο γόνατό μου και με κοιτάζει με μάτια γεμάτα αγάπη. «Παλιο-Τζωρτζίνο!»

    Αφήνω το ένα χέρι μου από το τιμόνι και της χαϊδεύω το χέρι τρυφερά. «Μ’ αγαπάς δηλαδή;»

    «Από εδώ μέχρι την άκρη του ουράνιου τόξου!» μου λέει τεντώνοντας το χέρι της προς τον ουρανό. «Εκεί θα κάνω διάλειμμα να πάρω ένα σφυρί να σου ανοίξω την κεφάλα!» μου απαντάει πειρακτικά αλλά με την ίδια τρυφερότητα, κάνοντας χειρονομία σαν να κρατάει σφυρί.

    Λίγες στιγμές αργότερα φτάνουμε στο Mega Κωτσόβολο και παρκάρω κοντά στην είσοδο. Κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητο και η Κρινιώ παίρνει την Αγγελική τηλέφωνο, περπατώντας νευρικά μπρος-πίσω καθώς μιλάει, να τη ρωτήσει που έχει σταματήσει. Έχει κατέβει από το αυτοκίνητο και μας περιμένει μπροστά από την είσοδο, οπότε πάμε προς τα εκεί.

    Μόλις βλέπουμε την Αγγελική, η Κρινιώ να αρχίζει να τρέχει σχεδόν.

    «ΜΑΝΟΥΛΙΤΣΑ ΜΟΥ!» της λέει η Κρινιώ τσιρίζοντας σχεδόν και χώνεται στην αγκαλιά της Αγγελικής σαν κοριτσάκι, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω της και κατσιάζοντάς την στα φιλιά στα μάγουλα. Αφήνω μάνα και κόρη να ξελυσσάξουν—με την Αγγελική να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να την κουνάει απαλά—και έρχεται και η σειρά μου.

    Πλησιάζω με θεατρικά βήματα και ανοίγω τα χέρια μου: «ΜΗΤΕΡΑ!» της κάνω με τον ίδιο τρόπο που το είχα κάνει στο αυτοκίνητο και η Αγγελική βάζει τα γέλια, κουνώντας το κεφάλι της.

    «Όργιο, ε, όργιο!» μου λέει με χαμόγελο που φτάνει από αφτί σε αφτί, και ανοίγω την αγκαλιά μου και τη σφίγγω μέσα της, ανασηκώνοντάς την ελαφρά από το έδαφος, δίνοντάς της ένα φιλί στο μάγουλο.

    «Καλωσήρθες!» της λέω και της ανακατέβω παιχνιδιάρικα τα μαλλιά λες και είναι κοριτσάκι. Που σε κάποια φάση της ηλικίας μου αυτό ήταν για μένα, εδώ που τα λέμε, είμαι και κοντά δέκα χρόνια μεγαλύτερός της.

    «Καλώς σας βρήκα,» μου απαντάει χτυπώντας μου φιλικά την πλάτη με αγάπη.

    Η Κρινιώ, που είναι ακόμη δίπλα της, με το χέρι περασμένο κάτω από τη μασχάλη της, λέει: «Μαμά, θα πεταχτούμε λίγο από τον Κωτσόβολο να πάρουμε τον πολυμάγειρα, σήμερα ήρθε.»

    «Ναι, φυσικά!» απαντάει η Αγγελική κουνώντας το κεφάλι της ενθουσιωδώς.

    «Ωραία,» λέω εγώ δείχνοντας προς το αυτοκίνητο. «Έχουμε παρκάρει από κάτω, στον Κωτσόβολο, για να μη μας πέσουν τα πάκια στο κουβάλημα. Πάμε μαζί και φεύγοντας σταματάμε να πάρεις το αυτοκίνητό σου. Ο βοτανικός μας κήπος είναι πολύ κοντά,» της λέω και δε μου διαφεύγει η στιγμιαία λάμψη στα μάτια της στη χρήση του “μας.”

    Με το που μπαίνουμε στο σπίτι τις περιμένει και τις δύο άλλη μια έκπληξη που είχα ετοιμάσει, και μπορεί οι φιλόσοφοι να είχαν συνηθίσει σε βραδιές gothic metal, αλλά τη μουσική που άρχισε να παίζει με το που μπήκαμε μέσα, δεν την περίμεναν με την καμία.

    Welcome to the jungle, we got fun and games!
    We got everything you want, honey, we know the names.
    We are the people that can find whatever you may need,
    If you got the money, honey, we got your disease.
    It’s a jungle, welcome to the jungle,
    Watch it bring it to your n-n-n-n-n-n-n-n knees, knees!

    Και επειδή κάθε ζούγκλα που σέβεται τον εαυτό της έχει και τίγρη, εμφανίζεται και η Λίζι για να μας υποδεχτεί στο βασίλειό της με το αρχοντικό της ύφος: “Welcome, peasants!”

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 6 Ιουνίου 2025 at 17:46
  12. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Χθες ολοκλήρωσα την ιστορία, έχουν μείνει ακόμα δέκα κεφάλαια και ο επίλογος, που δεν έχω ποστάρει ακόμα.

    Είναι η πρώτη φορά που σκέφτομαι σοβαρά να το στείλω σε εκδότη μήπως και...