Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ο τελευταίος χορός

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 30 Μαρτίου 2025.

  1. BDSM_Couple

    BDSM_Couple New Member

    Να το στείλεις οπωσδήποτε..
     
  2. Γερακι

    Γερακι Regular Member

    Εχεις αργησει ηδη!!!
     
  3. antreas Armatas

    antreas Armatas Regular Member

    Να το στείλεις.
    Είναι ένα πολύ ωραίο κείμενο.
    .
     
  4. ERW

    ERW NOTHING MORE OR LESS. OWNED AND COLLARED SLAVE Premium Member

    Με απλα λογια. ΕΥΓΕ
     
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 21ο - Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά

    Όπως ήταν λογικό, τις επόμενες μέρες η Κρινιώ κατέβαινε Μαρούσι μόνο για τις βάρδιες της, και δύο απογεύματα στη σχολή, καθώς είχε δύο σημαντικά μαθήματα που παρακολουθούσε και είχε την τύχη να τα έχει τις ίδιες μέρες και τα δύο. Μην έχοντας πραγματικό λόγο να κατέβω κι εγώ Μαρούσι, κάθισα να δουλέψω home office.

    Όσο για τις μετακινήσεις μας αν χρειαζόμασταν να πεταχτούμε με την Αγγελική για ψώνια, είχαμε το αυτοκίνητό της, καθώς το δικό μου το είχε πλέον σχεδόν μόνιμα η Κρινιώ.

    «Δεν ξέρεις πόσο ησύχασε το κεφάλι μου από τότε που σταμάτησε να πηγαινοέρχεται με το μηχανάκι!» μου λέει κάποια στιγμή με εμφανή ανακούφιση η Αγγελική, αφήνοντας να ξεφύγει μια βαθιά ανάσα που έμοιαζε να κρατούσε για μήνες.

    «Ναι, πλέον το μηχανάκι είναι μόνο για να πεταχτεί κάπου εδώ δίπλα,» της λέω. Κάνω μια παύση και χαμογελάω πλάγια. «Μη νομίζεις, στην αρχή μου έκανε τη ζόρικη!»

    «Η Κρινιώ τέτοιο πράγμα; Πέφτω από τα σύννεφα,» μου απαντάει ειρωνικά, σηκώνοντας θεατρικά το ένα φρύδι και βάζοντας το χέρι στο στήθος σε ψεύτικη έκπληξη.

    Σηκώνομαι από την καρέκλα και αρχίζω να βηματίζω στο δωμάτιο, μιμούμενος τις κινήσεις της Κρινιώς με υπερβολικές χειρονομίες:

    «Μα είναι σα μαούνα! Πού θα το παρκάρω αυτό το πράγμα στην Καλλιθέα;» της λέω προσπαθώντας να μιμηθώ την Κρινιώ, ανοίγοντας τα χέρια μου διάπλατα για να δείξω το μέγεθος.

    «Έχει parking assist γι’ αυτό το λόγο! Δικαιολογίες κομμένες, σκάσε και κολύμπα!» συνεχίζω, αλλάζοντας στάση σώματος, βάζοντας τα χέρια στη μέση και υψώνοντας το σαγόνι μου επιβλητικά, αναφέροντας την απάντησή μου!

    «Ουφ! Αυτό λέγεται καταπίεση!» ξανακάνω, σταυρώνοντας θεατρικά τα χέρια και κάνοντας μια δραματική στροφή, προσπαθώντας να μιμηθώ την Κρινιώ.

    Και εκεί φυσικά δεν λέω αυτά που πραγματικά ειπώθηκαν, δηλαδή το «Κάτσε καλά θα σου μαυρίσω τον κώλο,» στο οποίο έλαβα απάντηση «Με τη ζώνη είναι πιο αποτελεσματικό, Τζωρτζίνο μου!» οπότε στην Αγγελική λέω την …τσάμικη απάντηση. «Να διαμαρτυρηθείς στο σωματείο!», κάνοντας την Αγγελική να βάλει τα γέλια με τη θεατρικότητα της αναπαράστασης.

    «Κέρδισες επάξια το μουσακά!» μου λέει παιχνιδιάρικα, δείχνοντας μέ με το δάχτυλο σαν να με επιβραβεύει, κάνοντας τα μάτια μου ν’ αστράψουν από προσμονή! «Και όχι μόνο για το μηχανάκι.»

    «Δε βαριέσαι, και μπάμιες να μου έφτιαχνες, πάλι το ίδιο θα έκανα,» της λέω ρυτιδώνοντας τη μύτη μου με αηδία στη σκέψη τους και βάζει τα γέλια, έχω απίστευτη αντιπάθεια στις μπάμιες. Καθαρίζω τον λαιμό μου και ακουμπάω πιο άνετα στην καρέκλα μου. Αλλάζω θέμα στα γρήγορα. «Λοιπόν, δε μου είπες, πώς σου φαίνεται η ζούγκλα μας;»

    «Υπέροχη!» μου λέει χαμογελώντας μου ειλικρινά, και τα μάτια της γυρίζουν γύρω-γύρω στο δωμάτιο σαν να απορροφά κάθε λεπτομέρεια. «Το έχετε κάνει πολύ όμορφο το σπιτικό σας,» συνεχίζει, και δε μου διαφεύγει πως χρησιμοποιεί τη λέξη, γιατί καταλαβαίνω πολύ καλά πως την εννοεί.

    «Εγώ απλά εκτελώ διαταγές!» της λέω σηκώνοντας τα χέρια σε ένδειξη παράδοσης κερδίζοντας και πάλι το γέλιο της. «Όλο το υπόλοιπο είναι Κρινιώ. Από τα φυτά της—ρε συ η μουρλέγκω η κόρη σου τα έχει ονομάσει όλα, και μου τη λέει και από πάνω που δεν τα θυμάμαι—» ξεκινάω να πω κουνώντας το κεφάλι μου με ψεύτικη απόγνωση και σταματάω καθώς η Αγγελική βάζει δυνατά γέλια. «Για να μην πω για την κλασσική μουσική. Εντάξει, κι εμένα μ’ αρέσει, αλλά κάπου ώπα! Να ξέρεις πάντως όταν η κόρη σου ξεπορτίζει, τους βάζω κρυφά metal!» συνεχίζω, κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι, κερδίζοντας ακόμα πιο δυνατά γέλια.

    «Τι κρυφά καημένε; Αφού τα ομολόγησες όλα, μου τα είπε!» μου λέει γελώντας ακόμα και σκουντώντας με στον ώμο.

    «Ορίστε, πάω να το παίξω σκληρός καργιόλης και με δίνει στεγνά στη μάνα της!» της πετάω τάχα μου απελπισμένος, ρίχνοντας το κεφάλι μου πίσω δραματικά.

    «Α, εγώ με την Κρινιώ δεν έχουμε μυστικά μεταξύ μας!» λέει περήφανα, ισιώνοντας τη ράχη της.

    ‘Ναι, καλά, ας ήξερες για το γειτονόπουλό σας το Νίκο, και αν δεν έβγαινες με το αεροβόλο να κάνεις σκοποβολή με την πάρτη του, έστω και δέκα χρόνια αργότερα, να μη με λένε Γιώργο,’ σκέφτομαι από μέσα μου αλλά κατορθώνω να μη χαχανίσω και μας δώσω στεγνά και τους δύο.

    «Το βλέπω και φρίττω!» της απαντάω χαμογελώντας και μετά το πρόσωπό μου σοβαρεύει απότομα. Κάνω μια μεγάλη παύση, κοιτάζοντας τα χέρια μου που είναι σταυρωμένα στο τραπέζι.

    «Τέσσερεις τοίχοι και μια κεραμοσκεπή ήταν πριν,» λέω σιγανά, η φωνή μου χαμηλώνει σχεδόν σε ψίθυρο. «Η Κρινιώ το έκανε σπιτικό.» Σηκώνω το βλέμμα μου και την κοιτάζω κατευθείαν στα μάτια. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.

    Και εκεί της πετάω τη βόμβα. «Και όταν έρθει ο καιρός θα το μεταβιβάσω στο όνομά της.»

    «ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;» με ρωτάει γουρλώνοντας τα μάτια, το σώμα της παγώνει εντελώς, το ποτήρι που κρατούσε μένει στον αέρα στα μισά της διαδρομής προς το στόμα της.

    Γέρνω μπροστά, ακουμπώντας τους αγκώνες μου στο τραπέζι, το βλέμμα μου σταθερό και αποφασισμένο. «Δεν έχω κληρονόμους, Αγγελική. Δεν έχω παρά μακρινούς συγγενείς, και το σπίτι δε θέλω να καταλήξει σε καμιά τράπεζα ή στο Δημόσιο.»

    Κάνω μια μικρή παύση, αφήνοντας τα λόγια να κατακάτσουν. «Όταν έρθει ο καιρός θα της το μεταβιβάσω. Χωρίς όρους και χωρίς μικρά γράμματα.»

    Κουνάω ελαφρά το κεφάλι μου για έμφαση. «Και δε θα τη βάλω καν στη διαδικασία να σκέφτεται γάμο ή συμβόλαιο συγκατοίκησης, θα πληρώσω εγώ το φόρο δωρεάς, δόξα τω Θεώ τα λεφτά υπάρχουν και δε θα τα πάρω μαζί μου.»

    Η Αγγελική έχει μείνει άγαλμα να με κοιτάζει, το ποτήρι ακόμα στον αέρα, τα χείλη της μισάνοιχτα, προσπαθώντας να καταλάβει αν σοβαρολογώ.

    «Αναγκαστικά λοιπόν, και μέχρι να γίνει αυτό, μάνα και κόρη θα έχετε μυστικά μεταξύ σας.» Ακουμπάω πίσω στην καρέκλα μου, συνεχίζοντας να την κοιτάζω στα μάτια. «Θα της το πω εγώ όταν έρθει εκείνη η ώρα, μέχρι τότε είναι μεταξύ μας.»

    «Γιώργο…» η φωνή της τρέμει ελαφρά, κατεβάζει επιτέλους το ποτήρι με χέρια που τρέμουν αισθητά.

    «Δώσε μου το λόγο σου, Αγγελική,» της λέω σοβαρά, σκύβοντας και πάλι προς το μέρος της.

    «Γιώργο…» πάει να πει, τα μάτια της γυαλίζουν από τα δάκρυα που αρχίζουν να μαζεύονται.

    «Το λόγο σου, μόνο αυτό θέλω να ακούσω,» η φωνή μου είναι ήρεμη αλλά αμετάκλητη.

    Βλέπω να τα καταπίνει δύσκολα, να ανοιγοκλείνει τα μάτια της προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα. Τελικά κουνάει το κεφάλι της αργά, αποφασιστικά.

    «Στο λόγο μου.» Κάνει μια παύση, παίρνει βαθιά ανάσα. «Στο λόγο μου,» μου επαναλαμβάνει δακρυσμένη, και το χέρι της απλώνεται διστακτικά πάνω από το τραπέζι σαν να θέλει να αγγίξει το δικό μου, αλλά σταματάει στη μέση.

    Το κάνω εγώ για εκείνη. Της το πιάνω απαλά και το σφίγγω, γνέφοντας αργά προς το μέρος της. «Σ’ ευχαριστώ,» της λέω ψιθυριστά.



    Με την Κρινιώ δεν είχαμε κάνει ποτέ συζήτηση για τα οικονομικά μου, το μόνο που ήξερε είναι ότι είχα κάποια χρήματα στην άκρη για ώρα ανάγκης, αλλά γι’ αυτό ήξερε τα είκοσι χιλιάρικα που είχα βάλει στον κοινό μας λογαριασμό, και τίποτε άλλο. Όταν κάναμε την ανακαίνιση, της είχα πει ότι έτσι κι αλλιώς χρειαζόταν να γίνει και τρίψιμο στα πατώματα και στα έπιπλα της κουζίνας και βάψιμο, και απλά δεν το είχα κάνει γιατί μέχρι και να τη γνωρίσω απλά ένιωθα δεν είχε νόημα.

    Το μόνο over-the-top, αν μπορεί κανείς να το πει αυτό, ήταν τα φυτά, το καινούργιο νεσεσέρ και η πέργκολα στη μεγάλη βεράντα στον κήπο. Η ίδια δε μου είχε ζητήσει ποτέ δεκάρα για το οτιδήποτε, τα δικά της έξοδα τα κάλυπτε αυστηρά από το μισθό της. Φοβερά προσεκτική και οικονόμα, και πλέον με μεγαλύτερο μισθό από αυτόν που έπαιρνε ως part time barista, και χωρίς να χρειάζεται να συντηρεί και το δικό της σπίτι, μέχρι και χρήματα στην άκρη κατάφερνε να μαζεύει.

    Είχα κουραστεί πολύ για να σκεφτώ τι δώρο θα της πάρω για τα γενέθλιά της. Ήθελα να είναι κάτι προσωπικό, κάτι δικό μου, αλλά χωρίς να την κάνω να νιώσει—και ακόμα χειρότερα για λάθος λόγο—οποιαδήποτε πίεση. Δαχτυλίδι λοιπόν ήταν out of the question. Και εδώ που τα λέμε, ούτε και η ίδια ήταν των κοσμημάτων.

    Φορούσε δυο απλά σκουλαρίκια, δυο δαχτυλίδια στο αριστερό της χέρι, και μια χρυσή καδένα με σταυρό στο λαιμό, δώρο του πατέρα της όταν ήταν κοριτσάκι. Η άλλη καδένα, δικό μου δώρο, ήταν ένα μια γουστόζικη καδένα ποδιού που τη φορούσε πάνω από το δεξί της αστράγαλο, όταν δεν έβαζε καλσόν.

    Τελικά ήταν τόσο απλό που χαμογέλασα με την χαζομάρα μου. Η Κρινιώ μου λατρεύει τα φυτά οπότε ψάχνοντας για ιδέες έμαθα για τα terrarium, και ψάχνοντας ακόμα περισσότερο είδα ένα που το ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά.

    Ήταν ένα γυάλινο πολύεδρο με ύψος λίγο πιο πάνω από μια κανάτα, και σχήμα που θύμιζε κάτι ανάμεσα σε γλυπτό και κοσμικό κρύσταλλο. Οι έδρες του, πλαισιωμένες με λεπτό, μεταλλικό περίγραμμα, δημιουργούσαν την αίσθηση ενός μυστικού αντικειμένου—σαν να είχε ξεχαστεί εκεί από κάποιον αλχημιστή.

    Το εσωτερικό του ήταν ένας μικρόκοσμος. Στρώσεις από μικρά, γυαλιστερά βότσαλα στη βάση, από πάνω λεπτό στρώμα χώματος και, στη συνέχεια, ένα ολόκληρο τοπίο από βρύα σε αποχρώσεις του πράσινου που έμοιαζαν να πάλλονται ζωντανά. Ανάμεσά τους, μικρά κομμάτια ξύλου—όχι απλώς κλαδιά, μα φθαρμένοι κορμοί, σαν μινιατούρες από γέρικα δέντρα—έδιναν την εντύπωση ριζωμένων γιγάντων σε ένα δάσος άλλης κλίμακας. Όλα έμοιαζαν τόσο προσεκτικά τοποθετημένα, που ένιωθες ότι αν έστρεφες το βλέμμα σου για λίγο, ίσως τα δεις να κινούνται αργά, ανεπαίσθητα, με ρυθμό φυσικής ανάσας.

    Ήταν σαν να είχε παγιδευτεί ένα μικρό κομμάτι ζούγκλας σε γυάλινο φυλακτό. Όχι μόνο για να στολίζει, αλλά για να θυμίζει ότι και μέσα στο πιο μικρό σκεύος, μπορεί να χωρέσει ένας ολόκληρος κόσμος—αρκεί να του δώσεις φως, χώρο και αγάπη.

    Και για το χαβαλέ; Μια συλλογή από CD με τα καλύτερα ρεμπέτικα από Βαμβακάρη, Χατζηχρήστο, Περπινιάδη, Χιώτη, Παπαϊωάννου, Εσκενάζι, Νίνου, Τσιτσάνη, Μάθεση, και τους λοιπούς γίγαντες, συνοδευόμενα με μια κάρτα «Γιατί, αν μη τι άλλο, οι ρεμπέτες αγαπούσαν το “χόρτο”»

    Αυτό ήταν το προσωπικό μου δώρο. Το άλλο, ήταν δώρο και προς την Κρινιώ και την Αγγελική, μια ολόκληρη μέρα σε SPA, το πλήρες πρόγραμμα, εδώ δεν κάνουμε τσιγκουνιές. Όσο για μένα κάτι θα έβρισκα να κάνω.



    Το Σάββατο που είναι τα γενέθλιά της στήνουμε barbeque, άλλωστε έχει όμορφη μέρα και ο καιρός το ευνοεί. Γιάννης και Κατερίνα έρχονται και αυτοί νωρίς, και όσο η Κρινιώ κάνει περιήγηση στην Κατερίνα στην εσωτερική μας ζούγκλα, εγώ με τον Γιάννη και τον Παύλο είμαστε στην εξωτερική και στήνουμε υπερθέαμα.

    Ο Παύλος, παρόλο που δεν έχει καμία σχέση με Κρήτη, ξέρει να φτιάχνει αντικριστό. Είχε πετάξει την ιδέα και με είχε αφήσει χαζό. Είχα δοκιμάσει κι εγώ αντικριστό, και ήταν το καλύτερο αρνί που είχα φάει ποτέ στη ζωή μου, αλλά δεν είχα τον αντίστοιχο εξοπλισμό.

    «Σιγά τον εξοπλισμό που χρειάζεται! Κατάλληλες σούβλες να πάμε να πάρουμε, και το πλέγμα στο στήνω εγώ στο πι και φι,» λέει ο Παύλος χτυπώντας το στήθος του με αυτοπεποίθηση.

    Δόξα τω Θεώ, το οικόπεδο είναι αρκετά μεγάλο, και επειδή δε μου αρέσει το γκαζόν τα χόρτα ήταν από την χλωρίδα της περιοχής, που απλά φρόντιζα το καλοκαίρι να τα καθαρίζω για λόγους πυρασφάλειας. Με τη λιακάδα για σύμμαχο και άπλετο χώρο, τα είχαμε όλα έτοιμα από χθες. Ακόμα καλύτερα στην πλατεία της Άνοιξης είχε ανοίξει ένα κρητικό χασάπικο, και το κόψιμο του κρέατος και το πέρασμα στις σούβλες το είχε κάνει ο ίδιος ο χασάπης.

    Το μόνο που θα χρειαζόταν να κάνουμε ήταν να τα αλατίσουμε, να τα τοποθετήσουμε στο πλέγμα και να τα ψήσουμε. Χάρη στο τζάκι, που κυρίως υπήρχε για διακόσμηση και που μέχρι πέρσι το άναβα στη χάση και στη φέξη, είχα στο υπόστεγο αρκετά ξύλα, μεταξύ των οποίων ελιά, η οποία είναι και το καλύτερο ξύλο για να ψήσεις αντικρυστό.

    «Έχετε ελιά;» με ρωτάει ο Παύλος με μάτια που γυαλίζουν από προσμονή.

    «Φυσικά και έχουμε! Για τι μας πέρασες, για τίποτα τριτοδεύτερους;» του απαντάω κάνοντας χαβαλέ.

    «Ω ρε μάνα μου!» λέει με ενθουσιασμό που δεν κρύβεται. «Τώρα θα δείτε τι σημαίνει αντικρυστό!»

    Γύρω στις εννιά ανάβουμε τη φωτιά και στις δέκα αρχίζουμε να τοποθετούμε τις σούβλες περιμετρικά στο πλέγμα. Το ψήσιμο παίρνει γύρω στις τέσσερεις ώρες και το μόνο που απαιτεί είναι δυνατή φωτιά, και επειδή η ελιά είναι βραδύκαυστη, μας παίρνει μια ώρα μέχρι η φωτιά στο λάκκο να γίνει όσο δυνατή πρέπει.

    Ο Παύλος τοποθετεί τις σούβλες στο πλέγμα με την ακρίβεια ωρολογοποιού που επιδιορθώνει κάποιο παλιό ρολόι. Αυτό ήταν! Το μόνο που χρειάζεται πλέον είναι να συντηρηθεί η φωτιά και σε τρεις και κάτι ώρες από τώρα να γυρίσουμε μεριά τα κρέατα για άλλη μισή ώρα.

    «Ρε συ, που τα έμαθες όλα αυτά;» τον ρωτάει ο Γιάννης καθώς τον βλέπει να κινείται με τέτοια σιγουριά γύρω από τη φωτιά.

    «Έκανα τη θητεία μου στα Χανιά,» απαντάει ο Παύλος χαμογελώντας. «Είχαμε έναν λοχία από το Ρέθυμνο που μας έβαζε κάθε Κυριακή να κάνουμε αντικριστό για όλο το φυλάκιο. Ή μάθαινες ή πέθαινες από την πείνα!»

    Καθόμαστε όλοι στην πέργκολα και πίνουμε, στην αρχή το καφεδάκι μας, και μετά το κρασάκι μας, τρώγοντας τους μεζέδες που είχαν ετοιμάσει αποβραδίς η Κρινιώ με την Αγγελική, συζητώντας, γελώντας και φωνάζοντας. Κλασσικό ελληνικό τραπέζωμα, τα γνωστά δηλαδή.

    «Πω-πω, τι μελιτζανοσαλάτα είναι αυτή!» αναφωνεί η Κατερίνα παίρνοντας άλλη μια μπουκιά. «Ποια από τις δύο σας την έφτιαξε;»

    «Συνεργατική προσπάθεια!» απαντάει η Κρινιώ περήφανα. «Η μαμά έψησε τις μελιτζάνες στα κάρβουνα και εγώ έβαλα το μυστικό συστατικό!»

    «Το οποίο είναι;» ρωτάει ο Γιάννης με περιέργεια.

    «Ε, αν στο πω δεν θα είναι μυστικό!» του απαντάει η Κρινιώ κουνώντας το δάχτυλό της.

    «Καπνιστή πάπρικα,» ψιθυρίζει η Αγγελική συνωμοτικά, κάνοντας την Κρινιώ να γυρίσει απότομα.

    «Προδότρια!» φωνάζει η Κρινιώ με ψεύτικη αγανάκτηση.

    Ο Παύλος σηκώνεται να ελέγξει τη φωτιά και γυρίζει με ένα πλατύ χαμόγελο. «Εντάξει, το αρνί γίνεται θεϊκό! Μυρίζει ήδη απίστευτα!»

    «Μεγάλες δηλώσεις!» τον πειράζω.

    «Δηλώσεις;» λέει σηκώνοντας το ποτήρι του. «Εγώ δίνω εγγυήσεις! Αν δεν είναι το καλύτερο αρνί που έχετε φάει, θα φάω τις κοτσίδες μου!» δηλώνει με σιγουριά κάνοντας όλη την παρέα να βάλει τα γέλια.

    Παίρνω μια βαθιά ανάσα και σηκώνομαι αργά από την καρέκλα μου, νιώθοντας όλα τα βλέμματα να στρέφονται προς το μέρος μου. Το ποτήρι μου τρέμει ελαφρά στο χέρι μου καθώς το υψώνω, και για μια στιγμή το κρυστάλλινο γυαλί πιάνει το φως του ήλιου, στέλνοντας μικρά ουράνια τόξα στο τραπέζι.

    Σηκώνω το ποτήρι. «Στην Κρινιώ μου, που μου κακομαθαίνει τη Λίζι δίνοντάς της λιχουδιές στη ζούλα!» λέω με φωνή που αρχικά είναι δυνατή και παιχνιδιάρικη, κερδίζοντας δυνατά χαχανητά από την παρέα που κουνάει επιδοκιμαστικά τα κεφάλια τους.

    Κάνω μια μικρή παύση, αφήνοντας τα γέλια να κοπάσουν, και συνεχίζω με το ίδιο πνεύμα.

    «Που έχει κάνει το σαλόνι ανθοκομική έκθεση φυτών-φιλοσόφων που λατρεύουν Μπαχ και Gothic Metal!» συνεχίζω ανοίγοντας το ελεύθερο μου χέρι σε μια ευρεία χειρονομία προς το σπίτι, κερδίζοντας νέα χαχανητά, πιο δυνατά αυτή τη φορά.

    Το πρόσωπό μου αλλάζει τώρα. Η φωνή μου χαμηλώνει, γίνεται πιο βαθιά, πιο ειλικρινής. Γυρίζω να κοιτάξω την Κρινιώ κατευθείαν στα μάτια, και νιώθω τον λαιμό μου να σφίγγεται ελαφρά από συγκίνηση:

    «Μα πάνω απ’ όλα που έκανε τους τέσσερεις τοίχους σπιτικό, κι εμένα ευτυχισμένο, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό,» λέω πιο απαλά αυτή τη φορά, και η φωνή μου σπάει σχεδόν ανεπαίσθητα στη λέξη “ευτυχισμένο”.

    Βλέπω τα μάτια της Κρινιώς να γυαλίζουν και να με κοιτάζουν με μια ένταση που με κάνει να χάνω για λίγο τα λόγια μου. Καταπίνω, παίρνω άλλη μια ανάσα: «Χρόνια πολλά καρδούλα μου! Να είσαι πάντα ευτυχισμένη, ό,τι ποθείς να το αποκτήσεις, και ότι αποκτήσεις να το χαρείς!»

    Για ένα δευτερόλεπτο επικρατεί απόλυτη σιωπή. Η Αγγελική έχει φέρει το χέρι της στο στόμα της, τα μάτια της υγρά. Ο Γιάννης καθαρίζει διακριτικά τον λαιμό του. Και τότε, σαν να σπάει ένα ξόρκι, όλοι σηκώνουν τα ποτήρια τους σχεδόν ταυτόχρονα.

    «Στην υγειά σου, Κρινιώ, πολύχρονη και ευτυχισμένη,» αποκρίνονται οι υπόλοιποι με φωνές ζεστές και γεμάτες αγάπη.

    Η Κρινιώ σηκώνεται αργά από τη θέση της, το χέρι της τρέμει ελαφρά καθώς σηκώνει το δικό της ποτήρι. Τα μάτια της είναι γεμάτα δάκρυα που αρνούνται πεισματικά να πέσουν. Με κοιτάζει για μια στιγμή που μοιάζει αιώνας, και όταν μιλάει, η φωνή της είναι χαμηλή, σχεδόν ψίθυρος, αλλά κάθε λέξη ακούγεται καθαρά στη σιωπή που έχει πέσει.

    «Στις στιγμές μας, Τζωρτζίνο μου,» μου λέει με φωνή που τρέμει ελαφρά αλλά είναι γεμάτη αποφασιστικότητα. «Γιατί αυτές είναι που μετράνε!»

    Ο κρυστάλλινος ήχος των ποτηριών που συγκρούονται προστίθεται στη μαγεία της στιγμής. Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας με μια κίνηση που είναι σχεδόν τελετουργική, και τότε η Κρινιώ κάνει κάτι που με αιφνιδιάζει. Αντί να καθίσει πίσω στη θέση της, γέρνει το κεφάλι της στον ώμο μου, με ένα τρόπο που είναι τόσο φυσικός, τόσο οικείος, που κάνει τα μάτια μου να τσούζουν από μια ξαφνική υγρασία. Χαμογελάω, προσπαθώντας να κρατήσω τη συγκίνησή μου, και τη σφίγγω πάνω μου, νιώθοντας τη ζεστασιά της, την ανάσα της στον λαιμό μου.

    Καθόμαστε και πάλι στις καρέκλες μας, και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σαν να καταλαβαίνει τη σημασία της στιγμής, η Λίζι, που γενικά δεν πολυγουστάρει τον κόσμο και τη φασαρία και είχε μέχρι τώρα παρακολουθήσει τα δρώμενα από την ασφάλεια του περβαζιού, μας κάνει την τιμή. Ακούγεται ένα απαλό θρόισμα καθώς πλησιάζει, και κάνοντας μια τρίλια που μοιάζει σχεδόν μουσική, ρίχνει ένα κομψό σάλτο και προσγειώνεται με απόλυτη ακρίβεια στα πόδια της Κρινιώς.

    Σηκώνει το κεφάλι της, μας κοιτάζει και τους δύο με εκείνα τα πράσινα μάτια που λάμπουν στον ήλιο, και ρίχνει άλλη μια τρίλια, πιο δυνατή αυτή τη φορά, πιο επιτακτική, σα να της λέει «Χρόνια πολλά Κρινιώ μου,» και μετά, αφού κάνει τις καθιερωμένες της σβούρες—μία, δύο, τρεις ολόκληρες στροφές—τεντώνεται, χασμουριέται δείχνοντας όλα της τα μικρά άσπρα δοντάκια, και βολεύεται οριστικά σε ένα τέλειο κουβαράκι, με την ουρά της τυλιγμένη γύρω από το σώμα της και τα μάτια της μισόκλειστα από ικανοποίηση.

    Η στιγμή είναι τόσο τέλεια που κανείς δεν τολμάει να μιλήσει. Ακόμα και ο άνεμος σαν να έχει σταματήσει, και το μόνο που ακούγεται είναι το απαλό γουργούρισμα της Λίζι και το μακρινό τραγούδι κάποιου πουλιού.

    Μα είπαμε, κλασσικό ελληνικό τραπέζωμα, δεν μας παίρνει πολλή ώρα να γεμίσει ο κήπος με γέλια, φωνές και πειράγματα, ενώ η μυρωδιά του αρνιού που ψήνεται κάνει τα σάλια μας να τρέχουν, με αποτέλεσμα να πέσουμε με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη στους μεζέδες.

    Γύρω στις μία και μισή πάμε να γυρίσουμε πλευρά τις σούβλες. Δηλαδή ο Παύλος, που κινείται γύρω από τη φωτιά με την αυτοπεποίθηση χειρουργού, εγώ και ο Γιάννης με ένα ποτήρι στο χέρι στεκόμαστε σε ασφαλή απόσταση, ήμασταν περισσότερο για συμπαράσταση παρά για να προσφέρουμε κάποια ουσιαστική βοήθεια.

    Το είχα πει την πρώτη φορά που το δοκίμασα στην Κρήτη, χρόνια πριν σε διακοπές, και το ξαναλέω και σήμερα: όποιος δεν έχει φάει αντικριστό από μύστη—και ο Παύλος είναι—δεν ξέρει τι θα πει ψητό αρνί. Ενώ όταν είχα δει το κρέας είχα φοβηθεί πως θα μας μείνει, στο τέλος κόντεψε να μη φτάσει να πούμε, δεν έμεινε ούτε για δείγμα.

    Βάλε τις σαλάτες, βάλε τις οφτές πατάτες, βάλε και τους μεζέδες που είχαμε ρημάξει όσο το αρνί ψηνόταν, δεν ήταν να απορείς που με το που τελειώσαμε πέσαμε και οι έξι σε καταληψία, σα δράκοι Κομόντο μετά από οργιαστική κραιπάλη.

    «Ωχ, αχ, θα μου βγει από τη μύτη!» λέει ο Παύλος ξαπλωμένος στην καρέκλα του και ξεκουμπώνοντας τη ζώνη του.

    «Σε νιώθω!» του λέει ο Γιάννης χτυπώντας ελαφρά την κοιλιά του που βρίσκεται σε ανάλογα …χάλια.

    Και πάνω που λέγαμε να μην κουνηθούμε μέχρι τη δύση του ήλιου, η Αγγελική αναγγέλλει το γλυκό: «Καλά, τότε να μη βγάλω την πάστα μύλου Κυθήρων!».

    «Εντάξει, θα μου βγει απ’ τη μύτη… λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα,» πετάει ο Παύλος και βάζουμε όλοι τα γέλια.

    «Εγώ θα βάλω την τέχνη μου στα logistics, κάπως θα το χωρέσω,» συμπληρώνει και ο Γιάννης, κάνοντας χειρονομίες σαν να υπολογίζει νοητά χώρους και όγκους, προκαλώντας νέο γύρο γέλιου.

    Και δεν είναι απλά γλυκό, είναι η τούρτα στην οποία θα σβήσει το κεράκι της η Κρινιώ. Δεν είναι η κλασσική τούρτα γενεθλίων, δεν είναι καν τούρτα, αλλά είναι παραδοσιακή τσιριγώτικο γλυκό, και το έχει φτιάξει ειδικά για την περίσταση η μητέρα της. Ποιος νοιάζεται για τούρτες;

    Πηγαίνουμε μέσα με την Αγγελική και φέρνουμε το γλυκό με δύο κεράκια πάνω του, το δύο και το έξι. Με το που επιστρέφουμε, όλοι μας γυρίζουμε προς το μέρος της Κρινιώς και αρχίζουμε και τραγουδάμε.

    «Να ζήσεις Κρινιώ μας και χρόνια πολλά…»

    Η Κρινιώ κλείνει για μια στιγμή τα μάτια της, παίρνει βαθιά ανάσα, και:

    «ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ» κάνει και σβήνει τα κεριά με μιας, κερδίζοντας δυνατά χειροκροτήματα. Πρώτος την αγκαλιάζω εγώ και της δίνω ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. «Χιλιόχρονη Κρινιώ μου, να είσαι πάντα γελαστή!»

    «Σ’ ευχαριστώ Τζωρτζίνο μου,» μου λέει κοιτάζοντάς με στα μάτια και σφίγγοντάς και τα δυο μου χέρια στα χέρια της. Για μια στιγμή ο κόσμος γύρω μας σαν να σβήνει.

    Σειρά παίρνει η μητέρα της και μετά οι υπόλοιποι. Στο μεταξύ εγώ πηγαίνω μέσα και βρίσκω τα δώρα της, το terrarium και τη συλλογή με τα ρεμπέτικα. Επιστρέφω, και περιμένω υπομονετικά τους υπόλοιπους να δώσουν τα δώρα τους. Όταν έρχεται η σειρά μου, αφήνω στο τραπέζι τα δύο κουτιά. «Πρώτα το μεγάλο, και μετά το μικρό!» της λέω με τόνο μυστηρίου.

    Χαχανίζει και ξετυλίγει προσεκτικά το πρώτο πακέτο. Απ’ έξω είναι ένα απλό χαρτόκουτο που δεν προϊδεάζει για τον παράδεισο σε μικρογραφία που κρύβει μέσα του. Ανοίγει το κουτί και βγάζει έξω το περιεχόμενο, το οποίο είναι επίσης τυλιγμένο σε πολύχρωμο χαρτί. Ξετυλίγει το περιτύλιγμα με κινήσεις σχεδόν τελετουργικές, τα χέρια της τρέμουν ελαφρά από την ανυπομονησία, και τότε το αντικρύζει για πρώτη φορά.

    Σταματάει. Το βλέμμα της παγώνει στο terrarium. Τα μάτια της ανοιγοκλείνουν σαν να μην πιστεύει αυτό που βλέπει.

    Της ξεφεύγει μια κραυγή έκπληξης και φέρνει ασυναίσθητα το χέρι της μπροστά στο στόμα της.

    «ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΟΧΟ!» μου λέει δακρυσμένη, με φωνή που σχεδόν τρέμει. Αφήνει προσεκτικά το terrarium στο τραπέζι, σηκώνεται απότομα, γυρίζει και με παίρνει αγκαλιά και με σφίγγει πάνω της τόσο δυνατά που μου κόβεται η ανάσα. «Είναι υπέροχο! Υπέροχο!» επαναλαμβάνει, το πρόσωπό της θαμμένο στον ώμο μου, και η ομήγυρη συμφωνεί μαζί της.

    «Άνοιξε και το δεύτερο,» της λέω χαϊδεύοντας απαλά την πλάτη της.

    Σκουπίζει διακριτικά τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού της και επιστρέφει στη θέση της. Ανοίγει το δεύτερο κουτί, το ξετυλίγει και βλέπει τη συλλογή με τα ρεμπέτικα. Χαχανίζει για μερικές στιγμές, καθώς ξαφνιάζεται και πάλι, και τότε βλέπει την κάρτα. Την ανοίγει προσεκτικά και τη διαβάζει.

    Μια παύση. Κοιτάζει την κάρτα, μετά εμένα, μετά πάλι την κάρτα. Ένα πλατύ χαμόγελο αρχίζει να σχηματίζεται στα χείλη της.

    «Γιατί, αν μη τι άλλο, οι ρεμπέτες αγαπάνε το “χόρτο”» λέει με φωνή που προσπαθεί να μείνει σοβαρή και η παρέα βάζει τα γέλια.

    «Και άσε τους φιλόσοφους να πάνε να κουρεύονται!» της κάνω, ανοίγοντας τα χέρια μου θεατρικά, κερδίζοντας νέο γύρο από δυνατά γέλια.

    Καθώς η Κρινιώ κρατάει ακόμα στα χέρια της την κάρτα και χαμογελάει, συνειδητοποιώ πόσο ευλογημένος είμαι που η ευτυχία αυτού του κοριτσιού περνάει κι από τα δικά μου χέρια. Και όσο καιρό μου μένει σ’ αυτή τη Γη, θα κάνω τα πάντα… ΤΑ ΠΑΝΤΑ… για να βλέπω αυτό το χαμόγελο να λάμπει σαν ήλιος.

    Αυτό το χαμόγελο που ερωτεύτηκα από την πρώτη κιόλας ματιά.

    Αυτό το χαμόγελο που έδιωξε σε μια στιγμή το χειμώνα που με είχε σκεπάσει, φέρνοντας ξανά στην ψυχή μου την άνοιξη.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 7 Ιουνίου 2025 at 01:23
  6. antreas Armatas

    antreas Armatas Regular Member

    Είσαι άνετα ο κορυφαίος σε ιστορίες.
    Ολες θα μπορούσαν να γίνουν βιβλία ή και ταινίες.
     
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 22ο - Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας

    Οι μέρες που περάσαμε όλοι μαζί με την Αγγελική ήταν πολύ όμορφες, και είχαν γίνει ακόμα καλύτερες καθώς για κάποιες μέρες είχε έρθει και ο Παύλος. Κάναμε τις βόλτες μας σε διάφορα μέρη στην Αθήνα, ήπιαμε τα ποτά μας και τις μπύρες μας, μέχρι και σε βραδιά ντίσκο πήγαμε!

    Η ιδέα είναι του Παύλου, φυσικά. «Παιδιά, ξέρετε τι λείπει από τη ζωή μας; Λίγη ντισκοτέκ!» πετάει ένα βράδυ που καθόμασταν στο σαλόνι.

    «Ντισκοτέκ;» Τον κοιτάζω σαν να είχε προτείνει να πάμε στη Σελήνη. «Εμείς; Σε ντισκοτέκ;»

    «Δε βαριέσαι, το πολύ-πολύ να μας φύγει κανένα ισχίο,» λέει χρησιμοποιώντας ευγενικά τον πληθυντικό της μεγαλοπρέπειας γιατί αν ήταν κάποιος που κινδύνευε να βγει B.L.R, αυτός ήμουν εγώ και όχι εκείνος.

    «Απλά δεν ξέρω αν η Αθήνα είναι έτοιμη για τις χορευτικές μας ικανότητες!» απαντάω κάνοντας κι εγώ χαβαλέ.

    Η Κρινιώ που ακούει τη συζήτηση βάζει τα γέλια. «Α, αυτό θέλω να το δω! Μαμά, τι λες; Πάμε τους δούμε να κάνουν τον Τραβόλτα;»

    Και η Αγγελική, που μπορεί να γεννήθηκε το 1980, ακριβώς δηλαδή στο τέλος της εποχής της disco, αλλά τη λάτρευε, ανάβει σαν λαμπάκι χριστουγεννιάτικου δέντρου. «ΝΑΙ! Ω ναι! Έχω χρόνια να πάω σε disco!»

    Έτσι το Σάββατο το βράδυ, μετά τα γενέθλιά της, και προσπαθώντας ακόμα να χωνέψουμε το αντικριστό, βρισκόμαστε στη Barbarella. Ο Παύλος πρέπει να το είχε σχεδιάσει από πριν έρθει Αθήνα, αλλιώς δεν εξηγείται που βρήκε το σατέν πουκάμισο που τον έκανε να μοιάζει με τον μικρό αδερφό του Tony Manero. Εγώ είχα καταφέρει να χωθώ σε ένα παλιό μαύρο παντελόνι και ένα άσπρο πουκάμισο με τα πρώτα κουμπιά ανοιχτά.

    «Είσαι θεός!» λέει η Κρινιώ προσπαθώντας να μην ξεκαρδιστεί. «Μόνο η χρυσή αλυσίδα σου λείπει!»

    Δεν προλάβαμε σχεδόν να κάτσουμε και βάζει το “You should be dancing”. Ο Παύλος πετάει το σακάκι του, ανεβαίνει στην πίστα και αρχίζει να κάνει κινήσεις που θα ζήλευε και ο John Travolta. Ή θα έπαιρνε τηλέφωνο τον δικηγόρο του. Δεν είμαι σίγουρος.

    Για την Κρινιώ δε συζητάμε, μπορεί να ήταν παιδί των 00’s αλλά δεν το διασκέδασε λιγότερο. Η Αγγελική από την άλλη είχε μπει στο νόημα αμέσως και χόρευε σαν να ήταν πάλι 20 χρονών, με κινήσεις που έδειχναν ότι είχε ζήσει την εποχή στο φουλ.

    «Πάμε, μωρό μου!» μου φωνάζει η Κρινιώ τραβώντας με στην πίστα. «Ώρα να δείξεις τι μπορείς!»

    Και τότε μπαίνει το “Stayin’ Alive” των Bee Gees.

    Νόμιζα ότι θυμόμουν τις κινήσεις. Spoiler alert: Δεν τις θυμόμουν.

    Αρχίζω με το κλασικό δείξιμο προς τον ουρανό και μετά προς το πάτωμα. Μέχρι εκεί καλά. Μετά όμως… Ας πούμε ότι αυτό που ακολουθεί μοιάζει περισσότερο με επιληπτική κρίση παρά με χορό. Προσπαθώ να κάνω το περίφημο hip thrust του Travolta και καταλήγω να μοιάζω σαν να με είχε τσιμπήσει μέλισσα στον καβάλο.

    Ο Παύλος σταματάει να χορεύει και με κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. «Ρε φίλε, τι κάνεις; Καλείς τη βροχή;»

    «Χορεύω, ρε!» φωνάζω, συνεχίζοντας τις …κινήσεις μου.

    «Χορός είναι;» ρωτάει ξεκαρδισμένος. «Νόμιζα ότι προσπαθείς να διώξεις μύγες!»

    Η Κρινιώ έχει διπλωθεί στα γέλια. Προσπαθεί να με μιμηθεί κάνοντας υπερβολικές κινήσεις σαν ρομπότ που έχει κολλήσει. «Κοίτα, μαμά! Κάνω τον Γιώργο!»

    «Πολύ ρεαλιστική απομίμηση!» φωνάζει η Αγγελική σκουπίζοντας τα δάκρυα της από τα γέλια.

    Εγώ όμως δεν το βάζω κάτω με την καμία. Ειδικά όταν στο “Stayin’ Alive” αρχίζω να κάνω και το περίφημο βάδισμα του Travolta. Ή τουλάχιστον αυτό που νόμιζα ότι ήταν το βάδισμα του Travolta. Στην πραγματικότητα περισσότερο μοιάζω με πιγκουίνο που προσπαθεί να περπατήσει σε λάβα.

    Σε κάποια φάση προσπαθώ να κάνω και στροφή με το δάχτυλο στον αέρα. Μεγάλο λάθος. Χάνω την ισορροπία μου και αν δεν με είχε πιάσει ο Παύλος, θα είχα καταλήξει με τα μούτρα στο μπαρ.

    «Και άντε να εξηγήσεις στους γιατρούς του ΚΑΤ τα πως και τα γιατί,» μου λέει σχεδόν κλαίγοντας από τα γέλια.

    Και τότε η Κρινιώ, που είχε κοκκινίσει από τα γέλια, μας πετάει την ατάκα του αιώνα: «Ο Τζωρτζίνος μου και στο χορό του Ζαλόγγου προς τα πάνω θα έπεφτε!»

    Αυτό ήταν. Μας πιάνει τέτοιος βήχας από το γέλιο που αναγκαζόμαστε να δώσουμε τέλος στην παράσταση και να κάτσουμε τον κώλο μας κάτω, έχοντας προσφέρει θέαμα για μια ζωή στους θαμώνες. Ακόμα και ο DJ γύρισε και μας κοίταξε περίεργα, μάλλον αναρωτιόμενος αν χρειαζόμασταν ιατρική βοήθεια.

    «Ξέρετε κάτι;» λέω όταν καταφέρνω να βρω με τα πολλά τις ανάσες μου. «Ο Travolta μπορεί να έχει τις κινήσεις, αλλά εγώ έχω το στυλ!»

    «Ναι,» συμφώνησε ο Παύλος. «Το στυλ του τροχαίου ατυχήματος!»

    «Του sexy τροχαίου ατυχήματος!» τον διορθώνω σηκώνοντας το δάχτυλο.

    «Του sexy γερασμένου τροχαίου ατυχήματος!» προσθέτει η Κρινιώ.

    «Με ντίσκο soundtrack!» συμπληρώνει η Αγγελική.

    Όπως έλεγε και ένας γνωστός μου: αν είναι να ρεζίλι μην το κάνεις απλά. Κάν’το με στυλ, γίνε ρόμπα ξεκούμπωτη… Be a legend!



    Με το που έφυγε η Αγγελική η ζωή μας γύρισε και πάλι στον πιο ήσυχο ρυθμό που είχαμε μπει τους τελευταίους μήνες. Τα Χριστούγεννα Αγγελική και Παύλος μας είπαν ότι είχαν κανονίσει ταξίδι στη Βιέννη, και αυτό μου έδωσε κι εμένα την ιδέα για μια ακόμα έκπληξη στην Κρινιώ μου.

    Κάτι πιο μαγικό, πιο χαρούμενο, πιο …Χριστουγεννιάτικο. Μια εβδομάδα στο χωριό του Άγιου Βασίλη. Μια εβδομάδα στο Ροβανιέμι. Θα μου πεις κατασκευασμένος παράδεισος είναι κι αυτός, όπως η Disneyland. Αλλά πάλι, ακόμα και έτσι, μεγάλο μέρος της ζωής την περνάμε σαν κομπάρσοι της ίδιας της πραγματικότητας. Γιατί λοιπόν να μη γίνουμε, έστω και για μερικές μέρες, πρωταγωνιστές σ’ ένα όνειρο, ακόμα και κατασκευασμένο;

    Όσο η Κρινιώ είναι σήμερα στα απογευματινά της μαθήματα κάθομαι και το ψάχνω αναλυτικά, σκυμμένος πάνω από το tablet σαν μυστικός πράκτορας που σχεδιάζει επιχείρηση, μέχρι και τη συνδρομή των AI (ChatGPT και Claude) ζήτησα για να βρω πληροφορίες και να καταστρώσω το πρόγραμμα. Έκανα τους υπολογισμούς μου, τρίβοντας τα μάτια μου κάθε φορά που έβλεπα τα νούμερα, θα έτρωγε σχεδόν όλο μου το bonus, αλλά εδώ μου είχε φάει το 45% η εφορία, γι’ αυτό θα έσκαγα;

    Δε νομίζω ότι θα φέρει αντίρρηση, αλλά επειδή θέλω να κάνουμε τα πάντα μαζί, πρώτα θέλω πρώτα να της το πω και μετά να κανονίσουμε τα διαδικαστικά. Και από τη στιγμή που το …πλάνο καταστρώθηκε, δεν μπορώ να κάτσω τον κώλο μου κάτω. Σηκώνομαι, κάθομαι, ξανασηκώνομαι, κάνω βόλτες στο σαλόνι σαν λιοντάρι σε κλουβί. Η κλασσική μουσική δε βοηθάει, και έτσι αναγκαστικά και μη, οι πράσινοι φιλόσοφοι θα ακούσουν και πάλι ροκ.

    Ακούω τα κλειδιά στην πόρτα και σχεδόν πετάγομαι από τον καναπέ σαν ελατήριο, τα χέρια μου ανοιγοκλείνουν νευρικά, μέχρι και η Λίζι τρόμαξε και τίναξε την ουρά της αγριεμένα και μου νιαούρισε αποδοκιμαστικά.

    «Καλώς τη μου!» της λέω με το που μπαίνει, ανοίγοντας τα χέρια μου διάπλατα, ενώ η Κρινιώ, όπως πάντα, το πρώτο που κάνει είναι να πετάξει τα παπούτσια της με μια κίνηση που τα στέλνει να πετάξουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις.

    «Αααχ…» κάνει καθώς σηκώνει εναλλάξ τα πόδια της απολαμβάνοντας την ενδοδαπέδια θέρμανση. «Τζωρτζίνο μου!» μου κάνει και έρχεται χοροπηδώντας με μικρά, γρήγορα βήματα και με παίρνει αγκαλιά τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου, και μου δίνει ένα πεταχτό φιλάκι στο στόμα. «Έτσι μου έρχεται να κυλιστώ στο πάτωμα σαν τη Λίζι!» συμπληρώνει, κάνοντας κίνηση σαν να θέλει να γονατίσει, κάνοντάς με να χαχανίσω.

    «Πώς ήταν το μάθημα, καρδούλα μου;» τη ρωτάω τρίβοντας με κυκλικές κινήσεις την πλάτη και τους ώμους της για να τη ζεστάνω, και μόνο που δεν άρχισε να χουρχουρίζει σαν τη Λίζι.

    «ΜΜΜΜ» μου κάνει κλείνοντας τα μάτια και γέρνοντας το κεφάλι της πίσω με απόλαυση. «Το κεφάλι μου έχει γίνει σούπα, και έφαγα και την κίνηση της αρκούδας!» μου λέει κάνοντας μια κίνηση με το χέρι της σαν να διώχνει καπνό από το κεφάλι της με παραπονεμένη φωνή.

    «Θα προτιμούσες παπάκι με αυτό το κρύο;» τη ρωτάω παιχνιδιάρικα σηκώνοντας ένα φρύδι.

    «Ναι, σε είδαμε και στη ζέστη, όταν τόλμησα να στο προτείνω!» μου λέει χαχανίζοντας και σπρώχνοντάς με ελαφρά στο στήθος.

    «Ζεστάθηκε το ποπουδάκι σου με τη βίτσα, εγώ το λέω win-win!» συνεχίζω το χαβαλέ κάνοντας μια κίνηση σαν να κρατάω νοητή βίτσα κερδίζοντας το γέλιο της.

    «Από αυτό δεν έχω παράπονο, καλά το πας! Ειδικά όταν δεν μπορείς να πεις το safeword σωστά!» συνεχίζει το δούλεμα κουνώντας το δάχτυλό της μπροστά στο πρόσωπό μου.

    «Το safeword υποτίθεται ότι είναι για σένα, όχι για μένα!» ανοίγω τα χέρια μου σε ένδειξη απορίας.

    «Είσαι η καλυτεροτερότερη ντροπή των σαδιστών!» μου λέει χαϊδεύοντάς μου τρυφερά τα μάγουλα με τις δυο της παλάμες. Μετά αλλάζει θέμα. «Δε μου λες εσύ μεσιέ, τι έκανες όσο το Κρινιώ σου το έτρωγαν οι δρόμοι; Δεν πιστεύω να σαλιάριζες με Σούλες, Ρούλες, Τούλες και Κούλες, ε; Θα πατάξομε!» σταυρώνει τα χέρια της και με κοιτάζει ύποπτα.

    «Μανία με τις Κούλες,» της λέω χαχανίζοντας. «Μπούλες είπαμε!» και κερδίζω επάξια ένα ping στη μύτη με το δάχτυλό της που κινείται σαν σφυρί για να έχω να πορεύομαι!

    «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» μου κάνει φέρνοντας το πρόσωπό της κοντά στο δικό μου και τινάζοντας το κεφάλι της γεμίζοντάς με σάλια. «Για να μάθεις!»

    «Τώρα δηλαδή έμαθα;» την πειράζω, σκουπίζοντας θεατρικά το πρόσωπό μου, για να κερδίσω ένα μεγαλοπρεπέστατο «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» που με κάνει ακόμα πιο μούσκεμα.

    «Μολόγα τα όλα! Κάθαρμα!» μου λέει προσπαθώντας να μιμηθεί τον αστυνόμο Θεοχάρη.

    «Ε, ναι λοιπόν, το ομολογώ!» σηκώνω τα χέρια ψηλά σε ένδειξη παράδοσης. «Και γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε,» της λέω μιμούμενος τον Μητσοτάκη. Όσο εσένα σε έτρωγαν οι δρόμοι εγώ έκανα σατανικά σχέδια!»

    «Όπως;» με ρωτάει, στενεύοντας τα μάτια της, κοιτάζοντάς με καχύποπτα, και της κάνω νόημα χτυπώντας το χέρι μου στον καναπέ δίπλα μου να κάτσουμε. Παίρνω το tablet στα χέρια μου κρατώντας το σαν μυστικό έγγραφο. «Κλείσε τα μάτια σου!»

    «Χμμμ!» μου κάνει γεμάτη περιέργεια, τρίβοντας τα χέρια της με ανυπομονησία, αλλά υπακούει σφίγγοντας τα μάτια και βάζοντας για καλό και για κακό τα χέρια της πάνω τους. Ανοίγω το keep όπου έχω κάνει όλες μου της σημειώσεις. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα. «Άνοιξε τα!»


    Rovaniemi by Christmas, by the Logistics Magician and occasional Sadists’ disgrace

    Άφιξη στο Rovaniemi

    ➜ Φτάνουμε μεσημεράκι στο αεροδρόμιο του Άη Βασίλη! Κρατάς το χέρι μου, έχει -15 έξω, αλλά ιδρώνουμε από τη χαρά.

    Check-in στο Arctic SnowHotel & Glass Igloos

    ➜ Το igloo μας σε περιμένει με πανοραμική θέα στο βόρειο σέλας… και θερμαινόμενο πάτωμα για τα πατουσάκια σου. Φωτάκια, cozy κουβέρτες, κακάο, τρέμει η Lapland!

    Επίσκεψη στο Santa Claus Village

    ➜ Πάμε να δούμε τον Άη Βασίλη! Τον ρωτάς “Ήμουν καλό κορίτσι;” και σου απαντά “Όχι, ήσουν μια αμαρτωλή; Μια τιποτένια.” Του ρίχνεις χιόνι στη μούρη για να μάθει!

    Βόλτα με έλκηθρο Husky

    ➜ Εσύ φωνάζεις “Yah!” και τα σκυλιά ξεκινάνε. Εγώ φωνάζω “Yah!” και τρώω χιόνι. Μαγεία, γέλια και πάμε σαν τον άνεμο. Πέφτω από το έλκηθρο και αρχίζω τα μπινελίκια στα κοπρόσκυλα.

    Βόλτα με έλκηθρο ταράνδων

    ➜ Αργή, ήσυχη βόλτα μέσα στο χιονισμένο δάσος. Εσύ λες «Ευτυχώς που δεν είμαι τάρανδος, δεν έχει πλάκα χωρίς καμτσίκι!»

    Κυνήγι Βόρειου Σέλαος

    ➜ Στήνουμε την κάμερα, πίνουμε ζεστή σοκολάτα και περιμένουμε. Και τότε… ουρανός-ουράνιο τόξο, αργόσυρτο, ζωντανό. Εγώ κοιτάω εσένα, εσύ τον ουρανό, και όλα είναι τέλεια.

    Snowmobile Safari

    ➜ Σαν James Bond στο χιόνι, μόνο που φωνάζω “ΚΡΑΤΑ ΜΕ!” κάθε φορά που πατάω γκάζι. Και ναι, θα φοράς τη στολή με τα γούνινα αυτιά. Deal with it!

    Δείπνο στο Ice Restaurant

    ➜ Τα πάντα είναι φτιαγμένα από πάγο: τραπέζι, ποτήρια, πιάτα. Αλλά εσύ βάζεις φωτιά τον χώρο. Ζεστό κρασί, εκλεκτό φαγητό και βλέμμα φωτιά.

    Χαλάρωση σε Φινλανδική Σάουνα

    ➜ Μπανάκι με άρωμα πεύκου, ξυλόσομπα και σάουνα μέχρι να εξατμιστούν τα βάσανα του κόσμου. Και μετά χιονοπόλεμο. You have been warned!

    Μικρές εκπλήξεις

    ➜ Άμα τις έγραφα δε θα ήταν εκπλήξεις! ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ


    Η Κρινιώ έχει μείνει άγαλμα και με το στόμα ανοιχτό—αν ήταν καλοκαίρι θα είχε χάψει ότι μυγάκι κυκλοφορούσε στο σπίτι.

    «Πάει, μού ‘μεινε!» λέω χαχανίζοντας ενώ η Κρινιώ πρέπει να έχει πέσει σε boot loop. Και όχι τίποτε άλλο, είναι και εκτός εγγύησης!

    «Εισπνοή-εκπνοή!» της λέω και πάλι πειρακτικά και ακολουθεί ΕΚΡΗΞΗ που θα έκανε το big-bang να μοιάζει με στρακαστρούκα.

    «ΤΖΩΡΤΖΙΝΟ ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ!» φωνάζει ενθουσιασμένη κάνοντας τη Λίζι να χοροπηδήσει. Κυριολεκτικά, έκανε επιτόπιο άλμα προς τα πίσω!

    Εντάξει, εγκρίνει, χαχανίζω από μέσα μου.



    Οι τακτικές μου εξετάσεις από την άλλη, ήταν αυτό που λέμε “left things to be desired.” Ήξερα ότι ζω με δανεικό χρόνο, ήξερα ότι αυτό που έχω κερδίσει μέχρι στιγμής είναι απλή παράταση, αλλά το «Γιώργο, πρέπει να μιλήσουμε,» μας κόβει τα ποδάρια και των δυο.

    Ο Νίκος κλείνει τον φάκελο και τον ακουμπάει μπροστά του, αλλά δεν τον αφήνει από τα χέρια του. Τα δάχτυλά του παίζουν νευρικά με την άκρη, όπως κάνει κάθε φορά που του πέφτει ο κλήρος να πει τα δύσκολα. Ο ήχος του χαρτιού που τσαλακώνεται ελαφρά είναι ο μόνος που ακούγεται στο δωμάτιο. Η Κρινιώ κάθεται δίπλα μου, κρατώντας το χέρι μου με τα δάχτυλα σφιγμένα ανάμεσα στα δικά της. Νιώθω τον σφυγμό της στην παλάμη μου, γρήγορο, ανήσυχο. Το καταλαβαίνει και μόνο από τη στάση του Νίκου. Πριν καν μιλήσει.

    Μια μεγάλη, βαριά σιωπή. Ο Νίκος παίρνει βαθιά ανάσα.

    «Έχουμε μια επιδείνωση,» λέει τελικά. Σταράτα, χωρίς φιοριτούρες. Αυτό εκτιμώ σ’ εκείνον· ποτέ δεν μου χρύσωσε το χάπι.

    Νιώθω τα δάχτυλα της Κρινιώς να σφίγγονται ακόμα πιο δυνατά γύρω από τα δικά μου. Ο αντίχειράς μου χαϊδεύει αυτόματα τη ράχη του χεριού της.

    Η φωνή του είναι ήρεμη αλλά πιο κουρασμένη από ό,τι συνήθως. Τα μάτια του έχουν βαθιές σκιές από κάτω. Ίσως γιατί με παρακολουθεί πέντε χρόνια και ξέρει πως αυτή τη φορά μετράμε αντίστροφα. Ίσως γιατί ξέρει τι πρόκειται να του πω.

    «Από τις τελευταίες αξονικές…» ανοίγει ξανά τον φάκελο, αλλά δεν κοιτάζει τα χαρτιά, τα ξέρει απ’ έξω, «βλέπουμε ενδείξεις για νέες εστίες στο ήπαρ. Μικρές μεν, αλλά ενεργές. Οι δείκτες έχουν ανέβει. Όχι απότομα, αλλά σταθερά.» Σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει κατευθείαν. «Ο οργανισμός σου κρατάει καλά για την πορεία της νόσου, αλλά…»

    Κάνει μια μικρή παύση. Καταπίνει. Βλέπω τον λαιμό του να κινείται.

    «Αυτό δεν θα κρατήσει για πολύ χωρίς ενίσχυση της θεραπείας.»

    Σιωπή. Ακούγεται το βουητό του κλιματιστικού. Κάπου μακριά, ένα τηλέφωνο χτυπάει.

    Κοιτάζω μπροστά μου για λίγο, όχι τον Νίκο. Ούτε την Κρινιώ. Το γραφείο του. Τη φωτογραφία με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του. Χαμογελούν όλοι. Είναι σε κάποια παραλία. Ο μικρός κρατάει έναν κουβά. Τα μάτια μου καρφώνονται για λίγο εκεί, κι ύστερα στρέφομαι σε εκείνον.

    «Τι σημαίνει αυτό πρακτικά;» Η φωνή μου βγαίνει πιο σταθερή απ’ ό,τι περίμενα.

    Ο Νίκος γέρνει λίγο μπροστά, ακουμπώντας τους αγκώνες του στο γραφείο. Τα χέρια του σταυρώνονται μπροστά του.

    «Ενίσχυση της παρηγορικής. Ενδοφλέβια, πάλι.» Κάνει μια μικρή γκριμάτσα, σαν να ζητάει συγγνώμη. «Ίσως αλλαγή φαρμακευτικού σχήματος ή προσθήκη ισχυρότερου αναλγητικού. Αν τα ξεκινήσουμε άμεσα, κερδίζουμε σταθερότητα.»

    Παύση. «Αν περιμένουμε, δεν ξέρουμε πόσο γρήγορα θα επιδεινωθεί η εικόνα.» Ακουμπάει πίσω στην καρέκλα του, τα χέρια του ανοίγουν σε μια χειρονομία ειλικρίνειας. «Δεν είσαι ακόμη στο κρίσιμο σημείο, αλλά πλησιάζεις. Μπορεί να έχεις εβδομάδες ή μήνες σταθερότητας, αλλά μπορεί και όχι.»

    Νιώθω την Κρινιώ να αναδεύεται δίπλα μου. Το σώμα της στρέφεται ελαφρά προς το μέρος μου. Η Κρινιώ γυρίζει προς το μέρος μου, ήδη έτοιμη να μιλήσει. Βλέπω τα χείλη της να ανοίγουν, την ανάσα της να παίρνει. Ξέρω τι θα πει. Όχι “πάμε να το ξεκινήσουμε”—”δεν παίρνουμε ρίσκα”. Αλλά της σφίγγω το χέρι λίγο πιο δυνατά—ένα σιωπηλό “περίμενε”—και γυρίζω πάλι στον Νίκο.

    «Θέλω να ξεκινήσουμε…» κάνω μια μικρή παύση, νιώθω την ένταση στο δωμάτιο να ανεβαίνει, «αλλά μετά το ταξίδι.»

    Ο Νίκος σηκώνει απότομα τα μάτια του από τον φάκελο. Τα φρύδια του ανασηκώνονται ελαφρά. Με κοιτάζει με έκφραση που δεν είναι αποδοκιμασία, αλλά κάτι ανάμεσα σε κατανόηση και σιωπηλό ερώτημα.

    «Ροβανιέμι,» λέω. Χαμογελάω ελαφρά. «Ήταν η Χριστουγεννιάτικη έκπληξη. Για την Κρινιώ.» Παύση. «Για μένα.» Άλλη μια παύση, πιο μεγάλη. «Γιατί μπορώ ακόμα.»

    Δεν λέει τίποτα. Απλώς με κοιτάζει. Τα δάχτυλά του έχουν σταματήσει να παίζουν με τον φάκελο. Περιμένει να συνεχίσω.

    «Δεν παλεύω για να επιβιώσω, Νίκο.» Σηκώνω ελαφρά το σαγόνι μου. «Παλεύω για να ζήσω.» Η λέξη βγαίνει με έμφαση, σχεδόν σκληρή. «Αν ξεκινήσω τώρα τις ενδοφλέβιες, δε θα πάμε πουθενά.»

    Γέρνω μπροστά, τα μάτια μου δεν φεύγουν από τα δικά του. «Θέλω να το καθυστερήσουμε όσο γίνεται. Θα κάνω ό,τι χρειάζεται, αλλά…» σταματώ, παίρνω βαθιά ανάσα, «μετά το Ροβανιέμι.» Σταματάω και πάλι. «Εδώ τραβάω τη γραμμή μου.»

    Μακρά, βαριά σιωπή. Ακούω την Κρινιώ να αναπνέει δίπλα μου, γρήγορα, ρηχά.

    Ο Νίκος στηρίζεται στην καρέκλα του με έναν ήχο που μοιάζει με αναστεναγμό και τρίβει τη μύτη του με τον δείκτη, κουρασμένος. Τα μάτια του κλείνουν για μια στιγμή. Κοιτάζει την Κρινιώ. Μια σιωπηλή ερώτηση περνάει ανάμεσά τους. Εκείνη δεν έχει πάρει τα μάτια της από πάνω μου. Μάγουλα χλωμά, βλέμμα καρφωμένο, τα χείλη της σφιγμένα σε μια λεπτή γραμμή, αλλά δεν διαφωνεί. Απλώς κάθεται σιωπηλή, λες και κρατά την ανάσα της.

    Τελικά, μετά από αυτό που μοιάζει σαν αιώνας ο Νίκος γνέφει αργά. Μια φορά. Δύο. Σαν να πείθει τον εαυτό του. «Έχεις ένα παράθυρο.» Η φωνή του είναι χαμηλή, προσεκτική. «Δεν στο εγγυώμαι, αλλά το έχεις.» Σταματάει, με κοιτάζει στα μάτια. «Κάθε μέρα μετράει.»

    «Μετράει ήδη, φίλε μου,» του απαντώ. Νιώθω ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη μου, ειλικρινές αυτή τη φορά. «Κάθε μέρα είναι ένα μικρό θαύμα.»

    Γυρίζω να κοιτάξω την Κρινιώ. Τα μάτια της είναι υγρά, βουρκωμένα, αλλά δεν αφήνει δάκρυ να κυλήσει. Καταπίνει, σηκώνει λίγο το σαγόνι της. Μου χαμογελάει. Είναι ένα μικρό χαμόγελο, τρεμάμενο στις άκρες, αλλά γεμάτο αποφασιστικότητα. Το χέρι της σφίγγει το δικό μου μια τελευταία φορά, δυνατά, σαν υπόσχεση.



    Το ίδιο απόγευμα, στο σπίτι, κάθεται στον καναπέ με τα γόνατα μαζεμένα, τα χέρια της μπλεγμένα γύρω τους σαν να προσπαθεί να προστατευτεί από κάτι αόρατο. Το σώμα της είναι μια σφιχτή μπάλα. Έχει αφήσει τα μαλλιά της λυτά, και με κάθε μικρή κίνηση πέφτουν μπροστά στο πρόσωπό της σαν κουρτίνα που την κρύβει από τον κόσμο. Δεν λέει τίποτα. Από την ώρα που φύγαμε από τον Νίκο, έχει βυθιστεί σε μια σιωπή που δεν μπορώ να σπάσω, μόνο να περιμένω.

    Οι μόνοι ήχοι είναι η κλασσική μουσική για τους πράσινους φιλόσοφους που παίζει σε χαμηλή ένταση και το ρολόι στον τοίχο, το οποίο περισσότερο το νιώθω παρά το ακούω. Τικ. Τακ. Τικ. Τακ.

    Στέκομαι για λίγο πίσω της, τα χέρια μου κρέμονται αβέβαια στο πλάι μου. Μετά κάθομαι δίπλα της. Ο καναπές βουλιάζει ελαφρά με το βάρος μου. Περιμένω. Μετρώ τις ανάσες μου. Της ακουμπάω το χέρι στον ώμο. Απαλά, σχεδόν διστακτικά. Δεν τραβιέται, αλλά δεν αντιδρά. Είναι σαν να αγγίζω μάρμαρο. Σα να έχει γίνει πέτρα μόνο κα μόνο για να μην καταρρεύσει. Μακρά, βασανιστική σιωπή. Ακούω την ανάσα της, ρηχή, ακανόνιστη.

    «Ξεκίνα αύριο,» μου λέει τελικά. Η φωνή της ήρεμη, αλλά τα λόγια της κόβουν σαν νυστέρι. «Δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί. Δεν μπορώ να ρισκάρω…» Σταματάει. Καταπίνει. Βλέπω τον λαιμό της να κινείται.

    Στρέφεται προς το μέρος μου απότομα, τα μαλλιά της πετάγονται σαν μαστίγιο, με βλέμμα που γυαλίζει. «Δεν μπορώ να ρισκάρω να σου συμβεί κάτι εκεί.» Η φωνή της σπάει στη μέση της πρότασης. «Εκεί που δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Εκεί που θα είμαστε μακριά από όλους και απ’ όλα.»

    Τα χέρια της τρέμουν τώρα. Τις βλέπω να σφίγγονται και να ξεσφίγγονται στην ποδιά της.

    Την κοιτάζω για λίγο. Αφήνω τη σιωπή να απλωθεί ανάμεσά μας, να γεμίσει το δωμάτιο. Δεν την κόβω. Την αφήνω να πάρει μια βαθιά ανάσα—τρεμάμενη, δύσκολη—και να προσπαθήσει να ανασυνταχθεί. Την αγαπώ ακόμα και μέσα στον πανικό της. Ίσως ειδικά τότε.

    «Κρινιώ μου,» της λέω τελικά, με φωνή ήρεμη, σταθερή. Παίρνω τα χέρια της στα δικά μου. Είναι παγωμένα. «Είμαι ευγνώμων στη Θεά Τύχη που σε έστειλε στο δρόμο μου.»

    Παύση. Κοιτάζω τα δάχτυλά μας που μπλέκονται. «Είμαι ευγνώμων που η ζωή μου—έστω και στα τελειώματά της—βρήκε και πάλι πραγματικό νόημα.»

    Σηκώνω το βλέμμα μου, βρίσκω τα μάτια της. «Εσύ το έδωσες. Εσύ και η Λίζι.» Μικρή παύση. «Το ξέρω ότι φοβάσαι. Το βλέπω. Το νιώθω. Αλλά άκουσέ με σε παρακαλώ.»

    Γέρνω λίγο πιο κοντά της. Νιώθω τη ζεστασιά της, την ανάσα της που χτυπάει το μάγουλό μου. Εκείνη με κοιτάζει σιωπηλή, τα χέρια της σφιγμένα τόσο δυνατά που τα νύχια της πρέπει να χώνονται στις παλάμες της.

    «Είναι ρίσκο, το ξέρω, το καταλαβαίνω.» Ανασαίνω βαθιά. «Αλλά το cost-vs-benefit είναι συντριπτικό όπως και να το δεις. Το κόστος το γνωρίζουμε— είναι το χειρότερο σενάριο.» Κουνάω ελαφρά το κεφάλι μου. «Αλλά χωρίς στιγμές σαν το Ροβανιέμι, το benefit είναι αμφίβολο.»

    Η φωνή μου σπάει ανεπαίσθητα στις τελευταίες λέξεις. Κλείνω για μια στιγμή τα μάτια μου. Περνάω το χέρι μου στα μαλλιά μου, αφήνω τα δάχτυλά μου να μείνουν λίγο στο μέτωπο. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ, να βρω τις σωστές λέξεις.

    «Το ταξίδι, Κρινιώ, έχει γαλάζιες θάλασσες.» Η φωνή μου γίνεται πιο απαλή, σχεδόν ονειρική. «Έχει και φουρτούνες.» Παύση. «Ναι, μπορείς να μείνεις σε έναν όρμο, ασφαλής, με τα πανιά δεμένα και την άγκυρα ριγμένη. Να ελπίζεις ότι η θάλασσα δε θα σε ρίξει στα βράχια.»

    Κουνάω το κεφάλι μου αργά. «Αλλά αυτό δεν είναι ταξίδι, Κρινιώ. Αυτό είναι αγκυροβόλημα.» Σταματώ, παίρνω ανάσα. «Κι εγώ… εγώ θέλω να φύγω με πανιά ανοιχτά. Αλλιώς… αλλιώς δεν έχει νόημα…»

    Σιωπή. Ακούω την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά στο στήθος μου.

    Γυρίζω προς το μέρος της και την κοιτάζω βαθιά στα μάτια. Σηκώνω το χέρι μου, παραμερίζω απαλά μια τούφα μαλλιών από το πρόσωπό της.

    «Δε σου ζητάω απλώς να με ακολουθήσεις.» Η φωνή μου είναι σχεδόν ψίθυρος τώρα. «Σου ζητάω να καταλάβεις. Να συμφωνήσεις. “Μαζί,” μου είχες πει από την πρώτη φορά. “Τα πάντα μαζί”.»

    Τονίζω τη λέξη.

    «Όλες μας τις αποφάσεις.»

    Σιγή. Για μερικά δευτερόλεπτα μόνο. Αλλά μοιάζουν αιώνας. Βλέπω κάτι να αλλάζει στο πρόσωπό της. Οι ώμοι της χαλαρώνουν ελαφρά. Τα μάτια της μαλακώνουν.

    Μετά τη βλέπω να αφήνει τα χέρια της να ξεγλιστρήσουν, αργά, σχεδόν διστακτικά, να κουμπώνονται πάνω στα δικά μου. Τα δάχτυλά της είναι ακόμα κρύα, αλλά η λαβή τους είναι σταθερή. Τα μάτια της είναι γεμάτα. Από φόβο. Από τρυφερότητα. Από αποδοχή.

    Ανοίγει το στόμα της. Κλείνει. Καταπίνει. Προσπαθεί ξανά.

    «Θα βάλουμε και τις μπότες τις χιονιού;» μου λέει σιγανά. Η φωνή της τρέμει, αλλά στις άκρες των χειλιών της παίζει το φάντασμα ενός χαμόγελου.

    Νιώθω κάτι να λυγίζει μέσα μου. Κλείνω τα μάτια μου για μια στιγμή, αφήνω την ανακούφιση να με πλημμυρίσει.

    Χαμογελώ. Είναι ένα αργό, τρυφερό χαμόγελο που ξεκινάει από τα μάτια μου. Τη φέρνω κοντά μου με μια κίνηση απαλή, σχεδόν ευλαβική και τη φιλάω απαλά στο μέτωπο. Τα χείλη μου μένουν εκεί για μια στιγμή, νιώθω τη ζεστασιά του δέρματός της.

    Μένουμε έτσι για λίγο, ακίνητοι. Το μόνο που ακούγεται η μουσική που ποτέ δε σταματά και οι ανάσες μας που σιγά-σιγά συγχρονίζονται. Νιώθω την ένταση να φεύγει από το σώμα της, να ακουμπάει πάνω μου.

    Κάπου μακριά, ένα αυτοκίνητο περνάει. Η ζωή συνεχίζεται έξω από αυτό το δωμάτιο. Αλλά εδώ, σε αυτή τη στιγμή, ο χρόνος έχει σταματήσει. Και μέσα στο καταχείμωνο της αρρώστιας μου, μύρισε και πάλι άνοιξη.

    Πώς το είχε πει ο Ελύτης; “Ένα το χελιδόνι, κι η άνοιξη ακριβή.”

    Όποιο και αν είναι το τίμημα θα το πληρώσω με όλη μου την ψυχή…

    Γιατί ο βορράς μάς περιμένει. Με τον Άγιο Βασίλη, και τα ξωτικά, και τους τάρανδους, και όλη τη μαγεία των Χριστουγέννων. Όλη τη μαγεία της ζωής.

    Της ζωής.-

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---