Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ο τελευταίος χορός

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 30 Μαρτίου 2025.

  1. BDSM_Couple

    BDSM_Couple New Member

    Να το στείλεις οπωσδήποτε..
     
  2. Γερακι

    Γερακι Regular Member

    Εχεις αργησει ηδη!!!
     
  3. antreas Armatas

    antreas Armatas Regular Member

    Να το στείλεις.
    Είναι ένα πολύ ωραίο κείμενο.
    .
     
  4. ERW

    ERW OWNED AND COLLARED SLAVE

    Με απλα λογια. ΕΥΓΕ
     
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 21ο - Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά

    Όπως ήταν λογικό, τις επόμενες μέρες η Κρινιώ κατέβαινε Μαρούσι μόνο για τις βάρδιες της, και δύο απογεύματα στη σχολή, καθώς είχε δύο σημαντικά μαθήματα που παρακολουθούσε και είχε την τύχη να τα έχει τις ίδιες μέρες και τα δύο. Μην έχοντας πραγματικό λόγο να κατέβω κι εγώ Μαρούσι, κάθισα να δουλέψω home office.

    Όσο για τις μετακινήσεις μας αν χρειαζόμασταν να πεταχτούμε με την Αγγελική για ψώνια, είχαμε το αυτοκίνητό της, καθώς το δικό μου το είχε πλέον σχεδόν μόνιμα η Κρινιώ.

    «Δεν ξέρεις πόσο ησύχασε το κεφάλι μου από τότε που σταμάτησε να πηγαινοέρχεται με το μηχανάκι!» μου λέει κάποια στιγμή με εμφανή ανακούφιση η Αγγελική, αφήνοντας να ξεφύγει μια βαθιά ανάσα που έμοιαζε να κρατούσε για μήνες.

    «Ναι, πλέον το μηχανάκι είναι μόνο για να πεταχτεί κάπου εδώ δίπλα,» της λέω. Κάνω μια παύση και χαμογελάω πλάγια. «Μη νομίζεις, στην αρχή μου έκανε τη ζόρικη!»

    «Η Κρινιώ τέτοιο πράγμα; Πέφτω από τα σύννεφα,» μου απαντάει ειρωνικά, σηκώνοντας θεατρικά το ένα φρύδι και βάζοντας το χέρι στο στήθος σε ψεύτικη έκπληξη.

    Σηκώνομαι από την καρέκλα και αρχίζω να βηματίζω στο δωμάτιο, μιμούμενος τις κινήσεις της Κρινιώς με υπερβολικές χειρονομίες:

    «Μα είναι σα μαούνα! Πού θα το παρκάρω αυτό το πράγμα στην Καλλιθέα;» της λέω προσπαθώντας να μιμηθώ την Κρινιώ, ανοίγοντας τα χέρια μου διάπλατα για να δείξω το μέγεθος.

    «Έχει parking assist γι’ αυτό το λόγο! Δικαιολογίες κομμένες, σκάσε και κολύμπα!» συνεχίζω, αλλάζοντας στάση σώματος, βάζοντας τα χέρια στη μέση και υψώνοντας το σαγόνι μου επιβλητικά, αναφέροντας την απάντησή μου!

    «Ουφ! Αυτό λέγεται καταπίεση!» ξανακάνω, σταυρώνοντας θεατρικά τα χέρια και κάνοντας μια δραματική στροφή, προσπαθώντας να μιμηθώ την Κρινιώ.

    Και εκεί φυσικά δεν λέω αυτά που πραγματικά ειπώθηκαν, δηλαδή το «Κάτσε καλά θα σου μαυρίσω τον κώλο,» στο οποίο έλαβα απάντηση «Με τη ζώνη είναι πιο αποτελεσματικό, Τζωρτζίνο μου!» οπότε στην Αγγελική λέω την …τσάμικη απάντηση. «Να διαμαρτυρηθείς στο σωματείο!», κάνοντας την Αγγελική να βάλει τα γέλια με τη θεατρικότητα της αναπαράστασης.

    «Κέρδισες επάξια το μουσακά!» μου λέει παιχνιδιάρικα, δείχνοντας μέ με το δάχτυλο σαν να με επιβραβεύει, κάνοντας τα μάτια μου ν’ αστράψουν από προσμονή! «Και όχι μόνο για το μηχανάκι.»

    «Δε βαριέσαι, και μπάμιες να μου έφτιαχνες, πάλι το ίδιο θα έκανα,» της λέω ρυτιδώνοντας τη μύτη μου με αηδία στη σκέψη τους και βάζει τα γέλια, έχω απίστευτη αντιπάθεια στις μπάμιες. Καθαρίζω τον λαιμό μου και ακουμπάω πιο άνετα στην καρέκλα μου. Αλλάζω θέμα στα γρήγορα. «Λοιπόν, δε μου είπες, πώς σου φαίνεται η ζούγκλα μας;»

    «Υπέροχη!» μου λέει χαμογελώντας μου ειλικρινά, και τα μάτια της γυρίζουν γύρω-γύρω στο δωμάτιο σαν να απορροφά κάθε λεπτομέρεια. «Το έχετε κάνει πολύ όμορφο το σπιτικό σας,» συνεχίζει, και δε μου διαφεύγει πως χρησιμοποιεί τη λέξη, γιατί καταλαβαίνω πολύ καλά πως την εννοεί.

    «Εγώ απλά εκτελώ διαταγές!» της λέω σηκώνοντας τα χέρια σε ένδειξη παράδοσης κερδίζοντας και πάλι το γέλιο της. «Όλο το υπόλοιπο είναι Κρινιώ. Από τα φυτά της—ρε συ η μουρλέγκω η κόρη σου τα έχει ονομάσει όλα, και μου τη λέει και από πάνω που δεν τα θυμάμαι—» ξεκινάω να πω κουνώντας το κεφάλι μου με ψεύτικη απόγνωση και σταματάω καθώς η Αγγελική βάζει δυνατά γέλια. «Για να μην πω για την κλασσική μουσική. Εντάξει, κι εμένα μ’ αρέσει, αλλά κάπου ώπα! Να ξέρεις πάντως όταν η κόρη σου ξεπορτίζει, τους βάζω κρυφά metal!» συνεχίζω, κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι, κερδίζοντας ακόμα πιο δυνατά γέλια.

    «Τι κρυφά καημένε; Αφού τα ομολόγησες όλα, μου τα είπε!» μου λέει γελώντας ακόμα και σκουντώντας με στον ώμο.

    «Ορίστε, πάω να το παίξω σκληρός καργιόλης και με δίνει στεγνά στη μάνα της!» της πετάω τάχα μου απελπισμένος, ρίχνοντας το κεφάλι μου πίσω δραματικά.

    «Α, εγώ με την Κρινιώ δεν έχουμε μυστικά μεταξύ μας!» λέει περήφανα, ισιώνοντας τη ράχη της.

    ‘Ναι, καλά, ας ήξερες για το γειτονόπουλό σας το Νίκο, και αν δεν έβγαινες με το αεροβόλο να κάνεις σκοποβολή με την πάρτη του, έστω και δέκα χρόνια αργότερα, να μη με λένε Γιώργο,’ σκέφτομαι από μέσα μου αλλά κατορθώνω να μη χαχανίσω και μας δώσω στεγνά και τους δύο.

    «Το βλέπω και φρίττω!» της απαντάω χαμογελώντας και μετά το πρόσωπό μου σοβαρεύει απότομα. Κάνω μια μεγάλη παύση, κοιτάζοντας τα χέρια μου που είναι σταυρωμένα στο τραπέζι.

    «Τέσσερεις τοίχοι και μια κεραμοσκεπή ήταν πριν,» λέω σιγανά, η φωνή μου χαμηλώνει σχεδόν σε ψίθυρο. «Η Κρινιώ το έκανε σπιτικό.» Σηκώνω το βλέμμα μου και την κοιτάζω κατευθείαν στα μάτια. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.

    Και εκεί της πετάω τη βόμβα. «Και όταν έρθει ο καιρός θα το μεταβιβάσω στο όνομά της.»

    «ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;» με ρωτάει γουρλώνοντας τα μάτια, το σώμα της παγώνει εντελώς, το ποτήρι που κρατούσε μένει στον αέρα στα μισά της διαδρομής προς το στόμα της.

    Γέρνω μπροστά, ακουμπώντας τους αγκώνες μου στο τραπέζι, το βλέμμα μου σταθερό και αποφασισμένο. «Δεν έχω κληρονόμους, Αγγελική. Δεν έχω παρά μακρινούς συγγενείς, και το σπίτι δε θέλω να καταλήξει σε καμιά τράπεζα ή στο Δημόσιο.»

    Κάνω μια μικρή παύση, αφήνοντας τα λόγια να κατακάτσουν. «Όταν έρθει ο καιρός θα της το μεταβιβάσω. Χωρίς όρους και χωρίς μικρά γράμματα.»

    Κουνάω ελαφρά το κεφάλι μου για έμφαση. «Και δε θα τη βάλω καν στη διαδικασία να σκέφτεται γάμο ή συμβόλαιο συγκατοίκησης, θα πληρώσω εγώ το φόρο δωρεάς, δόξα τω Θεώ τα λεφτά υπάρχουν και δε θα τα πάρω μαζί μου.»

    Η Αγγελική έχει μείνει άγαλμα να με κοιτάζει, το ποτήρι ακόμα στον αέρα, τα χείλη της μισάνοιχτα, προσπαθώντας να καταλάβει αν σοβαρολογώ.

    «Αναγκαστικά λοιπόν, και μέχρι να γίνει αυτό, μάνα και κόρη θα έχετε μυστικά μεταξύ σας.» Ακουμπάω πίσω στην καρέκλα μου, συνεχίζοντας να την κοιτάζω στα μάτια. «Θα της το πω εγώ όταν έρθει εκείνη η ώρα, μέχρι τότε είναι μεταξύ μας.»

    «Γιώργο…» η φωνή της τρέμει ελαφρά, κατεβάζει επιτέλους το ποτήρι με χέρια που τρέμουν αισθητά.

    «Δώσε μου το λόγο σου, Αγγελική,» της λέω σοβαρά, σκύβοντας και πάλι προς το μέρος της.

    «Γιώργο…» πάει να πει, τα μάτια της γυαλίζουν από τα δάκρυα που αρχίζουν να μαζεύονται.

    «Το λόγο σου, μόνο αυτό θέλω να ακούσω,» η φωνή μου είναι ήρεμη αλλά αμετάκλητη.

    Βλέπω να τα καταπίνει δύσκολα, να ανοιγοκλείνει τα μάτια της προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα. Τελικά κουνάει το κεφάλι της αργά, αποφασιστικά.

    «Στο λόγο μου.» Κάνει μια παύση, παίρνει βαθιά ανάσα. «Στο λόγο μου,» μου επαναλαμβάνει δακρυσμένη, και το χέρι της απλώνεται διστακτικά πάνω από το τραπέζι σαν να θέλει να αγγίξει το δικό μου, αλλά σταματάει στη μέση.

    Το κάνω εγώ για εκείνη. Της το πιάνω απαλά και το σφίγγω, γνέφοντας αργά προς το μέρος της. «Σ’ ευχαριστώ,» της λέω ψιθυριστά.



    Με την Κρινιώ δεν είχαμε κάνει ποτέ συζήτηση για τα οικονομικά μου, το μόνο που ήξερε είναι ότι είχα κάποια χρήματα στην άκρη για ώρα ανάγκης, αλλά γι’ αυτό ήξερε τα είκοσι χιλιάρικα που είχα βάλει στον κοινό μας λογαριασμό, και τίποτε άλλο. Όταν κάναμε την ανακαίνιση, της είχα πει ότι έτσι κι αλλιώς χρειαζόταν να γίνει και τρίψιμο στα πατώματα και στα έπιπλα της κουζίνας και βάψιμο, και απλά δεν το είχα κάνει γιατί μέχρι και να τη γνωρίσω απλά ένιωθα δεν είχε νόημα.

    Το μόνο over-the-top, αν μπορεί κανείς να το πει αυτό, ήταν τα φυτά, το καινούργιο νεσεσέρ και η πέργκολα στη μεγάλη βεράντα στον κήπο. Η ίδια δε μου είχε ζητήσει ποτέ δεκάρα για το οτιδήποτε, τα δικά της έξοδα τα κάλυπτε αυστηρά από το μισθό της. Φοβερά προσεκτική και οικονόμα, και πλέον με μεγαλύτερο μισθό από αυτόν που έπαιρνε ως part time barista, και χωρίς να χρειάζεται να συντηρεί και το δικό της σπίτι, μέχρι και χρήματα στην άκρη κατάφερνε να μαζεύει.

    Είχα κουραστεί πολύ για να σκεφτώ τι δώρο θα της πάρω για τα γενέθλιά της. Ήθελα να είναι κάτι προσωπικό, κάτι δικό μου, αλλά χωρίς να την κάνω να νιώσει—και ακόμα χειρότερα για λάθος λόγο—οποιαδήποτε πίεση. Δαχτυλίδι λοιπόν ήταν out of the question. Και εδώ που τα λέμε, ούτε και η ίδια ήταν των κοσμημάτων.

    Φορούσε δυο απλά σκουλαρίκια, δυο δαχτυλίδια στο αριστερό της χέρι, και μια χρυσή καδένα με σταυρό στο λαιμό, δώρο του πατέρα της όταν ήταν κοριτσάκι. Η άλλη καδένα, δικό μου δώρο, ήταν ένα μια γουστόζικη καδένα ποδιού που τη φορούσε πάνω από το δεξί της αστράγαλο, όταν δεν έβαζε καλσόν.

    Τελικά ήταν τόσο απλό που χαμογέλασα με την χαζομάρα μου. Η Κρινιώ μου λατρεύει τα φυτά οπότε ψάχνοντας για ιδέες έμαθα για τα terrarium, και ψάχνοντας ακόμα περισσότερο είδα ένα που το ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά.

    Ήταν ένα γυάλινο πολύεδρο με ύψος λίγο πιο πάνω από μια κανάτα, και σχήμα που θύμιζε κάτι ανάμεσα σε γλυπτό και κοσμικό κρύσταλλο. Οι έδρες του, πλαισιωμένες με λεπτό, μεταλλικό περίγραμμα, δημιουργούσαν την αίσθηση ενός μυστικού αντικειμένου—σαν να είχε ξεχαστεί εκεί από κάποιον αλχημιστή.

    Το εσωτερικό του ήταν ένας μικρόκοσμος. Στρώσεις από μικρά, γυαλιστερά βότσαλα στη βάση, από πάνω λεπτό στρώμα χώματος και, στη συνέχεια, ένα ολόκληρο τοπίο από βρύα σε αποχρώσεις του πράσινου που έμοιαζαν να πάλλονται ζωντανά. Ανάμεσά τους, μικρά κομμάτια ξύλου—όχι απλώς κλαδιά, μα φθαρμένοι κορμοί, σαν μινιατούρες από γέρικα δέντρα—έδιναν την εντύπωση ριζωμένων γιγάντων σε ένα δάσος άλλης κλίμακας. Όλα έμοιαζαν τόσο προσεκτικά τοποθετημένα, που ένιωθες ότι αν έστρεφες το βλέμμα σου για λίγο, ίσως τα δεις να κινούνται αργά, ανεπαίσθητα, με ρυθμό φυσικής ανάσας.

    Ήταν σαν να είχε παγιδευτεί ένα μικρό κομμάτι ζούγκλας σε γυάλινο φυλακτό. Όχι μόνο για να στολίζει, αλλά για να θυμίζει ότι και μέσα στο πιο μικρό σκεύος, μπορεί να χωρέσει ένας ολόκληρος κόσμος—αρκεί να του δώσεις φως, χώρο και αγάπη.

    Και για το χαβαλέ; Μια συλλογή από CD με τα καλύτερα ρεμπέτικα από Βαμβακάρη, Χατζηχρήστο, Περπινιάδη, Χιώτη, Παπαϊωάννου, Εσκενάζι, Νίνου, Τσιτσάνη, Μάθεση, και τους λοιπούς γίγαντες, συνοδευόμενα με μια κάρτα «Γιατί, αν μη τι άλλο, οι ρεμπέτες αγαπούσαν το “χόρτο”»

    Αυτό ήταν το προσωπικό μου δώρο. Το άλλο, ήταν δώρο και προς την Κρινιώ και την Αγγελική, μια ολόκληρη μέρα σε SPA, το πλήρες πρόγραμμα, εδώ δεν κάνουμε τσιγκουνιές. Όσο για μένα κάτι θα έβρισκα να κάνω.



    Το Σάββατο που είναι τα γενέθλιά της στήνουμε barbeque, άλλωστε έχει όμορφη μέρα και ο καιρός το ευνοεί. Γιάννης και Κατερίνα έρχονται και αυτοί νωρίς, και όσο η Κρινιώ κάνει περιήγηση στην Κατερίνα στην εσωτερική μας ζούγκλα, εγώ με τον Γιάννη και τον Παύλο είμαστε στην εξωτερική και στήνουμε υπερθέαμα.

    Ο Παύλος, παρόλο που δεν έχει καμία σχέση με Κρήτη, ξέρει να φτιάχνει αντικριστό. Είχε πετάξει την ιδέα και με είχε αφήσει χαζό. Είχα δοκιμάσει κι εγώ αντικριστό, και ήταν το καλύτερο αρνί που είχα φάει ποτέ στη ζωή μου, αλλά δεν είχα τον αντίστοιχο εξοπλισμό.

    «Σιγά τον εξοπλισμό που χρειάζεται! Κατάλληλες σούβλες να πάμε να πάρουμε, και το πλέγμα στο στήνω εγώ στο πι και φι,» λέει ο Παύλος χτυπώντας το στήθος του με αυτοπεποίθηση.

    Δόξα τω Θεώ, το οικόπεδο είναι αρκετά μεγάλο, και επειδή δε μου αρέσει το γκαζόν τα χόρτα ήταν από την χλωρίδα της περιοχής, που απλά φρόντιζα το καλοκαίρι να τα καθαρίζω για λόγους πυρασφάλειας. Με τη λιακάδα για σύμμαχο και άπλετο χώρο, τα είχαμε όλα έτοιμα από χθες. Ακόμα καλύτερα στην πλατεία της Άνοιξης είχε ανοίξει ένα κρητικό χασάπικο, και το κόψιμο του κρέατος και το πέρασμα στις σούβλες το είχε κάνει ο ίδιος ο χασάπης.

    Το μόνο που θα χρειαζόταν να κάνουμε ήταν να τα αλατίσουμε, να τα τοποθετήσουμε στο πλέγμα και να τα ψήσουμε. Χάρη στο τζάκι, που κυρίως υπήρχε για διακόσμηση και που μέχρι πέρσι το άναβα στη χάση και στη φέξη, είχα στο υπόστεγο αρκετά ξύλα, μεταξύ των οποίων ελιά, η οποία είναι και το καλύτερο ξύλο για να ψήσεις αντικρυστό.

    «Έχετε ελιά;» με ρωτάει ο Παύλος με μάτια που γυαλίζουν από προσμονή.

    «Φυσικά και έχουμε! Για τι μας πέρασες, για τίποτα τριτοδεύτερους;» του απαντάω κάνοντας χαβαλέ.

    «Ω ρε μάνα μου!» λέει με ενθουσιασμό που δεν κρύβεται. «Τώρα θα δείτε τι σημαίνει αντικρυστό!»

    Γύρω στις εννιά ανάβουμε τη φωτιά και στις δέκα αρχίζουμε να τοποθετούμε τις σούβλες περιμετρικά στο πλέγμα. Το ψήσιμο παίρνει γύρω στις τέσσερεις ώρες και το μόνο που απαιτεί είναι δυνατή φωτιά, και επειδή η ελιά είναι βραδύκαυστη, μας παίρνει μια ώρα μέχρι η φωτιά στο λάκκο να γίνει όσο δυνατή πρέπει.

    Ο Παύλος τοποθετεί τις σούβλες στο πλέγμα με την ακρίβεια ωρολογοποιού που επιδιορθώνει κάποιο παλιό ρολόι. Αυτό ήταν! Το μόνο που χρειάζεται πλέον είναι να συντηρηθεί η φωτιά και σε τρεις και κάτι ώρες από τώρα να γυρίσουμε μεριά τα κρέατα για άλλη μισή ώρα.

    «Ρε συ, που τα έμαθες όλα αυτά;» τον ρωτάει ο Γιάννης καθώς τον βλέπει να κινείται με τέτοια σιγουριά γύρω από τη φωτιά.

    «Έκανα τη θητεία μου στα Χανιά,» απαντάει ο Παύλος χαμογελώντας. «Είχαμε έναν λοχία από το Ρέθυμνο που μας έβαζε κάθε Κυριακή να κάνουμε αντικριστό για όλο το φυλάκιο. Ή μάθαινες ή πέθαινες από την πείνα!»

    Καθόμαστε όλοι στην πέργκολα και πίνουμε, στην αρχή το καφεδάκι μας, και μετά το κρασάκι μας, τρώγοντας τους μεζέδες που είχαν ετοιμάσει αποβραδίς η Κρινιώ με την Αγγελική, συζητώντας, γελώντας και φωνάζοντας. Κλασσικό ελληνικό τραπέζωμα, τα γνωστά δηλαδή.

    «Πω-πω, τι μελιτζανοσαλάτα είναι αυτή!» αναφωνεί η Κατερίνα παίρνοντας άλλη μια μπουκιά. «Ποια από τις δύο σας την έφτιαξε;»

    «Συνεργατική προσπάθεια!» απαντάει η Κρινιώ περήφανα. «Η μαμά έψησε τις μελιτζάνες στα κάρβουνα και εγώ έβαλα το μυστικό συστατικό!»

    «Το οποίο είναι;» ρωτάει ο Γιάννης με περιέργεια.

    «Ε, αν στο πω δεν θα είναι μυστικό!» του απαντάει η Κρινιώ κουνώντας το δάχτυλό της.

    «Καπνιστή πάπρικα,» ψιθυρίζει η Αγγελική συνωμοτικά, κάνοντας την Κρινιώ να γυρίσει απότομα.

    «Προδότρια!» φωνάζει η Κρινιώ με ψεύτικη αγανάκτηση.

    Ο Παύλος σηκώνεται να ελέγξει τη φωτιά και γυρίζει με ένα πλατύ χαμόγελο. «Εντάξει, το αρνί γίνεται θεϊκό! Μυρίζει ήδη απίστευτα!»

    «Μεγάλες δηλώσεις!» τον πειράζω.

    «Δηλώσεις;» λέει σηκώνοντας το ποτήρι του. «Εγώ δίνω εγγυήσεις! Αν δεν είναι το καλύτερο αρνί που έχετε φάει, θα φάω τις κοτσίδες μου!» δηλώνει με σιγουριά κάνοντας όλη την παρέα να βάλει τα γέλια.

    Παίρνω μια βαθιά ανάσα και σηκώνομαι αργά από την καρέκλα μου, νιώθοντας όλα τα βλέμματα να στρέφονται προς το μέρος μου. Το ποτήρι μου τρέμει ελαφρά στο χέρι μου καθώς το υψώνω, και για μια στιγμή το κρυστάλλινο γυαλί πιάνει το φως του ήλιου, στέλνοντας μικρά ουράνια τόξα στο τραπέζι.

    Σηκώνω το ποτήρι. «Στην Κρινιώ μου, που μου κακομαθαίνει τη Λίζι δίνοντάς της λιχουδιές στη ζούλα!» λέω με φωνή που αρχικά είναι δυνατή και παιχνιδιάρικη, κερδίζοντας δυνατά χαχανητά από την παρέα που κουνάει επιδοκιμαστικά τα κεφάλια τους.

    Κάνω μια μικρή παύση, αφήνοντας τα γέλια να κοπάσουν, και συνεχίζω με το ίδιο πνεύμα.

    «Που έχει κάνει το σαλόνι ανθοκομική έκθεση φυτών-φιλοσόφων που λατρεύουν Μπαχ και Gothic Metal!» συνεχίζω ανοίγοντας το ελεύθερο μου χέρι σε μια ευρεία χειρονομία προς το σπίτι, κερδίζοντας νέα χαχανητά, πιο δυνατά αυτή τη φορά.

    Το πρόσωπό μου αλλάζει τώρα. Η φωνή μου χαμηλώνει, γίνεται πιο βαθιά, πιο ειλικρινής. Γυρίζω να κοιτάξω την Κρινιώ κατευθείαν στα μάτια, και νιώθω τον λαιμό μου να σφίγγεται ελαφρά από συγκίνηση:

    «Μα πάνω απ’ όλα που έκανε τους τέσσερεις τοίχους σπιτικό, κι εμένα ευτυχισμένο, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό,» λέω πιο απαλά αυτή τη φορά, και η φωνή μου σπάει σχεδόν ανεπαίσθητα στη λέξη “ευτυχισμένο”.

    Βλέπω τα μάτια της Κρινιώς να γυαλίζουν και να με κοιτάζουν με μια ένταση που με κάνει να χάνω για λίγο τα λόγια μου. Καταπίνω, παίρνω άλλη μια ανάσα: «Χρόνια πολλά καρδούλα μου! Να είσαι πάντα ευτυχισμένη, ό,τι ποθείς να το αποκτήσεις, και ότι αποκτήσεις να το χαρείς!»

    Για ένα δευτερόλεπτο επικρατεί απόλυτη σιωπή. Η Αγγελική έχει φέρει το χέρι της στο στόμα της, τα μάτια της υγρά. Ο Γιάννης καθαρίζει διακριτικά τον λαιμό του. Και τότε, σαν να σπάει ένα ξόρκι, όλοι σηκώνουν τα ποτήρια τους σχεδόν ταυτόχρονα.

    «Στην υγειά σου, Κρινιώ, πολύχρονη και ευτυχισμένη,» αποκρίνονται οι υπόλοιποι με φωνές ζεστές και γεμάτες αγάπη.

    Η Κρινιώ σηκώνεται αργά από τη θέση της, το χέρι της τρέμει ελαφρά καθώς σηκώνει το δικό της ποτήρι. Τα μάτια της είναι γεμάτα δάκρυα που αρνούνται πεισματικά να πέσουν. Με κοιτάζει για μια στιγμή που μοιάζει αιώνας, και όταν μιλάει, η φωνή της είναι χαμηλή, σχεδόν ψίθυρος, αλλά κάθε λέξη ακούγεται καθαρά στη σιωπή που έχει πέσει.

    «Στις στιγμές μας, Τζωρτζίνο μου,» μου λέει με φωνή που τρέμει ελαφρά αλλά είναι γεμάτη αποφασιστικότητα. «Γιατί αυτές είναι που μετράνε!»

    Ο κρυστάλλινος ήχος των ποτηριών που συγκρούονται προστίθεται στη μαγεία της στιγμής. Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας με μια κίνηση που είναι σχεδόν τελετουργική, και τότε η Κρινιώ κάνει κάτι που με αιφνιδιάζει. Αντί να καθίσει πίσω στη θέση της, γέρνει το κεφάλι της στον ώμο μου, με ένα τρόπο που είναι τόσο φυσικός, τόσο οικείος, που κάνει τα μάτια μου να τσούζουν από μια ξαφνική υγρασία. Χαμογελάω, προσπαθώντας να κρατήσω τη συγκίνησή μου, και τη σφίγγω πάνω μου, νιώθοντας τη ζεστασιά της, την ανάσα της στον λαιμό μου.

    Καθόμαστε και πάλι στις καρέκλες μας, και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σαν να καταλαβαίνει τη σημασία της στιγμής, η Λίζι, που γενικά δεν πολυγουστάρει τον κόσμο και τη φασαρία και είχε μέχρι τώρα παρακολουθήσει τα δρώμενα από την ασφάλεια του περβαζιού, μας κάνει την τιμή. Ακούγεται ένα απαλό θρόισμα καθώς πλησιάζει, και κάνοντας μια τρίλια που μοιάζει σχεδόν μουσική, ρίχνει ένα κομψό σάλτο και προσγειώνεται με απόλυτη ακρίβεια στα πόδια της Κρινιώς.

    Σηκώνει το κεφάλι της, μας κοιτάζει και τους δύο με εκείνα τα πράσινα μάτια που λάμπουν στον ήλιο, και ρίχνει άλλη μια τρίλια, πιο δυνατή αυτή τη φορά, πιο επιτακτική, σα να της λέει «Χρόνια πολλά Κρινιώ μου,» και μετά, αφού κάνει τις καθιερωμένες της σβούρες—μία, δύο, τρεις ολόκληρες στροφές—τεντώνεται, χασμουριέται δείχνοντας όλα της τα μικρά άσπρα δοντάκια, και βολεύεται οριστικά σε ένα τέλειο κουβαράκι, με την ουρά της τυλιγμένη γύρω από το σώμα της και τα μάτια της μισόκλειστα από ικανοποίηση.

    Η στιγμή είναι τόσο τέλεια που κανείς δεν τολμάει να μιλήσει. Ακόμα και ο άνεμος σαν να έχει σταματήσει, και το μόνο που ακούγεται είναι το απαλό γουργούρισμα της Λίζι και το μακρινό τραγούδι κάποιου πουλιού.

    Μα είπαμε, κλασσικό ελληνικό τραπέζωμα, δεν μας παίρνει πολλή ώρα να γεμίσει ο κήπος με γέλια, φωνές και πειράγματα, ενώ η μυρωδιά του αρνιού που ψήνεται κάνει τα σάλια μας να τρέχουν, με αποτέλεσμα να πέσουμε με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη στους μεζέδες.

    Γύρω στις μία και μισή πάμε να γυρίσουμε πλευρά τις σούβλες. Δηλαδή ο Παύλος, που κινείται γύρω από τη φωτιά με την αυτοπεποίθηση χειρουργού, εγώ και ο Γιάννης με ένα ποτήρι στο χέρι στεκόμαστε σε ασφαλή απόσταση, ήμασταν περισσότερο για συμπαράσταση παρά για να προσφέρουμε κάποια ουσιαστική βοήθεια.

    Το είχα πει την πρώτη φορά που το δοκίμασα στην Κρήτη, χρόνια πριν σε διακοπές, και το ξαναλέω και σήμερα: όποιος δεν έχει φάει αντικριστό από μύστη—και ο Παύλος είναι—δεν ξέρει τι θα πει ψητό αρνί. Ενώ όταν είχα δει το κρέας είχα φοβηθεί πως θα μας μείνει, στο τέλος κόντεψε να μη φτάσει να πούμε, δεν έμεινε ούτε για δείγμα.

    Βάλε τις σαλάτες, βάλε τις οφτές πατάτες, βάλε και τους μεζέδες που είχαμε ρημάξει όσο το αρνί ψηνόταν, δεν ήταν να απορείς που με το που τελειώσαμε πέσαμε και οι έξι σε καταληψία, σα δράκοι Κομόντο μετά από οργιαστική κραιπάλη.

    «Ωχ, αχ, θα μου βγει από τη μύτη!» λέει ο Παύλος ξαπλωμένος στην καρέκλα του και ξεκουμπώνοντας τη ζώνη του.

    «Σε νιώθω!» του λέει ο Γιάννης χτυπώντας ελαφρά την κοιλιά του που βρίσκεται σε ανάλογα …χάλια.

    Και πάνω που λέγαμε να μην κουνηθούμε μέχρι τη δύση του ήλιου, η Αγγελική αναγγέλλει το γλυκό: «Καλά, τότε να μη βγάλω την πάστα μύλου Κυθήρων!».

    «Εντάξει, θα μου βγει απ’ τη μύτη… λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα,» πετάει ο Παύλος και βάζουμε όλοι τα γέλια.

    «Εγώ θα βάλω την τέχνη μου στα logistics, κάπως θα το χωρέσω,» συμπληρώνει και ο Γιάννης, κάνοντας χειρονομίες σαν να υπολογίζει νοητά χώρους και όγκους, προκαλώντας νέο γύρο γέλιου.

    Και δεν είναι απλά γλυκό, είναι η τούρτα στην οποία θα σβήσει το κεράκι της η Κρινιώ. Δεν είναι η κλασσική τούρτα γενεθλίων, δεν είναι καν τούρτα, αλλά είναι παραδοσιακή τσιριγώτικο γλυκό, και το έχει φτιάξει ειδικά για την περίσταση η μητέρα της. Ποιος νοιάζεται για τούρτες;

    Πηγαίνουμε μέσα με την Αγγελική και φέρνουμε το γλυκό με δύο κεράκια πάνω του, το δύο και το έξι. Με το που επιστρέφουμε, όλοι μας γυρίζουμε προς το μέρος της Κρινιώς και αρχίζουμε και τραγουδάμε.

    «Να ζήσεις Κρινιώ μας και χρόνια πολλά…»

    Η Κρινιώ κλείνει για μια στιγμή τα μάτια της, παίρνει βαθιά ανάσα, και:

    «ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ» κάνει και σβήνει τα κεριά με μιας, κερδίζοντας δυνατά χειροκροτήματα. Πρώτος την αγκαλιάζω εγώ και της δίνω ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. «Χιλιόχρονη Κρινιώ μου, να είσαι πάντα γελαστή!»

    «Σ’ ευχαριστώ Τζωρτζίνο μου,» μου λέει κοιτάζοντάς με στα μάτια και σφίγγοντάς και τα δυο μου χέρια στα χέρια της. Για μια στιγμή ο κόσμος γύρω μας σαν να σβήνει.

    Σειρά παίρνει η μητέρα της και μετά οι υπόλοιποι. Στο μεταξύ εγώ πηγαίνω μέσα και βρίσκω τα δώρα της, το terrarium και τη συλλογή με τα ρεμπέτικα. Επιστρέφω, και περιμένω υπομονετικά τους υπόλοιπους να δώσουν τα δώρα τους. Όταν έρχεται η σειρά μου, αφήνω στο τραπέζι τα δύο κουτιά. «Πρώτα το μεγάλο, και μετά το μικρό!» της λέω με τόνο μυστηρίου.

    Χαχανίζει και ξετυλίγει προσεκτικά το πρώτο πακέτο. Απ’ έξω είναι ένα απλό χαρτόκουτο που δεν προϊδεάζει για τον παράδεισο σε μικρογραφία που κρύβει μέσα του. Ανοίγει το κουτί και βγάζει έξω το περιεχόμενο, το οποίο είναι επίσης τυλιγμένο σε πολύχρωμο χαρτί. Ξετυλίγει το περιτύλιγμα με κινήσεις σχεδόν τελετουργικές, τα χέρια της τρέμουν ελαφρά από την ανυπομονησία, και τότε το αντικρύζει για πρώτη φορά.

    Σταματάει. Το βλέμμα της παγώνει στο terrarium. Τα μάτια της ανοιγοκλείνουν σαν να μην πιστεύει αυτό που βλέπει.

    Της ξεφεύγει μια κραυγή έκπληξης και φέρνει ασυναίσθητα το χέρι της μπροστά στο στόμα της.

    «ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΟΧΟ!» μου λέει δακρυσμένη, με φωνή που σχεδόν τρέμει. Αφήνει προσεκτικά το terrarium στο τραπέζι, σηκώνεται απότομα, γυρίζει και με παίρνει αγκαλιά και με σφίγγει πάνω της τόσο δυνατά που μου κόβεται η ανάσα. «Είναι υπέροχο! Υπέροχο!» επαναλαμβάνει, το πρόσωπό της θαμμένο στον ώμο μου, και η ομήγυρη συμφωνεί μαζί της.

    «Άνοιξε και το δεύτερο,» της λέω χαϊδεύοντας απαλά την πλάτη της.

    Σκουπίζει διακριτικά τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού της και επιστρέφει στη θέση της. Ανοίγει το δεύτερο κουτί, το ξετυλίγει και βλέπει τη συλλογή με τα ρεμπέτικα. Χαχανίζει για μερικές στιγμές, καθώς ξαφνιάζεται και πάλι, και τότε βλέπει την κάρτα. Την ανοίγει προσεκτικά και τη διαβάζει.

    Μια παύση. Κοιτάζει την κάρτα, μετά εμένα, μετά πάλι την κάρτα. Ένα πλατύ χαμόγελο αρχίζει να σχηματίζεται στα χείλη της.

    «Γιατί, αν μη τι άλλο, οι ρεμπέτες αγαπάνε το “χόρτο”» λέει με φωνή που προσπαθεί να μείνει σοβαρή και η παρέα βάζει τα γέλια.

    «Και άσε τους φιλόσοφους να πάνε να κουρεύονται!» της κάνω, ανοίγοντας τα χέρια μου θεατρικά, κερδίζοντας νέο γύρο από δυνατά γέλια.

    Καθώς η Κρινιώ κρατάει ακόμα στα χέρια της την κάρτα και χαμογελάει, συνειδητοποιώ πόσο ευλογημένος είμαι που η ευτυχία αυτού του κοριτσιού περνάει κι από τα δικά μου χέρια. Και όσο καιρό μου μένει σ’ αυτή τη Γη, θα κάνω τα πάντα… ΤΑ ΠΑΝΤΑ… για να βλέπω αυτό το χαμόγελο να λάμπει σαν ήλιος.

    Αυτό το χαμόγελο που ερωτεύτηκα από την πρώτη κιόλας ματιά.

    Αυτό το χαμόγελο που έδιωξε σε μια στιγμή το χειμώνα που με είχε σκεπάσει, φέρνοντας ξανά στην ψυχή μου την άνοιξη.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 7 Ιουνίου 2025
  6. antreas Armatas

    antreas Armatas Regular Member

    Είσαι άνετα ο κορυφαίος σε ιστορίες.
    Ολες θα μπορούσαν να γίνουν βιβλία ή και ταινίες.
     
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 22ο - Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας

    Οι μέρες που περάσαμε όλοι μαζί με την Αγγελική ήταν πολύ όμορφες, και είχαν γίνει ακόμα καλύτερες καθώς για κάποιες μέρες είχε έρθει και ο Παύλος. Κάναμε τις βόλτες μας σε διάφορα μέρη στην Αθήνα, ήπιαμε τα ποτά μας και τις μπύρες μας, μέχρι και σε βραδιά ντίσκο πήγαμε!

    Η ιδέα είναι του Παύλου, φυσικά. «Παιδιά, ξέρετε τι λείπει από τη ζωή μας; Λίγη ντισκοτέκ!» πετάει ένα βράδυ που καθόμασταν στο σαλόνι.

    «Ντισκοτέκ;» Τον κοιτάζω σαν να είχε προτείνει να πάμε στη Σελήνη. «Εμείς; Σε ντισκοτέκ;»

    «Δε βαριέσαι, το πολύ-πολύ να μας φύγει κανένα ισχίο,» λέει χρησιμοποιώντας ευγενικά τον πληθυντικό της μεγαλοπρέπειας γιατί αν ήταν κάποιος που κινδύνευε να βγει B.L.R, αυτός ήμουν εγώ και όχι εκείνος.

    «Απλά δεν ξέρω αν η Αθήνα είναι έτοιμη για τις χορευτικές μας ικανότητες!» απαντάω κάνοντας κι εγώ χαβαλέ.

    Η Κρινιώ που ακούει τη συζήτηση βάζει τα γέλια. «Α, αυτό θέλω να το δω! Μαμά, τι λες; Πάμε τους δούμε να κάνουν τον Τραβόλτα;»

    Και η Αγγελική, που μπορεί να γεννήθηκε το 1980, ακριβώς δηλαδή στο τέλος της εποχής της disco, αλλά τη λάτρευε, ανάβει σαν λαμπάκι χριστουγεννιάτικου δέντρου. «ΝΑΙ! Ω ναι! Έχω χρόνια να πάω σε disco!»

    Έτσι το Σάββατο το βράδυ, μετά τα γενέθλιά της, και προσπαθώντας ακόμα να χωνέψουμε το αντικριστό, βρισκόμαστε στη Barbarella. Ο Παύλος πρέπει να το είχε σχεδιάσει από πριν έρθει Αθήνα, αλλιώς δεν εξηγείται που βρήκε το σατέν πουκάμισο που τον έκανε να μοιάζει με τον μικρό αδερφό του Tony Manero. Εγώ είχα καταφέρει να χωθώ σε ένα παλιό μαύρο παντελόνι και ένα άσπρο πουκάμισο με τα πρώτα κουμπιά ανοιχτά.

    «Είσαι θεός!» λέει η Κρινιώ προσπαθώντας να μην ξεκαρδιστεί. «Μόνο η χρυσή αλυσίδα σου λείπει!»

    Δεν προλάβαμε σχεδόν να κάτσουμε και βάζει το “You should be dancing”. Ο Παύλος πετάει το σακάκι του, ανεβαίνει στην πίστα και αρχίζει να κάνει κινήσεις που θα ζήλευε και ο John Travolta. Ή θα έπαιρνε τηλέφωνο τον δικηγόρο του. Δεν είμαι σίγουρος.

    Για την Κρινιώ δε συζητάμε, μπορεί να ήταν παιδί των 00’s αλλά δεν το διασκέδασε λιγότερο. Η Αγγελική από την άλλη είχε μπει στο νόημα αμέσως και χόρευε σαν να ήταν πάλι 20 χρονών, με κινήσεις που έδειχναν ότι είχε ζήσει την εποχή στο φουλ.

    «Πάμε, μωρό μου!» μου φωνάζει η Κρινιώ τραβώντας με στην πίστα. «Ώρα να δείξεις τι μπορείς!»

    Και τότε μπαίνει το “Stayin’ Alive” των Bee Gees.

    Νόμιζα ότι θυμόμουν τις κινήσεις. Spoiler alert: Δεν τις θυμόμουν.

    Αρχίζω με το κλασικό δείξιμο προς τον ουρανό και μετά προς το πάτωμα. Μέχρι εκεί καλά. Μετά όμως… Ας πούμε ότι αυτό που ακολουθεί μοιάζει περισσότερο με επιληπτική κρίση παρά με χορό. Προσπαθώ να κάνω το περίφημο hip thrust του Travolta και καταλήγω να μοιάζω σαν να με είχε τσιμπήσει μέλισσα στον καβάλο.

    Ο Παύλος σταματάει να χορεύει και με κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. «Ρε φίλε, τι κάνεις; Καλείς τη βροχή;»

    «Χορεύω, ρε!» φωνάζω, συνεχίζοντας τις …κινήσεις μου.

    «Χορός είναι;» ρωτάει ξεκαρδισμένος. «Νόμιζα ότι προσπαθείς να διώξεις μύγες!»

    Η Κρινιώ έχει διπλωθεί στα γέλια. Προσπαθεί να με μιμηθεί κάνοντας υπερβολικές κινήσεις σαν ρομπότ που έχει κολλήσει. «Κοίτα, μαμά! Κάνω τον Γιώργο!»

    «Πολύ ρεαλιστική απομίμηση!» φωνάζει η Αγγελική σκουπίζοντας τα δάκρυα της από τα γέλια.

    Εγώ όμως δεν το βάζω κάτω με την καμία. Ειδικά όταν στο “Stayin’ Alive” αρχίζω να κάνω και το περίφημο βάδισμα του Travolta. Ή τουλάχιστον αυτό που νόμιζα ότι ήταν το βάδισμα του Travolta. Στην πραγματικότητα περισσότερο μοιάζω με πιγκουίνο που προσπαθεί να περπατήσει σε λάβα.

    Σε κάποια φάση προσπαθώ να κάνω και στροφή με το δάχτυλο στον αέρα. Μεγάλο λάθος. Χάνω την ισορροπία μου και αν δεν με είχε πιάσει ο Παύλος, θα είχα καταλήξει με τα μούτρα στο μπαρ.

    «Και άντε να εξηγήσεις στους γιατρούς του ΚΑΤ τα πως και τα γιατί,» μου λέει σχεδόν κλαίγοντας από τα γέλια.

    Και τότε η Κρινιώ, που είχε κοκκινίσει από τα γέλια, μας πετάει την ατάκα του αιώνα: «Ο Τζωρτζίνος μου και στο χορό του Ζαλόγγου προς τα πάνω θα έπεφτε!»

    Αυτό ήταν. Μας πιάνει τέτοιος βήχας από το γέλιο που αναγκαζόμαστε να δώσουμε τέλος στην παράσταση και να κάτσουμε τον κώλο μας κάτω, έχοντας προσφέρει θέαμα για μια ζωή στους θαμώνες. Ακόμα και ο DJ γύρισε και μας κοίταξε περίεργα, μάλλον αναρωτιόμενος αν χρειαζόμασταν ιατρική βοήθεια.

    «Ξέρετε κάτι;» λέω όταν καταφέρνω να βρω με τα πολλά τις ανάσες μου. «Ο Travolta μπορεί να έχει τις κινήσεις, αλλά εγώ έχω το στυλ!»

    «Ναι,» συμφώνησε ο Παύλος. «Το στυλ του τροχαίου ατυχήματος!»

    «Του sexy τροχαίου ατυχήματος!» τον διορθώνω σηκώνοντας το δάχτυλο.

    «Του sexy γερασμένου τροχαίου ατυχήματος!» προσθέτει η Κρινιώ.

    «Με ντίσκο soundtrack!» συμπληρώνει η Αγγελική.

    Όπως έλεγε και ένας γνωστός μου: αν είναι να ρεζίλι μην το κάνεις απλά. Κάν’το με στυλ, γίνε ρόμπα ξεκούμπωτη… Be a legend!



    Με το που έφυγε η Αγγελική η ζωή μας γύρισε και πάλι στον πιο ήσυχο ρυθμό που είχαμε μπει τους τελευταίους μήνες. Τα Χριστούγεννα Αγγελική και Παύλος μας είπαν ότι είχαν κανονίσει ταξίδι στη Βιέννη, και αυτό μου έδωσε κι εμένα την ιδέα για μια ακόμα έκπληξη στην Κρινιώ μου.

    Κάτι πιο μαγικό, πιο χαρούμενο, πιο …Χριστουγεννιάτικο. Μια εβδομάδα στο χωριό του Άγιου Βασίλη. Μια εβδομάδα στο Ροβανιέμι. Θα μου πεις κατασκευασμένος παράδεισος είναι κι αυτός, όπως η Disneyland. Αλλά πάλι, ακόμα και έτσι, μεγάλο μέρος της ζωής την περνάμε σαν κομπάρσοι της ίδιας της πραγματικότητας. Γιατί λοιπόν να μη γίνουμε, έστω και για μερικές μέρες, πρωταγωνιστές σ’ ένα όνειρο, ακόμα και κατασκευασμένο;

    Όσο η Κρινιώ είναι σήμερα στα απογευματινά της μαθήματα κάθομαι και το ψάχνω αναλυτικά, σκυμμένος πάνω από το tablet σαν μυστικός πράκτορας που σχεδιάζει επιχείρηση, μέχρι και τη συνδρομή των AI (ChatGPT και Claude) ζήτησα για να βρω πληροφορίες και να καταστρώσω το πρόγραμμα. Έκανα τους υπολογισμούς μου, τρίβοντας τα μάτια μου κάθε φορά που έβλεπα τα νούμερα, θα έτρωγε σχεδόν όλο μου το bonus, αλλά εδώ μου είχε φάει το 45% η εφορία, γι’ αυτό θα έσκαγα;

    Δε νομίζω ότι θα φέρει αντίρρηση, αλλά επειδή θέλω να κάνουμε τα πάντα μαζί, πρώτα θέλω πρώτα να της το πω και μετά να κανονίσουμε τα διαδικαστικά. Και από τη στιγμή που το …πλάνο καταστρώθηκε, δεν μπορώ να κάτσω τον κώλο μου κάτω. Σηκώνομαι, κάθομαι, ξανασηκώνομαι, κάνω βόλτες στο σαλόνι σαν λιοντάρι σε κλουβί. Η κλασσική μουσική δε βοηθάει, και έτσι αναγκαστικά και μη, οι πράσινοι φιλόσοφοι θα ακούσουν και πάλι ροκ.

    Ακούω τα κλειδιά στην πόρτα και σχεδόν πετάγομαι από τον καναπέ σαν ελατήριο, τα χέρια μου ανοιγοκλείνουν νευρικά, μέχρι και η Λίζι τρόμαξε και τίναξε την ουρά της αγριεμένα και μου νιαούρισε αποδοκιμαστικά.

    «Καλώς τη μου!» της λέω με το που μπαίνει, ανοίγοντας τα χέρια μου διάπλατα, ενώ η Κρινιώ, όπως πάντα, το πρώτο που κάνει είναι να πετάξει τα παπούτσια της με μια κίνηση που τα στέλνει να πετάξουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις.

    «Αααχ…» κάνει καθώς σηκώνει εναλλάξ τα πόδια της απολαμβάνοντας την ενδοδαπέδια θέρμανση. «Τζωρτζίνο μου!» μου κάνει και έρχεται χοροπηδώντας με μικρά, γρήγορα βήματα και με παίρνει αγκαλιά τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου, και μου δίνει ένα πεταχτό φιλάκι στο στόμα. «Έτσι μου έρχεται να κυλιστώ στο πάτωμα σαν τη Λίζι!» συμπληρώνει, κάνοντας κίνηση σαν να θέλει να γονατίσει, κάνοντάς με να χαχανίσω.

    «Πώς ήταν το μάθημα, καρδούλα μου;» τη ρωτάω τρίβοντας με κυκλικές κινήσεις την πλάτη και τους ώμους της για να τη ζεστάνω, και μόνο που δεν άρχισε να χουρχουρίζει σαν τη Λίζι.

    «ΜΜΜΜ» μου κάνει κλείνοντας τα μάτια και γέρνοντας το κεφάλι της πίσω με απόλαυση. «Το κεφάλι μου έχει γίνει σούπα, και έφαγα και την κίνηση της αρκούδας!» μου λέει κάνοντας μια κίνηση με το χέρι της σαν να διώχνει καπνό από το κεφάλι της με παραπονεμένη φωνή.

    «Θα προτιμούσες παπάκι με αυτό το κρύο;» τη ρωτάω παιχνιδιάρικα σηκώνοντας ένα φρύδι.

    «Ναι, σε είδαμε και στη ζέστη, όταν τόλμησα να στο προτείνω!» μου λέει χαχανίζοντας και σπρώχνοντάς με ελαφρά στο στήθος.

    «Ζεστάθηκε το ποπουδάκι σου με τη βίτσα, εγώ το λέω win-win!» συνεχίζω το χαβαλέ κάνοντας μια κίνηση σαν να κρατάω νοητή βίτσα κερδίζοντας το γέλιο της.

    «Από αυτό δεν έχω παράπονο, καλά το πας! Ειδικά όταν δεν μπορείς να πεις το safeword σωστά!» συνεχίζει το δούλεμα κουνώντας το δάχτυλό της μπροστά στο πρόσωπό μου.

    «Το safeword υποτίθεται ότι είναι για σένα, όχι για μένα!» ανοίγω τα χέρια μου σε ένδειξη απορίας.

    «Είσαι η καλυτεροτερότερη ντροπή των σαδιστών!» μου λέει χαϊδεύοντάς μου τρυφερά τα μάγουλα με τις δυο της παλάμες. Μετά αλλάζει θέμα. «Δε μου λες εσύ μεσιέ, τι έκανες όσο το Κρινιώ σου το έτρωγαν οι δρόμοι; Δεν πιστεύω να σαλιάριζες με Σούλες, Ρούλες, Τούλες και Κούλες, ε; Θα πατάξομε!» σταυρώνει τα χέρια της και με κοιτάζει ύποπτα.

    «Μανία με τις Κούλες,» της λέω χαχανίζοντας. «Μπούλες είπαμε!» και κερδίζω επάξια ένα ping στη μύτη με το δάχτυλό της που κινείται σαν σφυρί για να έχω να πορεύομαι!

    «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» μου κάνει φέρνοντας το πρόσωπό της κοντά στο δικό μου και τινάζοντας το κεφάλι της γεμίζοντάς με σάλια. «Για να μάθεις!»

    «Τώρα δηλαδή έμαθα;» την πειράζω, σκουπίζοντας θεατρικά το πρόσωπό μου, για να κερδίσω ένα μεγαλοπρεπέστατο «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» που με κάνει ακόμα πιο μούσκεμα.

    «Μολόγα τα όλα! Κάθαρμα!» μου λέει προσπαθώντας να μιμηθεί τον αστυνόμο Θεοχάρη.

    «Ε, ναι λοιπόν, το ομολογώ!» σηκώνω τα χέρια ψηλά σε ένδειξη παράδοσης. «Και γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε,» της λέω μιμούμενος τον Μητσοτάκη. Όσο εσένα σε έτρωγαν οι δρόμοι εγώ έκανα σατανικά σχέδια!»

    «Όπως;» με ρωτάει, στενεύοντας τα μάτια της, κοιτάζοντάς με καχύποπτα, και της κάνω νόημα χτυπώντας το χέρι μου στον καναπέ δίπλα μου να κάτσουμε. Παίρνω το tablet στα χέρια μου κρατώντας το σαν μυστικό έγγραφο. «Κλείσε τα μάτια σου!»

    «Χμμμ!» μου κάνει γεμάτη περιέργεια, τρίβοντας τα χέρια της με ανυπομονησία, αλλά υπακούει σφίγγοντας τα μάτια και βάζοντας για καλό και για κακό τα χέρια της πάνω τους. Ανοίγω το keep όπου έχω κάνει όλες μου της σημειώσεις. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα. «Άνοιξε τα!»


    Rovaniemi by Christmas, by the Logistics Magician and occasional Sadists’ disgrace

    Άφιξη στο Rovaniemi

    ➜ Φτάνουμε μεσημεράκι στο αεροδρόμιο του Άη Βασίλη! Κρατάς το χέρι μου, έχει -15 έξω, αλλά ιδρώνουμε από τη χαρά.

    Check-in στο Arctic SnowHotel & Glass Igloos

    ➜ Το igloo μας σε περιμένει με πανοραμική θέα στο βόρειο σέλας… και θερμαινόμενο πάτωμα για τα πατουσάκια σου. Φωτάκια, cozy κουβέρτες, κακάο, τρέμει η Lapland!

    Επίσκεψη στο Santa Claus Village

    ➜ Πάμε να δούμε τον Άη Βασίλη! Τον ρωτάς “Ήμουν καλό κορίτσι;” και σου απαντά “Όχι, ήσουν μια αμαρτωλή; Μια τιποτένια.” Του ρίχνεις χιόνι στη μούρη για να μάθει!

    Βόλτα με έλκηθρο Husky

    ➜ Εσύ φωνάζεις “Yah!” και τα σκυλιά ξεκινάνε. Εγώ φωνάζω “Yah!” και τρώω χιόνι. Μαγεία, γέλια και πάμε σαν τον άνεμο. Πέφτω από το έλκηθρο και αρχίζω τα μπινελίκια στα κοπρόσκυλα.

    Βόλτα με έλκηθρο ταράνδων

    ➜ Αργή, ήσυχη βόλτα μέσα στο χιονισμένο δάσος. Εσύ λες «Ευτυχώς που δεν είμαι τάρανδος, δεν έχει πλάκα χωρίς καμτσίκι!»

    Κυνήγι Βόρειου Σέλαος

    ➜ Στήνουμε την κάμερα, πίνουμε ζεστή σοκολάτα και περιμένουμε. Και τότε… ουρανός-ουράνιο τόξο, αργόσυρτο, ζωντανό. Εγώ κοιτάω εσένα, εσύ τον ουρανό, και όλα είναι τέλεια.

    Snowmobile Safari

    ➜ Σαν James Bond στο χιόνι, μόνο που φωνάζω “ΚΡΑΤΑ ΜΕ!” κάθε φορά που πατάω γκάζι. Και ναι, θα φοράς τη στολή με τα γούνινα αυτιά. Deal with it!

    Δείπνο στο Ice Restaurant

    ➜ Τα πάντα είναι φτιαγμένα από πάγο: τραπέζι, ποτήρια, πιάτα. Αλλά εσύ βάζεις φωτιά τον χώρο. Ζεστό κρασί, εκλεκτό φαγητό και βλέμμα φωτιά.

    Χαλάρωση σε Φινλανδική Σάουνα

    ➜ Μπανάκι με άρωμα πεύκου, ξυλόσομπα και σάουνα μέχρι να εξατμιστούν τα βάσανα του κόσμου. Και μετά χιονοπόλεμο. You have been warned!

    Μικρές εκπλήξεις

    ➜ Άμα τις έγραφα δε θα ήταν εκπλήξεις! ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ


    Η Κρινιώ έχει μείνει άγαλμα και με το στόμα ανοιχτό—αν ήταν καλοκαίρι θα είχε χάψει ότι μυγάκι κυκλοφορούσε στο σπίτι.

    «Πάει, μού ‘μεινε!» λέω χαχανίζοντας ενώ η Κρινιώ πρέπει να έχει πέσει σε boot loop. Και όχι τίποτε άλλο, είναι και εκτός εγγύησης!

    «Εισπνοή-εκπνοή!» της λέω και πάλι πειρακτικά και ακολουθεί ΕΚΡΗΞΗ που θα έκανε το big-bang να μοιάζει με στρακαστρούκα.

    «ΤΖΩΡΤΖΙΝΟ ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ!» φωνάζει ενθουσιασμένη κάνοντας τη Λίζι να χοροπηδήσει. Κυριολεκτικά, έκανε επιτόπιο άλμα προς τα πίσω!

    Εντάξει, εγκρίνει, χαχανίζω από μέσα μου.



    Οι τακτικές μου εξετάσεις από την άλλη, ήταν αυτό που λέμε “left things to be desired.” Ήξερα ότι ζω με δανεικό χρόνο, ήξερα ότι αυτό που έχω κερδίσει μέχρι στιγμής είναι απλή παράταση, αλλά το «Γιώργο, πρέπει να μιλήσουμε,» μας κόβει τα ποδάρια και των δυο.

    Ο Νίκος κλείνει τον φάκελο και τον ακουμπάει μπροστά του, αλλά δεν τον αφήνει από τα χέρια του. Τα δάχτυλά του παίζουν νευρικά με την άκρη, όπως κάνει κάθε φορά που του πέφτει ο κλήρος να πει τα δύσκολα. Ο ήχος του χαρτιού που τσαλακώνεται ελαφρά είναι ο μόνος που ακούγεται στο δωμάτιο. Η Κρινιώ κάθεται δίπλα μου, κρατώντας το χέρι μου με τα δάχτυλα σφιγμένα ανάμεσα στα δικά της. Νιώθω τον σφυγμό της στην παλάμη μου, γρήγορο, ανήσυχο. Το καταλαβαίνει και μόνο από τη στάση του Νίκου. Πριν καν μιλήσει.

    Μια μεγάλη, βαριά σιωπή. Ο Νίκος παίρνει βαθιά ανάσα.

    «Έχουμε μια επιδείνωση,» λέει τελικά. Σταράτα, χωρίς φιοριτούρες. Αυτό εκτιμώ σ’ εκείνον· ποτέ δεν μου χρύσωσε το χάπι.

    Νιώθω τα δάχτυλα της Κρινιώς να σφίγγονται ακόμα πιο δυνατά γύρω από τα δικά μου. Ο αντίχειράς μου χαϊδεύει αυτόματα τη ράχη του χεριού της.

    Η φωνή του είναι ήρεμη αλλά πιο κουρασμένη από ό,τι συνήθως. Τα μάτια του έχουν βαθιές σκιές από κάτω. Ίσως γιατί με παρακολουθεί πέντε χρόνια και ξέρει πως αυτή τη φορά μετράμε αντίστροφα. Ίσως γιατί ξέρει τι πρόκειται να του πω.

    «Από τις τελευταίες αξονικές…» ανοίγει ξανά τον φάκελο, αλλά δεν κοιτάζει τα χαρτιά, τα ξέρει απ’ έξω, «βλέπουμε ενδείξεις για νέες εστίες στο ήπαρ. Μικρές μεν, αλλά ενεργές. Οι δείκτες έχουν ανέβει. Όχι απότομα, αλλά σταθερά.» Σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει κατευθείαν. «Ο οργανισμός σου κρατάει καλά για την πορεία της νόσου, αλλά…»

    Κάνει μια μικρή παύση. Καταπίνει. Βλέπω τον λαιμό του να κινείται.

    «Αυτό δεν θα κρατήσει για πολύ χωρίς ενίσχυση της θεραπείας.»

    Σιωπή. Ακούγεται το βουητό του κλιματιστικού. Κάπου μακριά, ένα τηλέφωνο χτυπάει.

    Κοιτάζω μπροστά μου για λίγο, όχι τον Νίκο. Ούτε την Κρινιώ. Το γραφείο του. Τη φωτογραφία με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του. Χαμογελούν όλοι. Είναι σε κάποια παραλία. Ο μικρός κρατάει έναν κουβά. Τα μάτια μου καρφώνονται για λίγο εκεί, κι ύστερα στρέφομαι σε εκείνον.

    «Τι σημαίνει αυτό πρακτικά;» Η φωνή μου βγαίνει πιο σταθερή απ’ ό,τι περίμενα.

    Ο Νίκος γέρνει λίγο μπροστά, ακουμπώντας τους αγκώνες του στο γραφείο. Τα χέρια του σταυρώνονται μπροστά του.

    «Ενίσχυση της παρηγορικής. Ενδοφλέβια, πάλι.» Κάνει μια μικρή γκριμάτσα, σαν να ζητάει συγγνώμη. «Ίσως αλλαγή φαρμακευτικού σχήματος ή προσθήκη ισχυρότερου αναλγητικού. Αν τα ξεκινήσουμε άμεσα, κερδίζουμε σταθερότητα.»

    Παύση. «Αν περιμένουμε, δεν ξέρουμε πόσο γρήγορα θα επιδεινωθεί η εικόνα.» Ακουμπάει πίσω στην καρέκλα του, τα χέρια του ανοίγουν σε μια χειρονομία ειλικρίνειας. «Δεν είσαι ακόμη στο κρίσιμο σημείο, αλλά πλησιάζεις. Μπορεί να έχεις εβδομάδες ή μήνες σταθερότητας, αλλά μπορεί και όχι.»

    Νιώθω την Κρινιώ να αναδεύεται δίπλα μου. Το σώμα της στρέφεται ελαφρά προς το μέρος μου. Η Κρινιώ γυρίζει προς το μέρος μου, ήδη έτοιμη να μιλήσει. Βλέπω τα χείλη της να ανοίγουν, την ανάσα της να παίρνει. Ξέρω τι θα πει. Όχι “πάμε να το ξεκινήσουμε”—”δεν παίρνουμε ρίσκα”. Αλλά της σφίγγω το χέρι λίγο πιο δυνατά—ένα σιωπηλό “περίμενε”—και γυρίζω πάλι στον Νίκο.

    «Θέλω να ξεκινήσουμε…» κάνω μια μικρή παύση, νιώθω την ένταση στο δωμάτιο να ανεβαίνει, «αλλά μετά το ταξίδι.»

    Ο Νίκος σηκώνει απότομα τα μάτια του από τον φάκελο. Τα φρύδια του ανασηκώνονται ελαφρά. Με κοιτάζει με έκφραση που δεν είναι αποδοκιμασία, αλλά κάτι ανάμεσα σε κατανόηση και σιωπηλό ερώτημα.

    «Ροβανιέμι,» λέω. Χαμογελάω ελαφρά. «Ήταν η Χριστουγεννιάτικη έκπληξη. Για την Κρινιώ.» Παύση. «Για μένα.» Άλλη μια παύση, πιο μεγάλη. «Γιατί μπορώ ακόμα.»

    Δεν λέει τίποτα. Απλώς με κοιτάζει. Τα δάχτυλά του έχουν σταματήσει να παίζουν με τον φάκελο. Περιμένει να συνεχίσω.

    «Δεν παλεύω για να επιβιώσω, Νίκο.» Σηκώνω ελαφρά το σαγόνι μου. «Παλεύω για να ζήσω.» Η λέξη βγαίνει με έμφαση, σχεδόν σκληρή. «Αν ξεκινήσω τώρα τις ενδοφλέβιες, δε θα πάμε πουθενά.»

    Γέρνω μπροστά, τα μάτια μου δεν φεύγουν από τα δικά του. «Θέλω να το καθυστερήσουμε όσο γίνεται. Θα κάνω ό,τι χρειάζεται, αλλά…» σταματώ, παίρνω βαθιά ανάσα, «μετά το Ροβανιέμι.» Σταματάω και πάλι. «Εδώ τραβάω τη γραμμή μου.»

    Μακρά, βαριά σιωπή. Ακούω την Κρινιώ να αναπνέει δίπλα μου, γρήγορα, ρηχά.

    Ο Νίκος στηρίζεται στην καρέκλα του με έναν ήχο που μοιάζει με αναστεναγμό και τρίβει τη μύτη του με τον δείκτη, κουρασμένος. Τα μάτια του κλείνουν για μια στιγμή. Κοιτάζει την Κρινιώ. Μια σιωπηλή ερώτηση περνάει ανάμεσά τους. Εκείνη δεν έχει πάρει τα μάτια της από πάνω μου. Μάγουλα χλωμά, βλέμμα καρφωμένο, τα χείλη της σφιγμένα σε μια λεπτή γραμμή, αλλά δεν διαφωνεί. Απλώς κάθεται σιωπηλή, λες και κρατά την ανάσα της.

    Τελικά, μετά από αυτό που μοιάζει σαν αιώνας ο Νίκος γνέφει αργά. Μια φορά. Δύο. Σαν να πείθει τον εαυτό του. «Έχεις ένα παράθυρο.» Η φωνή του είναι χαμηλή, προσεκτική. «Δεν στο εγγυώμαι, αλλά το έχεις.» Σταματάει, με κοιτάζει στα μάτια. «Κάθε μέρα μετράει.»

    «Μετράει ήδη, φίλε μου,» του απαντώ. Νιώθω ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη μου, ειλικρινές αυτή τη φορά. «Κάθε μέρα είναι ένα μικρό θαύμα.»

    Γυρίζω να κοιτάξω την Κρινιώ. Τα μάτια της είναι υγρά, βουρκωμένα, αλλά δεν αφήνει δάκρυ να κυλήσει. Καταπίνει, σηκώνει λίγο το σαγόνι της. Μου χαμογελάει. Είναι ένα μικρό χαμόγελο, τρεμάμενο στις άκρες, αλλά γεμάτο αποφασιστικότητα. Το χέρι της σφίγγει το δικό μου μια τελευταία φορά, δυνατά, σαν υπόσχεση.



    Το ίδιο απόγευμα, στο σπίτι, κάθεται στον καναπέ με τα γόνατα μαζεμένα, τα χέρια της μπλεγμένα γύρω τους σαν να προσπαθεί να προστατευτεί από κάτι αόρατο. Το σώμα της είναι μια σφιχτή μπάλα. Έχει αφήσει τα μαλλιά της λυτά, και με κάθε μικρή κίνηση πέφτουν μπροστά στο πρόσωπό της σαν κουρτίνα που την κρύβει από τον κόσμο. Δεν λέει τίποτα. Από την ώρα που φύγαμε από τον Νίκο, έχει βυθιστεί σε μια σιωπή που δεν μπορώ να σπάσω, μόνο να περιμένω.

    Οι μόνοι ήχοι είναι η κλασσική μουσική για τους πράσινους φιλόσοφους που παίζει σε χαμηλή ένταση και το ρολόι στον τοίχο, το οποίο περισσότερο το νιώθω παρά το ακούω. Τικ. Τακ. Τικ. Τακ.

    Στέκομαι για λίγο πίσω της, τα χέρια μου κρέμονται αβέβαια στο πλάι μου. Μετά κάθομαι δίπλα της. Ο καναπές βουλιάζει ελαφρά με το βάρος μου. Περιμένω. Μετρώ τις ανάσες μου. Της ακουμπάω το χέρι στον ώμο. Απαλά, σχεδόν διστακτικά. Δεν τραβιέται, αλλά δεν αντιδρά. Είναι σαν να αγγίζω μάρμαρο. Σα να έχει γίνει πέτρα μόνο κα μόνο για να μην καταρρεύσει. Μακρά, βασανιστική σιωπή. Ακούω την ανάσα της, ρηχή, ακανόνιστη.

    «Ξεκίνα αύριο,» μου λέει τελικά. Η φωνή της ήρεμη, αλλά τα λόγια της κόβουν σαν νυστέρι. «Δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί. Δεν μπορώ να ρισκάρω…» Σταματάει. Καταπίνει. Βλέπω τον λαιμό της να κινείται.

    Στρέφεται προς το μέρος μου απότομα, τα μαλλιά της πετάγονται σαν μαστίγιο, με βλέμμα που γυαλίζει. «Δεν μπορώ να ρισκάρω να σου συμβεί κάτι εκεί.» Η φωνή της σπάει στη μέση της πρότασης. «Εκεί που δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Εκεί που θα είμαστε μακριά από όλους και απ’ όλα.»

    Τα χέρια της τρέμουν τώρα. Τις βλέπω να σφίγγονται και να ξεσφίγγονται στην ποδιά της.

    Την κοιτάζω για λίγο. Αφήνω τη σιωπή να απλωθεί ανάμεσά μας, να γεμίσει το δωμάτιο. Δεν την κόβω. Την αφήνω να πάρει μια βαθιά ανάσα—τρεμάμενη, δύσκολη—και να προσπαθήσει να ανασυνταχθεί. Την αγαπώ ακόμα και μέσα στον πανικό της. Ίσως ειδικά τότε.

    «Κρινιώ μου,» της λέω τελικά, με φωνή ήρεμη, σταθερή. Παίρνω τα χέρια της στα δικά μου. Είναι παγωμένα. «Είμαι ευγνώμων στη Θεά Τύχη που σε έστειλε στο δρόμο μου.»

    Παύση. Κοιτάζω τα δάχτυλά μας που μπλέκονται. «Είμαι ευγνώμων που η ζωή μου—έστω και στα τελειώματά της—βρήκε και πάλι πραγματικό νόημα.»

    Σηκώνω το βλέμμα μου, βρίσκω τα μάτια της. «Εσύ το έδωσες. Εσύ και η Λίζι.» Μικρή παύση. «Το ξέρω ότι φοβάσαι. Το βλέπω. Το νιώθω. Αλλά άκουσέ με σε παρακαλώ.»

    Γέρνω λίγο πιο κοντά της. Νιώθω τη ζεστασιά της, την ανάσα της που χτυπάει το μάγουλό μου. Εκείνη με κοιτάζει σιωπηλή, τα χέρια της σφιγμένα τόσο δυνατά που τα νύχια της πρέπει να χώνονται στις παλάμες της.

    «Είναι ρίσκο, το ξέρω, το καταλαβαίνω.» Ανασαίνω βαθιά. «Αλλά το cost-vs-benefit είναι συντριπτικό όπως και να το δεις. Το κόστος το γνωρίζουμε— είναι το χειρότερο σενάριο.» Κουνάω ελαφρά το κεφάλι μου. «Αλλά χωρίς στιγμές σαν το Ροβανιέμι, το benefit είναι αμφίβολο.»

    Η φωνή μου σπάει ανεπαίσθητα στις τελευταίες λέξεις. Κλείνω για μια στιγμή τα μάτια μου. Περνάω το χέρι μου στα μαλλιά μου, αφήνω τα δάχτυλά μου να μείνουν λίγο στο μέτωπο. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ, να βρω τις σωστές λέξεις.

    «Το ταξίδι, Κρινιώ, έχει γαλάζιες θάλασσες.» Η φωνή μου γίνεται πιο απαλή, σχεδόν ονειρική. «Έχει και φουρτούνες.» Παύση. «Ναι, μπορείς να μείνεις σε έναν όρμο, ασφαλής, με τα πανιά δεμένα και την άγκυρα ριγμένη. Να ελπίζεις ότι η θάλασσα δε θα σε ρίξει στα βράχια.»

    Κουνάω το κεφάλι μου αργά. «Αλλά αυτό δεν είναι ταξίδι, Κρινιώ. Αυτό είναι αγκυροβόλημα.» Σταματώ, παίρνω ανάσα. «Κι εγώ… εγώ θέλω να φύγω με πανιά ανοιχτά. Αλλιώς… αλλιώς δεν έχει νόημα…»

    Σιωπή. Ακούω την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά στο στήθος μου.

    Γυρίζω προς το μέρος της και την κοιτάζω βαθιά στα μάτια. Σηκώνω το χέρι μου, παραμερίζω απαλά μια τούφα μαλλιών από το πρόσωπό της.

    «Δε σου ζητάω απλώς να με ακολουθήσεις.» Η φωνή μου είναι σχεδόν ψίθυρος τώρα. «Σου ζητάω να καταλάβεις. Να συμφωνήσεις. “Μαζί,” μου είχες πει από την πρώτη φορά. “Τα πάντα μαζί”.»

    Τονίζω τη λέξη.

    «Όλες μας τις αποφάσεις.»

    Σιγή. Για μερικά δευτερόλεπτα μόνο. Αλλά μοιάζουν αιώνας. Βλέπω κάτι να αλλάζει στο πρόσωπό της. Οι ώμοι της χαλαρώνουν ελαφρά. Τα μάτια της μαλακώνουν.

    Μετά τη βλέπω να αφήνει τα χέρια της να ξεγλιστρήσουν, αργά, σχεδόν διστακτικά, να κουμπώνονται πάνω στα δικά μου. Τα δάχτυλά της είναι ακόμα κρύα, αλλά η λαβή τους είναι σταθερή. Τα μάτια της είναι γεμάτα. Από φόβο. Από τρυφερότητα. Από αποδοχή.

    Ανοίγει το στόμα της. Κλείνει. Καταπίνει. Προσπαθεί ξανά.

    «Θα βάλουμε και τις μπότες τις χιονιού;» μου λέει σιγανά. Η φωνή της τρέμει, αλλά στις άκρες των χειλιών της παίζει το φάντασμα ενός χαμόγελου.

    Νιώθω κάτι να λυγίζει μέσα μου. Κλείνω τα μάτια μου για μια στιγμή, αφήνω την ανακούφιση να με πλημμυρίσει.

    Χαμογελώ. Είναι ένα αργό, τρυφερό χαμόγελο που ξεκινάει από τα μάτια μου. Τη φέρνω κοντά μου με μια κίνηση απαλή, σχεδόν ευλαβική και τη φιλάω απαλά στο μέτωπο. Τα χείλη μου μένουν εκεί για μια στιγμή, νιώθω τη ζεστασιά του δέρματός της.

    Μένουμε έτσι για λίγο, ακίνητοι. Το μόνο που ακούγεται η μουσική που ποτέ δε σταματά και οι ανάσες μας που σιγά-σιγά συγχρονίζονται. Νιώθω την ένταση να φεύγει από το σώμα της, να ακουμπάει πάνω μου.

    Κάπου μακριά, ένα αυτοκίνητο περνάει. Η ζωή συνεχίζεται έξω από αυτό το δωμάτιο. Αλλά εδώ, σε αυτή τη στιγμή, ο χρόνος έχει σταματήσει. Και μέσα στο καταχείμωνο της αρρώστιας μου, μύρισε και πάλι άνοιξη.

    Πώς το είχε πει ο Ελύτης; “Ένα το χελιδόνι, κι η άνοιξη ακριβή.”

    Όποιο και αν είναι το τίμημα θα το πληρώσω με όλη μου την ψυχή…

    Γιατί ο βορράς μάς περιμένει. Με τον Άγιο Βασίλη, και τα ξωτικά, και τους τάρανδους, και όλη τη μαγεία των Χριστουγέννων. Όλη τη μαγεία της ζωής.

    Της ζωής.-

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
  8. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 23ο - Κάτω απ’ τον ήλιο του Βορρά

    Είχαμε αφήσει αποβραδίς την εντόνως διαμαρτυρόμενη Λίζι στο ξενοδοχείο ζώων και μιας και έπρεπε να βρισκόμαστε στο αεροδρόμιο στις έξι το πρωί, πέσαμε για ύπνο με τις κότες. Δηλαδή αυτός ήταν ο αρχικός σχεδιασμός αλλά με την προοπτική του Ροβανιέμι, άντε πέσε για ύπνο.

    «Σαν ψέματα μου φαίνεται!» μου λέει ξαπλωμένη στην αγκαλιά μου όπως είμαστε κουκουλωμένοι κάτω από το πάπλωμα. «Λαπωνία!» συνεχίζει μονολεκτικά σα να μην το πιστεύει.

    Το αεροδρόμιο της Αθήνας στις έξι το πρωί έχει μια ιδιαίτερη μελαγχολία. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι είτε ταξιδιώτες που ξεκινούν κάποια περιπέτεια, είτε άνθρωποι που επιστρέφουν από κάποια άλλη. Εμείς ανήκαμε σαφώς στην πρώτη κατηγορία και δεν κρυβόταν.

    Η Κρινιώ είχε ήδη αρχίσει να τραβάει selfies με το boarding pass στο χέρι, ενώ εγώ προσπαθούσα ακόμα να συνειδητοποιήσω ότι σε λίγες ώρες θα βρισκόμουν σε τόπο όπου η θερμοκρασία μετριέται σε αρνητικούς αριθμούς… μεγάλους κατά απόλυτη τιμή. Μείον 15 έλεγε το internet ότι είχε σήμερα!

    Η πτήση για Ελσίνκι κύλησε πιο ήρεμα από όσο περίμενα. Η Κρινιώ κοιμήθηκε στον ώμο μου περίπου μισή ώρα μετά την απογείωση, μια ικανότητα που της ζήλευα ανέκαθεν. Εγώ περνούσα την ώρα μου κοιτώντας τα σύννεφα και αναρωτιόμουν τι ακριβώς μας περίμενε στον Αρκτικό Κύκλο. Το μόνο που ήξερα σίγουρα ήταν ότι θα ήταν κρύο, πολύ κρύο, και είχαμε κάνει κρατήσεις σε μέρη με ονόματα που ούτε καν μπορούσαμε να τα προφέρουμε σωστά.

    Το αεροδρόμιο του Ελσίνκι ήταν μια ωραία έκπληξη· καθαρό, οργανωμένο, και με περισσότερα φυτά από όσα είχα δει σε μερικά ελληνικά δάση. Η αναμονή για τη σύνδεση προς Ροβανιέμι μας έδωσε χρόνο να πιούμε έναν καφέ που κόστιζε όσο ένα γεύμα στην Αθήνα και να παρατηρήσουμε τους υπόλοιπους ταξιδιώτες.

    Ήταν ένας περίεργος συνδυασμός ανθρώπων: οικογένειες με μικρά παιδιά που προφανώς πήγαιναν να δουν τον Άγιο Βασίλη, ζευγάρια σαν εμάς που είχαν αποφασίσει να δοκιμάσουν κάτι εξωτικό, και μερικοί άνθρωποι που φαίνονταν να ξέρουν ακριβώς τι κάνουν και φορούσαν ήδη ρούχα που έμοιαζαν κατάλληλα για εξερεύνηση της Ανταρκτικής.

    Η προσγείωση είναι τόσο απαλή που σχεδόν δεν την καταλαβαίνουμε. Αλλά δεν προλαβαίνει να ακουμπήσει το λάστιχο του τροχού στο χιονισμένο διάδρομο και ήδη η Κρινιώ έχει κολλήσει το πρόσωπό της στο παράθυρο, όπως παιδάκι που φτάνει πρώτη φορά σε λούνα παρκ. Η ανάσα της θολώνει το τζάμι και το σκουπίζει ανυπόμονα με το μανίκι της για να δει καλύτερα.

    «Κοίτα! Κοίτα! Χιόνι παντού! Και τα φώτα! Τζωρτζίνο μου, είναι σαν παραμύθι!» Τα μάτια της γυαλίζουν από συγκίνηση, και το χέρι της ψάχνει το δικό μου χωρίς να παίρνει το βλέμμα της από το παράθυρο.

    Η φωνή του πιλότου ακούγεται στα μεγάφωνα: «Ladies and gentlemen, καλώς ήρθατε στο Ροβανιέμι, την πατρίδα του Άγιου Βασίλη. Η τοπική ώρα είναι 15:30 και η θερμοκρασία είναι μείον 15 βαθμοί Κελσίου. Σας ευχόμαστε μια μαγική διαμονή.»

    «ΤΖΩΡΤΖΙΝΟ ΜΟΥ!» Η Κρινιώ γυρίζει απότομα και με αγκαλιάζει τόσο δυνατά που νομίζω ότι θα με πνίξει. Ο ενθουσιασμός της είναι κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω με λέξεις—μόνο με καρδιοχτύπι. Τα χέρια της τρέμουν ελαφρά καθώς με κρατάει, και μπορώ να νιώσω το χαμόγελό της ακόμα και χωρίς να το βλέπω.

    Βγαίνουμε από το αεροπλάνο και το πρώτο πράγμα που νιώθουμε είναι το κρύο. Το -15 μας χτυπάει σαν σφαλιάρα με μεταξωτό γάντι. Παγωμένο, ναι, αλλά πανέμορφο. Χιονονιφάδες χορεύουν στον αέρα, και η Κρινιώ προσπαθεί να τις πιάσει με τα χέρια της σαν μικρό παιδί. Κάθε φορά που μια νιφάδα λιώνει στο γάντι της, γελάει σαν να είναι το πιο μαγικό πράγμα στον κόσμο.

    Και μέσα σ’ όλη αυτή τη λευκή μαγεία, κρατάμε ο ένας το χέρι του άλλου τόσο σφιχτά, που όλος ο παγετός δεν φτάνει να μας κρυώσει. Τα δάχτυλά μας είναι πλεγμένα μέσα στα γάντια, και κάθε τόσο η Κρινιώ σφίγγει το χέρι μου λες και θέλει να βεβαιωθεί ότι όλο αυτό είναι αληθινό.

    Το ταξί που μας πηγαίνει στο ξενοδοχείο είναι ζεστό σαν φούρνος, και η Κρινιώ κολλάει πάλι στο παράθυρο, σχολιάζοντας κάθε τι που βλέπει.

    «Τάρανδοι! ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΤΑΡΑΝΔΟΙ!»

    Με τραβάει τόσο δυνατά που παραλίγο να χτυπήσω το κεφάλι μου στο τζάμι. «Και δες εκείνα τα σπιτάκια! Έχουν χιόνι στις στέγες όπως στις κάρτες!»

    Ο οδηγός, ένας ντόπιος με πλατύ χαμόγελο, μας κοιτάζει από τον καθρέφτη. «Πρώτη φορά στο Ροβανιέμι;»

    «Ναι!» απαντάει η Κρινιώ πριν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου. «Είναι πιο όμορφο απ’ ό,τι φαντάζομαι!»

    «Περιμένετε να δείτε το Βόρειο Σέλας,» λέει με ένα μυστηριώδες χαμόγελο. «Απόψε οι συνθήκες είναι τέλειες.»

    Όταν φτάνουμε στο ξενοδοχείο και βλέπουμε από μακριά τα glass igloos να ξεπροβάλλουν μέσα από τα έλατα, σαν γιγάντιες χιονόμπαλες που κάποιος τις έχει ανάψει από μέσα, ξέρω ότι έχω κάνει σωστά. Η Κρινιώ κοντοστέκεται με το στόμα της μισάνοιχτο. Το χέρι της πηγαίνει αυτόματα στην καρδιά της, λες και θέλει να τη συγκρατήσει.

    «Αληθινά είναι αυτά;» ψιθυρίζει, σα να μην πιστεύει στα ίδια της τα μάτια. «Δεν είναι… δεν είναι ψεύτικα;»

    «Αληθινά, μωρό μου. Και ένα από αυτά είναι δικό μας για τις επόμενες μέρες.»

    Γυρίζει και με κοιτάζει με μάτια τόσο γεμάτα αγάπη που νιώθω να λυγίζω. «Πώς… πώς το σκέφτηκες όλο αυτό;»

    «Ήθελα να σου δώσω κάτι μαγικό,» της λέω απλά. «Κάτι που θα θυμόμαστε για πάντα.»

    Ναι, είναι αληθινά. Και το δικό μας μάς περιμένει, σαν φωτεινό στολίδι μέσα στο ατελείωτο λευκό. Ο υπάλληλος της ρεσεψιόν μάς οδηγεί μέσα από ένα μονοπάτι φωτισμένο με φαναράκια, και κάθε βήμα μοιάζει σαν να μπαίνουμε βαθύτερα σε παραμύθι.

    Μπαίνουμε μέσα στο glass igloo και η ζεστασιά από το θερμαινόμενο πάτωμα είναι σαν χάδι στα ξυλιασμένα μας πόδια. Η Κρινιώ βγάζει αμέσως τις μπότες της και αρχίζει να χοροπηδάει πάνω στο ζεστό ξύλινο πάτωμα.

    «Είναι σαν να είμαστε μέσα σε χιονόμπαλα!» λέει κοιτάζοντας τη γυάλινη οροφή. «Αλλά ζεστή χιονόμπαλα! Μαγική χιονόμπαλα!»

    Ανοίγουμε τις βαλίτσες με την ίδια ανυπομονησία που ανοίγουν τα παιδιά τα δώρα των Χριστουγέννων. Βάζουμε τις fleece πιτζάμες που έχουμε αγοράσει ειδικά για το ταξίδι· οι δικές της έχουν τυπωμένους τάρανδους, οι δικές μου πιγκουίνους, που δεν υπάρχουν σε αυτά τα μέρη, αλλά δε βαριέσαι!

    «Ταιριάζουμε!» λέει η Κρινιώ κάνοντας μια στροφή. «Είμαστε το πιο γλυκό ζευγάρι του Βόρειου Πόλου!»

    Κάνουμε τη ζεστή σοκολάτα με το μικρό βραστήρα του δωματίου, και η μυρωδιά γεμίζει τον χώρο. Ξαπλώνουμε κάτω από τη γυάλινη οροφή, με τις κουβέρτες να μας αγκαλιάζουν και τις ζεστές κούπες στα χέρια. Η Κρινιώ κουρνιάζει δίπλα μου, το κεφάλι της στον ώμο μου, και μπορώ να νιώσω την ανάσα της να γίνεται πιο ήρεμη καθώς χαλαρώνει.

    «Κοίτα,» ψιθυρίζει ξαφνικά. «Αρχίζει…»

    Και έχει δίκιο. Ο ουρανός αρχίζει να ζωντανεύει. Το σέλας αρχίζει να ζωγραφίζει τον ουρανό με πινελιές πράσινου και μωβ, σαν κάποιος αόρατος καλλιτέχνης να χύνει υγρά φώτα πάνω στο μαύρο καμβά του ουρανού.

    «Όνειρο! Σα να είναι όνειρο!» μου λέει με φωνή γεμάτη δέος. Τα μάτια της είναι τόσο ανοιχτά που μπορώ να δω το Βόρειο Σέλας να καθρεφτίζεται μέσα τους.

    «Δεν είναι όνειρο, καρδούλα μου. Μπορεί να είναι όμορφο σαν όνειρο αλλά είναι πραγματικότητα.»

    Τη σφίγγω στην αγκαλιά μου, νιώθοντας τη ζεστασιά του κορμιού της ενάντια στο δικό μου. Το Σέλας χορεύει τώρα πάνω από τα κεφάλια μας, κυματιστές κορδέλες φωτός που μοιάζουν να αναπνέουν.

    Κουρνιάζουμε ακόμα πιο κοντά, βλέποντας τα φώτα να χορεύουν μέχρι που ο ύπνος μάς παίρνει, εκεί, στη γυάλινη φούσκα μας, στην άκρη του κόσμου, όπου τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα και η πραγματικότητα ξεπερνάει κάθε όνειρο.



    Την ώρα που φτάνουμε στο χωριό του Άη Βασίλη, η Κρινιώ μεταμορφώνεται. Τα μάτια της γυαλίζουν σαν να πρωτοβλέπει χριστουγεννιάτικο δέντρο, και το στόμα της ανοίγει ελαφρά από την έκπληξη. Όχι, δεν είναι πια φοιτήτρια στο πτυχίο· είναι παιδάκι. Το πιο χαρούμενο και γελαστό παιδάκι.

    Χτυπάει παιχνιδιάρικα το μπράτσο μου και μετά τρέχει ξεκαρδισμένη να δει τους ταράνδους, σκύβοντας να τους χαιρετήσει, να χαζέψει τα σπιτάκια με τα ξωτικά δείχνοντάς τα με το δάχτυλο σαν μικρό παιδί και τραβώντας με από το μανίκι να δω κι εγώ, να σφίξει το χέρι του αυθεντικού Σάντα που, όσο και να ξέρεις ότι είναι ρόλος, κάτι μέσα σου θέλει να πιστέψει.

    Μπαίνουμε στην ουρά για να τον δούμε και η Κρινιώ αναπηδά στα δάχτυλα των ποδιών της προσπαθώντας να δει μπροστά, σφίγγοντας το χέρι μου από την αγωνία. Παρατηρώ ότι μερικοί γονείς με τα παιδάκια τους μας κοιτάνε περίεργα—μια ενήλικη που συμπεριφέρεται πιο παιδιάστικα από τα ίδια τα παιδιά. Όταν έρχεται η σειρά μας, ο Άγιος τη ρωτά αν ήταν καλό κορίτσι.

    «Τα καλά κορίτσια πάνε στον παράδεισο,» του λέει συνωμοτικά, χαχανίζοντας και σκύβοντας πιο κοντά του. «Τα κακά πάνε παντού!»

    «ΧΟ ΧΟ ΧΟ ΧΟ» κάνει ο Άγιος Βασίλης, προσπαθώντας να κρατηθεί σοβαρός αλλά βλέπω το χαμόγελό του να τρεμοπαίζει πίσω από τα μουστάκια.

    Και δεν έχει τελειώσει ακόμα. Σηκώνει πονηρά το ένα φρύδι, κλείνει το μάτι και συνεχίζει, με λάγνα αλλά χαμηλή—γιατί υπάρχουν και παιδιά δίπλα—φωνή: “I’m a bad, bad girl!” Την ίδια στιγμή με κλοτσάει παιχνιδιάρικα στο πόδι, κι εγώ δαγκώνω τα χείλη μου προσπαθώντας να μη βάλω τα γέλια.

    Και έτσι, προσδοκώντας αργότερα σε άλλου είδους κοκκίνισμα, κατάφερε να κάνει τα κόκκινα μάγουλα του άγιου Βασίλη, ακόμα πιο κόκκινα. Ο φουκαράς κοιτάζει γύρω του αμήχανα, σαν να ψάχνει διέξοδο, ενώ εγώ παρόλο που ένιωσα σα τους στρατιώτες στη σκηνή του Biggus Dickus· κάπου τον λυπήθηκα, σίγουρα δεν πληρωνόταν για κάτι τέτοιο. Well, όπως λένε και οι κινέζοι, may you live in interesting time and meet interesting people.

    Κατά τα άλλα, όλα η Κρινιώ είναι το υπέροχο τρελοκομείο που αγάπησα. Γέλια που αντηχούν, σπρωξίματα με αγκώνες όταν προσπαθώ να τη σοβαρέψω, φωτογραφίες όπου κάνει γκριμάτσες πίσω από την πλάτη μου τη στιγμή που πατάω το κουμπί, και γλυκά γεμάτα κανέλα που τρώει κλείνοντας τα μάτια από την απόλαυση και βγάζοντας μικρούς ήχους ευχαρίστησης.

    Και όταν φεύγουμε; Κρατάει το χέρι μου σφιχτά, σταματά και με κοιτάζει κατάματα με ένα τρυφερό χαμόγελο, μετά ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο μου και ψιθυρίζει «Τζωρτζίνο μου… κάτι μου λέει ότι φέτος δε θα πάρω δώρο από τον Άγιο Βασίλη!»

    Αφού δεν έπαθα εμβολή από τα γέλια, καλά να λέω.

    Και αν τελικά δεν πήρε δώρο από τον Άγιο Βασίλη, δεν πειράζει. Πήρε από εμένα, γιατί τι θα ήταν το Ροβανιέμι χωρίς σαδομαζοχιστικά συμπράγκαλα και εμένα σαν τον τραγικό ήρωα να προσπαθώ να πω το Safeword υπό το φως του Σέλαος;

    Όσο για μένα… Το δώρο μου το είχε ήδη φέρει από πέρσι τον Απρίλη. Και τώρα καθόταν δίπλα μου, με κοίταζε με μάτια που γελούσαν, και μου ψιθύριζε βλακείες με εκείνη τη φωνή που με έκανε να νιώθω ζωντανός.

    Και ας κινδύνευα να κάνω το φάντασμα De Sade να σηκωθεί από τον τάφο του και να έρθει να με μουτζώσει με χέρια και με πόδια.



    Την επόμενη μέρα, το πρόγραμμα είχε βόλτα με έλκηθρο που το τραβάνε χάσκι. Από νωρίς το πρωί η Κρινιώ πηδούσε πάνω-κάτω σαν παιδί που του υποσχέθηκαν σοκολάτα με πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό, χτυπώντας τα χέρια της και κάνοντας μικρές τσιρίδες ενθουσιασμού κάθε φορά που έβλεπε έναν οδηγό να προετοιμάζει έλκηθρο.

    Εγώ από την άλλη, τους έριχνα καχύποπτες ματιές και έσφιγγα τα χείλη μου. Δεν τα πήγαινα ποτέ καλά με τα σκυλιά—ήμουν άνθρωπος των γατιών, της Λίζι, της αξιοπρέπειας και της καθαρής πατούσας.

    Η Κρινιώ όμως… Η Κρινιώ τα χαϊδεύει με τα δύο χέρια, τα ζουλάει σκύβοντας μέχρι το έδαφος, τα αγκαλιάζει τόσο δυνατά που τα καημένα τα ζώα με κοιτάνε με βλέμμα “βοήθεια”, έχει σχεδόν λερώσει τα βρακιά της απ’ τη χαρά. Ένα από τα χάσκι προσπαθεί να γλείψει το πρόσωπό της και εκείνη το αφήνει, γελώντας σαν τρελή.

    Η αλήθεια είναι ότι τα κοπρόσκυλα ήταν πανέμορφα. Μπλε μάτια που σε διαπερνούσαν σαν ακτίνες λέιζερ, γούνες που ανέμιζαν στον αρκτικό αέρα, και μια ενέργεια που θα έκανε και το πιο φιλόδοξο πυρηνικό εργοστάσιο να σκάσει από τη ζήλεια του. Ένα από αυτά με κοίταξε κατάματα και νιώθω ότι μου διάβασε την ψυχή και με καταδίκασε για την έλλειψη κυνόφιλων αισθημάτων.

    Πανέμορφα λοιπόν τα κοπρόσκυλα, η βόλτα με το έλκηθρο που έσουρναν, not so much. Η Κρινιώ πιάνει τα σχοινιά με ύφος «δώσ’ μου χιόνι να το καταπιώ και άνοιξε βράχε να διαβώ», κάνει stretching σαν επαγγελματίας αθλητής, κρατάει θέση σαν αρματοδρόμος στο Ben-Hur και φωνάζει “YAH! YAH!” λες και τρέχει προς τις πύλες της Βαλχάλα.

    Εγώ από πίσω της, κάνοντας νοερά την διαθήκη μου και αφήνοντας τη Λίζι ως μοναδική κληρονόμο, προσπαθώ να κρατηθώ από τα πλαϊνά σα να εξαρτάται η ζωή μου από αυτό. Τα σκυλιά να αλυχτούν, το έλκηθρο να τραντάζεται, και μέσα μου να παίζει το “Highway to Hell” σε extended version με solo από τη μέση μου και backing vocals από τα γόνατά μου που τρίζουν.

    Σε κάθε στροφή νόμιζα πως ήρθε το τέλος μου και έβλεπα τη ζωή μου να περνάει από μπροστά μου σε slow motion και, σε κάθε μικρό ή μεγάλο πήδημα, παρακαλάω τη Λίζι να με θυμάται με αγάπη. Μπροστά, η Κρινιώ με τα μαλλιά της να ανεμίζουν στο χιονισμένο σαν διαφήμιση για σαμπουάν, πίσω εγώ, με αεροδιάδρομο στο κεφάλι τόσο φαρδύ που θα έκανε τον Γιουλ Μπρίνερ να μοιάζει με χεβιμεταλά, και προσπαθώντας να κρατηθώ με νύχια και με δόντια.

    Και τότε έγινε το αναπόφευκτο.

    Σε μια θεαματική δεξιά στροφή που θα έκανε τους οδηγούς της Formula-1 να δακρύσουν από τη συγκίνηση, το έλκηθρο τινάζεται, η Κρινιώ φωνάζει “ΟΠΑΑΑΑ” αρπάζοντας αέρα με τα χέρια της, εγώ κάνω μια ακροβατική κίνηση με ονομασία “Αντίο αξιοπρέπεια, αντίο Σπανιόλες κυρίες, αντίο κι’ ευχαριστώ για τα ψάρια” και προσγειώνομαι με τον κώλο στο χιόνι.

    Το έλκηθρο συνεχίζει απτόητο με την Κρινιώ πάνω του, η οποία κοιτάζει πίσω της και μου κάνει bye-bye με το χεράκι, τα χάσκι με γράφουν εκεί που δεν πιάνει μελάνι—για να μην πω ότι μάλλον χάρηκαν που ξεφορτώθηκαν βάρος και τώρα μπορούν να αναπτύξουν την πραγματική τους ταχύτητα—και άσε τον καράφλα να τρέχει από πίσω σαν τον μαλάκα!

    «ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΒΡΕ ΚΟΠΡΟΣΚΥΛΑ!» φωνάζω, κυνηγώντας τους από πίσω σαν απλήρωτος πιστωτής, αφήνοντας πίσω μου σύννεφα ντροπής, πασπαλισμένα με χιονονιφάδες και οσφυαλγία, και με την Κρινιώ να έχει βάλει τα γέλια τόσο δυνατά που τα ακούω από μακριά και να μου στέλνει φιλάκια σαν να μη τρέχει τίποτα.

    Κατάλαβες η Λουκριτία του Βορρά; Πάλι το μυαλό της στο κοκκίνισμα! Όσο για μένα; Αν κάποιος με είχε βιντεοσκοπήσει, δεν θα το έβλεπα μόνο εγώ στο YouTube—θα γινόμουν παγκόσμιο meme, θα με έβλεπαν από την Παταγονία μέχρι τη Σιβηρία, και ο τυπάς που θα το είχε ανεβάσει θα γινόταν εκατομμυριούχος σε μερικές ώρες. Μέχρι και την εισαγωγή φαντάζομαι:

    “This is Krinio! This is Rovaniemi!” και μετά αργό panning προς την αφεντιά μου. “And this is Jackass: North Pole Edition.”



    Και την επόμενη μέρα snowmobile το οποίοι θυμίζει κάτι ανάμεσα σε μηχανή και παγοθραυστικό. Έχει τη στιβαρότητα άρματος μάχης, τον θόρυβο ενός ελικοπτέρου και την ταχύτητα βλήματος, καλή ώρα σαν εμένα που το έβαλα στο πρόγραμμα των χειμερινών μας διακοπών.

    Πώς λέει το ανέκδοτο; «Παραδέξου το Γιώργο, δεν έρχεσαι στο δάσος για κυνήγι!» Κάπως έτσι κι εγώ, που δε μου φτάνουν τα χάλια μου, έχω γίνει και YOLO. Θα μου πεις—κάνω μαύρο χιούμορ με τον εαυτό μου—τι είχαμε τι χάσαμε. Φυσικά δεν λέω στην Κρινιώ τίποτα τέτοιο γιατί αντί να την κάνω κόκκινη με τη βίτσα θα μου τη χώσει εκεί που δεν τη βλέπει ο ήλιος.

    Καθόμαστε στο μηχάνημα του διαβόλου, μπροστά η Κρινιώ να οδηγήσει, πίσω εγώ αρπάζοντάς την όπως η Χέλμη το Ντορή, και η Ευρωλίγκα ξεκινά.

    «ΒΡΟΥΜ ΒΡΟΥΜ!» φωνάζει ανοίγοντας το γκάζι, λες και δε μας έφτανε αυτό της μηχανής. Εγώ εντωμεταξύ να ψάχνω ΤΑΠ να δαγκώσω, η Κρινιώ να φωνάζει «ΓΟΥΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ» και να μην έχω χέρια ελεύθερα να μουτζωθώ για τις επιλογές μου.

    Προσπερνάμε κάποια άλλα ζευγάρια που οδηγούν με την ηρεμία του Σάββατου απογεύματος, κι εγώ να είμαι σε φάση “εγώ δε θέλω μεροκάματο, θέλω χιλιάρα μηχανή και θάνατο…ΝΟΤ!”· αν είχα ελεύθερα χέρια, πέρα από τα φάσκελα που θα μου έριχνα, θα χειροκροτούσα σε κάθε στροφή που καταφέρναμε να πάρουμε χωρίς να γίνουμε αφίσα σε κάποιο δέντρο.

    Το πράγμα γίνεται χειρότερο όταν συναντάμε την πρώτη ανηφόρα. Το snowmobile αρχίζει να τραντάζεται σαν γέρος που προσπαθεί να σηκωθεί από την πολυθρόνα, η Κρινιώ πατάει γκάζι κι εγώ να νιώθω ότι αν συνεχίσει έτσι στο τέλος της ανηφόρας θα μπούμε σε τροχιά.

    Ναι, δεν έπαιζα το τζόκερ;

    Κάπως έτσι έγινε, στην κορυφή το διαβολομηχάνημα κάνει ένα άλμα και για μερικές στιγμές νιώθω αστροναύτης στο διαστημικό σταθμό και το στομάχι μου κάνει κωλοτούμπα. Το ταξίδι στον αέρα δεν κρατάει, προσγειωνόμαστε απότομα με τη μέση μου να κάνει ένα οδυνηρό γκελ και τη ζωή μου να περνάει από τα μάτια μου για δεύτερη φορά μέσα σε δύο μέρες.

    Φτάνουμε σε μια πλαγιά και σταματάμε για λίγο· γύρω μας μόνο λευκό, με τα δέντρα σα να έχουν ξεπηδήσει από παραμύθι των αδερφών Γκριμ. Σβήνουμε τη μηχανή και ο μόνος ήχους που ακούγεται είναι αυτός της ανάσας μας. Κατεβαίνουμε από το θηρίο και στεκόμαστε εκεί, σαν δύο επιζώντες μιας αποκαλυπτικής ταινίας που μόλις συνειδητοποίησαν ότι είναι ακόμα ζωντανοί.

    Εκεί, στη μέση του πουθενά, με τις μάσκες μας θαμπωμένες και τα χείλη μας κόκκινα από το κρύο, με αρπάζει, μου βγάζει τη μάσκα, και μου δίνει ένα φιλί τόσο παθιασμένο που φοβάμαι ότι θα κάνει όλα τα χιόνια του αρκτικού να λιώσουν και να γυρίσουμε στο ιγκλού ποδαράτο.

    «Τζωρτζίνο μου είσαι καλά;» με ρωτάει χαϊδεύοντάς με τρυφερά.

    «Μια αλλαξιά σώβρακο θα τη χρειαστώ!» της λέω και βάζει τα γέλια.

    Αρχίζει και χιονίζει και πάλι ελαφρά. Ανεβαίνουμε στο θηρίο και συνεχίζουμε και παρά τη δήθεν γκρίνια μου νιώθω πιο ζωντανός από ποτέ.

    Οκ, η άλκη με κέρατα που θυμίζουν ραντάρ πολεμικού πλοίου και που μας κοιτάζει τσαμπουκαλεμένη, δεν ήταν στη λίστα! Τι τη μελετούσα τη ρημάδα την αλλαξιά σώβρακου;

    «Αχ, ένα ελαφάκι!» λέει η Κρινιώ, και το «ελαφάκι» είναι τόσο σουρεαλιστική περιγραφή για το μαμούθ με κέρατα που μας αγριοκοιτάζει, που για μερικές στιγμές χάνω τα λόγια μου.

    Η άλκη τελικά αποφασίζει πως δεν της αρέσουν οι φάτσες μας, οπότε κάνει να έρθει να μας ζητήσει τα ρέστα!

    «ΞΕΚΙΝΑ! ΤΡΕΧΑ!!!!!! ΘΑ ΜΑΣ ΠΕΡΑΣΕΙ ΣΟΥΒΛΑΚΙ!!!!!» ουρλιάζω σαν κοπελίτσα που είδε κατσαρίδα στο σαλόνι και η Κρινιώ γκαζώνει με τη μία.

    Δεν ξέρω ποιος τρόμαξε πιο πολύ, εμείς ή δαύτο, όπως είδε το τανκ να επελαύνει σαν μεθυσμένος transformer—και να δεις που επειδή είναι προστατευόμενο είδος θα με βάλουν στο τέλος να πληρώσω και τον ψυχολόγο του! Από εδώ εμείς από την άλλη αυτό, και δεν ξέρω στο τέλος ποιος έτρεχε να ξεφύγει από ποιον. Γυρίζουμε στο igloo μας και μόνο εκεί η καρδιά μου αρχίζει να κατεβάζει παλμούς.

    «Τζωρτζίνο μου, σε παρακαλώ την επόμενη φορά που θα γράψεις στο πρόγραμμά μας “Μικρές εκπλήξεις,” να είσαι λίγο πιο σαφής, ναι;» μου λέει η Κρινιώ με το ποιο deadpan ύφος της.

    Αυτό που δεν κατάφερε να μου κάνει τσαμπουκαλεμένη άλκη, μου το έκανε η Κρινιώ με μια ατάκα: Κατουρήθηκα πάνω μου.



    «Τι θα κάνουμε σήμερα;» ρωτάω την ώρα που πίνουμε τη σοκολάτα μας.

    “I have a cunning idea!” μου λέει μιμούμενη τον Boldrick, χαμογελώντας πονηρά, με μάτια που σπινθηρίζουν σκανταλιά.

    Την κοιτάζω καχύποπτα.

    “Donaudampfschifffahrtsgesellschaftskapitän” απαντάω λέγοντας προκαταβολικά το safeword και βάζει τα γέλια.

    «Κατάφερες να το πεις με την πρώτη, από αύριο αλλάζουμε safeword. Schnitzelmitkartoffelsalatundsenfaberbittenichtzuviel» μου πετάει και παραλίγο να πνιγώ και πάλι από γέλια. “Σνίτσελ με πατατοσαλάτα και λίγη μουστάρδα, παρακαλώ, όχι πολλή,” αυτό σημαίνει το safeword. «Δε μου λες, έχεις κάνει κόμμα με τα κοπρόσκυλα, προχθές, και το μαμούθ με τα κέρατα, χθες, να με ξαποστείλετε;»

    «Καλά… αφού δε θέλεις να κάνουμε τζακούζι αγκαλίτσα…» μου κάνει και ξεροκαταπίνω. Από τη μία το τζακούζι είναι εξωτερικό και έξω έχει θερμοκρασία που μετριέται σε βαθμούς Kelvin. Από την άλλη… Θα είμαστε χωμένοι μέσα στο καυτό νερό…

    «Πονάν μωρέ τα παλικάρια;»

    «Αυτό λέω κι εγώ και αντί να συνεχίσεις να μου ρίχνεις, μου λες το Safeword! Είναι πράγματα αυτά;» μου λέει με ψεύτικη αγανάκτηση.

    Θα με στείλει πριν την ώρα μου με αυτά που μου κάνει, αλλά αν μη τι άλλο θα φύγω με το γέλιο στο στόμα… και ίσως λίγα τσίσα στο σώβρακο!

    Το νερό αχνίζει μέσα στην ξύλινη στρογγυλή μπανιέρα, ο ατμός στροβιλίζεται σαν να χορεύει με τις χιονονιφάδες. Μείον δεκαέξι. Ουρανός καθαρός, γεμάτος αστέρια. Το σέλας ράβει πράσινες και μοβ φλόγες στον ουρανό, σαν να κάνει πρόβα για κάποια θεϊκή παράσταση. Μόνο που για κωμωδία μας κόβω και πάλι…

    Η Κρινιώ έχει τυλιχτεί με την πετσέτα, στέκεται στην εσωτερική πόρτα του igloo και με κοιτάζει μ’ εκείνο το βλέμμα που λέει «δεν πιστεύω ότι θα το κάνουμε αυτό».

    “YOLO!” φωνάζω και ανοίγω την πόρτα. Ο παγωμένος αέρας με χαστουκίζει στο πρόσωπο και το κουράγιο μου πάει περίπατο.

    «Καλά δεν είμαστε κι εδώ;» ρωτάω αθώα αλλά η Κρινιώ δεν ακούει κουβέντα. Τρεις δρασκελιές στο χιόνι, ουρλιαχτά που θα ανατρίχιαζαν και τον Jason Voorhees, και πέφτουμε μέσα στο νερό σαν δύο μωρά φώκιες που προσγειώθηκαν κατά λάθος σε καζάνι.

    Η Κρινιώ ξεσπάει σε γέλια. Τα μαλλιά της στάζουν χιόνι. Τα δάχτυλά της βρίσκουν τα δικά μου κάτω από το νερό. Το δέρμα μας τσούζει από τη διαφορά θερμοκρασίας, αλλά κανείς μας δε φεύγει.

    «Είμαστε για δέσιμο!» μου λέει χαχανίζοντας.

    «Στο BDSM το μυαλό σου εσένα…» την πειράζω και το “ΠΡΡΡΡΡΡΡΡ” της το συνοδεύει και πιτσίλισμα με το καυτό νερό του τζακούζι.

    Ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο μου και την παίρνω αγκαλιά. Δεν μιλάμε άλλο. Το σέλας χορεύει από πάνω μας και ο ατμός σκεπάζει τον κόσμο ολόκληρο.

    Δεν κρατιέμαι, την πετάω χρησιμοποιώντας το πιο deadpan ύφος μου. «Γούστο θα ‘χει να μας έρθει τώρα και καμιά αρκούδα που πεθύμησε κρεατόσουπα.»

    Η Κρινιώ βάζει τα γέλια και μου απαντάει σε εξίσου deadpan ύφος: «Γι’ αυτό σ’ αγαπάω! Γιατί με κάνεις να νιώθω ασφάλεια! Δεν ανησυχώ Τζωρτζίνο μου, ο γραίος κότος έχει το ζουμί, εσένα θα φάει η αρκούδα!»

    Κι εδώ που τα λέμε, ένα δίκιο το έχει. Κι αυτό ασφάλεια είναι!

    Καθόμαστε γύρω στη μια ώρα ακόμα στο τζακούζι, και παρόλο που έχω αρχίσει να νιώθω σαν βραστό κουνουπίδι, άντε βρες το κουράγιο να κάνεις αυτά τα τρία βήματα μέσα στο πολικό ψύχος. Μ’ αρέσει που μερικοί μετά από τη σάουνα βουτάνε και σε παγωμένο νερό. Είναι τρελοί αυτοί οι Φιλανδοί.

    «Τζωρτζίνο μου είσαι εντάξει,» με ρωτάει ελαφρά ανήσυχα η Κρινιώ βλέποντάς με να έχω πέσει σε βαθιά περισυλλογή.

    «Το σχέδιο για το τζακούζι μπάζει!» της απαντάω. «Σκεφτήκαμε την είσοδο, δεν σκεφτήκαμε την έξοδο!»

    «Έλα μωρέ Τζωρτζίνο μου, μια ιδέα είναι όλα!»

    «Δεν είναι όλες οι ιδέες καλές!» της απαντάω πεισματάρικα, κάνοντάς τη να χαχανίσει.

    «Άσε τις δικαιολογίες!» μου λέει με τρυφερή αυστηρότητα. «Σήκω!»

    «Μα γιατί, καλά δεν καθόμαστε;» ρωτάω με ψεύτικη αθωότητα και εισπράττω ένα επώδυνο ping στη μύτη, έτσι που είναι έξω από το νερό στους -16.

    «Άουτς! Όχι βία στα γήπεδα!»

    «Σήκω και άσε τα νάζια!» μου κάνει και σηκώνεται. Και μετά κάθεται και πάλι. «Ξέρεις, τι; Καλά είμαστε!» μου λέει τουρτουρίζοντας.

    «Όοοοχι! Να τα ξεχάσεις αυτά!» της κάνω εγώ. «Σήκω!»

    «Μα…»

    «Μαμούνια! Με το ένα, με το δύο, με δύο κόμμα πέντε, δύο κόμμα έξι… δύο κόμμα εννιά, δύο κόμμα ενενηνταπέντε…» συνεχίζω να προσπαθώ να επιτείνω το μέτρημα χάνοντας το κουράγιο μου.

    «ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ! ΣΗΚΩ! ΚΟΤΑΡΑ!»

    Τα δύο μέτρα που μας χώριζαν από την πόρτα έμοιαζαν με την διαδρομή Klondike – Dawson, μόνο τα χάσκι με τα έλκηθρα έλειπαν—που κακό χρόνο να’χουν τα κοπρόσκυλα. Μαλάκα μου, φαντάσου να χρειάζεσαι κλειδαρά γιατί έχεις κλειδωθεί απ’ έξω!

    Μπαίνουμε στη ζέστη του igloo μας και μου έρχεται να κυλιστώ στο ζεστό πάτωμα σα φώκια στην άμμο.

    «Αν τον πετύχω το μαλάκα που μου πρότεινε διακοπές στη Λαπωνία θα του βγάλω τις αμυγδαλές με κολονοσκόπηση!» λέω με πάθος ιεροκήρυκα, κάνοντας την Κρινιώ να βάλει τα γέλια.

    «Δε σε συμφέρει!» μου λέει γελώντας ακόμα αλλά έχοντας προλάβει να φορέσει πάνω από το μπουρνούζι το μπουφάν της για να ζεσταθεί, όσο εγώ καταριόμουν τη μοίρα μου.



    Την άλλη μέρα, έχοντας ξεπαγώσει καλά-καλά σαν μπακαλιάροι, δεν θέλουμε να ξεμυτήσουμε από το κρεββάτι. Κάπου εκεί αρχίζει να μας κόβει η πείνα—είπαμε, φαγανό ζευγάρι—οπότε ντυνόμαστε σαν Εσκιμώοι και πάμε να φάμε το μεσημεριανό μας στο ice restaurant. Το concept είναι υπέροχο, η επιλογή φαγητών not so much, τέσσερα πιάτα όλα κι όλα.

    Σηκώνω το βλέμμα μου από το παγωμένο menu, τα φρύδια μου σμίγουν σε μια γραμμή απογοήτευσης.

    «Μα να μην έχουν σουβλάκια, οι απολίτιστοι! Οι απαίδευτοι! Οι βάρβαροι!» μοιρολογώ χτυπώντας ελαφρά το τραπέζι με την παλάμη μου, με την Κρινιώ να γνέφει τραγικά με το κεφάλι της, συμφωνώντας με πάθος.

    Γέρνω προς το μέρος της, στηρίζοντας τον αγκώνα μου στο παγωμένο τραπέζι. «Τι θα πάρεις εσύ;»

    «Λέω να πάρω αρκτικό σολομό. Κοτόπουλο τρώμε και στην Αθήνα,» μου λέει κοιτάζοντας το menu και παίζοντας νευρικά με τα μαλλιά της που ξεφεύγουν από τον σκούφο.

    «Εγώ λέω για ψητό τάρανδο,» απαντάω, χτυπώντας αποφασιστικά το δάχτυλό μου στη σελίδα.

    Η Κρινιώ σταματά να παίζει με τα μαλλιά της και με κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια, το στόμα της σχηματίζει ένα παιχνιδιάρικο μουτράκι.

    «Σου κάνει καρδιά;» με ρωτάει, μισό-αστεία, μισό-σοβαρά. «Θα είναι σα να τρως το Ρούντολφ το ελαφάκι!»

    «Και καρδιά μου μου κάνει, και πνευμόνια μου κάνει, και όλη μου τη συκωταριά μου κάνει!» της απαντάω χαχανίζοντας.

    Γέρνει προς το μέρος μου και με κοιτάζει από κάτω προς τα πάνω, ανοιγοκλείνοντας γρήγορα τα μάτια της σαν χαμένο κορίτσι.

    «Το καημένο το ελαφάκι;» μου λέει με παραπονιάρικη φωνή.

    «Ρε ουστ!» της κάνω κουνώντας το κεφάλι μου. «Εδώ δεν ντράπηκες τις προάλλες να κάνεις τον Άγιο Βασίλη να πάθει αποπληξία με τα υπονοούμενά σου, θα ντραπώ εγώ να φάω τάρανδο;» της απαντάω δείχνοντάς την κατηγορητικά με το δάχτυλο.

    Γυρίζει το κεφάλι της στο πλάι, σταυρώνει τα χέρια της και φουσκώνει τα μάγουλά της σαν μικρό κορίτσι.

    «Τέτοιος είσαι!» μου λέει δήθεν μουτρωμένη.

    Ακουμπάω τις παλάμες μου στο τραπέζι και γέρνω προς το μέρος της με συνωμοτικό ύφος.

    «Γιατί, το σολομό που θα φας μανούλα δεν τον έκανε; Φύτρωσε σε κανένα έλατο, να πούμε;»

    Παίρνει μια βαθιά ανάσα, τα μάτια της γουρλώνουν, και μου κάνει ένα «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» όλο δικό μου που με γεμίζει με σάλια.

    Παραμένω εντελώς ατάραχος, σκουπίζω ήρεμα το πρόσωπό μου με το χέρι μου.

    «Μη φτύνεις, θα λιώσει το τραπέζι!» της λέω, και βάζει τα γέλια κουνώντας όλο το κορμί της.

    Ξαφνικά οι κινήσεις της γίνονται πιο απαλές. Τεντώνει το χέρι της και με αγγίζει στο μπράτσο.

    «Σ’ αγαπάω!» μου λέει και μου πιάνει το χέρι με τα δύο της. «Μέχρι που σε γνώρισα, ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δεν είχα ζήσει αυτά που ζω μαζί σου,» μου κάνει φέρνοντας το χέρι μου απαλά στο στόμα της και φιλώντας το με τεντωμένα χείλη.

    Κάνει μια μικρή παύση, το βλέμμα της σπινθηρίζει πονηρία, και χαμογελάει.

    «Και ας τρως ελαφάκια!» πετάει τη σπόντα της.

    Το χαμόγελό μου μαλακώνει, νιώθω τη ζεστασιά να με κατακλύζει παρά το παγωμένο περιβάλλον. Σφίγγω απαλά το χέρι της.

    «Εγώ δηλαδή τι να πω;» της απαντάω απλά, η φωνή μου γίνεται πιο χαμηλή, πιο ζεστή.

    Για μια στιγμή μένουμε σιωπηλοί, κοιτώντας ο ένας τον άλλον. Τα μάτια της είναι γεμάτα αγάπη, και νιώθω έναν κόμπο στο λαιμό μου.

    Πράγματι, τι να πω; Σε σχέση με αυτά που είχα ζήσει εγώ μαζί της, την λες και ριγμένη. Εκείνη ήταν ο λόγος που ζούσα, εκείνη ήταν ο λόγος που σε μερικές μέρες θα επέστρεφα στη χημειοθεραπεία, το δηλητήριο της ζωής. Για την Κρινιώ μου και μόνο, για κανέναν άλλον.



    Όταν είχα γράψει «μικρές εκπλήξεις» προφανώς δεν αναφερόμουν στην ξενόφοβη άλκη, και μία από αυτές δεν την έλεγες και μικρή. Ήταν διήμερη εκδρομή στο Nord Kapp. Θα φύγουμε από Ροβανιέμι με πούλμαν (το ταξίδι είναι περίπου εννιά ώρες), θα κάτσουμε μια μέρα εκεί, και θα επιστρέψουμε και πάλι στο Ροβανιέμι, για να πάρουμε από εκεί το ταξίδι της επιστροφής στην Αθήνα μέσω Ελσίνκι.

    Τυπικά το Nord Kapp δεν είναι το βορειότερο σημείο της Ευρώπης, αλλά είναι το μόνο προσβάσιμο με αυτοκίνητο. Στην κατάσταση που είμαι τα εννιά χιλιόμετρα πεζοπορίας από το parking ως την άκρη του Knivskjelodden, που είναι ακόμα πιο βόρεια, είναι πέραν των σωματικών μου αντοχών.

    Η Κρινιώ στέκεται μπροστά από τη βαλίτσα, διπλώνει προσεκτικά την τελευταία μπλούζα και την τοποθετεί με φροντίδα πάνω από τα άλλα ρούχα.

    «Αχ Τζωρτζίνο μου ήταν υπέροχα!» μου λέει κλείνοντας αργά το φερμουάρ της βαλίτσας ρίχνοντας μια τελευταία, νοσταλγική ματιά γύρω-γύρω στο igloo που έγινε το προσωρινό μας σπίτι. Πλησιάζω από πίσω της, περνώ το χέρι μου γύρω από τη μέση της.

    «Ήταν, δεν ήταν;» τη ρωτάω αγκαλιάζοντάς την από το πλάι και γέρνοντας το κεφάλι μου για να τη φιλήσω απαλά στα μαλλιά, αναπνέοντας το γνώριμο άρωμά της.

    Γυρίζει μέσα στην αγκαλιά μου, τα μάτια της λάμπουν από χαρά.

    «Παραμυθένια!» μου λέει χαρίζοντάς μου το πιο φωτεινό της χαμόγελο, το χαμόγελο που κάνει όλα τα προβλήματα να εξαφανίζονται.

    Παίρνουμε τις βαλίτσες μας, βγαίνουμε από το igloo και πάμε στο κεντρικό λόμπι να κλείσουμε τα διαδικαστικά. Η ρεσεψιονίστ μας χαμογελάει φιλικά καθώς επιστρέφουμε τα κλειδιά, και εγώ νιώθω μια παράξενη μελαγχολία για αυτό που ξέρω πως δεν θα ξαναζήσω ποτέ.

    Το ταξί περιμένει έξω, ο οδηγός βοηθάει με τις βαλίτσες ενώ η ανάσα μας γίνεται ατμός στον παγωμένο αέρα. Βγαίνουμε έξω και παίρνουμε ταξί, αλλά αυτό υπόπτως, και καθόλου τυχαίως, δεν πάει προς το αεροδρόμιο.

    Η Κρινιώ κάθεται δίπλα μου, κοιτάζει έξω από το παράθυρο με αφηρημένο βλέμμα. Ξαφνικά προσέχει ότι οι πινακίδες δείχνουν λάθος κατεύθυνση. Στρέφει το κεφάλι της προς εμένα, κοιτάζοντας με ερωτηματικά.

    «Καλέ! Που μας πάει αυτός;» ρωτάει, περισσότερο με περιέργεια παρά με ανησυχία, γέρνοντας ελαφρά προς εμένα και χαμηλώνοντας τη φωνή της σαν να μοιράζεται συνωμοτικό μυστικό.

    Γυρίζω προς αυτήν με πονηρό χαμόγελο, τα μάτια μου σπινθηρίζουν από κρυμμένη ανυπομονησία. «Καλά μας πάει,» της λέω καθησυχαστικά, απλώνοντας το χέρι μου και πιάνοντας το δικό της. «Κάτσε και θα δεις!»

    Το ταξί σταματά με ένα ελαφρό τίναγμα. Η Κρινιώ κοιτάζει έξω και βλέπει τη ταμπέλα “Bus Station.”

    Σταματάμε στο σταθμό λεωφορείων και η Κρινιώ γυρίζει απότομα προς εμένα, τα μάτια της γουρλώνουν σαν πιατάκια του καφέ. «Με λεωφορείο θα γυρίσουμε;!» ρωτάει χωρίς να το πιστεύει, η φωνή της ανεβαίνει μισό τόνο από την έκπληξη.

    Κατεβαίνω από το ταξί και της ανοίγω την πόρτα με θεατρική κομψότητα, κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση. «Θα πάμε και θα γυρίσουμε,» της απαντάω με φωνή γεμάτη μυστήριο, παίζοντας με τις λέξεις σαν ζογκλέρ με μπάλες.

    Βγαίνει από το ταξί, στέκεται μπροστά μου με τα χέρια στη μέση, το βλέμμα της θα έκανε ακόμη και την άλκη να ομολογήσει.

    «Πού;»

    Κάνω μια δραματική παύση, αφήνω τη στιγμή να κρεμάσει στον παγωμένο αέρα.

    «Nord Kapp. Γιατί νομίζεις ότι σου ζήτησα να πάρεις τρεις παραπάνω μέρες άδεια, για να γυρίσουμε Αθήνα να πλέξουμε την κάλτσα του στρατιώτη;» τη ρωτάω χαχανίζοντας και παρατηρώντας με ικανοποίηση πώς τα μάτια της γουρλώνουν ακόμα περισσότερο. «Σου έταξα μικρές εκπλήξεις, δε σου έταξα; Εγώ παραδίδω πάντα!»

    Για μια στιγμή μένει εντελώς ακίνητη, σαν να επεξεργάζεται τις πληροφορίες. Μετά ανοιγοκλείνει τα μάτια γρήγορα, σαν να ελέγχει ότι δεν ονειρεύεται.

    «Μικρή έκπληξη το λες αυτό;» με ρωτάει με το μυαλό της ακόμα μουδιασμένο, πιάνοντας το μπράτσο μου για στήριγμα.

    Σηκώνω τους ώμους μου με ψεύτικη αθωότητα, κάνω ένα γκριμάτσα που λέει “τι να κάνω, έτσι είμαι”.

    «Μεγάλη θα είναι αν δούμε και καμιά πολική αρκούδα. Στο Ροβανιέμι δεν έχει, αλλά εκεί ποτέ δεν ξέρεις!»

    Ακόμα και αν δεν ήξεραν ότι θα ταξιδεύαμε στο Nord Kapp, θα το έμαθαν, καθώς πετάγεται πάνω μου σαν κουτάβι, τυλίγει τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου και με φιλάει σε όλο το πρόσωπο.

    Το «Τζωρτζίνο μουυυυυυυυυυ» θα πρέπει ν’ ακούστηκε μέχρι εκεί!

    Όχι, παίζουμε!



    Το πούλμαν κινείται αργά μέσα σε μια γραμμή από είκοσι περίπου οχήματα, όλα με τα φώτα αναμμένα παρά το γεγονός ότι είναι μεσημέρι. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο και βλέπω έναν κόσμο που μοιάζει να έχει ξεχάσει τι θα πει χρώμα. Λευκό παντού - στους δρόμους, στα δέντρα, στον ουρανό που συγχωνεύεται με τη γη σε μια αδιαφοροποίητη γκρίζα μάζα.

    «Γιατί πάμε τόσο αργά;» ρωτάει η Κρινιώ στα αγγλικά ακουμπώντας το κεφάλι της στο δικό μου ώμο και κοιτάζοντας με περιέργεια το καραβάνι μπροστά μας.

    Ο οδηγός, ένας εξηντάρης Νορβηγός με γένια σαν του Άγιου Βασίλη αλλά με το σοβαρό βλέμμα κάποιου που σέβεται τη φύση, γυρίζει ελαφρά το κεφάλι προς εμάς.

    «Έρχεται καταιγίδα από τα βόρεια,» μας λέει με σπασμένα αγγλικά. «Πάμε όλοι μαζί για ασφάλεια. Αν χάσει κάποιος τον δρόμο…» κάνει μια χειρονομία που δεν χρειάζεται μετάφραση.

    Σφίγγω απαλά το χέρι της Κρινιώς και νιώθω την αδρεναλίνη να κυλάει στις φλέβες μου. Αυτό δεν είναι τουριστικό ταξιδάκι, είναι μια περιπέτεια στα όρια του κόσμου.

    Ο χρόνος περνάει σαν όνειρο. Το τοπίο αλλάζει σταδιακά από τα δάση με τα χιονισμένα έλατα σε μια πιο άγρια, σχεδόν εξωγήινη έκταση. Λόφοι σκεπασμένοι με χιόνι που μοιάζουν με κοιμισμένους γίγαντες, λίμνες παγωμένες που γυαλίζουν σαν καθρέφτες, και παντού αυτή η απόκοσμη σιωπή που μόνο ο άνεμος τη σπάει.

    «Κοίτα!» φωνάζει ξαφνικά η Κρινιώ, δείχνοντας προς τα αριστερά. «Τι είναι αυτό;»

    Ακολουθώ το βλέμμα της και βλέπω μια κίνηση στο χιόνι, κάτι άσπρο που τρέχει παράλληλα με τον δρόμο.

    «Αρκτική αλεπού!» λέει ο οδηγός χαμογελώντας για πρώτη φορά. «Καλό σημάδι. Σημαίνει η καταιγίδα δεν είναι ακόμα εδώ.»

    Η Κρινιώ χτυπάει παλαμάκια σαν μικρό κορίτσι, και η χαρά της με κάνει να ξεχάσω για λίγο το κρύο που έχει αρχίσει να μπαίνει μέσα στο όχημα παρά τη θέρμανση.

    Καθώς πλησιάζουμε, η ατμόσφαιρα μέσα στο πούλμαν αλλάζει. Ο κόσμος γίνεται πιο ανήσυχος, κοιτάζει έξω από τα παράθυρα. Αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί: ο ήλιος, που μέχρι πριν λίγο ήταν ένας αχνός δίσκος πίσω από τα σύννεφα, τώρα αρχίζει να κατεβαίνει επικίνδυνα κοντά στον ορίζοντα.

    «Θα προλάβουμε;» ρωτάω τον οδηγό, και ακούω την αγωνία στη φωνή μου.

    Με κοιτάζει στον καθρέφτη και χαμογελάει αινιγματικά.

    «Nord Kapp δεν είναι μόνο προορισμός. Είναι δοκιμασία. Αν το αξίζεις, θα σου δώσει αυτό που ήρθες να βρεις.»

    Η Κρινιώ πιάνει το χέρι μου πιο σφιχτά.

    Τελικά, μετά από μια διαδρομή που μου φάνηκε ατελείωτη, βλέπω μια ταμπέλα που γράφει “Nordkapp - 5 km”. Το καραβάνι αρχίζει να κινείται πιο γρήγορα, σαν κάτι μας κυνηγάει, και στην πραγματικότητα μας κυνηγάει: ο χρόνος.

    Ο δρόμος τώρα ανεβαίνει σε έναν λόφο, και καθώς φτάνουμε στην κορυφή, ξαφνικά όλος ο κόσμος ανοίγει μπροστά μας.

    «Θεέ μου…» ψιθυρίζει η Κρινιώ, και η φωνή της χάνεται μέσα στη λατρεία.

    Μπροστά μας εκτείνεται ο Αρκτικός Ωκεανός, ένα απέραντο, μαύρο-γαλάζιο στρώμα που φτάνει μέχρι το τέλος του κόσμου. Πάνω από αυτόν, τριακόσια μέτρα ψηλότερα από τη θάλασσα, στέκεται το συγκρότημα του Nord Kapp σαν ένα διαστημικό σταθμό στην άκρη του πλανήτη.

    Το πούλμαν σταματάει στο parking και όλοι οι επιβάτες κατεβαίνουμε σαν προσκυνητές που φτάσαμε στο προσκύνημά μας. Ο άνεμος μας χαστουκίζει με μανία, κουβαλώντας παγωμένες βελόνες χιονιού που τσιμπάνε το πρόσωπο.

    «Γρήγορα!» φωνάζει ο οδηγός. «Ο ήλιος!»

    Κοιτάζω προς τα δυτικά και τον βλέπω, ένα πορτοκαλί φως που κρέμεται επικίνδυνα χαμηλά πάνω από τον ωκεανό, σαν μια τεράστια φωτιά που κάποιος προσπαθεί να σβήσει.

    Πιάνω το χέρι της Κρινιώς και τρέχουμε προς το ακρωτήριο. Τα πόδια μας βυθίζονται στο χιόνι, η ανάσα μας γίνεται ατμός, αλλά δεν σταματάμε. Πίσω μας, άλλοι τουρίστες κάνουν το ίδιο, όλοι μας κυνηγημένοι από τον ίδιο φόβο: μήπως χάσουμε τη στιγμή.

    Φτάνουμε στην άκρη, εκεί που στέκεται το διάσημο μνημείο, μια μεταλλική σφαίρα που φαίνεται τόσο μικρή μπροστά στην απεραντοσύνη του ωκεανού. Και τότε συμβαίνει κάτι μαγικό. Ο ήλιος, σαν να καταλαβαίνει ότι έχει κοινό, σταματάει για μια στιγμή την κάθοδό του. Τα σύννεφα σκίζονται σαν κουρτίνα θεάτρου, και ένα χρυσό φως λούζει τον κόσμο.

    «Τζωρτζίνο μου…» ψιθυρίζει η Κρινιώ, και νιώθω τα δάκρυα στη φωνή της.

    Στέκομαι πίσω της, την αγκαλιάζω σφιχτά, και μαζί κοιτάζουμε τον ήλιο να βυθίζεται αργά στα νερά του Αρκτικού. Το φως χρωματίζει τα κύματα με χρυσές και πορτοκαλί φλόγες, σαν η θάλασσα να έχει πάρει φωτιά.

    Για λίγα λεπτά, είμαστε στην άκρη του κόσμου, στο τέλος της Ευρώπης, μάρτυρες ενός θεάματος που παίζεται κάθε μέρα, αλλά που οι δυο μας βλέπουμε για πρώτη—και εγώ σχεδόν σίγουρα για τελευταία—φορά.

    Και αν με τη νέα επιδείνωση πήρα ρίσκο να περιμένω ένα μήνα για να ξεκινήσω ξανά χημειοθεραπεία, ένα μήνα που ίσως πια δεν έχω, δεν το μετανιώνω. Αυτός ήταν ο λόγος που το έκανα, μια στιγμή όπως αυτή.

    Ο ήλιος εξαφανίζεται τελικά κάτω από τον ορίζοντα, αφήνοντας πίσω του έναν ουρανό βαμμένο με φούξια και μωβ. Το φως σβήνει σταδιακά, και η αρκτική νύχτα αρχίζει να απλώνει τα φτερά της.

    Γυρίζουμε προς το κέντρο επισκεπτών, τα πρόσωπά μας κόκκινα από το κρύο, οι καρδιές μας ζεστές από το θαύμα που μόλις ζήσαμε. Στέκομαι για μια τελευταία στιγμή και κοιτάζω πίσω μου την απεραντοσύνη.

    Η ζωή μου πια βρίσκεται στο ηλιοβασίλεμά της, σαν το χειμερινό ήλιο του Βορρά που λες και βιάστηκε να βουτήξει στο απέραντο γκρι-γαλάζιο του Αρκτικού. Και όμως, με αυτό το κορίτσι να με συντροφεύει σε κάθε μου βήμα, δε νιώθω πίκρα.

    Νιώθω ευγνωμοσύνη.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 24ο - Ο Αντρειωμένος

    Το γραφείο του Νίκου μυρίζει ελαφρά απολυμαντικό και χαρτί. Το κλιματιστικό βουίζει σχεδόν ανεπαίσθητα στο βάθος, κάτι που συνήθως δεν προσέχω, αλλά σήμερα κάθε ήχος φαίνεται ενισχυμένος.

    Ο ίδιος κάθεται απέναντί μου, ήρεμος όπως πάντα, με τα δάχτυλα πλεγμένα μπροστά του πάνω στο γραφείο. Τα χέρια του είναι ακόμα, αλλά παρατηρώ ότι τα γόνατά του είναι ελαφρά τεντωμένα κάτω από το γραφείο - μια σχεδόν αόρατη ένταση που δεν είχα προσέξει ποτέ πριν. Έχει τον φάκελο μπροστά του, μισάνοιχτο, αλλά δεν τον κοιτάζει· τον έχει διαβάσει ήδη.

    Το γυαλί των γυαλιών του αντανακλά για μια στιγμή το φως από το παράθυρο, κρύβοντας τα μάτια του, πριν γείρει ελαφρά το κεφάλι και βρεθούμε ξανά βλέμμα με βλέμμα. Το βλέμμα του, αν και συγκρατημένα επαγγελματικό, έχει εκείνη τη γνωστή, ανθρώπινη βαρύτητα που κρατάει το βλέμμα σου σ’ ένα λεπτό σκοινί ανάμεσα στην αλήθεια και την ελπίδα.

    Αισθάνομαι τον παλμό μου στους κροτάφους, έναν σταθερό ρυθμό που μετράει τη σιωπή. Ο δερμάτινος καναπές κάτω μου τρίζει ελαφρά καθώς μετατοπίζω το βάρος μου, προσπαθώντας να βρω μια θέση που να μην αισθάνομαι τόσο εκτεθειμένος.

    Δίπλα μου, η Κρινιώ κάθεται ακίνητη, με τα δάχτυλα μπλεγμένα στα δικά μου. Η παλάμη της είναι ελαφρά υγρή από την ένταση, αλλά η λαβή της είναι σταθερή. Κάθε τόσο νιώθω τον αντίχειρά της να κάνει μια μικρή, σχεδόν αόρατη κίνηση πάνω στο χέρι μου—όχι νευρικότητα, αλλά μια τρυφερή υπενθύμιση ότι είναι εκεί.

    Δεν έχει πει λέξη, δεν έχει χρειαστεί. Την βλέπω με την άκρη των ματιών μου να κρατά την ανάσα της, το στήθος της να παραμένει ακίνητο για μερικά δευτερόλεπτα πριν εκπνεύσει αργά και σιωπηλά από τη μύτη. Η παρουσία της είναι ήδη ό,τι χρειάζομαι.

    Ο Νίκος παίρνει μια ελαφρά ανάσα, τα φρύδια του σφίγγουν σχεδόν ανεπαίσθητα, και τότε καταλαβαίνω ότι έχει φτάσει η στιγμή. Ακουμπά την παλάμη του απαλά στον φάκελο, σαν να τον προετοιμάζει, και μετά με κοιτάζει κατευθείαν.

    «Οι αξονικές δείχνουν ότι η εικόνα είναι… λίγο πιο επιβαρυμένη,» λέει ο Νίκος με χαμηλή φωνή. Η λέξη “λίγο” κρέμεται στον αέρα για μια στιγμή, και βλέπω πώς τη ζυγίζει πριν τη πει, πώς προσπαθεί να βρει την ακριβή ισορροπία ανάμεσα στην αλήθεια και την ευαισθησία. «Οι εστίες στο ήπαρ έχουν αυξηθεί ελαφρώς σε μέγεθος και αριθμό. Όχι δραματικά, αλλά αρκετά για να επιβεβαιώσουν την τάση που φοβόμασταν.»

    Για μια στιγμή, το γραφείο γεμίζει με μια σιωπή τόσο πυκνή που σχεδόν θαρρείς πως μπορεί να κοπεί με μαχαίρι. Ακούω το τικ-τακ του ρολογιού στον τοίχο που μέχρι πριν λίγο δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι χτυπούσε.

    Κρατάω την ανάσα μου για ένα δευτερόλεπτο, σχεδόν ασυναίσθητα. Νιώθω τους μυς του στομαχιού μου να σφίγγουν, σαν το σώμα μου να προετοιμάζεται για κάτι που το μυαλό μου δεν έχει ακόμα επεξεργαστεί πλήρως. Νιώθω τη λαβή της Κρινιώς να σφίγγει, διακριτικά, χωρίς πανικό—σαν υπενθύμιση ότι είναι εδώ. Δεν με κοιτάζει, αλλά αισθάνομαι την ένταση στο σώμα της, τον τρόπο που έχει τεντώσει ελαφρά τους ώμους της.

    Ο Νίκος κάνει μια μικρή παύση, τα μάτια του κατεβαίνουν για μια στιγμή στα χαρτιά πριν ανέβουν ξανά σε εμάς. Βλέπω την προσεκτική σκέψη πίσω από κάθε λέξη που πρόκειται να πει.

    «Οι δείκτες σου—CEA, CA 19-9—έχουν ανέβει, αλλά όχι απότομα. Όπως το περιμέναμε. Στα καλά νέα είναι ότι ο μήνας που καθυστερήσαμε, δε δείχνει να στοίχησε, όχι τουλάχιστον στο βαθμό που φοβόμουν.»

    Ακουμπά απαλά το δάχτυλό του στο φάκελο, σαν να τον χρησιμοποιεί για να αγκυροβολήσει την κουβέντα. Η κίνηση είναι τόσο μικρή, τόσο προσεκτική, που καταλαβαίνω ότι και αυτός νιώθει το βάρος αυτής της στιγμής.

    Παίρνει μια ανάσα που δεν είναι εντελώς σταθερή—το πρώτο σημάδι ότι και αυτός επηρεάζεται από αυτά που λέει.

    «Η συνολική πρόγνωση, δεν αλλάζει, Γιώργο, το ξέρουμε αυτό. Θα αλλάξει ωστόσο λίγο ο τρόπος που θα τη διαχειριστούμε. Θα περάσουμε σε πιο ενισχυμένο παρηγορικό σχήμα. Ενδοφλέβια ξανά, πιο στοχευμένα, και θα προσθέσω έναν νέο αναλγητικό παράγοντα για να σε βοηθάει με τις επόμενες εβδομάδες.»

    Σηκώνει το βλέμμα του και μας κοιτάζει και τους δύο. Δεν κάνει διάκριση: απευθύνεται και στους δυο μας. Τα μάτια του κινούνται αργά από εμένα στην Κρινιώ και ξανά σε εμένα, και βλέπω σε αυτή την κίνηση την αναγνώριση της πραγματικότητάς μας. Γιατί ξέρει πως και η μάχη αυτή είναι υπόθεση δύο ανθρώπων, όχι ενός.

    Γέρνει ελαφρά προς τα εμπρός, η φωνή του γίνεται πιο προσωπική, πιο ζεστή. «Θα το αντέξουμε. Ξέρω ότι θα το αντέξουμε.»

    Όχι “θα το αντέξεις.” Όχι “θα το αντέξετε.” Θα το αντέξουμε. Μαζί μας κι εκείνος.

    Αισθάνομαι τα πλευρά μου να απλώνονται καθώς παίρνω μια βαθιά ανάσα, σαν να επιστρέφω στη ζωή μετά από λίγα δευτερόλεπτα αναπνευστικής παύσης. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και γνέφω. Το κούνημα του κεφαλιού μου είναι αργό, σκόπιμο—όχι επειδή δεν είμαι σίγουρος, αλλά επειδή θέλω να του δείξω ότι κατάλαβα, ότι δέχομαι αυτή την πραγματικότητα. Είμαστε δυο… είμαστε τρεις… είμαστε χίλιοι δεκατρείς.

    Για μερικά δευτερόλεπτα, το γραφείο βυθίζεται σε μια σιωπή που έχει βάρος. Η Κρινιώ κρατά το κεφάλι της λίγο χαμηλωμένο, τα μάτια της εστιασμένα στα πλεγμένα μας χέρια.

    Η Κρινιώ δε μιλάει. Βλέπω τα χείλη της να πιέζονται ελαφρά το ένα πάνω στο άλλο, σαν να συγκρατεί λόγια που θέλουν να βγουν. Μου σφίγγει το χέρι, όπως αυτό είναι πλεγμένο στο δικό της, σα να προσπαθεί να με κρατήσει σε αυτό τον κόσμο με τη δύναμη της θέλησης και μόνο. Η λαβή της γίνεται πιο δυνατή, σχεδόν επιτακτική, τα δάχτυλά της τρέμουν ελάχιστα. Παίρνει βαθιά ανάσα.

    Σηκώνει αργά το κεφάλι, τα μάτια της συναντούν πρώτα τα δικά μου για μια στιγμή—μια βιαστική, σιωπηλή επικοινωνία—και μετά στρέφονται στον Νίκο. Τα χέρια της τρεμοπαίζουν ελάχιστα καθώς παίρνει κουράγιο.

    «Στο Nord Kapp που πήγαμε, κοίταξα τον ήλιο του βορρά στα μάτια,» ξεκινάει, η φωνή της αρχίζει χαμηλά, σχεδόν ψίθυρος, και ούτε εγώ, ούτε πολύ περισσότερο ο Νίκος καταλαβαίνουμε που το πάει. Ο τελευταίος γέρνει ελάχιστα προς τα εμπρός, τα φρύδια του σφίγγουν σε έκφραση συγκέντρωσης και περιέργειας. Η Κρινιώ παίρνει βαθιά ανάσα και κλείνει για μια στιγμή τα μάτια , σαν να προσπαθεί να επιστρέψει σε κείνη τη στιγμή.

    «Ήταν σαν η φύση να κρατούσε την ανάσα της. Η θύελλα, που ερχόταν από το βορρά, λες και σταμάτησε μόνο και μόνο για μας. Μόνο και μόνο για να μπορέσουμε να θαυμάσουμε το μεγάλο μυστικό θέαμα.» Τα χέρια της κάνουν μια μικρή, απαλή κίνηση στον αέρα, σαν να περιγράφουν τον ορίζοντα. «Και εκεί ο Ήλιος του βορρά, μου έδωσε τη σιωπηλή του υπόσχεση. Η φωνή της σπάει ελάχιστα στη λέξη “υπόσχεση”, αλλά συνεχίζει με πιο σταθερό τόνο. «Θα συνεχίσει να λάμπει και να σκορπίζει ζωή.»

    Αισθάνομαι κάτι ζεστό να κυλάει στο μάγουλό μου, και μόνο τότε συνειδητοποιώ ότι κλαίω.

    Τα μάτια μου έχουν πλημμυρίσει από την υπέροχη ποιητικότητα της στιγμής, και ας μην έχω καταλάβει ακόμα που το πάει. Προσπαθώ να σκουπίσω τα μάτια μου με το ελεύθερο χέρι, αλλά τα δάκρυα συνεχίζουν να έρχονται. Ακόμα και ο Νίκος, που είναι σε ένα επάγγελμα που τα έχει δει όλα, δε μένει ασυγκίνητος, βγάζει διακριτικά τα γυαλιά του και σκουπίζει τα μάτια του με την πλάτη του χεριού, τα μάτια του γυαλίζουν ύποπτα.

    Η Κρινιώ παίρνει ακόμα μια βαθιά ανάσα, το στήθος της ανεβοκατεβαίνει, και τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα που αρνείται να αφήσει να κυλήσουν. Στρέφεται ελαφρά προς εμένα, το βλέμμα της γεμάτο τρυφερότητα, αποφασιστικότητα και κάτι άλλο… Περηφάνια.

    «Την Βαλχάλα την αξιώνονται μόνο οι αντρειωμένοι. Και κανείς δεν είναι τόσο αντρειωμένος όσο αυτός ο άνθρωπος,» λέει και με δείχνει με τα μάτια δακρυσμένα, η φωνή της τρέμει από συγκίνηση αλλά παραμένει δυνατή. «Θα το αντέξουμε. Ό,τι και να μας φέρει θα το αντέξουμε. Μαζί.» Το τελευταίο “μαζί” το λέει σχεδόν σαν όρκο, τα δάχτυλά της σφίγγουν τα δικά μου με νέα δύναμη. «Τα πάντα μαζί.»

    Μια σιωπή γεμάτη σεβασμό πλημμυρίζει το γραφείο. Ο Νίκος σκουπίζει ξανά τα μάτια του, αυτή τη φορά λιγότερο διακριτικά. Εγώ προσπαθώ να βρω λόγια, αλλά δεν υπάρχουν λόγια για κάτι τέτοιο.

    Ανοίγει ξανά τον φάκελο και ξεφυλλίζει ήσυχα μερικές σελίδες. Ξέρει ότι ήρθε η ώρα να περάσει από τη διάγνωση στη δράση.

    «Το σχήμα που θα ξεκινήσουμε λέγεται FOLFIRI με Bevacizumab,» λέει με ήρεμη φωνή. «Είναι συνδυασμός τεσσάρων φαρμάκων, αλλά θέλω να στα εξηγήσω απλά, ένα-ένα, γιατί δεν μου αρέσουν τα ακρωνύμια να στέκονται σαν σφραγίδες στη ζωή σας.»

    Γυρίζει ελαφρά τον φάκελο προς εμάς, όχι για να δείξει κάτι συγκεκριμένο, αλλά σαν να μας ανοίγει μια συζήτηση.

    «Πρώτο, έχουμε την Ιρινοτεκάνη—ένα χημειοθεραπευτικό φάρμακο που στοχεύει τα κύτταρα που διαιρούνται γρήγορα. Είναι βασικό κομμάτι του σχήματος, και αρκετά αποτελεσματικό σε μεταστατικό καρκίνο παχέος εντέρου.»

    «Δεύτερο, η 5-Φλουορουρακίλη, ή 5-FU, που την έχεις ξαναπάρει πιθανότατα παλιότερα σε άλλο σχήμα. Αυτή τη φορά θα τη δίνουμε τόσο ως ένεση όσο και ως συνεχόμενη έγχυση μέσω αντλίας για δύο μέρες.»

    «Τρίτο, η Λευκοβορίνη, που δεν είναι χημειοθεραπεία, αλλά ένα “ενισχυτικό” που κάνει την 5-FU πιο ισχυρή μέσα στα καρκινικά κύτταρα.»

    Παύει για λίγο και μας κοιτάζει για να βεβαιωθεί ότι δεν μας έχει χάσει.

    «Και τέλος, το Bevacizumab. Αυτό είναι μια στοχευμένη θεραπεία. Δεν σκοτώνει τα καρκινικά κύτταρα κατευθείαν, αλλά εμποδίζει την ανάπτυξη των αιμοφόρων αγγείων που τα τροφοδοτούν. Μπλοκάρει μια πρωτεΐνη που λέγεται VEGF. Σκεφτείτε το σαν το να “στεγνώνεις” τον καρκίνο από τα καύσιμά του.»

    Η Κρινιώ έχει γύρει ελαφρά προς τα εμπρός, ακούγοντας με προσήλωση. Ο Νίκος της ρίχνει ένα σύντομο, ήπιο βλέμμα. Ξέρει ότι εκείνη θα θυμάται κάθε λεπτομέρεια.

    «Θα κάνουμε τέσσερεις κύκλους δύο εβδομάδων. Την πρώτη μέρα, θα κάνεις όλα τα φάρμακα στο νοσοκομείο, με την έγχυση να κρατάει περίπου δύο-τρεις ώρες. Στο τέλος της ημέρας, θα φεύγεις με μια φορητή αντλία που θα σου δίνει σταδιακά την 5-FU για 46 ώρες. Μετά την αφαιρούμε και ξεκουράζεσαι μέχρι την επόμενη χορήγηση.»

    Γέρνει ελαφρώς προς τα πίσω και προσθέτει με χαμηλότερη φωνή:

    «Δεν είναι εύκολο, Γιώργο, αλλά δεν είναι ούτε αβάσταχτο. Θα υπάρξουν παρενέργειες—κούραση, ναυτία, αλλαγές στην όρεξη, ίσως διάρροια. Όμως θα έχουμε φάρμακα για να τα μετριάσουμε. Το σημαντικότερο είναι ότι η συνολική σου κατάσταση είναι καλή· αυτό σημαίνει ότι μπορείς να το αντέξεις, να ωφεληθείς.»

    Γυρίζει προς την Κρινιώ. «Και εσύ—θα χρειαστεί να παρατηρείς μικρές αλλαγές. Πυρετός, πόνους στην κοιλιά, περίεργα εξανθήματα ή αιμορραγίες. Αν δεις κάτι, παίρνεις τηλέφωνο αμέσως. Όχι αργότερα.»

    Η Κρινιώ του απαντάει και ταυτόχρονα του γνέφει. «Θα το κάνω. Θα είμαι κέρβερος.»

    «Αμάν η μανία σου με τα κοπρόσκυλα!» λέω εγώ βρίσκοντας επιτέλους το άνοιγμα να κάνω λίγο χαβαλέ. «Θα παρεξηγηθεί το Λιζάκι μας και θα μας κάνει μούτρα!»

    Ήταν το ωραιότερο «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» που έχω φάει στη ζωή μου, μέχρι και ο Νίκος γέλασε.

    Καθώς σηκωνόμαστε για να φύγουμε, κινούμαστε αργά, σαν να μην θέλουμε να σπάσουμε τη μαγεία αυτής της μικρής στιγμής γέλιου, παρατηρώ πώς ο Νίκος κλείνει τον φάκελο με ιδιαίτερη προσοχή, σαν να περιέχει κάτι εύθραυστο. Στέκεται όρθιος και μας κοιτάζει με ένα βλέμμα που περιέχει κάτι περισσότερο από επαγγελματικό σεβασμό, περιέχει θαυμασμό.

    Γνήσιο. Ατόφιο.

    Η Κρινιώ δεν έχει αφήσει το χέρι μου ούτε για δευτερόλεπτο. Καθώς κατευθυνόμαστε προς την πόρτα, νιώθω τη ζεστασιά της παλάμης της, σταθερή και αποφασισμένη, σαν άγκυρα σε μια θάλασσα αβεβαιότητας.



    Η πρώτη μέρα της χημειοθεραπείας κύλισε σαν όλες τις προηγούμενες. Με τον ορό να με γεμίζει με το δηλητήριο της ζωής, βλέπουμε μαζί μια ξεκαρδιστική κωμική σειρά στο Netflix, που κάποιες φορές με κάνει σχεδόν να χοροπηδάω από τα γέλια. Τα πόδια μου σπρώχνουν ασυναίσθητα το υποπόδιο της πολυθρόνας, τα χέρια μου χειρονομούν παρά τη φλέβωση που με συνδέει με τη βάση του ορού.

    Η νοσοκόμα από τη μια να θέλει να μας μαλώσει γιατί με κάθε τράνταγμα κινδυνεύω να μου φύγει ο ορός, βάζοντας το δάχτυλό της επιτακτικά μπροστά στα χείλη της, και από την άλλη, να μας αφήνει να απολαύσουμε αυτή τη μικρή νίκη, κουνώντας το κεφάλι της, κρύβοντας το πνιχτό της χαμόγελο πριν απομακρυνθεί. Αυτό το «άντε γαμήσου» στο τέρας που με κατατρώει από μέσα.

    Στην επιστροφή από το νοσοκομείο και με τον ορό ακόμα στο χέρι, αυτή τη φορά το έχουμε ρίξει στην punk. Stooges, Dead Kennedys, Ramones, Sex Pistols, Clash, Black Flag και τα ρέστα. Τα δάχτυλά μου χτυπούν το ταμπλό και η Κρινιώ, που οδηγάει, κουνάει το κεφάλι της ελαφρά στον ίδιο ρυθμό. Αντισυστημική, εκρηκτική μουσική, που ταιριάζει με την δική μου απεγνωσμένη μάχη ενάντια στο τέρας, ένα τέρας που ξέρω πως δε θα νικήσω. Αλλά για το κορίτσι αυτό και μόνο, δε θα φύγω αθόρυβα μέσα στο σκοτάδι.

    Σχεδόν χτυπιέμαι στην έκτη στροφή του California über alles, ο ώμος μου κουνιέται δεξιά-αριστερά, το κεφάλι μου ακολουθεί τον ρυθμό, νιώθω οι στίχοι να μου ταιριάζουν γάντι στην κατάσταση.

    “Die on organic poison gas / Serpent’s eggs already hatched / You will croak, you little clown / When you mess with President Brown / When you mess with President Brown!”

    Τεντώνω το χέρι μου προς το στέρεο.

    Ανοίγω την ένταση ακόμα πιο δυνατά.

    “California über alles / California über alles / Über alles, California / Über alles, California”

    Η Κρινιώ γυρίζει και με κοιτάζει με μια έκφραση που λέει “τι κάνεις πάλι,” απλά κουνάει το κεφάλι της χαμογελώντας.

    «Το αποφάσισα! Θα κόψω τη χαίτη και θα κάνω το μαλλί μου καρφί! Και θα το βάψω μπλε, κίτρινο και μωβ!» της λέω χαχανίζοντας, περνώντας το χέρι μου στα μαλλιά μου και κάνοντας μια κίνηση σαν να τα σηκώνω όρθια, καθώς μπροστά μου ο Τσάκωνας θα έμοιαζε με παιδί των λουλουδιών.

    «Α, όχι!» μου κάνει χαχανίζοντας. Σηκώνει το χέρι της προς εμένα σε στάση στοπ. «Δε θα μου χαλάσεις τις βραδιές metal με τους φιλοσόφους!» αναφερόμενη στη σκηνή που έκανα και την έκανε να ξεκαρδίζεται: εγώ να χτυπιέμαι τραγουδώντας—παράφωνα εννοείται—Motörhead, και να κουνάω την καράφλα μου γύρω-γύρω, όπως οι μεταλλάδες το μαλλί τους.

    «Σου απαγορεύω να με καταπιέζεις!» της λέω νιώθοντας ανίκητος, σφίγγοντας τη γροθιά μου θεατρικά στον αέρα.

    Η Κρινιώ σταματάει το κούνημα του κεφαλιού της απότομα. «Τι είπες Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει η Κρινιώ γυρίζοντας προς τα μένα και κοιτάζοντάς με για μερικές στιγμές με μισό μάτι.

    «Schnitzelmitkartoffelsalatundsenfaberbittenichtzuviel» λέω με μια ανάσα κάνοντας ακροβατικά με τη γλώσσα μου, κερδίζοντας και πάλι το δυνατό της γέλιο.

    «Είδες; Το έμαθες με τα πολλά!» μου λέει κλείνοντάς μου το μάτι και δείχνοντάς με μέ το δάχτυλό της!

    Ρίχνω το κεφάλι μου πίσω στο κάθισμα με ψεύτικη εξάντληση.

    Εμένα μου λες, να μου ξεραθεί το χέρι κόντεψα μέχρι να μάθω να λέω σωστά το safeword για …να σταματήσω να της ρίχνω!

    Έχω να φάω φάσκελο από τον De Sade που θα πάει σύννεφο όταν… όταν με το κακό, ψυχρό και ανάποδο τον συναντήσω από κοντά. Με χέρια, πόδιαακόμα και φτεράθα με μουτζώνει. Τώρα νυχτερίδας θα είναι τα φτερά, αγγέλου θα είναι τα φτερά; Θα δείξει. Τα φάσκελα, πάντως, δεν τα γλιτώνω!

    Με το που μπαίνουμε στο σπίτι, μας υποδέχεται με ζουρνάδες και νταούλια η Λίζι, η οποία γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων της τα τζιτζιμάτζαλα που κουβαλάω, ρίχνει ένα σάλτο πάνω μου, οπότε αναγκάζομαι να την πιάσω για να μη με κάνει σαγρέ με τα νύχια της. Τη βάζω στον ώμο μου να κάνει τον τριχωτό παπαγάλο και πάω προς το σαλόνι.

    Τα πρώτα σημάδια αυτού που θα έρθει είχαν εμφανιστεί ήδη από το ύψος της Κηφισιάς, και σε λίγο θα αρχίσουν να γίνονται χειρότερα. Προσπαθώ για χάρη της Κρινιώς να το κρατήσω μέσα μου.

    «Μωρό μου;» τη ρωτάω από τον καναπέ, καθώς η Κρινιώ είχε πάει πρώτα στο μπάνιο γιατί κόντευε να κατουρηθεί.

    «Τι είναι Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει και έρχεται και κάθεται δίπλα μου στον καναπέ.

    «Αν έρθουν και σου αρχίσουν τις καντάδες, τύπου «Διώξε πια το μακρυμάλλη / διώξε πια το μακρυμάλλη / διώξε πια το μακρυμάλλη / για χατίρι φαλακρού» της λέω τραγουδιστά, «να τους διώξεις έτσι; Εσύ με το μακρυμάλλη σου!»

    «Δεν τον αλλάζω τον μακρυμάλλη μου με κανέναν,» μου λέει χαϊδεύοντάς μου τρυφερά τη φαλάκρα. «Και ας είναι εκτός εγγύησης!»

    «Ναι αλλά προσφέρει εγγυημένη διασκέδαση,» της λέω χαχανίζοντας.

    «Και όχι μόνο,» μου κάνει τρυφερά και γέρνει προς τα μένα και μου δίνει ένα τρυφερό, βαθύ φιλί. Τραβιέται και με χαϊδεύει στο πρόσωπο. «Σ’ αγαπάω γερό-μακρυμάλλη μου!»

    «Ζήτω οι μπούκλες!» είναι η σουρεαλιστική μου απάντηση, πριν βυθιστούμε και πάλι σε ένα βαθύ φιλί. «Εγώ να δεις πόσο σ’ αγαπάω, Μεσσάλω μου!»



    Ο δεύτερος κύκλος της θεραπείας κυλάει πιο δύσκολα από τον πρώτο. Η κούραση που έχει συσσωρευτεί τις προηγούμενες εβδομάδες αρχίζει να μου δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο: το σώμα μου πονάει πιο έντονα, η ναυτία γίνεται πιο συχνή και επίμονη, και η φορητή αντλία μετατρέπεται σε ένα βάρος που με κάνει να δυσανασχετώ και να εκνευρίζομαι με το παραμικρό.

    Η Κρινιώ δεν φεύγει στιγμή από δίπλα μου, με μια τρυφερότητα και υπομονή τόσο βαθιά και ειλικρινή, που μερικές φορές νιώθω σχεδόν ένοχος που δεν έχω τη δύναμη να της ανταποδώσω με το ίδιο χαμόγελο και την ίδια ελαφράδα. Παρά το γεγονός ότι μοιάζει με Έβερεστ, κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να φαίνομαι, αν όχι δυνατός, τουλάχιστον όχι τελείως καταβεβλημένος.

    Η Κρινιώ είχε ερωτευτεί το πως την κάνω να γελάει, και το ίδιο της το γέλιο ήταν για μένα φάρμακο πιο δυνατό από οποιοδήποτε φαρμακευτικό κατασκεύασμα κυλούσε μέσα στις φλέβες μου. Ο καρκίνος μου έτρωγε σιγά-σιγά το σώμα, δε θα του επέτρεπα να μου φάει και την ψυχή.

    Ο τρίτος κύκλος είναι ακόμα πιο απαιτητικός. Η κόπωση γίνεται σχεδόν αφόρητη, οι μυϊκοί πόνοι αυξάνονται και αρχίζει να εμφανίζεται μια δυσάρεστη νευροπάθεια στα δάχτυλά μου—ένα ελαφρύ μούδιασμα που με εμποδίζει να γράφω ή να πληκτρολογώ άνετα. Υπάρχουν στιγμές που νιώθω βαθιά απογοήτευση και μια έντονη επιθυμία να τα παρατήσω όλα.

    Στιγμές που μένω ακίνητος στο κρεβάτι, με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι, και τη Λίζι να με κοιτάζει σιωπηλή, σαν να καταλαβαίνει τον αγώνα μου. Αλλά κάθε φορά, η Κρινιώ είναι εκεί για να με αγκαλιάσει, να με χαϊδέψει, να με πειράξει ελαφρά, επαναφέροντάς με στο φως με εκείνη τη γλυκιά της επιμονή που ποτέ δεν με αφήνει να βυθιστώ για πολύ.

    Βγαίνω στο μεταφορικό φως σκάβοντας το μεταφορικό χώμα με τα ίδια μου τα νύχια. Βλέπουμε κωμικές σειρές και ταινίες, βλέπουμε αστεία βίντεο στο YouTube και στο Tik Tok. Η ίδια η Λίζι, σα να καταλαβαίνει την ανάγκη μας, ξεχνάει την συνήθως ήσυχη παρουσία της—εξαιρούνται τα νυχτερινά της zoomies—και κάνει συνεχώς καραγκιοζιλίκια.

    Αυτό, για όποιον ηλίθιο νομίζει ότι επειδή τα ζώα δεν έχουν ανθρώπινη νοημοσύνη, δεν καταλαβαίνουν. Καταλαβαίνουν, και καταλαβαίνουν καλύτερα απ’ ότι πολλοί άνθρωποι.

    Ο τέταρτος κύκλος είναι ένας εφιάλτης. Οι δυνάμεις μου έχουν σχεδόν εξαντληθεί. Ο οργανισμός μου έχει φτάσει στα όριά του και κάθε κίνηση, κάθε βήμα, απαιτεί σχεδόν τιτάνια προσπάθεια. Οι παρενέργειες είναι τόσο έντονες που ακόμα και η σκέψη για φαγητό γίνεται βασανιστική.

    Τα βράδια, κάθομαι στον καναπέ με τα μάτια κλειστά, ανασαίνοντας βαθιά και αργά, σαν να προσπαθώ να συγκεντρώσω κάθε ίχνος ενέργειας που μου έχει απομείνει. Η Κρινιώ παραμένει σιωπηλή δίπλα μου, χαϊδεύοντας απαλά το χέρι μου, χωρίς να προσπαθεί να γεμίσει τη σιωπή με λόγια—απλά με στηρίζει με την παρουσία της. Και όταν δεν μπορεί άλλο, το συνεχίζω εγώ. Με όση δύναμη μου μένει.

    Όπως ορκίστηκα ότι δε θα φύγω αθόρυβα στο σκοτάδι, έτσι ορκίστηκα ότι δε θα το αφήσω να μαγαρίσει το φως της παρουσίας της. Και όταν κουράζομαι εγώ, τότε συνεχίζει η Λίζι. Και όταν κουράζεται η Λίζι, τότε είναι η Κρινιώ. Σε αυτό το σπίτι, το γέλιο δε θα σταματήσει να ακούγεται.



    Όταν έρχονται οι επαναληπτικές εξετάσεις, η αγωνία μας είναι μεγάλη. Στο γραφείο του Νίκου, τα αποτελέσματα δεν είναι θριαμβευτικά—μα ούτε και αποκαρδιωτικά. Οι δείκτες (CEA, CA 19-9) έχουν αυξηθεί ελάχιστα, αλλά η αύξηση έχει επιβραδυνθεί αισθητά. Ο Νίκος, κοιτάζοντας τα χαρτιά με προσοχή, σηκώνει τα μάτια του προς εμάς με ένα συγκρατημένο, ήσυχο χαμόγελο.

    «Είναι ένα μικρό, αλλά πολύτιμο κέρδος. Η επιδείνωση έχει φρενάρει σημαντικά. Το σχήμα που ακολουθούμε φαίνεται να λειτουργεί. Κερδίσαμε χρόνο—και είμαστε σε καλύτερη κατάσταση απ’ όσο φοβόμουν.»

    Σταματά για λίγο, κοιτώντας μας με εκείνο το βλέμμα που λέει περισσότερα απ’ ό,τι μπορούν να πουν τα λόγια. Δεν ωραιοποιεί· είναι απλώς ειλικρινής.

    «Αυτό που θα σας ζητήσω τώρα, είναι να συνεχίσουμε όπως είμαστε, αλλά με περισσότερη φροντίδα: καλύτερη ξεκούραση, θρεπτική διατροφή, προσοχή σε κάθε μικρό σύμπτωμα. Μην αγνοήσετε καμία λεπτομέρεια, καμία ενόχληση. Ο στόχος μας είναι να κρατήσουμε τη σταθερότητα όσο περισσότερο γίνεται.»

    Πίνει μια μικρή γουλιά νερό και ακουμπά πίσω στην καρέκλα.

    «Και πριν μπούμε στον πέμπτο κύκλο, θα κάνουμε ένα διάλειμμα. Τρεις εβδομάδες. Ο οργανισμός σου, Γιώργο, έχει εξαντληθεί. Αυτό το διάστημα θα σε βοηθήσει να ανακτήσεις δυνάμεις, να γεμίσεις τις μπαταρίες σου. Να μπεις στην επόμενη φάση με καλύτερες αντοχές, λιγότερες παρενέργειες. Είναι αναγκαίο.»

    Γέρνει λίγο μπροστά, κοιτώντας και τους δυο μας, με τόνο ήρεμο, ανθρώπινο.

    «Μα πάνω απ’ όλα, μην ζείτε μόνο από κύκλο σε κύκλο. Ζήστε αυτόν τον χρόνο που κερδίσαμε. Κάντε πράγματα που αγαπάτε. Μην αφήσετε την ασθένεια να γίνει ο πυρήνας της ζωής σας. Η ζωή σας είναι αυτό που έχετε μεταξύ σας. Η αγάπη σας. Η χαρά σας.»

    Η Κρινιώ σφίγγει ελαφρά το χέρι μου. Τη νιώθω χωρίς να την κοιτάξω. Γνέφω στον Νίκο, με ένα χαμόγελο μικρό, αλλά γεμάτο. Καταλαβαίνω απόλυτα τι μας λέει. Το μέλλον παραμένει αβέβαιο—αλλά έχουμε ακόμα χρόνο. Και σκοπεύουμε να τον ζήσουμε μαζί. Κάθε μέρα. Κάθε ώρα. Κάθε στιγμή.

    Γυρίζοντας στο σπίτι, μόνο και μόνο με την ιδέα του διαλείμματος, νιώθω να ξαλαφρώνω. Και αυτή τη φορά δεν είναι “fake it until you make it”, όπως τις τελευταίες εβδομάδες. Είναι αληθινό.

    Που, πλάκα στην πλάκα, δούλεψε κι αυτό! Με το ζόρι και τα ελάχιστά μου αποθέματα ενέργειας, το παραμικρό κέφι που κατάφερνα να ξετρυπώσω, το ζούσα στο έπακρο. Γιατί αυτή η μάχη, ακόμα κι αν γίνεται μέσα στο ίδιο μου το σώμα τη δίνουμε οι δυο μας. Μαζί. Τα πάντα μαζί.



    Έχουμε καθίσει στον καναπέ και χαζεύουμε την τηλεόραση. Η Λίζι έχει κουρνιάσει ανάμεσά μας, το μικρό μας τρίχρωμο γούνινο μπαλάκι, με την κοιλιά της προς τα πάνω σε στάση απόλυτης εμπιστοσύνης. Όπως πάντα η Κρινιώ έχει γύρει στην αγκαλιά μου—το κεφάλι της στον ώμο μου, τα πόδια της διπλωμένα στον καναπέ—και εγώ τη χαϊδεύω απαλά στα πλάγια, νιώθοντας την ανάσα της να ανεβοκατεβαίνει ήρεμα. Αυτές οι στιγμές της απλής οικειότητας είναι που με κάνουν να νιώθω πιο ζωντανός.

    «Κρινιώ μου;» τη ρωτάω ξαφνικά με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά—αυτό το πλατύ χαμόγελο του παιδιού που ετοιμάζει έκπληξη—και στρέφω προς το μέρος της.

    «Πες μου Τζωρτζίνο μου,» με ρωτάει σηκώνοντας το κεφάλι, με πρόσωπο που φωτίζεται βλέποντας το δικό μου χαμόγελο. Ξέρει ότι κάτι ετοιμάζω.

    «Τα Κύθηρα έχουν αεροδρόμιο,» της λέω με ύφος συνωμότη, κλείνοντάς της το μάτι. «Τι λες, την κάνουμε μια εβδομάδα!»

    Τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα σαν να μην το πιστεύει. «ΧΑΧΑΧΑ τρελέ! Θα μ’ απολύσουν!» λέει, αλλά η φωνή της προδίδει τον ενθουσιασμό που προσπαθεί να κρύψει.

    «Μη σκας, έχω γνωστό υποδιευθυντή!» της λέω κουνώντας τα φρύδια μου σαν τον Γκρούτσο Μαρξ. «Δε θα σε πειράξει κανείς! Θα του πω ότι είναι επείγουσα οικογενειακή υπόθεση!»

    «ΤΖΩΡΤΖΙΝΟ ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ!» φωνάζει ενθουσιασμένη με τέτοια δύναμη που ταράζει το ζεν της Λίζι, η οποία ανοίγει ένα πράσινο μάτι για να μας κοιτάξει με αποδοκιμασία. «Κάτσε να πάρω τηλέφωνο τη μαμά!» Η χαρά στο πρόσωπό της είναι σαν ήλιος που βγαίνει από τα σύννεφα.

    Δεν προλαβαίνω να απαντήσω ή να πω οτιδήποτε. Πετάγεται σαν ελατήριο από τον καναπέ—με τέτοια ορμή που η φούστα της κάνει ένα μικρό στροβιλισμό—κάνοντας τη Λίζι να τιναχτεί.

    Σηκώνεται, και, τρέχοντας σχεδόν, πάει να βρει το κινητό της. Την ακούω να ψάχνει στην τσάντα της, να μουρμουρίζει «πού είσαι, πού είσαι;» στο τηλέφωνο. Επιστρέφει λίγη ώρα αργότερα με το κινητό στο χέρι και τα μάγουλά της κόκκινα από την έξαψη. Κάθεται δίπλα μου και καλεί βάζοντας ανοιχτή ακρόαση. Ακούγονται δύο κουδουνίσματα πριν απαντήσει η Αγγελική.

    «Κοριτσάκι μου!» ακούγεται η φωνή της Αγγελικής από την άλλη γραμμή, ζεστή και γεμάτη αγάπη. «Πώς είστε; Πώς ήταν οι εξετάσεις του Γιώργου;» ρωτάει με τέτοιο ενδιαφέρον που κάνει την καρδιά μου να λιώσει.

    «Ο κύριος Νίκος είπε ότι οι εξετάσεις ήταν καλές, δεδομένων των περιστάσεων,» απαντάει η Κρινιώ κοιτάζοντάς με μέ ένα μικρό χαμόγελο ενθάρρυνσης. Δεν λέει για τη δυσκολία που είχα να σηκωθώ το πρωί, ούτε για το τρέμουλο στα χέρια μου.

    «Χαίρομαι που το ακούω,» λέει η Αγγελική και σχεδόν νιώθω το ειλικρινές χαμόγελό της μέσα από το τηλέφωνο, κάτι που με κάνει να λιώσω ακόμα περισσότερο. «Το ξέρω ότι είναι δύσκολο, αλλά είμαστε όλοι μαζί του.»

    «Και δε σου είπα και το καλύτερο!» λέει η Κρινιώ με ενθουσιασμό που δεν μπορεί να κρυφτεί. Πιάνει το χέρι μου και το σφίγγει. «Θα υπάρξει ένα διάλλειμα τριών εβδομάδων πριν ξεκινήσουμε τον επόμενο κύκλο,» λέει και σταματάει για δραματικό εφέ. «Και ο Γιώργος πρότεινε να έρθουμε μια εβδομάδα στα Κύθηρα.»

    «ΔΥΟ!» κάνω από δίπλα της, σκύβοντας προς το τηλέφωνο. «Τσιγκουνιές θα κάνουμε; Μια ζωή την έχουμε!»

    «ΔΥΟ!» τσιρίζει ακόμα πιο ενθουσιασμένη η Κρινιώ, πηδώντας πάνω κάτω στη θέση της σαν μικρό κορίτσι. «ΔΥΟ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ! Εμείς θα κατέβουμε έτσι κι αλλιώς, αλλά αν μπορείς κι εσύ…» πάει να πει με διστακτικό τόνο και την κόβει η Αγγελική.

    «ΚΑΙ ΤΟ ΡΩΤΑΤΕ;» φωνάζει γεμάτη έξαψη από την άλλη άκρη. «ΚΑΙ ΤΟ ΡΩΤΑΤΕ; Απλά πείτε μου το πότε, να πάω δυο-τρεις μέρες πριν να αερίσω! Να ανοίξω τα παράθυρα, να αλλάξω σεντόνια, να γεμίσω το ψυγείο!»

    Κάνω να σηκωθώ να πάω να πάρω το tablet από το τραπεζάκι για να κοιτάξω πτήσεις, και η Κρινιώ με σταματά σαν τροχονόμος, βάζοντας το χέρι της στο στήθος μου. «Πού πας μεσιέ;» με ρωτάει με ύφος αυστηρής δασκάλας.

    «Να πάρω το tablet!» της λέω δείχνοντας προς το τραπεζάκι. «Να κλείσουμε εισιτήρια!»

    «Ρε κάτσε στ’ αυγά σου!» μου κάνει χαχανίζοντας και σπρώχνοντάς με πίσω στον καναπέ. Πετάγεται με μια κίνηση και πηγαίνει και μου φέρνει το tablet, κρατώντας το σαν να είναι το Άγιο Δισκοπότηρο. «Ορίστε, κύριε ασθενή!»

    «Σ' ευχαριστώ καρδούλα μου,» της κάνω παίρνοντάς το από τα χέρια της και κλέβοντας ένα φιλί. «Λοιπόν,» λέω αυτή τη φορά πιο δυνατά για να με ακούσει και η Αγγελική, «μισό να βρω διαθεσιμότητες αεροπλάνων! Η Sky Express έχει απευθείας πτήσεις τώρα!»

    «Με αεροπλάνο θα έρθετε; Ακόμα καλύτερα!» λέει η Αγγελική με ανακούφιση. «Δε θα έχουμε και το φόβο κανενός απαγορευτικού! Ξέρετε πώς είναι ο Μάρτης, μια μέρα λιακάδα, την άλλη εννιάρια!»

    Ανοίγω το app της αεροπορικής και ψάχνω δρομολόγια μετ’ επιστροφής από Αθήνα για Κύθηρα. Η οθόνη φωτίζει το πρόσωπό μου καθώς σκρολάρω. «Σήμερα είναι Τρίτη,» λέω και στις δυο τους, κοιτάζοντας το ημερολόγιο. «Τι λέτε για Σάββατο πρωί; Έχει πτήση στις 8:30, φτάνουμε 9:20. Θα έχουμε όλο το Σαββατοκύριακο μπροστά μας!»

    «Α, ήρθε και ο Παύλος!» λέει ξαφνικά η Αγγελική. Ακούγεται μια πόρτα να κλείνει στο βάθος. «Παύλο, πες ένα γεια στα παιδιά!»

    «Ένα γεια στα παιδιά,» κάνει ο Παύλος από το τηλέφωνο με τον ξερό του τρόπο, κάνοντάς μας να χαχανίσουμε. Ακόμα και η Λίζι σηκώνει το κεφάλι της σαν να καταλαβαίνει το αστείο.

    «Γεια σου Παύλο!» απαντάμε μαζί χαχανίζοντας σαν μικρά παιδιά.

    «Πολύ ύποπτα γελάτε όλοι!» τον ακούω να λέει με ψεύτικη καχυποψία. «Τι έχετε πάρει, και το κυριότερο, εμένα γιατί δε μου δίνετε; Στο πηγάδι κατούρησα; Δεν είμαι κι εγώ της παρέας;»

    «Κρινιώ και Γιώργος έρχονται το Σάββατο στα Κύθηρα,» την ακούμε την Αγγελική να του λέει χωρίς περιστροφές. «Για δύο εβδομάδες! Οπότε κάνε τα κουμάντα σου, γιατί το αργότερο Πέμπτη πρωί πρέπει να είμαστε εκεί. Πρέπει να αερίσουμε το σπίτι, να ετοιμάσουμε το δωμάτιο, να ψωνίσουμε!»

    «Αν είναι ν’ αερίσουμε, φασόλια να πάρουμε!» της λέει χωρίς δεύτερη σκέψη, και βάζουμε και οι τέσσερις τα γέλια. Η Κρινιώ γέρνει πάνω μου από τα γέλια, το τηλέφωνο τρέμει στο χέρι της. Ο κερατάς είναι απίθανος!

    Κοιτάζω την Κρινιώ που λάμπει από χαρά και νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει και πάλι δυνατά στο στέρνο μου. Δύο εβδομάδες στα Κύθηρα. Δύο εβδομάδες μακριά από νοσοκομεία και εξετάσεις. Δύο εβδομάδες για να είμαστε απλώς εμείς.

    Ακριβή η ρημάδα η Άνοιξη, η χημειοθεραπεία με έχει τσακίσει, αλλά αξίζει κάθε τίμημα.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 25ο - Ποιος είδε την ξανθόμαλλη

    Έχοντας σχεδόν καθημερινές πτήσεις για Κύθηρα και επιστροφή στην Αθήνα, το κανονίσαμε στο τσακ-μπαμ να περάσουμε εκεί τις δύο εβδομάδες του διαλλείματός μου. Τυπικά βέβαια, τη μία εβδομάδα θα την περνούσαμε ως «home office». Τα Κύθηρα ήταν ιδανικός προορισμός για digital nomads, καθώς εκτός από την απίστευτη φυσική ομορφιά τους, διαθέτουν και σταθερή 4G κάλυψη και ένα αξιοπρεπέστατο VDSL που μας έβγαζε ασπροπρόσωπους κάθε φορά που χρειάστηκε.

    Και αν η Κρινιώ μπορούσε να δουλέψει ως call center agent από παντού, αυτό το χρωστάμε στον Covid του 2020 που μας γύρισε τον κόσμο ανάποδα. Όμως, καλά το έλεγαν οι αρχαίοι, ουδέν κακόν αμιγές καλού. Με ένα laptop, ένα καλό ζευγάρι ακουστικά, άφθονο καφέ και ακόμα περισσότερη υπομονή, δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο για να κυλήσει ομαλά η δουλειά.

    Η Αγγελική, που συνήθως ξεχειμώνιαζε με τον Παύλο στο Γύθειο, φυσικά πέταξε τη σκούφια της μόλις έμαθε ότι θα της κάναμε επίσκεψη μες στο καταχείμωνο. Ο Παύλος υποχρεώθηκε, εντελώς δημοκρατικά, να ακολουθήσει και να κάνει και εκείνος home office για δύο εβδομάδες.

    «Άντε μη του πω να φέρει και το σκάφος,» ξεσπάθωσε η Κρινιώ, με εκείνο το χαρακτηριστικό ύφος που είχε όταν έμπαινε σε mode πειράγματος.

    «Ναι, δε νομίζω ότι ο χειμώνας είναι η κατάλληλη εποχή για βόλτες στο σημείο όπου ενώνονται Μυρτώο, Κρητικό και Ιόνιο πέλαγος!» απαντώ με φρίκη, προσπαθώντας να φανώ σοβαρός αλλά αποτυγχάνοντας παταγωδώς.

    «Κοτάρα!» μου απαντάει πειρακτικά, με τα μάτια της να λάμπουν από διασκέδαση.

    «Δεν τα ρισκάρουμε αυτά τα πράγματα! Αν πνιγούμε, θα μας σκοτώσει ο Νίκος!» της λέω και την κάνω να βάλει τα γέλια. «Χώρια που δε λυπάσαι τα καημένα τα ψαράκια που θα με φάνε; Τι σου έφταιξαν;»

    «Καλά, καλά, αλλά το καλοκαίρι θα σου δείξω εγώ, θα δεις τι θα πάθεις!»

    «Έχεις κακούς σκοπούς για το άτομό μου;» την πειράζω, με ένα χαχανητό που ξεφεύγει ήδη από μέσα μου.

    «Τους χειρότερους! Να σε δω να σ’ έχει πιάσει η θάλασσα και να προσπαθείς να πεις το safeword και τι στον κόσμο!» μου λέει και χαχανίζει πονηρά.

    «ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ΟΤΙ ΤΟ SAFEWORD ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ!» δήθεν αγανακτώ και ξεσπάει σε ακόμα πιο δυνατά γέλια.

    «ΝΙΑ ΝΙΑ ΝΙΑ ΝΙΑ ΝΙΑ,» μου κάνει κοροϊδευτικά, σαν μικρό κορίτσι που μόλις κέρδισε σε ένα παιδικό παιχνίδι.

    «Λίζι μου, βλέπεις τι μου κάνει η μαμά σου;» λέω γυρίζοντας προς την ταρταρούγα μας, που μας παρακολουθεί αποστασιοποιημένη από τον καναπέ.

    Η Λίζι μας κοιτάζει με βλέμμα απέραντης βαρεμάρας και ένα ύφος τύπου «Μη με ανακατεύετε, λύστε τα μόνοι σας,» και με χαρακτηριστική σάλτο σηκώνεται και εξαφανίζεται από το σαλόνι.

    Τους φιλοσόφους όσο θα λείπαμε θα τους φρόντιζε η κυρία Χριστίνα, που ήταν μαζί μου πριν ακόμα γνωρίσω την Κρινιώ και είχε αναλάβει γενική καθαριότητα και σιδέρωμα κάθε εβδομάδα. Από τη στιγμή που μπήκε η Κρινιώ στο σπίτι, η γενική καθαριότητα κάπως περιορίστηκε («ΔΕΝ ΑΚΟΥΩ ΚΟΥΒΕΝΤΑ!»), αλλά αντισταθμιστικά το σιδέρωμα είχε αυξηθεί δραματικά, αφού η σχέση της Κρινιώς με το σίδερο ήταν τουλάχιστον προβληματική. Το «ΔΕΝ ΑΚΟΥΩ ΚΟΥΒΕΝΤΑ!» λοιπόν μετατράπηκε σε «ΑΧ, ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΑΜΕ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΑΣ!»

    Η αλήθεια είναι ότι θα κρατούσα έτσι κι αλλιώς την κυρία Χριστίνα, γιατί η Κρινιώ δεν είχε έρθει στο σπίτι για να γίνει οικιακή βοηθός. Από την άλλη έγινε η ντε φάκτο η νοικοκυρά του σπιτιού—οπότε «ΣΚΑΣΜΟΣ ΑΝΤΩΝΑΚΗ!» και πάει και το «ΜΟΥ.»

    Και ούτε καν Αντώνη δε με λένε!



    Αν στη Λίζι δεν άρεσε μία φορά το ταξίδι με το αυτοκίνητο, με το αεροπλάνο να δείτε τι έγινε. Όταν με τα πολλά μας την έφεραν, τριγύριζε στο μεταφορέα της σαν θηρίο σε κλουβί, κυριολεκτικά! Τα νύχια της να γρατζουνίζουν απεγνωσμένα τον πλαστικό πάτο, το κεφάλι της να χτυπιέται από δεξιά αριστερά στα πλάγια, νιαουρίζοντας με έναν τόνο που δεν την είχα ξανακούσει. Δεν την είχα δει με τέτοια νεύρα και τέτοια γκρίνια ούτε όταν την πηγαίναμε στο γιατρό για τα εμβόλιά της.

    Σκύβω και κοιτάζω μέσα από τα κάγκελα του μεταφορέα, το μάτι μου συναντά δύο πράσινα μάτια γεμάτα παράπονο και κατηγορία.

    Τι να κάνουμε; Δε θέλαμε να την αφήσουμε μόνη της στο ξενοδοχείο για δύο ολόκληρες εβδομάδες! Μία είχαμε λείψει στο Ροβανιέμι και μετά μας έκανε τη δύσκολη για τρεις ολόκληρες μέρες. Μας κοίταζε αποδοκιμαστικά από απόσταση, καθισμένη με την πλάτη γυρισμένη σε εμάς, μας γκρίνιαζε με έναν ψυχρό, επιτιμητικό τόνο, και δε μας πλησίαζε ούτε για να της δώσουμε treat, ακόμα κι όταν κουνούσαμε το σακουλάκι με τα αγαπημένα της μπισκοτάκια, είδαμε και πάθαμε για να την καλοπιάσουμε.

    Αγγελική και Παύλος μας περίμεναν στο αεροδρόμιο με την Κρινιώ να χαχανίζει και την Λίζι να γκρινιάζει ακόμα πιο δυνατά. Μόλις βλέπει την Αγγελική η Κρινιώ, αφήνει το χέρι μου και σπρώχνει τη βαλίτσα της στο πλάι και πάει τρέχοντας στην Αγγελική και χώνεται στην αγκαλιά της.

    «ΜΑΜΟΥΛΙΝΙ ΜΟΥ!» φωνάζει κατσιάζοντας την Αγγελική στα φιλιά.

    «ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΟΥ!» φωνάζει και η Αγγελική ανταποδίδοντας το κάτσιασμα κρατώντας την Κρινιώ σφιχτά στην αγκαλιά της, και εκεί αρχίζει το στριφογύρισμα λες και χορεύαν ταγκό, να πούμε.

    Ο Παύλος και εγώ στεκόμαστε εκεί, κρατώντας τα μπαγκάζια, και τον βλέπω να κουνάει το κεφάλι του με ένα χαμόγελο.

    «Φιλιούνται! Αγκαλιάζονται!» λέει φλεγματικά ο Παύλος και μου απλώνει το χέρι του με μια αργή, χαλαρή κίνηση. «Δώς’ τους λίγο, θα θυμηθούν ότι υπάρχουμε κι εμείς!» συνεχίζει και κάνει παύση. «Πώς είσαι;»

    Παίρνω το χέρι του και το σφίγγω με ζεστασιά.

    «Προσπαθώ…» του απαντάω απλά. «Πολύ χάρηκα που κατάφερες να έρθεις κι εσύ!»

    Σηκώνει τα φρύδια του και κάνει μια κίνηση με το χέρι του προς τα πάνω. «Με δημοκρατικές διαδικασίες, να τα λέμε αυτά,» μου απαντάει χαχανίζοντας. «Μωρό μου, θα έρθουν Κρινιώ και Γιώργος στο νησί, εμείς να είμαστε δυο-τρεις μέρες πριν να αερίσουμε το χώρο.»

    Ρίχνω το κεφάλι μου πίσω και βάζω τα γέλια. «Τον αερίσατε;»

    Σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος του και μου απαντάει με τελείως dead pan ύφος. «Ναι, με το βαρετό τρόπο! Ούτε καν φασολάδα!»

    Κάνω μια κίνηση με το χέρι μου μπροστά στη μύτη μου, σαν να διώχνω κάτι. «Να το αερίσουμε είπαμε, όχι να το κάνουμε θάλαμο αερίων!»

    «Έλα μωρέ, τι Λοζάνη τι Κοζάνη!» μου απαντάει χαμογελώντας και σηκώνοντας τους ώμους τους.

    Κάπου εκεί μάνα και κόρη επιτέλους θυμούνται ότι υπάρχουμε κι εμείς. Η Αγγελική πλησιάζει με ένα πλατύ χαμόγελο, απλώνει τα χέρια της θεατρικά.

    «Αχ, Στέλιο, ήρθες! Καλημέρα, πώς από εδώ;» μου κάνει η Αγγελική μιμούμενη άψογα την Αρώνη ως “Πάστα Φλώρα,” κάνοντας μια μικρή υπόκλιση και παίζοντας με τα χέρια της.

    «Τρία-πουλά-, τρία-πουλάκια...» της απαντάω, ως Στέλιος, κερδίζοντας το γέλιο της, και μετά την αγκαλιά της, εκείνη τυλίγει τα χέρια της γύρω από τους ώμους μου.

    Αφού φιληθήκαμε, κάνει ένα βήμα πίσω και με κοιτάζει στα μάτια με ένα βλέμμα που ψάχνει. «Πώς είσαι;»

    Κάνω μια γκριμάτσα και περνάω το χέρι μου από το μέτωπό μου. «Σα να έχει περάσει από πάνω μου τραίνο που κουβαλάει τραίνα!» της απαντάω προσπαθώντας να αστειευτώ. «Τι θα ήταν η ζωή χωρίς αυτά τα μικρά απρόοπτα;» συνεχίζω, τρολάροντας τον εαυτό μου.

    Και τότε, σαν να θυμήθηκε ότι υπάρχει, η Λίζι βγάζει έναν δυνατό, παραπονιάρικο ήχο. «ΝΙΑΟΥ!» φωνάζει και πάλι, εννοώντας «ΕΕΕΕ! Είμαι κι εγώ εδώ!»

    Η Κρινιώ σκύβει αμέσως προς το μεταφορέα, βάζει τα δάχτυλά της μέσα από τα κάγκελα.

    «Ναι κοριτσάκι μου, ναι ψυχή μου,» της λέει τρυφερά αφού τέλειωσε τις χαιρετούρες της με τον Παύλο. Η φωνή της γίνεται μια οκτάβα πιο ψηλή, όπως όταν μιλάμε σε μωρά. «Τώρα, θα μπούμε στο αυτοκίνητο και θα σε βγάλουμε από το κελί-33.»

    «Ο Θεός να μας λυπηθεί,» απαντάω με μισοκακόμοιρο ύφος.

    «Πονάν μωρέ τα παλικάρια;» με τρολλάρει χαχανίζοντας η Κρινιώ, κλείνοντάς μου το μάτι, κερδίζοντας τα χαμόγελα Αγγελικής και Παύλου. Εγώ κάνω μια γκριμάτσα και κουνάω το κεφάλι μου, εγώ θα έτρωγα το “ξύλο” από τη Λίζι.

    Ο Παύλος ανοίγει το πορτμπαγκάζ με μια κίνηση και αρχίζουμε να βάζουμε τα μπαγκάζια.

    Βάζουμε τα μπαγκάζια στο αυτοκίνητο, περνάμε τα βαριά κομμάτια με προσοχή, καθόμαστε στο πίσω κάθισμα με την Κρινιώ, εκείνη κάθεται πρώτη και χτυπάει ελαφρά το κάθισμα δίπλα της για να καθίσω, και βγάζουμε τη Λίζι από το μεταφορέα της.

    Ανοίγω προσεκτικά την πόρτα του μεταφορέα, η Λίζι βγάζει πρώτα το κεφάλι της, κοιτάζει γύρω-γύρω με μεγάλα μάτια, μυρίζει τον αέρα. Ξένο αυτοκίνητο, ξένες μυρωδιές, με το που ξεμύτισε ξαναμπήκε στο μεταφορέα της, γυρίζοντας με τρόπο που παραβίασε δυο-τρεις νόμους της φυσικής, και χώθηκε και πάλι στο πίσω. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία, Λίζι μου!

    Η γκρίνια, γκρίνια όμως! Η καντάδα συνεχίστηκε μέχρι το Διακόφτι, με την Λίζι να βγάζει έναν παραπονιάρικο ήχο κάθε λίγα λεπτά, κι εμάς να προσπαθούμε να τη ηρεμήσουμε με απαλές φωνές που προφανώς δεν την έπειθαν καθόλου.



    Οι μέρες κυλάνε ήσυχα και με μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ όση ήθελα. Σαν ποτάμι που τρέχει αθόρυβα προς τη θάλασσα, έτσι κι ο χρόνος γλιστράει ανάμεσα από τα δάχτυλά μου. Το νησί είναι σχεδόν άδειο σε σχέση με το καλοκαίρι, ακόμα καλύτερα για εμάς! Δεν υπάρχουν πια οι φωνές των παραθεριστών και οι ομπρέλες στις παραλίες.

    Μόνο εμείς κι η φύση, σε έναν σιωπηλό διάλογο. Ο τόπος αυτός είναι θαρρείς ευλογημένος απ’ όλο το Πάνθεο, και πως να μην είναι; Τρία πέλαγα που ανταμώνονται στα πόδια του, και ερίζουν για τον έρωτά του. Το Μυρτώο με τα βαθιά μπλε νερά του, το Ιόνιο με την απεραντοσύνη του, και το Κρητικό με την αγριάδα του, τρεις διαφορετικοί χαρακτήρες που ενώνονται σε έναν αιώνιο χορό.

    Και τα Κύθηρα εκεί, στη μέση, σαν το σημείο όπου συναντιούνται τρεις κόσμοι. Εκεί που τα τρία πέλαγα διεκδικούν σαν ζηλότυποι εραστές την εύνοια της αγαπημένης τους. Σαν τους μαθητάδες που ποθούσαν το φιλί της Χριστινιώς, στο ποίημα του Ρότα.

    Για το φιλί της Χριστινιώς, χυμάν με χίλια χέρια νερά, βουνά κι αστέρια.

    Και πόση αλήθεια κρύβουν αυτοί οι στίχοι! Η αντάρα της χειμωνιάτικης θάλασσας είναι σαν να βλέπω τα παλικάρια να τρέχουν στα μονοπάτια, να σκαρφαλώνουν στα βράχια, να κολυμπούν στα κρύα νερά, όλα για μια ματιά της, για ένα χαμόγελο.

    Ποιος είδε την ξανθόμαλλη, γελούσα και πανώρια, να παίζει με τ’ αγόρια;

    Το χειμώνα η αγριάδα του τοπίου, σου κόβει την ανάσα. Είναι σαν ο τόπος να βγάζει τη μάσκα της καλοσύνης που φοράει το καλοκαίρι και να δείχνει ένα τελείως διαφορετικό του πρόσωπο—άγριο, πρωτόγονο, μεγαλειώδες. Η ανταριασμένη θάλασσα να χτυπάει τα βράχια με μανία, σαν Τιτάνας αλυσοδεμένος που προσπαθεί να σπάσει τα δεσμά του.

    Ο ήχος των κυμάτων που σπάνε νικημένα ακούγεται σχεδόν μέχρι τα βουνά· ένας βρυχηθμός που αντηχεί στις ρεματιές και τις χαράδρες. Ο γκρίζος ουρανός, βαρύς σαν μολύβι, η μαβιά θάλασσα που μοιάζει με λιωμένο μέταλλο, η μουντή γυαλάδα από τα θαλασσοδαρμένα βράχια που γυαλίζουν σαν οστά γιγάντων, δίνουν ένα χρώμα σχεδόν απόκοσμο, σαν εικόνες Νορβηγικής μυθολογίας.

    Θυμίζουν το Nordkapp που είχαμε πάει το Δεκέμβρη, ώρες-ώρες νομίζεις ότι θα δεις τον Thor να ξεπροβάλλει κραδαίνοντας το σφυρί του ή τις Βαλκυρίες να διασχίζουν τον ουρανό.

    Δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα από το να πέφτει δυνατή βροχή και να κάθεσαι ζεστός, στεγνός και προστατευμένος και να απολαμβάνεις τον ήχο της και την ευωδιά του βρεγμένου χώματος. Είναι σαν να ακούς τη φύση να τραγουδάει, κάθε σταγόνα μια νότα σε μια απέραντη συμφωνία. Το τζάκι τρίζει, ο καφές ζεστός, και η βροχή χορεύει στα τζάμια. Και άντε να δουλέψεις με αυτές τις συνθήκες, όλα τα προβλήματα της δουλειάς φαίνονται τόσο ανούσια, τόσο γελοία. Τα deadlines, οι συσκέψεις, τα email· όλα ξεθωριάζουν μπροστά στη μεγαλοπρέπεια της στιγμής.

    Σαν τα βατράχια που δεν συνειδητοποιούν ότι τα βράζουν, έτσι κι εμείς. Στάλα-στάλα, κομμάτι-κομμάτι, γινόμαστε γρανάζια μιας μηχανής του κιμά που αλέθει πρώτη απ’ όλα τις ίδιες μας τις σάρκες. Κάθε μέρα λίγο περισσότερο χαμένοι στη ρουτίνα, λίγο περισσότερο νεκροί μέσα στη ζωή.

    Είναι περίεργο τι διαύγεια μπορεί να σου δώσει το να ξέρεις ότι το τέλος σου είναι τόσο κοντά. Μα δεν είναι μόνο κατάρα, είναι και ευχή. Είναι το δώρο της επίγνωσης. Γιατί μέσα από το πρίσμα του χρόνου που τελειώνει ξεπηδάει μια διαύγεια, κρυσταλλική· καθάρια.

    Σαν να βλέπεις τον κόσμο για πρώτη φορά· κάθε ανατολή ένα θαύμα, κάθε γέλιο μια ευλογία. Όταν το τέλος σου δεν είναι πλέον αφαίρεση έχεις δύο δρόμους. Ο ένας είναι να θρηνείς, να χτυπιέσαι και να καταριέσαι για την αδικία, να γίνεις σκλάβος του φόβου. Ο άλλος είναι να σπάσεις τα δεσμά σου, να πετάξεις σαν πουλί που βρήκε ανοιχτό το κλουβί του.

    Μα δε βαυκαλίζομαι ότι εγώ είμαι ο πιο ανοιχτομάτης. Κουβαλάω κι εγώ τους φόβους μου, τις αδυναμίες μου, τα βάρη μου. Και αυτός είναι και ο λόγος για την απέραντη ευγνωμοσύνη που νιώθω στη θεά Τύχη που έφερε την Κρινιώ στο δρόμο μου. Την Κρινιώ μου που το χαμόγελό της έδιωξε τα σκοτάδια και έφερε στην ψυχή μου και πάλι την άνοιξη. Που με το άγγιγμά της έκανε τον χειμώνα καλοκαίρι, που με τη φωνή της μετέτρεψε τη θλίψη σε τραγούδι.

    Είναι ο φάρος μου στην καταιγίδα, το λιμάνι μου στην τρικυμία.


    Οι σταγόνες χτυπούν με δύναμη τα παράθυρα αλλά εμείς είμαστε ασφαλείς στη φωλιά μας. Η Κρινιώ τέλειωσε το εξάωρό της, και έχουμε μαζευτεί και καθόμαστε μπροστά από το πέτρινο τζάκι και πίνουμε το απογευματινό μας καφεδάκι. Οι φλόγες χορεύουν και ρίχνουν παιχνιδιάρικες σκιές στους τοίχους, κάνοντας τα πρόσωπά μας να λάμπουν με μια ζεστή, χρυσαφένια λάμψη.

    Έξω η βροχή και ο αέρας έχουν μετατραπεί σχεδόν σε θύελλα, ακούγεται το ουρλιαχτό του ανέμου στις σχισμές των παραθύρων και τα δέντρα λυγίζουν σαν να υποκλίνονται σε κάποιον αόρατο θεό. Κάτι που μας κάνει να απολαμβάνουμε ακόμα περισσότερο αυτή τη γλυκιά θαλπωρή. Είναι σαν να έχουμε κλέψει λίγη ζεστασιά από τον κόσμο και να την κρατάμε ζηλότυπα για μας.

    Παρά το ότι μέσα στο σπίτι κάνει ζέστη, όπως καθόμαστε στον καναπέ—εγώ κι η Κρινιώ από τη μια μεριά, ο Παύλος κι η Αγγελική από την άλλη—η Κρινιώ έχει βάλει και ένα κουβερτάκι να σκεπάζει τα πόδια μας. Είναι το παλιό μάλλινο που έφτιαξε η γιαγιά της, με τα μπορντό και πράσινα τετράγωνα. Και η Λίζι, βρήκε την ευκαιρία και χώθηκε από κάτω, ανάμεσα μας, χουρχουρίζοντας σα χαλασμένο μοτέρ. Το χουρχούρισμά της ανταγωνίζεται τον ήχο της βροχής.

    «Αααχ,» κάνω πίνοντας μια γουλιά καφέ. «Θα μπορούσα να ζήσω για πάντα εδώ…» λέω, και δε μου διαφεύγει η ειρωνεία της ίδιας μου της δήλωσης, μιας και αυτό το “για πάντα” μετριέται με μήνες—στην καλύτερη με τα δάχτυλα και των δυο χεριών και, ίσως, του ενός ποδαριού. Αλλά τι πειράζει; Κάποια “για πάντα” είναι πιο αληθινά από άλλα, έστω κι αν κρατάνε λιγότερο.

    «Ακούς Παύλο; Ακούω να λες!» δε χάνει την ευκαιρία να μπήξει το καρφί της η Αγγελική χαχανίζοντας. Τα μάτια της γυαλίζουν πονηρά πίσω από τον ατμό του δικού της φλιτζανιού.

    «Για να με κράζει η γειτονιά, και να με λέει σπιτωμένο και παστρικό; Δε με λυπάσαι;» της κάνει χαχανίζοντας ο Παύλος, κάνοντας πως πληγώθηκε θανάσιμα.

    «Θα σε αποκαταστήσω, Ελενίτσα μου, έτσι θα σ’ αφήσω;» απαντάει η Αγγελική με ύφος νοικοκυράς του παλιού καιρού, και βάζουμε όλοι τα γέλια. Η Λίζι ανασηκώνει ενοχλημένη το κεφάλι της από τόση φασαρία.

    «Μου τη λέει, τώρα!» μου κάνει ο Παύλος γυρίζοντας προς εμένα, ζητώντας συμπαράσταση με ύφος παρεξηγημένου. Ναι, καλή του τύχη! Σαν να μην ξέρει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις ισχύει το “ο σώζον εαυτόν…”

    «Φάε το ξύλο σου σαν άντρας!» του απαντάω σοβαρά, και βάζουν όλοι και πάλι τα γέλια. Η Κρινιώ με σκουντάει παιχνιδιάρικα στα πλευρά.

    Και τότε ο Παύλος κάνει κάτι που δεν το περίμενε κανείς μας. Αφήνει το φλιτζάνι του στο τραπεζάκι με μια αποφασιστικότητα που δεν τη συνήθιζε. Σηκώνεται αργά, λες και ετοιμάζεται για μάχη. Γονατίζει μπροστά από την Αγγελική, που στην αρχή δεν καταλαβαίνει τι γίνεται και χαχανίζει νευρικά.

    «Τι κάνεις ρε, θα λερώσεις το παντελόνι σου!»

    Αλλά όταν το παίρνει χαμπάρι—όταν βλέπει την έκφραση στο πρόσωπό του, το χέρι που πάει στην τσέπη—μένει με το στόμα ανοιχτό, και καλά να λέει που είναι Μάρτης και δεν κυκλοφοράνε μυγάκια. Το φως από το τζάκι παίζει στο πρόσωπό της που έχει πάρει ένα βαθύ ροζ χρώμα.

    «Αγγελική μου,» αρχίζει ο Παύλος, και η φωνή του τρέμει ελαφρά παρά την προσπάθειά του να κρατήσει το χιούμορ του. «Από την πρώτη φορά που σε είδα, στα μάτια μου»—κάνει μια παύση για δραματικό εφέ—«κατάλαβα ότι είσαι η γυναίκα από την οποία θέλω να τρώω ξύλο το υπόλοιπο της ζωής μου!» της λέει κάνοντας και εκεί χιούμορ· δε θα ήταν αλλιώς ο Παύλος.

    Η Αγγελική γελάει και δακρύζει ταυτόχρονα. «Μέχρι τώρα με έδερνες αστεφάνωτη…» συνεχίζει και τα μάτια της τρέχουν πια ασταμάτητα. Βγάζει από την τσέπη του ένα μικρό μπλε βελούδινο κουτάκι. «Κυρία Κοκοβίκου…» της κάνει επίσημα, και η Αγγελική ξεσπάει σε κλαυσίγελο, τα χέρια της τρέμουν μπροστά στο στόμα της.

    «Τι θα έλεγες να με δέρνεις και στεφανωμένη;» της κάνει και ανοίγει το κουτάκι. Το δαχτυλίδι λάμπει στο φως της φωτιάς σαν ένα μικρό αστέρι.

    Η Αγγελική έχει χάσει τη μιλιά της. Τα μάτια της πηγαινοέρχονται από το δαχτυλίδι στο πρόσωπο του Παύλου και πίσω. Το χέρι της πάει στην καρδιά της και απλά κουνάει καταφατικά το κεφάλι της, ξανά και ξανά, σαν να φοβάται ότι αν μιλήσει θα σπάσει η μαγεία.

    Η Κρινιώ δίπλα μου κρατιέται με νύχια και με δόντια να μη βάλει τα κλάματα, νιώθω το χέρι της να σφίγγει το δικό μου κάτω από την κουβέρτα. Μέχρι και η Λίζι βγάζει έξω από την κουβέρτα το κεφάλι της να δει προς τι η φασαρία, με τα πράσινα ματάκια της να γυαλίζουν περίεργα. Ο Παύλος ωστόσο δεν έχει τελειώσει.

    “Say it, or it didn’t happen!” της λέει με το αιώνιό του πειραχτικό χαμόγελο που τον κάνει να μοιάζει με παιδί που ετοιμάζει σκανταλιά.

    «ΝΑΙ! ΝΑΙ!» φωνάζει επιτέλους η Αγγελική, και η φωνή της σπάει από τη συγκίνηση. «ΝΑΙ, ρε βλάκα, ΝΑΙ!»

    Ο Παύλος, με χέρια που τρέμουν λίγο περισσότερο απ’ όσο θα παραδεχόταν ποτέ, της φοράει το δαχτυλίδι. Η Αγγελική τον αγκαλιάζει με τόση δύναμη που σχεδόν τον ρίχνει ανάποδα, και του δίνει ένα παθιασμένο φιλί που θα έκανε και τις πέτρες να κοκκινίσουν.

    «ΙΟΥ!» κάνει η Κρινιώ χαχανίζοντας και σκουπίζοντας διακριτικά ένα δάκρυ, σπάζοντας τη μαγεία της στιγμής με τον πιο γλυκό τρόπο.

    Σηκωνόμαστε και οι δύο για να ευχηθούμε στο ζεύγος. Τα πόδια μου έχουν μουδιάσει λίγο από την ακινησία, και η Λίζι διαμαρτύρεται με ένα παραπονιάρικο νιαούρισμα για την ενόχληση.

    Η Κρινιώ αγκαλιάζει πρώτα τον Παύλο, χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη. «Καλορίζικος, επιτέλους!» του λέει. Μετά στρέφεται στη μητέρα της και την αγκαλιάζει σφιχτά. «Εγώ παρανυφάκι!» της λέει απαιτητικά, και την κατσιάζει με ψεύτικη αυστηρότητα. «Και θα διαλέξω εγώ το φόρεμα!»

    «ΠΑΤΕΡΑ!» του κάνω εγώ με δραματικό ύφος, ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια μου σαν τραγικός ηθοποιός, και εκεί το χάνουμε και οι τρεις. Γελάμε μέχρι που μας πονάει η κοιλιά, ενώ η Αγγελική συνεχίζει να κοιτάζει το δαχτυλίδι στο χέρι της σαν να μην το πιστεύει ακόμα.

    Έξω η καταιγίδα μαίνεται, αλλά μέσα στο μικρό μας καταφύγιο, με τη φωτιά να τρίζει και την αγάπη να πλημμυρίζει τον αέρα, ο κόσμος μοιάζει τέλειος. Έστω και για λίγο. Έστω και για ένα «για πάντα» που μετριέται σε στιγμές.



    Είναι νύχτα αλλά δε με παίρνει ο ύπνος. Το ρολόι στο κομοδίνο δείχνει 3:17, η ώρα που οι σκέψεις γίνονται πιο βαριές, πιο αληθινές. Η Κρινιώ κοιμάται όπως πάντα στην αγκαλιά μου, το κεφάλι της ακουμπισμένο στον ώμο μου, η ανάσα της ζεστή στο λαιμό μου. Τα μαλλιά της μυρίζουν γιασεμί από το σαμπουάν που αγοράζει από το μαγαζάκι με τα βιολογικά.

    Η Λίζι είναι σκαρφαλωμένη πάνω στην κοιλιά μου σαν μικρός θερμοσίφωνας, και την έχει πιάσει και μου κάνει πατουσάκια πάνω από την κουβέρτα, ανοίγει και κλείνει τα νυχάκια της ρυθμικά, χουρχουρίζοντας ελαφρά. Ο ήχος της είναι σχεδόν θεραπευτικός, αλλά απόψε δεν αρκεί για να με κοιμίσει.

    Μου έχει έρθει μια ιδέα αλλά θέλω να βρω τρόπο να την πω στην Κρινιώ. Την κυλάω στο μυαλό μου ξανά και ξανά, σαν βότσαλο που το γυαλίζουν τα κύματα. Η ιδέα μου είναι απλή, τόσο απλή που φοβάμαι μήπως είναι και ανόητη: να παραιτηθεί από το τηλεφωνικό κέντρο και με το που τελειώσει τις εξετάσεις της να κατεβούμε μαζί στο νησί.

    Όχι για διακοπές. Για να περάσουμε εδώ όλη τη σαιζόν.

    Η Κρινιώ θα βοηθάει την Αγγελική, όπως έκανε όλα αυτά τα χρόνια—από τότε που ήταν παιδούλα και τρύπωνε στην κουζίνα για να μάθει τα μυστικά της μαγειρικής. Κι εγώ θα κάνω home office και κάθομαι στο μπαλκονάκι με το laptop και τον καφέ μου, ακούγοντας τη θάλασσα αντί για τους ήχους της πόλης.

    Έτσι κι αλλιώς η φυσική μου παρουσία στο γραφείο ήταν απαραίτητη περισσότερο για τη δική μου ψυχολογία, αυτή την ανάγκη να νιώθω ότι ανήκω κάπου, ότι είμαι χρήσιμος, παρά για το ότι πραγματικά χρειαζόταν να δίνω το παρόν.

    Ο Λεωνίδας με έχει αντικαταστήσει ουσιαστικά στα πάντα. Είναι έξυπνος, ικανός και φιλόδοξος, όλα αυτά που ήμουν κι εγώ κάποτε. Κι εγώ ανακατεύομαι μόνο στα πολύ ζόρικα, που επειδή ο Λεωνίδας είναι πραγματικά καλός, συμβαίνουν και πολύ σπάνια. Ίσως μια φορά το δίμηνο, μπορεί και λιγότερο.

    Ουσιαστικά η εταιρία με κρατάει «τιμής ένεκεν». Το ξέρω, το ξέρουν κι αυτοί, αλλά κανείς δεν το λέει. Και, εδώ που τα λέμε, ούτε και η πιο σκληροπυρηνική αμερικάνικη εταιρία δε θα έδιωχνε άνθρωπο με τερματικό καρκίνο, μερικούς μήνες πριν το τέλος του, χωρίς το φόβο εξωφρενικών αποζημιώσεων και καταστροφικής δημοσιότητας.

    Καλά, όχι πίστευα έστω και στο παραμικρό ότι θα κινδύνευα με κάτι τέτοιο. Ούτε ο Χρήστου, ούτε πολύ περισσότερο ο Γιάννης είναι τέτοιοι άνθρωποι. Με αγαπούν, με σέβονται, με θέλουν εκεί ακόμα κι αν είμαι μόνο ένα όνομα στην πόρτα πια.

    Όσο για τους φιλοσόφους μας; Μέχρι τον Οκτώβρη και τα τέλη σαιζόν θα τα φρόντιζε η κυρία-Χριστίνα, που θα άνοιγε και το σπίτι να αερίζεται. Και το Νοέμβρη θα επιστρέφαμε Αθήνα και αν όλα πήγαιναν καλά—αν εγώ ήμουν ακόμα εδώ, αν η Κρινιώ είχε περάσει τα μαθήματά της—θα είχαμε και την ορκωμοσία για το πτυχίο της. Να τη δω με την τήβεννο, να βγάλουμε φωτογραφίες, να γιορτάσουμε. Η Κρινιώ είχε μπει στο τελευταίο της εξάμηνο και είχε ακόμα τρία μαθήματα και την πτυχιακή της.

    Ένας λόγος παραπάνω, όπως το έβλεπα εγώ, για να σταματήσει το part time στο τηλεφωνικό κέντρο με τις βάρδιες που την εξαντλούν, και να επικεντρωθεί στα μαθήματά της. Και όσο περήφανη και αν είναι—και είναι, Θεέ μου πόσο περήφανη είναι—για ένα μήνα δε θα χάλαγε ο κόσμος να μη δουλεύει. Αυτά που βγάζω μας έφταναν και μας περίσσευαν, μέχρι να έρθουμε Κύθηρα και να ξεκινήσει και επίσημα στην οικογενειακή επιχείρηση με μισθό και ένσημα.

    Η Κρινιώ κάποια στιγμή ανοίγει τα μάτια της. Ίσως νιώθει την ένταση στο σώμα μου, ίσως την ξύπνησαν οι σκέψεις μου. Και όπως με βλέπει να κάνω ταβανοθεραπεία, σαν το ταβάνι σαν να κρύβει τις απαντήσεις του σύμπαντος, τινάζεται ανήσυχη. Το χέρι της πάει αμέσως στο στήθος μου, ψάχνει τον καρδιακό μου παλμό.

    «Τζωρτζίνο μου, είσαι καλά;» με ρωτάει με τα μάτια της να καθρεφτίζουν την ανησυχία της. Ακόμα και στο μισοσκόταδο βλέπω το φόβο που προσπαθεί να κρύψει.

    «Καλά είμαι καρδούλα μου,» της απαντάω χαμογελώντας και φιλώντας την τρυφερά στο μέτωπο. Τα χείλη μου μένουν εκεί για μια στιγμή παραπάνω, νιώθοντας τη ζεστασιά του δέρματός της.

    «Γιατί δεν κοιμάσαι;» επιμένει, και ο τόνος της είναι αυτός της νοσοκόμας τώρα, της φροντίστριας.

    «Σκεφτόμουν…» της λέω, προσπαθώντας να ακουστώ ανάλαφρος.

    «Τι πράγμα;» με ρωτάει γυρνώντας προς το πλάι και στρέφοντας το βλέμμα της πάνω μου. Η Λίζι διαμαρτύρεται ελαφρά για την κίνηση αλλά δεν φεύγει από τη θέση της.

    «Έχω μια ιδέα…» της λέω διστακτικά, νιώθοντας σαν έφηβος που ετοιμάζεται να ζητήσει άδεια για κάτι τρελό.

    «Τι ιδέα;» με ρωτάει κοιτώντας με καχύποπτα, διαβάζοντας τη διστακτικότητά μου σαν ανοιχτό βιβλίο. Με ξέρει τόσο καλά.

    «Σκεφτόμουν αυτό το “θα μπορούσα να ζήσω εδώ για πάντα!”» λέω, αναφερόμενος στη φράση που είπα νωρίτερα στο σαλόνι.

    «Μη σου μπαίνουν ιδέες!» μου λέει και η φωνή της είναι σοβαρή, σχεδόν αυστηρή. «Τα λατρεύω τα Κύθηρα αλλά όχι για να μείνω για πάντα εδώ, όχι ακόμα τουλάχιστον.» Βλέπω τον πανικό στα μάτια της, φοβάται ότι θέλω να την παγιδέψω σε ένα νησί, μακριά από τη ζωή, από τα όνειρά της.

    «Όχι, όχι,» της λέω γρήγορα για να την καθησυχάσω, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. «Δε σκεφτόμουν αυτό. Όχι για πάντα.»

    «Αλλά;» με πιέζει, και τώρα είναι πιο ήρεμη αλλά ακόμα επιφυλακτική.

    «Η ιδέα που είχα… είναι το Μάη να σταματήσεις από το τηλεφωνικό κέντρο και να επικεντρωθείς στα μαθήματά σου, να πάρεις το πτυχίο σου χωρίς άγχος.»

    «Το πτυχίο μου θα το πάρω έτσι κι αλλιώς,» μου κάνει με σιγουριά, σηκώνοντας λίγο το πιγούνι της με αυτή την περηφάνια που τόσο αγαπώ.

    «Το πιστεύω, το ξέρω ότι θα τα καταφέρεις. Αλλά γιατί να μην το κάνουμε λίγο πιο εύκολο; Γιατί να ζορίζεσαι κάνοντας και βάρδιες;»

    «Και τι θα κάνω μετά ρε Γιώργο;» με ρωτάει, με ένα ίχνος εκνευρισμού στη φωνή της. «Θα κάθομαι;»

    Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Ήρθε η ώρα να της πω όλο το σχέδιο. «Με το που τελειώσεις τις εξετάσεις σου να έρθουμε να κάτσουμε εδώ μέχρι τέλη Οκτώβρη. Όλο το καλοκαίρι. Εσύ να βοηθήσεις την Αγγελική, όπως έκανες όλα τα προηγούμενα καλοκαίρια, κι εγώ θα δουλεύω home office. Θα έχω θέα τη θάλασσα αντί για την Κηφισίας. Και τέλη Οκτώβρη με το καλό, ανεβαίνουμε Αθήνα, και αν έχουν πάει όλα καλά ορκίζεσαι και για το πτυχίο σου. Και μετά ψάχνεις να βρεις νέα δουλειά, ή αν το προτιμάς, μένεις ως εποχιακή στην οικογενειακή επιχείρηση. Όπως θέλεις εσύ.»

    «Δεν ξέρω…» μου λέει διστακτικά, και νιώθω το βάρος της αβεβαιότητάς της. Δεν επιμένω. Έμαθα πότε να σταματάω.

    «Ιδέα είναι Κρινιώ μου, δε σου ζητάω να πάρεις κάποια απόφαση εδώ και τώρα. Σκέψου το.»

    «Και αν δε θέλω;» με ρωτάει ακόμα πιο διστακτικά, σχεδόν ψιθυριστά.

    «Αν δε θέλεις, τότε θα συνεχίσουμε όπως είμαστε, και απλά θα έρθουμε εδώ το καλοκαίρι για διακοπές. Δεν αλλάζει τίποτα ανάμεσά μας. Και αν θέλεις ζητάς να γίνεις full time στο τηλεφωνικό, ή ψάχνεις για τελείως διαφορετική δουλειά. Ό,τι σε κάνει ευτυχισμένη.»

    «Οκ…» μου απαντάει μονολεκτικά, αλλά νιώθω ότι μαλακώνει λίγο.

    «Πήρα το θάρρος επειδή η ίδια μου είχες πει ότι το πιο πιθανό πράγμα αφού πάρεις το πτυχίο σου είναι να γυρίσεις εδώ να βοηθήσεις τη μητέρα σου και σιγά-σιγά να αρχίσεις να αναλαμβάνεις την οικογενειακή επιχείρηση.»

    «Όντως, το είχα πει,» μου απαντάει με ειλικρίνεια.

    «Μάτια μου, όπως το είπες, μπορείς να το ξε-πεις, κανείς δε θα σε κατηγορήσει. Ούτε εγώ, ούτε η μάνα σου. Life happens, που λένε, τα πλάνα αλλάζουν. Απλά… απλά σου είπα την ιδέα μου… Ήθελα να ξέρεις ότι υπάρχει κι αυτή η επιλογή.»

    «Συγνώμη Τζωρτζίνο μου,» μου κάνει ξαφνικά και με χαϊδεύει τρυφερά στο μάγουλο. Τα δάχτυλά της είναι δροσερά στο δέρμα μου.

    «Τι ζητάς συγνώμη βρε χαϊβάνι;» τη ρωτάω πειρακτικά, προσπαθώντας να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα, και επιτέλους το χαμόγελο επιστρέφει για τα καλά στο γλυκό της προσωπάκι.

    «Καλά, δε σου ζητάω συγνώμη, να μάθεις!» μου κάνει με προσποιητά μούτρα, σουφρώνοντας τα χείλη της, κερδίζοντας το χάχανό μου.

    Θέλω να της πω και για την τελευταία μου επιθυμία. Οι λέξεις είναι εκεί, στην άκρη της γλώσσας μου: όταν φύγω να με αποτεφρώσουν και η Κρινιώ να σκορπίσει τις στάχτες μου στο ακρωτήρι του Καπέλου, εκεί που ανταμώνονται τα τρία πέλαγα. Να γίνω ένα με τον τόπο που αγάπησα, με τον αέρα και τη θάλασσα. Διστάζω ωστόσο. Βλέπω το χαμόγελό της, νιώθω τη ζεστασιά της δίπλα μου. Δε θέλω να της χαλάσω τη διάθεση, όχι αυτή τη μέρα. Όχι μετά την πρόταση του Παύλου, όχι με τόση χαρά στον αέρα.

    «Πρέπει να πάρω κουστούμι,» της λέω αλλάζοντας απότομα κουβέντα, παίρνοντας απόφαση να της τα πω αυτά άλλη φορά.

    «Κουστούμι;» ρωτάει η Κρινιώ ξαφνιασμένη από την αλλαγή τόνου, τρίβοντας τα μάτια της.

    «Εννοείται! Τι, έτσι θα παραδώσω τη ΜΗΤΕΡΑ,» της λέω χρησιμοποιώντας τον γελοία δραματικό τόνο μου που ακούγεται σα «ΜΙΟΥΤΕΙΡΑ» «στον ΠΑΤΕΙΟΥΡΑ;» Φουσκώνω το στήθος μου σαν παγώνι.

    «Χαχαχα, θα την παραδώσεις κιόλας;» μου λέει βάζοντας τα γέλια, και ο ήχος είναι μουσική στα αυτιά μου.

    «Είμαι ή δεν είμαι ο άντρας του σπιτιού;» φωνάζω θεατρικά. «Που τα έχετε διαλύσει όλα, σουφραζέτες!» συνεχίζω στον ίδιο τόνο, κουνώντας απειλητικά το δάχτυλο, κερδίζοντας ακόμα πιο δυνατά γέλια.

    «Τζωρτζίνο μου αυτό δεν είναι suffrage!» με διορθώνει ανάμεσα στα γέλια της. «Σουφραζέτες ήταν οι—»

    «Φουκαριάρα μου, μην αντιρρησιάζεις, θα σε μαυρίσω!» της κάνω διακόπτοντάς την, βάζοντας τη φωνή μου όσο πιο βαθιά γίνεται και κάνοντας με το χέρι την κίνηση πως θα την …χειροτονήσω. Και η Κρινιώ, δε χάνει ευκαιρία, πετάγεται όρθια ξαφνιάζοντας τη Λίζι, τα κατεβάζει όλα και μου στήνεται στα τέσσερα πάνω στο κρεβάτι.

    «ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΟΥΦΡΑΖ ΚΑΙ ΝΑ ΣΚΑΣΕΙΣ!» μου λέει προκλητικά, τάχα μου με φλόγες στα μάτια, και βάζω τα γέλια. Είναι υπέροχη έτσι, άγρια, ελεύθερη… «Rindfleischetikettierungsüberwachungsaufgabenübertragungsgesetz» συνεχίζει, κάνοντας ακροβατικά με τη γλώσσα της. «Αυτό είναι το safeword σου!»

    «ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ SAFEWORD!» της κάνω με ψεύτικη αγανάκτηση, προσπαθώντας να συγκρατήσω τα γέλια μου.

    «Εσύ είσαι η κοτάρα,» συνεχίζει ακόμα πιο προκλητικά, σκύβοντας προς το μέρος μου σαν αιλουροειδές έτοιμο να επιτεθεί.

    Μαλάκα μου, πώς θα το πω αυτό το πράγμα;

    Πόνεσε το χέρι μου, αυτό έχω να δηλώσω. Αλλά, να τα λέμε αυτά, η Κρινιώ μου ήταν μεγαλόψυχη. Με άφησε να σταματήσω χωρίς να καταφέρω να πω σωστά το safeword, με αντάλλαγμα σε είδος.

    Και επειδή ως γνωστόν όποιος τη νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί, όταν τραβήχτηκα με τα πολλά από πίσω της, βγήκα και ελαφρώς καφέ.

    “Shit happens!” μου απάντησε ξεδιάντροπα, βλέποντάς με, και χαχανίζοντας σαν υστερική.

    «Εμένα μου λες; Έχει τελειώσει και το ζεστό νερό!» είπα με πραγματική απελπισία.

    «Α, εσύ είπες ότι είσαι ο άντρας του σπιτιού,» συνέχισε το κάθαρμα. «Πονάν μωρέ τα παλληκάρια;»

    Και, όχι, πείτε μου τι να την κάνω; Κόντευε που κόντευε να κουλαθεί το δεξί μου χέρι από το spanking που της έκανα, να κουλαθεί και το αριστερό και να παριστάνω αύριο την Αφροδίτη της Μήλου;

    Πήρα την εκδίκησή μου πάντως! Καθώς η Κρινιώ έφυγε τρέχοντας στην τουαλέτα, την ακολούθησα σα να μην τρέχει τίποτα.

    «ΕΙ!» μου διαμαρτυρήθηκε καθισμένη στη λεκάνη.

    «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» της έκανα εγώ αυτή τη φορά, μιμούμενη τους ήχους που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει. Μπήκα στενάζοντας στην καμπίνα για να καθαριστώ με κρύο νερό, καθώς το ζεστό το φάγαμε κάνοντας ντουζ πριν πλαγιάσουμε.

    Καλά πήγε αυτό…

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  11. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 26ο - Κι αν πτωχική την βρεις

    Ιούνης. Το τέρας συνεχίζει να με τρώει αργά αλλά σταθερά, κάνοντας αργές μεταστάσεις μέσα στο σώμα μου. Όσο και αν γκρινιάζω για το δηλητήριο της ζωής, μέχρι στιγμής τη δουλειά του την έχει κάνει, κρατάει το τέρας δεμένο όσο μπορεί.

    Παρά την αρχική αντίδραση της Κρινιώς, ο Νίκος χαλάρωσε λίγο το πρόγραμμα. Το βαρύ ό,τι δουλειά ήταν να κάνει την έκανε, τώρα μένει η συντήρηση… και όσο αντέξει ο οργανισμός μου. Καλύτερα έτσι, τουλάχιστον έχω περισσότερες δυνάμεις και μπορώ και κινούμαι σχεδόν σα φυσιολογικός άνθρωπος.

    Η Κρινιώ είναι στο τελευταίο της εξάμηνο. Δέχτηκε αυτό που της πρότεινα στα Κύθηρα και έτσι τέλη Απρίλη παραιτήθηκε από το call center και επικεντρώθηκε στο να πάρει το πτυχίο της. Και το αστείο είναι ότι περισσότερο το κάνει για μένα παρά για την ίδια.

    Για να προλάβω να τη δω να παίρνει το πτυχίο της. Για να είμαι παρόν στην ορκωμοσία της.


    Μάης, 2026

    Κάθομαι στη συνηθισμένη μου θέση, τα χέρια μου ακουμπισμένα στα μπράτσα της καρέκλας, τα δάχτυλά μου να χτυπάνε ελαφρά έναν αθόρυβο ρυθμό στο δέρμα. Η Κρινιώ κάθεται δίπλα μου, μια γνώριμη σκηνή που έχει επαναληφθεί τόσες φορές ώστε πια θυμάμαι με λεπτομέρεια κάθε γωνιά του χώρου.

    Ο Νίκος κρατάει τα χαρτιά με τις δύο του παλάμες, τα μάτια του κινούνται αργά από τη μία γραμμή στην άλλη. Διαβάζει από μέσα του τα χαρτιά των εξετάσεων για λίγα ακόμα δευτερόλεπτα, αναπνέει βαθιά μια φορά, ύστερα σηκώνει το βλέμμα και μας κοιτάζει εναλλάξ.

    Τα φρύδια του είναι χαλαρά, τα χείλη του σχηματίζουν μια ουδέτερη γραμμή που δεν αποκαλύπτει ούτε ανησυχία ούτε ανακούφιση. Δεν έχει στο πρόσωπό του τη συνήθη ένταση ή τη βαθιά ανησυχία άλλων συναντήσεων, αλλά υπάρχει κάτι νέο—μια αποδοχή, ίσως και μια δόση γαλήνης.

    Ακουμπάει τα χαρτιά στο γραφείο με προσοχή, ευθυγραμμίζει τις άκρες τους με τα δάχτυλά του, και μετά πλέκει τα χέρια του μπροστά του.

    «Οι δείκτες μας δείχνουν αυτό που ήδη υποπτευόμασταν. Ο καρκίνος προχωρά αργά, αλλά σταθερά. Οι μεταστάσεις είναι μικρές και σχετικά ελεγχόμενες, αλλά δεν θα σταματήσουν. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να μιλάμε για πλήρη έλεγχο, αλλά μπορούμε να μιλάμε για διαχείριση,» λέει με ήρεμη φωνή, κοιτάζοντάς με απευθείας στα μάτια. Το βλέμμα του δεν αποστρέφεται ούτε για δευτερόλεπτο, σταθερό και ειλικρινές.

    Αισθάνομαι τους μυς του στομάχου μου να σφίγγουν ελαφρά, αλλά παραμένω ακίνητος εξωτερικά.

    Δίπλα μου, η Κρινιώ σφίγγει το χέρι μου λίγο πιο δυνατά. Την βλέπω με την άκρη των ματιών μου να κοκαλώνει στην καρέκλα της, η πλάτη της να γίνεται εντελώς όρθια. Νιώθω την έντασή της, ξέρω καλά πως δεν της αρέσει η ιδέα ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει πέρα από τον έλεγχό της. Ο Νίκος παρατηρεί τη σωματική της αντίδραση, τα μάτια του μαλακώνουν ελαφρά. Ο Νίκος το καταλαβαίνει επίσης και στρέφεται προς εκείνη με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο, γέρνοντας ελάχιστα προς το μέρος της.

    Κάνει μια μικρή κίνηση με τα χέρια, ανοίγοντάς τα ελαφρά, μια χειρονομία που λέει “ας δούμε τα πράγματα ρεαλιστικά.”

    «Ακούστε, ό,τι ήταν να κάνουμε, το κάναμε και με το παραπάνω. Το σώμα του Γιώργου έχει περάσει πολλά και έχει αντέξει περισσότερα απ’ όσα περιμέναμε αρχικά. Τώρα μπαίνουμε σε άλλη φάση—τη συντήρηση. Θέλω να χαλαρώσουμε λίγο το πρόγραμμα, να του δώσουμε μια ανάσα. Το βαρύ σχήμα έκανε τη δουλειά του. Τώρα είναι σημαντικό να δώσουμε χώρο και χρόνο στο σώμα να ανακτήσει κάποιες δυνάμεις, ώστε η ποιότητα ζωής να είναι όσο καλύτερη γίνεται.»

    Σταματάει, τα χέρια του ακολουθούν τα λόγια του με μικρές, συγκρατημένες κινήσεις που υπογραμμίζουν κάθε σημείο. Κάνει μια μικρή παύση, σαν να θέλει να βεβαιωθεί ότι το καταλάβαμε καλά—με κοιτάζει, μετά την Κρινιώ, περιμένει να δει μια κίνηση κατανόησης—και συνεχίζει με μια ειλικρίνεια που εκτιμώ βαθιά, γέρνοντας προς τα εμπρός με τη ματιά του να γίνεται λίγο πιο έντονη.

    «Κερδίσαμε όσο χρόνο μπορούσαμε. Στόχος μας από εδώ και πέρα είναι η βελτίωση της ποιότητας. Για το πόσο χρόνο κερδίσαμε, δεν έχω να σας δώσω απάντηση. Αυτό που μπορώ ωστόσο να σας υποσχεθώ είναι ότι θα φροντίσουμε ο Γιώργος να ζήσει όσο γίνεται καλύτερα τον όσο χρόνο κερδίσαμε.»

    Η Κρινιώ χαλαρώνει λίγο το σφίξιμο στο χέρι μου και παίρνει βαθιά ανάσα, τους ώμους της να κατεβάζουν ελαφρά από την τεντωμένη θέση τους, σαν να αποδέχεται κι εκείνη την κατάσταση. Γνέφω στον Νίκο με μια αργή κίνηση του κεφαλιού, τα χείλη μου σχηματίζουν ένα μικρό, σταθερό χαμόγελο που δείχνει κατανόηση, όχι απόγνωση. Εγώ γνέφω στον Νίκο με κατανόηση και ένα μικρό χαμόγελο.

    Η φωνή μου βγαίνει πιο σταθερή απ’ όσο περίμενα.

    «Κατάλαβα,» του λέω με φωνή σταθερή και αποφασισμένη. «Και σε ευχαριστώ που δεν προσπαθείς να μας ωραιοποιήσεις τίποτα.»

    Ο Νίκος χαλαρώνει εμφανώς, τα χαρακτηριστικά του μαλακώνουν.

    «Δεν θα είχε κανένα νόημα,» απαντάει και χαμογελάει ζεστά. Το χαμόγελό του φτάνει μέχρι τα μάτια του αυτή τη φορά. «Ξέρω πως δεν είσαι άνθρωπος που έχει ανάγκη από ψεύτικες υποσχέσεις.»

    Η Κρινιώ ισιώνει στην καρέκλα της, η στάση της αλλάζει από αμυντική σε πιο αποφασιστική.

    «Επομένως, τι ακριβώς αλλάζει από εδώ και πέρα;» ρωτάει με ένα βλέμμα που δηλώνει πως είναι έτοιμη να κάνει ό,τι χρειαστεί. Προχωρά ελαφρά στην άκρη της καρέκλας της, σαν να ετοιμάζεται να δράσει.

    Ο Νίκος χαμογελάει βλέποντας τη μετάβασή της από φόβο σε δράση και ακουμπάει τα χαρτιά στο γραφείο γέρνοντας μπροστά, με τα χέρια του ανοίγουν σε μια χειρονομία που υποδηλώνει διαφάνεια και ειλικρίνεια.

    «Μειώνουμε λίγο τις δόσεις, αραιώνουμε τις συνεδρίες, και βάζουμε μεγαλύτερη έμφαση στην ξεκούραση, τη σωστή διατροφή και τη διατήρηση καλής ψυχολογίας. Στόχος μας είναι ο Γιώργος να είσαι σε θέση να απολαμβάνει τη ζωή του. Να συνεχίσει να είναι παρών—όχι μόνο σωματικά, αλλά και ουσιαστικά.»

    Στρέφομαι προς την Κρινιώ, τα μάτια μας συναντιούνται και κρατάμε το βλέμμα για μερικά δευτερόλεπτα. Υπάρχει κάτι στον τρόπο που με κοιτάζει—αποφασιστικότητα, αγάπη, και μια σιωπηλή υπόσχεση. Δώσαμε τον αγώνα μας, και οφείλουμε να τον τιμήσουμε με κάθε τρόπο, μέχρι και την τελευταία στιγμή.

    Όποτε.


    Παρόλο που έχω ανακτήσει αρκετά τις δυνάμεις μου ώστε να μπορώ αν θέλω να πηγαίνω και στα κεντρικά, συνεχίζω το work from home. Θέλω να περάσω όλο το χρόνο που έχω ακόμα κοντά της. Κάθε λεπτό μετράει τώρα, κάθε στιγμή είναι πολύτιμη.

    Έχω στήσει το γραφείο μου έξω στην κεντρική βεράντα, κάτω από την πέργκολα, η οποία πλέον θυμίζει τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας. Η πασιφλόρα έχει τυλίξει τα ξύλινα δοκάρια, οι μπουκαμβίλιες κρέμονται σαν πολύχρωμες κουρτίνες, και το γιασεμί γεμίζει τον αέρα με το μεθυστικό του άρωμα.

    Είχε δίκιο η Κρινιώ που έλεγε ότι τα φυτά βοηθάνε την ψυχολογία. Το σπίτι μας έχει μετατραπεί σε βοτανικό κήπο, παντού γλάστρες, κρεμαστά φυτά και παρτέρια στα μπαλκόνια. Έχουμε ακόμα και μια μικρή λεμονιά σε μεγάλη γλάστρα που άνθισε πριν λίγες μέρες. Και πλέον δεν μπορώ να θυμηθώ πως ήταν η ζωή μου πριν χωρίς αυτά.

    Χαμογελάω καθώς σηκώνομαι και πάω στην κουζίνα να φτιάξω το πρωινό της. Είναι σχεδόν εννιά και ξέρω ότι σε λίγο θα ξυπνήσει. Καλημερίζω χαχανίζοντας τους πράσινους φιλόσοφους, και με τη Λίζι να με ακολουθεί σαν κυνηγόσκυλο, προετοιμάζω το πρωινό του κοριτσιού μου.

    «Πορτοκαλάδα να φτιάξω, ή φρουτοχυμό; Τι λες εσύ;» ρωτάω τη Λίζι που έχει σκαρφαλώσει στον πάγκο με ένα άλμα και με κοιτάει σαν κριτικός του Master Chef, με τα πράσινα μάτια της να με παρατηρούν προσεκτικά. Αντί απάντησης φέρνει το ένα της πόδι στο στόμα και αρχίζει να καθαρίζεται με μεθοδικότητα. «Συμφωνώ, φρουτοχυμό! Έχεις απόλυτο δίκιο!»

    Βγάζω από το ψυγείο τα υλικά. Όχι τίποτα φοβερό, μήλο, καρότο, πορτοκάλι. Το μήλο είναι πράσινο και τραγανό, τα καρότα βιολογικά από τη λαϊκή, τα πορτοκάλια από τη Λακωνία που μας έστειλε ο Παύλος. Χμμμ... ιδέα!

    «Λίζι, λέω να βάλω και λίγο γιαουρτάκι να το κάνω smoothie! Τι γνώμη έχεις;»

    Η ταρταρούγα μου με γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων της και συνεχίζει να καθαρίζεται με ακόμα μεγαλύτερη επιμέλεια, γλείφοντας ανάμεσα στα δαχτυλάκια της. Οπότε το εκλαμβάνω σαν σιωπηλή επιδοκιμασία και τελικά η πορτοκαλάδα προβιβάζεται σε smoothie. Προσθέτω και λίγο τζίντζερ για έξτρα ενέργεια, και μια κουταλιά μέλι από αυτό που μας έφερε ο γείτονας με τις μέλισσες.

    Εκτός από το smoothie, της φτιάχνω και καγιανά, που τα λατρεύει. Σπάω τρία αυγά σε ένα μπολ, τα χτυπάω ελαφρά με το πιρούνι. Κόβω ντομάτες σε κυβάκια, ώριμες, κόκκινες, που μυρίζουν καλοκαίρι. Ρίχνω λίγο ελαιόλαδο στο τηγάνι, σοτάρω τις ντομάτες μέχρι να μαλακώσουν και να βγάλουν τους χυμούς τους.

    Μετά προσθέτω τα αυγά, ανακατεύω απαλά. Αλάτι, πιπέρι, λίγο βασιλικό από τη γλάστρα στο παράθυρο. Και φυσικά το καφεδάκι, όπως της αρέσει. Τα βάζω όλα σε ένα δίσκο με το καλό σερβίτσιο, αυτό με τα μπλε λουλούδια που είχε αγοράσει από κάποιο παζάρι, και ανεβαίνω πάνω.

    Η βεράντα της κρεβατοκάμαρας μας, ο ιδιωτικός μας πράσινος παράδεισος, είναι το καλύτερο μέρος για να πάρει το κορίτσι μου το πρωινό της. Έχουμε βάλει ένα μικρό τραπεζάκι και δύο καρέκλες, και γύρω γύρω γλάστρες με βασιλικό, δυόσμο, λεβάντα. Το πρωινό αεράκι φέρνει μαζί του μυρωδιές από το δάσος απέναντι και τον ήχο των πουλιών. Αφήνω το δίσκο στο τραπεζάκι της βεράντας, τακτοποιώ τα πιάτα και τα ποτήρια, και πηγαίνω να την ξυπνήσω.

    Η μέρα είναι ζεστή, υπέροχη, μια από αυτές τις μέρες του Μαΐου που προμηνύουν το καλοκαίρι. Και η Κρινιώ έχει πετάξει τα σεντόνια κάπου στο πάτωμα και κοιμάται με την αδαμιαία περιβολή της. Το φως που μπαίνει από τις γρίλιες ζωγραφίζει γραμμές στο δέρμα της, κάνοντάς την να μοιάζει με έργο τέχνης. Χαμογελάω σαν χορτασμένη αλεπού στην ανάμνηση των χθεσινοβραδινών μας περιπτύξεων, οι δυνάμεις που κέρδισα μετά τη χαλάρωση της θεραπείας δεν πήγαν χαμένες. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάποιο συμπαντικό σχέδιο που οι κοινοί θνητοί απλά αγνοούμε. Κάποιος κοσμικός λογιστής που ισοσκελίζει τα βιβλία με τον δικό του τρόπο.

    “Θα πεθάνεις από καρκίνο αλλά στο τέλος της ζωής σου θα σε συντροφεύσει κάποια όπως η Κρινιώ.” Χίλιες φορές να μου γινόταν αυτή η υποθετική ερώτηση, χίλιες φορές θα έδινα την ίδια απάντηση. Γιατί τα πλούτη δε μετριούνται με τα χρήματα στην τράπεζα, ούτε σε διάρκεια ζωής.

    Μετριούνται σε στιγμές. Σε πρωινά σαν κι αυτό, σε γέλια, σε αγκαλιές, σε βλέμματα που λένε περισσότερα από χίλιες λέξεις.

    Αυτό είναι το πραγματικό μας βιός. Αυτό και δυο μέτρα γης. Ή στην περίπτωσή μου, ένα λίκνο πριν τα περιεχόμενά του σκορπιστούν και γίνουν για πάντα μέρος του απέραντου γαλάζιου, στο μέρος που ανταμώνονται και σμίγουν τα τρία πέλαγα. Εκεί στο ακρωτήρι του Καπέλου, με τον άνεμο να σφυρίζει αιώνια και τα κύματα να σπάνε στα βράχια.

    «Στο ορκίζομαι, Τζωρτζίνο μου. Στο ορκίζομαι με τον πιο βαρύ μου όρκο,» μου είχε πει η Κρινιώ όταν επιτέλους βρήκα το κουράγιο και της είπα την τελευταία μου επιθυμία. Είχαμε κλάψει και οι δύο εκείνη τη νύχτα, αγκαλιασμένοι σφιχτά, σαν να μπορούσαμε να σταματήσουμε το χρόνο.
    Τη χαϊδεύω ελαφρά στον ώμο, με την άκρη των δαχτύλων μου. Και μου τρίβεται μέσα στον ύπνο της σαν γατάκι. Ανοίγει τα μάτια της για μια στιγμή—αυτά τα υπέροχα καστανά μάτιακαι τα κλείνει και πάλι με ένα μικρό μουρμουρητό.

    «Ξύπνα καρδούλα μου, είναι εννιά. Σου έχω φτιάξει πρωινό!» της λέω απαλά, συνεχίζοντας να την χαϊδεύω τρυφερά στην πλάτη, κάνοντας μικρούς κύκλους.

    Ανοίγει τα μάτια της ξανά, πιο αποφασιστικά αυτή τη φορά, και τεντώνεται σαν γάτα. Τα χέρια της πάνω από το κεφάλι, η πλάτη της σε τόξο. Ακούω τις αρθρώσεις της να τρίζουν ελαφρά. Μετά γυρίζει προς το μέρος μου και μου χαμογελάει, μ’ αυτό το πρωινό χαμόγελο που κάνει την καρδιά μου να σκιρτάει.

    «Καλημέρα Τζωρτζίνο μου!» μου κάνει με φωνή ακόμα βραχνή από τον ύπνο και ξύνει τη μύτη της με ένα τρόπο που με κάνει να χαχανίσω. Είναι τόσο χαριτωμένη.

    «Όχι άλλο ξύλο!» της κάνω αναφερόμενος στις χθεσινές μας πομπές με ψεύτικη αγανάκτηση. Πάλι μωβ είχε γίνει το... χέρι μου πάνω στους γλουτούς της. Αλλά και τι γλουτοί! Η Κρινιώ βάζει τα γέλιααυτό το κρυστάλλινο γέλιο της που γεμίζει το δωμάτιοκαι κάθεται καθιστή στο κρεβάτι, με τα στήθη γυμνά, κάνοντάς με και πάλι να ξεροκαταπιώ.

    «Σ’ αρέσουν τα μάτια μου;» με ρωτάει χαχανίζοντας βλέποντας με να έχω καρφωθεί στο στήθος της.

    «Ε, ποιος;» ρωτάω με τάχα μου αφηρημένη φωνή, κερδίζοντας ακόμα πιο δυνατό χάχανο.

    «Πρέπει πάλι να σου αλλάξω safeword, πάει το έμαθες το παλιό!» μου κάνει χαχανίζοντας και ανοίγοντας την αγκαλιά της. Με αρπάζει από το μπλουζάκι και με φέρνει προς το μέρος της με δύναμη που με εκπλήσσει.

    «Θα κρυώσουν τα καγιανά!» της κάνω προσπαθώντας να αντισταθώ, αλλά όχι και τόσο πολύ.

    «Φιλάκι πρώτα!» μου δηλώνει κατηγορηματικά, σουφρώνοντας τα χείλη της, και χανόμαστε για μερικές στιγμές σε ένα βαθύ φιλί. Τα χείλη της έχουν ακόμα τη γλύκα του ύπνου, και μυρίζει σαν ζεστό ψωμί και βανίλια.

    Τελικά παίρνει απόφαση να σηκωθεί, δίνοντάς μου ένα τελευταίο γρήγορο φιλί. Σηκώνεται από το κρεβάτι με χάρη και πηγαίνει προς το μπάνιο να πλύνει τα δόντια της και να κάνει και την πρωινή της ρουτίνα. Βγαίνει μετά από λίγο στο μπαλκόνι φορώντας την μπλούζα μου των Iron Maiden, από το “Fear of the Dark”.

    Πιο πολύ φοράει η Κρινιώ τις μπλούζες μου τώρα, σαν κελεμπίες, παρά εγώ! Με τη διαφορά στο ύψος που έχουμε της πέφτει μέχρι τα μέσα των μηρών της και μοιάζει με το πιο σέξι φόρεμα του κόσμου.

    «ΑΧ! Μου έφτιαξες και smoothie;» με ρωτάει με φωνή γεμάτη ενθουσιασμό, τα μάτια της λάμπουν σαν μικρού παιδιού μπροστά σε παγωτό.

    «Εμ πώς, έτσι θα σε άφηνα; Χωρίς τις βιταμίνες σου;» της λέω καθώς την βοηθάω να καθίσει, τραβώντας την καρέκλα. «Αλήθεια, με τι θα ξεκινήσεις τη μέρα σου σήμερα; Ποιο μάθημα έχεις πρώτο;»

    «Θεωρίες συνωμοσίας και ανορθολογισμός,» μου απαντάει παίρνοντας μια γουλιά από το smoothie και κλείνοντας τα μάτια με ηδονή. «Μμμ, έβαλες και τζίντζερ!» Εκτός από αυτό είχε πάρει και το «Θεωρία ολοκληρωτισμού» με έναν καθηγητή που λάτρευε, και «Φιλοσοφία των επιστημών-ΙΙ» που ήταν από τα αγαπημένα της.

    Και φυσικά είχε και την πτυχιακή της. Το θέμα που είχε διαλέξει ήταν φιλόδοξο: «Ο χουλιγκανισμός ως κοινωνικό φαινόμενο: έκφανση ή αντανάκλαση της δομικής βίας;» Είχε ήδη διαβάσει δεκάδες βιβλία και άρθρα, είχε γεμίσει ολόκληρο τετράδιο με σημειώσεις. Το γραφείο της ήταν θαμμένο κάτω από χαρτιά. Την έβλεπα μερικές φορές να διαβάζει μέχρι αργά, με το φως του laptop να φωτίζει το πρόσωπό της, τελείως απορροφημένη.

    Και ευτυχώς που στην εποχή του Internet, με τη βοήθεια των AI όπως το ChatGPT ή το Claude, η αναζήτηση πηγών είναι σχεδόν παιχνίδι. Η Κρινιώ στην αρχή είχε αντιδράσει σθεναρά. Το θυμάμαι σαν χθες.


    «Δε θέλω να χρησιμοποιήσω AI!» είχε πει σταυρώνοντας τα χέρια. «Θέλω να το κάνω μόνη μου!»

    «Καρδούλα μου,» της είχα πει καθούμενος δίπλα της στο γραφείο, «δε στο λέω για να σου κάνουν την εργασία, αλλά ως ερευνητικό εργαλείο.»

    Με κοίταξε καχύποπτα, αλλά δεν με διέκοψε.

    «Σκέψου το σαν... σαν έναν πολύ έξυπνο βοηθό βιβλιοθηκάριο. Δε φαντάζεσαι πόσο πιο εύκολη μπορούν να σου κάνουν την αναζήτηση πηγών.»

    «Πώς δηλαδή;» ρώτησε, ακόμα επιφυλακτική.

    «Μπορείς να ρωτήσεις “ποιοι είναι οι σημαντικότεροι θεωρητικοί του χουλιγκανισμού;” και θα σου δώσει ονόματα, βιβλία, ακόμα και περιλήψεις.»

    Έκανα μια παύση, βλέποντας ότι άρχιζε να μαλακώνει λίγο.

    «Εντάξει, παθαίνουν που και που τις παρακρούσεις τους και σου πετάνε πράγματα τελείως κουκουρούκου!»

    «Παρακρούσεις;»

    «Ο τεχνικός όρος είναι hallucination,» της κάνω χαχανίζοντας, «αλλά προτιμώ τη λέξη παράκρουση από τη λέξη παραίσθηση. Πώς να ονομάσεις αλλιώς αυτό που μου είχε πετάξει κάποια στιγμή το Le Chat, ότι ο Πλάτωνας πέθανε το 1642;»

    «Το 1642;» γέλασε παρά τη θέλησή της. «Ούτε ο highlander να ήταν!»

    «Ακριβώς! Αλλά ακόμα και αυτό αν το δεις είναι θετικό—εκπαιδεύει τα δικά σου φίλτρα!»

    Την είδα να το σκέφτεται, το δάχτυλό της να χτυπάει ρυθμικά στο γραφείο.

    «Δες τα σαν έξυπνους βιβλιοθηκάριους με πτυχίο φιλοσοφίας που, ε, που και που, πίνουν και κάνα μπάφο!»

    Τελικά πείστηκε μετά από λίγες μέρες δισταγμού—και τώρα πίνει νερό στο όνομά τους. Τα χρησιμοποιεί καθημερινά, έχει μάθει να τους μιλάει, να τους κάνει τις σωστές ερωτήσεις. Και το ακόμα καλύτερο; Τα χρησιμοποιεί ως μηχανές debate, ως sparring partner για τις ιδέες της.

    Τα AI δεν είναι ό,τι καλύτερο στο να σου πάνε κόντρα, έχουν την τάση να συμφωνούν με όλους—οπότε εκεί χρειάζεται προσοχή στο τι και πώς θα τους ζητήσεις. Και η Κρινιώ—που όπως είπα, το μυαλό της κόβει σαν ξυράφι—έχει γίνει αστέρι σε αυτό. Το πιο απλό είναι να του γράψει κάτι, μια θέση, ένα επιχείρημα, και να του πει: «Αντίκρουσέ το, με παραπομπές σε πηγές.» Και μετά το αγαπημένο της: «Εσύ πώς θα ζητούσες το παραπάνω... από τον εαυτό σου;» Και το AI της δίνει καλύτερους τρόπους να διατυπώσει τις ερωτήσεις της. Αυτό λέγεται prompt engineering και η Κρινιώ το ανακάλυψε από μόνη της.

    Όχι, δεν είναι μαγεία. Είναι απλώς επαρκώς εξελιγμένη τεχνολογία. Ή όπως λέει η Κρινιώ όταν μου δείχνει κάποιο νέο τρικ: «Είναι σαν να έχεις έναν πολύ έξυπνο παπαγάλο που έχει διαβάσει όλη τη Wikipedia! Βέβαια καμιά φορά αναρωτιέσαι αν έχει φάει τίποτα περίεργα μανιτάρια…»


    Στην πτυχιακή της πήρε 10. Έτσι απλά. Τόσο, σε βαθμό που ένας από τους καθηγητές της της είπε ότι η εργασία της θα μπορούσε να σταθεί και σαν εργασία μεταπτυχιακού φοιτητή. Και δεν ήταν ένα απλό PDF, κατόπιν επιμονής μου, το εκτυπώσαμε με σκληρό εξώφυλλο, σαν κανονικό δεμένο βιβλίο, και τώρα στολίζει και τη βιβλιοθήκη μας, στο πιο περίοπτο μέρος.

    Δίπλα στο «Η μουσική των πρώτων αριθμών,» το «Σύμπαν σ’ ένα καρυδότσουφλο,» και το “Gödel, Escher, Bach: an Eternal Golden Braid.” Πενήντα-δύο σελίδες γραμμένες με μεράκι και με εξονυχιστικήσε επίπεδο PhDέρευνα· μόνο οι παραπομπές είναι έξι σελίδες και άλλες δύο η προτεινόμενη βιβλιογραφία!

    Όταν φύγαμε για τα Κύθηρα, αρχές Ιούλη, τρεις μέρες μετά το τελευταίο της μάθημα, ξέραμε ότι τα πρώτα δύο τα είχε περάσει. Δηλαδή όχι απλά τα είχε περάσει, στη Φιλοσοφία των επιστημών είχε πάρει ένα ολοστρόγγυλο δέκα, και ήταν το μοναδικό δεκάρι εκείνο το εξάμηνο. Στο «Θεωρίες συνομωσίας και ανορθολογισμός» είχε πάρει οκτώ και μισό. Πλάκα στην πλάκα, ακόμα και πέντε να έπαιρνε στο τελευταίο μάθημα, ο βαθμός του πτυχίου της θα παρέμενε πάνω από οκτώ.

    Και όλα αυτά τα προηγούμενα χρόνια δουλεύοντας part time σε δουλειές του ποδαριού, και με την Αγγελική απλά να της πληρώνει το νοίκι, και τίποτα παραπάνω. Τι παιδί ήταν αυτό;

    «Ωραία, αρκετά κάθισες, από αύριο δουλειά και πάλι!» της λέω πειρακτικά, κερδίζοντας ένα δυνατό ping στη μύτη.

    «Άκου τι λέει ο αχρείος!» μου κάνει με ψεύτικη αγανάκτηση. «Λες και όλο αυτό τον καιρό καθόμουν!»

    «Γιατί, καθιστή δε διάβαζες;» συνεχίζω εγώ το πείραγμα.

    «Όταν μπορούσα, δε βοηθούσες με τη βίτσα!» μου λέει γυρνώντας το δούλεμα κατά πάνω μου.

    «Πες μου ότι φταίω κιόλας!» της απαντάω με επίσης ψεύτικη αγανάκτηση. «Δε φτάνει που δε μ’ άφηνες να σταματήσω όταν δεν μπορούσα να πω το safeword, μου τη λες κι από πάνω!»

    «Για τα Γερμανικά σου φρόντιζα, Τζωρτζίνο μου! Ήταν σκουριασμένα, τις χρειαζόσουν τις επαναλήψεις!»

    «Εγώ χρειαζόμουν τις επαναλήψεις μωρή Μεσσαλίνα, ή το ποπουδάκι που τις λαχταρούσε με τη βίτσα;»

    «ΧΙΧΙΧΙ!» μου κάνει παιχνιδιάρικα. «Είμαι μακαρονού, τι να κάνω;»

    «ΝΑ ΦΤΙΑΞΕΙΣ ΜΑΚΑΡΟΝΑΔΑ ΣΟΥ ΠΕΡΑΣΕ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΑΛΟ Ή ΜΠΑ;» τη ρωτάω με προσποιητή απελπισία κερδίζοντας το γέλιο της.

    Όπως και πέρσι, έτσι και φέτος, πήγαμε οδικώς μέχρι τη Νεάπολη και όχι με πλοίο από τον Πειραιά, αν και για διαφορετικούς λόγους. Πέρσι ήταν ο φόβος μου για τις ναυτίες, φέτος ήταν ο φόβος της γκρίνιας της Λίζι. Στο αυτοκίνητο, μπορούμε να τη βγάζουμε από το μεταφορέα της. Γκρινιάζει βέβαιααυτό θα έλειπεαλλά κάθεται στο πίσω κάθισμα, ανάμεσα στις μαλακές κουβέρτες που της στρώνουμε.

    Στο πλοίο θα έπρεπε να περάσει όλη το ταξίδι της στον μεταφορέα, ή να κλεινόμασταν και οι τρεις σε μια καμπίνα, και ως προοπτική, δεν τη λες ακριβώς και θελκτική.

    Φέτος θα κάνουμε ακόμα κάτι πιο τολμηρό. Μία από τις τρεις εβδομάδες της κανονικής μου άδειας, θα την πάρει και η Κρινιώ, και θα κατέβουμε στη Λεβεντογέννα. Το χειμώνα είχαμε πάει στο βορειότερο μέρος της Ευρώπηςή σχεδόν βορειότερο, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς. Φέτος θα πηγαίναμε να επισκεφτούμε το νοτιότερο, το ακρωτήρι της Τρυπητής, στη Γαύδο.

    Πραγματικά νοτιότερο, όχι γιαλατζί σαν του Nord Kapp. Λιβυκό πέλαγος αντί αρκτικού ωκεανού, απέραντο γαλάζιο αντί ατελείωτου γκρι.

    Και μιας και ο Παύλος θα ερχόταν νωρίτερα φέτος, θα πηγαίναμε και με το Δελφινοκόριτσο στα Αντικύθηρα. Τα είκοσι ναυτικά μίλια είναι παιχνιδάκι για το τέρας των 500 αλόγων, το μόνο που χρειάζεται είναι ήρεμη θάλασσα και αέρας κάτω από τρία μποφόρ. Ιδανικά θα ήθελα να πάμε όλοι μαζί αλλά αυτό δε γίνεται, δεν μπορεί να λείψουν ταυτόχρονα και η Αγγελική και η Κρινιώ.



    Το βράδυ καθόμαστε στη βεράντα του πατρικού της, που εκεί θα μέναμε κιόλας, καθώς φέτος είχαμε την τύχη όλα τα δωμάτια, ακόμα και οι πιο ακριβές σουίτες, να έχουν κλείσει για σχεδόν όλη τη σαιζόν. Δε με πειράζει καθόλου, το πατρικό της είναι κι αυτό ένα μικρό δίπατο, με καταπληκτική θέα, που κάτω είναι κουζίνα και καθιστικό και η μεγάλη βεράντα, ενώ το πάνω έχει δυο μεγάλα υπνοδωμάτια, με μια μικρή βεράντα που τη μοιράζονται, και το μπάνιο.

    Πού να ήξερε η φουκαριάρα η Αγγελική, πόσες φορές το είχε σκάσει ο Νικόλας, το πρώτο αμόρε της Κρινιώς, από τη βεράντα για να μην τους πιάσει στα πράσα. Ή πόσες φορές, με την ορμή της εφηβείας και του πρώτου έρωτα, έβγαζαν τα μάτια τους με την Αγγελική να κοιμάται αμέριμνη στο δωμάτιό της.

    Βοηθούσε που το μπάνιο ήταν ενδιάμεσα στα δύο υπνοδωμάτια και η Κρινιώ με το Νικόλα είχαν κάνει τη …βέλτιστη χρήση αυτής της διαρρύθμισης.

    Μετά η Κρινιώ ερωτεύτηκε τον καθηγητή της, κάτι που θα έκανε τη σχέση της με το Νικόλα να μοιάζει με πλημμέλημα. Βέβαια, ο Γιώργος την είχε κρατήσει σε απόσταση, και τελικά υπέκυψε αφού η Κρινιώ είχε τελειώσει το σχολείο. Και όταν πήρε μετάθεση Αθήνα, η Κρινιώ προφασιζόμενη ότι πάει για διακοπές, τον ακολούθησε.

    Τα ήξερα αυτά από την Κρινιώ, αλλά πλέον είχα μάθει και την οπτική της Αγγελικής, που στην αρχή είχε πάθεικαι με τα δίκια της εδώ που τα λέμεεγκεφαλικό. Τι μπορούσε να κάνει όμως; Η Κρινιώ ήταν ενήλικη και ο Γιώργος καλός άνθρωπος. Μπορεί να ήταν ζηλιάρης και κτητικόςκαι μερικές φορές καταπιεστικόςαλλά από την άλλη, η θετική του επιρροή στην Κρινιώ ήταν κάτι που δεν μπορούσε να κρυφτεί.

    Όταν η Κρινιώ θέλοντας να γεφυρώσει το χάσμα που είχε μπει μεταξύ τους γύρισε μετά από ένα χρόνο και για τρεις εβδομάδες στα Κύθηρα, η Αγγελική έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Άλλος άνθρωπος είχε φύγει η κόρη της από το νησί, άλλος είχε επιστρέψει. Πιο σοβαρή, πιο ήρεμη… πιο ώριμη. Το μόνο παράπονο της Αγγελικής ήταν ότι είχε αφήσει τις σπουδές της.

    «Να την πνίξω ήθελα!» μου είχε πει. «Αλλά τι να κάνω; Και όσο και αν ήθελα να του σπάσω το κεφάλι, ο Γιώργος μέσα σε τρία χρόνια της έδωσε όσα δεν μπόρεσα να της δώσω εγώ από τότε που χάσαμε τον Στέλιο.»

    «Ναι, πήρε πράγματα από το Γιώργο, Αγγελική, αλλά μην υποτιμάς τη δική σου συνεισφορά. Ο Γιώργος απλά βοήθησε να πάρει σχήμα το υλικό που είχες πλάσει εσύ, και όσο πρόλαβε ο πατέρας της. Η Κρινιώ είναι αυτή που είναι γιατί εσύ έγινες μάνα και πατέρας.»

    «Δεν ξέρω ρε Γιώργο. Δεν ξέρω. Τα ίδια μου λέει και ο Παύλος, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να αναρωτιέμαι αν έκανα κάτι λάθος.»

    «Τίποτα δεν έκανες λάθος, Αγγελική. Έκανες ό,τι μπορούσες, της έδωσες όσα είχες, και η Κρινιώ βγήκε το υπέροχο πλάσμα που είναι. Η μαχήτρια, η πονετική, η πεισματάρα, η τρυφερή Κρινιώ.»

    Καθόμαστε να φάμε το μουσακά που μας ετοίμασε για την περίσταση η Αγγελική, η οποία όταν είχε μάθει ότι ήταν δική μου ιδέα, αρχικά να σταματήσει το part time ώστε να επικεντρωθεί στο να πάρει το πτυχίο της, και κατόπιν να έρθουμε και να περάσουμε όλη τη σαιζόν στα Κύθηρα, και με την Κρινιώ να δουλέψει δίπλα της, μου είχε τάξει ότι θα φάω τόσο μουσακά που θα τον …σιχαθώ. Ναι, καλά, εντάξει. Και κάθε μέρα να έτρωγα το μουσακά της, δε θα μπορούσα να τον χορτάσω στον αιώνα των αιώνων, αμήν!

    «Καλωσήρθατε λοιπόν και επισήμως!» μας λέει γεμίζοντας τα ποτήρια με κρασί.

    «Καλώς σε βρήκαμε!» της απαντάω εγώ. «Και έφερα και το καλύτερό μου κουστούμι, τη μισή Αθήνα γυρίσαμε μέχρι να διαλέξει το καμάρι σου!»

    «Αμ, τι, νόμιζες Τζωρτζίνο μου; Ότι θα σε άφηνα να παραδόσεις τη μητέρα μου σα να κάνεις εγκαίνια της νέας σας αποθήκης;»

    «Χαχαχα, μ’ αρέσει που το έχετε κανονίσει ότι θα με παραδώσεις κιόλας!» μας λέει γελώντας η Αγγελική.

    «Ορίστε, δεύτερη σουφραζέτα μας βγήκε,» λέω με προσποιητή αγανάκτηση. «Εγώ θα σε παραδώσω ως ο …μεγάλος σου γιος!»

    «ΧΑΧΑΧΑΧΑ είσαι όργιο!»

    «Και τι μεγάλος γιος, έτσι; Μεγαλύτερος και από τη μαμά και από τον μπαμπά!» συνεχίζω το δούλεμα.

    «Όρσε!» μου κάνει ξεκαρδισμένη η Αγγελική.

    «Και στο γλέντι θα χορέψω και ντίσκο!»

    «Αυτό ήταν! Θα φύγω μετανάστρια στην ανατολική Μογγολία!» απαντάει η Αγγελική σχεδόν δακρυσμένη.

    «Γιατί ειδικά στην ανατολική;» τη ρωτάω εγώ.

    «Γιατί είναι ακόμα πιο μακριά από τη Δυτική!» λέει και παραλίγο να καταπιώ το πιρούνι, αλλά έχω τρελά κέφια, και δεν το σταματάω.

    «Και αν στην κάνω και σου έρθω από τον Ειρηνικό; Τι έχεις να πεις;»

    «Αν έρθεις από τον Ειρηνικό, χαλάλι σου ρε κερατά!» μου κάνει.

    «Κερατά;» ρωτάω με προσποιητή υποψία και γυρνάω προς την Κρινιώ! «Τι ξέρει που δεν ξέρω; Μίλα κάθαρμα!»

    «Τζωρτζίνο μου, όπως εσύ έχεις τη Σούλα, την Ρούλα, την Τούλα, την Μπούλα και την Κούλα, έτσι έχω κι εγώ το Σάκη, το Μάκη, το Λάκη, τον Τάκη και τον Πάκη!» μου απαντάει αναιδέστατα.

    «Μανία με την Κούλα! Δεν υπάρχει Κούλα!» απαντάω με προσποιητή αγανάκτηση ενώ η Αγγελική κλαίει από τα γέλια.

    «Καλά Τζωρτζίνο μου, θα κόψω τον Πάκη για να δεις τι καλή που είμαι!»

    «ΤΩΡΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΓΙΑΤΙ ΠΗΓΕ ΝΑ ΜΑΣ ΤΗΝ ΠΕΣΕΙ Η ΑΛΚΗ!» λέω σα έγινε στα μάτια μου η αποκάλυψη. «ΜΕ ΕΙΔΕ ΜΕ ΤΑ ΚΕΡΑΤΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΕ ΟΤΙ ΕΧΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΕ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΗ!» τους λέω, και εκεί την Κρινιώ την πιάνει βήχας από το γέλιο. Για την Αγγελική δε μιλάμε, έχει παραδώσει πνεύμα εδώ και ώρα.

    «Αχ… σε καλό να μας βγει,» λέει τελικά η Αγγελική όταν με τα πολλά βρήκαμε τις ανάσες μας.

    «ΑΑΑΑΧ!» λέω καταπίνοντας και την τελευταία μπουκιά. «Όχι άλλο κάρβουνο!»

    «Χόρτασες, Τζωρτζίνο μου;» με ρωτάει η Κρινιώ. Έφαγα δυο ολόκληρες μερίδες, είχε ξεχάσει από πότε είχε να με δει να τρώω τόσο πολύ, και το χαμόγελό της κάνει το πρόσωπό της να λάμπει.

    Η Λίζι ρίχνει μια τρίλια και τραβάει ένα σάλτο, και σημαδεύει η ρουφιάνα το στομάχι μου, παραλίγο μου μου φύγει ο μουσακάς που έφαγα από τη μύτη.

    «Μη μου τα κάνεις αυτά και γίνουμε εδώ the meaning of life,» λέω με δραματικό ύφος κάνοντας την Κρινιώ να της ξεφύγει ένα ροχαλητό.



    Ήταν Παρασκευή πρωί όταν μάθαμε τα ευχάριστα. Είχα ξυπνήσει από νωρίς, και είχα αφήσει την Κρινιώ να κοιμάται και κατέβηκα να κάνω παρέα στην Αγγελική. Ξαφνικά, γύρω στις δέκα, ακούμε κραυγές χαράς από τη φωνή της Κρινιώς, και βγαίνουμε και οι δύο από το γραφείο να δούμε τι έγινε. Η Κρινιώ είναι στη βεράντα στην πάνω βεράντα και χοροπηδάει.

    «Εννιά! Εννιά! Πήρα το πτυχίο μου! Πήρα το πτυχίο μου!»

    Είναι τόσο μεγάλη η χαρά μου, που νιώθω να σπάει κάτι μέσα μου. Αγκαλιάζω την Αγγελική και βάζουμε και οι δύο τα κλάματα σαν κοριτσάκια. Η Κρινιώ κατεβαίνει σαν το σίφωνα, και με τη φούρια της έχει ξεχάσει ότι κάτω από την μπλούζα μου δε φοράει τίποτα.

    Έρχεται πάνω και στους δυο μας με τόση φόρα που παραλίγο να μας ρίξει κάτω. Φιλάει την Αγγελική, φιλάει εμένα, φιλάει τον αέρα, μέχρι και τη Λίζι άρπαξε από κάτω και της έσκασε ένα φιλί στα μούτρα, κερδίζοντας την γατήσια αποδοκιμασία της.

    «Το πήρα! Το πήρα!» φωνάξει ξανά και ξανά.

    «Μωρή!» λέει κάποια στιγμή η Αγγελική. «Το σκωτσέζο κάνεις;»

    Μέσα στη χαρά της δεν έχει πάρει χαμπάρι ότι η μπλούζα έχει μαζέψει και ότι τα κάτω της, μπροστά και πίσω, είναι σε πλήρη θέα.

    “Ooops!” μας κάνει, δεν κοκκίνησε καν η ξετσίπωτη, ωστόσο βιάζεται να κατεβάσει την μπλούζα σχεδόν τραβώντας της μέχρι τα γόνατα κατορθώνοντας αυτή τη φορά να μας φλασάρει από πάνω.

    «Θεέ μου, δε θέλω να φανταστώ τι θα κάνει αν πάρει κανένα μεταπτυχιακό!» λέει η Αγγελική και βάζουμε και οι τρεις τα γέλια.

    «Συγχαρητήρια μωρό μου,» της λέω και της δίνω ένα τρυφερό φιλί. «Δε μπορείς να φανταστείς τη χαρά που μας έδωσες.»

    «Κοριτσάκι μου,» λέει η Αγγελική, και οι κρουνοί ανοίγουν και πάλι. Δε βαριέσαι, αυτοί είναι για καλό. «Μπράβο σου! Πάντα ήμουν περήφανη για σένα και τώρα… δεν… δεν έχω λόγια!»

    Καθόμαστε για μερικές στιγμές αμίλητοι, απολαμβάνοντάς τες.

    «Λοιπόν, πώς σου φαίνεται που πλέον είσαι πτυχιούχος;» τη ρωτάω.

    «Περίεργα!» απαντάει η Κρινιώ. «Δεν… δεν το έχω συνειδητοποιήσει ακόμα.»

    «Λογικό,» της απαντάω χαμογελώντας.

    «Πριν… Μπήκα κατά τύχη να δω μήπως έχουν αναρτηθεί οι βαθμολογίες, και όταν το είδα… Άνοιξα το pdf και η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει!»

    Τα είχα περάσει κι εγώ αυτά στο δικό μου πτυχίο, οπότε μπορούσα να το καταλάβω.

    «Όταν… όταν είδα το βαθμό μου… Νομίζω με ακούσατε!» λέει χαχανίζοντας. «Αλλά τώρα… τώρα που αρχίζει και καταλαγιάζει… δεν ξέρω… περίεργα. Χαρά και λύπη μαζί… Δεν ξέρω… Σαν ένα μεγάλο ταξίδι που έφτασε στο τέλος του.»

    Τη χαϊδεύω τρυφερά και αρχίζω και απαγγέλω:

    «Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι.
    Χωρίς αυτήν δεν θα ‘βγαινες στον δρόμο.
    Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
    Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
    Έτσι σοφή που έγινες, με τόση πείρα,
    ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.»


    Χαμογελάω και τη φιλάω απαλά στο μέτωπο.

    «Αγγελική, φέρε κάτι να πιούμε!» της λέω. «Για το ταξίδι της, για το πτυχίο της. Μα πάνω απ’ όλα για όλα αυτά που θα έρθουν.» Παίρνω βαθιά ανάσα και χαμογελάω και πάλι. «Γιατί το ταξίδι δεν τελειώνει, Κρινιώ μου, το όνειρο δε σταματά.»

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  12. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 27ο - Νύχτες σε λευκό σατέν

    Φέτος τα γενέθλιά μου πέφτουν Δευτέρα. Κλείνω τα 56 και μπαίνω στα 57. Περίεργο πώς κάποτε τα γενέθλια ήταν γιορτή—τώρα είναι απλά ένας αριθμός που σε πλησιάζει στο τέλος. Δε θέλω να χαλάσω τη διάθεση της ημέρας, ειδικά στην Κρινιώ που έχει οργανώσει ένα μικρό πάρτι με την Αγγελική και τον Παύλο. Έχει παραγγείλει και τούρτα από το ζαχαροπλαστείο στη Χώρα, τάρτα φράουλα που τρελαίνομαι. Αλλά κάπου βαθιά μέσα μου, σε εκείνο το σκοτεινό σημείο που προσπαθώ να αγνοώ, νιώθω πως αυτά μου τα γενέθλια θα είναι και τα τελευταία.

    Οι δείκτες χειροτερεύουν και οι μεταστάσεις εξαπλώνονται, αργά αλλά σταθερά, σαν στρατός που προελαύνει μεθοδικά. Το ήπαρ, οι πνεύμονες, τώρα και τα οστά. Ο Νίκος προσπαθεί να μη δείχνει την ανησυχία του, αλλά τον ξέρω τόσα χρόνια, βλέπω τη σκιά στα μάτια του όταν διαβάζει τις εξετάσεις. Και πλέον δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Όχι τίποτα δραστικό τουλάχιστον. Η χημειοθεραπεία θα με τσάκιζε περισσότερο απ’ όσο θα βοηθούσε, και τι νόημα έχει να κερδίσεις δυο μήνες αν θα τους περάσεις ξερνώντας;

    Θα συνεχίσω την ελαφριά παρηγορική που μου έχει γράψει ο Νίκος. Μια ένεση κάθε δύο εβδομάδες που κρατάει τον πόνο σε ανεκτά επίπεδα και μου επιτρέπει να λειτουργώ σχεδόν κανονικά. Και ας σημαίνει ότι κάθε δύο εβδομάδες πρέπει να πηγαίνω Αθήνα για δυο μέρες, μια μέρα για τις εξετάσεις αίματος, μια για την ένεση και την παρακολούθηση.

    Θα μπορούσα να πάω και Καλαμάτα ή Σπάρτη, έχουν και εκεί ογκολογικά, αλλά με το αεροπλάνο τελικά είναι πιο γρήγορο να πάω Αθήνα. Σαράντα λεπτά πτήση αντί για τέσσερις ώρες οδήγηση και ferry. Χώρια που για δυο μέρες πηγαίνω και στο σπίτι μας στην Άνοιξη, βλέπω τους φιλοσόφους μας, τους βάζω και λίγο metal ή rock—γιατί το πολύ το κύριε ελέησον το βαριέται και ο παπάς—κοιμάμαι στο κρεβάτι μου, και το προτιμώ χίλιες φορές από κάποιο ξενοδοχείο.

    Αυτές τις φορές δε θα με συνοδεύει η Κρινιώ, καθώς πλέον δουλεύει με τη μητέρα της. Πήρε το πτυχίο της, κράτησε την υπόσχεσή της, και τώρα είναι επίσημα η βοηθός της Αγγελικής. Με μισθό, ένσημα, και όλα τα νόμιμα, επέμεινα σε αυτό. «Δεν είναι παιδική εργασία πια,» της είπα, «είσαι επαγγελματίας.» Και είναι. Έχει φέρει νέες ιδέες, έχει οργανώσει το μενού, έχει φτιάξει σελίδα στο Instagram για τα ενοικιαζόμενα που έχει ήδη χίλιους followers.

    «Βάλε καμιά φωτογραφία με το μαγιό σου, ή—ακόμα καλύτερα, χωρίς το μαγιό σου—και θα γίνει διαδήλωση,» την πείραξα για να εισπράξω ένα ping στη μύτη όλο δικό μου. Που δηλαδή να μην της άρεσε να κάνει μπάνιο ή ηλιοθεραπεία γυμνόστηθη, θα με είχε φυτέψει κάτω από την κληματαριά, ή ακόμα χειρότερα σε καμιά γλάστρα!

    Βασιζόμενη στην παρουσία της Κρινιώς, η Αγγελική αποφάσισε φέτος να ανοίξει και mini-market. Για την ακρίβεια αγόρασε το μοναδικό που υπήρχε στο μικρό οικισμό, το παντοπωλείο του μπάρμπα-Μήτσου. Ο παλιός ιδιοκτήτης αποφάσισε να βγει σύνταξη—εβδομήντα δύο χρονών ο άνθρωπος, ώρα ήταν—και είναι και μακρινός της συγγενής, κάποιος ξάδερφος από τη μεριά του πατέρα της, οπότε ήταν ευκαιρία.

    Το οίκημα ήταν ήδη δικό της, ο μπάρμπας το νοίκιαζε από την Αγγελική εδώ και είκοσι χρόνια, και της έδωσε και τον «αέρα» σε καλή τιμή. Όχι ότι υπήρχε και πολύς αέρας, ένα μικρό μαγαζάκι με τα βασικά, ψωμί, γάλα, αυγά, κονσέρβες, απορρυπαντικά. Αλλά είναι το μόνο στην περιοχή, και οι ντόπιοι το προτιμούν από το να κατεβαίνουν στη Χώρα για κάθε μικροπράγμα.

    Φεσώθηκε ελαφρά είναι η αλήθεια. Πενήντα χιλιάρικα για τον αέρα και το εμπόρευμα, άλλα δέκα για ανακαίνιση. Έβαλε καινούργια ψυγεία, έβαψε, άλλαξε τα ράφια, έφτιαξε και μια γωνιά με τοπικά προϊόντα—μέλι, λάδι, παξιμάδια. Αλλά είχε κάνει τους υπολογισμούς της προσεκτικά.

    Η μικρή επιχείρηση είναι αρκετά κερδοφόρα, έχει σταθερή πελατεία από τους ντόπιους όλο το χρόνο, και το καλοκαίρι διπλασιάζεται ο τζίρος με τους παραθεριστές. Και δεδομένου ότι σε αντίθεση με το θείο της δε θα έχει και νοίκι, υπολογίζει η επένδυση να αρχίσει να αποδίδει γρήγορα καρπούς. «Σε δύο χρόνια θα έχω βγάλει τα λεφτά μου,» μου λέει με σιγουριά.

    Αν και στην αρχή ήταν διστακτική—«Δεν ξέρω από μίνι μάρκετ εγώ, ενοικιαζόμενα έχω»—ο Παύλος τη βοήθησε να ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά. Είναι και αυτός ιδιοκτήτης mini-market στο Γύθειο εδώ και δεκαπέντε χρόνια, άρα ο πλέον ειδικός. Της έδειξε πώς να κάνει τις παραγγελίες, ποιους προμηθευτές να εμπιστεύεται, πώς να υπολογίζει το στοκ. «Το μυστικό,» της είπε, «είναι να έχεις πάντα γάλα και τσιγάρα. Όλα τα άλλα μπορούν να περιμένουν, αλλά για αυτά θα έρθουν και μες τη μπόρα.» And the rest is history.

    Τώρα η Κρινιώ τρέχει από το ένα μαγαζί στο άλλο. Πρωί στο μίνι μάρκετ να ανοίξει, να τακτοποιήσει τις παραδόσεις, να εξυπηρετήσει τους πρώτους πελάτες. Μεσημέρι γυρνάει πίσω και κάθεται στο γραφείο, αν χρειαστούν κάποια εξυπηρέτηση οι ένοικοι. Απόγευμα πάλι στο μίνι μάρκετ μέχρι να κλείσει. Είναι κουρασμένη αλλά γεμάτη. «Επιτέλους νιώθω ότι χτίζω κάτι,» μου λέει.

    Κι εγώ τη βλέπω και χαμογελάω. Αυτό ήθελα. Να έχει κάτι δικό της, κάτι που θα την κρατήσει όρθια όταν... όταν θα έρθει η ώρα. Γιατί θα έρθει. Ίσως όχι φέτος, ίσως του χρόνου. Αλλά θα έρθει. Και θέλω να ξέρω ότι θα είναι εντάξει. Ότι θα έχει τη μάνα της, τον Παύλο, τη δουλειά της. Ότι θα συνεχίσει να ζει.



    Το καθιερωμένο τραγούδι των γενεθλίων, τουλάχιστον στην ελληνική του εκδοχή, δεν μπορούσαμε να το τραγουδήσουμε χωρίς το φόβο να μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Το καταλάβαμε όλοι ταυτόχρονα, σαν να μας χτύπησε το ίδιο ρεύμα. Η Αγγελική άνοιξε το στόμα να ξεκινήσει το «Να ζήσεις...» και σταμάτησε απότομα, σαν να την έπιασε κάτι στο λαιμό. Ο Παύλος κοίταξε αμήχανα την τούρτα. Η Κρινιώ έσφιξε το χέρι μου κάτω από το τραπέζι.

    Τι να πεις δηλαδή, «Να ζήσεις Τζωρτζίνο και χρόνια πολλά, μεγάλος να γίνεις με άσπρα μαλλιά»; Θα μας πάρει το Σύμπαν με τα κοσμικά σάπια λάχανα. Θα μας κεραυνοβολήσει επιτόπου για την ειρωνεία.

    Αφενός δεν πρόκειται να ζήσω χρόνια πολλά, αν είμαι τυχερός, ίσως δω άλλη μια φορά τα Χριστούγεννα. Δεν πρόκειται να γεράσω—το να φτάσω τα πενήντα επτά θα μου φανεί θαύμα. Όσο για τα μαλλιά μου... ας μη σχολιάσω καλύτερα. Ήταν που ήταν αραιά και είχαν αρχίσει να γκριζάρουν από τα τριάντα πέντε, ήρθαν και οι χημειοθεραπείες και «αντίο κι ευχαριστώ για τα ψάρια...» Τώρα το κεφάλι μου γυαλίζει σαν μπιλιάρδο. Η Κρινιώ λέει ότι μου πάει, ότι μοιάζω με τον Walter White από το Breaking Bad. Εγώ νομίζω ότι μοιάζω περισσότερο με το Gollum, αλλά δεν της χαλάω τη διάθεση.

    Στεκόμασταν λοιπόν και οι τέσσερις γύρω από το τραπέζι στον κήπο— ακόμα και η Λίζι είχε σκαρφαλώσει στο τραπέζι, γιατί… αλίμονο!—με την τούρτα και το αναμμένο κεράκι μπροστά μου, σε πλήρη αμηχανία. Η σιωπή κράτησε μερικά δευτερόλεπτα που έμοιαζαν με αιώνες.

    Οπότε θέλοντας και μη, μου το τραγούδησαν στα αγγλικά. “Happy birthday to you...” Η Κρινιώ ξεκίνησε πρώτη, διστακτικά, και οι άλλοι ακολούθησαν. Τρεις φωνές που προσπαθούσαν να ακουστούν χαρούμενες, ενώ στα μάτια τους έβλεπα τη σκιά. “Happy birthday dear George...”, τουλάχιστον τα αγγλικά δεν υπόσχονται μακροζωία και άσπρα μαλλιά.

    «Μόνο του γιου; Η κόρη στο πηγάδι κατούρησε;» τους κόβω για να κάνω χαβαλέ μόλις τελειώνουν. Πρέπει να σπάσω αυτή την ατμόσφαιρα, να τους κάνω να γελάσουν. Και πάρε ένα ping στη μύτη από την Κρινιώ, δυνατό αυτή τη φορά.

    «Τζωρτζίνο!» μου λέει ψεύτικα απειλητικά η Κρινιώ, αλλά βλέπω το χαμόγελο που προσπαθεί να κρύψει. Ξέρει τι κάνω και γιατί το κάνω. «Τι θα σε κάνω, μου λες;» με ρωτάει χαϊδεύοντάς μου τρυφερά το μάγουλο.

    «Δίκιο έχει μωρέ ο Γιώργος,» λέει ο Παύλος και το πρόσωπό του φωτίζεται με ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο που τον κάνει να μοιάζει με δεκάχρονο που ετοιμάζει διαολιά. «Το “Happy Birthday” είναι πολύ μουντό για τέτοια περίσταση. I have a cunning plan!» λέει ως νέος Baldrick και βγάζει το κινητό του από την τσέπη. Ψάχνει για μερικές στιγμές, σκρολάροντας με το δάχτυλο. «Α, να το! Έτοιμοι;» ρωτάει με ύφος μαέστρου που ετοιμάζεται να διευθύνει ορχήστρα, και πατάει play.

    Βάζω τα γέλια καθώς ο κήπος πλημμυρίζει από το “Celebration” των Kool and the Gang. Το “Celebrate good times, come on!” αντηχεί δυνατά, και η Αγγελική αρχίζει να χτυπάει ρυθμικά τα χέρια. “There’s a party goin’ on right here...”

    «Αυτό σηκώνει χορό!» τους κάνω και σηκώνομαι όρθιος, κάνοντας μερικές—εντελώς γελοίες—κινήσεις ντίσκο. Κουνάω το δάχτυλο στον αέρα a la John Travolta, και βάζουμε όλοι τα γέλια ενθυμούμενοι τα χάλια μου στη Barbarella πέρσι το Νοέμβρη. Ο Παύλος με μιμείται, η Αγγελική κάνει το twist, και η Κρινιώ μας βιντεοσκοπεί με το κινητό γελώντας με λυγμούς.

    «Άντε, το κεράκι!» φωνάζει η Αγγελική πάνω από τη μουσική. «Πριν λιώσει!»

    Σκύβω πάνω από την τούρτα και κλείνω τα μάτια. Τι να ευχηθώ; Όχι χρόνια πολλά, αυτό είναι σίγουρο. Ίσως... ίσως απλά λίγο περισσότερο χρόνο. Αρκετό για να δω την Κρινιώ να ορκίζεται. Αρκετό για να κάνω μια τελευταία φορά Χριστούγεννα. Ή ακόμα ένα καλοκαίρι στα Κύθηρα. Αρκετό για... Όχι. Καλύτερα να μην είμαι άπληστος.

    Σβήνω το κεράκι με ένα φύσημα και η Κρινιώ με παίρνει πρώτη αγκαλιά. Με σφίγγει δυνατά, σαν να προσπαθεί να με κρατήσει εδώ με τη δύναμη της αγκαλιάς της, και μου δίνει ένα τρυφερό πεταχτό φιλί στο στόμα. Νιώθω τα δάκρυά της στο μάγουλό μου, αλλά όταν με κοιτάζει χαμογελάει.

    «Σ’ αγαπάω!» μου λέει τρυφερά, με φωνή που τρέμει λίγο. Παίρνει το ποτήρι της—έχουμε ανοίξει το καλό κρασί, αυτό που φυλάγαμε για ειδικές περιστάσεις—και το σηκώνει ψηλά. Κάνει μια παύση, σαν να ψάχνει τα σωστά λόγια. «Στο ταξίδι που δεν τελειώνει,» αρχίζει την πρόποση με σταθερή φωνή τώρα. «Και στο όνειρο που δε σταματά!»

    Είναι τα δικά μου λόγια, αυτά που της είχα πει όταν πήρε το πτυχίο της. Και τώρα μου τα επιστρέφει, σαν δώρο, σαν υπόσχεση.

    “Cheers!” απαντάμε οι υπόλοιποι, και τα ποτήρια τσουγκρίζουν με έναν κρυστάλλινο ήχο. Το κρασί είναι εξαιρετικό, ένα Αγιωργίτικο που είχε κρατήσει ο Παύλος από το 2015.

    Μετά έχουμε νέο γύρο αγκαλιές από Αγγελική και Παύλο. Η Αγγελική με κρατάει λίγο παραπάνω, χαϊδεύοντάς με στην πλάτη σαν μάνα. Ο Παύλος μου δίνει μια δυνατή, αντρίκια αγκαλιά και μου ψιθυρίζει στο αυτί: «Του χρόνου πάλι, και του παραχρόνου, και όσα χρόνια θέλει ο Θεός.» Ξέρει ότι δεν πιστεύω, αλλά το εκτιμώ.

    Είναι λίγο αμήχανο να έχεις τα γενέθλιά σου, να σε αγκαλιάζουν και να σε φιλάνε και να μη σου λένε «χρόνια πολλά» ή «πολύχρονος» και τα ρέστα. Σαν να χορεύεις γύρω από μια λέξη που όλοι σκέφτονται αλλά κανείς δεν τολμά να πει. Σαν το παιχνίδι που παίζαμε παιδιά, “όποιος πει τη λέξη χάνει”. Μόνο που τώρα η λέξη είναι “θάνατος” και όλοι προσπαθούμε να μην τη σκεφτόμαστε.

    But such is life. Ή μάλλον, such is death. Αλλά όσο κόβω τούρτα με τα αγαπημένα μου πρόσωπα γύρω μου, όσο ακούω τη μουσική και τα γέλια, όσο νιώθω τον ήλιο στο πρόσωπό μου και τη γεύση του κρασιού στο στόμα μου, δεν έχει σημασία. Αυτή τη στιγμή, αυτό το τώρα, είμαι ζωντανός. Είμαι ανάμεσα σε ανθρώπους που με αγαπούν. Και είμαι ευτυχισμένος.

    Και αυτό, τελικά, είναι και το μόνο που μετράει.



    Και εικοσιπέντε Ιούλη είναι και το μεγάλο γεγονός, ο γάμος της Αγγελικής με τον Παύλο. Το νησί βούιζε από τις προετοιμασίες εδώ και εβδομάδες, σε τόσο μικρή κοινωνία, ένας γάμος είναι γεγονός. Ειδικά όταν η νύφη είναι η Αγγελική, που την ξέρουν όλοι και την αγαπούν.

    Στις είκοσι είχα πάει στην Αθήνα για χημειοθεραπεία και εξετάσεις. Δύο μέρες κόλαση, η θεραπεία, παρότι ελαφριά, με έκανε να νιώθω σαν να με έχει πατήσει φορτηγό. Γύρισα στις εικοσιδύο, κίτρινος σαν λεμόνι και με πόδια από ζελέ. Η Κρινιώ με περίμενε στο αεροδρόμιο με ένα χαμόγελο που προσπαθούσε να κρύψει την ανησυχία της. «Πώς είσαι;» με ρώτησε. «Σαν να με έχουν βάλει στο μίξερ,» της απάντησα, «αλλά θα τα καταφέρω.»

    Και όντως, μέχρι το Σάββατο είχα ανακάμψει για τα καλά. Η δύναμη της θέλησης, λέει η Κρινιώ. Εγώ λέω η δύναμη του να μη θέλεις να χάσεις ένα τέτοιο γεγονός. Γιατί—που να το πεις και να μη βάλουν τα γέλια—είχα τιμηθεί ως …μεγάλος γιος (για την ακρίβεια δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τη …μαμά) να παραδώσω την Αγγελική στον Παύλο. Ναι, ξέρω πώς ακούγεται. Η Κρινιώ δεν έχει σταματήσει να με πειράζει από τότε που το αποφασίσαμε.

    Σε αντίθεση με εμένα και την Κρινιώ που είμαστε αμφότεροι άθεοι—ή τουλάχιστον αγνωστικιστές με τάσεις προς τον αθεϊσμό—Αγγελική και Παύλος δεν είναι. Και έτσι ο γάμος τους θα είναι θρησκευτικός και θα γίνει στην Παναγιά τη Μυρτιδιώτισσα, το μοναστήρι που είναι χτισμένο στον πιο όμορφο γκρεμό του νησιού, με θέα που κόβει την ανάσα.

    «Δεν έχουν μόνο τα celebrities κονέ!» μου είχε εκμυστηρευτεί η Αγγελική χαχανίζοντας όταν μου ανακοίνωσε το μέρος.

    Εκείνες τις μέρες, το νησί γέμισε από συγγενείς και φίλους. Γνώρισα επιτέλους τη Φανή, την κόρη του Παύλου, μια γυναίκα στα τριάντα με το χαμόγελο του πατέρα της και μάτια που σε διαπερνούν. Τον γαμπρό του τον Πέτρο, έναν ήσυχο άντρα που δουλεύει σε τράπεζα και μιλάει μόνο όταν έχει κάτι να πει. Και φυσικά την Ηρώ, την εγγονούλα του, ενός χρόνου θηριάκι με μπουκλίτσες που δεν σταματάει στιγμή.

    Παρόντες φυσικά ήταν και γείτονες και φίλοι. Ο μπάρμπα-Μάρκος με τη γυναίκα του, η κυρά-Σοφία από το περίπτερο, ο Σταμάτης ο ψαράς με όλη την οικογένεια. Και εκεί, σε ένα τραπέζι στη γωνία, γνώρισα και τον πρώτο έρωτα της Κρινιώς, τον Νικόλα και τη γυναίκα του τη Μαρία.

    Ε ρε και να ήξερε τι ήξερα. Από τις ιστορίες της Κρινιώς περίμενα κάποιον Καζανόβα, έναν λεβέντη που έριχνε καρδιές με το κιλό. Καμία σχέση με την εικόνα που είχα πλάσει από τα …όργια που μου είχε περιγράψει η Κρινιώ. Ο Νικόλας ήταν ήσυχος, ντροπαλός και λιγομίλητος. Λίγο φαλακρός, λίγο κοιλαράς, με γυαλιά και ένα συνεσταλμένο χαμόγελο. Δουλεύει λογιστής στο δήμο και το μόνο άγριο πάνω του είναι η γραβάτα με τα λουλούδια.

    Πλήρη αντίθεση από τη γυναίκα του και τα δυο κοριτσάκια τους, την Μαρίνα και την Κωνσταντίνα, που ήταν σκέτα διαολάκια. Πέντε και επτά χρονών, με κοτσιδάκια και φορέματα πριγκίπισσας, αλλά με ενέργεια που θα ζήλευε και το CERN. Μέσα σε πέντε λεπτά είχαν ανέβει στο τραπέζι, είχαν χυθεί δύο ποτήρια και είχαν βάλει τον μπαμπά τους να τις κυνηγάει γύρω από την εκκλησία.

    Και μιας και λέμε για διαολάκια, φυσικά και ήταν παρούσα η Ειρήνη, η κολλητή της Κρινιώς. Ήρθε με το σύζυγό της τον Γιάννη, και φυσικά τον Πέτρο και τον Μάριο, τα δίδυμα. Τεσσάρων χρονών τώρα, με ξανθά μαλλιά και μπλε μάτια, σαν αγγελούδια. Μέχρι να ανοίξουν το στόμα τους, τουλάχιστον.

    Κάποτε, παλιά, ήθελα παιδιά. Το ονειρευόμουν· να διαβάζω παραμύθια, να παίζω μπάλα στο πάρκο, να τους μάθω ποδήλατο. Αλλά αρχικά δεν ήθελε η πρώην γυναίκα μου. Είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας, ήταν αρκετά νεότερη. «Είμαστε νέοι, έχουμε καιρό,» έλεγε. Και όταν της ήρθε επιτέλους η επιθυμία, δεν ήθελα πλέον εγώ. Μπαμπάς ήθελα να γίνω, όχι παππούς. Και αυτός ήταν και ο λόγος που είχαμε χωρίσει, όχι με καυγάδες και πιάτα, αλλά με μια ήσυχη παραδοχή ότι θέλαμε διαφορετικά πράγματα.

    Η Κρινιώ, τουλάχιστον μέχρι τώρα, κουβαλούσε τα δικά μου μυαλά. Μου το είχε πει όταν είχαμε γνωριστεί: «Δεν με απασχολεί ιδιαίτερα να γίνω μητέρα. Ίσως κάποτε, ίσως ποτέ. Δεν ξέρω.» Και δικά της παιδιά μπορεί να μην ήθελε—ή, για να είμαι ακριβής, δεν ήθελε ακόμα—ωστόσο αυτό δεν την εμπόδιζε να είναι καταπληκτική μαζί τους.

    Και κάπως έτσι, μετά την τελετή, ενώ οι μεγάλοι έπιναν και κουβέντιαζαν, κάποια στιγμή ήμουν εγώ που βρέθηκα με τέσσερα τερατάκια σκαρφαλωμένα πάνω μου. Ο Πέτρος και ο Μάριος στους ώμους μου, η Μαρίνα και η Κωνσταντίνα κρεμασμένες από τα χέρια μου. Η Ηρώ ήταν πολύ μικρή για τέτοια αεροπλανικά, αλλά όχι αρκετά μικρή ώστε να μη θέλει και εκείνη «Γιόγιο!», έτσι με φώναζε, όσο κι αν προσπαθούσε η Φανή να της μάθει να λέει «κύριε Γιώργο».

    «Πιο ψηλά!» φώναζε ο Πέτρος. «Πιο γρήγορα!» απαιτούσε η Μαρίνα. «Κάνε τον ελικόπτερο!» διέταζε ο Μάριος.

    Και εγώ, που δεν είχα ιδέα τι είναι «ο ελικόπτερος», άρχισα να στριφογυρίζω με τα χέρια ανοιχτά, κάνοντας ήχους μηχανής. Τα παιδιά ούρλιαζαν από ενθουσιασμό, οι γονείς τους γελούσαν, και η Κρινιώ με βιντεοσκοπούσε με το κινητό.

    «Είσαι φυσικό ταλέντο!» μου φώναξε η Ειρήνη. «Πότε θέλεις να στα αφήσω για babysitting;»

    Αυτό θα πει δημοφιλία, με ξεθέωσαν. Όταν επιτέλους κατάφερα να τα κατεβάσω—με υπόσχεση ότι θα ξαναπαίξουμε αργότερα—ήμουν λαχανιασμένος και ιδρωμένος σαν να είχα τρέξει μαραθώνιο.

    Η Κρινιώ μου είχε ντυθεί σχετικά απλά για τα δεδομένα της. Ένα όμορφο καλοκαιρινό φόρεμα σε παστέλ μπλε, που έφτανε λίγο κάτω από το γόνατο, με διακριτικό ντεκολτέ και λεπτές τιράντες. Τα μαλλιά της τα είχε μαζέψει σε έναν χαλαρό κότσο, με μερικές τούφες να πέφτουν παιχνιδιάρικα στο πρόσωπό της. Ελάχιστο μακιγιάζ, μόνο λίγο gloss στα χείλη και μάσκαρα. Δεν ήθελε να τραβάει βλέμματα πάνω της στο γάμο της ίδιας της της μητέρας, μου είχε εξηγήσει. «Είναι η μέρα της μαμάς, όχι η δική μου.»

    Εγώ από την άλλη είχα βάλει το καλύτερό μου κουστούμι. Ναι, εκείνο που αγοράσαμε ειδικά για την περίσταση, μετά από τρεις ώρες βασανιστήριο σε πέντε διαφορετικά μαγαζιά. Σκούρο μπλε, με λεπτή λευκή ρίγα, που έκανε τα κιλά που είχα χάσει να μη φαίνονται τόσο. Άσπρο πουκάμισο, γαλάζια γραβάτα—«Ταιριάζει με το φόρεμά μου!» είχε πει η Κρινιώ—και τα καινούργια μαύρα παπούτσια που με σκότωναν αλλά δεν το έδειχνα.

    Γιατί όπως είχαμε εξ αρχής πει, εγώ ήμουν που θα παρέδιδα τη νυφούλα-πεθερά στο γαμπρό-πεθερό. Το είχα προτείνει εγώ, μισό αστείο μισό σοβαρά, και η Αγγελική είχε δακρύσει. «Θα ήταν τιμή μου,» είχε πει. Κι εκεί σταμάτησε η συγκίνηση και άρχισε το δούλεμα. Αλίμονο!

    Καθώς πλησιάζαμε στην εκκλησία με το αυτοκίνητο, η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Η Αγγελική καθόταν ανάμεσά μας, υπέροχη στο κρεμ φόρεμά της. Απλό αλλά κομψό, μέχρι τους αστραγάλους, με δαντέλα στα μανίκια και μια διακριτική ουρά. Τα μαλλιά της ανεβασμένα σε ένα περίτεχνο κότσο με μικρά λευκά λουλούδια. Το πρόσωπό της έλαμπε, αλλά τα χέρια της έτρεμαν ελαφρά.

    «Τι σκέφτεσαι;» ρωτάω την Αγγελική λίγο πριν κατέβουμε από το αυτοκίνητο.

    Με κοιτάζει με ένα πρόσωπο τελείως ανέκφραστο. «Τι σεντόνι θ' απλώσω!» μου λέει με deadpan ύφος.

    Το αυτοκίνητο σείεται από τα γέλια μας. Η Κρινιώ έχει διπλωθεί και προσπαθεί να μη λερώσει το μακιγιάζ της.

    «Ρε μαμά!» λέει η Κρινιώ σχεδόν δακρυσμένη από τα γέλια, «θα μου κάνεις το make up χάλια!»

    Δεν μπορώ να αντισταθώ. Παίρνω τη φωνή μου τρεις οκτάβες πιο κάτω και γυρίζω προς την Αγγελική:

    «ΤΙ ΕΝΝΟΕΙΣ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ;» λέω μιμούμενος τον Γιάγκο Δράκο. «ΜΙΛΑ ΞΕΚΑΘΑΡΑ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΟΡΓΗ! ΤΟ ΕΧΕΙΣ ΚΑΒΑΛΗΣΕΙ ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΙ ΠΡΙΝ ΕΡΘΕΙΣ ΕΙΣ ΓΑΜΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΑ;»

    Η Αγγελική γυρίζει και με κοιτάζει με το πιο αθώο ύφος του κόσμου. «Μόνο το δελφίνι;» ρωτάει.

    Αυτή τη φορά ήμουν εγώ αυτός που κόντεψε να φτύσει τα πνευμόνια του. Βήχω τόσο δυνατά που ο οδηγός μας γυρίζει ανήσυχος.

    «Είστε καλά, κύριε Γιώργο;»

    «Όχι, πεθαίνω από καρκίνο», σκέφτηκα.

    Προφανώς και δεν απάντησα αυτό το πράγμα, μέρα που ήταν, οπότε τον καθησύχασα ότι είμαι καλά και αν η νύφη με πνίξει, το κρίμα στο λαιμό της.

    Τέλος πάντων, φτάνουμε με τα πολλά. Η Παναγιά η Μυρτιδιώτισσα είναι ήδη γεμάτη κόσμο. Οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα, ο ήλιος λάμπει, και η θάλασσα απλώνεται μπροστά μας σαν ατέλειωτο γαλάζιο χαλί.

    Κατεβαίνουμε με εμένα να κρατάω την Αγγελική αγκαζέ—ο αριστερός μου βραχίονας περασμένος στο δικό της δεξί—και δίπλα της την Κρινιώ. Η πορεία μας μέχρι την είσοδο της εκκλησίας μοιάζει ατελείωτη. Βλέπω πρόσωπα να γυρίζουν, χαμόγελα, κάποιοι σηκώνουν κινητά για φωτογραφίες. Η Αγγελική περπατάει με το κεφάλι ψηλά, χαμογελώντας.

    Προχωράμε προς τον Παύλο που μας περιμένει στην είσοδο. Χαμογελάει σαν κρετίνος—ένα τεράστιο, ανόητο χαμόγελο που τον κάνει να μοιάζει με παιδί που είδε τον Άγιο Βασίλη. Τα μάτια του γυαλίζουν ύποπτα, και βλέπω ότι προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Φοράει ένα γκρι κουστούμι με άσπρο πουκάμισο και μπορντό γραβάτα. Δίπλα του ο κουμπάρος του, ο Στέφανος, του ψιθυρίζει κάτι και του δίνει ένα χαρτομάντηλο.

    Φτάνουμε μπροστά του. Η στιγμή είναι φορτισμένη. Ο Παύλος κοιτάζει την Αγγελική σαν να μην πιστεύει ότι είναι αληθινή. Η Αγγελική τον κοιτάζει και τα μάτια της λάμπουν.

    Καθαρίζω το λαιμό μου θεατρικά. «Καλωσήρθες στην εποχή της παντόφλας!» του κάνω παραδίδοντας τη νύφη. Περιμένω γέλια, αλλά είναι και οι δύο πολύ συγκινημένοι για να μου δώσουν σημασία. Ο Παύλος παίρνει το χέρι της Αγγελικής και το φιλάει τρυφερά.

    Η Κρινιώ πάλι όχι. Όπως είναι από πίσω μας—στρατηγικά τοποθετημένη για να με ελέγχει—νιώθω ένα δυνατό ping στο σβέρκο. Και μπράβο μου! Το άξιζα.

    Ο γάμος είναι όμορφος με τον τρόπο που είναι όμορφοι οι παραδοσιακοί ορθόδοξοι γάμοι. Τα στέφανα, ο χορός του Ησαΐα, η ανταλλαγή των δαχτυλιδιών. Ο παπά-Νικόλας, ένας εβδομηντάρης με άσπρη γενειάδα και καλοσυνάτο πρόσωπο, κάνει την τελετή με προφανή συγκίνηση. Είναι ξάδερφος του Παύλου τελικά, και φαίνεται.

    Αλλά το αληθινό πάρτι αρχίζει μετά. Το μίνι γλέντι που στήσαμε στην ταβέρνα του μπάρμπα-Μάρκου είναι κάτι που θα θυμόμαστε για χρόνια. Ο μπάρμπα-Μάρκος, ογδοντάρης και βάλε, έχει βάλει τα καλά του και υποδέχεται τους καλεσμένους σαν να είναι δική του κόρη που παντρεύεται.

    Με το που ήρθε το ζευγάρι, άρχισε το δούλεμα. Ο πρώτος που άνοιξε πυρ ήταν ο Σταμάτης ο ψαράς:

    «Γιατί αργήσατε; Φωτογραφίες το λέμε τώρα; Ή μήπως δεν μπορούσατε να περιμένετε;»

    «Τι σεντόνι θα απλώσεις μωρή;» φώναξε η κυρά-Σοφία, και όλοι βάλαμε τα γέλια.

    Ο Παύλος φυσικά δεν έχασε ευκαιρία. «Μεταχειρισμένη την πήρα, αλλά σε καλή τιμή!»

    Η ταβέρνα σείστηκε από τα γέλια και τα χειροκροτήματα.

    «Εγώ τι να πω που είσαι εκτός εγγύησης;» τον πείραξε με τη σειρά της η Αγγελική

    «Τι να πω εγώ, δηλαδή,» σκέφτηκα. «Δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τη “μαμά” και με τον έναν πόδι στον τάφο.»

    Και εκεί τα γέλια σταμάτησαν απότομα. Ένα μακρόσυρτο «ΩΩΩΩ» ακούστηκε από όλους καθώς από τα ηχεία άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες νότες του τραγουδιού που είχαν επιλέξει για τον πρώτο τους χορό. Μια πασίγνωστη και υπέροχη μπαλάντα.

    Nights in white satin
    Never reaching the end
    Letters I've written
    Never meaning to send

    Moody Blues. “Nights in White Satin”. Ένα τραγούδι από το 1967, παλιότερο και από τους δυο τους. Τι λέω; Παλιότερο και από εμένα! Ο Παύλος πήρε την Αγγελική από το χέρι και την οδήγησε στο κέντρο της πίστας. Άρχισαν να χορεύουν αργά, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο σαν να μην υπάρχει κανένας άλλος στο δωμάτιο.

    And I love you,
    Yes I love you.

    Oh, how I love you

    Η Κρινιώ έσφιξε το χέρι μου. Είδα ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό της. «Είναι τόσο ευτυχισμένοι,» ψιθύρισε. Και ήταν. Φαινόταν στον τρόπο που κοιτάζονταν, στον τρόπο που ο Παύλος την κρατούσε σαν να ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο.

    Μετά τον πρώτο χορό, ήρθε η ώρα για τον χορό του γαμπρού. Και εδώ ο Παύλος μας εξέπληξε. Περιμέναμε κάποιο παραδοσιακό, ίσως ένα ζεϊμπέκικο ή έναν χασάπικο. Αλλά όχι. Ο Παύλος είχε άλλα σχέδια.

    Οι πρώτες νότες που ακούστηκαν έκαναν τους νεότερους να σηκωθούν αμέσως όρθιοι:

    You mean I've been dancin' on the floor darlin'
    And I feel like I need some more and I
    Feel your body close to mine and I
    Move on love it's about that time
    Make me feel - mighty real
    Make me feel - mighty real

    Sylvester! “You Make Me Feel (Mighty Real)”! Disco του 1978! Η πίστα γέμισε αμέσως. Ο Παύλος άρχισε να χορεύει με κινήσεις που έδειχναν ότι τα νιάτα του τα είχε περάσει σε disco. Οι νεότεροι τον κοιτούσαν με δέος.

    «Πού τα έμαθες αυτά, ρε κουμπάρε;» φώναξε κάποιος.

    «Studio 54, παιδιά!» απάντησε ο Παύλος κάνοντας μια στροφή. «Μπορεί να φαίνομαι γερόλυκος, αλλά κάποτε ήμουν το τέρας του Γυθείου!»

    Ο Παύλος πάντως ξέρει να χορεύει disco. Τα κλασικά disco moves, το pointing, το hip sway, ακόμα και μερικά spins. Σε αντίθεση με εμένα—που όπως λέει και η Κρινιώ μου: «Στο Ζάλογγο να χόρευες προς τα πάνω θα έπεφτες!»

    Προσπάθησα κι εγώ να χορέψω, περισσότερο για να μη χαλάσω το κέφι. Αλλά μετά από δυο λεπτά κουνήματος που έμοιαζε περισσότερο με επιληπτική κρίση, η Κρινιώ με τράβηξε διακριτικά στην άκρη.

    «Κάτσε, Τζωρτζίνο μου,» μου είπε γελώντας. «Μην τραυματιστεί κανείς!»

    Είναι να μη σου έχει βγει το όνομα!

    Αλλά δεν πείραζε. Καθόμουν και έβλεπα τους άλλους να χορεύουν, να γελούν, να γιορτάζουν. Η Αγγελική και ο Παύλος στη μέση της πίστας, ευτυχισμένοι σαν παιδιά. Η Κρινιώ που χόρευε με την Ειρήνη. Τα παιδιά τρέχανε γύρω από τα τραπέζια. Η ζωή που συνεχιζόταν.



    Και όχι να το παινευτώ, αλλά εγώ και η Κρινιώ δώσαμε και το καλύτερο δώρο στο ζευγάρι: Ταξίδι στις Μαλδίβες με όλα τα έξοδα πληρωμένα. Δέκα μέρες σε ένα από αυτά τα overwater bungalows που βλέπεις στα περιοδικά και αναρωτιέσαι αν είναι αληθινά ή από εκείνες τις φωτογραφίες που νομίζεις ότι δεν είναι αληθινές. Με ιδιωτικό μπαλκόνι πάνω από τη λιμνοθάλασσα, γυάλινο πάτωμα για να βλέπεις τα ψάρια από κάτω, και σέρβις που σου φέρνει το πρωινό με κανό.

    Η ιδέα ήρθε από την Κρινιώ. Καθόμασταν ένα βράδυ και προσπαθούσαμε να σκεφτούμε τι να τους πάρουμε. «Όχι άλλα σερβίτσια και κρεβατοσκεπάσματα,» είχε πει. «Κάτι που θα θυμούνται.» Και τότε είδε μια διαφήμιση στο Instagram, ένα ζευγάρι που έκανε snorkeling με χελώνες σε κρυστάλλινα νερά. «Αυτό!» είπε δείχνοντας την οθόνη.

    Μπορεί τα Κύθηρα να είναι επίγειος παράδεισος—και είναι, δεν το αμφισβητώ—αλλά το ίδιο είναι και το νησιώτικο σύμπλεγμα του Ινδικού. Εκεί που το νερό έχει όλες τις αποχρώσεις του τιρκουάζ, όπου οι παραλίες είναι τόσο λευκές που πονάνε τα μάτια, όπου τα ψάρια είναι τόσο πολύχρωμα που μοιάζουν με ζωγραφιές. Και ήταν και ευκαιρία η Αγγελική να ζήσει τον τουρισμό ως τουρίστρια και όχι ως πάροχος υπηρεσίας. Να την εξυπηρετούν άλλοι για αλλαγή, να μην ανησυχεί αν είναι όλοι ευχαριστημένοι, αν η κουζίνα βγάζει τα πιάτα στην ώρα τους.

    «Πότε ήταν η τελευταία φορά που η μαμά μου πήγε διακοπές; Πραγματικές διακοπές, όχι δυο μέρες Αθήνα για ψώνια;»

    Είχε δίκιο. Η Αγγελική δούλευε ασταμάτητα από τότε που πέθανε ο άντρας της. Καλοκαίρι-χειμώνα, επτά μέρες την εβδομάδα όταν ήταν σαιζόν. Της άξιζε να ζήσει σαν πριγκίπισσα για λίγο.

    Αν και το ποσό ήταν αρκετά σημαντικό για την Κρινιώ—μιλάμε για σχεδόν επτά χιλιάρικα το ταξίδι, τα μισά ήταν τρεις μισθοί της—ακόμα περισσότερο σημαντικό ήταν το «μισό-μισό». Το είδα στα μάτια της όταν το συζητούσαμε, Αυτή της την ανάγκη να συνεισφέρει ισότιμα, και όχι απλά με το όνομά της στην κάρτα.

    «Θα βάλω από τα λεφτά που έχω στην άκρη,» είχε πει αποφασιστικά. «Και θα δουλέψω έξτρα ώρες το καλοκαίρι για να τα βγάλω πάλι.»

    Οπότε δεν έκανα καν νύξη ότι θα μπορούσα να τα πληρώσω όλα εγώ. Όχι ότι θα με στένευε, έχω περισσότερα χρήματα απ’ όσα θα προλάβω να ξοδέψω στον χρόνο που μου μένει. Αλλά το καταλαβαίνω και το σέβομαι. Είναι θέμα αξιοπρέπειας. Θέμα να νιώθει ότι είναι ισότιμη στη σχέση, ότι δεν είναι εκεί για τα λεφτά.

    Έτσι κι αλλιώς, σκέφτομαι καθώς την βλέπω να μετράει προσεκτικά τα χρήματα για την προκαταβολή, αυτά που έχω μαζέψει θα της μείνουν. Το σπίτι στην Άνοιξη και τα χρήματα στους λογαριασμούς μου. Το είχα πάρει απόφαση από τότε που ήμασταν μαζί ούτε καν πέντε μήνες.

    Τώρα βέβαια που ξέρω πόσο λίγος καιρός μου μένει, η απόφαση φαίνεται ακόμα πιο σωστή. Δεν θα την αφήσω να παλεύει με γραφειοκρατίες και κληρονομικά όταν θα προσπαθεί να θρηνήσει. Όλα τακτοποιημένα, όλα στο όνομά της. Το μόνο που θα χρειαστεί να κάνει είναι να συνεχίσει να ζει.

    Win-Win, όπως λένε οι Αμερικάνοι. Αυτή παίρνει το μέλλον της εξασφαλισμένο, εγώ παίρνω την ηρεμία ότι θα είναι εντάξει.

    Όταν ανακοινώσαμε το δώρο στο γλέντι, η Αγγελική έβαλε τα κλάματα. Μας αγκάλιασε και τους δυο μαζί, μουρμουρίζοντας «δεν έπρεπε, δεν έπρεπε» ξανά και ξανά. Ο Παύλος στεκόταν δίπλα της χαμογελώντας σαν χαζός, κοιτάζοντας τα εισιτήρια σαν να μην πίστευε ότι ήταν αληθινά.

    «Πάντα ήθελα να δω τον Ινδικό,» είπε τελικά. «Από τότε που ήμουν μικρός και διάβαζα τον Ιούλιο Βερν.»

    «Ε, τώρα θα τον δεις,» του είπε η Κρινιώ. «Και θα κάνεις και snorkeling με καρχαρίες!»

    «Καρχαρίες;» Η Αγγελική χλόμιασε.

    «Baby sharks, ρε μαμά, δεν θα δεις και τον Bruce! Ακίνδυνοι! Σαν μεγάλα ψαράκια!»

    Κοιτάζω την Κρινιώ που εξηγεί με ενθουσιασμό στη μητέρα της τι θα δουν και τι θα κάνουν στις Μαλδίβες—έχει ήδη κάνει όλη την έρευνα, έχει φτιάξει ένα ολόκληρο itinerary—και χαμογελάω. Αυτή είναι η κληρονομιά μου. Όχι τα λεφτά, όχι το σπίτι. Αυτή η στιγμή. Αυτή η χαρά στα μάτια της. Αυτή η γενναιοδωρία της ψυχής της.

    Αυτό θα μείνει μετά από μένα. Και είναι αρκετό.

    Είναι παραπάνω από αρκετό.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---