Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ο τελευταίος χορός

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 30 Μαρτίου 2025.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 28ο - Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα…

    Έχουμε επιστρέψει από τα τέλη Σεπτέμβρη στην Αθήνα αντί για τα αρχικά προγραμματισμένο τέλος Οκτώβρη. Η τελευταίες εξετάσεις μου αν και δεν ήταν ακόμα καταδικαστικές, δεν ήταν αυτό που λέμε καλές, οπότε αναγκαστικά επιστρέψαμε για να λάβω όσο δυνατόν καλύτερη φροντίδα.

    Μόνο η Αγγελική ξέρει ότι έχω πάρει την απόφασή μου να γράψω το σπίτι στην Κρινιώ. Ενάμιση χρόνο μαζί, τυπικά συζούμε από πέρσι το Σεπτέμβρη αλλά ουσιαστικά συζούσαμε με το που ξεκίνησα τη χημειοθεραπεία, πέρσι το Μάη. Παρόλο που υπό άλλες περιστάσεις θα περνούσα πρόθυμα τις σκάλες του Δημαρχείου—άθεοι και οι δυο, παρά το σταυρό στο tattoo της—πείτε με ανόητο, δε θέλω να την αφήσω χήρα. Προτιμώ χίλιες φορές να της το δώσω από πριν, παρά να το πάρει απλώς ως κληρονομιά.

    Καλά όλα αυτά, αλλά άντε πες της τα χωρίς τον κίνδυνο να βρεθώ με ανοιγμένο κεφάλι. Το προετοίμασα όσο καλύτερα μπορούσα—είχα μιλήσει και με το δικηγόρο μου και με συμβολαιογράφο, είχα ετοιμάσει χαρτιά, είχα σκεφτεί κάθε λέξη που θα έλεγα. Και σήμερα απόγευμα, το οποίο ξαφνικά με βρήκε θρήσκο και να παρακαλάω όποια θεότητα γνώριζα για να με βοηθήσει να μη φάω καμιά γλάστρα στο κεφάλι, θα της το μπουμπούνιζα.

    Με το που τελειώνει την περιποίηση του εσωτερικού μας βοτανικού κήπου, καθόμαστε στον καναπέ του σαλονιού, εκείνη με τα πόδια κάτω από το κορμί της σαν γάτα, εγώ με τα χέρια μου να παίζουν νευρικά με το μανίκι του πουκαμίσου μου. Η Λίζι έχει καθίσει στον γατοδιάδρομο που της φτιάξαμε κάτω από το ταβάνι και μας κοιτάζει αφ’ υψηλού, σαν να ξέρει ότι κάτι σημαντικό θα συμβεί.

    «Κρινιώ μου, θέλω να σου πω κάτι πολύ σημαντικό για μένα,» της λέω καθαρίζοντας το λαιμό μου, προσθέτοντας το “για μένα,” για να δώσω έμφαση στο γεγονός ότι αυτό θα γινόταν επειδή εγώ το ήθελα. Τα χέρια μου είχαν σταματήσει το νευρικό παιχνίδι και είχαν σφιχτεί σε γροθιές.

    «Σαν τι;» με ρωτάει κοιτάζοντάς με εξεταστικά, στρέφοντας όλο το κορμί της προς το μέρος μου. Βλέπω την περιέργεια στα μάτια της, αλλά και μια σκιά ανησυχίας.

    «Είναι δύο πράγματα,» της λέω παίρνοντας βαθιά ανάσα και τεντώνοντας το χέρι μου για να της πιάσω το δικό της. «Το πρώτο είναι ότι θέλω να σε ορίσω ιατρικό μου πληρεξούσιο σε περίπτωση που εγώ δεν είμαι σε θέση να πάρω αποφάσεις.»

    Την βλέπω να παγώνει. Τα χείλη της ανοίγουν ελαφρά σαν να θέλει να πει κάτι, αλλά κανένας ήχος δεν βγαίνει.

    «Γιώργο…» πάει να μου πει τελικά, αλλά της κάνω νόημα με το ελεύθερο χέρι μου να σωπάσει.

    «Κρινιώ μου,» συνεχίζω κρατώντας σταθερό το βλέμμα μου στα μάτια της, «πέρα από το Γιάννη δεν έχω κάποιον άλλον άνθρωπο που να εμπιστεύομαι τόσο τυφλά. Δεν θέλω να είναι ο Γιάννης, θέλω να είσαι εσύ. Εσύ που μου έδωσες πίσω τη θέληση να ζήσω.»

    Δεν απαντάει αμέσως. Με κοιτάζει σφιγμένη, τα χείλη της πιεσμένα σε μια λεπτή γραμμή. Όχι αρνητική, αλλά φορτωμένη από το βάρος των ίδιων μου των λόγων. Βλέπω τη σάρκα γύρω από τα μάτια της να σφίγγεται. Παίρνει βαθιά ανάσα που την κάνει να τρέμει όλη ελαφρά.

    «Θα το κάνω, Τζωρτζίνο μου. Για σένα θα το κάνω,» μου απαντάει τελικά και μου σφίγγει το χέρι τόσο δυνατά που σχεδόν πονάει. Το βλέμμα της είναι γεμάτο αποφασιστικότητα, αλλά βλέπω και τον φόβο που κρύβεται από πίσω.

    «Σ’ ευχαριστώ αγάπη μου. Σ’ ευχαριστώ!» της λέω με φωνή που τρέμει, γεμάτος ανακούφιση. Τα μάτια μου καίνε από τα δάκρυα που αρχίζουν να τρέχουν και τα βάζω το χέρι μου στο στήθος καθώς παίρνω βαθιές ανάσες προσπαθώντας να συνεφέρω. «Και τώρα το δεύτερο και το πιο σημαντικό…»

    «Πιο σημαντικό;» με ρωτάει με απορία, ανοίγοντας ελαφρά τα μάτια της. Δεν έχει αφήσει το χέρι μου.

    «Ναι, για μένα είναι ακόμα πιο σημαντικό,» της λέω στραβώνοντας ελαφρά το κορμί μου για να τη βλέπω καλύτερα. Παίρνω ξανά βαθιά ανάσα, νιώθοντας την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά που σίγουρα την ακούει. «Θέλω να σου μεταβιβάσω το σπίτι.»

    Τα μάτια της γουρλώνουν από την έκπληξη τόσο πολύ που σχεδόν φαίνεται κωμικό. Το στόμα της ανοίγει και κλείνει σαν ψάρι, καθώς προσπαθεί να επεξεργαστεί αυτό που μόλις άκουσε.

    «Πριν… πριν ήταν τέσσερεις τοίχοι,» της λέω με φωνή που μαλακώνει, χαϊδεύοντας το χέρι της με τον αντίχειρά μου. «Εσύ το έκανες σπιτικό, το δικό μας σπιτικό. Εγώ…» διστάζω, προσπαθώντας να βρω τις σωστές λέξεις.

    «Όχι!!!!» μου φωνάζει ξαφνικά, τραβώντας το χέρι της μακριά από το δικό μου και σηκώνοντάς το μπροστά της σαν ασπίδα. «Όχι, αυτό… αυτό… παρά-είναι!» Το κεφάλι της κουνιέται επίμονα αριστερά-δεξιά.

    «Ναι,» της λέω απαλά αλλά αποφασιστικά, τεντώνοντας ξανά το χέρι μου για να της πιάσω το δικό της παρά την αντίστασή της. «Το έκανες σπίτι, σου ανήκει όσο κι εμένα.»

    «Τζωρτζίνο μου,» μου λέει και η φωνή της σπάει εντελώς.

    Βάζει τα κλάματα, βαθιά, σπαρακτικά, με λυγμούς που την τραντάζουν. Την φέρνω κοντά μου και την σφίγγω στην αγκαλιά μου· τρέμει ολόκληρη.

    «Είναι το σπίτι μας, Κρινιώ μου,» της μουρμουρίζω στα μαλλιά της, κουνώντας την απαλά. «Είναι το σπίτι μας με όλους τους δυνατούς τρόπους. Δε θα αλλάξει τίποτα, απλά θα είναι κατοχυρωθεί και νομικά. Θα το κάνουμε με πλήρη ασφάλεια. Θα κρατήσω την επικαρπία όσο ζω, αλλά το σπίτι θα είναι δικό σου. Χωρίς χαρτιά, χωρίς γραφειοκρατίες, χωρίς τίποτα όταν έρθει εκείνη η ώρα…»

    Κλαίει με λυγμούς στο στήθος μου, τα δάχτυλά της σφιγμένα στο πουκάμισό μου, χωρίς να απαντάει. Το κεφάλι της είναι σκυμμένο τόσο χαμηλά που βλέπω μόνο την κορυφή του. Νιώθω την απελπισία της να με πλημμυρίζει κι εμένα, οπότε προσπαθώ να ελαφρύνω λίγο το κλίμα.

    Την αφήνω να ηρεμίσει για λίγο, γιατί η συζήτηση δεν έχει τελειώσει, πρέπει να της πω για το φόρο μεταβίβασης.

    «Υπάρχει και κάτι άλλο που σχετίζεται με τη μεταβίβαση του σπιτιού…» της λέω διστακτικά, καθώς παίζω νευρικά με την άκρη του μαξιλαριού. Βλέπω τα μάτια της να εστιάζουν αμέσως πάνω μου, με εκείνη την έκφραση που παίρνει όταν ξέρει ότι κάτι σημαντικό έρχεται.

    «Όπως σου είχα εξηγήσει,» αρχίζω την εισαγωγή, χαϊδεύοντάς την στον ώμο και νιώθοντας πώς τα μυς της τεντώνονται ελαφρά, «δε μου αρέσει να έχω τα χρήματά μου να κάθονται.» Κάνω μια μικρή παύση, προσπαθώντας να οργανώσω τις σκέψεις μου. «Το αρχικό μου προσδόκιμο ήταν ένα με δύο χρόνια.» Σταματάω και την κοιτάζω, βλέποντας το κεφάλι της να γέρνει ελαφρά στο πλάι σαν να προσπαθεί να διαβάσει το πρόσωπό μου. «Και από αυτά τα δύο χρόνια έχει περάσει το ενάμισι.»

    Την αισθάνομαι να σφίγγεται ελαφρά στα χέρια μου, τους ώμους της να κάμπτονται προς τα μέσα σαν να προετοιμάζεται για κάτι δυσάρεστο, για κάτι που δε θέλει ν’ ακούσει.

    «Μαζί ήμασταν στις τελευταίες μου εξετάσεις. Οι δείκτες έχουν αρχίσει και χειροτερεύουν και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τους επιβραδύνουμε… Όσο μπορούμε, για όσο μπορούμε.»

    Τα δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της αλλά δε μιλάει.

    «Οι επενδύσεις έχουν πάντα ρίσκο,» συνεχίζω, χτυπώντας απαλά το δάχτυλό μου στο γόνατό μου, «όσο προσεκτικές, όσο συντηρητικές και αν είναι.»

    «Ποιος τις γαμάει τις επενδύσεις ρε Γιώργο;» με ρωτάει υψώνοντας τη φωνή της, ξεσπώντας το θυμό και τη θλίψη μέσα της.

    Παίρνω βαθιά ανάσα και συνεχίζω σα να μη με είχε διακόψει. «Θα ρευστοποιήσω τις επενδύσεις μου και θα τις μεταφέρω στον κοινό μας λογαριασμό. Η συνολική τρέχουσα αξία τους είναι περίπου 110.000 ευρώ.»

    «Τι πράγμα;» με ρωτάει με γουρλωμένα μάτια, με το σαγόνι της να πέφτει ελαφρά και τα χέρια της να πηγαίνουν αυτόματα στα μπράτσα της καρέκλας.

    Παίρνω βαθιά ανάσα γιατί τα δύσκολα ξεκινάνε τώρα. Σφίγγω τα χέρια μου σε γροθιές και μετά τα ανοίγω, προσπαθώντας να χαλαρώσω. «Τα πέντε χιλιάδες θα πάνε στην αποπληρωμή του δανείου γιατί για να γίνει η μεταβίβαση πρέπει να αρθεί η υποθήκη και…» Κάνω παύση, βλέποντας την έκφρασή της να αλλάζει. «Πενήντα χιλιάδες είναι ο φόρος για τη μεταβίβαση του σπιτιού.»

    Πάει να μιλήσει—βλέπω το στόμα της να ανοίγει—αλλά την κόβω. «Θα μπορούσε να είναι και δωρεάν,» συμπληρώνω γρήγορα, σηκώνοντας το χέρι μου σε χειρονομία παραίτησης, σαν να προσπαθώ να σταματήσω μια εισερχόμενη καταιγίδα, «αλλά με τρόπο που δε θα δεχόσουν ποτέ…»

    Δεν απαντάει, αλλά βλέπω στο πρόσωπό της ότι καταλαβαίνει που το πάω. Τα φρύδια της είναι συνοφρυωμένα και τα χείλη της σφιγμένα σε μια λεπτή γραμμή. Κουνάει ελαφρά το κεφάλι της, σαν να λέει “όχι” στον εαυτό της.

    «Το σπίτι θέλω να στο μεταβιβάσω γιατί…» κάνω παύση και τη χαϊδεύω στο μάγουλο, νιώθοντας το δέρμα της ζεστό κάτω από την παλάμη μου, «σου είπα γιατί.» Νιώθω τα δάχτυλά μου να τρέμουν ελαφρά και ελπίζω να μην το παρατηρήσει. «Δε μπορώ να το κάνω αυτό και ταυτόχρονα από το πουθενά να σε βάζω να πρέπει να ψάξεις να βρεις αυτό το ποσό.»

    Την αφήνω από την αγκαλιά μου, γυρίζω προς το μέρος της—μια κίνηση που την κάνει να τεντωθεί ελαφρά—γέρνω στην πλάτη του καναπέ και παίρνω τα χέρια της στα δικά μου. Την κοιτάζω στα μάτια, προσπαθώντας να διαβάσω την έκφρασή της.

    «Ακόμα περισσότερο,» συνεχίζω, τρίβοντας απαλά τους αντίχειρές μου στις παλάμες της, «δεν θέλω να σε βάλω σε διαδικασία να σκέφτεσαι το γάμο ή το συμβόλαιο συμβίωσης, όχι γι’ αυτό το λόγο.» Της χαϊδεύω τα χέρια με μικρές, κυκλικές κινήσεις.

    «Θα σου σπάσω το κεφάλι!» μου λέει με φωνή που τρέμει και δάκρυα να αρχίζουν να τρέχουν στα μάγουλά της. Με χτυπάει ελαφρά στο στήθος με τις γροθιές της—μικρά, άτσαλα χτυπήματα που δείχνουν περισσότερο απελπισία παρά θυμό—αλλά χωρίς καμία πραγματική δύναμη.

    Της πιάνω τα χέρια απαλά, νιώθοντας πώς τρέμουν, και την τραβάω ακόμα πιο κοντά μέχρι που η μύτη της σχεδόν αγγίζει τη δική μου.

    «Αν είναι να μην ξεσπιτωθεί η Κρινιώ μου,» αρχίζω χαμογελώντας—το πρώτο μου αυθεντικό χαμόγελο της βραδιάς—και σκουπίζοντας ένα δάκρυ από το μάγουλό της με τον αντίχειρά μου, «η Λίζι, ο Πλάτωνας, η Κλειώ…» Κάνω παύση και την κοιτάζω στα μάτια, βλέποντας πώς η θλίψη αρχίζει να γίνεται κάτι άλλο. «Ο Αριστοτέλης, η Σοφία και το υπόλοιπο τάγμα από τους φιλόσοφους…» Βλέπω πώς αρχίζει να χαμογελάει μέσα στα δάκρυά της, τα χείλη της να τρεμοπαίζουν. «Η κυρία Σύννεφο, ο Κοραλλένιος, ο κύριος Φούντας και τα υπόλοιπα μαξιλάρια και αρκούδια σου…»

    Εκεί δεν κρατιέται, το κλάμα που απειλούσε να ξεκινήσει γίνεται μέσα σε μια στιγμή κλαυσίγελος, και με αγκαλιάζει τόσο δυνατά που σχεδόν δεν μπορώ να αναπνεύσω. Νιώθω το κεφάλι της να χώνεται στον ώμο μου, τα χέρια της να με σφίγγουν σαν να φοβάται ότι θα εξαφανιστώ.

    «Ευχαρίστως να μου το σπάσεις!» της ψιθυρίζω στα μαλλιά της, μυρίζοντας το γνωστό άρωμα του σαμπουάν της.

    «Είσαι τρελός,» μου λέει τελικά, σηκώνοντας το κεφάλι της και κοιτώντας με μέσα στα μάτια με μια έκφραση που είναι μίγμα αγάπης και απελπισίας.

    «Δεν έγινε στην τρέλα της στιγμής, μωρό μου. Κάνω παύση και τη χαϊδεύω στο χέρι, νιώθοντας πώς έχει αρχίσει να ζεσταίνεται πάλι. «Είναι από τις πιο λογικές αποφάσεις που έχω πάρει ποτέ στη ζωή μου. Τα υλικά αγαθά και τα χρήματα…»

    Κάνω και πάλι παύση. Σηκώνω το βλέμμα μου και την κοιτάζω στα μάτια.

    «Εσύ και η Λίζι είστε τα πάντα για μένα.» Σφίγγω ελαφρά το χέρι της, σαν να προσπαθώ να της μεταφέρω όλη μου την αγάπη μέσα από αυτή την επαφή. «Δεν είναι τρέλα, είναι η ανάγκη μου να σας εξασφαλίσω.»

    «Γιώργο…» πάει να πει, ανοίγοντας ελαφρά το στόμα της και γέρνοντας προς το μέρος μου, αλλά βάζω απαλά το δάχτυλό μου στα χείλη της. Το πρόσωπό της είναι τόσο κοντά στο δικό μου που μπορώ να νιώσω την ανάσα της, ζεστή και τρεμάμενη.

    «Θα είμαι πραγματικά λεύτερος, Κρινιώ μου,» της ψιθυρίζω, αφαιρώντας το δάχτυλό μου και χαϊδεύοντάς την στο μάγουλο με την πλάτη του χεριού μου. Νιώθω μια περίεργη ηρεμία να με κατακλύζει, σαν βάρος που φεύγει από τους ώμους μου. «Ό,τι και να μου φέρει ο γιαραμπής…» Κουνάω ελαφρά τους ώμους μου, σχεδόν αδιάφορα. «Ας μου το φέρει.»

    Την τραβάω λίγο πιο κοντά μου, μέχρι που τα γόνατά μας αγγίζουν. «Εσύ και η Λίζι θα είστε εντάξει,» της λέω με μια σιγουριά που με εκπλήσσει. «Τίποτε άλλο δεν έχει μεγαλύτερη σημασία για μένα.»

    Για μια στιγμή με κοιτάζει σαν να με βλέπει για πρώτη φορά, με τα μάτια της ανοιχτά διάπλατα και το κεφάλι της ελαφρά γερμένο στο πλάι. Τα μάτια της είναι γεμάτα κάτι που είναι ταυτόχρονα θαυμασμός και θλίψη, σαν να βλέπει κάτι όμορφο που ξέρει ότι δεν θα διαρκέσει.

    «Σ’ αγαπάω!» μου λέει με φωνή που σπάει, και πέφτει στην αγκαλιά μου σαν κύμα που συντρίβεται, κλαίγοντας και πάλι. Αλλά αυτή τη φορά δεν είναι κλάμα απογοήτευσης ή θυμού· είναι κάτι πιο βαθύ, πιο καθαρό, σαν ανακούφιση και θλίψη να αναμιγνύονται.

    Την αγκαλιάζω σφιχτά, νιώθοντας πώς τρέμει ελαφρά στα χέρια μου σαν πουλί που προσπαθεί να ζεσταθεί. Της χαϊδεύω τα μαλλιά με αργές, ρυθμικές κινήσεις και την κουνάω απαλά, σαν μάνα που νανουρίζει παιδί.

    «Το ξέρω,» της μουρμουρίζω χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά της, νιώθοντας τη μεταξένια υφή τους κάτω από τα δάχτυλά μου. «Μου το δείχνεις κάθε μέρα με όλους τους τρόπους.» Κάνω μια μικρή παύση, νιώθοντας το βάρος της στιγμής να κάθεται πάνω μας σαν κουβέρτα. «Αυτός είναι ο δικός μου…»

    Μένουμε έτσι στη σιωπή, με τη Λίζι να έρχεται αθόρυβα και να κουλουριάζεται ανάμεσα στα πόδια μας γουργουρίζοντας χαρούμενη, σα να μας λέει ότι συμφωνεί.



    Το δάνειο είχε σχεδόν τελειώσει—έξι δόσεις των 680 ευρώ ακόμα, από τις οποίες οι τόκοι ήταν ψίχουλα, σχεδόν όλο το υπόλοιπο ήταν άληκτο κεφάλαιο. Από καιρό είχα τη δυνατότητα να το κλείσω, αλλά δεν το είχα κάνει γιατί οικονομικά δεν είχε νόημα. Από τη στιγμή ωστόσο που ήθελα να κάνω τη μεταβίβαση, αποφάσισα να πληρώσω το υπόλοιπο ώστε να αρθεί η υποθήκη και να μην έχω μπλεξίματα με τη διαδικασία. Ήξερα ότι η άρση υποθήκης από το υποθηκοφυλακείο μπορεί να πάρει εβδομάδες, και δεν είχα χρόνο για καθυστερήσεις.

    Κλείνω ραντεβού στην τράπεζα για να κανονίσω τα διαδικαστικά. Μπαίνω στο κατάστημα—ίδιο με πάντα, κλιματιστικό πολύ δυνατό, υπάλληλοι που κοιτάνε τις οθόνες τους σαν ζόμπι. Περιμένω δέκα λεπτά σε καρέκλα που μου κόβει την κυκλοφορία στα πόδια μέχρι να με φωνάξει ένας υπάλληλος, νεαρός, με γραβάτα που τον πνίγει.

    «Κύριε Καλλέργη;» με καλεί και του κάνω νόημα ότι είμαι εγώ. Πηγαίνουμε στο γραφείο του—ένα cubicle με τζάμι που προσποιείται ότι προσφέρει privacy.

    «Θέλω να κάνω ολική εξόφληση του στεγαστικού μου δανείου,» του λέω καθώς κάθομαι απέναντί του.

    Ο τύπος ανοίγει την οθόνη του, πληκτρολογεί κάτι, και μετά με κοιτάζει με ύφος που λέει “γιατί μου χαλάς τη μέρα;”

    «Το δάνειό σας τελειώνει σε έξη μήνες, δεν θα κερδίσετε κάτι σημαντικό,» μου λέει χωρίς καν να κοιτάξει από την οθόνη του, προσπαθώντας προφανώς να αποφύγει τη μανούρα της διαδικασίας. Το βλέπω καθαρά στο βλέμμα του ότι βαριέται—έχει την έκφραση κάποιου που προτιμάει να πουλάει πιστωτικές κάρτες παρά να ασχολείται με περίπλοκα θέματα. Με πιάνει το ανάποδο.

    Σκύβω προς το μέρος του, στηρίζομαι στο γραφείο του και τον κοιτάζω κατάματα.

    «Έχω τερματικό καρκίνο και θέλω να ξεπληρώσω το δάνειο, να άρω την υποθήκη και να μεταβιβάσω το σπίτι,» του λέω ξερά, με φωνή χαμηλή αλλά σταθερή. Δεν είναι ψέμα, αλλά δεν έχει και το επείγον που υπαινίσσεται ο τόνος μου. Κάνω μια μικρή παύση. «Δεν μου μένει πολύς χρόνος σ’ αυτή τη γη, οπότε σας παρακαλώ να τελειώνουμε το συντομότερο δυνατό, ναι;»

    Ο υπάλληλος παγώνει. Κάνει πίσω στην καρέκλα του σαν να τον χτύπησα, τα μάτια του γουρλώνουν και το χρώμα φεύγει από το πρόσωπό του. Βλέπω να ξεροκαταπίνει, το μήλο του λαιμού του να πηγαινοέρχεται.

    «Λυ-Λυπάμαι,» μου λέει τραυλίζοντας και κοιτώντας τώρα για πρώτη φορά στα μάτια. Μετά ο τόνος του αλλάζει εντελώς, γίνεται πιο συμπονετικός, πιο ανθρώπινος. Σκύβει κι αυτός προς το μέρος μου. «Θα το επισπεύσω κύριε Καλλέργη, θα κάνω ότι είναι ανθρωπίνως δυνατό να κλείσει το θέμα όσο πιο άμεσα γίνεται.»

    «Σας ευχαριστώ,» του λέω και χαλαρώνω την στάση μου.

    Αρχίζει να πληκτρολογεί πιο γρήγορα, με περισσότερη προσοχή. «Λοιπόν, το υπόλοιπο είναι 4.080 ευρώ ακριβώς. Θα πρέπει να προσθέσουμε και τους τόκους μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης—αν το κάνετε σήμερα θα είναι επιπλέον 40 ευρώ. Συνολικά 4.120 ευρώ.»

    «Εντάξει,» του λέω.

    «Θα χρειαστούμε βεβαίωση εξόφλησης για το υποθηκοφυλακείο, αυτό παίρνει 2-3 εργάσιμες. Μετά θα πρέπει εσείς ή ο δικηγόρος σας να πάτε στο υποθηκοφυλακείο για την άρση της υποθήκης. Αυτό μπορεί να πάρει από μία εβδομάδα μέχρι έναν μήνα, ανάλογα με τη φόρτο εργασίας τους.»

    Κουνάω το κεφάλι μου. «Πόσο κοστίζει η βεβαίωση;»

    «Τριάντα ευρώ για τη βεβαίωση, και θα έχετε και τα τέλη στο υποθηκοφυλακείο—περίπου 100-150 ευρώ για την άρση.»

    «Κάντε το,» του λέω. «Θα μεταφέρω σήμερα κιόλας τα χρήματα από τον άλλο μου λογαριασμό.»

    «Καλύτερα έτσι,» μου απαντάει.

    «Πότε θα είναι έτοιμα τα χαρτιά;»

    «Μέχρι το τέλος της εβδομάδας θα έχετε τη βεβαίωση στα χέρια σας,» μου λέει στεκόμενος κι αυτός. «Και πάλι συγγνώμη για την… αρχική μου αντίδραση.»

    «Να ήταν αυτές οι στεναχώριες μου,» του κάνω χαμογελαστά. «Καλή συνέχεια!» του λέω και του δίνω το χέρι μου.

    «Επίσης, καλή σας!» μου απαντά σφίγγοντάς μου με θέρμη το χέρι. Τον αφήνω και φεύγω, έχω να περάσω και από το συμβολαιογράφο.



    Μιάμιση εβδομάδα αργότερα—σε χρόνο ρεκόρ—είχα ξεμπλέξει και με το υποθηκοφυλακείο, που όταν είπα στον αρμόδιο υπάλληλο τον λόγο για τον οποίο βιαζόμουν, μόνο που δεν πετάχτηκε να μου φέρει εκείνη τη στιγμή την υποθήκη στο χέρι. Με συγκίνησε ο μπαγάσας· έβλεπα στα μάτια του πραγματική θλίψη όταν μου εξήγησε τη διαδικασία και με βεβαίωσε ότι θα κάνει τα πάντα για να επισπευστεί.

    Σε κάθε περίπτωση, στις πέντε του Νοέμβρη, δύο εβδομάδες μετά την πληρωμή, και δέκα μέρες ακριβώς πριν τα γενέθλιά της, πήγαμε στον συμβολαιογράφο να μας διαβάσει τόσο το ιατρικό μου πληρεξούσιο με την ιατρική οδηγία βούλησης, όσο και το συμβόλαιο παραχώρησης του σπιτιού.

    Το γραφείο του κυρίου Παπαδημητρίου είναι στον δεύτερο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας στο κέντρο—ξύλινα έπιπλα παντού, σκούρα χρώματα, μυρωδιά από παλιά χαρτιά και δέρμα. Καθόμαστε απέναντί του σε δύο καρέκλες που φαίνονται να έχουν δει πολλές τέτοιες στιγμές. Εγώ στην αριστερή, η Κρινιώ στη δεξιά, τα χέρια μας ενωμένα σαν γέφυρα. Ο συμβολαιογράφος—ένας κύριος γύρω στα εξήντα με μεγάλα, παχιά γυαλιά—τακτοποιεί τα χαρτιά του μπροστά του με λεπτομέρεια που δείχνει χρόνια εμπειρίας. Καθαρίζει το λαιμό του, ρυθμίζει τα γυαλιά του και με κοιτάζει με ύφος που είναι ταυτόχρονα επαγγελματικό και συμπονετικό.

    «Του Γεωργίου Καλλέργη του Κωνσταντίνου, γεννηθέντος την 13η του μήνα Ιουλίου του έτους 1970, κατοίκου Ανοίξεως του Δήμου Διονύσου με ΑΦΜ ΧΧΧΧΧΧ και Αριθμό Αστυνομικής Ταυτότητας XX-YYYYY» ξεκινάει την αργή, καθαρή, και προσεκτική ανάγνωση. Νιώθω την πλάτη μου να ευθυγραμμίζεται στην καρέκλα. Η Κρινιώ δίπλα μου έχει παγώσει—κοιτάζει κατευθείαν μπροστά της, το πρόσωπό της σαν μάρμαρο.

    «1. ΠΡΟΘΕΣΗ

    Με την παρούσα δηλώνω, σε πλήρη διαύγεια πνεύματος και χωρίς κανενός είδους πίεση, ότι επιθυμώ να καθορίσω εγγράφως τη βούλησή μου σχετικά με την ιατρική μου φροντίδα σε περίπτωση που στο μέλλον καταστεί αδύνατο να εκφράσω ο ίδιος τη θέλησή μου.»

    Εκεί κάνει μια μικρή παύση, κοιτάζοντάς μας πάνω από τα γυαλιά του. Η Κρινιώ είναι σφιγμένη σα να κάθεται πάνω σε νάρκη· έχει σταυρώσει τα πόδια της και τα έχει περάσει κάτω από την καρέκλα, σαν να προσπαθεί να γίνει μικρότερη. Μου κρατάει το χέρι τόσο δυνατά που νιώθω τα νύχια της να μπαίνουν στο δέρμα μου, αλλά δε λέω κουβέντα. Απλά τη χαϊδεύω με τον αντίχειρά μου και αφήνω το συμβολαιογράφο να συνεχίσει την ανάγνωση.

    «2. ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ

    Εφόσον καταστεί ιατρικά βέβαιο ότι:
    • Βρίσκομαι σε μη αναστρέψιμη κατάσταση μόνιμης απώλειας συνείδησης.
      ή
    • Βρίσκομαι σε τελικό στάδιο νόσου που προκαλεί αφόρητο πόνο ή ανυπόφορη ποιότητα ζωής, και δεν υπάρχει ρεαλιστική πιθανότητα βελτίωσης.»
    Βλέπω τον συμβολαιογράφο να επιβραδύνει εδώ, να δίνει βάρος σε κάθε λέξη. Η ανάσα της Κρινιώς βγαίνει κοφτή, σχεδόν συριστική· σαν να προσπαθεί να πάρει αέρα μέσα από λεπτό καλαμάκι. Το πρόσωπό της έχει γίνει σχεδόν άσπρο.

    «Επιθυμώ,
    • Να μην παραταθεί η ζωή μου τεχνητά μέσω μηχανικής υποστήριξης, ανάνηψης, σωληνοδιατροφής και/ή άλλων επεμβατικών μέσων.
    • Να χορηγείται φαρμακευτική ανακούφιση του πόνου, ακόμη και αν αυτή επιταχύνει ακούσια το θάνατό μου.
    • Να επιτρέπεται η φυσική πορεία της ζωής και να αποφεύγονται περιττές ιατρικές παρεμβάσεις που δεν προσφέρουν ποιότητα αλλά παρατείνουν απλώς τη βιολογική ύπαρξη.»
    Στη λέξη “θάνατό μου” δεν κρατιέται· της ξεφεύγει ένας λυγμός που αντηχεί στο σιωπηλό γραφείο. Η ελεύθερη παλάμη της πηγαίνει στο στόμα της, σαν να προσπαθεί να κρατήσει μέσα τους υπόλοιπους ήχους. Την χαϊδεύω τρυφερά στο χέρι, κάνοντας μικρούς κύκλους. Ο συμβολαιογράφος κατεβάζει τα γυαλιά του, μας κοιτάζει με συμπάθεια και ανακατεύει τα χαρτιά στο γραφείο του, δίνοντάς μας λίγο χρόνο.

    «Θέλετε να κάνουμε ένα διάλειμμα;» ρωτάει ήσυχα.

    Κουνάω το κεφάλι μου. «Όχι, συνεχίστε παρακαλώ.»

    Η Κρινιώ παίρνει βαθιά ανάσα και κουνάει κι εκείνη το κεφάλι της. «Είμαι εντάξει,» ψιθυρίζει. Ο συμβολαιογράφος ξεκινάει και πάλι.

    «3. ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΙΑΤΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

    Εξουσιοδοτώ ρητά την Κρινιώ Λειβαδίτη του Στυλιανού, ΑΔΤ YYYY να έχει πλήρη πρόσβαση στον ιατρικό μου φάκελο και να ενημερώνεται για την κατάστασή μου.

    4. ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ

    Σε περίπτωση που δεν μπορώ να επικοινωνήσω τη βούλησή μου, εξουσιοδοτώ την ίδια να εκπροσωπεί τη θέλησή μου ενώπιον ιατρών, νοσοκομείων και άλλων αρχών, και να μεριμνά ώστε οι ανωτέρω οδηγίες να τηρηθούν κατά το μέτρο του δυνατού.»

    Όταν ακούει το όνομά της, η Κρινιώ στρέφει το κεφάλι της και με κοιτάζει για πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησε η ανάγνωση. Τα μάτια της είναι γεμάτα δάκρυα που δεν έχουν αρχίσει ακόμη να κυλάνε, σαν λίμνες έτοιμες να ξεχειλίσουν. Της χαμογελάω ελαφρά και σφίγγω το χέρι της.

    «5. ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ

    Η παρούσα δήλωση ισχύει από σήμερα και μέχρι την έγγραφη ανάκλησή της.»

    Ο συμβολαιογράφος σταματάει, βάζει προσεκτικά τα χαρτιά στο γραφείο και μας κοιτάζει και τους δύο. «Αυτό ήταν το πρώτο έγγραφο,» λέει ήσυχα. «Θέλετε να προχωρήσουμε στο συμβόλαιο παραχώρησης;»

    Κοιτάζω την Κρινιώ, που κουνάει το κεφάλι της αργά. Η αναπνοή της έχει σταθεροποιηθεί λίγο, αλλά το χέρι της ακόμη τρέμει στο δικό μου.

    «Ναι,» του απαντάω. «Πάμε…»

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 29ο - Στη στιγμή που ποτέ δεν πιάνεται

    Οι δείκτες μου έχουν αρχίσει και παίρνουν την κατιούσα—ή για να είμαι ακριβής, την ανιούσα. Το CEA από 45 πήγε 67, το CA 19-9 από 120 έφτασε 185. Αριθμοί που για τον μέσο άνθρωπο δεν σημαίνουν τίποτα, αλλά για μένα είναι σαν το χρονόμετρο μιας βόμβας που μετράει αντίστροφα. Ο Νίκος προσπάθησε να μου το πει διπλωματικά, αλλά τον ξέρω τόσα χρόνια. Όταν αρχίζει να τρίβει το πηγούνι του και να κοιτάει τα χαρτιά αντί εμένα, ξέρω ότι τα νέα δεν είναι καλά.

    Μια μικρή παρηγοριά είναι πως η εξάπλωση στα κόκαλα είναι αργή. Μόνο δύο σημεία προς το παρόν, ένας σπόνδυλος και το δεξί ισχίο. Γιατί η τελευταία είναι εξαιρετικά επώδυνη εμπειρία, και το ξέρω από πρώτο χέρι. Υπάρχουν νύχτες που ξυπνάω με έναν πόνο σαν να με τρυπάνε με πυρωμένο σίδερο. Καλά, όχι ότι το συκώτι και οι πνεύμονες είναι βόλτα στο πάρκο, αλλά σε σχέση με κόκαλα, στομάχι ή πάγκρεας είναι …πταίσματα. Τουλάχιστον μπορώ ακόμα να αναπνέω χωρίς μηχάνημα και να τρώω στερεά τροφή.

    Εντωμεταξύ πως την έχει γλιτώσει μέχρι στιγμής το πάγκρεας είναι κάτι που αδυνατώ να καταλάβω. Είναι σαν να παίζω ρωσική ρουλέτα και κάθε φορά η σφαίρα να μην είναι στη θέση της. Thank God for small favors, υποθέτω. Αν πάει και στο πάγκρεας, Γουλιέλμος τέλος. Ο παγκρεατικός καρκίνος είναι από τους πιο επιθετικούς, θα έχω βδομάδες, όχι μήνες.

    Στα θετικά—δηλαδή σε όλα τα υπόλοιπα εκτός από τον καρκίνο μου—ο Νοέμβρης θα είναι μεγάλος μήνας. Η Κρινιώ μου θα κλείσει τα εικοσιεπτά της στις 15 του μήνα. Εικοσιεπτά χρόνια στη γη, και τι χρόνια! Και λίγες μέρες αργότερα, στις 20, θα ορκιστεί για το πτυχίο της, το οποίο πήρε με 8,3 παρακαλώ! Όγδοη στην κατάταξη του τμήματός της, από 127 αποφοίτους. Το πρόσωπό της όταν είδε τη βαθμολογία… έλαμπε σαν χίλιοι ήλιοι.

    Δε θέλει να κάνει μεταπτυχιακό. Τουλάχιστον όχι τώρα. «Κουράστηκα να διαβάζω,» μου είπε. «Θέλω να δουλέψω με τα χέρια μου, να εξυπηρετώ κόσμο.» Θα κάνει αυτό που είχε υποσχεθεί στον εαυτό της, θα δουλεύει σαιζόν μαζί με τη μητέρα της, τρέχοντας το μίνι μάρκετ.

    Η Αγγελική βέβαια είχε τελείως διαφορετική άποψη. «Είσαι έξυπνη, έχεις μυαλό, γιατί να το σπαταλήσεις στα ράφια;» της έλεγε. Προτιμούσε χίλιες φορές η Κρινιώ να κάνει το μεταπτυχιακό της και ας έπεφτε στους ώμους της όλο το βάρος των δύο επιχειρήσεων. «Μια ζωή την έχουμε, κορίτσι μου. Τώρα είναι η ώρα να σπουδάσεις.» Αλλά η Κρινιώ—που στην τελική ήταν και δική της απόφαση—δεν άκουγε κουβέντα.

    Κι εγώ συμφωνούσα με την Αγγελική, και το είπα και στην Κρινιώ. Μια νύχτα, καθώς ήμασταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, της είπα: «Ξέρεις ότι μπορώ να σε βοηθήσω οικονομικά. Δεν χρειάζεται να δουλεύεις για να συντηρείσαι όσο κάνεις το μεταπτυχιακό.» Αλλά δεν επέμεινα, σεβόμενος τα δικά της θέλω. Με κοίταξε με αυτό το βλέμμα που έχει όταν είναι αποφασισμένη. «Δεν είναι τα λεφτά, Τζωρτζίνο μου. Είναι ότι θέλω να είμαι εκεί. Με τη μαμά μου, στο νησί μας.»

    Το καλοκαίρι—και παρά την εσπευσμένη αναχώρησή μας τέλη Σεπτέμβρη—η επένδυση που είχε κάνει η Αγγελική αγοράζοντας το mini-market είχε αρχίσει να αποδίδει. Τον Αύγουστο είχαν τριπλάσιο τζίρο από πέρσι. Και εν πολλοίς αυτό οφείλεται στο ότι η Κρινιώ το έτρεχε με την υπευθυνότητα και την αποτελεσματικότητα που τη χαρακτηρίζει. Είχε φέρει POS, είχε οργανώσει τις παραγγελίες σε spreadsheet, είχε φτιάξει σελίδα στο Facebook που ενημέρωνε για τις προσφορές.

    Πάντως δεν ήταν και εντελώς αρνητική στην ιδέα του μεταπτυχιακού. «Πρώτα θα το ξεχρεώσουμε τελείως,» μου είπε δείχνοντάς μου τους υπολογισμούς της, «και μετά βλέπουμε…»

    Η φράση με χτύπησε σαν γροθιά στο στομάχι. Όσο και αν ένιωθα ευγνωμοσύνη για τη θεά Τύχη που έφερε την Κρινιώ στο δρόμο μου, και τους γιατρούς για το χρόνο που κατάφερα να κερδίσω μέχρι τώρα, υπάρχουν πράγματα σαν και αυτό που μου κάνουν το στομάχι να σφίγγεται. Λέξεις όπως «του χρόνου» πλέον για μένα είναι τόσο μακρινά όσο το «σε 5 δισεκατομμύρια χρόνια ο Ήλιος θα γίνει κόκκινος γίγαντας.» Και οι δυο φράσεις μιλάνε για πράγματα που δεν θα δω.

    Αν και θαύματα συμβαίνουν—ο Νίκος μου θυμίζει συνέχεια περιπτώσεις ασθενών που ξεπέρασαν κάθε πρόγνωση—ξέρω βαθιά μέσα μου ότι δε θα προλάβω ούτε καν τα πεντηκοστά έβδομα γενέθλιά μου. Τον Ιούλιο. Μόλις σε επτά μήνες από τώρα. Πόσο μάλλον να δω την Κρινιώ να ξεκινάει μεταπτυχιακό. Και όσο και αν είμαι εγώ που θα πάψω να υπάρχω, που θα γλιτώσω από τον πόνο και την αγωνία, δεν μπορώ να μη σκέφτομαι το «αλίμονο σ' αυτούς που μένουν πίσω.»

    Και είναι αυτό που με πονάει περισσότερο. Περισσότερο κι από τον καρκίνο. Ότι το προσωπάκι της που χαμογελάει και λάμπει σαν τον ήλιο, θα το οργώσει η θλίψη. Το βλέπω μερικές φορές όταν νομίζει ότι δεν την κοιτάω. Αυτή τη σκιά που περνάει από τα μάτια της, αυτό το σφίξιμο των χειλιών. Τα υπέροχα καστανά μάτια της θα καίνε από το δάκρυ. Θα φοράει μαύρα, αυτή που τόσο αγαπάει τα χρώματα. Η Κρινιώ είναι πολύ συναισθηματική, ξέρω ότι ο χαμός μου θα της στοιχίσει. Θα την τσακίσει.

    Ήταν… ήταν ένας από τους λόγους που τότε που τη γνώρισα δίσταζα να κάνω το επόμενο βήμα, παρόλο που έβλεπα το ενδιαφέρον της. Σκεφτόμουν: γιατί να την παρασύρω σε αυτό; Γιατί να την κάνω να με αγαπήσει όταν ξέρω ότι θα την αφήσω; Αλλά ο έρωτας είναι εγωιστής, και τελικά υπέκυψα.

    Δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές είχα αναρωτηθεί τι μου έβρισκε. Γιατί αυτό το όμορφο, γεμάτο ζωή κορίτσι να ερωτευτεί κάποιον σαν εμένα. Τριάντα χρόνια μεγαλύτερος, με φαλάκρα ακόμα και πριν τη χημειοθεραπεία, με κοιλιά που είχε δει καλύτερες μέρες. Χαμογελάω στη σκέψη ότι δε φτάνει που ήταν ερωτευμένη, ήταν και ζηλιάρα και κτητική, λες και ήμουν κανένα κελεπούρι να πούμε. Θυμάμαι μια φορά στο σούπερ μάρκετ, η ταμίας μου χαμογέλασε λίγο παραπάνω φιλικά και η Κρινιώ της έριξε ένα βλέμμα που θα μπορούσε να παγώσει λάβα.

    Που και το κελεπούρι του αιώνα να ήμουν δεν θα άλλαζε κάτι, δεν είχα μάτια για άλλη γυναίκα. Χώρος στην καρδιά μου υπήρχε για δύο θηλυκά και μόνο, την Κρινιώ μου και την Λίζι μου. Τη Λίζι που αν και ανέκαθεν ήταν χαδιάρα και αγκαλίτσας, εδώ και καιρό δεν ξεκολλούσε από πάνω μου. Με έπαιρνε στο κατόπι σαν κυνηγόσκυλο, από το κρεβάτι στην κουζίνα, από την κουζίνα στο μπάνιο, από το μπάνιο στον καναπέ. Ακόμα και τώρα, είναι κουλουριασμένη στην αγκαλιά μου, με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο στήθος μου, ακούγοντας τους χτύπους της καρδιάς μου.

    Ίσως γιατί με το αλάθητο ένστικτο που μόνο τα ζώα έχουν, είχε καταλάβει αυτό που ένιωθα και εγώ: ο χρόνος μου σε αυτή τη γη τελειώνει και προσπαθούσε να περάσει όσο περισσότερο χρόνο γινόταν κοντά μου. Μερικές φορές την πιάνω να με κοιτάζει με αυτά τα πράσινα μάτια της, σαν να προσπαθεί να με απομνημονεύσει.

    Ωστόσο, όσο και αν τα πράγματα είχαν αρχίσει να ζορίζουν, η ζωή μας δεν είχε σταματήσει. Αρνούμαι να γίνω ο άρρωστος που κάθεται στο σπίτι και περιμένει το τέλος. Και πλέον με το Γιάννη και τον Θανάση και τον Στέργιο—κοινοί μας φίλοι με το Γιάννη από τα νεανικά μας χρόνια—είχαμε αναβιώσει κάθε Παρασκευή το boys’ night out. Μπιλιάρδο, μπίρες, και βλακείες όπως όταν ήμασταν είκοσι. Μόνο που τώρα μιλάμε για χοληστερίνη και πίεση αντί για γκόμενες.

    Τυπικά δεν κάνει να πίνω αλκοόλ. Η λίστα των φαρμάκων που παίρνω είναι σαν τηλεφωνικός κατάλογος, και το αλκοόλ δεν συνδυάζεται με κανένα. Αλλά ο Νίκος μου έδωσε το ΟΚ με την υπόσχεση να μένω στη μια μπύρα. «Μία μπύρα δεν θα σε σκοτώσει,» μου είπε, και μετά συνειδητοποίησε τι είπε και κοκκίνισε. «Δηλαδή… ξέρεις τι εννοώ.»

    Και επειδή η Κρινιώ κατάλαβε ότι η υπόσχεση στο Νίκο είχε τόσο βάρος όσο το «από Δευτέρα δίαιτα»—με ξέρει πολύ καλά η μικρή—με έβαλε να της υποσχεθώ το ίδιο πράγμα. Με κοίταξε με αυτά τα μάτια που δεν μπορώ να αντισταθώ και μου είπε: «Υποσχέσου μου. Μία. Μπύρα.» Και έτσι, εντέχνως αφήνοντας απέξω την ποσότητα του ποτηριού, έμεινα στη μια μπύρα. Στην πιο μεγάλη κανάτα που βρήκα.

    «Χαχαχα,» γελάει ο Γιάννης όταν βλέπει το «ποτήρι» μου που είναι ουσιαστικά μια μικρή δεξαμενή. «Τα δικά μας logistics δεν επιτρέπουν δημιουργική λογιστική, αλλά μ' αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι! Αν ήσουν λογιστής θα είχες φυλακιστεί, αλλά θα ήσουν πλούσιος!»

    “Hear-hear!” λένε Θανάσης και Στέργιος, σηκώνοντας τα δικά τους—κανονικά—ποτήρια, και τσουγκρίζουμε. Το δικό μου θυμίζει περισσότερο βαρέλι, χρειάζομαι και τα δύο χέρια για να το σηκώσω. Αλλά το λόγο μου τον κράτησα, ένα ποτήρι ήπια. Απλά του πήρε τρεις ώρες να τελειώσει.

    Φυσικά η Κρινιώ δεν είχε πέσει από τον Άρη με αλεξίπτωτο. Την ήξερα αρκετά καλά για να καταλάβω ότι είχε ήδη μυριστεί την πονηριά. Οπότε το ίδιο βράδυ, μόλις γύρισα σπίτι, «τιμωρήθηκα».

    «Έλα εδώ εσύ,» μου λέει με φωνή που δεν επιδέχεται αντίρρηση. Φοράει το μαύρο σέξι μεταξωτό νυχτικό της που λατρεύω, και κρατάει τη βίτσα στο χέρι της. «Πόσο μεγάλο ήταν το ποτήρι;»

    «Ποιο ποτήρι;» ρωτάω αθώα, ρίχνοντάς το στο τσάμικο.

    «Τζωρτζίνο…» Ο τόνος της είναι προειδοποιητικός, ωστόσο το χαμόγελο που προσπαθεί να κρύψει λέει τελείως διαφορετική ιστορία.

    «Ίσως λίγο μεγαλύτερο από το κανονικό,» παραδέχομαι. «Πάντως έμεινα στο ένα ποτήρι, αλήθεια λέω!» συνεχίζω χαχανίζοντας.

    «Πόσο λίγο;» με ρωτάει χωρίς να καταπιεί το δόλωμα.

    «Δύο λίτρα,» απαντάω μέσα απ’ τα δόντια μου.

    «ΔΥΟ ΛΙΤΡΑ;» Τα μάτια της αστράφτουν.

    Η …δικαστική απόφαση είναι να της ρίξω 100 με τη βίτσα, χωρίς safeword (και υπενθυμίζω ότι ο μόνος που κάνει χρήση του safe word είμαι εγώ, η ντροπή των σαδιστών). Καλά το λέω, έχω να φάω φάσκελο από τον De Sade όταν ανταμωθούμε που θα πάει σύννεφο.

    «Είσαι ακόμα τιμωρία! Σάλιο και κολπικά υγρά!» μου λέει χαχανίζοντας τουρλώνοντάς μου τον ποπό της.

    «Σκληρή καργιόλα!» απαντάω χαχανίζοντας.

    «Α, όλα και όλα! Καργιόλα είναι αυτή που πάει με όλους εκτός από εσένα! Εγώ κάνω ακριβώς το αντίθετο!»

    «Στα λόγια μου έρχεσαι!» της λέω. «Για όλους τους υπόλοιπους είσαι σκληρή καργιόλα!» της λέω και βάζει τα γέλια, ακόμα και στο σεξ, τσίρκο είμαστε.

    Και δεν το αλλάζω με τίποτα.

    Άλλωστε αυτό είχα ερωτευτεί με του την είχα πρωτοαντικρίσει, το γέλιο της. Και αυτό είχε ερωτευτεί πάνω μου, πόσο εύκολα την κάνω και γελάει. Και όσο μπορώ να της προφέρω ακόμα αυτό το γέλιο θα συνεχίσω να το κάνω, ακόμα και αν μετά το κάθε μας session θυμίζω την Αφροδίτη της Μήλου—με φαλάκρα αντί στήθος.



    Στα γενέθλιά της είμαστε οι ίδιοι όπως με πέρσι—ίδια παρέα, ίδιο μέρος, ίδια διάθεση. Και τα γιορτάσαμε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, σαν να ήταν μια ιεροτελεστία που έπρεπε να τηρηθεί κατά γράμμα. Ο Παύλος είχε ξεκινήσει από το πρωί με την προετοιμασία του αντικριστού, κινούμενος γύρω από τη φωτιά με την ίδια ευλαβική προσοχή που είχε πέρσι.

    «Παράδοση είναι αυτή!» είχε δηλώσει όταν τον ρώτησα αν θέλει βοήθεια. «Δεν αλλάζεις κάτι που δουλεύει τέλεια!»

    Και είχε δίκιο. Φάγαμε μέχρι να μας βγει από τις μύτες. Το αντικριστό εννοείται ότι ήταν το κυρίως γεύμα, με το κρέας να λιώνει στο στόμα σαν βούτυρο. Αλλά βάλε τις σαλάτες που είχαν ετοιμάσει η Κρινιώ με την Αγγελική, βάλε τους μεζέδες που είχε φέρει η Κατερίνα—και φέτος είχαμε και ξύγαλο και στάκα που είχε στείλει ένας φίλος του Παύλου από την Κρήτη—καταλήξαμε και πάλι το μεσημέρι ένα ολόκληρο τραπέζι να θυμίζει βόες σε καταληψία.

    Ο Γιάννης έχει ξαπλώσει στην καρέκλα με τα χέρια πάνω στην κοιλιά του, σαν Βούδας που είχε φάει όλες τις προσφορές των πιστών.

    “I regret nothing!” λέει σηκώνοντας αδύναμα το ένα χέρι σαν στρατηγός που δίνει το σύνθημα της επίθεσης, έχοντας ξεκουμπώσει τη ζώνη του για να μη γίνουμε “meaning of life”

    Εδώ κανονικά σηκώνει απαντήσεις τύπου «μια ζωή την έχουμε,» ή «θα σου έρθει ο λογαριασμός στη χοληστερίνη,» αλλά εμού παρόντος τι να πεις από αυτά; Κοιτάζω γύρω μου τα πρόσωπα των ανθρώπων που αγαπώ, νιώθω το βάρος του χρόνου αλλά και τη γλύκα της στιγμής. Αυτό που δεν λέει κανένας τους το λέω εγώ.

    Σηκώνομαι αργά, παίρνω το ποτήρι μου στο χέρι. Νιώθω όλα τα βλέμματα να στρέφονται πάνω μου.

    «Μια ζωή την έχουμε!» τους λέω σηκώνοντας το ποτήρι μου για να κάνω σπονδή. Η φωνή μου είναι δυνατή, καθαρή. «Και η αξία της δεν μετριέται σε μάκρος, μετριέται σε ένταση.» Κάνω μια παύση, κοιτάζω την Κρινιώ στα μάτια. «Στο πόσο αγάπησες και πόσο αγαπήθηκες.» Υψώνω το ποτήρι ακόμα πιο ψηλά. «Άσπρο πάτο! Ποτέ δε θα πεθάνουμε κουφάλα νεκροθάφτη!» Η φωνή μου δυναμώνει, γίνεται σχεδόν πολεμική κραυγή. «Γιατί ο πραγματικός θάνατος δεν είναι να φύγεις από τη ζωή, είναι να τη ζεις σα πεθαμένος!»

    Για μια στιγμή επικρατεί απόλυτη σιωπή. Βλέπω την Αγγελική να σκουπίζει διακριτικά ένα δάκρυ. Η Κρινιώ με κοιτάζει με μάτια που λάμπουν.

    Ο Παύλος είναι ο πρώτος που σηκώνει το ποτήρι, με μια κίνηση γρήγορη και αποφασιστική, κόβοντας με τη μία τον κίνδυνο της μουγκαμάρας που θα μπορούσε να ακολουθήσει το ξέσπασμά μου.

    «Λεβέντες γεννηθήκαμε, λεβέντες θα φύγουμε! Στις χαρές μας!» κάνει τσουγκρίζοντας πρώτος με τόση δύναμη που νόμιζα ότι θα σπάσει το ποτήρι.

    «Στις χαρές μας,» απαντάνε ένας-ένας όλοι σηκώνοντας τα ποτήρια τους σαν ιππότες που ορκίζονται πίστη, και μετά παίρνω και πάλι σειρά.

    «Και στην Κρινιώ μας!» Στρέφομαι προς το μέρος της, το χαμόγελό μου γίνεται πιο τρυφερό. «Πού πήρε το πτυχίο της και αποδείχτηκε ακόμα μεγαλύτερος μάγος των logistics από τις αφεντομουτσουνάρες μας.» Όλοι γελάνε, και εγώ συνεχίζω με φωνή που τρέμει ελαφρά από συγκίνηση. «Χιλιόχρονη, μωρό μου! Στο ταξίδι που συνεχίζεται! Στο όνειρο που δε σταματά!»

    «Στην Κρινιώ μας!» φωνάζουν όλοι με τόση ένταση που σίγουρα μας άκουσε όλη η γειτονιά, και η Κρινιώ δακρυσμένη σηκώνεται από τη θέση της και έρχεται κοντά μου, γέρνει πάνω μου θάβοντας το πρόσωπό της στον ώμο μου.

    «Σ' αγαπάω!» μου λέει ψιθυριστά, και νιώθω τα δάκρυά της να βρέχουν το πουκάμισό μου.

    Την κρατάω για λίγο έτσι, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. Μετά την απομακρύνω απαλά, σκουπίζω τα δάκρυά της με τους αντίχειρές μου.

    «Και τώρα, το δώρο σου!» της κάνω χαμογελώντας σκανταλιάρικα, τα φρύδια μου σηκώνονται πάνω-κάτω συνωμοτικά. «Ή μάλλον, τα δώρα σου!»

    Με θεατρικές κινήσεις σκύβω κάτω από το τραπέζι και ανοίγω την τσάντα που είχα επιμελώς κρυμμένη δίπλα μου. Βγάζω από μέσα έναν φάκελο, τον κρατάω για λίγο μπροστά μου δημιουργώντας αγωνία.

    «Πρώτο δώρο!» ανακοινώνω με ύφος κονφερανσιέ που παρουσιάζει το επόμενο νούμερο. «Είναι τα συμβόλαια, πλέον είσαι και επισήμως η κυρά του σπιτιού!» της λέω χαμογελαστά, δίνοντάς της τον φάκελο.

    Η Κρινιώ παίρνει τον φάκελο με χέρια που τρέμουν. Τον ανοίγει αργά, διαβάζει τις πρώτες γραμμές, και τότε τα μάτια της βουρκωμένα. Με κοιτάζει, κοιτάζει τα χαρτιά, με ξανακοιτάζει.

    «Εσύ το έκανες σπιτικό. Το δικό μας σπιτικό!» της λέω συγκινημένος και με μάτια που τσούζουν. Νιώθω τον λαιμό μου να σφίγγεται. «Τώρα είναι επίσημα και δικό σου.»

    Η Κρινιώ από την άλλη έχει βάλει τα κλάματα του καλού καιρού. Αφήνει τον φάκελο στο τραπέζι και πέφτει στην αγκαλιά μου, κλαίγοντας με λυγμούς. Όλοι χειροκροτούν ενθουσιωδώς, ενώ η Αγγελική και κοιτάζει και εκείνη δακρυσμένη.

    «Περίμενε!» λέω σηκώνοντας το χέρι μου θεατρικά. «Δεν τελειώσαμε! Δεύτερο δώρο!» ανακοινώνω. Βγάζω από την τσάντα έναν ακόμα φάκελο, αυτή τη φορά με εικόνες από κρουαζιερόπλοια. «Ααα, κρουαζιέρα θα σε πάω, ααα γιατί σε νοιάζομαι και σ’ αγαπάω.» Κάνω μια δραματική παύση. «Δέκα μέρες Καραϊβική να κάνω το δόλωμα στους καρχαρίες, και όποιος τολμήσει ας με πλησιάσει, Βιανέξ θα γίνει με τα φάρμακα που παίρνω!» λέω χαχανίζοντας.

    Όλοι βάζουν τα γέλια με το μακάβριο χιούμορ μου, αλλά η Κρινιώ με κοιτάζει με μάτια που είναι ταυτόχρονα γεμάτα γέλιο και δάκρυα.

    «ΤΖΩΡΤΖΙΝΟ ΜΟΥ!» λέει μέσα σε λυγμούς η Κρινιώ, πετώντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου και σφίγγοντάς με πάνω της τόσο δυνατά που δυσκολεύομαι να αναπνεύσω.

    «Δεν τελείωσα!» καταφέρνω να πω μέσα από την αγκαλιά της. «Τρίτο δώρο,» λέω βγάζοντας τρεις κομψούς φακέλους. «Αυτό είναι και για τις τρεις κυρίες,» κάνω μια χειρονομία προς την Κρινιώ, την Αγγελική και την Κατερίνα, «ένα διήμερο σε SPA, με τα έξοδα όλα πληρωμένα!»

    Οι τρεις γυναίκες αλληλοκοιτάζονται με ενθουσιασμό.

    «Σοβαρά;» ρωτάει η Κατερίνα. «Όλες μαζί;»

    «Όλες μαζί! Μασάζ, περιποιήσεις, χαλάρωση, ό,τι θέλει η ψυχή σας!» Γυρίζω προς τους άντρες με συνωμοτικό ύφος. «Τα αγοράκια θα πνίξουμε τον καημό μας στη μπύρα!» Ο Γιάννης και ο Παύλος σηκώνουν επιδοκιμαστικά τις γροθιές τους. «Και ναι, ξέρω,» προσθέτω γρήγορα βλέποντας το βλέμμα της Κρινιώς, «στο ορκίζομαι μία θα πιώ!» Κάνω μια δραματική παύση. «Από το βαρέλι!» συμπληρώνω, κάνοντας όλη την παρέα να βάλει τα γέλια μέσα σε δυνατά χειροκροτήματα.

    «Έχει και τέταρτο;» ρωτάει η Κρινιώ σκουπίζοντας τα μάτια της που έχουν κοκκινίσει από το κλάμα και το γέλιο.

    «Το τέταρτο και τελευταίο δώρο είναι και το πιο πρακτικό.» Βγάζω ένα τελευταίο χαρτί. «Σεμινάριο logistics εφοδιασμού και διαχείρισης καταστημάτων για τη μάγισσα των mini markets!» της λέω χαχανίζοντας. «Είναι το top του top, με τους καλύτερους εισηγητές!» Σοβαρεύω για λίγο. «Βέβαια γι' αυτό θα πρέπει να βάλεις κωλαράκι κάτω!»

    «Θα βάλω ό,τι κωλαράκι θες!» απαντάει η Κρινιώ με ένα πονηρό χαμόγελο που μόνο εγώ καταλαβαίνω τι σημαίνει.

    Δεν λέω φυσικά ότι θα έχει το επιπλέον challenge του στρωσίματος κώλου μετά τη χρήση βίτσας, αυτές είναι ιδιωτικές λεπτομέρειες! Απλά της κλείνω το μάτι συνωμοτικά.

    «Τζωρτζίνο μου,» λέει η Κρινιώ παίρνοντας το πρόσωπό μου στα χέρια της, «είσαι… είσαι…» Δεν βρίσκει τα λόγια, οπότε με φιλάει. Ένα φιλί γεμάτο αγάπη, ευγνωμοσύνη, και υπόσχεση.

    Όταν χωρίζουμε, όλη η παρέα μας κοιτάζει με χαμόγελα. Ο Παύλος σηκώνει το ποτήρι του.

    «Στον Γιώργο!» φωνάζει. «Που μας θυμίζει καθημερινά πώς να ζούμε!»

    «Στον Γιώργο!» επαναλαμβάνουν όλοι.

    Κοιτάζω γύρω μου αυτούς τους ανθρώπους που αγαπώ, νιώθω την Κρινιώ δίπλα μου, και ξέρω ότι όσο κι αν κρατήσει αυτό το ταξίδι, είναι ένα ταξίδι που άξιζε κάθε στιγμή του.



    Ήρθε επιτέλους και η μέρα της ορκωμοσίας. Είναι Παρασκευή 20 Νοεμβρίου του σωτηρίου έτους 2026. Το πρωί ξύπνησα με μια περίεργη ανάμειξη συναισθημάτων, περηφάνια για την Κρινιώ μου, χαρά που θα είμαι εκεί να τη δω, και εκείνο το μικρό τσίμπημα στο στομάχι που μου θυμίζει ότι κάθε τέτοια στιγμή είναι πολύτιμη.

    Η Κρινιώ μου ντυμένη με ένα όμορφο φόρεμα σε απαλό μπλε που της πηγαίνει τέλεια με το δέρμα της, λάμπει σαν άστρο. Στριφογυρίζει μπροστά στον καθρέφτη για τελευταία φορά, ισιώνοντας ανύπαρκτες τσακίσεις.

    «Είμαι καλά;» με ρωτάει για πέμπτη φορά, και βλέπω στα μάτια της την ίδια ανασφάλεια που έχουν όλοι οι άνθρωποι στις μεγάλες στιγμές τους.

    «Είσαι η πιο όμορφη πτυχιούχος του κόσμου!» της απαντώ, και το εννοώ. «Θα κλέψεις την παράσταση!»

    Το ίδιο και η Αγγελική, με ένα κομψό ταγιέρ σε μπορντό που την κάνει να δείχνει σαν καθηγήτρια πανεπιστημίου, ενώ εγώ και ο Παύλος είμαστε με τα κουστούμια μας και τις γραβάτες μας σαν γαμπροί.

    «Κοίτα μας!» λέει ο Παύλος ισιώνοντας τη γραβάτα του. «Σαν τους Blues Brothers!»

    «Ναι, αλλά σε βερσιόν “One flew over the cuckoo’s nest”!» του απαντώ και βάζει τα γέλια.

    Βέβαια είχαμε κάποια τεχνικά προβλήματα, γιατί όπως είχα αρχίσει να χάνω κιλά χρειάστηκε να αγοράσουμε και άλλο κουστούμι—αυτό που είχα φορέσει στο γάμο της Αγγελικής και του Παύλου, λίγο παραπάνω από τρεις μήνες πριν, έπεφτε πλέον πάνω μου σα σακί.

    Ωστόσο μοντέλο ο δικός σου, και μπράβο μου. Με το navy blue σακάκι, το πολύ ανοιχτό ροζ πουκάμισο και την κόκκινη γραβάτα (και λίγο make up για το χρώμα, είναι η αλήθεια) ήμουν σαν φαλακρό μοντέλο. Περήφανο φαλακρό μοντέλο.

    Στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη και κάνω πόζες. Blue Steel από το Zoolander, Le Tigre, ακόμα και Magnum.

    «Κούκλος, σκέτος πανούκλος,» χαχανίζω από μέσα μου κλείνοντας το μάτι στον εαυτό μου στον καθρέφτη.

    «Τι κάνεις εκεί;» με ρωτάει η Κρινιώ περνώντας από δίπλα.

    «Εξασκούμαι στο modeling! Σκέφτομαι να αλλάξω καριέρα!» της απαντώ κάνοντας άλλη μια υπερβολική πόζα.

    «Α, ναι;» λέει γελώντας. «Και τι θα διαφημίζεις;»

    «Φάρμακα! Θα γίνω το πρόσωπο της πολυφαρμακίας! “Παίρνετε πάνω από 10 χάπια τη μέρα; Join the club!”»

    Η Κρινιώ με αγκαλιάζει από πίσω και ακουμπάει το κεφάλι της στην πλάτη μου. «Είσαι ο πιο όμορφος άντρας του κόσμου,» μου ψιθυρίζει. «Και όχι επειδή φοράς κουστούμι.»

    Φτάνουμε στο Πανεπιστήμιο και το αμφιθέατρο είναι ήδη γεμάτο. Οι φοιτητές με τις τηβέννους τους μοιάζουν με σμήνος από μαύρα πουλιά που ετοιμάζονται να πετάξουν. Οι γονείς με τις φωτογραφικές μηχανές στα χέρια, τα μικρά αδέρφια που βαριούνται ήδη, η ατμόσφαιρα γεμάτη προσμονή και υπερηφάνεια.

    Η τελετή ήταν πολύ όμορφη, με τους καθηγητές να μπαίνουν με τις τηβέννους τους σαν αρχαία πομπή, και τα δάκρυα έπεσαν βροχή, τόσο που η Αγγελική αναγκάστηκε να φτιάξει το make up της πριν βρεθεί κανείς να της πει «Πήγαινέ με στον αρχηγό σου!»

    «Μαμά, θα ξεβαφτείς!» την προειδοποιεί η Κρινιώ δίνοντάς της ένα χαρτομάντιλο.

    «Δεν μπορώ, είμαι τόσο συγκινημένη!» απαντάει η Αγγελική με φωνή που τρέμει. «Το μωρό μου πήρε πτυχίο!»

    Και το κοροϊδεύω αλλά μιας και σήμερα φορούσα κι εγώ ελαφρύ make-up για να μη φαίνομαι σαν extra από το Walking Dead, είχα τα ίδια ακριβώς προβλήματα με μια σημαντική διαφορά. Σε μένα δε θα έλεγαν «Πήγαινέ με στον αρχηγό σου» αλλά «ρε σεις, ποιος έβγαλε το πτώμα από την κάσα;» και άντε να τους πείσεις ότι η παρουσία μου δεν είχε κάτι από το “Weekend at Bernie’s.”

    Γέρνω προς τον Παύλο που κάθεται δίπλα μου. «Πες μου ειλικρινά, μοιάζω με zombie;»

    «Όχι,» μου απαντάει σοβαρά. «Περισσότερο με βρικόλακα.

    «Πες το ντε να ησυχάσω!» του απαντάω χαχανίζοντας.

    Με την Κρινιώ δεν μπορώ να κάνω μαύρο αυτοσαρκαστικό χιούμορ γιατί το παίρνει πολύ βαριά και στεναχωριέται, αλλά με τον Παύλο δεν υπάρχει τέτοιο πρόβλημα, και κάπως έτσι βρεθήκαμε να χαχανίζουμε και οι δύο σαν κοριτσάκια, με κίνδυνο να εισπράξουμε κανένα κεραυνό από τις γυναίκες μας.

    Στο διάλειμμα, ενώ περιμένουμε να ξεκινήσει η απονομή των πτυχίων, κρυβόμαστε πίσω από μια κολώνα για να μου φτιάξει η Αγγελική το make up που είχε λιώσει.

    «Μείνε ακίνητος!» με διατάζει κρατώντας το μικρό νεσεσέρ που είχε φέρει μαζί της. «Και σταμάτα να γελάς!»

    «Δεν μπορώ! Νιώθω σαν να ετοιμάζομαι για την κηδεία μου!»

    «ΓΙΩΡΓΟ!» με μαλώνει, αλλά βλέπω ότι προσπαθεί να μη γελάσει κι αυτή.

    Δε βαριέσαι, ο βρεγμένος τι βροχή να φοβηθεί; Κι εγώ ήμουν ήδη μούσκεμα. Τελειώνει η δουλειά της και κάνω ένα βήμα πίσω.

    “It's alive! alive!” κάνω σηκώνοντας τα χέρια μου ψηλά σαν τον Dr. Frankenstein βγαίνοντας πίσω από την κολώνα που είχα κρυφτεί και του Παύλου του ξεφεύγει ένα ροχαλητό, και τρώει μια σκουντιά στην πλάτη από την περήφανη μαμά!

    «Θα σοβαρευτείτε επιτέλους;» μας μαλώνει, αλλά τα χείλη της τρέμουν από το γέλιο που προσπαθεί να κρατήσει.

    «Μα είμαι σοβαρός… σαν καρκίνος του πνεύμονα,» δεν μπορώ να κρατηθώ εγώ, για να κερδίσω νέο ροχαλητό του Παύλου και αυτή τη φορά δικό μου σκούντημα από την Αγγελική.

    «Γελάω;» με ρωτάει προσπαθώντας να κάνει αυστηρό πρόσωπο, αλλά τη βλέπω, με τα ζόρια κρατιέται να κρατηθεί σοβαρή.

    “If life seems jolly rotten / There’s something you’ve forgotten…” απαντάω τραγουδιστά κάνοντας και τις κινήσεις από το “Always look on the bright side of life” και αυτή τη φορά το ροχαλητό του Παύλου είναι ακόμα πιο δυνατό, ενώ η φουκαριάρα η Αγγελική έχει αρχίσει να θυμίζει τους Ρωμαίους στρατιώτες από τη σκηνή του Biggus Dickus στο Life of Brian , τα χείλη της σφιγμένα, το πρόσωπό της κόκκινο από την προσπάθεια.

    «Θα τα πω όλα στην Κρινιώ!» μου λέει απειλώντας με μέ επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων.

    «Ώπα, έβαλε τα μεγάλα μέσα!» λέει ο Παύλος και αυτή τη φορά είμαι εγώ εκείνος που του ξεφεύγει το ροχαλητό.

    Αλλά κάπου εκεί ακούγεται το καμπανάκι και αρχίζουν και καλούν τους φοιτητές για να τους δώσουν τα πτυχία τους, οπότε σοβαρευόμαστε και οι τρεις σαν μαθητές που τους έπιασε ο δάσκαλος να κάνουν αταξίες.

    Καθόμαστε στις θέσεις μας και περιμένουμε. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Όχι από την αρρώστια—από συγκίνηση. Από περηφάνια. Από αγάπη.

    «Κρινιώ Λειβαδίτη» ακούμε τη φωνή του κοσμήτορα να αντηχεί στο αμφιθέατρο και η Κρινιώ πηγαίνει χαμογελαστή με βήματα που προσπαθούν να φανούν ήρεμα αλλά βλέπω το μικρό τρέμουλο στα χέρια της να παραλάβει το πτυχίο της από τον κοσμήτορα της σχολής.

    Έχω αφήσει στον Παύλο τα καθήκοντα του κάμεραμαν που έχει ήδη βγάλει το κινητό του και καταγράφει τα πάντα καθώς εγώ θέλω να ζήσω τη στιγμή με τα μάτια μου.

    Την βλέπω να ανεβαίνει τα σκαλιά. Να δίνει το χέρι της στον κοσμήτορα. Να παίρνει το πτυχίο. Να γυρίζει προς το κοινό με εκείνο το λαμπερό χαμόγελο. Και ξέρω ότι με ψάχνει με το βλέμμα της. Όταν τα μάτια μας συναντιούνται, της κάνω ένα μικρό νεύμα και της στέλνω ένα φιλί στον αέρα.

    Μάτια που τρέχουν με κίνδυνο να χαλάσει και πάλι το make-up—Θεέ μου τι ζω στο παρά πέντε μου—αλλά και μόνο γι’ αυτό το λαμπερό χαμόγελο που βλέπω στο podium, τσιμέντο να γίνει.

    Η Αγγελική δίπλα μου έχει ήδη βγάλει το δεύτερο πακέτο χαρτομάντιλα. Ο Παύλος συνεχίζει να βιντεοσκοπεί προσπαθώντας να κρατήσει σταθερό το χέρι του. Κι εγώ απλά στέκομαι εκεί, βλέποντας το κορίτσι που αγαπώ να παίρνει το πτυχίο της, και νιώθω ότι η ζωή μου είχε νόημα.

    Μετά την τελετή, βγαίνουμε όλοι έξω για φωτογραφίες. Η Κρινιώ ποζάρει με το πτυχίο της, μόνη της, με την Αγγελική, με εμένα, με όλους μαζί.

    Μιας και τα κορίτσια θα περάσουν Σ/Κ στο SPA που τους είχα κλείσει από την προηγούμενη εβδομάδα και οι ρεμπεσκέδες σε μπυραρία, για σήμερα αναβάλλεται το guys’ night out, καθώς το πτυχίο της θα το γιορτάσουμε με φόντο την Ακρόπολη, και την καλύτερη σαμπάνια του μαγαζιού.

    «Καρδούλα μου, είμαι τόσο περήφανος για σένα,» της κάνω αγκαλιάζοντάς την τρυφερά στο εστιατόριο, με την Ακρόπολη να λάμπει πίσω μας.

    «Τζωρτζίνο, άσε τις γαλιφιές, μου τα είπε η μαμά τα χαΐρια σου, και τα δικά σου, και του ανεπρόκοπου του πεθερού σου!»

    “I regret nothing,” λέει ο Παύλος χαχανίζοντας σηκώνοντας το ποτήρι του σαν χαιρετισμό.

    «Τι είπες, μωρό μου;» τον ρωτάει η Αγγελική με εκείνο το ύφος που έχουν οι γυναίκες όταν ξέρουν ότι ο άντρας τους έκανε κάποια μαλακία.

    «Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα / Μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ,» αρχίζω εγώ τα “τραγούδια της φωτιάς,” με δραματική φωνή, για να κερδίσω ένα παιχνιδιάρικο ping στη μύτη.

    «Σκασμός εσύ, Αντωνάκη!» λέει ο Παύλος και βάζουμε και οι τέσσερεις τα γέλια.

    «Και πάει και το “μου”,» συμπληρώνω με μελοδραματικό ύφος βάζοντας το χέρι στην καρδιά μου.

    «Αυτό το κόλπο με τη μύτη, πιάνει και στους καρχαρίες να ξέρεις!» λέω στην Κρινιώ, αναφερόμενη στο ταξίδι μας στην Καραϊβική που θα ξεκινούσαμε σε δύο εβδομάδες.

    «Εμένα πάντως μου είχε φύγει η ούγια,» λέει ο Παύλος αναφερόμενος στο ταξίδι του μέλιτος στις Μαλδίβες. «Μην ανησυχείτε, αν ακολουθήσετε τις οδηγίες δε θα σας πειράξουν, μας έλεγαν.» Κάνει μια παύση για δραματικό εφέ. «Μωρέ εμείς να τις ακολουθήσουμε τις οδηγίες, οι καρχαρίες θα τις ακολουθούσαν;» συνεχίζει κάνοντάς μας να βάλουμε τα γέλια.

    «Κατά τα φαινόμενα τις ακολούθησαν,» απαντάω. «Εκτός και αν έχεις κανένα ξύλινο πόδι και μας το κρύβεις!»

    «Όχι, εντάξει… ήταν καλά παιδάκια, δε χρειάστηκε αλλαγή μαγιό!» απαντάει αυτή τη φορά η Αγγελική κοκκινίζοντας ελαφρά.

    «Εγώ δε φοβάμαι, πάντως!» λέω τάχα μου ανέμελα. «Λένε πως οι καρχαρίες έχουν οξύτατη όσφρηση, κι εγώ μυρίζω σα φαρμακαποθήκη!»

    «Εμ δε θα φάνε εσένα, εμάς θα φάνε!» με πειράζει η Κρινιώ.

    «Μη φοβάσαι μωρό μου! Η παρουσία μου είναι κρυπτονίτης για τη θαλάσσια ζωή, μέχρι και τα κοράλλια θα βγάλουν φτερά στην πλάτη!» της απαντάω χωρίς να χάσω beat και βάζει τα γέλια.

    «Αλήθεια, πότε φεύγετε;» ρωτάει ο Παύλος. «Στις γιορτές σας περιμένουμε Γύθειο!»

    «Μην ανησυχείς, τα έχουμε κάνει τα κουμάντα μας!» τον καθησυχάζω. «Είπαμε, logistics’ wizard!» Κάνω μια χειρονομία προς την Κρινιώ που χαμογελάει περήφανα.

    «Ωραία!» λέει τρίβοντας δυνατά τα χέρια του με ικανοποίηση. «Καλή η Βιέννη αλλά τίποτα δε συγκρίνεται με τη θαλπωρή της οικογένειας τα Χριστούγεννα!»

    «Θα κατέβει και η κόρη σου με το γαμπρό σου;» τον ρωτάω.

    «Εννοείται! Θα κάνουμε και Χριστούγεννα και πρωτοχρονιά όλοι μαζί. Και αρκετό αρνί φάγαμε για φέτος! Κάτω θα μάθεις τι σημαίνει γουρουνοπούλα!» μου λέει με πάθος πλανόδιου πωλητή.

    «Το νου σου στο φαΐ, εσένα!» τον πειράζει η Αγγελική.

    «Μωρέ καλά κάνει!» απαντάω εγώ. Πέρσι δηλαδή που έφαγα τάρανδο, τι κατάλαβα; Και δεν έλεγε και τίποτα σαν κρέας, και είχα και την κόρη σου που μου γκρίνιαζε όλη την υπόλοιπη μέρα ότι έφαγα τον Ρούντολφ το ελαφάκι!» συνεχίζω, και, αν και την ξέρουν την ιστορία, βάζουν και πάλι τα γέλια και οι δυο τους, ενώ η Κρινιώ μου βγάζει τη γλώσσα της.

    «Τέτοιος ήσουν!» μου κάνει με ψεύτικα παραπονιάρικο βλέμμα.

    «Σε είχα προειδοποιήσει μωρό μου, όταν με ρώτησες αν μου κάνει καρδιά.» της λέω και κάνω μια δραματική παύση. «Και καρδιά μου έκανε, και πνευμόνι μου έκανε, και ολόκληρη συκωταριά μου έκανε!» της λέω, κερδίζοντας ένα δυνατό ΠΡΡΡΡΡΡ που με γεμίζει σάλια, ενώ Αγγελική και Παύλος βάζουν ξανά τα γέλια με τα καμώματά μας.

    Καθώς η βραδιά προχωράει και η σαμπάνια ρέει, σηκώνω το ποτήρι μου για μια τελευταία πρόποση.

    «Στην Κρινιώ μου,» λέω και η φωνή μου σοβαρεύει. «Που σήμερα δεν πήρε απλά ένα χαρτί. Έλαβε την ανταμοιβή των κόπων της όλα αυτά τα χρόνια.» Κάνω μια μικρή παύση. «Και ό,τι και αν μου έφερε η ζωή, είμαι ευγνώμων που αξιώθηκα να είμαι παρόν σε τούτη τη στιγμή.»

    Γιατί στιγμές σαν και αυτές αξίζουν περισσότερο απ’ όσο αξίζουν χρόνια ολόκληρα.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
    Last edited: 14 Ιουνίου 2025
  3. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Premium Member Contributor

    Τι όμορφο που είναι!
     
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 30ο - Κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις

    Τη λίγη ζωή που κέρδισα πλάι της την ήπια γουλιά-γουλιά. Πρόλαβα τα εικοστά έβδομα γενέθλιά της. Πρόλαβα να τη δω να ορκίζεται και να παραλαμβάνει το πτυχίο της. Πρόλαβα να πάμε και μια τελευταία κρουαζιέρα στην Καραϊβική. Πρόλαβα και τις τελευταίες μας χριστουγεννιάτικες διακοπές στο Γύθειο, με την Αγγελική, τον Παύλο, την κόρη του, τον γαμπρό του και την εγγονούλα του.

    Λες και ο καρκίνος περίμενε υπομονετικά να τα ζήσω όλα αυτά, κάνοντάς μου το τελευταίο του δώρο· περιμένοντας μέχρι να έρθει και η επόμενη άνοιξη. Κι εκεί, έκανε νέα μετάσταση.

    Και ξέραμε ότι αυτή θα είναι και η τελευταία.



    Δεν ήθελα να έρθει μαζί μου. Παρακάλεσα, επέμεινα, σχεδόν διέταξα. Δεν ήξερα πως θα αντέξω τον πόνο στα μάτια της, πώς θα μπορούσα να σηκώσω το βλέμμα μου και να δω την καρδιά της να ραγίζει, τη στιγμή που θα άκουγε αυτό που εγώ ήδη ήξερα. Τα χέρια μου έτρεμαν μέσα στα δικά της καθώς περιμέναμε έξω από το ιατρείο, αλλά εκείνη τα κρατούσε σταθερά, σαν άγκυρα.

    Δεν μου άφησε περιθώρια. Με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα που δεν επιδέχεται αντίρρηση και είπε απλά: «Μαζί, Γιώργο. Τα πάντα μαζί.» Έτσι απλά. Και ήρθε μαζί μου, καθισμένη δίπλα μου τώρα, με την πλάτη ίσια, τους ώμους τεντωμένους, σαν στρατιώτης έτοιμος για μάχη που ξέρει ότι δεν μπορεί να κερδίσει, αλλά θα πολεμήσει με τιμή ως το τέλος.

    Δε χρειάζεται να μας το πει ο γιατρός. Το σώμα μου μιλά τη δική του αλήθεια, αυτή που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει πια. Ο βαθύς πόνος που ξεκινά από τα σπλάχνα μου και απλώνεται σαν δηλητήριο. Η κούραση που κάνει ακόμα και το βλέφαρο να ζυγίζει σαν μολύβι. Η απώλεια βάρους που κάνει τα ρούχα μου να κρέμονται σαν σακούλες πάνω σε κρεμάστρα. Ξέρω. Η Κρινιώ ξέρει. Ο Νίκος απλώς θα επιβεβαιώσει αυτό που δεν μπορούμε πια να προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχει.

    «Έκανε μετάσταση στο πάγκρεας,» μας λέει τελικά, η φωνή του χαμηλή και επαγγελματική, αλλά μ’ ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο. Τα μάτια του είναι κουρασμένα, ίσως από πόσες φορές έχει προφέρει παρόμοιες προτάσεις. Τα χέρια του ακουμπούν πάνω στον φάκελο μου, δάχτυλα κλειστά σφιχτά, λες και προσπαθεί να συγκρατήσει κάτι που κινδυνεύει να του φύγει.

    «Πόσο;» είναι το μόνο που τον ρωτάω. Μια λέξη μόνο. Τίποτα περισσότερο. Μέσα σε αυτή κρύβονται όλες οι άλλες ερωτήσεις. Πόσος χρόνος; Πόσος πόνος; Πόση ζωή μού μένει;

    Το βλέμμα του Νίκου πετάει από εμένα στην Κρινιώ και πάλι πίσω σε μένα—ένας μικρός δισταγμός, η φευγαλέα επιθυμία να απαλύνει το χτύπημα που είναι αδύνατο να αποφύγουμε. Βλέπω το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει με μια βαθιά ανάσα πριν απαντήσει. «Ένας μήνας… ίσως δύο.»

    Η φράση πέφτει βαριά στο γραφείο, όπως η τελευταία φτυαριά χώμα σε ανοιχτό τάφο. Νιώθω το χέρι της Κρινιώς να σφίγγεται γύρω από το δικό μου τόσο δυνατά που σχεδόν πονάω, αλλά ο πόνος είναι καλοδεχούμενος—με αγκυροβολεί στο παρόν, μου θυμίζει πως είμαι ακόμα εδώ.

    Δεν μιλάω, δεν έχω κάτι να πω. Ίσως η σιωπή είναι η μόνη κατάλληλη απόκριση όταν σου λένε πως το ημερολόγιο της ζωής σου έχει μόνο μερικές σελίδες ακόμα. Γυρίζω προς την Κρινιώ και με το που καταλαβαίνει ότι το βλέμμα μου είναι πάνω της, βλέπω το σαγόνι της να σφίγγεται, το λαιμό της να καταπίνει με κόπο, τα μάτια της να γεμίζουν με δάκρυα που αρνείται να αφήσει να κυλήσουν. Πασχίζει με ό,τι δυνάμεις έχει να μην σπάσει—όχι για εκείνη, αλλά για μένα.

    «Τι μπορούμε να κάνουμε;» ρωτάει εκείνη τον γιατρό, η φωνή της σταθερή παρά τον εσωτερικό σεισμό που ξέρω πως βιώνει.

    Ο Νίκος αναστενάζει ελαφρά. Τα χέρια του ανοίγουν σε μια χειρονομία που μοιάζει με απολογία και παραδοχή μαζί.

    «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα,» λέει, η φωνή του χαμηλή, κουρασμένη. «Ο μόνος τρόπος να αναχαιτιστεί η νέα μετάσταση είναι…»

    Σταματά για λίγο, κοιτάζει για μια στιγμή κάτω στο γραφείο του, σαν να ψάχνει τις σωστές λέξεις. Ύστερα σηκώνει ξανά το βλέμμα του.

    «Είναι;» ρωτάει η Κρινιώ.

    Ο Νίκος κουνά αργά το κεφάλι. «…δε θα αντέξει ο οργανισμός του Γιώργου,» μας λέει ήρεμα. «Η αγωγή που θα απαιτούνταν…» παύει ξανά, αφήνει τις λέξεις να αιωρηθούν. Μας κοιτάζει για μια στιγμή—δεν χρειάζεται να συνεχίσει· καταλαβαίνουμε. Τα φάρμακα θα έπρεπε να είναι τόσο επιθετικά που θα με σκότωναν πιο γρήγορα απ’ την ίδια τη νόσο.

    Παίρνει βαθιά ανάσα και συνεχίζει.

    «Σε αυτό το στάδιο, η επιστήμη μας περιορίζεται στη διαχείριση του πόνου και την ανακούφιση των συμπτωμάτων. Θα σας συνταγογραφήσω μορφίνη,» λέει, και σημειώνει κάτι στο χαρτί μπροστά του με βαριές κινήσεις.

    Σταματάει και πάλι για μερικές στιγμές, σα να το σκέφτεται.

    «Μπορείτε να επιλέξετε αν θέλετε να περάσετε τον υπόλοιπο χρόνο στο νοσοκομείο ή στο σπίτι σας. Στη δεύτερη περίπτωση, μπορούμε να διαθέσουμε νοσηλευτικό προσωπικό. Είναι προτιμότερο να έχετε φροντίδα σε 24ωρη βάση για να διατηρήσουμε την ποιότητα ζωής σας όσο το δυνατόν υψηλότερη.»

    Σταματά για μια στιγμή, τα μάτια του γεμίζουν με αυτή την ανθρώπινη θλίψη που προσπαθούν όλοι οι γιατροί να κρύψουν, αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνουν εντελώς. Μια ρυτίδα βαθαίνει ανάμεσα στα φρύδια του, ενώ τα ακροδάχτυλά του αγγίζουν ανεπαίσθητα τις εξετάσεις μου, σαν να θέλουν να αλλάξουν μαγικά τα αποτελέσματα.

    Δεν ήθελα να πεθάνω σε νοσοκομείο, με τους άσπρους τοίχους και τη μυρωδιά της απολύμανσης, με τους διαδρόμους που μοιάζουν όλοι ίδιοι και τον αποστειρωμένο θόρυβο των μηχανημάτων να μετράει τις τελευταίες μου στιγμές. Αλλά δεν ήθελα να φυλακίσω την Κρινιώ στο σπίτι μου, να της επιβάλω να βλέπει τη σάρκα μου να συρρικνώνεται, τα μάτια μου να βουλιάζουν, την αξιοπρέπειά μου να χάνεται μέρα με τη μέρα. Στο μυαλό μου χορεύουν εικόνες από λεκάνες με αίμα, από μυρωδιές σωματικών υγρών, από κραυγές πόνου μέσα στη νύχτα που θα την ξυπνούσαν τρομαγμένη. Δεν ήθελα… δεν ήθελα να με βλέπει να λιώνω.

    Μα δεν προλαβαίνω να αρθρώσω λέξη. Η Κρινιώ, που μέχρι τώρα έτρεμε ανεπαίσθητα δίπλα μου, τεντώνεται απότομα σαν χορδή βιολιού και απαντάει για εμένα, με μια φωνή που σχεδόν δεν αναγνωρίζω—ατσάλινη, απόλυτη.

    «Σπίτι,» του απαντάει, και το χέρι της σφίγγει το δικό μου με τέτοια δύναμη που νιώθω τα κόκκαλά μου να διαμαρτύρονται.

    «Κρινιώ μου…» κάνω να διαμαρτυρηθώ, η φωνή μου σπασμένη, σχεδόν ικετευτική. Η άχρωμη λάμπα φθορισμού από πάνω μας ρίχνει σκληρές σκιές στο πρόσωπό της, κάνοντάς το να μοιάζει με αρχαία προσωπίδα, με χαρακτηριστικά σμιλεμένα από αποφασιστικότητα.

    Στρέφεται προς το μέρος μου, και για μια στιγμή ο κόσμος όλος συμπυκνώνεται σε εκείνα τα μάτια, υγρά από δάκρυα που αρνούνται πεισματικά να πέσουν. Το σαγόνι της τρέμει ελαφρά, αλλά το στόμα της είναι μια αδιαπραγμάτευτη ευθεία γραμμή.

    «ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΝΑ ΣΕ ΑΦΗΣΩ ΜΟΝΟ ΣΟΥ, Τ’ ΑΚΟΥΣ;» μου λέει με φωνή που γεμίζει το δωμάτιο, που αντηχεί στους τοίχους και κάνει τα έγγραφα στο γραφείο του γιατρού να τρέμουν. Ο τόνος της δε σηκώνει αντιρρήσεις—είναι η φωνή της άρνησης απέναντι στο αναπόφευκτο, η φωνή της αγάπης που δε δέχεται όρια.

    Ο Νίκος καθαρίζει το λαιμό του αμήχανα, τα δάχτυλά του παίζουν νευρικά με το στυλό του. Η καρέκλα του τρίζει καθώς γέρνει ελαφρά προς τα εμπρός, προσπαθώντας να εισχωρήσει στον ιερό κύκλο που έχει δημιουργήσει η Κρινιώ γύρω μας με τη στάση του σώματός της.

    «Δεν θα είναι…» πάει να μιλήσει, με φωνή μετρημένη που προσπαθεί να κατευνάσει τα συναισθήματα που έχουν ξεχειλίσει στο δωμάτιο. Προσπαθεί να πει πως δε θα είμαι μόνος μου, πως θα έχω φροντίδα, πως υπάρχουν εναλλακτικές.

    Η Κρινιώ στρέφει το βλέμμα της προς το μέρος του, τόσο γρήγορα που τα μαλλιά της αφήνουν για μια στιγμή ένα χρυσαφένιο ίχνος στον αέρα. Τον κεραυνοβολεί με τα μάτια της, που τώρα λάμπουν με μια ένταση που θα μπορούσε να κάψει χαρτί.

    Μα ο Νίκος έχει δει αυτή τη σκηνή πολλές φορές—τη σκηνή της άρνησης, της αντίστασης, της απόγνωσης που μεταμφιέζεται σε δύναμη. Δεν είναι το πρώτο του ροντέο, όπως θα έλεγα κι εγώ. Σταθεροποιεί το βλέμμα του, παίρνει μια ανάσα που ανεβοκατεβάζει τους ώμους του κάτω από την άσπρη ιατρική μπλούζα.

    «Δε θα είναι εύκολο…» πάει να πει, η φωνή του πιο μαλακή τώρα, προσπαθώντας να εισάγει την πραγματικότητα χωρίς να σπάσει την άμυνα που έχει υψώσει η αγάπη.

    Το χέρι της Κρινιώς σφίγγεται ακόμα περισσότερο γύρω από το δικό μου, σχεδόν τραβώντας με προς το μέρος της, όπως τραβάς κάτι που κινδυνεύει να παρασυρθεί μακριά. Το άλλο της χέρι υψώνεται στον αέρα, παλάμη ανοιχτή, σταματώντας τα λόγια του γιατρού πριν καν ειπωθούν.

    «ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ!» επαναλαμβάνει, και αυτή τη φορά η φωνή της είναι ακόμα πιο εμφατική, ακόμα πιο γεμάτη από μια δύναμη που δεν ήξερα πως μπορούσε να κρύβει μέσα της. Τα χείλη της ανοιγοκλείνουν σαν να θέλει να πει περισσότερα, αλλά δεν το κάνει. Λες και ξέρει πως αν συνεχίσει να μιλά, το φράγμα που συγκρατεί τα δάκρυά της θα σπάσει.

    Και εκεί, σε εκείνη την ιατρική καρέκλα, νιώθω την καρδιά μου να σπάει και να ξαναφτιάχνεται ταυτόχρονα. Γιατί σε εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιώ πως ακόμη και στο τέλος αυτής της διαδρομής, δεν είμαι μόνος. Ακόμη και στο σκοτάδι, υπάρχει φως. Το δικό της φως.



    Το επόμενο πρωί, παίρνω τηλέφωνο το Γιάννη. Πρώτα θα το μάθει εκείνος και μετά το HR. Ξέρει τι θα του πω, με έχει δει πως έχω μείνει σχεδόν μισός τον τελευταίο μήνα. Το κινητό χτυπάει τρεις φορές προτού απαντήσει. Κάθε κουδούνισμα μοιάζει αιωνιότητα, σαν η κάθε στιγμή πλέον να έχει αποκτήσει ιδιαίτερο βάρος στη ζωή μου που μετράει αντίστροφα.

    «Τι σου είπε ο γιατρός;» με ρωτάει με αγωνία, ούτε καν καλησπέρα δε μου είπε απαντώντας μου. Η φωνή του τρέμει ελαφρά, προδίδοντας αυτό που κι οι δυο ξέρουμε.

    «Έκανε μετάσταση στο πάγκρεας…» του λέω και η σιωπή που ακολουθεί του λέει ότι χρειαζόταν να του πει. «Ένας μήνας… ίσως λίγο παραπάνω.»

    Ξεροκαταπίνει, με δυσκολία συγκρατιέται και ο ίδιος. Ακούω την ανάσα του να κόβεται. Δεκαπέντε χρόνια συνάδελφοι, τριανταπέντε χρόνια φίλοι. Ήταν στον πρώτο γάμο μου. Τώρα θα είναι και στην κηδεία μου.

    «Θα περάσω από το σπίτι το απόγευμα,» μου λέει τελικά. «Εκτός αν προτιμάς να μην…»

    «Έλα,» τον διακόπτω. «Θα είμαι εδώ. Να φέρεις και τις μπύρες που μου έχουν απαγορεύσει, σε βαρέλι κατά προτίμηση,» προσπαθώ να αστειευτώ αλλά η φωνή μου σπάει.

    Κλείνω το τηλέφωνο και κοιτάζω έξω το παράθυρο. Ο ήλιος λάμπει αδιάφορος. Ο κόσμος συνεχίζει να γυρίζει.

    Επόμενο τηλεφώνημα στο HR. Δεν χρειάζονται πολλές εξηγήσεις. Θα πάρω το υπόλοιπο της άδειας μου, είκοσι μέρες, και μετά αναρρωτική. Δε νομίζω ότι θα προλάβω να εξαντλήσω ούτε καν το πρώτο, αλλά δεν έχει σημασία.

    Η κοπέλα στο HR, η Ελένη, προσπαθεί να διατηρήσει τον επαγγελματισμό της, αλλά ακούω τη φωνή της να ραγίζει καθώς συμπληρώνει τη φόρμα. Όταν τελειώνουμε, μου ψιθυρίζει ένα «καλό κουράγιο» που ηχεί σαν επιτάφιος.

    Πίνω λίγο νερό και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Κάθε ρουφηξιά αέρα πλέον έχει άλλη αξία. Το δωμάτιο γύρω μου μοιάζει ξαφνικά πιο έντονο. Τα χρώματα, οι σκιές, οι μυρωδιές—όλα μου φωνάζουν ότι είμαι ακόμα εδώ. Για πόσο ακόμα;

    Το μεσημέρι, όταν η Κρινιώ επιστρέφει από κάποιες δουλειές για τις οποίες είχε κατέβει στο κέντρο, την περιμένω. Έχω μαγειρέψει το αγαπημένο της. Γεμιστά. Με τον κιμά, όπως τα θέλει, όχι σκέτα—«όπως τα κάνει η μάνα μου» μου είχε πει την πρώτη φορά, και χαμογέλασα. Από τότε, κάθε φορά που τα φτιάχνω, κάτι μέσα μου ανασαίνει λίγο πιο ήρεμα.

    Ανοίγει την πόρτα και μου χαμογελάει. Εκείνο το χαμόγελο. Το χαμόγελο που ερωτεύτηκα. Που μου γέμισε τη ζωή που μου απέμεινε. Βλέπω τον πόνο μέσα της—τον κουβαλάει πίσω από τα μάτια, μέσα στη σιωπή ανάμεσα στις λέξεις. Μα δεν τον αφήνει να φανεί. Δεν θέλει να με λυγίσει. Θέλει να είμαι εγώ. Ο Γιώργος της. Μέχρι τέλους.

    Είναι διαφορετική τώρα. Έχει αυτό το βλέμμα, σαν να προσπαθεί να αποτυπώσει κάθε στιγμή, κάθε κίνηση, κάθε λεπτομέρεια. Βλέμμα που μετράει στιγμές όπως μετράει κανείς κέρματα όταν δεν έχει άλλα. Κάθε μέρα που περνάει το βλέμμα της γίνεται πιο έντονο, πιο διαπεραστικό. Λες και προσπαθεί να χαράξει την ύπαρξή μου στη μνήμη της.

    «Μυρίζει γεμιστά!» μου λέει χαρούμενα, προσπαθώντας να κρατήσει το φως μέσα της ζωντανό. Η φωνή της αντηχεί στους τοίχους, γεμίζει το χώρο με μια επίπλαστη κανονικότητα που και οι δύο προσποιούμαστε πως είναι αληθινή.

    «Για το κορίτσι μου,» της λέω. «Έλα, κάτσε να φας όσο είναι ζεστά.» Τα χέρια μου τρέμουν ελαφρά καθώς σερβίρω. Όχι από την αρρώστια—όχι ακόμα. Από τις σκέψεις, από αυτά που πρέπει να πω.

    Καθόμαστε. Τρώει με όρεξη, με εκείνη την παιδική της ευχαρίστηση, σα να ξεχνάει για λίγο τον κόσμο. Τα μαλλιά της πέφτουν στο πρόσωπό της, τα παραμερίζει με μια κίνηση που έχω δει χιλιάδες φορές. Έχω συνηθίσει να τρώω αργά τον τελευταίο καιρό—το στομάχι μου διαμαρτύρεται στα πάντα—αλλά τώρα μασάω ακόμα πιο αργά, απολαμβάνοντας τη σιωπή, την παρουσία της. Και μετά… σηκώνω τα μάτια μου και τη βλέπω. Και ξέρω πως ήρθε η στιγμή, το καρουζέλ μας μπήκε στον τελευταίο του γύρο.

    «Θα έρθει και ο Γιάννης, το απόγευμα» της λέω. «Να πιούμε καμιά μπύρα.»

    «Να πιούμε, Τζωρτζίνο μου,» μου λέει προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της.

    «Ναι, αλλά μη μου αρχίσεις πάλι την ποτοαπαγόρευση!» της λέω αστειευόμενος και τα δάκρυά της γίνονται κλαυσίγελος.



    Το σπίτι της το είχα μεταβιβάσει από το Νοέμβρη και στον κοινό τραπεζικό μας λογαριασμό, στα πενήντα χιλιάρικα που είχε από πριν, και που τελικά δε χρειάστηκε να βάλουμε χέρι, προστέθηκαν όλο αυτό το χρονικό διάστημα άλλα είκοσι, και μετέφερα και τα υπόλοιπα δέκα που είχαν μείνει στον προσωπικό μου. Είναι όλα δικά της πια. Το μόνο που μου ανήκει, το μόνο που κουβαλάω ακόμα μαζί μου, είναι οι αναμνήσεις και ο πόνος. Και τα δύο θα εξαφανιστούν μαζί μου.

    Τι δύναμη κρύβει αυτό το κορίτσι μέσα του; Ξέρω ότι πονάει αλλά το χαμόγελό της, το μόνο γιατρικό που έχει πραγματικά αξία για μένα είναι πάντα εδώ. Πάντα για μένα. Μου δίνει όσα η μορφίνη δε μπορεί να μου προσφέρει. Μακάρι να μη τη χρειαζόμουν καθόλου, δε θέλω να περάσω τις τελευταίες μου μέρες σε αυτή τη γη μέσα σε θολούρα.

    Οι πόνοι είναι αβάσταχτοι αλλά όσο μπορώ παλεύω να τους πνίξω. Να έχω διαύγεια, να ρουφήξω αυτό της το χαμόγελο… Κάθε μέρα που ξημερώνει είναι και ένα μικρό θαύμα. Και το μόνο που δε με αφήνει να παραιτηθώ, να μην αναζητήσω τη λησμονιά είναι αυτό το χαμόγελο. Νυστάζω, νιώθω απίστευτη κούραση. Η Κρινιώ μου είναι δίπλα μου και μου χαμογελάει.

    «Κοιμήσου Τζωρτζίνο μου,» μου κάνει. «Εδώ είμαι, δε φεύγω,» μου λέει χαϊδεύοντάς με τρυφερά. «Σ’ αγαπάω,» συνεχίζει γεμάτη τρυφερότητα. «Από εδώ μέχρι την άκρη του ουράνιου τόξου,»

    «Μόνο;» καταφέρνω να της πω αδύναμα, είναι το παιχνίδι μας.

    «Κι άλλο τόσο… Κι άλλο τόσο… Κι άλλο τόσο…» μου λέει και με χαϊδεύει τρυφερά. Σκύβει και μου δίνει ένα δροσερό φιλί στα χείλη.

    Η Κρινιώ μου κοιμάται αλλά εγώ δεν έχω ύπνο. Αφουγκράζομαι για λίγο την ανάσα της, ρυθμική και ήρεμη, σε αντίθεση με τη δική μου που τώρα πια είναι συχνά διακεκομμένη και επώδυνη. Στο μισοσκότεινο δωμάτιο, το πρόσωπό της φαίνεται γαλήνιο—επιτέλους μπόρεσε να κοιμηθεί μετά από τρεις μέρες αϋπνίας, όπου με παρακολουθούσε ακούραστα, μετρώντας κάθε χάπι, κάθε σταγόνα μορφίνης στις σύριγγες με την ακρίβεια μαθηματικού.

    Σηκώνομαι προσεκτικά, αποφεύγοντας κάθε απότομη κίνηση που θα μπορούσε να την ξυπνήσει. Το σώμα μου διαμαρτύρεται—κάθε κίνηση είναι τώρα πια ένας μικρός αγώνας, ένα μπρα-ντε-φερ ανάμεσα στη θέληση και την αδυναμία. Παίρνω τη μαγκούρα που ακουμπά στο κομοδίνο—ένα καινούργιο εξάρτημα στη ζωή μου, ένα σύμβολο της νέας μου πραγματικότητας. Τώρα, ακόμα και τα λίγα μέτρα μέχρι τη βεράντα μοιάζουν με μαραθώνιο—για το σαλόνι κάτω δεν το συζητάμε καν.

    Σηκώνομαι και βγαίνω στη βεράντα, και η Λίζι κάνοντάς μου τρίλιες με ακολουθεί. Τρίβεται στο πόδι μου και μου ρίχνει εκείνο το βλέμμα—ξέρει πως κάτι δεν πάει καλά, το μυρίζεται, το διαισθάνεται με εκείνη τη μυστηριώδη αντίληψη που έχουν τα ζώα για την αρρώστια και το θάνατο. Τον τελευταίο καιρό δεν απομακρύνεται από κοντά μου, σαν αόρατη σκιά, σαν φύλακας-άγγελος.

    Κάθομαι στην καρέκλα και ανοίγω το tablet. Η οθόνη φωτίζει το πρόσωπό μου με το γαλαζωπό της φως, δημιουργώντας σκιές που υποθέτω πως με κάνουν να φαίνομαι ακόμα πιο αποστεωμένος από ό,τι είμαι. Βάζω τα ακουστικά μου για να μην ενοχλήσω τη Κρινιώ και ψάχνω στο YouTube το Stargazer των Rainbow, και κλείνω τα μάτια μου αφήνοντας τον εαυτό μου να βυθιστεί στην μελαγχολική μελωδία.

    Ένας διαφορετικός μυστικός θίασος για ένα διαφορετικό Αντώνιο. Είχα κάθε λόγο να αισθάνομαι πίκρα όμως η γαληνεμένη μου ψυχή είναι γεμάτη ευγνωμοσύνη.

    Για την Κρινιώ μου, για τη δική μου Αλεξάνδρεια. Οι στίχοι του τραγουδιού παίζουν ακόμα στ’ αυτιά μου, σχεδόν υπνωτιστικά. Έχω την αίσθηση πως ακούω διαφορετικά τώρα, πιο βαθιά, σαν να έχουν ανοίξει νέα κανάλια κατανόησης μέσα μου, τώρα που βρίσκομαι τόσο κοντά στο τέλος. Παράξενο πώς ο θάνατος μπορεί να οξύνει τις αισθήσεις, να κάνει την κάθε στιγμή πιο έντονη, πιο πλούσια, πιο ουσιαστική.

    I see a rainbow rising
    Look there on the horizon
    And I’m coming home
    I’m coming home
    I’m coming home
    Time is standing still
    He gave back my will
    Oh, oh, oh, oh
    Going home
    I’m going home
    Ακούω ένα ψίθυρο πίσω μου. Γυρίζω απαλά το κεφάλι. Η Κρινιώ στέκεται στην πόρτα του μπαλκονιού, με τη ρόμπα της τυλιγμένη σφιχτά γύρω της, τα μαλλιά της σε αταξία, τα μάτια της μισόκλειστα από τον ύπνο. Χωρίς μακιγιάζ, χωρίς προσποιήσεις, χωρίς τις μικρές καθημερινές μάσκες που φοράμε για τον κόσμο. Η αληθινή, γυμνή Κρινιώ. «Ξύπνησα και δε σε βρήκα δίπλα μου,» μουρμουρίζει. «Ανησύχησα.»

    Βγάζω τα ακουστικά. «Δεν είχα ύπνο. Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω, κοιμόσουν τόσο γλυκά.»

    Έρχεται και στέκεται δίπλα μου. Η Λίζι σηκώνεται για να τη φτάσει, και τρίβεται στο χέρι της. Η Κρινιώ τη χαϊδεύει. Μια απλή, τρυφερή χειρονομία, σχεδόν ασυνείδητη. Θα ήθελα να μπορούσα να της πω πόσο σημαντικές είναι αυτές οι μικρές στιγμές οικειότητας, πόσο με στηρίζουν, πόσο με κρατούν ακόμα εδώ.

    «Τι άκουγες;» ρωτά, νεύοντας προς το tablet.

    «Stargazer. Rainbow.»

    Χαμογελάει. «Να το ακούσουμε μαζί;»

    Δεν περιμένει απάντηση. Γλιστρά δίπλα μου στην κουνιστή πολυθρόνα, παρά το ότι είναι φτιαγμένη μόνο για ένα άτομο. Έτσι όπως έχω μείνει μισός χωράμε, έστω και μετά βίας, και οι δυο μας. Δε με ενοχλεί, ίσα-ίσα, μας φέρνει ακόμα πιο κοντά. Το σώμα της ζεστό δίπλα στο δικό μου. Αποσυνδέω τα ακουστικά, πατάω αναπαραγωγή και το τραγούδι ξεκινάει από την αρχή.

    Καθώς οι πρώτες νότες γεμίζουν ξανά τα αυτιά μας, νιώθω το χέρι της να σφίγγει το δικό μου. Γέρνω το κεφάλι μου και το ακουμπώ στον ώμο της. Η Λίζι κουλουριάζεται στα πόδια μας. Με το ένα χέρι αγκαλιάζω την Κρινιώ, με το άλλο συνεχίζω να χαϊδεύω την ταρταρούγα μου.

    Ξέρω με μια σπάνια, κρυστάλλινη βεβαιότητα πως αυτή τη στιγμή, εδώ, τώρα, με όλον τον πόνο και την επίγνωση του τέλους που πλησιάζει, με όλα τα «θα μπορούσα,» τα «θα έπρεπε,» τα αναπάντητα ερωτήματα που θα μείνουν για πάντα έτσι… είμαι ευτυχισμένος. Βαθιά, ουσιαστικά, αληθινά ευτυχισμένος.

    Και αυτή η ευτυχία είναι η μεγαλύτερη πράξη αντίστασης απέναντι στο τέλος μου. Η μικρή μου νίκη. Το μεγάλο μου «ευχαριστώ» στη ζωή και το τελευταίο μου «άντε γαμήσου» στο θάνατο.



    Η Θεά τύχη με ευλόγησε με ένα τελευταίο γύρο στο καρουζέλ, αλλά η μουσική σταμάτησε. Ο χρόνος μου σε αυτή τη Γη τελείωσε, ήρθε η ώρα να κατέβω. Είναι μια υπέροχη, ζεστή μαγιάτικη μέρα.

    Και ξέρω βαθιά μέσα μου πως για μένα δε θα ξημερώσει επόμενη.

    Η μπαλκονόπορτα είναι ανοιχτή και το δωμάτιο πλημμυρίζει με φως. Οι πόνοι έγιναν αφόρητοι και η Κρινιώ έβαλε τη νοσοκόμα να μου βάλει μορφίνη στον ορό. Στέκεται δίπλα μου, κρατάει τα σκελετωμένα χέρια μου μέσα στα δικά της. Δεν έχει φύγει ούτε στιγμή από το πλευρό μου. «Μαζί,» μου είχε πει. «Τα πάντα μαζί.» Και τον λόγο της τον κράτησε.

    Η Λίζι το ίδιο, εδώ και καιρό δεν ξεκολλάει από το μαξιλάρι μου. Η μορφίνη με βυθίζει σε παράξενα πυρετικά όνειρα. Προσπαθώ να εστιάσω τη θολή μου ματιά πάνω τους. Η Αλεξάνδρεια μου! Η μουσική ακούγεται από παντού και πουθενά.

    Το τραγούδι του Μυστικού Θιάσου!

    Where is your star?
    Is it far? Is it far? Is it far?


    Η Λίζι σα να καταλαβαίνει ότι η ψυχή μου ετοιμάζεται να πετάξει, νιαουρίζει σαν σε αποχαιρετισμό. Μέσα στην πυρετική αχλή της μορφίνης την ακούω να μου μιλάει, με τη λεπτή κοριτσίστικη φωνή έφηβης κοπελίτσας.

    «Σ’ ευχαριστώ που μ’ αγάπησες, που μού ‘δωσες κομμάτι της ψυχής σου. Σ’ αγαπάω. Θα ανταμωθούμε ξανά… Εκεί… Απέναντι… Στο επανιδείν, Λατρεμένε μου.»

    «Λίζι μου…» ψιθυρίζω αδύναμα και τα μάτια μου θολώνουν και πάλι και ο κόσμος μου σκοτεινιάζει για μερικές στιγμές.

    When did we leave?
    I believe, yes, I believe…


    Τα ανοιγοκλείνω αδύναμα, και στρέφω το βλέμμα μου προς την Κρινιώ. Με βλέπει. Μου χαμογελάει. Η μορφή της γίνεται φασματική. Λάμπει. Λάμπει σαν άγγελος. Είναι άγγελος! Είναι ο άγγελός μου που ο σπλαχνικός Χάρος τον έστειλε για να μου κρατάει το χέρι όπως θα περνάω στην απέναντι όχθη.

    «Κρινιώ μου…» της λέω αντλώντας όση δύναμη μου είχε απομείνει. Στέρεψα πια, δεν έχω άλλο, μα δε με νοιάζει. Έτσι θέλω να φύγω. Με τ’ όνομά της στα χείλη μου. Με το χαμόγελό της να είναι το τελευταίο φως που θα αντικρύσουν τα μάτια μου.

    Look at my flesh and bone!
    Now look, look, look, look,
    Look at his tower of stone!


    Τα δικά της πλημμυρίζουν δάκρυα που τα σκουπίζει βιαστικά. Παίρνει βαθιά ανάσα και μου χαμογελάει και πάλι. «Σ’ αγαπάω Τζωρτζίνο μου… Σ’ αγαπάω…»

    I see a rainbow rising!
    Look there on the horizon!


    Και το χαμόγελο της γίνεται φως, και το φως γίνεται πιο έντονο… και όλο πιο έντονο… Δεν υπάρχει πια ούτε σκοτάδι, ούτε μορφή, ούτε πόνος. Ένα ζεστό, γλυκό φως…

    ΦΩΣ! ΦΩΣ!

    And I’m coming home…

    Το φως με τυλίγει. Με αγκαλιάζει. Γίνομαι ένα μαζί του.

    ΚΡΙΝΙΩ ΜΟΥ!


    Μέρος 31ο - Εκεί που σμίγουν τα πέλαγα

    Και η Κρινιώ κράτησε και τους δύο όρκους που έδωσε στον Γιώργο.

    Μαζί με την Αγγελική και τον Παύλο, σαν προσκυνητές, πήγαν με το Δελφινοκόριτσο και σκόρπισαν τη στάχτη του εκεί που σμίγουν τα τρία πέλαγα.

    Όχι όμως όλη.

    Έκοψε μια μπούκλα από τα μαλλιά της και την έκανε στάχτη. Την ανακάτεψε με ένα μικρούλι μέρος από αυτή του Γιώργου και μιαν άλλη μέρα, μόνη, πήγε και το σκόρπισε στη Χύτρα, σ’ εκείνον τον κολπίσκο όπου ένα όμορφο καλοκαιρινό βράδυ είχαν χορέψει βαλς κάτω απ’ το φως των αστεριών.

    Με ένα ακόμα μικρούλι μέρος πασπάλισε το σπόρο μιας αμυγδαλιάς που φύτεψε στην άκρη του κήπου τους, στο σπίτι τους στην Άνοιξη. Το ίδιο έκανε και στον κήπο του πατρικού της.

    Η Κρινιώ αγαπούσε όλα τα δέντρα, όλα τα φυτά. Κανένα όμως όσο τις δυο της αμυγδαλιές, σε κανένα δεν έδωσε τόσο μεγάλο κομμάτι της ψυχής της.

    Η Λίζι έζησε δεκαπέντε ακόμα χρόνια με την Κρινιώ και έφυγε γριούλα, στα δεκαοχτώ της, να πάει να ανταμώσει ξανά τον Λατρεμένο της.

    Η Κρινιώ την έκλαψε σαν άνθρωπο και τις στάχτες της τις έβαλε στις ρίζες της αμυγδαλιάς στην Άνοιξη, και έτσι η Λίζι να είναι και πάλι σιμά με το Γιώργο της.

    Και όπως κράτησε τον πρώτο της όρκο, κράτησε και τον δεύτερο. Τον έκλαψε, τον μοιρολόγησε… κι ύστερα βρήκε το κουράγιο να σηκωθεί και να ξεκινήσει ξανά.

    Γιατί όπως της έλεγε ο Γιώργος: «Το ταξίδι δεν τελειώνει, Κρινιώ μου. Το όνειρο δεν σταματά.»

    Ερωτεύτηκε ξανά, γέλασε ξανά, έκλαψε ξανά—έζησε. Γνώρισε τον Γρηγόρη, έναν άνδρα πράο και γεμάτο χιούμορ, που μοιραζόταν τη δίψα της για τη ζωή και έκαναν και δυο παιδιά, δυο αγοράκια, δίδυμα κι αυτά, όπως η φίλη της η Ειρήνη.

    Το ένα το ονόμασαν Στέλιο, όπως τον πατέρα της—και τί σύμπτωση!—όπως και τον πατέρα του Γρηγόρη.

    Στο άλλο έδωσαν το όνομα του Γιώργου.

    Κι αν ο έρωτας με τον Γρηγόρη έσβησε, η φλόγα της ζωής της συνέχιζε να καίει δυνατά. Ερωτεύτηκε και πάλι, η καρδιά της χτύπησε και πάλι, πόνεσε και έκλαψε και πάλι.

    Μα, όπως το είχε ορκιστεί, το ταξίδι δεν σταμάτησε ποτέ.

    Οι γιοι της μεγάλωσαν, σπούδασαν, έκαναν τις δικές τους οικογένειες, κι έχτισαν ξανά το σπίτι στην Άνοιξη απ’ την αρχή.

    Πλέον τίποτα δε θυμίζει το μέρος που Γιώργος και Κρινιώ έζησαν μαζί για σχεδόν δύο χρόνια.

    Τίποτα, πέρα από την θεριεμένη πια αμυγδαλιά στην ακρούλα του κήπου. Στέλιος και Γιώργος έδωσαν υπόσχεση στη μάνα τους ότι την αμυγδαλιά ποτέ δε θα την πειράξουν και ότι πάντα θα την φροντίζουν σαν να ήταν παιδί τους. Και τον λόγο τους τον κράτησαν, γιατί έτσι ήταν μαθημένα από την μάνα τους.

    Η Κρινιώ, σαν μια άλλη Περσεφόνη, περνούσε το μισό της χρόνο στο νησί και τον άλλο μισό της χρόνο στην Άνοιξη. Και όταν, γριούλα πια, γύρισε για να μείνει για πάντα στο νησί της, οι ντόπιοι λένε πως της άρεσε να κάθεται εκεί, κάτω από τη σκιά της άλλης της αμυγδαλιάς που είχε θεριέψει και αυτή· δώδεκα ολάκερα μέτρα δέντρο! Να πίνει τον καφέ της, να διαβάζει, και το καλοκαίρι να λέει παραμύθια στα εγγονάκια της.

    Και όταν έφυγε… λένε πως την βρήκαν εκεί, κάτω απ’ τη σκιά της.

    Και είπαν πως ήταν χαμογελαστή.

    Γερμένη στον κορμό του δέντρου, γαληνεμένη· σα να είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του αγαπημένου της.

    (ΤΕΛΟΣ)
     
    Last edited: 15 Ιουνίου 2025
  5. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Premium Member Contributor

    Αυτό ήταν απίστευτα καλό!

    Κλαίω.
     
  6. Γερακι

    Γερακι Regular Member

    Τοση αγαπη. τοση μελαγχολια, τοσο ομορφα γραμμμενα.
    Συγχαρητηρια φιλε! Ειναι υπεροχα δοσμενη η ιστορια σου!
    Αξιζει να το διαβασει οσο περισσοτερος κοσμος γινεται.
    Ισως καποιοι γινουν καλυτεροι ανθρωποι μετα απο αυτο!
     
  7. antreas Armatas

    antreas Armatas Regular Member

    Ελπίζω να το έχεις έτοιμασει για κάποιον εκδοτικό οίκο.
    Θα γίνει σίγουρα ένα πολύ ωραίο βιβλίο.
    Αν αποφάσεις και το στείλεις.
    Και σίγουρα γίνεται και ταινια
     
  8. BDSM_Couple

    BDSM_Couple New Member

    Υπέροχο, συγκινητικό, δεν έχω λογια. Περιμένουμε την έκδοση του ώστε να το πάρουμε και να το διαβάσουμε επίσημα.
     
  9. muse no.10

    muse no.10 New Member

    …περικυκλωμένη από χαρτομάντιλα
    … νερό στο πρόσωπο για να συνέλθω


    Συγχαρητήρια !!!
    Είναι μοναδικός ο τρόπος σας να ταξιδεύετε τον αναγνώστη.

    Σας ευχαριστούμε πολύ!
     
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Εξώφυλλο και οπισθόφυλλο. Οι εικόνες είναι ζωγραφισμένες σε ιμπρεσιονιστικό στυλ από το Chat GPT

      
     
  11. skia

    skia Contributor

    @Arioch, respect για ακόμη μια φορά!!!
    Νομίζω, εάν όχι η καλύτερη σου έως τώρα, μια από τις καλύτερες σίγουρα!!!
     
    Last edited: 16 Ιουνίου 2025
  12. Είναι πανέμορφη ιστορία..