Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος petjohn, στις 11 Φεβρουαρίου 2020.

  1. petjohn

    petjohn Regular Member

    Είχε πάει σε ένα πάρτι όπου μαζεύονταν άτομα αυτού του χώρου. Ήξερε ότι θα Τη βρει. Ή μάλλον δεν ήξερε, αλλά είχε διαίσθηση. Είχε φέρει μαζί του το κολάρο του, την αλυσίδα και κάποια κλιπς. Είχε κάτι στο μυαλό του.

    Περίμενε μέχρι να εμφανισθεί. Την είδε από μακριά. Μπορεί και αυτή να τον είδε. Δεν ήταν σίγουρος, δεν ήταν αυτό το θέμα, ήθελε να Τη συναντήσει, να Την πλησιάσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Είχαν μιλήσει παλιότερα, σε άλλες συναντήσεις, αισθανόταν, όταν Εκείνη μιλούσε, κάτι να «τρώει» την κοιλιά του, αυτή την τόσο λαχταριστή ενόχληση που αισθάνεται κάποιος όταν η ψυχή του βρίσκεται σε ενατένιση. Στο στάδιο πριν να εμφανισθεί για τα καλά η ηδονή. Το καταλάβαινε.

    Εκείνη το είχε καταλάβει; Δεν ήξερε. Πίστευε ότι κάτι είχε καταλάβει. Αλλά δεν ήξερε. Δεν ήταν σίγουρος. Ήθελε να της προσφέρει την ψυχή και το σώμα του, με αυτή τη σειρά. Έλπιζε να δεχτεί. Αυτό θα ήταν η μεγάλη στιγμή της ζωής του. Υπερβολές, θα πείτε. Σίγουρα. Όμως αυτό ήταν υπερβολή, όχι μόνο, θα μπορούσε να ήταν και η υπέρβασή του. Αυτή η στιγμή που θα ήταν η αρχή: η ψυχή και το σώμα του δεν θα του ανήκαν πλέον. Ή κάπως έτσι.

    Πλησίασε με μικρά αποφασιστικά και διστακτικά βήματα.

    «Μπορώ να αγγίξω τα χέρια Σας;», τη ρώτησε.

    «Ναι, μπορείς.», του απάντησε.

    Έπιασε με τις ρόγες των δακτύλων του τα χέρια Της. Φίλησε προσεχτικά τα δύο χέρια Της, τελετουργικά, από τα δάχτυλα μέχρι λίγο πριν από τον αγκώνα. Μία αδιόρατη κίνηση Της ήταν αρκετή για να σταματήσει. Καταλάβαινε.

    Έσκυψε το κεφάλι του. Γονάτισε. Πήρε το κολάρο και την αλυσίδα. Σήκωσε τα χέρια του πιο πάνω από το κεφάλι του που ήταν στραμμένο στο πάτωμα. Της τα προσέφερε. Και περίμενε.

    Πήρε πρώτα το κολάρο και του το φόρεσε. Μετά έβαλε την αλυσίδα. Την κράτησε χαλαρά και, που και που, την τραβούσε. Πήγε να πάρει ένα ποτό. Έδεσε την αλυσίδα στο πόδι του σκαμπό Της. Ήξερε ότι θα έπρεπε να μείνει στα τέσσερα μέχρι να έχει νεότερη εντολή. Αυτό έκανε.

    Έψαξε να βρει το μπολ του. Έχυσε εκεί το ποτό του. Θα έπρεπε να το πιει όπως ένα σκυλάκι, χωρίς να ακουμπήσει το μπολ. Ήταν το κατοικίδιό Της. Όταν θέλησε να τον πάει βόλτα, τον έσυρε από την αλυσίδα και περιηγήθηκε στους ανθρώπους του χώρου. Αυτός θα έπρεπε να βλέπει μόνο στο πάτωμα. Ήξερε ότι ήταν το δικό Της κατοικίδιο και αυτό της αρκούσε. Επέστρεψε στο σκαμπό Της. Τον έσπρωξε ελαφριά για να πάει σε τέτοια απόσταση που να βάλει τα πόδια Της στην πλάτη του, για να τα ξεκουράσει. Ασχολιόταν με τους φίλους Της.

    Τον πήγε πίσω από ένα χώρισμα και έπαιξε λίγο μαζί του. Δεν ήθελε να τους βλέπουν όλοι. Περνούσε καλά.

    Κάποια στιγμή του τράβηξε την αλυσίδα. Τον έκανε να σηκωθεί.

    «Πάμε.», του είπε. «Θα φοράς το κολάρο σου και την αλυσίδα και θα με ακολουθείς με σκυμμένο το κεφάλι. Δύο-τρία βήματα πιο πίσω από εμένα».

    Βγήκαν στο δρόμο και χάθηκαν στα ημισκοτεινά σοκάκια. Χάθηκαν στη βουή του δρόμου και του κόσμου. Έγιναν ένα με το πλήθος, ενώ, συγχρόνως, ήταν δύο μονάδες αποκομμένες από την οχλαγωγία του αισθημάτων και των αισθήσεων.