Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Κινέζικο ποίημα της βροχής στο Λόνγκ Άϊλαντ

    Τα χρόνια περνούν.
    Φθινοπωρινές βροχές πέφτουν πάνω στην τέντα μου.
    Οι ικανότητές μου δεν σημαίνουν τίποτα για μένα.
    Το κορίτσι μου δεν με συναντά πια.
    Ίσως γιατί έχω κρεατοελιές στον πούτσο,
    η βρήκε ίσως κάποιον νεότερο άντρα με απαλό πούτσο.
    Μπορώ και βλέπω τα πάντα μες απ’ το μπουκάλι
    του κρασιού μου.
    Ο Ουϊτμαν ήταν χαρούμενος για κάτι εδώ γύρω.
    Τι είπε ο Ουϊτμαν, σαν τον ακολούθησαν
    εκατομμύρια άρρωστοι;
    Τα πρωτοσέλιδα δέκα περασμένων ημερών
    δεν μ’ ενδιαφέρουν πλέον.
    Κουρέλια στοργικά πλεγμένα καταλήγουν σε καφάσια του γκαράζ.
    Το λευκό περιστέρι βεβηλωμένο κι άχρηστο.
    και ποιος ζητάει σοφία;
    Ο κόσμος είναι μια γομολάστιχα για τούτες τις λέξεις.
    Ω θλιμμένε Μποντιντάρμα μίλησες σωστά,
    ότι αγαπήσαμε χάθηκε.
    Κανείς στην καρέκλα,
    κανείς στα βιβλία,
    κανείς στη βροχή.

    ( Jack Kerouac )

    -------------------------------

    Ειρήνη

    Προστάζω το γένος το ανθρώπινο,
    να πάψει να διαιωνίζεται
    και να αποσυρθεί με βαθιές υποκλίσεις,
    το συμβουλεύω.
    Και σαν ανταμοιβή και τιμωρία
    για ετούτη μου την έκκληση ξέρω,
    ότι θα ξαναγεννηθώ
    ο τελευταίος άνθρωπος.
    Όλοι οι υπόλοιποι θα ‘ναι νεκροί κι εγώ
    μία γριά που θα πλανιέται στη γη,
    βογκώντας στις σπηλιές,
    που θα κοιμάμαι στην ψάθα.
    Και καμιά φορά θα μονολογώ, καμιά φορά
    θα προσεύχομαι, καμιά φορά θα κλαίω,
    θα τρώω και θα μαγειρεύω
    στη μικρή μου στόφα
    στη γωνία.
    «Το ‘ξερα πως έτσι θα γινόταν»
    θα πω
    κι ένα πρωί δεν θα σηκωθώ απ’ το ψαθί μου.

    ( Jack Kerouac )
     
    Last edited: 28 Δεκεμβρίου 2014
  2. brenda

    brenda FU very much

    Απαλλαγμένος από κάθε ηθική
    επιστρέφω στη γη να επιτελέσω ένα καθήκον.
    Να γίνω ένα με τη σκληρή πραγματικότητα.
    Πλάνη;;; Μπορεί...
    Η εποχή που ανατέλλει είναι αμείλικτη.
    Εγώ, πάντως, μπορώ να πω, ότι νίκησα∙
    σβήστηκαν όλες οι απαίσιες αναμνήσεις.
    Πρέπει να είσαι, οπωσδήποτε, στο πνεύμα της εποχής.
    Τέρμα οι ευλογίες και τα ευλογητάρια∙
    κράτα το κερδισμένο έδαφος.
    Το πρόσωπό μου, ρούφηξε το ξεραμένο αίμα.
    Πίσω μου, το τίποτα...
    Ααα!!!
    Μόνο, ένα...Άθλιο δεντράκι...
    Οι αγώνες του πνεύματος είναι εξίσου άγριοι με τους
    πολέμους των ανθρώπων.
    Και είμαστε μόνο, στην αρχή...
    Αγαπημένο χέρι( 
    τί να πω γι' αυτό...
    Γελάω! Μπορώ να γελάω με τις παλιές μου, ερωτικές απογοητεύσεις.
    Εκεί κάτω, αντίκρισα, την κόλαση των γυναικών και
    δικαιούμαι να συλλάβω την...Αλήθεια,
    σε μια ψυχή
    και ένα σώμα.
    Πρέπει να είσαι, οπωσδήποτε, στο πνεύμα της εποχής.
    Θα συνηθίσω...
    Θα συνηθίσω...
    Θα συνηθίσω...

    Α.Ρεμπώ
    (Συνοδεύεται από ελαφριά υπόκλιση....)
     
  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    ------------------------------------------------------------------------

    Κάποτε, αν ενθυμούμαι καλώς

    Κάποτε, αν θυμάμαι καλά, με συμπόσιο έμοιαζε η ζωή μου,
    όπου κάθε καρδιά ανοίχθηκε και κάθε λογής κρασί έτρεξε.
    Ένα βράδυ, κάθισα την Ομορφιά στα πόδια μου
    -και τη βρήκα πικρή - και τη βεβήλωσα.
    Όρθωσα το ανάστημα μου ενάντια στη δικαιοσύνη.
    Τράπηκα σε φυγή.
    Ω Μάγισσες, Ω Δυστυχία, Ω Μίσος , είναι που σε σας τον θησαυρό μου εμπιστεύθηκα.
    Κατάφερα να εξαφανίσω μέσα μου, όλη την ανθρώπινη ελπίδα.
    Με δρασκέλισμα αθόρυβο, κτήνους βαρύθυμου, έπνιξα κάθε ευχαρίστηση.
    Κάλεσα τους δήμιους για ν' αφανιστώ, μασώντας τις κάννες των όπλων τους.
    Επικαλέστηκα τους λοιμούς για να με πνίξουν σ’ άμμο και αίμα.
    Η Δυστυχία ήταν ο Θεός μου.
    Στη λάσπη ξάπλωσα στεγνώνοντας τη σάρκα μου με μιαρό αέρα.
    Υποδύθηκα τον ανόητο ως του σημείου παραφροσύνης.
    Και η άνοιξη μου έφερε το τρομώδες γέλιο ενός ηλίθιου.
    Εντούτοις, όταν ήμουν έτοιμος να κοάξω!
    Σκέφτηκα στα παλαιά συμπόσια να ψάξω το κλειδί,
    μήπως και βρω ξανά την όρεξη μου.
    Η Φιλανθρωπία είναι το κλειδί.
    Τούτη η έμπνευση καταδεικνύει ότι ονειρεύτηκα.

    « Θα παραμείνεις Ύαινα, και όλα τα άλλα…» κραυγάζει ο δαίμονας που κάποτε με έστεψε με τέτοιας λογής όμορφες παπαρούνες.
    Ψάξε το Θάνατο με όλες τις κεφαλαιώδεις επιθυμίες σου, και τον εγωισμό σου ολάκερο, και μ΄ όλες σου τις αμαρτίες».

    Α! Επαρκής είμαι απ’ αυτά: Αλλά, Αγαπημένε Σατανά, σας ικετεύω, μη δείχνεται τόσο ενοχλημένος·
    και καθώς αναμένεται μερικά καθυστερημένα σημάδια δειλίας,
    δεδομένου ότι εκτιμάται σε έναν συγγραφέα την έλλειψη περιγραφικής η διδακτικής ενόρμησης,
    σας επισυνάπτω τούτες τις ειδεχθείς σελίδες από το ημερολόγιο μιας καταραμένης ψυχής.

    ( Arthur Rimbaud )
     
  4. brenda

    brenda FU very much

    νομίζω ότι αρχίζω να σε αγαπάω, κατεστραμμένο μου...

     
  5. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Περιστροφικός δρόμος

    Υπάρχει ένα τρομερό τεφρό χρώμα σκόνης μέσα στο χρόνο,
    ένας νότιος άνεμος με δυνατά φτερά,
    τα υπόκωφα αντιλαλήματα του νερού μες στην
    αναστραμμένη εσπέρα.
    Και μες στη νύχτα την υγρή που απ' την καμπή αναβλύζει,
    τραχιές φωνές που παραπονιούνται,
    μια γεύση στάχτης πάνω στη γλώσσα.
    Ενός αρμονίου η βουή στα μονοπάτια,
    το πλοίο της καρδιάς που σκαμπανεβάζει,
    όλες της τέχνης οι συμφορές.

    Όταν οι φωτιές της ερήμου σβήνουνε μια προς μια,
    όταν τα μάτια είναι βρεγμένα όπως η χλόη,
    όταν η δροσιά κατεβαίνει ξυπόλυτη πάνω στα φύλλα.
    Μόλις προβάλλει η αυγή,
    υπάρχει κάποιος που αναζητεί,
    μια χαμένη διεύθυνση μες στον κρυμμένο δρόμο.
    Τα ξεσκουριασμένα αστέρια και τα λουλούδια
    κουτρουβαλούν, ανάμεσ' από τα σπασμένα κλαδιά.
    Και το ρυάκι το σκοτεινό σφουγγίζει τα μαλακά του χείλη,
    που μόλις ξεκόλλησαν.
    Όταν το βήμα του οδοιπόρου στου ρολογιού την πλάκα
    που μετράει,
    ρυθμίζει την κίνηση και ωθεί τον ορίζοντα.
    Πέρασαν όλες οι κραυγές οι χρόνοι όλοι συναντιούνται,
    κι εγώ βαδίζω στον ουρανό με τα μάτια μες στις αχτίδες.

    Υπάρχει θόρυβος για το τίποτα κι ονόματα μες στο
    κεφάλι μου.
    Πρόσωπα ζωντανά,
    ότι συνέβηκε στον κόσμο.
    Κι αυτή η γιορτή,
    όπου έχασα τον καιρό μου.

    ( Pierre Reverdy )
     
    Last edited: 1 Ιανουαρίου 2015
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Τελευταία λόγια

    Αν το παπούτσι έπεφτε από το άλλο πόδι
    ποιος θα τ' άκουγε; Αν η πόρτα
    άνοιγε σε ένα άθικτο σκοτάδι
    και δεν ήταν όνειρο; Αν η ζωή σου
    τέλειωνε με τον τρόπο που ένα βιβλίο τελειώνει
    με μισή λευκή σελίδα και τους επιζώντες
    να έχουν πάει μακριά στην Αφρική ή στην τρέλα;
    Αν η ζωή μου τέλειωνε αργά την άνοιξη
    του 1964 ενώ περπάταγα μονάχος
    κατηφορίζοντας πίσω τον δρόμο του βουνού;
    Τραγουδάω ένα παλιό
    τραγούδι στον εαυτό μου. Μελετάω
    τον τρόπο που το χιόνι παραμένει, γκρίζο
    και υγρό, στις βαθιούς ίσκιους των ελάτων.
    Αναρωτιέμαι αν το ποδήλατο είναι ασφαλές κρυμμένο
    πίσω ακριβώς απ' τον αυτοκινητόδρομο. Ευθεία μπροστά
    ο δρόμος, μαύρος και στριφογυριστός, σβήνει
    μακριά, και υπάρχει μια κοιλάδα όπου
    έζησα τη μισή μου τη ζωή, απόκοσμη
    και ήσυχη. Αναστενάζω με ευγνωμοσύνη,
    και τότε αισθάνομαι ένα πόνο παράξενο να ανεβαίνει
    από το πίσω μέρος του κεφαλιού μου,
    και τα μάτια μου μαυρίζουν. Λυγίζω προς τα μπρος
    και βάζω τις παλάμες μου σε κάτι που είναι σκληρό,
    την μαύρη άσφαλτο ή ένα χωράφι καλαμιών,
    και η κίνηση είναι αυτή του μετανοημένου
    ακριβώς πριν να σταθεί στο πλήρες ύψος του
    με τη γνώση της τεραστιότητάς του.
    Για εκείνη τη στιγμή που θα επιζήσει
    το κάψιμο όλων των μικρών πουγκιών
    του λίπους και του λαδιού που είναι η ψυχή,
    εγώ είμαι η ψυχή που τεντώνεται
    ως την απώτατη εμβέλεια των δαχτύλων μου
    και παραπέρα, λάμποντας σαν δέκα κεριά
    στο θησαυροφυλάκιο της νύχτας για τον καθέναν
    που μπορούσε να δει, ακόμα κι αν είναι
    12:40 το απόγευμα κι εγώ
    έχω περάσει απ' το σκοτάδι στο φως του ήλιου,
    τόσο έντονο που ο ιδρώτας ρέει προς τα κάτω
    μες στα μάτια μου. Δεν σηκώθηκα.
    Ένας αέρας ή ένα ζώο αδέσποτο ή μια ομάδα
    από παιδιά με έσυρε στο πλάι
    του δρόμου και με γύρισε απ' την άλλη,
    ώστε τα ανοιχτά μου μάτια να πλημμυρίσουν ουρανό.
    Τα ρούχα μου βάλθηκαν να γλιστρούν κάτω
    τον δρόμο χωρίς εμένα, αεροστατώντας
    μακριά σε κάθε σχήμα, ζαλισμένα
    με την απελευθέρωση. Τα νομίσματα, τα δαχτυλίδια μου,
    τα κλειδιά του σπιτιού μου θρυμματίστηκαν,
    όπως ο πάγος κι έπεσαν μέσα στου βουνού
    τ' αγκάθια και γρασίδια, μικρά λαμπερά σημεία
    που σε κάνουν να νομίζεις, πως είναι μαγεία
    σε καθετί που βλέπεις. Όχι, δεν
    μπορεί, λες, γιατί κάποιος σου μιλάει
    ήρεμα με μια φωνή που ξέρεις.
    Κάποιος ζωντανός και σίγουρος έχει αποθέσει
    καθένα από αυτά τα λόγια ακριβώς
    όπως τα θέλει στη σελίδα.
    Έζησες μέσα σε χρόνια
    άρνησης, δημόσιων ψεμάτων, θανάτου
    που πέφτει σαν το χιόνι σε όποιο κεφάλι
    επιλέξει. Δεν είσαι παιδί.
    Ξέρεις τ' αληθινό. Είμαι
    εδώ, όπως ήμουν πάντα, πιστός
    σε μια ανάγκη να μιλάω, ακόμα κι όταν όλο κι όλο
    που ακούς είναι ένα ελαφρύ ρεύμα αγέρα
    που γαργαλάει το αυτί σου. Ίσως.
    Κι αν όμως αυτή η ξεραμένη δέσμη
    φύλλων και βρωμιάς δεν ήτανε βρωμιά
    και φύλλα αλλά η ξοδεμένη ψίχα
    μίας πεθυμιάς να είσαι ανθρώπινος; Σταμάτα το αμάξι,
    σβήσε τη μηχανή, και στάσου
    στη σιωπή πάνω από τη ζωή σου. Δες
    πώς τα καθρεφτάκια στο γρασίδι φλέγουν, πώς
    ένας άνεμος ανεβαίνει την πλαγιά του λόφου
    σταθερά προς τα εσένα ώσπου ξεχύνεται
    μέσα στ' αυτιά σου σαν ανάσα που έρχεται
    και φεύγει, απαλλαγμένη απ' τη δουλεία της
    στο αίμα ή στα λόγια και αρνιώντας τίποτα.

    ( Philip Levine )
     
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Μπωντλαίρ;

    Στέκω γυμνός και σε κερνάω…
    Θέλεις να πας στην όπερα… Όμορφος, ατσαλάκωτος, με μαύρη κάπα να κρύβεις καλά τις πληγές.
    Το Παρίσι είναι όμορφο ακόμα. Στα σκουπίδια υπάρχουν μόνο αδεία μπουκάλια φτηνόκρασου, καπότες, σέα, και σωρός από γυναικείες κολόνιες.
    Ρωτάς για την δική μου Ελλάδα.
    Για τα ταξίδια μου…
    Απαντάω, αυτά που γίνονται στους τεκέδες. Αυτά μόνο θυμάμαι. Τα άλλα, που προϋποθέτουν εισιτήριο, τα έχω απορρίψει ως ακραία καπιταλιστικά που εκμεταλλεύονται την ανθρώπινη ανάγκη.
    Η μάνα μου την έκανε για Ισραήλ, για να προσκυνήσει λέει τ’ άγια.
    Μαρξιστής εγώ προτιμώ άλλου είδους οπιούχα. Παπαρούνας αποστάγματα μετά της κατάλληλης επεξεργασίας βεβαίως…
    Ρωτάς για την δική μου Ελλάδα.
    Για τα καμπαρέ μου…
    Αυτά που βγάζουν την ψυχή μου, τα μύχια μου τυπωμένα και μελανιασμένα από τον οξύ πόνο.
    Μου βάζουν κωλοδάχτυλο και τα γαμάω παράλληλα…
    Εγώ ο γαμιάς τους και αυτά οι ψυχοπουτάνες μου…
    Και για τα πεζοτράγουδα μου; Λες. Πες μου κάτι για αυτά που σε στιγμάτισαν.
    Μόνο δύο του μεσοπολέμου… Απαντάω δειλά.
    Το «Τραγούδι της Μορφίνας» του Λαπαθιώτη και τρεις λέξεις από «Την ζωή μου στο Δρομοκαϊτείον» του Ρώμου Φιλύρα: Σκιά Όναρ Άνθρωπος
    Αυτός είμαι εγώ…
    Αυτός είσαι εσύ…
    Αυτό είναι το Παν.
    Στοιχειωμένοι..
    Παιδιά του δρόμου...
    Έξω όλη νύχτα..
    Καραβαρία…
    Μπερδεμένα όλα…
    Ο ανθρώπινος πόνος, ο ύστατος εξευτελισμός και το αναφαίρετο δικαίωμα σε μια κοινωνία μεταλλαγμένων (έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θ’ ναι) που κάκιστα ονομάζεται μορφή κοινωνικοποίησης,
    η μαγκιά τού να ζήσεις, να πορευτείς και να πεθάνεις ο εαυτός σου.
    Ανά τους αιώνες αναφέρομαι.

    ( Νίκος Λέκκας )
     
    Last edited: 3 Ιανουαρίου 2015
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Σύγνεφο με παντελόνια

    Τη σκέψη σας που νείρεται
    πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
    σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές
    σ' ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
    εγώ θα την τσιγκλάω
    επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου.
    Φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
    ως να χορτάσω χλευασμό.


    Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
    κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
    Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
    ωραίος τραβάω, τραβάω
    εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.


    Εσείς οι αβροί!...
    Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
    Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.


    Όμως εσείς,
    θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
    τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
    έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;
    Ελάτε να σας δασκαλέψω,
    εσάς τη μπατιστένια απ' το σαλόνι,
    εσάς την άψογο υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
    κι εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα-ήρεμα τα χείλη σας
    σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού
    μαγειρικής.


    Θέλετε
    θα 'μαι ακέραιος, όλο κρέας λυσσασμένος
    -κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-
    θέλετε-
    θα 'μαι η άχραντη ευγένεια
    -όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια.

    ( Vladimir Majakovskij )
     
  9. aethereal

    aethereal Guest

    ΣΑΝ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΕΣ

    Παρασκευη ειναι σημερα θα παω στη λαικη
    να κανω εναν περιπατο στ αποκεφαλισμενα περιβολια
    να δω την ευωδια της ριγανης
    σκλαβα σε ματσακια.

    Παω μεσημερακι που πεφτουν οι τιμες των αξιωσεων
    βρισκεις το πρασινο ευκολο
    σε φασολακια κολοκυθια μολοχες και κρινακια.
    Ακουω εκει τι θαρρετα εκφραζονται τα δεντρα
    με την κομμενη γλωσσα των καρπων
    ρητορες σωροι τα πορτοκαλια και τα μηλα
    και παιρνει να ροδιζει λιγη αναρρωση
    στις κιτρινιαρικες παρειες
    μιας μεσα βουβαμαρας.

    Σπανια να ψωνισω.Γιατι εκει σου λενε διαλεξε.
    Ειναι ευκολια αυτη ή προβλημα?Διαλεγεις και μετα
    πως να σηκωσεις το βαρος το ασηκωτο
    που εχει η εκλογη σου.
    Ενω εκεινο το ετυχε τι πουπουλο.Στην αρχη.
    Γιατι μετα σε γονατιζουν οι συνεπειες.
    Ασηκωτες κι αυτες.
    Κατα βαθος ειναι σα να διαλεξες.

    Το πολυ ν αγορασω λιγο χωμα. Οχι για λουλουδια.
    Για εξοικειωση.
    Εκει δεν εχει διαλεξε.Εκει με κλειστα τα ματια.

    (κικη δημουλα)
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Μονόλογος

    Δεν ξεπροβάλλω πια
    στο παραπέτο,
    για να δω αν φθάνει η άμαξα με τ’ άλογα,
    που φέρνει τους μαθητές από τους Βαρναβίτες.
    Εξάλλου μακρά διαστήματα ζωής
    μοιάζουν να ακυρώθηκαν,
    ανόητος μου φαίνεται εκείνος που πιστεύει,
    ότι δεν πάσχει από παύσεις η ζωή.
    Δεν πρόκειται για θάνατο και για νεκραναστάσεις,
    αλλά για παρατεταμένες καταβάσεις στον Άδη,
    όπου αναβράζει ό,τι δεν έφθασε ως το σημείο ρήξης.
    Αυτό όμως θα σήμαινε το θάνατο που απεχθανόμαστε
    κι έτσι ευαρεστούμαστε με μιαν αναμπουμπούλα,
    που μοιάζει με μακρινή βροντή.
    Κάτι συμβαίνει τώρα στην Υφήλιο,
    μια αναζήτηση ταυτότητας,
    ενός τρόπου για να ξεκινήσει πάλι.
    Κι εμείς σε ρυμουλκό, απομεινάρια
    που τα ξεφορτώνονται, η μόνο του πέφτει το καθένα.

    ( Eugenio Montale )
     
    Last edited: 3 Ιανουαρίου 2015
  11. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ρομαντικός επίλογος

    Μη με διαβάζετε, όταν δεν έχετε
    παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
    η έστω μνημόσυνα.
    Όταν δεν έχετε μαντέψει τη δύναμη,
    που κάνει την αγάπη εφάμιλλη του θανάτου.
    Όταν δεν αμολήσατε ἀϊτὸ την Καθαρή Δευτέρα
    χωρίς να τον βασανίζετε,
    τραβώντας ολοένα το σπάγκο.
    Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια
    ο Νοστράδαμος.
    Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά
    στην Αποκαθήλωση.
    Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.
    Αν δεν αγαπάτε τα ζώα
    και μάλιστα τις νυφίτσες.
    Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα
    οπουδήποτε.
    Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani
    τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος
    χτυπούσε βίαια τη πόρτα ενός φίλου του
    γυρεύοντας το ποιήματα του Βιγιὸν
    κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά,
    ενοχλώντας το σύμπαν.
    Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.
    Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.
    Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα
    είναι μάλλον η εποχή μας.
    Προσοχή χρώματα.
    Μη με διαβάζετε όταν έχετε δίκιο.
    Μη με διαβάζετε όταν δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα.
    Ώρα να πηγαίνω,
    δεν έχω άλλο στήθος.

    ( Νίκος Καρούζος )
     
    Last edited: 5 Ιανουαρίου 2015
  12. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Καταραμένη εκείνη η μέρα

    Καταραμένη εκείνη η μέρα
    που άρχισα να γράφω,
    όχι γιατί είναι κακό να γράφεις,
    αλλά γιατί ήταν καταραμένη
    εκείνη η μέρα,
    που ήμουν μόνος,
    κι έκλαιγα,
    και γι’ αυτό
    έγραφα.

    ( Federico Tavan )

    --------------------------------------

    Ο ποιητής των αρουραίων

    Είμαι ο ποιητής των αρουραίων
    που μου λασπώνουν τα χέρια.
    Ο υπόνομος μ’ αρέσει
    γιατί είναι χαμηλά
    όπως η κόλαση.
    Τους φωνάζω όλους γύρω μου
    με τις ιστορίες τους που δεν φτιάχνουν ιστορία,
    γι’ αυτούς παίζω το πίφερο
    δίχως να τους παρασέρνω στον πνιγμό.
    «Βιτορίνο!» «Παρών!»
    Στα σαράντα τρία του
    με την όψη ενός εικοσάχρονου
    που υπέστη
    όλα τα δεινά αυτού του κόσμου
    (ανέμους που λευτέρωσε ο Αίολος)
    ξύλινο πρόσωπο σαρακοφαγωμένο από τους δοθιήνες,
    που μουρμουρίζει ψιθυριστά
    για να μην μπορεί ν’ ακούσει
    ούτε και ο ίδιος,
    άγια μάτια καθηλωμένα
    πάνω σε παλιές εικόνες ψυχιατρείου.
    Και μετά ο αδελφός του «Λουίτζι!» «Παρών!»
    Εκδηλώθηκε στα τριάντα του
    έξυπνος κι ενεργητικός
    και τώρα «πηγμένο σπέρμα
    που παίρνοντας φωτιά γίνεται κόλαση»,
    παλιοί παπάδες παλιοί κομμουνιστές,
    η μυρουδιά της μάνας του,
    η μόνη γυναίκα που γνώρισε.
    Αρουραίοι με ελεύθερη έξοδο
    στους δρόμους του Αντρέις.
    «Θείε Μάριε!» «Παρών!»
    Έχει την ηλικία μου
    κι όμως είναι γέρος σαν το Ράουτ,
    σέρνεται εμπρός
    με τη θλίψη του
    παριστάνοντας πως χαμογελά·
    «χωρίς πνευμόνια χωρίς καρδιά»
    χωρίς παραμύθια για τα παιδιά,
    παίζοντας από μικρός
    μες στον χτισμένο τούβλο-τούβλο
    κόσμο του.
    Και μετά ο αδελφός του «Πάολο!» «Παρών!»
    που δεν ξεμυτά ποτέ από το σπίτι
    για να περιμένει ανετότερα.
    Αρουραίοι σε πομπή.
    «Γιάκου ντε Προυπιέρε!» «Παρών!»
    «Τόνε ντε Τσίνκιου!» «Παρών!»
    «Πετρούλα!» «Παρούσα!»
    «Γκίντια!» «Παρούσα!»
    «Κιέλ ντ’ Ιζόρτζ!» «Παρών!»
    «Φιορίνο!» «Παρών!»
    «Βίγκι ντε Πετίκ!» «Παρών!»
    «Μπερτ λ’ Eσπέρτ!» «Παρών!»
    με τα μεγάλα μυστικά του
    που έρχονται από την Ισπανία,
    νέος γέρος κυρτός,
    τα γυαλιά για να κρύβει τις εκφράσεις του,
    που υποφέρει από την πείνα
    που υποφέρει από το κρύο
    που υποφέρει από τη βρώμα
    που υποφέρει από κείνο που ’χει
    ανάμεσα στα σκέλια.
    Αρουραίοι ιταλικοί
    που καταστρέφουν το τοπίο,
    μικροί Χριστοί
    χωρίς σταυρό
    χωρίς Γολγοθά
    χωρίς παράδεισο.
    «Τίνα ντε λι Ρίμπες!» «Παρούσα!»
    Κάτω στο Κολονιάν
    τρομάζει όλα τα παιδιά, φωνάζει
    τα ποιήματά της, σκουπίζει
    ένα σπίτι που δεν υπάρχει
    τσαπίζει ένα χωράφι που δεν υπάρχει.
    Αρουραίοι φωτογραφημένοι
    πολλά χρόνια πριν
    που εμπλέκονται
    στα πράγματα του σήμερα.
    Για κείνους τραγουδώ
    την παγωνιά των χεριών,
    τον πυρετό του μυαλού,
    τη σιγή της φωνής,
    την κούραση των ποδιών,
    τα πεθαμένα δάκρυα,
    τη χειμωνιά των όρχεων.
    Αρουραίοι που ξετρύπωσαν
    από κάθε εκκλησιά
    από κάθε σπίτι
    από κάθε ταβέρνα
    για να κλέψουν ένα σάπιο μήλο
    απ’ τα σκουπίδια.

    ( Federico Tavan )