Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Αποτυπώματα στο νερό

    Είναι ο νους που
    αριθμεί τη σιωπή
    των νεκρών, και το μέτρημα
    είναι ένας πόνος που ζει και
    διακλαδώνεται σε κηλίδες
    σύννεφων πάνω στο δέρμα, μερικές φορές
    είναι άμμος, ένα ηλιοβασίλεμα,
    ένα λουλούδι του χιονιού
    ν’ απλώνεται μέχρι
    τις ίριδες, να
    γεμίζει το στόμα
    με τη γλώσσα του ξέχειλη
    από θύμησες, με τα περιφερόμενα
    αποκαΐδια μιας
    πυρκαγιάς, με το
    περίβλημά του από πατημασιές,
    φωνές, μαλλιά, με τη
    σβολιασμένη, ακάθαρτη
    αλήθεια του πάγου.

    ( Francesco Marotta )
     
  2. Stilvi

    Stilvi Nobody expects the Spanish inquisition! Contributor

    Γ. Ρίτσος, «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος»

    Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
    Εἶναι καλό τό φεγγάρι, — δέ θά φαίνεται
    πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι
    θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις.
    Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
    ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,
    σαν μαύρο φέρετρο κλεισμένο. ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου

    λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ' ἀκούσω. Σώπα.

    Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου
    λίγο πιό κάτου, ὥς τή μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
    ὥς ἐκεῖ πού στρίβει ὁ δρόμος καί φαίνεται
    ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μέ φεγγαρόφωτο,
    τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη
    τσιμεντένια και αέρινη / θετική σαν μεταφυσική. ">τόσο θετική σάν μεταφυσική
    πού μπορεῖς ἐπιτέλους νά πιστέψεις πώς ὑπάρχεις καί δέν ὑπάρχεις
    πώς ποτέ δέν ὑπῆρξες, δέν ὑπῆρξε ο χρόνος κ' ἡ φθορά του.
    Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Θά καθήσουμε λίγο στό πεζούλι, πάνω στό ὕψωμα,
    κι ὅπως θά μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας
    μπορεῖ νά φανταστοῦμε κιόλας πώς θά πετάξουμε,
    γιατί, πολλές φορές, καί τώρα ἀκόμη, ἀκούω τό θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ
    μου
    σάν τό θόρυβο δυό δυνατῶν φτερῶν πού ἀνοιγοκλείνουν,
    κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ' αὐτόν τόν ἦχο τοῦ πετάγματος

    νιώθεις κρουστό τό λαιμό σου, τά πλευρά σου, τή σάρκα σου,
    κ' ἔτσι σφιγμένος μές στούς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα,
    μέσα στά ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους,
    δέν ἔχει σημασία ἄν φεύγεις ἤ ἄν γυρίζεις
    κι οὔτε ἔχει σημασία πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου,
    (δέν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου — ἡ λύπη μου
    εἶναι πού δέν ἀσπρίζει κ' ἡ καρδιά μου).
    Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Τό ξέρω πώς καθένας μονάχος πορεύεται στόν ἔρωτα,
    μονάχος στή δόξα καί στό θάνατο.

    Τό ξέρω. Τό δοκίμασα. Δέν ὠφελεῖ.
    Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Τοῦτο τό σπίτι στοίχειωσε, μέ διώχνει —
    θέλω νά πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τά καρφιά ξεκολλᾶνε,
    τά κάδρα ρίχνονται σά νά βουτᾶνε στό κενό,
    οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα
    ὅπως πέφτει τό μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς
    ἀπ' τά γόνατά της
    ἤ ὅπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στήν παλιά,
    ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

    Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή, — ὄχι ἡ φωτογραφία πού κοιτᾶς μέ τόση
    δυσπιστία —λέω γιά τήν πολυθρόνα, πολύ ἀναπαυτική, μποροῦσες ὧρες ὁλόκληρες
    νά κάθεσαι
    καί μέ κλεισμένα μάτια νά ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει
    — μιάν ἀμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη ἀπό φεγγάρι,
    πιό στιλβωμένη ἀπ' τά παλιά λουστρίνια μου πού κάθε μήνα τά δίνω
    στό στιλβωτήριο τῆς γωνιᾶς,
    ἤ ἕνα πανί ψαρόβαρκας πού χάνεται στό βάθος λικνισμένο ἀπ' τήν ἴδια
    του ἀνάσα, τριγωνικό πανί σά μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στά δυό
    σά νά μήν εἶχε τίποτα νά κλείσει ἤ νά κρατήσει
    ἤ ν' ἀνεμίσει διάπλατο σέ ἀποχαιρετισμό. Πάντα μου εἶχα μανία μέ τά
    μαντίλια,ὄχι γιά νά κρατήσω τίποτα δεμένο,
    τίποτα σπόρους λουλουδιῶν ἤ χαμομήλι μαζεμένο στούς ἀγρούς μέ τό
    λιόγερμα ἤ νά τό δέσω τέσσερις κόμπους σάν τό σκουφί πού φορᾶνε οἱ ἐργάτες
    στ' ἀντικρυνό γιαπί ἤ νά σκουπίζω τά μάτια μου, — διατήρησα καλή τήν ὅρασή μου·
    ποτέ μου δέ φόρεσα γυαλιά. Μιά ἁπλή ἰδιοτροπία τά μαντίλια.

    Τώρα τά διπλώνω στά τέσσερα, στά ὀχτώ, στά δεκάξη
    ν' ἀπασχολῶ τά δάχτυλά μου. Καί τώρα θυμήθηκα
    60 8, 16, 32, 64· οι αριθμοί συμπίπτουν με εκείνους της ρυθμικής αγωγής στη μουσική·
    η προοδευτική τους όμως αύξηση εδώ είναι παράλληλα ένα σχολιο για το πέρασμα των ηλικιών.">πώς ἔτσι μετροῦσα τή μουσική σάν πήγαινα στό Ὠδεῖο10
    μέ μπλέ ποδιά κι ἄσπρο γιακά, μέ δυό ξανθές πλεξοῦδες
    — 8, 16, 32, 64, —

    κρατημένη ἀπ' τό χέρι μιᾶς μικρῆς φίλης μου ροδακινιᾶς ὅλο φῶς καί
    ρόζ λουλούδια,
    (συχώρεσέ μου αὐτά τά λόγια
    κ' οἱ δικοί μου στήριζαν μεγάλες ἐλπίδες στό μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σοὔλεγα γιά τήν
    πολυθρόνα —
    ξεκοιλιασμένη — φαίνονται οἱ σκουριασμένες σοῦστες, τά ἄχερα —
    ἔλεγα νά τήν πάω δίπλα στό ἐπιπλοποιεῖο,
    μά ποῦ καιρός καί λεφτά καί διάθεση — τί νά πρωτοδιορθώσεις; —
    ἔλεγα νά ρίξω ἕνα σεντόνι πάνω της, — φοβήθηκα
    70 τ' ἄσπρο σεντόνι12 σέ τέτοιο φεγγαρόφωτο. Ἐδῶ κάθησαν
    ἄνθρωποι πού ὀνειρεύτηκαν μεγάλα ὄνειρα, ὅπως κ' ἐσύ κι ὅπως κ'
    ἐγώ ἄλλωστε,
    καί τώρα ξεκουράζονται κάτω ἀπ' τό χῶμα δίχως νά ἐνοχλοῦνται ἀπ'
    τή βροχή ἤ τό φεγγάρι.
    Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Θά σταθοῦμε λιγάκι στήν κορφή τῆς μαρμάρινης σκάλας τοῦ
    Ἅη-Νικόλα, ὕστερα ἐσύ θά κατηφορίσεις κ' ἐγώ θά γυρίσω πίσω
    ἔχοντας στ' ἀριστερό πλευρό μου τή ζέστα ἀπ' τό τυχαῖο ἄγγιγμα τοῦ
    σακκακιοῦ σου κι ἀκόμη μερικά τετράγωνα φῶτα ἀπό μικρά συνοικιακά παράθυρα
    κι αὐτή τήν πάλλευκη ἄχνα ἀπ' τό φεγγάρι ποὖναι σά μιά μεγάλη
    συνοδεία ἀσημένιων κύκνων —
    καί δέ φοβᾶμαι αὐτή τήν ἔκφραση, γιατί ἐγώ πολλές ἀνοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα ἄλλοτε μέ τό Θεό πού μοῦ
    ἐμφανίστηκε ντυμένος τήν ἀχλύ καί τή δόξα ἑνός τέτοιου σεληνόφωτος,
    καί πολλούς νέους, πιό ὡραίους κι ἀπό σένα ἀκόμη, τοῦ ἐθυσίασα,14
    ἔτσι λευκή κι ἀπρόσιτη ν'ατμίζω μές στή λευκή μου φλόγα, στή
    λευκότητα τοῦ σεληνόφωτος,
    πυρπολημένη ἀπ' τ' ἀδηφάγα μάτια τῶν ἀντρῶν κι ἀπ' τή δισταχτικήν
    ἔκσταση τῶν ἐφήβων, πολιορκημένη ἀπό ἐξαίσια, ἡλιοκαμμένα σώματα,
    ἄλκιμα μέλη γυμνασμένα στό κολύμπι, στό κουπί, στό στίβο,
    στό ποδόσφαιρο (πού ἔκανα πώς δέν τἄβλεπα)
    μέτωπα, χείλη καί λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα καί μάτια,
    στέρνα καί μπράτσα καί μηροί (κι ἀλήθεια δέν τἄβλεπα)
    ξέρεις, καμμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνᾶς, ὅ,τι θαυμάζεις,
    σοῦ φτάνει ὁ θαυμασμός σου
    ,
    θέ μου, τί μάτια πάναστρα,κι ἀνυψωνόμουν σέ μιάν ἀποθέωση
    ἀρνημένων ἄστρων
    γιατί, ἔτσι πολιορκημένη ἀπ' ἔξω κι ἀπό μέσα,
    ἄλλος δρόμος δε μοὔμενε παρά μονάχα πρός τά πάνω ἤ πρός τά κάτω.
    — Ὄχι, δέ φτάνει.
    Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Τό ξέρω ἡ ὥρα πιά εἶναι περασμένη. Ἄφησέ με,
    γιατί τόσα χρόνια, μέρες καί νύχτες καί πορφυρά μεσημέρια,
    ἔμεινα μόνη,
    ἀνένδοτη, μόνη καί πάναγνη,
    ἀκόμη στή συζυγική μου κλίνη πάναγνη καί μόνη,
    γράφοντας ἔνδοξους στίχους στά γόνατα τοῦ Θεοῦ,
    λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο πέρα ἀπ' τή ζωή μου καί τή ζωή σου, πέρα πολύ. Δέ φτάνει.
    Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Τοῦτο τό Το νεκρό σπίτι δέ μέ σηκώνει πιά.
    Δέν ἀντέχω νά τό σηκώνω στή ράχη μου.
    Πρέπει πάντα νά προσέχεις, νά προσέχεις,
    νά στεριώνεις τόν τοῖχο μέ τό μεγάλο μπουφέ
    νά στεριώνεις τόν μπουφέ μέ τό πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
    νά στεριώνεις τό τραπέζι μέ τίς καρέκλες
    νά στεριώνεις τίς καρέκλες μέ τά χέρια σου
    νά βάζεις τόν ὦμο σου κάτω ἀπ' τό δοκάρι πού κρέμασε.
    Καί τό πιάνο, σά μαῦρο φέρετρο κλεισμένο. Δέν τολμᾶς νά τ' ἀνοίξεις.
    Ὅλο νά προσέχεις, νά προσέχεις, μήν πέσουν, μήν πέσεις. Δἐν ἀντέχω.
    Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Τοῦτο τό σπίτι, παρ' ὅλους τούς νεκρούς του, δέν ἐννοεῖ νά πεθάνει.
    Ἐπιμένει νά ζεῖ μέ τούς νεκρούς του
    νά ζεῖ ἀπ' τούς νεκρούς του
    νά ζεῖ ἀπ' τή βεβαιότητα τοῦ θανάτου του
    καί νά νοικοκυρεύει ἀκόμη τούς νεκρούς του σ' ἑτοιμόρροπα κρεββάτια

    Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Ἐδῶ, ὅσο σιγά κι ἄν περπατήσω μές στήν ἄχνα τῆς βραδιᾶς εἴτε μέ τίς παντοῦφλες, εἴτε ξυπόλυτη,
    κάτι θά τρίξει, — ἕνα τζάμι ραγίζει ἤ κάποιος καθρέφτης,
    κάποια βήματα ἀκούγονται, — δέν εἶναι δικά μου.
    Ἔξω, στό δρόμο μπορεῖ νά μήν ἀκούγονται τοῦτα τά βήματα, —
    ξυλοπάπουτσα.">ἡ μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα,
    κι ἄν κάνεις νά κοιτάξεις σ' αὐτόν ἤ στόν ἄλλον καθρέφτη,
    πίσω ἀπ' τή σκόνη καί τίς ραγισματιές,

    διακρίνεις πιό θαμπό καί πιό τεμαχισμένο τό πρόσωπό σου,
    τό πρόσωπό σου πού ἄλλο δέ ζήτησες στή ζωή παρά νά τό κρατήσεις
    καθάριο κι ἀδιαίρετο.
    Τά χείλη τοῦ ποτηριοῦ γυαλίζουν στό φεγγαρόφωτο
    σάν κυκλικό ξυράφι — πῶς νά τό φέρω στά χείλη μου;
    ὅσο κι ἄν διψῶ, — πῶς νά τό φέρω; — Βλέπεις;
    ἔχω ἀκόμη διάθεση γιά παρομοιώσεις, — αὐτό μοῦ ἀπόμεινε,
    αὐτό μέ βεβαιώνει ἀκόμη πώς δέ λείπω.
    Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Φορές-φορές, τήν ὥρα πού βραδιάζει, ἔχω τήν αἴσθηση
    πώς ἔξω ἀπ' τά παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μέ τή γριά βαρειά
    του ἀρκούδα
    μέ τό μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καί τριβόλια
    σηκώνοντας σκόνη στό συνοικιακό δρόμο
    ἕνα ἐρημικό σύννεφο σκόνη πού θυμιάζει τό σούρουπο
    καί τά παιδιά ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιά τό δεῖπνο καί δέν τ' ἀφήνουν
    πιά νά βγοῦν ἔξω
    μ' ὅλο πού πίσω ἀπ' τούς τοίχους μαντεύουν τό περπάτημα τῆς γριᾶς
    ἀρκούδας —
    κ' ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μές στή σοφία τῆς μοναξιᾶς της,
    μήν ξέροντας γιά ποῦ καί γιατί —
    ἔχει βαρύνει, δέν μπορεῖ πιά νά χορεύει στά πισινά της πόδια
    δέν μπορεῖ νά φοράει τή δαντελένια σκουφίτσα της νά διασκεδάζει τά
    παιδιά, τούς ἀργόσχολους, τούς ἀπαιτητικούς,
    καί τό μόνο πού θέλει εἶναι νά πλαγιάσει στό χῶμα
    ἀφήνοντας νά τήν πατᾶνε στήν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τό τελευταῖο
    παιχνίδι της,
    δείχνοντας τήν τρομερή της δύναμη γιά παραίτηση,
    τήν ἀνυπακοή της στά συμφέροντα τῶν ἄλλων, στούς κρίκους τῶν
    χειλιῶν της, στήν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της,
    τήν ἀνυπακοή της στόν πόνο καί στή ζωή
    μέ τή σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου — ἔστω κ' ἑνός ἀργοῦ θανάτου —
    τήν τελική της ἀνυπακοή στό θάνατο μέ τή συνέχεια καί τή γνώση
    τῆς ζωῆς

    Μά ποιός μπορεῖ νά παίξει ὥς τό τέλος αὐτό τό παιχνίδι;
    Κ' ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καί πορεύεται
    ὑπακούοντας στό λουρί της, στούς κρίκους της, στά δόντια της,
    χαμογελώντας μέ τά σκισμένα χείλη της στίς πενταροδεκάρες πού τῆς
    ρίχνουνε τά ὡραῖα κι ἀνυποψίαστα παιδιά
    (ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα)
    καί λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες πού γεράσανε
    τό μόνο πού ἔμαθαν νά λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ.
    Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Τοῦτο τό σπίτι μέ πνίγει. Μάλιστα ἡ κουζίνα
    εἶναι σάν τό βυθό τῆς θάλασσας. Τά Νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
    σά στρογγυλά, μεγάλα μάτια ἀπίθανων ψαριῶν,
    τά πιάτα σαλεύουν ἀργά σάν τίς μέδουσες,
    φύκια κι ὄστρακα πιάνονται στά μαλλιά μου — δέν μπορῶ νά τά
    ξεκολλήσω ὕστερα,
    δέν μπορῶ ν' ἀνέβω πάλι στήν ἐπιφάνεια —
    ὁ δίσκος μοῦ πέφτει ἀπ' τά χέρια ἄηχος, — σωριάζομαι —
    καί βλέπω τίς φυσαλίδες ἀπ' τήν ἀνάσα μου ν' ἀνεβαίνουν, ν' ανεβαίνουν
    καί προσπαθῶ νά διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες0
    κι ἀναρωτιέμαι τί θά λέει ἄν κάποιος βρίσκεται ἀπό πάνω καί βλέπει
    αὐτές τίς φυσαλίδες,
    τάχα πώς πνίγεται κάποιος ἤ πώς ἕνας δύτης ἀνιχνεύει τούς βυθούς;

    Κι ἀλήθεια δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἀνακαλύπτω ἐκεῖ, στό βάθος
    τοῦ πνιγμοῦ,
    κοράλλια καί μαργαριτάρια καί θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
    ἀπρόοπτες συναντήσεις, καί χτεσινά καί σημερινά καί μελλούμενα,
    μιάν ἐπαλήθευση σχεδόν αἰωνιότητας,
    κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο ἀθανασίας, ὅπως λένε,
    μιάν εὐτυχία, μιά μέθη, κ' ἐνθουσιασμόν ἀκόμη,
    κοράλλια καί μαργαριτάρια καί ζαφείρια·
    μονάχα πού δέν ξέρω νά τά δώσω — ὄχι, τά δίνω·
    μονάχα πού δέν ξέρω ἄν μποροῦν νά τά πάρουν — πάντως ἐγώ
    τά στο βάθος του πνιγμού, μιαν επαλήθευση αιωνιότητας.
    Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Μιά στιγμή, νά πάρω τή ζακέτα μου.
    Τοῦτο τόν ἄστατο καιρό, ὅσο νἆναι, πρέπει νά φυλαγόμαστε.
    Ἔχει ὑγρασία τά βράδια, καί τό φεγγάρι
    καλό φεγγάρι δέ σοῦ φαίνεται, ἀλήθεια, πώς ἐπιτείνει τήν ψύχρα;33

    Ἄσε νά σοῦ κουμπώσω τό πουκάμισο — τί δυνατό τό στῆθος σου,
    — τί δυνατό φεγγάρι, — ἡ πολυθρόνα, λέω — κι ὅταν σηκώνω τό
    φλιτζάνι ἀπ' τό τραπέζι
    μένει ἀπό κάτω μιά τρύπα σιωπή, βάζω ἀμέσως τήν παλάμη μου
    ἐπάνω
    νά μήν κοιτάξω μέσα, — ἀφήνω πάλι τό φλιτζάνι στή θέση του·
    καί τό φεγγάρι μιά τρύπα στό κρανίο τοῦ κόσμου — μήν κοιτάξεις
    μέσα,
    εἶναι μιά δύναμη μαγνητική34 πού σέ τραβάει — μήν κοιτάξεις, μήν
    κοιτᾶχτε,

    ἀκοῦστε με πού σᾶς μιλάω — θά πέσετε μέσα. Τοῦτος ὁ ἴλιγγος
    ὡραῖος, ἀνάλαφρος — θά πέσεις, —
    ἕνα μαρμάρινο πηγάδι τό φεγγάρι,
    ...Μα ο ήχος διατηρείται—ἴσκιοι σαλεύουν καί βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές — δέν τίς ἀκοῦτε;
    Βαθύ-βαθύ τό πέσιμο,
    βαθύ-βαθύ τό ἀνέβασμα,
    τό ἀέρινο ἄγαλμα κρουστό μές στ' ἀνοιχτά φτερά του,
    βαθειά-βαθειά ἡ ἀμείλικτη εὐεργεσία τῆς σιωπῆς, —
    τρέμουσες φωταψίες τῆς ἄλλης ὄχθης, ὅπως ταλαντεύεσαι μές στό
    ἴδιο σου τό κύμα,
    ἀνάσα ὠκεανοῦ. Ὡραῖος, ἀνάλαφρος
    ὁ ἴλιγγος τοῦτος, — πρόσεξε, θά πέσεις. Μήν κοιτᾶς ἐμένα,
    ἐμένα ἡ θέση μου εἶναι τό ταλάντευμα — ὁ ἑξαίσιος ἴλιγγος. Ἔτσι κάθε
    ἀπόβραδο
    ἔχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.
    Συχνά πετάγομαι στό φαρμακεῖο ἀπέναντι γιά καμμιάν ἀσπιρίνη,
    ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καί μένω μέ τόν πονοκέφαλό μου
    ν' ἀκούω μές στούς τοίχους τόν κούφιο θόρυβο πού κάνουν οἱ σωλῆνες
    τοῦ νεροῦ,
    ἤ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη,
    ξεχνιέμαι κ' ἑτοιμάζω δυό — ποιός νά τόν πιεῖ τόν ἄλλον; — ἀστεῖο ἀλήθεια, τόν ἀφήνω στό περβάζι νά κρυώνει
    ἤ κάποτε πίνω καί τόν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ' τό παράθυρο τόν πράσινο
    γλόμπο τοῦ φαρμακείου
    σάν τό πράσινο φῶς ἑνός ἀθόρυβου τραίνου πού ἔρχεται νά μέ πάρει
    μέ τά μαντίλια μου, τά στραβοπατημένα μου παπούτσια, τή μαύρη
    τσάντα μου, τά ποιήματά μου,
    χωρίς καθόλου βαλίτσες — τί νά τίς κάνεις;
    Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Ἄ, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δέ θἄρθω. Καληνύχτα.
    Ἐγώ θά βγῶ σέ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί, ἐπιτέλους, πρέπει
    νά βγῶ ἀπ' αὐτό τό τσακισμένο σπίτι.
    Πρέπει νά δῶ λιγάκι του μόχθου και του μεροκάματου απαντάται σε ποιήματα με αμιγή ιδεολογικό προσανατολισμό, όπως είναι η Ανυπόταχτη πολιτεία
    — ὄχι, ὄχι τό φεγγάρι — τήν πολιτεία μέ τά ροζιασμένα χέρια της, τήν πολιτεία τοῦ μεροκάματου,
    τήν πολιτεία πού ὁρκίζεται στό ψωμί καί στή γροθιά της
    τήν πολιτεία πού ὅλους μᾶς ἀντέχει στή ράχη της
    μέ τίς μικρότητές μας, τίς κακίες, τίς ἔχτρες μας,
    μέ τίς φιλοδοξίες, τήν ἄγνοιά μας καί τά γερατειά μας, —
    ν' ἀκούσω τά μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας,
    νά μήν ἀκούω πιά τά βήματά σου
    μήτε τά βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καί τά δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
     
  3. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Στὸν ἀναγνώστη Ἡ ἀνοησία, τ᾿ ἁμάρτημα, ἡ ἀπληστία κι ἡ πλάνη κυριεύουνε τὴ σκέψη μας καὶ φθείρουν τὸ κορμί μας, κι εὐχάριστα τὶς τύψεις μας θρέφουμε στὴν ψυχή μας, καθὼς ποὺ θρέφουν πάνω τους τὶς ψεῖρες οἱ ζητιάνοι.

    Στὰ μετανιώματα ἄναντροι κι ἁμαρτωλοὶ ὡς τὴν ἄκρια, ζητᾶμε πληρωμὴ ἀκριβὴ γιὰ κάθε μυστικό μας καὶ ξαναμπαίνουμε εὔκολα στὸ βοῦρκο τὸν παλιό μας, θαρρώντας πὼς ξεπλένεται μὲ τὰ δειλά μας δάκρυα.

    Πάνω ἀπ᾿ τὸ προσκεφάλι μας ὁ Σατανᾶς γερμένος πάντα στὰ μάγια τοῦ κακοῦ τὸ νοῦ μας νανουρίζει, τὴ πιὸ ἀτσαλένια θέληση μεμιᾶς τὴν ἐξατμίζει, αὐτὸς ὁ Μέγας χημικός, ὁ Τετραπερασμένος.

    Ὁ Διάολος, τὸ νῆμα αὐτὸς κρατᾶ ποὺ μᾶς κουνᾶ! Τὰ πράματα τὰ βρωμερὰ πιότερο τ᾿ ἀγαπᾶμε, κι ὅλο καὶ πρὸς τὴ Κόλαση κάθε στιγμὴ τραβᾶμε, μὲ δίχως φρίκη, ἀνάμεσα στὸ σκότος ποὺ βρωμᾶ.

    Σὰν τὸ φτωχὸ ξεφαντωτὴ ποὺ πιπιλᾶ μὲ ζάλη μιᾶς παλιᾶς πόρνης ἀγκαλιὰ πολιομαρτυρισμένη, κλεφτάτα ἁρπάζουμε κι ἐμεῖς καμιὰ ἡδονὴ θλιμμένη, ποὺ τήνε ξεζουμίζουμε σὰ σάπιο πορτοκάλι.

    Σὰν ἕνα ἑκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκώντας, μὲς στὸ μυαλό μας κραιπαλοῦν τοῦ Δαίμονα τὰ πλήθη, κι ὅταν ἀνάσα παίρνουμε, ὁ Θάνατος στὰ στήθη σὰν ἄϋλος ποταμὸς κυλᾶ, σιωπηλὰ θρηνώντας.

    Ἂν τὸ φαρμάκι κι ἡ φωτιὰ κι ἡ βιὰ καὶ τὸ μαχαίρι δὲν ἔχουνε τὰ φανταχτὰ κεντίδια ἀκόμα κάνει στὸ πρόστυχο τῆς μοίρας μας ἄθλιο καραβοπάνι, εἶναι ποὺ λείπει ἀπ᾿ τὴ ψυχὴ τὸ θάρρος κι ἀπ᾿ τὸ χέρι.

    Μὰ μὲς στὶς σκύλες, τοὺς σκορπιούς, τὰ φίδια, τὰ τσακάλια, τοὺς πάνθηρες, τοὺς πίθηκους, τοὺς γύπες, τὰ θηρία ποὺ γρούζουν, σέρνουνται, ἀλυχτοῦν κι οὐρλιάζουν μὲ μανία μέσ᾿ στῶν παθῶν μας τὸ κλουβί, προβαίνει ἀγάλια, θεριὸ πιὸ βρώμικο, κακό, τὴν ἀσκημιὰ νὰ δείξει!

    Κι ἂ δὲ σαλεύει κι οὔτε ἀκούει κανένας τὸ οὐρλιαχτό του, ὅλη γῆς θὰ ρήμαζε, καὶ στὸ χασμουρητό του θὰ ῾θελε νὰ κατάπινε τὸν κόσμο -αὐτὸ ῾ναι ἡ πλήξη!- πού, μ᾿ ἕνα δάκρυ ἀθέλητο στὰ μάτια τῆς κοιτάζεις, καθὼς καπνίζει τὸν οὐκᾶ, κρεμάλες νὰ στυλώνει.

    Καὶ ξέρεις, ἀναγνώστη, αὐτὸ τὸ τέρας πῶς δαγκώνει! Ὦ ἀναγνώστη ὑποκριτή, ἀδέρφι ποὺ μοῦ μοιάζεις!

    Charles Baudelaire

    ps Σήμερα, ο Baudelaire συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων ποιητών της Γαλλίας αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, με το όνομά του να βρίσκεται μεταξύ των Κλασικών. «Ο Baudelaire είναι ο πρώτος οραματιστής, ο βασιλεύς όλων των ποιητών, ένας θεός» είπε γι’ αυτόν ο νεαρός Rimbaud ενώ χαρακτηρίστηκε «Δάντης μιας παρηκμασμένης εποχής».
     
  4. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Το τραγούδι της Μορφίνας

    Βαρειά, σα μολυβένια, τα βλέφαρα μου πέφτουνε στα θάμπη των άρρωστων ματιών μου,
    και τα μισάνοιχτα, ζεστά μου χείλη, με πόθο ανασαίνουνε τον κρύον αλαφρόν αέρα της νύχτας,
    που μου φέρνει το ανοιχτό παράθυρο…

    Το κορμί μου χάνεται σ’ ένα μαλακό σβύσιμο,
    σαν να ήτανε ποτισμένο από γλυκό κρασί και από μέλι…

    Άσπρες πεταλούδες πετάνε γύρω μου, άσπρες ολόασπρες πεταλούδες,
    απάνω σε τρεμουλιαστά λευκά τριαντάφυλλα…

    Η αναπνοή μου κομμένη από βαθύ λαχάνιασμα, μου ανοίγει μιαν άφραστη δίψα θλιμμένων
    ερώτων και λαχταράω σιωπηλά αγκαλιάσματα και αποκαμώματα άπειρα, κάτω από βαθύσκιες
    φοινικιές που νανουρίζουνε τα πλατειά τους φύλλα…

    Άγρια πάρκα ονειρεύομαι, όλο δεντρολίβανα, πικροδάφνες και αλόη, ανάμεσα σε φράουλες
    και σε ορτένσιες, μουσκεμμένα από δροσιές, πνοές και δροσιές του μεσονυχτιού…

    Και το κορμί μου κυμαίνεται γαλήνιο σε μιαν απαλότατη έκλυση ωραίας ευδαιμονίας,
    καθώς έρημο ανθόφυλλο, απάνω στης κυματωσιές των ήσυχων νερών…

    Δόστε μου τριαντάφυλλα, να στολίσω τα πλούσια κύματα των μαλλιών μου,
    καμέλιες λευκές και λευκά τριαντάφυλλα…

    Από τα βύθη της αγωνίας μου υψώνουνται αόριστες μορφές, και στήνουνε ατέλειωτο χορό
    γύρω μου, πιασμένες απ’ τ’ αχνά τους χέρια…

    Σκιές πεθαμένες, ξυπνάνε και αλαφρογέρνουνε στον απελπισμένο μου τον ύπνο, και όλο
    μου το κορμί λυώνει από τα κρύα τους, ηδύπαθα χάδια…

    Σκιές με βελουδένιες πατημασιές γλιστράνε μαλακά στα περσικά χαλιά της
    κρεββατοκάμαράς μου και με κόκκινες γιρλάντες από κερασιές και παπαρούνες,
    ραίνουνε τα λευκά σεντόνια…

    Τα μαδημένα λούλουδα κατρακυλάνε και με λούζουνε σε βαρειά αρώματα, σα να
    κολυμπούσα μέσα ‘στα βαρειά τ’ αρώματα…

    Αέρα… λίγον αέρα!

    Τα παράθυρα όλα μου ανοίχτε και της πόρτες λύστε μου να πιω το λίβα της νύχτας…

    Γλυκά δάχτυλα σαλεύουνε γύρω απ’ το θολό μέτωπο μου• σαν κοιμισμένα κρύα φείδια
    τυλίγουνται και μου δίνουνε άθελα έναν πικρό τρόμο• ανέλπιδο, άλαλο και αμίλητο,
    πέφτει μέσα το φεγγαρίσιο φως…

    Μιαν αγαλλίαση άπληστη τη σκέψη μου δένει, και με σκοτώνει σε μιαν απόλυτη γλυκεία
    εκμηδένιση…

    Κόκκινες πεταλούδες πετάνε γύρω μου, κόκκινες άλικες πεταλούδες, απάνω σε κοράλλια
    και σε ρουμπίνια• κλείνω τα μάτια και βουλιάζω στο άφραστο χάος των πεθαμένων μου
    λογισμών…

    Θροΐζουνε από το τρεχούμενο αίμα μου η μεθυσμένες μου αρτηρίες και την κάμαρα όλη
    ταράζει της λιποθυμισμένης καρδιάς μου ο αιώνιος χτύπος…

    Ω! εσύ, ουράνια πικρή Μορφίνα…

    Ύστερα, μια νέκρωσι απλώνεται μέσα μου, σα να περνάη ένα κακό δρεπάνι και μου θερίζη
    της ψυχής μου τ’ άνθια, φύλλο προς φύλλο• σκίζω τα λευκά σεντόνια με τα δάχτυλα μου…

    Ύπνος βαρύς, ύπνος βαθύς…

    Ω! Εσύ, ουράνια πικρή Μορφίνα!


    ( Ναπολέων Λαπαθιώτης )
     
  5. brenda

    brenda FU very much

    Partir, c'est mourir un peu,
    C'est mourir à ce qu'on aime :
    On laisse un peu de soi-même
    En toute heure et dans tout lieu.
    C'est toujours le deuil d'un vœu,
    Le dernier vers d'un poème ;
    Partir, c'est mourir un peu.
    Et l'on part, et c'est un jeu,
    Et jusqu'à l'adieu suprême
    C'est son âme que l'on sème,
    Que l'on sème à chaque adieu...
    Partir, c'est mourir un peu.

    Edmond Haraucourt
     
  6. Siren_Peisinoe

    Siren_Peisinoe Ανενεργή επί του παρόντος.

    Μονόλογος ενός θολωμένου μυαλού

    Και εγώ εδώ. Που εδώ;
    να, εδώ.
    Έχω καπνίσει ενα σωρό τσιγάρα,
    όχι στριφτά, ξέρεις ότι δε τα μπορώ να τα φτιάξω μόνη μου
    τα ρημάδια.
    Με γεμισμένη σταχτοθήκη, αδειανά πνευμόνια.

    Με τα γυαλιά μου, ναι αυτά που σου αρέσουν, χαζεύοντας εκεί που τα λέγαμε.
    Αναπολώντας τις ώρες τις ατελείωτες
    που χαλούσα τα μάτια μου
    σε μιαν οθόνη,
    γιατί μας χώριζαν χιλιόμετρα.

    Και τι κατάλαβες;

    Πάλι μακριά μου έμεινες.
    Ακόμη φοβάσαι.
    Ακόμη με φοβάσαι.
    Μα , με τον φόβο δε πάμε μπροστά καρδιά μου.

    Δε βαριέσαι , επιλογές κάναμε κι οι δυό.
    Με αυτές ζούμε τώρα.
    Με αυτές σε καπνίζω και με καπνίζεις,
    πάλι πίσω από μια οθόνη θαρρώ.

    Εσύ να σαι καλά μάτια μου,
    και άσε την ψυχή μου να τραγουδάει
    τον θρήνο της ακόμη ένα βράδυ.

    Εσύ δεν τον ακούς κι αυτό μετράει.
    Καληνύχτα καρδιά, καληνύχτα ψυχή, καληνύχτα σώμα.

    S_P,
    12.01.2015
     
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Επιτεύγματα

    Να κάνεις έργα μπροστά στη θέα
    του κενού.
    Ν' αποκτάς μορφή, ταυτότητα.
    Να υψωθείς απ' το κοπάδι-πλήθος

    Ευμένεια του κοινού,
    ζήλος κοινού.

    Ακόμα και ο πικρός Ποιητής-Παράφρων είναι
    ένας κλόουν,
    που εκτελεί τις ζωντανές του παραστάσεις.

    ( Jim Morrison )
     
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Che fece .... il gran rifiuto

    Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
    που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
    να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τό ‘χει
    έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
    πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
    Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
    όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
    εκείνο τ’ όχι — το σωστό — εις όλην την ζωή του.

    ( Κωνσταντίνος Καβάφης )
     
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Pητορική

    Υποθέτω ότι είναι το να σώσεις μερικούς νέους ανθρώπους από την
    αυτοκτονία και κάμποσους άλλους από την ένταξή τους
    στους μπάτσους ή στους πυροσβέστες. Σκέφτομαι εκείνους που
    αυτοκτονούν από αηδία, γιατί βρίσκουν πως «οι άλλοι»
    καταλαμβάνουν τόσο πάρα πολύ χώρο μέσα τους.

    Μπορούμε να τους πούμε: δώστε τουλάχιστον τον λόγο στην
    μειονότητα εσάς των ίδιων. Έστε ποιητές. Θα απαντήσουν: μα είναι
    εκεί κυρίως, είναι περισσότερο εκεί που αισθάνομαι τους άλλους
    μέσα μου, όποτε ψάχνω να εκφραστώ, δεν καταφέρνω. Τα λόγια
    είναι φτιαγμένα από τα πριν και εκφράζουν τους εαυτούς τους:
    εμένα δε με εκφράζουν διόλου. Κι εκεί ακόμα, ασφυκτιώ.

    Είναι τότε που η διδαχή της τέχνης του να αντιστέκεσαι στα λόγια
    γίνεται χρήσιμη, της τέχνης του να μη λες παρά αυτό που θες να
    πεις, της τέχνης του να τους επιτίθεσαι και να τα υποτάσσεις. Είναι
    όλο κι όλο να ιδρύσεις μία ρητορική, ή μάλλον να μάθεις στον
    καθένα την τέχνη του να ιδρύει τη δική του ρητορική, ένα έργο
    κοινής σωτηρίας.

    Αυτό σώζει τους μόνους, τους σπάνιους ανθρώπους που έχει σημασία
    να σωθούν: αυτούς που έχουν τη συνείδηση και την ανησυχία και την
    αποστροφή για τους άλλους που είναι μέσα τους.
    Αυτούς που μπορούν να κάνουν το πνεύμα να προοδεύσει, και
    καθαρά μιλώντας να αλλάξουν την όψη των πραγμάτων.

    ( Francis Ponge )
     
  10. aethereal

    aethereal Guest

    Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
    Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
    Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
    Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν
    Αεροβάτες

    Το πως περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας
    Ένας Θεός το ξέρει.


    Φίλε μου όταν ανάβ' η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη

    Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται

    Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη

    Που όλο παρακαλείς

    Κι όλο δεν κατεβαίνει

    Χρόνια και χρόνια

    Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.

    Κι όμως του πόθου τ' όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα
    Κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά
    Τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες
    Κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει
    Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή
    Την περιλούσει με ιαχές θριάμβου.

    Δώσε το χέρι σου - πριν συναχτούν πουλιά
    Στους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε
    Πως επιτέλους φάνηκε να 'ρχεται από μακριά
    Η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα!
    Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
    Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
    Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
    Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
    Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!
     
  11. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Υπόγειο τρένο

    Κι έπειτα τα χρόνια θα περάσουν,
    όγκοι βουνών και πέτρας θα παρεμβληθούν.
    Θα ξεχαστούνε όλα,
    όπως ξεχνιέται το καθημερινό φαΐ
    που μας κρατάει ορθούς.
    Όλα, έξω από κείνη τη στιγμή
    που μέσα στο συνωστισμό του υπόγειου τρένου,
    κρατήθηκες στο μπράτσο μου.

    ( Τίτος Πατρίκιος )
     
  12. aethereal

    aethereal Guest

    Χορδή η καρδιά μου δέχονταν το Μάρτη ανατριχίλα.
    Ακόμα με συνέπαιρνε γλυκιά μια συλλογή
    όταν το νέο Φθινόπωρο με μαραμένα φύλλα
    εράντιζε τη γη.

    Μια πεταλούδα επέταγε και την ακολουθούσα·
    ήταν η απάρθενη ζωή μου, η ζωή του κόσμου, η μια.
    Ο νους μου σάμπως ξύπνημα τη χαραυγή. Και η Μούσα
    μού άγγιζε τα μαλλιά.

    Δώστε μου τα παιδιάτικα χρόνια μου πόχουν γίνει
    στην ηρεμία του δειλινού χρυσός, ωραίος καπνός,
    τα χρόνια που 'ρθανε χαρά, πέρασαν καλοσύνη,
    κι έφυγαν ουρανός.

    Βάλετε πάλι στο πικρό χείλος μου την αχτίδα,
    στα μάτια την ανθρώπινη και θεία σταλαγματιά.
    Εξωτικό μπλάβο πουλί, φέρετε την ελπίδα,
    χαμένη τώρα πια.

    Και στο χλωμό μου μέτωπο για λίγο κάμετε ώστε
    χίμαιρες, οραματισμοί σαν άστρα να κυλούν.
    Οι άγγελοι να διατάζουνε, κι από τα τέμπλεα δώστε
    οι θεοί να μου γελούν.

    Ύστερα, στο κορύφωμα του απελπισμένου δρόμου,
    ας ήτανε ανατέλλοντα τα μάτια σου να ιδώ,
    πρώτη αγαπούλα, και να κράταες άνθος τ' όνειρό μου,
    τ' όνειρο που μαδώ.

    Α, πώς η λύπη μου κατά τα περασμένα στρέφει!
    Όμοια και η νύχτα πάντοτε γυρίζει στο πρωί.
    Α, πώς τα χρόνια σαν καπνός εχάθηκαν, σα νέφη,
    σαν πάχνη, σα ζωή!
    (καρυωτακης)