Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Maverick

    Maverick Good guy to a fault.

    Θυμίζει κάπως την ταινία
    "Meet Joe Black"
     
  2. may i touch said he
    how much said she
    a lot said he
    why not said she

    let's go said he
    not too far said she
    what's too far said he
    where you are said she

    may i stay said he
    which way said she
    like this said he
    if you kiss said she

    may i move said he
    it is love said she
    if you're willing said he
    but you're killing said she

    but it's life said he
    but your wife said she
    now said he)
    ow said she

    tiptop said he
    don't stop said she
    oh nn said he
    go slow said she

    cccome?said he
    ummm said she
    you're divine!said he
    you are Mine said she


    E. E. Cummings, "may i feel said he"
     
  3. Seras Victoria

    Seras Victoria Danger! Danger! High Voltage! Contributor

    “The Last Toast” by Anna Akhmatova

    I drink to this ruined house,
    to the dolor of my life,
    to our loneliness together;
    and to you I raise my glass--

    To the lying lips that have betrayed me,
    To the dead-cold, pitiless eyes,
    To the fact that the world is brutal and coarse,
    To the fact that God did not save
     
  4. ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ

    Παλιά, λιωμένα απ’ τις πεζοπορίες παπούτσια μου
    που με οδηγείτε πάντα στους γκρεμούς
    σε λάθος δρόμους που βγάζουν στο σκοτάδι
    σε σπίτια που ερήμωσαν μες τις φωτογραφίες τους.
    Άσπλαχνα, μπερδεμένα μέσα στην πολυκοσμία, παπούτσια μου
    φτιαγμένα μόνο για αποχωρισμούς
    γι’ αυτούς που περιφέρονται δίχως ελπίδα
    έξω απ’ τους χάρτες του καλοκαιριού.
    Παπούτσια που δεν με πάνε πουθενά
    παρά μονάχα σε πόλεις που απομακρύνονται
    σε ανθρώπους που πεθαίνουν μόλις τους αγγίζεις
    σε έρωτες που σβήνουν πριν να γεννηθούν.
    Κι όμως σας είχα φορέσει κάποτε
    σε ηλιόλουστες μέρες
    σε διαδρομές κοντά στα κάστρα
    της παράκτιας πόλης
    κι άλλοτε πλάι στην κηλίδα της θάλασσας
    κάτω απ’ τον ουρανό
    κάποιας εφήμερης αγάπης
    Παλιά λιωμένα απ’ τις πεζοπορίες παπούτσια μου
    που ονειρευτήκατε ταξίδια.

    Κατερίνα Καριζώνη
     
  5. kink_hacker

    kink_hacker Working on combining BDSM with AI/Robotics

    "Parting" by Emily Dickinson

    My life closed twice before its close;
    It yet remains to see
    If immortality unveil
    A third event to me,

    So huge, so hopeless to conceive,
    As these that twice befell.
    Parting is all we know of heaven,
    And all we need of hell.
     
  6. kink_hacker

    kink_hacker Working on combining BDSM with AI/Robotics

    "Το Διπλανό Tραπέζι" K.Π. Kαβάφη

    Θάναι μόλις είκοσι δυο ετών.
    Κι όμως εγώ είμαι βέβαιος που, σχεδόν τα ίσα
    χρόνια προτήτερα, το ίδιο σώμα αυτό το απήλαυσα.

    Δεν είναι διόλου έξαψις ερωτισμού.
    Και μοναχά προ ολίγου μπήκα στο καζίνο·
    δεν είχα ούτε ώρα για να πιώ πολύ.
    Το ίδιο σώμα εγώ το απήλαυσα.

    Κι αν δεν θυμούμαι, πού — ένα ξέχασμά μου δεν σημαίνει.

    A τώρα, να, που κάθησε στο διπλανό τραπέζι
    γνωρίζω κάθε κίνησι που κάμνει — κι απ’ τα ρούχα κάτω
    γυμνά τ’ αγαπημένα μέλη ξαναβλέπω.

     

  7. τιτιβίσματα δραπετών


    όνειρα αποδημητικά

    αλλάζουν επικράτεια

    σμήνος καπνού

    ενθύμιο διαδηλώσεων

    πριν ανακατευτεί στο ταξίδι με σύννεφα

    για να συναντήσουν τους καβαλάρηδες

    της αγανάκτησης



    τρόμαξαν οι ελπίδες και χώθηκαν σε λαγούμια

    μα εγώ χρειάζομαι τα όνειρα·

    για να μιλώ στους μαθητές μου·

    και τα πουλιά· για να διδάσκω την ελευθερία·



    να γίνουν επιτέλους

    οι στέγες των σχολειών καναρίνια

    και τα κάγκελα αηδόνια



    Δήμος Χλωπτσιούδης
     
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Τα φονικά ακόντια

    Οι γέροι στα λεωφορεία –
    σηκώνουν όρθια τα παιδιά
    – για μεταμόσχευση καρδιά
    ψάχνει η Γηραιά Κυρία

    Μισεί τα νιάτα η σάπια σάρκα
    οι ανάπηροι βυσσοδομούν
    φτύνουνε τ’ άνθη, βλαστημούν
    τον έρωτα στα πάρκα

    Μες το βυθό του Χειρουργείου
    ανάβει ο Μέγας Αχινός
    το κλομπ χτυπάει κι ο ουρανός
    ανοίγει σαν κρανίο

    Λουλούδια τέρατα εφιάλτες
    αράχνες μαύροι προβολείς
    – στο συρματόπλεγμα η βολή
    καρφώνει δρομείς κι άλτες

    Χτίζουν τους χτίστες τα ντουβάρια
    οι ανεμόμυλοι φυσούν
    τον άνεμο, θα καταπιούν
    τη θάλασσα τα ψάρια

    Ο χρόνος πρήζεται κολλάει
    πάνω στους τοίχους, η καρδιά
    βγαίνει τη νύχτα απ’ τα κορμιά
    και σαν σκυλί αλυχτάει

    Τα πέλματα ρόδα ανοιγμένα
    οι φλέβες άλυτες θηλιές
    σπασμένες ραχοκοκαλιές
    σαγόνια γκρεμισμένα

    Αίματα και φτερά γεμάτα
    βαριά ανεβαίνουν τα κλουβιά
    στα ουράνια δώματα –πηδά
    λυσσά από κάτω η Γάτα

    Σειρήνες γέμισαν οι δρόμοι
    φανάρια που αίμα πιτσιλάν
    απ’ τα καμιόνια τους πηδάν
    γιατροί και νοσοκόμοι

    με μάσκες και με δακρυγόνα
    Μα δε μαζεύεται ο Νεκρός
    έγινε θάλασσα ουρανός
    κι απλώνει στον αιώνα...

    ( Βύρων Λεοντάρης )
     
  9. Ἠλύσια

    (Τόσο πολὺ τὰ σώματα κουράστηκαν,
    ποὺ ἐλύγισαν, ἐκόπηκαν στὰ δυό.)
    Κι ἔφυγαν οἱ ψυχές, πατοῦνε μόνες των,
    ἀργά, τὴ χλόη σὰν ἀνοιχτὸ βιβλίο.

    (Τὰ σώματα κυλοῦν χάμου, συσπείρονται
    στρεβλωμένα.) Καὶ φαίνονται στὸ βάθος,
    τριαντάφυλλα κρατώντας, νὰ πηγαίνουνε
    μὲ τ' ὄνειρο οἱ ψυχὲς καὶ μὲ τὸ πάθος.

    (Χῶμα στὸ χῶμα γίνονται τὰ σώματα.)
    Μὰ κεΐθε ἀπ' τὸν ὁρίζοντα, σὰν ἥλιοι
    δύουν οἱ ψυχές, τὸν οὐρανὸ ποὺ φόρεσαν,
    ἢ σὰν ἁπλὰ χαμόγελα σὲ χείλη.

    Σὰν δέσμη ἀπὸ τριαντάφυλλα
    εἶδα τὸ βράδυ αὐτό.
    Κάποια χρυσή, λεπτότατη
    στοὺς δρόμους εὐωδιά.
    Καὶ στὴν καρδιὰ
    αἰφνίδια καλοσύνη.
    Στὰ χέρια τὸ παλτό,
    στ' ἀνεστραμμένο πρόσωπο ἡ σελήνη.
    Ἠλεκτρισμένη ἀπὸ φιλήματα
    θά 'λεγες τὴν ἀτμόσφαιρα.
    Ἡ σκέψις, τὰ ποιήματα,
    βάρος περιττό.

    Ἔχω κάτι σπασμένα φτερά.
    Δὲν ξέρω κὰν γιατί μας ἦρθε
    τὸ καλοκαίρι αὐτό.
    Γιὰ ποιὰν ἀνέλπιστη χαρά,
    γιὰ ποιὲς ἀγάπες,
    γιὰ ποιὸ ταξίδι ὀνειρευτό.

    Κ.Γ. Καρυωτάκης
     
  10. Λησμονιά

    Μ' ερωτευμένη την καρδιά σε γνώρισα άγριο Δάσο.
    Έπινα στο αεροφίλημα τη μυστική ευωδιά σου.
    Πρόσμενα με το ξάστερο σκοτάδι να περάσω,
    όταν τ' αερινό στοιχειό περνούσε στα κλαδιά σου.

    Σε γνώρισα σ' ερωτικές νύχτες ρυτιδωμένη
    θάλασσα σαν το μέτωπο της συλλογής, περνούσε
    πάνω σου χάδι η σκέψη μου και πάντα η ανθισμένη
    άκρη σου με τα ευωδιαστά φύκια με προσκαλούσε.

    Σας γνώρισαν οι ερωτικές νύχτες μου ωραία λουλούδια,
    διάφανα, αχνά, πολύχρωμα, σα φωτεινά σημάδια.
    Βαριά η δροσιά σα φίλημα και ξεχυνόνταν χνούδια
    χρυσά 'πο τα σμιγμένα σας βλέφαρα στα σκοτάδια.

    Τώρα στο φως της αρνησιάς δομένα, έτσι αλλαγμένα
    μου δείχνεσθε, στη συλλογή του νου μου πάω να χάσω.
    Τάχα είστε σεις που γνώρισα; Σεις είστε αγαπημένα
    λουλούδια, θάλασσα αργυρή, πυκνό των πεύκων Δάσο;

    Μαρία Πολυδούρη
     
  11. ..Θα μπορούσα ώρες ολόκληρες να ρουφώ
    την αναπνοή σου αμίλητος ακούγοντάς σε
    να μιλάς σαν ήχος βροχής σε λουλούδι
    για θέματα αδιάφορα. Τόσο λίγο καταλαβαίνει
    ο ένας τον άλλον, αλλά, ξέρεις, φθάνει
    να βλέπω τό χέρι σου νά γυρνά
    μια σελίδα βιβλίου μισοφωτισμένο απ’ τή λάμπα
    ή την πλάτη σου να σκεπάζει την κάμαρα
    και να σωπαίνω. Ο χρόνος έφερε
    αυτό το απροσδόκητο μέσα μου:
    σ’ έλαμψε τίμια και τώρα σε νιώθω
    σαν πράσινη φωτιά να μεγαλώνεις.
    Αθόρυβα που πατά η νύχτα, προνοητική
    για ό,τι αφέθηκε ανεκπλήρωτο η ανείπωτο

    Ανδρέας Αγγελάκης
     
  12. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Ο ταξιδιώτης

    Ανοίχτε μου την πόρτα αυτή που κλαίγοντας χτυπώ
    η ζωή μας είναι μεταβλητή σαν τα νερά του Ευρίπου
    είδες μιαν όχθη σύννεφα να κατεβαίνει
    με τ’ ορφανό πλοιάριο στους πυρετούς του μέλλοντος
    όμως όλες τις μεταμέλειές σου τις θλίψεις όλες τις θυμάσαι

    αόριστα καμπύλα ψάρια λουλούδια του βυθού
    ήταν η θάλασσα πάλαι ποτέ
    και κάθε ποταμός εκεί εξαντλείται
    ώ μνήμη μνήμη
    ένα βράδυ μπήκα σε πανδοχείο μελαγχολικό
    κοντά στο Λουξεμβούργο
    στο βάθος της αίθουσας ένας Χριστός πετούσε
    ένας κρατούσε μια νυφίτσα
    άλλος ένα σκαντζόχοιρο
    έπαιζαν τράπουλα κι εσύ με είχες λησμονήσει
    θυμάσαι το πένθος των σταθμών
    πολύωρο
    διασχίζαμε πολίχνες με περιστροφές 24ωρες
    τη νύχτα κάναν εμετό τον ήλιο της ημέρας
    ώ ναύτες ώ γυναίκες σκυθρωπές
    και σεις συντρόφοι μου και σεις όλα τ’ αναπολείτε

    δύο ναύτες χωρίς ποτέ ν’ απομακρύνονται χωρίς ποτέ τους
    να μιλούν
    ο πιο μικρός ξεψύχησε γέρνοντας στο πλευρό του
    ώ σεις συντρόφοι λατρεμένοι
    ηλεκτρικά κουδούνια των σταθμών άσματα θεριστών
    τροχοφόρα του χασάπη συντάγματα αμέτρητα των δρόμων

    γέφυρες ιππικού νύχτες μπλάβες από αλκοόλ
    είδα πόλεις παραλοϊσμένες θυμάσαι τα προάστια
    και το γυμνό κοπάδι των τοπίων

    κυπαρίσσια τεντώνοντας τον ίσκιο τους κάτω από την Εκάτη
    τη νύχτα αυτή στο γέρμα του καλοκαιριού άκουσα ένα πουλί
    χαύνο κι εξοργισμένο
    και τον άσωστο κρότο κάποιου στενόμακρου κι άφεγγου
    ποταμού
    και καθώς όλα τα βλέμματα κι οι λάμψεις όλες όλων των
    ματιών
    κυλούσανε πεθαίνοντας στην εκβολή του ποταμού
    οι όχθες έμεναν βουβές χορταριασμένες κι έρημες
    και το βουνό πλημμύριζε με φως την άλλη όχθη
    ύστερα σιγανά και δίχως πιθανή εξήγηση
    σκιές των ζωντανών αναρριχώνταν στο βουνό λοξές ή στρέ-
    φοντας
    αιφνίδια τη φασματική τους όψη με τις σκιές παλλόμενες
    όπως
    οι ξιφολόγχες κι άλλοτε ανέβαιναν ψηλά και πάλι χαμη-
    λώναν
    οι οδοντωτές αυτές σκιές βογκώντας σαν άνθρωποι γλι-
    στρώντας
    βήμα το βήμα στο βουνό –όγκος φωτός-
    άραγε ποιον ξεχώρισες στις ξέθωρες αυτές φωτογραφίες
    θυμάσαι τη μέρα που μια μέλισσα ρίχτηκε στη φωτιά
    Δυό ναύτες χωρίς ποτέ ν’ αφήνει ο ένας το πλευρό του άλλου
    Ο μεγαλύτερος φορούσε μια σιδερένια αλυσίδα στο λαιμό
    Ο μικρότερος έκανε πλεξούδες τα ξανθά του μαλλιά

    Ανοίχτε μου την πόρτα αυτή που κλαίγοντας
    χτυπώ
    η ζωή μας είναι μεταβλητή σαν τα νερά του
    Ευρίπου.

    Γκιγιώμ Απολλιναίρ