Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

    Γενέθλιες σκέψεις...



     




    Μοιάζει να στέκομαι πάνω σ’ένα σημείο… η προβολή μου δεν είναι ούτε σκιά ούτε γραμμή ούτε σκέψη… το ίδιο το σημείο είναι αυτή η προβολή μου, ο σημειακός εαυτός μου που δεν έχει την αλαζονεία του τρισδιάστατου άλλου που στέκει ορθός πάνω του… ο σημειακός εαυτός μου που δεν χρειάζεται να τρέχει σε ένα δρόμο χωρίς τέλος μη τολμώντας να κοιτάξει πίσω, σε ένα άπειρο παρελθόν, σε ένα ανύπαρκτο χτες αφού χτες δεν υπάρχει… ψέματα... σε ένα υπαρκτό χτες αφού το κουβαλάω μέσα μου...

    Μοιάζει να στέκομαι ορθός πάνω σε τούτο το σημείο της αδιάστατης όψης, του βλέμματος που δεν ορίζεται από τίποτε, δεν περιορίζεται από τις βιολογικές του ατέλειες, τις σαρκικές αστοχίες… έτοιμος να πέσω ή να συνεχίσω το βηματισμό μου… στατικός αλλά όχι στάσιμος… ακίνητος αλλά όχι ακινητοποιημένος… σιγηλός αλλά όχι εν σιωπή… σε διαρκή εγρήγορση… διεκδικώντας την πολυτέλεια να απολαύσω τούτο το δώρο της στάσης… της αιώνιας στιγμιαίας στάσης… διεκδικώντας όλη την ωκεάνια απεραντοσύνη της στιγμής πριν το βέλος του χρόνου γεννήσει ένα καινούργιο διάνυσμα προς το πέρας… πάντα μπροστά, θέλοντας και μη…

    Μοιάζει

    μια γενέθλια ώρα

    να στέκομαι ορθός, στητός, ελεύθερος προς ‘στιγμήν’ (τι ειρωνεία) από όλες τις στιγμές που πέρασα(ν) και με ζηλόφθονο βλέμμα να προσδοκώ το φίδι αυτό που απλώνεται εμπρός μου και ολοένα στενεύει, να είναι πράγματι οφθαλμαπάτη, να μην στενεύει, να είναι αιώνιο, απρόσβλητο από στιγμές, σημεία, σημειακούς εαυτούς, την ίδια την αιωνίωση των στιγμών και των σημείων… κι εκεί ακριβώς που ο στοχασμός ενεργοποιεί εκείνες τις μυστικές δυνάμεις που κινούν τα μέλη και τις αισθήσεις… να έχω το θάρρος να κοιτάξω πίσω… εν ριπή οφθαλμού… σαν από σφάλμα, σαν από λάθος…

    Για να πιστοποιήσω πως αληθινά υπήρξα…

    κι όλο αυτό το δρόμο τον διάνυσα… ως την επόμενη συνάντηση με το κλείσιμο του κύκλου… άγνωστος ο τότε που θα συνομιλεί με τον άγνωστο τώρα… και αυτός που θα τους περιέχει θα είμαι εγώ…D.P.
     
  2. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     

    Υ
    πάρχει ένας τόπος εξορίας που δεν είναι κάποιο ανεμόδαρτο πετρονήσι.
    Και δεν είναι κάποιος καταραμένος ερημόκοσμος με τους κροταλίες χωμένους στην άμμο και τους σκορπιούς να βολτάρουν ανέμελοι στους πυρωμένους βράχους.
    Υπάρχει ένας τόπος εξορίας, άνυδρος και αφιλόξενος κι επικίνδυνος όπως το δάγκωμα της οχιάς και σιωπηλός όπως η ασημένια ράχη της σελήνης. Κι όμως, σ’αυτό τον τόπο δεν είσαι μόνος.
    Ολόγυρά σου πλάνητες όπως εσύ. Χιλιάδες κι αμέτρητοι. Κανείς δεν σε βλέπει κι όλοι σε κοιτούν. Κι εσύ όλους τους παρακολουθείς αλλά δεν μπορείς να τους μιλήσεις.
    Φαντάσματα…
    Από μέσα τους περνάς κι εκείνοι μέσα από σένα.
    Φάσματα…
    Κι αυτή είναι η εσχάτη φρίκη. Πως μέσα στους μυριάδες είσαι ολομόναχος κι εντός του ενός μυριάδες.
    Όλοι αδελφοί σου. Κι όλοι ξένοι.
    Όλοι όπως εσύ και όλοι άγνωστοι.
    Σε αυτό τον φασματικό εφιαλτόκοσμο δεν σ’έστειλε ο φυσικός σου δικαστής, οι αρχές, οι νόμοι και το μίσος των ανθρώπων.
    Σε τούτη την κόλαση δεν σε εξόρισε ο θεός ή ο διάβολος, η μοίρα, η ειμαρμένη, το ποινολόγιο της φθοράς ή το Μεγάλο Δικαστήριο του Όσιρη με τους 42 δικαστές. Δεν ζύγισε την καρδιά σου ο Άννουβις στη ζυγαριά και βρέθηκε βαρύτερη, αλίμονο, από ένα φτερό!
    Τίποτε απ’αυτά και από χιλιάδες άλλα που η ζωηρή κι ανάγλυφη φαντασία των προγόνων φιλοτέχνησε για να εικονίσει τις διαστάσεις του εδώ και του επέκεινα και καθαρτήρια και καταβάσια και πύλες του Άδη και γέενες του πυρός και σπηλιές ανήλιαγες, Καιάδες και μαρτυρικοί αποθέτες του Αχανούς…
    Σ’αυτό το φοβερό τόπο εξορίας σ’έστειλε, ξεκάθαρα κι απλά ο ίδιος ο εαυτός σου.
    Δεν σέρνεις αλυσίδες, δεν είσαι ο Σίσυφος να σπρώχνεις ξανά και ξανά τη θεόρατη κοτρώνα ως το φρύδι του πρανούς κι ύστερα να τη βλέπεις να ξανακυλάει χάμω… ξανά και ξανά… στη μαύρη αιωνιότητα…
    Άλλα φορτία δεν έχεις περιττά και ξένες έννοιες… αρκεί που σέρνεσαι και περπατάς και τριγυρνάς ολόμονος.
    Εσύ κι ο εαυτός σου.
    Εσύ και ο άλλος μέσα σου κι εντός σου.
    Εσύ και όλα είσαι εσύ και όσα δεν πρόλαβες να γίνεις.
    Εσύ και όλα όσα ευχήθηκες να είσαι και όσα σε καταράστηκαν να μην είσαι.
    Εσύ και το παραταϊσμένο εγώ σου.
    Εσύ και το κενό σου.
    Εσύ… και το απέραντο αύριο… σαν ωκεάνιο τώρα και σαν στόμα που ανοίγει το πρωί και σε τρώει… και το βράδυ σε ξερνάει λουσμένο με ένα παράξενο στομαχικό υγρό… οξέα ενοχών και χολή αρνητικότητας…
    Όλο το βράδυ θα το καθαρίζεις, θα το πλένεις, θα το διώχνεις από πάνω σου… και το πρωί τα ίδια πάλι… μέσα στο Στόμα…
    Μα και το Στόμα είσαι εσύ…
    Και οι πλάνητες ολόγυρά σου… Αν πλησιάσεις έναν, όλους τους ξέρεις… Φτάνει έναν να ζυγώσεις άφοβα και να τον δεις καλύτερα… Τόλμησέ το!
    Ως και τα άψυχα, ως και οι πέτρες, η σκόνη, το στερέωμα που σε αγκαλιάζει…
    Όλα σ’αυτό τον τόπο είσαι εσύ. Με έναν τρόπο θαυμαστό και θαυμάσιο καθόλου…
    Και ό,τι το βλέμμα σου σαρώνει…
    Όλα στον τόπο αυτό της Μεγάλης Μοναξιάς… εσύ είσαι!
    Πώς βρέθηκα εδώ;
    Ουρλιάζεις και δεν ακούει κανείς…
    Πώς θα γλιτώσω από δω; Πώς θα γυρίσω πίσω;
    Τραντάζει το μελαγχολικό στερέωμα η άηχη κραυγή σου και σου επιστρέφονται στάλες από κόκκινη βροχή… Το αίμα σου!
    Τα δάκρυά σου τρέχουν ρυάκια στο χώμα και όσο απομακρύνονται φουσκώνουν, γίνονται ποταμός και χείμαρρος και κάποτε χύνονται σε μια μυστική θάλασσα που αόρατη σού είναι στο βάθος του ορίζοντα.
    Πώς βρέθηκα εδώ;
    Ρωτάς και απάντηση γυρεύεις.

    Και την απάντηση την ξέρεις…D.P.
     
  3. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     




    Εύθραυστος
    Κάποτε γνώρισα έναν άνθρωπο
    εύθραυστο
    σαν την πρωινή δρασκελιά της θάλασσας
    είχε δυο χέρια
    σαν πήλινες προσευχές
    ζεστά και όμορφα
    μα φοβόσουν να τα σφίξεις δυνατά
    μήπως και σπάσουν…
    περπατούσε ανάμεσα στους ανθρώπους
    και άφηνε ίχνη ζωηρά
    χαμογελούσε
    και η ανάσα του
    ζωγράφιζε ξανά τον κόσμο
    κοιτούσε με ένα βλέμμα
    που είχε την αλήθεια του πόνου
    και την ιερότητα του χώματος
    περπατούσε ανάμεσα στους ανθρώπους
    και η ευγένειά του
    χαράκωνε τη χυδαιότητα
    σαν το διαμάντι το γυαλί…
    κι όμως
    τούτος ο απλός ουρανός
    έγινε μεγάλος και απέραντος
    έγινε μικρός και αθέατος
    μια μέρα
    τούτος ο δροσερός καημός

    ανάσανε μια τελευταία φωτιά
    και από τους πνεύμονές του
    ξεχύθηκαν τα μικρά παιδιά
    του Απείρου
    και αγκάλιασε την ύπαρξή του
    δυνατά
    πολύ δυνατά
    κι έσπασε σε μικροσκοπικά
    υπέροχα
    αστέρια…D.P.
     
  4. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     



    Αντιπραγματισμός


    Δεν ήξερα πως χρειαζόταν

    να κάνω αυτό το μεγάλο διασκελισμό

    για να μετακινηθώ αυτό το λίγο

    μια τόσο δα μικρή περιοχούλα γης

    αυτή περπάτησα



    πόσο περίεργα σε αποζημιώνει ο χρόνος

    εσύ του δίνεις όλα σου τα όνειρα

    κι αυτός σου επιστρέφει

    λίγες φτυαριές χώμα



    και τη στιγμή που σκύβεις

    να γευτείς το χάλκινό του χρώμα

    κλείνουν τα μάτια

    και είσαι πάλι δώδεκα χρονών



    και αγέραστος…D.P.
     
  5. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     

    O OIKOΣ...........



    Ο
    ποιητής σήκωσε το βλέμμα και το προσανατόλισε στην είσοδο του Οίκου. Ρίγησε. Όλο του το είναι σκίρτησε. Η ατραπός τελειώνει εδώ, συλλογίστηκε και τα μάτια του υγράνθηκαν. Ένιωσε έναν οξύ πόνο στο ηλιακό του πλέγμα. Έβγαλε με μια ήρεμη κίνηση αυτό που κρατούσε καλά κρυμμένο και αθέατο κατάσαρκα στο στήθος. Το χάιδεψε απαλά, με άφατη τρυφερότητα. Το κράτησε με το δεξί του χέρι και κοίταξε ξανά μπροστά. Πρέπει να κάνω το βήμα, μονολόγησε. Γι αυτό βρίσκομαι εδώ… πήρε μια βαθιάν ανάσα, έδιωξε τις σκέψεις της τελευταίας στιγμής και προχώρησε.
    Έφτασε λίγο πριν το Κατώφλι, ανάμεσα στους δυο μεγάλους κίονες όταν ο πόνος στο στήθος έγινε οξύτερος. Τα γόνατά του έτρεμαν, όλο του το είναι βρισκόταν σε συναγερμό. Πρέπει να στηριχτώ, πρέπει να κλείσω την ατραπό, ενθάρρυνε τον εαυτό του και μονομιάς ένιωσε να στυλώνεται ξανά στα πόδια του. Πέρασε τη νοητή γραμμή που συνέδεε τους δυο επιβλητικούς κίονες και έφτασε στο Κατώφλι. Στάθηκε και έκλεισε τα μάτια. Γνώριζε καλά την προσευχή. Όλη του τη ζωή την επαναλάμβανε σαν μαγική επωδό. Οι λέξεις ανέβηκαν αβίαστα απ’την ψυχή στα χείλη. Τα δάκρυα έτρεξαν καυτά, η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Πόσο μεγάλη είναι τούτη η στιγμή, σκέφτηκε σαν ολοκλήρωσε την προσευχή του. Σήκωσε ξανά το βλέμμα. Και πέρασε το κατώφλι.
    Ο Οίκος ήταν σκοτεινός, ζεστός και γεμάτος μια πανάρχαια ενέργεια που τον 'χτύπησε' από το πρώτο του βήμα στο εσωτερικό. Δεν υπήρχε τίποτα ολόγυρα. Οι τοίχοι ήταν σκοτεινοί, γεμάτοι σκαλίσματα, παραστάσεις ακατάληπτες και λαξευμένες αράδες από προσευχές προσκυνητών σε άγνωστες, ξεχασμένες πια γλώσσες. Μπροστά του, στο κέντρο του Οίκου ήταν ο βωμός. Τον χώριζαν μονάχα λίγα βήματα.
    Ξαφνικά, εκείνο που κρατούσε στο δεξί του χέρι σα να ζωντάνεψε… μια θερμότητα τον διαπέρασε αρχικά κι από το χέρι απλώθηκε γοργά σε όλο του το σώμα. Δύσπνοια. Το οξυγόνο ήταν λιγοστό εδώ μέσα και ένιωθε πως πνιγόταν. Να βιαστώ, είπε δυνατά και πλησίασε θαρρετά τον οκταγωνικό βωμό.
    Τα βήματά του ήταν δύσκολα, όλο και πιο δύσκολα. Ένιωθε μια τεράστια πίεση να τον πιέζει στους ώμους λες και ολόκληρος ο Οίκος, ο κόσμος όλος έπεφτε πάνω του. Πήρε μια γενναία ανάσα και έφτασε μπροστά στο βωμό. Γονάτισε με ευλάβεια και έφερε το αντικείμενο μπροστά του. Είχε μια άλλη όψη και άλλη υφή τώρα. Έμοιαζε με διάπυρο ξίφος που άστραφτε μέσα στο σκοτεινό, πανάρχαιο Οίκο. Μια κίνηση έμεινε, σκέφτηκε κι αισθάνθηκε πόνο σε όλα του τα μέλη, ως τα κατάβαθα του είναι του. Εκείνος δεν θέλει να το κάνω, είπε και ένιωσε τον ιδρώτα να τρέχει απ’το μέτωπό του. Εκείνος παλεύει να με σταματήσει, είπε ξανά και τέντωσε το χέρι του για να αποθέσει το αντικείμενο που σα να είχε φλογιστεί πια ολόκληρο, σα να είχε πυρποληθεί από μια τρομερή ενέργεια και δύναμη που δεν μπορούσε να ελέγξει. Όλα είχαν φτάσει πια στο πιο κρίσιμο σημείο. Ολόκληρη η ύπαρξή του δονείτο… ένιωθε σαν αρχαίος βράχος που άρχιζε να ρηγματώνεται παντού και έφτανε στα όρια να σπάσει σε αναρίθμητα κομμάτια. Προσπάθησε να ψελλίσει κάτι και δεν έβγαινε η φωνή του… ως και η σκέψη του είχε παύσει, ως και η ανάσα της αθάνατης ψυχής του τρεμόσβηνε μέσα του… άνοιξε τα δάχτυλά του και το έμπυρο αντικείμενο έπεσε μέσα στο βωμό…
    Δεν κατάφερε να δει όσα ακολούθησαν… τον πίδακα φωτιάς που όρμησε από το βωμό και έγλειψε την οροφή του Οίκου… τα έγγλυφα στους τοίχους ολόγυρα να πυρώνονται και να εκπέμπουν το αρχαιώνιο φως του είναι τόσων και τόσων προσκυνητών πριν απ’αυτόν… ένιωσε όμως να του δροσίζει τα φλεγόμενα μάγουλά του μια πρωτόγνωρη ανάσα… η πίεση αφαιρέθηκε από τα μέλη του, η ψυχή του ανάσανε, το μυαλό του αναπαύτηκε… προσπάθησε να σηκώσει το ταλαιπωρημένο του σώμα αλλά δεν τα κατάφερε… και τότε άκουσε, ένιωσε περισσότερο εκείνη την παράξενη μελωδία… την εξέπνεε θα’λεγες ο Οίκος… διέρρεε από τους πόρους του, πλημμύρισε το χώρο και την ύπαρξη του ποιητή που ένιωσε το βάρος της απόφασής του και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Ήξερε τι σήμαινε αυτή η πένθιμη μελωδία που απλωνόταν σα φίδι με χίλια κεφάλια στα έγκατά του και τον άλωνε… πάλεψε ξανά να σηκωθεί, να σταθεί όρθιος… τα κατάφερε και αναθαρρημένος έκανε μεταβολή… Αν φτάσω ως την έξοδο… ψέλλισε κοιτάζοντας το φως που έμπαινε από την είσοδο του Οίκου… Δεν μπόρεσε να κάνει ούτε ένα βήμα… έπεσε στα δυο του γόνατα εξοντωμένος από την υπερπροσπάθεια και έγειρε το σώμα του με το κεφάλι προς τα πίσω συμφιλιωμένος με το αναπόδραστο. Η μυσταγωγική μελωδία δυνάμωσε. Οι τοίχοι του Οίκου τον ζύγωναν. Η φωτιά στο βωμό είχε σβήσει.
    Και τότε, ακριβώς τη στιγμή που η μουσική είχε γεμίσει το είναι του και είχε μεθύσει τις αισθήσεις του, ένιωσε κι έπειτα είδε τη μεγάλη ρομφαία να τον διαπερνά και να προβάλλει από την εκτεθειμένη του κοιλιά. Άνοιξε το στόμα του, ρούφηξε τις τελευταίες ριπές οξυγόνου που του αναλογούσαν, έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στον εξώχωρο και παραδόθηκε…D.P.
     
  6. Dark_Explorer

    Dark_Explorer Κλωθώ: ἄτρακτον στρέφειν Contributor

    Τι κρίμα
    ο καιρός μου πέρασε
    πρέπει να επιστρέψω το αηδόνι μου
    στο δέντρο

    Μαρία Λαϊνά

    Μας την έκανε και τούτη η λεβέντισσα...
     
  7. Ευ

    Ευ Τι χρώμα έχει η αγάπη; Premium Member

    Σ’ αυτό το μπαρ το σκοτεινό
    ………………….
    Της παρακμής θέλω να νιώσω την οσμή
    κι ένα φιλί από μια πρόστυχη γυναίκα
    Βαθμολογώ τον εαυτό μου με μηδέν
    και σ’ όλους γύρω που κοιτούν τους βάζω δέκα
    Της παρακμής θέλω να νιώσω την οσμή
    κι ένα φιλί από μια πρόστυχη γυναίκα.
     
  8. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     




    Πέμπτη Εποχή



    Σκεφτόμουν λοιπόν

    όμορφα πως ερχόταν η Άνοιξη κι εμείς

    δεν βλέπαμε

    δεν την υποδεχόμασταν

    παρά με ανάσες δύσκολες

    και με βλέμματα απουσίας



    περνούσες από μέσα μου

    σα να ήμουν ολότελα διάφανος

    και ήμουν

    κι εγώ μετρούσα κάθε ανασήκωμα του στήθους σου

    μέρα και νύχτα

    λεπτό το λεπτό



    έτσι που λες

    σκεφτόμουν

    δεν την γευόμασταν

    γεύση δεν είχαμε πια

    από χρόνια



    δεν τη μυρίζαμε

    μονάχα λάθρα βρίσκαμε σε κάποια μυρωδιά

    κάτι από λουλουδιών πνοές

    κάτι από ήλιο



    χειμώνας για μας

    όλος ο χρόνος

    επί χρόνια αμέτρητα



    μα κι ούτε καν χειμώνας



    ζούσαμε πια σε μια δική μας

    Πέμπτη Εποχή

    άξενη, πικρή, σκληρόκαρδη



    και οι δυο καλά

    ξέραμε τ' όνομά της



    σιωπή…D.P.
     
  9. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     






    από τούτη την απόσταση
    όλα μοιάζουν ένα λεβιαθανικό τοπίο
    πέτρες θεόρατες
    ριζωμένες σε πρόστυχα μωβ σύννεφα
    με τις ριπές του χρόνου
    να τις αναγκάζουν ν’ανθίσουν
    όνειρα αρχαίων όντων…

    ο χρόνος θολώνει τ’οπτικό πεδίο
    και σαρκάζει το τεράστιο μελανογράφημα
    στο σώμα μου
    μα δεν είναι
    τους φωνάζω
    ποτέ δεν ήταν
    το δικό μου σώμα!


    ως ξενιστής αρκούμαι
    να υποδέχομαι τις εποχές
    σιωπηλά
    μακελεύοντας όλες τις γλυκές στιγμές
    που δραπετεύουν απ’το ψυχονομείο του Απείρου

    από τούτη την απόσταση
    έχω την πολυτέλεια του θρήνου
    και την αφέλεια της ελπίδας

    κι αρνούμαι πια να στερηθώ
    το αρχαίο αυτό βλέμμα
    ως ξενιστής το δανείστηκα
    απ’το ήπαρ του Αχανούς
    σαν δηλητήριο ενέσιμο ιχώρ
    και μεταβολισμένο από όσα το άγγιγμα φανέρωσε
    θα το παραδώσω καθαρό
    στο επόμενο καλοκαίρι
    που θα με αγκαλιάσει…
    D.P.
     
  10. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     








    Σα να ξεπήδησαν

    απ’το αρχαίο χώμα

    τούτες οι λέξεις



    τι θα μπορούσε να είναι ακέραιο

    χωρίς εσένα;

    αφού ό,τι γεννήθηκε

    είχε το βλέμμα

    την ανάσα

    ή το θυμό σου

    είχε τη σιωπή

    και το λυγμό σου

    είχε εκείνη τη λεπτή δροσιά

    της άρνησης

    και τη φωτιά

    της δύναμής σου

    τι θα μπορούσε

    ακέραιο να είναι οτιδήποτε

    δίχως εσένα;



    Σα να τις έβαψε

    πανίερο χρώμα

    μυστικό

    αυτές τις λέξεις

    από ηλιοβασιλέματα ολοπόρφυρα

    και χάλκινες ανατολές



    χάνονται οι συλλαβές

    σιγά σιγά

    χάνονται όλα

    μα στην ακεραιότητά του ο χρόνος

    τα διασώζει όλα

    γιατί αυτός μπορεί μονάχα να το κάνει

    τόσο άσπλαχνα…D.P.
     
  11. Dark_Explorer

    Dark_Explorer Κλωθώ: ἄτρακτον στρέφειν Contributor

    Σαν σήμερα (χθες πλέον) μας την κοπάνησε η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ.
    "Έρωτα μικρέ της τελευταίας στιγμής ακούμπα σε έναν ώμο φανατικά θνητό."

    Κι εκεί στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα όπου βρίσκεσαι λεβέντισσα, να μου φιλάς τα αστέρια...
     
  12. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    Ο Κάρλος φορούσε τα μάτια του αετού…
    η μέρα ερχόταν καταπάνω μου, είπε, η μέρα πετούσε, είχε βγάλει τα φτερά της Άρπυιας και άπλωνε πάνω μας τα καινούργια της φτερά… η μέρα είχε γίνει πια ένας ουρανόφις… ένας άγνωστος ήλιος την έκαιγε, ένας μοχθηρός χρόνος την έκλεβε… κι όμως, ερχόταν σαν πεινασμένη λύκαινα πάνω μας… να μας κατασπαράξει, να μας αλώσει…
    Δεν ήσουν ανυπεράσπιστος από τη γέννησή σου κιόλας;
    δεν στεκόταν, δεν στεκόταν καμιά νύχτα στο παράθυρό μου, είπε, δεν σταματούσε εκείνη η ρυπαρή βροχή, όλα μου τα πρωινά σπατάλησα να καθαρίζω τη βροχή από το σπίτι μου και τις νύχτες, τις νύχτες φίλε μου εκείνη ξεκινούσε πάλι… τι απίστευτο σκουπιδαριό γέμισε τις πόρτες μας, τι μολυσμένα ταξίδια πότισε τα όνειρά μας…
    Ο Κάρλος φορούσε τώρα τη μπέρτα του θεού-γύπα… κι έσταζε λάσπη στο πάτωμα…
    δεν στεκόταν σου λέω, καμιά ολοκάθαρη νύχτα δεν καταδέχτηκε το παράθυρό μου… αρπαγμένη από τα παλιόξυλα, τα σαπισμένα ξύλα της βροχής έβρισκα τη μέρα, κάθε αυγή… είπε, κάθε αυγή άρχιζα τη δουλειά, κάθε βράδυ περίμενα τη ρομφαία της βροχής να με σκοτώσει πάλι…
    Ο Κάρλος γυμνός, διάβαζε τα σημάδια στο σώμα του…
    πενήντα εκατομμύρια χρόνια σ’αυτό το σώμα αδελφέ μου, αρχαίες λίμνες στέρεψαν, ποταμοί θρασείς και ατίθασοι αιμάτωσαν τα βουνά, πλάσματα παράξενα γέμισαν τις φωλιές της Γης, ήλιοι γεννήθηκαν και πέθαναν… κι αυτό το σώμα, ανασαίνει ακόμα σαν το στόμα της εκδίκησης που δεν κλείνει αν δεν πλημμυρίσει με ιχώρ φωτιάς… στον τελευταίο άνθρωπο που θα γεννηθεί, σ’εκείνον το υπόσχομαι τούτο το σώμα, σαν μανδύα λέπρας… είπε… και αν περάσει ο τελευταίος χειμώνας πάνω απ΄την τελευταία άνοιξη των ανθρώπων, σε κείνον που θα γεννηθεί, σε κείνον υπόσχομαι τούτο το σώμα…
    Ο Κάρλος προστάτευε σαν στοργική μητέρα τον μικροσκοπικό ήλιο στη χούφτα του…
    έκλεψα τούτο τον ήλιο απ’τα όνειρά μου αδελφέ μου…
    Μόνον οι δειλοί, μόνον οι δειλοί Κάρλος αρνούνται το θάνατο του ήλιου… γιατί; Γιατί προσπέρασες τις αφετηρίες σου; Γιατί;
    φοβόμουν ότι θα οχυρωθώ για πάντα πίσω από τις ουτοπίες μου… αδελφέ μου, είμαι ένας γέροντας Σαμάνος, ορθώνω το ανάστημά μου στο στερέωμα και δεν πληγώνομαι… ανοίγω τις φτερούγες μου πάνω απ’τους γκρεμούς και ξέρω πως Εκείνο που δεν μιλάει, με βλέπει, Εκείνο που δεν θυμάται την αρχή Του, με θωρεί, με αναστατώνει… με οργώνει… μάθε απ΄την αρχή τις λέξεις, μάθε τις σου λέω γιατί τούτες που έχεις τελειώνουν και θα ξυπνήσεις ένα πρωί και δεν θα έχεις γλώσσα να περιγράψεις τον κόσμο…
    Μηχανεύεσαι πάλι μια καινούργια απόδραση, γαλάζιε πολεμιστή;
    Ο Κάρλος είχε κουρνιάσει στην αθέατη γωνιά του δωματίου και έψελνε…
    ...είναι ακατάληπτη τούτη η γλώσσα… δεν την ξέρεις, κανείς δεν την ξέρει αδελφέ μου… Σου λέω, πρέπει να ιδρύσεις μια καινούργια γλώσσα, πάρε τον εαυτό σου και γύρνα τον τα μέσα έξω… άσε τα εντόσθια της ήττας να πέσουν στο πάτωμα, άσε τα αχνιστά, βρώμικα σπλάχνα σου να χυθούν στο πάτωμα! Δεν τα χρειάζεσαι πια…
    Με σκοτώνεις!
    εκείνα σε σκοτώνουν… και δεν έχεις πια γλώσσα για το θάνατο…
    Ο Κάρλος ετοιμαζόταν να πετάξει…
    να, κράτησε τον μικρό μου ήλιο… άνοιξε τη χούφτα σου αδελφέ μου και πάρε τον… κλείστον καλά… είναι ένα ευαίσθητο, μικρό, νεογέννητο άστρο… μην τον υποσχεθείς στον εαυτό σου, μονάχα να τον φροντίζεις όσες αιωνιότητες θα λείψω…
    Φεύγεις; Πάλι;
    αν δεν φύγω τώρα, δεν θα μπορέσω να δω τον εαυτό μου ποτέ ξανά… κάθε λεπτό κοντά σου η φθορά μου επιταχύνεται… όλα τρέχουν γρήγορα σε τούτο τον κόσμο, ως και η φθορά… κράτησε τον ήλιο… μην τον σπαταλάς… να τον φροντίζεις… είμαι εγώ!
    Ο Κάρλος άνοιξε τα σάρκινα, υπέροχα φτερά του, μου έριξε μια παράξενη ματιά σαν να ερχόταν από τα έγκατα του αρχαίου του είναι.
    και απλά πέταξε στο αύριο…
    κάτι σπαρταρούσε στη χούφτα μου…
    ο μικρός ήλιος είχε γίνει ένας νιογέννητος, λευκός αετός
    και με κοιτούσε με δυο ήλιους – μάτια…D.P.