Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Πολεμιστές του Φωτός

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος lara, στις 17 Σεπτεμβρίου 2016.

  1. lara

    lara Αυτοδεσποζόμενη Contributor

    Γιατί ακριβως θα μας μαλλώσεις?
     
  2. passionflower

    passionflower Ότι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό...

    Όχι εσάς... τους άλλους που δεν τους αρέσει το νήμα και αντιδρούν με αυτά που γράφουν  
     
  3. lara

    lara Αυτοδεσποζόμενη Contributor

    Δεν υπάρχει λόγος να μαλλώνουμε κανέναν. Ο καθένας εκφράζει τις απόψεις του, όσο νιώθει να χρειάζεται να το κάνει. Από μας εξαρτάται κατά πόσο επιτρέπουμε να μας ακουμπάνε οι ξένες απόψεις που εκφράζουν την ένστασή τους, προς αυτό που εμείς επιλέγουμε.  
     
  4. lara

    lara Αυτοδεσποζόμενη Contributor

    Τη μέρα εκείνη ο Σινκλέρ σηκώθηκε, όπως πάντα, στις εφτά τo πρωί. Όπως κάθε μέρα, σύρθηκε με τις παντούφλες του ώς το μπάνιο και, ύστερα από ένα ντους, ξυρίστηκε και αρωματίστηκε. Ντύθηκε με ρούχα της μόδας, όπως συνήθιζε, και κατέβηκε στην είσοδο να πάρει την αλληλογραφία του. Εκεί ένιωσε τη πρώτη έκπληξη της ημέρας. Δεν υπήρχαν γράμματα!

    Τα τελευταία χρόνια η αλληλογραφία του αυξανόταν διαρκώς, και ήταν σημαντικός παράγοντας για την επαφή του με τον κόσμο. Λίγο κακόκεφος με την είδηση της απουσίας ειδήσεων, έφαγε βιαστικά το συνηθισμένο του πρόγευμα με γάλα και δημητριακά (όπως συνιστούσαν οι γιατροί) και βγήκε στο δρόμο.

    Όλα ήταν όπως πάντα: τα συνηθισμένα οχήματα κυκλοφορούσαν στους ίδιους δρόμους και παρήγαγαν τον ίδιο θόρυβο της πόλης που γκρίνιαζε — όπως κάθε μέρα. Διασχίζοντας την πλατεία, έπεσε σχεδόν πάνω στον καθηγητή Εξέρ, έναν παλιό του γνωστό. Συχνά περνούσαν πολλές ώρες μαζί κουβεντιάζοντας άχρηστα μεταφυσικά θέματα. Τον φώναξε με το όνομα του αλλά είχε πια απομακρυνθεί, κι ο Σινκλέρ σκέφτηκε ότι μάλλον δεν θα τον είχε ακούσει. Η μέρα είχε αρχίσει άσχημα και φαινόταν να χειροτερεύει με την ανία να απειλεί τη διάθεση του. Αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι, στο διάβασμα και την έρευνα, και να περιμένει τα γράμματα που σίγουρα θα έφταναν πολλαπλάσια, για να αντισταθμίσουν την πρωινή έλλειψη.

     

    Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε καλά και ξύπνησε πολύ νωρίς. Κατέβηκε, και ενώ έτρωγε το πρωινό του άρχισε να παρακολουθεί από το παράθυρο πότε θα έρθει ο ταχυδρόμος. Όταν, τελικά, τον είδε να στρίβει στη γωνία, η καρδιά του χοροπήδησε. Ωστόσο, ο ταχυδρόμος πέρασε μπροστά από το σπίτι του χωρίς να σταθεί. Ο Σινκλέρ βγήκε και τον φώναξε για να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχαν γράμματα γι’ αυτόν. Ο ταχυδρόμος τον διαβεβαίωσε ότι δεν είχε τίποτα στο σάκο του για το σπίτι εκείνο κι ότι δεν υπήρχε καμία απεργία στα ταχυδρομεία, ούτε προβλήματα στη διανομή της αλληλογραφίας.

    Αντί να τον καθησυχάσει, αυτό τον ανησύχησε ακόμα περισσότερο. Κάτι συνέβαινε κι έπρεπε να βρει τι. Φόρεσε ένα σακάκι και πήγε στο σπίτι του φίλου του, του Μάριο.

    Μόλις έφτασε, είπε στον μπάτλερ να τον αναγγείλει και περίμενε στο σαλόνι. Ο φίλος του δεν άργησε να φανεί. Ο Σινκλέρ πήγε να τον αγκαλιάσει, όμως, εκείνος περιορίστηκε να ρωτήσει:

    «Συγνώμη, κύριε, γνωριζόμαστε;»

    Ο άνθρωπος νόμισε ότι πρόκειται γι’ αστείο και γέλασε με το ζόρι ζητώντας από το φίλο του να του βάλει ένα ποτό. Το αποτέλεσμα ήταν τρομακτικό. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού κάλεσε τον μπάτλερ και τον πρόσταξε να πετάξει έξω τον άγνωστο. Ο Σινκλέρ τότε παραφρόνησε κι άρχισε να φωνάζει και να βρίζει, προκαλώντας ακόμα περισσότερο τον γεροδεμένο υπηρέτη που τον έσπρωξε με βία στο δρόμο…

    Πηγαίνοντας προς το σπίτι του συνάντησε διάφορους γείτονες που τον αγνόησαν ή του φέρθηκαν σαν να μην τον γνώριζαν.

     

    Μια ιδέα του σφηνώθηκε στο μυαλό: υπήρχε κάποια συνωμοσία εναντίον του κι αυτός είχε διαπράξει κάποιο περίεργο λάθος ενάντια στην κοινωνία που τώρα τον απέρριπτε, ενώ πριν από λίγες ώρες τον εκτιμούσε. Ωστόσο, όσο κι αν συλλογιζόταν, δεν μπορούσε να θυμηθεί κανένα γεγονός που να μπορούσε να θεωρηθεί προσβλητικό, πόσο μάλλον κάτι που να είχε ενοχλήσει ολόκληρη την πόλη.

    Άλλες δύο μέρες έμεινε στο σπίτι του περιμένοντας την αλληλογραφία που δεν έφτασε. Λαχταρούσε την επίσκεψη κάποιου φίλου του που, παραξενεμένος από την απουσία του, θα του χτυπούσε την πόρτα για να μάθει τι κάνει. Τίποτα, όμως, δεν συνέβη. Κανένας δεν ήρθε στο σπίτι του. Η καθαρίστρια έλειψε δίχως να τον ειδοποιήσει και το τηλέφωνο του έπαψε να λειτουργεί.

    Ενθαρρυμένος από ένα ποτηράκι παραπάνω, την πέμπτη νύχτα ο Σινκλέρ αποφάσισε να πάει στο μπαρ όπου συναντούσε πάντοτε τους φίλους του για να πουν τις καθημερινές ανοησίες. Μόλις μπήκε τους είδε, όπως πάντα, στο τραπέζι της γωνίας που τους άρεσε. Ο χοντρός Χανς έλεγε το ίδιο καλαμπούρι κι οι άλλοι γελούσαν, όπως συνήθως. Ο Σινκλέρ πήρε μια καρέκλα και κάθισε. Αμέσως, έπεσε νεκρική σιγή που δήλωνε πόσο ανεπιθύμητος ήταν ο νεοφερμένος. Ο Σινκλέρ δεν άντεξε άλλο.

    «Μπορώ να μάθω τι έχετε πάθει όλοι μαζί μου; Αν έκανα κάτι που σας ενόχλησε, ας μου το πείτε επιτέλους για να τελειώνουμε. Μη μου φέρεστε όμως έτσι, γιατί κοντεύω να τρελαθώ.»

    Οι άλλοι κοιτάχτηκαν. Άλλοι γελούσαν κι άλλοι είχαν θυμώσει. Ο ένας έβγαλε διάγνωση για τον νεοφερμένο στηρίζοντας το δείκτη του στα μηνίγγια του. Ο Σινκλέρ ζήτησε πάλι μια εξήγηση, ύστερα παρακάλεσε, και τέλος έπεσε στο πάτωμα ικετεύοντας να του πουν γιατί του τα έκαναν όλα αυτά.

    Μόνο ένας αποφάσισε να του απευθύνει το λόγο:

    «Κύριε, κανένας από εμάς δεν σας γνωρίζει. Δεν μας έχετε κάνει τίποτα. Αλήθεια, ούτε που ξέρουμε ποιος είστε.»

    Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του και βγήκε από το μαγαζί. Έσυρε το κορμί του ώς το σπίτι του. Κάθε του πόδι ζύγιζε έναν τόνο.

    Έφτασε στην κάμαρα του κι έπεσε στο κρεβάτι. Χωρίς να ξέρει ούτε γιατί ούτε πώς, έγινε ένας ξένος, ένας απών. Δεν υπήρχε πια στις ατζέντες των ανθρώπων με τους οποίους αλληλογραφούσε, είχε σβηστεί από τη μνήμη των γνωστών του κι είχε χάσει τους φίλους του. Στο μυαλό του κυριαρχούσε μια σκέψη σαν σφυ-ροκόπημα: ήταν η ερώτηση που του έκαναν οι άλλοι κι άρχιζε να κάνει και ο ίδιος: «Ποιος είσαι;»

    Ήξερε, αλήθεια, να απαντήσει στην ερώτηση αυτή; Γνώριζε το όνομα του, τη διεύθυνση του, τι νούμερο πουκάμισο φορούσε, τον αριθμό της ταυτότητας του και διάφορα άλλα στοιχεία που τον προσδιόριζαν. Πέρα απ’ αυτό, όμως, ποιος ήταν αληθινά, εσωτερικά και βαθιά; Εκείνες οι προτιμήσεις και συμπεριφορές, οι τάσεις και οι απόψεις, ήταν πράγματι δικές του; Ή, όπως τόσα άλλα, ήταν απλώς μια προσπάθεια να μην απογοητεύσει τους άλλους που περίμεναν να είναι όπως ήταν; Κάτι άρχιζε να ξεκαθαρίζει μέσα του. Εφόσον ήταν άγνωστος, απελευθερωνόταν από την υποχρέωση να είναι κάτι συγκεκριμένο. Όπως κι αν ήταν, τίποτα δεν θα άλλαζε στην απάντηση που του έδιναν οι άλλοι. Για πρώτη φορά, ύστερα από αρκετές μέρες, ανακάλυψε κάτι που τον ηρέμησε. Βρισκόταν σε μια κατάσταση που του επέτρεπε να ενεργεί όπως ήθελε, χωρίς καν να ζητάει την έγκριση του κόσμου.

     

    Πήρε βαθιά ανάσα και ένιωσε λες και νέος αέρας είχε μπει στα πνευμόνια του. Κατάλαβε ότι το αίμα κυκλοφορούσε στις φλέβες του, αντιλήφθηκε το χτύπο της καρδιάς του και ξαφνιάστηκε που, για πρώτη φορά,

    Δεν Ετρεμε.

    Τώρα που, επιτέλους, ήξερε ότι ήταν μόνος, όπως ήταν πάντα, ότι είχε μονάχα τον εαυτό του, τώρα μπορούσε να κλάψει ή να γελάσει… Όμως, για τον εαυτό του, όχι για τους άλλους. Τώρα, επιτέλους, το ήξερε:

    Η Υπαρξη του Δεν Εξαρτιόταν απο τους Αλλους.

    Είχε ανακαλύψει ότι έπρεπε να μείνει ολομόναχος για να μπορέσει να βρει τον εαυτό του…

    Κοιμήθηκε ήρεμα και βαθιά κι είδε όμορφα όνειρα.

    Ξύπνησε στις δέκα το πρωί, ανακαλύπτοντας ότι μια ηλιαχτίδα έμπαινε εκείνη την ώρα από το παράθυρο και φώτιζε θαυμάσια το δωμάτιο του.

    Δίχως να κάνει μπάνιο, κατέβηκε τις σκάλες τραγουδώντας ένα τραγούδι που ποτέ δεν είχε ακούσει. Κάτω από την πόρτα κάτι βρήκε. Αναρίθμητα γράμματα που απευθύνονταν σ’ εκείνον.

    Η κυρία που καθάριζε βρισκόταν ήδη στην κουζίνα και τον χαιρετούσε σαν να μη συνέβαινε τίποτα.

    Και το βράδυ, στο μπαρ, κανένας δεν έδειχνε να θυμάται εκείνη την παράξενη νύχτα τρέλας. Τουλάχιστον, κανένας δεν καταδέχτηκε να κάνει κάποιο σχόλιο.

    Όλα είχαν ξαναγίνει φυσιολογικά… εκτός από εκείνον, ευτυχώς, εκείνον, που ποτέ πια δεν θα χρειαζόταν να παρακαλέσει κανέναν άλλον να τον κοιτάξει για να μάθει αν ήταν ζωντανός, εκείνον, που ποτέ πια δεν θα ζητούσε από τους άλλους να τον προσδιορίσουν, εκείνον, που ποτέ πια δεν θα ένιωθε φόβο μήπως τον απορρίψουν. Όλα ήταν ίδια, εκτός από αυτόν τον άνθρωπο που ποτέ πια δεν θα ξεχνούσε ποιος ήταν.

    Απόσπασμα από το βιβλίο “Να σου πω μια ιστορία” του Χόρχε Μπουκαϊ

    Πηγη: http://antikleidi.com/2013/10/11/who-are-u/
     
  5. Soraya

    Soraya Guest

    Ευχαριστώ όλους εκείνους που γελούν με τα όνειρά μου..
    Εμπνέουν τη φαντασία μου.

    Ευχαριστώ όλους όσους με γεμίζουν ψέματα..
    Μου δίνουν τη δύναμη της αλήθειας.

    Ευχαριστώ όλους εκείνους που δεν έχουν πιστέψει σε μένα..
    Μου έμαθαν πως μετακινούνται τα βουνά.

    Θέλω να ευχαριστήσω όλους όσους με πολεμούν..
    Προκαλούν το θάρρος μου.

    Ευχαριστώ όλους εκείνους που ήθελαν να μου επιβάλουν περιορισμούς..
    Μου δίδαξαν την αξία της ελευθερίας .

    Ευχαριστώ όλους όσους μου έχουν προκαλέσει σύγχυση..
    Έχει γίνει σαφής η θέση μου.

    Θέλω να ευχαριστήσω όλους όσους με έχουν εγκαταλείψει..
    Μου έδωσαν χώρο για να δημιουργήσω.

    Θέλω να ευχαριστήσω όλους όσους με έχουν προδώσει, όσους καταχράστηκαν τα αισθήματα μου..
    Μου επέτρεψαν να είμαι προσεκτικός.

    Θέλω να ευχαριστήσω όλους όσους με έχουν βλάψει..
    Με έμαθαν να αναπτύσσομαι μέσα από τον πόνο.

    Ευχαριστώ όλους εκείνους που διαταράσσουν την ηρεμία μου δημιουργώντας μου προβλήματα..
    Μου έδωσαν δύναμη να τα αντιμετωπίζω.

    Ευχαριστώ όλους εκείνους που με έριξαν στο έδαφος..
    Μου έδωσαν την ευκαιρία και τη δύναμη να μάθω να σηκώνομαι.

    Ευχαριστώ όλους εκείνους που έχουν κερδίσει εις βάρος μου..
    Μου έδειξαν ότι όλοι είναι σε θέση να χάσουν.

    Το πιο σημαντικό…
    Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσους με αγαπούν όπως κι εγώ.
    Σας ευχαριστώ.

    Paulo Coelho – Εγχειρίδιο του Πολεμιστή του Φωτός
     
  6. lara

    lara Αυτοδεσποζόμενη Contributor

    ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΦΛΟΓΑ

    Συγγραφέας: ΚΑΣΤΑΝΕΝΤΑ ΚΑΡΛΟΣ

    Εκδότης: ΚΑΚΤΟΣ


    «Πάμε μια βόλτα», είπε ο Δον Χουάν «ή ακόμα καλύτερα πάμε στην πλατεία , όπου έχει πολύ κόσμο να καθίσουμε και να μιλήσουμε».

    Ξαφνιάστηκα γιατί για δύο μέρες δεν με είχε χαιρετίσει καν.

    “Προκαλούσα τον εγωισμό σου”, μου είπε. Ο ΕΓΩΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΣΟΥ. Σκέψου ότι αυτό που μας κάνει αδύναμους είναι το ΟΤΙ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΣΤΕ ΟΤΙ ΜΑΣ ΠΡΟΣΒΑΛΟΥΝ οι ενέργειες των συνανθρώπων μας και ο εγωισμός απαιτεί να περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας προσβεβλημένοι από κάποιον. Θέλω να σου δείξω ότι χωρίς εγωισμό ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΗΤΤΗΤΟΙ».

    «Οι πολεμιστές διακρίνονται από την πλευρά χειρισμού του εγωισμού σε δύο κατηγορίες: Σε αυτούς που είναι διατεθειμένοι να αυτοσυγκρατηθούν και να διοχετεύουν την ενέργεια τους σε στόχους που μπορούν να βοηθήσουν τους άλλους αλλά και την ανθρωπότητα και ακολουθούν ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ και αυτούς που δεν έχουν καταφέρει να λύσουν το πρόβλημα του εγωισμού και διαλέγουν ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΣ».

    «Ο εγωισμός δεν είναι κάτι το αφελές και απλό. Από την μια αποτελεί τον πυρήνα όλων όσων είναι καλά για μας και από την άλλη όλων όσων είναι σάπια. Για να ξεφορτωθεί κανείς τον σάπιο εγωισμό χρειάζεται ένα αριστούργημα στρατηγικής. Οι πολεμιστές έχουν τιμήσει ιδιαίτερα αυτούς που το κατάφεραν».

    «Η μάχη των πολεμιστών κατά του εγωισμού ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ, όχι ηθικής. Το να είσαι άψογος δεν είναι θέμα ηθικής, αλλά επιβάλει ΤΗΝ ΣΩΣΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ. Οι πολεμιστές μελετούν τις στρατηγικές τους. Καταγράφουν όλα όσα κάνουν και μετά αποφασίζουν τι μπορεί να αλλάξει προκειμένου να ξεκουραστούν από άποψη δαπάνης ενέργειας και το πετούν».

    «Κάνουν ένα κατάλογο που περιλαμβάνει τα πάντα και τις πιο ασήμαντες ασχολίες και δραστηριότητες,. Έτσι ο πολεμιστής ποτέ δεν κάνει κάτι άσκοπα και χωρίς να το έχει εξετάσει προσεχτικά και να αναλάβει την ευθύνη και της πιο μικρής πράξης. Είναι έτοιμος "στο εδώ και τώρα".

    «Επειδή ο εγωισμός καταναλώνει την περισσότερη ενέργεια προσπαθούν να τον εξαλείψουν προκειμένου να έχουν τα κατάλληλα αποθέματα να αντιμετωπίσουν το Άγνωστο. Η μέθοδος αυτή αποτελεί τα έξι στοιχεία της πολεμικότητας».

    Τα πέντε από αυτά: Ο ΕΛΕΓΧΟΣ, Η ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ, Η ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ, Ο ΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΛΗΣΗ αφορούν τον κόσμο του πολεμιστή που μάχεται να χάσει τον εγωισμό του.

    Το έκτο στοιχείο και το πιο σημαντικό αφορά τον έξω κόσμο και λέγεται ΜΙΚΡΟΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ. Ο μικρός τύραννος είναι ένας βασανιστής, κάποιος που έχει δικαίωμα ζωής ή θανάτους στους πολεμιστές ή τους ενοχλεί μέχρι παραφροσύνης. Οι πολεμιστές έχουν κατατάξει τους τύραννους σε κατηγορίες, με μια δόση χιούμορ στην ταξινόμηση. Το χιούμορ είναι ο μοναδικός τρόπος τους να αντισταθμίζουν τις δύσκολες καταστάσεις που βρίσκονται πολλές φορές..

    Η πρώτη περιλαμβάνει αυτούς που βασανίζουν βάναυσα και βίαια.
    Η επόμενη είναι αυτή που χρησιμοποιεί ύπουλες μεθόδους και δημιουργεί τρομερή ανησυχία και φόβο.
    Η τρίτη αυτοί που σε εξοργίζουν φοβερά και σου προκαλούμε οργή.
    Και η τελευταία είναι εκείνοι που σε καταπιέζουν με την λύπη και τον οίκτο.
    Η αναμέτρηση μαζί τους προετοιμάζει τους πολεμιστές για την τελική συνειδητοποίηση ότι το να είσαι άψογος είναι το μόνο που έχει σημασία στο μονοπάτι της γνώσης.

    Ο μικρός τύραννος είναι μια βουνοκορφή και τα συστατικά της πολεμικότητας είναι σαν αναρριχητές που συναντώνται στην κορυφή. Συνήθως χρησιμοποιούνται τα τέσσερα. Το πέμπτο, η θέληση φυλάσσεται για την τελική αντιπαράθεση. Η θέληση ανήκει στο Άγνωστο. Τα υπόλοιπα στοιχεία στο Γνωστό. Εκεί που βρίσκονται οι μικροί τύραννοι. Άλλωστε εκείνο που μετατρέπει τους ανθρώπους σε μικρούς τυράννους είναι η μανιακή χρήση του Γνωστού.

    Τους μεγάλους- μικρούς τυράννους θα τους συναντήσεις πάντοτε σε θέσεις εξουσίας, με αλαζονικό ύφος, πολλές καταθέσεις και μεγάλο υπεροπτικό εγωκεντρικό ύφος, αλλά και σε πολύ κοντινά πρόσωπα, ακόμη και του οικογενειακού περιβάλλοντος.

    Ένα αυταρχικό προϊστάμενο, ένα βίαιο πατέρα, μια μητέρα, που το παίζει πάντα "άρρωστη'' για να την προσέχουν, ένα αδελφό που σου παίρνει πάντα το καθαρό πουκάμισο και ένα γείτονα που ρίχνει τα σκουπίδια του στην αυλή σου. Σε εξοργίζουν, σε φοβίζουν, σε ανησυχούν και σε θλίβουν. Αν υποχωρήσεις και ηττηθείς, γίνεσαι θύμα τους ή περνάς στην πλευρά τους. Γίνεσαι και εσύ ένας σαν και αυτούς, ένας μικρός τύραννος…

    Οι πολεμιστές λένε!

    Το να «αγαπήσεις» τον μικρό σου τύραννο σε τέτοιες ειδικά περιπτώσεις ή να του "στρέψεις τo άλλο σου μάγουλο", θα σε υποβιβάσει στην θέση του θύματος και είναι υπερβολικά αφελές. Με αυτή την "λογική", έχει δημιουργηθεί μια μάζα "προβάτων" που σφάζονται αδιαμαρτύρητα, προς ώφελος μερικών. Άλλωστε πολλά θύματα «ερωτεύονται» παράφορα τον θύτη τους και ο "διάβολος" πολλές φορές έχει την μορφή αυτού που "αγαπάμε" περισσότερο...

    Σε αυτή την περίπτωση είναι η άλλη μορφή του φόβου και είναι αδυναμία, γιατί βρίσκεσαι σε δύσκολη θέση και εξαναγκάζεσαι σε ένα συναίσθημα. Θυμίζει τις περιπτώσεις κάποιων καλοκάγαθων πόρνων που αγαπούν το νταβατζή τους και τον συγχωρούν και του επιτρέπουν τα πάντα, γιατί θέλουν να έχουν κάτι να αγαπούν στην έρημη ζωή τους, έστω και μια ...ψευδαίσθηση.

    Θα ήταν όμως και ολέθριο λάθος, να τον μισήσεις, γιατί θα αρχίσεις να του μοιάζεις και να γίνεσαι σαν και αυτόν, μιμούμενος την συμπεριφορά του. Όποιο συναίσθημα σου προκαλέσει, είτε φόβου,μίσους, τρόμου, οίκτου, θα σε χειρισθεί μέσω αυτών ακριβώς των συναισθημάτων κλέβοντας ενέργεια και προσοχή και θα σε εγκλωβίσει στην σπηλιά λεηλατώντας σε.

    Ο μόνος τρόπος είναι να απαλλαγείς από φτιαχτούς συναισθηματισμούς και εξάρσεις οργής ή μνησικακίας βλέποντας καθαρά και αποστασιοποιημένα την όλη κατάσταση και να διεκδικήσεις την Ελευθερία σου.


    «Θα σου πω την ιστορία του δικού μου μικρού τυράννου», είπε ο Δον Χουάν στον Καστανέντα.

    «Θα σου πως πώς συνάντησα ένα μεγάλο τύραννο και την αλληλουχία των γεγονότων. Η δοκιμασία άρχισε όταν ήμουν περίπου 20 χρονών και δούλευα σε ένα εργοστάσιο ζάχαρης. Με πλησίασε ο επιστάτης και με ρώτησε αν ήθελα να δουλέψει στην φάρμα κάποιου μεγάλου αφεντικού, ρωτώντας με και για την οικογενειακή μου κατάσταση».

    Η απάντηση του Δον Χουάν ότι δεν είχε κανέναν, τον ευχαρίστησε ιδιαίτερα και μέσω μιας γυναίκας που είχε τον ρόλο του μεσάζοντα, παρουσιάστηκε στον νέο του αφεντικό και τον αρχιεργάτη της φόρμας. Ο τρόπος που μιλούσε και φερόταν αυτός ο άνθρωπος ήταν τρομακτικός και ο Δον Χουάν κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει αμέσως.
    Αλλά ήταν πια αργά.

    Ο τεράστιος επιστάτης τον σταμάτησε με ένα όπλο και του είπε: «Δεν πρόκειται να φύγεις από εδώ μέσα ζωντανός και κανείς δεν θα ενδιαφερθεί για σένα. Ήρθες για να δουλέψεις μέχρι να σέρνεσαι και να μη το ξεχνάς».

    Τον έσπρωξε με ένα γκλομπ και τον οδήγησε στο πλάι του σπιτιού. Του δήλωσε ότι θα δούλευε μέχρι το βράδυ, από τον πρωί, χωρίς διάλειμμα και αν προσπαθούσε να αποδράσει, θα τον σκότωνε και θα έλεγε ότι θέλησε να δολοφονήσει το αφεντικό.

    Η φάρμα έμοιαζε με κάστρο και γύρω-γύρω ήταν άντρες οπλισμένοι. Τον πήγε με τις κλωτσιές στην κουζίνα γιατί δεν του άρεσε το περήφανο βλέμμα του και τον απείλησε ότι θα του κόψει τους τένοντες αν δεν υπακούσει αμέσως. Στην κουζίνα μια γριά του έφερε φαγητό, αλλά ήταν τόσο στεναχωρημένος που δεν μπορούσε να φάει. Η μαγείρισσα τον συμβούλεψε να φάει για να αντέξει και να κρατήσει την δύναμή του. Του είπε ότι πήρε την θέση ενός άλλου Ινδιάνου που είχε πεθάνει πρόσφατα.

    Δούλεψε τρεις εβδομάδες. Ο αγριάνθρωπος τον έβαζε να κάνει την πιο βαριά δουλειά. Στην αρχή της κάθε ημέρας πίστευέ ότι θα ήταν η τελευταία του και η επιβίωση σήμαινε ότι θα έπρεπε να ξαναπεράσει την ίδια δοκιμασία. Κατάλαβε ότι ήταν ξοφλημένος και οι δύο επιστάτες ήταν συνεννοημένοι να παίρνουν φτωχούς Ινδιάνους στην φάρμα και να τους αναγκάζουν να δουλεύουν μέχρι να πεθάνουν.

    Θύμωσε τόσο πολύ που διέσχισε την αυλή ουρλιάζοντας και βγήκε τρέχοντας από την πόρτα. Ο επιστάτης τον πυροβόλησε στο στήθος. Έπεσε κάτω και τον παράτησε νομίζοντας ότι είναι νεκρός.

    Εκεί τον βρήκε ο δάσκαλός του τον περιμάζεψε, τον εκπαίδευσε και πήγε ξανά πίσω να τον αντιμετωπίσει.

    Αυτή την φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο δάσκαλος του είχε εξηγήσει τι έπρεπε να κάνει για να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση.

    Το πρώτο ήταν ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ. Αυτό σημαίνει να αλλάξει τις απόψεις του για τον εαυτό του και τον κόσμιο γύρω του.

    Στην συνέχεια ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΙΚΑΝΟΣ ΓΙΑ ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΥΤΟΠΕΙΘΑΡΧΙΑ και έλεγχο του εαυτού του.

    Το τρίτο βήμα να αποκτηθεί η ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΙΣΜΟΣ για να γίνει ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
    .
    Αυτά είναι χαρακτηριστικά εσωτερικής κατάστασης. Ο πολεμιστής ασχολείται με τον εαυτό του όχι με εγωιστικό τρόπο, αλλά από άποψη συνεχούς εξέτασης ΤΟΥ "ΕΙΝΑΙ" ΤΟΥ. Το πρόβλημα των ανθρώπων όταν αντιμετωπίζουν μικρούς τυράννους είναι ΝΑ ΜΗ ΕΧΟΥΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ.

    Το άλλο είναι να παίρνουν τον εαυτό τους ΠΟΛΥ ΣΟΒΑΡΑ, πράγμα που επίσης κάνουν οι μικροί τύραννοι που έχουν ΜΙΑ ΙΔΕΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥΣ ασυμμάζευτη.

    Έτσι ακολούθησε την ίδια πορεία. Πήγε στο ίδιο εργοστάσιο. Κανείς δεν τον θυμόνταν. Του ξανακάνανε την ίδια πρόταση και πήγε στην φάρμα με τον ίδιο επιστάτη. Μόλις έφθασε έτρεξε να ευχαριστήσει την κυρία του σπιτιού, που μάλλον δεν γνώριζε ακριβώς τι συνέβαινε ή δεν την ένοιαζε να γνωρίζει.

    «Ο επιστάτης έκανε ακριβώς τα ίδια, αλλά έκανα ακριβώς ότι μου έλεγε ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΔΙΝΩ ΔΕΚΑΡΑ για τον φόβο μου ή την υπερηφάνεια μου. ΤΟ ΝΑ ΚΟΥΡΔΙΖΕΙΣ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΟΥ ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΣΕ ΤΑΛΑΙΠΩΡΕΙ ΛΕΓΕΤΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ».

    «Χαρτογράφησα το αδύνατα σημεία του και όλες τις ιδιοτροπίες του. Το να μαζέψεις όλες αυτές τις πληροφορίες ενώ σε δέρνουν ΛΕΓΕΤΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ».

    «Ο επιστάτης ήταν ένα κάθαρμα. Δεν είχε τίποτα καλό επάνω του. ΥΠΟΜΟΝΗ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΒΙΑΣΥΝΗ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ... ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ».

    «Τον παρενοχλούσα συστηματικά. Όταν έβλεπα την κυρία του σπιτιού έτρεχα να την ευχαριστήσω και αυτό τον εξόργιζε ακόμη πιο πολύ. Με έστελνε στα αλόγα που ήταν πολύ επικίνδυνο γιατί μια κλωτσιά τους θα μπορούσε να με σκοτώσει. Είχα βάλει μια σανίδα για να προφυλάσσομαι, πράγμα που δεν το έμαθε επειδή του προκαλούσαν αηδία. Τα βράδια δεν κοιμόμουν στο κρεβάτι . Ήξερα ότι έψαχνε να με σκοτώσει. Ο ΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ ΦΡΑΓΜΑΤΟΣ. ΤΟ ΣΩΣΤΟ TIMING ...ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΠΡΑΓΜΑ».

    «Το ίδιο πράγμα πριν ή μετά μπορεί να αποδειχτεί λάθος. Μια μέρα τον προκάλεσα μπροστά στην γυναίκα, τον αποκάλεσα δειλό. Η οργή τον τύφλωσε και άρχισε να με κυνηγάει. Με ακολούθησε στα άλογα. Ήταν τόσο τυφλωμένος που το παρέβλεψε. Μία κλωτσιά τους υπήρξε το τέλος του….»

    «Το τέλος ενός μικρού τυράννου!», είπε... ο Δον Χουάν.
     
  7. lara

    lara Αυτοδεσποζόμενη Contributor

    Χόρχε Μπουκάι: Αποδεσμεύσου Για Να Ζήσεις

     

    Ήταν μια φορά ένας ορειβάτης και επιχειρούσε μια πολύ δύσκολη αναρρίχηση σε ένα βουνό με έντονη χιονόπτωση. Πέρασε τη νύχτα μαζί με άλλους στο καταφύγιο. Το πρωί το χιόνι έχει σκεπάσει για τα καλά το βουνό, πράγμα που κάνει την αναρρίχηση ακόμη πιο δύσκολη. Δεν θέλει, όμως, να γυρίσει πίσω, κι έτσι, όπως μπορεί, με μεγάλη προσπάθεια και θάρρος, συνεχίζει την αναρρίχηση, συνεχίζει να σκαρφαλώνει στο απόκρημνο βουνό. Μέχρι που κάποια στιγμή, ίσως από κακό υπολογισμό, ίσως γιατί η κατάσταση ήταν πραγματικά δύσκολη, πάει να στερεώσει στον πάσσαλο το σχοινί ασφαλείας και του γλιστράει ο γάντζος. Ο ορειβάτης γκρεμίζεται… αρχίζει να κατρακυλάει στο βουνό χτυπώντας άγρια στα βράχια ενώ το χιόνι πέφτει πυκνό…

    Από μπροστά του βλέπει να περνάει όλη του η ζωή. Κλείνει τα μάτια περιμένοντας το χειρότερο, και ξαφνικά, νιώθει στο πρόσωπο του ένα χτύπημα από σχοινί. Χωρίς καθόλου να σκεφτεί, πιάνεται από το σχοινί με μια ενστικτώδη κίνηση. Ποιος ξέρει… Το σχοινί αυτό μπορεί να έμεινε εκεί κρεμασμένο από κάποιον πάσσαλο… κι αν είναι έτσι, θα μπορέσει να τον κρατήσει και να σταματήσει την πτώση του.

    Κοιτάζει προς τα πάνω, αλλά το μόνο που βλέπει είναι η χιονοθύελλα και το πυκνό χιόνι που πέφτει πάνω τον. Τα δευτερόλεπτα μοιάζουν αιώνες σ’ αυτό το κατρακύλισμα που γίνεται όλο και πιο γρήγορο και μοιάζει να μην τελειώνει… Ξαφνικά, το σχοινί τινάζεται και νιώθει αντίσταση. Ο ορειβάτης δεν βλέπει τίποτε, ξέρει όμως ότι προς το παρόν έχει σωθεί. Το χιόνι πέφτει ασταμάτητα, κι αυτός εκεί, δεμένος με το σχοινί, μέσα στο φοβερό κρύο, κρεμασμένος από ένα κομμάτι λινάρι, που τον κρατάει για να μην τσακιστεί πέφτοντας στη χαράδρα ανάμεσα στα βουνά.

    Προσπαθεί να δει τι υπάρχει γύρω του, αλλά μάταια’ δεν ξεχωρίζει τίποτε. Φωνάζει δυο-τρεις φορές, αλλά καταλαβαίνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τον ακούσει κανείς. Η πιθανότητα να σωθεί είναι απειροελάχιστη. Και να δουν ότι λείπει, δεν θα μπορέσει κανείς ν’ ανέβει να ψάξει γι’ αυτόν πριν σταματήσει η χιονοθύελλα, αλλά και τότε ακόμη, πώς να ξέρουν ότι βρίσκεται κρεμασμένος στο γκρεμό;

    Αντιλαμβάνεται πως αν δεν κάνει κάτι γρήγορα, αυτό θα είναι το τέλος του.

    Όμως, τι να κάνει;

    Θα μπορούσε ίσως να σκαρφαλώσει προς τα πάνω και να προσπαθήσει να φτάσει στο καταφύγιο, αμέσως όμως καταλαβαίνει πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Ξαφνικά… ακούει μια φωνή από μέσα τον που τον λέει «λύσου!» Μπορεί να είναι η φωνή του Θεού, ή η φωνή της εσωτερικής τον σοφίας, μπορεί όμως να είναι κάποιο κακό πνεύμα, ή παραίσθηση… ακούει πάντως τη φωνή να επιμένει «λύσου, λύσου!»

    Σκέφτεται πως αν λυθεί αυτή τη στιγμή σίγουρα θα σκοτωθεί. Θα είναι ένας τρόπος για να τελειώσει το μαρτύριο του. Μπαίνει στον πειρασμό να επιλέξει το θάνατο για να σταματήσει να υποφέρει. Σαν απάντηση όμως στη φωνή δένεται ακόμη πιο σφιχτά. Και η φωνή επιμένει «λνσον!…

    Μη βασανίζεσαι άλλο, δεν έχει νόημα τόσος πόνος… λνσον!» Εκείνος, όμως, δένεται ακόμη πιο σφιχτά, ενώ πολύ αποφασιστικά λέει μέσα τον πως καμία φωνή δεν πρόκειται να τον πείσει να αφήσει αυτό που χωρίς αμφιβολία του έχει σώσει τη ζωή. Η σύγκρουση αυτή συνεχίζεται για ώρες, ο ορειβάτης όμως εξακολουθεί να είναι δεμένος μ αυτό που νομίζει πως είναι η μοναδική του δυνατότητα για να σωθεί.

    Ο μύθος λέει ότι την άλλη μέρα η ομάδα διάσωσης βρήκε τον ορειβάτη μισοπεθαμένο. Η ζωή τον κρεμόταν από μια κλωστή. Ακόμα λίγα λεπτά, και ο ορειβάτης θα είχε πεθάνει από το κρύο, παγωμένος, και, παραδόξως, δεμένος με το σχοινί του… σε απόσταση λιγότερο από ένα μέτρο από το έδαφος.

    Λέω, λοιπόν, ότι, καμιά φορά, το να μην εγκαταλείπεις κάτι είναι θάνατος.

    Κάποιες φορές, ζωή είναι να παρατάς αυτό που κάποτε σ’ έσωσε.

    Να αφήνεις πίσω τα πράγματα που μαζί τους είσαι δεμένος σφιχτά, επειδή νομίζεις ότι αν τα κρατήσεις θα σε σώσουν από την κατάρρευση.

    Όλοι έχουμε αυτήν την τάση να δενόμαστε σφιχτά με ιδέες, πρόσωπα και καταστάσεις. Δενόμαστε με ανθρώπους, με χώρους, με τόπους γνωστούς, γιατί είμαστε βέβαιοι πως αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να μας σώσει. Πιστεύουμε στο «γνώριμο κακό», όπως λέει ένα γνωστό γνωμικό.

    Και παρόλο που από διαίσθηση καταλαβαίνουμε ότι το δέσιμο σημαίνει θάνατο, συνεχίζουμε να μένουμε αγκιστρωμένοι σ’ αυτό που πια δεν μας χρειάζεται, σ’ αυτό που δεν υπάρχει πια, τρέμοντας τις φανταστικές συνέπειες αν αποδεσμευτούμε.

    Χόρχε Μπουκάι – Ο Δρόμος των Δακρύων – Εκδόσεις OPERA
     
  8. Mission

    Mission Όσο προσπαθείς να μην με σκέφτεσαι,θα με σκέφτεσαι

  9. lara

    lara Αυτοδεσποζόμενη Contributor

    Οι 4 Συμφωνίες του Don Miguel Ruiz

    Να Είστε Άμεμπτοι στη Χρήση του Λόγου Σας
    Μην Παίρνετε Τίποτα Προσωπικά
    Μην Κάνετε Υποθέσεις
    Δίνετε Πάντα τον Καλύτερο Εαυτό σας


     


    Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
    Να Είστε Άμεμπτοι στη Χρήση του Λόγου Σας.
    Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΠΟ ΟΛΕΣ, αλλά και αυτή που προδίδεται πιο εύκολα. Είναι τόση η σπουδαιότητα της, ώστε με αυτήν και μόνο θα είστε σε θέση να μεταφερθείτε στο επίπεδο εκείνο της ύπαρξης που εγώ αποκαλώ παράδεισο επί της γης.

    Ο λόγος δεν είναι απλά ένας ήχος ή ένα γραπτό σύμβολο. Ο λόγος είναι μια δύναμη: είναι η δύναμή σας να εκφράζεστε και να επικοινωνείτε, να σκέπτεστε κι άρα να δημιουργείτε τα γεγονότα της ζωής σας. Είστε σε θέση να μιλάτε. Ποιο άλλο ζώο πάνω στον πλανήτη έχει αυτό το χάρισμα; Ο λόγος είναι το πιο ισχυρό εργαλείο που διαθέτει ο άνθρωπος,ένα εργαλείο με μαγικές ιδιότητες.

    Ωστόσο, όπως και το σπαθί με τις δύο κόψεις, ο λόγος σας μπορεί να πλάσει το πιο ωραίο όνειρο αλλά και να γκρεμίσει τα πάντα γύρω σας.Η μία κόψη είναι η κακή χρήση του λόγου, η οποία δημιουργεί μια ζωντανή κόλαση. Η άλλη κόψη είναι η άμεμπτη χρήση του λόγου, που μπορεί να δημιουργήσει μόνο ομορφιά κι αγάπη και να φέρει τον παράδεισο στη γη.

    Ανάλογα με το πώς τον χρησιμοποιείτε, ο λόγος μπορεί να σας απελευθερώσει ή να σας φυλακίσει περισσότερο απ’ όσο φαντάζεστε. Όλη η δύναμη που διαθέτετε βασίζεται στο λόγο σας.

     

    Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
    Μην Παίρνετε Τίποτα Προσωπικά.
    Η δεύτερη συμφωνία σας καλεί να μην παίρνετε τίποτε προσωπικά.Ό,τι κι αν συμβαίνει γύρω σας, δεν πρέπει να το παίρνετε προσωπικά. Χρησιμοποιώντας ένα προηγούμενο παράδειγμα, αν σας συναντήσω στο δρόμο και σας πω ότι είστε βλάκας, χωρίς να σας γνωρίζω, το πρόβλημα δεν το έχετε εσείς, αλλά εγώ. Αν το πάρετε προσωπικά, τότε ίσως πιστέψετε ότι είστε βλάκας. “Πώς το ξέρει;” μπορεί να σκεφτείτε. “Έχει μαντικές ικανότητες ή είναι τόσο ολοφάνερο ότι είμαι βλάκας;”

    Το παίρνετε προσωπικά επειδή συμφωνείτε με ό,τι ακούσατε. Από τη στιγμή που συμφωνείτε, το δηλητήριο σας διαποτίζει και βρίσκεστε παγιδευμένοι στο όνειρο της κόλασης. Εκείνο που σας παγιδεύει είναι αυτό που εγώ αποκαλώ προσωπική σπουδαιότητα. Η προσωπική σπουδαιότητα, το να παίρνουμε δηλαδή τα πράγματα προσωπικά, είναι η μέγιστη εκδήλωση εγωισμού, επειδή υποθέτουμε ότι τα πάντα περιστρέφονται γύρω από εμάς.

    Μαθαίνουμε να τα παίρνουμε όλα προσωπικά κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης μας ή της εξημέρωσης μας. Πιστεύουμε ότι είμαστε υπεύθυνοι για τα πάντα. Το εγώ μας κυριαρχεί.

    Όμως, οι άλλοι δεν κάνουν τίποτε εξαιτίας σας. Το κάνουν για δικούς τους λόγους. Όλοι οι άνθρωποι ζουν στο δικό τους όνειρο, εγκλωβισμένοι στο δικό τους νου: βρίσκονται σ’ έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο απ’ αυτόν που ζούμε εμείς. Όταν παίρνουμε κάτι προσωπικά, είναι σαν να υποθέτουμε ότι οι άλλοι γνωρίζουν από τι αποτελείται ο κόσμος μας και προσπαθούμε να επιβάλουμε αυτό τον κόσμο στον δικό τους.

     

    Η ΤΡΙΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
    Μην Κάνετε Υποθέσεις
    Έχουμε την τάση να κάνουμε υποθέσεις για τα πάντα. Το πρόβλημα με αυτό είναι ότι πιστεύουμε πως οι υποθέσεις που έχουμε κάνει είναι και η αλήθεια. Θα μπορούσαμε να πάρουμε ακόμα και όρκο. Κάνουμε υποθέσεις για το τι πράττουν ή σκέφτονται οι άλλοι —το παίρνουμε προσωπικά— κι έπειτα τους κατηγορούμε κι αντιδράμε ποτίζοντας τους συναισθηματικό δηλητήριο με το λόγο μας.

    Γι’ αυτό, όταν κάνουμε υποθέσεις, είναι σαν να πηγαίνουμε γυρεύοντας. Υποθέτουμε κάτι, το παρεξηγούμε, το παίρνουμε προσωπικά και καταλήγουμε να δημιουργούμε ένα τεράστιο πρόβλημα από το τίποτα.

    Όλος ο πόνος και η θλίψη που έχετε βιώσει στη ζωή σας είχαν τη ρίζα τους στο ότι κάνατε υποθέσεις και τα παίρνατε όλα προσωπικά. Σταθείτε για μια στιγμή και συλλογιστείτε πόσο αληθινό είναι αυτό. Όλο το σύστημα ελέγχου της ανθρωπότητας στηρίζεται στο να κάνουμε υποθέσεις και να παίρνουμε τα πράγματα προσωπικά. Σ ε αυτά βασίζεται ολόκληρο το όνειρο της κόλασης στο οποίο ζούμε.

    Παράγουμε πολύ συναισθηματικό δηλητήριο μόνο και μόνο με το να κάνουμε υποθέσεις και να παίρνουμε κάτι προσωπικά, επειδή συνήθως αρχίζουμε να κουτσομπολεύουμε με βάση τις υποθέσεις μας. Μην ξεχνάτε ότι το κουτσομπολιό είναι ο τρόπος επικοινωνίας μας στο όνειρο της κόλασης και ότι μέσω αυτού μεταφέρουμε δηλητήριο ο ένας στον άλλον.

    Επειδή φοβόμαστε να ζητήσουμε εξηγήσεις, κάνουμε υποθέσεις και πιστεύουμε ότι αυτές είναι απόλυτα σωστές. Το επόμενο βήμα είναι να υποστηρίξουμε αυτές τις υποθέσεις και να προσπαθήσουμε να αποδείξουμε ότι κάποιος άλλος έχει άδικο. Είναι πάντοτε προτιμότερο να κάνουμε ερωτήσεις αντί να καταφεύγουμε σε υποθέσεις, γιατί οι υποθέσεις οδηγούν στο δρόμο του πόνου.

     

    Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
    Δίνετε Πάντα τον Καλύτερο Εαυτό σας
    ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ. Η Τέταρτη Συμφωνία είναι εκείνη που επιτρέπει στις προηγούμενες τρεις να γίνουν βαθιά ριζωμένες συνήθειες. Η τέταρτη συμφωνία έχει να κάνει με την εφαρμογή των υπόλοιπων: Δίνετε πάντα τον καλύτερο εαυτό σας.

    Να δίνετε πάντα τον καλύτερο εαυτό σας, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Να μην ξεχνάτε, όμως, ότι ο καλύτερος εαυτός σας δεν θα είναι ποτέ ο ίδιος από τη μια στιγμή στην άλλη. Τα πάντα γύρω μας αλλάζουν διαρκώς, οπότε ο καλύτερος εαυτός σας μπορεί τη μια να είναι πραγματικά καλός και την άλλη όχι και τόσο.

    Όταν ξυπνάτε το πρωί αναζωογονημένοι και γεμάτοι ενέργεια, ο καλύτερος εαυτός σας θα είναι πολύ καλύτερος απ’ ότι το απόγευμα που θα γυρίζετε κουρασμένοι από τη δουλειά. Ο καλύτερος εαυτός σας θα είναι πολύ καλύτερος όταν είστε υγιείς παρά όταν είστε άρρωστοι, όταν είστε νηφάλιοι παρά όταν είστε μεθυσμένοι. Ο καλύτερος εαυτός σας θα εξαρτάται άμεσα από το αν νιώθετε χαρούμενοι και αισιόδοξοι ή αναστατωμένοι, θυμωμένοι, πληγωμένοι.

    Ο καλύτερος εαυτός σας μπορεί να αλλάζει από ώρα σε ώρα και από μέρα σε μέρα, ανάλογα με τις διαθέσεις σας. Θα αλλάζει, επίσης, με την πάροδο του χρόνου. Αποκτώντας σιγά-σιγά τη συνήθεια των τεσσάρων καινούριων συμφωνιών, ο καλύτερος εαυτός σας θα γίνεται ολοένα καλύτερος απ’ ό,τι υπήρξε στο παρελθόν.

    Παρ’ όλα αυτά, εσείς θα πρέπει να εξακολουθήσετε να δίνετε τον καλύτερο εαυτό σας — ούτε λιγότερο αλλά ούτε και περισσότερο απ’ αυτό. Αν κοπιάσετε για να δώσετε κάτι παραπάνω απ’ αυτό που μπορείτε, θα σπαταλήσετε πολύτιμη ενέργεια και στο τέλος ο καλύτερος εαυτός σας δεν θα αρκεί.

    Όταν το παρακάνετε, εξαντλείτε το σώμα σας και, καθώς θα πηγαίνετε ενάντια στον εαυτό σας, θα χρειάζεστε περισσότερο χρόνο για να πραγματοποιήσετε το σκοπό σας. Αν πάλι κάνετε λιγότερες προσπάθειες από όσες μπορείτε να κάνετε, υποβάλετε τον εαυτό σας σε απογοητεύσεις, τύψεις και ενοχές.

    Να κάνετε πάντα ό,τι καλύτερο μπορείτε σε οποιαδήποτε περίσταση της ζωής σας. Δεν έχει σημασία αν είστε κουρασμένοι ή άρρωστοι — εάν δώσετε τον καλύτερο εαυτό σας, τότε δεν πρόκειται ποτέ να τον κρίνετε. Και όταν δεν κρίνετε τον εαυτό σας, δεν τον υποβάλλετε και σε τύψεις, ενοχές ή τάσεις αυτοτιμωρίας. Κάνοντας πάντα το καλύτερο δυνατό, θα απαλλαγείτε από ένα ισχυρό ξόρκι που σας βαραίνει.

    Από το βιβλίο του Don Miguel Ruiz ”Οι Τέσσερις Συμφωνίες”- Εκδόσεις Διόπτρα
     
  10. brenda

    brenda FU very much

    Ο Ισπανός ψυχολόγος και ψυχίατρος Ενρίκε Ρόχας αναφέρει πως «όσοι νιώθουν ότι αποτελούν αντικείμενο του φθόνου συναδέλφων, συμμαθητών, γειτόνων, φίλων, ακόμα και συγγενών, πρέπει να ξέρουν πως το πιο σημαντικό είναι να προφυλάσσονται, να μην εκτίθενται σε καταστάσεις που προκαλούν και οξύνουν αυτό το συναίσθημα».
    Για το τόσο ανθρώπινο ελάττωμα του φθόνου, μια παραδοσιακή ιστορία αναφέρει πως μια φορά ένα φίδι άρχισε να κυνηγάει μια πυγολαμπίδα/Υστερα από τρεις μέρες αδιάκοπης καταδίωξης, χωρίς δυνάμεις πια, η πυγολαμπίδα σταμάτησε και μίλησε στο φίδι:

    — Μπορώ να σου κάνω μια ερώτηση;

    — Δε συνηθίζω ν’ ακούω τα θηράματά μου, αλλά μια που θα σε καταβροχθίσω, μπορείς να ρωτήσεις.

    — Ανήκω στην τροφική σου αλυσίδα; «Όχι·,

    — Σου έκανα κανένα κακό;

    — Όχι

    — Τότε γιατί θέλεις να με σκοτώσεις; Αφού σκέφτηκε λίγο, το φίδι απάντησε:

    — Επειδή δεν αντέχω να σε βλέπω να λάμπεις.
     
  11. cadpmpc

    cadpmpc Contributor

    Σε κάθε περίπτωση καλύτερο είναι το "ουκ εά με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον"... Για συγγνωστούς λόγους.
     
  12. lara

    lara Αυτοδεσποζόμενη Contributor

    — Δεν καταλαβαίνω, Δάσκαλε, είπε ο Σαριπούτο· πάλι μας μιλάς με παραβολές.
    — Θα καταλάβεις στο γυρισμό, Σαριπούτο. Τώρα, σας είπα, είναι πολλά νωρίς. Χρόνια ζω τη ζωή και τον πόνο του ανθρώπου, χρόνια μεστώνω· ποτέ δεν είχα φτάσει, σύντροφοι, σε τόση ελευτερία. Γιατί; Γιατί πήρα μια μεγάλη απόφαση.

    Μια μεγάλη απόφαση, Δάσκαλε; Έκαμε ο Άναντα κι ανασήκωσε το κεφάλι, έσκυψε, φίλησε το άγιο πόδι του Βούδα· ποια απόφαση;
    — Δε θέλω να πουλήσω την ψυχή μου στο Θεό, σε αυτό που λέτε εσείς Θεό· δε θέλω να πουλήσω την ψυχή μου στον Πειρασμό, σε αυτό που λέτε εσείς πειρασμό· δε θέλω να πουληθώ σε κανένα. Είμαι λεύτερος! Χαρά σε αυτόν που ξεφεύγει από τα νύχια του Θεού και του Πειρασμού, αυτός, αυτός μονάχα λυτρώνεται.
    — Λυτρώνεται από τι; έκαμε ο Σαριπούτο κι ο ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό του· λυτρώνεται από τι; Ένας λόγος απόμεινε στα χείλια σου, Δάσκαλε, και σε καίει.
    — Δε με καίει, Σαριπούτο, με δροσίζει· δεν ξέρω, συμπαθάτε με, αν αντέχετε, αν μπορείτε να τον ακούσετε χωρίς να σας κυριέψει τρόμος.
    — Δάσκαλε, είπε ο Σαριπούτο, πάμε στον πόλεμο, μπορεί να μη γυρίσουμε· μπορεί να μη σε ξαναδούμε· φανέρωσέ μας το στερνό ετούτο λόγο, το στερνό σου· λυτρώνεται από τι;

    Αργά, βαριά, σαν κορμί στην άβυσσο, έπεσε από τα σφιγμένα χείλια του Βούδα ο λόγος:
    — Από τη λύτρωση.
    — Από τη λύτρωση; Λυτρώνεται από τη λύτρωση; ξεφώνισε ο Σαριπούτο. Δάσκαλέ μου, δεν καταλαβαίνω!
    — Καλύτερα, Σαριπούτο, καλύτερα· αν καταλάβαινες, θα τρόμαζες. Όμως, μάθετέ το, σύντροφοι, ετούτη είναι η λευτεριά η δικιά μου· λυτρώθηκα από τη λύτρωση!
    Σώπασε· μα δεν μπορούσε πια να κρατηθεί:
    — Κάθε άλλη λευτεριά, μάθετέ το, είναι σκλαβιά· αν ήταν να ξαναγεννιόμουν, για τη μεγάλη ετούτη λευτεριά θα πολεμούσα: για τη λύτρωση από τη λύτρωση… Μα φτάνει· πρώιμα είναι ακόμα να μιλούμε· θα τα πούμε σαν γυρίσετε από τον πόλεμο, αν γυρίσετε· έχετε γεια!
    Ανάσανε βαθιά, έβλεπε τους μαθητές του να κοντοστέκουνται, χαμογέλασε.
    — Τι κάθεστε; είπε· το χρέος σας ακόμα ο πόλεμος, σύρτε να πολεμήστε· έχετε γεια!
    — Καλή αντάμωση, Δάσκαλε, είπε ο Σαριπούτο, πάμε, κι ο Θεός βοηθός!

    Ο Άναντα έμεινε ακίνητος· ο Βούδας τον κόχεψε ευχαριστημένος.
    — Εγώ θα μείνω μαζί σου, Δάσκαλέ μου, είπε και κατακοκκίνισε.
    — Άναντα αγαπημένε, έκαμε ο Βούδας, από φόβο;
    — Από αγάπη, Δάσκαλέ μου.
    — Δε φτάνει πια η αγάπη, πιστέ μου σύντροφε· δε φτάνει.
    — Το ξέρω, Δάσκαλέ μου· την ώρα που μιλούσες είδα μια φωτιά ν’ αγλείφει το στόμα σου.
    — Δεν ήταν φωτιά, Άναντα, δεν ήταν φωτιά, ήταν ο λόγος. Καταλαβαίνεις, εσύ, μικρέ μου, πιστέ μου φίλε, τον περάνθρωπο τούτο λόγο;
    — Καταλαβαίνω, θαρρώ· γι’ αυτό κι απόμεινα μαζί σου.

    — Τι κατάλαβες;
    — Όποιος λέει πως υπάρχει λύτρωση είναι σκλάβος· γιατί την πάσα στιγμή φλωροζυγιάζει κάθε του λόγο, κάθε του πράξη και τρέμει: Θα σωθώ; Δε θα σωθώ; Θα πάω στον ουρανό; Θα πάω στην Κόλαση; Πώς μπορεί να ‘ναι λεύτερη μια ψυχή που ελπίζει; Όποιος ελπίζει, φοβάται τη ζωή ετούτη, φοβάται τη ζωή την άλλη, κρέμεται μετέωρος και περιμένει την τύχη ή το έλεος του Θεού.

    Ο Βούδας έβαλε την απαλάμη στα μαύρα μαλλιά του Άναντα.
    — Μείνε, είπε.

    Κάμποση ώρα έμειναν αμίλητοι κάτω από το ανθισμένο δέντρο. Ο Βούδας χάδεψε αργά, πονετικά, τα μαλλιά του αγαπημένου μαθητή.
    — Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;

    Ο Άναντα είχε σκύψει το κεφάλι και δε μιλούσε.
    — Καταλαβαίνεις λοιπόν τώρα ποιος είναι ο τέλειος Λυτρωτής…
    Σώπασε, και σε λίγο, παίζοντας ανάμεσα στα δάχτυλά του έναν ανθό που ‘χε πέσει από το δέντρο:
    — Ο Λυτρωτής που θα λυτρώσει τους ανθρώπους από τη λύτρωση.

    Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, κεφάλαιο ΚΔ’