Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ρίτσα, Ριτσάκι

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Afrodoxia, στις 24 Ιανουαρίου 2025.

  1. Afrodoxia

    Afrodoxia Regular Member

    Τη Ρίτσα μού την γνώρισε η Λίλα. «Είναι χωρισμένη, μπορεί και να την ενδιαφέρεις – δεν υπόσχομαι τίποτα», μου είπε. Το Σάββατο συναντηθήκαμε στην πλαζ του Αλίμου. Γερό κόκκαλο, ανοιχτά χρώματα και πλισέ στέκα στα μαλλιά.

    Σ' εμένα είδε έναν ανώριμο νέο που ψάχνει περιπετειούλες. Εκείνη σαραντάρα κι εγώ κοντά στα τριάντα. Εκείνη με παιδί και χιλιόμετρα πηγαινέλα στη δουλειά με ένα παπάκι παντός καιρού. Μπροστά της ήμουν ένα ακόμα παιδί που θα είχε να μεγαλώσει. Αυτό στη θεωρία, γιατί κολυμπώντας μόνοι μας λίγο πιο βαθιά, δεν της έκανα καθόλου άσχημη εντύπωση. Αλλά η Ρίτσα δεν έψαχνε θερμοφόρα για τις κρύες νύχτες, το σεξ για τις μπασμένες γυναίκες στη ζωή είναι περιττό βάρος στο στομάχι.

    Στη συνέχεια ανταλλάξαμε κάποια μηνύματα, έπεσαν από δίπλα και οι αγάμητες φίλες της να της λένε να με στείλει στο διάολο, οπότε ήταν στραβό το κλήμα… Τελικά μου έγραψε ότι έχει έναν αδελφό κι αν τόσο πολύ ψάχνω παρέα, να μου τον γνωρίσει. Χριστέ μου, σκέφτηκα, πόσο σκληρή μπορούσε να γίνει. Την είχα καψουρευτεί για τα καλά.

    Ο αδελφός της ήταν χωρισμένος και ζούσε τρεις δρόμους παρακάτω από εκείνη. Της είπα ότι δεν θα είχα αντίρρηση να τον γνωρίσω, αλλά μ’ εκείνη ήταν που… «Ξέχνα με ‘μένα!». Τρεις δρόμοι παρακάτω ήταν ο μόνος τρόπος να βρίσκομαι κάπου γύρω της.

    Βέβαια το ότι με έκανε πάσα στον αδελφό της ως αρσενικό ήταν ό,τι πιο εξευτελιστικό μπορούσε να κάνει, αλλά αυτό ήταν που έριχνε τ’ αλάτι στις πληγές μου. Πήρα το δρόμο με τα πόδια. Είχαμε ραντεβού με τον Πέτρο, τον αδελφό της, στο σπίτι του οκτώ το απόγευμα. Είχα ξεκινήσει τρεις ώρες πριν.

    Προσπαθούσα να κερδίσω χρόνο. Δύο φορές σταμάτησα στο δρόμο και δύο φορές συνέχισα. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν καμπάνα. Τώρα στέκομαι μπροστά στην είσοδο, το κουδούνι γράφει Πέτρος Μπράβος, δεύτερος όροφος. «Μπράβος», καλά να πάθω σκέφτηκα και χτύπησα. Ανέβηκα με νευρικότητα τις σκάλες και φτάνοντας στον δεύτερο είδα φως στο βάθος του διαδρόμου.

    Ήταν από εκείνες τις πυκνοκατοικημένες πολυκατοικίες με λαβυρινθώδεις διαδρομές και άπειρες πόρτες. Προχώρησα θαρρετά και συστήθηκα. Ήταν ένας άνδρας κοντά στα εξήντα, βαρύς αλλά με παράστημα. Φορούσε σορτσάκι – φανελάκι και φαινόταν αγουροξυπνημένος.

    Ο καφές τον περίμενε στο σαλόνι. Μου είπε να καθίσω στον καναπέ απέναντι.

    Το φως όλο και λιγόστευε στο σαλόνι. Τα λόγια έβγαιναν με δυσκολία. Το Ριτσάκι, η αδελφή του, του είχε μιλήσει για μένα, ότι πολύ που θα ήθελα να την πηδήξω, ότι ήμουν συναισθηματικός τύπος, ότι δεν είχα κάποια σοβαρή δουλειά, κ.α.

    «Αλλά χέστηκα για τις μαλακίες της, της λέω», η φωνή του ακούστηκε δυνατά, βραχνή, σχεδόν θυμωμένη. «Του είπες ότι έχω βαρύ χέρι – της λέω. Να το πεις εσύ, μου λέει και μου το κλείνει.»

    Άναψε τσιγάρο, η λάμψη του αναπτήρα φώτισε προς στιγμή τις σκληρές γραμμές του προσώπου. Φευγαλέα άστραψε στο μυαλό μου η εικόνα της Ρίτσας – ανατρίχιασα.

    Έκανε τρεις ρουφηξιές, έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι και με τα δύο του χέρια πέταξε το σορτς στο πάτωμα. Η ισχνή λάμψη της σβησμένης καύτρας σα να συνέχισε να καίει μέσα από τα σκέλια του.

    Την Κυριακή εκείνη πέρασε η Ρίτσα απ’ το σπίτι για πρωινό καφέ. Με το άκουσμα του κουδουνιού ο Πέτρος με κλείδωσε στον καμπινέ. «Μην ανησυχείς, της στέλνω φωτογραφίες με τα μούτρα σου σπασμένα», φώναξε πίσω του πριν ανοίξει της αδελφής του.

    Τα δύο αδέλφια αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν με ζέση. Και οι δυο τους ένιωθαν δικαιωμένοι για τις επιλογές τους, στιγμές-στιγμές η ζωή μοιράζει εξίσου το δέκα το καλό.

    «Πέτρο, όμως μην τον ζορίζεις πολύ – ποτέ δεν ξέρεις»

    «Ρε βλαμμένη, είναι σου λέω μεγάλη μαζόχα. Από αύριο θα τον βάλω φουλ δουλειά, να φέρει κάνα φράγκο. Βαρέθηκα πια ρε Ριτσάκι τα μούτρα τους, θα σηκωθώ να φύγω. Τώρα είμαι αληθινός πασάς.»

    «Θα παρατήσεις τη δουλειά ρε μαλάκα! Τι παιχνίδι σου παίζει, μία εβδομάδα είσαι με τον γαμιόλη και σου πήρε τα μυαλά. Σήκω φέρτε τον τώρα εδώ μπροστά μου!»

    Πετάγεται αφιονισμένος πάνω ο Πέτρος, την αρπάζει απ΄ τα μαλλιά και αρχίζει να της κοπανάει το κεφάλι στο τραπέζι. Η Ρίτσα ούρλιαζε σαν να σφάζουν γουρούνι. Μετά ησυχία. Μετά ακούστηκε ο γνώριμος ήχος απ’ το ζωνάρι του και μετά μακρόσυρτοι αναστεναγμοί. Και μετά πάλι ησυχία.

    Ακούω τα βήματα του Αφέντη, ξεκλειδώνει τον καμπινέ και με πιάνει απ’ τον λαιμό να με πνίξει. Το δοκιμάζει – όχι όσο πρέπει. Με σέρνει κακήν κακώς στο υπνοδωμάτιο για να με ρίξει βάναυσα στο κρεβάτι, πάνω στα δουλεμένα μπούτια και τα κωλομέρια της Ρίτσας.

    Ο Πέτρος μοίραζε χωρίς κόλπα την τράπουλα.
     
  2. zoie

    zoie New Member

    Θα έβαζα για soundtrack το Ρίτ(σ)α- Ριτ(σ)άκι των Κατσιμιχαίων.
    Ταιριάζει μούρλια...
    Σίγουρα εκεί που είναι κλειδωμένος και δαρμένος θα σκέφτεται:
    "Έψαχνα να βρω τον μπελά μου και τελικά τον βρήκα
    ...
    Μου το 'χες πει πολλές φορές ότι δε μ' αγαπούσες
    Συγγνώμη δεν κατάλαβα ότι το εννοούσες".
     
  3. Afrodoxia

    Afrodoxia Regular Member

    Τώρα είναι πεταμένος πάνω απ'τα τα μπούτια της. Το μ'αγαπας - δεν αγαπάς αλλάζει πάντα χέρια με κάθε μοίρασμα της τράπουλας. Τυχερά είναι, Πότε Βούδας....