Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Σωσίας

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 13 Δεκεμβρίου 2019.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    2008…


    8,30 ήμουν απέξω και χτυπούσα το κουδούνι. Η πόρτα άνοιξε. Δε μου μίλησε καθόλου, δε μου πρόσφερε ποτό, έμεινε όρθιος και με το χέρι μου έδειξε πως μπορώ να κατέβω. Στους λαμπάδες της πόρτας είχε τοποθετηθεί ένα μονόζυγο κι η Άννα κρεμόταν απ’ αυτό. Τα χέρια της ήταν σταυρωμένα πάνω απ’ το κεφάλι της και δεμένα πάνω στη μπάρα. Θυμήθηκα ασυναίσθητα ένα παιδικό μου φίλο που κάποτε καθώς έκανε έλξεις έπεσε το μονόζυγο στο κεφάλι του. Πρόσεξα όμως πως ήταν στερεωμένο με χοντρές βίδες. Φορούσε ένα κιλοτάκι λευκό και κατά τ’ άλλα ήταν γυμνή και ξυπόλυτη. Τα δάχτυλα των ποδιών της ακούμπαγαν ελάχιστα στο πάτωμα. Φαινόταν να τρέμει.


    - Κρυώνει, είπα

    Δε δόθηκε καμιά απάντηση. Στα δεξιά της είχε τοποθετηθεί μια καρέκλα, μου έδειξε να καθίσω εκεί. Αισθανόμουν άβολα κι αμήχανος έκατσα άκρη άκρη.

    - Ακούμπα καλά πίσω στην πλάτη.

    Αμέσως συμμορφώθηκα. Δεν είχα το περιθώριο να με διώξει, ή να κάνει τίποτα χειρότερο.

    Έβγαλε τα ρούχα του κι έμεινε γυμνός. Πήρε στα χέρια του μια ψιλή, δερμάτινη, καφέ ζώνη και την τύλιξε μια φορά γύρω απ’ το χέρι του.

    - Άννα, σήμερα τι έκανες;

    - Σας στενοχώρησα Κύριε.

    - Με ποιο τρόπο το έκανες αυτό, Άννα;

    - Παράκουσα την εντολή σας, Κύριε.

    - Ποια εντολή ήταν αυτή;

    - Μου ζητήσατε να βγω να απλώσω τα ρούχα;

    - Τι σου είπα ακριβώς Άννα;

    - Να βγω να απλώσω τα ρούχα σας Κύριε, χωρίς να φορώ τίποτα.

    - Και τι έκανες εσύ, Άννα;

    - Μόλις φύγατε, γδύθηκε και έβαλα στο λεκανάκι τα εσώρουχα σας κι ετοιμάστηκα να βγω στο μπαλκόνι, αλλά κρύωνα Κύριε και φόρεσα τη ρόμπα σας.

    - Τι συνέβη μετά Άννα;

    - Μόλις βγήκα στο μπαλκόνι σας είδα να στέκεστε στην πόρτα και να κοιτάτε απ’ την άλλη.

    - Και τότε τι έκανες Άννα;

    - Υποχώρησα προς το σπίτι, αλλά εσείς γυρίσατε και με κοιτάξατε.

    - Και μετά Άννα, τι συνέβη;

    - Έμεινα στη θέση μου.

    - Γιατί Άννα;

    - Μου το έδειχνε το βλέμμα σας Κύριε.

    - Και μετά;

    - Ένα αυτοκίνητο ήρθε να σταθμεύσει απέναντι και τότε μου είπατε να κάνω το καθήκον μου.

    - Το έκανες Άννα;

    - Όχι Κύριε.

    - Για ποιο λόγο Άννα;

    - Δίστασα Κύριε. Ντράπηκα.

    - Άννα, το σπίτι ποιανού είναι;

    - Δικό σας Κύριε.

    - Τα όμορφα ρούχα που φοράς πως τα αγόρασες Άννα;

    - Με τα λεφτά που μου δώσατε Κύριε

    - Τρως καλά Άννα;

    - Μάλιστα Κύριε.

    - Που βρίσκεις χρήματα για να τρως Άννα;

    - Μου δίνετε εσείς Κύριε.

    - Σου αρέσει να διαβάζεις Άννα;

    - Πολύ, Κύριε, χάρη σ’…

    - Άννα ν’ απαντάς σε αυτό που σε ρωτάω.

    - Μάλιστα Κύριε.

    - Πως τα αγοράζεις τα βιβλία σου Άννα;

    - Με τα χρήματα που μου δίνετε Κύριε.

    - Έχεις αυτοκίνητο Άννα;

    - Μάλιστα Κύριε.

    - Που το βρήκες;

    - Εσείς μου το πήρατε Κύριε.

    - Έχεις ανάγκη κανέναν Άννα;

    - Μόνο εσάς Κύριε.

    - Τότε Άννα γιατί δίστασες;

    - Δεν ξέρω Κύριε.

    - Ήθελες να με παρακούσεις Άννα;

    - Όχι Κύριε.

    - Φεύγω και δε με υπολογίζεις; Χάνω την αξία μου;

    - Όχι Κύριε, απλώς…

    - Τι σου είπα πριν;

    - Συγνώμη Κύριε.

    - Τι σου είπα;

    - Να απαντάω σε ό,τι με ρωτάτε.

    - Άννα, πόσες φορές σου έχω ζητήσει να κάνεις κάτι και με έχεις παρακούσει;

    - Δε … θυμάμαι Κύριε

    - Πόσες, Άννα;

    - Δε μπορώ να θυμηθώ Κύριε, συγνώμη που σας έχω απογοητεύσει.

    - Πόσες τον τελευταίο μήνα Άννα;

    - 5 Κύριε.

    - Και τι σου λέω κάθε φορά;

    - Να μαζευτούν κι άλλες και πως παίρνω προσωρινή άφεση Κύριε.

    - Η άφεση ανακλήθηκε Άννα.


    Γύρισε και με κοίταξε αδιάφορα.

    - Μην κάθεσαι έτσι εσύ. Βγάλε τα ρούχα σου.

    Έκανα όπως μου ζήτησε, χωρίς να πω λέξη κι έμεινα όρθιος. Δε μου είπε να καθίσω πάλι.

    - Θέλω να μετράς.

    - Τι να μετράω;

    Δε μου απάντησε. Γύρισε και κοίταξε την πλάτη της. Είχα καταλάβει.

    - Ακούω

    - Πρώτη

    Έπεσε με μεγάλη ταχύτητα, σχεδόν άηχα πέρα απ’ το σκίσιμο του αέρα, διαγώνια απ’ τον ώμο ως απάνω απ’ το κιλοτάκι. Η Άννα τσίτωσε και έμοιαζε να θέλει να κάνει έλξη πάνω στη μπάρα.

    - Δεύτερη, είπα σχεδόν μηχανικά, σχεδόν με ενοχή, αλλά σχεδόν, μόνο. Και αυτό με τάραζε.

    Η δεύτερη, πάλι άηχη εκτός απ’ το σκίσιμο στον αέρα, ήρθε να ζευγαρώσει με την πρώτη σ’ ένα εφιαλτικό Χι.

    Το πουλί του είχε σηκωθεί κι είχα σοκαριστεί που μπορεί να την έβρισκε με κάτι τέτοιο. Γύρισε και με κοίταξε. Έμοιαζε να περιμένει, αλλά αντί γι’ αυτό, χαμογέλασε στραβά.

    - Κοίτα τον εαυτό σου.

    Την πήρα για φράση του αέρα κι ετοιμάστηκα να πω αυτό που μ’ έκαιγε, γιατί ήθελα να τελειώνει, γιατί δεν ήθελα να τελειώνει.

    - Κοιτάξου! Ξαναείπε, πιο δυνατά.

    Ένιωθα μούδιασμα στο κεφάλι μου, να μην καταλάβαινα καλά. Κοίταξα πρώτα δεξιά, μετά αριστερά. Τους ώμους μου, τα μπράτσα μου, την κοιλιά μου και δεν κατέβαινα παρακάτω.

    - Κοίτα καλά!

    Και κοίταξα. Ήμουν το ίδιο ερεθισμένος με αυτόν. Αισθανόμουν υγρασία σαν όταν σε καυλώνει κάποια στη δουλειά και νιώθεις τα προεόρτια στο βρακί σου καθώς περπατάς.

    Γύρισε και κοίταξε πάλι την πλάτη της. Είχαμε συνεννοηθεί. Και με μισούσα. Και δεν καταλάβαινα κι ήθελα να του την πάρω απ’ τα χέρια και να τον μαυρίσω, ώσπου να καταρρεύσει. Να ζητάει να σταματήσω και να αφήνω σημάδια πάνω του κι η σκέψη καρφώθηκε στο νου μου. Να δω σημάδια. Ήθελα να τα δω, υπήρχε κάποιος λόγος και έπρεπε να τα δω.

    - Τρίτη

    Έστριψε τον καρπό του κι έπεσε κάθετα στην κατακόρυφο, απ’ τα πλευρά της μιας ως τα πλευρά της άλλης. Δυο ελαφρές κοκκινίλες εμφανίστηκαν στα άκρα.

    - Τέταρτη

    Πισωπάτησε, φάνηκε κάτι να υπολογίζει στη ζώνη του, έκανε λίγο μπροστά. Η μύτη της ζώνης άγγιξε το κάτω μέρος του σβέρκου της και φάνηκε να σέρνεται κατά μήκος της πλάτης της. Αν δεν ήταν με αυτή την ταχύτητα, με αυτή τη σιγουριά, θα ήταν σαν ουρά γάτας που χαϊδεύει. Μια γραμμή, ένα σύνορο τη χώρισε σε δυο ημισφαίρια. Και στις άκρες, σαν μισοσβησμένος σταυρός, στα σημεία των πλευρών οι απαλότερες.

    - Πέμπτη

    Προχώρησε πάλι μπροστά, έστριψε τον καρπό ξανά κι αυτή τη φορά η δύναμη ήταν μεγάλη. Ο σταυρός σχηματίστηκε ολόκληρος. Άφησε τη ζώνη σε ένα τραπεζάκι στο πλάϊ και πήγε πίσω απ’ τον κώλο της ελαφρά αριστερά, σα να ερχόταν πίσω απ’ το κωλομάγουλο. Της κατέβασε το εσώρουχο ως τα γόνατα. Με φώναξε να σταθώ δίπλα του. Άρχισε να μαλακίζεται χωρίς να μου πει κουβέντα. Το έκανα κι εγώ. Έχυσα πρώτος. Παχιές βλέννες, λευκές και πηχτές έπεσαν και στην αρχή έμειναν σταθερές στο δέρμα της κι έπειτα άρχισαν να κυλούν. Ακούστηκε μια κοφτή ανάσα και τα χύσια του πετάχτηκαν στο αριστερό της κωλομάγουλο, λιγότερο πηχτά, σε μικρές σταγόνες και τόσα πολλά.

    Την παραμέρισε σα να ‘ταν κουρτίνα και μπήκε στο δωμάτιο της. Άκουσα το νερό να τρέχει. Βγήκε μετά από λίγο κι εγώ δεν είχα κουνηθεί. Σκουπιζόταν με μια κίτρινη πετσέτα. Ξαναφόρεσε μετά τα ρούχα του. Είχα μείνει όλη αυτή την ώρα ακριβώς πίσω της, με το πουλί μου μαραμένο, να μισώ τον εαυτό μου.

    - Θέλεις τη ζώνη; Με ρώτησε κι ήταν απαλός ο τόνος του

    - Για ποιο λόγο; Δεν έκανε τίποτα κακό.

    - Και λοιπόν;

    - Τι και λοιπόν;

    - Καλά και σημείωσε εξ’ ίσου μαλακά, όχι ακόμα. Αλλά φαινόταν να μη μιλάει καν σε μενα. Ανέβηκε πάνω και με άφησε εκεί που ήμουν.


    Της έλυσα τα χέρια και όπως χαλάρωνε την κράτησα στην αγκαλιά μου ανάποδα. Τα χέρια μου στην αρχή διασταυρώθηκαν προστατευτικά γύρω απ’ το στήθος της. Όμως μετά σχεδόν από μόνες τους έγιναν άρπαγες οι παλάμες μου κι έχωσα τα βυζιά της και τα άδραξα δυνατά. Αισθάνθηκα την καύλα μου να αναπτερώνεται. Ο πούτσος μου πίεζε τα κωλομέρια της, τα υγρά, κολλώδη απ’ τα χύσια μας κωλομέρια της. Λύγισα λίγο τα γόνατα μου και με το χέρι χώρισα τα μπούτια της. Το μουνί της ήταν καυτό κι ήταν υγρό, πολύ υγρό. Και δεν το καταλάβαινα και λυπόμουν, αλλά μετά κατάλαβα πως λυπόμουν, επειδή δεν καταλάβαινα. Μπήχτηκα μέσα της και συνέχιζα με μοχλό τις παλάμες μου στα βυζιά της να τη γαμάω.


    Σα να έκανα βαθειά καθίσματα, λύγιζα και τέντωνα, λύγιζα και τέντωνα κι ακούγονταν αυτοί οι πλατσουριστοί ήχοι, ήθελα να χύσω και δε μπορούσα, εκείνος ο πονοκέφαλος της αγγειοδιαστολής στα μηνίγγια προμηνυόταν καταστροφικός. Σχεδόν μου έκοβα τον αέρα, για να χύσω κι ας ήξερα τι θα επακολουθούσε. Όμως έχυσε εκείνη κι όλα γλύκαναν. Μαλάκωσα, σχεδόν μου βγήκε φυσικά, ένας φυσιολογικός ρυθμός. Κι η ανάσα μου επανήλθε κι έγινα πιο στρωτός, πιο ρεαλιστικός και μετά από λίγο τα υγρά μου αναμίχτηκαν με τα δικά της κι όταν την ξετάπωσα, κύλησαν προς τα κάτω. Ίσως να ‘ταν ιδέα μου πως τα άκουσα στο πάτωμα, ίσως και να μην ήταν. Δεν ήθελα να κάνω μπάνιο εκεί. Γύρισα το βλέμμα απ’ την άλλη κι εκείνη απομακρύνθηκε προς τα μέσα. Άκουσα το νερό να τρέχει και τα μάτια μου είχαν μείνει κολλημένα στην κουλουριασμένη ζώνη.


    Ανέβηκα επάνω. Στο τραπεζάκι υπήρχε ήδη ένα ποτήρι με ουίσκι και παγάκια και το τασάκι στη θέση μου. Εκείνος έπινε αργά το δικό του ποτό και κάπνιζε το πουράκι του. Δε μιλήσαμε καθόλου. Ήπια το ποτό μου, κάπνισα δυο τσιγάρα κι έφυγα.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  2. ἀστράρχη

    ἀστράρχη an asteroid ☆•○•°¤●° Contributor

    Το καλύτερο σου κείμενο
    Και ξέρω γιατί μου αρέσει, γιατί δεν περιγράφεις την γυναικεία / υ πλευρά. Γενικώς δεν περιγράφεις σκέψεις και συναισθήματα των άλλων, παρα μόνο τα δικά σου.
    Τους αναφέρεις σαν γεγονότα, σαν πράξεις και λέξεις αλλά δεν μπαίνεις στην διαδικασία να τους αναλύσεις , να μας μεταφέρεις τις σκέψεις τους , και αυτό μου αρέσει.
    Διαβάζω πολλές ιστορίες που γράφονται και πάντα με ξενερώνει όταν αναλύουν σκέψεις της ''αλλης πλευράς'' ή διαβάζω φανταστικούς διαλόγους μεταξύ άντρα/ γυναίκα που συνήθως ποτέ δεν είναι πετυχημένοι καθώς οι άντρες περιγράφετε τα γυναικεία συναισθήματα και σκέψεις κατα πως θα θέλατε να είναι στο κεφάλι μας ( και 9 στις 10 δεν...) και οι γυναίκες συνήθως παρουσιάζουν ένα πολύ συγκεκριμένο προφίλ άντρα που πάλι είναι αυτό που ΘΑ ήθελαν ΝΑ.

    Η ιστορία αυτή μου αρέσει, μου αρέσει που η Αννα δεν αναλύεται, μου αρέσει που είναι αυτό που είναι, είναι η πιο ρεαλιστική πρωταγωνίστρια σου. και πολύ την συμπαθώ.
    Μου αρέσει που δεν μπαίνουμε στις εσωτερικές σκέψεις κανενός άλλου.
     
  3. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Ξύπνησα αργά την επόμενη ημέρα. Είχα πιει εκεί δυο ποτά, τόσα θέλησε. Μετά απέσυρε το μπουκάλι και άνοιξε την πόρτα. Γύρισα στο σπίτι μου και είχα διάθεση να πιώ κι άλλο. Υπήρχαν κάτι μπουκαλάκια με διάφορα ουίσκι που μάζευα παλιά απ’ τα ξενοδοχεία και μου ‘κανε κέφι να δοκιμάσω. Μετά το τέταρτο μπουκαλάκι δε συγκρατούσα γεύσεις, ή ιδιαιτερότητες. Μόνο έπινα. Άνοιξα τα μάτια μου και βρήκα το άδειο ποτήρι που έζεχνε και μ’ ενόχλησε, τα μπουκαλάκια αραδιασμένα κάτω απ’ το τραπεζάκι μπροστά στον καναπέ και πάνω στη γυάλινη επιφάνεια, υπολείμματα από κομματάκια τυρί.


    Τη θυμόμουν την προηγούμενη νύχτα καθαρά, ήταν σχεδόν η πρώτη φορά που θυμόμουν κάτι που συνέβη χωρίς να έχει ακολουθήσει καμιά στρογγυλάδα. Ήταν αυτό που ήταν. Μου άρεσε. Πάντα ήμουν επιρρεπής στην αναζήτηση της προϋπάρχουσας αιτίας. Αυτή τη φορά δεν το έκανα. Όχι γιατί κάποιος άλλος μου επιβλήθηκε, αλλά γιατί αν δεν το ‘χα μέσα μου κατά κάποιο τρόπο, θα είχα τσινήσει εξ’ αρχής. Όμως, ήμουν δεκτικός. Όχι ξαλαφρωμένος, αλλά περίεργος και καυλωμένος. Στο κεφάλι μου επικρατούσε εκείνη η αίσθηση του σχεδόν ερωτευμένου, όχι η οργιαστική εκδήλωση ανασφάλειας, αλλά εκείνη η ήπια ανησυχία που αναρωτιέσαι τώρα είμαι καλά, δεν φοβάμαι πόσο θα διαρκέσει, ή αν θα είναι σοβαρό, είναι εκείνη η εντύπωση που είσαι καλά, είσαι εσύ, μπορείς και μόνος όσο και με τον άλλο, αισθάνεσαι τη δύναμη σου, όμως μετά από λίγη ώρα που δεν επικοινωνείς, νιώθεις αυτό το χαρχάλεμα μέσα σου και δε στέκεσαι σε χλωρό κλαρί. Μου συνέβαινε όχι με κάποιο άνθρωπο, αλλά με μια κατάσταση.


    Βρήκα μήνυμα στο κινητό.

    << Απόψε στις 11 έλα, θα είστε μόνοι >>.

    Το μήνυμα με απογοήτευσε. Γεύτηκα τη ματαίωση μιας προσδοκίας που αγνοούσα, ήξερα ωστόσο πως υπήρχε. Και όμως μαζί σα να ανάσαινα, σα να περίμενα κάτι πολύ κακό να συμβεί στη συνέχεια, ή μια μεγάλη ανατροπή και αντ’ αυτού, θα ακολουθούσε ένα βράδυ που δεν ήξερα πως να αξιολογήσω. Ήταν μια φαινομενικά ξεκάθαρη πρόταση, για ένα φυσιολογικό βράδυ, όπως εννοούσα παλιότερα το φυσιολογικό, γιατί τώρα με ενοχλούσε αυτή η λέξη και που όμως επειδή απείχα απ’ αυτό ήταν σαν κάποιος να μου είχε κλέψει τις πιθανές εκβάσεις. Ετοιμαζόμουν, χωρίς να ετοιμάζομαι. Και αυτό μου άρεσε. Που δεν ήξερα. Και δεν ήθελα να ξέρω προτού φτάσω εκεί.


    Έκανα μια παρατυπία. Αφού θα ήμασταν μόνοι, αφού δεν ήταν δική μου, άρα εγώ ήμουν στη θέση του, ίσως στο ρόλο του. Καθυστέρησα σκόπιμα κι έφτασα εκεί 11.20. Λες και ήταν πίσω απ’ την πόρτα, την άνοιξε αμέσως. Το φόρεμα της έμοιαζε βελούδινο και στη μέση είχε περασμένη μια ποδιά, που πάνω στο πράσινο ρούχο έμοιαζε παράταιρη και γελοία. Δε φιληθήκαμε. Με κοίταξε στα μάτια, χαμογέλασε, χωρίς το χαμόγελο να φτάσει στα μάτια. Αυτός ήταν εκεί. Καθόταν βουβός στον καναπέ. Τον χαιρέτισα αλλά δε μου μίλησε, δεν κοιτούσε κανέναν μας. Ένιωσα κι ας μη μου το επιβεβαίωσε κανένας πως ήταν σα να μην ήταν μαζί μας. Η πόρτα είχε ανοίξει, παρότι αυτός ήταν εκεί και κατά κάποιο τρόπο σήμαινε πως στην αναμονή ήταν μόνη της υπό μία έννοια και η αργοπορία μου είχε εγκριθεί.


    Πήγε στην κουζίνα και την ακολούθησα. Αισθάνθηκα την παρουσία του πίσω μας. Κάτι μαγείρευε η Άννα, που κόχλαζε. Δε μύριζε πολύ ωραία. Πάνω στο πάσο βρισκόταν ένας πλαστικός πούτσος κι ένα λιπαντικό. Τα πήρα στα χέρια μου και τα χάζευα. Όπως εκείνη ήταν στραμμένη στην κουζίνα και ανακάτευε, πήγα κοντά της και ανασήκωσα το φόρεμα της. Ήταν γυμνή και με το πρώτο τράβηγμα των κωλομάγουλων της φάνηκε μια κωλότρυπα καλοσχηματισμένη και το ελαστικό δέρμα που τραβήχτηκε, έδωσε την εικόνα της συχνής χρήσης. Έβαλα μπόλικο λιπαντικό στον πλαστικό πούτσο και απαλά άρχισα να της τον βάζω.


    Δυσκολευόταν να μπει και την έσπρωξα ελαφρά προς τα μπροστά. Το πρόσωπο της πλησίασε κοντά στο κατσαρολάκι που άχνιζε. Το άλλο μου χέρι πέρασε μπροστά και την άδραξα απ’ το μουνί, την τράβαγα προς την κουζίνα. Έγειρε αρκετά ώστε το ψεύτικο πέος να αρχίσει να κυλά μέσα στον κώλο της. Εκείνη συνέχιζε να ανακατεύει ενώ ο ψυχρός, σχεδόν άκαμπτος πούτσος χωνόταν πλέον σχεδόν ολόκληρος στον κώλο της. Κρατούσα αργό ρυθμό, σχεδόν τον ίδιο με μια πλήρη περιστροφή της κουτάλας για κάθε μπες κι άλλη μια για κάθε βγες.


    Δάγκωσα το λαιμό της και είδα πως δάγκωνε το κάτω χείλος της. Ερεθίστηκα πολύ με τα μάτια της που κοίταζαν απ’ ευθείας μέσα στο κατσαρολάκι και δάκρυζαν απ’ τη θερμοκρασία. Την τράβηξα λίγο περισσότερο προς τα μπροστά. Μου άρεσε η δυσκολία που έβλεπα στο πρόσωπο της. Κι όλο έμπαινε κι έβγαινε ο πλαστικός πούτσος στον κώλο της. Μετά από λίγο δεν ήταν από μόνο του αρκετό. Μου ξέφυγε, ή νομίζω πως μου ξέφυγε και τη δάγκωσα πιο δυνατά στο λαιμό. Τράβηξα το πρόσωπο της ακόμα πιο κάτω που τώρα δεν απείχε παρά ελάχιστα απ’ τον καυτό αχνό. Είχαν κοκκινήσει τα μάγουλα της και τα μάτια της έγιναν θολά. Και πάλι δε μου αρκούσε. Τραβήχτηκα λίγο πίσω βγάζοντας το ψεύτικο όργανο και τραβήχτηκε κι εκείνη προς τα πίσω. Με εκνεύρισε η πρωτοβουλία της κι εκείνη τη στιγμή η λέξη που είχα στο νου, ήταν, απείθεια. Την έπιασα απ’ το σβέρκο και της έσπρωξα το πρόσωπο πάλι μπροστά. Έφερα το πρόσωπο της στην ίδια θέση κι απ’ το ακαριαίο ίδρωμα και κάψιμο στα δάχτυλα μου κατάλαβα πόσο δύσκολο ήταν. Όμως δεν έβαλε καμιά αντίσταση και μου άρεσε. Μου άρεσε που δεν αντέδρασε, μου άρεσε που έκανε αυτό που ήθελα, με ξεθέωνε ένα αίσθημα εκπλήρωσης στην ίδια τη δυσκολία της.


    Έβαλα λιπαντικό και μπήκα πίσω της. Ήταν αρκετά ανοιχτή και προς τα μέσα σχεδόν έσφιγγε. Δε με περιόριζαν οι κινήσεις του καρπού πια. Έβαλα δύναμη και ταχύτητα. Το χέρι μου το έφερα απ’ το σβέρκο μπροστά και τώρα μαζί με το πρόσωπο της καψαλιζόταν και το χέρι μου. Της ψιθύρισα να μου δαγκώσει το μέσα μέρος της παλάμης. Στην αρχή το έκανε διστακτικά μα όσο τη γάμαγα τόσο την έσπρωχνα προς τα μπροστά και τόσο το δάγκωμα γινόταν ισχυρότερο. Κι όσο πιο δυνατό γινόταν και παράλληλα με το λιπαντικό που ξεραινόταν σιγά σιγά, τόσο πιο δυνατά τη χτύπαγα κάθε που έφτανα στον πάτο της. Τώρα σχεδόν τη φίμωνα με το χέρι που μου δάγκωνε. Έφερα το άλλο μου χέρι και την κράτησα απ’ το λεπτό λαιμό της. Μου άρεσε να το έχω εκεί. Αισθανόμουν τη δύναμη μου. Έσφιγγα πολύ και το δάγκωμα της μπλόκαρε, ξέσφιγγα και ξαναδάγκωνε με δύναμη. Έχυσα. Έφτιαξα τα ρούχα μου, αλλά δεν κατέβασα το φόρεμα της. Πήγα και κάθισα σε μια καρέκλα και την κοίταζα. Κάτι δε μου άρεσε στην εικόνα, ξανασηκώθηκα. Εκείνος στεκόταν πάντα στην κάσα της πόρτας κι έμοιαζε εντός κι εκτός.


    Πήγα κοντά της και πήρα μπόλικη ποσότητα λιπαντικού και την άπλωσα στα κωλομέρια της. Απομακρύνθηκα και ξανακάθισα στην καρέκλα. Μου άρεσε πολύ περισσότερο το θέαμα του γυμνού, στρογγυλού, γυαλιστερού της κώλου. Σκούπισα τα χέρια μου σ’ ένα πανί κουζίνας και έστριψα τσιγάρο.

    - Άννα, πήγαινε στο σαλόνι και φέρε μου ένα ουίσκι με δυο παγάκια.

    Σταμάτησε αμέσως αυτό που έκανε και πήγε προς το σαλόνι. Πέρασε από δίπλα του, σα να μην ήταν εκεί. Όταν επέστρεψε, είχε βάλει πολλά παγάκια και δυο σταγόνες ποτό. Είχε επίσης κατεβάσει το φόρεμα της. Δε μου αρέσει να με κοροϊδεύουν, ούτε να κάνουν του κεφαλιού τους οι άλλοι αντί να με ρωτήσουν. Την έπιασα ακαριαία απ’ το λαιμό και την τράβηξα προς το μέρος μου. Τα μάγουλα της ακόμη ήταν κατακόκκινα. Το ποτήρι έπεσε στο πάτωμα μπροστά στο παπούτσι μου κι έγινε κομμάτια.

    - Πήγαινε να μου φέρεις ένα ουίσκι γεμισμένο ως τη μέση και βάλε δύο παγάκια.

    Ξαναστράφηκε να φύγει και δεν την άφησα απ’ το λαιμό. Την τράβηξα να σκύψει προς το μέρος μου. Όταν το πρόσωπο της ακουμπούσε σχεδόν στο δικό μου, της ζήτησα να γυρίσει όπως ήταν πριν. Όταν τελικά επέστρεψε το ποτό μου ήταν όπως το ήθελα, αλλά το φόρεμα της δεν είχε ανέβει. Έβραζα από μέσα μου. Γύρισα και τον κοίταξα εκνευρισμένος. Φαινόταν κάτι να τον διασκεδάζει, αλλά δε μίλησε. Σκέφτηκα πως αυτός το έκανε με κάποιο τρόπο, ίσως ήταν προσυμφωνημένο.

    - Έλα εδώ, της είπα σφίγγοντας τα δόντια. Δεν κατάλαβες τι σου είπα;

    - Όχι δεν κατάλαβα.

    - Και γιατί δε με ρώτησες;

    - Γιατί έπρεπε;

    - Αφού δεν καταλάβαινες.

    Τώρα ούρλιαζα ενώ εκείνη μίλαγε στην ίδια χαμηλή ένταση.

    Την κράτησα απ’ τον καρπό γυρισμένη προς την άλλη πλευρά και ανασηκώθηκα γρήγορα. Τράβηξα το φόρεμα της προς τα πάνω. Η γυαλάδα είχε εξαφανιστεί. Θύμωσα περισσότερο. Την άφησα και πήγα στο υγρό που έβραζε. Έβαλα με ένα κουτάκι σε μια κούπα που βρήκα εκεί και γύρισα στο μέρος της. Με το κουτάλι έχυσα το καυτό υγρό στα κωλομέρια της. Τινάχτηκε, αλλά δεν τραβήχτηκε.

    - Την επόμενη φορά που δε θα καταλαβαίνεις, θέλω να με ρωτάς. Κατάλαβες;

    - Μάλιστα.

    - Φέρε τα συμπράγκαλα σου να καθαρίσεις το σπασμένο ποτήρι και τα υγρά.

    - Ναι αλλά το φαγητό…;

    - Κάνε αυτό που σου είπα!

    - Μάλιστα.

    Έφυγε και πήγε προς τα μέσα. Δε μπορούσα να ηρεμήσω. Ήμουν έξαλλος και δεν ήξερα γιατί. Γύρισα και τον κοίταξα πάλι. Το βλέμμα του παρέμενε περιπαιχτικό. Ήμουν σίγουρος πως το ‘χε προσχεδιάσει ο μαλάκας.


    Ήρθε με τη σκούπα και το φαράσι και μάζεψε τα γυαλιά. Στη συνέχεια έφερε τη μάπα και σφούγγισε τα υγρά. Ξανακάθισα.

    - Άννα, τα μάζεψες όλα;

    - Μάλιστα

    - Δηλαδή είναι ασφαλές το πάτωμα;

    - Απόλυτα

    Στεκόταν και με κοιτούσε.

    - Έλεγξε το φαγητό σου και έλα πάλι εδώ, στην ίδια θέση.

    Από το βλέμμα της αισθάνθηκα πως μάλλον εγώ έκανα κάτι λάθος πριν, ενώ τώρα όχι. Στράφηκα και τον κοίταξα. Είχε χαθεί το κοροϊδευτικό ύφος, αλλά και πάλι φαινόταν άνετος.

    Κάτι συμπλήρωσε στο κατσαρολάκι και τώρα μύριζε ωραία, χαμήλωσε τη φωτιά, έβαλε το καπάκι και ξαναήρθε προς το μέρος μου.

    - Πόση ώρα χρειάζεται ώσπου να το ξαναελέγξεις το φαγητό;

    - Περίπου δέκα λεπτά.

    - Ωραία, είπα και ξεκούμπωσα το παντελόνι μου.

    Πέσε στα γόνατα και έλα μπουσουλώντας εδώ.

    Δε δίστασε κι έκανε όπως της έλεγα. Στην αρχή με ένοιαζε αν είχαν μείνει γυαλιά, μην πληγωνόταν. Όταν όμως μόρφασε, γιατί κανένας δεν είναι απόλυτα αποτελεσματικός με τα σπασμένα ποτήρια, ηρέμησα. Σχεδόν ερεθίστηκα περισσότερο με την έκφραση της. Έγινα ανυπόμονος και άπλωσα το χέρι μου και την τράβηξα απ’ το σβέρκο προς το μέρος μου.


    - Ρούφα επιτέλους είπα και την τράβηξα πάνω στον πούτσο μου. Ήταν ανακουφιστικό το υγρό, καυτό στόμα της. Την κρατούσα απ’ το σβέρκο δυνατά και της έδινα το ρυθμό. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, όμως κατά διαστήματα τον πίεζα ολόρθο βαθιά και την έπνιγα, μου άρεσε αυτός ο ήχος, αυτή η αίσθηση του πνιξίματος, οι ήχοι του λάρυγγα. Δεν ήταν όπως στις τσόντες, ήταν καλύτερο, ήταν δικό μου, ήταν τόσο πιεστικό να το κάνω, όσο πίεζα το πρόσωπο της πάνω στον πούτσο μου. Άκουσα το χαρακτηριστικό τσιτσίρισμα του φαγητού που έχει πιει τα υγρά του και καίγεται. Αλλά δε μπορούσα να την αφήσω. Εκεί την κράταγα, να ρουφάει και να πνίγεται και να δακρύζει. Μου άρεσε τόσο πολύ. Την τράβηξα πάλι προς τα έξω και κράτησα το στόμα της μισόκλειστο ώσπου να καταλάβει και να το κάνει από μόνη της. Δεν την κοίταζα συνέχεια, μα όταν το έκανα και με την άκρη του ματιού έβλεπα το κεφάλι της να πηγαινοέρχεται, σα να παίζονταν μαζί χίλιες εικόνες από κάθε ταινία που έχουμε δει και μας είχε καυλώσει με το πηγαινοερχόμενο κεφάλι. Τα χύσια μου ήταν λιγότερα αλλά πιο έντονα και βόγκαγα. Ήταν τόσο πολύ όσο το ήθελα.


    Το κατσαρολάκι πήγε όπως ήταν στο νεροχύτη. Όταν κρύωσε πήγα και το άνοιξα. Δεν είχε παρά κρεμμύδια που είχα κολλήσει στον πάτο σε σκούρα κατακάθια κάποιου υγρού, που τώρα πια μύριζε πιο άσκημα απ’ την αρχή. Ακούμπησα τη σκληρή επιφάνεια.

    - Τρίψτο ώσπου να φύγουν όλα.

    Με το κινητό μου παρήγγειλα μια πίτσα οικογενειακό μέγεθος απ’ όλα χωρίς μανιτάρια με χαμπανέρο πιπερίτσες και μια παιδική μαργαρίτα.

    Οι πίτσες ήρθαν. Τις παρέλαβα και τις έβαλα στο τραπεζάκι του σαλονιού. Του έκανα νόημα να έρθει προς τα μέσα και μ’ ακολούθησε. Όταν εκείνη ήρθε είχε μαζί της και το κατσαρολάκι που γυάλιζε και δεν είχε ίχνος υπολειμμάτων. Απόρησα πως το έκανε τόσο γρήγορα. Άνοιξα την παιδική πίτσα και την ακούμπησα δίπλα απ’ το πιάτο του.

    - Μπορείς να φας, κάθισε όπως πρέπει δίπλα στον κύριο σου.

    Κάθισε στα πόδια του κι άρχισε να τρώει αργά την πίτσα της.


    Την ώρα που έφευγα εκείνος ήρθε μαζί μου ως την πόρτα. Πρώτη φορά μου μίλαγε για σήμερα.

    - Τι έμαθες αυτή τη φορά;

    - Να είμαι σαφής;

    - Τι έμαθες αυτή τη φορά;

    - Να είμαι σαφής… συγκεκριμένος, να … ξέρω τι θέλω. Αυτό δεν είναι;

    - Περίπου. Και τι έμαθες για τον εαυτό σου;

    - Δεν ξέρω. Τι έμαθα;

    - Τι έμαθες για τον εαυτό σου σήμερα;

    - Τι… τι μου αρέσει.

    - Δηλαδή;

    - Δεν έχει δηλαδή, αυτό.

    - Καλά, αλλιώς. Τι έμαθες σήμερα για την Άννα;

    - Πως δεν έχει…όρια;

    - Τι έμαθες σήμερα για την Άννα;

    - Τίποτα.

    - Άρα;

    - Άρα… άρα έμαθα για ‘μενα. Ναι αυτό. Δε μ’ ενδιέφερε να μάθω για την Άννα.

    Σοκαρίστηκα, αλλά η πόρτα είχε ήδη κλείσει πίσω μου, με ένα απαλό, σχεδόν ειρωνικό καληνύχτα.

    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  4. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Πάντα μου ήταν εύκολο να καταλήγω στον τριθέσιο καναπέ στο πλάι της μπαλκονόπορτας, να πίνω μέχρι να μην καταλαβαίνω τι μου συμβαίνει, να τρώω κάτι για να ανανεώσει το συνειδητό μου ώστε ν’ αρχίσει δεύτερος γύρος ποτών. Κι επειδή ήταν πολύ βολικό αυτή τη φορά το αρνήθηκα στον εαυτό μου. Είχα ανάγκη να σκεφτώ τι έκανα εκεί. Κι η πρώτη απάντηση που μου ερχόταν στο νου ήταν πως το πρώτο γιατί που θα ξεπηδούσε θα ήταν κάλπικο.


    Πήρα απ’ το δρόμο ένα αναψυκτικό και μια μικρή σοκολάτα και κάθισα με τη θέρμανση στο αυτοκίνητο κι άκουγα μουσική. Στην αρχή απέρριπτα απ’ τον εαυτό μου κάθε διάθεση κουβέντας. Ήθελα να τιμωρηθεί μαζί μου. Δεν ήθελα να μου απευθύνει το λόγο, ήθελα μαζί μου να περιοριστεί στη σιωπή, ώσπου κάτι να ξεπηδήσει, κάτι απόλυτα λογικό, ή εξ’ ολοκλήρου συναισθηματικό, όχι όμως σε μορφή εσωτερικού διαλόγου, να ξεπηδήσει και απ’ αυτό να αρχίσει ό,τι θα μπορούσε ίσως, να ξεκινήσει.


    Είχα πιει όλο το αναψυκτικό κι άκουγα για δεύτερη φορά στη διαπασών το Going to California, απολαμβάνοντας το μινόρε σημείο, που μέσα στις δυο ολόκληρες φορές του τραγουδιού είχα βάλει ξανά και ξανά δεκάδες άλλες. Τελευταία φορά το άκουσα το βράδυ που χώρισα την Άννα. Πάντα υπήρχε ένα τραγούδι των χωρισμών μου, συνήθως το Sympathy, όχι όμως εκείνη τη μοναδική φορά. Κι ήταν αυτή η θύμηση απ’ την οποία ξεπήδησε αυτό το ατόφιο που αναζητούσα. Ξεπήδησε να με κατασπαράξει. Οι τύψεις. Με τα πολλά κεφάλια τους και τις επάλληλες αναμοχλεύσεις.


    Δεν υπήρξε όμως γιατί μέσα στα όσα μπόρεσα να εκμαιεύσω αυτό το βράδυ απ’ τον εαυτό μου. Η ηχηρή απάντηση απ’ τα μέσα μου μια και μόνο φορά στάθηκε αρκετή: γιατί έτσι επιθυμούσα, αυτό με ερέθισε. Ήταν θρίαμβος πως δεν υπήρξε ένα τέτοιο γιατί. Πως έπεσε νεκρό προτού σηκωθεί. Ίσως κάποτε να έπρεπε να εξετάσω τι ήταν αυτό ακριβώς που με ερέθιζε, που ανακάλυπτα πως με ερέθιζε. Ίσως θα έπρεπε κάποτε να αναρωτηθώ, ή να ρωτήσω, γιατί αυτός με έβαζε σ’ αυτή τη θέση. Είχε δει κάτι σ’ εμένα, ή ήθελε να το προκαλέσει κι απλά υπήρχε ήδη, ή μήπως ήταν κάτι σαν την κατάσταση της Στοκχόλμης. Αλλά δεν ήταν ακόμα ώρα γι’ αυτό.


    Υπήρχε όμως αυτό το ερωτηματικό: τι ήταν αυτά που έκανα, από πού ορμώμενος τα έκανα, ποιος ο σκηνοθέτης μου. Χρόνια μετά γνωρίζοντας άλλους ανθρώπους θα εξέταζα τον εαυτό μου κάτω απ’ το πρίσμα του αν ήταν σωστά αυτά που έκανα, αν ανήκαν κάπου, αν έπρεπε να αποτελούν μέρος ενός συστήματος, ή αν είχα το δικαίωμα να μην έχω κανένα μοτίβο και καμιά σταθερή μικρή συνήθεια, ή τελετουργικό. Όμως εκείνη τη στιγμή, αναρωτιόμουν μόνο για το πώς γράφτηκε το σενάριο που είχα ακολουθήσει. Μα κυρίως, σιγόβραζε ο πόνος που ήταν μαζί και πόθος, η κυριαρχική μου τύψη, πως όλα αυτά η Άννα δεν τα άξιζε. Κι εγώ ήθελα να πιω. Ήθελα να πιω πολύ και μέσα μου έκλαιγα που τα έκανα όλα αυτά, που τα γόνατα της πάτησαν στα γυαλιά και που εκείνη τη στιγμή δε με ένοιαζε. Βγήκα κι είχε κρύο. Οι μπίρες στο ψυγείο με ξενέρωσαν. Πήρα άλλο ένα αναψυκτικό και φιστίκια. Γύρισα στην ωραία μου ζέστη. Έφαγα τα φιστίκια προσηλωμένος, διώχνοντας κάθε σκέψη, έφαγα και τη μισολιωμένη σοκολάτα, άνοιξα το παράθυρο, άναψα τσιγάρο κι άνοιξα το κουτάκι.


    Το μέσα μου είχε καασταλάξει. Δεν ήταν ήσυχο, δεν ήταν σίγουρο. Ήταν ανταριασμένο, ανάμεσα σε δυο μόνο εκδοχές. Εκείνο έλεγε πως δε με νοιάζει αν πληγώθηκε, αν πόνεσε, κατά κάποιο τρόπο δεν ήθελε να ψάξω αν πραγματικά αυτό ήταν που μου άρεσε, η δύναμη μου εκείνη τη στιγμή, να κάνει το δικό μου, γιατί το ήθελα εγώ, να ακολουθήσει αυτό ακριβώς που επιθυμούσα, να έρθει σε εμένα με οποιοδήποτε κόστος. Κι εγώ έλεγα απ’ την άλλη, πως ναι με ένοιαζε που πληγώθηκε, αλλά το άξιζε. Και θύμωνα, γιατί δεν έκανε αυτό που ζήτησα σωστά, αλλά ούτε εγώ άφηνα το μέσα μου να με σκάψει, να βρει αν στην πραγματικότητα αυτό που με ερέθιζε ήταν πως μου πήγε κόντρα. Κι ίσως να ισχύανε και όλα μαζί. Αλλά εκείνη τη στιγμή καμιά πλευρά δεν ήθελε να συμβιβαστεί και καμιά να αποκαλύψει τις ουλές της.


    Στο δρόμο του γυρισμού κράτησα συντηρητικά τη μεσαία λωρίδα και συνέχιζα να ακούω Heep, Zeppelin, Purple, Venom και να εξαντλούμαι στην απώθηση κάθε σκέψης. Ήμασταν ενάντιοι και δε θέλαμε να συμβιβαστούμε, αλλά ούτε και να χωριστούμε. Θέλαμε να ακολουθήσουμε το σιωπηρό ταξίδι του γυρισμού, μαζί. Στο σπίτι, δεν πλησίασα τα ποτά, τσίμπησα κάτι ανόρεχτα και για αλλαγή ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Μάλλον κοιμήθηκα αμέσως. Ξύπνησα καυλωμένος κι είχα καιρό να την παίξω. Κάτι σκέφτηκα που με έφερε κοντά στον οργασμό, τη στιγμή που έχυνα η μόνη εικόνα που μόνη της εμφανίστηκε και με πασάλειψε με τα σπέρματα μου και λέρωσε την καθαρότητα του πρωινού ξυπνήματος ήταν τα γόνατα της στα γυαλιά που στη στρογγυλεμένη εικόνα, ήταν πολλά και παντού κι εκείνη να προχωρά χωρίς δισταγμό και να έρχεται κοντά μου, που την καλούσα.


    Προς το μεσημέρι κι ενώ το στομάχι μου αποφάσισε να διαμαρτυρηθεί κι έτρωγα ένα κουλούρι ολικής με ένα απαράδεκτης γεύσης χοντρό κομμάτι τυρί και τοματάκια, άκουσα τον ήχο του μηνύματος.

    << Έλα απόψε στις 11.00. Σήμερα, εσύ, δε θα ‘σαι εκεί >>.

    Όλη η υπόλοιπη ημέρα σχεδόν πέρασε στον αυτόματο. Το μόνο που έκανα ήταν να επιστρέψω στο σπίτι και να ακούω μουσική. Αφού δε θα ήμουν εκεί δεν όφειλα να είμαι και σωστά ντυμένος κι εγώ στη σκέψη της προπροηγούμενης φοράς –κάτι τέτοιο υποψιαζόμουν – ήθελα να είμαι άνετα ντυμένος. Φόρεσα μια καθαρή μαύρη μακό φόρμα, αθλητικά παπούτσια κι ένα προπολεμικό φούτερ με φερμουάρ και κουκούλα μπλε σκούρο. Πήγα στο ψιλικατζίδικο κι αγόρασα καπνό και μια ντάνα με ποτήρια φελιζόλ και καπάκια. Προτού φύγω από το σπίτι έβαλα μια γενναία δόση ουίσκι σε ένα ποτήρι και το καπάκωσα. Φτάνοντας, πάρκαρα λίγο πιο μακριά ώστε να ‘χω λίγο χρόνο. Άλλωστε έμενε ακόμα ένα μισάωρο. Ήπια γρήγορα το ουίσκι και το άφησα να μου δημιουργήσει αυτό το ευχάριστο φτερούγισμα, σα να πατάς ενώ δεν πατάς. Ήμουν ήδη μισά καυλωμένος. Βγήκα απ’ το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκα προς το σπίτι του. 10.59 χτύπησα το κουδούνι.


    Η Άννα φορούσε το ίδιο πράσινο βελουτέ φόρεμα και την ίδια ποδιά. Κοίταζε χαμηλά. Αφού πέρασα, έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα. Εκείνος καθόταν στον καναπέ του. Στη θέση μου, δεν υπήρχε ποτό, άλλωστε το περίμενα αφού δεν ήμουν εκεί. Απλά στεκόμουν στο χώρο. Η Άννα πήγε στην κουζίνα και την άκουσα να ανασηκώνει το καπάκι της κατσαρόλας. Εκείνος σηκώθηκε και πήγε αλαφροπατώντας προς τα εκεί. Τον ακολούθησα. Η Άννα βρισκόταν στραμμένη προς την κουζίνα με τα μαλλιά της πάλι να πέφτουν σε τούφες μπροστά στα μάτια της, ενώ ανακάτευε. Όταν στάθηκα στην πόρτα εκείνος πήγε κοντά της.


    Επειδή το έκανε παρατήρησα πως το κορδόνι της ποδιάς ήταν υπερβολικά μακρύ. Χθες ούτε που το είχα προσέξει. Πρώτα της μάζεψε με μια αεράτη κίνηση τα μαλλιά προς τα πίσω κι έπειτα τα έδεσε σε αλογοουρά με το κορδόνι που κρεμόταν στη μέση της. Έμοιαζε σφιχτό το κράτημα, αλλά το κορδόνι άφηνε περιθώρια στο κεφάλι της να κινείται προς τα μπροστά. Αισθάνθηκα εκείνη την αίσθηση που δεν είναι καύλωμα, είναι η επίγνωση πως κάτι μας αρέσει τόσο ώστε να μας ερεθίζει. Γύρισε προς το μέρος μου, κοίταξε πέρα απ’ την πόρτα σα να μη βρισκόμουν εκεί. Μετά, κάθισε στην καρέκλα που βρισκόταν απέναντι απ’ την κουζίνα και σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι. Φαινόταν προσηλωμένος στο θέαμα της να ανακατεύει.


    Άρχισε να μουρμουρίζει ένα σκοπό βαρύτονα. Δεν ήξερα τι ήταν. Έμοιαζε κάτι δικό του που παράταιρα μέτρα διαδέχονταν κάποια μελωδία και μετά κάπου την ξανασυναντούσαν μέσα από διάφορες παραλλαγές.

    - Τραγούδησε μαζί μου.

    Κάτι ψέλλισα πως δεν γνωρίζω το ρυθμό, αλλά δε μου έδωσε σημασία. Θυμήθηκα πως δεν ήμουν εκεί και σα για να το κάνω χειρότερο, ζήτησα συγνώμη για τη διακοπή. Δε φάνηκε όμως να έχει καμιά επίπτωση στο σύστημα τους.

    Η Άννα είχε αρχίσει ήδη να ακολουθεί με μια γλυκιά φωνή λέγοντας στίχους από κάποιο εγγλέζικο τραγούδι, που δε μου θύμιζαν κάτι. Εκείνος συνέχιζε να ακολουθεί σαν μπάσο, ή μάλλον σα να δίνει το ρυθμό, όπως άλλωστε και το αντίστοιχο όργανο.

    - Θέλω να δοκιμάσω απ’ το ψητό Άννα.

    Τότε μόλις παρατήρησα ότι η μυρωδιά ήταν η ίδια ψιλοδυσάρεστη, ή ανέτοιμη. Η Άννα πήρε ένα πιρούνι απ’ το συρτάρι κι ένα πιατάκι απ’ το ντουλάπι και έβγαλε ένα μικρό κομμάτι κρέας να κρυώσει. Όταν πέρασαν λίγα λεπτά κι αφού το σήκωσε στο στόμα της και το φύσηξε, το έφερε προς το μέρος του.

    - Τι λες είναι έτοιμο;

    - Πιστεύω πως θέλει λίγη ώρα ακόμα Κύριε.

    - Πόση ώρα Άννα; Προσδιόρισε.

    - Μισή ώρα περίπου Κύριε.

    - Το περίπου δεν είναι απάντηση Άννα.

    - Είκοσι με εικοσιπέντε λεπτά Κύριε.

    - Άννα…

    - Εικοσιπέντε λεπτά Κύριε.

    - Καλώς. Να δοκιμάσω.

    Έτεινε το πιρούνι προς το μέρος του αλλά μεσολαβούσε το τραπέζι και δεν έφτανε. Έσπασε τη μέση της για να φτάσει. Τα μαλλιά της έπαψαν να είναι σε τόσο σφιχτό κότσο και φάνηκαν έτοιμες να απελευθερωθούν κάποιες τούφες. Άνοιξε το στόμα του κι εκείνη πλησίασε το πιρούνι και ακούμπησε το κρέας στη γλώσσα του. Έκλεισε το στόμα του και μάσησε με την ησυχία του. Μόλις κατάπιε ανασηκώθηκε. Η Άννα είχε ανασηκωθεί στο μεταξύ και στεκόταν μπροστά του με τα χέρια στα πλευρά της. Της χάϊδεψε το πρόσωπο.

    - Όλα εντάξει Άννα;

    - Όχι Κύριε.

    - Ποιος ο λόγος;

    - Τα μαλλιά μου δεν είναι όπως τα φτιάξατε εσείς Κύριε.

    - Γιατί;

    - Ήμουν απρόσεκτη Κύριε.

    - Γιατί;

    - Δεν πρόσεχα Κύριε.

    - Γιατί;

    - Ήμουν υπερβολικά άνετη Κύριε.

    - Μήπως ήθελες να μου δείξεις κάτι Άννα;

    - Όχι Κύριε, δε νομίζω.

    Δεν ήταν δυνατό το χαστούκι, αλλά ήταν γρήγορο και άηχο.

    - Φτιάξε τα μαλλιά σου και πήγαινε να συνεχίσεις τη δουλειά σου. Μη με απογοητεύσεις άλλο απόψε.

    - Μάλιστα Κύριε.

    Απελευθέρωσε τα μαλλιά της απ’ το κορδόνι, αλλά εκείνο έμοιαζε να δένεται σε κόμπο και στη θέση που βρισκόταν δε μπορούσε να το λύσει.

    - Κύριε;

    - Ορίστε, Άννα.

    - Μπορώ να λύσω την ποδιά μου γιατί δε μπορώ να λύσω τον κόμπο;

    - Όχι. Φτιάξε τα μαλλιά σου.

    - Μα Κύριε δε γίνεται και

    - Δε… γίνεται;

    - Κύριε…

    - Δε γίνεται Άννα;

    - Δε μπορώ να το κάνω Κύριε.

    - Προσπάθησες Άννα;

    - Ναι… μάλιστα Κύριε.

    - Ναι και μάλιστα… Μου αρέσουν οι πολυλογίες Άννα;

    - Όχι Κύριε, συγνώμη.

    - Κάνε αυτό που σου ζήτησα και σταμάτα να διαιωνίζεις αυτό το παιχνίδι.

    Προσπαθούσε, αλλά δεν το έφτανε, της ξέφευγε απ’ τα χέρια, λίγο το έπιανε, αλλά αυτό είχε γίνει σχεδόν ένα σώμα. Το πρόσωπο της είχε κοκκινίσει κι είχε λαχανιάσει. Στο τέλος άφησε κάτω τα χέρια της και δάκρυα κυλούσαν απ’ τα μάτια της.

    - Δε μπορώ να το καταφέρω Κύριε.

    - Πήγαινε στο δωμάτιο σου Άννα.


    Τίποτα απ’ ότι περίμενα δεν είχε συμβεί. Έμοιαζαν όλα να έχουν τόσες δυνατότητες, μπορούσαν τόσα πολλά να γίνουν κι αυτός ο ηλίθιος το έκοψε στο καλύτερο. Γιατί το έκανε αυτό, γιατί δε μου πρόσφερε αυτό που ήθελα, αυτό που αποζητούσα;


    Και την ίδια στιγμή οι δυο αντίλογοι μου είχαν αποκτήσει και νέες θέσεις. Ο ένας ήταν τρομερά ερεθισμένος, ήθελε μόνο να σταματήσω κάπου και να χύσω, ή να πληρώσω μία με τα λιγότερα χρήματα, την πιο φτηνιάρα, την πιο ξεσκίστρω που θα έβρισκα να μου πάρει πίπα στη μέση του δρόμου κι εγώ να χύνω συνέχεια και να πιέζω το κωλόστομα της να πίνει και να πίνει κι η άλλη πλευρά μου έλεγε πόσο αποτυχημένος ήμουν. Οι ίδιες δυνατότητες υπήρχαν κι εχθές. Τώρα θυμόμουν, τώρα έβλεπα. Και το σενάριο μου έμοιαζε λίγο, σκονισμένο, εντελώς ανόητο και δε με ερέθιζε πια. Αυτό όμως… αυτό όμως.


    Δε μου είχε ζητήσει να μείνω, ούτε φαινόταν στενοχωρημένος. Συνέχιζε να σιγοτραγουδάει μόνος του και να προσέχει το φαγητό. Σκέφτηκα μήπως ήθελε να μείνω να φάμε μαζί, αλλά δε ρώτησα. Ήθελα μόνο να κατέβω κάτω να τη βρω. Και το έκανα.


    Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη κι εκείνη πεσμένη στο κρεβάτι της με το φόρεμα και την ποδιά με το κόμπο ακόμα ριγμένο πίσω, έκλαιγε με το πρόσωπο χωμένο στα μαξιλάρια.


    Την πλησίασα και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού. Έβαλα το χέρι μου στην πλάτη της και τη χάϊδευα, φροντίζοντας να μην ακουμπήσω τον κόμπο. Την τράβηξα μετά από λίγο προς το μέρος μου.

    - Άσε με δε θέλω τώρα

    Το δικό μου χαστούκι ήταν δυνατό. Κράτησα με το άλλο μου χέρι το πρόσωπο της και την κοίταξα. Τα μάτια της ήταν κλειστά.

    - Άνοιξε τα και κοίταξε με.

    Δεν τα άνοιγε.

    - Θέλεις να πάω να του πω πως δεν κάνεις αυτό που πρέπει; Πως δεν κάνεις αυτό που σου έχει ζητήσει;

    Δεν τα άνοιγε.

    - Θα τον απογοητεύσεις κι άλλο απόψε, Άννα;

    Τα μάτια άνοιξαν και με κοίταξαν με θυμό.

    Το δεύτερο χαστούκι ήταν το ίδιο δυνατό.

    - Λύσε τον κόμπο Άννα

    - Δε μπορώ!

    Χαστούκι. Και δε σταμάτησα. Υπήρχε κάτι σ’ αυτά τα μάτια, νέο και ξένο και γνώριμο και του κάποτε κι εκείνου που δεν είχε έρθει ακόμα κι αισθανόμουν ερεθισμένος, αισθανόμουν ικανοποιημένος, που ήμουν εκεί, σε αυτό το χαμηλό φωτισμό με το χέρι μου ξανά και ξανά να βρίσκει το μάγουλο της. Αισθανόμουν ευγνωμοσύνη που ήμουν εκεί, που είχα αυτό το προνόμιο, που καταλάβαινα αυτή την επιθυμία και τα προσπερματικά υγρά μέσα απ’ τη φόρμα μου με τρέλαιναν.

    Τράβηξα το κεφάλι της απ’ το σβέρκο χαμηλά κι απελευθέρωσα τον πούτσο μου. Πίεζα το στόμα της πάνω του, μέσα της και της γάμαγα το στόμα. Ήταν τόσο εύκολο να χύσω, ήμουν τόσο έτοιμος να χύσω. Και το έκανα και ήθελα πάλι. Κράτησα το στόμα της εκεί. Το πίεζα, την άκουγα να πνίγεται και δε σταματούσα. Με δύναμη με το άλλο μου χέρι έφερα την ποδιά της τα μπρος πίσω και την ανασήκωσα.

    - Λύστο αμέσως.

    Το έλυσε.

    - Άρα μπορούσες. Τόσο γρήγορα, τόσο απλά. Θα του το πω μόλις ανέβω. Θα του πω πως δεν αξίζεις παρά μια πίπα των είκοσι ευρώ.

    Την τράβηξα πάλι απ’ το σβέρκο πριν το σκεφτώ περισσότερο και την έβαλα να με ρουφάει. Καύλωσα και τη γύρισα απ’ την άλλη. Ανασήκωσα το φόρεμα της και κατέβασα την κιλότα της. Μπήκα μέσα της βίαια. Δε με ενδιέφερε αν πονούσε, δε με ενδιέφερε που κολυμπούσα εκεί μέσα, παρότι κάπου στο νου το είχα ήδη σημειώσει. Ήθελα μόνο να χύσω. Και μόλις έχυσα, ανέβασα τη φόρμα μου και πέταξα στην πλάτη της είκοσι ευρώ και έφυγα.


    Ανέβηκα πάνω. Άκουσα ήχους πιρουνιού και πιάτου στην κουζίνα. Δεν είπα τίποτα και έφυγα.

    Αισθανόμουν ωραία. Τίποτα περισσότερο, ή λιγότερο. Μόνο πως ήθελα τελικά να γυρίσω και με κάποιο τρόπο να τον εξαναγκάσω να συνεχίσει αυτό που άφησε στη μέση, αυτό που μου στέρησε.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  5. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Είχε περάσει μια βδομάδα μέσα στην οποία δεν άγγιζα τις σκέψεις και τη μνήμη μου, κατά κάποιο τρόπο ήθελα να μείνουν παγωμένες στο τελευταίο βράδυ. Σχολούσα και γέμιζα τον εαυτό μου διαβάζοντας, βλέποντας τηλεόραση, σερφάροντας στο ίντερνετ και περπατώντας. Έλαβα μήνυμα του, την Τετάρτη στις 8 να είμαι στο σπίτι του.


    Κύλησε η μέρα όμως αυτή τη φορά δεν ήμουν στον αυτόματο. Έκανα ευσυνείδητα τη δουλειά μου, αστειεύτηκα με μια συνάδελφο που πίστευα ότι με γούσταρε και που κάποιο βράδυ ίσως την έβγαζα έξω, αν και η σκέψη πως ίσως δε μου ήταν αρκετό το επακόλουθο μ’ ενόχλησε και την απώθησα, έφαγα μια σαλάτα, στο σπίτι άκουσα μουσική χωρίς να μπω στον οποιονδήποτε συλλογισμό, όχι γιατί τον απέφυγα. Κάθε άλλο, δεν υπήρχαν. Ήμουν ατάραχος. Πίστευα πως ό,τι ήταν να δω το είχα δει, δεν υπήρχε παραπάνω και πως πλέον είχε διαμορφωθεί μια άλλη πραγματικότητα για ‘μενα, ελάχιστα διαφοροποιημένη απ’ όσα γνώριζα, ή ίσως πολύ διαφοροποιημένη, αλλά ακόμη αν και γνωστή, όχι οικεία. Ίσως και εύκολο να απωθηθεί σε μερικές ένοχες νύχτες. Φλέρταρα ακόμα και με την ιδέα πλέον να του πω πως δεν ενδιαφέρομαι άλλο. Βέβαια, υπήρχε η Άννα. Σε αυτή τη φάση, δεν αισθανόμουν πια γλυκά μαζί της, δεν αισθανόμουν ούτε κάτι κακό, δε με ενοχλούσε, δε μου ήταν αδιάφορη, ήταν χρειαζούμενη, στη θέση που έπρεπε να είναι, όπως το ψαλίδι βρίσκεται πάντα στο πρώτο συρτάρι του μπουφέ, ή το γαλάζιο μπολ στο αριστερό ντουλάπι στην κουζίνα.


    Φόρεσα ένα μπλε πουκάμισο με ανθάκια στην επένδυση των κουμπιών, μαύρο υφασμάτινο παντελόνι και μποτάκια με λάστιχο. Είχα χρόνο και πήγα το αυτοκίνητο για ένα σύντομο πλύσιμο και να βάλω βενζίνη. Φεύγοντας, στο δρόμο στάθηκε δίπλα μου ένα καγκούρικο αυτοκινητάκι και με ενόχλησε ευχάριστα. Διασκέδαζα στη σκέψη πως κάποτε ήμουν έτσι και κάπου κάπου στέκονταν δίπλα μου αυτοκίνητα εντελώς απείραχτα, διακριτικά ήσυχα και με το που άναβε το φανάρι με το χάΪδεμα εξαφανίζονταν. Ήθελα να το κάνω κι εγώ, σαν μια κοροϊδία στον παλιό μου εαυτό και το έκανα. Είναι που λένε ποτέ δεν ξέρεις πόσο τρελός είναι ο άλλος. Ο πιτσιρικάς μάλλον αισθάνθηκε μειονεκτικά απέναντι στη γκομενίτσα του και άρχισε να μου κολλάει στο δρόμο. Έμενα στη μεσαία. Τον άφηνα και πλησίαζε, έβγαινε στην αριστερή και μετά χάϊδευα το γκάζι και δώστου πάλι απ’ την αρχή. Εκεί που κατάλαβα πως ετοιμαζόταν να μου την ξανακάνει όταν δεν είχα χώρο μπροστά, έκανα αυτό που δεν κάνουν ποτέ οι κύριοι με τα γρήγορα μαμά αυτοκίνητα, κατέβασα, βγήκα στη βοηθητική πέρασα ό,τι υπήρχε στο δρόμο κι εξαφανίστηκα. Το βαρέθηκα το παιχνίδι. Κάποτε θα το συνέχιζα. Ίσως και να κατέβαινα να τσαμπουκαλευτώ σε κάποιο φανάρι.


    Στις 8 χτύπησα το κουδούνι. Από μέσα άκουσα μουσική. Η Άννα άνοιξε την πόρτα. Φορούσε ένα μαύρο μίνι φόρεμα και τα πόδια της γυάλιζαν. Το κραγιόν της ήταν διακριτικό ροζ και τα μάτια της έντονα βαμμένα μαύρα περιμετρικά. Μου άρεσε πολύ. Όλα τα φώτα του σαλονιού ήταν αναμμένα. Μόλις πέρασα μέσα αμέσως ενεργοποιήθηκε η πανοπλία μου. Δεν ήταν μόνοι τους. Καθόταν στον καναπέ του, στο δικό μου υπήρχε μεν στο σημείο που καθόμουν ένα ποτό κι ένα τασάκι μόνο που καθόταν κάποιος άλλος. Φαινόταν μεγαλύτερος από ‘μας, ίσως γύρω στα σαράντα, με κοστούμι στο χρώμα του γραφίτη, κι είχε το στιλ μερικών που μοιάζουν να γεννήθηκαν μ’ ένα κουστούμι, σε αντίθεση μ’ εμένα που μοιάζω κι αισθάνομαι σα φασουλής μέσα σ’ αυτά τα σετ σακιών.


    Μου τον σύστησε σαν Τόνι. Τα μάτια του είχαν ίδιο χρώμα με τα δικά μου και το βλέμμα του δε στεκόταν πουθενά για πολύ. Κατάλαβα όμως πως με μέτρησε ακαριαία. Δεν κατάλαβα γιατί συζητούσαν, γιατί αισθανόμουν άβολα. Ο ένας καθόταν στο κέντρο του ενός καναπέ κι ο άλλος στο κέντρο του άλλου. Θα έπρεπε σε κάποιον να πω να μετακινηθεί και δεν ήθελα, ή δε μπορούσα κι αυτοί δεν έδειχναν κάτι. Στο τέλος, γύρισε και με κοίταξε με ένα ευχάριστο μειδίαμα.

    - Εσείς παιδιά δεν πάτε κάτω; Θα ‘ρθουμε κι εμείς σε λίγο.

    Αν και μου βγήκε ψιθυριστά η φωνή ζήτησα ένα ποτόπ, ενώ σκεφτόμουν σε ουρλιαχτά ‘’παιδιά’’;; ‘’θα έρθουν κάτω’’; ‘’μαζί’’; Ο αστάθμητος παράγοντας με είχε αποσυντονίσει. Το παραπέρα, αυτό που δε γνώριζα, το εντελώς ξένο μου, με συντάραζε. Δε με ενοχλούσε. Με τσίτωνε, με ερέθιζε και με φόβιζε. Μου γέμισε ένα ποτήρι ξέχειλο με ουίσκι και δυο παγάκια και μου το έδωσε.

    - Πιες το, να σου ξαναβάλω, είπε με το ίδιο μειδίαμα, αν και μου φάνηκε πιο κακιασμένο.

    Το ήπια και με έκαψε. Μου το γέμισε πάλι. Ήδη έμοιαζε να κάνει τη δουλειά του. Δεν έπρεπε να μείνω μόνο με τη σαλάτα.


    Κατεβήκαμε κάτω και της ζήτησα με το που φτάσαμε στο τέρμα των σκαλιών να μην προχωρήσει άλλο, να γονατίσει και να με πάρει στο στόμα της. Ήθελα τουλάχιστον να χύσω προτού μου ανατρέψουν τα πάντα. Ήθελα εγώ πρώτος να τη μαγαρίσω με τα ωραία της ρούχα, φρεσκοπλυμένη, να της χαλάσω το μακιγιάζ κι ας ήξερα πως το μακιγιάζ ξαναφτιαχνόταν ή πως μπορεί ήδη να είχε χρησιμοποιηθεί. Υπάκουσε αμέσως και έμοιαζε να ρουφάει αχόρταγα, σα να ρούφαγε να βγάλει την ελάχιστη υγρασία λόγω ακατάσχετης δίψας. Καύλωσα πολύ όμως ήμουν τόσο ταραγμένος που καταλάβαινα πως το σπέρμα ήταν μακριά ακόμα.


    Άκουσα βήματα στα σκαλιά. Κατέβηκαν γρηγορότερα απ’ ότι υπολόγιζα. Ήρθαν κι οι δυο απέναντι μου μ’ εκείνη ανάμεσα τους γονατισμένη και με κοίταζαν. Δε μιλούσαν.

    - Καλός φαίνεται. Μαθαίνει;

    - Τι να μάθω;

    - Να ικανοποιείς το περιβάλλον μας.

    Δεν καταλάβαινα κι ένιωθα ανασφάλεια. Ήθελα να σηκωθώ να φύγω. Δεν ξεκαύλωνα κι όμως την έσπρωξα απαλά και παρότι ντρεπόμουν μπροστά τους, τον έβγαλα από το στόμα της και τον έβαλα στο παντελόνι μου και κουμπωνόμουν.


    Κανένας δε μου έδωσε σημασία όταν είπα πως θα φύγω. Μάλιστα, άρχισαν κι οι δυο να βγάζουν τα ρούχα τους κι εγώ στάθηκα εκεί που ήμουν, αποσβολωμένος και από περιέργεια. Ήταν κι οι δυο εξωφρενικά καυλωμένοι. Σαν συμφωνημένη γύρισε και άρχισε να ρουφάει εναλλάξ μια τον έναν μια τον άλλον. Ανασηκώθηκε λίγο κι η κωλότρυπα της φάνηκε ν’ ανοίγει και να αναμένει. Και ήθελα να το κάνω. Δε ρώτησα κανέναν, δε με ενδιέφερε κανέναν, ήταν το ψαλίδι στο συρτάρι. Πέταξα τα ρούχα μου ξέφρενα και σάλιωσα τον πούτσο μου. Πήγα και ξαπλώθηκα από κάτω της και τα πόδια μου ακουμπούσαν τα δικά τους. Τον έβρεξα στο μουνί της και στη συνέχεια με κόπο και πόνο μπήκα στον κώλο της. Την κάθισα αποφασιστικά πάνω μου βίαια. Την σήκωνα και την κατέβαζα βίαια ενώ σάλια απ’ το στόμα της που ρούφαγε τα καυλιά τους έπεφτε στα μπούτια μου.


    Κάποια στιγμή ο Τόνυ βόγκηξε και την τράβηξε βίαια στον πούτσο του. Φώναζε και της γέμιζε το στόμα κι η Άννα κατάπινε. Μετά την άρπαξε κι εκείνος κι έκανε το ίδιο. Στη συνέχεια όσο εκείνη ανεβοκατέβαινε πάνω μου εκείνος ήρθε από πίσω μου όρθιος και με τη ζώνη του άρχισε να απλώνει και να τραβάει το χέρι του, με δύναμη και ταχύτητα. Όλα τα ραπίσματα έπαιρναν την πλάτη της και το στομάχι μου. Είχα ιδρώσει και πονούσα. Ο Τόνυ στεκόταν μπροστά της και κατά διαστήματα τη χαστούκιζε, ενώ ως διά μαγείας στο χέρι του είχε βρεθεί ένα ποτήρι ουίσκι όπου έπινε νωχελικά. Και σε κάποιο σημείο στάθηκε πάλι μπροστά της, την κράτησε απ’ τη μύτη κι όταν εκείνη άνοιξε το στόμα την κατούρησε. Στο στόμα, στο πρόσωπο, σε όλο το σώμα και αναπόφευκτα πάνω μου. Τον σιχαινόμουν, όλο αυτό με θύμωνε. Και έχυσα. Φώναζα και έχυνα βαθιά στον κώλο της που είχε ξεραθεί και πονούσαμε κι οι δύο.


    Σα να μην είχε βάρος την έσπρωξα από πάνω μου κι έπεσε στα χέρια της μπροστά του, γαμημένη και χυμένη στον κώλο από μενα, χυμένη απ’ αυτούς στο στόμα, κατουρημένη απ’ τον Τόνυ, αναμαλλιασμένη, δαρμένη και το κεφάλι της ζητήθηκε να μείνει χαμηλά κι εκεί έμεινε. Πολλά χρόνια αργότερα κατάλαβα ότι την εντολή αυτή δεν την είχαν δώσει εκείνοι, κανένας τους, αλλά μόνο εγώ. Ανασηκώθηκα έξαλλος και έσπρωξα τον Τόνυ.

    - Τι κάνεις ρε μαλάκα; Ποιος θαρρείς πως είσαι; Με ποιο δικαίωμα το έκανες αυτό;

    Κι εκείνος με κοίταζε ειρωνικά. Μόνο κοίταζε ειρωνικά και στάθηκε μπροστά μου, κοίταζε αυτόν και έριξε λίγα τσίσα πάνω στα πόδια μου. Τον γύρισα και τον έσπρωξα προς τα μέσα.

    Άρπαξα την πεταμένη ζώνη από κάτω και τον πήγα στο μπάνιο του δωματίου της Άννας, ξανά ένα σενάριο ερήμην μου, αλλά ένα σενάριο που δεν ανάλυσα ποτέ και ποτέ δεν αισθάνθηκα την παραμικρή τύψη γι’ αυτό, μόνο ευχαρίστηση.


    Για ώρα τον είχα κάτω απ’ το ντους με το παγωμένο νερό να πέφτει πάνω του κι εγώ να του ταράζω την πλάτη, δοκιμάζοντας κάθε τρόπο που μπορούσα να κρατήσω τη ζώνη, αγνοώντας ή ίσως νιώθοντας μεγαλύτερη χαρά και μεγαλύτερο θυμό όταν καταλάθος χτύπαγα και τον εαυτό μου και έτσουζε. Φώναζα για ώρα την Άννα ώσπου ήρθε μέσα. Την έστησα μπροστά μου κι άρχισα να της γαμάω ξέφρενα το στόμα. Στεκόταν ανάμεσα σε ‘μενα και τη μπανιέρα. Βρεχόταν αναπόφευκτα απ’ το κρύο νερό και βρήκα ένα τρόπο ώστε κάθε φορά στην επαναφορά της ζώνης να σέρνεται στον ώμο της. Αλλά δε μπορούσα να σταματήσω, γιατί δεν ήθελα να σταματήσω. Όσο τουρτούριζε κάτω απ’ το κρύο νερό μια άγρια χαρά με κατέκλυζε και μετά όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα ίχνη, όταν λάμψανε άλλα κόκκινα, άλλα πιο κόκκινα και κάποια σκοτεινά κι εγώ ήμουν στο στόμα της ούρλιαζα. Το ήξερα πως ούρλιαζα και δεν ήθελα τίποτα άλλο να πω. Αυτή τη φορά γέμισα εγώ το στόμα της με το σπέρμα μου, όπως το ήθελα απ’ την αρχή. Στη συνέχεια πιέστηκα κι έβγαλα λίγα κάτουρα χαμηλά στα πόδια του. Τότε μόνο έκλεισα το νερό, τότε μόνο παράτησα τη ζώνη. Γυρνώντας τον είδα να στέκεται στην κάσα και να μαλακίζεται. Έμεινα εκεί που βρισκόμουν και περίμενα κι εκείνος συνέχιζε, ώσπου έχυσε. Και τότε μόνο έφυγα.


    Δεν είπα πως δε θα ξαναπάω, αν με καλούσε θα πήγαινα. Ήθελα να μάθω. Ήθελα να ζήσω. Πιο πολλά, πιο ξένα.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  6. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Έλα, με ακούς;

    - …

    - Μ’ ακούς;

    - …

    - Πες κάτι να δω ότι είσαι στη γραμμή, θέλω να σου πω.

    -…

    - Μπορείς σε παρακαλώ να έρθεις σπίτι μου;

    -…

    - Δεν επικοινωνεί, δεν ακούει, κλαίει.


    Η γραμμή νέκρωσε και μόνο εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως πριν όντως το είχε σηκώσει, αν δηλαδή με άκουγε και δεν έκανε κενά. Ήλπιζα, εκείνη τη στιγμή μόνο ήλπιζα, πως με είχε ακούσει. Πως θα ερχόταν.


    Είχα απελπιστεί με την Άννα και ήμουν τόσο σίγουρος. Θα τη μετέστρεφα, θα φεύγαμε απ’ όλη αυτή την αρρώστια, αυτό το πράγμα που δεν το καταλάβαινα, δεν μπορούσα να το κάνω να λειτουργήσει κι όταν το χειριζόταν εκείνος αισθανόμουν τόσο καλά. Τότε δεν έμοιαζε άρρωστο, δεν έμοιαζε πανικόβλητο. Θα την έπαιρνα μαζί και θα φεύγαμε ταξίδι, όπου να ‘ναι. Λεφτά είχα αρκετά για να ζήσουμε κάπου για ένα χρόνο και μετά βλέπαμε. Αρκεί να την έπαιρνα μακριά του.


    Πήγα πάλι στην κουζίνα. Στην τεράστια, πεντακάθαρη κουζίνα μου κι αυτό που είδα δε μου άρεσε καθόλου. Σα να έσκασε πάνω μου ξαφνικό βάρος, αδύνατο να το αντέξω. Είχα μεταφέρει το βοηθητικό τραπέζι στο κέντρο του χώρου και είχα βάλει ένα ωραίο μωβ – το αγαπημένο χρώμα της Άννας – τραπεζομάντηλο, που είχα αγοράσει την Παρασκευή. Πάνω στην επιφάνεια υπήρχαν πιατάκια με όλα εκείνα που ήξερα από παλιά πόσο της άρεσαν. Φράουλες κομμένες σε μισά σε ένα κίτρινο πιατάκι, μπανάνες κι αχλάδια σε ένα γαλάζιο πιατάκι, σε κάποιο μπωλ πορτοκαλί μπόλικη σαντιγύ διάστικτη από τρούφα, σε πάρα πολλά μικρά κόκκινα πιατάκια πινελιές από σιρόπια, κουλουράκια μελιού, κανέλλας, σουσαμένια, αλμυρά, σε χρωματιστές χαρτοπετσέτες κι ανάμεσα τους ένας διάδρομος από αναμμένα ρεσώ όλων των χρωμάτων, κρεμ, λευκά, πράσινα, κιτρινωπά, μπλε σκούρα. Ίσως γι’ αυτό δεν την είδα αμέσως. Είχε τραβήξει την καρέκλα απ’ την κορυφή του τραπεζιού που την είχα τοποθετήσει στην άκρη, κοντά στο πλυντήριο πιάτων κι είχε κουρνιάσει. Η μάσκαρα έτρεχε μαζί με τα δάκρυα της και το μανίκι ήταν χωμένο στο στόμα της.


    Τι είχα κάνει τόσο λάθος; Το σκέφτηκα, το ένιωθα, ήταν οι συνθήκες που χρειάζονταν για να είναι τέλειο, να είναι παράδεισος κι όμως δεν ήταν. Δεν ήταν ούτε κόλαση. Ήταν μια πιεστική πλήξη, ήταν σαν κάτι βόλτες στον ήλιο που δε ζεσταίνεσαι, ούτε πνίγεσαι, αλλά βαριέσαι να περπατήσεις, να κάτσεις, να κάνεις το οτιδήποτε, σε εκείνο το μέρος, εκείνη τη στιγμή και θέλεις κάτι άλλο, δεν ξέρεις τι κι όλο αυτό μέσα σου πιέζει με ασύλληπτο τρόπο, σε ακανόνιστο ρυθμό και δε σ’ αφήνει.


    Χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Όταν τον είδα στην οθόνη ανακουφίστηκα. Το ασανσέρ έμοιαζε να καθυστερεί επίτηδες και μετά κατάλαβα πως εκείνος αργούσε να ανέβει. Γιατί το έκανε αυτό; Γιατί μου το έκανε αυτό; Αφού ήρθε. Ήρθε για ‘μενα. Που του το ζήτησα. Να λύσει το πρόβλημα. Επιτέλους, άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ. Ήρθε ήσυχα προς το μέρος μου και στάθηκε στην είσοδο χωρίς να μπαίνει μέσα. Χαμογέλασε ευχάριστα και με κοίταζε. Παραμέρισα αλλά δεν πέρναγε μέσα. Τον κοίταζα και δεν καταλάβαινα τι ήθελε. Ανασήκωσε το μανίκι και κοίταξε το ρολόϊ του ανασηκώνοντας το φρύδι. Κατάλαβα. Ήθελε να του πω εκεί.


    - Τι οδηγίες της έδωσες;

    Δεν απάντησε κι ένα μειδίαμα κατέβηκε απ’ τα μάτια, στα ζυγωματικά και στο χαμόγελο. Δε μπορούσα να κάνω αλλιώς και άρχισα απ’ την αρχή.

    - Μου πες να την κρατήσω για το σαββατοκύριακο, πως ήμαστε ελεύθεροι, αλλά δεν ανταποκρίνεται. Ετοίμασα τα πάντα, χθες βράδυ και το πρωί ξεθεώθηκα να τα ετοιμάσω κι όταν την έφερα εδώ, δεν έκανε τίποτα, δεν είπε τίποτα, δε με φίλησε, δε σήκωσε τα χέρια της να μ’ αγκαλιάσει, δεν ήθελε να κάνουμε έρωτα, μόνο τώρα κάθεται και κλαίει, δε μου μιλάει καν.

    Συνέχιζε να με κοιτάζει με το ίδιο μειδίαμα που με τάραζε. Δεν έμοιαζε αναποφάσιστος, δεν έμοιαζε σκεφτικός. Και άρχισα πάλι να μιλάω.

    - Πρέπει να της εξηγήσεις, ή … πάρτη. Δεν τη θέλω. Έτσι δε τη θέλω, αλλά δεν αλλάξει.

    Ανασήκωσε τα μάτια, το χαμόγελο εξαφανίστηκε και με κάρφωσε στη θέση μου για ώρα. Στο τέλος είπε, απαλά:

    - Είσαι εγώ.

    Γύρισε να φύγει και με έπιασε πανικός. Φώναζα μες στο διάδρομο πως δεν είμαι σαν κι αυτόν, δεν ξέρω τι εννοεί και τι να κάνω. Να την πάρει μαζί του, ή να μου πει τι να κάνω. Η πόρτα του ασανσέρ έκλεισε κι εκείνο πήρε την πορεία του προς τα κάτω. Ήμουν μόνος. Ήμουν μόνος με την Άννα, που δεν την ήθελα πια, δεν την καταλάβαινα.


    Ήξερα πως ήταν πρωί κι έβαλα να πιω ένα σφηνάκι ουίσκι. Σπίτι μου ήμουν, ρεπό είχα, δεν πείραζα κανέναν και πουθενά δεν είχα να πάω. Σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή γιατί δικαιολογούμαι άραγε και σα να ξέχασα τι έλεγα πριν, απόλαυσα το ποτό μου, με μια τζούρα από ένα μισό τσιγάρο. Εκείνη τη στιγμή προσπάθησα να κάνω απολογισμό όλων των φορών, να καταλάβω τι δεν πήγαινε καλά, που έκανα λάθος. Είσαι εγώ, είχε πει. Ναι αλλά δεν ήμουν ξεκάθαρα σαν κι αυτόν. Όμως εκείνες τις δυο φορές που πρώτα δεν ήταν εκείνος εκεί και μετά δεν ήμουν εγώ εκεί, αλλά κι εκείνος ήταν κι εγώ ήμουν, όμως τώρα δεν ήταν, όμως μήπως ήταν. Όχι δεν ήταν αυτό, ήταν η πράξη. Επιτέλους, καταλάβαινα, να μπω στη θέση του μου έλεγε, ίσως για να δω αν θα βγει το διήμερο, ίσως για να δω αν μου αρέσει, ίσως, επειδή… δεν τον ένοιαζε τίποτα απ’ όλα αυτά, μόνο το χάος που θα προκαλούσε κι ας μην ήταν εκεί να το απολαύσει. Ε λοιπόν κι εμένα δε θα με ένοιαζε. Ήξερα πως αυτή ήταν αντίδραση ανηλίκου, αλλά δε μπορούσα να νικήσω το πείσμα μου εκείνη τη στιγμή, ίσως έσβηνε μόνο του.


    Σηκώθηκα για να πάω στην κουζίνα, αλλά δεν πήγα. Βαρέθηκα να φοράω αυτά τα ρούχα, τα καλά μου, τα δεν ξέρω τι, δεν ξέρω γιατί τα βάφτισα καλά μου. Φόρεσα τις φόρμες μου και τότε πήγα στην κουζίνα. Η ίδια εικόνα, το ίδιο βάρος. Έφτιαξα φραπέ και ακούμπησα πάνω στο ψυγείο, αφού έστριψα το τσιγάρο μου, παρατηρούσα την εικόνα. Ώσπου το πήρα απόφαση.


    - Σήκω απ’ την καρέκλα και άνοιξε το τελευταίο συρτάρι.

    Σε μια στιγμή μέσα οι λυγμοί σταμάτησαν κι ας συνέχιζαν να κυλούν τα δάχτυλα. Ανασηκώθηκε μονοκόμματα και πήγε εκεί που της είπα.

    - Βγάλε μια μαύρη σακούλα και πήγαινε στο τραπέζι.

    Όταν πήγε εκεί, πήγα κι εγώ δίπλα της και πίεσα με τα χέρια μου τους ώμους της ώσπου λύγισε και κάθισε ανακούρκουδα. Της άνοιξα τη σακούλα και τα χέρια της έμειναν εκεί που τα άφησα. Στην αρχή πέταγα προσεκτικά τα φρούτα και τα γλυκά. Μετά πιο γρήγορα και αδιάφορα απλωνόμουν και τα πέταγα προς τα πίσω. Άκουσα έναν ήχο σαν ξαφνιασμένο γελάκι. Κοίταξα προς τα πίσω και είδα ψίχουλα και μπισκότα πάνω στα μαλλιά της κι ένα σιρόπι που κυλούσε απ’ το μέτωπο της κι εκείνη να προσπαθεί με τη γλώσσα να το γευτεί καθώς κατέβαινε. Ετοιμαζόμουν να κάνω κάτι, να πω κάτι κι εκείνη τη στιγμή ήχησε μέσα μου αυτό το ‘’είσαι εγώ’’ και σχεδόν αυτόματα συνειδητοποίησα πως το βάρος του χώρου δεν υπήρχε πια, είχα αλλάξει μια εικόνα που εγώ έφτιαξα γιατί τη σκέφτηκα πολύ, ή την αισθάνθηκα πολύ, ή γιατί προσπαθούσα να ενώσω εαυτούς που δεν υπήρχαν πια, δικούς μου και δικούς της. Και μου βγήκε αυτό το απελευθερωτικό, το όμορφο, το απλό και τι με νοιάζει εμένα.


    Συνέχιζα να πετάω, ώσπου στο τραπέζι έμειναν τα πιάτα και το τραπεζομάντηλο. Της ζήτησα να σηκωθεί και να δέσει κόμπο τη σακούλα.

    - Πήγαινε να πετάξεις τα σκουπίδια. Σε πέντε λεπτά να έχεις ανέβει.

    Έφυγε αμέσως.

    Επέστρεψε γρήγορα. Κοίταξα την ώρα και δεν είχαν περάσει τα πέντε λεπτά. Την κοίταξα και κάτι έμοιαζε να θέλει να μου πει.

    - Πες το.

    - Γιατί τα πέταξες;

    - Δεν κατάλαβα.

    - Αφού ήταν δικά μου. Και τα δάκρυα άρχισαν πάλι να κυλούν.

    - Όχι ήταν δικά μου και τα πέταξα γιατί έτσι μου αρέσει.

    - Θέλω να μάθω γιατί.

    - Δεν κατάλαβα.

    - Σου είπα ότι…

    - Πλύνε τα πιάτα, μάζεψε το τραπεζομάντηλο κι έλα στο σαλόνι να με βρεις.

    Γύρισα κι έφυγα.

    Είχα ενδυθεί το ρόλο, είχα γίνει ο ρόλος, ή δεν υπήρχε ρόλος. Αυτή την απάντηση δε μου την έδωσε ποτέ κανένας. Την έμαθα μόνος μου, δύσκολα και πολύ καιρό αφού είχαν φύγει απ’ τη ζωή μου τα φαντάσματα αυτά.


    Άκουγα το νερό και τα πιατάκια που πλένονταν. Ήρθε σχετικά σύντομα ενώ έπινα το ποτό μου. Ευχαριστήθηκα που τα μαλλιά της είχαν ακόμη ψίχουλα και το σιρόπι είχε κολλήσει στο μέτωπο, τη μύτη και πάνω απ’ τα χείλη της. Ευχαριστήθηκα που δεν το είχε καθαρίσει.

    - Πήγαινε στο μπάνιο και θα έρθω σε λίγο.

    Πέρασε αρκετή ώρα. Έκανα τουλάχιστον δυο τσιγάρα κι ήπια τον καφέ μου και μισό ποτό ακόμα. Είχε μεσημεριάσει μου φαίνεται.


    Στο μπάνιο στεκόταν ακουμπώντας πάνω στην πόρτα με το τραπεζομάντηλο στα χέρια της.

    - Τίναξε το στη μπανιέρα να φύγουν τα ψίχουλα και δείξτο μου.

    Το τίναξε και ελάχιστα ψίχουλα έπεσαν μέσα.

    - Τι διάολο άψυχη είσαι; Τίναξε το καλά.

    Αυτή τη φορά το τίναξε ξανά και ξανά.

    - Δες αν έχει λεκέδες.

    - Δεν έχει.

    - Μυρίζει φαγητίλες;

    - Δε νομίζω.

    - Μύρισε το! Δε σου ζήτησα νομίσματα.

    - Μου φαίνεται πως δε μυρίζει.

    Πήγα εκεί και το μύρισα. Δε μύριζε τίποτα.

    - Επίτηδες το κάνεις, για να με κουράζεις ή ούτε να μυρίζεις δεν ξέρεις;

    - Δεν ήμουνα σίγουρη, είπε ήσυχα.

    - Και πότε είσαι σίγουρη για κάτι;

    - …

    - Σε ρώτησα κάτι;

    - Δεν ξέρω.

    - Απάντησε μου.

    - Δεν ξέρω!

    - Γιατί φωνάζεις και γιατί μιλάς με στόμφο;

    - Συγνώμη.

    - Δεν το εννοείς.

    - Όχι αλήθεια το εννοώ, συγνώμη αλήθεια.

    - Πάρε το tide απ’ το ντουλάπι και πλύντο. Όταν τελειώσεις βάλτο στο λεκανάκι και έλα να το απλώσεις στα σκοινιά στο υπνοδωμάτιο. Προσπάθησε να μη με ξυπνήσεις. Θα μπορέσεις να τα κάνεις ή είναι πολύπλοκα;

    - …

    - Ξεκίνα.


    Όταν ξύπνησα είχε σκοτεινιάσει. Η πρώτη σκέψη μου ήταν πως ξέχασα να της πω τι θα κάνει αφού απλώσει το τραπεζομάντηλο. Έχει γούστο σκέφτηκα.

    Τη βρήκα στο μπαλκόνι να κοιτάει το απλωμένο τραπεζομάντηλο.

    - Έλα μέσα και πάμε στο μπάνιο.


    - Γδύσου, είπα καθώς γδυνόμουν κι εγώ.

    Μπήκα στο μπάνιο και τη φώναξα μαζί μου. Ρύθμισα το νερό στο χλιαρό και της έδωσα το τηλέφωνο στο χέρι να με βρέξει. Και μετά της ζήτησα να με σαπουνίσει.

    Πρώτα τα απαλά χέρια της, χώθηκαν στα μαλλιά μου κι άρχισαν να τρίβουν με το σαμπουάν. Ξέπλυνε τα χέρια της κι έβαλε αφρόλουτρο. Ξεκίνησε απ’ τους ώμους, στα μπράτσα, στα πλευρά, ξανάβαλε αφρόλουτρο, στο θώρακα, στην κοιλιά, όσχεο. Την έσπρωξα να γονατίσει και να μου σαπουνίσει τον πούτσο και τα αρχίδια. Ύστερα την άφησα να συνεχίσει στα μπούτια και στα κωλομέρια. Της έδωσα πάλι το τηλέφωνο και έκλεισα τα μάτια να με ξεπλύνει στο πάνω μέρος του κορμού. Όταν κατέβηκε προς τα κάτω, την πίεσα πάλι να σκύψει. Με έβρεχε στα χαμηλά μου από χαμηλά. Ένιωθα από πριν την ανάγκη να ουρήσω, είχα να πάω όλο το πρωί. Με μάγευαν τα ψίχουλα στα μαλλιά και το σιρόπι στο δέρμα της. Μόλις με ξέπλυνε καλά άφησα τα κάτουρα μου να πάνε παντού, στα μαλλιά της, στους ώμους της, στο πρόσωπο της. Έπειτα της ζήτησα να με σαπουνίσει πάλι και να με ξεπλύνει. Μετά βγήκαμε απ’ το μπάνιο χωρίς να ξεπλυθεί.


    - Πες το.

    - Φαγουρίζομαι, θα ήθελα να ξεπλυθώ.

    - Εγώ δε θέλω.

    - Γιατί;

    - Λογαριασμό θα σου δώσω;

    - Συγνώμη, είπε και τα μάτια της έλαμψαν.


    Της ζήτησα να με ακολουθήσει και πήγαμε στο σαλόνι. Κάθισα στον καναπέ μου με την πετσέτα και πήγε να καθίσει δίπλα μου.

    - Τυφλή είσαι; Δε βλέπεις που είναι καθαρά; Θες να τα λερώσεις επίτηδες;

    - Συγνώμη, δεν το σκέφτηκα.

    - Αν δε μπορείς να σκεφτείς, να μην κάνεις τίποτα, πριν σου το πω εγώ. Συνεννοηθήκαμε;

    - Μάλιστα.

    - Κάτσε στη μαξιλάρα.

    - Μάλιστα.


    Έβαλα μουσική και την έστειλα να πάει να μου φτιάξει καφέ.

    - Καλός είναι.

    - Ευχαριστώ.

    - Για τι;

    - Που μου το αναγνώρισες.

    - Δοκίμασα να δω μπας και μπορείς να φτιάξεις. Από ‘δω και μπρος μπορώ να βασίζομαι ότι θα μου κάνεις καλό καφέ. Στο μεταξύ, έλα δω να κάνεις αυτό που ξέρεις, είπα και άνοιξα την πετσέτα. Ήμουν εντελώς ξεκαύλωτος, αλλά στο κεφάλι μου ένιωθα την πίεση.


    Το στόμα της έκλεισε γύρω απ’ το μαραμένο καυλί μου και της ζήτησα να μην κουνιέται. Όταν άρχισα να μεγαλώνω στο στόμα της, άφησα τον καφέ μου και κράτησα το πρόσωπο της εκεί, τραβώντας προς το μέρος μου. Όταν καύλωσα εντελώς καθώς με ερέθιζε το λαρύγγι της και αισθανόμουν να πνίγεται καύλωνα όλο και πιο πολύ, ήταν εκεί δική μου, να την κάνω ό,τι θέλω εγώ. Την άφησα. Πήρε ανάσα και την ξανατράβηξα.

    - Ξεκίνα.

    Όταν πλησίαζα να χύσω, τον έβγαλα και με το άλλο χέρι την κράτησα απ’ το λαιμό. Έσφιξα τον πούτσο μου απ’ τη βάση για να πεταχτούν μακριά και να το νιώσω πολύ και τα έστειλα πάνω της, παντού.

    - Πήγαινε μπες στη μπανιέρα και έρχομαι.


    - Της έδωσα το υγρό σαπούνι των χεριών και της είπα να το απλώσει παντού στο σώμα της και στα μαλλιά της.

    Πήρε μια πονεμένη έκφραση αλλά δε μίλησε.

    - Πες το.

    - Δεν κάνει για τα μαλλιά μου, δε θα λάμπουν, δε θα ‘χουν όγκο.

    - Δε μου αρέσουν τα ψεύτικα. Σε θέλω όπως είσαι.

    - Μάλιστα.

    - Μην ανοίγεις το νερό. Μόνο αν είσαι στεγνή θα καθαρίσεις καλά.

    - Μα θα δυσκολευτώ να βγάλω το σαπούνι.

    - Και λοιπόν;

    - …

    - Σε ρώτησα κάτι.

    - Να, θα καθυστερήσω.

    - Γιατί, έχεις να πας κάπου;

    - Δε θα βγούμε;

    - Υποδείξεις μου κάνεις;

    - Συγνώμη.

    - Γιατί μου κάνεις υποδείξεις;

    - Συγνώμη, δε θα επαναληφθεί.

    - Τελικά μάλλον σου αρέσουν οι ακαθαρσίες σου. Άσε το σαπούνι, βγες κι έλα στο σαλόνι.

    - Μα…

    - Αμέσως.


    Όταν ήρθε προς τα μέσα στάθηκε μπροστά μου και κοίταζε χαμηλά.

    - Θα φάμε κινέζικο. Βρες ένα προσπέκτους και παρήγγειλε τηγανητό ρύζι, πάπια Πεκίνου και σπρινγκ ρολς.


    Καθίσαμε εγώ στον καναπέ κι εκείνη στη μαξιλάρα της. Φάγαμε ήσυχα κι αργότερα ήπια το ποτό μου, διαβάζοντας ένα βιβλίο. Μετά έφερε τη μαξιλάρα της κάτω απ’ τον καναπέ μου κι ακούμπησε στα πόδια μου να δούμε κάποιο θριλεροειδές που είχε το σταρ.


    - Έλα στο υπνοδωμάτιο με τη μαξιλάρα σου.

    Δίπλα στο κρεβάτι μου υπήρχε στο στενό χώρο ένα μικρό χαλάκι πολύ απαλό κι εκεί ζήτησα να βάλει τη μαξιλάρα της.

    - Καληνύχτα Άννα.

    - Καληνύχτα… σας

    - Μας;

    - Μάλιστα.


    Την άκουγα μέσα στον ύπνο μου που στριφογύριζε όπως ο άνθρωπος που έχει πια ξυπνήσει. Ήθελα να κοιμηθώ κι άλλο και συνέχισα ώσπου το φως της μέρας παραέγινε ενοχλητικό. Ανασηκώθηκα στον αγκώνα μου και κοίταξα κάτω απ’ το κρεβάτι. Είχε τα μάτια ανοιχτά και κοίταζε το ταβάνι. Το πρόσωπο της παρά το ξεραμένο σιρόπι έλαμπε. Εστίασε σε ‘μενα και μου χαμογέλασε. Καλημέρα σχημάτισαν τα χείλη της, χωρίς να βγει φωνή.

    - Καλημέρα Άννα. Να σηκωθούμε;

    Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, βρήκα τις παντόφλες μου και στο μεταξύ ανασηκώθηκε και ήρθε δίπλα μου.

    - Αν έχεις φέρει μαζί σου οδοντόβουρτσα πάρτη κι έλα στο μπάνιο.

    Καθώς κινήθηκα προς τα ‘κει πέρασα το χέρι μου απ’ την πλάτη της και τη χάϊδεψα απαλά. Σα να ανατρίχιασε και με κοίταξε και χαμογέλασε.

    Την κατάλαβα απ’ την αλλαγή στον αέρα, ήρθε δίπλα μου στο νιπτήρα. Άνοιξα τη βρύση, ξέπλυνα το στόμα μου κι εκείνη το δικό της. Στη συνέχεια βουρτσίσαμε τα δόντια μας κι έπειτα ξεπλύναμε ξανά. Έπλυνα το πρόσωπο μου και μετά φόρεσα την πετσέτα γάντι, την έβρεξα και πέρασα το πρόσωπο της απαλά, χαϊδεύοντας με το νοτισμένο πανί τα μαλλιά της. Με το άλλο μου χέρι βρήκα την κλειτορίδα της κι άρχισα να παίζω μαζί της. Υγράνθηκε γρήγορα κι όταν άφησα το γάντι να πέσει απ’ το χέρι μου της έβαλα ένα κι ύστερα δύο δάχτυλα. Μείναμε εκεί, όπως ήμασταν ώσπου αισθάνθηκα να υγραίνονται πολύ τα χέρια μου.

    - Κάνε μπάνιο, σκουπίσου καλά κι έλα στην κουζίνα χωρίς την πετσέτα. Έχεις δέκα λεπτά.


    Δεκαπέντε λεπτά μετά καθόμουν με τον καφέ που μου είχε φτιάξει κι εκείνη έπινε το δικό της. Όταν ήπιε μερικές γουλιές της είπα να κατέβει κάτω απ’ το τραπέζι και να με ξαλαφρώσει. Τα χείλια της υγρά μου πρόσφεραν ιδανική περιποίηση. Όταν κόντευα να χύσω κράτησα σφιχτά το πρόσωπο της και παρά τους σπασμούς της, την άφησα μόνο όταν έβγαλα κάθε σταγόνα σπέρματος.


    - Πάρε ένα καθαρό βετέξ βρέξτο και πέρνα την επιφάνεια του τραπεζιού και μετά στέγνωσε τη με μια καθαρή πετσέτα που θα βρεις στο δεύτερο συρτάρι.

    Έτσι κι έγινε.

    - Άνοιξε το ψυγείο και βγάλε τις φράουλες, ένα αχλάδι, ένα πορτοκάλι και απ’ τον πάγκο πάρε δυο μπανάνες. Καθάρισε το αχλάδι, το πορτοκάλι και τις μπανάνες και κόψε το κοτσάνι με τα ανθάκια απ’ τις φράουλες, πλύνε όλα τα φρούτα και φέρτα στο μεγάλο γυάλινο μπωλ που θα βρεις στα ντουλάπια. Και πιάσε ένα ίσιο μαχαίρι με δοντάκια.

    Έτσι κι έγινε.

    Διάλεξε το μαχαίρι με τη μωβ λαβή.

    - Ξάπλωσε ανάσκελα στο τραπέζι.

    Τη χωρούσε ολόκληρη χωρίς να προεξέχει κανένα μέρος του σώματος της.


    Έβαλα τις φράουλες πάνω στο στέρνο της, τις άφησα εκεί και ζήτησα να προσέχει να μην πέσουν χωρίς να απλώσει χέρι. Το πορτοκάλι τοποθετήθηκε πάνω στο στομάχι της και της ζήτησα να μην ανασαίνει απότομα. Το αχλάδι το έβαλα πάνω στην κοιλιά της και της ζήτησα πάλι να προσέχει να μην της πέσει. Τέλος, έβαλα την πρώτη μπανάνα στο αριστερό μπούτι της και σήκωσα το μαχαίρι.


    Πήρε μια κοφτή ανάσα. Το πορτοκάλι και το αχλάδι έπεσα στο πλάϊ του τραπεζιού.

    - Πραγματικά, ήλπιζα πως δε θα με απογοητεύσεις σε κάτι τόσο εύκολο. Προφανώς, δε μπορείς να ελέγξεις καθόλου τον εαυτό σου.

    Οι φράουλες έμειναν στη θέση τους.

    - Τέντωσε το μπούτι σου αλλιώς θα κοπείς.

    Το μπούτι της τεντώθηκε κι η μπανάνα πήγε να κυλήσει αλλά την κράτησα σταθερή με τα δάχτυλα μου. Με το άλλο χέρι ξεκίνησα να κόβω ροδέλες. Το μαχαίρι έμπαινε στη σάρκα από πάνω και τερμάτιζε ακριβώς πάνω απ’ το δέρμα της. Στη δεύτερη ροδέλα ανατρίχιασε, κουνήθηκε και το μαχαίρι την έκοψε ελαφρά. Μια σταγόνα αίμα κύλησε.

    - Είσαι εντελώς ανεύθυνη; Τελικά δε μπορώ να σου έχω καμία εμπιστοσύνη. Σήκω ντύσου να σε πάω σπίτι σου.

    - Σας παρακαλώ, μια ακόμα ευκαιρία.

    - Γιατί;

    - Δε θα κάνω κανένα άλλο λάθος, το υπόσχομαι.

    - Κι αν κάνεις;

    - Δε θα κάνω.

    - Γιατί;

    - Δε θέλω να πονέσω.

    - Εγώ πιστεύω πως θέλεις.

    - …

    - Να μην πολυλογούμε, την ευκαιρία την έχεις. Άλλο ένα λάθος και σταματάει εδώ. Δε θα ξαναέρθω ποτέ σπίτι σου.

    - Όχι αυτό. Όχι σας παρακαλώ.

    - Ωραία. Πρόσεχε.

    Έκοψα τις υπόλοιπες ροδέλες και μετά από στιγμιαίους δισταγμούς πριν φτάσω κάτω κάτω ξανατέντωνε το πόδι. Όταν έκοψα όλες τις ροδέλες, απαλά τις πέρασα όλες απ’ τη σταγόνα του αίματος και την τάϊσα μ’ αυτές. Μία – μία.


    Πήρα την άλλη μπανάνα και της ζήτησα να τεντώσει το άλλο πόδι. Χωρίς να διστάσει στιγμή αυτή τη φορά αποκτήσαμε οι δυο μας κάποιο ρυθμό. Το φρούτο κόπηκε γρήγορα. Ύστερα το πόδι της χαλάρωσε. Έφαγα τις ροδέλες μία – μία πάνω απ’ το μπούτι της, κλείνοντας τα χείλη μου και χουφτιάζοντας μ’ αυτά το δέρμα στο μπούτι της.


    Η πρώτη φράουλα κόπηκε στο στέρνο της σε μισό. Πήρα μία με τα δόντια μου και την έφερα στο στόμα της. Πήρα την άλλη και τη μάσησα απαλά. Ήταν παγωμένη και σχεδόν γλυκιά. Όταν ακούμπησα τη δεύτερη πάνω στη ρώγα της ορθώθηκε κι έμοιαζε έτοιμη να πεταχτεί απ’ το στόμα της. Έκοψα απαλά κατεβάζοντας το μαχαίρι κατακόρυφα. Κρατώντας τα κομμάτια με το χέρι τα πήρα και τα δυο στα χέρια μου νιώθοντας ηδονή καθώς έκλεινα τα δόντια μου γύρω απ’ τη ρώγα της. Κι έπειτα το άλλο στήθος.


    Ανέβασα πάλι το πορτοκάλι στο στομάχι της και το χώρισα σε οχτώ φέτες. Όπως κουνήθηκε με το κρύο φρούτο πάνω της, με το γοφό έσπρωξε το αχλάδι που έπεσε στο πάτωμα.

    Με κοίταξε κι ανοιγόκλεισε στιγμιαία τα μάτια.

    - Σκέψου εκεί να ήταν το μαχαίρι. Ανόητη. Δε μπορώ να χαλαρώσω λεπτό μαζί σου.


    Έκοψα τις εφτά φέτες σε μικρά κομματάκια πάνω στο στομάχι και την κοιλιά της και με τη μύτη του μαχαιριού τα τρύπαγα ώσπου τα έφαγα όλα. Τι γλυκό φρούτο και δροσερό. Καθάρισα την όγδοη φέτα απ’ τις ίνες και την έχωσα μέσα στο μουνί της, την ξανάβγαλα, την έβαλα μέσα με μεγαλύτερη δύναμη, την έβγαλα, την έβαλα με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη. Την έβγαλα και κάθε φορά που την ξανάβαζα, πρόσθετα δύναμη και τραχύτητα με ερέθιζε αυτή η εισβολή, με ερέθιζε η δύναμη μου, με ερέθιζε που αισθανόμουν να καυλώνει και να πονάει τόσο, κάθε κραυγούλα έμοιαζε να εξιδανικεύει κάθε προηγούμενη στιγμή. Όταν την άκουσα να κλαψουρίζει και το χέρι μου υγράνθηκε πολύ ανάδευσα το μουνί της με τη φέτα του πορτοκαλιού που είχε μαλακώσει και της την έβαλα στο στόμα.


    - Κατέβα απ’ το τραπέζι και φάε το φρούτο σου στο πάτωμα. Δε θέλω να χρησιμοποιήσεις χέρια.

    Κάθισε στα γόνατα της και με τα δόντια προσπαθούσε να κρατάει σταθερό το φρούτο και να κόβει κομμάτια κι όλο της γλίστραγε. Τα μαλλιά είχαν πέσει μπροστά στο πρόσωπο της, ο κόκκυγας ανασηκώθηκε τα μουνόχειλα και τα κωλομέρια της άνοιξαν. Έβγαλα το παντελόνι μου και το βρακί μου και τα πέταξα πάνω στο τραπέζι. Κάθισα πάνω στη μέση της κι έσπρωξα τον πούτσο μου προς τα πίσω. Μπήκα μέσα της και λύγισα ελαφρά τα γόνατα μου, συνέχισα να τεντώνω και να λυγίζω.

    - Μην τυχόν και δε φας το φρούτο σου. Συνέχισε. Όλο θα το φας…


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  7. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Είχαν περάσει αρκετές βδομάδες απ’ αυτή την τελευταία φορά. Ακόμα ένιωθα μια χωλή ευφορία και όσο περνούσαν οι μέρες γινόμουν περισσότερο υπολογιστικός στα διάφορα ερεθίσματα που μου δίνονταν στην αλληλεπίδραση με τους άλλους, στη δουλειά, στο σούπερ μάρκετ, ή το βενζινάδικο. Μετέφερα κατά κάποιο τρόπο αυτό που συζητούσα σ’ ένα άλλο άξονα. Μου θύμιζε το παιχνιδάκι που έκανα μετά την πρώτη μου φορά, που έμπαινα στο λεωφορείο κι έψαχνα για το πιο μοναχικό, το λιγότερο ωραίο άτομο κι αναρωτιόμουν αν έχει βιώσει αυτή την ιδιαιτερότητα της πρώτης φοράς που πίστευα πως με είχε ολοκληρώσει στα 15 και που βέβαια θα αργούσε πάνω από μια πενταετία να γίνει το πραγματικό τσαφ της πρώτης φοράς στο κεφάλι μου, εκείνης που πια είναι ουσιαστική κι ας μην είναι πρωτόγνωρη.


    Συναντηθήκαμε έξω οι δυο μας. Του το ζήτησα εγώ. Ένα ποτό, είχα πει. Δεν έφερε αντιρρήσεις και δέχτηκε ακόμη και το μαγαζί που του πρότεινα. Φτάσαμε μαζί στο πάρκινγκ. Ήρθε με μια βαθυκόκκινη μερσεντές σχεδόν παλιά. Κατά κάποιο τρόπο απογοητεύτηκα. Το περίμενα πως θα εμφανιζόταν με το παλιό μου αυτοκίνητο. Ήθελα εκείνη την επιβεβαίωση, σαν ένα αντιστάθμισμα στις τόσες διαψεύσεις.


    Πήραμε δυο τζακ και το μπωλ με τα φιστίκια ούτε που το αγγίξαμε. Πρόσφερε πουράκι που είχε φρουτώδη γεύση και το δέχτηκα.


    Περίμενα να μιλήσει, να με ρωτήσει γιατί του ζήτησα να συναντηθούμε, φαινόταν όμως απλά χαλαρός, πως θα μπορούσε να βρίσκεται εκεί ανεξάρτητα απ’ τη δική μου πρόταση. Κάπου με πείραζε αυτό. Είχα όμως αποφασίσει, ότι ήθελα να σπάσει. Δέχτηκε να έρθει, έπρεπε να έχει την ελάχιστη περιέργεια να μάθει τι τον ήθελα. Κι έτσι δε μίλησα.


    Την περισσότερη ώρα πίναμε και καπνίζαμε. Δεν πέρναγε δυσάρεστα ο χρόνος, ούτε αισθάνθηκα άβολα. Ξέφτισε ακόμα κι η υποτιθέμενη ανυπομονησία μου. Άλλωστε δεν ήμουν καν ακριβώς σίγουρος τι ήθελα να πω. Είχα μόνο μια διάθεση σαν την αμυδρή αίσθηση πριν τη μεγάλη πίεση για το κατούρημα να τον προκαλέσω. Ήθελα να τον προκαλέσω κατά κάποιο τρόπο να μου αποκαλυφθεί, ή να μου δείξει κάτι. Αυτό που ήθελα ήταν να μάθω. Αλλά δεν ήξερα τι. Δεν ήταν οι συνηθισμένες ερωτήσεις. Κι όλο το ‘χανα από μέσα μου.


    Έπινε το δεύτερο ποτό του, όταν μου φέρανε στο τραπέζι το τρίτο. Ακόμη κι αυτή η διαφορά έδειχνε κάτι. Εκείνος έμοιαζε να απολαμβάνει τη γεύση στη διάρκεια του χρόνου κι εγώ πως γέμιζα το χρόνο πίνοντας αμήχανα.


    - Πες μου.

    - Ρώτησε.

    - Πως μπορώ να μάθω;

    - Τι θέλεις να μάθεις;

    - Δεν ξέρω.

    - Περιμένω.

    - Σου είπα, δεν ξέρω.

    - Περιμένω.

    - Πάω στα τυφλά.

    Με κοίταξε ήσυχα, με ενδιαφέρον. Έτσι μου φάνηκε τουλάχιστον.

    - Ακολουθώ ένα δρόμο με τα χέρια μπροστά γιατί δε βλέπω ώσπου να μου ανοίξεις το δρόμο.

    - Και;

    - Άρα έτσι είναι;

    - Και;

    - Το παραδέχεσαι;

    - Παρακάτω έχει;

    - Γιατί δεν το παραδέχεσαι;

    - Γιατί θέλεις να το παραδεχτώ;

    - Γιατί με έβαλες σε αυτό το δρόμο;

    - Αποζημίωση.

    - Τι αποζημίωση;;; Δεν καταλαβαίνω.

    - Ήθελα να σε αποζημιώσω για κάτι και στην πορεία είδα σε σένα κάτι απ’ τον εαυτό μου.

    - Πότε θα μπορώ να βλέπω μόνος μου; Να ξέρω που πάω, ή τα βήματα μου;

    - Όταν αποδεχτείς τον εαυτό σου.

    - Πως μπορώ να μάθω περισσότερα; Υπάρχουν κι άλλοι έτσι ή εγώ πρέπει να το κάνω;

    - Δε σε καταλαβαίνω.

    - Είμαστε οι μόνοι που λειτουργούμε έτσι;

    - Είμαστε;

    - Μάλλον όχι.

    - Στην τύχη κάνεις όλο αυτό που κάνεις; Δοκιμάζοντας;

    - Το πιστεύεις;

    - Όχι. Ναι, αλλά πως έμαθες;

    - Κάποιος με εμπιστεύτηκε και μου αποκάλυψε πως ζούσε με τη γυναίκα του. Ήμουν πολύ μικρός ακόμα.

    - Ό,τι κάνεις εσύ μ’ εμένα δηλαδή.

    - Περίπου.

    - Το έχεις κάνει και με άλλους;

    - Έχω χρησιμοποιήσει άλλους.

    - Τι εννοείς;

    - Για ψυχαγωγικούς εκπαιδευτικούς λόγους.

    - Δεν καταλαβαίνω.

    - Θα καταλάβεις.

    - Εμένα με χρησιμοποιείς δηλαδή.

    - Και σε χρησιμοποιώ.

    - Και κάτι άλλο;

    - Σου δίνω μια υγιή διέξοδο.

    - Και που ξέρεις εσύ ότι δεν είχα ήδη υγιείς διεξόδους.

    - Φάνηκε.

    - Και πως προχωράει από εδώ και πέρα;

    - Δηλαδή;

    - Έτσι θα είμαστε για πάντα;

    - Όχι αυτό τελειώνει.

    - Πότε;

    - Σύντομα.

    - Ναι αλλά από τι καθορίζεται αυτό;

    - Εσύ θα το ζητήσεις.

    - Μα δεν έχω τέτοια πρόθεση.

    - Έχεις, αλλά δεν το ξέρεις.

    - Κι αν ισχύει αυτό θα μου πεις τότε τι αποζημίωση είναι αυτή;

    - Θα καταλάβεις μόνος σου.

    - Αν δεν καταλάβω;

    - Θα καταλάβεις κάποια στιγμή.

    - Θέλω να σου ζητήσω και κάτι ακόμα.

    - Ζήτα το.

    - Θέλω να δω το αυτοκίνητο μου.

    - Εντάξει.

    - Άρα το έχεις.

    - Φυσικά.

    - Γιατί;

    - Γιατί μπορούσα.

    - Ναι αλλά με ποιο σκοπό;

    - Αναβίωση.

    - Δεν καταλαβαίνω.

    - Δεν είναι όλα για όλους.

    - Θέλεις να το διαλύσουμε;

    - Να πιούμε άλλο ένα ποτό.

    - Εντάξει.

    Μου βγήκε αυθόρμητα, σχεδόν σαν ανακούφιση. Αν είχε ρωτήσει αν ήθελα να πιούμε κι άλλο ποτό, ίσως απαντούσα όχι. Όμως δε ρώτησε κι εγώ λειτούργησα στη δεδομένη κατάσταση. Αυτό κάτι μου έδειχνε, όχι για ‘κεινον. Για τον εαυτό μου. Ακόμα όμως μου ξέφευγε.


    - Καλά περάσαμε, ε;

    -…

    - Καληνύχτα.

    - Πάρτα.

    Έβγαλε σε μια στιγμή τα κλειδιά απ’ το μπρελόκ του και μου τα ‘δωσε.

    - Τι κλειδιά είναι αυτά;

    - Σταμάτα να ρωτάς συνέχεια. Σταμάτα να περιμένεις απ’ τους άλλους να σου εξηγούν. Πάντα το έκανες αυτό.

    - Έτσι λειτουργώ εγώ!

    - Όχι.

    - Τι όχι;

    - Ανεφοδιάζεις τον εαυτό σου με συνεχόμενες ερωτήσεις που σε αποκόπτουν απ’ το να αναζητείς πραγματικά.

    - Δε… νομίζω.

    - …

    - Δε θα μου πεις;

    - Καληνύχτα.


    Μπήκε στο αυτοκίνητο, έβαλε μπροστά, τα παλιά μέταλλα έτριξαν κι έπειτα βρυχήθηκε. Κοίταξα το όμορφο καινούργιο αυτοκίνητο μου, θυμήθηκα πως ήταν ένα μίγμα μετάλλου με πλαστικές ίνες κι έπαψα να το νιώθω οικείο. Σχεδόν δεν ήθελα να το οδηγήσω.


    Έβαλα μπροστά κι οι πρώτοι στίχοι που ακούστηκαν, έμοιασαν να προδικάζουν τη διάθεση μου.

    And you may find yourself

    Living in a shotgun shack

    And you may find yourself

    In another part of the world

    And you may find yourself

    Behind the wheel of a large automobile

    Πως γίνεται μερικές φορές με κάποια τραγούδια, με κάποιες συλλογές που θυμόμαστε ξανά, ξαφνικά και συμπληρώνουν αυτό που διαφεύγει. Η μοναδικότητα της μουσικής, η ποίηση που ευτυχώς διέφευγε ακόμα απ’ τα προγνωστικά του Ζαμιάτιν. Υπήρχε κάτι λιγότερο στοχοποιημένο, λιγότερο σχηματοποιημένο που ακόμα μπορούσε να προκαλεί ενθουσιασμό γιατί ξέφευγε διαρκώς απ’ τη λογική μας. Ταρακουνούσε τις τόσες βεβαιωμένες εμπειρίες μας.


    Έφτασα σπίτι του. Η πόρτα του γκαράζ ήταν ανοιχτή. Το στάρλετ ήταν μέσα. Η μερσεντές όχι. Αισθάνθηκα δέος. Αλλά τα κλειδιά που μου έδωσε δεν ήταν αυτοκινήτου.


    Άνοιξα την εξώπορτα. Τα φώτα ήταν σβηστά κι υπήρχε μόνο ένα αχνό φως που έμοιαζε με το φωτάκι του απορροφητήρα. Κανένας δε με υποδέχτηκε. Εκείνος έλειπε.


    Κατέβηκα στο υπόγειο. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, εκείνη όμως δεν ήταν εκεί. Αισθάνθηκα εκείνο το φτερούγισμα που συνδέουμε με το φόβο και τον έρωτα και την ταραχή. Ανέβηκα πάλι πάνω και πήγα στην κουζίνα. Άνοιξα το ψυγείο, πήρα ένα μισοπιωμένο μπουκάλι νερό και το άδειασα.


    Ανέβηκα στο υπνοδωμάτιο τους. Αρχικά μπήκα στο γραφείο του. Το αχνό φως της οθόνης του υπολογιστή, το γουργουρητό της μονάδας και κάποια απαλή μελωδία που θύμιζε Yanni.


    Το υπνοδωμάτιο ήταν σκοτεινό. Άναψα το φως του διαδρόμου. Ένα τεράστιο πατιναρισμένο κρεβάτι βρισκόταν στο χώρο κι από κάτω ένα κατάλευκο παχύ χαλί με ροζ κεραυνούς.


    Ήταν πάνω στο κρεβάτι, σκεπασμένη με ένα πάπλωμα που έμοιαζε με τα τυποποιημένα πουπουλένια των ξενοδοχείων πολυτελείας. Πήγα κοντά και στάθηκα από πάνω της. Συγκεντρώθηκα ώσπου άκουσα την ανάσα της.


    Έβγαλα τα ρούχα μου εντελώς και τα εσώρουχα. Με καύλωνε η ήσυχη ανάσα της, η διάθεση να τη χαλάσω με μια ξαφνική ριπή του εαυτού μου. Όμως υπήρχε τόσο σκοτάδι μέσα μου. Ήμουν εντελώς μόνος. Κανένας δε μου είχε δώσει την παραμικρή οδηγία. Τι να κάνω, ή πως.


    Ξανάπαιξα στο νου μου τη βραδιά και κάθε άλλη. Μια πρόταση ήχησε μέσα μου, δήλωση, βεβαιότητα: να ακούσω τον εαυτό μου. Ήμουν πολύ καυλωμένος και ήθελα να την ξαφνιάσω. Να χαλάσω την ησυχία της, να ταράξω το συνειδητό της.


    Γονάτισα και έφερα το δάχτυλο μου στο στόμα της. Το έχωσα ανάμεσα απ’ τα χείλη της. Πίεσα με το χέρι μου τα δόντια της να ανοίξουν. Συνέχιζα να πιέζω ήπια. Δεν ήθελα να ξυπνήσει ακόμα. Και το ασύνειδο μπορούσε να δώσει ανακλαστικές εντολές όταν είμαστε προσαρμοσμένοι στο να μη θέλουμε να ξυπνήσουμε. Ίσως και να έχουμε την περισσότερη ελαστικότητα τότε να δράσουμε απόντες κάθε εκλογίκευσης.


    Κρατώντας με τα δάχτυλα μου την άνω και κάτω γνάθο σε απόσταση, ανασηκώθηκα όσο μου επέτρεπε αυτή η κίνηση και πέρασα το δεξί μου πόδι από πάνω της και το ακούμπησα στο μαξιλάρι που ακούμπαγε το κεφάλι της, έπιασα και μερικές τρίχες απ’ τα μαλλιά της μαζί.


    Λύγισα τα πόδια μου κι έχωσα τον καυλωμένο πούτσο μου στην αρχή μέσα στη ζεστή μαλακότητα του στόματος της. Ξαπόσταινα εκεί για λίγο κι έπαιρνα ευχαρίστηση απ’ τη ζεστασιά της ανάσας της. Ενθουσιαζόμουν απ’ τη διαταραχή που θα της προκαλούσα σε λίγο.


    Με το άλλο χέρι μου κατέβασα κι ευθυγράμμισα το πέος μου με το λαρύγγι της και ώθησα τον εαυτό μου ώσπου καρφώθηκα μέχρι βαθιά μέσα. Πνίγηκε στην ανάσα της, προσπάθησε να κλείσει το στόμα και άσκησα δύναμη, χρειάστηκε να ασκήσω υπερβολική δύναμη με τα δάχτυλα μου. Έβαζα δύναμη κι όσο αύξανα τη δύναμη τόσο γινόταν ζωτικό μέσα μου πως αν δεν τα κατάφερνα θα πονούσα, θα καταστρεφόμουν όχι για τον πληγωμένο πούτσο μου, αλλά απ’ την αποτυχία και όσο αύξανα τη δύναμη τόσο γινόταν μεγαλειώδης η χαρά μου γιατί η πίεση αυτή διέλυε το ασύνειδο της με τον πιο άγριο τρόπο, της επέβαλλε τον εαυτό μου, άρχιζε να πονάει, ξυπνούσε πριν συνειδητοποιήσει ότι ελεγχόταν, περιοριζόταν. Γινόταν το θέλημα μου.


    Άνοιξε τα μάτια, ήταν θολωμένα και σιγά σιγά καθάριζαν. Το στόμα της χαλάρωσε. Δέχτηκε αυτό που δε μπορούσε να αποφύγει. Υπήρχε εκεί για ‘μενα. Έφερα και τα δυο μου χέρια στους ώμους της και γραπώθηκα με δύναμη από ‘κει, στήριξα όλο μου το βάρος και συνέχιζα όσο τα μάτια της ανοιγόκλειναν με την τόσο πίεση και την πονούσε το γράπωμα. Η αποδοχή του πόνου, η απουσία διάθεσης να τον αποφύγει, τα μάτια που έδειχναν να τρέφονται από την ευχαρίστηση στα δικά μου, η εξάρτηση της απ’ τη θέληση μου έφεραν πίσω το φτερούγισμα κι ήξερα τι ήταν, ήξερα τι σήμαινε. Μου άρεσε απελπιστικά αυτό που της έκανα, ήταν απαραίτητο να συνεχίσω για όλη μου τη ζωή. Κατάλαβα πως αν δεν υπήρχε εκείνη ή άλλη να της το κάνω, θα πόναγα τον εαυτό μου, το μέσα μου, δεν παραχωρούσε καμιά διέξοδο σε ‘μενα. Κάποιος έπρεπε να πονάει, αλλιώς θα πέθαινα. Κι εγώ δεν ήθελα να πονάω. Η ανάσα μου βρισκόταν ακριβώς εκεί.


    Τη στιγμή που κύλησαν τα δάκρια επιτέλους κατάλαβα πως το παρήγορο κλάμα και ο πόνος ήταν ένα μέσα της, αξεδιάλυτο του είναι της, αυτή ήταν η δική της ανάσα. Έπρεπε. Κι έπρεπε να είμαι ευτυχισμένος για να το παίρνει. Τα δάχτυλα μου σφίχτηκαν ακόμα περισσότερο στους ώμους της, τα δάκρυα έγιναν άφθονα, τραβιόμουν και έσπρωχνα μέσα στο στόμα της ως τη βάση με ταχύτητα. Κι αυτοί οι ήχοι του πνιγμού, η στιγμιαία απείθεια κάθε που της κοβόταν η αναπνοή, με θύμωνε, με ερέθιζε. Πήγαινε να μου στερήσει το δικό μου κι αυτό έκανε την ταχύτητα μου πιο επιτακτική, την πίεση απ’ τα δάχτυλα μου περισσότερη απ’ όση πίστευα πως διέθετα.


    Πονούσε, ελεγχόταν, ανάσαινε από ‘μενα, για ‘μενα, με εμένα και το σπέρμα μου ήταν ατελείωτο και δεν τραβιόμουν άλλο και πνιγόταν και κατάπινε. Τραβήχτηκα. Στην τελευταία βαθιά εισπνοή οδηγήθηκε σε μια ηχηρή εκπνοή φτύνοντας σπέρμα στο σαγόνι της. Με ποιο δικαίωμα το έκανε αυτό;


    Το χαστούκι ήταν αυθόρμητο. Κραύγασε κι εγώ ήθελα να χύσω πάλι. Ήθελα να αισθανθώ πάλι το χέρι μου στο μάγουλο της. Θα ξεχνούσα για πολλά χρόνια πόσο μοναδική είναι αυτή η αίσθηση, ώσπου μια άλλη γυναίκα στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, θα μου έλεγε ‘’θέλω να κλάψω’’ και θα μου υπενθύμιζε το μεγαλείο αυτής της σύμπλοκης σχέσης. Θα έκανε το χαστούκι πάλι σημαντικό, θα το έβγαζε απ’ την τυπική μορφή που απέκτησε μέσα σε μια δεκαετία. Θα το έκανε λιγότερο καθιερωμένο. Μέρος μιας αναπνοής ενός συστήματος. Την εισπνοή της.


    Άνοιξα τα πόδια της και χώθηκα μέσα της. Ήταν πολύ υγρή και τα πόδια της τυλίχτηκαν γύρω απ’ τη μέση μου. Η πίεση, το τράβηγμα έκαναν το γαμήσι βαθύ, απελπιστικά βαθύ, έκαναν το σφυρόκοπημα να πονάει. Κι όσο πονούσα μπαίνοντας τόση ήταν η χαρά μου καθώς ανοιγόκλεινε τα μάτια μόλις άγγιζα τον πάτο της. Μασούσα τα χείλια της και η αλμύρα απ’ τα μάτια της μπλεκόταν μες στα δόντια μου, με γέμιζε με όση ουσία δεν είχα διανοηθεί. Ένα νέο σύστημα αναπνοής έσκαγε μέσα μου και συνέχιζα να μασάω, συνέχιζα να βατεύω.


    Οι συσπάσεις της δε σήμαιναν τίποτα για ‘μενα και κάπου σήμαιναν. Σταμάτησα να κουνιέμαι και το παράπονο της έδωσε κάτι άγριο στο βλέμμα της.

    - Συνέχισε

    Και οι συσπάσεις συνέχισαν χωρίς να κάνω τίποτα. Μπορεί να σήμαιναν πως χύνει ή όχι. Και τι σημασία είχε τελικά;

    Καρφώθηκα πάλι μέσα της ηχηρά. Δε χρειάστηκαν παρά δυο τραβήγματα για να χύσω τον εαυτό μου μέσα της και μόλις στράγγιζα τα κλάματα της μπλέχτηκαν ξανά στα δόντια μου.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
     
  8. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Άκουσα παλαμάκια πίσω μου. Δεν ξαφνιάστηκα, όμως δεν τον περίμενα να βρίσκεται εκεί. Ήταν όμως εκεί. Δε γύρισα, αλλά κατάλαβα στο τρεμούλιασμα του αέρα πως ερχόταν. Δεν ήξερα πως ήταν γυμνός, όμως το γνώριζα. Σκέφτηκα να παραμερίσω, ίσως και να φύγω. Όμως θα μου άρεσε και να δω, ήθελα να δω εκείνος πως θα το έκανε, ίσως και να μην ήθελα.


    Το χέρι του ακούμπησε απαλά στον ώμο μου και ανεβοκατέβηκε κάνοντας μου σήμα να τραβηχτώ. Ανασηκώθηκα και οι τελευταίες σταγόνες έπεσαν πάνω της καθώς ξεκαύλωνα γοργά. Όμως αν κάποιος μου ‘λεγε, αν μπορώ μόνο με το μυαλό, θα καύλωνα και πάλι.


    Με το πλάϊ του ματιού μου καταλάβαινα πως ήταν μέσα της και κουνιόταν δυνατά. Μια σκέψη με πάγωσε στη θέση μου, πως αυτός κολυμπούσε εκεί μέσα, βρισκόταν το καυλί του σε μια πισίνα από τα χύσια μου και τα υγρά της και σύντομα θα τα ανακάτευε με τα δικά του κι είχε αυτός ο χώρος εκεί μέσα με όλα αυτά τα κομμάτια μας μια ιερότητα, σχεδόν σα να βρίζεις με φωνή δυνατή που στον αέρα γίνεται άγια και δίκαια.


    Γύρισα και κοίταζα με όλη μου τη συνείδηση. Τα μάτια της είχαν πεταχτεί έξω και τα χέρια του ήταν τυλιγμένα γύρω απ’ το λαιμό της, το πρόσωπο της είχε κοκκινήσει κι εκείνος έκανε μεγάλα ανοίγματα με τη λεκάνη του, σα να ‘παιρνε φόρα και την κάρφωνε πολύ δυνατά. Δεν κράτησε πολύ ώρα, ίσως να μην έπρεπε, ίσως να μην ήθελε να αφήσει το λαιμό της και να ‘κανε γι’ αυτό γρήγορα, να πίεζε τον εαυτό του να χύσει, ίσως αν στιγμιαία την άφηνε να χανόταν η φλόγα του. Το σκέφτηκα πολλές φορές έκτοτε, ποτέ δεν το κατάλαβα ακριβώς. Ξέρω όμως πως αν κινδύνευα να το χάσω, άλλες φορές θα προτιμούσα να μην το χάσω κι ας ήταν κι υποδεέστερο κι άλλες φορές θα προτιμούσα να το φρενάρω, αρκεί να έρθει το μεγαλύτερο δυνατό.


    Πάντως εκείνος έχυσε. Στράγγιξε τον πούτσο του μέσα της και μετά τα δάχτυλα του χαλάρωσαν. Μαζί με την ανάσα της ανάμικτα βόγκαγε. Βόγκαγε κι ανάσαινε και δάκρυα κυλούσαν.


    Της είπε να γυρίσει. Κι εκείνη γύρισε μπρούμυτα. Πήρε ένα μαξιλάρι και το έβαλε κάτω απ’ το μουνί της κι ο κώλος της ανασηκώθηκε. Τον είδα να παίρνει χωρίς να με ρωτήσει το παντελόνι μου, έβγαλε βιαστικά τη ζώνη και το πέταξε στην άκρη. Κέρματα κουδούνισαν και πετάχτηκαν και σκέφτηκα ηλίθια πως μετά έπρεπε να τα μαζέψω, για να ‘χω ψιλά για το καρότσι όταν πάω σούπερ μάρκετ, ενώ πάντα έπαιρνα καλάθι.


    Πάντα φοράω από ‘κεινες τις ζώνες σαν αυτές που φορούσαμε φαντάροι που θηλυκώνει η μια άκρη μέσα στην άλλη και σφίγγει μ’ ένα ρεγουλατόρο. Την τύλιξε γύρω απ’ το χέρι του και έσφιξε το ρεγουλατόρο τόσο που κοκκίνισε το χέρι του. Έπιασε την άκρη που κρεμόταν στο χέρι του κι άρχισε τις ριπές. Δε με καύλωσε ο ήχος, δε με καύλωσε το χρώμα, όμως ήταν το αναπήδημα της, ήταν η γραμμή που έμενε, ήταν οι κοφτές ανάσες της κι ήταν η λαχτάρα να του πάρω τη ζώνη μου, να το κάνω όπως θέλω εγώ, να γίνω μέρος εγώ αυτού που παιζόταν. Όμως δεν τόλμαγα, να τον παραμερίσω.


    Κι έπεφταν με ακανόνιστο ρυθμό, η μια δυνατότερη απ’ την άλλη. Κι ύστερα από λίγο πήγε στο κομοδίνο και πήρε ένα λιπαντικό. Έβαλε μπόλικο βάζοντας το δάχτυλο του βίαια μέσα στην κωλότρυπα της κι άπλωσε κι άλλο στο χέρι του κι άλειψε μ’ αυτό τα κωλομέρια και τα πλευρά της. Όταν πια γυάλιζε ολόκληρη, γύριζε και με κοίταξε κι ήταν σα να μην ήμουν καν εκεί κι όμως να είχε και να μην είχε σημασία η ερώτηση.

    - Ξύλο, ή κώλο;

    Κι εγώ δεν απάντησα. Άργησα. Το σκεφτόμουν και χάθηκα στη σκέψη μου. Κι εκείνος δεν περίμενε.

    Άρχισε να τη δέρνει αχόρταγα. Κι η ζώνη μου γλίστραγε στα πλευρά της, στον κώλο της, χαμηλά πάνω απ’ τα πόδια της και τα γαλόνια έμοιαζαν φαντασμαγορικά, σαν ένα φίδι που έκανε κόνξες λευκές πάνω στο δέρμα της κι εκείνη αναπηδούσε και βόγκαγε και μέτραγε κι ας μη της το ‘χε πει.


    Δεν ξέρω σε ποιον αριθμό σταμάτησε, ήταν όμως πολύ καυλωμένος. Άλειψε τον πούτσο του με λιπαντικό και μπήκε μέσα της βίαια. Είδα τα μάτια του να ανοιγοκλείνουν με ένταση. Υποθέτω, πόνεσε κι ο ίδιος. Γιατί είχα αργήσει τόσο να απαντήσω; Ή μήπως δεν είχε καν σημασία, αν θα ‘χα απαντήσει. Και τον μισούσα γι’ αυτό που μου πήρε, γι’ αυτό που δε μου ‘δωσε, γιατί μου το ανήγγειλε κι εγώ το έχασα και θύμωνα με τον εαυτό μου ενώ αυτός βάτευε τον κώλο της αργά και δυνατά κι εκείνη ούρλιαζε.


    Είχε ανασηκωθεί και τα χέρια του τεντωμένα έπιαναν άγρια το σβέρκο της και τη χτύπαγε με τον πούτσο του και συνέχιζε να τη γαμάει άγρια κι ήθελα εγώ, ήθελα να ήμουν εγώ. Κι η ζώνη είχε μείνει στην άκρη του κρεβατιού. Την άγγιξα. Γλίστραγε και με αηδίαζε και μόλις την ακούμπησα, ήθελα να το κάνω, δεν ήθελα να περιμένω. Ήθελα να μην έχει αυτό που είχε, ήθελε να του γαμήσω κάθε ισορροπία που είχε ποτέ στη ζωή του, σε μια στιγμή.


    Και την τύλιξα στα χέρια μου και πήγα πίσω του. Τη στιγμή που ξανάμπαινε στην κωλότρυπα της έπεσε η πρώτη πάνω στους ώμους του. Και δε σταμάτησα λεπτό. Και δε σταμάτησε λεπτό. Δε βγήκε λέξη απ’ το στόμα του και μου ήταν αδύνατο να σταματήσω. Λύσσαγα. Ήθελα να τον ακούσω να ουρλιάζει, ήθελα να με παρακαλέσει και δεν ήθελα να το κάνει, γιατί εγώ ήθελα να συνεχίσω. Αντιλαμβανόμουν πόσο πονούσε κι έβλεπα το τράνταγμα της Άννα και τα βογκητά της που ‘χαν γίνει κραυγές. Κι έκανα λίγο στο πλάϊ, έτσι που κάθε ζωνιά να σκίζει και τους δυο τους, έστω κι αν σ’ εκείνη έφτανε αποδυναμωμένη.


    Βόγκηξε υπόκωφα και δυνατά και στηρίχτηκε με μεγαλύτερη δύναμη πάνω της και σαν κατάλαβα ότι χύνει έχασα κάθε αίσθηση του υποτιθέμενου ρυθμού που κράταγα κι έπεφταν οι ριπές καταρρακτωδώς πάνω του κι είχε στραγγίξει από μέσα του και τώρα τρεμούλιαζε κι είχε χαλαρώσει κι ήθελε να σταματήσω όμως τώρα, τώρα ήταν που δε θα σταμάταγα. Καταλάβαινα πως ήμουν εγώ που ούρλιαζα. Ακατάληπτα του ζήτησα να μετράει. Κι έφτασε ως το δέκα, όταν πέταξα τη ζώνη απ’ τα χέρια μου και τον έσπρωξα από πάνω της. Δε με ένοιαζε το που θα ‘μπαινα. Ο κώλος της ήταν ξερός, αλλά εγώ ήθελα να χύσω. Χώθηκα πάλι στο πλημμυρισμένο της μουνί. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί. Όμως έχυσα. Πολύ και βρίζοντας κι ευχαριστώντας την που ήταν τόσο χρήσιμη την κατάλληλη στιγμή.


    Κι ύστερα γύρισα. Και για πρώτη φορά με κοιτούσε σοβαρός και άηχος. Του πέταξα τη ζώνη μου στα πόδια του. Τη σιχαινόμουν. Όμως οι κοκκινίλες στους ώμους του όσο φαίνονταν με αναστάτωναν.

    - Μου άρεσε, είπα σχεδόν ψιθυριστά.

    Ντύθηκα σαν κυνηγημένος κι έφυγα. Κι έμοιαζε όλο αυτό με επίλογο. Κι άκουσα το μήνυμα στο κινητό μου.

    << Πως αισθάνθηκες που μας είχες κάτω απ’ την ισχύ σου >>;

    Κι εκεί κατάλαβα πόσο λίγα ήξερα, πως ήμουν θύμα του, όμηρος του, μα ένιωσα για πρώτη φορά την απόλυτη ουσία του να είμαι ατομικός, δικός μου, έγινε κάψα να μου ανήκω εξ’ ολοκλήρου, να μην ξαναείμαι αδύναμος, γιατί αυτό που γεύτηκα εκεί μέσα ήταν ο ορισμός του λογοτεχνικού έρωτα, ήταν κάτι που τελείωσε και μου έλειπε αφόρητα. Να είναι υπό τη σκέπη μου, να μου είναι θύματα, να μου είναι αφοσιωμένοι, να μπορώ να διαλύσω, ή να μπορώ να προστατέψω, να είμαι ο δυνατότερος δυνατός, αυτός που εισβάλλει γιατί δε μπορούσα να κάνω αλλιώς, δεν είχε νόημα κάτι άλλο. Ήθελα να με λένε κατάλυση, ήθελα εγώ να με λέω. Να εξαρτάται από ‘μενα η ισορροπία κι η ανατροπή της. Δεν υπήρχε κάτι άλλο.


    Για βδομάδες δεν είχα καμιά ειδοποίηση και στην αρχή υπέφερα. Όμως βρήκα διεξόδους σε όλους τους χώρους κι ας μην περίμενα να το βρω. Ήταν σα να είχε αναπτυχθεί μέσα μου κάτι άλλο, που δεν ήξερα, δεν το γνώριζα, το αναγνώριζα όμως με χαρά, το επικροτούσα. Εντόπιζα αδυναμίες και τρύπωνα. Τρύπωνα στον οποιονδήποτε έκανε ένα κενό στο λόγο του, έδειχνε ένα υστέρημα στις κινήσεις του, στον τρόπο που κάποιες πωλήτριες κατέβαζαν τη μπλούζα τους γιατί νόμιζαν πως κρύβει την κοιλιά τους, ή γιατί νόμιζαν πως έχουνε κοιλιά. Το έπαιρνα όλο αυτό που έβρισκα και στιγμιαία το φώτιζα, το μεγένθυνα. Κι ύστερα γλύκαινα με λέξεις. Δεν ήταν σαν έρωτας, ήταν έρωτας. Αποκτούσε νόημα το να ξυπνάω το πρωί, αποκτούσε νόημα να πηγαίνω στα μαγαζιά, αποκτούσε νόημα να πηγαίνω στο γραφείο της γραμματέως, ή να τη φωνάζω στο δικό μου. Έμοιαζε στην αρχή με υποκατάστατο και όσο περνούσαν οι μέρες δεν έμοιαζε πια με υποκατάστατο, γινόταν κάτι ουσιαστικότερο, είχε ένα σώμα δικό του. Που αν κάποιες φορές είχε ολοκληρωθεί με ένα γεμάτο κρεβάτι, με ένα γεμάτο από εμένα κρεβάτι, θα ήταν σαν το μεγάλο έρωτα, των παραμυθιών. Να ζήσω εγώ καλά, να ζήσω εγώ καλύτερα.


    Και πάλι μούδιασα όταν ήρθε το μήνυμα του, πως με περίμεναν το βράδυ για να φάμε μαζί.


    Έμοιαζε πολύ διαφορετικό, πολύ επίσημο. Πήρα ακόμα και ένα καλό κρασί και ένα ταψάκι γαλακτομπούρεκο.


    Μου άνοιξε η Άννα φορώντας ένα μαύρο μίνι με στρας. Ήταν όμορφα βαμμένη και ήρθε και με φίλησε στο μάγουλο χαμηλά κοντά στο αυτί. Η ανάσα της έφτασε ζεστή στους πόρους μου.


    Στον καναπέ καθόταν φορώντας ένα μαύρο υφασμάτινο παντελόνι κι ένα μπλε σκούρο πουκάμισο. Δίπλα του καθόταν μια κοπέλα παχουλή, με ένα εξαιρετικά γλυκό πρόσωπο, ίσως το πιο γλυκό πρόσωπο που έχω αντικρίσει σε όλη μου τη ζωή.


    Μου συστήθηκε ως Ανθή, εκκολαπτόμενη αρχιτέκτονας.


    Μύριζε όμορφα, είχε βαμμένα μόνο τα χείλια κι είχε ένα αλυσιδάκι στον καρπό που έμοιαζε χρυσό και της ήταν χαλαρό στο χέρι και κάθε που κουνούσε το χέρι της πήγαινε πάνω, ή κάτω. Η φωνή της ήταν απαλή, αν και είχε ξαφνικές εξάρσεις, όταν κάτι την ενθουσίαζε, ή όταν κάτι την έκανε να γελάσει με την καρδιά της.


    Υπήρχαν πολλά πιάτα στο κέντρο του τραπεζιού με διαφορετικές γεύσεις. Σχεδόν αντέκρουαν το ένα το άλλο. Τα τόσα πολλά πιάτα μου θύμισαν εκείνο το σκ με την Άννα. Την κοίταξα κι έγινε κατακόκκινη κι ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα. Χάϊδεψα ενώ δεν κοιτούσαν οι άλλοι δυο ένα φρούτο σε κάποιο πιάτο και σχημάτισα με τα χείλη μου άηχα, ενώ με κοίταζε << πάνω σου και να μην πέσει >>. Και για πρώτη φορά είχαμε ένα δικό μου εσωτερικό κάτι, που δεν είχε νόημα για κανέναν άλλο. Χαμογέλασε και κοκκίνισε πάλι.


    Μετά το φαγητό θα πηγαίνανε στο γραφείο του. Έγειρε από πάνω μου και μου είπε στο αυτί

    - όλα έχουν να κάνουν με τα όρια, όλα έχουν να κάνουν με το ξάφνιασμα. Φέρσου ανάλογα.

    Σε μια στιγμή μέσα, ήταν σα να γύρισε ένας διακόπτης και να περιορίστηκε ο κόσμος μου σε αυτή την οδηγία, σε μια επερχόμενη ευκαιρία για κατάλυση.


    Όταν άκουσα την πόρτα στο γραφείο του να κλείνει, έλυσα τη ζώνη μου, ακόμα δεν ξέρω γιατί την έβγαλα τελείως απ’ το παντελόνι μου και την κράτησα αφηρημένα στα χέρια μου. Αφού την κράταγα, δεν ξέρω, σκέφτηκα πως ίσως της ανακάτευα το ωραίο χτένισμα, ειδικά που καταλάβαινα πως είχε τρέλα με τα μαλλιά της, ή επειδή είχε παλιά.


    Ξεκούμπωσα το παντελόνι μου, ανασηκώθηκα και το κατέβασα μαζί με το εσώρουχο, ενώ συνέχισα να κάθομαι στον καναπέ. Η Άννα βρισκόταν στον καναπέ απέναντι και με κοίταζε. Άρχισα να την παίζω, ενώ την κοίταζα. Όταν καύλωσα γέρα τη φώναξα.

    Σηκώθηκε και ήρθε στο μέρος μου. Γονάτισε, έκατσε πάνω στα γόνατα της και με πήρε στο στόμα της.


    Ήθελα να χύσω γρήγορα, αλλά αντιλαμβανόμουνα ότι η ασαφής εντολή, μου προσδιόριζε κατά κάποιο τρόπο να μην το κάνω. Όταν άκουσα την πόρτα να ανοίγει κι εκείνον ακόμα να μιλάει και να λέει στην Ανθή, αφού κατέβαινε να πιεί νερό, να του φέρει και το κινητό του, το οποίο ήταν στο τραπεζάκι δίπλα μου.


    Με γρήγορες κινήσεις πρώτα πήρα το κινητό του και το ακούμπησα δίπλα στο μπούτι μου κι ύστερα έπιασα την Άννα που πήγαινε να τραβηχτεί. Έβαλε αντίσταση και αυτό με τσάντισε. Ένιωσα μια αφάνταστη λαχτάρα μέσα μου που το έκανε. Το χαστούκι απελευθέρωσε μέσα μου την ίδια ευχαρίστηση που είχα εισπράξει και την προηγούμενη φορά. Καύλωσα πιο πολύ. Στο χέρι μου κρατούσα ακόμα τη ζώνη και έπιασα την άλλη άκρη με το άλλο μου χέρι και την πέρασα πίσω απ’ το κεφάλι της κι έγινε σαν ένας φράχτης που της επέτρεπε να ανασηκώνεται, αλλά όσες φορές πήγε να τραβηχτεί, κράτησα τη ζώνη πιο κοντά στο σώμα μου. Αναγκάστηκε να συνεχίσει, ενώ η ζώνη την κράταγε ασφυκτικά κοντά μου. Το κεφάλι της ανεβοκατέβαινε κι εγώ ανασηκώθηκα για να χωθώ ως το λαρύγγι της και κράτησα το κεφάλι της με τη ζώνη ακόμα πιο κοντά. Άκουγα τα βήματα στη σκάλα.


    Όταν είδα την Ανθή για να έχει κοκκινίσει ολόκληρη και να έχει κοκαλώσει αισθανόμουν απέραντη χαρά και κάτι παραπάνω, κοιτώντας τη δυσκολία της κι ακούγοντας τους γουργουριστούς, πνιχτούς ήχους της Άννας κάθε που άγγιζα το λαρύγγι της κρατώντας το κεφάλι της, με τη ζώνη μου σφιχτά. Είχε αποδεχτεί την επιθυμία μου και το κεφάλι της ανεβοκατέβαινε ανεξέλεγκτα.


    Τέντωσα λίγο το χέρι μου και έσπρωξα με τα δάχτυλα μου το κινητό του να φανεί. Η Ανθή το είχε δει. Αλλά δεν το αποφάσιζε να έρθει. Τον είδα με την άκρη του ματιού μου, ψηλά στα σκαλιά. Τότε της μίλησα.

    - Πήγαινε να πιεις νερό και γύρνα να το πάρεις. Ένα – ένα.

    Σα να ξύπνησε σχεδόν, στράφηκε και πήγε προς την κουζίνα. Περίμενα να αργήσει να επιστρέψει, αλλά δεν άργησε. Καθώς γύριζε, κοίταξε πάνω στη σκάλα και τον είδε.

    - Θα το φέρεις το κινητό μου τι θα γίνει;

    - Γιατί δεν έρχεστε να το πάρετε μόνος σας;

    - Υπάρχει λόγος να κατέβω αφού είσαι ήδη κάτω;

    - Δε… δε μπορώ να το κάνω.

    Τότε μίλησα εγώ, δίνοντας ένα επιτηδευμένο θυμωμένο τόνο στη φωνή μου.

    - Άσε θα της το βάλω εγώ στα χέρια.

    Τράβηξα τη ζώνη μου κι έσπρωξα μαλακά την Άννα. Πήγε να σηκωθεί.

    - Μείνε, της είπα μαλακά.

    Κι έμεινε.


    Ανασηκώθηκα απ’ τον καναπέ, χωρίς να ανεβάσω το παντελόνι μου και δίχως να ξεκαυλώσω πήγα το κινητό του στην Ανθή. Δεν τέντωσα τα χέρια μου. Όταν ο πούτσος μου πίεσε την κοιλιά της τότε της έτεινα το κινητό. Έπιασε το κινητό στα χέρια της, αλλά δεν έφευγε. Συνέχιζε να με κοιτάζει στα μάτια. Έμοιαζε με άγαλμα.

    - Θα του πας το κινητό να συνεχίσετε τη δουλειά σας, ή θα μείνουμε έτσι και θα χάσω τη στύση μου. Θέλεις να χάσω τη στύση μου; Είπα λίγο πιο επιθετικά.

    Πάλι ήταν σα να επέστρεφε η ζωή στο βλέμμα της. Έκλεισε τα δάχτυλα της γύρω απ’ το κινητό κι έκανε μεταβολή και ανέβηκε τα σκαλιά. Καθώς πέρναγε από δίπλα του, εκείνος της χάϊδεψε απαλά την πλάτη κι εκείνη δεν τραβήχτηκε. Η πόρτα έκλεισε πάλι.


    Γύρισα στον καναπέ, δεν είχα ξεκαυλώσει, δεν ήθελα όμως να ξαναρχίσουμε εκείνη τη στιγμή αμέσως. Ανέβασα το παντελόνι μου, πέρασα τη ζώνη μου κι έβαλα ποτό στον εαυτό μου. Όπως καθόμουν την τράβηξα μαζί μου στον καναπέ και την κράτησα στην αγκαλιά μου. Κάποια στιγμή της ανασήκωσα το πιγούνι. Τα μάτια της ήταν βρεγμένα. Φιληθήκαμε και φιλιόμασταν για πολύ ώρα.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  9. -Volt-

    -Volt- Contributor

    10 ημέρες πριν τα Χριστούγεννα του 2010,


    Ήταν η πρώτη μου, η πρώτη δική μου. Και πάλι όμως υπήρχε κάπου ο απόηχος του, υπήρχε αυτή η αίσθηση πως δε μου ανήκε, πως μου παραχωρήθηκε, ή πως μου δόθηκε χάρη. Ακόμα, όλα συνέβαιναν ασυντόνιστα μέσα μου, είχαν ωστόσο κάποια συνοχή, μια δική τους ιδιαίτερη λογική. Ήταν πλέον όλα αναγνωρίσιμα μέσα μου, χωρίς κίνητρα ή ιδέες που δε μπορούσα να ψηλαφίσω. Σαν κάποιος να μου είχε δώσει τα μέρη ενός στερεοφωνικού που ήξερα με ποιο σκεπτικό συνδέονται και ποιο δυνητικά το τελικό αποτέλεσμα, χωρίς όμως να το έχω φτιάξει ποτέ μόνος μου. Συναρμολογούσα το πικάπ, αλλά ο ενισχυτής ήταν ανέτοιμος, έφτιαχνα τον ενισχυτή, είχα μια κασέτα, αλλά το κασετόφωνο ήταν ασυναρμολόγητο. Υπήρχε η ιδέα, η πρόθεση, η γέλη της συνάφειας, όχι όμως η ένωση, όχι η ολοκλήρωση.


    Αυτό που είχα καταλάβει πια ήταν πως τίποτα δεν υπάρχει και δε μπορεί να υπάρξει, αν για κάθε πλευρά ξεχωριστά δεν υπάρχουν πραγματικά συναισθήματα / διαθέσεις σαδομαζοχισμού. Όλα όχι αυτές οι εξωτερικές εκφράσεις που επικρατούν και εμπεριέχονται σε υπερθετικό βαθμό κι εμπεριέχουν το ρυθμό κάθε μελωδίας, αυτή η λαίλαπα μέσα μου που ήθελε να επικρατεί και με ξέσκιζε όταν δεν λάβαινε την ανταμοιβή της, αυτό που δικαιούταν επειδή υπήρχε, επειδή με έκανε δυνατό. Αλλά τα αδήλωτα εσωτερικά αντίθετα. Το μικρόβιο που τρώει από μέσα και απαιτεί όχι μια ισορροπία, αλλά μια υπέρβαση. Και την ίδια στιγμή που λειτουργεί η πρόκληση, ως μη πρόκληση, ένα αχνό κομμάτι αντιλαμβάνεται ότι είναι και ‘’παιχνίδι’’ / κυνηγητό εντυπώσεων και υπερίσχυσης.


    Παραμένει θαμπό και στις νεφέλες του, ως τη λήξη, που πια γίνεται αντιληπτό εμφανώς, γιατί εμπεριέχει την ιδέα της προσποίησης, χωρίς όμως στην πραγματικότητα να είναι προσποίηση, είναι μια πρόταση που γίνεται αποδεκτή, μια φράση που χρειάζεται να ειπωθεί και είναι πολύ σοβαρή στην αντιστροφή των εσωτερικών αντιθέτων, στα εξωτερικά τους, όσο παράλληλα κατανοητή, πως δεν έχει ‘’πραγματική’’ σημασία σχέσης ‘’βάρους που η αντίσταση του αέρα δεν είναι αμελητέα’’. Βέβαια, όλα κάτι προσθέτουν με το χρόνο, στο πραγματικό, ειδικά όταν με τα χρόνια βαλτώνει και τα εσωτερικά αντίθετα πεινούν και δεν έχουν καμιά αντίρρηση, να τραφούν απ’ τον εαυτό τους. Να καούν πέφτοντας μέσα στο φαγητό πάνω στη στόφα και να πεθάνουν τρώγοντας το όλο. Κι έπειτα να πάψεις να ζεις, να αισθάνεσαι μέσα από τυχαίες καταστάσεις το μακρινό τερέτισμα μιας παλιάς αίγλης, σαν ένα ίχνος ύλης ανακυκλωμένης, πάνω στα τριμμένα βοτσαλάκια στην ακροθαλασσιά που αντιλαμβάνεται το κύμα από πάνω του, σαν εκείνο το ξακουστό, φριχτό διήγημα του Λόρδου Ντάνσανι.


    No remorse and no regrets

    for those I've sent straight to hell

    I have my demons; they're all in my cell

    They're all here and follow me everywhere

    My hate controls me and gives me strength

    My only protection inside the walls

    Dying. Desiring. Lying. Dying.

    Dying. Desiring. Lying. Dying.

    The walls are closing in

    My cell is getting smaller

    Soon, all the pain's must cease

    Life will end here

    My final days are counting

    I can wash away the pain

    My body's getting colder

    I feel so unafraid


    Πως συμβαίνουν αυτές οι καταστάσεις που έχεις ένα περίεργο αίσθημα πως βρέθηκες δανεικά μέσα σε μια κατάσταση. Σαν μια θεωρητική ασυνέχεια του χρόνου, αντικατέστησες κάποιον που έπρεπε πραγματικά να βρίσκεται εκεί. Έτσι μου συνέβαιναν τα τελευταία δυο χρόνια, ήταν μια αίσθηση που αναζητούσα διακαώς. Να βρίσκομαι κάπου, στην πιο ακατάλληλη στιγμή, σα να τη δικαιούμουν, να κάνω εκείνα που έρχονταν σε αντίθεση με τη ζωή, με τις συνήθειες μου, με την απόφαση να πάω κάπου και να σταματώ κάπου αλλού. Και μέσα σε όλη αυτή τη ζωή μέσα στη ζωή, ουσιαστικά σε τούτη την παρένθεση, υπήρξα δόλιος, δεν ξεκαθάριζα στις γυναίκες που συναντούσα τι έκανα, γιατί, ποιος ήμουν. Ήταν της μόδας οι συναισθηματικά μη διαθέσιμοι και με βόλευε να το ντύνομαι, αλλά όχι και να το επικαλούμαι. Και να αποφεύγω τη συσχέτιση με τον υπαρκτό κόσμο, μ’ εκείνους που ήταν σαν εμένα. Ήθελα την τυχαιότητα, ήθελα την υπερβολή, ήθελα να είμαι άτιμος, ήθελα να εισβάλλω όπως το ζευγάρι αυτό, διέτρεξε τη ζωή που νόμιζα σωστή κι έκαψε όλα όσα νόμιζα πως ήταν στο νούμερο μου.


    Κάθε φορά που αντιλαμβανόμουν πως αυτή απέναντι μου ήξερε τα μυστικά σημάδια, αναγνώριζε, άνηκε στους εκλεκτούς, που δεν ήθελα να ανήκω, αλλά ήθελα να είμαι, έφευγα μακριά. Αρνούμουν να αποδεχτώ τη θέση που δικαιωματικά μπορούσα να έχω, ήμουν σίγουρος πως αν την κατείχα όλα θα μου χαρίζονταν εύκολα και δεν τα ήθελα έτσι. Ήθελα να τα παίρνω με το ζόρι, να τα παίρνω επίτηδες. Να γίνομαι κακός. Και ήμουν τόσο μακριά απ’ την αλήθεια, νόμιζα πως είχα βρει το γκράαλ στην τυχαιότητα, εκείνο που ισχυροποιούσε το ένστικτο μου, που αποστρεφόταν την επιπεδότητα που έβρισκα, προτού τους ξανασυναντήσω.


    Και μέσα σε όλα αυτά, παρά τα όσα συνέβαιναν με εμένα να απολαμβάνω αυτό που θεωρούσα ύψιστο, τον έβλεπα σε ένα βάθος να με κοιτάζει και τον είχα κάνει κριτή, του είχα βάλει λόγια στο στόμα που ο πραγματικός άνθρωπος ίσως να μην έλεγε ποτέ, μα δεν έβλεπα μπροστά μου, δε μπορούσα να καταλάβω πως το μέσα μου λύσσαγε για μια αναγνώριση από ‘μενα τον ίδιο και συνέχιζα τα ίδια παιχνίδια και θα τα συνέχιζα για πολύ ακόμα. Η απλόχερη σφοδρότητα, η ιαχή του πολέμου, ο αδυσώπητος πόνος, η ευχαρίστηση να τον προκαλείς ξαφνικά, τυχαία, να γεύεσαι αυτό το αποσβολωμένο βλέμμα, να καταχράσαι τον πόνο που γίνεται αποδεκτός, για όσες φορές το νόμισμα αυτό περνάει. Και στο βάθος εκείνος, που δεν ήταν εκείνος.


    Echo in the distance

    Like the sound

    Of a windmill going round

    Guess I'll always be a soldier of fortune

    Many times I've been a traveller

    I looked for something new

    In days of old when nights were cold

    I wandered without you

    But those days I thought my eyes had seen you standing near

    Though blindness is confusing

    It shows that you're not here


    Στα χρόνια που σπούδαζα δεν υπήρχαν επιμετρητές μηχανικοί που τώρα πια είναι τόσο πολύ της μόδας, σαν αυθύπαρκτο επάγγελμα. Γινόσουν, τρώγοντας πολύ σκατό και στην αρχή δεν το ‘θελες, μα κάποια στιγμή που αντιλαμβανόσουν ότι όλοι χρησιμοποιούσαν το cad και έτοιμες φράσεις από κάποιο νοητό πίνακα αιτίας αποτελέσματος, εσύ ακόμη χρησιμοποιούσες σα να ‘σουν πρωτάρης γραφικές παραστάσεις, εξισώσεις, ολοκληρώματα. Κι ο κόσμος έβρισκε τη μυστική μουσική λογικότητα που όλα του τη στερούσαν κι επιβεβαίωναν γιατί τρελάθηκε τόσο πολύ ο Πύντσον κι αποκρυστάλλωσε τα στιγμιαία γεγονότα, τα ένωσε με τη γέλη του ταυτόχρονου. Όλα είχαν λογική αν μπορούσες να βλέπεις τη σύνολη εικόνα. Όλα μπορούσαν να είναι όμορφα. Σε όλα κρυβόταν η μεθοδικότητα.


    Μου άρεσε να γεύομαι τον εαυτό μου ξανά στα εργοτάξια, συνήθεια που για λίγο έζησα, πριν το 2005 αποκεφαλιστεί η οικοδομή. Να τριγυρνάω με τις παλιές Dunlop μπότες μου και τα ξεφτισμένα τζιν και το gant πουλόβερ που φορούσα ατημέλητος, σαν ένα κορόϊδεμα στους αρχιτέκτονες που εμφανίζονταν σαν αυτοκράτορες με τα north face και τα μινιατουρίστικα αμάξια μπιμπελό. Μπορούσα να έχω αυτά τα ρούχα, τα είχα, τα φορούσα μέσα στη σκόνη και τα χαιρόμουν πραγματικά, δεν έμοιαζα με κανέναν απ’ αυτούς. Γιατί εκεί στο χώρο, εγώ έκανα κουμάντο. Εγώ ήμουν ο μηχανικός ασφαλείας, εγώ επιβεβαίωνα ή όχι τις επιμετρήσεις των εργολάβων κι είχα την εξουσία να εκδίδω πιστοποιήσεις λογαριασμών και το έκανα με μολύβια HB και 4Β, γόμα λευκή και κλιμακόμετρο, σε σχέδια φυσικά, γιατί μπορούσα, γιατί το γούσταρα, γιατί δεν έκανα ποτέ λάθος. Παραήμουν ψυχαναγκαστικός και μονοκόμματος για να επιτρέπω στον εαυτό μου τέτοια λάθη.


    Όμως το 2010, ενάμιση χρόνο πριν αναγκαστώ να φύγω οριστικά απ’ την Αθήνα, τότε πια δεν υπήρχε καν η ιδέα της οικοδομής, τουλάχιστον όχι αν δεν ήσουν στις καλές ομάδες, ή στους κρεοπώληδες που το ‘παιζαν εργολάβοι και πλήρωναν μια άδεια σε κάποιο μηχανικό για να παριστάνει ο ανιψιός τους τον επιβλέποντα και να έχουν τις δικές τους κλίκες, για οικοδομές που ναι μεν δεν κινδύνευαν συνήθως στατικά, αλλά ήταν εξαμβλώματα ντροπής. Δούλευα ως αναλυτής ρίσκων για εταιρία που ενέκρινε δάνεια για νέες οικοδομές και υπαγόμασταν σε μια τράπεζα που μας έκανε να αισθανόμαστε ασφάλεια, πως δε θα εξαγοραστεί, δε θα χάσουμε τα λεφτά μας. Ακόμη, η λέξη συγχώνευση δεν είχε πολυφορεθεί τόσο πολύ.


    Ο διευθύνων είχε βοηθήσει ένα φίλο του να μην καταστραφεί οικονομικά αγοράζοντας τα σχέδια μιας νέας οικοδομής μαζί με το οικόπεδο και θα καλούσε την σχεδιάστρια να συνεννοηθούν για διάφορα διαδικαστικά. Δε μου χρειαζόταν να παρίσταμαι σε αυτό το meeting, δε θα μου παρείχε κανένα στοιχείο για τη δουλειά μου. Ήθελα όμως να με βάλω στο χάρτη, αν τον έπειθα να το αναλάβουμε αυτεπιστασία, ήθελα να έχω μερίδιο απ’ την πίτα. Και η αλήθεια είναι πως ξεκανόνισα ένα πραγματικό ραντεβού για να βρεθώ εκεί, την τελευταία στιγμή και μάλιστα μπήκα επίτηδες δήθεν να του πω για μια εξέλιξη που είχαμε σε μια υπόθεση και ο σκοπός ήταν πιάνοντας μια φράση να με φώτιζα.


    Δεν περίμενα να βρω την Ανθή εκεί. Και δεν την αναγνώρισα. Είχε ακόμη καμπύλες, χωρίς να είναι πια παχουλή, αλλά αυτό που την έκανε να μοιάζει διαφορετική ήταν πως είχε χαθεί ο αέρας του ατσούμπαλου από πάνω της, η ψυχολογία κλωτσοσκουφιού και είχε γρασαριστεί η εξοικείωση με τη δουλειά. Φαινόταν πως είχε πληρώσει τον αέρα που φορούσε.


    Τα πράγματα έγιναν ακριβώς όπως τα είχα υπολογίσει. Μπήκα και έμεινα. Έπεισα ακόμη και για την αυτεπιστασία. Βοήθησε μάλλον πως η Ανθή με αναγνώρισε αμέσως χαιρετώντας με, αν και δεν ξεκαθάρισε που με γνώρισε και πως, αρκούσε πως έμμεσα επιβεβαίωνε τη θέση μου σ’ εκείνο το τραπέζι.


    Εξ’ αρχής, την απέκλεισα. Δεν εξέταζα αν μου άρεσε ή όχι. Τον είχε γνωρίσει, είχε γίνει μάρτυρας ενός σκηνικού, που μπορεί να ήταν η αφορμή για να εμπλακεί με τον ίδιο τρόπο και στη δική της ζωή και άρα μπορεί να γνώριζε αυτά που εγώ ήθελα να δημιουργώ μέσα στο τυχαίο. Επίσης, είχα μάθει πικρά το μάθημα μου. Όταν πήρα διαζύγιο, διότι μετά τον επανερχομό της Άννας και εκείνου στη ζωή μου, σταμάτησα να θέλω να κουβαλάω ένα γάμο που είχε τελειώσει και που ήδη ζούσαμε χωριστά, σαν παντιέρα για να μην φοράω τον εαυτό μου, όσο ήθελα, η πρώτη σχέση που δε με ένοιαζε να κρύψω για τα μάτια του κόσμου, ήταν με μια γραμματέα της εταιρίας και μου είχε επιβεβαιώσει ποικιλοτρόπως γιατί δε χέζουμε εκεί που τρώμε.


    Γιατί ήταν 2010, γιατί ήδη υπήρχε κρίση, γιατί όλοι από κάπου κάνανε οικονομία, το γραφείο της ήταν μέσα στο σπίτι της, σε μια καλοδιατηρημένη μεζονέτα της δεκαετίας του 50 σε ‘κεινες τις καλοβαλμένες πολυκατοικίες των Αθηνών. Στην είσοδο υπήρχε θυρωρείο και πίσω του ανελκυστήρας γευμάτων, από τα παλιά χρόνια. Πριν πάω δεν είχα καταλάβει ότι έμενε εκεί, αλλιώς δε θα είχα πάει, θα είχα επιμείνει να γίνει το ραντεβού στην εταιρία.


    Μου άνοιξε την πόρτα ένα μελαχρινό 20χρονο που μάλλον ήταν κάτι σα δακτυλογράφος, κινητό ημερολόγιο και ξεσκονόπανο. Η Στέλλα. Λίγο μετά έφυγε, όταν πια είχε έρθει η Ανθή κι αφού μας είχε φτιάξει γαλλικό. Είχα ευχαριστηθεί πολύ που στο γραφείο της πέρα απ’ το υπερμεγέθες, φανταχτερό γραφείο, εκείνες τις απομιμήσεις με το πράσινο δέρμα στην επιφάνεια, υπήρχε και κανονικό σχεδιαστήριο. Υπήρχε ακόμα κι ένα ταυ πάνω του, που μου θύμισε πολλά.


    Είχαν περάσει αρκετές ώρες, μέσα στις οποίες είχαμε επικοινωνήσει με ανοιχτή ακρόαση με όλους τους υπόλοιπους συντελεστές του επερχόμενο έργου, ή για την ακρίβεια είχα καταφέρει εκείνη να διαπληκτιστεί με τον πολιτικό μηχανικό που έκανε τα στατικά γιατί ήθελα να αναλάβει και την επίβλεψη κι εγώ με το μηχανολόγο για ένα VRV μηχάνημα.


    - Πεινάς καθόλου;

    - Δεν το έχω σκεφτεί, αλλά τώρα που το λες, νομίζω πως έχω πεινάσει.

    - Παραγγέλνουμε ή κάνω κάτι πρόχειρο;

    - Τι μπορείς να κάνεις και για τι έχεις όρεξη;

    - Θα ήθελα ψαράκι στου Δουράμπεη αλλά είναι πολύ νωρίς. Μπορώ να ψήσω ψωμί του τοστ με τυρί και να το συνοδέψουμε με τσάϊ. Ε;

    - Καλό ακούγεται. Παρότι, ευχαρίστως θα καθόμουν σε αντικριστό τραπέζι στου Δουράμπεη.

    - Γιατί όχι στο ίδιο;

    - Γιατί θέλω μπριζόλα και η ψησταριά είναι δίπλα στο Δουράμπεη.

    - Δε θα μου έκανες παρέα δηλαδή; Ή μάλλον θα μου ‘κανες και δε θα μου ‘κανες. Ναι αλλά όμως, οι καραβιδόψιχες του Δουράμπεη είναι μοναδικές.

    - Ε, θα μου στελνες λίγο.

    - Α όχι! Ή θα καθόσουν μαζί μου, ή δεν έχει.

    - Τότε δεν έχει.

    - Και πως θα συζητούσαμε για τη δουλειά;

    - Δε θα συζητούσαμε.

    - Και τότε γιατί να πάμε μαζί ως εκεί;

    - Για να κοιτιόμαστε και να συζητάμε με τον εαυτό μας, αυτά που θα συζητήσουμε μετά μεταξύ μας.

    - Ναι, αλλά υπάρχει ένας κίνδυνος.

    - Ο οποίος είναι;

    - Να μη σκεφτόμουν τα της δουλειάς, αλλά…

    - Αλλά;

    - Την πρώτη φορά που σε είδα.


    Ίσως και να κοκκίνισα, δεν ξέρω. Το είχα σκεφτεί πως αν δινόταν η ευκαιρία ίσως και να έλεγε κάτι. Και γι’ αυτό κυρίως ήθελα να μείνει επαγγελματικό μόνο. Δεν ήθελα να συζητήσω γι’ αυτό, πώς να συζητήσω γι’ αυτό και τι να πω άλλωστε γύρω απ’ αυτό. Άλλαξα θέμα.


    - Να έρθω μαζί σου στην κουζίνα που θα κάνεις τα τοστάκια;

    - Δε θα κάνω τοστάκια. Ψωμί με τυρί θα ψήσω και θα βάλω το τσαγερό.

    - Έστω, αυτό.

    - Οκ, πάμε. Αλλά η σκέψη μου μπήκε στο αυλάκι να ξέρεις και δε θα συζητήσω άλλο για δουλειά.

    - Δε θέλω να μιλήσω για τότε.

    - Γιατί όμως;

    - Γιατί έτσι.

    - Ώριμη απάντηση.

    - Δεν είμαι ώριμος.

    - Αλήθεια;

    - Αλήθεια.


    Χωρίς να συνεχιστεί ο διάλογος που στην πραγματικότητα αντί να με κάνει να αισθάνομαι άβολα, είχε ενεργοποιήσει ένα μηχανισμό μέσα μου, ή μάλλον μου τον είχε αποκαλύψει στο συνειδητό μου: μου άρεσε αυτό όλο και σκεφτόμουν να το συνεχίσω, παρά τις πιθανές συνέπειες, ή ειδικά θέλοντας να υπάρξουν συνέπειες.


    Δεν είχα βουτήξει ποτέ ψωμί με λιωμένο τυρί μέσα σε πολύ γλυκό τοστ κι ήταν μια γευστική αποκάλυψη. Είχε κάνει μια ολόκληρη σχάρα τριγωνάκια και βγήκαν δυο κούπες στον καθένα μας. Είχαμε καθίσει οκλαδόν σε ορθή γωνία πάνω στο χαλί, στο τραπεζάκι του σαλονιού. Το φως του σούρουπου δεν ήταν αρκετό και άναψε ένα πορτατίφ.


    - Θέλω να μάθω πράγματα.

    - Δε θέλω να τα πω.

    - Πιστεύω πως θέλεις, ή πως θα σου έκανε καλό.

    - Σπούδασες και ψυχολογία;

    - Οκ, το κόβουμε.


    Ναι αλλά το έκοψε πολύ απότομα και μου ‘χε πάρει τη μπουκιά απ’ το στόμα. Μέσα μου εξαγριώθηκα. Ήταν ύπουλο. Κι εγώ δεν ήθελα άλλοι να το κάνουν. Ήθελα μόνο εγώ.


    - Αν επιμένεις πάντως…

    - Όχι, είπα τέλος.


    Έπαιξα κι έχασα.


    - Χόρτασες;

    - Ναι αμέ.

    - Σου άρεσε;

    - Δεν είχα ξαναδοκιμάσει τέτοιο συνδυασμό, ήταν υπέροχο.

    - Θέλεις κάτι άλλο;

    - Ένα ποτήρι νερό θα ήταν μια χαρά κι ίσως να … πίναμε κάτι;

    - Αλκοόλ εννοείς;

    - Ναι.

    - Θέλεις να πιούμε σναπς; Δεν έχω κάτι άλλο.

    - Δε μου αρέσουν τα γλυκά ποτά.

    - Τότε, μπορούμε να πιούμε τσάϊ ή καφέ. Τι σου αρέσει να πίνεις;

    - Ουίσκι.

    - Ο φίλος μου πίνει ουίσκι.

    - Α. Δεν έχεις καθόλου;

    Το ‘’Α’’ είχε πάει να μου ξεφύγει, πήγα να το μαζέψω, αλλά στο τέλος το μέσα μου φώναξε, γιατί όχι.

    - Όχι, αλλά μπορούμε να πάμε να πάρουμε.

    - Θα πιεις κι εσύ;

    - Θα πιω σναπς.

    - Άρα, να πάω να πάρω;

    - Μαζί θα πάμε… αν θες. Για να … σου δείξω το δρόμο.

    - Οκ. Πάμε.


    Η κάβα δεν είχε και πολλά πράγματα, οπότε ελλείψει κάποιου καλού ουίσκι, ή κάποιου που να γνώριζα εγώ, ως καλό, ή που να μου ταιριάζει, επέλεξα μια πέρδικα 12 ετών. Δεν κατάφερα με κανένα τρόπο να την πείσω να πληρώσω το ποτό. Σχεδόν με καύλωσε η σκέψη να πετάξω το πενηντάρικο πάνω στο ταμείο την ώρα που έβγαζε το πορτοφόλι της, αλλά ακόμα δεν ήθελα να περάσω αυτή τη γραμμή, ειδικά που είχε γκόμενο.


    Επιστρέψαμε στο σπίτι της και καθίσαμε στο γνωστό τραπεζάκι. Το σναπς από τη μέση που βρισκόταν τελείωσε και το ουίσκι έφτασε λίγο πάνω απ’ τη μέση. Γενικά ξέρω πώς να πίνω ουίσκι, αλλά η πέρδικα δεν είναι το ποτό μου και ήμουν άφαγος. Είχα κάνει ευχάριστο κεφάλι και είχα ζεσταθεί. Εκείνη είχε ανάψει. Είχε ξεκουμπώσει αρκετά κουμπιά της πουκαμίσας της και πάνω απ’ τη σχισμή φαίνονταν στον ελλιπή φωτισμό, κάποιες πολύ λαχταριστές ελίτσες. Έμοιαζε να μη φοράει σουτιέν. Δεν υπήρχε πρόθεση πρόκλησης στο ξεκούμπωμα απ’ όσο καταλάβαινα και μου άρεσε αυτό. Το αγαπάω το άφημα του άλλου, χωρίς αυτό να αναιρεί πως συνήθως το εκμεταλλεύομαι.


    - Η συζήτηση ξεκόβεται

    Είπε με τα πολλά και κουνώντας το χέρι της σα μαέστρος, όταν κατάφερε να σχηματίσει την πρόταση χωρίς να κάνει σαρδάμ.

    Η σεζόν ξεκινούσε. Το μέσα μου έτριβε ευχαριστημένο τα χέρια του και μου πέταγε λοξά βλεφαρίσματα. Έκανα όμως πως δεν καταλαβαίνω.

    - Δεν σε καταλαβαίνω.

    - Αφού είσαι μεσυθμένος.

    - Είμαι τι;

    - Με…συ…με…σθυμένος

    - Καινούργια λέξη;

    - Άντε γαμήσου

    Είχε ξεπεράσει μια γραμμή εδώ, πράγμα που κατάλαβε. Συγνώμη όμως δε ζήτησε. Θα … ζητούσε όμως, αν και μ’ άρεσε όπως έβριζε.

    - Δε μου αρέσει ο τρόπος σου.

    - Αυτόν έχω.

    - Όχι μαζί μου δε θα τον έχεις.

    - Είσαι υπάλληλος.

    - Όχι δικός σου.

    - Μπορώ να πω να σε εξαιρέσουν.

    - Δε θα χρειαστεί,

    είπα ήσυχα κι έκανα να σηκωθώ, στο ποσοστό που μπορούσα να το ελέγξω.

    Το χέρι της πήγε να με πιάσει και γατζώθηκε στη ζώνη μου.

    - Τι έπαθες τώρα;

    - Δε μου αρέσει ο τρόπος σου και ούτε αυτά που υπαινίσσεσαι.

    - Απλά μιλάμε, είμαστε συμονήλ… εννοώ δε χρειάζονται τυκιπότητες.

    - Δεν καταλαβαίνω τι λες. Άσε το παντελόνι μου. Θα ενημερωθείς ποιος θα αναλάβει στη θέση μου.

    Το χέρι της έμεινε γατζωμένο εκεί.

    - Δε σε αφήνω. Δε θα φύγεις έτσι. Όχι αν δε τα βούμε.

    - Τι σημαίνει βούμε;

    - βρρρρρρούμε.

    - Είσαι μεθυσμένη, θα φύγω.

    - Μείνε λίγο.

    - Δε σε γουστάρω και λες πολλά.

    - Όχι, μείνε.

    - Δε σε αφήνω όμως έτσι, πες μου το τηλέφωνο του γκόμενου σου να τον πάρω να έρθει.

    - Δεν είναι γκόμενος μου! Δε στο επιρτέπω!

    - Καλά, σύνελθε πρώτα και μου απαγορεύεις μετά.

    - Πάτρο πίσω!

    - Πάτρο τι είναι;

    - Πάρτο! Τώρα!

    - Άσε το παντελόνι μου.

    - Όχι δεν το αφήνω, δε θα πας πουθενά.

    Το χαστούκι δεν ήταν πολύ δυνατό, ούτε γρήγορο.


    Ανασήκωσε τα μεγάλα μελιά μάτια της και με κοίταξε. Το χέρι της συνέχιζε να γραπώνει τη ζώνη μου. Δάκρυα κυλούσαν απ’ τα μάτια της. Λύγισα τη μέση μου, έβγαλα τη γλώσσα μου και κατέβηκα απ’ τα μάτια της ακολουθώντας τα δάκρυα. Όταν έφτανα πάνω απ’ το στόμα, η γλώσσα της βγήκε έξω. Τη ρούφηξα στο στόμα μου. Το χέρι της παρέμενε στη ζώνη μου και το δικό μου χώθηκε και έπιασε το δεξί στήθος της. Χωρούσε στην παλάμη μου. Έκλεισα τα δάχτυλα μου γύρω απ’ τη ρώγα της και την τσίμπησα δυνατά. Συνέχισα να τη ζουλάω ανάμεσα στα δάχτυλα μου. Και να τη ζουλάω. Συνέχεια. Πήγε να τραβηχτεί, κλαψούρισε και της δάγκωσα τα χείλια δυνατά. Τραβήχτηκα λίγο πίσω αλλά δεν άφησα τη ρώγα της. Άπλωσα και το άλλο μου χέρι μέσα απ’ το πουκάμισο της. Και τα δυο χέρια δε χωρούσαν. Κουμπιά έφυγαν προς κάθε κατεύθυνση. Χούφτωσα βαριά το άλλο στήθος και μετά έκλεισα βρίσκοντας την άλλη ρώγα κι αρχίζοντας να την τρίβω ανάμεσα στα δάχτυλα μου με δύναμη. Δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα. Τα μάτια της με κοίταγαν χωρίς να χάνονται. Το χέρι της στη ζώνη μου. Ήμουν καυλωμένος. Δε θα σταματούσα.

    - Συγνώμη που έβρισα.

    - Και τι άλλο;

    - Τι άλλο;

    Η πίεση στις ρώγες της γινόταν όλο και πιο αφόρητη. Κλαψούριζε αλλά δεν τραβιόταν.

    - Τι άλλο; Ξαναείπα ήσυχα

    - Συγνώμη που σε απείλησα.

    - Δε με απείλησες ηλίθια. Για να με απειλήσεις πρέπει να μπορείς. Τι έκανες;

    -…

    - Τι έκανες;

    - δεν ξέρω. Ξέρω;

    - Τι έκανες;

    Είπα και το χέρι μου άφησε τη ρώγα της κι όσο έκανε να πάρει μια ανάσα το μάγουλο της κινήθηκε βίαια απ’ το χαστούκι.

    Και τότε χαμογέλασε.

    - Συγνώμη Κύριε που πήγα να σας επιβληθώ.


    Δεν έμοιαζε με αυτό που είχα φανταστεί, δεν ήταν η παράδοση που νόμιζα πως γίνεται αυτομάτως. Για να αναλάβω τη θέση, έπρεπε να την κατακτήσω. Η ανάσα μου πιάστηκε. Το μέσα μου είχε αποσβολωθεί. Εκείνος, δεν ήταν πια εκείνος. Εκείνες που πέρασαν είχαν χάσει την πολυσπουδαιότητα της τυχαιότητας, την επιβολή του Έκτακτου που θεωρούσα πως είμαι, όχι ανάμεσα στου εκλεκτούς, σε όσους έβλεπαν αλλιώς, αλλά έκτακτος. Και δεν ήμουν. Όλες αυτές που είχαν δεχτεί, που είχαν αποδεχτεί δεν έμοιαζαν με τόσο μεγάλες νίκες, δεν έμοιαζαν καν με νίκες, γίνονταν βρώμικα κόλπα εκμετάλλευσης, γίνονταν κάτι που δε μ’ άρεσε.

    Come away melinda

    Come in and close the door

    There were lots of little girls like you

    Before they had the war


    Ξεφούσκωσε η περισπούδαστη ιδιαιτερότητα μου, το κορόϊδεμα άλλων, έχασκε σαν αυτό που ήταν, το ξεγέλασμα του εαυτού μου.


    Έμεινα εκεί, χωρίς να συγχαίρω τον εαυτό μου που κατάφερε για άλλη μια φορά να επιβάλλει σε μια ανυποψίαστη την ενοχή της, εκείνη που δεν ήξερε, αλλά είχε ανάγκη, για όσο βέβαια τρώγανε την παραμύθα που τάϊζα στον εαυτό μου, πως μέσα στην αγέλη όλα θα μου χαρίζονταν, γιατί έτσι, οπότε εγώ το έκλεβα απ’ όπου μπορούσα να το πάρω με το ζόρι.

    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  10. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Γιατί κάθισες έτσι; Δεν καταλαβαίνω.

    - Δε θέλετε; Νόμιζα έτσι έπρεπε

    Την κοιτούσα σκεφτικός κι αναρωτιόμουν τι σημαίνει. Την είχα αφήσει για δυο λεπτά να πάω στην τουαλέτα και στην επιστροφή τη βρήκα να έχει μείνει στο ίδιο σημείο αλλά το τραπεζάκι είχε απομακρυνθεί στην άκρη κι εκείνη καθόταν πάνω στα γόνατα της και δε με κοίταζε, κοίταζε λίγο πάνω απ’ τα πόδια μου. Δε μπορούσα να το καταλάβω αυτό, όμως με τάραζε και με αναστάτωνε. Αλλά γιατί να λέει αν το θέλω, ή γιατί να πρέπει. Τι πρέπει, ποιος πρέπει και γιατί πρέπει.

    - Άκου, μάλλον βιαστήκαμε με όλη την κατάσταση. Ωραία ήταν όμως ας το κρατήσουμε επαγγελματικό. Συμφωνείς;

    - Ό,τι πεις

    Ξανά, ο ενικός…

    Σηκώθηκε κατακόρυφα, κουμπώθηκε και ίσιωσε το παντελόνι της που είχε ζαρώσει ελαφρά. Δεν έδειχνε κάτι η έκφραση της.

    Πήρα τα πράγματα μου κι ετοιμάστηκα να φύγω. Δεν ήρθε στην εξώπορτα παρά έκατσε σε ένα μικρό πολυθρονάκι εκεί κοντά, δε με κοιτούσε και πασπάτευε τα κορδόνια της. Τα μαλλιά της είχαν πέσει μπροστά. Αλλά δε μπορούσα να το αφήσω έτσι.

    - Μπορείς να μου εξηγήσεις κάτι;

    - Μμμ

    - Γιατί όταν γύρισα στο σαλόνι καθόσουν έτσι, και γιατί να το θέλω ή να πρέπει.

    Αντί να απαντήσει, ξεφύσηξε, σηκώθηκε και ήρθε μπροστά μου τυλίγοντας τα μπράτσα της στο λαιμό μου.

    - Αυτό ήταν; Σε ενόχλησε αυτό;

    Η αντίδραση ήταν εντελώς άσχετη και ασύνδετη.

    - Εγώ έκανα μια ερώτηση τίποτα άλλο.

    - Κι αν σου πω τι θα γίνει;

    - Τι τι θα γίνει; Τίποτα, θα φύγω.

    Μια λάμψη σαν σκανταλιά, ή σαν προθυμία πέρασε απ’ το βλέμμα της

    - Ναι αλλά αν σε … πείσω; Αν απαντήσω σωστά; Θα μείνεις;

    - Δεν καταλαβαίνω, σκοπεύεις να απαντήσεις λάθος, ή τι;

    - Με δοκιμάζεις;

    - Άστο, δε σε καταλαβαίνω και δεν είναι τόσο σημαντικό για να χαλάσουμε τη συνεργασία μας.

    - Δε θέλω να φύγεις.

    - Ναι αλλά πρέπ

    - Νόμιζα πως ήθελες έτσι να καθίσω, νόμιζα πως ήσουν σαν εκείνον και ήθελα να δεις πως είμαι πρόθυμη.

    - Πρόθυμη για ποιο πράγμα;

    - Να με κάνεις ό,τι θες.

    Μα τι μου έλεγε; Τι ήταν όλο αυτό και πως μπλεκόταν πάλι αυτός μέσα στα πόδια μου.

    - Να σε κάνω ό,τι θέλω;

    - Μάλιστα

    Το μάλιστα θα έλεγα ψέματα στον εαυτό μου αν έλεγα πως δε μου άρεσε, ή πως δεν ξεσήκωσε κάτι αμυδρό απ’ τη μνήμη μου, ίσως απ’ τις πρώτες συναντήσεις με την Άννα.

    - Τι θέλεις ακριβώς;

    - Αυτό που θέλεις εσύ.

    - Γιατί;

    - Θέλω να είμαι δική σου

    Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι, όλο αυτό δεν έβγαζε νόημα.

    - Γιατί σου έδειξα ότι θέλω κάτι τέτοιο;

    - Όχι αλλά αν το θέλεις, εγώ το θέλω, με έπεισες πως μπορείς.

    Ήμασταν πολύ κοντά κι εγώ το ‘χασα. Θύμωσα με αυτό που άκουσα, σα να πέρναγα εξετάσεις κάποιου είδους, ή σαν ξαφνικά να ήμουν εγώ αυτός που έπρεπε για κάτι να πείσω και το χέρι μου έφυγε αυτόματα. Ο ήχος με αναστάτωσε πιο πολύ απ’ τη στάση της πριν, η επαφή με το δέρμα της ξύπνησε όλα αυτά που πλέον ψευτοχαιρόμουν μέσα από αθώους καθημερινούς διαλόγους μ’ ανυποψίαστους ανθρώπους. Το μάγουλο της δεν κοκκίνισε αλλά εγώ το ήθελα. Και της έριξα άλλο ένα χαστούκι. Ο ήχος γέμιζε κάτι μέσα μου και αν κάτι θα μπορούσε να ολοκληρώσει αυτή την αίσθηση, ήταν το βλέμμα της, η πουτάνα το ήθελε, δεν το ήθελε μόνο, το περίμενε, περισσότερο απ’ αυτό το αγκάλιαζε, το δεχόταν, γινόταν κάτι από ‘κεινη, αλλά και πάλι δε σταμάταγε να είναι δικό μου.


    Αυτή τη φορά το μάγουλο κοκκίνισε πολύ, αλλά εγώ δεν ήθελα να σταματήσω. Έσπρωξα την πόρτα και έκλεισε και στάθηκα μπροστά της φέρνοντας το άλλο μου χέρι πίσω απ’ το σβέρκο της και συνέχισα να τη χαστουκίζω και αυτή η μαλακία με γέμιζε, με ευχαριστούσε και αυτό που καταλάβαινα, αυτό που αντιμετώπιζα ήταν πως η τελεία θα έμπαινε αν κατουρούσα, αλλά δεν ήταν πραγματικά να κατουρήσω, ήταν η αίσθηση της επιτακτικότητας του κάτουρου, αλλά αυτό που ήθελα ήταν να χύσω. Αν μπορούσα μαγικά όπως χαλαρώνω για να κατουρήσω και να βγάλω χύσια αυτό θα ήθελα.


    Την έσπρωξα προς τα κάτω κρατώντας τη ακόμα απ’ το σβέρκο και με το άλλο χέρι κατέβασα μόνο το φερμουάρ κι απελευθέρωσα τον πούτσο μου απ’ το παντελόνι, την τράβηξα προς τα μπροστά και της τον έχωσα στο στόμα. Την κράτησα δυνατά και ακίνητη και μπαινόβγαινα στο στόμα της. Και δεν ήθελα να κρατηθώ, ούτε να δείξω πως μπορώ να το κάνω, ήθελα για την πάρτη μου να χύσω εκείνη τη στιγμή. Τραβήχτηκα και τον έπιασα απ’ τη βάση όσο κι αν δυσκολευόμουν με το παντελόνι και με το ένα χέρι δεσμευμένο στο σβέρκο της και πετάχτηκαν δυνατά και μακριά, φρόντισα να πάνε κυρίως στο μάγουλο. Μόλις τελείωσα τη χαστούκισα πάλι. Και πάλι και πάλι. Μέχρι που ξεράθηκαν κι έμεινε μια λιπαρότητα που κολλούσε.

    - Όχι δε νομίζω πως εσύ είσαι ικανή να με πείσεις για κάτι.

    Σε αυτό το σημείο δεν ήξερα τι έλεγα, ήξερα πως ήταν αυτό που μπορούσα να πω, αυτό που ταίριαζε για να ικανοποιεί εμένα να πω.

    - Συγνώμη που δεν ήμουν καλή.

    - Σε ποιον ζητάς συγνώμη;

    - Σε εσάς. Συγνώμη.

    - Πριν μου μίλησες στον ενικό που είπα πως θα φύγω, αυτά θα έχω με ‘σενα; Σε όλα ασταθής θα είσαι;

    - Δεν είχα καταλάβει Κύριε, ό,τι…

    - Σάλτσες και υπεκφυγές.

    - Μάλιστα.

    - Κάθισε όπως πριν.


    Κάθισε στα γόνατα της και κοιτούσε χαμηλά. Πήγα πίσω της και την κοιτούσα. Έφερα τα χέρια μου μπροστά και έπιασα τις άκρες του ρούχου της, το ξεχείλωσα και της το έβγαλα κακήν κακώς. Και όμως αυτό μου άρεσε. Χωρίς λόγια.

    Η κοιλιά της δίπλωσε λίγο πάνω απ’ το παντελόνι της.

    - Κοίτα πως είσαι έτσι, βγάλε το παντελόνι να μη βλέπω την κοιλιά σου.

    - Μάλιστα.

    - Επίτηδες το έκανες; Για να μου χαλάσεις την αισθητική;

    - Όχι Κύριε, μου ξέφυγε.

    Είχα έρθει μπροστά της.

    - Με δουλεύεις;

    - Όχι Κύριε.

    - Νομίζεις ότι ψάχνω ρομποτάκια;

    - Όχι Κύριε.

    - Πως μπορεί να σου ξέφυγε εφ’ όοσν δεν ήξερες τι θα έκανα;

    - Μάλιστα Κύριε. Έχετε δίκιο.

    - Άρα ποια είναι η σωστή απάντηση.

    - Δε θα επαναληφθεί.

    - Δηλαδή τι δε θα επαναληφθεί; Δε θα κάνω ό,τι θέλω όταν το θέλω;

    Δάκρυα κύλαγαν απ’ τα μάτια της και είχε μπλοκάρει. Έμοιαζε πως πραγματικά δεν ήξερε τι να απαντήσει.

    - Γιατί κλαις;

    - Δεν ξέρω τι να απαντήσω Κύριε και σας απογοητεύω.

    - Με απογοητεύεις που προσπαθείς να με χειριστείς πρώτα απ’ όλα.

    - Συγνώμη. Συγνώμη Κύριε.

    - Έτσι θα με πείσεις; Στο περίπου;

    - Υπήρχε λόγος να ασχοληθώ απόψε μαζί σου;

    - Εσείς το ξέρετε αυτό Κύριε.

    - Δεν υπήρχε. Θα φύγω.

    - Κύριε;

    - Ναι;

    - Δεν το έκανα επίτηδες πριν και δεν ξέρω τι θα έπρεπε να κάνω αλλά αν θέλετε θα κάνω δίαιτα.

    - Δίαιτα γιατί νομίζεις πως είσαι χοντρή;

    - Για να σας αρέσω Κύριε, να μην πετάει η κοιλιά μου και σας ενοχλεί.

    - Δε χρειάζεται προς το παρόν.

    - Κύριε πως θα μπορούσα να έχω αποφύγει να σας χαλάσω την αισθητική;

    - Δε θα μπορούσες. Κι αυτή ήταν η μόνη απάντηση που ζητούσα. Κι αυτό είναι το μήνυμα. Δε μου αρέσουν τα ψέματα, ή οι ανακρίβειες κι οι υπερβολές. Για ‘μενα έχουν την ίδια πηγή και την ίδια κατάληξη. Αυτή τη φορά δε σημαίνει κάτι, πες πως γνωριζόμαστε ακόμα.

    - Κύριε θα υπάρξει επόμενη φορά μαζί μου;

    - Μπορεί. Θα εξαρτηθεί. Βγάλε το βρακί σου και κάθισε πάλι με τον ίδιο τρόπο.


    Μου άρεσε που έβλεπα τις πατούσες της κάτω απ’ το κωλαράκι της. Η ζώνη μου έσκισε τον αέρα και κατέληξε πάνω στον ώμο της αγκαλιάζοντας το πίσω μέρος του σβέρκου που ακόμα φαίνονταν αχνά τα δάχτυλα μου και πέφτοντας λίγο πιο κάτω απ’ τον άλλο ώμο. Το χαστούκι μου άρεσε περισσότερο απ’ αυτή την αίσθηση. Άλλαζα διαρκώς θέσεις και ήταν σα να με εμπόδιζε κάτι να ολοκληρώσω το θέλω μου. Ήθελα να δω την πλάτη της να γίνεται λίγο κόκκινη αλλά ίδια απόχρωση παντού κι ήταν σαν κάτι μέσα μου να ήθελε να το τρενάρω, να μην το τελειώσω. Έβαλα ίσως περισσότερη δύναμη, τινάχτηκε και βόγκηξε. Κάτι σπίθισε μέσα μου σα σινιάλο. Ερεθίστηκα που έβρισκα μια άκρη της, ερεθίστηκα που έχασε τη σταθερότητα της και συνέχισα, με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια δύναμη. Κάθε φορά τιναζόταν και περισσότερο. Στον ώμο, στα πλευρά, στα ψωμάκια, στον κώλο με τις πατούσες, πλάγια στα μπούτια, παντού εντομές και διάσπαρτα λευκά με ροζ, διαρκή τινάγματα, ένα συνεχές βογκητό. Αύξησα τη δύναμη μου περισσότερο, τώρα τιναζόταν συνεχώς όπου κι αν την ακουμπούσε η ζώνη.


    - Κάθισε στα γόνατα σου και στηρίξου στα χέρια σου.

    Ο κώλος της ήταν απίθανος. Και ουσιαστικά άτρωτος ακόμα. Στάθηκα από πάνω της.

    - Ωραίο χαλί αυτό τι είναι;

    - Από το Κάιρο το πήρα σε ένα ταξίδι. Σας αρέσει;

    - Πόσο έκανε;

    - 500 ευρώ.

    - Δεν αξίζει 500.

    - Είναι σα γιουσουρούμ εκεί, τους έπεισα με λίγο παζάρι…

    - Παζάρι λες τον εκβιασμό που υπαινίχτηκες πριν σε ‘μενα;

    - Όχι Κύριε δεν είναι το ίδιο εγώ

    - Θέλω να κατουρήσω εδώ που είμαι. Στην κωλάρα σου κι όπου πάνε. Έχεις αντίρρηση;

    - Μάλιστα Κύριε.

    - Αλήθεια, έχεις αντίρρηση.

    - Εννοώ όχι μπερδεύτηκα.

    - Αποφάσισε ναι ή όχι κατουριέμαι.

    - Θέλω Κύριε να με τιμήσετε κι εμένα κι αυτό με τον εαυτό σας.

    - Σου είπα κάτι πριν για τη χειριστικότητα σου.

    - Μα Κ

    - Βούλωστο τώρα.

    Αμόλησα τα κάτουρα μου στον κώλο της, στην πλάτη της που έκαιγε και γύρω της στο χαλί παντού.

    - Γύρνα στα γόνατα σου γιατί βαριέμαι να τον τινάζω και καθάρισε με.

    Γύρισε όπως ζήτησα και με τη γλώσσα της απομάκρυνε τις τελευταίες σταγόνες που πάντα μένουν. Μόλις τελείωσε της είπα να γυρίσει όπως ήταν πριν και το έκανε. Ο κώλος της γυάλιζε.

    - Δε σου είπα ότι δε μου αρέσουν οι χειριστικοί άνθρωποι;

    - Μάλιστα Κύριε.

    - Πιστεύεις πως πρέπει να τιμωρηθείς;

    - Μάλιστα Κύριε μου αξίζει.

    - Άρα θα σταματήσω να κάνω αυτό που μου αρέσει για να ασχοληθώ με τη διαπαιδαγώγηση σου; Αυτό μου λες;

    - Όχι Κύριε, ό,τι νομίζετε εσείς πως μου αξίζει.

    - Θέλω να μετράς.

    - Μία

    - με τα γράμματα του αλφαβήτου.

    - Άλφα

    Βήτα

    Γάμμα

    ..

    ..

    ..

    Ωμέγα

    Κύριε τελείωσαν τα γράμματα.

    - Αριθμούς

    - Ένα

    Δύο





    Δέκα

    Σταμάτησα και μου άρεσε περισσότερο πως η κωλάρα της είχε το ίδιο ροζ λευκό παντού πάνω της.

    - Δε μου αρέσει να με πατρονάρουν.

    - Δε θα επαναληφθεί, συγνώμη.

    - Θέλω να πας να στηθείς στο παράθυρο όρθια και να κοιτάς απέναντι ώσπου να σου πω.


    Πήγα στην κουζίνα και βρήκα ένα μικρό αγγουράκι στο ψυγείο. Το έπλυνα καλά και γύρισα κοντά της. Όσο στεκόταν ακίνητη της γαμούσα άγρια με τα δάχτυλα την κωλότρυπα. Ύστερα της κράτησα ανοιχτά τα κωλομέρια και σιγά σιγά έχωσα το αγγουράκι μέχρι που δεν υπήρχε φόβος να βγει. Τουλάχιστον προς το παρόν. Το κλάμα της ήταν απαλό.

    - Δε θέλω να σου πέσει. Ό,τι κι αν κάνεις μην τυχόν και σου πέσει και μη φύγεις από ‘κει που είσαι, μην κάνεις βήμα. Ώσπου να σου πω.

    Κάθισα στον καναπέ απέναντι της και λαγοκοιμήθηκα


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  11. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Πέρασαν σχεδόν δυο χρόνια και ήταν σαν αυτή η πρώτη φορά να κρυστάλλωσε τη διάθεση μας σε φράση δύο μερών με την ίδια πάντα σειρά. Ήθελα να την τσαλακώνω και ήθελε να την τσαλακώνω. Ποτέ δεν υπήρξε διάθεση διείσδυσης, ή ανάγκη για κάτι τέτοιο. Ένα διαρκές τέντωμα των χεριών και σφίξιμο των καρπών, παράδοση και θραύσματα ενέργειας της που έσβηνε μέσα μου, για να επιστρέψει σε εκείνη, την καθαρότητα που έφραζε απ’ τη διαρκή καθημερινή συμβατικότητα. Από το κρυφτούλι της επαγγελματικής εγωπάθειας με το πάθος για αρμονία και την επιδίωξη μιας φιλήσυχης προσωπικής ζωής με το σύντροφο της. Αποφόρτιζα ενώ φορτιζόμουν. Ήταν μια συνθήκη παροχής υπηρεσιών από και προς.


    Καθόμασταν ένα απόγευμα περίπου όταν ξεκίνησαν τα προβλήματα στη δουλειά στον καναπέ του σπιτιού της. Θυμάμαι ακόμα σα να συνέβη πριν από λίγο.


    - Ήρθατε

    -…

    - Θα πιείτε κάτι;

    - Πονάνε τα πόδια μου σήμερα, λάθος παπούτσια.

    Δεν είχε ακόμα καθίσει και γονάτισε μπροστά μου, έλυσε τα κορδόνια, τα χαλάρωσε και μου έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες. Πήγε στο μπάνιο κι έφερε ένα μικρό λεκανάκι με χλιαρό νερό και άλατα κι έβαλε τα πόδια μου μέσα μαζί με τα χέρια της κι άρχισε να με τρίβει. Έσκυψα κι ανέβασα λίγο το παντελόνι μου για να μη βραχεί, πλησίασε το κεφάλι της και φίλησε τις γάμπες μου. Τα μαλλιά έπεφταν στο πρόσωπο της. Μου άρεσε που δεν πολυμιλούσαμε. Θα περνούσε καιρός ώσπου να ανακαλύψω ότι με κάποιους ανθρώπους μπορείς όντως να έχεις αυτή την εναργή στιγμιαία σιωπή.


    Έφερε μια μαλακή μωβ πετσέτα και σκούπισε τα πόδια μου και μετά πήγε το λεκανάκι μέσα. Όταν επέστρεψε ήταν γυμνή και κάθισε μπροστά μου στα γόνατα της.

    - Θέλω ένα ουίσκι.

    Σηκώθηκε και στράφηκε προς τα μέσα. Μου άρεσε αυτή η απουσία γυναικουλίστικων ακκισμών στο βάδισμα της. Ίσως να τα πρόσφερε στο φίλο της, ίσως και όχι. Πάντα προτιμούσα να πιστεύω πως κράταγε τον απέριττο εαυτό της για ‘μενα.


    ***



    Ποτέ δεν ξέχασα κατά τη διάρκεια του τραπεζιού των αποκαλυπτηρίων της μακέτας και την παρουσίαση των φωτορεαλιστικών που είχε έρθει με το σύντροφο της φορώντας ένα πολύ επίσημο φόρεμα, με εξαιρετική κόμμωση κι επαγγελματικό βάψιμο που ελαφρά μεθυσμένη μου είχε στείλει ένα πμ την ώρα που πείραζα μια γραμματέα << εγώ είμαι πιο ωραίο πουτανάκι >> για να λάβει μια κοφτή απάντηση: << στις αντρικές στις 12 >> νομίζω απέμεναν 40 λεπτά.


    Όταν ήρθε μόλις την κοίταξα κατέβασε το βλέμμα, αλλά εμφανώς είχε πιει κι άλλο.

    - Τι σήμαινε αυτό το μήνυμα;

    - Έτσι.

    - Με ενδιαφέρει εμένα αν είσαι και τι είσαι;

    - Δε μου δώσατε σημασία όταν ήρθα, ούτε ένα γεια, ούτε αν είμαι ωραία.

    - Άλλος έχει προσληφθεί γι’ αυτή την εργασία.

    - Δε σας ενδιαφέρει δηλαδή;

    - Όχι.

    - Τότε να μην ξαναβρεθούμε.

    - Αποφάσισες;

    - Όχι σας κάνω μια πρόταση να τη λάβετε σοβαρά υπ’ όψιν σας αφού δε σας ενδιαφέρω.

    Όταν κατέβασα το χέρι μου το μάγουλο της πήρε να κοκκινίζει και τα μαλλιά της είχαν πάρει την κατιούσα, όπως μ’ άρεσαν, φυσικά κι ανέμελα.

    Ξεκούμπωσα το φερμουάρ μου και κατέβασα το παντελόνι και το εσώρουχο στα μπούτια μου. Κοίταξε τα πλακάκια που έμοιαζαν γλιτσιασμένα.

    - Τι; Εδώ;

    - …

    Γονάτισε, ανασήκωσε το φουστάνι και τα γυμνά γόνατα της βρέθηκαν στα πλακάκια και ξεκίνησε ένα απαλό τσιμπούκι, με προσοχή να μην πασαλειφτεί. Την έπιασα γερά απ’ τα μαλλιά και την κράτησα ακίνητη, σπρώχνοντας το κεφάλι της προς τον τοίχο. Σφήνωσα το χέρι μου ανάμεσα στον τοίχο και το κεφάλι της με τον κότσο ανάμεσα στα δάχτυλα μου. Το στόμα της ήταν ορθάνοιχτο όταν χώθηκα την πρώτη φορά κι έκατσα βαριά μέσα στο λαρύγγι της ώσπου άρχισε να πνίγεται, να προσπαθεί να βήξει και οι άκρες των ματιών να νοτίζουν. Τραβήχτηκα όλος προς τα πίσω κι όταν το πουτσοκέφαλο ακούμπαγε στα χείλη της, την κάρφωσα πάλι, ως το νέο πνίξιμο. Κι αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές ώσπου το μακιγιάζ γύρω απ’ τα μάτια να αποκτήσει εκείνο το πλάτος που προσπαθούν να πετύχουν οι γκοθούδες των λεγόμενων δακρυσμένων ματιών, το ρουζ είχε χαθεί και το κραγιόν σταμάτησε να είναι τόσο έντονο. Δεν ήθελα να χύσω, βγήκα από μέσα της και κουμπώθηκα. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα στον κοινόχρηστο των λουτρών. Έβρεξα τα δάχτυλα μου στο νιπτήρα και επέστρεψα μέσα. Τα πέρασα πάνω απ’ το μέτωπο της να φύγει αυτή η γυαλάδα που είχα δει απ’ όταν μπήκε και με είχε νευριάσει. Τα μαλλιά της ήταν τόσο μαλακά, πέρασα το χέρι μου ανάμεσα και δεν αναχαιτίστηκα καθόλου απ’ το κοκκάλωμα κατά τόπους της λακ. Την αισθάνθηκα να χάνει τη δύναμη της.

    - Μου αρέσεις.

    Επέστρεψα στο δείπνο. Όταν ήρθε, είχε παραμείνει όπως την άφησα. Με κοίταξε και άηχα μου είπε καληνύχτα. Φεύγοντας παρά το παραξενεμένο και ξινισμένο βλέμμα του συντρόφου της πολλοί άνθρωποι εκθείασαν το πόσο όμορφη και γλυκιά ήταν.


    ***


    - Θέλω να σας ζητήσω κάτι. Μπορώ να το πω;

    - Μπορείς.

    - Μου ζητάει διαρκώς να τραβήξουμε βίντεο ενώ…

    Δεν είχα σκοπό να τη διευκολύνω.

    Άργησε πολύ να συνεχίσει

    -…θέλει θέλω να πω να αποθανατίσουμε τις ιδιωτικές στιγμές μας. Τι γνώμη έχετε;

    - Για ποιο λόγο δε θέλεις;

    - Εγώ σας ρώτησα.

    Έπιασα από δίπλα μου τα μανταλάκια και έπιασα μ’ αυτά τις ρώγες της. Πήρα το κινητό μου και χάζεψα τα emails μου.

    Τελικά είπε

    - Αν χωρίσουμε φοβάμαι μη με εκθέσει.

    - Αν σε εκθέσει θα του κάνεις αγωγή.

    - Ναι αλλά όλοι θα το ‘χουν δει.

    - Τι ακριβώς θα έχουν δει;

    - Ότι …

    - Ότι;

    - Δε θέλω να ξέρουν τι κάνω.

    - Όλοι γνωρίζουν ότι κάνεις ό,τι κάνουν. Άλλο να το γνωρίζουν θεωρητικά, άλλο να το φαντάζονται και άλλο να κάνουν εικόνα την παραμόρφωση του στόματος σου όταν τον ρουφάς.

    - Δεν τον ρουφάω!

    - Πίπες δεν του παίρνεις;

    - Όχι συχνά.

    - Καλά. Τι είναι αυτό που δε θέλεις πραγματικά;

    - Δε θέλω να εκτεθώ. Κουράστηκα να γίνω γνωστή.

    - Και ποιος θα στο κλέψει;

    - …

    - Τι άλλο;

    - Δεν έχω ωραίο σώμα.

    - Αυτά;

    - Κι αν το έβλεπε κάποιος γνωστός και το έλεγε στο μπαμπά μου;

    - Τι θα έλεγε στο μπαμπά σου πως έβλεπε τσόντες και του φάνηκε πως είδε την κόρη του;

    - Δεν ξέρω, ίσως.

    - Τι πραγματικά φοβάσαι;

    - Μη με πουν απελπισμένη για άντρα και πως κάνω τα πάντα για να μη μου φύγει

    - Ποιος στο είπε αυτό;

    - …

    - Μάλιστα.


    Θύμωσα που ξαναεμφανιζόταν το φάντασμα του, αυτή η τόσο κακή επίδραση του, η επιβάρυνση του. Χάθηκα στις σκέψεις μου για λίγο.

    - Μπορώ να τα βγάλω; Με πονάνε.

    Αν και επέστρεψα στην πραγματικότητα συνέχιζα να την κοιτάζω.

    - Θα φύγω τώρα.

    Μου φόρεσε απαλά τις κάλτσες, τα παπούτσια και τα έδεσε. Συνέχιζε να στέκεται εκεί μπροστά μου. Σηκώθηκα και της ανακάτεψα απαλά τα μαλλιά. Το πρόσωπο της ακούμπησε στο μηνίσκο μου σαν μια απαλή λέξη.


    Μερικές ημέρες μετά ξαναπήγα σπίτι της κρατώντας ένα κουτί.

    - Που σε γαμάει συνήθως;

    - Στο… κρεβάτι… μας

    - Το ‘’μας’’ γιατί το πρόσθεσες;

    - Έτσι, δεν ξέρω.

    Την κοίταξα με απαρέσκεια και κατέβασε το κεφάλι.

    - Πάμε στο δωμάτιο.


    Κοίταξα το γυμνό τοίχο απέναντι απ’ το κρεβάτι.

    - Φέρε μια καρέκλα.

    Όταν την έφερε και την έβαλα να την τοποθετήσει στον τοίχο με την πλάτη να ακουμπάει εκεί, της είπα να ανέβει. Από μια σακούλα που είχα μαζί μου, άνοιξα τη μικρή κασετίνα κι έβγαλα ένα ντεβάλτ που της το έδωσα μαζί με ένα 6άρι ούπα. Της εξήγησα πώς να τοποθετήσει το χέρι της και τι να κάνει. Πριν ξεκινήσει σάλιωσα τη σφήνα και της την έβαλα με μια κίνηση στον κώλο. Έπρεπε να κάνει 4 τρύπες και να τοποθετήσει τα ούπα. Στο μεταξύ έβγαλα τη ζώνη μου και της τραγούδησα για το ‘’μας’’.


    Μόλις τελείωσε έβγαλα απ’ το κουτί ένα ρολόϊ τοίχου και της το έδωσα να το κρεμάσει. Όταν κατέβηκε το στρογγυλό κωλαράκι της ήταν κατακόκκινο. Ποτέ δε μου άρεσε που δε μπορούσα να με αφήνω πάνω της.

    - Εδώ είναι οι οδηγίες χρήσεως.

    - Δηλαδή;

    - Θα το προγραμματίσεις ανάλογα, όταν επιστρέψει στο σπίτι, θέλω να φτιάξεις μια ταινία για ‘μενα. Να τον προκαλέσεις, να του παραδοθείς και να αφήσεις την κάμερα να κάνει τα υπόλοιπα. Κατάλαβες;

    - Μάλιστα.

    - Θέλω μόνο να θυμάσαι ένα πράγμα. Όταν δεν είμαι εγώ, το ‘’μας’’ δεν έχει το πάνω χέρι. Εσύ το έχεις. Κι αυτό θέλω να το δω στην ταινία.

    - Μάλιστα. Μετά τι θα την κάνω την ταινία;

    - Δική μου είναι. Αφού τη δω, θα αποφασίσω.

    - Μπορεί δηλαδή να μου πείτε να του τη δείξω;

    Την κοίταξα με την ίδια απαρέσκεια.


    ***


    Δεν το ήξερε ακόμα πως είχα έρθει για να την αποχαιρετίσω. Είχα δεχτεί την πρόταση για να αναλάβω τη δουλειά στη Ρόδο.

    Το ουίσκι ήταν ήδη στο τραπεζάκι μπροστά στη θέση μου στον καναπέ. Είχα καθίσει κι εκείνη σαν κάθε φορά στεκόταν με τη μέση ίσια στα γόνατα της μπροστά μου.

    - Θα λείψω για κάποια χρόνια. Σήμερα είναι η τελευταία φορά που ήρθα να σε δω.

    - Γιατί; Κι εγώ;

    - Το γιατί είναι εύκολα κατανοήσιμο. Όσο για ‘σενα δε βλέπω τι σχέση έχεις.

    - Δεν είμαι σημαντική δηλαδή;

    - Για τον εαυτό σου προφανώς. Για το σύντροφο σου, πιθανόν. Για εμένα υπήρξες άλλοτε προσφορά και άλλοτε ζήτηση, απαραίτητη όμως όχι.

    - Θέλω να φύγετε.

    - Προφανώς και θα το κάνω.

    - Εννοώ τώρα. Νομίζω πως δε θέλω να σας ξαναδώ.

    - Πρώτα θα τελειώσω το ποτό μου.

    - Όχι θέλω τώρα.

    Το χέρι της κινήθηκε βίαια κι εκσφενδόνισε το ποτήρι στο πάτωμα σκουντώντας το χέρι μου. Τα μάτια της γελούσαν κι έκλαιγαν.

    Νομίζω πως ήταν το δυνατότερο χαστούκι που της είχα ρίξει. Έβαλε τα κλάματα. Ηχηρά κλάματα, όμορφα, παρήγορα και παραπονιάρικα. Ίσως και το χαμένο από χρόνια δικό μου κλάμα, που με συνόδευε σ’ όσες φυγές δεν επέλεξα εγώ.


    Σηκώθηκα και με μια κίνηση πέταξα πάνω απ’ το τραπεζάκι κάθετί που ήταν πάνω. Την γύρισα και πήρα τα χέρια της κι αγκάλιασα την άλλη άκρη του μακρόστενου κοντού επίπλου κι η κοιλιά της βρέθηκε να ακουμπάει στη γωνία του. Άνοιξα τα πόδια της και τα έβαλα αγκαλιαστά στα ποδαράκια του τραπεζιού.

    - Άλφα, είπα εγώ

    - Βήτα, είπε εκείνη

    - Γάμα, είπα εγώ

    - Δέλτα, είπε εκείνη

    .

    .

    .

    - Ψι, είπα εγώ

    - Ωμέγα, είπε εκείνη

    - Ένα, είπα εγώ

    - Δύο, είπε εκείνη

    - Τρία, είπα εγώ

    - Τέσσερα, είπε εκείνη

    - Πέντε, είπα εγώ

    .

    .

    - Είκοσι, είπε εκείνη


    Το μουνί της είχε φουσκώσει, η παλάμη μου δεν είχε σταματήσει να είναι κατακόκκινη κι ας είχα πιάσει από ώρα ένα μακρύ μαστίγιο από φίδι που την τύλιγε ολόκληρη σε κάθε ριπή, νομίζω κάποιες στιγμές τυλίχτηκα ή μπορεί και να ‘ταν στη φαντασία μου κι εγώ μέσα σε αυτή τη δίνη.


    Αυτή τη φορά με το χέρι μου να καίει ακόμα, έσφιξα δυνατά τα μπράτσα της και καρφώθηκα βαριά με μια κίνηση στον πάτο του μουνιού της. Νομίζω πως άλλη φορά δεν έχω καταφέρει σε γυναίκα να χωθω μονοκόμματα με τη μία χωρίς να στηριχθώ και χωρίς να δυσκολευτώ καθόλου. Τα μπράτσα της έγιναν οι μοχλοί για να βγαίνω εντελώς και να καρφώνομαι κι η μεγαλύτερη ευχαρίστηση ήταν που ήξερα τι της προκαλούσε η γωνιά του τραπεζιού, σχεδόν πονούσα απ’ τη χαρά μου που την εγκλώβιζα σε αυτή η συνθήκη.


    Την τελευταία φορά που την είδα, οι τελευταίες της εικόνες ήταν να γυρνάει το λαιμό και να με φιλάει στο πλάϊ των χειλιών κι όταν ντυνόμουν να την κοιτώ γαντζωμένη στο τραπεζάκι με τα άκρα της ενώ τα χύσια μου κυλούσαν στα πόδια της και ακούγοντας το σιγανό της κλάμα. Άφησα πάνω στο τραπεζάκι την κάρτα μνήμης με όλες τις τσόντες που την είχα βάλει να τραβήξει. Γύρισα για μια τελευταία φορά και μέσα μου πάγωσαν σημάδια που θα δυσκολευόταν να κρύψει. Το δικό μου, ‘’μας’’.


    ***


    2016, Παλαιό Φάληρο.


    Έμενα σε κάποιους φίλους που κατέβηκα για να τακτοποιήσω μια εκκρεμότητα ενός φόρου αποδοχής κληρονομιάς. Ήταν ο καθιερωμένος καφές σε μια απ’ τις ηλιόλουστες καφετέριες να θυμηθούμε τα παλιά ξεκινώντας με τον απογευματινό καφέ, συνεχίζοντας στο ίδιο μαγαζί με ομελέτες και σαλάτες και καταλήγοντας με ουίσκι.


    Δε θα τη γνώριζα την Άννα αν δεν ερχόταν η ίδια να με χαιρετίσει. Ήταν πάρα πολύ παχιά, είχε κόψει τα μαλλιά της καρφάκια. Από πάνω φορούσε μια ριγέ πουκαμίσα αντρική κι από κάτω ένα από ‘κεινα τα φριχτά μαύρα κολάν που έχουν εκείνο το πράγμα που πιάνει κάτω απ’ τη φτέρνα και κάτι χαμηλά παπούτσια λεκιασμένα όπως μοιάζανε τα λουστρίνια του παππού μετά τα κεριά της Ανάστασης. Κι όμως το ντύσιμο φώναζε πως ήταν φραγκάτο. Ήταν όμως κακόγουστο. Κι είχε γίνει κι η ίδια κακόγουστη, από αιθέρια. Όχι επειδή πάχυνε, αλλά επειδή έμοιαζε να έχει υιοθετήσει μια πληθωρικότητα στους τρόπους για να εξαλείψει κάθε ιδέα θηλυκότητας και διάθεσης για οικειότητα. Μου είπε πως είχαν πάρει διαζύγιο και πως εκείνος είχε παντρευτεί την αρχιτέκτονα.


    Το πώς αισθάνθηκα είναι ένα καλό ερώτημα στο οποίο δεν έχω απαντήσει ως τώρα. Ίσως επειδή ένιωσα απέχθεια για την Άννα, ή ίσως να ένιωσα απέχθεια επειδή μου είχε ανακοινώσει αυτό, ή ίσως επειδή εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως τους απεχθανόμουν όλους μαζί. Ίσως να μην έχω απάντηση γιατί αισθάνθηκα για πρώτη φορά το βάρος του σωσία. Υπάρχουν από μόνοι τους οι σωσίες ή χρειάζονται ένα διαφθορέα, ή μήπως ένα καταλύτη; Σκέψεις που δε μπόρεσα ποτέ να απαντήσω. Κι ο εαυτός μου ξεφούσκωνε μέσα μου σαν πουλί που το κόψανε την ώρα που φούσκωνε το πτέρωμα για να πετάξει, ή να σα κατάλαβε πως είναι ψάρι κι έχει λέπια κι όχι φτερά.


    Το μόνο που ήθελα εκείνη τη στιγμή ήταν να μείνω μόνος μου και να πιω μέχρι να χάσω κάθε επίγνωση του εαυτού μου. Δεν ήταν η Άννα, δεν ήταν η αρχιτέκτονας, δεν ήταν αυτός, ήμουν εγώ. Έχανα την ψευδαίσθηση του εαυτού μου. Έχανα την εντύπωση πια πως με ανάγκασε να γίνω μαθητής που χρησιμοποιούσε για το καλό του και μεγάλωνε μέσα μου το κενό πως με εκμαύλισε για να με εξωθήσει να γίνω σκληρότερος απ’ τον ίδιο και να του ετοιμάσω το μελλοντικό του θύμα.


    Εκείνο το βράδυ πήδηξα για τελευταία φορά την Άννα. Και την πήδηξα επειδή τη σιχαινόμουνα. Την πήδηξα αφού έμαθα πως στα μαθητικά μας χρόνια ήταν μαζί μου επειδή το είχε επιλέξει αυτός. Την πήδηξα αφού έμαθα πως το στάρλετ που τόσο της άρεσε πριν το αγοράσω, της άρεσε επειδή εκείνος της είχε πει να μου το πει και που όταν εκείνη πραγματικά το αγάπησε, εκείνος το αγόρασε αφού τράκαρα κι έδωσε την υπόσχεση πως μια μέρα αυτό το πείραμα που δεν πέτυχε ακριβώς, γιατί οι άνθρωποι έχουν συναισθήματα που πολλές φορές μένουν λανθάνοντα ως αγάπες αντικειμένων σε δεδομένες στιγμές, θα πετύχαινε, με τους ίδιους συντελεστές. Την πήδηξα γιατί ήθελα να της το πω, πόσο τη λυπάμαι. Κι εκείνη να μου γελάσει κατάμουτρα, ρωτώντας με ποιος είμαι.


    ***


    2020, Κάπου στα Δωδεκάνησα


    Είχα χρόνια να σκεφτώ οποιονδήποτε απ’ αυτούς τους ανθρώπους, παρότι είχα την εντύπωση πως τους συναντούσα σε ηλεκτρονικούς κόσμους, ή ήθελα να πιστεύω πως παρέμεναν μέρος αυτής της πραγματικότητας στην οποία με εγκλώβισαν και που δε θέλησα ποτέ να αποδεχτώ ότι ανήκω. Κυρίως γιατί στα μέσα του 16 με την Κόρυ και στα τέλη του 19 Ελισώ, ανακάλυψα πως επιθυμούσα να επικρατώ, αυτή ήταν η δική μου λέξη και δεν ήμουν υποχρεωμένος να ασπάζομαι καμία άλλη. Να νικώ και να επικρατώ, να ευχαριστιέμαι βασανίζοντας τις οριακές γραμμές, να επιβάλλω και να επιβάλλομαι. Αυτός ήμουν και μου άρεσε να χρησιμοποιώ, μου άρεσε να τρέμουν κάτω απ’ το χέρι μου και να κάνουν πάντα το δικό μου. Αυτός ήταν ο δικός μου κόσμος μέσα στον άλλο και δεν είχε καμιά υποχρέωση να του μοιάζει. Το μόνο που είχε υποχρέωση ήταν μου είναι επιθυμητός, να μου είναι αγαπημένος, να τρώω και να πίνω και να μηρυκάζω ξανά και ξανά αυτό που μόλις είχα καταβροχθίσει.


    Ένα μέηλ σαν αποτέλεσμα κάποιου κειμένου ήταν αρκετό για να εκκινήσει μέσα μου μια διαδικασία να βρω όλα αυτά τα κομμάτια που έμεναν μοιρασμένα μέσα μου, χωρίς να επιθυμούν την ένωση τους, χωρίς όμως να επιθυμούν ούτε τη συντριβή ή τη διαγραφή τους. Ήθελαν να είναι. Ναι είναι καλοσυντηρημένα, καλοσχηματισμένα, εναργή, έτοιμα για χρήση, ή ακόμη και για κατάχρηση. Επιθυμούσαν να ζουν.


    Ήταν τότε που άκουσα στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου τόσα χρόνια μετά, αυτή τη φράση

    << Θέλω να κλάψω >>

    Και κατάλαβα πως δε χρειάζονται τόσα πολλά λόγια και τόση εξειδίκευση και εξηγήσεις. Είμαστε ό,τι είμαστε κι εγώ ήμουν και είμαι έτσι κατασκευασμένος. Να μου αρέσω μέσα σε αυτά που λειτουργώ, σε αυτά που μου είναι ερωτεύσιμα. Και να ψάχνω τα άτομα που απαντούν επειδή είναι αυτά που είναι.

    Είμαι ό,τι είμαι.


    I am who I am

    Take it or leave it

    A rebel at heart

    No gods, no masters

    My time has come


    ΤΕΛΟΣ